Jump to content

Ο Άνθρωπος Που Δεν Υπήρξε Ποτέ


Recommended Posts

Μετά από δέκα χρόνια τυραννικής δικτατορίας η χώρα ήταν πάλι ελεύθερη. Η δημοκρατία ανέλαβε για άλλη μια φορά να επουλώσει τα τραύματα μιας δεκαετίας. Το σκοτάδι είχε υποχωρήσει, είχε όμως αφήσει στο κατόπι του σκιές που θα στοίχειωναν ένα έθνος για πολύ καιρό. Το έβλεπες στον δρόμο. Τρομαγμένα, αρρωστημένα πρόσωπα με αβέβαιο βλέμμα που αντίκριζαν το φως της ημέρας με δυσπιστία. Γιατί όντως, ποιος τελικά είχε κατατροπώσει το κτήνος; Μόνο του είχε εξοντωθεί αρπάζοντας στα σαγόνια του την ίδια του την ουρά, καταβροχθίζοντας το εαυτό του με την ίδια λύσσα που σύντριψε τόσες ελευθερίες, καταστρέφοντας στην πορεία του τόσες αθώες ζωές. Από που είχαν ξεπηδήσει όλοι εκείνοι οι δαίμονες που ξεκίνησαν το κακό και που είχαν χαθεί τώρα; Μπορούσε κανείς να μας βεβαιώσει πως δεν υπήρχαν πλέον, πως δεν ζούσαν καμουφλαρισμένοι ανάμεσα μας περιμένοντας την επόμενη ευκαιρία; Ούτε η πρώτη χούντα που πλήγωνε τη χώρα ήταν, μήπως θα ήταν και η τελευταία; Ξέρει ο καθένας μας το κτήνος που κρύβει ο γείτονας του, το κτήνος μέσα μας; Ξέρει κανείς για πόση σκληρότητα είναι ικανός ο καθένας αν του δοθεί το ελεύθερο, το ατιμώρητο, σε συνδυασμό με τη μέθη της εξουσίας; Μια ολόκληρη κοινωνία πίστεψε στην αδυναμία της και ανέχτηκε την καταπίεση δέκα χρόνια. Γίναμε όλοι μάρτυρες απίστευτων γεγονότων και μετά την απελευθέρωση ιστορίες ανελέητης σκληρότητας άρχισαν να έρπουν έξω από τα κελιά και τα μπουντρούμια της αυθαίρετης εκείνης εξουσίας.

 

Το Δημοκρατικό Αναγεννησιακό Συμβούλιο ανέλαβε να εξετάσει όλες τις καταγγελίες που ξεπηδούσαν από αυτές τις ιστορίες, να διερευνήσει την αλήθεια τους, να βρει όσους ενόχους είχαν διαφύγει της προσοχής μας. Έξι χρόνια στη φυλακή για «υπεράσπιση βασικών ελευθεριών» με είχε κατατάξει αμέσως ως ένα από τα ενεργά μέλη της μεταβατικής διαδικασίας και ένα από τα διοικητικά όργανα του συμβουλίου. Ήμουν ο ένας από τους είκοσι εισαγγελείς που στα σκοτεινά χρόνια είχαν συντάξει και συνυπογράψει το μανιφέστο κατά της δικτατορίας αλλά δεν είχα ουλές να δείξω, δεν έτυχε να υποστώ βασανιστήρια. Συνάδελφοι μου υπέφεραν τα πάνδεινα, άλλοι οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, και οι οικογένειες τους δεν πέρασαν λιγότερα, για κάποιο λόγο όμως η μαύρη εξουσία με αγνόησε, με άφησε ξεχασμένο στην λευκή μου απομόνωση να πολεμάω τους προσωπικούς μου δαίμονες. Θέλω να πιστεύω πως απλώς δεν πρόλαβαν να ασχοληθούν μαζί μου. Σε ένα κελί δύο επί τρία, με μία ώρα βόλτα μόνος μου σε ένα ερημικό προαύλιο, κύλησαν έτσι τα δικά μου έξι χρόνια νομίζοντας τότε εγώ πως αυτό ήταν το σκληρό πρόσωπο της χούντας, αυτή η δική μου σκληρή τιμωρία. Δεν είχα ιδέα τι γινόταν έξω. Έβλεπα μόνο τους φρουρούς μου και από αυτούς δεν έπαιρνες κουβέντα. Ούτε τσιγάρο δεν μοιράστηκαν μαζί μου.

