Solonor Posted May 31, 2007 Share Posted May 31, 2007 Αυτή είναι η αληθινή ιστορία, του φίλου μου του Γιώργου. Κανείς δεν έμαθε ακριβώς πως έγιναν τα πράγματα. Ακόμα και όσοι έφτασαν κοντά στην πραγματικότητα, δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν τον δική μου ανάμιξη. Θέλω να μοιραστώ την ιστορία αυτή, μαζί σας, κοντά δέκα χρόνια από τότε, εις μνήμην του φίλου μου, εξαιτίας του οποίου άρχισα και το κάπνισμα. Όμως πριν ξεκινήσω, θα μου επιτρέψετε ένα δυό πραγματάκια. Να αλλάξω ελαφρώς τα ονόματα και να μην αποκαλύψω το όνομα μου. Η οθόνη του υπολογιστή μου ακτινοβολούσε, φωτίζοντας λιγάκι το δωμάτιο. Είχε ζέστη, πολύ ζέστη, είχα αφήσει την μπαλκονόπορτα ανοιχτή, το ίδιο και την πόρτα του δωματίου, μπας και το ρεύμα δροσίσει λίγο το σπίτι. Πάντως εγώ ίδρωνα. Καθισμένος μπροστά στον υπολογιστή, στο στενό, γεμάτο βιβλία, δισκάκια και χαρτιά, δωμάτιο, χασμουριόμουν βαριεστημένα, ζαλισμένος από την μουσική που έπαιζε ξανά και ξανά το ίδιο δισκάκι. Καλό παιδί ο φίλος μου, ο Γιώργος. Τον ήξερα από μικρό, και κάναμε καλή παρέα. Όμως ήταν μαλάκας σε μερικά θέματα, ρε παιδί μου. Πολύ μαλάκας. Ένα τέτοιο θέμα ήταν και η γυναίκες. Όταν έμπαινε μουνί στην μέση ο φίλος μου αναπροσδιόριζε όλες τις προτεραιότητες. Ακόμα και ότι είχε σχέση με εμένα. Από τότε που μετακόμισα στην Θεσσαλονίκη, για σπουδές, είχαμε χαθεί. Βρίσκομασταν σπάνια πλέον ενώ η επικοινωνία μας διέρχονταν μέσα από τις τηλεφωνικές γραμμές. Όμως εκείνο το τριήμερο, θυμάμαι, το περιμέναμε πολύ καιρό. Είχαν πάρει τα εισιτήρια κοντά έναν μήνα πριν. Θα ταξιδεύαμε οι δυό μας, μιας και κανένας από τους νέους φίλους που είχα κάνει στην Θεσσαλονίκη δεν μοιράζονταν τα μουσικά μας γούστα. Και σήμερα, παρασκεύη, ο Γιώργος είχε καταφθάσει με ένα από τα πρώτα λεωφορεία από την Ξάνθη, την πόλη στην οποία είχαμε μεγαλώσει. Αύριο το πρωί θα ξεκινούσαμε μαζί με λεωφορείο από Αθήνα και το απόγευμα θα φτάναμε στον τόπο της συναύλιας που τόσο καιρό περιμέναμε. Χάρηκα πολύ όταν συναντηθήκαμε το πρωί. Περάσαμε την μέρα μαζί, πήγαμε για καφέ, φάγαμε, τα είπαμε. Όμως από τότε που γυρίσαμε σπίτι ο Γιώργος κόλλησε στον υπολογιστή μου, στο ίδιο γαμημένο μηχάνημα που κάθισα και εγώ αργότερα. Από όλες τις μέρες του κόσμου, αυτήν την μέρα βρήκε; Τι στον πούτσο, ήταν η παγκόσμια μέρα σεξ μέσω διαδικτύου και δεν έπρεπε να την χάσει; Από το μεσημέρι δεν ξεκόλλησε. Πέρασε ολόκληρο το απόγευμα σερφάροντας σε chatrooms, μιλώντας, με τι άλλο; Υποψήφιες γκόμενες. Δεν είχα πρόβλημα με αυτό αρχικά, κάθε άλλο. Έπεσα να κοιμηθώ στο καθιστικό, στο δεύτερο δωμάτιο του σπιτιού που νοίκιαζα, μετά νομίζω πως διάβασα ένα βιβλίο, τέλοσπάντων με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η μέρα πέρασε. Κάθε τόσο πήγαινα στον Γιώργο, αλλά αυτός ακάθεκτος, προσηλωμένος στον στόχο του, έστεκε αποχαυνωμένος μπροστά στην οθόνη, στην ίδια στάση, αηκίνητος, λες και το ποντίκι του υπολογιστή αποτελούσε φυσική προέκταση του χεριού του. Όχι δεν είχα θυμώσει με τον Γιώργο επειδή με αγνοούσε για ένα ολόκληρο απόγευμα και ας περίμενα τόσο καιρό να βρεθούμε και ας προγραματίζαμε τόσο καιρό αυτό το ταξίδι. Εξάλλου ο Γιώργος δεν είχε δικό του υπολογιστή και κάθε φορά που έβρισκε την ευκαιρία, έπεφτε με τα μούτρα στην αγαπημένη του συνήθεια και έτσι δεν θύμωσα που βάλθηκε και πάλι να βρει γκόμενα μέσω του ίντερνετ. Είχα θυμώσει γιατί αυτή την φορά τα κατάφερε. Μετά από αρκετές ώρες συνομιλίας με αναρίθμητες γυναίκες και άντρες με γυναικεία ονόματα που έψαχναν να κοροιδέψουν τύπους σαν τον Γιώργο-αμ δε, ήταν βετεράνος-κατάφερε να κανονίσει ραντεβού με μια που έδειχνε πρόθυμη να τον γνωρίσει. Δίχως πολλή σκέψη και αφού διαπίστωσε πως επρόκειτω για κοπέλα μιλώντας μαζί της στο τηλέφωνο, εξαφανίστηκε από το σπίτι αφήνοντας με ολομόναχο, στο καθιστικό. Εκτός των άλλων είχε το θράσσος να σουφρώσει