Jump to content

Το Δέντρο


Recommended Posts

Βασισμένο σε αληθινό έθιμο (από ένα άρθρο στο Αθηνόραμα).

 

Το μεταγωγικό αρνήθηκε να πλησιάσει πέραν του Κρόνου παρά τη γενναιόδωρη μίσθωση. Εκνευρισμένος, ο Νόβις αναγκάστηκε να συνεχίσει με την άκατο σε μέγιστη ταχύτητα. Ο καπετάνιος, ένας λιγδιάρης Ραμαϊκανός, τον προειδοποίησε πως δεν θα τον περίμενε πάνω από δύο μέρες. Αυτό το ηλιακό σύστημα ανήκε τώρα στους Ζαμάνους και σαν ηλιακό σύστημα μπορεί να μην έλεγε πολλά, οι Ζαμάνοι όμως ήταν ευαίσθητοι στη παραβίαση του χώρου τους. Όσους έπιαναν τους τιμωρούσαν παραδειγματικά. Έτριζαν τα καπηλειά της Μανμαβάρης με τις φρικιαστικές διηγήσεις του Ζαμανιανού ποινικού κώδικα.

 

Πάρκαρε για λίγο στα θραύσματα της Σελήνης και επόπτευσε το πεδίο. Δεν υπήρχε κανένας παλμός από ξένο σώμα για χιλιάδες χιλιόμετρα. Από τη μία δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για το πλοηγικό σύστημα της νοικιασμένης ακάτου, από την άλλη δεν μπορούσε να ξέρει τι τεχνολογία κάλυψης χρησιμοποιούσαν οι επιτηρητές. Δεν είχε όμως την πολυτέλεια να κάθεται και να το σκέφτεται, ο χρόνος μετρούσε εναντίον του. Έπρεπε να το κάνει αυτό. Έβαλε μπρος και βούτηξε προς τη Γη, τα νεκρά χώματα.

 

Σπάνια συναντούσε Γήινους που νοσταλγούσαν τον μητρικό πλανήτη. Κι όσοι νοσταλγούσαν γιατρεύονταν γρήγορα μόλις τολμούσαν κάποιο προσκύνημα. Ο κάποτε γνωστός σαν γαλάζια σφαίρα ήταν τώρα ένα μολυσμένο σκούρο καφέ κακάδι δίχως νερό και ελάχιστο οξυγόνο. Δεν μπορούσες πλέον να βαδίσεις στην διαταραγμένη βαρύτητα του χωρίς σκάφανδρο. Μακάριοι όσοι δεν θυμούνταν την αρχαία του ομορφιά. Πληκτρολόγησε της συντεταγμένες που είχε και άφησε το κομπιούτερ να πραγματοποιήσει την προσέγγιση. Ευχόταν οι αριθμοί να ήταν σωστοί.

 

Τι θα έλεγε στους Ζαμάνους αν τον έπιαναν; Πως θα μπορούσε να τους το εξηγήσει; Αυτή την τρέλα που πιάνει τους Μαρουδάδες μια φορά κάθε Γήινο έτος να στρέφουν την προσοχή τους σαν υπνωτισμένοι προς ένα συγκεκριμένο σημείο στο σύμπαν, μια ακατανίκητη έλξη να πάνε εκεί και να βρεθούν με τους συνονόματους τους; Ίσως κάποτε, εκεί που χάνεται η προϊστορία, να ήταν ένα απλό έθιμο, τώρα πλέον ήταν γενετικό γνώρισμα κάθε Γήινου που κουβαλούσε το επίθετο. Είχε ποτίσει στα χρωματοσώματα τους. Ο ίδιος, Νόβις Μαρουδάς, δεν είχε καταφέρει να φτάσει ως εδώ ποτέ πριν στη ζωή του. Είχε έναν προ-προ-παππού που έλεγαν πως τα είχε καταφέρει και είχε συναντήσει τότε αρκετούς άλλους Μαρουδάδες. Ήταν ένα σπουδαίο γλέντι εκείνο, εκατό άτομα, του έλεγε ο μπαμπάς του, και το είχαν δει όλοι το δέντρο, ο πλάτανος ήταν ακόμα στη θέση του.