 

Έξι χρόνια κλεισμένος χωρίς απαγγελία κατηγορητηρίου, χωρίς δίκη, να τρελαίνουμε σιγά-σιγά στην απομόνωση μου. Ένα χρόνο πριν την απελευθέρωση είχα αρχίσει να ακούω ψίθυρους, τα βράδια ήμουν σίγουρος πως οι τοίχοι του κελιού μου γίνονταν διάφανοι, έβλεπα να κινούνται σκιές εκεί, σαν σε πανί κάποιου εφιαλτικού κινηματογράφου, σκιές που μου έγνεφαν και προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μαζί μου. Έκλεινα τα μάτια μου σφιχτά, προσπαθούσα να βουλώσω τα αφτιά μου, ήταν φορές που ήμουν σίγουρος πως δεν ήταν της φαντασίας μου αλλά κάποιο κόλπο, μια νέα μέθοδος βασανισμού που σκοπό της είχε να με τρελάνει. Όταν τελικά διάβηκα ελεύθερος την καγκελόπορτα της φυλακής βρέθηκα αντιμέτωπος για πρώτη φορά με τον τρομακτικό απολογισμό της δεκαετίας. Σε προσωπικό επίπεδο έμαθα για τον θάνατο του πατέρα μου, από εγκεφαλικό δύο χρόνια πριν. Είχε πεθάνει νομίζοντας πως ο γιος του ήταν ήδη νεκρός, θύμα της χούντας. Ήμουν πλέον μόνος, χωρίς άλλο συγγενικό πρόσωπο εν ζωή. Αναζήτησα μέσα μου την δύναμη που με κράτησε ζωντανό έξι χρόνια και με τρόμο ανακάλυψα πως η δύναμη αυτή είχε ξοδευτεί, ήταν ανύπαρκτη. Ήμουν ένα κενό όστρακο, μια ψευδαίσθηση στα μάτια των άλλων. Κατάφερα να σταθώ στο ύψος μου όσο χρειαζόταν για να τους ξεγελάσω όλους. Και φαίνεται πως τα κατάφερα τόσο καλά που η νέα προσωρινή κυβέρνηση με ένταξε αμέσως στο υγιές δυναμικό της. Τα βράδια οι εφιάλτες συνέχιζαν να με τυραννούν, ένα μυστικό κατάλοιπο της ψυχής μου το οποίο κράτησα αποκλειστικά για τον εαυτό μου. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν ορισμένες νύχτες που πετάγομαι από τον ύπνο και νομίζω πως οι λευκοί τοίχοι του παλιού μου κελιού έχουν στοιχειώσει την κρεβατοκάμαρα μου, εξακολουθώ να βλέπω τις γνώριμες σκιές εκεί μέσα να μου ψιθυρίζουν κάποιο ακατανόητο μήνυμα, κάποια τρομακτική εντολή που έχει σκοπό να προκαλέσει κάποιο μεγάλο κακό. Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά, βουλώνω τα αφτιά μου, μάχομαι τους δαίμονες. Είναι φορές που ο πειρασμός να παραδοθώ, να ενδώσω, να βρω ανακούφιση στην τρέλα είναι τόσο μα τόσο μεγάλος.

 

