Naroualis Posted May 14, 2007 Share Posted May 14, 2007 (edited) Όνομα Συγγραφέα:Ευθυμία Δεσποτάκη (aka Naroualis) Είδος:ηρωική φαντασία Βία; Ναι, αρκετή Σεξ; Ναι, πολύ καθώς και καμπόση βωμολοχία Αριθμός Λέξεων:31000 θα φτάσουν στο τέλος Αυτοτελής; Οχι. Πρωτο κεφάλαιο της νουβέλας. Σχόλια: 1/6/2007 το έταξα, λίγο νωρίτερα μου βγήκε. Κόμπες rules my life... Α. -Πώς το είπες; -Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο. -Βελανιδο-τι; -Βελανιδοτρύπανο. Φαντάσου κάτι διαμαντένιο που κάνει τρύπες σε βελανίδια. -Με δουλεύεις ρε φίλε; Ο Πετρεξού τυλίχτηκε στη λινή του ρόμπα νευρικά. -Δεν καταλαβαίνω πού είναι το παράξενο. Έχεις δει και πιο περίεργα αντικείμενα όσο συνεργαζόμαστε. Ο Κόμπες ο Ντερλικοτής έξυσε με ένα χοντρό δάχτυλο το πλάι της μύτης του κι έριξε ένα βλέμμα στο μάγο που εξακολουθούσε να τον κοιτάει ελαφρά εκνευρισμένος. Ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο, έπλεξε τα χέρια του μεταξύ τους και τ’ απίθωσε στα πόδια του μαλακά. -Έχω ασχοληθεί με ρουμπίνια, ζαφείρια, κουτιά, φιαλίδια, δρακόδοντα και ρομφαίες ξωτικών, αλλά με τέτοια σαχλαμάρα δεν έχω ξανασχοληθεί, έκανε ανεξιχνίαστα. Φαντάζομαι ότι έχεις να μου διηγηθείς κάποια εξωφρενική ιστορία, που έχει σχέση με το Διαμαντοτρύπανό σου. -Πρώτον, είναι Βελανιδοτρύπανο, όχι Διαμαντοτρύπανο. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αλίμονό σου αν τα μπερδέψεις και τα πεις ανάποδα μπροστά τη θεά των γουρουνιών. Και δεύτερον, έχεις άδικο. Η ιστορία του Βελανιδοτρύπανου δεν είναι ιδιαίτερα εξωφρενική. Για Παιχνίδι των Θεών, είναι φυσιολογικότατη. -Εγώ τώρα, γιατί δε σε πιστεύω; Ο Πετρεξού αναστέναξε απογοητευμένος. -Ακόμη θυμάσαι τον τρυπανιστή κρανίων; -Ε, για τρυπάνια δε μιλάμε; Κόντεψα να αποκτήσω μια ωραιότατη τρύπα στο κρανίο μου, με τις πίπες που πήγες και μ’ έστειλες να κάνω. Αλλά βέβαια, εσύ το μόνο που διακινδύνεψες ήταν να χάσεις την ευκαιρία να χαϊδεύεις τα βυζιά της Μέρσας κατ’ αποκλειστικότητα. -Τώρα γίνεσαι κακός. -Μάλλον ρεαλιστής γίνομαι, αλλά δε θα το τραβήξω άλλο. Μόνο μια ερώτηση και δε θα σε ξαναδιακόψω. Τι σου ζήτησε αυτή τη φορά; Ο μάγος απέφυγε το βλέμμα του άλλου, ρίχνοντας όλο του το ενδιαφέρον σε μια κλωστούλα που κρεμόταν από το μανίκι του και τραβολογώντας την με εμπάθεια. -Σκουλαρίκια από φολίδες μπλε δράκου. Ο Κόμπες σφύριξε με θαυμασμό. -Ξέρει να ντύνεται το κοπελάκι, έκανε καυστικά. Δεν υπήρχε κάτι πιο σπάνιο να σου ζητήσει; Οι μπλε δράκοι είναι σπάνιοι ακόμη και στην ίδια τους την πατρίδα. Αν λάβεις υπόψη σου ότι πολύ πρόσφατα σκότωσα έναν ο ίδιος… Στη φωνή του κλέφτη παρεισέφρησε μια τρίλια θλίψης, αλλά ο Πετρεξού έκανε ότι δεν το πρόσεξε. -Έχω τις άκρες μου για να βρω αυτό που ψάχνω, έκανε στεγνά. Το μόνο που μου λείπει είναι… -…το ρευστό για να πληρώσεις τις άκρες σου. Αλλά αυτό που αναρωτιέμαι πραγματικά είναι πότε πρόλαβε να σου φάει όλα τα λεφτά από το Ρουμπίνι του Ντεό-Νταό. Και πάλι ο Πετρεξού έπιασε να τραβολογάει την κλωστούλα που δεν έφταιγε σε τίποτα. -Η αγάπη έχει βάσανα, έκανε ανεξιχνίαστα. -Κι η καύλα περισσότερα. -Πρόσεχε πως μιλάς. Οι οιωνοί δεν είναι καλοί τις τελευταίες μέρες. Σαν κάτι κακό να ‘χει συμβεί στους ουρανούς. -Κι όταν συμβαίνει κάτι κακό στους ουρανούς, οι θνητοί δεν πηδάμε; Ο Πετρεξού έτριψε τα χέρια του το ένα με το άλλο, σα να κρύωνε ή να αγωνιούσε. -Σου λέω, τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες τα άστρα δε μου τα λένε καλά. Βλέπω κινήσεις εντελώς παρανοϊκές στο στερέωμα. Άλλη μια φορά έχω διαβάσει για κάτι τέτοιο, αλλά δε θέλω να το σκέφτομαι. -Δηλαδή; -Πριν από πεντακόσια περίπου χρόνια, ο Μέγας Μάγιστρος, αρχηγός της σέκτας των Μάγων, -στην οποία ανήκω κι εγώ- πέθανε χωρίς να έχει δωθεί το Χρίσμα στο διάδοχό του. Το Σκήπτρο των Εκλείψεων χάθηκε και κανείς δεν ήξερε πού ήταν. Τέσσερις άντρες, κλέφτες και μάγοι ταυτόχρονα, στάλθηκαν από το συμβούλιο προς αναζήτηση του Σκήπτρου. Γιατί όπως ξέρεις, οι εκλείψεις συντονίζονται από το Σκήπτρο κι από το ξόρκι που έχει υποχρέωση να υφαίνει ο Μέγας Μάγιστρος. Από τη στιγμή που το ξόρκι πάψει να υφίσταται, περνούν είκοσι μέρες μετατοπίσεων των ουράνιων σωμάτων κι ύστερα αρχίζουν οι εκλείψεις. -Και; -Τι «και»; Μέχρι να βρεθεί το Σκήπτρο και να παραδωθεί στον επόμενο Μεγάλο Μάγιστρο, δυο μήνες αργότερα, έγιναν είκοσι εκλείψεις ηλίου κι όσο για τις νύχτες υπήρχαν ολόκληρες περιοχές που το φεγγάρι έκανε μήνες να ξαναεμφανιστεί στον ουρανό. Έχω στείλει ειδοποίηση στο κέντρο της σέκτας, στις Μικρές Ερήμους, αλλά δεν έχουν απαντήσει ακόμη. Κι αυτό είναι ακόμη πιο ανησυχητικό. -Πιο ανησυχητικό από την τάση της Μέρσας να στα τρώει πιο γρήγορα απ’ ό,τι συνήθως; -Τέλος πάντων, αυτή η συζήτηση δε βγάζει πουθενά, έκανε ο μάγος με δυσφορία. Θα το αναλάβεις ή θα βρω άλλον συνεργάτη; Ο Κόμπες αναστέναξε σα θύελλα που όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει τυφώνας κι έκανε μια κίνηση που σήμαινε «εντάξει, εντάξει». Ο άλλος έκανε με τη σειρά του μερικές κινήσεις που μπορούσαν να σημαίνουν ταυτόχρονα «σ’ έχω βαρεθεί πια», «πού είχαμε μείνει;» ή «ακούς εκεί, η καύλα έχει περισσότερα…» -Το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο, γνωστό και με το επίσημο όνομα Σκήπτρο των Χοίρων, είναι ένα αντικείμενο που βοηθάει τη Κον-Γρουξ-Μπέι, τη θεά των γουρουνιών, ν’ ανοίγει τρύπες στα βελανίδια της προσωπικής της βελανιδιάς, να τα γεμίζει με καλούδια και να τα τρώει, καθώς επίσης και να ορίζει αρχηγό στους Γουρουνοκέφαλους Μυθομανείς, τους πιστούς της υπηρέτες. Της το έδωσε ο πατέρας της, ο Ύψιστος Μαραμπά-Τιράμπ όταν γεννήθηκε. Τα τελευταία εφτακόσια χρόνια όμως δεν το χρησιμοποιεί. Υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι κάνει δίαιτα, για λόγους που θα σου πω κάποια άλλη στιγμή. Οπότε αν της το ζητήσουμε με πολύ ευγενικό τρόπο, πιθανότατα θα μας το δανείσει για μερικά χρόνια… Ο κλέφτης γέλασε ήσυχα. -Ναι, έτσι είναι τα πράγματα. Και δε μου λες, πού πρέπει να πάω να το βρω το Διαμαντοτρύπανό σου και πρωτίστως, ΤΙ ακριβώς θα φοράω; Ο μάγος έκανε ότι δεν άκουσε τμήμα της ερώτησης. -Βελανιδοτρύπανο, είπαμε. Όχι Διαμαντοτρύπανο. Θα σου δώσω μαζί σου μερικά φυλακτά, ό,τι εκλεκτότερο βρήκα στην αγορά: Ένα κομμάτι από ρίζα Αόρατης Περικοκλάδας, δύο Πρασοβάρελα, μια Σαγηνευτική Σμικρυντική Σιαγόνα Σκουληκαντέρας κι οπωσδήποτε Δάκρυα Μακρομούρας Ανθρωποβιολέτας και Γύρη Σαρκοφάγου Κισσού. Έλα το απόγευμα στο Κονάκι μου, από την πίσω πόρτα, ξέρεις. Πρέπει να κάνουμε κάποιες τελετές. Τίποτε το ασυνήθιστο. Φρόντισε να έχεις πλυθεί καλά και ιδιαίτερα ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών. Α, και μην κάνεις τίποτε πονηρό. Θα χαλάσει η προετοιμασία. -Εννοείς να μην πηδήξω; -Τίποτε απολύτως. -Ούτε καν να τον παίξω; Ο Πετρεξού έριξε ένα έξαλλο βλέμμα στον κλέφτη που ανθυπομειδιούσε δηλητηριωδώς. -Ε, δεν τρώγεσαι πια, έκανε με αγανάκτηση και σηκώθηκε απότομα, σέρνοντας τη λευκή του ρόμπα στο χώμα. -Τα λέμε το απόγευμα, ήταν η απάντηση του Κόμπες, που είχε αλλάξει το ανθυπομειδίαμα με χοντρά παραδοσιακά χάχανα. Edited May 14, 2007 by naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
myst Posted May 16, 2007 Share Posted May 16, 2007 Λίγο ήταν . Θέλουμε κι άλλο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 16, 2007 Author Share Posted May 16, 2007 (edited) Ό,τι θέλει ο λαός. Θα ήθελα να δηλώσω κάτι επ' ευκαιρία: Όταν τελείωσα την παρούσα νουβέλα, τη Δευτέρα το μεσημέρι, η συνάδελφος στη δουλειά είπε το ηρωικό: "ξεγέννησες επιτέλους". Ούτε που μπορείτε να φανταστείτε πόσο κοντά έπεσε. Κι ούτε και της πέρασε από το μυαλό ότι περιμένω και το τρίτο σε κανένα μήνα από σήμερα... Β. Ήταν μια σχετικά ήσυχη μέρα. Ο δυνατός πρωινός ήλιος προμηνούσε μεγάλες ζέστες το μεσημέρι, όπως και ήταν αναμενόμενο για τέλος καλοκαιριού. Η Ινολίκ είχε από τα μέσα της άνοιξης βγάλει τραπέζια στην αυλή της και πέντε-έξι παρέες έπιναν ένα δροσιστικό χυμό από φρούτα κάτω από τις λεμονιές. Ο Κόμπες φορούσε ένα ελαφρύ λαδί χιτώνα και σανδάλια ως το γόνατο, όπως ήταν στη μόδα να φοράνε οι νέοι άντρες στο Ζουμζερί. Είχε διαλέξει μια γωνιά, όπου μπορούσε να ακουμπήσει την πλάτη του στον τοίχο και ρέμβαζε μασουλώντας ένα άχυρο. Πουλιά κελαηδούσαν, έντομα ζουζούνιζαν, σκυλιά και γατιά έπαιζαν ανέμελα κι η όλη σκηνή ήταν ειδυλλιακή, σαν πίνακας ζωγράφου της αυλής. Υπήρχε κάτι βέβαια που δεν κόλλαγε στην εικόνα κι ο κλέφτης το είχε σημειώσει στο πίσω μέρος του μυαλού του. Ανάμεσα στις εύθυμες παρέες που είχαν βγει για την πρωινή βόλτα τους, ξεχώριζε ένας σκονισμένος, κουρασμένος άντρας, με βουλιαγμένα μάγουλα και μάτια που έκαιγαν σαν από πυρετό. Είχε σκούρο δέρμα, στο χρώμα του δαμάσκηνου, ένδειξη ότι καταγόταν από τις ερήμους του Βορρά, νότια της περίφημης Μπιτ-Υ-Μπιτ. Φορούσε ρούχα ημεροδρόμου -πουκάμισο χωρίς μανίκια και σαλβάρι-, αλλά δεν είχε την χαρακτηριστική δερμάτινη φαρέτρα με τα ρολά τις επιστολές των ημεροδρόμων. Είχε κάτι παράξενο πάνω του αυτός ο άνθρωπος. Μια ευγένεια αταίριαστη με τα ρούχα που φορούσε, μια λεπτεπίλεπτη αξιοπρέπεια, σαν έκπτωτος αριστοκράτης. Κι όμως τα χέρια του δεν ήταν απαλά όπως των έκπτωτων αριστοκρατών κι ακόμη και οι ρυτίδες στο πρόσωπό του ήταν από τον ήλιο και τον κάματο. Και παρ’ όλες τις ρυτίδες και την κούραση που τον είχε γεράσει, ο Κόμπες μπορούσε να καταλάβει ότι ο ξένος δεν ήταν πάνω από εικοσιπέντε χρονών. -Πού ‘σαι, Μπούρτου; Για κάνε μια περατζάδα και από δω, φώναξε. Ο λιπόσαρκος ταβερνιάρης κόντεψε να σπάσει την κανάτα με τους χυμούς φρούτων που κρατούσε. Από την ταραχή του, το μισό από το περιεχόμενό της χύθηκε στο χώμα και το άλλο μισό πάνω του. Στάζοντας κοκκινοκίτρινα ζουμιά και ζάχαρες έτρεξε δίπλα στον Κόμπες και στάθηκε δίπλα του, πεπεισμένος ότι είχε κάνει κάτι κακό και η τιμωρία θα έπεφτε πάνω του αμείλικτη. Η Ινολίκ, η οποία είχε την, εχμ, τύχη να είναι παντρεμένη με τον Μπόρτου, τους κοιτούσε από μακρυά με στενεμένα μάτια, ως ήταν το συνήθειο της Ινολίκ να κοιτάζει, όταν πίστευε ότι ο Κόμπες ήταν έτοιμος να κάνει κάτι που θα την έκανε να βγει από τα ρούχα της. -Εεεε… ορίστε… έκανε ο ταβερνιάρης. -Δε μου λες ρε Μπούρτου, ποιος είναι αυτός ο Βόρειος εκεί; Έκανε ο κλέφτης σιγανά και τάχα ανέμελα. -Ο δαμασκηνής; Ένας κακομοίρης. Ε, σήμερα ήρθε. -Και γιατί τον λες κακομοίρη τον άνθρωπο; -Ε, νομίζω ότι δεν πάνε καλά οι δουλειές του. Οι δαμασκηνοί σπάνια ανεβαίνουν το Σογκούλ ως εδώ. Για να ξεπέσει να ζητήσει δωμάτιο σε μας, αντί να πάει να μείνει στα πανδοχεία της πρεσβείας τους, ξεπεσμένος δε θα ‘ναι; Αν και άκουσα ότι στη Βόρεια Πύλη που μπήκε είπε ότι είναι γνωστός του Ουανταλού, του υπουργού Υγιεινής και Λουτρών. Ο Κόμπες μισόκλεισε τα μάτια. -Μμμμ, ξεπεσμένος… Ταιριαστή λέξη. Τέλος πάντων. -Είπε κάτι όταν ήρθε, δεν ξέρω αν θέλετε να το μάθετε… -Για πες. -Να, είπε ότι γεννήθηκε στο Σενίμ-Σοριέν. Και σκέφτομαι τώρα εγώ με το μικρό μυαλό μου: Κι ο κ. Κόμπες δεν γεννήθηκε στο Σενίμ-Σοριέν; Ε, ο κ. Κόμπες θα ξέρει περισσότερα γι’ αυτόν τον τύπο, το Σενίμ-Σοριέν δεν έχει πάνω από πέντε χιλιάδες ψυχές. Τι δουλειά έχει ένας δαμασκηνής να γεννηθεί στο Νότο; -Τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι; Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο κλέφτης. Αυτή η φάτσα κάτι που θυμίζει. Μα κάτι μου θυμίζει… Σα να μοιάζει της… Αλλά γιατί να της μοιάζει, εκείνη δεν είχε παιδιά. -Ποιανής, κ. Κόμπες; Ο Κόμπες δεν απάντησε. Έγειρε και πάλι την πλάτη του στον τοίχο κι έπλεξε τα χέρια του στο στομάχι, κρατώντας το άχυρο στη γωνία των χειλιών του. -Μπούρτου, η περιέργεια είναι επικίνδυνο πράμμα κι εσένα ειδικά μπορεί να σε βάλει σε μπελάδες. Δεν πας προς κουζίνα μεριά να φέρεις κανένα κουλούρι; Με λιγούριασε αυτός ο Πετρεξού, μπλα-μπλα-μπλα και μπούρου-μπούρου, τόση ώρα. -Βεβαίως κ. Κόμπες, αμέσως! Αλλά… δε με λένε Μπούρτου, Μπόρτου με λένε. Μπούρτου θα πει κλανιά. -Άσε τα αέρια και φέρε κουλουράκι, γιατί θ’ αρχίσω να σου πατάω δαγκωνιές από τη λιγούρα. Ο ταβερνιάρης έφυγε με την ακλόνητη πεποίθηση ότι είχε παρά τρίχα γλιτώσει καρπαζιά, της οποίας το αποτέλεσμα θα ήταν ανυπολόγιστες ζημιές στο χρώμα του δέρματός του. Ο Κόμπες τεντώθηκε, αφήνοντας παράλληλα να του ξεφύγει ένα χασμουρητό. Οποιοσδήποτε τον παρατηρούσε θα δυσκολευόταν να πιστέψει ότι ήταν κλέφτης και μάλιστα από τις παγωμένες ερημιές του Νότου. Οι Νότιοι είναι ξανθοί κι έχουν γκρίζα μάτια, μικρές μύτες, χοντρό σκελετό κι είναι τριχωτοί, τόσο που μοιάζουν με ντούονιπ. Ο Κόμπες εκτός από το τριχωτό του θέματος, όλα τα υπόλοιπα τα είχε παράταιρα: ήταν μελαχροινός, είχε σκούρα μπλε μάτια κι η μύτη του είχε περίπου την έκταση του Οροπεδίου του Σογκούλ, αν το Οροπέδιο ήχε σχήμα γιαταγανιού. Κι όσο για τη σωματοδομή, ήταν όντως εντελώς διαφορετική από των άλλων κι εντελώς αταίριαστη για το επάγγελμα του κλέφτη. Ήταν πολύ ψηλός και λιπόσαρκος κι είχες μονίμως την εντύπωση ότι εκτός από τις φλέβες του, που πετάγονταν ανάγλυφες σε χέρια και λαιμό, μπορούσες να ξεχωρίσεις και τα νεύρα του. Το προσωνύμιό του, Ντερλικοτής, το ‘χε από την ικανότητά του να μπορεί να ντερλικώνει ό,τι του ‘πεφτε στο πιάτο και να μη βάζει πάνω του στάλα λίπος. Αλλά εκεί που το βλέμμα σταματούσε, ηθελημένα ή μη, ήταν στο καρύδι του λαιμού του και στα χέρια του. Το ένα ήταν μεγάλο και προτεταμένο, σα να ‘χε καταπιεί ένα βερύκοκο και να του είχε σταθεί στο λαιμό και τα άλλα ήταν μεγάλα σαν κουπιά κι όταν έψαχναν να προσγειωθούν σε κάποιο σβέρκο ή πλάτη, έπρεπε να κόψουν φόρα για να μην προκαλέσουν εκτεταμένες καταστροφές. Κοντολογίς είχε παρουσιαστικό και συνήθειες που ξεχώριζαν, σε αντίθεση με τον κλασσικό κλέφτη, που θέλει πάντα να περνά απαρατήρητος. Και γενικότερα ο Κόμπε δεν ήταν ο κλασσικός κλέφτης. Ήταν κατά βάση ένας έμπορος που είχε απλά ξεπέσει -για φορολογικούς λόγους- να βοηθάει έναν μάγο, όταν ο τελευταίος έψαχνε να βρει μαγικά αντικείμενα. Δεν είχε καταδεχτεί ποτέ –και στην τελική δεν είχε χρειαστεί και ποτέ- να κλέψει κάτι που θα είχε μόνο οικονομική αξία, ούτε ασχολήθηκε ποτέ με πουγκιά εμπόρων και θησαυροφυλάκια τοκογλύφων, όπως άλλοι κλέφτες στο Ζουμζερί. Κι ήταν της άποψης ότι όταν θα έφτανε εκείνη η ώρα, θα αποσυρόταν με τα κερδισμένα σε ένα από τα λιμάνια της Δύσης κι εκεί θα έκανε τη δική του εμπορική επιχείρηση, με τουλάχιστον δύο καράβια και το λιγότερο δύο καραβάνια στην ιδιοκτησία του. Και χωρίς συνέταιρο, παρακαλώ. Ένιωθε ραχατλής και τεμπελάκος κι έκλεισε λίγο τα μάτια, απολαμβάνοντας τον ήλιο. Μια ορεκτική μυρωδιά γέμισε τα ρουθούνια του κι άνοιξε τα μάτια, ίσα-ίσα για να προλάβει να δει την καφετιά φούστα της Ινολίκ να τον αγγίζει φευγαλέα. Κι ίσως να είδε, αλλά