Jump to content

Τζον Κάδμος: Αθάνατος. Τόμος 2. (Μythastrian novel)


Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Διονύσης Τζαβάρας (Dain)

Είδος: Futuristic science fantasy! So there! :p

Βία; Όχι ακόμα.

Σεξ; Όχι. Αργότερα.

Αριθμός Λέξεων: 380

Αυτοτελής; Όχι. Συνέχεια του 1ου τόμου. Έπονται πολλά κεφάλαια.

Σχόλια: Πρόλογος, και τα δύο πρώτα κεφάλαια του Tζον Κάδμος: Aθάνατος, Τόμος 2. Είναι πρώτο draft ακόμα στην ουσία. Ο πρώτος τόμος γράφτηκε για το προπέρσινο sffnowrimo (Science Fiction and Fantasy Novel Writing Month), ενώ το παρόν κείμενο ξεκίνησα να το γράφω σε διάφορες φάσεις, όπως στο περσινό sffnowrimo.

Το βιβλίο 1 βρίσκεται εδώ: http://community.sff.gr/index.php?showtopic=3934

 

ΤΖΟΝ ΚΑΔΜΟΣ: ΑΘΑΝΑΤΟΣ

 

 

 

Copyright: Διονύσης Τζαβάρας (Dain) 2007.

Uploaded στο: http://www.sff.gr

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΕΠΑΦΗ

 

Πρόλογος

 

Για τους Αρχαίους Έλληνες ήταν το γάλα που χύθηκε από τα στήθια της θεάς Ήρας στον ουρανό γι’αυτό και τον ονόμασαν γαλαξία.

Για τους Μάγια ήταν ο κόλπος της Μητέρας του κόσμου που μερικούς αιώνες μετά την εποχή τους θα άνοιγε για να βγουν από μέσα οι αρχαίοι πρόγονοι και να κατέβουν ξανά στη Γη.

Για τους επιστήμονες της Δύσης ήταν ένα συνονθύλευμα από αέρια, σκόνη και μερικές εκατοντάδες δισεκατομμύρια ήλιους. Για τους Ανατολικούς μυστικιστές ήταν μια «μάνταλα», ένα πολυδιάστατο ον γεμάτο ζωή και νόημα……γεμάτο έλλογα όντα, παλλόμενο και αέναα περιστρεφόμενο γύρω από τον εαυτό του, μια μάνταλα, στην ουσία της oποίας μπορούσε ένας μυημένος να φτάσει ακόμα και χωρίς τεχνολογία. Ήταν το γάλα της ζωής της ίδιας…αρκεί να έβρισκε το σωστό κλειδί. Ένα κλειδί ή ίσως τη γεμάτη γάλα θηλή.

 

Όπως έκανε τώρα ένα νεογέννητο μωρό σε έναν μακρινό κόσμο που με το ένστικτο και μόνο, χωρίς επιτηδευμένη γνώση, έβρισκε τη θηλή της μητέρας του που περήφανη το τάιζε από το ίδιο το κορμί της καθώς η νονά του, μια ερπετοειδής γυναίκα κοίταζε και εκείνο και τη μητέρα του με αγάπη. Αυτό ήταν το κέντρο της μάνταλα του κόσμου του μωρού.

 

Στο κέντρο μιας πόλης στο βυθό ενός μεγάλου ωκεανού σε έναν άλλο κόσμο, μια πόλη φτιαγμένη σαν αστερόμορφη μάνταλα, ένας πλοίαρχος έπαιρνε μέρος σε μια ακόμα σύσκεψη απεσταλμένων από δεκάδες κόσμους, σχετικά με ένα διαστρικό ταξίδι σε έναν κοντινό και γνωστό αλλά ακόμα μυστηριώδη πλανήτη, που θα ξεκίναγε σε μερικά χρόνια.

 

Έξη χιλιάδες εφτακόσια χρόνια στο μέλλον, σε μια άλλη πολυδιάστατη μάνταλα, στην Υλλεσιφάντη, έναν κόσμο που ήταν μέρος ενός συνόλου από φυσικούς, εικονικούς και Αρχετυπικούς κόσμους των οποίων το κέντρο ονομαζόταν Χρονοβίων, ένας άντρας άκουγε αφηρημένος τη γραμματέα του να του μιλά για τις δουλειές της ημέρας καθώς ο ίδιος παρακολουθούσε από τον χιλιοστόδωδέκατο όροφο ενός ουρανοξύστη τον απίστευτα περίπλοκο κόσμο που εκτεινόταν πέρα μακριά.

Τα γιγαντιαία κτίρια που σαν δέντρα χωρίς κλαριά απλώνονταν όσο έφτανε το μάτι, βαμμένα στο χρώμα του χαλκού από τον ήλιο που έδυε φαίνονταν, να εναρμονίζονται με τη μουσική που απλωνόταν διακριτικά στο γραφείο, τη Ραψωδία σε Σολ Μείζονα, έργο 177 για πιάνο, γνωστή σαν "Χ-1 Cygnica Azzura" του συμπερασματικού Αρχετυπικού συνθέτη Ludwig van Gershwin de Falla VI.

Τον ηρεμούσε η μουσική αυτή, όσο σχεδόν και η τζαζ του 20ου αιώνα.

 

 

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

Όνομα Συγγραφέα: Διονύσης Τζαβάρας (Dain)

Είδος: Futuristic science fantasy. Μερικοί θα αμφισβητούσαν τη λέξη science. Ask me if I care.

Βία; Όχι ακόμα.

Σεξ; Όχι ιδιαίτερα. Αργότερα.

Αριθμός Λέξεων: 2210

Αυτοτελής; Kεφάλαιο 1.

Σχόλια: Η εκδοχή αυτή είναι διορθωμένη και επεκταμένη, αλλά είχε ξαναδημοσιευτεί και σχολιαστεί σε άλλο τόπικ. Ακολούθησα μερικές από τις συμβουλές των σχολιαστών. Ελπίζω να τους αρέσει το νέο κείμενο, αλλά φυσικά θέλει ακόμα δουλειά! Είναι το πρώτο όραμα του Τζον, τοποθετημένο στην Ελλάδα του 30ου αιώνα. Θα είναι έτσι η Ελλάδα στο (συμβολικό για μένα) έτος 2975; Δεν ξέρω. Ούτε είμαι σίγουρος αν το "όραμα" που περιγράφω είναι οπτιμιστικό ή πεσιμιστικό, θεμιτό ή αθέμιτο. Σίγουρα είναι φουτουριστικοεπιστημονικοφανταστικό πάντως. :tongue:

 

 

ΤΖΟΝ ΚΑΔΜΟΣ: AΘΑΝΑΤΟΣ.

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΕΠΑΦΗ

 

Κεφάλαιο 1. Το πρώτο ταξίδι.

 

Ρόδινο και γαλάζιο. Λευκά σύννεφα. Φώς. Έντονο φως. Ο Ήλιος έδυε σιγά-σιγά πίσω από την Πάρνηθα ανάμεσα σε λίγα συννεφάκια ροδοκόκκινα, πάνω από την Υπεράττικα, τη μεγάπολη της Αθήνας.. Πέρα μακριά τα κρυστάλλινα κτίρια του Πειραιά έλαμπαν λουσμένα στην απογευματινή λάμψη. Μέρος του Υπεραττικού εναέριου τρένου που συνέδεε την πόλη-νησί της Αίγινας, τον Πειραιά την Αθήνα και μερικές ακόμα μικρές πόλεις που τους τελευταίους αιώνες το Υπεραττικό πολεοδομικό συγκρότημα είχε καταπιεί, φαινόταν σαν κρυστάλλινο φίδι.

Υψωνόταν ανάμεσα στους ουρανοξύστες της πόλης και ιδιαίτερα μεταξύ των Ιωνικών Πύργων, των ψηλότερων κτιρίων στην Ελλάδα, του Αθηναικού Αρκοναού και των θόλων που σκέπαζαν ολόκληρο το λόφο της Ακρόπολης μαζί με την συνοικεία-μουσείο της Πλάκας και μέρος του ιστορικού κέντρου της Αθήνας.

Οι τρεις χρυσοκίτρινοι ουρανοξύστες που θύμιζαν Ιωνικούς κίονες υψώνονταν στα χίλιατριακόσια μέτρα πάνω από το έδαφος και αποτελούσαν πόλο έλξης για τους τουρίστες, τόσο σημαντικό όσο, σχεδόν, η Ακρόπολη και ο Αρκοναός – τον οποίο μερικοί αποκαλούσαν Αρκόπολη - χτισμένος τον 24ο αιώνα, όταν ξανακατοικήθηκε η Αθήνα μετά το βομβαρδισμό στο Μεγάλο Πόλεμο και την εκκένωση της πόλης.

 

Η τροχιά του εναέριου τρένου φαινόταν να σταματά λίγο πριν αγγίξει το μεσαίο από τα τρία κτίρια και να ξεκινά πάλι σε κοντινή απόσταση, σαν οι κατασκευαστές του να είχαν ξεμείνει από υλικά όταν ήταν η τροχιά να περάσει ανάμεσα από τους Ιωνικούς Πύργους .

Αλλά δεν ήταν έτσι.

Ένας συρμός, σαν λευκοκρυστάλλινο φίδι έφτασε με απίστευτη ταχύτητα στο σημείο όπου χανόταν η τροχιά κοντά στους τρεις ουρανοξύστες.. Μια λάμψη, και ο συρμός εξαφανίστηκε, χωρίς να εμφανιστεί ξανά από την άλλη μεριά των κτιρίων.

Και πράγματι είχε εξαφανιστεί, για να εμφανιστεί, σε κάποιον άλλο πιθανό παρατηρητή, τετρακόσιαογδόντα χιλιόμετρα βορειότερα, και να περάσει με ιλιγγιώδη ταχύτητα από τα Νότια Προάστια της Μεγάλης Θεσσαλονίκης που συμπεριελάμβαναν την Κατερίνη, δύο δευτερόλεπτα μετά από τον θόλο που σκέπαζε το Λευκό Πύργο και το ιστορικό κέντρο, στην παλαιά Θεσσαλονίκη και να καταλήξει, λίγα ακόμα δευτερόλεπτα αργότερα στο διαστημοδρόμιο της Επανωμής.

Ο τερματικός σταθμός βρισκόταν σε ένα από τα νέα κέντρα της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης επτά εκατομμυρίων ανθρώπων, και όχι μόνο άνθρώπων, μιας πόλης που σε λίγα θύμιζε πια την παλιά συμπρωτεύουσα της χώρας που λεγόταν ακόμα Ευρωπαϊκή Επαρχία της Ελλάδας.

Το τηλεμεταφορικό δίκτυο που συνέδεε κάπου είκοσι χιλιάδες πόλεις στη Γη, είχε κόμβους παντού και ο συγκεκριμένος συρμός είχε ξεκινήσει από το Κάιρο της Αιγύπτου, πέρασε από την Αλεξάνδρεια, το Ηράκλειο της Κρήτης, την Υπεράττικα, κέντρο της οποίας ήταν βέβαια η Αθήνα, με τα δεκαέξι εκατομύρια κατοίκους της, για να καταλήξει στη Μεγάλη Θεσσαλονίκη.

 

Τόσο το Υπεραττικό μετρό, όσο και το σιδηροδρομικό δίκτυο όλης της Ελλάδας συνδεόταν σε ορισμένα σημεία με τους τηλεμεταφορικούς κόμβους και έτσι διαδρομές ωρών γίνονταν πια σε δευτερόλεπτα αντικειμενικού χρόνου.

Αλλά υπήρχε και ο υποκειμενικός χρόνος, χωρίς βιωματική τηλεμεταφορά.

Μερικοί τον προτιμούσαν.

Διάφοροι παραδοσιακοί τύποι προτιμούσαν μια ανώδυνη ένεση που τοποθετούσε νανορομπότ στον εγκέφαλό τους και έτσι βίωναν την διαδρομή στον υποκειμενικό χρόνο της επιλογής τους. Μία, δύο ή ίσως και τρεις ώρες από την Κρήτη ως τη Θεσσαλονίκη, «για να απολαύσουν τη θέα» όπως έλεγαν. Με την άφιξη ο συρμός σαρωνόταν απ’άκρη σ’άκρη και τα νανορομπότ αφαιρούνταν από τον εγκέφαλο των επιβατών ώστε να επανέλθουν στον φυσιολογικό «κοινό» χρόνο.

 

«Καλόσ’έρχατ’σ’Μεγκα-α-Θεσσαλονίκαε-ε-πιβίβαση’γ’ΤροχαιοΣταθμό-ς, ΤελεΠύλαε-π-Ψσυχοκυβέρνιαε-ε-Ανγκάρααε, τοπο-ο-Πύλαε τέσσερα’σ’έξι-ντ’σάι!»

 

Αφίξεις και αναχωρήσεις για προορισμούς στη Γη, στο ηλιακό σύμπαν και στο γαλαξία.

Ο Τζον εκνευριζόταν με την επικολλητική διάλεκτο και την γρήγορη ομιλία των Ελληνικών του 30ου αιώνα. Επηρεασμένα τόσο από την «κοινή» Παγκόσμια Γλώσσα όσο και από την διάλεκτο των Ελλήνων σε όλο το ηλιακό σύστημα και πέρα από αυτό, τα Νεοελληνικά του 2975 είχαν περισσότερες διαφορές παρά ομοιότητες με τη

γλώσσα του 21ου αιώνα από όσες είχε εκείνη με τα Ελληνικά του 11ου.

Κούνησε το κεφάλι του σαν να παραιτείτο από τέτοιες σκέψεις. Δε θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, σκέφτηκε. Παλιά οι γλώσσες άλλαζαν στη Γη με το πέρασμα των χρόνων μέσα από εσωτερικές ζημώσεις σε κάθε λαό και από επιδρομές άλλων λαών. Τον 21ο αιώνα οι γλώσσες άλλαζαν και μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το Ίντερνετ.

 

Αλλά τώρα, χίλια περίπου χρόνια μετά, στην Σολαριανή Ομοσπονδία με διακόσια πενήντα δισεκατομμύρια κατοίκους σπαρμένους σε όλο το Ηλιακό Σύστημα, σε ένα σύμπαν όπου η Ομοσπονδία αυτή ήταν κομμάτι της Γαλαξιακής Συνομοσπονδίας τριανταέξι χιλιάδων κόσμων, με χιλιάδες φυλές, φυσικές, τεχνητές, εικονικές, ορατές και αόρατες, δεν υπήρχε πια αμιγής γλώσσα.

Τα γλωσσικά εντυπώματα – μικρά προγράμματα στον εγκέφαλο – ήταν ικανά να κάνουν τον καθένα να αντιληφθεί οποιαδήποτε γλώσσα ή τρόπο ομιλίας. Το να ακούσει ένας Έλληνας χαμένος κάπου στο γαλαξία κάποιον να μιλά Πολωνικά ή και Κινέζικα, δυο Γήινες γλώσσες, θα τον έκανε να νιώσει σαν να ήταν στην πατρίδα του.

Όμως ο Τζον δεν ένιωθε στην πατρίδα του κι ας ήταν πάλι στη Γη, στην Ελλάδα σήμερα Δεκαέξι Μαίου του 2975 σύμφωνα με το παλιό Γήινο χρονολόγιο που πάντα προτιμούσε.

 

Δεν είχε κάνει ποτέ τον κόπο να μάθει τη νέα γλώσσα, κόπο λίγων δευτερολέπτων, ούτε τα ιδεογράμματα και τα εικονίδια που με τους αιώνες είχαν παρεισφρήσει στο αλφάβητο και θεωρούνταν πια μέρος της ζωντανής εξέλιξης της γλώσσας για τους περισσότερους.

Αλλά όχι για τον ίδιο. Έτσι με μια σκέψη του επέλεξε τα παλιά καλά αγνά Ελληνικά μιας άλλης μακρινής εποχής, μέσω του γλωσσικού «εντυπώματος» στον εγκέφαλό του ώστε ο ίδιος να μιλά και να ακούει τη δική του γλώσσα και ο υπόλοιπος κόσμος… ό,τι ήθελε. Πρόβλημά του.

 

«Καλώς ήλθατε στη Μεγάλη Θεσσαλονίκη. Παρακαλούμε για μετεπιβίβαση για τους Τροχειακούς Σταθμούς και τις τηλεμεταφορικές Πύλες προς Ψυχοκυβέρνια-Ανγκάραα, τοπικές πύλες τέσσερα ως έξη. Ευχαριστώ!» άκουσε πάλι ο Τζον.

 

Ρωτώντας φαινομενικά τον «αέρα» πότε ερχόταν το τρένο από την Αθήνα, ένας τρισδιάστατος πίνακας φάνηκε μπροστά στα μάτια του, αόρατος στους χιλιάδες επιβάτες που προχωρούσαν προς τους προορισμούς μέσα στο τεράστιο διαστημοδρόμιο. Ένα πλήθος πολύχρωμο και πολύβουο, αποτελούμενο από αντιπροσώπους χιλιάδων φυλων του γαλαξία, τόσο διαφορετικές η μια από την άλλη, που ο Τζον αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να ξεχωρίσει μια φυσιολογική γυναίκα ανάμεσα τους. Αν και η λέξη φυσιολογική είχε εντελώς άλλη σημασία πια από κείνη που ήξερε πριν….πριν εννέα αιώνες. Ίσως και η έννοια «γυναίκα» σκέφτηκε όχι χωρίς χιούμορ.

«Είμαι εδώ Τζον» άκουσε μες στο νου του μια φωνή.

«Σου είπα πως με εκνευρίζει αυτή η τάση σου να χρησιμοποιείς τηλεπάθεια όταν δεν υπάρχει ανάγκη» απάντησε νοητικά θυμωμένος.

«Το ξέρω, αλλά μ’αρέσεις όταν θυμώνεις.»

«Αν θυμώσω πραγματικά δεν θα σου αρέσει καθόλου.»

«Ανυπομονώ να σε δω πραγματικά θυμωμένο. Είμαι σίγουρη πως θα είσαι ακόμα πιο σέξυ. Βλέπω επιμένεις να φοράς τζην και στενά μάλιστα. Δεν ξέρω γιατί αλλά σου πάει το απηρχαιομένο στυλ. Σε κάνει λίγο άγριο, η γοητεία της ανεπιτήδευτης φύσης που λένε, και φυσικά πολύ, μα πολύ, πολύ, σέεεεξυ» είπε με πειρακτικά παθιάρικο τόνο η φωνή στο νου του και ο Τζον έστρεψε το κεφάλι του ολόγυρα αναζητώντας τη νοητική συνομιλήτριά του.