 

Μετά τη Μεγάλη Μετανάστευση η επιστροφή στα πάτρια χώματα έγινε πολύ δύσκολη. Η προσαρμογή σε νέες, εξωγήινες συνθήκες διαβίωσης και εμπλοκή σε διαστρικές συγκρούσεις άλλαξαν ριζικά την ανθρωπότητα. Υπάρχουν ιστορίες από τα πρώτα εκατό χρόνια για επιτυχημένες και οργανωμένες συνάξεις. Μετά άρχισαν να αραιώνουν οι συναντήσεις αλλά και ο αριθμός των συμμετεχόντων. Μετά ήρθαν οι πόλεμοι με τους Φατανούς, άλλα εκατό χαμένα χρόνια. Από μικρό παιδί άκουγε από την γιαγιά του και τον πατέρα του τις ιστορίες για το δέντρο. Οι ίδιοι δεν τα είχαν καταφέρει και είχαν περάσει την φλόγα σε εκείνον.

«Εσύ Νόβις, εσύ θα πας εκεί όταν θα έρθει η εποχή.»

«Ποια εποχή είναι αυτή γιαγιά;»

Κανείς δεν θυμόταν. «Όταν μεγαλώσεις θα ξέρεις.»

 

Και είχαν δίκιο. Στην Σούντα που ζούσε, στον τρίτο κύκλο του πράσινου πλανήτη ένιωσε το πρώτο κάλεσμα, και ξανά τον επόμενο χρόνο και γινόταν όλο και πιο έντονο κάθε επόμενο έτος. Θα χρειαζόταν να ξεπέσει επαγγελματικά και κοινωνικά, να μετατραπεί σε έναν τυχοδιώκτη που σερνόταν στα κακόφημα καταγώγια του γαλαξία, να έχει ύποπτες συνεργασίες και να καπνίζει όπιο σε παρέες Ραμαϊκανών για να τολμήσει μια μέρα αυτό το ταξίδι. Μετέφεραν λαθραία ένα φορτίο φροκιανά ρουθούνια, κάπου δύο έτη φωτός από το ηλιακό σύστημα και ο Νόβις χρειάστηκε να κάνει τρομερές υποχωρήσεις στο μερτικό του γι αυτή τη μικρή παράκαμψη.

 

Οι συντεταγμένες ήταν αριθμοί θρύλος για τους Μαρουδάδες, ο Νόβις τώρα παρακαλούσε να μην αποδεικνύονταν και μύθος. Η ιστορία για τον προ-προ-παππού του ήταν η τελευταία μαρτυρία που είχε για σύναξη στον καταραμένο πλανήτη. Μια φορά πριν λίγα χρόνια συνάντησε έναν Μαρουδά σε κάποιο λιμάνι, είχαν ενθουσιαστεί και οι δύο για την γνωριμία, αλλά ούτε αυτός είχε κάποια εμπειρία ή μια ιστορία τουλάχιστο να πει για τον τόπο. Κανείς δεν ήξερε αν το δέντρο ήταν ακόμα στη θέση του. Τα ήπιαν μαζί, είπαν και μερικές σαχλαμάρες, συζήτησαν και την προοπτική να ξεκινήσουν νέο έθιμο, να ορίσουν νέο, πιο εφικτό τόπο συνάντησης. Δεν είχαν μόλις ανακαλύψει τον τροχό, ήταν μια παλιά ιδέα που πλανιόταν πάντα πάνω από τον «οίκο» τους. Όταν την ανέφερες όμως οι παλιοί έκαναν την γκριμάτσα και κουνούσαν πέρα δώθε το κεφάλι τους. Και είχε γίνει και αυτό ένα έθιμο: λέει κάποιος την ιδέα…γκριμάτσα και κούνημα κεφαλής, χωρίς καν ένα «γιατί».

 

Η Πελοπόννησος μοιάζει με ανθρώπινο χέρι λένε οι παλιοί.

«Όταν το περιστοίχιζε η θάλασσα,» σκέφτηκε ο Νόβις.

Τώρα θα πρέπει να είναι ένα βραχώδες ύψωμα σε μια έκταση από ξεραμένη λάσπη. Κοίταξε κάτω και δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα. Η άκατος κατέβηκε ακόμα πιο χαμηλά μέχρι που έφτασε να αιωρείται δέκα μέτρα πάνω από ένα νεκρό, βραχώδες τοπίο. Σίγουρα δεν έλπιζε να βρει μια πινακίδα που να γράφει «Γεράκι Πελοποννήσου» ή «Μαρουδέϊκα Πηγάδια». Αυτές όμως ήταν οι συντεταγμένες και εκεί ακριβώς από πάνω στεκόταν και η άκατος. Ίσως το δέντρο να είχε καταστραφεί χρόνια πριν. Δεν είχε πολύ καιρό στη διάθεση του. Φόρεσε στολή και σκάφανδρο και κατέβηκε στο έδαφος να δει ποια ήταν επιτέλους η γοητεία αυτού του πράγματος.