ίσως και μόνο να φαντάστηκε, το πράσινο, αστραφτερό της βλέμμα να καρφώνεται πάνω του, συνοδεύοντας την άκρη απ’ το χαμόγελό της. Η πιο νέα ταβερνιάρισσα της πόλης, φλογερή κι ατίθαση κι άσπρη και ροδαλή και με την ορεκτική μυρωδιά του κορμιού της να πλανιέται ένα γύρω. Ορεκτική; Μα φυσικά, έτσι κι αλλιώς η μυρωδιά του κορμιού της ήταν ορεκτική. Έτσι, γιατί θύμιζε στον κλέφτη κάποιες στιγμές που εκείνη φρόντιζε να ξεκλέβει από τον άντρα της για να της περνάει μαζί του. Κι αλλιώς γιατί όντως η Ινολίκ μύριζε ορεκτικά και πιο συγκεκριμένα μύριζε άγουρο ροδάκινο. Η πόλη Ζουμζερί είναι μια πόλη γεμάτη μυστήρια, η συνοικία του Βόρειου Κέντρου είναι μια συνοικία γεμάτη μυστήρια κι η ταβέρνα της Ινολίκ είναι μια ταβέρνα γεμάτη μυστήρια. Αλλά για τον Κόμπες το πιο μυστήριο απ’ όλα ήταν αυτή η ιδιότητα του κορμιού της Ινολίκ να μυρίζει σαν άγουρο ροδάκινο, ακόμη κι όταν η ταβερνιάρισσα περνούσε ώρες ολόκληρες πάνω από σκορδοπαρφουμαρισμένες χύτρες και κρεμμυδόχνωτα τηγάνια. Καμμιά τσίκνα, κανένα μπαχάρι, ούτε καν το άρωμα του λεμονιού, που λένε ότι καλύπτει όλα τα άλλα, δε μπορούσε να σπάσει αυτή τη θεία ροδακινίλα που ανέδυε το κορμί της. Τις νύχτες που κατόρθωνε να κοιμάται με τον Κόμπες ως το πρωί –νύχτες που ως επί το πλείστον ο Μπόρτου περνούσε στο κρατητήριο για λόγους που άπτονταν τους νόμους περί υγιεινής και λουτρών-, ο κλέφτης τη χάζευε κρυφά την ώρα που κοιμόταν, ρουθουνίζοντας για να χορτάσει τη μυρωδιά της και τη μυρωδιά του χιο, ενός παράξενου μπαχαρικού που της άρεσε να μασουλάει. Κι ίσως να μην ήταν ποτέ ξεκάθαρο ανάμεσά τους ποια ήταν η φύση της σχέσης τους, αλλά μετά από λίγη ώρα χάζι, ο κλέφτης γύριζε ανάσκελα, παίρνοντας βαθιές ανάσες και κάνοντας σκέψεις που ταίριαζαν πιο πολύ σε έμπορο κι όχι σε κλέφτη. Κι αν τύχαινε για κάποιο λόγο να ξυπνήσει εκείνη την ώρα η Ίνολικ, την άφηνε ν’ αναλάβει εκείνη τα ηνία του έρωτα, γιατί η μυρωδιά της τον έκανε να νιώθει ραχατλής και τεμπελάκος. Ω, ναι, ραχατλής και τεμπελάκος. Μασούλησε την άκρη από το άχυρό του με αφάντααση ραθυμία. Ακολούθησε με το βλέμμα τα δυο φεγγάρια που έκρυβε η φούστα της Ινολίκ, καθώς κείνη πηγαινοερχόταν κουνιστή και λυγιστή από τη μια άκρη της αυλής στην άλλη. Τσίμπησε μερικά κουλούρια –έξι ή εφτά, τίποτε δηλαδή-, αφήνοντας τον Μπόρτου να του πιπιλίζει το μυαλό πάνω στο πώς λένε την κλανιά στο Ζουμζερί. Και με την άκρη του ενός ματιού παρακολουθούσε τον ξένο με το δαμασκηνί δέρμα να τα πίνει μοναχός. Edited May 16, 2007 by naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
myst Posted May 17, 2007 Share Posted May 17, 2007 Ευχαριστούμε κυρία Naroualis που ανταποκριθήκατε τόσο άμεσα στις απαιτήσεις του λαού. Δηλώνω φανατικός οπαδός της ομάδας σας κι ο ένας μήνας μου φαίνεται πολύς αλλά θα προσπαθήσω να το αντέξω. Σας περιμένουμε με ανυπομονησία στη Σύρο να σας φιλέψουμε λουκουμάκια, χαλβαδόπιτες και άλλα παρόμοια ζαχαρωτά μήπως και επισπεύσουμε τον επόμενο τοκετό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 17, 2007 Author Share Posted May 17, 2007 Ε, μέχρι να ανέβουν και οι 31000 λέξεις τουτουνού, θα φτάσει κι επόμενος... Πάντως σ' ευχαριστώ πολύ, καλή μου. Ακόμη δεν έχω συνειδητοποιήσει αν και τι ακριβώς αξίζει τούτο το ζουλάπι που μου κατσικώθηκε από πρώτης πρώτου κι ό,τι μου λέτε, να, μα το σκονταμό, πάει κατευθεία στην καρδιά... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 21, 2007 Author Share Posted May 21, 2007 Γ. Το Ζουμζερί είναι ένα από τα πιο κοσμοπολίτικα μέρη του κόσμου. Ως ένα σημείο αυτό είναι αναμενόμενο: Πολλοί είναι εκείνοι που έρχονται στις Πηγές της Μαγγανείας για δουλείες κι ακόμη περισσότεροι εκείνοι που έρχονται στις ταβέρνες του Νότιου Κέντρου για βρωμοδουλιές. Από την άλλη όμως υπάρχει ένα ολόκληρο τμήμα του λαού που ασχολείται με τον τουρισμό. Τοποθεσίες όπως η Λεόντειος Κρήνη, ο Ναός του Ρουμπινιού, η Τέταρτη-Και-Πέμπτη Γέφυρα, το Πετρωμένο Άλσος με τις Λίθινες Κρήνες της Μαγγανείας, το Μουσείο των Ανύπαρκτων, η Πύλη του Αποχωρισμού και τα Κεντρικά Κεραμοποιεία είναι συχνά γεμάτα κόσμο, χασομέρηδες ως επί το πλείστον που χαζεύουν τα κτίρια και τους τεχνίτες. Τη δε νύχτα ακόμη περισσότεροι χασομέρηδες τριγυρίζουν στα πλακόστρωτα σοκάκια, ειδικά γύρω από το σπίτι της Αουμπέ της πόρνης από το Βορρά ή γύρω από το παράρτημα της Σχολής Πορνείας της Βίντισσας ή ακόμη και στα οικόπεδα γύρω από την Μεγάλη Σάλα της Μουσικής, όπου όλων των ειδών οι μουσικοί κι οι τραγουδιστές διαγωνίζονται ποιος θα ρίξει περισσότερους χορευτές αναίσθητους από την κούραση. Κοντολογίς το Ζουμζερί είναι μια από τις πιο ζωντανές πόλεις που υπάρχουν κι όποιος αποφασίσει να κινηθεί με μυστικούς σκοπούς πρέπει να διαλέξει εξ αρχής την πορεία του πολύ προσεκτικά, ώστε να μη βρεθεί προ δυσάρεστου απροόπτου. Ειδικά όταν έχει κι άλλους, πολύ σοβαρότερους κατά τη γνώμη του, λόγους να κρύβεται. Γι’ άλλη μια φορά, ο Κόμπες ήθελε ν’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί ή μάλλον ν’ ανοίξει η γη και να καταπιεί τον Πετρεξού. Δεν έφτανε που τον έχωσε μέσα σε μια μπανιέρα και τον έτριβε για πάνω από τρεις ώρες με λάσπη ανακατεμένη με ωμό αυγό, δεν έφτανε που του χάραξε ένα κατεβατό από ξόρκια σε κάθε εκατοστό του δέρματός του –χρησιμοποιώντας μάλιστα ένα μαγικό μελάνι που τον φαγούριζε στα πιο ακατάλληλα σημεία-, δεν έφτανε που τον είχε πασαλείψει με όλα τα μυρωδικά της Μπιτ-Υ-Μπιτ και που του είχε κρεμάσει ένα σωρό κρεματζούλια στο λαιμό, τάχα να τον προστατέψουν από κάθε κακό συναπάντημα. Όχι, τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν ήταν αρκετό για τον κακόβουλο τον Πετρεξού -που είθε μια μέρα να πάρει ανάποδες το πουλί του και ν’ αρχίσει να πηδάει όλες τις υπόλοιπες γυναίκες του κόσμου αλλά όχι τη Μέρσα. Έπρεπε και να τον ξεβρακώσει. Γελοιωδέστατα. Όταν έχεις δυο μέτρα μπόι, σγουρές μαύρες τρίχες ολούθε, μύτη σα γιαταγάνι σε φυσικό μέγεθος και χέρια σα φουρνόφτυαρα, έχεις κάποιο κύρος. Κι αν οι άλλοι δε σου το αναγνωρίζουν μπορείς να τους αναγκάσεις με μερικές περιποιημένες φάπες, ειδικά όταν κάθε φάπα μπορεί να κάνει το λαιμό ενός γκαμήλ να φέρει τρεις σβούρες. Αλλά τι γίνεται όταν (εκτός που βρωμοκοπάς αυγουλιές ανάκατες με πατσουλιά κι έχεις γραμμένα λογιώ-λογιώ ορνιθοσκαλίσματα στο δέρμα σου) το μόνο σου ρούχο είναι μια υπερμεγέθης πάνα για μωρά; Η νύχτα ήταν αφέγγαρη, αλλά αυτό δε βοηθούσε την ψυχολογική κατάσταση του Νότιου. Από σκιά σε κόγχη κι από γείσο σε μπαλκόνι, ο Κόμπες προσπαθούσε να διασχίσει την απόσταση που τον χώριζε από τον προορισμό του χωρίς να τον πάρει κανείς χαμπάρι. Το μέρος που έψαχνε ήταν στο νότιο μισό της πόλης, όμως για να φτάσει εκεί έπρεπε να περάσει μια από τις εννέα γέφυρες του Σογκούλ –οχτώ απλές και μία διπλή. Η πιο κοντινή στο Κονάκι του Πετρεξού (απ’ όπου είχε ξεκινήσει) ήταν η Δεκάτη, αλλά οι άντρες της μόνιμης φρουράς της ήταν παλιοί του γνωστοί κι ο κλέφτης δεν ήθελε για τίποτα να βρεθεί στην παρέα τους απόψε, άσε που μπορεί να θυμούνταν εκείνο το παλιό στοίχημα και να ζητούσαν να πληρωθούν κατά πώς είχαν συμφωνήσει. Η Δεκάτη έπρεπε λοιπόν να αποφευχθεί. Κι η Ενάτη επίσης, εκεί ο φρούραρχος είχε ένα τσούρμο σκυλιά και τα σκυλιά δε συμπαθούσαν ποτέ τον Κόμπες. Η Ογδόη ήταν κλειστή για επισκευές –στην ουσία την είχαν μισογκρεμίσει-, άρα έμενε η Εβδόμη, μισή ώρα δρόμο από το Κονάκι του Πετρεξού. Και μετά το πέρασμα του Σογκούλ, είχε ακόμη μισή ώρα δρόμο ως τον προορισμό του, σύνολο μία ολόκληρη ώρα αγωνία να μην τον πετύχει κανένας με μια αμφίεση που χαρακτήριζε ανθρώπους κάτω των τριών ετών. Τίποτε στον κόσμο δε θα μπορούσε να τον αναγκάσει να περπατήσει μία ολόκληρη ώρα ντυμμένος σαν τριών χρονών μωρό μέσα σε μια ζωντανή πόλη –γιατί για νεκρές πόλεις και πόλεις-φαντάσματα δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα. Οπότε η λύση ήταν μία και μοναδική. Από το Κονάκι ως τα τείχη της πόλης η απόσταση ήταν πάρα πολύ μικρή. Τη διέσχισε νευρικά, με άπειρη προσοχή, βρίζοντας ελαφρά την λήξασα πλην εξωφρενικά σεξουαλική σχέση της θεάς των γουρουνιών με το Βυζβόρουν, μια σχέση που θα μπορούσε να κάνει την ίδια τη Μαγέκα –την περιβόητη καθηγήτρια πορνείας στη Βίντισσα- να κοκκινήσει ως τ’ αυτιά και να παρατήσει το καθηγητιλίκι για να γίνει εστιάδα. «Μη νομίζεις ότι όλα αυτά δε έχουν σχέση με το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο,» είχε πει ο Πετρεξού. «Όπως ξέρει κάθε ανόητος στον κόσμο,» -ο Κόμπες γρύλισε γιατί είχε μόλις παραδεχτεί ότι δεν το ήξερε- «η Κον-Γρουξ-Μπέι και η Δέναμ-Τάαφε, η θεά των εκλείψεων, είναι αδελφές, γιατί ο Ύψιστος Μαραμπά-Τιράμπ, πριν παντρευτεί τη Ζάφα, τη θεά του ψωμιού, είχε γλεντήσει ένα κάρο θεές και θνητές. Κι επειδή οι γλυκύτατες κορούλες του γεννήθηκαν την ίδια μέρα χάρισε και στις δύο από ένα σκήπτρο: Στη θεά των γουρουνιών ένα Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο και στη θεά των εκλείψεων ένα Βελανιδωτό Διαμαντοτρύπανο.» -Το Σκήπτρο των Εκλείψεων λέγεται και Βελανιδοτέτοιο; -Βελανιδωτό Διαμαντοτρύπανο, ναι. Κατά τα λεγόμενα, τα άστρα είναι τεράστια διαμάντια. Όταν κάποιο από αυτά βρεθεί μπροστά από τον ήλιο ή τη σελήνη προκαλεί μια έκλειψη. Τότε ο Μέγας Μάγιστρος, αρχηγός της σέκτας των Μάγων καλεί τη Δέναμ-Τάαφε με το Σκήπτρο των Εκλείψεων, να επαναφέρει την τάξη. Η θεά παίρνει το τρυπάνι της από την κρυψώνα του και κάνει μια τρύπα στο άστρο-διαμάντι, κι έτσι η έκλειψη τελειώνει. Κι ο Μέγας Μάγιστρος ξανακρύβει το Σκήπτρο, γιατί υπάρχει μια προφητεία που μιλάει για περίεργα πράγματα, αν το Σκήπτρο των Εκλείψεων πέσει σε άλλα χέρια. -Κι ο Βυζβόρουν πού κολλάει σ’ όλο αυτό το χαμό; Είχε αγανακτήσει ο κλέφτης. -Μα τι λες; Υπάρχει θεά που να μην έχει πάει μαζί της ο Βυζβόρουν –ή τουλάχιστον να μην της έχει χαϊδέψει έστω μια φορά το στήθος; (Τα βυζιά λέει ο κόσμος, τον διόρθωσε ο Κόμπες χωρίς ο μάγος να του δώσει σημασία.) Η Κον-Γρουξ-Μπέι δεν τον είχε χορτάσει ακόμη κι η Δέναμ-Τάαφε της τον βούτηξε μέσα από τα χέρια, ή μάλλον απ’ τα πόδια. Κι επειδή πάντα είχε την εντύπωση ότι ήταν χοντρή για θεά, πίστεψε ότι γι’ αυτό την παράτησε ο Βυζβόρουν, μούτρωσε και κλείστηκε στα Υπόγεια Ποτάμια, μέχρι να της περάσει η τσαντίλα. Στην Ελσικριχά, μάλιστα, ξέρεις, μια από τις πόλεις ανάμεσα στην Μπιτ-Υ-Μπιτ και την Κραταιά Ανατολή, η αναχώρηση της θεάς των γουρουνιών αντιμετωπίζεται ως ένα είδος θανάτου της και οι άνθρωποι εκεί βρίσκονται σε μόνιμο πένθος για τη μεγάλη απώλεια. -Άρα; -Άρα είσαι ο πλέον κατάλληλος να πάρεις το Βελανιδοτρύπανο. Η θεά των γουρουνιών θα δει ότι είσαι προστατευόμενος του Βυζβόρουν και δε θα σε δυσκολέψει. -Δε θα με δυσκολέψει; -Εμ… τέλος πάντων δε θα σου βάλει πολλές δοκιμασίες. Αν βγει από τη μέση Εκείνος Που Έφαγε Το Σκήπτρο, έχεις πολλές πιθανότητες να τα καταφέρεις. Ο κλέφτης είχε περιοριστεί να σηκώσει τα μάτια του στον ουρανό, απελπισμένος με τα ηλίθια ονόματα των ηλίθιων πλασμάτων που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Τα τείχη ορθώθηκαν μπροστά του σε μια απότομη στροφή του στενού. Ο Κόμπες ζύγισε τις πιθανότητες να περάσει η περίπολος όσο θα σκαρφάλωνε, αλλά αποφάσισε να εμπιστευτεί την τίμια τεμπελιά των στρατιωτών. Τα τείχη του Ζουμζερί δεν είχαν πια ουσιαστικό ρόλο ύπαρξης, ειδικά μετά την προ εκατονταετίας άτακτη υποχώρηση των Χηνάνθρωπων στο εσωτερικό της κοιλάδας, οπότε η γερουσία δεν έδινε και μεγάλη σημασία στη συντήρησή τους. Ο κλέφτης στερέωσε τα φυλαχτά στο λαιμό του και το στιλέτο του –το μόνο του όπλο- στην πάνα του για να μην κουδουνίσουν κι έπιασε να σκαρφαλώνει στα τείχη, πατώντας στις μικρές φθορές των τειχών, με την ευκολία ενός ντούονιπ. Έφτασε γρήγορα στην κορυφή και διασκέλισε το διάζωμα. Βάδισε σκυφτός τα εκατό μετρά που τον χώριζαν από την Πύλη του Αποχωρισμού κι εκεί ξάπλωσε τελείως στο δάπεδο και σύρθηκε στην οροφή της ως την απέναντι πλευρά των τειχών. Για λίγες στιγμές κοκκάλωσε κρυμμένος στη σκιά μιας πολεμίστρας, γιατί ως τ’ αυτιά του έφτασαν φωνές και γέλια. Όταν κατάλαβε ότι οι φωνές δεν ήταν της περιπόλου, αλλά των φρουρών της Πύλης, διέσχισε βιαστικά εκατό μέτρα ακόμα, πριν διασκελίσει πάλι το διάζωμα και κατέβει το τείχος ως μια έρημη αλέα. Αναγνώρισε το μέρος και θα είχε επιτρέψει στον εαυτό του να κατακλυστεί από νοσταλγικές αναμνήσεις, αν δεν ήταν το παλαβό του ντύσιμο –ή μάλλον το παλαβό του γδύσιμο. Δεν ήταν ώρα να τον τσακώσουν με τα απολύτως απαραίτητα στο συγκεκριμένο μέρος. Διέσχισε την αλέα, ζαρώνοντας στις σκιές των μπαλκονιών και βγήκε σ’ ένα από τα απόμερα σοκάκια του νότιου τομέα της πόλης. Μια βιαστική ματιά αποκάλυψε ότι απείχε μόλις εκατό βήματα από τον προορισμό του και χωρίς άλλη χρονοτριβή, έφτασε στην πόρτα και χώθηκε μέσα στο κτίριο. Εξηγήσεις. Δεν ήταν κανονικό κτίριο, αλλά μια μισογκρεμισμένη τρώγλη, που δε γέμιζε το μάτι κανενός. Αν και ήταν στην εξωτερική περίμετρο της πόλης –όπου τα περισσότερα σπίτια ήταν τουλάχιστον διώροφα και με μεγάλο κήπο- η τρώγλη δεν είχε κήπο, αλλά και οι τέσσερις τοίχοι της έβλεπαν σε κάποιον δρόμο. Για λόγους που ο Πετρεξού του δεν του είχε εξηγήσει με σαφήνεια, κανείς σώφρων άνθρωπος δε θα έχτιζε το σπίτι του στην παραμικρότερη επαφή με τους τοίχους, ή έστω τα όρια του οικοπέδου όπου ήταν χτισμένη. Επιπλέον ο μάγος ονόμαζε το μέρος «Τρώγλη της Απωλείας», πράγμα αρκετά μυστηριώδες για να κάνει τον κλέφτη να τον κοιτάξει με μισό μάτι και να απαιτήσει εξηγήσεις, επ’ απειλή εγκατάλειψης του όλου εγχειρίματος. Όμως ο Πετρεξού είχε αρνηθεί σθεναρά να υποκύψει στον εκβιασμό, λέγοντας ότι ήταν μια υπόσχεση που είχε δώσει κάποτε και δε μπορούσε για τίποτε και κανέναν να την αθετήσει. Η πόρτα ήταν μάλλον η πρώτη που είχε υποκύψει στη δύναμη της φθοράς κι έχασκε ορθάνοιχτη, κρεμασμένη από τον χαμηλότερο μεντεσέ της και σάπια σε βαθμό αναγούλας. Ευωδιές μούχλας και αποσύνθεσης καλωσόριζαν τον επίδοξο επιδρομέα κι ενώ λογιώ-λογιώ γατιά, ποντίκια κι έντομα σουλάτσερναν ευτυχή μέσα στην πέριξ αστική βρώμα, στην τρώγλη επικρατούσε μια τέτοια ησυχία και ακινησία, που κι ο πιο παράτολμος καταλάβαινε ότι το θράσος του δε θα περνούσε απαρατήρητο σ’ ετούτο το δυσοίωνο μέρος. Με το που πάτησε το πόδι του στο χώμα του οικοπέδου της Τρώγλης, τα γράμματα στο δέρμα του άρχισαν να λάμπουν με μια απόκοσμα πρασινωπή λάμψη. Μπαίνοντας μέσα στο μισογκρεμισμένο κτίσμα, κάποιες από τις λέξεις άφησαν το δέρμα του και πέταξαν στον αέρα μπροστά του, σαν πεταλούδες από φως. Ο κλέφτης το περίμενε, αλλά ξαφνιάστηκε όταν είδε ότι οι λέξεις που πετούσαν μπροστά του φωτίζοντάς του το δρόμο, σχημάτιζαν φράσεις που έλεγαν «πάρε Βόο», «βρες Γόο» και «δώσε Δόο», στη γλώσσα του Σενίμ-Σοριέν. Ο