Αν και κοίταξε ολόγυρα δεν την είδε όταν ξαφνικά ένιωσε ένα ελαφρύ χτύπημα στην πλάτη. Γύρισε απότομα.

 

Η Μίριαμ ήταν εκεί. Λευκοντυμένη με ένα μακρύ λεπτό φόρεμα, που καλύπτε και αποκάλυπτε συγχρόνως τις καμπύλες της. Μάλλον αποκάλυπτε, σκέφτηκε ο Τζον κοιτώντας την. Δύο λωρίδες του στενού φορέματός της κάτω από τους ώμους ως τα πόδια της έλειπαν αφήνοντας γυμνές τις καμπύλες της. Ο Τζον αναρωτήθηκε πως στεκόταν το φόρεμα. Μαγνητικά ίσως.

Τα μακριά ασημένια και σγουρά μαλλιά της κοπέλας ήταν πρόχειρα τυλιγμένα σε μια μακριά μαντήλα επίσης λευκή και έπεφταν στην πλάτη της σαν αστραποβόλος χείμαρος. Μια μικρή κρυστάλλινη σφαίρα αιωρείτο πάνω από το δεξιό της ώμο.

«Μόλις κοίταξα και δεν σε είδα» είπε ο Τζον χαμογελώντας, άθελά του, στην όψη της όμορφης κοπέλας.

«Όταν δεν θέλω δεν με βλέπουν, αλλά ξέρεις πως μ’αρέσει να σε πειράζω. Και ναι το φόρεμά μου είναι μαγνητικό. Είσαι καλά Τζον;» ρώτησε και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Το δέρμα της ανέδιδε την ευωδιά γιασεμί ανακατεμένο με θάλασσα, ήλιο και, παράδοξα, μουσική. Αν και δεν άκουγε ήχο. Συναισθησιακό ηχο-οσφρητικό άρωμα μάλλον, που ήταν η τελευταία μόδα.

Προσπάθησε να διώξει τη σκέψη της Μίριαμ, γυμνής σε κάποια παραλία της Ελλάδας, σε κάποιο νησί, αλλά δεν τα κατάφερε.

«Έχουμε δουλειά Τζον» είπε εκείνη.

«Το ξέρω. Την έχεις;»

«Φυσικά. Αλλά όχι έδω μπροστά σε όλους. Πάμε κάπου πιο απόμερα»

«Έχεις δίκιο. Υπάρχει ένα στάσις-μπαρ εδώ. Φαίνεται ασφαλές. Μπορούμε να καθήσουμε εκεί, αν βεβαιώσεις και συ πως….»

«Είναι ασφαλές» είπε με σιγουριά η Μίριαμ. «Πάμε».

Μπήκαν στο σκοτεινό, εκτός από ένα κρυφό μπλε ελεκτρίκ φωτισμό, στάσις-μπαρ στις 19:35:44 μ.μ. και βγήκαν στις 19:35:45 μ.μ.

Είχαν περάσει αρκετές ώρες συζητώντας σε μηδενικό χρόνο, αυτό ήταν το χαρακτηριστικό των στάσις-μπαρς, τα οποία δεν είχαν και πολύ καλή φήμη βέβαια, αλλά βόλευαν εξαιρετικά σε μια πληθώρα «λεπτών» καταστάσεων τις οποίες το υπόλοιπο σύμπαν δεν έπρεπε να γνωρίζει, εκτός από εκείνους που αφορούσαν άμεσα. Θα μπορούσαν να περάσουν μέρες ακόμα και εβδομάδες μέσα εκεί, υπήρχε κάθε άνεση για κάτι τέτοιο, αλλά λίγες ώρες ήταν αρκετές αυτή τη φορά.

 

«Που θα πας τώρα;» ρώτησε ο Τζον.

«Για ψώνια στη Μεγάλη Θεσσαλονίκη. Μόλις συνδέθηκε τηλεμεταφορικά η Εγνατία Αερολεοφόρος Άλφα με τη Μπλήκερ Στριτ Δώδεκα στη Νέα Υόρκη, τη Βία Βένετο στη ΡωμαΝάπολη και την οδό Νακαμούρα στη Νέα Τοκυοχάμα. Λέω να κάνω μια βόλτα στα μαγαζιά.»

«Δεν εννοώ αυτό.»

«Ξέρω τι εννοείς, και ξέρεις πολύ καλά πως δεν μπορώ να σου απαντήσω» σοβάρεψε η Μίριαμ.

«Μυθαστριανά μυστικά, ε;» είπε εκείνος ειρωνικά.

«Αν το θέτεις έτσι, ναι. Αν και δεν μου αρέσει όπως το θέτεις. Δεν είσαι απόκληρος, Τζον».

«Δεν είμαι ούτε Μυθάστριος όμως. Ευτυχώς για μένα.»

Η Μίριαμ αναστέναξε. «Τζον, προσπαθώ να βοηθήσω….»

Την έκοψε.

«Το ξέρω. Με συγχωρείς. Δεν φταις εσύ σε κάτι. Απλά….»

«Ούτε εσύ έφταιξες σε τίποτα» του είπε ακουμπώντας το χέρι της στα χείλη του, σιωπόντας τον. «Θα μπορέσεις να παρευρεθείς στον Αρκοναό την άλλη εβδομάδα, αλλά πρόσεχε.»

«Μπάλο Μάσκερα θα είναι το θέμα ή η υψηλοτάτη επέλεξε κάτι άλλο για τη στέψη; Και ναι, θα προσέχω.»

«Ωραία. Χορός με μάσκες, ναι. Αντίο Τζον» είπε και τον φίλησε πάλι, στα χείλη αυτή τη φορά.

«Αντίο, Μίριαμ» είπε εκείνος βρίσκοντας εξαιρετικά ερεθιστική την αίσθηση των χειλιών της πάνω στα δικά του, σαν κανέλλα και καμμένη φλούδα πορτοκαλιού, και τις εικόνες που δημιούργησαν στο νου του.

«Πονηρό παιδί» άκουσε τη φωνή της να του λεει γελαστά μέσα στο μυαλό του. «Αυτή η στάση της (i)Kάμα(virt)Σούτρα(i) είναι βιολογικά αδύνατη για ανθρώπους, και μάλιστα μόνο δύο!»

Γέλασε και κείνος. «Δεν μας εμποδίζει τίποτα να τη δοκιμάσουμε πάντως» της ανταπάντησε νοητικά, και το γέλιο της Μίριαμ της Ωκεάνα μες στο νου του μεταφέρθηκε γλυκό σαν μέλι στις νευρικές απολίξεις του σώματός του και τού έφτιαξε το κέφι.

 

Απομακρύνθηκε προς το σταθμό του τρένου. Για μια στιγμή αξιολόγησε την πιθανότητα να τηλεμεταφερθεί για μια σύντομη επίσκεψη στο Σύμπλεγμα ΛΒΛ-Θεσσάλια Ιntegrata.

Το παράξενο τριγωνικό πολεοδομικό συγκρότημα με κέντρα τη Λάρισα, το Βόλο, τη Λαμία και την ακόμα πιο παράξενη ρετροφουτουριστική πόλη "Θεσσάλια Integrata" που βρισκόταν στο κέντρο του "τριγώνου" και είχε δομηθεί πριν 2-3 αιώνες, ήταν ένα από τα επίσης μεγάλα αξιοθέατα της Ελλάδας.

Εξ άλλου από κει καταγόταν και ο πατέρας του Τζον. O…πατέρας του;

O Tζον γέλασε ξανά. Ο πατέρας του ήταν νεκρός εδώ και 10 αιώνες σχεδόν και περίπου τόσο θα έπρεπε να ήταν νεκρός κι ο ίδιος. Τι σχέση, ποια σύνδεση μπορούσε να έχει με την Ελλάδα, με τη Νέα Υόρκη ή και τη Γη την ίδια πια; Ποιο παρελθόν, και ποια μνήμη ή ρίζα μπορούσε να αντέξει, όταν απόκληρος είχε ταξιδέψει για εννιακόσια χρόνια σε ένα σύμπαν τόσο τεράστιο και ζωντανό, τόσο απόμακρο, και ναι, μαγευτικό, παραδέχτηκε ο Τζον αθελά του. Η Μνημοσύνη, μητέρα των Μουσών ίσως ζούσε ακόμα στον Όλυμπο, μπορεί να ήταν και μια "virch-pers" για τους τουρίστες, αλλά γι'αυτόν είχε πεθάνει πολύ καιρό πριν.

Προχώρησε ξανά προς τις αποβάθρες για να επιστρέψει στην Υπεράττικα – με το τρένο και σε απόλυτα φυσιολογικό συνηθισμένο πλαίσιο χρόνου. Με μια εντολή σώπασε το βουητό του κόσμου που πηγαινοερχόταν. Μόνο μια φωνή δεν μπορ;;ούσε να σωπάσει μέσα στο νου του.

Εκείνη που εννιακόσια χρόνια τώρα του μιλούσε μέσα στο νου του, και τον προειδοποιούσε ξανά και ξανά να μην εμπλακεί στο ένα ή στο άλλο ή, στη συγκεκριμένη περίπτωση με ότι θα συνέβαινε σε μία εβδομάδα στον Αθηναικό Αρκοναό. Τη στέψη εκείνης για την οποία υπήρχαν υποψίες πως ήταν κάτι πολύ περισσότερο από την «εικονική» οντότητα Ηγεμόνα Βία την 1η της Ενωμένης Σολαριανής Ομοσπονδίας.

 

Στιγμιαία ένιωσε πως είχε ξαναζήσει όλη αυτή τη σκηνή, όλες αυτές τις τελευταίες ώρες από μία άλλη οπτική γωνία, κάπου αλλού, κάποτε άλλοτε. Η αίσθηση του «ήδη ειδοθέντος» ήταν πολύ ισχυρή και η εξήγηση πως επρόκειτο για ένα στιγμιαίο αισθητηριακό αποσυντονισμό του εγκεφάλου του σε σχέση με το περιβάλλον ήταν ήδη ξεπερασμένη πολύ πριν τον 30ο αιώνα.

Σημείωσε στο νου του να ρωτήσει τη Μίριαμ όταν ξαναβρίσκονταν πως κατάφερνε να διατηρεί τα λογικά της ζώντας μη-γραμμικά όπως οι περισσότεροι Μυθάστριοι.

 

Μέσα στη σιωπή ακούστηκε μια φωνή. Αλλά δεν ήταν εκείνης που μίλαγε στο νου του. Μήπως το εντύπωμα δεν λειτουργούσε; Η φωνή έγινε πιο δυνατή και ένιωσε σταγόνες νερού να πέφτουν στο πρόσωπό του.

Άνοιξε τα μάτια του. Στο μισοσκόταδο, οι σκιές χοροπηδούσαν στο λιγοστό φως του κεριού. Απέναντί του η γυμνή μορφή του Κάρλος, καθισμένη όπως και ο Τζον στη ρηχή λιμνούλα που τρεφόταν από τη θερμοπηγή. Ο γέρος τον κοίταζε πειρακτικά, τινάζοντας ζεστό νερό με τα δάχτυλά του στο πρόσωπο του Τζον. Τα χαρακτηριστικά του γερο-μπρούχο ήταν ακόμα πια αδρά και Ινδιάνικα στο πορτοκαλί φως του κεριού.

"Γύρνα πίσω τώρα" είπε ο Κάρλος. "Τι είδες αυτή τη φορά; Aισθάνομαι πως είχες μια συνομιλία. Ήταν με το πνεύμα-οδηγό σου;"

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

Όνομα Συγγραφέα: Διονύσης Τζαβάρας (Dain)

Είδος: Μερικοί θα αμφισβητούσαν ακόμα περισσότερο τη λέξη "science" σε αυτό το κεφάλαιο και όχι μόνο.

Βία; Mόνο ψυχολογική..

Σεξ; Όχι. Αργότερα.

Αριθμός Λέξεων: 3710-κάτι

Αυτοτελής; Κεφάλαιο 2.

Σχόλια: Περιγράφω κοινωνικά φαινόμενα, δεν κάνω κανένα μάθημα σε κανέναν, ούτε υποχρεωτικά συμμερίζομαι σε προσωπικό επίπεδο κάποιες από τις ιδέες που αναφέρονται στο κεφάλαιο. Μερικές όμως τις συμμερίζομαι απόλυτα!

Στο τέλος του 1ου τόμου, ο Τζον ζει κοντά στο Κούζκο. Όμως το Κούζκο είναι πολύ μεγάλη πόλη, και τελικά δεν ταιριάζει με την "ατμόσφαιρα" της ιστορίας, οπότε άλλαξα το όνομα, χρησιμοποιώντας την "φανταστική" πόλη Ataypura. Το όνομα είναι τίτλος ενός υπέροχου τραγουδιού της Περουβιανής Yma Sumac, και νομίζω έτσι λέγεται και μια κορυφή των Άνδεων.

 

 

 

ΤΖΟΝ ΚΑΔΜΟΣ: ΑΘΑΝΑΤΟΣ,

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΕΠΑΦΗ

 

Κεφάλαιο 2: Το κουκούλι ραγίζει.

 

 

 

Κάπου στην οροσειρά των Άνδεων στο Περού κοντά στα ερείπια του Μάτσου-Πίτσου. 10 Σεπτεμβρίου 2022.

 

Το φως του φακού δεν αρκούσε για να φωτίσει όλες τις μισοσβησμένες τοιχογραφίες από την υγρασία. Όσο βαθύτερα προχωρούσαν μέσα στο τούνελ που οδηγούσε στα μυστηριώδη έγκατα της γης, τόσο πιο περισσότερο σκοτάδι τους τύλιγε.

Το κόκκινωπό χρώμα των τοιχωμάτων, η σιωπή που έσπαζε μόνο από τα βήματά τους και τον μακρυνό θόρυβο νερού, το αποπνικτικό μισοσκόταδο, τον έκανε να ανησυχεί.

Ο Τζον δεν μπορούσε να πει αν η ανησυχία που ένιωθε οφειλόταν στο περιβάλλον ή στην αναμονή της μυητικής δοκιμασίας στην οποία θα τον υπέβαλλε ο σαμάνος που προχωρούσε μπροστά. Θα ένιωθε καλύτερα αν κρατούσε εκείνος το φακό, κάτι γνώριμο και χειροπιαστό, αντί του γέρου μπρούχο, του Κάρλος τον οποίο ο Τζον αποκαλούσε πια πεθερό του.

Μόνο που εδώ κάτω, στο χώρο αυτό στον οποίο μόνο οι πιο μυημένοι απόγονοι ιερείς των Ίνκας γνώριζαν - ένα χώρο στον οποίο δεν είχε πατήσει πόδι, ούτε είχε δει μάτι Δυτικού ανθρώπου - ο Κάρλος δεν φαινόταν σαν ο ευχάριστος Ινδιάνος χωρικός του οποίου την κόρη ο Τζον είχε παντρευτεί πριν λίγους μήνες.

Εδώ ο Κάρλος ήταν ένας ιερέας, ένας μύστης που γνώριζε μυστικά τα οποία ο Τζον υποψιαζόταν αμυδρά πως υπήρχαν, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί.

 

Χασκογέλασε προσπαθώντας να διασκεδάσει την ανησυχία του. Ήταν πολλά αυτά που δεν είχε ποτέ φανταστεί ο Τζον ότι θα βίωνε εδώ και ένα χρόνο που ζούσε με τον Κάρλος και την κόρη του τη Μαρία-Εστελίτα.

Σίγουρα δεν είχε φανταστεί πως θα βρισκόταν ακόμα στο Περού, κυνηγημένος από παντού μην τολμώντας να φύγει από τη χώρα, μην τολμώντας καν να πάει πιο πέρα από την κωμόπολη Αταϊπούρα λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Κούζκο προς τη μεριά του Μάτσου Πίτσου.

 

Έχοντας αλλάξει επίσημα το όνομά του από Τζον Κάδμος σε Χουάν Κόσιμο, ακόμα δεν ήξερε πώς είχε καταφέρει ο γέρος χωριάτης να του εξασφαλίσει τα επίσημα χαρτιά που δήλωναν πως ήταν Περουβιανός πολίτης χωρίς ο ίδιος να παρουσιαστεί ποτέ σε καμμία δημόσια υπηρεσία , ο Τζον παντρεύτηκε τη Μαρία Εστελίτα, από δική του επιθυμία κυρίως. Ήταν βέβαια εραστές εδώ και πολλούς μήνες πράγμα που επίσης θα εξέπληττε τον Τζον, θα του φαινόταν απίστευτο, αν κάποιος του έλεγε πριν 12 μήνες μόνο πως θα βρισκόταν παντρεμένος με μια Περουβιανή Ινδιάνα και θα δούλευε σε ένα χωράφι πάνω στις Άνδεις για να ζήσει.

 

Αλλά η ζωή του Τζον Κάδμου είχε αλλάξει τόσο ξαφνικά, τόσο ριζικά, χωρίς καμμια ελπίδα επιστροφής στην παλιά του ταυτότητα, τόσο που η αλλαγή του ονόματός του φαινόταν σαν λεπτομέρεια χωρίς σημασία. Σαν μια σταγόνα νερού σε ένα τσουνάμι το οποίο ένα χρόνο πριν, μέσα σε λίγες στιγμές, τον κατάπιε, ρούφηξε την παλιά του ζωή και τον ξέρασε μισοπεθαμένο και απογυμνωμένο σε ένα λασπωμένο χωράφι στις Άνδεις.

Όμως δεν ήταν μόνο το ξαφνικό τέλος της πρηγούμενης ζωής του που είχε παραξενέψει τον Τζον. Αυτή η αλλαγή μπορούσε τουλάχιστον να εξηγηθεί λογικά όσο δυσάρεστες κι αν ήταν οι συνθήκες που την επέφεραν.

Αυτά που δεν μπορούσαν να εξηγηθούν, ειδικά τους πρώτους μήνες που ο Τζον ζούσε με τη Μαρία και τον πατέρα της, ήταν οι αλλαγές στη συνείδησή του.

Τα όνειρα που έβλεπε, η ακατανόητη και ξαφνική άνεση που είχε στην ομιλία και τη γραφή της Ισπανικής γλώσσας, οι αλλόκοτες σκέψεις που έρχονταν στο νου του και τον ανησυχούσαν τόσο, σε σημείο να έχει αρχίσει να φοβάται πως του είχε σαλέψει για τα καλά.