με συνοπτικές διαδικασίες και τα κλειδιά του σπιτιού. Είχαμε αρκετό χρόνο εξάλλου ως το επόμενο πρωί και μπορούσαμε να μιλήσουμε για την συναυλία και στο λεωφορείο για Αθήνα. Σαν έφυγε όμως, ένοιωσα μαλάκας. Στην αρχή υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως ήταν η τελευταία συναυλία που πήγαινα μαζί του. Έκατσα λίγο μπροστά στην μικρή τηλεόραση και χάζεψα καταπίνοντας τον θυμό μου. Τελικά ξεθύμανα και αποφάσισα να τον συγχωρήσω. Το χαζοκούτι είχε μόνο μαλακίες και έτσι πήγα στο δωμάτιο μου. Τότε ήταν που διαπίστωσα πως πάνω στην φούρια του, ο φίλος μου είχε ξεχάσει τον υπολογιστή μου ανοιχτό. Και βρίσκονταν ακόμα στο ίδιο chatroom. Δεν άντεξα στον πειρασμό. Κάθισα στο μηχάνημα που πέρασε ο φίλος μου ολόκληρο το απόγευμα του και εξερεύνησα τις συνομιλίες του. Μιλούσε με ένα κάρο γκόμενες, όμως η λεγάμενη, αυτή για την οποία με είχε εγκαταλείψει ξεχώριζε. Διάβασα την συνομιλία τους. Μια μακροσκελείς λίστα υποννοουμένων και ερωτικών προκλήσεων, διαδέχονταν την εθιμοτυπική ανταλλαγή στατιστικών, στα οποία είχε υπερβάλει τουλάχιστον η μία πλευρά. Ο φίλος μου, ο οποίος ήταν δέκα πόντους κοντύτερος από το 1,90 που έγραφε και 5 κιλά βαρύτερος από τα 85. Αν η αντίστοιχη κοπέλα ήταν 1,80 και 58 κιλά, αυτό αδυνατούσα να το ξέρω εκείνη την στιγμή. Η λίστα τελείωνε απότομα. Η τελευταία λέξη που έγραψε η κοπέλα ήταν το τηλέφωνο της. Τα υπόλοιπα, φυσικά τα γνώριζα από πρώτο χέρι. Διάβασα και άλλες ομιλίες που είχε διακόψει ακαριαία ο κολλητός μου, μόλις έβγαλε το λαυράκι. Ένοιωσα λίγο, σαν να διδάσκομαι μέσα απο αυτές. Ρούφηξα τις συσσωρευμένες γνώσεις του, μέσα από την οθόνη, οπλίστηκα με θάρρος, θράσσος και καύλα-αυτό ομολογώ πως το είχα ούτως ή άλλως-και αποφάσισα να αναζητήσω και εγώ την τύχη μου. Το ψευδώνυμο του φίλου μου ήταν “Ερωτικός22”. Δεν είχα εξασκήσει το αγαπημένο σπορ του φίλου μου και ομολογώ πως μου φάνηκε εξαιρετικά γελοίο, όμως υποκλινόμενος στην εμπερία του, αποφάσισα να μην το αλλάξω. Η κοπέλα με την οποία θα πρέπει να ήταν τότε μαζί, ονομάζονταν “Ειρήνη19”. Ένα ακόμα στοιχείο που συνειδητοποίησα πως απαιτούσε η νέα ενασχόληση μου, ήταν η υπομονή. Ο φίλος μου είχε ατέλειωτο αριθμό με ανοιχτά παράθυρα συνομιλιών που τελείωναν πριν καν αρχίσουν. Πρέπει είχε πει “hi” σε περισσότερες κοπέλες από όσες είχα δει ολόκληρα τα χρόνια της φοίτησης μου. Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών τον αγνόησε. Ήταν τόσες πολλές που δεν είχε κάνει την εκκαθάριση των ατελείωτων χαιρετισμών, φαίνεται το τηλέφωνο της “Ειρήνης19” έσκασε σαν βόμβα στην οθόνη και δεν πρόλαβε να τους σβήσει. Έγω εκλεισα όλα τα περιττά παράθυρα. Πήρα μια ανάσα και ετοιμάστηκα να σπαμμάρω-όπως λεν στην ορολογία των επαγγελματιών του είδους τον καταιγισμό μυνημάτων-“hi” σε οτιδήποτε είχε θυληκό όνομα στο chatroom. Και όμως δεν χρειάστηκε να γράψω το παραμικρό. Είναι παράξενο ακόμα και τώρα που το θυμάμαι, σαν να ήταν η ίδια η θεά τύχη που έφερε το μύνημα αυτό. Ο φίλος μου χρειάστηκε τόσο κόπο για να βρεί κάποια που να απαντήσει σε αυτόν. Και εγώ, πριν προλάβω καν να γράψω την πρώτη χαιρετούρα μου, δέχθηκα ένα μύνημα! Η “Ελένη18” μου έλεγε “hi paidare, apo pou?” Θεώρησα πως ήταν γραφτό της μοίρας μου να κερδίσω αυτό το κορίτσι το οποίο στην φαντασία μου είχε ήδη αποκτήσει ξανθά μαλλιά και πλούσιες καμπύλες. Της απάντησα “Thessaloniki,u?” και ανακάλυψα έκστασιασμένος πως ήταν και αυτή από το ίδιο μέρος με εμένα. Έβαλα τα δυνατά μου. Λίγο η ζέστη του κατακαλόκαιρου που δεν έλεγε να φύγει με το αεράκι που έμπαζε από την μπαλκονόπορτα, λίγο η κάψα μου και ίδρωνα. Μιλούσαμε με τις ώρες. Οφείλω να ομολογήσω πως οι γνώσεις που αποκόμισα από την μελέτη των συνομιλιών του κολλητού μου, δεν με βοήθησαν και πολύ. Όχι ότι ήταν λάθος αλλά είμουν πολύ νέος και άπειρος στο άθλημα για να μπορέσω να τις ακολουθήσω. Έτσι