Jump to content

Τα Παιδιά Πρέπει Πάντα Να Γελούν


Namris

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Αναστασιάδης Κων/νος

Είδος: Φαντασίας

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 3000

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Αγαπητά σουφουφάκια, έχοντας την αίσθηση ότι η σημερινή μέρα είναι κάπως υποτονική, είπα να βάλω μια ιστοριούλα που έγραψα πριν από 4-5 μήνες.

 

 

 

Τα παιδιά πρέπει πάντα να γελούν

 

«Χαρωπά τα δυό μου χέρια τα χτυπώ

Χαρωπά τα δυό μου χέρια τα χτυπώ

Γιατί είμαι εγώ παιδί, ξέρω πάντα να γελώ…»

 

 

 

 

«Γιωργάκη σταμάτα! Ούτε να το σκεφτείς!»

«Χα, χα!»

«Άσε κάτω το χιόνι. Τώρα!»

Την ώρα που τα άλλα παιδάκια τραγουδούσαν, ο Γιωργάκης είχε στοιβάξει μια μεγάλη χιονόμπαλα στα χνουδωτά του χεράκια, και περίμενε την διαίσθηση του να υποδείξει το τέλειο θύμα που θα την έτρωγε στα μούτρα.

«Ακούς τι σου λέω!»

Ο Γιωργάκης άκουγε, αλλά παράλληλα έβλεπε και την Μαιρούλα να τον κοιτάζει τρομαγμένη, την στιγμή που τα υπόλοιπα παιδάκια είχανε ξεκαρδιστεί στα γέλια. Ο στόχος είχε εντοπιστεί, και το χέρι του Γιωργάκη ύψωσε την χιονόμπαλα απειλητικά, σημαδεύοντας το ροζέ κεφαλάκι της Μαιρούλας. Η δασκάλα έτρεξε γρήγορα προς το μέρος του, αλλά ήταν αργά.

Φλάπ!!!

«Ουάαααααα!!!»

Η βολή δεν θα μπορούσε να ήταν περισσότερο πετυχημένη, και απόδειξη ήταν το δυνατό κλάμα του κοριτσιού. Η δασκάλα πήγε κοντά της και την αγκάλιασε.

«Έλα τώρα, σταμάτα να κλαις. Λίγο χιόνι ήταν. Έλα να το φιλήσω εγώ», και της έδωσε ένα φιλάκι στο τριχωτό της μάγουλο. «Θα χαρίσεις ένα χαμόγελο στην δασκάλα που σ’ αγαπά;»

Η Μαιρούλα χαμογέλασε γλυκά, και η δασκάλα τίναξε το χιόνι από την ροζ γουνίτσα της στο πρόσωπο, το στήθος, και τους μηρούς. Στη συνέχεια γύρισε και αντιμετώπισε το πονηρό βλέμμα του Γιωργάκη, που κρατούσε μία ακόμη μεγαλύτερη χιονόμπαλα. Αυτή την φορά όμως ήταν πιο γρήγορη. Του πέταξε την μπάλα από τα χέρια, και έριξε μια ξεγυρισμένη ανάποδη στον γαλάζιο του πισινό. Αν δεν ήταν καλυμμένος με πυκνή γούνα, σίγουρα θα του είχε αφήσει μια τεράστια μελανιά. Ένας θεός ξέρει πόσες ξυλιές έχει φάει αυτό το παιδί, και δεν λέει να στρώσει. Και να πεις ότι ήταν μικρός, πάει καλά. Αλλά είχε ήδη κλείσει τα έξη.

«Τιμωρία έξω στο χιόνι. Θα μείνεις ακίνητος μέχρι να σε φωνάξω».

Ο Γιωργάκης άλλο που δεν ήθελε. Προκειμένου να γλιτώσει το μάθημα, θα έπεφτε ακόμα και στο παγωμένο νερό να κάνει την τσιπούρα. Σηκώθηκε από το χιονισμένο πάτωμα, βγήκε έξω από τον Παρθενώνα, και στάθηκε στο χιόνι που έπεφτε μανιασμένα. Τα άλλα πέντε παιδάκια καθισμένα σε κύκλο τον κοιτούσαν χαμογελαστά, και αυτός τους έκανε σκέρτσα.

«Γύρνα από την άλλη, και άσε μας επιτέλους να συνεχίσουμε το μάθημα», του φώναξε η δασκάλα.

Ο Γιωργάκης τους γύρισε μουτρωμένος την πλάτη, και προχώρησε πέντε μέτρα μέσα στο σκοτάδι. Αν και ήταν δέκα το πρωί, ο ήλιος είχε κρυφτεί εντελώς πίσω από τις χοντρές νιφάδες, που χόρευαν σαν τρελές στον δυνατό αέρα. Προσπαθούσε να βρει κάτι το ενδιαφέρον, αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν τα δεκάδες ιγκλού απλωμένα σαν λευκές λεμονόκουπες γύρω από τον Παρθενώνα. Μέσα σε δύο λεπτά η γούνα του είχε γεμίσει χιόνι, και από γαλάζια έγινε κατάλευκη σαν το τοπίο. Με δέκα πόντους τρίχωμα ήταν βέβαια αδύνατον να κρυώσει. Η τιμωρία εξάλλου στόχευε στην απομόνωση, και όχι σε σωματική δοκιμασία, αν και δεν φαινόταν να αποδίδει ιδιαίτερα. Δυστυχώς όμως κάτω από αυτές τις συνθήκες, το ρεπερτόριο της δασκάλας ήτανε ιδιαίτερα φτωχό σε τιμωρίες.

«Λοιπόν, πιο καλό παιδάκι θα μας πει που είχαμε μείνει στο προηγούμενο μάθημα; Ναι Μαιρούλα».