Είχα ανάγκη να απασχολούμαι, να δουλεύω για να κρατούμαι στα πόδια μου. Το πρώτο καλοκαίρι της ελευθερίας μου στάλθηκα από το συμβούλιο να ερευνήσω μια περίεργη ιστορία σε κάποιο νησί, που στην παρούσα διήγηση θα παραμείνει ακατονόμαστο. Προορισμός μου ήταν η ψυχιατρική κλινική του νησιού, σκοπός μου η διερεύνηση της ταυτότητας ενός νεκρού. Η ειρωνεία της επίσκεψης μου στο συγκεκριμένο ίδρυμα δεν μου ξέφυγε. Κρυμμένο βαθιά σε ένα περιφραγμένο δάσος, μέσα σε ένα ειδυλλιακό τοπίο πυκνού πράσινου και άκρας απουσίας ήχου, το γκρίζο, κλασσικό κτίριο μου προκάλεσε αμέσως άσχημη αίσθηση. Προεξείχε σαν σάπια ταφόπλακα μέσα σε μια θάλασσα από πευκοβελόνες, ένας θύλακας πόνου και πικρών μυστικών. Την ώρα της επίσκεψης μου οι τρόφιμοι είχαν απομονωθεί στα δωμάτια τους, μακριά από το βλέμμα μου, κάτι το οποίο μου προκάλεσε ανακούφιση. Με κατέλαβε η παράλογη φοβία πως αν τους κοίταζα στα μάτια, θα με αντιλαμβάνονταν σαν δικό τους και οι πόρτες θα σφάλιζαν παγιδεύοντας με μέσα μαζί τους για πάντα. Ήθελα να τελειώνω όσο γινόταν πιο γρήγορα για να φύγω από εκείνο το μέρος. Η σιωπή και οι λευκοί τοίχοι της κλινικής μου κατέτρωγαν τα σωθικά.

 

Οδηγήθηκα σε ένα δροσερό υπόγειο όπου μου παρουσίασαν το πτώμα ενός μεσήλικα άντρα, ξαπλωμένο γυμνό σε κάποιο τραπέζι, χωρίς εμφανή σημάδια στο κορμί πλην αυτά της ηλικίας του. Στεκόμασταν εκεί τρεις, με τον διευθυντή της κλινικής και έναν νοσοκόμο.

«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησα.

Δεν ήξεραν. Ήλπιζαν πως θα μπορούσα να τους διαφωτίσω εγώ. Βρήκα την έκκληση τους το λιγότερο περίεργη, αλλά κοίταξα τον νεκρό άλλη μια φορά με προσοχή, μελετώντας τα χαρακτηριστικά του, ψαχουλεύοντας το μνημονικό μου για κάποια αποκάλυψη. Το άτομο μου ήταν παντελώς άγνωστο. Εκνευρισμένος από το όλο ταξίδι απαίτησα να μάθω γιατί είχαν επικοινωνήσει με το συμβούλιο για έναν νεκρό τρόφιμο ψυχιατρικής κλινικής. Ο διευθυντής, με άκρως απολογητικό τόνο, ανέφερε πως ο άγνωστος είχε εισαχθεί πριν αναλάβει ο ίδιος την κλινική. Όσο καιρό τον ήξεραν ήταν πάντα κατατονικός, ξεκομμένος από το περιβάλλον του, ανίκανος για επικοινωνία. Είχε πεθάνει ξαφνικά πριν τέσσερις μέρες στον ύπνο του. Ήταν τότε που ανακάλυψαν πως ο συγκεκριμένος ασθενής δεν είχε φάκελο. Ταυτότητα, συγγενείς, ιατρική γνωμάτευση, όλα ήταν ανύπαρκτα. Αυτό όμως που καθιστούσε τον νεκρό άξιο προσοχής ήταν η ύπαρξη ενός μάρτυρα στην θεαματική εισαγωγή του, ο νοσοκόμος που ήταν παρόν μαζί μας.

 

«Δεν είναι κάτι που το ξεχνάει κανείς εύκολα. Ήταν νύχτα, κάπου πέντε χρόνια πριν. Ολόκληρη συνοδεία από τζιπ και φορτηγά φορτωμένα στρατιώτες κύκλωσαν την κλινική. Εμείς δεν καταλαβαίναμε τι γινόταν. Την άλλη μέρα κυκλοφόρησε πως κλείσανε κάποιον στην τρίτη πτέρυγα. Κάποιον πολιτικό κρατούμενο. Ο τότε διευθυντής, Θεός σχωρέστον, ήταν πολύ αναστατωμένος αλλά δεν έλεγε κουβέντα σε κανέναν. Το άλλο πρωί βέβαια όλη η συνοδεία είχε φύγει...»

«Εσείς τον είδατε αυτόν τον κρατούμενο;»

«Στην αρχή όχι. Μετά...με τη σειρά μας έτυχε να τον φροντίσουμε.»

«Και τον αναγνωρίσατε;»

«Όχι, δεν ήταν κανείς που ξέραμε...»