 

Στάθηκε για λίγο εκεί στην ξερή λάσπη, ανάμεσα στις πέτρες, και κοίταξε προς τις τέσσερις κατευθύνσεις. Μπορούσε να διακρίνει σιλουέτες από υψώματα πίσω από τις αναθυμιάσεις που κάλυπταν τον ορίζοντα. Το μέρος, αν αυτό ήταν το μέρος, ήταν μια μεγάλη απογοήτευση. Τόλμησε να κάνει έναν μικρό περίπατο και προς στιγμή, τα πέτρινα χαλάσματα ενός χτίσματος του έδωσαν μια ελπίδα, αλλά ως εκεί. Αρχαιολόγος δεν ήταν και δεν μπορούσε να ενθουσιαστεί από μερικές πέτρες που στοιβάχτηκαν κάποτε ποιος ξέρει από ποιον φουκαρά. Να είχε τουλάχιστο πάνω του χαραγμένη μια επιγραφή για να του δώσει ένα στοιχείο. Ήξερε έστω και αμυδρά την ελληνική γραφή. (Στο διάστημα, μετά τα πρώτα εκατό χρόνια, οι έλληνες ένιωθαν περισσότερο την Γήινη τους ταυτότητα παρά την εθνική. Με εξαίρεση τους Μαρουδάδες εξαιτίας της ιδιαιτερότητας τους.) Αυτό ήταν λοιπόν; Το τίποτα; Αναρωτήθηκε αν από του χρόνου θα έπαυε να νιώθει το κάλεσμα όπως συνέβη με τόσους και τόσους απογοητευμένους Γήινους.

 

Ο πομπός στη ζώνη του άρχισε να χτυπάει. Δεν ήταν μόνος. Πριν προλάβει να σκεφτεί τι να κάνει τον είδε απέναντι του, στα δέκα μέτρα, να ξεπροβάλλει από τις αναθυμιάσεις. Το ένστικτο του κλώτσησε πρώτο. Είχε πολεμήσει στα Νεκρά Νεφελώματα και αυτός εκεί απέναντι ήταν ένας Φατανός. Έβγαλε αμέσως τον ουδετεροποιητή του και έριξε εναντίον του πριν βουτήξει να καλυφθεί πίσω από έναν βράχο. Η ακτίνα μόλις που πέρασε σύρριζα από το σκάφανδρο του Φατανού, ο οποίος κρύφτηκε επίσης πίσω από έναν άλλο βράχο. Καθώς έσκασαν οι συλλογισμοί στο κεφάλι του Νόβις τον μπέρδεψαν και τον τσάτισαν τελείως.

«Ένας Φατανός; Άκου ένας Φατανός! Απ’όλες τις γωνίες του γαλαξία εδώ ήρθε να μου τύχει;!»

Δεν είχε σκοπό να αφήσει τα κόκαλα του σε αυτή την ερημιά, θα τον έτρωγε πρώτος. Εκείνοι οι πόλεμοι είχαν κρατήσει δεκαετίες πριν καταλήξουν σε ένα τέλμα χωρίς νικητές και ηττημένους, είχαν αφήσει όμως αρκετές πληγές πίσω. Ο Νόβις αναγνώριζε τον πόλεμο σαν παράλογο, δεν είχε χάσει ευτυχώς δικούς του, είχε βιώσει όμως την φρίκη των μαχών. Οι μόνοι Φατανοί που γνώριζε ήταν ο εχθρός στα απέναντι χαρακώματα. Τα ηχεία στο σκάφανδρο του άρχισαν να βουίζουν. Ο Φατανός επιχειρούσε ενδοεπικοινωνία.

«Φσστ…Γήινε…Φσστ…Μ’ακούς;»

«Σ’ακούω σκυλί. Τι θέλεις;»

«Είσαι Μαρουδάς;»

Ορίστε; Πως ήταν δυνατό να… «Και τι σε νοιάζει εσένα;»

«Κι εγώ Μαρουδάς είμαι.»

Πως το έλεγε εκείνο ο παππούς του; Τόμπολα;

 

Είναι κάτι σαν κοσμικός κανόνας. Αν δεν σε λένε Μαρουδά, δεν έχεις κανέναν λόγο να το ισχυρίζεσαι. Άρα; Άρα τον Φατανό τον έλεγαν Μαρουδά. Και πως στο διάολο;

«Από την πλευρά της μητέρας μου…Φσστ…» συνέχισε.