«Στους ανθλώπους παλιά».

«Μπράβο Μαιρούλα. Θυμάσαι μήπως και τι λέγαμε;»

Η Μαιρούλα ανασηκώθηκε και χάιδεψε τις ροζ τριχούλες στο κεφαλάκι της για να θυμηθεί.

«Λέγκαμε…λέγκαμε…ότι ζεν είχανε γκούνα, αλλά…»

«Ναι…»

«…αλλά…»

«Κυρία, κυρία!»

«Ναι Γωγώ».

«Είχαν δέρμα».

«Πολύ σωστά Γωγώ. Τα παλιά τα χρόνια οι άνθρωποι είχανε δέρμα».

«Και δεν κρυώνανε καλέ κυρία;»

«Δεν κρυώνανε Παύλο, γιατί τότε δεν έπεφτε χιόνι».

«Και τι έπεφτε;»

«Τίποτα δεν έπεφτε. Είχανε λιακάδα, όπως έχουμε εμείς για λίγες μέρες το καλοκαίρι. Δίχως όμως το κρύο».

«Ααααα!»

«Και πως αποκτήσαμε την γούνα κυρία, αφού παλιά οι άνθρωποι είχανε δέρμα;»

«Πολύ καλή ερώτηση Ελενίτσα».

«Κυρία, κυρία!»

«Ναι Γωγώ»

«Μας την έδωσε ο καλός θεούλης για να μην κρυώνουμε. Ροζ γούνα στα κοριτσάκια, και γαλάζια στα αγοράκια».

«Ακριβώς. Μετά την μεγάλη πλημμύρα, άρχισε να κάνει όλο και περισσότερο κρύο. Και ο καλός θεούλης για να μας προστατέψει, μας έδωσε παχύ τρίχωμα ώστε να μην κρυώνουμε». Η δασκάλα τέντωσε μια χούφτα τρίχες από το μπράτσο της, για να τις δουν τα παιδιά. «Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να φοράμε ρούχα».

«Τι είναι τα λούχα κυλία;»

«Ρούχα Μαιρούλα, όχι λούχα. Προσπάθησε ξανά».

«Λλλλλ…ρρρρρούχα. Τι είναι τα ρρρρρούχα κυλία;»

«Τα ρούχα…ναι Γωγώ».

«Τα ρούχα ήταν καλύμματα που τα φορούσαν παλιά για να μην κρυώνουν».

«Μα αφού κυρία δεν είχε χιόνι παλιά αλλά λιακάδα, γιατί κρυώνανε οι άνθρωποι;»

«Και τότε έκανε κρύο Παύλο τον χειμώνα, αλλά όχι τόσο. Και τότε καμιά φορά τον χειμώνα χιόνιζε, αλλά το χιόνι ήταν ελαφρύ. Ακόμη και με ρούχα, οι άνθρωποι τότε δεν θα μπορούσανε να αντέξουν το κρύο που έχουμε εμείς τώρα».

Στη συνέχεια γύρισε, προσπέρασε το μεγάλο κομμάτι πάγου που χρησιμοποιούσανε για πίνακα, και πήγε σε ένα μεγάλο θερμόμετρο της κλίμακας Κελσίου που ήταν ακουμπισμένο σε ένα κίονα. Το θερμόμετρο – ένα από τα ελάχιστα κατάλοιπα της παλιάς εποχής – ήτανε γύρω στο ένα μέτρο μακρύ, και είχε μισοκαλυφτεί από το χιόνι που έπεφτε στο εσωτερικό του Παρθενώνα. Ο υδράργυρος σίγουρα ένιωθε την παγωνιά να διαπερνά τα μόρια του, και είχε κουρνιάσει στην βάση του γυάλινου σπιτιού του. Δεν σκόπευε να ξεμυτίσει ψηλότερα από τους μείων ενενήντα βαθμούς.

Η δασκάλα πήρε το γέρικο θερμόμετρο και το έφερε μπροστά στα υπόλοιπα παιδιά. Τίναξε το χιόνι από πάνω του, και έδειξε με το δάχτυλο το σημείο που αναπαυόταν ο υδράργυρος.

«Βλέπετε παιδιά την θερμοκρασία που έχουμε;»

«Ενενήντα βαθμούς» πετάχτηκε η Αννούλα.

«Μείων ενενήντα χαζούλα» διόρθωσε η Γωγώ.

«Μπράβο παιδιά. Θέλετε να δείτε πόσους βαθμούς είχανε παλιά οι άνθρωποι τον χειμώνα στην Ακρόπολη;»

«Ναι, ναι, ναι…»

Η δασκάλα έβαλε το δάχτυλο εκεί που το μαύρο μελάνι έγραφε δέκα βαθμούς. Τα παιδιά προσπαθούσαν να κατανοήσουν την διαφορά ανάμεσα στα δύο νούμερα, αλλά τους ήταν αδύνατο. Ακόμα και για την δασκάλα η διαφορά ήταν υπερβολικά μεγάλη για να σχηματίσει μια εικόνα στο μυαλό της με την ζωή των ανθρώπων σε ένα τόσο καυτό περιβάλλον. Το μόνο μέτρο σύγκρισης που είχαν, ήταν η αποπνικτική ζέστη ορισμένες μέρες το καλοκαίρι μέσα στα ιγκλού. Αλλά και τότε η θερμοκρασία ποτέ δεν ξεπερνούσε τους μείων εξήντα.

 

«Κυρία, να ρωτήσω κάτι;»

«Φυσικά Ελενίτσα».

«Ο καλός θεούλης είπαμε μας έδωσε γούνες για να μην κρυώνουμε από το χιόνι».

«Πολύ σωστά Ελενίτσα».

