Jump to content

ΔΩΔΕΚΑ


DinoHajiyorgi

Recommended Posts

Ο διάδρομος έμοιαζε ατελείωτος. Κάπου στην άλλη άκρη, την περίμενε ένα εκτυφλωτικό φως. Δεν ένιωθε το σώμα της, είχε μουδιάσει πατόκορφα. Έπαιρνε γρήγορες κοφτές ανάσες να ισορροπήσει την διαταραχή στο στομάχι της. Κάτι την ρώτησε η Δανάη αλλά δεν άκουγε τίποτα, η φωνή ερχόταν από μίλια μακριά. Γύρισε να την κοιτάξει, διάβασε τα χείλη της.

«Είσαι καλά;»

Της κούνησε καταφατικά το κεφάλι, δεν μπορούσε να βγάλει λέξη, θα ξερνούσε.

«Το έχουμε ξανακάνει αυτό, δεν είναι τίποτα...» συνέχισε να την ενθαρρύνει εκείνη, «...απλώς είναι λίγο μεγαλύτερο...»

Ξαφνικά την έφτασε η οχλοβοή απ’έξω. Βρίσκονταν κάτω από τις κερκίδες. Οι Ρωμαίοι περίμεναν τους μονομάχους, ή μήπως τους Χριστιανούς; Η Δανάη έφυγε από δίπλα της, πήγε και σταμάτησε δίπλα σε μια πόρτα. Την κοίταξε πανικόβλητη, ήθελε να την παρακαλέσει να μείνει αλλά δεν μπορούσε να πει τίποτα, ένας κόμπος της έφραζε τον λαιμό.

«Θα σε δω έξω...» είπε η Δανάη και γυρνώντας της την πλάτη άκαρδα βγήκε έξω, την άφησε μόνη στον διάδρομο. Η Ισμήνη γύρισε και κοίταξε το φως. Σαν υπνωτισμένη μπήκε σ’αυτό και βγήκε στο κέντρο του σύμπαντος.

 

Οι κερκίδες γεμάτες, μια πολύχρωμη σούπα από κεφάλια και ένα συνεχές βουητό από μουρμουρητά και κραυγές. Κάποια άλλα αγωνίσματα διεξάγονταν ήδη στο κέντρο του σταδίου. Έψαξε με το βλέμμα και βρήκε συμπάσχοντα ιδρωμένα πρόσωπα, με την αγωνία, και την προσπάθεια, αποτυπωμένη πάνω τους. Ξαφνικά είδε τον εαυτό της ψηλά στην γιγαντοοθόνη, πρωταγωνίστρια της στιγμής και αντιλήφθηκε το τέλος του ονείρου, την αρχή του παραλόγου. Ο ψηφιακός εαυτός της έδειχνε το λιγότερο σαστισμένη. Μια ηλεκτρονική ηχώ αντιλάλησε το όνομα της από ψηλά και κάποιες άλλες πληροφορίες από τις οποίες δεν κατάλαβε τίποτα. Τίναξε τα χέρια της και άρχισε πάλι τις βαθιές εισπνοές. Το συναίσθημα που βίωνε ήταν εξωπραγματικό. Ενώ ένιωθε άδεια έως ανύπαρκτη εσωτερικά, το έδαφος του σταδίου ήταν πολύ υπαρκτό και σκληρό κάτω από τα πόδια της. Νόμισε πως άκουσε μια μικρή φωνή να την καλεί με τ’όνομα της και τότε θυμήθηκε να κοιτάξει χαμηλά προς τις κερκίδες. Εκεί κάθονταν όλοι στην σειρά, ο Άλκης με την Δανάη, ο Πέτρος, ο Άρης, η Μίνα και η Ηρώ που έκανε όλη την φασαρία να της φωνάζει και να κουνάει τα χέρια. Σήκωσε το χέρι της και τους χαιρέτησε κι εκείνη. Νόμισε πως είδε την Δανάη να σκουπίζει ένα δάκρυ. Τώρα το καταλάβαινε η Ισμήνη, το συναίσθημα που γνώριζε η Δανάη, που είχε βιώσει όσα βίωνε τώρα και η ίδια. Ήταν ίσως η μόνη εκεί πάνω που καταλάβαινε τι περνούσε εκείνη εδώ κάτω. Της έστειλε ένα φιλί.

 

Η Αμαλία παρακολουθούσε το αγώνισμα στην τηλεόραση. Ο Χρήστος καθόταν μαζί της στο σαλόνι με τα χαρτιά της δουλειάς αραδιασμένα μπροστά του. Ξεφύσησε ηχηρά και έκλεισε τα μάτια του ζαλισμένος. Έσπρωξε την καρέκλα του μακριά από το τραπέζι. Γύρισε βαρύς στον καναπέ.

«Αμαλία ... Κλείνεις για λίγο την τηλεόραση;»

«Θα χάσουμε την Ισμήνη...»

«Κλείσε τον ήχο τότε. Θέλω να σου πω.»

Είδε το σκοτεινό του βλέμμα και ανησύχησε, έκλεισε τον ήχο.

«Τι τρέχει;»

«Το νέο υπόστεγο καθυστερεί και το νέο δάνειο που πήραμε θα μας βγει βάρος. Τελικά ο σεισμός μας γονάτισε. Ήταν που ήταν μικρή η επιχείρηση μας...»

«Δηλαδή, αυτό ήταν; Τελειώσαμε;»

Κοίταξε στο κενό σαν να τσέκαρε το αναπόφευκτο άλλη μια φορά και μετά έγειρε το κεφάλι στο στήθος.

«Ναι ... Τελειώσαμε. Αλλά δεν χρειάζεται και να χαθούμε. Αφού το αποφασίσουμε όσο είναι νωρίς μπορεί να επικοινωνήσω με τον Αναστασιάδη και να δεχτώ την προσφορά του. Χρόνια τώρα προσπαθεί να μας εξαγοράσει. Να μας συγχωνεύσει στο θηρίο του. Θέλω να τελειώσω καθαρός, χωρίς χρέη. Εμένα όμως άλλο με βασανίζει...»

«Ο Μηνάς. Θα καταλάβει Χρήστο...»

«Τι θα καταλάβει; Πως ο μπαμπάς του βούλιαξε την επιχείρηση που τού’ταξε; Θα κάθετε το παιδί τώρα να ξεκινάει από το μηδέν;»

«Μα είχαμε τον σεισμό.»

«Έκανα λάθη ... λάθη που μας στοίχισαν. Ούτε να πήγαινα γυρεύοντας. Ίσως και να πήγα γυρεύοντας. Εξαντλήθηκα νωρίς. Πως θα του το πω;»

«Αν έφταιξες σε κάτι έφταιξα κι εγώ μαζί σου. Δεν έδωσα ποτέ σημασία από που έρχονταν τα λεφτά, φτάνει να έρχονταν...»

Έσφιξε το χέρι της στο δικό του. Άπλωσε το χέρι του στο μικρό τραπεζάκι και πήρε το τηλέφωνο. Το έβαλε στα γόνατα του και σχημάτισε έναν αριθμό.

 

Το διαμέρισμα ήταν μικρό αλλά ήταν η δική τους, στερεή σκεπή πάνω από το κεφάλι τους. Μετά την φωτιά στον καταυλισμό είχαν στριμωχτεί για μια βδομάδα όπως-όπως στης μαμάς της και ο Τίμος αναγκαστικά κοιμόταν στο φορτηγάκι. Έκαναν υπομονή μέχρι που επιτέλους ο Αργύρης του παρέδωσε τα πολυπόθητα κλειδιά. Μπήκαν με τα παιδιά στο κενό δυάρι και άφησαν κάτω κουβέρτες και σακούλες. Τα παιδιά ξεχύθηκαν να τρέχουν από παράθυρο σε παράθυρο να σπρώχνουν τα παντζούρια, να γεμίζουν τον χώρο με φως.

«Πως σου φαίνεται;» την ρώτησε.

«Μικρό είναι» απάντησε αλλά χωρίς πίκρα, ήταν μια απλή διαπίστωση.

«Στο είπα πως είναι μικρό. Δες το προσωρινά. Δεν είναι καλύτερα από της μαμάς σου; Ή το αντίσκηνο;»

«Ναι, είναι.» Του χαμογέλασε.

Ο Τίμος έστειλε τον Γιώργο στο φορτηγάκι και ξεκίνησε στο κατόπι του.

«Πάω για τα κρεβάτια και ότι άλλο προλάβουμε σήμερα.»

Της έδωσε ένα πεταχτό φιλί και έφυγε. Η Ελένη και τα κορίτσια κάθισαν να ξεσκονίσουν τις ντουλάπες.

«Έχει κατσαρίδες» σχολίασε η μια κόρη της.

«Ναι χρυσό μου, τώρα θα τα καθαρίσουμε...»

