Jump to content

Τρεις Ευχές


Ivan Gig Nth Yuk

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Απόστολος (Guardian of the RuneRing #2)

Είδος: φαντασίας

Αριθμός Λέξεων: 1023

Αυτοτελής: Ναι

Σχόλια: Είναι χωρίς διορθώσεις, αλλά το έχω διαβάσει δυο-τρεις φορές οπότε υποθέτω πως δεν υπάρχουν τόσα τυπογραφικά/γραμματικά/συντακτικά λάθη ώστε να μη διαβάζετε. Επίσης είναι για τον διαγωνισμό του Μαΐου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΡΕΙΣ ΕΥΧΕΣ

 

 

Το χρυσαφένιο χρώμα, ταξιδεύει μες στον άνεμο, ανάμεσα στους δρόμους, τους μικρούς, γεμάτους κόσμο. Ο ήλιος, αιώνιος, να φωτίζει το παζάρι, να ζεσταίνει των ανθρώπων την καρδιά. Στα πολυσύχναστα στενά, χαμένος στις φωνές που διαλαλούνε την πραμάτεια τους, μπαχάρια και ροφήματα, κοσμήματα και υφάσματα ωσάν από χρυσάφι, περπατά, χαζεύοντας, με μια μονάχα σκέψη στο μυαλό του.

 

«Τα μαύρα σου μαλλιά, τα όμορφά σου μάτια που σαν μαργαριτάρια γυαλίζουνε στον ήλιο. Το δέρμα σου βελούδινο, τα δάχτυλα κομψά, που λίγο μόνο φαίνονται κάτω απ’ το λευκό σου πέπλο, που σε σκεπάζει, σε κρύβει απ’ τα μάτια των ανθρώπων, να είναι η όψη σου ένα θαύμα μόνο γι’ αυτόν που ‘σαι δοσμένη. Στο παραθύρι όταν βγαίνεις τα μάτια μου καρφώνουν τη σκιά σου, δακρύζουν απ’ την άσπιλη ομορφιά. Και η καρδιά μου, τραγουδά έναν σκοπό που όλο πιο γρήγορα πηγαίνει και με τρελαίνει, με μεθάει, με πονά.

 

»Της κρύες νύχτες μπροστά στην κάμαρά σου στέκομαι και σε καλώ, να τραγουδήσω ποιήματα ερωτευμένων και σαν με κοιτάς, χαμογελάς και ύστερα μια θλίψη σε γεμίζει, μια μοίρα άσπλαχνη, που με καρφώνει σα μαχαίρι. Το χέρι σου, εκεί ψηλά, ανήκει σε άλλον. Σε κάποιον έμπορο. Θα ταξιδεύεις στης ερήμου τα χαμένα μονοπάτια, μακριά θα φύγεις, και αυτή η σκέψη, μαυρίζει της ψυχής μου τη φωνή, σβήνει τον ήλιο, κάνει τα άστρα να φαίνονται μουντά.

 

»Σε πλησιάζω και το σώμα μου, που τρέμει, θέλει να κάνει αιώνια την κάθε μια στιγμή. Νιώθω κοντά σου, πως γεννήθηκα, για να ‘μια, να τρέφομαι απ’ τη γλυκιά σου τη φωνή, να ταξιδεύω στου ονείρου τα παλάτια, με συντροφιά εσένα, μόνο εσένα, με την ανάσα σου σα μουσική.

 

»Ο φόβος πως θα σε ξεχάσω, πως θα χαθείς απ’ το μυαλό μου, πως θα σβήσεις, πως της ψυχής μου ο χορός, θα ‘ναι σκιά, που κρυμμένη σαν ανάμνηση θα μένει να μου θυμίζει πως σε αγάπησα παλιά. Και με σκοτώνει αυτή η σκέψη, με παγώνει, καίει το σώμα μου, νεκρώνει το μυαλό. Αγαπημένη μου, γλυκιά μου, πόσο θέλω, να σε θυμάμαι όπως τώρα, όσο ζω.»

 

Τραγούδι μέσα στο μυαλό του οι σκέψεις, χείμαρρος που τον ζαλίζει. Και στα στενά δρομάκια μια γυναίκα, γριά, κρυμμένη στην σκιά της πόρτας του σπιτιού της, τον φωνάζει: «Νέε, στα μάτια σου βλέπω τον πόνο. Πονάς πολύ, πικρά, για μια γυναίκα. Μα εγώ σε συμπαθώ. Και θα σου δώσω ένα δώρο. Ένα λυχνάρι. Είναι παλιό, πολύ παλιό και σκουριασμένο. Ούτε το πιο μικρό στενό δε θα φωτίσει σαν νυχτώσει, μα σαν το ανάψεις, πρέπει να κάνεις τρεις ευχές. Στης ερήμου τη μοναξιά, όταν τη νύχτα, το φεγγάρι κρύβεται πίσω απ’ τους λόφους και τα αστέρια δείχνουν τον δρόμο στον ταξιδιώτη, τότε άναψέ το και ό,τι ποθείς θα το κερδίσεις.». Ο νέος, στέκει ακούνητος μέσα στο πλήθος. «Και το αντάλλαγμα;» ρωτά. «Ένα χαμόγελο στο δύστυχό σου πρόσωπο.» του απαντάει και μέσα απ’ το μαύρο της φόρεμα, που κρύβει αιώνων μυστικά βγάζει το λυχνάρι, το παλιό, το σκουριασμένο. Ο νέος το αρπάζει, με μάτια όλο πόθο και ένα χαμόγελο στα χείλη, σαν ευτυχίας χάδι.

 

Και όπως χάζευε την αγορά χωρίς να την προσέχει, αρχίζει πιο γρήγορα να βαδίζει, να προσπερνά τους πραματευτές, να αφήνει πίσω του πελάτες από μέρη μακρινά, να φτάσει στης ερήμου την καρδιά, τη νύχτα, με οδηγό τα αστέρια. Να κάνει τις ευχές. Να ευτυχήσει.

 

«Γλυκιά μου, αγάπη μου, χρυσή μου. Μονάκριβό μου κόσμημα, ζωή μου, πώς σε αγαπώ, και η καρδιά μου τραγουδάει ένα τραγούδι μαγικό. Τα μάγια της γριάς άμα δουλέψουν, ευτυχισμένος τη ζωή μου θα περνώ, εγώ, μαζί σου. Αστέρια, των θεών σημάδια, οδηγήστε με. Το δρόμο μου φωτίστε. Αιώνια μελωδία της καρδίας μου, τι γρήγορος είναι ο ρυθμός της ευτυχίας, σα μέθη, σαν κρασί, γλυκός σαν μέλι, να ζεσταίνει την καρδιά μου σα φωτιά.

