Guest Dune Posted July 2, 2007 Share Posted July 2, 2007 (edited) Όνομα Συγγραφέα:Dune Είδος: ηρωική φαντασία, τρόμος Βία; Ναι Σεξ; Ναι Αριθμός Λέξεων: 1900 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Εβγαλα την ένταση που μου προκάλεσε ο εμπρησμός της Πάρνηθας. Φόρος τιμής στην ομορφιά που χάθηκε. Η εκπληξη (το Πνεύμα του Δάσους) Προχώρησε προσεκτικά με το χέρι στο φρένο. "Το Χάσκυ είναι ιδανικο΄γι'αυτή τη δουλειά", σκέφτηκε. Που να χωνόταν με τα πόδια τόσο βαθιά μεσα στο δάσος, και ειδικά με τέτοια ζέστη. Ποτέ δεν του άρεσαν τα δάση. Ήταν άνθρωπος της παραλίας. Για την ακρίβεια της παραλιακής λεωφόρου, ούτε κάν της παραλίας. Εκεί δούλευε μπράβος και εκεί περνούσε τις ώρες του όποτε δεν δούλευε. Στα νυκτερινά κέντρα, στις μεγάλες παραλιακές λεωφόρους με τις βίζιτες. "Ο Θεός να ευλογεί τους δουλέμπορους", σκέφτηκε και βιάστηκε να αποφύγει ένα κλαδί έλατου σκύβοντας. Μία μικρή γκαζιά άρκεσε για να περάσει πηδώντας ένα σαμαράκι που είχε σκάψει ένας μικρός χείμαρρος μπροστά του. "Τι μηχάνημα, αυτό δεν ήταν δουλειά ήταν διασκέδαση", είπε βλέπόντας λίγο πέρα πάνω από τις κορυφές τον τελευταίο πυλώνα. "Άντε και τελειώνουμε" Όταν πλησίασε άφησε το Χάσκυ κάτω από τη φιλική σκιά ενός έλατου. " Τι δροσιά αφήνουν" σκέφτηκε, "λοιπόν το δάσος δεν ήταν και τόσο άσχημο". Έβγαλε από τη σχάρα το σακίδιο και έπιασε δουλειά. Πρώτα τοποθέτησε προσεκτικά την μικρή φιάλη υγραερίου στο έδαφος. Έπειτα έβγαλε το μπιτόνι και άρχισε να βρέχει με πετρέλαιο την πέριοχή ένα γύρω, αρχίζοντας την γραμμή απ΄το γκαζάκι. Στο τέλος έβγαλε τον εκρηκτικό μηχανισμό. Είχε πάνω του ένα κινητό. Το αφεντικό του θα τον πυροδοτούσε όταν θα ήταν σίγουρος ότι η εγκατάσταση είχε τελειώσει και εκείνος με τη μοτοσικλέτα του μακριά από το επίμαχο σημείο. Ώστε τίποτα να μην οδηγήσει σ'εκείνον. "Παιχνιδάκι" είπε ο Γιώργος, " αφού στερέωσε με μονωτική ταινία τον εκρηκτικό μηχανισμό στην φιάλη ¨"Αν ήξερα και πώς να φτιάχνω αυτά τα μαραφέτια, θα έβγαζα τα διπλά, τώρα πήρε λεφτά και ο πυροτεχνουργός". Όμως δεν πείραζε, σκέφτηκε, και τόσα που πήρε 50000 ευρώ, δεν ήταν λίγα. Για δυό τρείς ώρες δουλειά. Καλά θα έβγαζαν τα άντερά τους από τα οικόπεδα οι άλλοι για να δίνουν τόσα. Όμως ο Γιώργος ήξερε να κρατάει το στόμα του κλειστό, γι'αυτό άλλωστε και τον είχαν διαλέξει. Σηκωθηκε και κοίταξε το μηχανισμό. Έριξε μία ματιά στον πυλώνα. Όλα ήταν εντάξει το είχε βάλει στην σωστή απόσταση. Μόνο μην έριχνε καμιά σπίθα τώρα και γινόταν