υπέπεσα σε αρκετά από τα σφάλματα που κάνουν οι πρωτάρηδες του είδους. Όμως έφταιγε και η “Ελένη18”. Φωτογραφία μπορεί να μην μου είχε στείλει, αλλά ήταν τόσο καλή μαζί μου. Τα μυνήματα της, άλλα γεμάτα υποννοούμενα και άλλα αισθησιακές, άμεσες προκλήσεις έρχονταν βροχή. Έδειχνε να μιλά μονάχα με εμένα, ακριβώς όπως και εγώ μιλούσα μονάχα με αυτή. Η ψυχή μου άνοιξε, έγινε ανοιχτό βιβλίο, μπροστά στον διαδικτυακό άλλο μου μισό. Και της τα περιέγραψα όλα. Της είπα για τον φίλο μου. Για το ραντεβού του. Για την γκόμενα με την οποία βρίσκονταν τώρα έξω. Της είπα, στεναχωρημένος πως ο φίλος μου είχε τσιμπήσει τα κλειδιά και δεν μπορούσα να φύγω από το σπίτι. Μονάχα στο ύψος μου έδωσα και εγώ δέκα πόντους, δίχως όμως να αφαιρέσω-ούτε να προσθέσω- έστω και ένα κιλό. Μιλούσαμε για ώρες. Μου είπε για εκείνη. Κάθε της λέξη που διάβαζα, καρφωνόταν στο μυαλό μου, αν και τώρα πια, έπειτα από όσα ακολούθησαν εκείνο το βράδυ, δεν θυμάμαι τίποτε. Όμως θυμάμαι που με ρωτούσε αν είχε έρθει ο φίλος μου, με την φίλη του. Έδειχνε να θέλει να με συναντήσει. Έτσι και εγώ πήρα το θάρρος να της πω. “Giati den erxese esy?”. Ναι, είχα καυλώσει τρομερά με το ενδεχόμενο της επίσκεψης της. Σκεφτόμουν να προλάβαινε να έρθει πριν τον κολλητό μου. Να έβλεπα τα μούτρα του, και της ασχημομούρας κοπέλας του-γιατί αποκλείετε να ήταν τόσο όμορφη όσο η “Ελένη18”-σαν με έβρισκαν να τους ανοίγω, με το μποξεράκι και με συντροφιά στο κρεβάτι. Θα τον άφηνα άφωνο. Θα γινόμουν ο βασιλιάς της ημέρας, ή έστω της νύχτας. Βέβαια όταν απήυθυνα την πρόσκληση το έκανα με μεγάλο φόβο, μήπως την απορρίψει ή ακόμα χειρότερα μήπως προσβληθεί και πάψει να μου μιλά. Όμως αυτό δεν έγινε. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου και το υγρό εσώρουχο μου, η οθόνη του υπολογιστή θόλωσε σε μια πανδαισία χρωμάτων που στριφογύρισαν γύρω από την απάντηση της. “Den exo tin dieythinsi sou moro mou...”. Ρίγος διέτρεξε την ραχοκοκκαλιά μου. Άφωνος πληκτρολόγησα την διεύθυνση του σπιτιού μου, το όνομα στο θυροτηλέφωνο και τον όροφο, διαπράτοντας ένα ακόμα λάθος πρωτάρη. Πάνω στον ενθουσιασμό μου δεν έδωσα ούτε το τηλέφωνο μου, ούτε καν ζήτησα να μιλήσουμε πρώτα. Αυτή η λεπτομέρεια, την οποία φυσικά ένας έμπειρος παίκτης, σαν τον φίλο μου δεν θα παρέλειπε, αποδείχθηκε μοιραία. “Erxomai” Μου απάντησε η αγαπημένη μου και δεν ξαναείδα άλλες λέξεις στο παράθυρο ομιλίας μαζί της. Είχα μείνει να κοιτάζω την οθόνη, μη μπορώντας ακόμα να πιστέψω τι είχα κάνει. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελλή. Καθόμουν αλλά τα πόδια μου κουνιόντουσαν από μόνα τους σε έναν τρελλό ρυθμό, συντονισμένα με το δισκάκι που έπαιζε τα τραγούδια που ελπίζαμε να ακούσουμε στην συναύλια της επόμενης μέρας. Στον διάολο η συναύλια της επόμενης μέρας! Σηκώθηκα φουριόζος από τον υπολογιστή. Τον έκλεισα και αυτόν και το στερεοφωνικό και όρμησα στο μπάνιο. Δεν είχα ανοιχτό θερμοσίφωνα μα δεν με ενδιέφερε. Πέρασα από την ζέστη του σπιτιού, στο κρύο του μπάνιου και πίσω ξανά, δίχως να το καταλάβω καν, με την φαντασία μου να καλπάζει σε στιγμές ατέλειωτης ηδοννής, με την νέα ερωμένη που ερχόταν στο σπίτι μου. Έτοιμος, λουσμένος και αρωματισμένος, ντύθηκα και έκατσα, μόνο για να τιναχτώ το ίδιο δευτερόλεπτο σαν να είχε η καρέκλα μου καρφιά. Το σπίτι! Άρχισα να τακτοποιώ ότι έβρισκα, μάζεψα τα σκουπίδια σε μια μεγάλη σακούλα, άχρηστα και χρήσιμα ότι έβρισκα που δεν μου καθόταν καλά το πετούσα μέσα. Τακτοποίησα το δωμάτιο μου, στοίβαξα βιβλία και σημειώσεις, δισκάκια και περιοδικά. Έβαλα τα ποτήρια από τον φραπέ στον νεροχύτη, σκούπισα, πάτησα μια κατσαρίδα. Γαμώτο, σκέφτηκα, είχα ξαναρχίσει να ιδρώνω. Συνέχισα τις δουλειές, ευτυχώς ούτε ο φίλος μου, ούτε η αγάπη μου δεν εμφανίζονταν ακόμα. Τέλειωσα τις δουλειές και το σπίτι πια ήταν έτοιμο να υποδεχθεί την μούσα μου. Όμως είχα