 

»Σε νιώθω δίπλα μου καλή μου, μούσα της ψυχής μου, θεία, σ’ ανθρώπου σώμα, ομορφιά, να περπατάς μαζί μου. Ακούω τα πόδια σου πόσο γλυκά πατούν της έρημου το χώμα, σαν ένας στίχος που ποτέ δεν θα αρθρώσει αυτό το στόμα. Νιώθω το χέρι σου, στο χέρι μου και της καρδιάς σου τον παλμό μες στην δικιά μου. Πόσο γοργά τα βήματά μου, οι χτύποι της καρδιάς μου, ο έρωτάς μου, η έρημος με προσπερνά, λουλούδια της τα μάτια σου, που φέγγουν στο σκοτάδι. Μα να, εδώ είμαι έφτασα, ήταν γραφτό. Σε αγαπώ. Αγαπημένη μου, γλυκιά μου, πόσο θέλω, να σε θυμάμαι όπως τώρα, όσο ζω.»

 

Στο τίποτα, στην άμμο της ερήμου, στον άνεμο που την ταξιδεύει στάθηκε. Το πρόσωπο του άστρο, μοναχό, της νύχτας, να αντικρίζει το λυχνάρι, το παλιό. Τα χέρια του που τρέμουν, να χαϊδεύουν το λυχνάρι, και με τις πέτρες, λίγο λάδι, ανάβει το μικρό του το φυτίλι και λίγο φως, σα στάλα μες στη θάλασσα της νύχτας, φέγγει, το πρόσωπο του νέου που φωτίζει από χαρά. Ο άνεμος, που δυναμώνει, σα θύελλα ανάμεσα στην άμμο, τον τυφλώνει. Στην έρημο το κρύο σταματά. Το λάδι που μυρίζει ερωτικά και το φυτίλι τρεμοπαίζει μα δεν σβήνει. Αυτός ανοίγει τα μάτια του και το κοιτά, ζαλίζεται και χάνεται, η έρημος ξεχνιέται, μένει το λυχνάρι, με το φως του να χορεύει, να λικνίζεται στο σκότος, κάτω από τον μαύρο ουρανό. Και μες την άμμο, ταξιδεύει η φωνή της γριάς, της δύστυχης γυναίκας μες στα μαύρα. «…πρέπει να κάνεις τρεις ευχές…». Μέσα στο νου του, η φωνή του αντηχεί. «Να πεθάνει θέλω, έτσι να μείνει, να μην την ξεχάσω, μ’ αυτήν να ζω.»

 

«Όπως ζητάς αφέντη. Όπως ποθείς. Οι τρεις ευχές θα γίνουν.»

 

Στα μάτια του, την βλέπει, στερνή φορά και να φωνάζει. Να πονά, να κλαίει, να σφαδάζει. Την βλέπει, να χάνεται απ’ τον κόσμο. Βλέπει φρίκη, αίμα, πίκρα, βάσανο. Τη βλέπει να πεθαίνει. Να στέκεται γαλήνια, νεκρή, η νεαρή κοπέλα, στο κρεβάτι της, η μάνα της να κλαίει. Φωνές, φώτα και σπίτια. Και αυτός στην έρημο μέσα στο γέλιο της γριάς, του δούλου του, του λυχναριού. Και παίρνει τον δρόμο πίσω, να γυρίζει, με οδηγό τα αστέρια που τον κοιτούν μουντά.

 

Η γριά τον περιμένει μ’ ένα λυχνάρι, ανάμεσα στην πόλη και στην έρημο. «Καλώς τον.» Αυτός δεν της μιλά, μα περπατά μαζί της. «Γίνηκαν οι ευχές σου αλήθεια;» τον ρωτά. «Γριά, με πλάνεψες. Εγώ για άλλο ευχήθηκα και αυτό που πήρα είναι κατάρα.» Χαμογελά η γυναίκα, μαύρη μες στο σκοτάδι, μόνο ένα πρόσωπο.

Link to comment
Share on other sites

Σχόλια: Είναι χωρίς διορθώσεις, αλλά το έχω διαβάσει δυο-τρεις φορές οπότε υποθέτω πως δεν υπάρχουν τόσα τυπογραφικά/γραμματικά/συντακτικά λάθη ώστε να μη διαβάζετε. Επίσης είναι για τον διαγωνισμό του Μαΐου.

 

Είμαι ο πρώτος που τη διαβάζω, ζεστή ακόμη, σαν να βγήκε μόλις από το φούρνο. Και μοσχοβολάει...

 

 

Όχι, τα λάθη δεν είναι τόσα ώστε να μη διαβάζεται (η ιστορία). Και μου αρέσει πολύ αυτό το αφελές 'Επίσης' στη σημείωση ότι πρόκειται για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό του Μαΐου.

 

Όσο για την ιστορία... Έχει κενά και αδυναμίες, οπωσδήποτε. Η κατάχρηση των κομμάτων οργιάζει, η διατύπωση των τριών ευχών δεν μου φάνηκε σαφής, ούτε και το αποτέλεσμά τους, πέρα από τον (σαφέστατο) θάνατο της κοπέλας. Αλλά η περιγραφική δύναμη του κειμένου είναι μεγάλη. Και η γλώσσα εναρμονισμένη με το περιεχόμενο της περιγραφής.

 

Δεν το πιστεύω, Φρουρέ. Νοιώθω την άμμο της ερήμου, στο πρώτο φως της μέρας, να με πνίγει...

Edited by odesseo
Link to comment
Share on other sites

Λυπάμαι που παρεμβάλομαι, αλλά επειδή η ιστορία είναι για το διαγωνισμού του Μαΐου, καλό θα ήταν να κρατήσουμε τα σχόλια για μετά το τέλος του, σε δεκαπέντε μέρες.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Πόσες φορές επί πόσα άτομα θα πρέπει να σου πούμε να μην παρατάς τις ιστορίες σου; Είσαι στυλίστας, τέρμα πάρ’ το απόφαση. Κι από κάποιον με τόσο πηγαίο και μοναδικό στυλ, οι αναγνώστες απαιτούμε περισσότερο σεβασμό. Θέλουμε όχι μόνο να ξανακοιτάς τις ιστορίες σου, αλλά και να τις καλοπιάνεις, να τις συγυρίζεις και τις σουλουπώνεις.

 

 

 

Δίκοπο μαχαίρι θα μου πεις. Ξέρω κι εγώ το ίδιο παθαίνω. Όταν γράψω κάτι με τη μία, με το στυλ όπως θα το ήθελα τη στιγμή που το σκέφτομαι, τότε είναι πολύ δύσκολο να το διορθώσω χωρίς να πληγώσω έστω και λίγο το στυλ του, τη ροή του λόγου για χάρη της λογικής. Αλλά ο λόγος βρίσκεται στο χαρτί σου για να πεις μια ιστορία. Κι αν αυτή η ιστορία δεν είναι τόσο δυνατή όσο ο λόγος, τότε το ‘χασες το παιχνίδι.