 

Το χειρότερο πράγμα, που δεν είχε παρατηρήσει τον πρώτο καιρό που προσπαθούσε να προσαρμοστεί στη νέα ζωή του, ήταν η σχετική απάθεια τόσο του Κάρλος όσο και της Μαρία-Εστελίτα όταν τους εκμυστηρευόταν τις ανησυχίες του.

Είχε μισοπιστέψει πως όντας απλοί βουνίσιοι χωριάτες δεν καταλάβαιναν για πιο πράγμα τους μιλούσε όταν εξέφραζε την απορία για την ξαφνική κατανόηση της Ισπανικής γλώσσας ή ακόμα και της Γαλλικής, κάποτε που είδαν ένα υποτιτλισμένο Γαλλικό φιλμ στην μικρή τηλεόρασή τους. Mια γλώσσα που σίγουρα δεν την είχε διδαχτεί ποτέ και το μόνο που ήξερε ήταν η φράση "je voudrais faire l'amour avec toi" - "θα ήθελα να κάνω έρωτα μαζί σου" που ήταν τα μόνα λόγια που είχε ακούσει από μια Γαλλίδα κάποτε.

 

Όταν όμως άρχισαν τα όνειρα, και τους εκμηστηρευόταν τα παράξενα συναισθήματα που ένιωθε σε άσχετες στιγμές να τον πλημμυρίζουν, όταν ανάμεσα στο κελάιδημα των πουλιών εκείνος άκουγε και μια άλλη φωνή να του μιλά κι ας μην μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε, ο Κάρλος γύριζε το κεφάλι αλλού ή θυμόταν πως ήθελε να στρίψει τσιγάρο.

Η Μαρία άλλοτε τον αγκάλιαζε, άλλοτε άλλαζε κουβέντα, άλλοτε πάλι τον κοίταζε με την απορία ζωγραφισμένη στα μεγάλα μάτια της. Μια απορία παραζωγραφισμένη μάλλον, σκεφτόταν ο Τζον, γιατί η Μαρία δεν απορούσε ποτέ και για τίποτα. Αν αναρωτιόταν για κάτι θα έκανε το παν για να βρει την απάντηση χωρίς να ζωγραφιστεί καμμιά απορία στα μάτια της.

 

Δεν χρειαζόταν πολύ μυαλό, ούτε κάποια ιδιαίτερη τάση προς φιλυποψία για να σκεφτεί ο Τζον πως ο γέρο-μπρούχο και η κόρη του ήξεραν κάτι και δεν του το έλεγαν. Η υποψία έγινε σχεδόν βεβαιότητα και τελικά εμμονή, και δεν ήταν παρά θέμα χρόνου όσπου τα πράγματα να φτάσουν στο απροχώρητο.

 

 

Aταϊπούρα, Περού, 9 Σεπτεμβρίου 2022

 

Εκείνο το πρωινό της Παρασκευής, ο Τζον είχε ξεκινήσει να πάει ένα φορτίο πατάτες στην αγορά της πόλης, όπως έκανε κάθε βδομάδα.

Στην αγορά αυτή μαζεύονταν όλοι οι βουνήσιοι και πουλούσαν την πραμάτια τους.

Φρούτα, λαχανικά, λουλούδια, πήλινα δοχεία και διακοσμητικά για τους τουρίστες που έρχονταν συνεχώς στην παλιά πρωτεύουσα των Ίνκας. Ανάμεσα τους υπήρχαν πάγκοι με "μαγικά" αντικείμενα των Ίνκας, χειρομάντεις και χαρτομάντεις, "ειδικοί" στις επικλήσεις ιπτάμενων δίσκων, και άλλοι διάφοροι, που βέβαια περίμεναν τα γκρούπς από τουρίστες που έκαναν μια στάση στην μικρή πόλη κατευθυνόμ;ενοι προς το Κούζκο ή το Μάτσου Πίτσου.

Πολλοί τουρίστες ήταν Αμερικανοί και Ευρωπαίοι και έτσι μερικοί φτωχοί κάτοικοι της Αταϊπούρα πήγαιναν στην αγορά, έστηναν έναν ξύλινο πάγκο και άπλωναν επάνω του εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία στα Αγγλικά. Μπορούσε κανείς να νοικιάσει ένα μια εφημερίδα ή ένα μεταχειρισμένο βιβλίο και να την διαβάσει πίνοντας έναν καφέ στην πλατεία. Όταν τελείωνε η ώρα του ενοικίου, τα παιδιά πήγαιναν στις καφετέριες και μάζευαν τα περιοδικά ή τις εφημερίδες, για να τις επιστρέψουν στους πάγκους των γονιών τους.

Τα βιβλία και οι εφημερίδες πωλούνταν βέβαια, αλλά ήταν αρκετά ακριβά για τους φτωχούς βουνήσιους, ακόμα κι αν μπορούσαν να διαβάζουν την Αγγλική γλώσσα και έτσι περιορίζονταν στην ενοικίαση τοπικών εφημερίδων, περιοδικών ή κόμικς και άφηναν τα Αγγλόγλωσσα έντυπα για τους τουρίστες.

 

Οι καμπάνες μιας εκκλησίας χτύπησαν το τέλος της λειτουργίας και πολλοί πιστοί ξεχύθηκαν στις πλατείας της πόλης ανακατεμένοι με τα γκρουπς των τουριστών που βολτάριζαν ρουφώντας το "τοπικό χρώμα" των Άνδεων.

Ο Τζον δεν είχε ποτέ υπάρξει θρήσκος, και τον ένα χρόνο που ζούσε στο Περού μόνο την ημέρα του γάμου του πήγε στην εκκλησία υποχρεωτικά, γιατί αλλιώς ο γάμος που είχε ήδη γίνει με παραδοσιακή τελετή από τον ιερέα-πεθερό του, δεν θα ήταν αναγνωρισμένος από την πολιτεία.

 

Ξεφόρτωσε τις πατάτες έξω από την πόρτα της αποθήκης ενός μεγάλου μπακάλικου, πήρε τα χρήματα από τον μεγαλομπακάλη, και αποφάσισε να περιπλανηθεί για λίγο στην αγορά. Μην έχοντας διαβάσει ούτε εφημερίδα ξένη εδώ και μήνες, το βλέμα του έπεσε σε ένα πάγκο με περιοδικά και βιβλία στα Αγγλικά.

Ξεφύλλισε για λίγο την Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν, δίνοντας συγχρόνως ένα νόμισμα στον ιδιοκτήτη του πάγκου.

 

Τα περισσότερα νέα δεν ήταν ευχάριστα. Ολόκληρος ο πλανήτης φαινόταν να πάσχει από μια ακατανόητη ψυχασθένεια. Ή έτσι τουλάχιστον ονόμαζαν οι ειδικοί τις συνεχώς αυξανόμενες αναφορές για θεάσεις ιπτάμενων δίσκων, αγγέλων και δαιμόνων, θεών από κάθε μυθολογία του κόσμου, θρησκευτικών προφητών και πεθαμένων τραγουδιστών της παλιάς ροκ μουσικής.

Οι τελευταίοι εμφανίζονταν συχνά στα συγκεντρωμένα πλήθη που άκουγαν τη μουσική ή έβλεπαν βίντεο-κλιπς στις εκκλησίες του "ροκισμού", της νέας θρησκείας που έδειχνε να είναι το πιο γρήγορα αναπτυσσόμενο θρησκευτικό κίνημα του δυτικού κόσμου.

Οι πολυάριθμες αυτοκτονίες που οφείλονταν, όπως έλεγαν οι ειδικοί, σε ομαδικές και ατομικές παρακρούσεις είχαν ανησυχήσει τους μεγάλους πολιτικούς οργανισμούς, όπως την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Η.Π.Α, την Αραβική Ομοσπονδία, τη Μακρονησία, οι οποίες αλληλοκατηγορούνταν για το φαινόμενο.

Οι θρησκευτικές αρχές κατηγορούσαν την τεχνολογία, και ειδικά την ηλεκτρονική και το Ιντερσατνετ που "αποπροσανατόλιζαν τους νέους από τον δρόμο του Θεού", ένα δρόμο - σκέφτηκε ο Τζον σαρκαστικά - τον οποίο οι εκκλησίες έλεγχαν με τους δικούς τους "τροχονόμους", τα δικά τους "διόδια" και τα δικά τους "πρατήρια καυσίμων".

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις συνεχίζονταν σε διάφορα σημεία του κόσμου, οι καλοί και οι κακοί δεν υπήρχαν πια, παρά μόνο σαν αποχρώσεις του γκρίζου.

Η δεύτερη επανδρωμένη αποστολή στον Άρη θα επέστρεφε στη Γη σε λίγο καιρό φέρνοντας μαζί της χώμα και πέτρες ενός άλλου κόσμου. Άλλος ένας πλανήτης που έμοιζε με τη Γη, είχε θάλασσες, ωκεανούς και στεριές, είχε ανακαλυφθεί από το σύμπλεγμα δορυφορικών τηλεσκοπίων, και περιστρεφόταν γύρω από κάποιο κοντινό άστρο. Χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια, "Γαίες" υπήρχαν στο γαλαξία.

 

Αλλά μήπως και εδώ που βρισκόταν ο Τζον δεν ήταν ήδη ένας άλλος κόσμος; Απόμακρος και παράξενος όσο και ένας άλλος πλανήτης, αν τον σύγκρινε με τη ζωή του στη Νέα Υόρκη.

Δίπλωσε την εφημερίδα και ετοιμάστηκε να φύγει, όταν παρατήρησε ακριβώς κάτω της το έγχρωμο εξώφυλλο ενός βιβλίου στα Αγγλικά. Ο τίτλος του ήταν "Star Angels and the Rapture." Άγγελοι των Άστρων και η Μέθεξη. Η εικόνα έδειχνε μια αγγελική μορφή με κοκκινωπά μακριά μαλλιά, πολύ λευκό, χλωμό δέρμα που φορούσε ένα μαύρο μανδύα ο οποίος διαχεόταν έναστρος μέσα στο διάστημα. Η φιγούρα είχε τεράστια λευκά φτερά και το ύφος της, γιατί μόνο ως γυναίκα μπορούσε να τη φανταστεί ο Τζον, έδειχνε να κοιτά τόσο προς τα επάνω όσο και εμπρός. Ο ζωγράφος ήταν πραγματικά ταλαντούχος για να πετύχει αυτό το εφφέ. Ή μήπως ήταν κάποιο κόλπο τρισδιάστατης εκτύπωσης;

 

Όσο περισσότερο την κοίταζε ο Τζον, τόσο κάτι του θύμιζε. Κάτι ευχάριστο και ασφαλές, σαν μια αγκαλιά, ένα χάδι παράξενο, που τον γέμισε με σιγουριά αλλά και ανησυχία. Που είχε ξαναδεί αυτή τη μορφή;

Ξεφύλλισε το βιβλίο. Αναφερόταν σε κάποια βλακώδη θεωρία σχετικά με την Έκσταση της ανθρωπότητας που έγινε, κατά τη γνώμη του συγγραφέα, το 2012, όταν περίπου άρχισαν να παρατηρούνται οι αλλόκοτες θεάσεις θεών, ΑΤΙΑ κλπ, που συνέπιπτε με την αρχή της "μοναδικότητας", την εξ ίσου αλλόκοτη θεωρία για τη στιγμή που οι υπολογιστές θα ξεπερνούσαν σε νοητική ικανότητα τους ίδιους τους κατασκευαστές τους.

Μέσα σε όλα αυτά υπήρχαν και οι "Άγγελοι των Άστρων" οι οποίοι θα οδηγούσαν τη Γη σε μια νέα εποχή αρμονίας και πνευματικότητας.

 

"Μαλακίες!" σκέφτηκε ο Τζον. Τίποτα δεν είχε συμβεί το 2012, εκτός από μια ήδη αναμενόμενη έξαρση της ψυχοπάθειας που φαινόταν να μαστίζει όλο τον κόσμο, ατομικά και συλλογικά. Τίποτα το καινούργιο όμως. Η ανθρώπινη παράνοια και αυτοκαταστροφή μπορεί να έπαιρναν διάφορες μορφές κάθε εποχή, αλλά η ουσία τους δεν άλλαζε ποτέ.

 

Ο Περουβιανός στον οποίο ανήκε ο πάγκος με τα βιβλία γκρίνιαξε στον Τζον επειδή κοιτούσε πολλή ώρα το βιβλίο. Τον ρώτησε αν θα το νοικιάσει ή όχι.

Ο Τζον θα αργούσε πάρα πολύ για να καταλάβει τι τον ώθησε να ρωτήσει πόσο κοστίζει το βιβλίο, να πληρώσει την τιμή που του ζητήθηκε για να το αγοράσει- τα χρήματα ήταν το μισό "χαρτζιλίκι" του για μια εβδομάδα - να πάρει το βιβλίο και να απομακρυνθεί προς το παλιό φορτηγάκι του πεθερού του.

 

Κοντοστάθηκε για λίγο και σκέφτηκε να αγοράσει ένα λουλούδι για τη Μαρία, αλλά το μετάνιωσε επειδή η Μαρία Εστελίτα αντιπαθούσε τα κομμένα "νεκρά" λουλούδια, και ακόμα περισσότερο εκείνους που τα έκοβαν. Μάλιστα στο γάμο τους, το χριστιανικό γάμο, απαίτησε να μην υπάρχουν ανθοδέσμες και δεν δεχόταν τη δικαιολογία που της είπε ο Τζον πως δεν θα τα έκοβε αυτός τα λουλούδια! Επειδή ήταν υποχρεωτικό να κρατά λουλούδια σαν νύφη, προτίμησε να κρατήσει μια μικρή γλάστρα με β;ασιλικό, κι ας μην ταίριαζε με το νοικιασμένο λευκό νυφικό της.

Ήταν κάτι τέτοια χαρακτηριστικά, αθώα και συγχρόνως γεμάτα νόημα, τόσο διαφορετικά από εκείνα των γυναικών που είχε γνωρίσει στην παλιά του ζωή, που με τον καιρό τον έκαναν να την αγαπήσει βαθιά.

Η Μαρία χωρίς να προσπαθεί καν τον είχε αλλάξει. Θα θεωρούσε τέτοιες ιδέες, όπως την απαίχθεια προς τα κομμένα λουλούδια, εντελώς "dialup", δηλαδή παρωχημένα, οπισθοδρομικά και χωρίς σημασία ή κέρδος, σ'αυτή την άλλη ζωή του που τελείωσε τόσο απότομα. Αλλά όχι πια.

 

Έτσι ο Τζον, έχοντας ήδη ξεχάσει την κακή του διάθεση και τις απορίες για τη συμπεριφορά του Κάρλος και της Μαρίας σχετικά με τις παράξενες εμπειρίες του, αποφάσισε να περιπλανηθεί για λίγο στην κεντρική πλατεία για να βρει κάτι άλλο να της πάρει.

Ο καιρός ήταν καλοκαιρινός, ο βουνίσιος αέρας καθαρός και λίγο πιπεράτος από τις μυρωδιές των μπαχαρικών και των φρούτων ανακατεμένος με τον καπνό από τα υπαίθρια εστιατόρια. Έβγαλε το μπουφάν που φορούσε και το πέρασε πάνω από τον ώμο του κρατώντας το με το ένα χέρι.

Το ζουζούνισμα από τις φωνές του πλήθους τον υπνώτιζε, φωνές άλλοτε τραχιές, άλλοτε τραγουδιστές, καμμιά φορά και κανένα κακάρισμα έκπληξης ή θαυμασμού - Ο-ο-ο-h! How niiiiiice! - από κάποια μεσόκοπη τουρίστρια που είχε ανακαλύψει κάτι πρωτόγνωρο στην απομακρυσμένη αυτή γωνιά του κόσμου, συνοδευόμενο αμέσως μετά από το "ζζζζτ" μιας κάμερας που θα απαθανάτιζε τη μορφή του "θαυμαστού" αλλά πολύ σπάνια την ουσία του.

 

Αυτές τις σκέψεις του διέκοψε ξαφνικά μια γυναικεία κραυγή θυμού, και η αγριεμένη φωνή ενός άντρα. Ένα πηγαδάκι είχε μαζευτεί λίγο πιο πέρα, γύρω από ένα πάγκο.

Ο Τζον ήξερε πολύ καλά πια πως έπρεπε να αποφεύγει κάθε φασαρία, ειδικά αν ερχόταν και η αστυνομία γιατί ποτέ κανείς δεν ήξερε τι μπορεί να του συνέβαινε.

Ο Κάρλος τον είχε προμηθεύσει βέβαια με νέα ταυτότητα, αλλά τον είχε προειδοποιήσει να αποφύγει κάθε επαφή με την αστυνομία και γενικά τις αρχές, χωρίς να του εξηγήσει ακριβώς γιατί. Όμως ο Τζον δεν ήταν κουτός και είχε καταλάβει το νόημα μέσα από τα λόγια του γέρου μπρούχο. Δεν ήταν όλα καθαρά προφανώς, και καλό θα ήταν να μην δώσει την αφορμή για έρευνα σε βάθος σχετικά με το άτομό του, γιατί οι πληροφορίες μπορεί να έφταναν σε "αυτιά" που δεν έπρεπε να τις ακούσουν!

 

Ο καυγάς φαινόταν να γίνεται ανάμεσα σε μια γριά γυναίκα και σε έναν ιερωμένο - ο Τζον είδε το χαρακτηριστικό μαύρο σακάκι και άσπρο κολλάρο των Καθολικών ιερέων - και πλησιάζοντας χωρίς καν να το καταλάβει, πρόσεξε πως επρόκειτο για τον παπα-Ανσέλμο που τον είχε παντρέψει πριν λίγους μήνες. Ένας ψηλός, ξερακιανός άντρας με βαθουλωμένα μάγουλα και έξυπνα μάτια, και συνήθως πολύ ευγενικός, ο παπα-Ανσέλμο φώναζε και χειρονομούσε προς τη γυναίκα που τον κοίταζε αγριεμένη, προσπαθώντας να μαζέψει τις κάρτες της τράπουλάς της που είχαν σκορπιστεί ολόγυρα.

Προφανώς ήταν μια χαρτομάντις, και φυσικά η εκκλησία δεν τα ενέκρινε αυτά, αλλά έκανε τα στραβά μάτια αναγνωρίζοντας πως σε μια φτωχή πόλη σαν την Αταϊπούρα, ο καθένας έκανε ό,τι μπορούσε για να επιβιώσει. Όταν ήταν η εποχή που έρχονταν τουρίστες - πολλοί από τους οποίους έψαχναν να βρουν κάποια εξήγηση, όσο αλλόκοτη κι αν ήταν για τα "φαντάσματα" που έβλεπαν ανησυχητικά συχνά - ήταν και η ευκαιρία για τους φτωχούς χωριάτες να βγάλουν λίγα χρήματα που θα τους επέτρεπαν να ζήσουν.