ψητός. Βέβαια αυτός ήταν άλλος ένας λόγος για τον οποίο είχε προτιμήσει να έρθει με το Χάσκυ. Αν κάτι πήγαινε λάθος, να ξεφύγει τουλάχιστον ο ίδιος από τις φλόγες. Που θα αντιμετώπιζαν όλοι οι άλλοι σε λίγο…. Όταν θα έριχναν τις σπίθες αυτές οι πυλώνες, κατά σύμπτωση και οι πέντε ο ένας ύστερα από τον άλλον. Για μία στιγμή κοίταξε μπροστά την καταπράσινη πλαγιά. Και την πόλη που απλωνόταν από κάτω της, να βράζει κάτω από τον καυτό ήλιο. Το βλέμμα του ήταν απροσδιόρισο, κενό. Κράτησε ελάχιστα. Ύστερα έσφιξε στιγμιάία τα χείλη και γύρισε προς το Χάσκυ. Κάποιος πάντα έχανε. Δεν είχε φτιάξει εκείνος τον κόσμο. Καβάλησε τη μηχανή και έβαλε μπρός. Τι μηχάνημα, σκέφτηκε πάλι και όλη η στιγμιαία κακή του διάθεση εξαφανίστηκε. Έστριψε και πήρε πάλι το μονοπάτι από το οποίο είχε έρθει. Δεν είχε πάει πολλά μέτρα και την είδε, να κατεβαίνει το μονοπάτι. Ο στιγμιαίος πανικός του μήπως τον είχε δεί εξαφανίστηκε το ίδιο γρήγορα όσο τον είχε καταλάβει. Η κοπέλα ήταν γυμνή! Δηλαδή όχι εντελώς γυμνή, φορούσε το κυλοτάκι της τις ορειβατικές τις αρβύλες το σακίδιο και τα γουώκμαν της. Ήταν απίστευτα όμορφη. Και ήταν σχεδόν ολόγυμνη μόνη της, στη μέση του δάσους. "Αχ Θεέ, πόσο όμορφα μου τά έφερες όλα σήμερα", σκέφτηκε μην μπορώντας να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Η δουλειά δεν είναι δουλειά όταν είναι διασκέδαση, είπε πολύ χαρούμενος, μονολογώντας σιγανα και έσβυσε την μηχανή οδηγώντας την στο πλάι του μονοπατιού. Η άλλη δεν τον είχε προσέξει ακόμη. Οπότε οι φόβοι που του πέρασαν την πρώτη στιγμή, ήταν αβάσιμοι. Ήταν προφανές ότι πίστευε πως ήταν μόνη της, αλλιώς δεν θα γυρνούσε στη μέση του δάσους με το κυλοτάκι και τα στήθη της σε κοινή θέα. Ένοιωσε μία αχαλίνωτη στήση να τον κυριεύει καθώς την κοίταζε με πόθο. Θα την έκανε δική του, έπρεπε, έπρεπε κάπως να την γοητεύσει. Τότε εκείνη τον είδε. Ο Γιώργος ήταν ένας καλοφτιαγμένος άντρας. Ψηλός μυώδης με πολύ όμορφο πρόσωπο. Η ομορφιά και η ενασχόλησή του με τις πολεμικές τέχνες, τον είχαν οδηγήσει από μικρό στην απόλυτη πεποίθηση ότι η σκληρή ζωή ήταν για τους άλλους. Εκείνος ότι ήθελε από άντρες το έπαιρνε με το άγριο, και ότι ήθελε από γυναίκες τις περισσότερες φορές με ένα μόνο χαμόγελο ή νεύμα. Η Κατερίνα είδε τον άντρα στην απέναντι άκρη της μικρής στροφής που κατέβαινε και η οποία ύστερα από το χείμαρο στη μέση ανέβαινε πάλι. Σταμάτησε να περπατάει και τον κοίταζε. Οι προθέσεις του θα φαίνονταν αμέσως. Αν έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, θα σήμαινε ότι σκόπευε να την βιάσει. Ο Γιώργος δεν ήταν ηλίθιος. Η γυναίκα ήταν πολύ ευάλωτη. Αν κινείτο προς το μέρος της το πιθανότερο ήταν ότι θα πανικοβαλόνταν Έτσι θα έχανε κάθε πιθανότητα να την κάνει δική του. Ενοιωθε την στύση του να τον πονάει. Ήταν τόσο όμορφη. Του ήταν αδύνατο να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο, ξαφνικά σαν το μυαλό του να είχε θολώσει. Η Κατερίνα αφού άφησε να περάσουν δύο λεπτά που κοιτάζονταν, αποφάσισε να προχωρήσει. Δεν έκρυψε την γύμνια της, δεν άλλαξε το βηματισμό της δεν έκανε τίποτα διαφορετικό απ'όταν την είχε δεί να περπατάει πρίν, μέχρι που έφτασε δίπλα του. Τον κοίταξε με μία ανεξερεύνητη ματιά. Ο Γιώργος δεν μιλούσε. Ύστερα εκείνη έκανε μία ανεπαίσθητη κίνηση σηκώνοντας λίγο το σαγόνι της ψηλά και αριστερά, χωρίς να παίρνει τα μάτια της από πάνω του. Ήταν ψηλόλιγνη κα λιγερή. Η κοιλιά της μυώδης όμως στρογγυλή χωρίς δακτυλίδια, κατέληγε σε απίστευτα προκλητικές, για το Γιώργο και μάλλον για κάθε άλλο άντρα λαγόνες. Οι ώμοι της ήταν πιο στενοί από τους γοφούς της πόυ έσφιγγαν το τσιτωμένο πάλιομοδιτικο φαρδύ σλιπάκι. Τα στήθη της ήταν ιδρωμένα, σε μέγεθος πορτοκαλιού, οι ρόγες της διεγερμένες ελαφρά. Ή μήπως του φαινόταν, σκέφτηκε ο Γιώργος; Αναλογιζόμενος πότε να κάνει την κίνησή του. Το πρόσωπό της ήταν οβάλ, τα μάτια της μισά και γκριζοπράσινα, το πηγούνι της λίγο μυτερό και η μύτη λεπτή ίσια και μακριά , ελάχιστα ανασηκωμένη. Τα χείλια της δαντελωτά με ένα χχαρακτηριστικο σήκωμα στις άκρες που τους έδινε μία χαμογελαστή έκφραση ακόμη και τώρα που η κοπέλλα τον κοιτούσε απόλυτα σοβαρή. Τα μακριά καστανομαυρα ίσια μαλιά της έπεφταν πάνω στον σάκο της και μπρός στους ιμάντες που πλαισίωναν τα γυμνά στήθη της. Κι από κάτω οι μεγάλες ορειβατικές αρβύλες, με κάλτσες. Ο Γιώργος έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Ήταν άραγε από αυτές τις στιγμές που δεν ξανασυμβαίνουν στη ζωή σου; Τι ήθελε αυτή η μυστηριώδης γυναίκα; Μα τι άλλο ήθελε, ότι και όλες οι άλλες, συμπλήρωσε τις σκέψεις του και έκανε ένα ακόμη βήμα προς το μέρος της. Εκείνη δεν κουνήθηκε από την θέση της, όμως στις άκρες των χειλιών της σχηματίστηκε ένα δειλό χαμόγελο. Ε, βέβαια, γαμήσι θέλει, σκέφτηκε ο Γιώργος και την πλησίασε κι άλλο. Βρέθηκε μπροστά της κι εκείνη σήκωσε λίγο το πρόσωπο για να αντικρίσει τα μάτια του. Εκείνος κοίταζε τα στήθη της μαγεμένος, έσυρε το χέρι του από το λαιμό