«Δεν θα ήταν καλλίτερα αν δεν μας έδινε καθόλου χιόνι, και να ήμασταν όπως παλιά; Γιατί να μας δώσει όλο αυτό το κρύο; Τι κακό του κάναμε;»

«Δεν φταίει ο θεούλης ψυχή μου. Εμείς φταίμε. Πιο σωστά, οι άνθρωποι παλιά φταίγανε».

«Γιατί κυρία; Τι κάνανε;»

«Θυμάσαι Μιχαλάκη το ψάρι από πάγο που είχε σκαλίσει ο μπαμπάς σου;»

Ο Μιχαλάκης ένιωσε πως η δασκάλα έξυνε παλιές πληγές και κατσούφιασε.

«Ναι κυρία».

«Θυμάσαι τι έγινε;»

«Έσπασε»

«Γιατί έσπασε;»

«Δεν πρόσεχα, και κάθισα πάνω του». Ο Μιχαλάκης έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένος, και τα υπόλοιπα παιδιά βάλανε τα γέλια.

«Αυτό κάνανε παλιά οι άνθρωποι. Δεν πρόσεξαν τον πλανήτη, και έκαναν πράγματα που δεν έπρεπε. Και ο πλανήτης χάλασε».

«Εμένα ο μπαμπάς μου», πήρε τον λόγο η Γωγώ «πάντα μου λέει τι πρέπει να κάνω και τι όχι. Δεν είχανε μπαμπά οι άνθρωποι που χάλασαν τον πλανήτη να τους πει τι δεν έπρεπε να κάνουν;»

«Φυσικά και είχανε καλή μου. Υπήρχανε πολλοί σοφοί άνθρωποι τότε που τους αποκαλούσαν επιστήμονες. Αυτοί συνεχώς προειδοποιούσανε τον κόσμο. Κανείς όμως δεν τους άκουγε».

«Μα γιατί κυρία; Εμείς πάντα ακούμε εσάς και τους γονείς μας», είπε η Ελενίτσα με απορία και θλίψη στο βλέμμα.

«Αν εγώ δεν ακούσω τον μπαμπά μου θα με κάνει άσπρο στο ξύλο» πετάχτηκε ο Παύλος.

«Μπράβο παιδιά μου. Θα γίνεται και εσείς σοφοί άνθρωποι όταν μεγαλώσετε. Σοφοί δεν είναι αυτοί που ξέρουν τα πάντα, αλλά αυτοί που ακούνε όσους ξέρουν περισσότερα».

 

Η δασκάλα θυμήθηκε τότε τον Γιωργάκη που ακόμη στεκόταν έξω στο χιόνι. Στάθηκε κοντά στον κίονα της εισόδου και τον φώναξε : «Γιωργάκη, έλα πίσω στο μάθημα!»

Ο Γιωργάκης όμως δεν άκουγε. Εν μέρει γιατί ο δυνατός άνεμος έπαιρνε μακριά την φωνή της δασκάλας. Κυρίως όμως γιατί χάζευε τον κυρ Τάσο, τον μπαμπά της Γωγώς. Κρατούσε ένα μεγάλο ψάρι στα χέρια του, και το έδειχνε σε κάποιους άλλους μπαμπάδες που είχανε μαζευτεί γύρω του. Από τις κινήσεις και την μύτη που είχε σηκωμένη στον ουρανό – ναι, σίγουρα ήταν ο μπαμπάς της Γωγώς – υπέθεσε πως θα διηγούτανε την σκηνή του ψαρέματος, καμαρώνοντας για το μεγάλο του κατόρθωμα. Ο κυρ Τάσος ήταν εξάλλου ο πιο ηλικιωμένος από τους εικοσιτρείς κατοίκους της Ακρόπολης, και όλοι τον σέβονταν. Πολλοί απορούσανε που ήταν ακόμη ζωντανός, παρότι είχε κλείσει εδώ και αρκετό καιρό τα δεκαεννιά.

Η δασκάλα ετοιμάστηκε να βγει έξω στο χιόνι για να τον μαζέψει, όταν μια χιονόμπαλα πέρασε ξυστά δίπλα της, χαϊδεύοντας τις τρίχες στο μάγουλο της. Η χιονόμπαλα έσκασε ακριβώς πάνω στο κεφάλι του Γιωργάκη. Γύρισε και είδε τον Παύλο δύο μέτρα πίσω της, να πανηγυρίζει για την εύστοχη βολή του. Ο Παύλος είδε το θανατηφόρο βλέμμα της, και έμεινε στήλη άλατος.

«Για να τον φωνάξω πέταξα την μπάλα καλέ κυρία!»

«Μμμμμ!!!»

«Αφού δεν γύριζε καλέ κυρία!»

Ο Γιωργάκης – με την χιονόμπαλα κολλημένη στο κεφάλι του σαν καρούμπαλο – γύρισε, και μόλις είδε τους συμμαθητές του να τον κοιτάνε άρχισε να τους κάνει ξανά σκέρτσα. Η δασκάλα έστρεψε το βλέμμα της από τον Παύλο στον Γιωργάκη, και του έκανε νόημα να γυρίσει στο μάθημα. Ο Γιωργάκης άρχισε να τρέχει χαρούμενος μέσα στο χιόνι, σαν κοντοπίθαρο γέτι με διάρροια. Μπήκε στο εσωτερικό του Παρθενώνα, και επέστρεψε στην θέση του. Δίπλα του καθόταν η Γωγώ. Έσκυψε να της πει πως είδε τον πατέρα της με ένα μεγάλο ψάρι, αλλά το μπλαζέ της ύφος τον αποθάρρυνε. «Ψηλομύτα» σκέφτηκε, και έστρεψε το βλέμμα του στην Μαιρούλα που τον κοίταζε φοβισμένη. Της έκλεισε το μάτι, και η Μαιρούλα χαμογέλασε πονηρά.