Απάτη ή όχι, αντίθετη με τις αρχές της εκκλησίας ή όχι, η χαρτομαντεία, το κυνήγι ιπτάμενων δίσκων ή τα διάφορα "μαγικά" ματζούνια και μπιχλιμπίδια ήταν το μόνο βιοποριστικό μέσο για ένα σημαντικό αριθμό κατοίκων.

Γιατί λοιπόν ο "μονσινιόρ" έδειχνε τόσο θυμωμένος και είχε ίσως κοπανήσει το χέρι του στον πάγκο, σκορπώντας την τράπουλα της γριάς παντού;

 

Ο Τζον ένιωσε την παρόρμηση να πλησιάσει για να δει τη γριά καλύτερα και συγχρόνως μια αδιόρατη ανησυχία και για σιγουριά έκρυψε το βιβλίο μέσα στο μπουφάν του.

Η γριά συνέχιζε να μαζεύει τις κάρτες της και τα πράγματά της, το πηγαδάκι άρχισε να διαλύεται και ο Τζον μπόρεσε να δει τη γυναίκα από πιο κοντά.

Παραξενεύτηκε.

Η γριά δεν ήταν Περουβιανή Ινδιάνα, ούτε είχε Ισπανικά χαρακτηριστικά. Ήταν βέβαια μικροκαμωμένη και ντυμένη με την παραδοσιακή φορεσιά των βουνίσων που ποτέ δεν άλλαζε. Φούστα πολύχρωμη, μπλούζα, γιλέκο, καπέλο με ένα κόκκινο φτερό.

Όμως τα μαλλιά της ήταν πυρόξανθα με άσπρες τούφες εδώ και κει, το δέρμα της λευκό και όχι ηλιοκαμμένο, κοκκινισμένο μόνο λίγο από τον βουνίσιο ήλιο, και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της θύμιζαν μάλλον Ευρωπαία αλλά με μια δόση Άπω Ανατολής. Το πιο παράξενο όμως επάνω της ήταν τα μάτια της. Κατάμαυρα και αμυγδαλωτά, έλαμπαν από θυμό. Δύο πινελιές κολ τα έκαναν ακόμα πιο Ανατολίτικα και?.επικύνδινα. Το πρόσωπό της ήταν γερασμένο με αρκετές ρυτίδες, αλλά είχε λάμψη και ζωντάνια που δεν ταίριαζε σε μια ηλικιωμένη γυναίκα, σκέφτηκε ο Τζον.

Κοντοστάθηκε δυό μέτρα μακριά από τον πάγκο. Ο παπάς απομακρύνθηκε συνομιλώντας με άλλους χωριάτες που γύριζαν κι αυτοί στις δουλειές τους.

 

Από τα λόγια τους, ο Τζον κατάλαβε τι είχε συμβεί.

Η ανοχή της εκκλησίας έφτανε μόνο για το "ποίμνιό" της, και η ανοχή των κατοίκων έφτανε μόνο για τους γείτονες και συχωριανούς τους. Η γριά ήταν ξένη, άρα δεν είχε θέση εδώ. Η δική της φτώχια δεν συγκινούσε κανέναν. Ήταν σκληροί άνθρωποι, καμωμένοι έτσι από μια ακόμα πιο σκληρή και απάνθρωπη κοινωνία, και μια αμείλικτη φύση.

Ένιωσε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα εκείνη τη στιγμή που τον εξέπληξε. Συμπόνοια!

Μήπως και η γυναίκα αυτή για να βρεθεί εδώ πάνω, δεν θα είχε παραπεταχτεί σαν καρυδότσουφλο από την τρικυμία της ζωής της, όπως και κείνος; Εκείνος όμως είχε γίνει αποδεκτός από την τοπική κοινωνία γιατί είχε την υποστήριξη του Κάρλος, και της Μαρίας Εστελίτα, που ήταν γυναίκα του.

Η γριά εμφανώς δεν είχε κανέναν. Κανείς δεν είχε πάρει το μέρος της στον καυγά. Κανείς δεν θα πήγαινε κόντρα ούτε στον "μονσινιόρ", ούτε βέβαια θα τολμούσε να ριψοκινδυνεύσει τη δυσαρέσκεια των ντόπιων.

 

Τη λυπήθηκε.

 

Η γριά μάζεψε τελικά τις κάρτες της, τις έδεσε με ένα λαστιχάκι, πήρε το ταγάρι της και ταραγμένη, με τρεμάμενο βήμα ετοιμάστηκε να φύγει. Ο Τζον ένιωσε την επιθυμία να της προσφέρει κάτι, αλλά το μόνο που είχε δικό του ήταν τα λίγα χρήματα για να πάρει ένα δωράκι στη Μαρία και μερικά πακέτα τσιγάρα .

 

Έσκυψε το κεφάλι στεναχωρημένος, όταν παρατήρησε πως μια κάρτα από την τράπουλα της γριάς είχε πέσει κάπως πιο μακριά, και εκείνη μέσα στην ταραχή της, δεν την είχε δει για να τη μαζέψει.

 

"Σενιόρα! Σενιόρα! Λα κάρτα" φώναξε, σκύβοντας και πιάνοντας την κά;ρτα.

Η γυναίκα κοντοστάθηκε, γύρισε και τον κοίταξε λίγο τρομαγμένη, αλλά το ύφος της μαλάκωσε αμέσως σαν να τον είχε αναγνωρίσει. "Ίσως αναγνώρισε πως δεν είμαι ντόπιος", σκέφτηκε ο Τζον, "και δυό ξένοι σε μια ξένη χώρα έχουν κάτι κοινό".

Τον πλησίασε, πήρε την κάρτα και την ακούμπησε στην καρδιά της, ανασαίνοντας βαθιά.

"Γκράσιας" είπε απλά.

"Δε νάδα, σενιόρα".

Τα μάτια της τον μαγνήτιζαν. Ένιωσε έναν αδιόρατο κίνδυνο ξανά και έκανε ένα βήμα πίσω. Τι παράξενο! Η γυναίκα δεν ανέδιδε την αίσθηση μιας κυνηγημένης φτωχής ψυχής. Αντίθετα, του δημιουργούσε την αίσθηση γνώσης και δύναμης παρά την ταραχή της.

 

Τον ακούμπησε απαλά στο μπράτσο.

 

"Τι μπορώ να σου προσφέρω, νεαρέ μου, για την υπηρεσία που μου πρόσφερες εσύ;'" ρώτησε ήρεμα, χαμογελώντας αμυδρά.

"Ευχαριστώ, σενιόρα. Τίποτα. Πρέπει να?.." είπε εκείνος.

"Μπορώ να σου ρίξω τα χαρτιά. Μερικές φορές μια και μόνο κάρτα μπορεί να έχει μεγάλη σημασία. Όπως η κάρτα που μου επέστρεψες, η ενδέκατη κάρτα από τις εκατόν έντεκα, χωρίς την οποία η τράπουλά μου θα ήταν άχρηστη" επέμεινε εκείνη, συνεχίζοντας να κρατά την κάρτα ακουμπισμένη στο λιγνό στήθος της.

 

Ο Τζον ένιωσε να θυμώνει με τον εαυτό του. Δεν πίστευε ούτε στα χαρτιά, ούτε σε τέτοιες ανοησίες. Αυτά ήταν για τους πλούσιους και μισότρελους τουρίστες, όχι γι'αυτόν. Ακόμα και στην προηγούμενη ζωή του δεν θα έδινε την παραμικρή σημασία στον κάθε ζιπχεντ που φανταζόταν πως κατείχε κάποια βαθιά σκατογνώση, επειδή είχε μια κρυστάλλινη σφαίρα, ή ένα μάτσο από ζωγραφιές.

Η γριά μπορούσε κάλλιστα να ήταν καμμιά πλούσια και παλαβή τουρίστρια, που παρίστανε τη φτωχή βουνίσια Περουβιανή, ζώντας την προσωπική της φαντασίωση. Η εξήγηση αυτή του φαινόταν όλο και πιο πιθανή καθώς κοίταζε τη γυναίκα.

 

Το χαμόγελό της πλάτυνε ξαφνικά. Με ένα νεύμα έδειξε το μπουφάν του.

"Όσο κινδυνεύεις από το περιεχόμενο του μπουφάν σου, άλλο τόσο κινδυνεύεις κι από μένα. Μη φοβάσαι."

Ο Τζον κοκκίνησε από θυμό.

"Να φοβάμαι; Σενιόρα..."

Κόμπιασε.

Τι ήξερε η γριά για το περιεχόμενο του μπουφάν του; Τον είχε δει να αγοράζει το βιβλίο, και τον θεώρησε σαν πιθανό πελάτη; Ήταν πολύ πιθανό και αυτό!

"Σενιόρα, δεν έχω λεφτά για χαρτολογίες, οπότε καλό θα ήταν να εξαφανιστείς προτού επιστρέψει πάλι ο μονσινιόρ ή ξεσηκωθούν οι ντόπιοι αν σε δουν να ψαρεύεις πελάτες, γιατί δεν θα τη γλυτώσεις με ένα σκόρπισμα της τράπουλάς σου, αυτή τη φορά!"

Προσπαθούσε να συγκρατήσει τα νεύρα του και να μην φωνάξει δυνατά για να μην προκαλέσει την προσοχή του κόσμου που περιδιάβαινε στην πλατεία. Τα πράγματα είχαν γυρίσει ανάποδα ξαφνικά. Εκείνος είχε υπάρξει ψύχραιμος και άνετος, ενώ η γριά ταραγμένη. Και τώρα μέσα σε μια στιγμή η γριά είχε ξεπεράσει την ταραχή και έδειχνε σιγουριά, και κείνος ένιωθε την ανάγκη να αμυνθεί.

"Δεν θέλω χρήματα. Είπα πως επιθυμώ να σου προσφέρω κάτι."

"Είπα πως δεν χρειάζεται!" γρύλλισε ο Τζον.

"Νεαρέ!" φώναξε εκείνη ανυπόμονα. "Κοίταξε μόνο μια στιγμή την κάρτα που μου έδωσες και μετά, αν θέλεις, φύγε!"

Ο Τζον κονστάθηκε. Δεν είχε δει την εικόνα στην κάρτα μια που είχε πέσει με την πίσω πλευρά, ούτε και τον ενδιέφερε, αλλά αν αυτό ήθελε μόνο η γριά, θα το έκανε για να την ξεφορτωθεί και σίγουρα δεν είχε τη διάθεση να εξωθήσει περισσότερο μια τρελή.

Αργά, σχεδόν ευλαβικά, η γυναίκα έστρεψε την κάρτα χωρίς να χαμηλώσει το χέρι της από το σημείο της καρδιάς της. Κρατώντας την απαλά τέντωσε τα δάχτυλά της προς τον Τζον.

Ο Τζον είδε την εικόνα και ένιωσε το αίμα να φεύγει από το κεφάλι του. Με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε το βιβλίο που είχε κρύψει στο σακάκι του και το κοίταξε. Μετά κοίταξε ξανά την κάρτα, και τη γυναίκα η οποία χαμογελούσε ήρεμα με τα παράξενα βαμμένα μάτια της να τον κοιτούν με κάποια δόση ειρωνίας.

Η κάρτα έδειχνε το εξώφυλλο του βιβλίου. Ήταν το εξώφυλλο του βιβλίου που είχε αγοράσει!

Η γυναίκα ένευσε καταφατικά.

Ο Τζον ψέλλισε κάτι, και το έβαλε στα πόδια. Παγερός ιδρώτας μούσκευε το στέρνο του καθώς έτρεχε να ξεφύγει από τον τρόμο. Τρόμο για κάτι αναγνώριζε αλλά δεν κατανοούσε, που δεν είχε βιώσει ούτε όταν κόντεψαν να τον σκοτώσουν οι μπράβοι της συμμορίας από εμπόρους ναρκωτικών.

Δεν άκουσε καν τη φωνή της γυναίκας να λέει "Θα είμαι εδώ όταν με χρειαστείς. Θα είμαι εδώ, τώρα", ούτε την είδε να απομακρύνεται σκυφτή προς τα στενά δρομάκια της πόλης που ξεκινούσαν σαν πόδια αράχνης από την πλατεία.

 

Έφτασε στο φορτηγάκι, πέταξε το βιβλίο και το μπουφάν του στη θέση του συνοδηγού, έβαλε μπρος και σκορπίζοντας σκόνη και λάσπες, πάτησε το γκάζι για να φύγει, όσο πιο μακριά μπορούσε. Όσο πιο μακριά!

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

  • 4 months later...

Διονύση πάλι μας άφησες σε αγωνία τελικά!

Λοιπόν μια πρόσθεση στο 2ο κεφάλαιο στην 4η παράγραφο εκεί που λες

 

? ακόμα δεν ήξερε πώς είχε καταφέρει ο γέρος χωριάτης να του εξασφαλίσει τα επίσημα χαρτιά που δήλωναν πως ήταν Περουβιανός πολίτης χωρίς ο ίδιος να παρουσιαστεί ποτέ σε καμμία δημόσια υπηρεσία ?

 

κι επίσης πως τον δέχονται/βλέπουν ως Περουβιανό πια, (αφού είμαι σίγουρος ότι δεν μοιάζει καθόλου σαν έναν, ειδικά στα μάτια)

 

Και επίσης προτείνω ένα θέμα συζήτησης για το πρώτο κεφάλαιο. Σε αυτές τις αργές στάσεις που μπορούν να κάνουν οι ταξιδιώτες, δηλαδή όταν μπορούν να κάνουν να κυλεί ο χρόνος πιο αργά, θα γερνάνε και πιο γρήγορα έτσι; Δηλαδή ο έξτρα χρόνος που θα ζουν θα τους προσθέτει και έξτρα χρόνο στην φυσική τους ζωή;

 

 

Επίσης μ'άρεσε που αφίερωσες ολόκληρο κεφάλαιο για την ματιά στο μέλλον, άρχισα να πιστεύω ότι δεν πρόκειται να γυρίσουμε πίσω στο παρελθόν και μου ήρθε σαν ευχάριστη έκπληξη ότι όλα ήταν ένα είδος οράματος όντως (δηλαδή το είχα ξεχάσει κάπως για λίγο να πω την αλήθεια)

Edited by twocows
Link to comment
Share on other sites

Wow!!!! Σχόλιο για το Τζον Κάδμο, το "magnus opus" μου! Απρόσμενο και πολύ ευχάριστο Αλέξη! Σ'ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ. Μάλλον μόνο εσένα άφησα σε αγωνία, μια που δε φαίνεται να το έχει διαβάσει κανείς άλλος, αλλά θα επανορθώσω σύντομα ώστε να μη σε αφήσω σε αγωνία (και να σου δημιουργήσω άλλες). ;)

 

Λοιπόν, σχετικά με τις παρατηρήσεις σου τώρα.

 

? ακόμα δεν ήξερε πώς είχε καταφέρει ο γέρος χωριάτης να του εξασφαλίσει τα επίσημα χαρτιά που δήλωναν πως ήταν Περουβιανός πολίτης χωρίς ο ίδιος να παρουσιαστεί ποτέ σε καμμία δημόσια υπηρεσία ?

 

κι επίσης πως τον δέχονται/βλέπουν ως Περουβιανό πια, (αφού είμαι σίγουρος ότι δεν μοιάζει καθόλου σαν έναν, ειδικά στα μάτια)

 

Είναι άγνωστο πώς τα κατάφερε ο Κάρλος να πάρει επίσημα χαρτιά για το Τζον. Υποθέτω μέσω "γνωστών" του. Δεν ήθελα να μιλήσω για ρουσφέτια κλπ, ειδικά για μια ξένη χώρα, αν και δε θα μου έκανε εντύπωσηνα γίνονται και στο Περού τέτοια όπως και εδώ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση βέβαια ο Κάρλος έδειξε έναν αλτρουισμό τεράστιο μια που προφανώς αν είχε "μέσον" θα μπορούσε να είχε ήδη κάνει τη ζωή του και ειδικά της κόρης του πιο άνετες.

 

Σχετικά με το Τζον τώρα. Σαν Έλληνας ο Τζον είναι μελαχροινός, Μεσογειακός τύπος δηλαδή. Είχα διαβάσει σχετικά με τον λαό του Περού κάμποσα και παρόλο που ένα μεγάλο μέρος του έχουν Ινδιάνικη καταγωγή δεν είναι λίγοι οι μετανάστες, στη διάρκεια πολλών αιώνων, από διάφορες Ευρωπαικές χώρες όπως την Ισπανία, την Ιταλία ή τη Γερμανία και από την Αφρική που ζουν βέβαια κυρίως στις μεγαλουπόλεις. Είναι "πολυεθνική" χώρα.

Έτσι ο Τζον δεν δείχνει φυσικά Ινδιάνος αλλά δε φαντάζομαι να παραξενεύτηκαν ιδιαίτερα οι ντόπιοι τελικά, και οι μικτοί γάμοι δεν είναι κάτι πολύ ασυνήθιστο εκεί. Εξ άλλου ο Τζον βρίσκεται υπό την "προστασία" του brujo της περιοχής που, σε πείσμα της επίσημης εκκλησίας, έχει ακόμα αρκετή εκτίμηση και "εξουσία". Γι'αυτό και δεν τον θεώρησαν σαν "ξένο", σε αντίθεση με τη χαρτομάντη ας πούμε που ήταν "άσχετη".

 

Και επίσης προτείνω ένα θέμα συζήτησης για το πρώτο κεφάλαιο. Σε αυτές τις αργές στάσεις που μπορούν να κάνουν οι ταξιδιώτες, δηλαδή όταν μπορούν να κάνουν να κυλεί ο χρόνος πιο αργά, θα γερνάνε και πιο γρήγορα έτσι; Δηλαδή ο έξτρα χρόνος που θα ζουν θα τους προσθέτει και έξτρα χρόνο στην φυσική τους ζωή;

 

Στην περίπτωση της τηλεμεταφοράς με το τρένο, ο υποκειμενικός χρόνος που βιώνουν όσοι έχουν τα κατάλληλα εμφυτεύματα είναι πολύ μεγαλύτερος βέβαια από τον αντικειμενικό. Μια που το σώμα των επιβατών όμως συνεχίζει να βρίσκεται στον αντικειμενικό χρόνο, τα λίγα δευτερόλεπτα που κάνει το τρένο για να διατρέξει την απόσταση από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, για κείνους, για τα αισθητήριά τους δηλαδή είναι πολύ μεγαλύτερος έστω κι αν αντικειμενικά είναι μόνο 2-3 δευτερόλεπτα.