«Και μιλάμε γι αυτόν εδώ;»

 

Κοίταξα ξανά τον νεκρό, ήμουν σίγουρος πως δεν τον είχα δει ποτέ πριν στη ζωή μου, ούτε εγώ αλλά ούτε και κανείς άλλος. Ήμουν πάντα μέσα στα πολιτικά πράγματα, ήξερα αρκετό κόσμο, και από όσο γνωρίζαμε στο συμβούλιο δεν είχαν μείνει πλέον πολιτικές προσωπικότητες ή διανοούμενοι που η τύχη τους να αγνοείται.

«Ήρθε ποτέ κανείς να τον δει;»

Στα πέντε χρόνια του εγκλεισμού του ο άγνωστος δεν είχε δεχτεί καμία επίσκεψη. Σε αυτό το φριχτό μέρος που ο κόσμος άδειαζε τους πνευματικά χτυπημένους του σαν ανομολόγητα αμαρτήματα η εγκατάλειψη δεν ήταν σπάνια, γι αυτό και ο άγνωστος έμοιαζε να είχε ξεχαστεί ακόμα και από αυτούς που τον φρόντιζαν. Πέντε χρόνια στα αζήτητα, αφημένος στις βασικές φροντίδες της κλινικής, τώρα ήταν νεκρός και δεν μπορούσα να κάνω πολλά γι αυτόν εκεί και τότε.

 

Μου έδειξαν και το κελί του, θαρρείς και θα μπορούσα να καταλάβω περισσότερα από τον άνθρωπο αντικρίζοντας εκείνους τους τέσσερις τοίχους.

«Και οι 5 στον νεκροθάφτη» ήταν χαραγμένο στον σοβά δίπλα στο καγκελωτό παράθυρο.

Αναρωτήθηκα ποιους πέντε είχε κατά νου ο ποιητής. Της χούντας ήταν τέσσερις και το σύνθημα της νεολαίας εκείνα τα χρόνια ήταν «Και οι 4 στον νεκροθάφτη.» Αυτό το περίεργο λάθος θα το συναντούσα σε φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί και σε άλλα μπουντρούμια, το σημάδι που είχαν αφήσει εκεί μέσα ετοιμοθάνατοι και μελλοθάνατοι ήταν 5 και όχι 4. Κανείς από τους επιζήσαντες όμως δεν μπορούσε να το εξηγήσει, κανείς δεν ήξερε τους πέντε ή έστω τον πέμπτο. Αισθάνθηκα πως η δουλειά μου εκεί μέσα είχε τελειώσει. Τράβηξα αρκετές φωτογραφίες του νεκρού και πήρα δαχτυλικά αποτυπώματα για περαιτέρω έρευνες. Ο άγνωστος προοριζόταν να ταφεί στο κοιμητήριο που είχε η κλινική στο δάσος. Η ταφόπλακα θα έμενε άγραφη.

 

Ένιωσα να ανασαίνω πάλι μόλις βρέθηκα πίσω στη Χώρα του νησιού, βρήκα ανακούφιση στην φασαρία και την βαβούρα του λιμανιού. Επέστρεψα όπως είχα έρθει, με το πλοίο της γραμμής. Πρόσεξα τον κόσμο, υπήρχε αισιοδοξία στα πρόσωπα, υπήρχαν χαμόγελα, νέοι, σχολιαρόπαιδα, η τυχερή γενιά. Κάθισα στο κατάστρωμα με θέα τη θάλασσα, το κεφάλι μου ακουμπισμένο σε ένα από τα δύο φουγάρα, να νιώθω τον κραδασμό του πλοίου, τον βόμβο της μηχανής να πάλλεται μέσα μου. Με βοηθούσε να στοχαστώ το νέο αυτό πρόβλημα. Με είχε αγγίξει σε βαθμό που δεν αντιλήφθηκα παρά μόνο αφού απομακρύνθηκα από εκείνο το τρελοκομείο, μόλις καταλάγιασε ο πανικός στην καρδιά μου. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Ο ίδιος είχε λυτρωθεί στον θάνατο, ποιος όμως είχε μείνει πίσω να τον κλάψει, να τον θρηνήσει; Τάφος χωρίς όνομα ήταν μοίρα όχι διαφορετική από του ατιμασμένου Πολυνείκη. Ήταν μια σκληρή τιμωρία που δεν άξιζε σε κανέναν.