 

«Ήταν ο τελικός στα εκατό γυναικών. Δεύτερη η Καράμπελα! Ένα νέο αστέρι του στίβου γεννιέται. Θα συνδεθούμε σε λίγο με την Λάρισα. Θα μιλήσουμε ζωντανά με την μητέρα της Ισμήνης...»

Μετά τον πυροβολισμό η Ισμήνη δεν θυμόταν τίποτα. Είχε τελειώσει σχεδόν αμέσως. Μετά όλα ήταν μια ζάλη και ένα ζεστό συναίσθημα. Έτρεξε προς τις κερκίδες. Ένα σωρό χέρια ήταν απλωμένα προς το μέρος της, ήθελαν όλα να την αγγίξουν. Ξεχώρισε ανάμεσα τους η Δανάη, αγκαλιάστηκαν απροκάλυπτα.

«Απογοητεύτηκες;» την ρώτησε.

«Τρελή! Είμαι περήφανη για σένα!»

Όταν έκαναν πίσω είδαν πως κλαίγανε και οι δύο. Σήκωσε τα χέρια της και γύρισε προς τον κόσμο που την επευφημούσε.

 

Ο Αλέκος μπήκε σέρνοντας το βήμα του στην ατημέλητη αυλή και πλησίασε την πόρτα της κουζίνας. Η Σοφία ήταν εκεί και μαγείρευε, σκυμμένη πάνω από μια μικρή κατσαρόλα. Τον είδε και του άνοιξε αμέσως.

«Κόπιασε» του είπε, «Καιρό είχα να σε δω.»

Κάθισε στην κουζίνα απέναντι της. Υπήρχε ένα παλιό συναίσθημα ανάμεσα τους, ήταν πάλι συγγενείς, οικογένεια.

«Ε, μας προέκυψαν εκπλήξεις»της είπε.

Τον κοίταξε με καθαρά, τίμια μάτια.

«Κοιμάται. Θέλεις καφέ;»

«Αν δεν σου είναι κόπος.»

Έβγαλε το μπρίκι χωρίς άλλο σχόλιο. Την εξέτασε με το βλέμμα του. Είχε μπει κάποιο χρώμα πάνω της, στο πρόσωπο, στο ντύσιμο της. Είχε μάθει πως σταμάτησε να κάνει την καθαρίστρια. Τον κοίταξε και διάβασε την σκέψη του. Ίσως ήταν βολεμένη όχι όμως τόσο βολεμένη.

«Κοιμάται στον καναπέ. Δεν τον μπάζω στο κρεβάτι.»

Τον πιάσανε τα γέλια.

«Το φαντάστηκα. Πάντως έχεις μεγάλη καρδιά κοπέλα μου.»

«Δικαιούταν μια ευκαιρία. Το ίδιο και εγώ.»

«Σε φροντίζει;»

«Έτσι μοιάζει. Θα δείξει.»

«Και ο Δήμος;»

«Δεν το ξέρει ακόμα. Αλλά δεν ξέρουμε και που είναι. Έχει μήνες να δώσει σημεία ζωής. Πήρε κι αυτός τον δρόμο του μπαμπά του. Να τον προλάβουμε μόνο...» Κόμπιασε, μόλις που πρόλαβε τον καφέ που φούσκωσε. «Θα γίνουμε ποτέ μια οικογένεια ή είμαστε τελείως καταραμένοι?» Έμοιαζε να ρωτάει φωναχτά τον εαυτό της κι όχι εκείνον.

«Ο Νίκος ... πως πάει;» την ρώτησε με επιφύλαξη.

«Κάνει ... ξέρεις, τα δικά του;»

«Δεν ξέρω. Μπροστά μου όχι. Λέει πως το έχει κόψει.»

Η μυρωδιά του καφέ έφερε τον Νίκο στην κουζίνα. Ήταν με σορτσάκι και φανέλα. Ξυνόταν αγουροξυπνημένος.

«Ωραία μύρισε ... Γεια σου Αλέκο...»

Τα δύο αδέλφια κάθισαν αντικριστά και άναψαν τσιγάρα. Η Σοφία έβαλε το μπρίκι στην φωτιά και για τον άντρα της.

 

Είχαν μεταφέρει τον Σταύρο σε κανονικό θάλαμο, τον έβαλαν μαζί με άλλους δύο ασθενείς. Εκτός από έναν ενδοφλέβιο ορό που τον άλλαζαν συνέχεια δεν υπήρχε τίποτα άλλο που μπορούσε να κάνει το νοσοκομείο για εκείνον. Τα μέσα ενημέρωσης τον είχαν ήδη και αυτά ξεχασμένο. Ο Γιάννης κάθισε να χωνέψει λίγο την μιζέρια που έβλεπε πριν τολμήσει να πλησιάσει το κρεβάτι. Καμία σχέση με τα δωμάτια νοσοκομείου που έβλεπες στα σήριαλ ή τις ταινίες. Πόσο το μισούσε αυτό το μέρος. Βρώμαγε αποσυντεθημένη σάρκα. Ο θάνατος παραμόνευε σε κάθε γωνία. Άφησε το μπουκάλι με τον χυμό στο τραπεζάκι και πλησίασε τον Σταύρο. Ήταν όντως ζωντανός; Ήταν ωχρός, πιο λευκός και από το κιτρινισμένο μαξιλάρι που βούλιαζε κάτω από τα λιγδιασμένα του μαλλιά. Μικρές σταγόνες ιδρώτα κοσμούσαν σαν διαμάντια το μαρμάρινο δέρμα του. Άπλωσε διστακτικά το χέρι του και άγγιξε το μέτωπο του αναίσθητου φίλου του. Το τράβηξε σοκαρισμένος, με αηδία. Δεν είχε αγγίξει άνθρωπο αλλά ένα άψυχο, κέρινο ομοίωμα. Ένιωσε ρυπαρός. Εκείνη την στιγμή μπήκε η Ζήνα. Τον κοίταξε σκληρά, καχύποπτα.

«Ποιος είσαι;»

Το βλέμμα της τον έκανε να νιώσει άβολα. Μαυροντυμένη και πονεμένη ήταν ίδια με ερινύα.

«Ένας φίλος...»

«Δεν είσαι φίλος. Σε θυμάμαι από την τηλεόραση. Τα ψέματα που αράδιασες ... Είσαι ένας από αυτούς που σέρνατε τον αδελφό μου από την μύτη με τις υποσχέσεις σας ... Που τον αφήνατε πεταμένο στα σκουπίδια όταν τα είχατε βολέψει μια χαρά για τον εαυτούλη σας!»

«Καταλαβαίνω πως είστε αναστατωμένη...»

«Δεν καταλαβαίνεις τίποτα! Τι ήρθες να κάνεις εδώ; Τώρα τον θυμήθηκες τον ‘φίλο’ σου; Παλεύει με τον θάνατο ενάμιση μήνα τώρα. Ούτε εσύ ούτε κανείς άλλος από εσάς δεν αξιώθηκε να περάσει να δείξει την ανθρωπιά του. Κοίτα τον λοιπόν. Βλέπεις που είναι πεταμένος; Ο Σταύρος Φραγκάκης!»

«Λυπάμαι. Ειλικρινά λυπάμαι και σας ζητώ συγνώμη. Προσωπικά, ήθελα να αποφύγω τους δημοσιογράφους. Ο Σταύρος είναι αγαπητός φίλος και συνάδελφος. Αν τον έχετε ζήσει όμως ξέρετε πως είναι αυτό το επάγγελμα. Όλοι αγωνιζόμαστε, και όσο και αν ακούγεται σαν υπεκφυγή, κανείς μας δεν έχει τον έλεγχο. Αν δεν επιβιώσω εγώ σήμερα πως θα βοηθήσω τον Σταύρο αύριο;»

«Κι αυτό το αύριο δεν έρχεται ποτέ.»

«Αν μπορώ να κάνω κάτι … Ξέρω έναν προϊστάμενο στο Υγεία. Θα μπορούσα να του εξασφαλίσω καλύτερες συνθήκες … ένα δικό του δωμάτιο…»

«Α πα-πα, είναι πολύ ακριβά. Δεν είναι για μας.»

Έβγαλε και της έδωσε την κάρτα του.

«Αν χρειαστείτε κάτι, κάποια πρακτική ανάγκη … Ότι προκύψει τέλος πάντων, πάρτε με αμέσως.»

Κούνησε το κεφάλι της πικρά.

«Από τέτοιες κάρτες γέμισαν οι τσέπες μου.»

Ήθελε να το βάλει στα πόδια αλλά δεν μπορούσε. Ήθελε να της πει κάτι ακόμα, να απολογηθεί.