Όσον αφορά τώρα στο "στάσις-μπαρ" που πήγε ο Τζον και η Μίριαμ, υποθέτω πως ο χώρος του μέσα βρίσκεται σε κάποια "διάσταση" εκτός του κανονικού χρόνου, σαν "time shift" ας πούμε. Αν και ο Τζον και η Μίριαμ "μεγαλώνουν" τόσο, όσο χρόνο έχουν ξοδέψει στο στάσις-μπαρ (παρόλο που ο Τζον είναι βέβαια αθάνατος και η Μίριαμ σαν Μυθάστρια είναι εκτός γραμμικού χρόνου ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι αθάνατη και κείνη), όταν βγαίνουν από το στάσις-μπαρ επανέρχονται στον αντικειμενικό γραμμικό χρόνο που γνωρίζουμε.

 

Επίσης μ'άρεσε που αφίερωσες ολόκληρο κεφάλαιο για την ματιά στο μέλλον, άρχισα να πιστεύω ότι δεν πρόκειται να γυρίσουμε πίσω στο παρελθόν και μου ήρθε σαν ευχάριστη έκπληξη ότι όλα ήταν ένα είδος οράματος όντως (δηλαδή το είχα ξεχάσει κάπως για λίγο να πω την αλήθεια)

 

Ο Τζον θα έχει κάμποσα άλλα τέτοια "οράματα" τα οποία σχετίζονται τόσο με τη μύησή του, όσο και με την όλη πλοκή της ιστορίας. Αργότερα, με το πέρασμα του χρόνου, ο Τζον θα τα ξαναζήσει όλα όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή! ;)

 

Και πάλι σ'ευχαριστώ για το σχόλιο. Μου έφτιαξες τη βδομάδα!! :D :D :D

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν σε αυτό που λες με τα χαρτιά, αυτό εννοείται ότι το πιστεύω. Αλλά στο θέμα του Τζον και την εξωτερική του, η διαφορά με τους περουβιανούς από τι έχω προσέξει είναι ότι οι Μεσογειακοί άνθρωποι είναι κάπως ψηλοί και στα ντοκιμαντέρ έχω δει ότι οι Περουβιανοί επίσης έχουν κάπως κλειστά και λίγο σχιστά μάτια. Και λόγο της δικαιολογημένης ξενοφοβίας τους δεν θα πρέπει να έχουν κάνει πολλές αναμίξεις. Όντως οι μακρυμάλληδες Έλληνες μελαχρινοί λίγο διαφέρουν από τους Βορειοαμερικάνους Ινδιάνους. Αλλά αυτά που λες για το ότι βρίσκεται υπό την "προστασία" του brujo της περιοχής με καλύπτει πλήρως κι έτσι δεν χρειάζεται να σκεφτώ για εξωτερικές εμφανίσεις.

 

Τώρα με τις στάσεις. Σ' αυτό με το τρένα έχεις δίκιο αφού δεν συμμετέχει το σώμα. Όμως στα στασις-μπαρ το ότι κάποιος γυρνάει πίσω στη δική του χρονική διάσταση σημαίνει ότι θα γυρίσει πίσω σαν να μην έχει κάνει τίποτα; Αφού οι αναμνήσεις θα βρίσκονται εκτός από το μυαλό τους και πάνω στο σώμα τους (δηλαδή έχει γίνει μια μικρή διάβρωση λόγω του χρόνου). Λοιπόν αυτή την απορία μου τη θέτω μόνο και μόνο επειδή με έχει απασχολήσει και πιο παλιά και δεν έχει σχέση με τη δημιουργία σου, αφού σε αυτές τα στάσις-μπαρ είναι αμελητέος ο χρόνος που θα περάσεις (το πολύ καμιά δυο μέρες) κι έτσι δεν έχει και πολύ σημασία.

 

Δηλαδή τώρα βιβλίο σου θα πάρει με τα οράματα και χαρακτηριστικά Σπονδυλωτής ιστορίας, ε; (Τον όρο "Σπονδυλωτή αφήγηση" τον έμαθα στο sff όλε!)

 

Βασικά στεναχωρήθηκα και που δεν πρόλαβα να το διαβάσω νωρίτερα. Χαίρομαι όμως που το έκανα επιτέλους, πάντα μ' άρεσε το ινδιάνικο στοιχείο, αλλά και αυτές οι "μαγικές" συμπτώσεις.

Link to comment
Share on other sites

Ομολογώ πως δεν έχω σκεφτεί όλες τις πιθανότητες για το στάσις-μπαρ. Περισσότερο ήταν ένα φουτουριστικό "gimmick" το οποίο θέλησα να βάλω στην ιστορία μια που μ'άρεσε η ιδέα. Σχετίζεται βέβαια με την πλοκή σε άλλα πιθανά βιβλία στο πολύ μακρινό μέλλον, όπως αυτό του 88ου αιώνα που έχω αναφέρει.

Πάντως σίγουρα θυμούνται ό,τι βίωσαν μέσα στο στάσις-μπαρ και όταν βγουν από εκεί και επιστρέψουν στον γνωστό γραμμικό "κοινό" χρόνο.

Ο ρόλος της Μίριαμ της Ωκεάνα δεν είναι εμφανής ακόμα, εξ άλλου στο πρώτο βιβλίο αναφέρεται μόνο προς το τέλος, αλλά επειδή ενυπάρχουν κι άλλες ιστορίες στη Μυθαστρία που εξελίσσονται "συγχρόνως" με αυτή του Τζον, την ανέφερα εκεί για λόγους "continuity". Eξ άλλου ο Τζον δεν έχει γνωρίσει τη Μίριαμ ακόμα στο έτος 2022, και ούτε η ίδια τον ξέρει.

Πάντως επειδή η Μίριαμ είναι σημαντικός χαρακτήρας σε όλες τις ιστορίες των οποίων τη σύνοψη έχω γράψει που σχετίζονται με τη Γη, θα σου πω ένα μικρό spoiler.

Tην εποχή που διαδραματίζονται όλα αυτά στο Περού, δηλαδή στο έτος 2022 και μετά, η Μίριαμ βρίσκεται επίσης στη Γη, σε πολύ δύσκολη θέση, και μάλιστα στην Ελλάδα, σε κάποια άλλη ιστορία που είχα μισογράψει κάποτε. Η ιστορία δε σχετίζεται μεν με τον Τζον και τη Συνοχηίδα και την αθανασία κλπ, και μια που η Μίριαμ στη φάση εκείνη δεν έχει επαφή με τη Μυθαστρία, δεν έχει και τρόπο να μάθει τι έχει παιχτεί. Το μαθαίνει ομως αργότερα κάποια στιγμή.

Αυτό που εν κατακλείδι θέλω να πω είναι πως η ιστορία του Τζον είναι μια σημαντική ιστορία στη Μυθαστρία αλλά όχι η μόνη. Είναι πολλά άλλα που παίζουν, ούτως ειπείν, που δε σχετίζονται καθόλου με τη Γη κλπ.

 

Τα "οράματα" που βλέπει ο Τζον είναι απόλυτα σχετικά με τη συνολική πλοκή της ιστορίας και σε επόμενα βιβλία, αλλά θα ήταν spoiler να πω κάτι περισσότερο. ;) Το βέβαιο είναι πως όλα αυτές οι τυχαιότητες που φαίνονται εγκάθετες στην ιστορία δεν είναι τυχαίες.

 

Σχετικά με τους Περουβιανούς, έχεις δίκιο βέβαια στο οτι οι βουνίσιοι και πιο παραδοσιακοί Ινδιάνοι των Άνδεων θα ήταν περισσότερο απρόθυμοι να δεχτούν ένα ξένο σαν δικό τους, γενικά μιλώντας, σε αντίθεση με τις πιο κοσμοπολίτικες πόλεις όπως η Λίμα ή η Αρεκίπα.

Αν και μετέφερα την ιστορία από το Κούζκο στη "φανταστική" κωμόπολη Αταϋπούρα, η πόλη παραμένει κοντά στο Κούζκο το οποίο ακόμα και σήμερα είναι μια κοσμοπολίτικη πόλη με χιλιάδες τουρίστες (είναι κοντά στο Μάτσου Πίτσου για να μη μιλήσουμε για τους UFO-buffs που κατακλύζουν κάθε χρόνο τις Άνδεις) και άλλους ξένους που ζουν εκεί.

Αλλά ο Τζον πράγματι έχει "ασυλία" σαν γαμπρός του Κάρλος.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Φίλε Διονύση, διάβασα κι εγώ τον Τζον Κάδμο, μόλις τώρα κάλυψα όλα όσα έγραψες. Δεν έχω να πω πολλά. Τι να πω; Είναι έξοχο. Αδύνατο να φανταστώ πως το σκέφτηκες, πως το οργάνωσες, είναι όμως ένα τεράστιο δημιούργημα. Και διαβάζεται πολύ ευχάριστα. Δεν βλέπω καμία από τις αδυναμίες για τις οποίες ανησυχούσες.

 

Θα ήταν φυσικά μια τελείως άλλη ιστορία αν είχαμε μόνο την οπτική του Τζον και ίσως από εκεί πήγαζε η ανησυχία σου περί παιδικότητας στην αφήγηση. Η συζήτηση των Μυθάστριων θυμίζει Ολύμπιους στην Ιλιάδα και δεν με ενόχλησε καθόλου. Μου το πέρασες περίτεχνα και το δέχτηκα πολύ φυσικά.

 

Όταν διάβαζα το «πρώτο βιβλίο» πηδούσα τις ταμπελίτσες που είχες στην αρχή κάθε κεφαλαίου γιατί δεν ήθελα να ξέρω τι με περιμένει στην ιστορία. Εκτός κάποιων εξαιρέσεων δεν διάβασα και τα βιογραφικά των Μυθαστριακών σου χαρακτήρων μην τυχόν πάρω παραπάνω πληροφορίες από όσο ήθελα. Παρομοίως, αρνούμαι να διαβάσω οποιοδήποτε spoiler πετάς κάθε τόσο στους σχολιασμούς σου.

 

Συνέχισε το έργο σου, αξίζει να εξελιχθεί και είθε να το δούμε όλοι τελειωμένο.

Link to comment
Share on other sites

Tι να πω βρε Ντίνο? Με συγκινείς πραγματικά. Κυρίως γιατί η Μυθαστρία είναι ο "δικός μου" κόσμος, κομμάτι μου τόσα πολλά χρόνια. Και ακριβώς γι'αυτό είναι και τεράστιο σύμπαν πια.

 

Για το Γλωσσάριο τώρα, μη σε ανησυχεί να το διαβάσεις γιατί πρόσεξα πολύ να μην υπάρχει κανένα spoiler, παρά μόνο όσα στοιχεία δίνονται στην ιστορία, με μικρές λεπτομέρειες παραπάνω που δεν χώραγαν, ή ήταν απλά περιττές, στο κύριο κείμενο του βιβλίου. Απλά ίσως σου "πλουτήσει" λίγο την εικόνα του σύμπαντος αυτού.

 

Πράγματι οι Μυθάστριοι δεν είναι θεοί, ούτε βλέπουν τους εαυτούς τους σαν κάτι τέτοιο. Μερικοί μάλιστα νιώθουν τεράστια απέχθεια ακόμα και στην ιδέα να θεωρηθούν θεοί, όπως η Εΐς (Μεγάλη Λευκή Μητέρα). Και έχουν τους λόγους τους γι'αυτό.

Εξ άλλου δεν είναι παρά υπερανεπτυγμένες εξωγήινες νοημοσύνες, εξωγήινα όντα, φυσικά ή τεχνητά, εκπρόσωποι πολλών πολιτισμών και "πράκτορες" της Μυθαστρίας.

Όμως ο καθένας τούς "βλέπει" σύμφωνα με τις εικόνες ή παραστάσεις που έχει στο νου του και με αυτές τους αντιλαμβάνεται. ;)

Λογικό να φανούν σαν Ολύμπιοι - εξ άλλου έχουν κάποια "θεϊκότητα ή πνευματικότητα" στα δικά μας μάτια - ή, στα μάτια του Τζον που ποτέ δε σκέφτηκε τίποτα περί e.t.'s, να φανεί η Φαινώ σαν γκέισα ή η Μητέρα σαν Παναγία.

Φυσικά την Οριάνα την είδε σαν μια όμορφη γυναίκα, γιατί *είναι* μια όμορφη γυναίκα, και "ενυπάρχει" μέσα στην εμπειρία του Τζον η "εικόνα" της. Είναι θέμα "βάθους" αν θέλεις.

 

Edit: Να σημειώσω εδώ, αναφερόμενος γενικά και όχι ειδικά στο Ντίνο, πως στο σύμπαν της Μυθαστρίας ΔΕΝ υπάρχουν Ολύμπιοι ή άλλου είδους "θεοί", ούτε υπονοείται πως οι Ολύμπιοι θεοί ήταν εξωγήινα όντα.

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

  • 6 months later...

Όνομα Συγγραφέα: Διονύσης Τζαβάρας (Dain)

Είδος: Προς το fantasy το συγκεκριμένο κεφάλαιο.

Βία; Ψυχολογική. Παρά λίγο.

Σεξ; Όχι.

Αριθμός Λέξεων: 2392

Αυτοτελής;Κεφάλαιο 3.

Σχόλια: Σαν να παίρνω φόρα επιτέλους.

 

 

 

ΤΖΟΝ ΚΑΔΜΟΣ: ΑΘΑΝΑΤΟΣ,

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΕΠΑΦΗ

 

Κεφάλαιο 3: Αμφιβολίες και παράνοια.

 

 

 

 

Ο Τζον οδηγούσε μανιακά στον στριφογυριστό δρόμο που ανέβαινε στην πλαγιά προς το χωριό. Ο νους του ένα κουβάρι γεμάτο κόμπους, χρειαζόταν όση θέληση είχε για να μην τον παρασύρει ο πανικός και πέσει σε κάποιον γκρεμό.

Η σκέψη να πέσει δεν φαινόταν και τόσο εχθρική αυτή τη στιγμή. Να τελείωνε από όλα και όλους μια και καλή.

 

Μη βλέποντας όλη την ομορφιά της λουλουδιασμένης περιοχής, ούτε τα νερά του ποταμού που κοκκινωπά έτρεχαν αιώνια, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πως ήθελε μια εξήγηση. Και θα την είχε ακόμα κι αν έπρεπε να απειλήσει τη ζωή του γέρου και της Μαρίας.

Η εικόνα της χαμογελαστής Μαρία-Εστελίτα ήρθε στο νου του. Και μετά είδε τον εαυτό του με το μορφή ποντικιού σε ένα κλουβί να τρέχει ατελείωτα σε ένα τροχό. Το χαμόγελο της Μαρίας μετατράπηκε σε μια γκριμάτσα ειρωνίας. Το πρόσωπο του γέρου μια γκριμάτσα γεμάτη κακεντρέχεια. Ήθελε να τους σκοτώσει και τους δύο.

"Σταμάτα!!" άκουσε μια φωνή να μιλά στο νου του.

 

"Σκασμός!" απάντησε, με την αδρεναλίνη να μην του επιτρέπει να σκεφτεί ποιος είχε μιλήσει και γιατί ο ίδιος είχε απαντήσει.

"Yπάρχει μια λογική εξήγηση για τα πάντα όσο αλλόκοτη κι απρόσμενη κι αν φαίνεται!" είπε πάλι η φωνή.

 

"Και θα μου την δώσουν ή θα τους στρίψω το λαρύγγι!" γρύλλισε νοητικά εκείνος.

"Δεν το εννοείς αυτό!"

 

"Το εννοώ!!"

"Είναι ανθρώπινο να φοβάσαι, αλλά ο πανικός δεν βοηθά σε τίποτα."

 

"Θα τους..."

 

Πάτησε ξαφνικά το φρένο, και σταμάτησε. Με τα χέρια του να τρέμουν ακούμπησε το κεφάλι του στο τιμόνι. Ένας λυγμός ξέφυγε απ'τα χείλη του. Είχε μιλήσει με τον εαυτό του τον ίδιο;

Αυτό ήταν ένδειξη πως τρελαινόταν.

 

Μην τολμώντας να κοιτάξει το βιβλίο που μισοφαινόταν μέσα από το μπουφάν που είχε πετάξει στη θέση του συνοδηγού, ο Τζον ψαχούλεψε και έβγαλε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα του. Άναψε ένα τσιγάρο και σκούπισε το ιδρωμένο πρόσωπο και τα κοκκινισμένα μάτια του.

 

Άρπαξε ξαφνικά το βιβλίο και ετοιμάστηκε να το πετάξει μακριά, να μην ξαναδεί το καταραμένο εξώφυλλο, να ξεχάσει την κάρτα και την κωλόγρια.

Έπρεπε να φύγει από δω. Τι του συνέβαινε; Μήπως είχε πέσει θύμα κάποιας πλεκτάνης; Μιας μαφιόζικης εκδίκησης από τους εμπόρους ναρκωτικών;

Ρούφηξε το τσιγάρο και άναψε απανωτά κι άλλο. Οι ηρεμιστικές και ελαφρά ναρκωτικές ιδιότητες της νικοτίνης, οι γνώριμες και σταθερές κινήσεις της πράξης του καπνίσματος, η οικειότητά της τελετουργίας αυτής, ήταν σαν σωσίβιο που ο Τζον άρπαξε σαν να ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε στον κόσμο.

Ηρέμησε λίγο και παρατήρησε πως κρατούσε ακόμα το βιβλίο σφιχτά στο χέρι του.

Όχι, απέκλεισε την πιθανότητα να τον εκδικούνταν οι έμποροι ναρκωτικών. Δεν θα είχε νόημα κάτι τέτοιο. Αν ήξεραν πως ήταν ζωντανός είχαν ήδη πάμπολλες ευκαιρίες να τον καθαρίσουν εδώ κι ένα χρόνο, και να ξεμπέρδευαν απ'αυτόν.

Μήπως ο Κάρλος και η Μαρία είχαν συνομωτίσει με τη γριά να τον τρελάνουν; Αλλά δεν είχαν να κερδίσουν τίποτα. Δεν είχε τίποτα να δικό του, ούτε χρήματα, ούτε δύναμη.