 

 

 

Εντάξει, είναι και η εξεταστική σου στη μέση, και μάλλον πήρα περισσότερο θάρρος απ’ όσο θα ‘πρεπε, άσε που οι νουθεσίες κι εμένα μ’ εκνευρίζουν. Αλλά δεν κρατήθηκα. Θέλω να δω το όνομά σου πάνω σε στοίβες με βιβλία και στα αυτάκια του σχόλια από μεγάλες εφημερίδες της Ελλάδας. Θέλω να βλέπει τις πωλήσεις σου η μάγισσα της Σμύρνης και τρώει τα λυσσακά της. Θέλω να σε δω σε συνέντευξη με τη Μπίλιω Τσουκαλά. Κι αν δεν ξεκινήσεις από τώρα να στρώνεις τα κείμενά σου, ξανά και ξανά και ξανά, δεν θα ‘χω αυτήν την ευχαρίστηση… Κρίμα δεν είμαι η γριούλα; Ε; Θα μου το κάνεις αυτό το χατίρι;

 

 

 

Για την πλοκή, δυστυχώς κάπου με έχασες. Δε μπόρεσα να ακολουθήσω μέχρι τέλος τον αριθμό των ευχών, ούτε το γιατί ο ήρωάς σου αποφάσισε να ζητήσει τη συγκεκριμένη ευχή. Από ένα σημείο κι έπειτα δηλαδή συνέχισα να το διαβάζω σας ποίηση, όπου εγώ τουλάχιστον δεν προσπαθώ να καταλάβω τι λέει, αλλά απολαμβάνω τις λέξις και μόνο.

Link to comment
Share on other sites

Τα όσα είπα στο σχόλιό μου παραπάνω ίσχυσαν και στην ψήφο μου για την καλύτερη ιστορία του διαγωνισμού του Μαΐου. Μπράβο Φρουρέ#2.

 

Πρόσθεσε επίσης ότι συμφωνώ με τη Naroualis (και για τα καλά και για τα κακά).

Link to comment
Share on other sites

Δεν νομίζω πως θα προσθέσω κάτι πολύ σημαντικό, μια που τα παραπάνω σχόλια ήδη κάλυψαν σχεδόν οτιδήποτε είχα να πω και γω.

Πάντως θα σου πω κάτι που είχα πει στην Τρίλλιαν (μπορεί να το επιβεβαιώσει αν θέλεις) πριν λίγο καιρό για την ιστορία σου.

Σε αυτή την ιστορία έχεις βγάλει μια ειλικρίνεια στην εμπειρία, που με εντυπωσίασε και επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά αυτό που πολλοί λένε "γράψε γι'αυτό που έχεις βιώσει, γι'αυτό που ξέρεις". Δεν εννοώ πως έχεις βιώσει την ιστορία αυτή ως γεγονός φυσικά, αλλά σαν νεαρός άντρας σίγουρα έχεις βιώσει πολλά από τα συναισθήματα, τις ελπίδες, τις συμπεριφορές, τις εικόνες, που περγράφεις με μια γλώσσα τόσο πλούσια και ποιητική, που ειλικρινά αν έγραφες κάτι τέτοιο σε μια νεαρή κοπέλλα, ένα ερωτικό γράμμα που σφύζει από αληθινό συναίσθημα, σίγουρα δεν θα μπορούσε να αντισταθεί σε τίποτα και κυρίως στο χείμαρρο ειλικρίνειας και "αυτογύμνωσης" του ψυχισμού σου (του ψυχισμού του χαρακτήρα της ιστορίας μάλλον).

Όχι, δεν εννοώ πως η ιστορία σου είναι ραβασάκι! Είναι όμως μια ερωτική εξομολόγηση, με έμφαση στη λέξη "εξομολόγηση" που κάνει κάποιος εναισθητικός άντρας - ένας άντρας που ξέρει να ξεχωρίζει τι νιώθει - γραμμένη μέσα σε ένα ανατολίτικο πλαίσιο που ταιριάζει απόλυτα τόσο με τη γλώσσα όσο και με την πλοκή, δείχνοντας μάλιστα τόσο τη φωτεινή όσο και τη σκοτεινή πλευρά του κεντρικού χαρακτήρα.

Δεν γνωρίζω αν το έκανες εσκεμμένα σκεπτόμενος κάποια δική σου εμπειρία ίσως, ή αν απλά σου βγήκε αυθόρμητα, αλλά δεν έχει σημασία. Έβγαλες αλήθεια από μέσα σου - όχι θεωρητικά ταξίδια του νου όπως έχεις κάνει σε άλλα κείμενά σου - άγγιξες κάτι μέσα σου το οποίο "δονήθηκε" και σου "έστειλε" αυτή την ιστορία, και η "δόνηση" αυτή γίνεται αντιληπτή και από τον αναγνώστη! Έχεις γόνιμη φαντασία, είσαι εναισθητικός αρκετά, έχεις άπειρο πλούτο στη γλώσσα. Λείπει όμως - όπως σε όλους μας - κάποια τεχνική γνώση στη συγγραφή και ακόμα δεν έχεις βρει το προσωπικό σου "στυλ" να το πω έτσι, αλλά πας προς τα κει σίγουρα!

Αν είχες κοιτάξει μερικά πράγματα περισσότερο μετά το τέλος της συγγραφής και είχες διορθώσει τα "κακώς κείμενα" (ανέφεραν οι άλλοι ποια είναι αυτά) η ιστορία θα ήταν κορυφαία, όπως ήταν και η άλλη που είχες γράψει σε άλλο διαγωνισμό με τη γυναίκα και το μωρό (δεν θυμάμαι τον τίτλο τώρα). Αυτά από μένα και μπράβο!

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

Θεωρητικά θα προσπαθήσω να την διορθώσω σε κανένα μήνα. Ιδίως το τέλος. Είναι κάπως μπερδεμένο με τις ευχές. Πάντως δεν πιστεύω να γίνουν όλα ξεκάθαρα με την διορθωμένη έκδοση.

 

 

Dain, θα σου απαντήσω με την ερώτηση που θα ήθελα να κάνω γι' αυτό το κείμενο "Μοιάζει ο ήρωας ερωτευμένος;" Όταν έγραφα αυτό το κείμενο μέλημά μου ήταν να γράψω για έναν άνθρωπο ερωτευμένο. Απ' αυτά που γράφεις νομίζω πως το πέτυχα σε ένα βαθμό αλλά αντιλαμβάνομαι πως απέτυχα σ' ένα σημείο αφού σε αρκετούς φάνηκε παράξενο το γεγονός ότι ζήτησε να πεθάνει η γυναίκα. Είναι, λοιπόν, περισσότερο μια εικόνα που έχω για το πως μοιάζει ο έρωτας παρά για τον ίδιο τον έρωτα.

 

 

Spoiler warning: Ακολουθεί επεξήγηση του τι γίνεται στο κείμενο. Σε αυτούς που δεν αρέσουν οι επεξηγήσεις εκτός κειμένου ας το αποφύγουν.