της χαιδεύοντας τα μαλιά της πάνω στον ιμάντα και ύστερα έπιασε το στήθος της. Την πλησίασε κι άλλο και κόλλησε απάνω της. Η κοπέλα είχε τα χέρια δεμένα πίσω από την μέση της, όπως προχωρούσε την πλαγιά αφού τον είδε, όσο ερχόταν προς το μέρος του. Του παραδιδόταν, σκέφτηκε ο Γιώργος καθώς σήκωνε τον λαιμό της για να την φιλήσει παντού. Χώθηκε τρελαμένος στο μίσχο της και ύστερα άρχισε να την φυλάει στο στόμα, στο λαιμό, στο μίσχο της και πάλι στο στόμα, χαιδεύοντας τα στήθη της νοιώθοντας ότι θα έσκαγε από τον πόθο την ένταση και τον πόνο στο υπογάστριο του. "Μα δεν θα έκανε τίποτα" σκέφτηκε καθώς την φιλούσε άλλη μία φορά στο στόμα χώνοντας τη γλώσσα του μέσα και παίζοντας με τη δική της. Με κλειστά τα μάτια πήρε και τα δυό της στήθη στα χέρια του και τα μάλαξε με πάθος, χαιδεύοντας τις θηλές με τους αντίχειρες. . "Κάνε κάτι" της είπε λαχανιασμένος "δεν αντέχω άλλο, κάνε κάτι" Ήταν το τελευταίο που είπέ. Ύστερα ένοιωσε ένα δυνατό κάψιμο στο αριστερό μέρος της κοιλιάς ΄που στα επόμενα δέκατα του δευτερολέπτου γινόταν όλο και πιο έντονο, μαζί με ένα δυνατό σπρώξιμο. Μετά ένοιωσε την ανάσα του να κόβεται. Εκανε πίσω και κοίταξε κάτω. Το μεγάλο κυνηγετικό μαχαίρι είχε χωθεί μέχρι μέσα μέσα από την σπλήνα του προς την κοιλιά του. Η αιμοραγία την ένοιωθε τώρα, να προχωράει από την σκισμένη του κοιλιά, εσωτερικά, π΄ρός τον οισοφάγο και το στόμα του. Ύστερα ήρθε η ζάλη. Έπεσε στα γόνατα κοιτάζοντας την. Εκείνη είχε τραβήξει το μαχαίρι τώρα, και τον κοίταζε τόσο παγερά που είχε εξαφανιστεί σχεδόν και το χαρακτηριστικό γελάκι στις άκρες των όμορων χειλιών της. Σκούπιζε το στόμα με την ανάστροφη του χεριού της και σήκωσε το ένα της φρύδι κοιτάζοντας τον χωρίς ίχνος οίκτου. "Τι διάολο; " ψέλισε ο Γιώργος νοιώθοντας τις αισθήσεις του, και μάλλον την ζωή του, να τον εγκαταλείπουν. "Πές μου που είναι τα άλλα γκαζάκια αν έχεις βάλει και ίσως καλέσω ασθενοφόρο" του είπε μιλώντας του για πρώτη φορά η Κατερίνα. Ο Γιώργος παρά την έκπληξή του, χωρίς να χάσει χρόνο της είπε. Ύστερα σύρθηκε με δυσκολία πίσω και ακούμπησε σε ένα κορμό ελάτου. Αιμοραγούσε άσχημα. "Την μηχανή θα την πάρω εγώ" είπε η Κατερίνα. "Οκ" είπε ο Γιώργος "μόνο κάνε γρήγορα" "Εχεις κινητό; Εσύ θα πυροδοτούσες;" "Όχι θα ειδοποιούσα." "Δώστο μου το κινητο σου να ειδοποιήσω το ασθνεοφορο" είπε η Κατερίνα φέρνοντας πάλι μπροστά το μαχαίρι. "Είναι πίσω από τη μηχανή" είπε ξεπνοα ο άλλος "στο σακίδιο". Η Κατερίνα βρήκε το κινητό και