Υπήρχαν στις Άνδεις, όπως και σε όλο τον κόσμο, παράξενες και καμμιά φορά απάνθρωπες θρησκευτικές σέκτες που τα τελευταία χρόνια είχαν αυξηθεί βέβαια μια που η ανθρωπότητα φαινόταν να οδεύει προς ένα παγκόσμιο νευρικό κλονισμό, και μερικές απ'αυτές λεγόταν πως έκαναν και ανθρωποθυσίες. Μήπως είχε μπλέξει με κάτι τέτοιο η φαινομενικά αθώα Μαρία και ο πατέρας της ήταν στην πραγματικότητα αιμοσταγείς "μαύροι μάγοι" που τον ετοίμαζαν για την επόμενη θυσία και η ζωή του ως τώρα, ο γάμος του με την Περουβιανή, ήταν κάποιο διεστραμμένο κομμάτι αυτής της προετοιμασίας;

Ήξερε πως ορισμένες μέρες και νύχτες ο Κάρλος έφευγε από το σπίτι και περιπλανιόταν μόνος του, από όσο φανταζόταν ο Τζον, στις Άνδεις φτάνοντας με τα πόδια ως και το Μάτσου Πίτσου. Ο Κάρλος ήταν ιερέας της θρησκείας των Ίνκα.

Κάποτε έτυχε να λήψει και ένα μήνα σχεδόν. Η μόνη απάντηση που πήρε ο Τζον από τη Μαρία-Εστελίτα όταν τη ρώτησε ήταν "έχει πάει να βρει τους φίλους του".

Ο Τζον γνώριζε πως και η γυναίκα του κάποιες νύχτες έφευγε από το σπίτι και συναντούσε άλλες γυναίκες από τα κοντινά χωριά, αλλά ως το πρωί είχε γυρίσει και μια που λίγο τον ενδιέφεραν τα διάφορα παράξενα έθιμα που είχαν οι ινδιάνοι - ειδικά όταν γυρνούσε από το χωράφι κατάκοπος το απόγευμα - δεν είχε ρωτήσει τη Μαρία πού πήγαινε ή τι έκανε.

 

Και μετά ήταν και τα παράξενα όνειρα, τα διάφορα ανεξήγητα συμβάντα που βίωνε κι ο ίδιος, για το οποία είχε ήδη την υποψία πως οι δύο Περουβιανοί ήξεραν κάτι αλλά δεν το έλεγαν.

 

Έπρεπε να βρει την εξήγηση και θα του την έδιναν.

 

Κάπνισε απανωτά μερικά τσιγάρα ακόμα, και ένιωσε να ανακτά τον έλεγχο. Ήξερε πως ένας πανικοβλημένος άνθρωπος μπορεί να βιώνει καταστάσεις που του φαίνονταν παράξενες, ενώ ήταν απλά λογικές. Όπως το να νομίζει πως κάποιος μιλά μέσα στο νου του. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είχε λειτουργίες που δεν χρησιμοποιούνταν κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, αλλά αρκούσε κάποιο μεγάλο σοκ για να τις ενεργοποιήσει.

Όσο περισσότερο το σκεφτόταν τόσο κατέληγε πως η πιθανότητα να τον ετοιμάζουν για ανθρωποθυσία ήταν ανόητη. Τον χρειάζονταν ζωντανό πολύ περισσότερο από ότι πεθαμένο. Ο Κάρλος είχε γεράσει ήδη και δεν μπορούσε να δουλέψει πολύ στα χωράφια - εκτός ότι προτιμούσε να κάνει πιο ευχάριστα πράγματα πια - και από τότε που δέχτηκαν να μείνει μαζί τους, η ζωή όλων τους είχε γίνει πολύ καλύτερη. Δουλεύοντας και οι δύο στα χωράφια κατάφεραν να καλλιεργήσουν και κανιχούα και πατάτες, είχαν χτίσει με πλίνθους, λάσπη και ασβέστη ένα ακόμα δωμάτιο στο σπίτι για κείνον και τη Μαρία, είχαν αγοράσει μια μικρή τηλεόραση και καλύτερα ρούχα. Μετά είχαν πάρει άλλο ένα λάμα, είχαν φτιάξει ένα κοτέτσι και η Μαρία-Εστελίτα έτρεφε περισσότερες κότες πουλώντας και αυγά, ενώ είχαν αλλάξει και το ετοιμόροπο ημιφορτηγάκι του Κάρλος με ένα καλύτερο και μεγαλύτερο ώστε μπορούσαν να μεταφέρουν περισσότερα φορτία στην πόλη πιο γρήγορα.

Αν πατέρας και κόρη ήταν ανακατεμένοι με κάποια σέκτα που έκανε ανθρωποθυσίες, ο Τζον ήταν ήδη υπερβολικά πολύτιμος για να τον προορίζουν σαν θύμα.

Δεν ήταν τόσο πολύτιμος ώστε ο Κάρλος να μην τον πετάξει στο δρόμο, από όπου δεν θα έφευγε ποτέ, αν έκανε κάποια στραβοτιμωνιά ή ατιμία αλλά και πάλι...όσο το σκεφτόταν ο Τζον τόσο κατέληγε πως αυτός ο φόβος του ήταν αβάσιμος.

 

Ακόμα και η τρομερή σύμπτωση της κάρτας και του βιβλίου δεν ήταν αδύνατον να συμβεί, ή να εξηγηθεί με πιο απλό τρόπο.

Η γριά δεν ήταν Περουβιανή, ήταν ξένη. Ίσως το βιβλίο να ήταν δικό της και να το είχε πουλήσει ή ανταλλάξει η ίδια με κάτι άλλο, και να κατέληξε στον πάγκο με τα μεταχειρισμένα.

Ίσως κιόλας η ίδια να είχε πετάξει την κάρτα κάτω ώστε να παρουσιάσει το συμβάν σαν τυχαίο, έχοντας δει το Τζον να αγοράζει το βιβλίο της.

Τα Μεσογειακά χαρακτηριστικά του Τζον αν και έμοιαζαν με τα Λατινοαμερικανικά, τον έκαναν να ξεχωρίζει κάπως ανάμεσα στους Ινδιάνους. Μια εξασκημένη απατεώνας θα μπορούσε να κάνει οποιοδήποτε κόλπο για να έλξει κάποιον πελάτη.

Υπήρχαν κάμποσες ανεξήγητες λεπτομέρειες αλλά τελικά μάλλον η εξήγηση θα ήταν απλή έστω κι αν ο Τζον δεν μπορούσε να τη βρει τώρα.

 

Έχοντας ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του, ο Τζον αποφάσισε να τελειώσει το τσιγάρο του και να επιστρέψει στο σπίτι. Θα ρωτούσε τη γυναίκα και τον πεθερό του αν ήξεραν κάποια τρελή γριά χαρτορίχτρα και από τις απαντήσεις τους θα καταλάβαινε αν έτρεχε τίποτα ύποπτο ή όχι.

 

Πώς θα δικαιολογούσε όμως τη σπατάλη για το βιβλίο; Σκέφτηκε να το επιστρέψει πίσω και να το ανταλλάξει με κάποιο άλλο, αλλά η ώρα είχε περάσει και η αγορά σιγά-σιγά θα έκλεινε. Δεν ήθελε να το πετάξει αλλά του είχε φύγει και η παραμικρή διάθεση να διαβάσει οτιδήποτε. Γιατί άραγε είχε νιώσει την παρόρμιση να το αγοράσει;

 

Eκπνέοντας τον καπνό και κρατώντας το τσιγάρο με το ένα χέρι, ακούμπησε το βιβλίο πάνω στο τιμόνι και το ξεφύλλισε με το άλλο. Είχε λίγες φωτογραφίες με φτερωτά όντα ανάμεσα σε πλανήτες και άστρα, ιπτάμενους δίσκους, φωτοστέφανα και άλλες τέτοιες ανοησίες. Ποτέ δεν του είχαν αρέσει αυτά τα διαστημικά. Η ζωή ήταν πάντα εδώ στην πραγματικότητα και από τότε που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική, ούτε οι γονείς του ούτε εκείνος είχαν πάει ποτέ στην εκκλησία ξανά.

Μάλιστα τους είχε κάνει εντύπωση το γεγονός πως οι Αμερικανοί που είχαν τη φήμη ότι ήταν προσγειωμένοι και σκληροί υλιστές πήγαιναν συχνά στην εκκλησία, όπως οι γονείς του Ρέι.

 

Τελείωσε το τσιγάρο, το έσβησε στο τασάκι δίπλα του και πήγε να ακουμπήσει το βιβλίο στη θέση του συνοδηγού. Ο αντίχειράς του μπλέχτηκε ανάμεσα στις πρώτες σελίδες και ο Τζον παρατήρησε πως κάτι ήταν γραμμένο με μολύβι πάνω από τα περιεχόμενα του βιβλίου.

Άνοιξε τη σελίδα καλύτερα και διάβασε τις χειρόγραφες λέξεις.

 

"Τζον...11:11"

 

To αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι, και χοντροί κόμποι ιδρώτα ξεπετάχτηκαν στο μέτωπό του. Ένιωσε τον πανικό να επιστρέφει και προσπάθησε να συγκρατηθεί.

 

"Είναι τυχαίο...είναι τυχαίο..." ψέλλισε. "Τζον"...το πραγματικό όνομά του...και...θυμόταν σωστά; Είχε πει η χαρτορίχτρα πως ήταν η "ενδέκατη κάρτα";

 

Αντί όμως να τον καταβάλλει άλλη μια κρίση πανικού, ένιωσε όλο του το σώμα να δονείται και να τρέμει από ένα τρομερό κύμα θυμού που ανέβηκε από το σφιγμένο στομάχι στην καρδιά του, από κει στο λαιμό του σαν πικρό φαρμάκι και από κει στο νου του.

 

Έβαλε μπρος και σπινιάροντας ξεκίνησε πάλι για το χωριό. Ή θα μάθαινε την αλήθεια ή θα τους σκότωνε ή θα σκοτωνόταν ο ίδιος. Καλύτερα νεκρός παρά τρελός. Είχε περάσει τόσα πολλά, είχε χάσει τα πάντα, είχε γίνει θύμα ενός κτήνους που νόμιζε φίλο, αλλά ορκίστηκε πως δεν θα ξαναγινόταν θύμα κανενός. Ποτέ.

 

Είχε υπάρξει εραστής εκατοντάδων γυναικών, ήταν νέος και όμορφος και θα γινόταν ζιγκολό στο Κούσκο ή στη Λίμα, αλλά θύμα δεν θα ήταν.

 

Αν ήθελε θα μπορούσε να το είχε κάνει ήδη στο Κούσκο ή και την μικρή Αταϊπούρα ακόμα.

Ήξερε πώς τον έβλεπαν οι γυναίκες.

Ηλιοκαμμένος, με μαύρα στιλπνά μαλλιά, λακάκια στα μάγουλα, μυς ακόμα πιο δυνατούς σε ένα σώμα γραμμωμένο από τη σκληρή δουλειά, θα πάλευε, θα έπαιζε στα χέρια του τις βουνίσιες επαρχιώτισσες που ήταν γυναίκες μεγαλομπακάληδων, μανάβηδων ή τουριστικών πρακτόρων άρα αρχόντισσες σε σύγκριση με τους φτωχούς γεωργούς και πραματευτές . Έτσι θα μάζευε μερικά λεφτά και θα πήγαινε στη Λίμα ή την Αρεκίπα που σύχναζαν πλούσιοι Περουβιανοί και ακόμα πιο πλούσιοι τουρίστες.

 

Γέλασε με τον εαυτό του που δεν είχε ήδη εφαρμώσει ένα τέτοιο σχέδιο, δεν το είχε σκεφτεί καν αυτόν τον ένα χρόνο που ήταν στο Περού, και σιχάθηκε τον εαυτό του για την απάθεια και την πλαδαρότητά του.

 

Όμως η Μαρία τον αγαπούσε και την αγαπούσε κι αυτός. Η σκέψη αυτή τον τάραξε για μια στιγμή σαν να ερχόταν από κάποιο βαθύ μέρος του εαυτού του, μέσα από την καρδιά του, που του φάνηκε σαν να μην την είχε κάνει ο ίδιος.

 

"Αν μ'αγαπά τότε θα μου πει την αλήθεια" ανταπάντησε πεισμωμένος στην ίδια του τη σκέψη. "Αλλιώς να πάει να γαμηθεί και η αγάπη και ο γάμος μας και όλα."

Η καρδιά του δεν απάντησε.

 

Έφτασε στην περίμετρο του σπιτιού, οδήγησε το φορτηγάκι με φούρια μέσα στην αυλή αναστατώνοντας τις κότες που τσιμπολογούσαν στο κοκκινωπό χώμα και με λίγα βήματα άνοιξε με βία την πόρτα της κουζίνας αναταράζοντάς την και ρίχνοντας στο πάτωμα τις σκούπες που βρίσκονταν πίσω της.

 

Η Μαρία-Εστελίτα δεν ήταν εκεί. Ο Κάρλος καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας κάπνιζε την πίπα του και κοίταζε τα "μαγικά" περιεχόμενα της σακούλας του. Το μεσημεριανό φαγητό έβραζε στο πετρογκάζι. Ο γέρο-μπρούχο σήκωσε το κεφάλι του παραξενεμένος.

 

"Τι έπαθες, μουτσάτσο; Μη μου πεις πως ξανά έριξε τις τιμές ο..."

 

Ο Τζον κάθησε απέναντί του και χτύπησε τις γροθιές του στο τραπέζι σκορπίζοντας τα αντικείμενα του γέρου ολόγυρα. Ο Κάρλος τον κοίταξε σιωπηλός. Τα βαθουλωμένα μαύρα μάτια του, η αετίσια μύτη και τα ψηλά ζηγωματικά του έδιναν όψη παράξενου σκοτεινού πουλιού. Ο Τζον ένιωσε το νου του να σφίγγεται. Ο Κάρλος τον τρόμαζε, αλλά η αποφασιστικότητά του δεν μειώθηκε.

 

"Γιατί με σώσατε από τους μπράβους; Γιατί με κρατήσατε εδώ; Γιατί αλλάζετε την κουβέντα όποτε σας μιλάω για τα όνειρα που βλέπω; " φώναξε. "Θα μου δώσεις μια απάντηση γιατί αλλιώς θα..."

 

Ο Κάρλος μάζεψε τα σκόρπια πράγματά του ήρεμα.

 

"Σε σώσαμε γιατί είσαι άνθρωπος. Σε κρατήσαμε γιατί η Μαρία σε συμπάθησε και εγώ χρειαζόμουν έναν βοηθό. Τα όνειρά σου είναι δικά σου, Χουανίτο. Δεν μπορώ να σου πω..."

 

"Θα μου πεις! Θα μου πεις γιατί μα το Σάνγκρε δε Κρίστο θα..."

 

Ο γέρος σηκώθηκε από την καρέκλα και βαριεστημένα ανακάτεψε το φαγητό στην κατσαρόλα γυρνώντας του την πλάτη.

 

"Θα τι, Χουανίτο;"

 

O πεθερός του τον ειρωνευόταν;

 

O Τζον δεν συζητούσε άλλο. Κατακόκκινος, πετάχτηκε επάνω, έσπρωξε με το ένα χέρι το γέρο ώστε να τον βλέπει κατά πρόσωπο, και σφίγγοντας με λύσσα το άλλο χέρι το εκσφενδόνησε με δύναμη προς το σαγόνι του Κάρλος.

 

Αλλά δεν ήταν εκεί.

 

Ούτε το σαγόνι, ούτε ο Κάρλος. Η γροθιά του Τζον χτύπησε στο ψυγείο δίπλα από το πετρογκάζι και προσπαθώντας να ανακτήσει την ισορροπία του έπιασε με το άλλο χέρι την καυτή κατσαρόλα. Φώναξε από τον πόνο και η όρασή του θόλωσε για μια στιγμή. Ο Κάρλος βρισκόταν καθισμένος στο τραπέζι και τον παρακολουθούσε.

 

Πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Τον είχε δει να σηκώνεται και να ανακατεύει την κατσαρόλα.

 

Μπερδεμένος και φέρνοντας το καμμένο χέρι του στο στόμα ενώ ανοιγόκλεινε τα πονεμένα δάχτυλα του άλλου, ο Τζον κοίταξε τον πεθερό του. Το ύφος του ήταν σκοτεινό, τα μάτια του μισόκλειστα και μαύρα, κατάμαυρα, το δέρμα του φαινόταν πιο ξερακιανό από όσο συνήθως και η μύτη του?η μύτη του έδειχνε ακόμα περισσότερο σαν ράμφος. Ολόκληρος ο Κάρλος φαινόταν σαν ένα γέρικο, αλλά ακόμα πανίσχυρο, αρπακτικό πουλί έτοιμο να τον αρπάξει, να του ξεσκίσει τα μάτια?το πρόσωπο. Το δωμάτιο είχε σκοτεινιάσει.

 

Ο Κάρλος άνοιξε τα χέρια του σαν να ήταν τεράστιες φτερούγες ενός κόνδορα και...

 

"Πατέρα!!"

 

Η Μαρία-Εστελίτα στεκόταν μπροστά στην πόρτα με τα μάτια της να βγάζουν κεραυνούς και το πρόσωπό της κατακόκκινο από θυμό. Το καλάθι γεμάτο αυγά που κρατούσε, έπεσε από τα χέρια της αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία.

 

"Μέχρι το δρόμο ακούγεστε! Ο διάβολος θα σας πάρει και τους δύο! Είμαι σίγουρη πως τσακώνεστε πορ λας πούρας χουέβας, πεντέγιος!!"***

 

Και οι δύο άντρες, πιασμένοι στα πράσα σαν μικρά παιδιά προσπάθησαν να κρύψουν το χαμόγελο που, παράλογα και αναπάντεχα, εμφανίστηκε στα χείλη τους, αντικαθιστώντας τον προηγούμενο θυμό τους, αλλά χωρίς επιτυχία. Η Μαρία, διαπιστώνοντας πως και το φαγητό είχε καεί, έγινε έξαλλη και σηκώνοντας μια από τις πεσμένες σκούπες, τους πέταξε βρίζοντας έξω από το σπίτι.

 

-------------------------------------------------------------------

 

 

*** Ισπανικά στο κείμενο. ...por las puras huevas, pendejos!"...τσακώνεστε για ηλίθια/παράλογη αιτία, μαλάκες!" Pendejo σημαίνει "μαλάκας" στην Περουβιανή αργκό.

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

Πήρες φόρα μουτσάστο! (πέτυχα αυτή τη λέξη με μια φευγαλαία ανάγνωση)! Μια μέρα θα αξιωθώ να το διαβάσω από την αρχή.

Link to comment
Share on other sites

Όνομα Συγγραφέα: Διονύσης Τζαβάρας (Dain)

Είδος: Science Fiction χωρίς αμφιβολία.