ξαναιδρώσει. Αποφασισμένος, ξανάβγαλα τα ρούχα μου, ξαναμπήκα στο μπάνιο και για δεύτερη φορά-μιας και δεν σκέφτηκα να ανοίξω ξανά τον θερμοσίφωνα όταν βγήκα-πάγωσα από το νερό που όμως, δεν κατάφερε ούτε τώρα να σβήσει την κάψα μου. Με την περιορισμένη φαντασία μου να επαναλαμβάνει το ταξίδι στις ίδιες στιγμές ηδοννής βγήκα, ξαναφόρεσα τα ρούχα μου. Άλλαξα πουκάμισο μιας και το προηγούμενο ήταν ιδρωμένο και έπρεπε να είμουν άψογος. Ξαναέβαλα ζελέ στα μαλλιά μου. Ευτυχώς δεν χρειαζόταν να ξαναξυριστώ. Και τότε, για δεύτερη φορά στο ίδιο βράδυ, ακριβώς την στιγμή που είχα ολοκληρώσει το έργο τέχνης που φρόντιζα τόσην ώρα, τον εαυτό μου, αντίχησε σαν καμπάνα μεσα στο μυαλό μου το θυροτηλέφωνο. Η ανάσα μου κόπηκε. Τα πόδια μου έτρεμαν ξανά. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει, τέτοια αγωνία είχα να νοιώσω από το '87, που είμουν και μικρό παιδί. Ο φίλος μου είχε πάρει κλειδί οπότε απέμενε μονάχα μια πιθανότητα. Είχε έρθει. Την ανάσα μου επανέφερε μια σειρά από παραδεισένιους ήχους. Το ασανσέρ που ανέβαινε στην σιωπή της πολυκατοικίας. Και μετά το κουδούνι. Με την ψυχή στο στόμα και την προσμονή στα σκέλια, άνοιξα την πόρτα, προετοιμασμένος να αντικρύσω την πριγκίπισσα των παραμυθιών, την κουκλάρα από τα κόμικς ή έστω μια ζουμερή πορνοστάρ. Όμως με το που άνοιξα την πόρτα τίποτα απο αυτά δεν εμφανίστηκε μπροστά μου. Η πόρτα έσκασε με έναν δυνατό κρότο στα μούτρα μου. Πισωπάτησα και κόντεψα να πέσω κάτω, πιάνοντας την μύτη μου. Σήκωσα το βλέμμα μου ζαλισμένος και ξαφνιασμένος συνάμα, για να δω ποιός είχε σπρώξει την πόρτα με τόση δύναμη πάνω μου. Και είδα. Ένας κοντόχοντρος τύπος μπούκαρε αστραπιαία στο σπίτι και με άρπαξε από τον γιακά του λεπτού πουκάμισου μου. Πριν προλάβω να φωνάξω κόλλησε ένα πιστόλι στο μέτωπο μου και είπε φτύνοντας από θυμό. -Μην βγάλεις άχνα, μαλάκα, σε καθάρισα! Ούρλιαξε και έκλεισε γρήγορα την πόρτα πίσω του. Παρά την έκπληξη μου πείστηκα να μην φωνάξω.Δεν θυμάμαι καλά τις στιγμές εκείνες. Έκπληξη, τρόμος, φόβος για την ζωή μου ένοιωθα έναν κατακλυσμό από συναισθήματα. Μα πάνω από όλα, και αυτό το θυμάμαι καλά, ένοιωθα μαλάκας. Με έσυρε στο καθιστικό και τότε ήταν που μπόρεσα να τον παρατηρήσω καλύτερα. Ήταν κοντός και παχουλός, φορούσε τζιν και μαύρο, κοντομάνικο μπλουζάκι με ένα ανόητο σύνθημα. Πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα. Το πρόσωπο του ήταν αδιάφορο, δίχως έντονα χαρακτηριστικά, πέρα από τα μάγουλα του που ήταν βρεγμένα από ιδρώτα και τα μάτια του που έκαιγαν σαν λάβα. Με πέταξε με δύναμη, στον καναπέ μπροστά στην κλειστή τηλεόραση και γρύλισε οργισμένος. -Ακόμα δεν ήρθε η πουτάνα; Στάθηκα απορημένος. -Τι με κοιτάς σαν μαλάκας; Η πουτάνα, με τον φίλο σου. Αυτή που μιλούσε όλο το βράδυ, αυτή που γνώρισε από το ίντερνετ, γαμώ την μάνα της την πουτάνα και όλο της το σόι! Γαμώ τον... Συνέχισε με υβρεολόγιο που αφορούσε εκκλησιαστικά θέματα σε ένα φρεννιασμένο ξέσπασμα. Εγώ σοκαρισμένος, δυσκολεύομουν να καταλάβω τι ήθελε και γιατί πήγαινε πέρα δώθε, κάνοντας χειρονομίες με το ρημάδι, το πιστόλι στο χέρι. Αφού εκτονώθηκε, με κοίταξε και έσκασε ένα χαμόγελο που μαρτυρούσε την παραφροσύνη που τον είχε κυριέψει. -Είσαι και συ, καλός μαλάκας όμως. Ήθελες να γαμήσεις και εσύ, ε; Ήθελες να γαμήσεις σαν τον φίλο σου... Έκανε μια παύση και το χαμόγελο του έσβησε για να δώσει την θέση του σε μια γκριμάτσα πόνου και οργής. -Σαν τον φίλου σου. Θα ήθελες να γαμήσεις την γκόμενα μου ρε μαλάκα; Θα ήθελες να γαμήσεις την Ειρήνη μου, πουτάνας γιέ; Πριν ολοκληρώσει είχε προλάβει να με ξαναγραπώσει και να μου κολλήσει το πιστόλι στον κρόταφο. Η αγωνία που ένοιωθα σαν περίμενα την πριγκίπισσα μου, τώρα ήταν αγωνία για την ζωή μου. Έσφιξα τα δόντια τρομοκρατημένος, έκλεισα τα μάτια επαναλαμβάνοντας με ρυθμό πολυβόλου “όχι”. Έπειτα ξέσπασα σε ένα κλάμα με