Μέσα από τους πολέμους που ξεκινούσαν και τέλειωναν και ξανάρχιζαν και ξανατέλειωναν, σαν τα αγριολούλουδα που φυτρώνουν πεισματικά στα χαλάσματα, έτσι ξεπρόβαλε και κάποια ανθρωπιά από εκείνο το μίσος. Σε περιοχές που κατακτήθηκαν και επανακατακτήθηκαν, μικτοί πληθυσμοί μοιράζονταν τους πλανήτες τώρα και είχε ακούσει και για τους γάμους αλλά ο Νόβις δεν είχε συναντήσει ποτέ εκείνους τους Γήινους. Δεν τους έκρινε, του ήταν όμως αδύνατο να φανταστεί ποιος ή ποια μπορούσε να βρει κάτι γοητευτικό στους Φατανούς.

«Φσστ…Γήινε…Βγαίνω έξω…Είμαι άοπλος.»

 

Ο Νόβις σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε. Όντως ο Φατανός βγήκε στα φανερά κουνώντας τα αδειανά του χέρια. Ο Νόβις είχε σωρό τους δισταγμούς και την καχυποψία, προηγούταν όμως ανώτερο ζήτημα. Έβαλε το όπλο του πίσω στη θήκη και βγήκε κι αυτός να προϋπαντήσει τον συνονόματο.

«Γεια σου Μαρουδά.»

«Γεια σου Μαρουδά.»

«Νόβις.»

«Κίλτις.»

Δεν έβλεπε πουθενά τίποτα το ανθρώπινο στον Φατανό. Το γνώριμο φουσκωμένο, ροδαλό κεφάλι με μόνιμα υγρά μάτια και κρεμαστή μύτη, και φυσικά οι φακίδες, οι τρομερές εκείνες φακίδες. Μάλλον τα γονίδια της μάνας τα είχε φάει η μαρμάγκα. «Έχω τρίχες,» είπε.

«Πως;»

Γύρισε το κεφάλι του για να φανεί το πάνω μέρος του κεφαλιού μέσα από το σκάφανδρο. Είχε μια φούντα τρίχες εκεί.

«Έχω μαλλιά. Και στις μασχάλες. Και ανάμεσα στα πόδια. Οι Φατανοί δεν έχουμε τριχοφυία.»

«Δεν το ήξερα.»

Μια άβολη παύση.

«Λοιπόν, λες να είναι εδώ το μέρος;»

«Πρέπει,» είπε ο Φατανός, «βρήκα το δέντρο.»

 

Ήταν το δέντρο. Μόλις το είδε ο Νόβις ήξερε πως αυτό ήταν. Ο πλάτανος. Δεν είχε φύλλα, ο κορμός του ήταν απολιθωμένος αιώνες τώρα, σαν πέτρα. Έτσι και επιβίωνε σε αυτό το περιβάλλον. Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν σαν χαρούμενα παιδιά. Ήταν η πρώτη φορά και για τους δύο. Πλησίασαν και το άγγιξαν, ένιωσαν τις πτυχώσεις του έστω και μέσα από τα ενισχυμένα γάντια. Ο Κίλτις του έδειξε σημεία που είχαν χαράξει ονόματα και ημερομηνίες. Μικρά ονόματα, Γιώργος, Νίκος, Ελένη, άγνωστες χρονολογίες, 1984, 2012, και ένας Μάκης που αγαπούσε μια Σοφία. Κάθισαν εκεί να κοιτάζουν το δέντρο, να εντυπώνουν την κάθε του λεπτομέρεια στο μυαλό, για όλες τις ιστορίες που θα διηγούνταν αργότερα. Δύο Μαρουδάδες στον πλάτανο της σύναξης. Εκτός από τον πλάτανο, δεν υπήρχε κανένα άλλο ίχνος στο τοπίο που να φανέρωνε κάτι από την εποχή που ο πλανήτης ήταν ζωντανός. Οι δικοί του δεν είχαν φωτογραφίες ή άλλα κειμήλια. Προσπάθησε να ακούσει τα φύλλα του να θροΐζουν στο αεράκι, τα γέλια και τα τραγούδια των Μαρουδάδων από κάτω, η μυρωδιά από τα τσουκάλια για το τσιμπούσι. Τι συζητούσαν, ποιες ήταν οι έγνοιες τους, ποια χωρατά ήξεραν, τι γεύση είχε το κρασί που έπιναν; Ο Κίλτις του έδωσε μια γυάλινη κορνίζα. Η φωτογραφία ήταν ασπρόμαυρη. Τριάντα περίπου άτομα, άντρες, γυναίκες, παιδιά, και δύο γαϊδουράκια, πόζαραν για τον φακό μπροστά στο δέντρο. Οι περισσότεροι άντρες είχαν μουστάκες και οι μεγαλύτερες γυναίκες φορούσαν μαντίλες. Ο Φατανός του έδειξε τα πρόσωπα στα οποία οδηγούσε το γενεαλογικό του δέντρο αλλά δεν ήξερε πόσο πίσω. Η φωτογραφία ήταν αρχαία και για τα δεδομένα της Γήινης ιστορίας. Τώρα διατηρούνταν μέσα σε ειδικό αέριο στην κορνίζα του.