 

«Λοιπόν, τι λέγαμε; Α, ναι. Για την παλιά εποχή. Τότε παιδιά δεν είχε πάγους, και η Ακρόπολη ήτανε λόφος».

«Τι θα πει λόφος κυρία;»

Η δασκάλα έσκυψε και κοίταξε πέρα από τους κίονες, μέσα στο σκοτάδι. «Βλέπετε το ύψωμα εκεί μακριά που προεξέχει από τους πάγους; Φαίνεται πολύ αμυδρά».

Τα παιδιά προσπάθησαν να δουν εκεί που έδειχνε η δασκάλα. Ορισμένα τέντωσαν τα μάτια τους σαν κινεζάκια για να δουν καθαρότερα. «Το Φιλιπάππου;»

«Ναι Γωγώ. Το Φιλοπάππου. Φανταστείτε το δέκα φορές ψηλότερο».

«Αααα!»

«Έτσι ψηλή ήτανε παλιά η Ακρόπολη. Στον βυθό γύρω από την Ακρόπολη και το λόφο του Φιλοπάππου υπήρχανε σπίτια που χάθηκαν στην μεγάλη πλημμύρα. Χιλιάδες σπίτια. Όσα είναι τα άστρα στον ουρανό. Ανήκαν όλα σε μια μεγάλη πόλη που την λέγανε Αθήνα. Και ακόμη περισσότεροι από τα σπίτια ήταν οι άνθρωποι που έμεναν στην πόλη αυτή. Οι θάλασσες όμως φούσκωναν κάθε χρόνο όλο και πιο πολύ. Μέχρι που σκέπασαν μεγάλες εκτάσεις, και δεκάδες πόλεις πλημμύρισαν. Και αμέσως μετά ήρθαν οι σεισμοί. Βαθιές χαράδρες έσχισαν την γη, και κύματα θεόρατα υψώθηκαν μέχρι το ουρανό, βυθίζοντας όλες τις πόλεις του πλανήτη. Πολλοί άνθρωποι για να προστατευτούν, ανέβηκαν στα βουνά και στους λόφους. Οι υπόλοιποι χάθηκαν κάτω από τα νερά που έφτασαν μέχρι την κορυφή σχεδόν της Ακρόπολης. Μετά από λίγες εβδομάδες που είχαν καταφέρει να προσαρμοστούν, είδανε πως τα νερά σιγά σιγά άρχισαν να τραβιούνται. Η ελπίδα για μια νέα αρχή επέστρεψε στις ψυχές τους, και τα όνειρα γέμισαν ξανά με όμορφες εικόνες. Δυστυχώς όμως μαζί με την ελπίδα ήρθε και το χιόνι. Χιόνι πυκνό όπως αυτό που βλέπετε έξω. Και η θερμοκρασία να πέφτει κάθε μέρα και πιο πολύ. Τα νερά έγιναν πάγος, φυλακίζοντας για πάντα τις πόλεις στον παγωμένο βυθό τους. Ελάχιστοι άνθρωποι κατάφεραν να επιβιώσουν. Αυτοί που επιλέχτηκαν από τον καλό θεούλη για να μην χαθεί το ανθρώπινο γένος».

«Πότε έγινε η μεγάλη πλημμύρα κυρία;»

«Κυρία, κυρία!»

«Ναι Γωγώ»

«Πριν εβδομήντα χρόνια».

«Μπράβο Γωγώ. Ποια χρονιά δηλαδή;»

Η Γωγώ κοιτούσε την δασκάλα καθώς έστυβε το μυαλό της να υπολογίσει την χρονιά που τα νερά σκέπασαν τον πλανήτη, αλλά η αριθμητική δεν ήτανε ποτέ το φόρτε της.

«Μήπως κανένα άλλο παιδάκι ξέρει να κάνει τον υπολογισμό;»

Μόνο ο άνεμος ακουγόταν. Τα παιδιά είχαν βουβαθεί ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην Γωγώ μήπως και τους ξελασπώσει.

«Ωραία, ας κάνουμε τότε λίγη αριθμητική. Μιχαλάκη, έλα στον πίνακα».

Ο Μιχαλάκης έκανε πως δεν άκουσε. Τέντωνε τις γαλάζιες τρίχες στο στομάχι του δήθεν αφηρημένα.

«Μιχαλάκη, μην παριστάνεις τον κουφό. Στον πίνακα γρήγορα».

Ο Μιχαλάκης σήκωσε απότομα το μαλλιαρό του κεφαλάκι.

«Εγώ κυρία;»

«Ακόμα να έρθεις;»

Δεν έχει σημασία πόσο καλή ήταν η δασκάλα. Όταν επρόκειτο να φωνάξει κάποιο παιδάκι στον πίνακα, όλοι την βλέπανε σαν μπαμπούλα, πεινασμένο για τις σάρκες τους. Ο Μιχαλάκης άφησε την θέση του τεμπέλικα, και στάθηκε μπροστά στο μεγάλο τετράγωνο κομμάτι πάγου που βρισκόταν πίσω από την δασκάλα.

«Καθάρισε τον πίνακα».

Πήρε μεγάλες χούφτες χιόνι από το πάτωμα, και τις άπλωσε πάνω στον πάγο, μέχρι που τον κάλυψε εντελώς. Μόλις τέλειωσε, η δασκάλα συνέχισε.

«Ωραία. Γράψε τώρα στον πίνακα την φετινή χρονιά».

Ο Μιχαλάκης παρέμεινε ακίνητος και σκεφτικός.

«Δεν θυμάσαι τι έτος έχουμε φέτος;»

«Θυμάμαι»

«Ξέρεις να το γράψεις»;

«Ξέρω»

«Άντε γράφτο λοιπόν».