«Με τον Σταύρο πάμε πολύ πίσω εμείς. Η πρώτη μου σκηνοθετική δουλειά ήταν μαζί του. Μπορείτε να πείτε πως εκείνος με βάφτισε, με το ταλέντο του. Είναι ο καλλιτεχνικός μου νονός.»

«Γι αυτό και τον ξέγραψες;»

«Είστε άδικη. Για τον Σταύρο κάνω πάντα ότι μπορώ.»

Του γύρισε την πλάτη. Πήγε να ελέγξει τα σεντόνια του αδελφού της.

«Πρέπει να τον αλλάξω. Αφήστε μας τώρα.»

«Τι λένε οι γιατροί;»

«Δεν λένε τίποτα γιατί δεν ξέρουν. Θα ξυπνήσει όταν το θελήσει.»

Άρχισε να του αλλάζει τα σεντόνια καθώς ο Γιάννης αποχώρησε μην έχοντας κάτι άλλο να πει.

 

Ο νεαρός πίσω από τον πάγκο σήκωσε το βλέμμα του για τον επόμενο πελάτη και ξαφνιάστηκε. Η Αρετή τον κοίταζε κατάματα, χαμογελαστή. Το φως της ημέρας αντανακλούσε από την βιτρίνα στα μαλλιά της χαρίζοντας της ένα απόκοσμο φωτοστέφανο. Ήταν μια νέα Αρετή, μερικά κιλά ελαφρύτερη, με νέα κόμμωση, ντυμένη με γούστο και βαμμένη διακριτικά. Το πρόσωπο της ακτινοβολούσε, τα μάτια της έλαμπαν. Ήταν όμορφη. Ο ευγενικός νεαρός έμεινε για λίγο άφωνος και η έκπληξη του μεγάλωσε μόλις την αναγνώρισε. Καταχώρησε στο κομπιούτερ την κασέτα της ρίχνοντας της κλεφτές ματιές. Η Αρετή κοίταζε το είδωλο της στον καθρέπτη πίσω από τον πάγκο και χαμογελούσε ικανοποιημένη με αυτοπεποίθηση. Πως είχε αλλάξει η ζωή της.

«Κάτι άλλαξε πάνω σας νομίζω.»

Της είχε μιλήσει ο νεαρός υπάλληλος και δεν την ξάφνιασε καθόλου.

«Νομίζετε;»

«Είμαι σίγουρος.»

«Σαν τι;»

«Μα ελάτε τώρα. Εσείς είστε … μια άλλη.»

Γέλασε.

«Μπορεί να έχετε και δίκιο.»

Πήρε την κασέτα από τα χέρια του και βγήκε από το μαγαζί περπατώντας στον αέρα, νιώθοντας το βλέμμα του πάνω της.

 

Ο Αλέξης και ο Ρατάν επέστρεψαν στον κήπο από την αυλόπορτα. Η Άννα τον περίμενε με το πρωινό στρωμένο κάτω από το δένδρο. Ελευθέρωσε τον σκύλο και βρήκε την θέση του στο τραπέζι, δίπλα της.

«Πως τα πήγατε;»

«Πολύ καλά. Πήραμε και μια νέα διαδρομή χωρίς πρόβλημα. Με τον Ρατάν δεν περπατάμε αλλά γλιστράμε. Χάνω βέβαια τον χάρτη που έχω στο κεφάλι μου αλλά πρέπει να αφεθώ στον σκύλο. Έξω θα έχω μόνον εκείνον να με καθοδηγεί.»

«Και εγώ ακόμα τον συνήθισα τον άτιμο.»

«Θα μου τον προσέξεις το βράδυ;»

«Πάλι θα βγεις;»

«Πάλι.»

«Και θα ξενοκοιμηθείς φαντάζομαι.»

«Ναι πάλι.»

Αυτή η αντιπαράθεση την είχε κουράσει πλέον. Βαριόταν και να το κάνει θέμα. Ο γιος της είχε ανεξάντλητο πείσμα και υπομονή.

«Και γιατί δεν παίρνεις τον σκύλο;»

«Μπαίνει στη μέση ένας γάτος.»

Αναστέναξε παραδομένη.

«Κάνε ότι καταλαβαίνεις. Εγώ δεν ανακατεύομαι πια. Αλλά ποια είναι αυτή; Γιατί μου την κρύβεις;»

Εδώ τον τσάκωσε. Αντέδρασε.

«Δεν στην κρύβω.»

«Τότε γιατί δεν την φέρνεις από δω; Πότε θα την γνωρίσω; Δεν μου λες τίποτα!»

«Όλα εν καιρώ.»

«Εν καιρώ-εν καιρώ! Όλο αυτό ακούω.»

Πήρε το πιάτο της και αποχώρησε. Ο Ρατάν είχε γίνει μάρτυρας της κουβέντας τους. Μουρμούρισε προς τον Αλέξη.

«Μην δίνεις σημασία αγόρι μου. Η Άννα γαβγίζει αλλά δεν δαγκώνει.»

 

Ο Χρήστος κατέβασε το ακουστικό και κοίταξε την Αμαλία.

«Τι έγινε; Τι σου είπε;»

«Αναστατώθηκε … Θύμωσε … Αυτή τη φορά μου άξιζε να τ’ακούσω.»

«Ε όχι και έτσι! Έχουμε κάνει τόσα και τόσα γι’αυτόν! Όλη του την ζωή δεν του έλειψε τίποτα του κυρίου! Τον σπουδάζουμε στο καλύτερο σχολείο του εξωτερικού και τώρα αν χρειαζόμαστε κάτι από αυτόν είναι κατανόηση και συμπαράσταση. Θα ζητούμε συγνώμη για το χτύπημα που μας έδωσε η μοίρα;!»

«Άσ’τον να ξεθυμάνει. Θα του περάσει. Θα το σκεφτεί και ο ίδιος.»

«Εγώ δεν θα τ’αφήσω έτσι. Θα τ’ακούσει κι από μένα ένα χεράκι.»

Έγειρε στον κόρφο της, αφέθηκε στο χάδι της. Χαμήλωσε την φωνή της σαν να ήθελε να τον νανουρίσει.

«Θα πάρω και την Αθηνά. Θα της τα πω η ίδια. Θα της πω να μιλήσει στον αδελφό της. Η κόρη μας είναι πιο ψύχραιμη.»

Έκλεισε τα μάτια του και ευχήθηκε για λίγο ξάστερο ύπνο.

 

Ο Κωνσταντίνος άφησε λίγα λουλούδια στην εσοχή του οστεοφυλακίου. ΣΤΑΘΗΣ και ΕΥΤΕΡΠΗ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ. Κοίταξε πικρά τις δύο παλιές, ξεθωριασμένες φωτογραφίες των δικών του. Η έκφραση του επίπονη, σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του. Στο κεφάλι του έπαιζε ένα τραγούδι από μια παλιά, ρομαντική εποχή. Σαν να ερχόταν μέσα από το ίδιο το οστεοφυλάκιο. Οι γονείς του τραγουδούσαν για εκείνον, για να απαλύνουν τον πόνο του. Η ντροπή του όμως ήταν βαθιά. Είχε αποτύχει οικτρά να κρατήσει το σπιτικό του, είχαν γκρεμιστεί όλα. Τι θα σκέφτονταν για εκείνον? Μακάρι να μην τον έβλεπαν, μακάρι να μην ήξεραν. Θα έκανε ότι μπορούσε, ίσως μια ύστατη προσπάθεια, η τελευταία, να σώσει ότι μπορούσε. Το υποσχέθηκε βουβά, έσκυψε το κεφάλι του και έφυγε.

 

Τα έπιπλα του σπιτιού είχαν εξαφανιστεί για να χωρέσει ο κόσμος και ο κόσμος ήταν όντως πολύς. Μετά βίας υπήρχε περιθώριο να χορέψει κανείς. Από πλευράς πάρτι ήταν μεγάλη επιτυχία. Η δυνατή rave μουσική την χτύπησε κατακέφαλα, την λύτρωσε. Η Ισμήνη ούρλιαξε, έβγαλε έξω όλη την συσσωρευμένη ένταση που την δυνάστευε μήνες τώρα. Η Ηρώ και η Μίνα δεν είχαν ιδέα αλλά ούρλιαξαν μαζί της γιατί γούσταραν. Ο Πέτρος και ο Άρης διάλεξαν ένα απόμερο δωμάτιο, σε έναν μοναχικό καναπέ, γεμάτο από άλλους καπνίζοντες που ήθελαν κι αυτοί μια απατηλή διαφυγή από την βαβούρα του πάρτι. Ο Άρης ήταν ελαφρά μεθυσμένος και χείμαρρος.