 

«Λες να έρθουν κι άλλοι;»

«Δεν το νομίζω. Επικίνδυνο.»

«Οι Ζαμάνοι. Άθλια σκυλιά.»

«Ναι.»

«Μπορεί όμως να έρθει κάποιος.»

«Δεν έχω καιρό να περιμένω. Θα πρέπει να φύγω σε λίγο.»

«Υπάρχει κάτι άλλο που θα έπρεπε να κάνουμε;»

«Σαν τι; Να φάμε μια μακαρονάδα;»

«Μακαρονάδα; Τι είναι αυτό;»

«Δεν είμαι σίγουρος. Όσοι γνωρίζω θυμούνται το όνομα αλλά τόσο μόνο. Υπήρχε ένας εστιάτορας στην Κασσιόπη, Γήινος, που την είχε στο μενού και υποστήριζε πως ήταν η αυθεντική συνταγή. Ήταν όμως γαλάζια και όλοι οι γήινοι που έχουν μια γνώμη είναι βέβαιοι πως η μακαρονάδα δεν ήταν γαλάζια.»

«Ποια ήταν η σημασία της εδώ πέρα;»

«Κάνανε αγώνες μακαρονοφαγίας, ποιος θα έτρωγε πιο γρήγορα ή πιο πολύ…»

«Α…ωραίο ακούγεται. Αλλά και να είχαμε τώρα πώς να τη φάμε;»

«Σωστά.»

«Τι άλλο;»

«Κάνανε δρόμους ταχύτητας μέσα σε τσουβάλια. Μου το είχε πει ο παππούς μια φορά.»

Κοιτάχτηκαν και κατσούφιασαν. Αγώνας δρόμου μέσα σε τσουβάλι. Δεν μπορούσαν να το φανταστούν.

«Πόσο μεγάλο ήταν αυτό το τσουβάλι;»

 

Κάθισαν μπροστά στον πλάτανο και έλεγαν ιστορίες. Ο Νόβις ανέφερε τον πόλεμο μόνο όμως για το στραβοπάτημα εκείνο που του χάρισε η θητεία του, ένα στραβοπάτημα από το οποίο δεν είχε συνέλθει ακόμα. Ευτυχώς οι γονείς του δεν πρόλαβαν να δουν την κατάντια του, τους είχε χάσει σε μια επιδημία πριν την αποστράτευση. Ο Κίλτις ήταν ο μόνος Φατανός Μαρουδάς. Από Γήινους είχε γνωρίσει πολλούς, ο Νόβις όμως ήταν ο πρώτος συνονόματος που συναντούσε. Έζησε δύσκολα χρόνια αντιμέτωπος με την έχθρα και των δύο πλευρών. Η μικτή του καταγωγή τον απάλλαξε και από την συμμετοχή του στους πολέμους. Η αγκαλιά της Γήινης μητέρας του ήταν το άσυλο που λάτρευε. Την άκουγε να λέει ιστορίες για τους ανθρώπους και ονειρευόταν την μέρα που θα συναντούσε έναν Μαρουδά, τον μόνο Γήινο, έλπιζε, που θα τον έβλεπε σαν αδελφό του. Ο Νόβις παραδέχτηκε πως άρχισε να τον ζεσταίνεται τον ροζ μπαγάσα.

 

«Πως ξεκίνησε άραγε όλο αυτό;»

«Αυτή την ιστορία την ξέρω,» είπε ο Νόβις. «Ζούσε τότε παλιά ένας Μαυρομιχάλης και σκότωσε μια μέρα έναν Τούρκο.»