Αργά, αργά και μεγάλη προσοχή, έγραψε με το δάχτυλο του πάνω στο χιόνι : 2 1 0 0

«Ωραία. Φέτος έχουμε δύο χιλιάδες εκατό. Αφαίρεσε εβδομήντα από κάτω».

Ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην δασκάλα για επιβεβαίωση, έγραψε – 7 0 κάτω από το 2 1 0 0.

«Πόσο μας κάνει τώρα;»

«Κυρία, κυρία!»

«Θα μας απαντήσει ο Μιχαλάκης, Γωγώ».

Ο Μιχαλάκης προσπαθούσε να σκεφτεί τραβώντας πίσω τις τούφες στο κεφάλι του.

«Θυμάσαι πως κάνουμε αφαίρεση;»

«Θυμάμαι»

«Άντε λοιπόν να σε καμαρώσουμε».

Μετά από τιτάνια προσπάθεια, ο Μιχαλάκης ολοκλήρωσε την πράξη, και έγραψε στον πίνακα το πολυπόθετο αποτέλεσμα : 2 0 3 0.

«Μπράβο Μιχαλάκη. Αυτή είναι η χρονιά που έγινε η μεγάλη πλημμύρα».

«Και εγώ το ήξερα κυρία» φώναξε η Γωγώ μουτρωμένη που της στέρησε την ευκαιρία να διακριθεί για μια ακόμη φορά.

«Καλή μου Γωγώ, είσαι εννέα χρονών. Φυσικά και το ξέρεις. Τα θέμα είναι να το μάθουν και τα μικρότερα παιδάκια».

«Μα και εγώ παιδάκι είμαι κυρία».

«Δεν είσαι παιδάκι Γωγώ. Του χρόνου θα παντρευτείς και θα κάνεις δική σου οικογένεια. Εσύ πρέπει να μάθεις άλλα πράγματα».

«Δηλαδή κυρία;»

«Πως ανοίγουν τρύπες στον πάγο, πως πιάνουν ψάρια, πως φτιάχνουνε ιγκλού, πως φροντίζουνε ένα μωρό, τέτοια πράγματα».

«Μου τα δείχνει ο μπαμπάς μου αυτά».

«Και πολύ καλά κάνει. Θα συζητήσουμε και μαζί πολλά άλλα πράγματα κάποια άλλη στιγμή. Γυναικείας φύσης».

Η Γωγώ καμάρωνε που η δασκάλα την θεωρούσε μεγάλη γυναίκα. Αποφάσισε να μην ξανασηκώσει το χέρι της για παιδιάστικες σαχλαμάρες.

 

«Πιο παιδάκι θα μας πει τώρα το λόγο που φούσκωσαν τα νερά της θάλασσας;»

Η Γωγώ κοιτούσε τα υπόλοιπα σκεφτικά προσωπάκια δεξιά και αριστερά, αλλά ήταν αποφασισμένη να τηρήσει αξιοπρεπή στάση.

«Έλιωσαν οι πάγοι;» απάντησε διστακτικά η Αννούλα σαν να φοβόταν μην πετάξει καμιά κοτσάνα.

«Πολύ σωστά Αννούλα».

Η Αννούλα τέντωσε το κορμί της με καμάρι, και έριξε μια αφ’ υψηλού ματιά στην Γωγώ που άρχισε να αναθεωρεί τις απόψεις περί αξιοπρέπειας.

«Αφού όλο πάγκους έκουμε κυλία; Πως λιώσαν;»

«Όχι αυτοί Μαιρούλα. Παλιά. Όταν οι άνθρωποι είχαν ακόμη δέρμα. Υπήρχανε τεράστιοι πάγοι στον βόρειο πόλο και τον νότιο πόλο της Γης. Οι άνθρωποι τότε δεν ήταν καλοί με την φύση».

«Κάνανε αταξίες;»

«Ναι Αννούλα. Κάνανε αταξίες. Και όταν κάποιος είναι άτακτος τι κάνει συνήθως;»

«Ζημιά!!!» φώναξαν όλα τα παιδιά εν χορώ.

«Ακριβώς παιδιά. Οι άνθρωποι έκαναν μεγάλη ζημιά στην φύση, και οι τεράστιοι αυτοί πάγοι έλιωσαν. Και έτσι τα νερά φούσκωσαν και ξεκίνησαν την μεγάλη πλημμύρα που είπαμε και προηγουμένως. Ποτέ ξανά δεν είδε κανείς την γη πράσινη, ούτε είδε ποτέ δέντρο ή λουλούδι. Ούτε και εγώ είδα βέβαια. Απλά σας λέω ότι μου είπε και η δική μου δασκάλα. Θυμάστε που σας είχα σχεδιάσει ένα δέντρο;»

«Τι είναι πράσινο κυρία;»

«Πράσινο είναι χρώμα Ελενίτσα».

«Όπως το γαλάζιο;” πετάχτηκε ο Γιωργάκης δείχνοντας τις τρίχες του.

«Όπως το ροζ;» πετάχτηκε και η Αννούλα δείχνοντας το δικό της τρίχωμα.

«Όχι, όχι. Έχετε δει ουράνιο τόξο;»

«Ναίίίί!» φώναξαν όλα τα παιδιά μαζί, φέρνοντας στο μυαλό τους το πανέμορφο αυτό θέαμα που έβλεπαν καμιά φορά το καλοκαίρι, και έσπαγε την λευκή μονοτονία.

«Ε λοιπόν, πράσινο είναι το χρώμα ανάμεσα στο γαλάζιο, και το κίτρινο των άστρων».

«Ααααα!»

«Είναι ωλαίο το πλάσινο κυλία».