«Ο ήρωας μας είναι ένας εραστής. Ο αληθινός Καζανόβας. Ο έρωτας του είναι φιλοσοφία. Αγαπάει τις γυναίκες. Όλες τις γυναίκες. Χοντρές, κοκαλιάρες, ψηλές, κοντές, αλλήθωρες, με μεγάλες μύτες! Την δεκαετία του ’50 κάνουμε, άντε και γυναίκες με μουστάκι. Αν γεμίσουμε την ταινία με όμορφα πιπίνια και ημι-μοντέλα τότε τι λέμε για τον έρωτα; Που είναι το μήνυμα μας; Που είναι η γοητεία του Παναή;»

Ο Πέτρος δεν ήταν σίγουρος, δεν είχε πεισθεί.

«Θα βάλουμε γκροτέσκα στο έργο; Ποιος θα κάτσει να δει τέτοιο θέαμα; Ο Παναής αγαπάει το ωραίο. Το ωραίο φύλο. Τις ωραίες γυναίκες!»

«Για τον Παναή όλες οι γυναίκες είναι ωραίες! Βρίσκει μια χάρη στην καθεμιά τους. Αυτό είναι και το μυστικό της γοητείας του. Όπως τις αγάπησε αυτός τον αγάπησαν κι εκείνες. Και τον συγχώρεσαν όλες. Δεν είπαμε πως σαν χαρακτήρας είναι κωμικός, μικροκαμωμένος, δεν γεμίζει με την πρώτη το μάτι; Ε, πως τον ερωτεύτηκαν οι Σίντι Κρόφορντ και Κιμ Μπάσινγκερ που θες εσύ;»

«Μπορεί να είναι προικισμένος σε άλλα σημεία…»

«Η Κατερίνα μπαίνει ανάμεσα στον Παναή και το δίκαννο του πατέρα της ενώ ξέρει πως την έχει ξεγελάσει και θα παντρευτεί άλλη. Από που βγαίνει αυτό; Αυτές είναι γυναίκες μιας εποχής που τις κράτησε ανέραστες καθώς τους έλειπε εκείνη η ομορφιά που θα τις έκανε περιζήτητες και που βρήκαν έναν άντρα που τις έκανε να νιώσουν θεές! Αυτό μετράει και σήμερα!»

«Δεν ξέρω Άρη. Θα το σκεφτώ.»

Ήρθε η Ηρώ από πάνω τους.

«Πάλι για τον ‘Παναή Από Τα Μέγαρα’ λέτε? Δώσε μια γουλιά…»

Πήρε το μπουκάλι από το χέρι του Πέτρου και κατέβασε την μπύρα του.

«Που είναι η πρωταθλήτρια;»

Του έδειξε προς το άλλο δωμάτιο. Η Ισμήνη έπινε και συζητούσε με έναν άντρα δίπλα στο μπαλκόνι.

«Ποιος είναι αυτός;»

«Ο Νάσος. Από το περιοδικό.»

«Φωτογράφος δεν είναι;»

«Ρε συ, δεν θα χορέψουμε;»

«Όχι τώρα.»

«Ουφ και σεις!»

Τους άφησε παίρνοντας την μπύρα μαζί της.

«Συνέχεια αυτό κάνει. Να πίνει από την μπύρα μου, τον καφέ μου … Μέχρι και μπουκιές από τα πιάτα μου. Τρελαίνεται να με τσιμπολογάει!»

«Μήπως δεν δίνεις αρκετή αγάπη στο κορίτσι;»

«Αγάπη…»

Ήθελε να γίνει κυνικός. Να δοκιμάσει μήπως μπορέσει να αντέξει τον κόσμο καλύτερα. Ο Άρης αντέδρασε.

«Καλά ρε συ, πως σου ήρθε η ιδέα για την ταινία; Μη μου πεις πως είχες καμιά σεξοκωμωδία της πλάκας κατά νου; Άσε … του παππού σου ήταν;»

«Είναι αληθινή ιστορία. Ο Παναής από τα Μέγαρα υπήρξε…»

«Δώσε λίγο περισσότερη προσοχή στον παππού και στις ιστορίες που σου λέει. Έχει να σου μάθει πολλά. Ξέρεις τι εννοώ.»

Σηκώθηκε όρθιος χωρίς να κοιτάξει τον Άρη.

«Πάω για μπύρα.» Ένιωθε έναν εκνευρισμό, που σήμαινε πως δεν είχε μεθύσει όσο έπρεπε.

 

Η φωνή της καθώς περιέγραφε την δράση έτρεμε ελαφρά. Την έσφιξε πάνω του σφιχτά. Πήρε μια κουταλιά παγωτό από το μπολ που μοιράζονταν και γλύκανε τα χείλη της. Σκούπισε τα δάκρυα της και τον φίλησε αφήνοντας λίγη σοκολάτα στο πηγούνι του. Χαχάνισαν λυτρωτικά. Ο Ψιψίκος νιαούρισε παραπονιάρικα στα πόδια τους και προσπάθησε να σκαρφαλώσει στην ρόμπα της. Καθόντουσαν στον καναπέ, σε ένα από τα πολλά βιντεο-ραντεβού τους, απολάμβαναν μία από τις ιδιαίτερες εκλογές της Αρετής.

«Είναι και οι δύο μέσα στο δρομάκι κάτω από την βροχή και ψάχνουν τον γάτο…»

Στην οθόνη ο Τζωρτζ Πεπάρντ και η Ώντρεη Χέπμπουρν στέκονταν στην βροχή στην τελική σκηνή του Breakfast At Tiffany’s. Έψαχναν και έβρισκαν τον χαμένο τους γάτο. Η Αρετή ζούσε την κάθε στιγμή του έργου.

«Νάτος!» φώναξε.

«Βρήκαν τον Ψιψίκο!» συμπλήρωσε ο Αλέξης μοιραζόμενος τον ενθουσιασμό της.

«Τον παίρνει στην αγκαλιά της … Φιλιούνται…»

«Με τον γάτο;»

Τον έσπρωξε παιχνιδιάρικα και ρούφηξε την μύτη της συγκινημένη. Στην οθόνη εξελισσόταν το κινηματογραφικό φιλί και το Moon River γέμισε το σαλόνι. Ο Αλέξης έσκυψε και την φίλησε.

«Μωράκι μου. Πως επηρεάζεσαι από τις ταινίες.»

«Την έχω δει τόσες φορές. Πρώτη φορά με παρέα.»

Συνέχισαν να φιλιούνται. Ο γάτος τους άφησε αγνοημένος και ενοχλημένος. Πήγε στην κουζίνα να βρει το μπολάκι του γεμάτο κροκέτες συκώτι.

 

Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στο ανοιγμένο βιβλίο μπροστά της αλλά το μάτι της πέταγε συνέχεια στο ρολόι της. Ο Άλκης έπαιζε στο πιάνο κάτι απαλό, μια από τις συνθέσεις του. Η μουσική του την φόρτιζε, χειροτέρευε τα συναισθήματα της. Πρόσεξε την ανησυχία της, είχε κολλήσει στην ίδια σελίδα μισή ώρα τώρα. Τράβηξε τα χέρια του από τα πλήκτρα και την κοίταξε. Η Δανάη αντιλήφθηκε την ξαφνική σιωπή, συνάντησε το βλέμμα του απολογούμενη.

«Μου υποσχέθηκε να γυρίσει νωρίς. Που είναι, μπορείς να μου πεις;»

«Ησύχασε. Είναι με τα παιδιά. Είπαν πως θα την φέρουν.»

«Κακώς την άφησα.»

«Σήμερα το δικαιούταν.»

«Δεν πρέπει να κάνουμε λάθη. Μια νίκη και να οι κραιπάλες; Τώρα αρχίζουν όλα. Σε δύο εβδομάδες πάμε Βαρκελώνη! Θέλει να αρχίσει και προπόνηση στο μήκος!»

«Άσε την να ξεσκάσει. Ξέρει να προσέχει τον εαυτό της. Τα έχεις πάει πολύ καλά μαζί της. Σήμερα νίκησες κι εσύ.»

«Με βλέπεις να το γιορτάζω;»

«Γιατί δεν το γιορτάζεις; Ας πήγαινες μαζί της. Ο Πέτρος σε παρακάλεσε να πας.»

Ανασήκωσε τους ώμους της. Είχε κάνει ένα ηλίθιο τεστ, ήθελε να δει αν η Ισμήνη θα διάλεγε να μείνει μαζί της και είχε χάσει. Ο Άλκης ήρθε δίπλα της.

«Ξέρεις…υπάρχει πάντα η πιθανότητα να την χάσεις.»

Τον κοίταξε τρομαγμένη, ανίκανη να μιλήσει.