«Τούρκο; Τι ήταν αυτός;»

«Δεν ξέρω, θα ήταν όμως σημαντικός. Μετά λέει έπρεπε να αλλάξει το όνομα του και να το κάνει Μαρουδάς.»

«Θα ήταν τότε όνομα τιμής με σημασία. Μαρουδάς, δηλαδή αυτός που σκοτώνει τούρκους.»

 

«Και κάτι άλλο! Τώρα το θυμήθηκα!» φώναξε ο Νόβις και πετάχτηκε όρθιος. «Κάνανε και αγώνες σκοποβολής! Στις συνάξεις τους…Αυτό μπορούμε να το κάνουμε!»

«Ναι!»

Πετάχτηκαν όρθιοι και τα χέρια τους έπιασαν τις λαβές των όπλων τους, έτοιμοι να τραβήξουν. Πάγωσαν. Η καχυποψία έλαμψε στα μάτια τους.

«Για το έθιμο…έτσι;» είπε ο Κίλτις.

«Για το έθιμο,» επανέλαβε ο Νόβις.

Τράβηξαν τους ουδετεροποιητές τους και κράτησαν τις κάνες κάτω. Διάλεξαν πέτρες και βραχάκια που προεξείχαν για στόχους. Δεν υπήρχε και τίποτα άλλο. Ήταν και οι δύο τους καλοί σκοπευτές αλλά τον αγώνα νίκησε ο Νόβις με δύο ευστοχίες παραπάνω.

 

Ειδοποίησαν τις ακάτους τους να έρθουν να τους πάρουν. Αυτή του Κίλτις διέθετε τεχνολογία που την καθιστούσε αόρατη στα ραντάρ των Ζαμάνων και δυνατότητα δύνης πέντε. Μπορούσε να πάει και να’ρθει στον Κρόνο στο διάστημα που χρειαζόταν ο Νόβις μόνο να πάει.

«Δεν θα έπρεπε να κάνεις δουλειές με τους Ραμαϊκανούς» είπε ο Κίλτις, «Ξέρεις για το ραμαϊκανό στιλέτο;»

«Καρφώνει το θύμα μόνο στην πλάτη» είπε ο Νόβις χαμογελώντας.

«Παράτα τους. Πολύ πιθανό να έχουν φύγει ήδη, να σε έχουν εγκαταλείψει. Έλα μαζί μου. Υπάρχουν πολλοί Γήινοι στη Νόρκη. Μπορείς να κάνεις μια νέα αρχή εκεί.»

«Θα το έχω υπόψη μου. Θα παίξω τα ζάρια μου μια τελευταία φορά και μετά θα ξεκόψω. Υποσχέθηκα να κάνω αυτή τη δουλειά και θα τη δω μέχρι το τέλος.»

 

Κοίταξαν προς το δέντρο.

«Θα’ναι εδώ του χρόνου;»

«Θα’ναι ο πλανήτης;»

Ο Νόβις έτεινε την χειραψία του. «Μαρουδά.»

Έσφιξαν τα χέρια.

«Μαρουδά. Τελικά είχαμε σύναξη. Επιτυχία.»

«Ναι, επιτυχία.»

«Του χρόνου;»

«Θα κάνω ότι μπορώ, θα στείλω και σήμα να μαθευτεί σε όλον τον γαλαξία. Θα τους ξετρυπώσει δεν θα τους ξετρυπώσει; Ίσως έχουμε περισσότερους.»

«Ίσως.»

 

Έκαναν έναν κύκλο πάνω από το δέντρο με τα σκάφη τους. Ο Νόβις διόρθωσε τις συντεταγμένες και τώρα ο μύθος έγινε τόπος υπαρκτός. Χώρισαν τα μονοπάτια τους στην τροχιά του πλανήτη αλλά συνομιλούσαν μέχρι να χάσουν ο ένας το σήμα του άλλου.

«Ξέρεις Φατανέ, ποτέ πριν μέχρι σήμερα δεν είχε περάσει από το μυαλό μου να διορθώσω τη ζωή μου. Να γνωρίσω μια γυναίκα, να κάνω παιδιά, Μαρουδάκια, να τους λέω για τον πλάτανο στο Γεράκι Πελοποννήσου.»

«Πρέπει να γίνουμε περισσότεροι. Να βρω και εγώ μια Γήινη που θα με πάρει, να προωθήσω τα γονίδια της μητέρας.»

«Του χρόνου Μαρουδά…Φσστ…»

«Του χρόνου…Φσστ…»

 

 

Τέλος

Link to comment
Share on other sites

Είναι πικρή ΕΦ, αλλά καλή ΕΦ.