«Πράγματι Μαιρούλα, είναι πανέμορφο. Παλιά όλη η γη ήτανε πράσινη, και πάνω της φύτρωναν πανέμορφα λουλούδια που είχαν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου».

«Θα ήταν πολύ ωραία τα λουλούδια κυρία. Είναι μαγεία να κρατάς στα χέρια σου το ουράνιο τόξο» είπε η Ελενίτσα σχηματίζοντας με τα χέρια της μία αγκαλιά, για να φυλακίσει το ουράνιο τόξο που φαντάστηκε.

«Εμείς δεν θα δούμε ποτέ λουλούδια κυρία;»

«Εσύ Αννούλα και όλα τα άλλα παιδάκια έχετε πολλά άλλα ωραία πράγματα να δείτε και να μάθετε όταν μεγαλώσετε. Γι’ αυτό να είστε καλοί μαθητές ώστε να προετοιμαστείτε όπως πρέπει. Δεν θα είμαι για πολύ καιρό ακόμη μαζί σας».

«Σα φύγκετε κυλία;»

Η Γωγώ σκούντησε την Μαιρούλα. «Σώπα χαζούλα. Θα πάει στους αγγέλους», ψιθύρισε στο αυτί της.

Η Μαιρούλα κατσούφιασε. «Ζε σέλω να πάτε στους αγγέλους κυλία. Εγκώ σας αγκαπώ».

«Και εγώ σ’ αγαπώ Μαιρούλα. Όλα τα παιδάκια σας αγαπώ. Κάποτε όμως γερνάμε και φεύγουμε από την ζωή. Και εγώ είμαι ήδη πολύ γριά. Σχεδόν σαν τον μπαμπά της Γωγώς. Εχθές έκλεισα τα δεκαεννιά».

«Ωωωωω!»

«Είσαι τόσο μεγάλη μαμά;»

«Ναι Γιωργάκη. Όταν εγώ θα φύγω, η μαμά του Μιχαλάκη θα γίνει και δική σου μαμά».

Ο Γιωργάκης χαμήλωσε το κεφαλάκι του θλιμμένος. Η μητέρα του πολλές φορές προσπάθησε να τον προετοιμάσει, αλλά ποτέ δεν ήθελε να ακούσει. Στην πρώτη κουβέντα έκλεινε τα αυτιά του, και την κοπανούσε για να κάνει σκανδαλιές.

«Ο μπαμπάς είπε πως σύντομα θα πάει να συναντήσει την μαμά, και πως δεν πρέπει να ανησυχώ».

«Έχει δίκιο Γωγώ. Εσύ είσαι τώρα μεγάλη κοπέλα. Όσο καιρό βρίσκομαι ακόμη εδώ, θα είμαι δίπλα σου. Και μετά, η μαμά που αναλάβει αυτήν την τάξη θα σου σταθεί. Όλοι είμαστε μια μεγάλη οικογένεια. Πρέπει όλα τα παιδάκια να είστε αγαπημένα μεταξύ σας, και να βοηθάτε ο ένας τον άλλον».

«Κυλία…»

«Ναι Μαιρούλα»

«Ζε σέλω να παω στους αγγέλους. Φοβάμαι…»

Η δασκάλα αγκάλιασε την Μαιρούλα, και σκούπισε τα δάκρυα από τα ματάκια της.

«Τι λόγια είναι αυτά καρδιά μου. Είσαι πολύ μικρή ακόμη. Δεν έχεις λόγο να σκέφτεσαι τους αγγέλους. Έχεις ολόκληρη ζωή μπροστά σου. Ας τραγουδήσουμε λιγάκι τώρα για να φτιάξει το κέφι μας. Εμπρός, όλα τα παιδάκια μαζί…»

 

 

 

 

«Γιατί είμαι εγώ παιδί, ξέρω πάντα να γελώ

Χαρωπά τα δυό μου χέρια τα χτυπώ»

 

 

 

 

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Αυτό είναι έξοχο! Το είδα διαβάζοντας το. Ίσως σε super wow animation, το είδα. Τα γούνινα πλασματάκια, και τον νέο τους κόσμο, και την Αθήνα παγιδευμένη κάτω από τους πάγους. Άψογη γραφή, είναι ιδανικό να διαβαστεί και από παιδιά, δεν μπορώ να φανταστώ γονέα που δεν θα το ήθελε για το παιδί του.

 

Μία σημείωση, όπου μου είχαν κάνει παρόμοια παρατήρηση για κάτι άλλο, δικό μου. Νομίζω, πως σύμφωνα με την εξελικτική του Δαρβίνου, 70 χρόνια είναι πολύ λίγα για να πάει ο άνθρωπος από δέρμα σε γούνα. Θα χρειαζόταν ίδιος χρόνος με την αντίθετη πορεία, από γούνα σε δέρμα. Όταν στα 19 αυτοί θεωρούνταν γέροι και ετοιμοθάνατοι, στην αρχή σκέφτηκα πως μετρούσαν αλλιώς τον χρόνο και άρα στην πραγματικότητα πέρασε πολύς χρόνος. Εκτός κι αν το σκεπτικό σου είναι πως με τα λίγα χρόνια που ζουν, οι γενεές μέσα σε 70 χρόνια είναι πολύ περισσότερες και άρα η αλλαγή εφικτή. Μμ, δεν ξέρω. Επιστήμονας δεν είμαι, παραμυθάς σαν κι εσένα είμαι. Δεν θα επιμείνω, πάρε όμως και άλλες γνώμες.

 

Πέραν των αριθμών όμως, πολύ καλό κομμάτι.

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ παιδιά για τα καλά σχόλια.

 

Ντίνο, σχετικά με τον χρόνο που χρειάζεται για την μετάβαση από δέρμα σε γούνα, ειλικρινά δεν είχα ιδέα, και σε ευχαριστώ για την πληροφορία. Θα την έχω υπόψη μου για το μέλλον.