λυγμούς ικετεύοντας τον να μην με πειράξει. Φάνηκε να με πιστεύει γιατί δεν με σκότωσε. Το κλάμα μου πρέπει να ήταν τόσο γελοίο που χρειάστηκε να κάνει προσπάθεια για να με επαναφέρει. Λίγο πριν μου είχε κοτσάρει το κωλοπίστολο του στην κεφάλα και μετά με διαβεβαίωνε πως με πιστεύει και πως δεν θα με πειράξει κανείς. Κάθισε στην καρέκλα απέναντι μου. Με κοιτούσε και μπορούσα να τον ακούσω να αναπνέει εκνευρισμένος. Εγώ είχα κουλουριαστεί στον καναπέ σαν φοβισμένο κουτάβι και μυξόκλαιγα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μου είπε με κουρασμένο τόνο. -Γύρισα σπίτι από την δουλειά αργά όπως πάντα. Δουλεύω πολύ βλέπεις... Κάγχασε πικραμένα και κοίταξε στο κενό. Έπειτα έστρεψε ξανά το βλέμμα πάνω μου. -Την πήρα τηλέφωνο. Και δεν το σήκωσε. Ξανά δεν το σήκωνε. Και πήγα σπίτι της, μου είχε δώσει κλειδιά η πόρνη. Και είχε αφήσει τον υπολογιστή της, ανοιχτό. Και τότε...Τότε είδα την συνομιλία της. Με κοίταζε πικραμένος. Τώρα έκλαιγε και αυτός. -Αυτός που μιλούσε μαζί της ήταν ακόμα μέσα. Έτσι βγήκα και ξαναμπήκα στο chatroom με νέο όνομα, και πάλι γυναικείο μήπως δεν είχε φύγει, μήπως ψαρώσει...Οτιδήποτε... Ο Ερωτίλος. Και μου απάντησες εσύ... Ξεροκατάπια. Και του τα είχα πει όλα, συμπλήρωσα από μέσα μου. Του ξέρασα τα πάντα. Για τον φίλο μου. Για την γκόμενα του. Βυθίστηκα σε σκέψεις. Ένοιωθα τρομερά μαλάκας και κατηγορούσα τον μαλάκα τον φίλο μου. Τα πάντα γύριζαν και δεν τολμούσα να τον ρωτήσω τι σκόπευε να κάνει με εμένα. Μείναμε έτσι σιωπηλοί για λίγη ώρα, εγώ να προσπαθώ να αποφύγω το βλέμμα του και αυτός να καταπίνει τα δάκρυα και τις μύξες του. Και τότε, από το πουθενά ένας ήχος έσκισε στα δυό τις σκέψεις μου, σαν τσιγαρόχαρτο. Το ασανσέρ. Τα πάντα ξεκαθάρισαν στο μυαλό μου. Πρέπει να παραδεχθώ, πως αισθάνομαι περήφανος για την διαύγεια με την οποία είδα την κατάσταση μόλις άκουσα εκείνον τον ήχο. Ήταν σαν ένας κεραυνός να μου άνοιξε τα μάτια. Και δεν δίστασα να γραπώσω την ευκαιρία. Με την καρδιά μου να κοντεύει για τρίτη φορά σε τούτη την νύχτα να σπάσει, του είπα συνωμοτικά. -Αυτοί είναι. Με κάρφωσε με το βλέμμα του. Το ασανσέρ ακόμα κατέβαινε. -Που το ξέρεις; -Έχει κλειδιά γι'αυτό δεν χτύπησε θυροτηλέφωνο. Και κοντεύει να ξημερώσει. Ποιός άλλος να είναι; Έκανε μια παύση. Το ασανσέρ σταμάτησε, προφανώς στο ισόγειο. Έπειτα είπε. -Ε και; Δεν άκουγα καλά μα κάποιος πρέπει να ανέβαινε στο ασανσέρ. Κάποιοι. Ξεροκατάπια και γρύλισα. -Άσε με να φύγω. Κάγχασε. Το ασανσέρ πήρε να ανεβαίνει. Το στόμα μου πήρε φωτιά. -Δεν θα σε προδώσω, στο υπόσχομαι! Μην μου κάνεις κακό. Σου είπα για τον μαλάκα τον φίλο μου. Σκότωσ'τον, τον πούστη, σφάχ'τον, δεν με νοιάζει! Άσε με να φύγω, δεν θα σε προδώσω, στο υπόσχομαι, στο υπόσχομαι... Δεν απάντησε.Έμεινε να με κοιτά αναποφάσιστος, βλοσυρός. Το ασανσέρ ανέβαινε. -Φεύγω. Είπα και σηκώθηκα δοκιμάζοντας τα όρια του. Δεν κουνήθηκε. Σηκώθηκα από τον καναπέ και πισωπάτησα. Δεν είχα πολύ χρόνο. Έφτασα ως την πόρτα του δωματίου. Το ασανσερ σταμάτησε στον όροφο του διαμερίσματος μου. Και πάλι αυτός δεν κουνήθηκε. Εξαφανίστηκα από την πόρτα και αστραπιαία έτρεξα προς την εξώπορτα. Όμως ήταν πολύ αργά. Κλειδιά! Κόντεψα να πάθω καρδιακή προσβολή από την απελπισία. Όχι, δεν είναι δυνατόν, όχι. Γυρνούσα το κεφάλι μου πίσω και ξανά μπρος σαν τρελλός. Πετάχτηκα και έκλεισα την πόρτα του δωματίου πίσω μου, για να μην φαίνεται ο τύπος που περίμενε στο καθιστικό και για να μην βλέπει συνάμα. Δεν αντέδρασε. Έμοιαζε να έχει βυθιστεί σε μια απάθεια ή από την άλλη να συσσωρεύει το μίσος του μέχρι να εκραγεί. Η εξώπορτα άνοιξε. Έσφιξα κάθε νεύρο του πρόσωπου μου, τα δόντια και τους μυς, για να σβήσω την ένταση που ένοιωθα. Ο Γιώργος μπήκε μέσα. Μαζί του ήταν μια παχουλή, κοντή κοπελίτσα με αστείο πρόσωπο την οποία μες στον φόβο μου δεν πρόσεξα. Αργότερα συνειδητοποίησα πως είχε