Βία; Όχι.

Σεξ; Ροβίρια! Η λέξη τα λέει όλα. Αλλά δεν έχει σεξ ακόμα. Τι θα πει σεξ;

Αριθμός Λέξεων: 2042

Αυτοτελής; Κεφάλαιο 4.

Σχόλια: (Δε σας είπα πως παίρνω φόρα;) Μέχρι και το επόμενο κεφάλαιο είναι σχεδόν έτοιμο). Είμαι περήφανος γι'αυτό το κεφάλαιο. Μ'αρέσει. Και συγχρόνως έχει και μια νοσταλγία για μένα γιατί τόσο o χαρακτήρας της Οριάνα, όσο και ο κόσμος της Ροβίρια είναι από τους παλαιότερους που έχω φανταστεί και με τα χρόνια οι λεπτομέρειες γεμίζουν μισό βιβλίο. Στην αρχή βέβαια ήταν αρκετά

"παιδιάστικος". Ήταν απλά ο "sex planet" της Μυθαστρίας.  :atongue2:

(Τι θα πεί "σεξ", btw? ;) )

To άστρο "109 Piscium" (109 των Ιχθύων) είναι πραγματικό και  μπορεί να έχει πλανήτες γύρω του. Βρίσκεται 106 έτη φωτός μακριά από μας, δηλαδή είναι, αν όχι γείτονας, στην διπλανή "συνοικία".

 

 

 

ΤΖΟΝ ΚΑΔΜΟΣ: ΑΘΑΝΑΤΟΣ,

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΕΠΑΦΗ

 

Κεφάλαιο 4: Οριάνα

 

 

 

Ροβίρια : 8ος σε σειρά αποστάσεως πλανήτης του πορτοκαλί υπογίγαντα αστέρα "109 των Ιχθύων"

 

H νεαρή κοπέλα προχωρούσε σχεδόν σκυφτή προς τις τηλεμεταφορικές πύλες. Θα περνούσε μέσα από την κατάλληλη για να μεταφερθεί στιγμιαία στον προορισμό της πάνω στον όμορφο πλανήτη γύρω από τον οποίο περιστρεφόταν η αστροβάση στην οποία είχε φτάσει πριν λίγο.

 

Διάμετρος: 9956KM

 

Δεν πρόσεχε καν τις πληροφορίες που δίνονταν μέσω του τοπικού γαλαξιακού δικτύου σχετικά με την πατρίδα της τη Ροβίρια. Κατά πόσο ήταν άραγε πατρίδα της πια; Κατά πόσο ήταν ακόμα ο εαυτός της και αυτή η ίδια;

 

Πληθυσμός: 16 δισεκατομμύρια, κυρίως φυσικής σοφοντολογικής εξέλιξης με εξ ίσου φυσική μιμετική ταυτότητα. Επίσης μερικές χιλιάδες ρομπότ, Τεχνητές Νοημοσύνες με εξωσωματικά άβαταρς, και εικονικά όντα.

 

Δεν κρατούσε τίποτα στα χέρια της, ούτε κάποιο είδος αποσκευής, ούτε κάποιο προσωπικό υπολογιστή που κανονικά θα αιωρούνταν πάνω από τον ώμο της, σε μορφή σφαίρας.

 

Bασικός βιότυπος: Ανθρωποειδής, με μικρές διαφορές στην απόχρωση του δέρματος (λευκό, καφέ, πορτοκαλί, κόκκινο, κίτρινο). Οι περισσότεροι Ροβιριανοί έχουν μικτή απόχρωση.

 

Φορούσε παντελόνι, ίσια απλά παπούτσια και φαρδιά μπλούζα με τρουά-καρ μανίκια σε ξεθωριασμένο γαλάζιο χρώμα. Τα μαλλιά της, πυκνά και ξανθά, ήταν δεμένα από ένα γκριζωπό κόσμημα σε ένα πρόχειρο κότσο. Το σύνολο έδινε την εντύπωση πως η κοπέλα το τελευταίο που ήθελε ήταν να τραβήξει την προσοχή. Ήθελε να περάσει εντελώς απαρατήρητη από τους χιλιάδες επιβάτες που ήδη προχωρούσαν προς τις παραταγμένες τοπικές πύλες.

 

Ιδιοτυπία αποτελεί η εντονότατη έκκριση φερομόνης και η πλήρως ελευθεριάζουσα σχέση των Ροβιριανών με το σώμα τους. Συχνά ο συνδυασμός αυτός έχει έντονη επιρροή στο ορμονικό σύστημα άλλων όντων. Οι μη-Ροβιριανοί επισκέπτες πρέπει να έχουν υπόψη τους πως σύμφωνα με τα μιμετικά συμπλέγματα των Ροβιριανών, το μεγαλύτερο ταμπού είναι να τους αγγίξει κάποιος, και ειδικά εξωκόσμιος, χωρίς να έχουν δώσει οι ίδιοι την άδεια. Δεν θα θεωρηθεί απλά αγένεια και απρέπεια, αλλά πλησιάζει περισσότερο σε ψυχικό βιασμό!

 

Οι πύλες, φτιαγμένες από τεχνητό χρυσό ήταν διακοσμημένες με θαυμάσια σκαλιστά φίδια που περιπλέκονταν σε περίπτυξη που μόνο ερωτική μπορούσε να θεωρηθεί. Τα τεράστια γλυπτά ύψους; δέκα μέτρων, αποτελούσαν τις περιφέρειες των πυλών ενώ μπροστά, σαν χρυσαφιές κουρτίνες, σπινθηροβολούσαν οι είσοδοι που έβγαζαν σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. Το μοτίβο που δημιουργούνταν σε συνδυασμό με το διάχυτο πορτοκαλί φώς ήταν εξαιρετικά όμορφο και επιβλητικό. Το κορίτσι όμως δεν ήταν τουρίστρια για να εντυπωσιαστεί από την κλασσική ομορφιά των πυλών. Προχωρούσε σταθερά προς τον προορισμό της χωρίς να δίνει καμμία σημασία στο περιβάλλον.

 

Αν σας ενοχλεί είτε ο ερωτισμός που εκπέμπουν ασυναίσθητα οι κάτοικοι, είτε οι συνήθιές τους - που είναι εντονότερες στα νότια κλίματα - για οποιοδήποτε βιοψυχικό λόγο, προμηθευτείτε τα ειδικά χημικά "έντυπα" που θα τοποθετήσετε στο σώμα σας και θα εξουδετερώσουν την επιρροή αυτή. Επίσης μπορείτε να προμηθευτείτε ειδικούς αισθητιριακούς φακούς που θα λογοκρίνουν - στην προσωπική υποκειμενική σας εμπειρία - τόσο τις πράξεις όσο και την εμφάνιση των Ροβιριανών, στο επίπεδο που επιθυμείτε.

 

Οι σκέψεις της πέταξαν στο μωρό της που ήταν ασφαλές στο Μοναστήρι, σε έναν άλλο κόσμο, όπου η μέντοράς της και, πραγματικά, θετή της μητέρα, η Σερ Σερπεντίν η Ηγουμένη, το είχε σαν δικό της παιδί, σαν εγγόνι της και κάτι ακόμα περισσότερο.

Με τη σκέψη αυτή, η κοπέλα ένιωσε λίγο το θάρρος της να επανέρχεται.

 

 

Καλώς ήλθατε στη Ροβίρια, τον ερωτικότερο - κατά παραδοχή όλων - κόσμο του γαλαξία. Ακολουθήστε τα φωτεινά βέλη μέχρι να φτάσετε στην πύλη του προορισμού σας.

 

Πύλη 1: Βορειοδυτική ήπειρος: Πολεοδομικό συγκρότημα: Kύθρι'Χουάριβ

 

Όμως θα ήθελε πολύ να έκλεινε τα αυτιά της, το νου της τον ίδιο για να μην ακούσει το όνομα της πόλης που θα ανακοινωνόταν σε λίγο. Αλλά όσο μπερδεμένη κι αν ήταν, όσο κενή κι αν ένιωθε, δεν ήταν δειλή. Δεν μπορούσε να είναι δειλή και πότε στη ζωή της, την τόσο μα τόσο, τόσο, μεγάλη και παλιά, δεν είχε υπάρξει δειλή. Φοβισμένη, ναι. Δειλή όχι...

 

Πύλη 7: Nήσοι του Νότου: Πόλη: λε'Νι'χάσκαρ-ο'άλ

 

Δεν μπορούσε να ξέρει αν θα έβρισκε τη βοήθεια που περίμενε με την επιστροφή στην παλιά της πατρίδα. Αν όλη η Μυθαστρία δεν μπορούσε να τη βοηθήσει, πώς θα μπορούσε ένας παλιός φίλος...ένας... ένας "πρώην" Μυθάστριος; Αλλά εκτός από την αγαπημένη της μέντορα, και την παράξενη Ηφαίστεια που ήδη είχε φύγει για μέρη τα οποία ούτε Μυθάστριοι ανώτερων κλάσεων μπορούσαν να φανταστούν, μόνο ένα άτομο ένιωθε αρκετά κοντά της, και εμπιστευόταν τόσο ώστε να του ζητήσει βοήθεια.

 

Πύλη 11: Aνατολική Ήπειρος: Πόλη: Σέρεν-χα'κάμαριβ

 

Δεν γνώριζε πώς θα της φερόταν, πώς θα αντιδρούσε όταν την έβλεπε ξανά μετά από? από πόσο καιρό; Μετά από σαράντα σχεδόν χρόνια. Αλλά δεν της είχε αρνηθεί να τον επισκεφτεί, κι ας... κι ας τον είχε προδώσει η ίδια, έστω και άθελά της, όταν χρειάστηκε τη βοήθειά της λίγο πριν εκδιωχτεί από τη Μυθαστρία.

 

Πύλη 14: Βόρεια Υποπολική Μεγαλόνησος: Πόλη: Ντάνα'καλίστι

 

Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που είχε να ακούσει αυτά τα ονόματα, σ'αυτή τη γλώσσα που τώρα συγκλόνιζαν όλο το είναι της με την πραγματικότητά τους; Μια πραγματικότητα που είχε μεταστοιχειωθεί σε φαντασία σχεδόν ύστερα από τόσους αιώνες που ήταν Μυθάστρια;

 

Πύλη 16: Βόρεια Υποπολική Mεγαλόνησος: Πόλη: Ουάρον'ντανα'υντίλλ'α

 

Το ίδιο της το όνομα ήταν Ιεραγός Οριάνα-Κυθερέα και ο τίτλος της Ιεραγού είχε σκεπάσει την υπόλοιπη ταυτότητά της, τόσο ώστε... ώστε είχε σχεδόν ξεχάσει το πραγματικό της όνομα στη δική της γλώσσα. To όνομα της πόλης όπου είχε γεννηθεί. Αλλά τα ονόματα στη Ροβίρια δεν ήταν απλές ενδείξεις μιας εξωτερικής ταυτότητας. Ήταν προσωπικά "μάντρας", προσωπικά και απόλυτα κλειδιά μιας ταυτότητας μυστικής και συγχρόνως εμφανούς σε όσους την ήξεραν. Γι'αυτό και είχε χρησιμοποιήσει ένα υποκοριστικό μαζί με μια μετάφραση του άλλου ονόματός της.

Οι λέξεις των πόλεων του κόσμου της την έκαιγαν. Άνοιγαν εναισθητικά κέντρα που τρύπαγαν με έναν άλλοκοτο, νοσταλγικό αλλά χωρίς παρηγοριά και γλύκα, πόνο. Ψυχικό πόνο για αυτά... αυτούς που είχε αφήσει πίσω. Αυτούς που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ πια. Γιατί και τα ονόματα των πόλεων περιέκλειαν μια γνωστή και μια άγνωστη βαθύτατη ταυτότητα, ένα κρυφό κώδικα που συμβόλιζε, που *ήταν* η ίδια η ιστορία, η ψυχή της πόλης, της περιοχής, του ατόμου, του ίδιου του αισθησιακού πλανήτη.

 

Πύλη 21: Iσημερινή Ήπειρος Ανατολική Περιοχή: Πόλη: Ούσσου'τε'μπ'κάραα'μπ

 

Ας μην το ακούσει! Ας μην το ακούσει το επόμενο όνομα. Να κλείσει τη μετάδοση; Δεν γινόταν! Έπρεπε να παραμείνει συντονισμένη μια που το προσωπικό της βιολογικό ίχνος έπρεπε να παραμείνει ενεργό μέσα στη μνήμη της Τεχνητής Νοημοσύνης που λειτουργούσε σαν φύλακας και ελεγκτής των τηλεμεταφορών.

Δεν μπορούσε να καθυστερήσει ή να δημιουργήσει πρόβλημα στην ομαλή μετακίνηση προς την επιφάνεια της Ροβίρια.

 

Πύλη 22: Ισημερινή Ήπειρος Βόρεια Περιοχή: Πόλη: Oράν'αα'νάενα!

 

Oράν'αα'νάενα! Oράν'αα'νάενα! Ω, ας μην ένιωθε να την πλημμυρίζει όλη η γνώση, όλες οι μνήμες από αυτό το όνομα του μέρους όπου δεν μπορούσε να πάει ποτέ ξανά. Της πόλης της, που ήταν το δικό της όνομα!

 

Oράν'αα'νάενα! Oράν'αα'νάενα-Κ'ύθρι'ντανα'ιρέα!

 

Λυγμοί έπνιξαν την ανάσα της. Ένιωσε να πνίγεται η ίδια και σχεδόν αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Πίσω στο Μοναστήρι, στη θετή μητέρα και την κόρη της, και να ζητήσει να αποσυνδεθεί από κάθε τι σχετικό με τη Μυθαστρία. Ακόμα και τη μερική αθανασία που είχε αποκτήσει πριν αιώνες, θα την έδινε πίσω αυτή τη στιγμή.

Γιατί δεν ένιωθε πια ούτε να συνδέεται με τον εσώτερο εαυτό της στη σκέψη του ενός ονόματος, ούτε με την ίδια την ψυχή του κόσμου της μέσω του άλλου.

 

Πύλη 23: Ισημερινή Ήπειρος Δυτική Περιοχή: Πόλη: Καμπίρ-τε'να'κάριλλα

 

Αυτός ήταν ο προορισμός της. Στάθηκε στην ουρά. Μπροστά της βρίσκονταν δέκα-δεκαπέντε όντα, ανθρωποειδή τα περισσότερα που περίμεναν τη σειρά τους για να περάσουν την πύλη και να βρεθούν στην πρωτεύουσα της Ισημερινής Ηπείρου, που ήταν και από τις αρχαιότερες πόλεις του πλανήτη.

Μπορούσε ακόμα να φύγει αν ήθελε, αλλά ήξερε πως τελικά θα περνούσε την πύλη.

Σκούπισε με το χέρι τα δάκρυά της και περίμενε.

 

Αισθάνθηκε ένα πετάρισμα πάνω από το δεξιό της ώμο σαν κάποιο τεράστιο έντομο να έκανε κύκλους γύρω της. Ένα μικρό ανθρωποειδές πλάσμα, την κοίταζε χαμογελαστά. Τα λευκά φτερά του θύμιζαν πουλί και αν και μικρόσωμο δεν έδινε την εντύπωση μωρού αλλά ενός λίγο τριχωτού άντρα συμπιεσμένου σε μικρό μέγεθος. Είχε μαύρα στιλπνά μαλλιά σε βοστρύχους, μουσάκι, γαλάζιο δέρμα, και το σώμα του ήταν ολόγυμνο, αλλά οπωσδήποτε όχι σώμα παιδιού! Από το μέτωπό του ξεπρόβαλαν μικρά εξογκώματα σαν κερατάκια.

 

Ήταν ένας Ροβιριανός "ερωτιδέας", μια τεχνητή κλάση όντων - η Οριάνα δεν γνώριζε αν ήταν προβολές συμπυκνωμένου φωτός μέσω του τοπικού Γαλαξιακού Δικτύου ή ανδροειδή-άβαταρς - η οποία εκτελούσε χρέη ταχυδρόμου ή οδηγού στους διαστημικούς σταθμούς γύρω από τη Ροβίρια και σπανιότερα στην επιφάνεια.

 

Το "φαλσέττο" της φωνής του ερωτιδέα όταν μίλησε, έκανε την κοπέλα να χαμογελάσει άθελά της.

 

"Μαντάμ, είστε η...η...Οριάνα-Κυθερέα;" ρώτησε.

 

"Ναι, εγώ είμαι. Να σου στείλω την κβαντική..."

 

"Όχι μαντάμ. Δεν χρειάζεται. Η ερώτησή μου ήταν τυπική. Έχω ένα μήνυμα για σας από την επιφάνεια. Θέλετε να το δείτε τώρα, ή να το αποθηκεύσετε στη μνήμη σας;"

 

"...Από ποιον είναι;"

 

" Aπό τον 'Αναρχικό'. Αυτό είναι το όνομα που έδωσε, μαντάμ."

 

"Θα το δω τώρα..." Η φωνή της ήταν σβησμένη. Μήπως ο Ροβ, που είχε ονομαστεί "αναρχικός" όταν αποχώρησε από τη Μυθαστρία, είχε μετανιώσει και δεν ήθελε να τη δει; Τουλάχιστον, σκέφτηκε, δεν με άφησε να ταπεινωθώ λέγοντάς μου να φύγω αφού πρώτα έφτανα στην Καμπίρ-τε'να'κάριλλα!

 

Ο ερωτιδέας άπλωσε το χεράκι του, μία σφαίρα λευκού φωτός έλαμψε αιωρούμεν από πάνω του, που αναλύθηκε στα χρώματα της ίριδας τα οποία συμπυκνώθηκαν στο τρισδιάστατο και χαμογελαστό κεφάλι του Ροβ.

 

"Όρεμπ'Οριάνα'καρίντ" είπε και η κοπέλα ένιωσε να χαλαρώνει και να ηρεμεί. Ποτέ ο Ροβ, ο Ροβιρ'άν'ιι'ριων, δεν θα χρησιμοποιούσε το χαιρετισμό που σήμαινε "Σε νιώθω/αποδέχομαι απόλυτα, φίλη μου Οριάνα" και άνοιγε τα συναισθηματικά κέντρα ανάμεσα σε φίλους, αν ήθελε να τη διώξει.

 

Το πρόσωπο του είχε απόχρωση λαμπερού καφέ, τα μάτια του σχιστά παιχνίδιζαν, τα χείλη του ηδυπαθή και γελαστά, και τα μαύρα μακριά μαλλιά του φτιαγμένα σε "ντρέντλοκς" ήταν πιασμένα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του.