Βόο, ο Γόο και ο Δόο ήταν οι κλασσικοί τρεις μπαμπούλες που η μάνα του, κι όλες οι υπόλοιπες μανάδες της φυλής του, στις παγωμένες ακτές του Νότου φόβιζαν τα βλαστάρια τους όταν ήταν μικρά για να φάνε το φαΐ τους. Το εσωτερικό της Τρώγλης της Απωλείας ήταν όπως και το εξωτερικό: σκοτεινό και σκονισμένο. Υπήρχε ένα μόνο δωμάτιο, μεγαλούτσικο και χωρίς καθόλου παράθυρα. Η σιωπή ήταν πηχτή σαν πίσσα και το μόνο που την έκανε κάπως υποφερτή ήταν τα βήματα του Κόμπες και τα ανεπαίσθητα πεταρίσματα των φράσεων. Αν και η οροφή είχε μεριές-μεριές υποχωρήσει, φως δεν έμπαινε παρά μόνο των άστρων, γιατί το φεγγάρι είχε μόλις κλείσει τον κύκλο του κι ετοιμαζόταν να ξεκινήσει έναν καινούργιο. Μόνο η αχνοπράσινη ακτινοβολία από τα γράμματα στο δέρμα του τον βοηθούσε να περπατάει ανάμεσα στις πέτρες που είχαν πέσει από τους τοίχους και τα δοκάρια της οροφής που προσπαθούσαν να ξαπλωθούν στο πάτωμα. Έπιπλα δεν υπήρχαν, ούτε άλλο σημάδι παρουσίας ανθρώπου. Ο κλέφτης προχώρησε ως το κέντρο του δωματίου κι εκεί έψαξε κάτω από τις πέτρες και τα χώματα και βρήκε τον κρίκο μιας καταπακτής. Τράβηξε τον κρίκο κι η καταπακτή άνοιξε χωρίς κανέναν απολύτως θόρυβο. Ανατριχιαστικό; Μάλλον. Αλλά ακόμη πιο ανατριχιαστικό ήταν εκείνο που φάνηκε κάτω από την καταπακτή. Έξι μάτια που έλαμπαν δαιμονικά μ’ ένα κόκκινο φως καρφώθηκαν επάνω του, με την κόκκινη ακτινοβολία να αντανακλάται πάνω σε μια σειρά κάτασπρα μυτερά δόντια και μια απίστευτη ανθρώπινη μουσούδα που χαμογελούσε αυτάρεσκα. Η αποτρόπαια φιγούρα ενός αποτρόπαιου πλάσματος διαγράφηκε στο φως των ιπτάμενων φράσεων. Ενός πλάσματος που ο Κόμπες είχε ξανασυναντήσει, αλλά ευχόταν να μην ξανασυναντήσει ποτέ στη ζωή του. -Τι χαμπάρια, Εκατέλι; Έκανε δήθεν χαρωπά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 22, 2007 Author Share Posted May 22, 2007 (edited) Αχά! Και ιδού το Εκατέλι, ένα από τα πιο αγαπημένα μου πλάσματα. Ελπίζω να το αγαπήσετε κι εσείς, γιατί αν δεν το αγαπήσετε, θα σας το στείλω να σας κάνει μια διάλεξη... Δ. Το Εκατέλι δεν ήταν πραγματικό πλάσμα. Για να ακριβολογούμε δεν είχε γεννηθεί από ζωντανά ή νεκρά, υπερφυσικά ή μη πλάσματα, δεν είχε δημιουργηθεί από μάγους ή νεκρομάντες και δεν ήταν κάποιο έργο τέχνης που πήρε ξαφνικά ζωή. Είχε υλοποιηθεί από σκέτο αέρα, χωρίς ευχές, επικλήσεις ή κατάρες κι ακόμη και το ίδιο δεν ήξερε από πού είχε έρθει, τι ήταν και πού πήγαινε τελικά. Ο Πετρεξού είχε την αμυδρή εντύπωση ότι το Εκατέλι ήταν η προσωποποίηση κάθε φιλοσοφικής απορίας του κόσμου, αλλά και πάλι δε μπορούσε να καταλάβει –και ως εκ τούτου να εξηγήσει και στον Κόμπες- ποια φυσική δύναμη το έκανε να πάρει σάρκα και οστά. Είχε τη μορφή ενός χαριτωμένου ανθρώπου, αν μπορούσες να ξεπεράσεις το σοκ των έξι κόκκινων ματιών και των μυτερών δοντιών που αποκάλυπτε με το χαμόγελό του και να το κοιτάξεις με λιγότερο προκατειλημμένο μάτι. Ήταν κατά βάση ερμαφρόδιτο, με στήθη γυναίκας και εμφανή αντρικά γεννητικά όργανα, αλλά αν το έψαχνες καλά θα έβρισκες ότι είχε και γυναικεία. Ήταν εντελώς άτριχο, άσπρο και ροδαλό, με περιστασιακές ζάρες εδώ κι εκεί. Δεν είχε νύχια, ούτε και σκληρά κόκκαλα. Η σάρκα του έμοιαζε να κρατιέται όρθια από θαύμα και ήταν θαύμα γιατί το Εκατέλι διέθετε ένα σωρό μικρούς και μεγάλους ισχυρότατους μύες, που το βοηθούσαν να κινείται σα να ‘χε κόκκαλα. Και βέβαια ο πιο ισχυρός του μυς ήταν η γλώσσα του που πήγαινε ροδάνι, ειδικά όταν είχε να αντιμετωπίσει ανθρώπους, εχμ, φιλοσοφημένους όπως ο Κόμπες. Δεν ήταν τόσο η πολυλογία του που ενοχλούσε τον κλέφτη, όσο που έπρεπε να το προσέχει μην πει κάτι που ο ίδιος δεν ήθελε ν’ ακούσει. Είχε την αποστολή του, είχε την αγωνία του μην τον δει κανείς με αυτήν την περιβολή, είχε το μαγικό μελάνι που τον φαγούριζε στα πιο ακατάλληλα σημεία, είχε την πάνα που του έμπαινε στον πισινό, είχε και την αποτρόπαια πάρλα του Εκατέλι να του πιπιλίζει το μυαλό με πράγματα που δεν του καιγότανε καρφί να μάθει. -Μα φυσικά και χαίρομαι που είσαι καλά, αλλά είναι τόσο απλό; Μήπως στην πραγματικότητα δε χαίρομαι που είσαι καλά, αλλά χαίρομαι που εγώ μπορώ να σε ξαναδώ; Μήπως αυτό που εγώ νομίζω για αλτρουιστικό συναίσθημα –τη χαρά μου που εσύ, ο Κόμπες ο καλός και ευγενικός φίλος, είσαι καλά- είναι στην πραγματικότητα ένα εγωιστικό, ποταπό απομεινάρι μια κατώτερης ζωώδους σκέψης; Μήπως τελικά ενδιαφέρομαι μόνο για μένα, για την ευτυχία που εγώ νιώθω βλέποντας ότι είσαι καλά κι όχι για την υγεία σου, για το πόσο εσύ είσαι καλά στην πραγματικότητα; -Εκατέλι, μήπως να έκοβες το μπούρου-μπούρου; μουρμούρισε ο κλέφτης μέσα από τα δόντια του. -Και αυτό είναι κάτι που με βασανίζει πάρα πολύ καιρό ξέρεις, συνέχισε απτόητο το παράδοξο πλάσμα χαμηλώνοντας ωστόσο τη φωνή του. Σαφώς η σιωπή είναι ένα μέσο έκφρασης που δεν παραβιάζει τις συμβατικές φόρμες και -γιατί όχι;- νόρμες της έκφρασης. Αν όμως πίσω από τη σιωπή υποφώσκει η βαθύτερη ανάγκη του κάθε νοήμονος όντος να αποστασιοποιηθεί από τη δύσκολη κατάσταση στην οποία το έχει φέρει η συζήτηση; Είναι θεμιτό και ως εκ τούτου και επιθυμητό να μένουμε σιωπηλοί μόνο και μόνο για αποφύγουμε να απαντήσουμε; Μήπως δεν είναι πρέπον σε άτομα με τη δική μας θεώρηση του Όλον να αφήνουμε πράγματα αναπάντητα; Και τελικά τι είναι πρέπον σε άτομα με τη δική μας θεώρηση του Όλον; Ο Κόμπες έπλασε στο μυαλό του έναν θεσπέσιο στιχάκι που ομοιοκαταληκτούσε με την τελευταία φράση του Εκατέλι, ένα στιχάκι που αναφερόταν στην δυνατότητα του Κόμπες να φερθεί στο Εκατέλι σα να ‘χε μόνο τις αντρικές κι όχι και τις γυναικείες σωματικές οπές. Παρ’ όλ’ αυτά συγκράτησε τη χυδαιότητα γιατί ήξερε ότι το περίεργο πλάσμα θα έβρισκε πρόσφορο έδαφος σ’ αυτήν να συνεχίσει την εξαντλητική του φλυαρία. Αντί για το στιχάκι, γρύλισε υπόκωφα, δαγκώνοντας τη γροθιά του και τραβώντας την πάνα που είχε χωθεί στο στενό φαράγγι μεταξύ των δύο γλουτιαίων ημισφαιρίων του. Το Εκατέλι τον οδηγούσε στο λαβύρινθο των στοών κάτω από την καταπακτή. Πολλές φορές ο Κόμπες είχε αναρωτηθεί αν το Ζουμζερί ήταν πόλη κι όχι, ας πούμε, κεφαλοτύρι, με τόσες στοές και κατακόμβες που απλώνονταν κάτω από τα θεμέλια των σπιτιών του. Οι υποθέσεις που έκανε γύριζαν γύρω από την υποψία ότι κάθε κάτοικος της πόλης έψαχνε –μυστικά από τους υπόλοιπους- να βρει πρόσβαση στα Υπόγεια Ποτάμια που έβγαζαν στις Πηγές της Μαγγανείας. Δυστυχώς για τους επίδοξους μάγους, τόσο τα Υπόγεια Ποτάμια όσο και ίδιες οι Λίθινες Πηγές προστατεύονταν από ιδρύσεως πόλης από ένα πολύπλοκο δίχτυ ξορκιών, που σφάλιζε κάθε τρύπα που οδηγούσε ως εκεί, πριν καλά-καλά προλάβει ο εκάστοτε εργολάβος να την ανοίξει. Μόνο μια είσοδος όχι πλήρως ελεγχόμενη υπήρχε σ’ ολόκληρο το Ζουμζερί, αλλά κανείς δεν ήξερε πού ήταν. Κι αυτή τη μία είσοδο έψαχνε τώρα ο Κόμπες. Και σ’ αυτήν τη μία είσοδο φρουρός ήταν το Εκατέλι. Κι επειδή πριν από πολύυυυυ-πολύ καιρό ο Κόμπες είχε παραστεί μάρτυρας της υλοποίησης του Εκατέλι, σε μια εντελώς ακατάλληλη κι εξόχως άβολη στιγμή, ένας ισχυρός δεσμός που άγγιζε τα όρια της αδελφικότητας τους έδενε. Όσο μπορεί δηλαδή κανείς να νιώσει αδελφικά για κάποιο πλάσμα που σταματάει να μιλάει μόνο όταν του ρίχνεις γροθιά στο στομάχι. Υπήρχε και κάτι ακόμη στη σχέση του κλέφτη με το φλύαρο ον με τα έξι μάτια, κάτι που ο Κόμπες δεν ήθελε να σκέφτεται και το Εκατέλι δε τολμούσε να σκεφτεί λόγω του ότι δε θα μπορούσε να το αναλύσει επί φιλοσοφικής βάσεως. Έτσι, ο Κόμπες άφηνε το Εκατέλι να αναπτύσσει ευφραδέστατα τις θεωρίες του περί εγωισμού, σιωπής και λοιπών φιλοσοφικών δαιμονίων, καθώς τον οδηγούσε στις κατακόμβες κάτω από την τρώγλη. Ήταν ένα σκέτος διάδρομος, χτισμένος με πέτρες, κατηφορικός, που έστριβε συνεχώς αριστερά. Ο χώρος ήταν εξίσου σιωπηλός με το υπέργειο τμήμα της Τρώγλης, σκονισμένος με μια παράδοξη σκόνη που μύριζε στεγνωμένη μούχλα και λιβάνι. Δεν υπήρχαν πόρτες ή κόγχες που να υποδηλώνουν άλλες πιθανές χρήσεις της κατακόμβης, αλλά ο κλέφτης μπορούσε να διακρίνει εδώ κι εκεί αποξηραμένα κοτσάνια από λουλούδια και ζαρωμένα, σχεδόν μουμιοποιημένα φρούτα. Το σημείωσε στο μυαλό του για τον Πετρεξού. Ο διάδρομος φιδογύριζε για περίπου μισή ώρα με κατηφορική κλίση. Ίσως να βρίσκονταν και εκατό μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης, όταν ξαφνικά το Εκατέλι σταμάτησε να μιλάει, οι τρεις φράσεις που πετάριζαν κρύφτηκαν πίσω του τρομαγμένες κι η αίσθηση του υπερφυσικού του Κόμπες άρχισε να κουδουνίζει δαιμονισμένα. -Τι συμβαίνει; Ρώτησε θορυβημένος. Αλλά δεν πρόλαβε να πάρει απάντηση, γιατί στον τοίχο δίπλα στο κεφάλι του έσκασε ένα γιγαντιαίο ρόπαλο, γεμάτο σκουριασμένα καρφιά. Edited May 22, 2007 by naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 24, 2007 Author Share Posted May 24, 2007 Ε. Ωωω… Ρόπαλο εναντίον στιλέτου; Ο Κόμπες τράβηξε το λεπτοκαμωμένο του όπλο κι έσκυψε απότομα καθώς το ρόπαλο έσκαγε εκ νέου στον τοίχο, περνώντας με ορμή από το μέρος που πριν λίγες στιγμές βρισκόταν το κεφάλι του. Σκλήθρες από πέτρες κοφτερές σα ξυράφια πετάχτηκαν προς πάσα κατεύθυνση. Κάποιες χώθηκαν στο δεξί του μπράτσο και μηρό και μια έσκαψε τη σάρκα κάτω από το δεξί του μάτι. -Τσούζει γαμώτι! Έσκουξε εκνευρισμένος. -Χο, ακούστηκε μια σπηλαιώδης φωνή πίσω από το ρόπαλο. Ο Κόμπες ακολούθησε με τα μάτια τη διαδρομή κατά μήκος του ρόπαλου, ώσπου συνάντησε το χέρι που το κρατούσε. Εκεί άφησε το ξύλο και πήρε ν’ ακολουθεί το χέρι. Δε στάθηκε στο γεγονός ότι το δέρμα αυτού του χεριού είχε βούλες σε διάφορα χρώματα, κόκκινες, κίτρινες, έντονες μπλε και πράσινες του γρασιδιού. Προχώρησε θαρραλέα από τον αντιβραχίονα στο μπράτσο κι από κει στον ώμο, την κλείδα και τον λαιμό. Με μια τελευταία εξαιρετικά γενναία προσπάθεια, έπεισε το βλέμμα του να σκαρφαλώσει πάνω στα δυο κέρατα που προεξείχαν από τα κόκκαλα του σαγονιού, να προσπεράσει την πλακουτσή, φαρδιά ως τ’ αυτιά, μύτη και να καταλήξει έντρομο και καταϊδρωμένο στα μάτια. Δυο μαύρες, μικροσκοπικές κόρες τού αντιγύριζαν το βλέμμα, το ασπράδι τους ήταν μεγάλο και κατακόκκινο και η έκφραση των ματιών αυτών δεν είχε κάτι ευχάριστο να προσθέσει στο όλο θέαμα. -Χο, ξανάκανε ο κάτοχος των ως άνω χαρακτηριστικών, στη γλώσσα του Ζουμζερί. Σκοτώσει. Χο. -Ω-χω, έκανε κι ο Κόμπες, αποφεύγοντας να προσθέσει «τη βάψαμε». Το ρόπαλο σηκώθηκε για τρίτη φορά στον αέρα με προφανή στόχο –ξανά- το κεφάλι του κλέφτη. Και τότε… -Ω, μοίρα θνητή! Ω θάνατε, μεγάλε νικητή των όλων! Είναι δυνατόν σε μένα, το ταπεινό πλάσμα που δεν ξέρει την ίδια του τη φύση, να παρακολουθήσω άπραγο τον ηρωικό πλην ανώφελο θάνατο του αγαπητού μου φίλου; Είναι στ’ αλήθεια το Παρδαλό Τρολ αυτό που σηκώνει το φονικό του όπλο εναντίον του Κόμπες του Ντερλικοτή, του ανθρώπου με τη μεγαλύτερη μύτη σε όλο τον Νότο; Δεν επιβάλλεται να αντιδράσω σε αυτήν την αναίτια σφαγή, να εμποδίσω αυτό που τελικά θα πραγματοποιηθεί κάποια άλλη στιγμή; Διότι φευ! κανείς δε γλιτώνει από το θάνατο εκτός ίσως από τους θεούς, αλλά κι εκείνοι ακόμη μπορούν να περιέλθουν σε ένα είδος λήθης που ομοιάζει εντυπωσιακά με το θάνατο των θνητών. Θα έπρεπε να επέμβω λοιπόν; Ή μήπως στην πραγματικότητα όλα αυτά δε συμβαίνουν στ’ αλήθεια, μήπως αυτή η αιματηρή, ανηλεής μάχη είναι αποκύημα της ζωηρής μου φαντασίας; Είναι δυνατόν η δραματική τούτη σκηνή να διαδραματίζεται εντός του μυαλού μου, μόνο γιατί φοβάμαι ότι κάτι τέτοιο κάτι θα συμβεί; Εδώ θα έπρεπε ίσως να τονιστεί το γεγονός ότι εν γένει το Εκατέλι δε μιλάει σε κάποια γνωστή γλώσσα. Ήχοι βγαίνουν από το στόμα του σε τακτά χρονικά διαστήματα σαν θέλει να μιλήσει, αλλά οι ήχοι αυτοί δε μπορούν να αποτυπωθούν με κανένα είδος γραφικής ύλης. Κι όμως το νόημα των λεγομένων του είναι κατανοητό από όλους. Πώς γίνεται αυτό; αναρωτήθηκε πολλές φορές ο Κόμπες. Απάντηση πήρε μόνο μια φορά πριν πολύ καιρό, από τον Πικολίνο, έναν, εχμ, γνωστό του από τη Θαγγηλεία: απλά όποιος το ακούει καταλαβαίνει τι θέλει να πει. Ναι, αλλά γιατί; επέμενε ο Κόμπες. Ίσως γιατί η φιλοσοφία είναι οικουμενικός σπασαρχιδισμός, υποστήριζε θρασύτατα ο Πικολίνος κάνοντας με το χέρι μια κίνηση ασορτί. Το πλάσμα με τις πολύχρωμες βούλες έμεινε με το ρόπαλο μετέωρο. Τα μάτια του -μεγάλοι βολβοί, μικροσκοπικές κόρες- γύρισαν αργά και καρφώθηκαν στο Εκατέλι, αρχικά σαστισμένα κι ύστερα πήραν μια έκφραση έντονης προσπάθειας. Χαμήλωσε το ρόπαλο πολύ αργά. Το πλάσμα κοιτούσε τώρα το Εκατέλι στο στόμα, πιθανότατα προσπαθώντας να καταλάβει τους σκοπούς μιας τέτοιας φλυαρίας. Λίγες στιγμές αργότερα, η προσοχή του μετατράπηκε σε προσήλωση, ύστερα σε αποχαύνωση και τέλος άρχισε να κάνει μικρές ανεπαίσθητες κινήσεις με το κεφάλι, ακολουθώντας τις ρητορικές χειρονομίες του άλλου. Ο Κόμπες πήρε μια βαθιά ανάσα κι έφερε αργά το χέρι του στ’ αχαμνά του. «Παιδί μου, τ’ αρχίδια σου και τα μάτια σου», ήταν η ευχή που του είχε δώσει ο πατέρας του, πριν τον πετάξει έξω από το πατρικό του, χρησιμοποιώντας καλομελετημένη και αναντίρρητα δικαιολογημένη βία. Κι ο Νότιος σεβάστηκε τις γονικές συμβουλές, μην τολμώντας ωστόσο να κάνει καμμιά άλλη κίνηση για να μην τραβήξει την προσοχή του πλάσματος. Μια πιθανή συνέχεια στη μονομαχία τους δεν ήταν μόνο άνιση, αλλά θα είχε και αναμενόμενο τέλος: το τέλος του Κόμπες. «Είναι και το έδαφος κατηφορικό, με φαγουρίζει και το σκατομελάνι, μου μπαίνει κι η πάνα στον κώλο και δυσκολεύομαι να κινηθώ…», σκέφτηκε για να ρίξει το φταίξιμο σε κάτι άσχετο. Το μυαλό του άρχισε να παίρνει στροφές, αλλά δυστυχώς ήταν όλες ανάποδες. Αντί να βρει μια λύση να σώσει τη ζωή του –διότι αν εκείνο το ρόπαλο έβρισκε το κεφάλι του, πιθανότατα να το μετέτρεπε από στερεό σε ημίρρευστο-, προσπαθούσε να θυμηθεί τι του είχε πει ο Πετρεξού, για τη συγκεκριμένη περίπτωση. (-Ο πρώτος πραγματικός φύλακας της Πύλης είναι το Παρδαλό Τρολ. -Το ποιο; -Παρδαλό Τρολ. Τ-ρ-ο-λ. Τρολ. -Τι είναι Τρολ; -Σάμπως ξέρει κανείς; Λένε ότι είναι πλάσμα κάποιων αποτρόπαιων και εξαιρετικά κακόγουστων παραμυθιών. Για να σου δώσω να καταλάβεις, έχει περίπου την εμφάνιση ενός καλικάντζαρου, αλλά είναι κάπως ψηλότερο και παρδαλό κι έχει τους χαυλιόδοντες στο σαγόνι αντί στο στόμα. Η λέξη Τρολ δε σημαίνει τίποτε. Ή μάλλον κάτι σημαίνει. Είναι μια από τις παιδικές λέξεις του μακάριου θεού των βάλτων. Ξέρεις, εκείνου που νομίζει ότι είναι τεσσάρων ετών παιδί. -Μήπως το Τρολ νομίζει το ίδιο πράγμα; -Όχι ακριβώς το ίδιο. Απλά ο τρόπος σκέψης είναι περίπου ο ίδιος. Το Παρδαλό Τρολ έχει όντως μυαλό παιδιού τεσσάρων ετών. Έτσι να του φερθείς και δε θα χάσεις…) Το Εκατέλι συνέχιζε τις ενδοσκοπήσεις με αμείωτο ζήλο, όταν ο Κόμπες εδέησε να θυμηθεί τι έπρεπε να κάνει. Όσο το ένα παράξενο πλάσμα