υπερβάλει περισσότερο από εμένα και τον φίλο μου στα στατιστικά που είχε δώσει στην συνομιλία της. -Τι έγινε; Με ρώτησε σαστισμένος, ενώ αυτή χαμογελούσε πονηρά. Κράτησα φυλακισμένα, τα χαιρέκακα σχόλια που μου κατέβηκαν, για λίγο αργότερα. Κράτησα φυλακισμένο και τον φόβο μου. Ο τύπος από μέσα δεν έβγαλε άχνα, δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο. Είμουν τόσο κοντά! -Πάω μια βόλτα μωρέ. Να σας αφήσω και εσάς τους δυό μόνους. Έκανα και του έκλεισα νευρικά το μάτι, καθώς τους έσπρωχνα για να περάσω από ανάμεσα τους. Λίγο πριν βγω όμως από την πόρτα το χέρι του φίλου μου με γράπωσε από τον ώμο. Απείχα τόσο λίγο από την διαφυγή, αλλά δεν έλεγε να με αφήσει. Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε. -Ευχαριστώ ρε μαλάκα. Είσαι αληθινός φίλος. Και μου ανταπέδωσε το κλείσιμο του ματιού. -Και εσύ. Του είπα και έκλεισα την εξωπόρτα πίσω μου. Κατέβηκα τα σκαλιά προς το ισόγειο σαν παρανοικός. Τα πηδούσα δυό-δυό, τρία-τρία, πιανόμουν από την γωνία και πηδούσα εξάδες σαν οι σκάλες με έφερναν στον επόμενο όροφο. Επαναλάμβανα σαν παρανοικός “μαλάκα, μαλάκα, μαλάκα” εννοώντας τον φίλο μου φυσικά και με την σκέψη μου να έχει κολλήσει. Περίμενα να ακούσω τον θόρυβο του όπλου, ή έστω φωνές, καυγά, οτιδήποτε. Όμως είχα ήδη φτάσει στο ισόγειο και ξεχυνόμουν έξω από την πολυκατοικία, στον ζεστό αέρα εκείνης της νύχτας. Κοντοστάθηκα. Κοίταξα δεξιά και έπειτα αριστερά. Έξω δεν υπήρχε ψυχή. Με γοργό βηματισμό έγινα καπνός. Ένοιωθα ένα άγριο συναίσθημα ανάτασης, που πολύ φοβάμαι πως ήταν χαρά. Έφυγα όσο πιο μακριά μπορούσα. Περπάτησα για πολύ ώρα, μέχρι που έφτασα σε ένα από τα μπαρ που λειτουργούν ως αργά. Πριν μπω, μου ήρθε μια επιθυμία να πάρω τσιγάρα. Δεν κάπνιζα, ούτε εγώ, ούτε ο φίλος μου, όμως κάτι μου έλεγε πως απόψε ήταν μια καλή αφορμή για να το αρχίσω. Δεν πρόλαβα να πιω την μπύρα που παρρείγγηλα και ακούστηκε το πιο γνωστό κομμάτι από το συγκρότημα που σκόπευα να ακούσω αύριο στην Αθήνα. Χαμογέλασα και ήπια την υπόλοιπη μπύρα σε μια γουλιά. Τώρα που το θυμάμαι ανατριχιάζω αλλά σε εκείνο το βράδυ με τις τόσες συμπτώσεις, το κινητό μου χτύπησε μόλις το τραγούδι πήρε να τελειώνει. Βγήκα έξω για να το σηκώσω. Ήταν από άγνωστο κινητό. Αν και δεν είχε καταφέρει να προετοιμάσω τον εαυτό μου, αποδείχθηκε πως ήταν αυτός που περίμενα στο τηλέφωνο. Η αστυνομία... Όταν πήγα στο σπίτι βρήκα το μέρος γεμάτο τρομοκρατημένους γείτονες με πυτζάμες και σκεφτικούς αστυνομικούς. Όλοι τους με κοιτούσαν με λύπη. Κάποιοι μου χτύπησαν τον ώμο για συμπαράσταση. Δεν βρήκα ούτε τον Γιώργο, ούτε την “Ειρήνη19”, ούτε τον φίλο της, του οποίου το όνομα δεν έμαθα ποτέ. Οι αστυνομικοί με πληροφόρησαν πως στο νοσοκομείο βρίσκονταν δύο πτώματα που θα έπρεπε να αναγνωρίσω. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Με όλη την ένταση που είχα νοιώσει, όλην την πίεση και την αδρεναλίνη εκείνης της νύχτας, κατάφερα εύκολα να ξεσπάσω σε κλάμματα για τον χαμένο φίλο μου. Ικέτευα να μην είναι αυτός και άφηνα να μου ξεφύγουν κάθε τόσο πληροφορίες για το τι είχε κανονίσει, μέσα σε ένα φτιαχτό παραλήρημα που έπεισε τους πάντες. Δεν ανέφερα τίποτα για τον φίλο της κοπέλας. Κάπως έτσι τελειώσε η ιστορία του φίλου μου, του Γιώργου, όταν τον αναγνώρισα, αυτόν και την ασχημούλα που προσπάθησε να πηδήξει, στο νεκροτομείο, γεμάτους τρύπες από σφαίρες. Το ενδεχόμενο ζηλοτυπίας αποκλείστικε νωρίς, καθώς κανείς από το περιβάλλον του κοριτσιού δεν γνώριζε αν είχε σταθερή σχέση με κάποιον, την έβλεπαν συνεχώς με διάφορους. Ο τρόπος που τους γνώριζε, το ίντερνετ δεν άφηνε πολλά περιθώρια έρευνας. Έτσι κανείς δεν έμαθε ποιός τους σκότωσε και οι ευφιέστατοι ντετέκτιβ κλουζώ της αστυνομίας, θεώρησαν πως ήταν κάποιος που προσπάθησε να διαρρήξει το σπίτι μου. Εγώ στάθηκα τυχερός, είπαν, αντίθετα με τον φίλο μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 31, 2007 Share Posted May 31, 2007 Αληθοφανής ιστορία, ωράια χρήση του λόγου, αλλά... πού είναι το τσιγάρο; Εκτός από τον τίτλο και την πρώτη παράγραφο δε βλέπω να το αναφέρεις ποθενά αλλού. Και για να είναι στον τίτλο θα πρέπει να έχει θέση σημαντική στο κεντρικό θέμα της ιστοριας σου. Πιστεύω θα έπρπε να το στριμώξεις κάπου, είτε την ώρα που περιμένει στο μπαρ είτε σα μια συνήθεια για την οποία ο ήρωάς σου έχει αυτό κι αυτό κι αυτό το συνάισθημα. Αυτό θα έκανε την διήγηση πιο δραματική, γιατί θα είχε τόσο το στοιχείο της φιλίας όσο και το στοιχείο του τσιγάρου μέσα. Έχω κι άλλη μια παρατήρηση και μετά μπορείς να με δείρεις απερίσπαστος :Ρ. Πιατεύω πως το κείμενο τελειώνει απότομα. Εφόσον η φιλία είναι το κεντρικό σου θέμα, θα έπρεπε να γράψεις κάτι γι' αυτήν για τα αισθήματα που δημιουργούνται στον ήρωά σου, ως προς την κατάληξη αυτής της υπόθεσης. Η ξερή παράθεση των πεποιθήσεων της αστυνομίας δεν κάνει αυτό το δραματικό εφέ που απαιτεί το θέμα που έχεις. Σου γράφω αυτά γιατί η ιστορία με έκανε να θέλω να τη διαβάσω. Κι όταν διαβάζεις κάτι με, ας πούμε, λαχτάρα, απογοητεύεσαι λιγάκι όταν το τέλος του δεν είναι τόσο δυνατό όσο το υπόλοιπο κείμενο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
darky Posted June 1, 2007 Share Posted June 1, 2007 ντρέπομαι λίγο που το ομολογώ αλλά όταν ο άλλος είπε -Ευχαριστώ ρε μαλάκα. Είσαι αληθινός φίλος. έψαχνα να βρω για να ανοίξω σαμπάνιες. Χεχε... πολύ καλό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted June 2, 2007 Author Share Posted June 2, 2007 hello k thnx gia ta sxolia! To tsigaro to arxise meta apo ayto to peristatiko, gi ayto phre k to onoma alla exeis dikio o titlos bghke proxeira. Ayto poy les agaphth noroyalis yphrkse, k mallon exeis dikio alla den moy polyarese k to faga laxano! Htan stis seires poy efagan logokrisia. Sto prwto teleiwma, yphrxe to ekshs sxolio: "Τώρα που το σκέφτομαι, κοντά δέκα χρόνια μετά, δεν μετανιώνω ιδιαίτερα για αυτό που συνέβη. Καλά να πάθει η πουτάνα. Καλά να πάθει και ο μαλάκας ο φίλος μου. Στην τελική ας την πήγαινε σε ένα ξενοδοχείο..." Cheers:) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted June 7, 2007 Share Posted June 7, 2007 Να σου πω την αλήθεια στην ιστορία αυτή κάτι δε μου κόλλάει. Είναι καλογραμμένη και μέχρι τη μέση σε πείθει, αλλά προσωπικά νομίζω ότι η αντίδραση του πρωταγωνιστή δεν είναι ρεαλιστική. Δε με πείθει ότι θα άφηνε τον φίλο του, όσο μαλάκας κι αν ήταν, να μπει στο σπίτι σαν πρόβατο για τη σφαγή, όχι όταν θα μπορούσε πχ να κλειδώσει τον άλλο μέσα και να καλέσει αστυνομία ή κάτι τέτοιο. Μπορεί αυτό να αφαιρεί την τραγική ειρωνία στο τέλος και το μακάβριο της υπόθεσης, αλλά είναι το ρεαλιστικό της υπόθεσης που σου κολλάει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted June 11, 2007 Author Share Posted June 11, 2007 mm, mallon exeis dikio, oson afora ton realismo! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
odesseo Posted June 11, 2007 Share Posted June 11, 2007 Να σου πω την αλήθεια στην ιστορία αυτή κάτι δε μου κόλλάει. Είναι καλογραμμένη και μέχρι τη μέση σε πείθει, αλλά προσωπικά νομίζω ότι η αντίδραση του πρωταγωνιστή δεν είναι ρεαλιστική. Δε με πείθει ότι θα άφηνε τον φίλο του, όσο μαλάκας κι αν ήταν, να μπει στο σπίτι σαν πρόβατο για τη σφαγή, όχι όταν θα μπορούσε πχ να κλειδώσει τον άλλο μέσα και να καλέσει αστυνομία ή κάτι τέτοιο. Μπορεί αυτό να αφαιρεί την τραγική ειρωνία στο τέλος και το μακάβριο της υπόθεσης, αλλά είναι το ρεαλιστικό της υπόθεσης που σου κολλάει. Συμφωνώ κι εγώ με τον Nihilio. Με όσα περιγράφεις, ο ήρωάς σου δεν έχει κανένα κίνητρο να συνεργήσει στον ενδεχόμενο φόνο του φίλου του. Ένα άλλο στοιχείο που κάνει "μπαμ" στο τέλος (γιατί μέχρι πριν το τέλος η ιστορία ήταν αρκετά, έως πολύ καλογραμμένη) ήταν ότι παρέβλεψες το γεγονός ότι ο ήρωάς σου άνοιξε ο ίδιος την πόρτα στον τύπο με το πιστόλι. Συνεπώς δεν υπήρχε στοιχείο διάρρηξης. Την προχειρότητα με την οποία αντμετώπισαν το ζήτημα οι "κλουζώ" της αστυνομίας φοβάμαι ότι θα πρέπει να τη χρεωθείς εσύ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