βεβαιώθηκε ότι είναι κλειστό. Ύστερα καβάλησε τη μηχανή έβαλε μπρος και τον κοίταξε, αυτή τη φορά χαμογελώντας. " Για στάσου, εδώ θα με αφήσεις; " είπε ο Γιώργος προσπαθώντας να κρύψει τον πανικό στη φωνή του. "Ναι" του είπε η Κατερίνα "ανήκεις εδω" " Μα, μα γιατί…με σκοτώνεις " ψέλλισε ο Γιώργος. "Εσυ γιατί ήθελες να κάψεις το δάσος;" του είπε η Κατερίνα και έβαλε πρώτη. Ο Γιώργος ήταν νεκρός όταν πέρασε από μπροστά του, ύστερα από λίγο, γυρνώντας από τον πυλώνα, με τον πρώτο μηχανισμό στο σακίδιο της. Λίγο παραπέρα, πίσω από την ράχη που την είχε πρωτοδεί εκείνος, σταμάτησε και έβαλε το σορτσάκι και την μπλούζα της που τα είχε αφήσει πισω από κάτι θάμνους. Εντάξει της άρεσε η φυσική ζωή όμως δεν θα γυρνούσε ποτέ με την κυλόττα γυμνή σε ένα απέραντο δάσος μόνη. Όμως ήταν σίγουρη ότι ο εμπρηστής αν την έβλεπε έτσι, δεν θα σκεφτόταν τίποτε άλλο. Όπως και έγινε. Όταν είχε περάσει δίπλα της εκείνη ήταν λίγο πιο ψηλά στην πλαγιά και άκουγε μουσική καθισμένη μές τα έλατα. Δεν την είχε δεί. Κάτι την είχε κάνει να τον ακολουθήσει να δεί τι γύρευε εκεί. Όταν τον είδε να βγάζει το γκαζάκι δεν χρειαζόταν να περιμένει για τα υπόλοιπα. Γύρισε γρήγορα πίσω, από ένα άλλο μονοπάτι, έχοντας ήδη καταστρώσει το σχέδιο της. Το Χάσκυ τραβούσε κι έτρεχε σαν άγριο άλογο. Σε λίγη ώρα η Κατερίνα βρήκε και μάζεψε τους άλλους τέσσερις μηχανισμούς. Αγαπούσε πολύ αυτό το δάσος, το ήξερε σαν την παλάμη της. Το βαθύ εγκαταλελειμμένο πηγάδι ευτυχώς είχε ακόμη αρκετό νερό για την δουλειά που το ήθελε. Πέταξε μέσα το σακίδιο με τους μηχανισμούς, για την ελάχιστη πιθανότητα. Βέβαια ο αρχιεμπρηστής δεν θα ρίσκαρε να πυροδοτήσει τους μηχανισμούς χωρίς να ξέρει που βρίσκονταν τη στιγμή που θα το έκανε. Κανείς δεν θα μάθαινε τι είχε γίνει στο δάσος. Όπως κανείς δεν θα μάθαινε ποιος είχε βάλει την μεγάλη φωτιά, αν τελικά αυτό γινόταν στο δάσος εκείνη τη μέρα. Γιατί ποτέ κανείς δεν μάθαινε ποιοι έβαζαν τις μεγάλες φωτιές. Εκτός από αυτή τη φορά, που κανείς δεν θα έβαζε καμία φωτιά. Στο πλάι του φιδωτού δρόμου, καθώς η Κατερίνα έτρεχε και ο δροσερός αέρας ανάμεσα στα πανύψηλα έλατα ανέμιζε τα μαλλιά της, είδε δύο μεγάλα αρσενικά ελάφια να την συναγωνίζονται τρέχοντας μαζί της μέσα από το συρματόπλεγμα. Πιο κάτω σε ένα ξέφωτο είδε την αγέλη με τα μικρά να τρέχουν χοροπηδώντας και παίζοντας χαρούμενα κι ανέμελα ανάμεσά στους γονείς τους. Edited July 2, 2007 by Dune Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.