παρακολουθούσε προσηλωμένο το άλλο παράξενο πλάσμα να φλυαρεί, εκείνος κινήθηκε πολύ αργά, τόσο αργά που ούτε κι ο ίδιος δεν κατάλαβε πόσο αργά κινήθηκε. Από τη σκυφτή στάση με τη λυγισμένη μέση και γόνατα βρέθηκε στην ορθία κι ύστερα με εξίσου αργές και ανεπαίσθητες κινήσεις χάιδεψε ένα από τα ξόρκια που ήταν γραμμένα ανάμεσα στις μαύρες τρίχες της κοιλιάς του. Τα γράμματα που χάιδεψε σχημάτιζαν τη λέξη «ταβότο», που στη γλώσσα των αθανάτων σήμαινε πάνω κάτω «ψιτ, παιδάκι, να παίξω λίγο με το ρόπαλό σου;» Το «ταβότο» άφησε το δέρμα του και πέταξε κάπως βαριά προς το Τρολ –ε, βέβαια, κοτζάμ ρόπαλο κουβαλούσε. Εκεί το πετάρισμά του έδειξε να ανατριχιάζει από μια ανείπωτη αηδία, καθώς η φωτεινή λέξη χωνόταν στο μαλλιαρό αυτί του παρδαλού πλάσματος. Το Τρολ σταμάτησε να κουνάει το κεφάλι του στο ρυθμό της ανηλεούς πάρλας του Εκατέλι. Γύρισε παραξενεμένο αν και καλοπροαίρετο και κοίταξε τον Κόμπες με ηλίθιο βλέμμα. -Γκουπ; ρώτησε δείχνοντας το όπλο του. -Ε… ναι… μου το δίνεις λιγάκι να παίξω κι εγώ; Πέρασαν μερικές στιγμές που του κλέφτη του φάνηκαν αιώνες. Κι ύστερα το Παρδαλό Τρολ έπιασε το ρόπαλο από τη μία άκρη και το έδωσε στον Κόμπες. Ο κλέφτης το πήρε αργά, το πέταξε πέρα να μην το φτάνει το τέρας και τότε του όρμησε με το στιλέτο. -Χο, έκανε το πλάσμα ενθυμούμενο την αρχική τους συζήτηση. Σκοτώσει. Γυμνά χέρια εναντίον στιλέτου; Και πάλι ο αγώνας ήταν άνισος. Μπορεί ο Κόμπες να περηφανευόταν κρυφά ότι είχε τα μεγαλύτερα χέρια στο Ζουμζερί, αλλά το Τρολ είχε χέρια τρεις φορές μεγαλύτερα. Κι όταν ένα από αυτά τα πελώρια χέρια έσκαγε κάπου κοντά στον κλέφτη, το κύμα του αέρα που σήκωνε ήταν ικανό να τον κάνει να κλυδωνίζεται, σα να ‘ταν λουλουδάκι και να περνούσε από δίπλα του το βέλος μιας βαλλίστρας πολιορκίας. Πού και πού, η άκρη ενός άκοπου και βρώμικου νυχιού έφτανε να γδάρει τη γυμνή σάρκα του κλέφτη, θυμώνοντας ακόμη περισσότερο το παρδαλό πλάσμα. -Χο! Σκοτώσει! Ο τόνος της φωνής του άρχισε ν’ αλλάζει. Από επίπεδος και σχεδόν αδιάφορος έγινε εχθρικός και μετά από λίγο άγριος. -ΧΟ! ΣΚΟΤΩΣΕΙ! ΧΟ! Ο Κόμπες ξέφευγε όλο και δυσκολότερα από τα χέρια-φονιάδες. Όλο και δυσκολότερα έφτανε η άκρη του στιλέτου του μέχρι το δέρμα του Τρολ, αφήνοντας ανάλογα μικρές πληγές, πληγές που αντί να καταβάλλουν το πλάσμα, απλά το εξαγρίωναν. -ΧΟ! ΣΚΟΤΩΣΕΙ! ΓΚΟΥΠ; ΓΚΟΥΠ; ΣΚΟΤΩΣΕΙ! Το Τρολ έψαχνε για το ρόπαλό του ή τουλάχιστον αυτό μπόρεσε να καταλάβει ο κλέφτης από τη λέξη «γκουπ». Με αριστοτεχνικές κινήσεις έβαλε το Τρολ ανάμεσα στον εαυτό του και το ρόπαλο, έτσι ώστε το παράξενο πλάσμα να μη μπορεί να δει το όπλο του κι ύστερα, κάποια στιγμή που είχαν απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλο για να ξεκινήσουν μια ακόμη επίθεση, έδειξε τάχα ξαφνιασμένος το ρόπαλο με το δάχτυλο κι φώναξε: -Ε, Τρολ! Αυτό δεν είναι το ρόπαλό σου; Το Τρολ έπεσε στην παγίδα –και σιγά που δε θα ‘πεφτε. Γύρισε απότομα κι από το λαρύγγι του βγήκε ένας γουργουριστά χαρούμενος ήχος. -Ρρρρρ! Γκουπ! Αχά! Γκουπ! Καλό! Έστρεψε το πελώριο κορμί του να πιάσει το ρόπαλό του και τότε ο Κόμπες, με μια κίνηση που ούτε κι ο ίδιος δεν περίμενε από τον εαυτό του, όρμησε στο Τρολ, πάτησε στο λυγισμένο πόδι του πλάσματος, αρπάχτηκε από το θηριώδες μπράτσο του και μ’ ένα τίναγμα της μέσης βρέθηκε στο σβέρκο του τέρατος. Το Τρολ προσπάθησε να τον πετάξει κάτω ενοχλημένο, κάνοντας βίαιες κινήσεις του κεφαλιού, αλλά ο κλέφτης ήταν γραπωμένος γερά, με χέρια και με πόδια. Την κατάλληλη στιγμή, στηρίχτηκε με τα γόνατα στο μπράτσο του πλάσματος, άρπαξε με το ένα του χέρι το σαγόνι, κόβοντας τη χούφτα του σε έναν από τους χαυλιόδοντες και τινάζοντας επιδέξια το στιλέτο του, του έκοψε το λαιμό. Το Τρολ παραπάτησε έκπληκτο. Τίναξε σχεδόν αδιάφορα το χέρι του κι ο κλέφτης βρέθηκε στην χαμηλώτερη άκρη της κατακόμβης. Το κρανίο του Κόμπες έκανε έναν κούφιο θόρυβο καθώς συγκρουόταν με τον τοίχο κι ο κλέφτης έχασε τις αισθήσεις του μ’ έναν διακριτικό στεναγμό, παντελώς αταίριαστο με την ιδιοσυγκρασία του. Το Τρολ με τη σειρά που έκανε μερικά βήματα προς το ρόπαλό του, το έπιασε στοργικά, μουρμουρίζοντας «γκουπ! γκουπ!» -απαίσιος ήχος, ανακατεμένος με γουργουρίσματα από το αίμα που ανάβλυζε- κι ύστερα σταμάτησε ν’ αναπνέει και σωριάστηκε στο έδαφος. Ήταν σειρά του Εκατέλι να δράσει. Παρέα με τις τρεις φωτεινές φράσεις «πάρε Βόο», «βρες Γόο» και «δώσε Δόο» έτρεξαν προς τον Κόμπες και προσπάθησαν να τον συνεφέρουν, οι φράσεις πεταρίζοντας γύρω από το πρόσωπό του και κάνοντάς του αέρα σαν απόκοσμες βεντάλιες και το Εκατέλι τρίβοντάς του τα χέρια και μυξοκλαίγοντας στον αιώνιο χαβά του: -Αγαπημένε μου φίλε, ο χρόνος είναι το πιο πολύτιμο αγαθό, πλην όμως ποτέ, ποτέ δεν είναι αρκετός για να μπορέσει κάποιος να πει ότι διαθέτει χρόνο για σκότωμα. Κι αν θες παίρνω πίσω τη λέξη σκότωμα, διότι είναι εξαιρετικά δυσοίωνη για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή. Αγαπημένε φίλε, οι θεοί είναι σκληροί μαζί μας, αλλά σκληρότεροι με το Παρδαλό Τρολ, αφού είναι καταδικασμένο από τη φύση του να μη μπορεί να πεθάνει, αλλά να ανασταίνεται κάθε τόσο και να συνεχίζει την αιώνια αποστολή του. Είναι φύλακας της Πύλης για τα Υπόγεια Ποτάμια και τέτοιος θα μείνει. Σε λίγο, όταν ξεπεράσει το σοκ του θανάτου του, θα ξανασηκωθεί και τότε, θα είναι αργά για σένα και για μένα και για τις τρεις φωτεινές φράσεις, που σαν στοργικά παιδιά σε προσέχουν αυτήν την δύσκολη κι επικίνδυνη στιγμή. Κόμπες, φίλε μου αγαπημένε, νομίζω ότι πρέπει να συνέλθεις όσο πιο γρήγορα μπορείς γιατί ο χρόνος σου είναι λιγοστός κι η ζωή σου ακόμη πιο λιγοστή, αν ξυπνήσει το Τρολ πριν από σένα. Ο Κόμπες συνερχόταν πολύ πιο βιαστικά απ’ ό,τι νόμιζε το Εκατέλι. Και μόνο αυτή η ανυπόφορη φλυαρία θα μπορούσε να τον κάνει να σηκωθεί σε δευτερόλεπτα και να του βουλώσει το στόμα με μια ηγεμονική γροθιά. Αλλά ένας υπόκωφος ήχος, σα βογκητό από τη μέριά του Τρολ τον έκανε να πεταχτεί μισοζαλισμένος και ν’ αρχίσει να τρέχει πίσω από το ερμαφρόδιτο πλάσμα, που συνέχιζε να μιλάει αναλύοντας φιλοσοφικά την κατάστασή τους, τρέχοντας ταυτόχρονα και το ίδιο όλο και πιο βαθιά μέσα στις κατακόμβες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 27, 2007 Author Share Posted May 27, 2007 ΣΤ. Το Εκατέλι σταμάτησε απότομα σε ένα σημείο της κατακόμβης που δε διέφερε σε τίποτε με όλα τα υπόλοιπα σημεία. Η απόσταση που τους χώριζε τώρα από το Παρδαλό Τρολ ήταν ώστε να μην περάσει από το περιορισμένο μυαλό του γιγαντιαίου πλάσματος να τους ακολουθήσει. Ο Κόμπες σταμάτησε κι αυτός, πήρε μερικές ανάσες και έριξε μια ματιά στον εαυτό του. Αιμορραγούσε ελαφρά από χίλιες μικρές πληγές. Κάποιες από αυτές ήταν από τα νύχια του Τρολ, μια-δυο από τους χαυλιόδοντές του την ώρα του θανάτου του, κάποιες από διάφορες πτώσεις και τούμπες που είχε αναγκαστεί να πάρει την ώρα της μονομαχίας τους κι οι υπόλοιπες είχαν προκληθεί από μικρές σκλήθρες πέτρας που είχαν πεταχτεί όταν το ρόπαλο του Τρολ είχε σπάσει μέρος του τοίχου στην αρχή της γνωριμίας τους. Ευτυχώς, ακόμα και γι’ αυτήν την περίπτωση ο Πετρεξού τον είχε προετοιμάσει κατάλληλα. Μόλις οι χτύποι της καρδιάς του έπεσαν στο φυσιολογικό τους ρυθμό, λέξεις που ο μάγος είχε γράψει στο δέρμα του άφησαν τις θέσεις τους και πέταξαν για λίγες στιγμές στον ακίνητο αέρα της κατακόμβης. Ύστερα, μαζεύτηκαν όλες μαζί, σ’ ένα σμήνος, σαν να συζητούσαν για κάτι και τελικά χώρισαν ξανά, πλησίασαν τον Κόμπες και κάθε μια τους κάθησε απαλά πάνω σε μια πληγή. Το φωτεινό μελάνι τους άρχισε να σβήνει λίγο-λίγο, κι ο κλέφτης ένιωσε μια φαγούρα δυνατότερη από εκείνη που έπρεπε να υποστεί ως εκείνη τη στιγμή. Από τις πληγές που είχαν προκαλέσει οι σκλήθρες ακούστηκε ένα ήχος σαν φτύσιμο κι ύστερα ένα πέτρινο κουδούνισμα, καθώς η σάρκα απέβαλε τα ξένα σώματα κι εκείνα έπεφταν στο πάτωμα της κατακόμβης. Ο Κόμπες είδε τις λέξεις να εξατμίζονται αφήνοντας πίσω τους μόνο ένα συννεφάκι καπνού και το δέρμα του λείο σαν να μην είχε ποτέ χτυπήσει. -Πάντοτε πίστευα ότι είχες μια μοναδική ικανότητα να διαλέγεις τους φίλους σου, έκανε το Εκατέλι με φόρα, μιας είχε πέντε ολόκληρα λεπτά να μιλήσει, και να που ακόμη μια φορά δε διαψεύδομαι. Ποιος ευλογημένος μάγος χάραξε στο δέρμα σου τις Λέξεις της Ίασης; Θα πρέπει να ήταν μάγος πολύ δυνατός και μεγάλη μνήμη γιατί μόλις ξεκινήσει να γράφει αυτό το ξόρκι θα πρέπει να το ολοκληρώσει χωρίς να κοιτάξει πουθενά αλλού. Και πού αλλού να κοιτάξει κανείς βέβαια; Θα έπρεπε, αγαπημένε μου φίλε, να ήσουν γυμνός εκείνη τη στιγμή, ολόγυμνος, και η θέα του γυμνού σου κορμιού δε θα επέτρεπε σε κανέναν αρσενικό ή θηλυκό να πάρει το βλέμμα του από πάνω σου, διότι φίλε μου είσαι ένα θαυμαστό δείγμα ανδρός, περικαλλής και αξιαγάπητος, αν και δεν ξέρω σε τι μπορεί να σε βοηθήσει η ομορφιά και η ευκολία να σε αγαπήσει κανείς σε αυτήν τη δύσκολη κατάσταση στην οποία μόνος επέλεξες, μόνος, επαναλαμβάνω, επέλεξες να περιέλθεις. Έχουμε φτάσει σ’ ένα μέρος μεγάλης μαγείας και η όποια ομορφιά δε μπορεί να βοηθήσει εδώ. Κι ο Κόμπες μπορούσε να το καταλάβει. Η αίσθησή του του υπερφυσικού –αίσθηση ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στη φυλή του και ακόμη πιο ανεπτυγμένη στον ίδιο- κουδούνιζε δαιμονισμένα στα μηνίγγια του. Οι φωτεινές μαγικές φράσεις εξακολουθούσαν να πεταρίζουν γύρω τους, μπλέκοντας το πρασινωπό τους φως με τις κόκκινες λάμψεις των ματιών του Εκατέλι. Ο κλέφτης έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στο πλάσμα. -Δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι περισσότερο να πούμε, έκανε το Εκατέλι. Από πρακτικής πλευράς δηλαδή, εφόσον και εγώ το ίδιο δεν ξέρω πού είναι η Πύλη για τα Υπόγεια Ποτάμια. Φυσικά ξέρω ότι είναι εδώ που βρισκόμαστε, όμως η φύση της –όπως και η φύση πολλών άλλων πραγμάτων- μου διαφεύγει. Φευ! Οποία αλληγορία της πραγματικότητας! Ξέρω ανά πάσα στιγμή πού βρίσκομαι, όμως δεν έχω πάψει ποτέ ν’ αναρωτιέμαι τι είμαι. Ορισμένως, η αυτογνωσία δεν είναι ο αυτοσκοπός μου, πλην όμως ο προσδιορισμός τόσο του Συνειδητού και Υποσυνείδητου Εγώ, όσο και της φύσης η οποία μ’ έχει τοποθετήσει σ’ αυτό το σώμα, είναι ερωτήματα που με ταλανίζουν ευθύς εξαρχής, από τότε δηλαδή που μπόρεσα να αναγνωρίσω τον εαυτό μου σαν ξεχωριστή οντότητα… Ο Κόμπες έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει σε αυτήν την περίπτωση: Σήκωσε το χέρι του κι έχωσε στο Εκατέλι μια γροθιά που θα μπορούσε να το ρίξει αναίσθητο. Και το έριξε αναίσθητο. Κακία εκ μέρους του; Μάλλον όχι. Ακόμη και το ίδιο το παράδοξο πλάσμα ήξερε ότι δε θα σταματούσε να μιλάει κι ο κλέφτης χρειαζόταν απόλυτη ησυχία σε αυτή τη φάση της αποστολής του. Πρόλαβε κι άρπαξε το γυμνό ερμαφρόδιτο κορμί πριν σκάσει στο πάτωμα και το απίθωσε μαλακά με την πλάτη στον τοίχο. Έπειτα τράβηξε από το λαιμό του τη Σαγηνευτική Σμικρυντική Σιαγόνα Σκουληκαντέρας –ένα γυριστό κοκκαλάκι, πράσινο και τριχωτό, που θύμιζε γιάντες ξεχασμένο για μήνες σε ζεστό και υγρό μέρος- και το έτριψε πάνω στο ξόρκι που είχε γραμμένο στην ανάστροφη της δεξιάς του παλάμης. Το ξόρκι εξαφανίστηκε και η Σιαγόνα πήρε να δονείται, σα ζουζούνι σε χούφτα παιδιού. Ο Κόμπες πέταξε το φυλακτό πάνω στο Εκατέλι. Το παράξενο πλάσμα άρχισε να μικραίνει και να μικραίνει, μέχρι που έφτασε να γίνει μικρό όσο ένας κόκκος ρυζιού. Τότε το μάζεψε από το πάτωμα και το έχωσε μέσα στο μικρό Πρασοβάρελο, κλείνοντας καλά το πρασοκαπάκι του. Στο λαιμό του κρέμονταν τώρα εφτά χαϊμαλιά. Διάλεξε τέσσερα από αυτά –όχι φυσικά το μικρό Πρασοβάρελο-, τα έκανε θρύψαλα στα χέρια του και σκόρπισε γυαλάκια, υγρά και μικρά φυτικά υπολείμματα στο πάτωμα. Ένα φιαλίδιο με Δάκρυα Ετοιμοθάνατης Πευκοπλατανιτιάς. Ακόμη ένα φιαλίδιο με Γύρη Σαρκοφάγου Κισσού. Έξι ή εφτά αποξηραμένα φύλλα Μακρομούρας Ανθρωποβιολέτας δεμένα μεταξύ τους και μερικά επίσης αποξηραμένα λουλούδια από το ίδιο φυτό. Και το πιο ισχυρό διεισδυτικό φυλακτό, αποξηραμένος βολβός Αόρατης Περικοκλάδας, μουσκεμένος σε νερό βροχής (που μαζεύτηκε από παρθένο αγόρι σε έκλειψη σελήνης, μετά από μια μέρα και μια νύχτα διατροφικών οργίων) και εκ νέου αποξηραμένο. Το φωτεινό «πάρε Βόο» πετάρισε ως τα θρυψαλιασμένα φυλακτά με μια κομψή βουτιά κι άρπαξε ένα πέταλο από το λουλούδι της Μακρομούρας Ανθρωποβιολέτας. Έπειτα σε μια δεύτερη εφόρμηση, το στόλισε με έναν κόκκο Γύρης Σαρκοφάγου Κισσού. Πίσω του βούτηξε το «βρες Γόο» και σήκωσε ένα κομματάκι φύλλου Βιολέτας, με μια σταγονίτσα Δάκρυα να λαμπυρίζει στην άκρη της. Το «δώσε Δόο» δεν έμεινε αργό, παρά άρπαξε κι εκείνο ένα κομματάκι βολβού Αόρατης Περικοκλάδας. Ύστερα και οι τρεις φράσεις πλησίασαν η μία την άλλη κι ενώθηκαν σφιχτά τόσο που δε μπορούσες να ξεχωρίσεις ούτε τα γράμματα, αλλά ούτε και τα φυτικά λείψανα που κρατούσαν. Το σύμπλεγμα των λέξεων και των κομματιών των φυλακτών άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, αργά στην αρχή κι ύστερα όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, ώσπου ο Κόμπες μπορούσε να δει μόνο μια λαμπυρίζουσα θολούρα. Έπειτα η θολούρα άρχισε να μεγαλώνει και να παίρνει σχήμα, πρώτα ένα περίεργο παιδικό κεφάλι, ύστερα ένα κορμάκι εξίσου παιδικό, δυο αδύνατα χεράκια και δυο ποδαράκια λεπτά σα βεργούλες. Ύστερα το φως ξεθώριασε σιγά-σιγά κι ο κλέφτης βρέθηκε μπροστά σ’ ένα πεντάχρονο κοριτσάκι, που χαμογελούσε πονηρά. -Γεια σου μικρέ, έκανε το κοριτσάκι. Φορούσε ένα άσπρο κοντό χιτώνα, με αγορίστικο κόψιμο. Είχε μαύρα μακριά μαλλιά, άσπρο δέρμα και τα μάτια του ήταν κατάμαυρα αλλά φωτεινά, σα να ‘ταν νεραϊδοπαίδι. Ήταν τόσο αδύνατο που τα παϊδάκια του ξεχώριζαν κάτω από το χιτώνα του. -Γεια σου κι εσένα, είπε ο Κόμπες χαμογελώντας. Πώς σε λένε; Το παιδί γέλασε πονηρά. -Χι, χι, χι… Αφού με ξέρεις, μικρέ… Αφού σου έλεγε η μαμά σου για μένα, όταν δεν έτρωγες το φαΐ σου… Ο κλέφτης του έριξε μια λοξή ματιά κι ύστερα έφερε εντελώς αυθόρμητα το αριστερό του χέρι στ’ αχαμνά του. Το παιδί δε σταμάτησε να γελάει. -Δεν είδες που με γέννησαν οι λέξεις του ονόματός μου; Αλλά ξέχασα. Από κανενός παιδιού το μυαλό δε περνάει ότι ο Βόο-Γόο-Δόο δεν είναι τρεις αλλά ένας, δεν είναι μεγάλος, αλλά μικρός, δεν είναι αγόρι αλλά κορίτσι… -Χε, δεν έχεις άδικο, έκανε ο κλέφτης χαλαρώνοντας κάπως την επαγρύπνησή του. Αλλά επείγει μια άλλη δουλειά τώρα. Μπορείς να μου ανοίξεις την Πύλη για τα Υπόγεια Ποτάμια; Το κοριτσάκι σήκωσε ένα δαχτυλάκι μικρό σαν μίσχο χαμομηλιού και του έδειξε μια από τις πέτρες του πατώματος. -Σπρώξε εκεί, μικρέ. Ο Κόμπες γονάτισε στο πάτωμα κι έκανε να σπρώξει την πλάκα που του υπέδειξαν, αλλά το κοριτσάκι τον σταμάτησε. -Ξέρεις ότι μπορώ να σου δώσω μόνο μια βοήθεια κάθε φορά που με καλείς; Κι επίσης ξέρεις ότι μπορώ να σε βάλω στα Υπόγεια Ποτάμια, αλλά δε μπορώ να σε βγάλω; Έχω μόνο διεισδυτικές δυνάμεις κι όχι απομακρυντικές. Ήταν η σειρά του Κόμπες να χαμογελάσει. -Ξέρω. Έχω προβλέψει. -Δε θα περίμενα κάτι άλλο από σένα… Είναι στη φύση σου να είσαι προσεκτικός. Κι ακόμη κι εκείνη τη στιγμή που δε θα είσαι, θα έχεις φροντίσει να είναι κάποιος άλλος προσεκτικός για σένα. Ο κλέφτης έσμιξε τα φρύδια υποψιασμένος. -Ξέρεις κάτι για μένα που δεν το ξέρω εγώ; Έκανε χαμηλόφωνα. -Ξέρω πολλά για κάθε παιδάκι. Είμαι ο μπαμπούλας, μην το ξεχνάς, ο βοηθός του ίδιου του Ντεό-Νταό, του θεού που ορίζει τη Μοίρα των Παιδιών. Ο Κόμπες πήρε μια βαθιά ανάσα. -Έχεις κάτι άλλο να μου πεις; Το κοριτσάκι χαμογέλασε εγκάρδια. -Όχι. Πάρε το δρόμο σου και καλή τύχη. Μπορεί να τα ξαναπούμε κάποια μέρα, αλλά μάλλον θα περάσει πολύς καιρός. Πρέπει πρώτα να πετύχεις μια νύχτα με έκλειψη σελήνης και να βρέχει. Αλλιώς το ξόρκι που με καλεί δε μπορεί να πετύχει… Ο Κόμπες έκανε ένα νεύμα, σαν αποχαιρετισμό και έσπρωξε με τα δυο του χέρια την πλάκα στο πάτωμα. Εκείνη υποχώρησε μ’ ένα μουντό χλουπ! πριν ο κλέφτης προλάβει να στηριχτεί από κάπου. Βρίζοντας κάθε θεό και δαίμονα που είχε ποτέ συναντήσει, έπεσε με το κεφάλι μέσα στην Πύλη για τα Υπόγεια Ποτάμια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 27, 2007 Share Posted May 27, 2007 Αυτό το βρόχινο νερό για τον αποξηραμένο βολβό Αόρατης Περικοκλάδας με φρίκαρε! Παρθένο αγόρι μετά το ολονύχτιο όργιο;!! Υποψιάζομαι σαδιστικές πρακτικές πίσω από αυτό το εμπόριο των μαγικών υλικών με τις φαινομενικά χαριτωμένες ονομασίες! Ο κόσμος σου χρειάζεται μια ειδική οργάνωση με αδιάφθορους επιθεωρητές που θα ελέγχουν αυτό το…το…σκάνδαλο!