 

 

 

Γιατί ευχήθηκε ο ερωτευμένος άνθρωπος να πεθάνει η αγαπημένη του; Η απάντηση βρίσκεται στην φράση που επαναλαμβάνει "Αγαπημένη μου, γλυκιά μου, πόσο θέλω, να σε θυμάμαι όπως τώρα, όσο ζω." Το συναίσθημα του έρωτα τον έχει κατακλείσει. Και αντιλαμβάνεται πως ακόμα και αν ευχηθεί να ζήσει για πάντα μαζί της, ο έμπορος να χαθεί και να ζήσουν πλουσιοπάροχα και ευτυχισμένα, σύντομα ο έρωτας που μεθούσε το μυαλό του, η ζεστασιά και όλα όσα λέει πως αισθάνεται θα σβήσει. Αυτό που περιγράφει "θα χαθεί, θα είναι σκιά" και όλα τα σχετικά καταλαβαίνει πως θα συμβούν είτε την πάρει ο έμπορος είτε την πάρει αυτός. Θέλει λοιπόν να ζητήσει απ' το τζίνι να έχει για πάντα την ανάμνηση της όπως την έχει εκείνη την στιγμή, δηλαδή να ζει απλώς τον έρωτα, αυτή πλέον δεν την χρειάζεται. Και το πάθος μετατρέπεται σε πάθος για το πάθος.

 

Οι τρεις ευχές είναι λοιπόν: 1)Να πεθάνει η γυναίκα. 2)Να υπάρχει ο έρωτας (να μην εξαφανιστεί καθώς αυτή πεθαίνει. Γι αυτόν να είναι σα ζωντανή). 3)Να μην χαθεί αυτός ο έρωτας στο πέρασμα του χρόνου. ( το "με αυτήν να ζω" σημαίνει με την ανάμνηση της και ταυτίζεται με την τρίτη ευχή. Τελικά ήταν λάθος η επιλογή μου στη φρασεολογία).

 

Όταν κάνει τις ευχές ήθελα ο ίδιος να βρίσκεται στη μέθη που νιώθει κανείς όταν πλησιάζει το ευτυχισμένο τέλος που επιθυμεί. Γι' αυτό δεν προσπαθεί να κάνει τρεις ευχές απλώς παρουσιάζει τι σκέφτεται εκείνη τη στιγμή. Τώρα την δεύτερη και τρίτη ευχή έχω εξηγήσει γιατί τις κάνει. Η πρώτη είναι η ομορφιά της κακίας ή ίσως η κακία της ομορφιάς. Το όμορφο συναίσθημα του έρωτα τον έχει κατακλύσει και απ' αυτό ξεκινάει η κακία. Αρχίζει με την αδιαφορία του για την γυναίκα (ευχές 2 και 3). Θα μπορούσε πλέον να ζητήσει να ζήσει και αυτή ευτυχισμένη με κάποιον άλλον, αλλά η ζήλια του η ανάγκη να μη θεωρηθεί για τον εαυτό του πως την έχασε (χωρίς καν αυτό να έχει σημασία) τον κάνει να ζητήσει το θάνατό της. Αν δεν τη έχει αυτός να μην την έχει κανείς. Είναι η έκφραση της κακίας, της κακίας του έρωτα αν θέλετε.

 

Τώρα μας μένει η συνέχεια. Αυτό πραγματικά βγήκε κακογραμμένο και ακατανόητο. Η γριά δεν ήταν και τόσο καλοσυνάτη και το τζίνι ήταν και ευχή και κατάρα. Και εδώ παρουσιάζεται μια πιο θεωρητική μορφή της ομορφιάς της κακίας. Το κακό δεν λυπάται, δεν δείχνει οίκτο και δεν συγχωρεί. Όταν σου δίνουν το λυχνάρι και μπορείς να ευχηθείς τα πάντα και ζητάς κάτι τόσο άσχημο, θα τιμωρηθείς. Ήθελα για τον αναγνώστη η αποτυχία των ευχών (προφανώς με την προϋπόθεση πως έχει αντιληφθεί τις ευχές) να μοιάζει δίκαια. Η εκδίκηση να είναι λοιπόν κάτι το όμορφο. Το αποτέλεσμα είναι να πεθαίνει αυτή και η ανάμνηση που θα κουβαλάει αυτός για πάντα μέχρι το τέλος της ζωής του είναι αυτή του θανάτου της γυναίκας που αγαπάει.

 

 

 

 

 

 

 

Αυτά και προφανώς ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Θα προσπαθήσω να το διορθώσω.

Link to comment
Share on other sites

Απόστολε, αν και συμφωνώ πως τόσο η μάγισσα όσο και το τζίνι θα μπορούσαν και πιθανά θα έπρεπε να είχαν μεγαλύτερους και πιο "καθαρούς" ρόλους, δεν με απασχόλησε το γιατί ο νεαρός πρωταγωνιστής ζήτησε τις ευχές που ζήτησε!!

Και εξηγώ το γιατί, αμέσως: Γιατί η λογική του μυθικού μοτίβου που χρησιμοποίησες είναι άμεμπτη, έστω κι αν η ρεαλιστική λογική με τη σημερινή αισθητική και ηθική μπορεί να ζητά μια επεξήγηση!

Όταν γράφουμε φαντασία, και ειδικά κάτι μυθικό δεν είναι καθόλου ανάγκη να εξηγούμε κάτι μόνο για να ικανοποιηθούν τα sensibilities ενός σύγχρονου νου που ανήκει σε ένα σύγχρονο αναγνώστη.

Αν το μυθικό μοτίβο, ή μάλλον περισσότερα από ένα μυθικά μοτίβα στέκουν σαν "λογική μύθου", όπως στέκουν στην ιστορία σου, δεν χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση.

Aντίθετα, η έλλειψη εξήγησης λειτούργησε πολύ θετικά, σαν μια "ηθική" στάση που, αν και καταδικαστέα για μας, δίνει ένα "μάθημα" ή "δίδαγμα" αν θες, χωρίς όμως να υπάρχει πουθενά "μάθημα ηθικής" που ίσως να ήταν και βαρετό. Η ωμότητα ίσως με την οποία δείχνεις τα συναισθήματα και τις αποφάσεις του νεαρού, χωρίς δικαιολογίες και επεξηγήσεις, κάνει την ιστορία σου ακόμα πιο αποτελεσματική στο να αγγίξει κάτι μέσα στον αναγνώστη.

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

όμορφη ιστορία. σε διαφορετικές παραλλαγές την έχουμε ξανασυναντήσει, αλλά δεν είναι η πρωτοτυπία αλλά το γράψιμο που κερδίζει τον αναγνώστη. αν και πιστεύω ότι στην άλλη σου ιστορία -σημάδια (?έχω και ένα alzheimer, αλλά νομίζω πως έτσι λεγόταν)- το γράψιμό σου ήταν πολύ καλύτερο. άμα την περάσεις ένα δυο χέρια ακόμη θα δέσει ακόμα περισσότερο και θα έχεις στα χέρια σου ένα ακόμα διαμαντάκι.