«Δεν μιλάμε ποτέ για συναισθήματα. Για τον έρωτα. Για την αγάπη. Μετά την κορυφή, το χρυσό, και μετά … τι; Από σήμερα η Ισμήνη ανήκει στον κόσμο. Είναι εθνική ηρωίδα. Σύντομα συνεντεύξεις, εξώφυλλα. Πολλά μάτια, εκτός από τα δικά σου, θα γυρίσουν να την κοιτάξουν. Αν κρατήσει μόνο όσα της δίδαξες μια μέρα θα γίνει μια πολλή αξιόλογη γυναίκα. Αλλά αυτή τη σχέση την διάλεξες και την κατεύθυνες εσύ. Αν πληγωθείς θα είναι επειδή δεν είσαι έτοιμη για τους κανόνες που επέβαλες η ίδια. Η Ισμήνη είναι ένα ζαρκάδι που τρέχει και που δεν μπορείς να μαντρώσεις.»

Υγράνθηκαν τα μάτια της. Ο Άλκης σηκώθηκε και έβαλε έναν δίσκο με απαλή μουσική. Πήρε την Δανάη από το χέρι και την έσφιξε πάνω του. Άρχισαν να λικνίζονται μαζί πάνω στο χαλί, στη μουσική.

«Πως ν’αγαπάς χωρίς να πληγώνεσαι;» αναρωτήθηκε πάνω στον ώμο του.

«Το ξέρω. Το ξέρω γλυκιά μου.»

Συνέχισαν να χορεύουν στο ημίφως.

 

Η Ηρώ ξεσήκωνε τον κόσμο με τις φωνές της, μια επίδειξη που ο Πέτρος είχε συνηθίσει και αποδεχτεί. Από τα προκαταρτικά μέχρι το τέλος έμοιαζε να την κατακεραυνώνουν απανωτοί οργασμοί, αυτός ήταν ο τρόπος της στο σεξ. Το θέαμα ήταν κωμικό αλλά ήταν πολύ αγχωμένος για να γελάσει, όχι πως θα το τολμούσε μπροστά της. Αγκομαχούσε από πάνω της με όσο σφρίγος μπορούσε να διαθέσει αλλά ο δικός του οργασμός μάλλον είχε πάρει το ρεπό του. Όταν επιτέλους η Ηρώ χαλάρωσε και σίγησε έγινε κατανοητό πως εκείνη είχε τελειώσει. Κύλησε στο μαξιλάρι του εξουθενωμένος. Τον κοίταξε κατσουφιασμένη.

«Τέλειωσες; Δεν νομίζω πως τέλειωσες.»

Του ήταν αδιανόητο να προσποιηθεί, δεν το είχε κάνει ποτέ του, δεν ήξερε πως.

«Δεν μπορώ … Μάλλον ήπια πολύ…»

Το χέρι της πήγε χαμηλά και τον έπιασε.

«Είσαι σκληρός ακόμα. Μα πως…;»

«Δεν ξέρω. Δε μου βγαίνει…»

«Μήπως φταίω εγώ;»

«Για ποιόν λες να είμαι σκληρός, κουτή;»

Η απάντηση του της άρεσε πολύ. Κάθισε αμέσως πάνω του ενθουσιασμένη.

«Δηλαδή … μπορούμε να πάμε άλλον έναν γύρο;»

«Εσύ κάνε ότι θέλεις. Εγώ δεν κουνάω τίποτα…»

Απτόητη τον καβάλησε και άρχισε να τον απολαμβάνει αργά, απορροφημένη στην πράξη της. Την κοίταξε. Δεν έβλεπε την Ηρώ αλλά την Άσπα. Έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στην ψευδαίσθηση. Όταν ούρλιαξε και τέλειωσε ξανά, και αφού άναψε το τσιγάρο της, ο Πέτρος σύρθηκε ως την τουαλέτα να αδειάσει την κύστη του. Μετά το στύψιμο που έφαγε ένιωθε σαν να είχαν περάσει το πέος του με γυαλόχαρτο. Τον ξάφνιασε ένα επώδυνο τσούξιμο μόλις άρχισε να κατουράει. Έσκυψε να δει καλύτερα. Υπήρχαν αναμφισβήτητα κόκκινες βουλίτσες γύρο από το στόμιο.

«Τι στο διάολο είναι αυτό; Γαμώτο! … Γαμώτο!»

Αυτό δεν ήταν από την Ηρώ, το απέκλειε. Ήξερε πολύ καλά από που είχε έρθει. Κοίταξε το είδωλο του στον καθρέπτη απελπισμένος.

 

Αφέθηκε στην κατηφόρα και πήρε το δρομάκι μέσα από το άλσος για να φτάσει στην παλιά γέφυρα. Το σκηνικό ήταν στενόχωρο καθώς τον χειμώνα το ξαφνικό χιόνι είχε ρίξει τα περισσότερα δένδρα και το άλσος είχε στερηθεί πολύτιμης σκιάς. Μετά την γέφυρα έστριψε στον παραλιακό πεζόδρομο και κατευθύνθηκε στην καφετέρια απέναντι από το Στρογγυλό. Εκεί βρήκε τον Ζάχο να παίρνει το πρωινό του. Είχε μαζί του ένα από τα φρέσκα του φρούτα, την Σούζαν. Ξανθιά, με σιλικονάτα βυζιά και τεράστιο κώλο. Πήρε μια καρέκλα στο τραπέζι τους και άναψε αμέσως ένα τσιγάρο. Φραπέ μέτριο ήταν το δικό της πρωινό δηλητήριο. Ο Ζάχος ζήτησε από την Σούζαν να πάει μέσα να δώσει την παραγγελιά της Άσπας. Η ξανθιά κοπέλα σηκώθηκε ενοχλημένη από το καψόνι και τους άφησε μόνους. Η Άσπα έριξε μια στραβή, ειρωνική ματιά στο νέο σούργελο του Ζάχου. Εκείνος πρόσεξε το βλέμμα της ενοχλημένος.

«Πως είσαι;»

Της έκανε θέμα την μόλυνση που της είχε εκδηλωθεί πρόσφατα με αποτέλεσμα να βγει εκτός κυκλοφορίας για αρκετές μέρες. Η απουσία της από την πιάτσα του είχε κοστίσει, κάτι που της ήταν εκνευριστικά αδιάφορο.

«Μια χαρά. Στο είπα πως δεν θα κρατούσε πολύ.»

«Μπορείς να δουλέψεις δηλαδή;»

«Και σήμερα κιόλας.»

«Εύχομαι να μην τό’δωσες σε κανέναν καλό πελάτη…»

«Και πως θα αποδείξει πως δεν μου τό’δωσε εκείνος;»

«Τέλος πάντων … μια το ένα μια το άλλο, δεν βγάζει κανείς άκρη με τα υδραυλικά σας…»

Σήκωσε και του έδειξε το μεσαίο της δάχτυλο.

«Αν με ξαναζητήσει ο Βανδής πες του πως δεν είμαι διαθέσιμη.»

«Είναι καλός πελάτης.»

«Δεν μ’ενδιαφέρει. Εκπλήξεις σαν την τελευταία δεν τις σηκώνω. Να το καταλάβει.»

«Του τα έψαλα ένα χεράκι. Το ξέρει πως έκανε μαλακία.»

«Να πάει να γαμηθεί με καμιά άλλη.»

«Κι εσύ είσαι μεγάλος μπελάς αδελφάκι μου. Τα παίρνεις όλα προσωπικά.»

«Δικό μου δεν είναι το κορμί; Αυτό δεν είναι το συμβόλαιο μας Ζάχο;»

«Ναι-ναι! Μην μου τα πρήζεις τώρα!»

 

Η ξανθιά κοπέλα γύρισε στο τραπέζι φέρνοντας μαζί της και όλα τα αντρικά βλέμματα της παραλίας. Ήταν κορίτσι που έκανε μπαμ και ο Ζάχος την καμάρωνε απροκάλυπτα γι αυτόν ακριβώς τον λόγο. Αντάλλαξαν ένα φιλάκι νομίζεις και γυρνούσε από ταξίδι. Γουργούρισε σαν γατούλα και του έκανε τα γλυκά μάτια. Η Άσπα αναγούλιασε. Ήταν φανερό πως αυτά τα πιτσουνάκια τα είχαν. Δεν την είχε συνηθίσει ο Ζάχος να κάνει σχέσεις με τα κορίτσια του αλλά η Άσπα είχε προσέξει πως υπήρχε ένα είδος τσόκαρο που ήταν πολύ του γούστου του.

«Η Σούζαν θα πάρει τη δουλειά στην Ιταλία.»

«Το πορνό;»

Η κοπέλα χαμογέλασε σχεδόν υπερήφανη και συμπλήρωσε μόνη της το εγκώμιο της μεγάλης της ευκαιρίας.

«Είναι πολύ καλά λεφτά. Μ’αρέσουν και τα ταξίδια.»

«Η Σούζαν έχει μεγάλο ταλέντο. Θα γίνει μια μέρα μεγάλη ηθοποιός.»