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 28, 2007 Author Share Posted May 28, 2007 Μετά το ολονύχτιο διατροφικό όργιο, Ντίνο μου. Το ξέχασες το διατροφικό; Αλλά έχεις δίκιο. Η σέκτα των Μάγων έχει καταντήσει ένας οχετός παρανομίας. Να φανταστείς, αν ξεμείνεις από Τωρατί, σε χρεώνουν ένα κάρο χρυσά νομίσματα και κάνουν τουλάχιστον είκοσι μέρες να στο στείλουν. Αίσχος δηλαδή. Πού καταντήσαμε... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Faia de Wolf Posted May 28, 2007 Share Posted May 28, 2007 Αχ, αν είχα μάθει νωρίτερα για το Εκατέλι, δεν θα έπαιρνα τον Μεσονύχτη -τον αδιευκρίνιστης ράτσας σκύλο μου. Θέλω ένα Εκατέλι τώρα! (Εντάξει, θέλω να μάθω και την συνέχεια, αλλά δεν στο λέω για να μην το πάρεις πάνω σου...) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 28, 2007 Author Share Posted May 28, 2007 Ναι, ένα Εκατέλι συμφέρει. Αν ξεπεράσεις τα έξι μάτια και τις δοντάρες, έχεις και το θετικό ότι είναι ερμαφρόδιτο... (Τι είπα πάλι η διεστραμμένη;...) Αυτό που δεν ξέρω ούτε εγώ η ίδια είναι αν κοιμάται ποτέ κι αν όταν κοιμάται σταματάει να μιλάει... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 29, 2007 Author Share Posted May 29, 2007 Ζ. Όταν κάποιος άτυχος άνθρωπος βρεθεί να πέφτει με το κεφάλι από μεγάλο ύψος, τρία πράγματα συμβαίνουν ταυτόχρονα. Πρώτον, η ζωή του περνάει μπροστά από τα μάτια του, φλασάροντας στιγμές έντονης χαράς ή λύπης, καθώς και στιγμές που ποτέ δεν τους έδωσε ιδιαίτερη σημασία, όπως το χρώμα ενός λουλουδιού σε μια γλάστρα, το άρωμα μιας άγνωστης γυναίκας που πέρασε δίπλα του τυχαία ή τον ήχο της σάρκας που δέχεται μια μαχαιριά. Δεύτερον, κουνάει χέρια και πόδια σε μια προσπάθεια ν’ αρπαχτεί από ο,τιδήποτε, που τον κάνει να μοιάζει με σπασμένη μαριονέτα. Και τρίτον, βγάζει ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό, που συνήθως αποτελείται από ένα και μόνο φωνήεν. Το «α». Και πάλι ο Κόμπες, καίτοι ευρισκόμενος σε παρόμοια και κοινότυπα δραματική κατάσταση, μπόρεσε να πρωτοτυπήσει. Κι αν η πρωτοτυπία του ήταν μικρή ως προς τα δύο πρώτα, τότε σίγουρα ως προς το τρίτο άφησε ιστορία. -Που να ξεκολλήσει ο βωμός του Μέγιστου Ναού της Ηδονής και να σε κυνηγάει, Βυζβόρουν πούστη, ως να βρει τον κώλο σου και να χωθεί εκεί μέχρι να χτυπήσει στο στομάχι, κι ό,τι βυζιά έχεις στη χούφτα σου εκείνη τη στιγμή να γίνουν σκυλιά και να σου φάνε το πουλί, αλλά να ‘χεις πιο πριν προλάβει να περάσεις ένα χέρι τον κερατά τον Πετρεξού, που είθε να του ζητήσει η γκόμενα μια μέρα να φοράει μόνο μάλλινα σώβρακα και να συγκαίγεται και να μη μπορεί να περπατήσει, αίμα να γίνει ο κώλος του από τη δροτσίλα κι εγώ να του ρίχνω αλάτι και ξύδι στα σπυριά, να βγάζω το άχτι μου… Στο θέμα των κινήσεων, μπορεί να μην πρωτοτυπούσε, αλλά βάλε με το νου σου: Ένας άχαρος κρεμανταλάς, αδύνατος και νευρώδης, να σπαρταράει σα κουνέλι που το πιάνεις απ’ τ’ αυτιά, δύο χέρια σαν κουπιά να φτυαρίζουν τον αέρα και δυο δυσθεώρατα κανιά να κλωτσοπατάνε, λες κι είχε φάει φαρμάκι α λα κρεμ. Εξαιρετικό δείγμα της δεύτερης κατάστασης που περιγράφεται στην πρώτη παράγραφο, με μια πινελιά του προσωπικού του στυλ. Στην πραγματικότητα ο Κόμπες δεν τα είχε βάλει με το θεό του, ούτε με τον Πετρεξού ή τη Μέρσα. Τα είχε βάλει κυρίως με τον εαυτό του, γιατί δεν υπήρξε αρκετά προσεκτικός όταν άνοιγε την Πύλη για τα Υπόγεια Ποτάμια. Κι όσο έβριζε δυνατά, χρησιμοποιώντας κάθε πιθανή και απίθανη φαντασίωσή του, τόσο πιο πολύ θύμωνε με τον εαυτό του, που αντί να μένει σιωπηλός σαν ψάρι φώναζε κι έκανε την παρουσία του αισθητή σε κάθε φύλακα του Διαμαντωτού Βελανιδοτρύπανου που παραμόνευε μέσα στα Υπόγεια Ποτάμια. Ο λαμπυρισμός των γραμμάτων πάνω στο δέρμα του είχε σβήσει την ίδια ώρα που έπεσε μέσα στην Πύλη, οπότε μπορεί να έπεφτε αλλά δεν μπορούσε να δει πού έπεφτε. Η πτώση του κράτησε πολύ. Τουλάχιστον πολύ περισσότερο απ’ όσο περίμενε. Έπεφτε τρία ολόκληρα λεπτά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, βρίζοντας και κουνώντας χέρια και πόδια, μέχρι που βαρέθηκε και σταμάτησε. Τότε ένιωσε ένα απαλό τράνταγμα κι η ταχύτητά του άρχισε να μειώνεται, σαν κάτι να τον έπιασε πολύ απαλά και να προσπαθούσε να του κόψει τη φόρα. Λίγο-λίγο, όσο έπεφτε με όλο και μικρότερη ταχύτητα, το σκοτάδι άρχισε να σπάει από μια πορτοκαλί ανταύγεια. Προς τα κει που καταλάβαινε το «κάτω» εμφανίστηκε μια πορτοκαλί κουκίδα που μεγάλωνε με κανονικό ρυθμό, ώσπου έγινε τρύπα κι ύστερα άνοιγμα και τελικά ο Κόμπες πέρασε από τη μαυρίλα σ’ ένα έντονο πορτοκαλί φως. Τότε, πέφτοντας ακόμη, συνειδητοποίησε ότι ως εκείνη τη στιγμή διέσχιζε ένα κατακόρυφο τούνελ, σαν πηγάδι, μόνο που ήταν αρκετά φαρδύ για να μην μπορεί να βρει στα τοιχώματά του, όση ώρα δερνοχτυπιότανε και σπαρταρούσε σα γιγάντιο γκρίζο χέλι έξω απ’ το νερό. Η πτώση συνεχιζόταν αλλά τώρα έπεφτε μαλακά, σαν πούπουλο κι είχε την ευκαιρία να περιεργαστεί το μέρος. Ήταν μια απέραντη σπηλιά, ή μάλλον ένας απέραντος διάδρομος. Το ύψος του από την οροφή ως το βάθος ήταν πάνω από πεντακόσια μέτρα και το πλάτος του ήταν κάτι λιγότερο από πενήντα. Αριστερά και δεξιά, η συνέχεια της σπηλιάς χανόταν σε στροφές. Και το δάπεδό της κυλούσε ο πιο παράδοξος ποταμός που είχε δει ποτέ η πλάση. Φαινόταν να ‘ναι νερό. Έρρεε σαν νερό, κελάρυζε σα νερό κι έβρεχε τους βράχους σα νερό. Θα περίμενε κανείς να ‘χει και το χρώμα του νερού, ίσως όχι γαλάζιο, καθότι υπόγειο, αλλά κάτι στο γκριζωπό, καφετί ή εντελώς διάφανο. Κι αυτό ήταν το τελείως περίεργο, το εντελώς παράξενο. Το χρώμα του. Πώς να το περιγράψεις; Τι λογοτεχνικό σχήμα να χρησιμοποιήσεις και τι φλέβα καλλιτεχνική να ‘χεις για να πεις ότι τα κατάφερες; Χρυσό, πορτοκαλί κι απαλό κόκκινο συναγωνιζόταν ποιο θα δώσει εντονότερο το στίγμα του σ’ εκείνο το νερένιο λαμπυρισμό. Και δεν ήταν μόνο το χρώμα, αλλά και το φως, ένα ζωηρό φως στα ίδια χρώματα που αντανακλούσε τις ακτίνες του σε κάθε λειασμένη επιφάνεια. Κι όμως του Κόμπες του ‘ρθε κάτι στο μυαλό να το παρομοιάσει. Σκέφτηκε ένα άγουρο ροδάκινο που εξέπεμπε φως. Κι ύστερα εντελώς συνειρμικά, σκέφτηκε την Ινολίκ και το γάργαρο γέλιο της, που μύριζε χιο και ροδάκινο και κουδούνιζε σαν ασημένιο σείστρο σε χέρι χορεύτριας. Παντού και πάντα, σε όλους τους τόπους και τους χρόνους, οι ποιητές κι οι ερωτευμένοι λένε ότι το κελάρυσμα του νερού μοιάζει με γέλιο γυναίκας. Και μπορεί ο Κόμπες να μην ήταν ποιητής ούτε ερωτευμένος με τη στενή έννοια του όρου, αλλά την παρομοίωση μπόρεσε να την κάνει χωρίς να προσπαθήσει πολύ. Έπεφτε πολύ απαλά πια, σα ξερό φύλλο σε μέρα με άπνοια. Η τροχιά του τον έφερε στην επιφάνεια το νερού. Το ροδακινένιο νερό σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πετρεξού δε θα μπορούσε να το αγγίξει. Ακόμη κι αν άφριζε και πιτσιλούσε, οι σταγόνες δε θα τον άγγιζαν ποτέ. Ήταν ένα από τα ξόρκια των μάγων του Ζουμζερί, για να κρατήσουν τα μυστικά των Ποταμών της Μαγγανείας δικά τους και μόνο δικά τους. Ο Κόμπες δοκίμασε να σηκωθεί στις φτέρνες του κι ανακάλυψε ότι τα κατάφερνε. Περπάτησε πάνω στο νερό με αβέβαια βήματα, όπως κάνουν οι φακίρηδες στις Δώδεκα Ξωθοπλάνταχτες Λίμνες και βγήκε στη δεξιά όχθη του Υπόγειου Ποταμού, προς τη φορά του ρεύματος. Ούτως ή άλλως η αριστερή όχθη ήταν ένας κάθετος βράχος που δε θα μπορούσε να χρησιμέψει σε πολλά. Σύμφωνα με αρχαία έγγραφα που προσπαθούν να περάσουν απαρατήρητα στα υπόγεια της Βιβλιοθήκης του Ζουμζερί, οι Ποταμοί της Μαγγανείας είναι οχτώ και καθένας τους έχει κι άλλο όνομα, ανάλογα με τον μάγο που τον δάμασε: Κοπιοβάνιε, Πεγκ Περέγκο, Ουτφοράντου, Ζάκρος (όνομα που έχουν συνήθως οι δράκοι και μάλιστα οι μαύροι), Στενιακάκ, Βέβα-Βέλα, Μαρίνελαμ και Σιπλανέλι. Αν ο Πετρεξού είχε κάνει καλά τους υπολογισμούς του, τότε ο Κόμπες έβλεπε -και περπατούσε- τον Ζάκρος. Και ειλικρινά δεν ήξερε ούτε ο ίδιος σε τι θα μπορούσε να του χρησιμεύσει αυτή η πληροφορία. Υπήρχε κάτι στην όλη κατάσταση που έκανε τον Κόμπες να προσέχει διπλά απ’ ό,τι συνήθως. Υπήρχε κάπου στο βάθος του κορμιού του μια ένταση, ένα κάτι που τον έβαζε σε ανησυχία σωματική κι όχι πνευματική. Ένα μικρό, αόρατο πράγμα που τον τσιγκλούσε ν’ απλώσει το χέρι του στ’ αχαμνά του και να επικαλεστεί το Βυζβόρουν. Αργά, καθώς περπατούσε πάνω στο μαγικό νερό, συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που ένιωθε: ετοιμότητα για σεξ, άγριο και άνευ όρων και μάλιστα με πολύ συγκεκριμένο σκοπό και προσανατολισμό: Την απόλυτη και επίσης άνευ όρων παράδοση της Ινολίκ στις ορέξεις του. Εντάξει, ίσως η οδηγία του Πετρεξού για αποχή από πονηρές σκέψεις το προηγούμενο απόγευμα να μην είχε και πολύ μεγάλη διάρκεια, αλλά πιθανότατα του είχε αφήσει ένα μικρό απωθημένο σε αυτό το θέμα. «Μήπως είναι ο καιρός για μια ακόμη παράβαση των νόμων περί υγιεινής και λουτρών;» αναρωτήθηκε, έχοντας γνώση κάποιων καταστάσεων που ο Μπόρτου –ο απατημένος σύζυγος- δε θα μάθαινε ποτέ. Μόνο όταν βγήκε στην όχθη του Υπόγειου Ποταμού κατάλαβε γιατί αισθανόταν έτσι. Το νερό μύριζε ακριβώς όπως το κορμί της Ινολίκ: Άγουρο ροδάκινο. Το φρουτένιο άρωμα ήταν τόσο δυνατό που σχεδόν τον ζάλιζε. Σαν άνθρωπος της δράσης όμως έσφιξε τα δόντια, έτριψε τη μύτη του με την ανάστροφή της παλάμης του, επανατοποθέτησε στην σωστή του θέση ό,τι πολυτιμότερο είχε –αντί να το χουφτώσει και να το ανακουφίσει, όπως πολύ θα ήθελε- και πήρε ν’ ανεβαίνει ανάποδα προς τη ροή του ποταμού. Η αίσθησή του του υπερφυσικού είχε πάψει προ πολλού να κουδουνίζει στα μηνίγγια του. Το κουδούνισμα –εφόσον χρησιμοποιούμε εκφράσεις σχετικές με την ακοή- είχε γίνει ένα διαρκές υπόκωφο βουητό. Ο Πετρεξού τον είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό κι έτσι απλά το καταχώρησε σαν κάτι αναμενόμενο. «Όταν συναντήσεις μια ιδέα περισσότερη μαγεία από εκείνη του ποταμού,» είχε πει ο μάγος, «το ‘βουητό’ θα γίνει λίγο εντονότερο. Έτσι θα καταλάβεις ότι κάτι τρέχει, ακόμη κι αν είσαι μέσα στο ίδιο το ποτάμι.» Πάντως ο Πετρεξού τον είχε καλά προετοιμασμένο. Τα ξόρκια στο δέρμα του –που μπορεί να ‘χαν πάψει να λάμπουν αλλά συνέχιζαν να τον φαγουρίζουν αξιοθρήνητα- ήταν ό,τι χρειαζόταν για να μπορέσει ν’ ανταπεξέλθει στις όποιες μαγικές παγίδες. Για ό,τι ζωντανό μη-υπερφυσικό μπορούσε να τον απειλήσει ο Κόμπες είχε στη διάθεσή του μόνο ένα στιλέτο και τα χέρια-κουπιά με τα οποία τον είχε προικίσει η φύση. Επίσης και η βρεφική πάνα θα τον βοηθούσε αρκετά, εφόσον έπρεπε να περάσει τη Φρικτή Τερατωδία. Για την υπόλοιπη γύμνια του, ο μάγος δεν του είπε λέξη, αλλά ο Νότιος υποψιαζόταν ότι είχε να κάνει με την αποπλάνηση της θεάς των γουρουνιών… Η πορεία του ήταν αργή. Μεγάλα βράχια συσσωρεύονταν στις όχθες του ποταμού, εμποδίζοντάς τον να περάσει. Ευτυχώς το μουρμουριστό κελάρυσμα του νερού κάλυπτε τα βήματά του. Διέσχισε έτσι κάπου ένα χιλιόμετρο, πριν σταματήσει και ζαρώσει πίσω από έναν βράχο, ζυγίζοντας τη συμπεριφορά του απέναντι στη σκηνή που διαδραματιζόταν λίγα μέτρα μακρυά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 29, 2007 Author Share Posted May 29, 2007 (edited) reason for edit: Δε μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιες φορές ανεβάζει το ίδιο ποστ δύο φορές... Edited May 29, 2007 by naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 30, 2007 Author Share Posted May 30, 2007 Η. Η όχθη του ποταμού έκανε ένα πλάτωμα, αρκετό για να χωρέσει μια αρένα μονομαχιών. Στη μια άκρη του πλατώματος υπήρχε μια τρύπα στο χώμα, απ’ όπου ξεπρόβαλε το κεφάλι ενός κουναβοειδούς πλάσματος με ξεγυμνωμένα τα μικρά κοφτερά του δόντια. Το κουναβοειδές γρύλιζε υπόκωφα σ’ ένα αλλόκοτο πλάσματα με μουσούδα αλεπούς, σώμα και ουρά κουνελιού και γούνα με κόκκινα και γκρι μπαλώματα. Το αλεποκούνελο, είχε επίσης γυμνωμένα μια σειρά κοφτερά δόντια και καθόταν σ’ ένα βράχο, σχετικά κοντά στον Κόμπες. Φαινόταν μουτρωμένο. Τα γρυλίσματά τους είχαν κάποιο νόημα για κάποιον που είχε έστω μια φορά ακούσει καλικάντζαρο να μιλάει στην κοινή γλώσσα των εμπόρων. Μπορεί η προφορά να μην ήταν ίδια αλλά φαίνεται ότι τα δυο πλάσματα δεν είχαν άλλη γλώσσα επικοινωνίας. -Βλαμμένος είσαι, παιδί μου; Έλα μέσα κι άσε τις ανοησίες. -Όχι. Δεν έρχομαι στα μαγαρισμένα εγώ. -Μα στους θεούς σου, είναι δυνατόν αυτό που λες; -Δεν ξέρω. Από σένα όλα τα περιμένω. -Τον κακό σου τον καιρό! -Τον δικό σου! -Ηλίθιε! -Άπιστη! -Σαφραγκιασμένε! -Ξεσκισμένη! -Μυαλοκομμένε! -Αντροτραγανίστρα! -Ξεΐγκλωτε! -Σεξομανιακιά! -Ξεκούτη! Ο Κόμπες δεν είχε οδηγίες από τον Πετρεξού γι’ αυτούς τους δύο. «Σφάχ’ τους όπως μπορείς, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να περάσεις ποτέ. Μη σε ξεγελάει η εμφάνισή τους, είναι ικανότατοι πολεμιστές και οι δυο και μόνο με αιφνιδιασμό μπορείς να τους νικήσεις.» Το σκέφτηκε καλά και είδε ότι δεν είχε και πολλές πιθανότητες για πρωτοτυπίες. Τράβηξε το στιλέτο του, τράβηξε την πάνα από τον πισινό του κι όρμηξε στο κοντινότερο από τα δύο πλάσματα, βγάζοντας την κραυγή του -«ουουουουουουου»- της μάχης. Το αλεποκούνελο ξαφνιάστηκε και πριν προλάβει να φέρει την οποιαδήποτε αντίσταση ήταν νεκρό. Ο κλέφτης γύρισε να σφάξει και το άλλο πλάσμα, αλλά δεν ήταν αρκετά γρήγορος. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι το κουναβοειδές είχε βγει από τη φωλιά του, αν η τρύπα στο έδαφος ήταν φωλιά. Και με ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη είδε ότι το κουναβοειδές ήταν μόνο στο κεφάλι κουνάβι. Στο υπόλοιπο σώμα ήταν άνθρωπος και μάλιστα γυναίκα και μάλιστα περίπου στο μέγεθός του, μισόγυμνη κι οπλισμένη με στιλέτο. -Αχά, έκανε μέσα από τα δόντια του. Ώστε δεν είσαι κουνάβι… Είσαι νυφίτσα… -ΑΥΤΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΑΝΤΡΑΣ ΜΟΥ! Τσίριξε η γυναίκα-νυφίτσα. «Τι ‘ναι τούτο με μένα;…» αναρωτήθηκε ο Κόμπες αποκρούοντας την επίθεσή της. «Όλο παράταιρα ζευγάρια μου τυχαίνουνε…» Δεύτερη απόκρουση, παύση για να ξανατραβήξει την πάνα από κει που ‘χε χωθεί, τρίτη σκέψη. «Ώρα είναι να ξέρω και το παιδί τους και να ζητήσει εκδίκηση…» Η νυφίτσα ούρλιαζε σε κάθε της επίθεση. Ήταν ταχύτατη, παμπόνηρη και φαινόταν αιμοβόρα. Ο Κόμπες ανακάλυψε ότι ήταν ικανότατη στη μάχη σώμα με σώμα. Και μετά από δέκα ή δώδεκα επιθέσεις ανακάλυψε ότι είχε χάσει και τον έλεγχό της. Οι νυφίτσες έχουν μια μικρή ευαισθησία. Μόλις μυρίσουν λίγο αίμα, μεθάνε κι αφιονίζονται κι όσο πιο πολύ τους μυρίζει αίμα τόσο πιο πολύ αγριεύουν και λυσσάνε. Τις πιάνει κυριολεκτικά μανία θανάτου. Καλύτερα να μπει αλεπού στο κοτέτσι σου, παρά νυφίτσα. Θα πνίξει όλες τις κότες και θα φάει μόνο τη μία, κι αν την φάει κι αυτή. Ο Κόμπες κατάλαβε τα σκούρα όταν μετά από μια πετυχημένη επίθεση (που του άφησε μια γενναία γρατζουνιά στο αριστερό μπράτσο), το παράξενο πλάσμα έγλυψε με απόλαυση λίγες στάλες αίμα που είχαν μείνει στο μαχαίρι της. Της επιτέθηκε με τη σειρά του, αν και στην προσπάθειά του διαφαινόταν ήδη μια νότα απελπισίας. Η γυναίκα-νυφίτσα απέκρουσε γελώντας παρανοϊκά κι απάντησε με απανωτές κινήσεις του στιλέτου –κινήσεις που έφερναν τη μύτη του λίγα εκατοστά κάθε φορά από κάποιο ζωτικό όργανο του κλέφτη. -Λύσσα κακιά να σε φάει, έκανε αγανακτισμένος αποκρούοντας μια ακόμη επίθεση. Κακή ευχή. Κακίστη. Η γυναίκα ξανάγλυψε το στιλέτο της, αν και δεν είχε πάνω φρέσκο αίμα. Τα μάτια της άστραψαν κι η αστραπή αυτή ήταν γεμάτη αχρείαστο θάνατο. Έβγαλε μια κραυγή, ίδια δαίμονας της Κολάσο-Χελλάρα κι όρμησε στον Κόμπες με τα δόντια της ξεγυμνωμένα. Στιλέτο, στιλέτο, νύχια. Νύχια, στιλέτο. Δαγκωματιά –ευτυχώς τα σαγόνια της έκλεισαν στον αέρα. Τα δόντια της ήταν μικρά και αιχμηρά σα βελόνες κι αν έβρισκαν στόχο θα μπορούσαν να ξεσκίσουν τη σάρκα σα να ‘ταν βούτυρο. Η μάχη –ή καλύτερα η δολοφονική κρίση της γυναίκας νυφίτσας- είχε μεταφερθεί σχεδόν πάνω από το πτώμα του αλεποκούνελου. Ο Κόμπες ήταν σε τόσο δύσκολη θέση που δεν του ‘ρχόταν ούτε να βρίσει. Μέσα στην απελπισία του σκόνταψε κι έπεσε με την πλάτη πάνω στο πτώμα. Και τότε του ‘ρθε η ιδέα. Με μια κίνηση γρηγορότερη κι από του γκρίζου χελιού, άρπαξε το άψυχο κουφάρι και το ‘χωσε στο στόμα της γυναίκας που κατέβαινε ορθάνοιχτο, με στόχο το λαιμό του. Τα ανατριχιαστικά σαγόνια έκλεισαν γύρω από ένα κουνελήσιο αυτί κι αυτό που επακολούθησε ήταν τόσο αστραπιαίο που μόνο με κοφτές φράσεις μπορεί να περιγραφεί. Η γυναίκα έκοψε ένα κομμάτι αυτιού. Ο Κόμπες ανασηκώθηκε. Η γυναίκα κατάπιε το αυτί. Ο Κόμπες στάθηκε στα γόνατα. Η γυναίκα δάγκωσε το λαιμό του πτώματος. Ο Κόμπες τίναξε το δεξί του χέρι. Η γυναίκα γέλασε παρανοϊκά, ξεσκίζοντας με τα δόντια της το λαρύγγι. Ο Κόμπες έχωσε το στιλέτο του λίγο πιο πάνω από το στομάχι της, συνθλίβοντας κάποιους χόνδρους των πλευρών. Η γυναίκα νυφίτσα πισωπάτησε, μασώντας ακόμα το λαιμό του πλάσματος που είχε για άντρα. Το τρελό της γέλιο γουργούριζε από το αίμα του αλεποκούνελου, αλλά και το δικό της. Γελούσε ακόμα, αν και με διακοπές, όταν ο Κόμπες σηκώθηκε και μπόρεσε να βρει με το στιλέτο του την καρδιά της. Ο κλέφτης έκατσε σ’ ένα βράχο να ξαναβρεί τον εαυτό του. Μάλιστα. Δεύτερη μάχη. Αυτή η δουλειά ήταν κάπως πιο αιματηρή από τις άλλες. Όπως και με το Παρδαλό Τρολ, μόλις οι χτύποι της καρδιάς του έπεσαν στο κανονικό, καμμιά δεκαριά λέξεις πετάρισαν από διάφορα σημεία του σώματός του και χάιδεψαν τις πληγές του πριν διαλυθούν σαν καπνός, αφήνοντας το δέρμα του χωρίς ούτε μια αμυχή. «Γιατί δεν το κάνει συχνότερα ο Πετρεξού αυτό το ξόρκι;» αναστέναξε μελαγχολικός, περνώντας το χέρι του από το μέτωπό του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Faia de Wolf Posted May 31, 2007 Share Posted May 31, 2007 Προσωπικότα 32: Χάλια! Χάλια! Και πάλι χάλια! Προσωπικότητα 47: Την επόμενη φορά να προσπαθήσεις περισσότερο! Προσωπικότητα 4,8: Τί λέτε, καλέ; Μην τις ακούς, γλυκιά μου, τις βουρλισμένες! Εμένα να ακούς που σου λέω καλούτσικο... Προσωπικότητα τετραγωνική ρίζα του 3,14: Τί καλούτσικο, μωρή, απολωλότα; Το απώλεσες τελείως και το λίγο που είχες; Αυτό ήταν υπέροχο! Θεϊκό! Πυθαγόριο! Τέλειο! Προσωπικότητα 33: Σουςςςςςς!!!!!! Θα σ' ακούσει! Προσωπικότητα τετραγωνική ρίζα του 3,14: Ε, και; Γι' αυτό τα λέω κι εγώ! Μπράβο, κοτίτσι μου!!! Μπράβο, Ευθυμία μου! Προσωπιότητες 46 & 47 (ως αδελφές ΤαΤα, μ' ένα στόμα, μια φωνή): Σκάσε!!! Προσωπικότητα ημ-1: Ψυχραιμία, παιδιά! Κατάλαβαν νομίζω ότι σκοπός μας δεν είναι να της καταρρακώσουμε το ηθικό, αλλά να μην αφήσουμε να πάρουν τα μυαλά της αέρα... Προσωπικότητα 1: Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 31, 2007 Author Share Posted May 31, 2007 Νομίζω ότι οι γνώμες των προσωπικοτήτων σου είναι αντάξιές τους. Δηλαδή πολλές. Θα πάρω για απόφαση της ολομέλειας την τελευταία -πρωτίστως διότι με συμφέρει και δευτερευόντως διότι με συμφέρει-, έστω κι αν η Προσωπικότητα 1 λειτουργεί ως έταιρος Πεισίστρατος και κυνηγάει τις υπόλοιπες με μια ομάδα ροπαλοφόρους Σκύθες για να τις νουθετήσει... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted June 3, 2007 Author Share Posted June 3, 2007 Και σε αυτό το κεφάλαιο εμφανίζονται αγαπημένα πλάσματα. Για την ακρίβεια και την ιστορία, εμπνεύστηκα τον Ξι και το Ξι παρατηρόντας τρία σκυλιά έξω απότην πόρτα του κ΄τιρίου που εργάζομαι. Όταν πηγαίνω το πρωί στι 8, τα βλέπω ξαπλωμένα να λιάζοναται. Όταν φεύγω στις 3:30, είναι επίσης ξαπλωμένα και λιάζονται, απλά έχουν ανεπαίσθητα μετακινηθεί προς ή μακρυά από τον ήλιο, αναλόγως της εποχής του έτους. Με τους συναδέλφους τα λέμε "τα σάπια σκυλιά". Θ. Χρειάστηκε να περπατήσει κάπου μισή ώρα πριν συναντήσει το επόμενο ζεύγος φυλάκων. «Όσο θα προχωράς προς τις Πηγές των Ποταμών», είχε πει ο μάγος, «θα συναντάς ζευγάρια φυλάκων. Βέβαια κάποιοι έχουν καταλάβει ότι είναι αιχμάλωτοι εδώ και εφτακόσια χρόνια κι αυτό είναι φυσικό να τους έχει κάνει λίγο τεμπελάκους.» Ήταν δύο αρκούδια. Μάλλον δύο πλάσματα που έμοιαζαν με αρκούδια, αλλά στην πραγματικότητα ήταν κάποιο είδος πιθήκων, που λέγονται ντούονιπ. Το ένα είχε γούνα ξανθωπή κι ήταν ξαπλωμένο στο αριστερό του πλευρό, με το κεφάλι προς τη μεριά του Κόμπες. Το άλλο ήταν γκριζωπό και ρέμβαζε με την πλάτη γυρισμένη στον κλέφτη. Ήταν και τα δύο ξαπλωμένα πάνω σε ένα επικλινή βράχο, σαν ανάκλιντρο, σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο και μάλλον τεμπέλιαζαν. Και για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, η λέξη «τεμπέλιαζαν» δεν είναι ικανή να περιγράψει την ψυχοσωματική κατάσταση των δύο πλασμάτων που του έκοβαν το δρόμο. Κάποιος πιο σχολαστικός αφηγητής θα χρησιμοποιούσε ίσως τη λέξη «σάπιζαν». Ω, ναι, σάπιζαν. Ήταν δυο σάπια ντούονιπ, ξαπλωμένα στη μέση του τίποτα, που ραχάτευαν, αρνούμενα να κινήσουν έστω ένα βλέφαρο, παρ’ εκτός κι αν έρχονταν τα ύστερα του κόσμου. Η προέλευσή τους ήταν κάτι που ο Πετρεξού δεν είχε βρει αναγκαίο να του πει. Πάντως είχε αφήσει να εννοηθεί ότι μέρος της προετοιμασίας –και πιο συγκεκριμένα η αποχή από κάθε σεξουαλική δραστηριότητα για μισή μέρα τουλάχιστον- είχε απώτερο σκοπό να μην αφήσει τα δυο πλάσματα να ξυπνήσουν εντελώς και να συμπεριφερθούν σαν πραγματικοί φύλακες, δηλαδή να του κόψουν το δρόμο. Φαίνεται πως το πήδημα είχε κάποια επίδραση πάνω στη μυρωδιά των ανθρώπων κι αυτή η μυρωδιά ήταν ερεθιστική για τα ντούονιπ. -Εχμ, καθάρισε το λαιμό του ο Κόμπες, φτάνοντας σε απόσταση λίγων μέτρων από τα δύο ζωντανά πτώματα Το ξανθωπό ντούονιπ σήκωσε αργά-αργά το κεφάλι του και του έριξε ένα υπναλέα χαρούμενο βλέμμα. Η μία άκρη του στόματος του λύγισε ελαφρά σε μια υποψία χαμόγελου. -Ε, Ξι… έκανε αργά. Για κοίτα… Επισκέψεις… Χρησιμοποίησε μια από τις γλώσσες του Νότου, που ο κλέφτης δε δυσκολεύτηκε ν’ αναγνωρίσει. Το γκριζωπό ντούονιπ ανασηκώθηκε κι αυτό με τη σειρά του κι έκανε ένα σεβαστό χρονικό διάστημα μέχρι να γυρίσει, να κοιτάξει τον Κόμπες και να πει εξίσου αργά. -Πω-πω… φίλε μου Ξι… επισκέπτης… Πόσο καιρό έχουμε να δούμε επισκέπτη; -Αν υπολογίζω καλά… -Πώς θα υπολογίσεις;… -Μέτρα πόσες φορές ήρθε η τύπισσα να μας επισκεφτεί… -Ναι… -Κι ύστερα σκέψου ότι το κάνει αυτό μια φορά την εβδομάδα… -Ναι… -Κάνε τη διαίρεση… -Πόσο βγαίνει;… -Τριάντα πέντε χιλιάδες εννιακόσιες πενήντα τέσσερις εβδομάδες δια του πενήντα δύο… -Ναι;… -Εξακόσια ενενήντα ένα χρόνια, δέκα μήνες και δύο εβδομάδες… -Φιου… Πολύς καιρός… -Ναι… Πολύς καιρός… Ο Κόμπες αισθάνθηκε ξαφνικά σα να ήταν κάποιος που ασχολιόταν καθημερινά και με μεγάλο ζήλο με το πουλί του, χωρίς τη συμμετοχή άλλων ατόμων σε αυτό του το χόμπι. Δηλαδή μαλάκας. -Ε… τελειώσατε με τις καταμετρήσεις και τις διαιρέσεις, ν’ ασχοληθείτε και λίγο μαζί μου; Το γκριζωπό ντούονιπ έκανε μια πονεμένη γκριμάτσα. -Να ασχοληθούμε;… Μαζί σου;… Γιατί;… -Δεν είστε φύλακες του δρόμου για το Βελανιδωτό Διαμαντοτέτοιο; Τα ντούονιπ, που άκουγαν και τα δύο στο όνομα Ξι, άρχισαν να βγάζουν χαμηλότονους ήχους. Οι ήχοι αυτοί έμοιαζαν με συνεχόμενα «χμ, χμ, χμ» και για όποιον δεν κατάλαβε ήταν το γέλιο τους όταν ξεκαρδίζονταν. -Το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο θες να πεις… -Ναι, αυτό. Ποτέ μου δε θυμήθηκα πώς το λένε. -Γιατί το Βελανιδωτό Διαμαντοτρύπανο είναι άλλο πράγμα… Και καλά θα κάνεις να μην το αναφέρεις όσο είσαι μπροστά στη θεά… Ο Κόμπες αισθάνθηκε μια ακατανίκητη επιθυμία ν’ ανοίξει το στόμα του και ν’ αρχίσει να βρίζει θεούς, θνητούς και δαίμονες, συμπεριλαμβανομένων των ντούονιπ, του Εκατέλι και του Παρδαλού Τρολ, καθώς και της θεάς των γουρουνιών και –οποία έκπληξις- του Βυζβόρουν. -Σχεδιάζετε να μου δώσετε λίγη σημασία ή να συνεχίσω το δρόμο μου; Έκανε ψιλοτσαντισμένος. -Άκου… φίλε μου… πώς σε είπαμε;… -Κόμπες. Κόμπες ο Ντερλικοτής. Από το Νότο. Το ξανθωπό ντούονιπ του έριξε ένα παράξενο βλέμμα. -Από το Σενίμ-Σοριέν;… ρώτησε. -Ναι. Τα δύο πλάσματα κοιτάχτηκαν αργά και με νόημα, νόημα που δυστυχώς διέφευγε του κλέφτη και τον έκανε να εκνευρίζεται περισσότερο. -Άκου… φίλε μου Κόμπες… έκανε τέλος το γκριζωπό ντούονιπ. Εμείς είμαστε εδώ… Πόσο είπες ότι είμαστε εδώ;… -Εξακόσια ενενήντα ένα χρόνια, δέκα μήνες και δύο εβδομάδες… -Τόσο… Είναι πολύς καιρός για να διατηρήσει το ζήλο του ένα ντούονιπ σαν κι εμάς… άσε που κάθε τόσο έχουμε αυτήν τη λυσσάρα που έρχεται από το τίποτα και μας καβαλάει εναλλάξ… Οπότε όπως καταλαβαίνεις… -…πήγαινε όπου θες, κλέψε ή πάρε ό,τι θες κι άσε μας στον πόνο μας… συμπλήρωσε το άλλο πλάσμα. Έχουμε λίγες μέρες μόνο να ξεκουραστούμε πριν σκάσει πάλι μύτη κι αρχίσει να μας γλυκοταλαιπωρεί η ανεχόρταγη… Ο Κόμπες είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ο Πετρεξου τον είχε προετοιμάσει για άλλες καταστάσεις και τίποτε στον κόσμο δεν θα μπορούσε να τον προϊδεάσει για μια τέτοια αντιμετώπιση. Τα ντούονιπ κατάλαβαν την έκπληξή του κι αποφάσισαν –με τη σχετική ραθυμία- να του εξηγήσουν την όλη κατάσταση. -Κοίτα… Εμείς εδώ δεν πεινάμε… -Δε διψάμε… -Δεν πεθαίνουμε… -Έχουμε τα τυχερά μας… -Μια φορά την εβδομάδα… -Και δε δίνουμε σε κανέναν λογαριασμό… -Τι να φυλάξουμε;… -Που είσαι ο πρώτος που είδε τον Ποταμό Ζάκρος εδώ και εφτακόσια χρόνια…; -Εξακόσια ενενήντα ένα χρόνια, δέκα μήνες και δύο εβδομάδες…; Ο Κόμπες βρέθηκε σε σύγχυση λίγες μόνο στιγμές. Έπειτα βρήκε τον εαυτό του, έριξε ένα νοερό βρισίδι με στόχο κυρίως τον Πετρεξού και όλα τα μαγικά πράγματα, έξυσε το σβέρκο του και είπε σε πνεύμα αλληλέγγυο: -Εντάξει, αποχωρώ, ξεχνάω ότι υπάρχετε και δε σας ξαναενοχλώ. Αναρωτιέμαι μόνο… -Τι;… -Ο μάγος που μ’ έστειλε εδώ μου έδωσε κάτι για σας. -Τι;… -Ένα κομμάτι ρίζας Αόρατης Περικοκλάδας. Μου είπε και τον τρόπο χρήσης του. Φαίνεται ότι μπορεί να σας βοηθήσει να το σκάσετε. Τα δυο ντούονιπ ξανάρχισαν τα χαμηλότονα «χμ, χμ, χμ». Ο κλέφτης κατάλαβε τη σκέψη τους. Ήταν όντως ξεκαρδιστικό. -Μόνο μια διευκρίνιση, πριν αρνηθείτε οριστικά. Πριν από λίγο αναγκάστηκα να σκοτώσω τη Γυναίκα-Νυφίτσα. Τα ντούονιπ έχασαν το γέλιο τους σταδιακά. Εξίσου σταδιακά άλλαξε κι η έκφρασή τους, αλλά ο Κόμπες δε μπορούσε να καταλάβει αν η νέα τους έκφραση σήμαινε απέραντη θλίψη ή «ωχ, αδερφέ, τι σπάσιμο… Τέρμα τα εβδομαδιαία καβαλήματα…» Πέρασε λίγη ώρα πριν ο Ξι, ο ξανθός Ξι, ανοίξει αργά –κατά τη συνήθειά του- το στόμα του και πει: -Ε, καλά… Δε μπορούμε να τα ‘χουμε όλα… Άσε το φυλακτό σου… Ξέρουμε να χρησιμοποιούμε… Απλά ίσως… -…ίσως μας πάρει λίγο καιρό να το πάρουμε απόφαση… -Είμαστε και λίγο κουρασμένοι… Ο Κόμπες δεν επέμενε. -Πηγαίνω λοιπόν. Χάρηκα για τη γνωριμία. -Κι εμείς το ίδιο… είπε ο γκρίζος Ξι. Κι ίσως περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι... Κόμπες από το Σενίμ-Σοριέν… Ο κλέφτης κοντοστάθηκε σαστισμένος. -Τι πάει να πει αυτό τώρα; -Ε… εντάξει… εμείς με το σόι σου δεν είχαμε ποτέ πολλά-πολλά, αλλά… Ο ξανθός Ξι έριξε στον γκρίζο Ξι μια αγκωνιά. Ήταν η πρώτη γρήγορη κίνηση που έκανε εδώ και εξακόσια ενενήντα ένα χρόνια, δέκα μήνες και δύο εβδομάδες. -Βλάκα… Δεν ξέρει… Δεν το βλέπεις…; Ο γκρίζος έβηξε κι ο βήχας του είχε λίγο φόβο. -Ε… καλά… ένα λάθος έκανα… -Ξέρετε κάτι για μένα που θα ‘πρεπε να το ξέρω κι εγώ; Τσαντίστηκε για τα καλά πια ο Κόμπες. -Τίποτε σπουδαίο… έκανε πως τα μπαλώνει ο ξανθός Ξι. Μόνο έχε στο νου σου αυτό:… μακρυά από την ιπτάμενη έρπουσα.. Μακρυά, όσο πιο μακρυά μπορείς… Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Faia de Wolf Posted June 3, 2007 Share Posted June 3, 2007 Παράφραση σουφουφιτική αδεία #1: Ένα μόνο θα πω και μετά θα σωπάσω. Αγαπώ! Αγαπώ! Αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο! Αγαπώ τον Κόμπες! Παράφραση σουφουφιτική αδεία #2: Στο Σενίμ-Σοριέν, αδερφές μου! Στο Σενίμ-Σοριέν! Υπερπέροχο, μπουμπού!