voodoo4 Posted June 16, 2007 Share Posted June 16, 2007 Μέχρι τη στιγμή που τον καλούν για αναγνώριση η ιστορία ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και με αγωνία περίμενα μια ανατρεπτική κατάληξη, κάποιο twist που θα έφερνε τα πάνω κάτω και ψιλοαπογοητεύτηκα όταν αυτό δε συνέβει. Επίσης θα συμφωνήσω με τους odesseo και nihilio. Η αστυνομκή πλευρά της ιστορίας παρουσιάζει κενά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted June 20, 2007 Author Share Posted June 20, 2007 Χμμ, λοιπον. 1. Στο νου μου είχα ότι ο πρωταγωνιστής δεν στέκει και πολύ καλά, συν το ότι είναι κότα και ήθελε να σώσει το τομάρι του. Αν δεν πέρασε τούτο, φυσικά είναι δικό μου λάθος. 2. " Την προχειρότητα με την οποία αντμετώπισαν το ζήτημα οι "κλουζώ" της αστυνομίας φοβάμαι ότι θα πρέπει να τη χρεωθείς εσύ." αυτο το δεχομαι επίσης. Υποθέτω πως δεν μπορεί να αλλάξει κάτι μικρό στην ιστορία δίχως να χαθεί το νόημα, γι'αυτό δεν προσπαθώ και να την αλλάξω. Ούτως ή άλλως έφαγα αρκετό από τον χρόνο σας με αυτήν! Thnx για την κριτική! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nova Posted September 18, 2009 Share Posted September 18, 2009 Η αστυνομική πλευρά δεν με χάλασε, πιστεύω πως θα μπορούσε να είναι απόλυτα αληθοφανής. Ο δολοφόνος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ακόμη ένας από τους τύπους που η κοπέλα είχε γνωρίσει στο ίντερνετ και σιγά μη ψάξει η αστυνομία εκατοντάδες συνομιλίες για να βρει ποιός είναι ο καθένας. Όσο για το κομμάτι σχετικά με το ότι παράτησε το φίλο του, αυτό ναι είναι πρόβλημα και έχει ανάγκη βελτίωσης που και εγώ δεν ξέρω πως θα μπορούσες να το κάνεις. Κρίμα γιατί σε ορισμένα σημεία η ιστορία είναι πολύ καλογραμμένη. (ίσως να μπορούσες να εξαφανίσεις τον περιορισμό των κλειδιών, ένα δεύτερο ζευγάρι κλειδιά και ο ήρωας κατατρομαγμένος εξαφανίζεται πριν γυρίσει ο φίλος του -είναι πιο εύκολο να φτιάξεις το γιατί η "κοπέλα" έρχεται κατευθείαν σπίτι- ή θα μπορούσες να προσθέσεις ένα συμβάν που τσατίζει ακόμα περισσότερο τον ήρωα και τον αφήνει στην τύχη του, κάτι τέλος πάντων, φυσικά ότι θέλεις εσύ.) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted September 18, 2009 Author Share Posted September 18, 2009 Και πάλι θενξ για τα σχόλια Νώντα, οι προτάσεις σου είναι καλές, με βάζουν σε σκέψεις παρά την τεμπελιά μου! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dagoncult Posted September 20, 2009 Share Posted September 20, 2009 Μου άρεσε που δεν υπήρχε υπερφυσικό στοιχείο στην ιστορία σου. Δεν είμαι σίγουρος αν μου άρεσαν τα διάφορα μπινελίκια, αλλά υποθέτω πως αυτό είναι προσωπικό γούστο και καταλαβαίνω ότι φέρνει το κείμενο πιο κοντά στη νεοελληνική πραγματικότητα. Η ιδέα του ατόμου που αφήνει το φίλο του βορά στα νύχια του άγνωστου διώκτη είναι μια χαρά, αλλά θα συμφωνήσω ότι δεν είναι εύκολο να τη δεχτεί κανείς ως αρκετά πιθανή. Ίσως αν, τελικά, έδινες κάποια έξτρα στοιχεία που να μας κάνουν να καταλάβουμε ότι ο πρωταγωνιστής είναι σάικο ή έχει κάποιο λόγο να τη φέρει στο φίλο του, η ιδέα να ήταν πολύ περισσότερο πιστευτή. Οπωσδήποτε, η ψυχολογική ένταση (που δημιουργείται από την πράξη της προδοσίας) θα ανέβαινε ψηλά. Έτσι κι αλλιώς, από την ώρα που ο άγνωστος μπουκάρει στο σπίτι, η πίεση αρχίζει να αυξάνεται και αν έδενε και αυτό το ζήτημα αληθοφάνειας, θα ήταν πολύ δυνατός συνδιασμός. Τώρα μένει η αγωνία, παρέα με τη σκέψη ''μπα... αυτά δε γίνονται''. ΥΓ: Ο τίτλος έχει μικρή επαφή με το περιεχόμενο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.