 

στο σημείο με τις ευχές - τις τέσσερις, τις τρεις - μπερδεύτηκα και εγώ, γιατί με το που διαβάζω την ευχή, έχω τη φράση να κλωθογυρίζει στο στόμα και στο μυαλό μου, και ενώ τη σιγοψυθιρίζω ακόμα διαβάζω στην επόμενη φράση για τρεις ευχές που θα πραγματοποιηθούν. μπορείς να βάλεις μια τελεία (κάνοντας το τελευταίο κομμάτι έναν απόηχο των τριών ευχών)

Να πεθάνει θέλω, έτσι να μείνει, να μην την ξεχάσω. M’ αυτήν να ζω.
ή μια παύλα κάνοντας το μια επεξήγηση
Να πεθάνει θέλω, έτσι να μείνει, να μην την ξεχάσω - μ’ αυτήν να ζω.[ή]

Να πεθάνει θέλω. Έτσι να μείνει. Να μην την ξεχάσω, μ’ αυτήν να ζω.

ή ο,τιδήποτε τέτοιο. τέλος πάντων, την πιάνεις την ιδέα. (προσωπικά, μου αρέσει η τρίτη εκδοχή, λόγω ρυθμού που δημιουργεί)

 

για την ιστορία αυτή καθεαυτή, όπως σημείωσες και ο ίδιος, έτσι και εγώ αυτό που διάβασα στην ιστορία είναι περισσότερο για την κακία της ομορφιάς, παρά για την ομορφιά της κακίας. παρόλα αυτά είναι όμορφο να ακολουθεί κανείς τον χαρακτήρα που έπλασες, τις σκέψεις και τη μορφή που τον βασανίζουν, τη λύση που παρουσιάζεται και την τροπή που παίρνουν τα πράγματα. και όλα αυτά σαν μέσα σε όνειρο, με το γράψιμο που επιλέγεις. (για αυτό το λόγο, πέρνα το ακόμα ένα δύο χέρια ακόμα, να γυαλίσει λιγάκι).

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Όνομα Συγγραφέα: Απόστολος (Guardian of the RuneRing #2)

Είδος: φαντασία

Αριθμός Λέξεων: 1500 και πέντε

Αυτοτελής: Ναι

Σχόλια: Σε κάποιο θέμα ο αδερφός μου είπε πως τα κείμενα μοιάζουν με πηλό και μετά από καιρό δεν μπορεί να τα αλλάξει. Κάπως έτσι ένιωθα και εγώ. Μόνο που στην προσπάθειά μου να φτιάξω νοηματικά το τέλος, κατάλαβα πως το τέλος έλειπε και παραδόξως δημιουργήθηκαν άλλες πεντακόσιες λέξεις με τελείως αλλαγμένη ιστορία...

 

 

 

 

 

ΤΡΕΙΣ ΕΥΧΕΣ

 

Χρυσάφι η γη, να ταξιδεύει μες στον άνεμο, ανάμεσα στους δρόμους, τους μικρούς, γεμάτους κόσμο. Ο ήλιος, αιώνιος, να φωτίζει το παζάρι, να ζεσταίνει των ανθρώπων την καρδιά. Στα πολυσύχναστα στενά, χαμένος στις φωνές που διαλαλούνε την πραμάτεια τους, μπαχάρια και ροφήματα, κοσμήματα και υφάσματα ωσάν από χρυσό, περπατά, χαζεύοντας, με μια μονάχα σκέψη στο μυαλό του.

 

«Τα μαύρα σου μαλλιά, τα όμορφά σου μάτια που σαν μαργαριτάρια γυαλίζουνε στον ήλιο. Το δέρμα σου βελούδινο, τα δάχτυλα κομψά, που λίγο μόνο φαίνονται κάτω απ’ το λευκό σου πέπλο, που σε σκεπάζει, σε κρύβει απ’ τα των ανθρώπων τη ματιά, να είναι η όψη σου ένα θαύμα μόνο γι’ αυτόν που ‘σαι δοσμένη. Στο παραθύρι όταν βγαίνεις τα μάτια μου καρφώνουν τη σκιά σου, δακρύζουν απ’ την άσπιλη ομορφιά. Και η καρδιά μου, τραγουδά έναν σκοπό που όλο πιο γρήγορα πηγαίνει και με τρελαίνει, με μεθάει, με πονά.

 

»Της κρύες νύχτες μπρος στην κάμαρά σου στέκομαι και σε καλώ, να τραγουδήσω ποιήματα ερωτευμένων και σαν με κοιτάς, χαμογελάς και ύστερα μια θλίψη σε γεμίζει, μια μοίρα άσπλαχνη, που με καρφώνει σα μαχαίρι. Το χέρι σου, εκεί ψηλά, ανήκει σε άλλον. Σε κάποιον έμπορο. Θα ταξιδεύεις στης ερήμου τα χαμένα μονοπάτια, μακριά θα φύγεις, και αυτή η σκέψη, μαυρίζει της ψυχής μου τη φωνή, σβήνει τον ήλιο, κάνει τα άστρα να φαίνονται μουντά.

 

»Σε πλησιάζω και το σώμα μου, που τρέμει, θέλει να κάνει αιώνια την κάθε μια στιγμή. Νιώθω κοντά σου, πως γεννήθηκα, για να ‘μια, να τρέφομαι απ’ τη γλυκιά σου τη φωνή, να ταξιδεύω στου ονείρου τα παλάτια, με συντροφιά εσένα, μόνο εσένα, με την ανάσα σου σα μουσική.

 

»Ο φόβος πως θα σε ξεχάσω, πως θα χαθείς απ’ το μυαλό μου, πως θα σβήσεις, πως της ψυχής μου ο χορός, θα ‘ναι σκιά, καλά κρυμμένη σαν ανάμνηση θα μείνει να μου θυμίζει πως σε αγάπησα παλιά. Και με σκοτώνει αυτή η σκέψη, με παγώνει, καίει το σώμα μου, νεκρώνει το μυαλό. Αγαπημένη μου, γλυκιά μου, πόσο θέλω, να σε θυμάμαι όπως τώρα, όσο ζω.»