 

Βέβαια δεν νομίζω πως θα άλλαζα τίποτα στο διήγημα.

Από μικρός είχα την αίσθηση πως κάθε πλανήτης δεν είναι απλά μια τεράστια κοτρώνα, αλλά μια μορφή ζωής με πετρώδες δέρμα. Δεν ισχυρίζομαι βέβαια πως κάτι τέτοιο στέκει. Πολύ πιθανόν να είναι απλά μια τεράστια κοτρώνα.

Εξαιτίας αυτής της αίσθησης γράφτηκε αυτό το διήγημα. Δεν ήθελα να δείξω απλά την εκδίκηση της φύσης, αλλά το σαρκασμό της. Οι γαλάζιες και ροζ γούνες είναι η σαρκαστική υπογραφή της φύσης

στο καταστροφικό της έργο. Καταστροφικό για τον άνθρωπο, γιατί ακόμη και ντυμένη στα λευκά, η φύση παραμένει όμορφη. Οι γούνες και η μικρή διάρκεια ζωής συμβολίζουν την απόφαση της φύσης ότι

δεν μας αξίζει η ανθρώπινη μορφή, και μας επιστρέφει στην κατάσταση του ζωού. Μόνον όμως σωματικά, ώστε οι άνθρωποι να κάνουν τον απολογισμό τους και να αναλογιστούν τι τους οδήγησε

στην φάση αυτή.

Βάζω την φύση να λειτουργεί σαν τους γονείς που λένε στα άτακτα παιδιά τους "Πήγαινε στο δωμάτιο σου", με σκοπό να αναλογιστούν την αταξία τους. Αν και εδώ δεν τους στέλνει απλά στο δωμάτιο, αλλά τους κλειδώνει στο πατάρι.

 

Σόρυ για το ακατάσχετο μπλα-μπλα. Το βουλώνω τώρα.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Άμα σου πω ότι αυτήν τη στιγμή με σκότωσες, μάλλον δε θα καταλάβεις τι ακριβώς εννοώ. Να στο πω απλά, μου έδωσες κάτι υπέροχο και τρομερό συνάμα - είναι ειλικρινά εξαιρετικό κείμενο, και κάπου με σόκαρε κιόλας.

 

Ναι, όσο παιδιάστικο κι αν ακούγεται. :bleh:

Link to comment
Share on other sites

Αισθάνθηκα ότι αυτό το κείμενο γράφτηκε αφού πρώτα διαδραματίστηκε στην πραγματικότητα. Εννοώ ότι, διαβάζοντάς το, είχα μια αίσθηση σαν του Ντίνου, ότι το όλο πανηγύρι γινόταν μπροστά στα μάτια μου (κι εσύ το βιντεοσκοπούσες και μετά έκατσες και το είδες με την ησυχία σου και το μετέφερες στο χαρτί).

 

Κι από μένα ConAn, θερμά συγχαρητήρια!

Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλή ιστορία ΕΦ. Έχει πράγματι ζωντάνια και μια εφιαλτική παιδικότητα. Έχει επίσης και μικρά ορθογραφικά λαθάκια (πχ ένα 'μείων' και ένα 'πιο' αντί για 'ποιο') αλλά τίποτα το τραγικό.

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ παιδιά !

 

odesseo με έστειλες. Ο Conan είναι από τους αγαπημένους μου ήρωες, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκα να συνδυάσω το όνομα μου με τον τρόπο αυτό. Να ξέρεις ότι αν καταφέρω να απαλαγώ από τα 15 παραπανίσια κιλά μου θα το χρωστώ σε σένα. Αρχίζω δίαιτα από τώρα!!! :showoff:

 

Nihilio τα σχόλια σου μου είναι πολύτιμα. Τα προηγούμενα που είχες κάνει για το "Μπαλέτο της Σάρκας" τα έχω λάβει σοβαρά υπόψη μου και σχεδιάζω κάποιες βελτιώσεις. Ετοιμάσου όμως, γιατί μετά τις 14... (χε,χε,χε) :harhar1:

Link to comment
Share on other sites

Ετοιμάσου όμως, γιατί μετά τις 14... (χε,χε,χε) :harhar1:

Μετά τις 14 τι;

Link to comment
Share on other sites

Μετά τις 14 τι;

 

Μα αγαπητέ, σας διαφεύγει η συμμετοχή σας στον διαγωνισμό ????????

τς, τς, τς.

Εκτός αν εγώ μπέρδεψα τις ημερομηνίες, πράγμα διόλου απίθανο.

Link to comment
Share on other sites

Μα αγαπητέ, σας διαφεύγει η συμμετοχή σας στον διαγωνισμό ????????

τς, τς, τς.

Εκτός αν εγώ μπέρδεψα τις ημερομηνίες, πράγμα διόλου απίθανο.

OK, bring it on :boxing:

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Αυτό το παραμύθι εδώ το έχω διαβάσει καιρό τώρα και το είχα απολαύσει. Ξαναδιαβάζοντάς το για το σχολιάσω μου άρεσε (αν είναι δυνατόν) ακόμα περισσότερο. Στην αρχή είχα την συγκεχημένη εντύπωση (η οποία ήταν συνειρμός και τώρα την αναλύω κομματάκι κομματάκι βασικά) πως τα χνουδωτά χεράκια του Γιωργάκη ήταν παιδικά χεράκια γαντοφορεμένα και το ροζέ κεφαλάκι της Μαιρούλας φορούσε σκουφάκι. Έτσι προχωρώντας ανακάλυπτα σιγά σιγά και σταδιακά ένα ολόκληρο νέο κόσμο που παρόλο που φτιάχτηκε από την καταστροφή δεν ήταν μόνο περίεργος ήταν κι ονειρικός. Οι ερωτήσεις των παιδιών είναι απολαυστικές. Πολύ ωραία ιδέα :)