Απλά, υπερπέροχο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted June 4, 2007 Author Share Posted June 4, 2007 Ι. Ο Κόμπες απέφυγε να ρωτήσει ο,τιδήποτε άλλο τα δυο τεμπέλικα ντούονιπ. Τους άφησε τη ρίζα της Αόρατης Περικοκλάδας κι έφυγε όσο γρηγορότερα μπορούσε, πάντοτε ανάποδα από τη ροή του ροδακινί ποταμού. Τα λόγια τους όμως τον είχαν θορυβήσει αφάνταστα σε βαθμό που είχε αρχίσει να φοβάται. Από εκείνη την ιστορία με το Ρουμπίνι του Ντεό-Νταό, του είχε μείνει μια απορία, που ο Πετρεξού έκανε το παν για να την απαντήσει, με οικτρά όμως αποτελέσματα. Σε ανύποπτες στιγμές εκείνης της περιπέτειάς του, είχε εμφανιστεί, κάθε φορά για να τον σώσει από του Χάρου τα δόντια, μια ονειρική, ολόγυμνη γυναίκα. Του είχε πει ότι την έλεγαν Νταραντάε κι ότι ήταν η μοίρα τους να παντρευτούν. Αν και για να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του η φράση της ήταν: «μια μέρα θα κυλιστούμε μαζί στη γούνα του γκαμήλ». Βέβαια για τους Νότιους αυτή η φράση σημαίνει την πρώτη νύχτα του γάμου. Όμως αμφέβαλε αν σήμαινε το ίδιο και για τη γυναίκα αυτή. Κάποια πλάσματα, με πατέρα βαμπίρο και μητέρα ηχοφάντασμα την είχαν πει «ιπτάμενη έρπουσα» κι ο Κόμπες της είχε χρεώσει το θάνατο ενός πλάσματος που σεβόταν απεριόριστα. Όμως οι προσπάθειες του Πετρεξού να βρει ο,τιδήποτε σχετικό με το όνομά της ή τον τίτλο της στη Βιβλιοθήκη του Ζουμζερί είχαν αποβεί άκαρπες. Ο κλέφτης δεν την είχε ξεχάσει. Απλά την είχε βάλει στο πίσω μέρος του μυαλού του, ασχολούμενος με άλλα πράγματα και κάνοντας υπομονή, μέχρι να βρεθεί κάποια άκρη σ’ αυτό το αίνιγμα. Και να που τώρα, σε εντελώς άσχετο χώρο και χρόνο, από εντελώς άσχετα στόματα, η υπόθεση της Νταραντάε είχε βγει πάλι στην επιφάνεια. Κι υπήρχε και κάτι ακόμη στον αέρα τους τελευταίους έξι μήνες. Δε μπορούσε να πει ακριβώς τι και ακριβώς ποιο πράγμα αφορούσε. Κάμποσα μαγικά πλάσματα είχαν παρόμοιες αντιδράσεις όταν μάθαιναν το όνομά του. Φαίνεται ότι υπήρχε ένα μέρος της ύπαρξής του που και ο ίδιος αγνοούσε. Κι όταν ο Κόμπες αγνοούσε κάτι που τον αφορούσε άμεσα γινόταν λίγο εριστικός. Και λίγο υβριστικός. -Που να χέσω μέσα στα στόματα των ντούονιπ και στο πτώμα της Νυφίτσας που τους καβαλούσε, σκατά μωρή ξεσκισμένη, δε σου έφτανε που πηδιόσουνα με το αλεποκούνελο, έπρεπε να μαγαρίσεις το γάμο σου, φόλα, που δίκιο είχε που σ’ έβριζε ο μακαρίτης, α, ρε, όλες οι γυναίκες ίδιες είστε, κι η Ινολίκ, ναι κι η Ινολίκ, η παρδαλοπάρδαλη, η κουνιοτράμπαλη, που ελάφι τον έχει κάνει τον κακομοίρη τον Μπούρτου, ας μην ήμουνα εγώ που της τον φοράει και θα του τα είχα καρφώσει όλα του τρισκακόμοιρου, που μακάρι να ξυπνήσει μια μέρα και ν’ αρπάξει ένα ματσούκι και να την κάνει μαύρη στο ξύλο, τη σκορδόπιστη, τη αντροφάγα, που μ’ έχει ρέψει με τις ορέξεις της η αχόρταγη… Και όπως ήταν φυσικό, βρίζοντας και σκεπτόμενος μια τη Νταραντάε με τις λαχταριστές τις γύμνιες της και μια την Ινολίκ με τις καμπύλες της και τις κοιλότητές της, με το μυστηριακό άρωμα του Ζάκρος να του θυμίζει τις αγκαλιές και τα παιχνίδια της ταβερνιάρισσας και να τον αναστατώνει σα να την είχε μπροστά του γυμνή και πρόθυμη, με το μόνιμο βουητό της αίσθησής του του υπερφυσικού να μην τον αφήνει να ξεχωρίσει κάποια πράγματα, έπεσε με τα μούτρα πάνω στο τελευταίο ζευγάρι φυλάκων του Διαμαντωτού Βελανιδοτρύπανου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted June 4, 2007 Share Posted June 4, 2007 Μια Καταγγελία Γκαμήλ, ένα από τα πιο χαριτωμένα πλάσματα στον κόσμο του Ντερλικοτή. Με τα λόγια της συγγραφέως: «Ένα ψηλό, χνουδωτό ζωντανό, με τέσσερα πόδια και μια μακριά ευλύγιστη ουρά, που μπορεί το ίδιο άνετα να τρέχει στις πεδιάδες και να σκαρφαλώνει στα δέντρα. Τρώει μόνο πέτρες και κάθε λίγες εβδομάδες πίνει μια σταλίτσα νερό. Η γούνα του είναι απαλή και μακριά και πολύ ζεστή, ταυτόχρονα εφοδιασμένη με ένα σύστημα από θύλακες αέρα που το βοηθούν να μένει δροσερό ακόμη και στην πιο άγρια έρημο, στολισμένη με όλα τα χρώματα της ίριδας, ένα τόσο ωραίο και απαλό θέαμα. Και τι μπορεί να πει κανείς για το κεφάλι του, μεγαλούτσικο, στρογγυλό, χωρίς δόντια, με δυο τεράστια κατάμαυρα μάτια γεμάτα λευκές πιτσιλιές και το επίσης μεγάλο στόμα που μοιάζει να χαμογελά καλοκάγαθα; Το γκαμήλ έχει κι άλλα προτερήματα: Δε δυσανασχετεί ποτέ, δε θυμώνει ποτέ, δεν τρομάζει με τίποτε. Μπορεί να τρέχει με απίστευτη ταχύτητα, να κλωτσάει με απίστευτη δύναμη και ταυτόχρονα να χειρίζεται ντελικάτα αντικείμενα με την ευαισθησία μιας καλλιτέχνιδος. Τα νύχια των ποδιών που μπορούν να χρησιμεύουν σα δάχτυλα, επιτρέποντάς του να πιάνουν όπως ακριβώς και τα ανθρώπινα χέρια. Αλλά το πιο σημαντικό του ίσως προτέρημα ήταν η απόλυτα καλόβολη διάθεσή του όταν κάποιος άσχετος προσπαθούσε να το καβαλικέψει.» Κι όμως, κυρίες και κύριοι, αυτά τα καλόβολα, γλυκά πλασματάκια, όχι μόνο υφίστανται βάρβαρη μεταχείριση από κατ’ ευφημισμό «ήρωες» αλλά αφήνονται φριχτές υπόνοιες για την αποτρόπαιη σφαγή τους, για το κρέας ή την γούνα τους. Γίνε κι εσύ μέλος της ΣΥ-ΦΙΛ-ΑΠ-ΓΚΑ (Σύλλογος Φίλων Απροστάτευτων Γκαμήλ) και εξέφρασε την διαμαρτυρία σου στην Ευθυμία Δεσποτάκη, σουφουφου ενταύθα. This is not the last of it! Stop Gammil Abuse Now! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted June 4, 2007 Author Share Posted June 4, 2007 Στην πρώτη επετειακή έκδοση του Κόμπες, ξέρεις, με τα δερματόδετα εξώφυλλα και τις εικονογραφήσεις του Μέμπιους, θα χρειαστώ το κομμάτι για τον Σύλλογο. Αν έχεις χρόνο οργάνωσε και τους αγανακτησμένους μάγους σε ένα σύλλογο για τον έλεγχο του εμπορίου μαγικών αντικειμένων. Θα μου χρειαστούν οι λίστες με τα μέλη για να μπορέσω να τους οργανώσω όταν κάνουν το ντου στη σέκτα στην Σου-Αλ-Σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted June 5, 2007 Author Share Posted June 5, 2007 ΙΑ. Ο Κόμπες απλά περπατούσε και μουρμούριζε. Πήρε μια στροφή, κοιτώντας χαμηλά, παλεύοντας να πηδήξει ένα βράχο και προσπαθώντας ταυτόχρονα να μη σταματήσει στιγμή το λιβάνισμα, όταν ένα απαίσιο βογκητό, παρέα με μια μυρωδιά βγαλμένη από τα παλάτια της Κολάσο-Χελλάρα, της θεάς του θανάτου, τον χτύπησε κατάστηθα. Πισωπάτησε, γλίστρησε, αρπάχτηκε από μια προεξοχή του βράχου, βλαστήμησε δυνατά το σόι του κι όλες τις σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες που είχε κατά καιρούς κολλήσει (το σόι κι όχι ο ίδιος), σύρθηκε άγαρμπα πάνω στην άγρια πέτρα κόβοντας και γδέρνοντας όποιο μέλος του σώματός του ήταν εκτεθειμένο, κινδυνεύοντας να πέσει μέσα στον Ποταμό και βρέθηκε κρεμασμένος έτσι να κοιτάει τι ήταν αυτό που τον βρήκε. -Ω, σκατά… ψέλλισε ζαλισμένος. Η Φρικτή Τερατωδία και το Φίδι του Χαμού… Τώρα, για να συνεννοηθούμε κατά πώς πρέπει, υπάρχουν πράγματα που μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο πραγματικά ν’ ανατριχιάσει. Υπάρχουν τέρατα που η φρίκη που αντιπροσωπεύουν μπορούν να κάνουν να τρελαθείς από το φόβο. Υπάρχουν παράδοξα της φύσης που έχουν την ικανότητα μόνο με την εμφάνισή τους να σου κόψουν την ανάσα και κάποιες φορές και τον καρδιακό παλμό. Κι υπάρχουν κι αντικείμενα που μόνο η υπόνοια της τερατωδίας που κρύβουν κάτω από το σεμνό και καθημερινό παρουσιαστικό τους είναι ικανή να σε στείλει στο Βορρά, να πίνεις τον ελέβορο. Ή ό,τι είναι αυτό που ποτίζουν τους τρελούς στη Φωτία και την Ηλεία, τις δίδυμες πόλεις στην Ουράνια Ακτή. Τι απ’ όλ’ αυτά ήταν η Φρικτή Τερατωδία; Τίποτε. Κι όταν λέμε τίποτε, εννοούμε τίποτε. Δεν είχε φρικιαστική εμφάνιση. Δεν αντιπροσώπευε κάτι φρικτό. Δεν υπονοούσε τίποτε, ούτε με την ύπαρξή της ούτε με τις πράξεις της. Για να δοθεί η ακριβής εικόνα, ήταν ένα μικροκαμωμένο θηλυκό πλάσμα, που έμοιαζε με σκύλο, με πεσμένα αυτιά και κρεμασμένα, χοντρά μάγουλα, που καθόταν στα πίσω πόδια του αποπνέοντας κωμική σοβαρότητα κι ίσως και σε κάποιο ποσοστό μιζέρια. Δίπλα της χουζούρευε ένα άλλο πλάσμα εξίσου αδιάφορο, όσον αφορά στην τερατωδία του θέματος. Ήταν ένα φίδι, σε αποχρώσεις του γκρίζου, όχι μακρύτερο από ενάμιση μέτρο χωρίς δόντια και με στόμα που άνοιγε τόσο μόνο, όσο να χωρέσει μέσα ένα ανθρώπινο δαχτυλάκι. Του ποδιού. Το βογκητό κι η βρώμα έρχονταν από την Φρικτή Τερατωδία. Και πάλι δεν ήταν κάτι τόσο ανυπόφορο που να δικαιολογεί το όνομά της. Βέβαια του Κόμπες του φάνηκε απαίσιο, αλλά ήταν περισσότερο η έκπληξη κι όχι η φρίκη που τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και να κρεμαστεί σαν άντερο από το βράχο. Με λίγη προσπάθεια ο κλέφτης μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του και να ρίξει μια πιο ψύχραιμη ματιά. Δεν υπήρχαν και πολλά να δεις βέβαια. Εκτός από τα δύο πλάσματα, που κάθονταν ήσυχα-ήσυχα πάνω σ’ ένα πλάτωμα της όχθης του Ποταμού, δεν υπήρχε κάτι άλλο δυσοίωνο στο όλο σκηνικό. Το πλάτωμα δεν ήταν φαρδύτερο από δυο μέτρα. Ένα απίστευτος αριθμός βράχων ήταν στερεωμένοι σ’ εκείνους που θα έπρεπε να πατήσει ο κλέφτης για να περάσει και στέκονταν ακίνητοι, φαινομενικά σταθεροί από αιώνες και για αιώνες. Το Ποτάμι κελάρυζε στη μεγάλη του κοίτη δυο-τρία μέτρα πιο χαμηλά, ο αέρας μοσχομύριζε άγουρο ροδάκινο κι ο τόπος όλος φωτιζόταν από τη χρυσοκόκκινη ανταύγεια του νερού. Κι ο Κόμπες απλά δε μπορούσε να περάσει. Αυτός ήταν ο σκοπός της Φρικτής Τερατωδίας: να μην τον αφήσει να περάσει. Γενικά κι όπως φαίνεται κι από την περιγραφή, δεν είχε κάποιο όπλο που να προκαλεί κακό. Εκείνο που μπορούσε να κάνει όμως –και το έκανε με ζήλο παράταιρο στην όλη της εμφάνιση- ήταν, όταν κάποιος την πλησίαζε στην κρίσιμη απόσταση των δύο μέτρων, να ανοίγει το στόμα της τόσο ώστε να φτάσει τα δυο μέτρα πλάτος και να βγάζει μια κραυγή τόσο δυνατή, που δε μπορούσες παρά να πισωπατήσεις ζαλισμένος. Από το στόμα αυτό έβγαινε στους τελευταίους αιώνες και μια βαριά αποφορά, που σου έδινε να καταλάβεις ότι το κακόμοιρο το ζωντανό ήταν νηστικό για περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί και το ίδιο. Αλλά και το Φίδι του Χαμού είχε έναν τρόπο να μη σε αφήνει να περάσεις. Συνήθως κοιμόταν κουλουριασμένο γύρω από την συντρόφισσά του. Τι συνήθως δηλαδή, από τότε που το συμβούλιο των μάγων του Ζουμζερί αποφάσισε να διπλοκλειδώσει κάθε δίοδο για τα Υπόγεια Ποτάμια. Αν όμως προέκυπτε κάτι, αν δηλαδή κάποιος τολμούσε να περάσει τη Φρικτή Τερατωδία και πλησίαζε στο Φίδι, τότε το ζώο τιναζόταν στο λαιμό του επίδοξου κλέφτη και τυλιγόταν εκεί, σφίγγοντας μέχρι που ο κλέφτης το έπαιρνε απόφαση και γύριζε πίσω. Και πρέπει να σημειωθεί ότι το Φίδι σε καμμία περίπτωση δεν είχε τη δύναμη ή την ικανότητα να σκοτώσει κάποιον. Πήρε βαθιά ανάσα κι έκανε ό,τι τον είχαν ορμηνέψει. Τράβηξε το μεγάλο Πρασοβάρελο από το λαιμό του, το ‘κρυψε πίσω από την πλάτη του, κάθησε ανακούκουρδα κι άρχισε να στέλνει φιλάκια στο Φίδι του Χαμού, σα να ‘ταν σκύλος και να προσπαθούσε να το κάνει να έρθει κοντά του. -Μουτς, μουτς, μουτς! Καλό φιδάκι, καλόοοοο… Έλα να το κοπανήσω εγώ με το φυλακτούλι να το στείλω στην Κολάσο-Χελλάρα… Έλα, καλό φιδάκι… μουτς, μουτς, έλα μη σε πάρει κανένας κόρακας… Έλα μου το… μουτς, μουτς, μουτς… έλα μου το… Το φίδι σήκωσε απότομα το κεφάλι του και κοίταξε τον κλέφτη μ’ ένα δύσπιστο βλέμμα, που γρήγορα μετατράπηκε σε κάτι που έμοιαζε με ευχάριστη έκπληξη. Ο άντρας αναστέναξε με δυσφορία, αλλά συνέχισε να καλεί κοντά του το ερπετό. Γενικά στη ζωή του Κόμπες υπήρχαν αρκετές μυστηριώδεις πτυχές. Κάποιες από αυτές ήταν πράγματα που δεν ήθελε να θυμάται. Άλλες ήταν πράγματα που δεν ήθελε να ξέρουν οι άλλοι. Κι υπήρχαν και κάποιες που απλά ούτε ο ίδιος δεν ήξερε τι γινόταν. Πάρτε για παράδειγμα τη σχέση του με τα ζώα. Αγαπούσε πάρα πολύ τα κουνέλια και τους λαγούς. Επίσης τις γάτες και τα ποντίκια. Είχε αδυναμία στα σαμιαμίδια και τις αλεπούδες και θεωρούσε τα γκαμήλ αξιαγάπητα, πλην αφόρητα βαρετά. Κανένα από αυτά τα ζώα, δεν του είχαν την παραμικρή συμπάθεια, εκτός ίσως από τα γκαμήλ, που ούτως ή άλλως λάτρευαν τον οποιονδήποτε, και τα σαμιαμίδια που τον συμπαθούσαν για καθαρά προσωπικούς τους λόγους. Στους μεγάλους του εχθρούς συμπεριλαμβάνονταν τα πουλιά –οποιαδήποτε πουλιά- και τα σκυλιά, που μόνο να περνούσε από δίπλα τους, αλυχτούσαν ξετρελαμένα με τ’ αυτιά τους ολόρθα. Αντίθετα τον λάτρευαν, επίσης για προσωπικούς τους λόγους, όλα τα ερπετά. Σαύρες, κροκόδειλοι, φίδια, χελώνες, όλα τα σερπετά της γης ήθελαν να του δείξουν την αγάπη τους με κάθε δυνατό τρόπο, παρ’ εκτός κι αν πεινούσαν, οπότε τον προτιμούσαν έναντι κάθε άλλου δυνατού σνακ. Το Φίδι τον πλησίασε, κουνώντας την άκρη της ουράς του σαν κροταλίας. Γεύτηκε τη μυρωδιά του κλέφτη με μικρές κινήσεις της γλώσσας του, ως είθισται να μυρίζουν τα φίδια και στάθηκε μπροστά του με το κεφάλι ανασηκωμένο, αλλά χωρίς καμμία επιθετική συμπεριφορά. Το μπάνιο με την αυγολάσπη έκανε τη δουλειά του. Η απαίσια αυγολασπόκρεμα με την οποία ο Πετρεξού τον είχε ρημάξει στο τρίψιμο, ήταν καμωμένη από αυγά κότας, μια λιχουδιά στην οποία κανένα φίδι δε μπορεί ν’ αντισταθεί. Όταν λοιπόν μετά από εφτά αιώνες ξενηστικωμάρα, το Φίδι του Χαμού ήρθε αντιμέτωπο με την αυγουλίλα, δε μπορούσε παρά να αντιδράσει αναλόγως, κουνώντας την ουρά του σα σκύλος όταν βλέπει το αφεντικό να κρατάει κόκκαλο. -Καλόοοο φιδάκι… μουτς, μουτς, μουτς… Το Φίδι ξαφνικά αναγνώρισε κάτι στον κλέφτη που το έκανε να ενθουσιαστεί. Έπαιξε λίγο τη γλώσσα του μυρίζοντας ξανά τον αέρα κι ύστερα με μια έκφραση λατρείας που ούτε σε ερωτευμένη γυναίκα δεν είχε δει ο Κόμπες, τυλίχτηκε στο πόδι του κι άρχισε να τρίβει το κεφάλι του στους μυς της γάμπας τρισευτυχισμένο. Με μια αστραπιαία κίνηση, ο Κόμπες κοπάνησε το φίδι στο κεφάλι με το Πρασοβάρελο. Εκείνο ταλαντεύτηκε λίγο σαστισμένο κι έπειτα χαλάρωσε τη λαβή στο πόδι του άντρα, κι έπεσε αναίσθητο. Ο κλέφτης σηκώθηκε όρθιος, τίναξε το Φίδι πέρα κι έκανε ό,τι ήταν να κάνει βιαστικά, γιατί είχε κάπως βαρεθεί με όλα τούτα τα τρελά. Έβγαλε την πάνα του, διευθέτησε στρατηγικά σημεία της ανατομίας του για να πάρει θάρρος, έκανε μια ευχή στο Βυζβόρουν, ώστε ο θεός του να συνεχίσει να χαϊδεύει βυζιά εις τους αιώνας των αιώνων, έβγαλε την κραυγή του της μάχης, «ουουουουουουουου», και σβουρίζοντας την πάνα πάνω από το κεφάλι του, έκανε ντου στη Φρικτή Τερατωδία. Δύο τινά: Πρώτον, η Φρικτή Τερατωδία είναι ένα πλάσμα καθ’ όλα ψύχραιμο και απαθές, έως και μουντρούχαλο από καιρού εις καιρόν. Πλην όμως υπάρχει κάτι που δεν αντέχει με τίποτε στον κόσμο κι αυτό ήταν τα ανθρώπινα μωρά και δη τα σκατωμένα. Πολλοί φιλόλογοι και ερευνητές της μαγείας έχουν φάει χρόνια και χρόνια αναζητώντας το αίτιο αυτής της απέχθειας, αλλά κανείς δε μπόρεσε ποτέ να μάθει το γιατί. Εκτός ίσως από τον Πετρεξού, λίγο καιρό πριν τα γεγονότα με το Σκεύος Από