Εκείνη τον κοίταξε όλο γλύκα και του έστειλε πολλά μικρά φιλάκια. Η Άσπα φύσηξε τον καπνό της και πρόσθεσε την δική της ατάκα.

«Γιατί όχι; Πουτάνες είναι όλες τους έτσι κι αλλιώς.»

Η Σούζαν κατσούφιασε και την κοίταξε φαρμακερά.

«Εσύ γιατί δεν θέλεις; Δεν σ’αρέσει;»

«Πες στην Σούζαν τι σ’αρέσει» τσίγκλησε ο Ζάχος. Εκείνη αγνόησε την ενοχλητική τους συσπείρωση.

«Μια και τό’φερε η κουβέντα …Ένα-δύο δουλειές ακόμα και το αμάξι είναι δικό μου.»

«Κατάφερες να βάλεις τέτοιο ποσό στην άκρη;»

«Που νομίζεις πως πάνε τα λεφτά μου; Στην Χαλκίδα ζω χωρίς νοίκι και έχω ταράξει το στομάχι στα όσπρια. Μπε-Εμ-Βε δίπορτο κάμπριο Εξ-Σι-Ελ. Ένα κουκλί σε κόκκινο. Και το έχω στη τσέπη!!»

Η Σούζαν δεν μπόρεσε να κρύψει τον θαυμασμό της.

«Πολύ κρεβάτι, δική μου!»

Αυτό μπορούσε να το επιβεβαιώσει με βούλα και η Άσπα, αν είχε την διάθεση. Σε λίγο ήρθε και ο φραπές της, ο μέτριος.

 

Το νερό της πισίνας ήταν απολαυστικό, διατηρούσε ακόμα την δροσιά της νύχτας. Ήταν ότι ακριβώς χρειαζόταν για να απαλλαγεί από την θολούρα του ύπνου που κουβαλούσε ακόμα. Από την στιγμή που είχε νιώσει το αργυρό μετάλλιο στο στήθος της ένιωθε στην πρίζα, μέχρι και ο ύπνος της φαινόταν χάσιμο πολύτιμου χρόνου. Ήθελε να ξυπνήσει, να πετάξει, να γίνει καλύτερη. Σηκώθηκε πρώτη στην βίλα, κατέβηκε γυμνή στον κήπο και βούτηξε κατευθείαν στο νερό. Έκανε μακροβούτια, άδειασε το κεφάλι της από έγνοιες. Σε λίγο είδε την Δανάη να κάθεται στην άκρη της πισίνας, με τα πόδια μέσα, να την παρακολουθεί. Ήταν με το ολόσωμο μαγιό της. Έδειχνε τόσο σοβαρή και όμορφη. Κολύμπησε προς το μέρος της, ήρθε κοντά.

«Με κάλεσαν στην τηλεόραση. Στην πρωινή εκπομπή.»

«Το ξέρω. Πήραν τηλέφωνο.»

«Μου κρατάς κακία για χθες; Δεν άργησα πολύ.»

«Καθόλου.»

«Ούτε ήπια πολύ στο πάρτι. Κοίτα με. Ούτε πονοκέφαλοι ούτε κοκκινίλες στα μάτια…»

Αγκάλιασε τα πόδια της Δανάης και την φίλησε στα γόνατα. Έκανε πίσω και την τράβηξε στο νερό. Έκαναν κύκλους κάτω από το νερό, κολύμπησαν μαζί και κατέληξαν στην άλλη άκρη της πισίνας, στην γωνία. Αγκαλιασμένες, αντάλλαξαν πολλά μικρά φιλιά, ήπιαν η μια από το δέρμα της άλλης.

 

Με κόμπο στο στομάχι μπήκε στο φαρμακείο. Όπως ακριβώς ήταν της μοίρας του, έτσι σκέφτηκε, πίσω από τον πάγκο ήταν μια κοπέλα. Σε όσα φαρμακεία είχε κοιτάξει μέχρις στιγμής η ίδια ιστορία, μυστηριωδώς είχαν εξαφανιστεί όλοι οι άρρενες φαρμακοποιοί. Πλησίασε κομπλαρισμένος τον πάγκο και ξετύλιξε την συνταγή του δερματολόγου. Ποτέ πριν δεν είχε κατεβάσει το βρακί του σε άντρα, ούτε γιατρό, ήταν και αυτό από τις καινούργιες του εμπειρίες.

«Θα ήθελα … Ένα Ζοβιράξ.»

Δεν έπεσαν γέλια, ούτε καν μειδίαμα. Η στυγνή κοπέλα πίσω από τον πάγκο θα πουλούσε χίλια τέτοια την ημέρα. Του το έφερε, ένα μπουκαλάκι τόσο δα.

«Να κάνετε μια μικρή επάλειψη στην ερεθισμένη περιοχή κάθε τέσσερις ώρες.»

«Κάθε τέσσερις ώρες … Ευχαριστώ.»

Τα είχε ακούσει από τον γιατρό, ήταν ανάγκη να τα ακούσει και από την κοπέλα; Μπορούσε να τον φανταστεί άραγε, να φέρει την εικόνα του στον νου της, διπλωμένο στα δύο να κάνει την επάλειψη, χωρίς να σκάσει στα γέλια; Έγινε κατακόκκινος, πλήρωσε βιαστικά και το έβαλε στα πόδια.

 

Δύο ένστολοι αστυνομικοί περίμεναν έξω από την ανοιχτή πόρτα της γκαρσονιέρας. Μέσα στο ημι-υπόγειο δεν υπήρχαν έπιπλα εκτός από ένα στρώμα στο πάτωμα. Η κοπέλα ήταν νεκρή πάνω στο στρώμα. Ο Κωνσταντίνος παρατήρησε για λίγο το σκηνικό από το κατώφλι πριν απευθυνθεί στον αστυνομικό που τραβούσε φωτογραφίες.

«Τι έχουμε;»

«Δεν θά’ναι ούτε είκοσι. Η σύριγγα είναι ακόμα καρφωμένη στο μπράτσο της.»

«Ποιος την βρήκε;»

«Η διαχειρίστρια. Υπήρχε και ένας νεαρός. Μόλις το είχαν νοικιάσει σαν ζευγάρι. Μάλλον πρεζόνι κι αυτός. Τα σύνεργα του είναι εδώ.»

Έκανε τον κύκλο της μικρής τρύπας και στάθηκε πάνω από την κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μισάνοιχτα και μαύρα. Έβαλε ένα τσιγάρο στα χείλη του αλλά το ξανασκέφτηκε. Η κλεισούρα εδώ ήταν αποπνικτική. Κράτησε τον αναπτήρα στην παλάμη του, τον έπαιξε νευρικά στα δάχτυλα του.

«Τον είδε κανείς;»

«Τον άκουσαν να φωνάζει και να κλαίει το πρωί. Όταν κατέβηκαν να δουν τι γίνεται αυτός είχε γίνει καπνός.»

«Πήγαινε φέρε το ενοικιαστήριο.»

Το παράθυρο ψηλά στο πεζοδρόμιο ήταν ανοιχτό. Δεν επέτρεπε ούτε ιδέα ουρανού στο μάτι, μια λεπτομέρεια μόνο από γκρίζα επίπεδα σε τσιμέντο. Σκέφτηκε πως ήταν χειρότερα και από τάφος. Ο αστυνομικός επέστρεψε διαβάζοντας το χαρτί που κρατούσε.

«Κάτι έχουμε εδώ. Τον ξέρω αυτόν, είναι βαποράκι. Υπάρχει ένταλμα στο όνομα του.»

Ο Κωνσταντίνος το πήρε να δει.

«Δήμος Σεφερλής; Σεφερλής! Βαποράκι είπες; Ψάχνω τον πατέρα του, τον Νικόλαο. Το λέει στον φάκελο του, ‘Υιός, όνομα … Δήμος.’ Πρέπει να είναι η ίδια οικογένεια. Το μήλο κάτω απ’τη μηλιά που λένε.» Ξεφύσησε εκνευρισμένος. «Όσο σκέφτομαι πως τον είχα μπροστά μου…» Δίπλωσε το χαρτί και το έβαλε στην τσέπη του. Ήθελε να βγει στον δρόμο, να κάνει επιτέλους το αναθεματισμένο τσιγάρο.

 

Ο Δήμος τρίκλισε στην αυλή της μάνας του, το μυαλό του χαμένο στην μαστούρα. Προσπαθούσε να ακολουθήσει το τεντωμένο σκοινί προς το σπίτι του με το χάος από κάτω να περιμένει να τον καταπιεί στο παραμικρό στραβοπάτημα. Ένιωθε γδαρμένος, οποιοσδήποτε γυρνούσε να τον δει θα έβλεπε όλα τα μέσα του, μέχρι την μαυρισμένη, σάπια ψυχή του. Κατάφερε να φτάσει μέχρι την πόρτα της κουζίνας, άρχισε να βαράει το τζάμι και να φωνάζει.