 

Τραγούδι μέσα στο μυαλό του οι σκέψεις, χείμαρρος που τον ζαλίζει. Και στα στενά δρομάκια μια γυναίκα, γριά, κρυμμένη στην σκιά της πόρτας του σπιτιού της, τον φωνάζει: «Νέε, στα μάτια σου βλέπω τον πόνο. Πονάς πολύ, πικρά, για μια γυναίκα. Μα εγώ σε συμπαθώ. Και θα σου δώσω ένα δώρο. Ένα λυχνάρι. Είναι παλιό, πολύ παλιό και σκουριασμένο. Ούτε το πιο μικρό στενό δε θα φωτίσει σαν νυχτώσει, μα σαν το ανάψεις, πρέπει να κάνεις τρεις ευχές. Στης ερήμου τη μοναξιά, όταν τη νύχτα, το φεγγάρι κρύβεται πίσω απ’ τους λόφους και τα αστέρια δείχνουν τον δρόμο στον ταξιδιώτη, τότε άναψέ το και ό,τι ποθείς θα το κερδίσεις». Ο νέος, στέκει ακούνητος μέσα στο πλήθος. «Και το αντάλλαγμα;» ρωτά. «Ένα χαμόγελο στο δύστυχό σου πρόσωπο» του απαντάει και μέσα απ’ το μαύρο της φόρεμα, που κρύβει αιώνων μυστικά βγάζει το λυχνάρι, το παλιό, το σκουριασμένο. Ο νέος το αρπάζει, με μάτια όλο πόθο και ένα χαμόγελο στα χείλη, σαν ευτυχίας χάδι.

 

Και όπως χάζευε την αγορά χωρίς να την προσέχει, αρχίζει πιο γρήγορα να βαδίζει, να προσπερνά τους πραματευτές, να αφήνει πίσω ταξιδιώτες από μέρη μακρινά, να φτάσει στης ερήμου την καρδιά, τη νύχτα, με οδηγό τα αστέρια. Να κάνει τις ευχές. Να ευτυχήσει.

 

«Γλυκιά μου, αγάπη μου, χρυσή μου. Μονάκριβό μου κόσμημα, ζωή μου, πώς σε αγαπώ, και η καρδιά μου τραγουδάει ένα τραγούδι μαγικό. Τα μάγια της γριάς άμα δουλέψουν, ευτυχισμένος τη ζωή μου θα περνώ, εγώ, μαζί σου. Αστέρια, των θεών σημάδια, οδηγήστε με. Το δρόμο μου φωτίστε. Αιώνια μελωδία της καρδίας μου, τι γρήγορος είναι ο ρυθμός της ευτυχίας, σα μέθη, σαν κρασί, γλυκός σαν μέλι, να ζεσταίνει την καρδιά μου σα φωτιά.

 

»Σε νιώθω δίπλα μου καλή μου, μούσα της ψυχής μου, θεία, σ’ ανθρώπου σώμα, ομορφιά, να περπατάς μαζί μου. Ακούω τα πόδια σου πόσο γλυκά πατούν της έρημου το χώμα, σαν ένας στίχος που ποτέ δεν θα αρθρώσει αυτό το στόμα. Νιώθω το χέρι σου, στο χέρι μου και της καρδιάς σου τον παλμό μες στην δικιά μου. Πόσο γοργά τα βήματά μου, οι χτύποι της καρδιάς μου, ο έρωτάς μου, η έρημος με προσπερνά, λουλούδια της τα μάτια σου, που φέγγουν στο σκοτάδι. Μα να, εδώ είμαι έφτασα, ήταν γραφτό. Σε αγαπώ.»

 

Στο τίποτα, στην άμμο της ερήμου, στον άνεμο που την ταξιδεύει στάθηκε. Το πρόσωπο του άστρο, μοναχό, της νύχτας, να αντικρίζει το λυχνάρι, το παλιό. Τα χέρια του που τρέμουν, να χαϊδεύουν το λυχνάρι, και με τις πέτρες, λίγο λάδι, ανάβει το μικρό του το φυτίλι και λίγο φως, σα στάλα μες στη θάλασσα της νύχτας, φέγγει το πρόσωπο του νέου που φωτίζει από χαρά. Ο άνεμος, που δυναμώνει, σα θύελλα ανάμεσα στην άμμο, τον τυφλώνει. Στην έρημο το κρύο σταματά. Το λάδι που μυρίζει ερωτικά και το φυτίλι τρεμοπαίζει μα δεν σβήνει. Αυτός ανοίγει τα μάτια του και το κοιτά, ζαλίζεται και χάνεται, η έρημος ξεχνιέται, μένει το λυχνάρι, με το φως του να χορεύει, να λικνίζεται στο σκότος, κάτω από τον μαύρο ουρανό. Και μες την άμμο, ταξιδεύει η φωνή της γριάς, της δύστυχης γυναίκας μες στα μαύρα. «…πρέπει να κάνεις τρεις ευχές…». Μέσα στο νου του, η φωνή του αντηχεί. «Να πεθάνει θέλω, μα εγώ να τη θυμάμαι όπως τώρα, όσο ζω.»

 

«Όπως ζητάς αφέντη. Όπως ποθείς. Οι τρεις ευχές θα γίνουν.»

 

Στα μάτια του, την βλέπει, στερνή φορά και να φωνάζει. Να πονά, να κλαίει, να σφαδάζει. Την βλέπει, να χάνεται απ’ τον κόσμο. Βλέπει φρίκη, αίμα, πίκρα, βάσανο. Τη βλέπει να πεθαίνει. Να στέκεται γαλήνια, νεκρή, η νεαρή κοπέλα, στο κρεβάτι της, η μάνα της να κλαίει. Φωνές, φώτα και σπίτια. Και αυτός στην έρημο μέσα στο γέλιο της γριάς, του δούλου του, του λυχναριού. Και παίρνει τον δρόμο πίσω, να γυρίζει, με οδηγό τα αστέρια που τον κοιτούν μουντά.

 

Η γριά τον περιμένει μ’ ένα λυχνάρι, ανάμεσα στην πόλη και στην έρημο. «Καλώς τον.» Αυτός δεν της μιλά, μα περπατά μαζί της. «Γίνηκαν οι ευχές σου αλήθεια;» τον ρωτά. «Γριά, με πλάνεψες. Εγώ για άλλο ευχήθηκα και αυτό που πήρα είναι κατάρα.» Χαμογελά η γυναίκα, μαύρη μες στο σκοτάδι. «Παιδί μου, εσύ αυτό που ζήτησες πήρες. Μα μήπως δεν το ήθελες, αλήθεια; Μήπως αυτό που θες ποτέ δεν το ‘χεις;». Ο νέος την κοιτά χαμένος, να ψάχνει μες στα λόγια της αλήθειες. «Την αγαπούσα και την σκότωσα» ψιθυρίζει και η φωνή του χάνεται στον ήχο απ’ το λυχνάρι.

 

Νύχτα, ψυχρή σαν την καρδιά του νέου. Τα όνειρά του μαύρα, με τις φωνές της να γεμίζουν, με τον πόνο της, το κλάμα της, το άψυχο κουφάρι· ευχή. Και η φωνή του μες στην έρημο, ανάμνηση ενός πόθου, τον χτυπά. Ξυπνά, καρφιά να του ξεσκίζουν την ψυχή και πόνος οι εικόνες στο μυαλό του. Κραυγή η φωνή του «Μ’ αυτό θα ζω; Γριά, γυναίκα άσπλαχνη, κατάρα σαν και τη δικιά μου να σε βρει. Εγώ αγάπη ζήτησα και πήρα πόνο».