 

Το ταλέντο σου είναι αναμφισβήτητο. Συνέχισε να γράφεις. Εύχομαι κάποτε να συγκεντρώσεις τα γραπτά σου και να τα κυκλοφορήσεις σε μια δική σου Ανθολογία.

Δε θα χρειαστούν και μεγάλο χτένισμα.

 

Επίσης να συνεχίσεις να διαβάζεις πολύ.

 

Μπράβο και σ' ευχαριστώ.

Link to comment
Share on other sites

  • 6 months later...

Το παρόν διήγημα έχει την τιμητική του στο τελευταίο τεύχος του ΕΦ ΖΙΝ (#12, Χειμώνας 2008) του λογιώτατου κυρίου και μεγαλοεκδότη Δημήτρη Σπυρίδωνος. ΤΕΥΧΟΣ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 year later...
Ο Νόβις παραδέχτηκε πως άρχισε να τον ζεσταίνεται τον ροζ μπαγάσα.

Τα μάτια μου αδυνατούν να δεχτούν αυτό που βλέπουν, οι γραμματικοσυντακτικές δομές μέσα μου χτυπάνε συναγερμό, είναι οπωσδήποτε λάθος αυτό που διαβάζω, αυτό που γράφει εδώ. Προσπαθώ να το "συγχωρέσω", να του δώσω "χώρο" για να σταθεί μέσα στη φράση, αλλά δεν τα καταφέρνω. Είναι οπωσδήποτε λάθος.

Ξαφνικά, καθώς το στρίγκλισμα από τις σειρήνες των γραμματικοσυντακτικών δομών εξασθενεί, οι δομές μαζεύονται σαν κουρτίνα και πίσω τους προβάλλει, στο βάθος, λουσμένο σε λευκό φως, ένα άγνωστο ρήμα, το "ζ-αιστάνεται". Καθώς πλησιάζω να δω, το "ζ" πέφτει σαν φύλλο συκής, αποκαλύπτοντας το γυμνό σώμα της λέξης "αιστάνεται".

 

Δεν τον ζεσταίνει. Τον ζεσταίνεται. Που θα πει: Τον αιστάνεται με ζέστη, με τη θέρμη που ένας άνθρωπος υποδέχεται τον χαμένο αδελφό του.

 

Εύγε Ντίνο!

Edited by odesseo
Link to comment
Share on other sites

Nice one.

 

Αναρωτιέμαι αν θα υπάρξει κάτι τέτοιο στο μέλον. Αν δηλαδή θα πρέπει να ερχόμαστε σε αυτή την πέτρα που λέμε γή όταν θα έχουμε φύγει...

Link to comment
Share on other sites

Μεγάλο σόι οι Μαρουδαίοι! :D Ωραίο και θλιβερό! Μου άρεσε και η πηγή της έμπνευσης! :thmbup:

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

«ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΛΑΚΩΝΙΑΣ»

Έκδοση του Συνδέσμου Γερακιτών Αττικής

 

“Το Μαρουδέικο Αντάμωμα”

 

από τον Γιάννη Μαρουδά

 

Κυριακή 24 Μαΐου, η πρώτη μετά την εορτή των Αγίων Κων/νου και Ελένης. Μια ακατανίκητη έλξη έχει κυριεύσει τους Μαρουδέους, να βρεθούμε πάλι στον τόπο μας, τον τόπο που έζησαν και αγάπησαν οι πρόγονοι μας στη σκιά του πλάτανου που οι ίδιοι φύτεψαν και φρόντισαν, δίπλα στο παλαιό Μαρουδέικο πηγάδι, με το δροσερό και χωνευτικό νερό.

 

Η άνοιξη έχει κάνει πάλι το θαύμα της. Το τοπίο πανέμορφο, λουλούδια παντού, τα φρέσκα φύλλα του πλάτανου θροΐζουν στο ελαφρό αεράκι. Τις μυρωδιές από τα λουλούδια, το θυμάρι και τη ρίγανη, διαδέχεται η μυρωδιά από το λεβέτι με τη γίδα που βράζει, με τη φροντίδα του Μαρίνου Σταματόπουλου και είναι προσφορά του Δημήτρη Βλάχου.