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε σαν ιδέα. Όμως μείον 90 βαθμούς πα΄γώνει και το υγρό των ματιών, που 19 χρονών, ούτε 19 δευτερόλεπτα δεν ζεις βρε παιδάκι μου. Κι έπειτα, κάναμε μερικά εκατομύρια χρόνια για να σταθούμε στην όρθια στάση, σε 70 χρόνια βγάλαμε γούνα; Και μάλιστα σε αντρική και γυναικεία βέρσιον;

 

Αν υποθεσουμε ότι απευθπυνεται σε παιδιά, τότε οι λεπτομέρειες αυτές γιατί επεξηγούνται; Πώς δηλαδή έβγαλαν τρίχες και πόσους βαθμούς θερμοκρασία έχει και πόσο ζούνε κλπ; Αν πάλι είναι ενα παραμύθι για μεγάλους, τα στοιχεία αυτά είναι τόσο εξωφρενικά τραβηγμένα που αποσπούν την προσοχή. Βέβαια μπάορεί να συνέβη μόνο σε μένα, όμως στην αρχή νόμισα ότι οι άνθρωποι από κάπόια μάγισα είχαν μεταμορφωθεί σε πιγκουίνους και η Ακρόπολη ήταν κάτι ανάλογο των ΣτοουνΧετζ από πάγο στην Ανταρκτική, με τα ιγκλού από κάτω....

Link to comment
Share on other sites

Αγαπητέ Dune, ευχαριστώ για τα πολύ ενδιαφέροντα σχόλια.

 

Όμως μείον 90 βαθμούς παγώνει και το υγρό των ματιών, που 19 χρονών, ούτε 19 δευτερόλεπτα δεν ζεις βρε παιδάκι μου.

Αν η φύση πρόβλεψε να βάλει γούνα στον άνθρωπο για να προστατέψει από την θερμοκρασία, κάτι θα έβρισκε να κάνει και για τα μάτια του.

 

 

Κι έπειτα, κάναμε μερικά εκατομύρια χρόνια για να σταθούμε στην όρθια στάση, σε 70 χρόνια βγάλαμε γούνα;

Όπως έγραψα σε κάποιο άλλο σχόλιο πιο πάνω, η γούνα δείχνει τον σαρκασμό της φύσης. Και φυσικά την δύναμη της, πέρα από τους δικούς μας αλγόριθμους για να προσδιορίσουμε τον τρόπο λειτουργίας της.

 

 

 

Και μάλιστα σε αντρική και γυναικεία βέρσιον;

Από ότι ξέρω υπάρχουν πόλεις στην Σιβηρία που πιάνουν τους –69 βαθμούς. Οπότε ήθελα να βρω μια θερμοκρασία που αφενός να καθιστά αδύνατη τη ζωή έτσι όπως είναι, αφετέρου να μην φανεί τραβηγμένη από τα μαλλιά. Έτσι επέλεξα τους –90 βαθμούς. Στόχος μου είναι να μοιάζει λογικοφανής, και όχι επιστημονικά ακριβής. Και τα χρώματα νόμιζα ότι καθιστούσαν προφανές την αποχή μου από οποιαδήποτε διάθεση επιστημονικής ακρίβειας.

 

 

Αν υποθεσουμε ότι απευθπυνεται σε παιδιά, τότε οι λεπτομέρειες αυτές γιατί επεξηγούνται;

Αν ήταν να μην δώσω κάποια στοιχειώδη εξήγηση που να αφορά μια λογικοφανή (και όχι απαραίτητα επιστημονικά ακριβή) εξήγηση, για ποιο λόγο να το γράψω τότε; Το χοντρικό μήνυμα είναι : «η Γη κινδυνεύει από τις βλακείες μας», και απευθύνεται σε κάθε ηλικία.

 

 

Αν πάλι είναι ενα παραμύθι για μεγάλους, τα στοιχεία αυτά είναι τόσο εξωφρενικά τραβηγμένα που αποσπούν την προσοχή.

Το συγκεκριμένο παραμύθι αφορά όλα τα παιδάκια από 5 έως 105 ετών. Σίγουρα αν κοιτάξεις κάθε δέντρο χωριστά μπορείς να εντοπίσεις πολλά σφάλματα, αλλά αν το κοιτάξεις σαν δάσος ίσως να βγάζει περισσότερο νόημα.

 

 

Βέβαια μπάορεί να συνέβη μόνο σε μένα, όμως στην αρχή νόμισα ότι οι άνθρωποι από κάπόια μάγισα είχαν μεταμορφωθεί σε πιγκουίνους και η Ακρόπολη ήταν κάτι ανάλογο των ΣτοουνΧετζ από πάγο στην Ανταρκτική, με τα ιγκλού από κάτω....

Λογικότατο να το δεις στην αρχή με όποιο τρελό τρόπο θέλεις. Ελπίζω όμως στην πορεία να ξεκαθάρισε το τοπίο.

 

Link to comment
Share on other sites

  • 1 year later...
Guest roriconfan

Πανέμορφη ιστοριούλα που καλό είναι να την θυμίσω λίγο στους παλιούς και να την προτείνω στους νέους.

Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Τώρα τη διάβασα κι εγώ (πού να προλάβω, με τόσο υλικό εδώ μέσα! :mf_bookread: ) και μου άρεσε πολύ! Δεν έχω απολύτως κανένα αρνητικό σχόλιο να κάνω.

Και συμφωνώ με την κατηγορία: είναι ιστορία φαντασίας, μιλάει για ένα μέλλον που στα σχολεία λένε την αλήθεια!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..