 

Ο ήλιος, χτυπάει με της μέρας την αρχή και ο αέρας ζεστός, τον καίει. Μα ο νέος στο παζάρι πάλι περπατά ψάχνοντας κάτι, χωρίς πια να χαζεύει. Μέσα απ’ τους δρόμους η γριά, ντυμένη στ’ άσπρα τον φωνάζει: «Εμένα ψάχνεις πάλι; Το μάθημα σου δεν το πήρες;» Ο νέος, τα μάτια του υγρά, γεμάτα δάκρυα, τη βλέπουν «Ένα χαμόγελο στο δύστυχό μου πρόσωπο σου δίνω». Η γριά αποκρίνεται «Και το αντάλλαγμα;». Πάθος, για λίγο στη φωνή του νέου «Ένα λυχνάρι, να ‘ναι παλιό και σκουριασμένο, να κάνω τρεις ευχές, να ευτυχήσω».

 

«Εγώ άλλο λυχνάρι δεν έχω…» την διακόπτει και με φωνή που τρέμει τη ρωτά «Πού θα το βρω, πες μου γρια, πού είναι;»

 

Μέσα στην έρημο ο νέος να ψάχνει το λυχνάρι το παλιό. Η άμμος η χρυσή να τον χτυπά, οι θύελλες τον χάρτη απ’ τα αστέρια να του σκίζουν και τα βράδια παγωμένα τα ξεφτίζουν της ελπίδας τη φωτιά. Μ’ αυτός μ’ ένα σκοπό χαραγμένο στην ψυχή του, κυνηγά. Περνούν οι νύχτες και οι μέρες, σκοτάδι, φως, μ’ αυτός δε σταματά.

 

«Αίμα, που ρέει στο άδειο σου κρεβάτι, δάκρυα γλυκά σαν της ερήμου τη βροχή. Πόσο ακόμα μοναχός, θα περπατώ; Πότε ξανά η εικόνα σου τα μάτια μου θα ανοίξει; Λόγια χαμένα, κομμάτια θρύψαλα οι μνήμες μου, και εσύ να σβήνεις· ευχή, καταραμένη.»

 

Στα χέρια του το λυχνάρι. Το ανάβει και φωνάζει «Να πάρεις πίσω τις ευχές μου. Να ζει ζητώ και να την αγαπώ κι ας είναι μοναχά για μια στιγμή» και το πετά μακριά, να το ξορκίσει. Πόσο μακριά το έψαξε, πόσο βαθιά στην έρημο περπάτησε. Τα μάτια του βαριά και ανασαίνει αργά, κοιμάται.

 

 

«Καλή μου γύρισα για σένα, σε ζητώ. Της νύχτας το φεγγάρι άσε να φέξει στη ματιά σου, άσε να πλέξει λόγια μαγικά μες στην καρδιά μου, βγες στο παράθυρο και κοίτα. Τρέμω, πονώ, σε αγαπώ. Έλα να φύγουμε, να ζήσουμε μαζί, αστέρι που τα μάτια μου μαγεύει όταν κοιτούν τον ουρανό. Δώσ’ μου το χέρι σου και πάμε. Άσε τα δάχτυλά σου να αγγίξουν τα δικά μου, δώσ’ μου πνοή, αληθινή ζωή αιώνια η στιγμή, που φεύγει, μα το θέλω, σε ζητώ. Αρκεί αυτό».

 

 

Τον θάβει η γη, τον κρύβει ο αέρας, και στο λευκό του πρόσωπο που χάνεται κι αυτό, έρημο, μέσα στην έρημο, μένει μονάχα ένα χαμόγελο.

Edited by Guardian of the RuneRing #2
Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...
να κάνεις τρεις ευχές…». Μέσα στο νου του, η φωνή του αντηχεί. «Να πεθάνει θέλω, έτσι να μείνει, να μην την ξεχάσω, μ’ αυτήν να ζω.»

 

«Όπως ζητάς αφέντη. Όπως ποθείς. Οι τρεις ευχές θα γίνουν.»

 

Οι τρείς ευχές είνα τέσσερις ή λάθος το βλέπω; 1.Να πεθάνει. 2. ετσι να μείνει. 3. να μήν την ξεχάσω. 4. μ'αυτήν να ζώ;;;;

 

Το διήγημα είναι πολύ όμορφα γραμμένο δηλαδή ο μυθολογικός χώροχρόνος στον οποίο μας βάζει είναι καλά δομημένος με αρκετές αισθήσεις να συμμετέχουν. Όμως πρέπει να πώ ότι δεν βρήκα κάπου "την ομορφιά της κακίας". Μπορεί να μήν το κατάλαβα καλά όμως η κακιά είαι η μάγισσα η οποία φαίνεται να είναι κακιά, όταν στην ουσία έχει πραγματοποιήσει και τις τρείς ευχές. Απλά δεν πραγματοποίησε την τέταρτη. Μήπως όμως η κακία ήτν αυτός που έκανε τόσο κακιά ευχή και σκότωσε την κοπέλα αντί να βάλει την τέταρτη ευχή πρώτη και δύο άλλες για υγεία και ευτυχία; Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι άρρωστος και εγώ τουλάχιστον δεν κατάφερα να δώ πουθενά την ομορφιά του.

Link to comment
Share on other sites

Φαίνεται διάβασες μόνο το πρώτο σχεδίασμα. Διάβασε καλύτερα το δεύτερο που μάλλον είναι και το τελικό. Είναι αρκετά πιο κατανοητό, νομίζω.

Edited by Guardian of the RuneRing #1
Link to comment
Share on other sites

Αγαπητέ Απόστολε,

 

 

Το ξαναδιάβασα ολόκληρο. Είναι πολυ πιό καλογραμμένο, μου αρέσει η συναισθηματική ένταση με την οποία αποτυπώνεις τα συναισθήματα του και ειδικα ο λυρισμός, η μουσικότητα στη ροή της πρότασης και των λέξεων. Όμως πρέπει να πώ πώς πάλι, σαν κακία, μπορώ να πάρω μόνο την πράξη του Νέου, να σκοτώσει την δύστυχη νέα, για το δικο του αποκλειστικά πάθος. Οταν μετανοιώνει κάθισα και αναζήτησα την ομορφιά (στην μετάνοιά του) μέσα στην κακία που προφανώς έκφραζε πρίν. Οκ. Μπορεί να σταθεί έτσι.

 

Όμως ο νέος εμφανίζεται πλανημένος, από το πάθος και την ένταση των αγνών και κορυφαίων αισθημάτων του. Κάπου δηλαδή περισσότερο σαν τρελαμένο θα τον έλεγα παρά κακό. Ποιά η διαφορά; Ο κακός έχει συνείδηση του πόνου που προκαλεί, και τον απολαμβάνει, ο τρελός τον προκαλεί κατα λάθος. Ο νέος λοιπόν δεν είναι καθαρόαιμος κακός, και η ομορφιά της μετάνοιάς του πάλι παρεκλύνει λιγάκι από το θέμα του διαγωνισμού.