 

Οι καρέκλες και τα τραπέζια έχουν στηθεί στη σκιά κάτω από τον πλάτανο. Οι Μαρουδαίοι καταφθάνουν με τρακτέρ και αυτοκίνητα, 130 άτομα. Απόντες από αυτό το αντάμωμα ο Άγγελος Μαρουδάς, ο Διαμαντής Τσολομίτης, ο Νικόλαος Γεωργίου Μαρουδάς από την Αμερική και η Μαριγώ Τσερώνη, που έφυγαν για πάντα από κοντά μας. Η γιορτή αφιερωμένη στη μνήμη τους και στη μνήμη των πεσόντων στα πεδία των μαχών, που πάντοτε τιμούμε.

 

Όρκος αθλητών και οι αγώνες άρχισαν. Μικροί και μεγάλοι ρίχνονται στη μάχη για τη διεκδίκηση της νίκης. Σομάδα, σκοποβολή, μακαρονοφαγία, διελκυστίδα, δρόμος 100μ., τσουβαλοδρομία, σκυταλοδρομία, απονομή επάθλων και οι νικητές καμαρώνουν με τα μετάλλια κρεμασμένα στο στήθος τους.

 

Τα τραπέζια στρώθηκαν και οι νοικοκυρές άπλωσαν τις υπέροχες δημιουργίες τους, ριχτήκαμε με όρεξη στο φαγοπότι.

 

Είναι ευχαρίστηση, στόχος μας και επιτυχία που κάθε χρόνο έχουμε να βραβεύσουμε μέλη μας και κυρίως παιδιά, που διακρίθηκαν ή πέτυχαν κάτι σπουδαίο για τους ίδιους, την οικογένεια τους και την κοινωνία. Απονεμήθηκαν έπαινοι και μετάλλια στην Κατερίνα Κονδύλη, ως καλύτερη μαθήτρια της Β’ Γυμνασίου του Δήμου Χαϊδαρίου, στο Θανάση Καραγιάννη 2η νίκη στους Πανελλήνιους Αγώνες Ζίου Ζίτσου, στη Αδαμαντία Αντωνάκη για τις νίκες της στον κλασσικό αθλητισμό (στίβο), στον Γεώργιο Κ. Μαρουδά για την προαγωγή του στο βαθμό του Υποδιευθυντού Α.Π. (Αντισυνταγματάρχης), στην Ευγενία Γ. Μαρουδά για την επιτυχία της στις εισαγωγικές εξετάσεις της Σχολής Εισαγγελέων και την είσοδο της στο Δικαστικό Σώμα, στη Μαρία Τσερώνη για την ανθρωπιστική της δράση ως εθελόντρια νοσηλεύτρια και συντονίστρια στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων Υγείας, στον Στέλιο Μαρουδά για την προσφορά του προς την Μαρουδέικη οικογένεια. Ειδικό βραβείο, η χρυσή κουτάλα, απονεμήθηκε στον στρατιώτη μάγειρα Θανάση Σταματόπουλο.

 

Ευχάριστη έκπληξη έκανε στα μέλη μας η ιστορία επιστημονικής φαντασίας που έχει γράψει ο συγγραφέας Ντίνος Χατζηγιώργης από τη Χαλκίδα, για το Μαρουδέικο αντάμωμα, εμπνευσμένος από το άρθρο στο περιοδικό Αθηνόραμα (search – Google: ΜΑΡΟΥΔΑΔΕΣ www.sff.gr/forums/lofiversion).

 

Στη σκέψη μας πάντα υπάρχουν οι ξενιτεμένοι συγγενείς μας. Τους ευχόμαστε να είναι πάντα καλά και να έχουμε καλή αντάμωση. Του χρόνου πάλι μαζί, την πρώτη Κυριακή μετά την εορτή των Αγίων Κων/νου και Ελένης.

Link to comment
Share on other sites

Μια καλή ιστορία μπορεί να σου δείξει πράγματα που ήταν δίπλα σου και δεν τα ήξερες... Το χωριό γεράκι είναι πολύ κοντά στο δικό μου, κι όμως πρώτη φορά ακούω για αυτό το έθιμο (φαντάζομαι μάλιστα ότι οι γκρεμισμένες πέτρες που αναφέρεις σε ένα σημείο είναι ότι έμεινε από το κάστρο των Παλαιολόγων)

 

Ως ιστορία τώρα, είναι πάρα πολύ δυνατή. Έχεις πάρει το στοιχείο από τον υπαρκτό κόσμο και το έχεις μεταφέρει πετυχημένα στο φανταστικό σου μέλλον. Η σκηνή της συνάντησης είναι πολύ συγκινητική με το πως παρουσιάζεται. Εύγε από εμένα.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..