 

"Άκου, Οριάνα...", η κοπέλα παρατήρησε τη διακριτικότητα του άντρα να την αποκαλέσει με το όνομα με το οποίο ήταν γνωστή στη Μυθαστρία "...δεν με αφήνουν επ'ουδενί να μπω στο κέντρο της Αστροπύλης, και δεν έχω το χρόνο να..." Κόμπιασε. "Θα σε περιμένω έξω από την περίμετρο. Πιστεύω να θυμάσαι πού!"

 

Η Οριάνα θυμόταν.

 

Ο Ροβ γύρισε απότομα το κεφάλι του και το πρόσωπό του φάνηκε σαν να βρέθηκε ξαφνικά πολύ κοντά στα "γεννητικά όργανα" του ερωτιδέα. Τα μάτια του γούρλωσαν και στράφηκε πάλι προς την Οριάνα.

 

"Ακόμα χρησιμοποιούν αυτό το μοντέλο; Και μετά αναρωτιούνται γιατί οι εξωκόσμιοι θεωρούν τους Ροβιριανούς έκφυλους σεξομανείς!"

 

Χαμογέλασε πονηρά, έκλεισε το μάτι στην κοπέλα και εξαφανίστηκε.

 

Ο γαλάζιος ερωτιδέας έσκυψε να δει την "ανατομία" του, σήκωσε τα χέρια και με το βλέμα γεμάτο απορία κοίταξε την Οριάνα.

 

Μόλις και πρόλαβε να ευχαριστήσει τον φτερωτό ταχυδρόμο, ο οποίος πέταξε μακριά, πριν αρχίσει να γελά. Ένα γέλιο σαν ποτάμι που ελεύθερο πια από κάποιο φράγμα, κατέκλεισε, καθάρισε και έθρεψε το είναι της. Υπήρχε ελπίδα!

 

Τα "εμπαθικά" ρούχα που φορούσε κατάλαβαν τη ριζική αλλαγή στη διάθεσή της. Ήταν προγραμματισμένα να ανταποκρίνονται σε κάθε περίσταση, σύμφωνα με τις παραμέτρους που η ίδια είχε θέσει σαν Μυθάστρια συνδεδεμένη πάντα με το αόρατο Μυθαστριανό Δίκτυο. Διαλύθηκαν σε γαλάζιες υγρές "λιμνούλες" πάνω στο δέρμα της, αφήνοντας στιγμιαία ολόγυμνο το σώμα της σαν να είχαν απορροφηθεί μέσα του, για να ξαναφανούν τυλίγοντάς το σε ένα μακρύ, εφαρμοστό στο πάνω μέρος φόρεμα, στο χρώμα του μελιού με στενά μακριά μανίκια και επίσης μακρύ λαιμό.

 

Τα μαλλιά της λύθηκαν και έπεσαν στους ώμους της, πυκνά και σγουρά, ενώ το γκρίζο κόσμημα που τα συγκρατούσε έλαμψε αποκαλύπτοντας μία όμορφη σύνθεση. Ένα κουκούλι εντόμου, μια πολύχρωμη πεταλούδα που ακουμπούσε πάνω του και ένα φίδι τυλιγμένο γύρω από το κουκούλι.

 

Το φίδι και η πεταλούδα έμοιαζαν σαν να φιλιούνταν...

 

"Αποσύνδεση κατά 90% από το Μυθαστριανό Δίκτυο!" σκέφτηκε και η εντολή εισακούστηκε αμέσως.

 

"Ομφάλιος λώρος προς το ΖωικόΔίκτυο σε αδράνεια!" Ανέπνευσε βαθιά.

 

"Τοπική βαρύτητα. Αδρανοποίηση εξωκόσμιων παραμέτρων!" Ένιωσε να αποσυνδέεται από το πολυδιαστατικό χωροχρονικό συνεχές της Μυθαστρίας και να γίνεται κατά παράδοξο τρόπο πιο "υλική".

 

"Εξωκόσμια επικοινωνία δεκτή μόνο από τη Μυθάστρια Σερ Σερπεντίν!"

 

"Εμπαθική/τηλεπαθητική σύνδεση στο 10% του Μυθαστριανού Δικτύου με ομφάλιο λώρο απόλυτα ανοιχτό μόνο για την κόρη μου!" H συνείδησή της συνδέθηκε στιγμιαία με το μωρό της. Ήξερε πως ήταν ασφαλές και κοιμόταν στο Μοναστήρι, σε ένα κόσμο πολύ μακρινό υπό την επίβλεψη της νονάς του.

 

Όλη η διαδικασία δεν είχε διαρκέσει πάνω από λίγες στιγμές.

 

Η Ιεραγός Oράν'αα'νάενα-Κ'ύθρι'ντανα'ιρέα πέρασε μέσα από τη χρυσαφιά "κουρτίνα" της τηλεμεταφορικής πύλης.

 

 

-------------------------------------------------------

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

Πήρες φόρα μουτσάστο! (πέτυχα αυτή τη λέξη με μια φευγαλαία ανάγνωση)! Μια μέρα θα αξιωθώ να το διαβάσω από την αρχή.

 

:lol:  Να το διαβάσεις αλλά ξεκίνα από τον 1ο τόμο. Στο μεταξύ από το πολύ γράψιμο αυτές τις μέρες πονάει ο μυς ανάμεσα στο λαιμό και τον ώμο μου, και όσο πιο πολύ πονάει τόσο πιο πολύ θέλω να γράψω. Βρε, μπας και βρήκα το τέλειο αντίδοτο για μένα στο writer's block ή στο procrastination? Μήπως θέλω καμμια dominatrix να με δέρνει να έρχομαι στα ίσα μου? :tease:

 

H τέλεια μουσική για να ακούει κανείς διαβάζοντας τα κεφάλαιο 3 και 4: Philip Glass - Κoyaanisqatsi και Jon Anderson/Vangelis - I'll Find My Way Home και I Hear You Now! (Ειδικά για το 4 με την Οριάνα.) :)

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

Μόλις τελείωσα και τα δύο επόμενα κεφάλαια. Μερικές σκόρπιες σκέψεις που πεταρίζουν:

 

"Πρέπει να ξαναδιαβάσω τα προηγούμενα"

 

"Χρειάζεται λίγη διόρθωση"

 

"Ουάου!"

 

"Θέλει όμως λίγη επιμέλεια..."

 

"Που είναι το επόμενο;" και

 

"Δε μπορώ να τα διαβάζω κομμάτι-κομμάτι!" και

 

"Αααγκρ, πού είναι το επόμενο;;;"

 

Λοιπόν, μεσιέ; Πού είναι το επόμενο; :tongue:

Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Ααχ! στο τέλος διάβασα τι μουσική προτείνεις για συντροφιά με το διάβασμα των κεφαλαίων. Τώρα θα πρέπει να τα ξαναδιαβάσω :p

 

Και τα δυο κεφάλαια τα ένοιωσα σαν να με ανεβάζανε σε μια climax, πως το λένε, σαν το προτελευταίο επισόδειο της κάθε season του lost, κι έτσι τώρα περιμένω τα επόμενα κεφάλαια για να φτάσω στο αποκορύφωμα ;)

 

1ον: Στο 3ο κεφάλαιο, πολύ κυκλοθυμικός ο Τζον. Μια πολύ θυμωμένος, και ξαφνικά ήρεμος μετά από μερικές τζούρες, και πάλι τα ίδια (πολύ αντίθετα κι ακραία συναισθήματα, σαν εμένα:p), και μετά να σκάνε ένα χαμόγελο με τον γέρο όταν τους τσάκωσε η γυναίκα του. Μα καλά ο Τζον κάθεται και χάφτει ότι του λέει μια τσιγγάνα. Και επηρεάζεται τόσο εύκολα; Δεν λέω, είναι και το βιβλίο ...

 

2ον: Στο 4ο κεφάλαιο, γίνεται να είναι τόσο σεξουαλικοί σε αυτό τον πλανήτη, και μάλλον σεξουαλικά απελευθερωμένοι και να λένε ότι αν τους αγγίξει κάποιος από άλλον πλανήτη είναι κάτι σαν ψυχολογικός βιασμός; πώς; γιατί; λίγο αντιφατικό;

 

3ον: Πώς έφτιαξες τα ονόματα των πόλεων;;;; (ξέρω μυστικό του συγγραφέα :p)

 

Κάτι έλεγες για 5ο κεφάλαιο...

Link to comment
Share on other sites

Eυχαριστώ και τους δύο για τα σχόλιά σας!! :D

 

Πράγματι θέλει κάμποσες διορθώσεις και τεχνική επιμέλεια. Το επόμενο κεφάλαιο δεν είναι έτοιμο ακόμα αλλά το κοντεύω!

 

Να απαντήσω τώρα στις ερωτήσεις του Twocows.

 

Και τα δυο κεφάλαια τα ένοιωσα σαν να με ανεβάζανε σε μια climax, πως το λένε, σαν το προτελευταίο επισόδειο της κάθε season του lost, κι έτσι τώρα περιμένω τα επόμενα κεφάλαια για να φτάσω στο αποκορύφωμα

 

Χμμ, όντως θα έχει κάποια αποκορυφώματα στα επόμενα κεφάλαια, αλλά είναι περισσότερο σαν "ξεδίπλωμα" της πλοκής μάλλον.

 

1ον: Στο 3ο κεφάλαιο, πολύ κυκλοθυμικός ο Τζον. Μια πολύ θυμωμένος, και ξαφνικά ήρεμος μετά από μερικές τζούρες, και πάλι τα ίδια (πολύ αντίθετα κι ακραία συναισθήματα, σαν εμένα:p), και μετά να σκάνε ένα χαμόγελο με τον γέρο όταν τους τσάκωσε η γυναίκα του. Μα καλά ο Τζον κάθεται και χάφτει ότι του λέει μια τσιγγάνα. Και επηρεάζεται τόσο εύκολα; Δεν λέω, είναι και το βιβλίο ...

 

Με έχει απασχολήσει και μένα η έντονη κυκλοθυμικότητα του Τζον, αν και μάλλον δικαιολογείται αν σκεφτείς τι έχει περάσει. Δηλαδή είναι ελαφρά παρανοϊκός, και ένα "σύμπτωμα" αυτής της χαοτικής κάπως ψυχολογικής κατάστασης είναι η κυκλοθυμικότητα και οι απότομες εναλλαγές της.

 

Ο Τζον δεν έχαψε κάτι που του είπε η τσιγγάνα. Απλά έπαθε σοκ όταν είδε πως η κάρτα που είχε μαζέψει και έδωσε στη χαρτορίχτρα έδειχνε το εξώφυλλο του βιβλίου που είχε ήδη αγοράσει! Αυτό τον έφερε "over the edge" ας πούμε.

Όταν μετά είδε μάλιστα το όνομά του "John" και τον αριθμό 11:11 στο βιβλίο ήταν αρκετό για να πάθει κάτι σαν υστερία. Φυσικά αν ήταν ψύχραιμος θα μπορούσε να το είχε αντιμετωπίσει αλλιώς.

 

2ον: Στο 4ο κεφάλαιο, γίνεται να είναι τόσο σεξουαλικοί σε αυτό τον πλανήτη, και μάλλον σεξουαλικά απελευθερωμένοι και να λένε ότι αν τους αγγίξει κάποιος από άλλον πλανήτη είναι κάτι σαν ψυχολογικός βιασμός; πώς; γιατί; λίγο αντιφατικό;

 

Χμμ θα προσπαθήσω να στο εξηγήσω όσο πιο σύντομα μπορώ, και thanks για την ερώτηση.

Οι Ροβιριανοί είναι αναμφισβήτητα ερωτιάρηδες. Όμως είναι εξωγήινα όντα, παρά την ανθρωποειδή εμφάνισή και (εν μέρει) βιολογία τους. Η σεξουαλικότητά τους δεν είναι "απελευθερωμένη" γιατί δεν είχαν τίποτα από το οποίο να απελευθερωθούν. Ό,τι κάνουν και ό,τι νιώθουν είναι απλά φυσιολογικό γι'αυτούς και δε σκέφτονται με τους όρους ηθικής που σκεφτόμαστε εμείς (όχι πια τουλάχιστον. Η Ροβίρια είναι μέρος της Μυθαστρίας εδώ και 2000 χρόνια, και η βιοψυχική εξέλιξη των κατοίκων είναι κάμποσες χιλιάδες χρόνια μπροστά από μας). Γι'αυτό και μπορεί να είναι ντυμένοι από πάνω ως κάτω (όπως η Οριάνα), ή εντελώς γυμνοί (όπως πάλι η Οριάνα όταν ήταν έγκυος στον 1ο τόμο) χωρίς να νιώθουν την ανάγκη να ντυθούν η να γδυθούν για να προκαλέσουν!

Όμως όπως είπα, η βιοψυχολογία τους αν και μοιάζει με των ανθρώπων δεν είναι με τίποτα ίδια. Οι Ροβιριανοί έχουν 144 ερωτογόνες ζώνες σε όλο το σώμα τους και κάθε μία έχει εξ ίσου ισχυρό αποτέλεσμα με κάθε άλλη. Μια που όλη η ψυχολογία τους είναι συνυφασμένη με το σώμα τους, (δεν λειτουργούν με διαχωρισμούς σε στυλ σώμα/ψυχή/πνεύμα) κάθε άγγιγμα - η ίδια η αίσθηση της αφής -  έχει ένα αντίκτυπο μέσα τους, το οποίο μπορεί να μην είναι επιθυμητό. Ο ερωτισμός τους φτάνει σε σημείο σχεδόν τηλεπαθητικής σύνδεσης με κάθε άλλο ον, οπότε δεν είναι μόνο θέμα σεξουαλικής διέγερσης αλλά και ψυχικής σύνδεσης με αυτόν που τους αγγίζει.

 

Να στο πω με ένα παράδειγμα: Πες ότι πας σε ένα πλανήτη όπου οι κάτοικοι έχουν πολύ υπανάπτυκτη ακοή, και έχουν αναπτύξει τρομερά δυνατές φωνές ώστε να επικοινωνούν μεταξύ τους. Εσύ όμως σαν Γήινος έχεις κανονική (για σένα) ακοή. Σκέψου λοιπόν πως θα αισθανόσουν μέσα σε ένα δωμάτιο όπου χιλιάδες "κωφοί" ουρλιάζουν! Θα βούλωνες τα αυτιά σου σίγουρα!

 

Κάπως έτσι είναι και η αφή για τους Ροβιριανούς. Όταν τους αγγίζει κάποιος που δεν ξέρουν, και ειδικά εξωκόσμιο ον το οποίο δεν το "αισθάνονται", από ένστικτο ίσως, το αντίκτυπο που έχει στη νευρική ισορροπία τους είναι μεγάλο. Οι ερωτογόνες ζώνες τους αντιδρούν χωρίς οι ίδιοι να είναι προετοιμασμένοι γι'αυτό.

Το γεγονός δηλαδή πως είναι υπερσεξουαλικοί και αισθησιακοί δεν τους κάνει πανσεξουαλικούς. Οι Ροβιριανές γυναίκες δεν γεννιούνται παρθένες, και γενικά ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι αμφιερωτικό, αλλά δεν υπάρχει π.χ. παιδεραστία στη Ροβίρια. Θα το θεωρούσαν κάτι φρικαλέο!

Γι'αυτό και μαθαίνουν από μικροί πάμπολλες τεχνικές αυτογνωσίας, ώστε να έχουν ένα ισορροπημένο ψυχολογικό "μοντέλο" σύμφωνο με τη βιολογία και την προσωπικότητά τους.

Ναι, ότι δε χάνουν την ευκαιρία για σεξ είναι αλήθεια αλλά το σεξ για κείνους είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από τη σωματική ικανοποίηση. Έχουν ένα σωρό λέξεις και έννοιες για τον "οργασμό" ας πούμε. Αλλά μπορεί κάλλιστα ένας Ροβιριανός να "απέχει" από το σεξ για ένα 

διάστημα (για δικούς τους λόγους), μόνο που το οξύμωρο εδώ είναι πως και η ίδια η αποχή είναι εντελώς σεξουαλική για έναν Ροβιριανό!

 

3ον: Πώς έφτιαξες τα ονόματα των πόλεων;;;; (ξέρω μυστικό του συγγραφέα :p)

 

Μμμ, δύσκολη ερώτηση. Όχι για λόγους μυστικοπάθειας αλλά γιατί δεν ξέρω να σου απαντήσω. Η Ροβίρια είναι ένας κόσμος που έφτιαξα πριν από πολλά χρόνια, και τότε (αφού ήμουν ακόμα 15 χρόνων) δεν ήταν παρά ο πλανήτης του σεξ. Μετά βέβαια τον εξέλιξα σε κάτι βαθύτερο.

Δεν ξέρω από πού προήλθε το όνομα, αλλά μια άλλη Μυθαστριανή από τη Ροβίρια λέγεται "Καμπίρι", ο πολιτισμός του πλανήτη παραπέμπει σε αρχαία μυστήρια που θυμίζουν

εκείνα της Ελευσίνας και της Σαμοθράκης (όπου λατρεύονταν οι Κάβειροι). Επίσης όταν φαντάστηκα τη Ροβίρια ήταν την εποχή που η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε ανεβάσει το μιούζικαλ "Καμπίρια" η οποία ήταν μια πόρνη με χρυσή καρδιά, που λέμε.

 

Τώρα για τις πόλεις? Δεν ξέρω. Ίσως υποσυνείδητα να φαντάστηκα ονόματα που παρέπεμπαν αμυδρά στην Αραβία (με την ηδυπάθειά της) ή την Ινδία (με τη yoga και την kama sutra), αλλά στην πραγματικότητα απλά είδα στο "μάτι του νου μου" το χάρτη της Ροβίρια και "διάβασα" τα ονόματα των πόλεων.

Μόνη εξαίρεση η πόλη Oράν'αα'νάενα που βασίζεται στo όνομα της πόλης Ra'aanana του Ισραήλ και μου άρεσε και σαν πραγματικό όνομα της Οριάνα.

Η λεξιπλαστική ομοιότητα στα ονόματα των πόλεων κλπ, είναι απλά αποτέλεσμα του ενδιαφέροντός μου για τη γλωσσολογία και για το να δώσω μια κάποια συνοχή και "εξωτικότητα" στον κόσμο της Ροβίρια. Όμως και αυτό δεν έγινε εντελώς συνειδητά...

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

Το παράδειγμα με τους "κωφούς" με έκανε να καταλάβω πολύ καλά!

Καλή συνέχεια!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..