 

Μία σημείωση εδώ για να μήν γίνω αντιπαθής, παρακαλώ, αδίκως. Ενα διήγημα, όπως το δικό σου εν προκειμένω εδώ, μπορεί να είναι καταπληκτικό, υπέροχο. Όμως ένας διαγωνισμός έχει ένα θέμα (πιστεύω έτσι; προσωπική άπόψη μήν το δέσουμε κιόλας) επειδή ακριβώς θέλουμε να φλερτάρουμε με τα συναισθήματα και τις σκέψεις ΑΚΡΙΒΩΣ της έννοιας που πραγματεύεται.

 

Αν έγραφα τη "θέση" ή αν θέλεις το θέμα του δικού σου διηγήματος θα έγραφα ίσως "Η ανεκπλήρωτη αγάπη οδηγεί στο θάνατο" ή "Η μετάνοια" ή "Η λύτρωση" σαν τίτλους. Και γύρω από αυτές τις έννοιες και τίτλους πιστεύω ότι είναι ένα παρα πολύ όμορφο και δυνατό διήγημα με λυρισμό και μεγάλη συναισθηματική ένταση.

Link to comment
Share on other sites

Όμως ο νέος εμφανίζεται πλανημένος, από το πάθος και την ένταση των αγνών και κορυφαίων αισθημάτων του. Κάπου δηλαδή περισσότερο σαν τρελαμένο θα τον έλεγα παρά κακό. Ποιά η διαφορά; Ο κακός έχει συνείδηση του πόνου που προκαλεί, και τον απολαμβάνει, ο τρελός τον προκαλεί κατα λάθος. Ο νέος λοιπόν δεν είναι καθαρόαιμος κακός, και η ομορφιά της μετάνοιάς του πάλι παρεκλύνει λιγάκι από το θέμα του διαγωνισμού.

 

Δεν καταλαβαίνω πώς σου δίνεται η εντύπωση πως δεν έχει συνείδηση των αποτελεσμάτων των ευχών. Εύχεται να πεθάνει η γυναίκα, πως θα μπορούσε καταλάθος να γίνει κάτι κακό μέσω αυτής της ευχής, το αποτέλεσμα ήταν άμεσο.

Link to comment
Share on other sites

Δεν καταλαβαίνω πώς σου δίνεται η εντύπωση πως δεν έχει συνείδηση των αποτελεσμάτων των ευχών. Εύχεται να πεθάνει η γυναίκα, πως θα μπορούσε καταλάθος να γίνει κάτι κακό μέσω αυτής της ευχής, το αποτέλεσμα ήταν άμεσο.

 

 

Από την αρχή σχηματίζεις την εικονα ενός νεαρού ερωτευμένου αγνά, με πάθος, με αιώνια αφοσίωση. Αυτος ο άνθρωπος έρχεται στο τέλος και κάνει την φρικαλεα ευχή. Είναι τρελαμένος, πιστεύω ότι στους περισσότερους επικοινωνεί αυτή την έννοια, ενας καλός που έγινε κακός σε μία στιγμιαία τρέλα. Συνειδητά κάνει την ευχή όμως στην συνέχεια κι εσύ το δείχνεις ότι μόνο μετά συνειδητοποιεί αυτό που ζήτησε. Αλλιώς, αν ήταν ο έμπορος ας πούμε που είχε κάνει τις ευχές, επειδή η κοπέλα του έφυγε, για να πάει με τον νεαρό, τότε θα είχε η ιστορία τον κακό της.

Link to comment
Share on other sites

Από την αρχή σχηματίζεις την εικονα ενός νεαρού ερωτευμένου αγνά, με πάθος, με αιώνια αφοσίωση. Αυτος ο άνθρωπος έρχεται στο τέλος και κάνει την φρικαλεα ευχή. Είναι τρελαμένος, πιστεύω ότι στους περισσότερους επικοινωνεί αυτή την έννοια, ενας καλός που έγινε κακός σε μία στιγμιαία τρέλα. Συνειδητά κάνει την ευχή όμως στην συνέχεια κι εσύ το δείχνεις ότι μόνο μετά συνειδητοποιεί αυτό που ζήτησε. Αλλιώς, αν ήταν ο έμπορος ας πούμε που είχε κάνει τις ευχές, επειδή η κοπέλα του έφυγε, για να πάει με τον νεαρό, τότε θα είχε η ιστορία τον κακό της.

 

Μα αυτή είναι η ομορφιά της κακίας. Η ομορφιά του έρωτα πως μετατρέπεται σε κακία. Για τη συνειδητοποίηση της πράξης του, πρέπει να παρατηρήσεις τί ευχήθηκε να έχει και τί πήρε τελικά. Οπότε ρωτάω εγώ: Αν έπαιρνε αυτό που ζήτησε θα γινόταν αυτό που έγινε τελικά;

Edited by Guardian of the RuneRing #2
Link to comment
Share on other sites

Μα αυτή είναι η ομορφιά της κακίας. Η ομορφιά του έρωτα πως μετατρέπεται σε κακία.

 

Αυτό δεν είναι η ομορφιά της κακίας, είναι η ομορφιά που μετατρέπεται σε κακία. Όταν η ομορφιά γίνεται κακία, δεν είναι ομορφιά πλέον, είναι κακία.

Link to comment
Share on other sites

Η κακία είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που περιγράφεις, Guardian.

 

Το κακόν δε συνεπάγεται κακία - επειδή δεν μπορείς να πεις κακό τον τρελό. Ο τρελός είναι απλά παράφρωνας, και ως τέτοιος δεν έχει συναίσθηση.

 

Όπως ο στρατιώτης που, θεωρητικά, μπορεί να σκοτώσει και να βιώσει τη φρίκη όλων αυτών των θανάτων, ναι, σκότωσε, φόνευσε, κανείς δεν αντιλέγει. Στην πλειοψηφία, όμως, των περιστάσεων δε δολοφόνησε. Δεν είχε νιώσει μια βαθιά κακία για το θύμα του συγκεκριμένα, τουλάχιστον αυτό θέλουμε να ελπίζουμε ότι ισχύει σήμερα (όχι ότι δεν έχουν υπάρξει τέτοια περιστατικά, αλλά υποτίθεται ότι δεν είναι ο μέσος στρατιώτης).

 

Αντιστοιχα, ναι, ο άντρας δεν έπραξε με τη διάθεση να σκοτώσει την κοπέλα. Όχι όπως το παραθέτεις. Αυτό που ήθελε να κάνει ήταν άσχετο του φόνου, και πιστεύω ότι, αν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, και είχε συναίσθηση αυτής της δυνατότητας, θα το έκανε - ο σκοπός του ήταν να μείνει στο μυαλό του όπως την ήξερε. Αυτό και μόνο.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..