«Σοφία! ... Μαμά!»

Συνέχισε έτσι με εκνευριστική επιμονή μέχρι την στιγμή που μπήκε στην αυλή ο Νίκος με μερικά ψώνια. Κοκάλωσε στην θέα του γιου του. Ο Δήμος τον άκουσε και γύρισε πανικόβλητος, έτοιμος να το σκάσει. Χάνοντας το βήμα του σωριάστηκε προς το χορταριασμένο πλακόστρωτο. Ο Νίκος πρόλαβε να τον αρπάξει. Στηρίζοντας τον φτάσανε μαζί στην πόρτα της κουζίνας. Ξεκλείδωσε και τον έσυρε μέσα. Ο Δήμος δεν ήταν σίγουρος τι συνέβαινε.

«Που είναι η Σοφία;»

«Σε δουλειά.»

«Εσύ ποιος είσαι;»

Τον κάθισε στον καναπέ και έλεγξε τα μάτια του.

«Τι πήρες;»

«Η Ανθή πέθανε…»

«Ποια είναι η Ανθή;»

«Την σκουντούσα και την σκουντούσα … Αλλά δεν κουνιόταν … Πέθανε … Η Ανθή πέθανε…»

Ο Νίκος θυμήθηκε την κοπέλα με την οποία είχε πρωτοδεί τον Δήμο στο παγκάκι. Γέμισε βιαστικά ένα ποτήρι νερό και έσπρωξε ένα χάπι στο στόμα του νέου.

«Πιες!»

«Τι είναι αυτό;»

«Θα σε βοηθήσει…»

«Που είναι η Σοφία; Εσύ ποιος είσαι; Σε ξέρω … Δεν σε ξέρω; Γκόμενος της μάνας μου είσαι;»

Τους διέκοψε ένα προστακτικό χτύπημα στην πόρτα. Ο Νίκος έκανε νόημα στον Δήμο να μην βγάλει άχνα. Κοίταξε προσεχτικά από την πόρτα του σαλονιού πέρα από τα παράθυρα της κουζίνας και είδε το περιπολικό στον δρόμο. Κάθισε αργά σε μια καρέκλα, απέναντι από τον γιο του. Ψιθύρισε, περισσότερο προς τον εαυτό του.

«Εύχομαι να μην μας είδαν οι γείτονες.»

Ο Κωνσταντίνος και δύο ένστολοι στεκόντουσαν στην αυλή. Παράτησαν την πόρτα και προσπάθησαν να διακρίνουν κάτι μέσα στα σκοτεινά παράθυρα.

«Δεν μοιάζει να είναι κανείς εδώ.»

Ο Κωνσταντίνος μυριζόταν την παρουσία του ναυτικού, τον ένοιωθε στα σωθικά του, ήταν κοντά.

«Βάλε κάποιον να κάθεται απ’έξω στον δρόμο. Διακριτικά όσο γίνεται. Ρώτα τους γείτονες αν είδαν τίποτα. Η γυναίκα πρέπει να γυρίσει το απόγευμα. Θα φροντίσω να έχουμε το ένταλμα έτοιμο.»

Βγήκαν από την αυλή. Ο Νίκος είδε από το παράθυρο την αποχώρηση του περιπολικού. Γύρισε δίπλα στον γιο του που μουρμούραγε ασυναρτησίες. Τον ταρακούνησε για να τον αναγκάσει να ακούσει.

«Δήμο! Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ. Πρέπει να φύγουμε.»

«Να φύγουμε…»

«Έχει ένα εγκαταλειμμένο σπίτι από πίσω. Μπορούμε να περάσουμε στην αυλή του από το παράθυρο του μπάνιου. Πρέπει να σκεφτώ να πάμε κάπου.»

«Που είναι η Σοφία;»

Τον σήκωσε με κόπο και τρίκλισαν μαζί σκουντουφλώντας προς το μπάνιο.

 

Ένιωθε ηλίθιος, ήταν ηλίθιος και το ήξεραν όλοι, το είχε γραμμένο στο μέτωπο του. Δεν ήταν φανερό, ολοφάνερο; Κουράστηκε να χαμογελάει αμήχανα προς τους πάντες σαν να ήθελε να δικαιολογήσει την κατάντια του, ειδικά προς τις κοπέλες του γραφείου. Ακολούθησε άλλη μια επικάλυψη της πληγείσας περιοχής με αλοιφή στις τουαλέτες και καλό σαπούνισμα των χεριών του στη συνέχεια. Δεν άντεχε να το κρατάει άλλο μέσα του. Στήθηκε πάνω από τον Άρη που δούλευε κάποιο κείμενο στον υπολογιστή του. Ήξερε πως τελικά θα τον εκνεύριζε, θα τον έκανε να τον προσέξει. Τσίμπησε τελικά και τον κοίταξε με την άκρη του ματιού του.

«Πως πάει;» σαν να ρωτούσε «τι τρέχει;»

«Τελειώνεις;»

«Θα τυπώσω άλλα δύο. Θα έρθεις στην παρουσίαση;»

«Μάλλον…»

Τράβηξε ένα κάθισμα και πήρε θέση δίπλα του. Ο Άρης έμεινε προσηλωμένος στο κείμενο του.

«Δεν μου λες … Να σε ρωτήσω κάτι; Είχες ποτέ σου…κάποιο σωματικό πρόβλημα λόγω…γυναίκας;»

«Δηλαδή; Τι πρόβλημα;»

«Ένα κατάλοιπο…»

«Κατάλοιπο;» Τώρα γύρισε να τον κοιτάξει. «Τι λες ρε συ;»

Ο Πέτρος έσκυψε προς το κομπιούτερ και πληκτρολόγησε την λέξη.

«Αφροδίσιο;!»

«Σσσσ! Μη φωνάζεις…»

«Εσύ; Πως την πάτησες ρε μαλάκα; Με την χρυσοπληρωμένη λεγάμενη; Τι έχεις;»

Πληκτρολόγησε την δεύτερη λέξη.

«Που στον έδωσε, κάτω; Κόλλησες μ’αυτό φίλε μου. Όλη σου τη ζωή.»

«Τ’άκουσα απ’τον γιατρό. Εσύ πως ξέρεις σχετικά;»

«Τυχαίνει να είμαι διαβασμένος. Αν ψάχνεις για συμπάσχοντα, λυπάμαι. Δύο χρόνια είμαι με την Μίνα και δεν ξεστρατίζω. Στην Ηρώ τι θα πεις;»

«Τι να της πω;»

«Πρέπει να είσαι προσεχτικός. Όσο διανύει την περίοδο του μόνο προφυλακτικό.»

«Και πως θα δικαιολογήσω το προφυλακτικό; Συνήθως δεν το χρησιμοποιούμε. Αν δεν της το μετάδωσα ήδη…»

«Συνήθως οι γυναίκες δεν νιώθουν τις επιπτώσεις όσο ο άντρας, έχουν και ένα σωρό δικές τους ιώσεις. Αλλά τώρα προφυλακτικό μεγάλε. Πες πως είδες ένα ντοκιμαντέρ για το Έϊτζ και φρίκαρες. Ή πες πως έχεις πονοκέφαλο μέχρι να περάσει.»

«Γαμώτο! Γαμώτο! Τι ήταν τώρα αυτό;!!»

«Ένα χτύπημα στην πόρτα. Να λογικευτείς.»

«Νομίζεις πως θα το αφήσω έτσι;»

«Τι εννοείς;»

«Άσε…» Σηκώθηκε και έφυγε. Έβραζε. Έβγαλε το κινητό του και πήρε τον Ζάχο. Θα έβλεπε την Άσπα άλλη μια φορά.

 

Ο Κωνσταντίνος πλησίασε την πόρτα της πεθεράς του και πάτησε το κουδούνι. Χρειάστηκε να επιμείνει μέχρι να διακρίνει κάποια κίνηση πίσω από το παραμορφωτικό τζάμι της εξώπορτας, ήταν ο Στάθης.

«Εγώ είμαι παιδί μου. Ο μπαμπάς. Άνοιξε μου.»

«Είναι κλειδωμένα.»

«Η γιαγιά που είναι;»

«Βγήκε έξω.»

«Και η μαμά; Που είναι η μαμά;»

«Πήγε σινεμά.»

Η οργή του βγήκε σφυριχτή μέσα από τα δόντια του. Οι ρουφιάνες είχαν αφήσει το μικρό παιδί κλειδωμένο και μόνο του στο σπίτι.

«Πήγε σινεμά; Με τον Παύλο;»

«Ναι.»

Του γύρισαν τ’άντερα.

«Σε ποιο σινεμά αγόρι μου; Ξέρεις;»

«Στο Σταρ.»