Γαγάτη, ο οποίος όμως δεν κατάλαβε πως οι πληροφορίες αφορούσαν τη Φρικτή Τερατωδία. Και δεύτερον και πιο σημαντικό, οι βράχοι που φαίνονταν να στέκουν αναλλοίωτοι στο πέρασμα των αιώνων ένθεν και ένθεν του πλατώματος, δεν ήταν και τόσο σταθεροί όσο φαίνονταν. Απλά έμεναν στη θέση τους μέσω μιας περίπλοκης αλλά εύθραυστης ισορροπίας. Σε κάποιο μαγικό κείμενο, γραμμένο χιλιάδες χρόνια πριν, ο Πετρεξού είχε διαβάσει με τη βοήθεια ενός νεκρομάντη μια φράση που περιέγραφε με μυστηριακούς όρους μια τέτοια ισορροπία. Την έλεγε «δυναμική», που θα πει ότι η παραμικρή αλλαγή στο καθεστώς των δυνάμεων μπορούσε να την ανατρέψει. Κι όπως ήταν φυσικό, όταν ένας νταγλαράς δυο μέτρα μπόι κάνει έφοδο, ανεμίζοντας μια βρεφική πάνα, η ισορροπία αυτή γέρνει την παλάντζα προς τη μια μεριά. Κι αυτή η μεριά είναι η μεριά που κοιτάει προς τα κάτω. Ένα βήμα –ένα για τον Κόμπες, ενάμιση για οποιονδήποτε άλλο-, δεύτερο, τρίτο κι η Φρικτή Τερατωδία άνοιξε το στόμα της ν’ ανταποκριθεί στα καθήκοντά της. Ξαφνικά συνειδητοποίησε με τι την απειλούσαν κι έκλεισε πάλι βιαστικά το στόμα της, κάνοντας ό,τι κοντινότερό της σε γκριμάτσα αηδίας –γύρισε τις άκρες των φρυδιών της προς τα πάνω. Ο άντρας πέταξε την πάνα πάνω στο πλάσμα κι εκείνο μετακινήθηκε με μια απίστευτα γρήγορη κίνηση, για να την αποφύγει. Και τότε το πόδι του κλέφτη βρήκε στο λάθος χαλικάκι, εκείνο μετατοπίστηκε, η πέτρα που στηριζόταν στο χαλικάκι σάλεψε, έπεσε βαριά πάνω σ’ ένα χαλαρό βράχο, ο χαλαρός βράχος κύλησε, πήρε παραμάζωμα έναν άλλο περισσότερο χαλαρό και πάει λέγοντας, ώσπου όλα τα πετρώματα της γης μαζί να αναφωνήσουν στη γλώσσα των βράχων: «Όπου πατάει ο Κόμπες ο Ντερλικοτής χαλίκι δε στεριώνει…» Στην Καπερνιφλόρα, μια από τις πόλεις ανατολικά του Ζουμζερί, όταν θέλουν να πουν «τίποτε δεν έμεινε όρθιο», χρησιμοποιούν τη λέξη «κολυμπιθρόξυλο». Οι ιστορικοί κι οι μελετητές των μεταναστεύσεων πιστεύουν πως η έκφραση αυτή δείχνει ότι οι Καπερνιφλόρες ήρθαν από την Ουράνια Ακτή προς το εσωτερικό της ηπείρου πριν από όχι πάρα πολλές χιλιάδες χρόνια. Μιας και α) κολυμπιθρόξυλο είναι ένα ελαφρύ κομμάτι ξύλου που οι καπεταναίοι στα πλοία το χρησιμοποιούν για σωσίβιο κι β) η Καπερνιφλόρα απέχει σαράντα μέρες δρόμο από την κοντινότερη θάλασσα, οι ιστορικοί κι οι μελετητές πρέπει να ‘χουν δίκιο. Κι όλη αυτή η επεξηγηματική παρεμβολή έγινε κατά βάση για να μπορεί καθείς να καταλάβει το νόημα της παρακάτω φράσης. Περνώντας από τη Φρικτή Τερατωδία και το Φίδι του Χαμού, ο Κόμπες ο Ντερλικοτής δεν άφησε κολυμπιθρόξυλο όρθιο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted June 6, 2007 Author Share Posted June 6, 2007 ΙΒ. Ο Κόμπες γύρισε λαχανιασμένος να κοιτάξει τα συντρίμμια που άφηνε πίσω του. Ασφαλώς αν η θεά των γουρουνιών επιθυμούσε κάποτε να βγει από τους Υπόγειους Ποταμούς, θα διάλεγε μια δίοδο πιο εντυπωσιακή από την όχθη του Ζάκρος και την Τρώγλη της Απωλείας. Οπότε οι πεσμένοι βράχοι κι ο κομμένος δρόμος προς τα ‘κει δεν ήταν κάτι για το οποίο θα έπρεπε να νιώσει τύψεις. Καταμεσίς στους σωρούς τις αναποδογυρισμένες πέτρες, είδε τη Φρικτή Τερατωδία, με τα κρεμασμένα μάγουλά της και το μονίμως μίζερο ύφος της, να κοιτά με βδελυγμία την πάνα του, πεσμένη εκεί που ο ίδιος την είχε αφήσει. Λίγα μέτρα πιο κει, το Φίδι του Χαμού άλλαζε δέρμα, προσπαθώντας να βγάλει από πάνω του τη μυρωδιά του Πρασοβάρελου. Ο κλέφτης γέλασε χαιρέκακα χωρίς ιδιαίτερο λόγο, τεντώθηκε ν’ απολαύσει τις πρώτες του στιγμές χωρίς την απαίσια αίσθηση της πάνας και ξεκίνησε να διανύσει το τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού του. Ή μάλλον το προτελευταίο. Είχε ξεκινήσει μετά τα μεσάνυχτα, από το Κονάκι του Πετρεξού και μέχρι που άφησε πίσω του τη Φρικτή Τερατωδία και το Φίδι του Χαμού, υπολόγιζε ότι είχαν περάσει τουλάχιστον πέντε ώρες. Απομακρύνθηκε αρκετά από το σημείο της κατολίσθησης και διάλεξε ένα ασφαλές κατά τα φαινόμενα μέρος να ξεκουραστεί. Κάλεσε κάποια από τα ξόρκια, όπως και με το Παρδαλό Τρολ και τη Γυναίκα-Νυφίτσα κι εκείνα του έκλεισαν αμέσως όλα τα κοψίματα και τα γδαρσίματα, τόσο από τη γλίστρα στο βράχο, όσο κι από το πέρασμα ανάμεσα στην κατολίσθηση εν εξελίξει. Πεινούσε, αλλά ο Πετρεξού δεν του είχε δώσει μαζί του τρόφιμα. (-Αν πεινάσεις, μπορείς να φας λίγο από το μεγάλο Πρασοβάρελο, του είχε πει. Μια μπουκιά μόνο. Θα σε κρατήσει όσο ένα γεύμα. Και μην το βλέπεις έτσι. Έχει φτιαχτεί όπως όλα τα βαρέλια του κόσμου, μόνο που έχει μέγεθος όσο ένα αντρικό δάχτυλο κι αντί για ξύλα έχουν χρησιμοποιήσει πράσα. Αλλά όχι πράσα ό,τι κι ό,τι. -Μη μου πεις ότι τα ποτίζανε παρθένες με χρυσά ποτιστήρια; Ο μάγος άρχισε να κάνει ένα σωρό βιαστικά αποτρεπτικά σημάδια. -Ε… περίπου. Τα πότιζαν παρθένες δράκοι με τα δάκρυα του Δρακοαφέντη. -Θα πρέπει να κλαίει συχνά. -Για την ακρίβεια, κάθε φορά που κάνει μια κουτσουκέλα και τον δέρνει η γυναίκα του. -Και καλά, πώς έφτασε ως το Ζουμζερί ένα τέτοιο εκλεκτό έδεσμα; Εδώ ο Πετρεξού είχε βήξει αμήχανα. -Ε… γκουχ, γκουχ… το έφερε κάποιος από… -Το Νότο; Το Σενίμ-Σοριέν; -Ε… ναι… -Ποιος; Ο Κακαλές ο Κλάπας; Ο Γιαλές ο Παλούκας; Όχι, όχι! Μη μου πεις… ο Φόρμπες ο Χρυσοκατάρατος! -Εχμ, όχι… -Ε, ποιος στον κόρακα έμεινε; Ξέρω όλους τους εμπόρους του Σενίμ-Σοριέν, δε μπορεί να ξέχασα κανέναν! -Ο… -Ποιος; -Ο Κέλες ο Γατομούστακος. -Α, είχε περιοριστεί να σχολιάσει σε ρυθμό στακάτο ο Κόμπες.) Μασούλησε μια και μόνη μπουκιά από το μεγάλο Πρασοβάρελο κι όση ώρα το έκανε κοιτούσε το μικρό Πρασοβάρελο με ανεξιχνίαστο ύφος. Ο Κέλες ο Γατομούστακος…Χα! Μωρέ τι μας λες… (Εντάξει, είναι κακό αφηγηματικό εύρημα αυτό. Όταν ο αφηγητής είναι κρυψίνους χάνει από την όποια εκτίμηση τρέφει γι’ αυτόν εκείνος που ακούει την ιστορία. Ποιος είναι ο Κέλες ο Γατομούστακος και γιατί ο Κόμπες είπε «μωρέ τι μας λες» όταν τον ξανάφερε στο μυαλό του; Κάποιος παλιός γνωστός; Ένας αντεραστής; Κάποιος κάτοχος ανταγωνιστικής επιχείρησης, την εποχή που ο Κόμπες ήταν όντως έμπορος στην πατρίδα του; Ή μήπως κάποιος που ο νυν κλέφτης δεν ήθελε να ξαναδεί μπροστά του ούτε ζωγραφιστό; Τι θα μπορούσε να πει ένας τίμιος αφηγητής σε αυτήν την περίπτωση, παρ’ εκτός από το να εκφράσει τη σιχασιά του για τα ευφάνταστα πλην κακόγουστα ονόματα των κατοίκων του Σενίμ-Σοριέν;) (Τι αλήθεια;) Τώρα αισθανόταν χορτάτος, αλλά και στεγνός σα σταφίδα. Ο Πετρεξού βέβαια είχε φροντίσει και γι’ αυτό. Ο Κόμπες έτριψε μια από τις λέξεις που ο μάγος του είχε γράψει στο αριστερό μάγουλο. Όπως κι άλλες πριν από αυτήν, η λέξη πετάρισε στον αέρα, ανάλαφρη σαν πεταλούδα κάνοντας έναν ευχάριστο θόρυβο, σα γουργούρισμα. Ήταν η λέξη «νερό», γραμμένη στη γλώσσα του Ζουμζερί. Πεταρίζοντας και γουργουρίζοντας έκανε έναν κομψό κύκλο στον αέρα κι ύστερα χώθηκε τρισευτυχισμένη στο στόμα του κλέφτη, αγνοώντας προφανώς τις πρασομπόχες που ανέδυε το εν λόγω στόμα. Αμέσως ο Κόμπες ένιωσε καλύτερα. Για την ακρίβεια ένιωσε σα να ‘χε πιει έναν ξέχειλο κουβά νερό, βγαλμένο από τον ποταμό Λούσουαν-Μπορίς, που πηγάζει από το Μεγάλο Παγετώνα, στο Σενίμ-Σοριέν. Έπεσε για ύπνο ήρεμος και σχετικά ασφαλής. Δε φορούσε τίποτε πια, μιας και η πάνα που σκέπαζε τα απολύτως απαραίτητά του είχε μείνει να κάνει το μπαμπούλα στη Φρικτή Τερατωδία, αλλά το κλίμα δίπλα στον Ποταμό ήταν σχετικά ευχάριστο. Για το θέμα της ασφάλειας, αν εμπιστευόταν το μάγο του, εκτός από αυτά που είχε ήδη αντιμετωπίσει, δεν υπήρχαν άλλα πλάσματα στους Υπόγειους Ποταμούς. Θα μπορούσε κανείς να του φέρει αντίρρηση, μιλώντας για τη θεά των γουρουνιών κι Εκείνον Που Έφαγε Το Σκήπτρο. Όμως εκείνοι βρίσκονταν πολύ μακρυά κι επιπλέον δεν είχαν –προς το παρόν- διάθεση να του κάνουν κακό. Κοιμήθηκε καλά, αν και είδε κάποια σχεδόν νοσταλγικά όνειρα, με μια γουλίτσα πικρία σε μια τους άκρη. Αλλα ευτυχώς όταν ξύπνησε δε θυμόταν κανένα τους. Οι μαγικές λέξεις είχαν ελαττωθεί αισθητά από την ώρα που μπήκε στην Τρώγλη της Απωλείας, αλλά όχι κι η φαγούρα από το μαγικό μελάνι. Ο Πετρεξού είχε υπάρξει σαφής βέβαια, ό,τι κι αν γινόταν δεν έπρεπε να ξυστεί, μέχρι να χρησιμοποιηθεί και το τελευταίο ξόρκι, αλλιώς κανένα άλλο ξόρκι δε θα λειτουργούσε. Ευτυχώς, κάτι με τις μάχες και τις αυτοϊάσεις, κάτι με το Βόο-Γόο-Δόο, κάτι το «ταβότο» και το «νερό», λίγα μέρη του σώματός του ήταν ακόμη καλυμμένα με μελάνι και σε λίγο θα μπορούσε να ξυστεί, εφόσον θα χρησιμοποιούσε και τα εναπομείναντα ξόρκια. Ακόμη και τα χαϊμαλιά που είχε στο λαιμό του είχαν μειωθεί δραματικά: πάνε οι ρίζες κι ο βολβός της Αόρατης Περικοκλάδας, πάει η Μακρομούρα Ανθρωποβιολέτα, πάει η Γύρη Σαρκοφάγου Κισσού, πάνε και τα Δάκρυα της Ετοιμοθάνατης Πευκοπλατανιτιάς, για να μην μετρήσει τη Σαγηνευτική Σμικρυντική Σιαγόνα Σκουληκαντέρας και το μεγάλο Πρασοβάρελο, που ‘χε μείνει το μισό. Από όσα είχε ακόμη πάνω του –τα πατσουλιά της Μπιτ-Υ-Μπιτ, το μικρό Πρασοβάρελο και μερικά ακόμη ξόρκια που τον φαγούριζαν ελεεινά- θα χρησιμοποιούσε τα περισσότερα, μέχρι να βγει από τους Υπόγειους Ποταμούς. Ήλπιζε ότι όταν θα ξανάβγαινε στην επιφάνεια, να αναπνεύσει τον καθαρό, ελεύθερο κι απαρφουμάριστο αέρα του Ζουμζερί, θα ήταν γυμνός όπως τον γέννησε η μάνα του και θα είχε στα χέρια του μόνο το Βελανιδοτέτοιο. Και μπορεί να πλατειάζει κανείς περιγράφοντας ένα σωρό μπούρδες, για μαγικά χαϊμαλιά και για παλιούς γνωστούς και για Φρικτές Τερατωδίες, αλλά πρέπει να ειπωθεί ακόμη κάτι. Συχνά –κι όταν ζοριζόταν, συχνότατα- ο Κόμπες μπέρδευε κάποια ονόματα. Μπορεί να του έλεγες ότι θα συναντήσει μυρώνια (πλάσματα που ακολουθούν την ανθρώπινη μυρωδιά και σε κατασπαράζουν όταν μπορέσεις να τα δεις) κι εκείνος έψαχνε για μυρηστήρια (προνύμφες από πεταλούδες-σφαγείς). Μπορεί να σε λέγανε Γκαν-Βαγκάν (όνομα που ταιριάζει σε γόνους ευγενών στο Οροπέδιο του Σογκούλ) κι εκείνος να σε φώναζε Γκαγκάν-Γκαγκάν (κάτι που τέλος πάντων ήταν εντελώς απίθανο για ευγενή). Μπορεί να του ζητούσες να σου φέρει το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο (το Σκήπτρο των Χοίρων) κι εκείνος να σου έφερνε το Βελανιδωτό Διαμαντοτρύπανο (το Σκήπτρο των Εκλείψεων). Χαριτωμένο; Όχι τόσο όσο μοιάζει. Ειδικά εκείνη τη φορά που ο Πετρεξού του είχε ζητήσει να του φέρει το Μαύρο Πιπέρι από το Ναό της Ευωδίας, σε μια από τις βόρειες πόλεις της Μπιτ-Υ-Μπιτ. Το Μαύρο Πιπέρι ήταν στημένο πάνω σε ένα βωμό, δίπλα στο Άσπρο Πιπέρι, τα δύο μαζί να συμβολίζουν αιώνια το Καλό και το Κακό. Κι όταν ο Κόμπες βρέθηκε μπροστά τους, με ένα τσούρμο από ιερείς να κραδαίνουν ένα σύννεφο από γιαταγάνια για την πάρτη του, συγχύστηκε τόσο που βούτηξε το Άσπρο Πιπέρι, πεπεισμένος ότι αυτό ήταν που του είχε ζητηθεί. Κι επειδή ο Πετρεξού είναι ένας άνθρωπος απύθμενης υπομονής και με βαθιά κατανόηση για τον κόπο του άλλου, τον ξανάστειλε να κάνει άλλες δεκατέσσερις μέρες ταξίδι και να περάσει τις ίδιες δώδεκα θανατηφορές παγίδες, για να του φέρει και το Μαύρο. Αγνοώντας με μεγάλη προσπάθεια τη φαγούρα από το μαγικό μελάνι, πήρε πάλι το δρόμο του εντελώς ορεξάτος και σχετικά αισιόδοξος. Το άρωμα και το κελάρυσμα του Ζάκρος τον γέμιζε όμορφα συναισθήματα, αλλά κατά βάση του ερέθιζε τους σιελογόνους αδένες. Κι όχι γιατί διψούσε ή πεινούσε, αλλά γιατί η μυρωδιά του άγουρου ροδάκινου τον έκανε να έχει μονίμως την αίσθηση ότι είχε το στόμα του στη βάση του λαιμού της Ινολίκ και άφηνε ένα σωρό μελανιές στο δέρμα της, με μικρές κινήσεις των χειλιών. Όσο ήταν μέσα στο Υπόγειο, εκτός από σπάνιες στιγμές, που κράτησαν ακριβώς τόσο χρόνο όσο λέει το όνομά τους –μια στιγμή- ο Κόμπες αισθανόταν μονίμως έναν ελαφρύ ερεθισμό. Μια ευφορία, μια φαγούρα στ’ αχαμνά και σ’ όλο το αναπαραγωγικό σύστημα, ένα βάρος ανάλαφρο λόγω της τάσης για πηδηχτούλα άνοδο, στη γενική περιοχή ενδιαφέροντος. Δεν ήταν κάτι που δε μπορούσε να το ελέγξει, αν και στην έσχατη περίπτωση που θα εμφανιζόταν σαφής και ανυπέρβλητος ανάγκη εκτόνωσης, ο κλέφτης ήξερε ότι είχε λύση. Αηδία λύση βέβαια, αλλά οπωσδήποτε λύση. Ο δρόμος είχε αλλάξει. Το πλάτωμα της όχθης είχε στενέψει πάρα πολύ, αφήνοντας μικρή δυνατότητα για εύκολο περπάτημα. Σύντομα ο Κόμπες αναγκάστηκε να ρίξει τα Πρασοβάρελα στην πλάτη, να κρατήσει το στιλέτο με τα δόντια και ν’ αρχίσει να σκαρφαλώνει, μιας και η κλίση του εδάφους έγινε κάτι παραπάνω από απότομη. Η ανάβαση ήταν δύσκολη, περισσότερο γιατί οι βράχοι είχαν στρογγυλέψει από την τριβή με το νερό και δεν μπορούσε να βρει εύκολα πάτημα. Κάθε μια ώρα αναγκαζόταν να σταματάει για να ξελαχανιάσει. Ο Ζάκρος δίπλα του ακολουθούσε δική του πορεία. Έτσι, άλλες φορές ο Κόμπες σκαρφάλωνε με το νερό σε μικρή απόσταση κι άλλες μπορούσε μόνο ν’ ακούσει το κελάρυσμά του, κρεμασμένος πενήντα μέτρα ψηλότερα από την κοίτη. «Κι εγώ που ανησυχούσα, γιατί θα δυσκόλευα την έξοδο της θεάς των γουρουνιών…» σκέφτηκε. Αλλά δε χασκογέλασε χαιρέκακα όπως συνήθιζε, γιατί το σκαρφάλωμα του είχε κόψει την ανάσα. Το οποίο σκαρφάλωμα κράτησε πολύ, ίσως περισσότερο από τέσσερις ώρες. Ο Κόμπες υπολόγιζε ότι δεν πρέπει να ήταν πια παραπάνω από τριάντα μέτρα κάτω από τα σοκάκια του Ζουμζερί. Τότε ήταν που η κλίση της όχθης των βράχων άρχισε να μειώνεται, ώσπου το έδαφος έγινε σχεδόν επίπεδο. Λίγα μέτρα ακόμη, ίσως πεντακόσια, ίσως χίλια και το κρησφύγετο της Κον-Γρουξ-Μπέι, της θεάς των γουρουνιών, εμφανίστηκε μπροστά του. Ο Κόμπες είχε δει κι άλλες φορές στη ζωή του παλάτια θεών, αλλά αυτό που έβλεπε τώρα ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Σ’ ένα πλάτωμα της όχθης, υψωνόταν ένα υπέρλαμπρο κτίσμα από ροζ γρανίτη, διακοσμημένο με διαμάντια, ροζ μαργαριτάρια και υπερφυσικού μεγέθους αγάλματα γουρουνιών σε διάφορες στιγμές της καθημερινής τους ζωής. Το ροδακινί φως του Ζάκρος χόρευε σε χιλιάδες μαγευτικές ανακλάσεις και διαθλάσεις, πάνω στα πετράδια και τις λειασμένες επιφάνειες της πέτρας. Η πύλη του παλατιού ήταν διακοσμημένη με πορσελάνινα πλακίδια, όπου εξιστορούνταν οι περιπέτειες της θεάς από τη μέρα της γέννησής της και την απονομή του Διαμαντωτού Βελανιδοτρύπανου, ως την αποφράδα μέρα που την παράτησε ο Βυζβόρουν, ο θεός των σεξουαλικών δυνάμεων, αγαπημένος θεός και προσωπικός προστάτης του Κόμπες και ουκ ολίγες φορές αποδέκτης εξαιρετικής ποιότητας και μεγάλης φαντασίας βρισιών εκ μέρους του κλέφτη. Ο Κόμπες έμεινε κρυμμένος σε μια καμπή του Ποταμού. Έφαγε πάλι μια μπουκιά από το μεγάλο Πρασοβάρελο, έτριψε άλλη μια λέξη «νερό», που τον ξεδίψασε όπως και η όμοιά της πριν λίγες ώρες και την άραξε να κοιμηθεί καμμιά ωρίτσα. Αυτή η φάση της περιπέτειάς του απαιτούσε όλες του τις δυνάμεις κι ήθελε να ‘ναι όσο περισσότερο φρέσκος και ξεκούραστος γινόταν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.