Πόσες φορές δεν είχαν πάει εκεί όλοι μαζί, σαν μια οικογένεια.

«Καλά αγόρι μου. Θα περάσω να σε δω μιαν άλλη φορά, εντάξει;»

«Καλά.»

Η φιγούρα του αγοριού απομακρύνθηκε, χάθηκε πάλι στο εσωτερικό. Ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στο αυτοκίνητο με τα μηνίγγια του έτοιμα να εκραγούν. Αίμα έρεε στην κάθε του σκέψη. Το θερινό δεν ήταν μακριά. Οδήγησε μέχρι εκεί και πάρκαρε κάπου στην άκρη. Περίμενε μέχρι να σχολάσει η παράσταση. Είχε καπνίσει μισό πακέτο όταν άρχισε να βγαίνει ο κόσμος. Τους είδε. Εκείνη χαμογελούσε στο πλάι του. Η μοτοσικλέτα εκείνου ήταν τραβηγμένη στο πεζοδρόμιο. Κάθισε από πίσω του και τον αγκάλιασε σφιχτά καθώς βγήκαν στην κυκλοφορία. Ο Κωνσταντίνος έβαλε μπρος και τους ακολούθησε. Δεν κατευθύνθηκαν προς το σπίτι της. Κατέληξαν στο σπίτι του κάπου στα προάστια. Ο Κωνσταντίνος πάρκαρε κάπου απέναντι στο σκοτάδι και έσβησε την μηχανή. Τον κατέκλυζε ναυτία αλλά δεν είχε τίποτα να ξεράσει, είχε δύο μέρες να φάει. Πικρό σάλιο ανέβαινε στο στόμα του που το κατάπινε ξανά. Τα δάκρυα του δεν μπορούσε να τα πολεμήσει. Άνοιξε το τζάμι για να πάρει αέρα. Το βλέμμα του έμεινε κολλημένο στα φωτισμένα παράθυρα του σπιτιού, στις σκιές τους που χάιδευαν περιοδικά τις κουρτίνες. Ένιωθε πως σιγά-σιγά νέκρωνε εσωτερικά, ήταν το τέλος, είχε χαθεί κάθε ελπίδα. Δάγκωσε το χέρι του με λύσσα, το έκανε να ματώσει για να γευτεί το αίμα του, να κρατηθεί από κάπου γιατί χανόταν ο κόσμος του, έχανε τα λογικά του.

 

Ο Νίκος χτύπησε δυνατά την πόρτα του σπιτιού. Ο Δήμος κρεμόταν από το μπράτσο του σαν ζωντανός νεκρός. Πίσω από την κλειστή πόρτα απάντησε η καχύποπτη φωνή ενός ηλικιωμένου άντρα.

«Θωμά! Άνοιξε μου! Ο Νίκος είμαι!»

Ο γέρος άνοιξε την πόρτα και κοίταξε έκπληκτος τους δύο άντρες. Ήταν γεμάτος ρυτίδες, άσπρα μαλλιά και σκούρο δέρμα σαν αθίγγανος.

«Νίκο; Ο Δήμος είναι αυτός;»

«Ναι, άσε μας να μπούμε…»

«Τι θέλετε;»

«Μας ψάχνει η αστυνομία.»

Το σκέφτηκε για λίγο πριν τους αφήσει να μπουν μέσα. Κάθισαν αντικριστά στο μικρό σαλόνι.

«Τι έγινε; Τι πάθατε;»

«Χρειαζόμαστε μια προσωρινή κρυψώνα μέχρι να σκεφτώ μια λύση.»

«Σας ψάχνουν και τους δύο;»

«Ξεθάψανε τα δικά μου τα παλιά. Όσο για τον Δήμο…»

«Καλά ο Δήμος είναι βαποράκι. Θα τον ψάχνουν καιρό τώρα…»

Ο Δήμος είχε αρχίσει να βγαίνει από την θολούρα του, κοίταζε έντονα τον γέρο απέναντι του.

«Σε ξέρω εσένα…»

Ο Θωμάς χαμογέλασε φανερώνοντας μια σειρά σάπια δόντια.

«Και βέβαια με ξέρεις. Ξέχασες τον δάσκαλο σου;»

«Εσύ … Εσύ μου πούλησες…»

«Χόρτο. Το πρώτο σου χόρτο. Κρητικό, άλφα-άλφα ποιότητα. Εγώ σε ξεπαρθένεψα μπορείς να πεις. Εσένα και τον πατέρα σου…»

«Τον πατέρα μου;»

Ο Νίκος πετάχτηκε όρθιος, άρπαξε τον γέρο από τον γιακά και τον κόλλησε στον τοίχο.

«Ίσως δεν είναι της παρούσης, αλλά μια μέρα θα σε ευχαριστήσω για το καλό που έκανες. Ειδικά στον γιο μου.»

Ο γέρος στριφογύρισε σαν κατσαρίδα προσπαθώντας να απεγκλωβιστεί από το στιβαρό μπράτσο.

«Ξέρεις πως είναι Νίκο. Δεν χρειάζεται να στο πω εγώ. Ερχόντουσαν και μου χτυπούσαν την πόρτα. Δεν παρέσυρα ποτέ κανέναν στην κόλαση. Θυμάσαι τον εαυτό σου; Θυμάσαι;»

Τον άφησε. Γυρνώντας αντίκρισε τον γιο του, επίσης όρθιο, να τον κοιτάζει.

«Θυμάμαι κι εσένα. Ο γέρο-πρεζάκιας από τα Πετράλωνα που ήθελε και κουβέντα. Εσύ είσαι ο πατέρας μου; Για σένα έλιωνε στα δάκρυα η μάνα μου μια ζωή; Κοίτα έναν άνθρωπο! Ήρθες να με καμαρώσεις; Κοίτα με να δούμε τι θα καταλάβεις. Τι νομίζεις πως κάνεις εδώ; Δίνεις παράσταση για να με συγκινήσεις; Μην κουράζεσαι. Είσαι ένα τίποτα. Ένας ξεγραμμένος. Δεν ξέρω πως σ’έμπασε στο σπίτι η Σοφία, σε μένα όμως δεν έχεις τίποτα. Τίποτα.»

«Αν θέλεις … μπορούν ν’αλλάξουν όλα.»

«Ναι; Πως; Η Ανθή πέθανε. Μπορείς να την φέρεις πίσω; Με κυνηγάει η αστυνομία. Πως θα αλλάξουν; Θα ρουφήξεις το δηλητήριο από τις φλέβες μου με τα χείλη σου; Να λοιπόν … Δείξε μου τον δρόμο … πατέρα.»

Άρχιζε να αδειάζει το εμπόρευμα από τις τσέπες του στο τραπέζι, φακελάκια, σακουλάκια. Ακολούθησε μια σύριγγα, ένα κουτάλι, ένα κερί και ένα λάστιχο για να δέσει το μπράτσο του. Άνοιξε ένα σακουλάκι και ετοίμασε την δόση του μπροστά τους. Ο Νίκος παρακολουθούσε σαν υπνωτισμένος. Η οργή του νέου πετούσε με αφρούς από το στόμα του.

«Έφευγα από το σπίτι γιατί δεν άντεχα τα κλάματα της Σοφίας. Τριγυρνούσα τους δρόμους σαν τρελός ψάχνοντας να σε βρω, να σε τσακίσω, να σε σκοτώσω. Την πλήρωνε ο πρώτος τυχόν μαλάκας που έβγαινε μπροστά μου. Κι αυτό δεν με ησύχαζε, δεν με ανακούφιζε. Με διώξανε κι απ’τον αθλητικό σύλλογο … Νά’ναι καλά ο Θωμάς από δω, βρήκα την διέξοδο…»

«Δεν είναι διέξοδος…»

«Δεν είναι; Δώσε μου την λύση τότε. Θες κι εσύ λίγο;»

Ο Νίκος γύρισε την πλάτη του, δεν άντεχε να βλέπει άλλο. Πήγε και κοίταξε από το παράθυρο έξω, στο άμορφο σκοτάδι. Ο Δήμος κατέρρευσε στον καναπέ και άρχισε το εφιαλτικό του ταξίδι. Ο Θωμάς χαμήλωσε τα φώτα του δωματίου. Τον πλησίασε ο Νίκος.

«Πρόσεχε τον. Εγώ θα βγω. Θα ειδοποιήσω την Σοφία να μην ανησυχεί. Πρόσεχε τον!»

Ο γέρος θα τους προτιμούσε και τους δύο έξω από το σπίτι του αλλά δεν είχε την δύναμη να τα βάλει πλέον με κανέναν. Ο Νίκος δεν περίμενε καν την απάντηση του, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στην νύχτα.

 

 

Τέλος Έβδομου Μέρους

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
  • Upcoming Events

    • 0
      13 December 2025 05:00 PM
      Until 07:00 PM

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..