 

Για τον επόμενο ένα μήνα η υπόθεση του άγνωστου ασθενή θα με απασχολούσε προσωπικά, καθημερινά, με την άυπνη συμβολή του βοηθού μου, Νικόλαου Μάρκου. Ένα σημαντικό μέρος της έρευνας θα γινόταν στα αρχεία πολιτικών αντιφρονούντων στο πρώην Υπουργείο Αστικής Ασφαλείας. Δεν υπήρχε κανένα φωτογραφικό ή άλλο αρχείο που να ταιριάζει στον άνθρωπο μας. Από την ψυχιατρική κλινική που είχε εγκλειστεί ο νεκρός είχαν περάσει και άλλοι πολιτικοί κρατούμενοι, όλοι ελεύθεροι τώρα. Είδαν τις φωτογραφίες, κανείς τους δεν αναγνώρισε το πρόσωπο. Στο τέλος δεν υπήρχε άλλη λύση από το να καταφύγω στην πιο λογική κατεύθυνση της έρευνας μου, κάτι που συνειδητά απέφευγα μέχρι εκείνη την στιγμή. Πήρα ειδική άδεια να επισκεφτώ τους Γκίκο και Παπαργηρόπουλο στα κελιά τους.

 

Από τους τέσσερις πρωτεργάτες της χούντας, ο Σαράφης είχε αυτοκτονήσει και ο Μαλέλης είχε εκτελεστεί από τους φρουρούς του. Ο Γκίκος δείχνοντας μεταμέλεια συνεργαζόταν πλήρως με το δημοκρατικό καθεστώς ενώ ο Παπαργηρόπουλος έμενε πεισματικά τυφλός στις πεποιθήσεις του. Ήταν και οι δύο φυλακισμένοι τώρα σε κελιά όχι διαφορετικά από αυτό που έζησα έξι χρόνια από την ζωή μου. Δεν ένιωσα να με δικαιώνει η τιμωρία τους, το στομάχι μου σφίχτηκε, ρίγησε η ψυχή μου μέσα στους νέους λευκούς τοίχους. Ο Γκίκος κοίταξε την φωτογραφία καλά και είπε πως δεν τον αναγνωρίζει. Φαινόταν ειλικρινής, ήθελε τόσο να αποδείξει την μεταμέλεια του που δεν αμφισβήτησα πως έλεγε την αλήθεια. Ο Παπαργηρόπουλος πάλι ήταν τελείως άλλη περίπτωση. Με κοίταξε σαν να με ήξερε, ή τέλος πάντων έμοιαζε να τους κοιτάζει όλους έτσι. Γιατί ήμουν σίγουρος πως δεν με θυμόταν, πως ενώ πολύ πιθανό να είχε υπογράψει ο ίδιος την σύλληψη και τον εγκλεισμό μου, καθώς και την θανατική καταδίκη των άλλων, δεν με ήξερε, δεν ήξερε ή θυμόταν κανέναν μας. Αυτή ήταν η διαστροφή του, η διαστροφή της εξουσίας που λυσσάει να δυναστεύει για την ηδονή της εξουσίας και μόνο. Διαισθάνθηκε το ρίγος που ένιωσα και μάλλον πίστεψε πως τον έτρεμα. Μου έδειξε φανερά την περιφρόνηση του, σαν να ήμουν ακόμα υπόδουλος του. Την φωτογραφία της έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα και είπε ξερά πως δεν τον γνωρίζει. Αυτόν δεν μπορούσα να τον πιστέψω. Ή έλεγε ψέματα ή ήθελε να νομίσω πως παίζει μαζί μου για να με εκνευρίσει επίτηδες, να δείξει πως ήταν ακόμα ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα περισσότερο, δεν μπορούσα να τον εξαναγκάσω να πει οτιδήποτε. Οι μέθοδοι μας έπρεπε να διαχωριστούν ριζικά από αυτές που είχαν εξασκήσει αυτά τα κτήνη.

 

Μοιραστήκαμε κατευθύνσεις με τον Μάρκου και αρχίσαμε να παίρνουμε συνεντεύξεις από αξιωματικούς και φαντάρους που υπηρέτησαν μέχρι και πριν έξι χρόνια. Όταν ούτε αυτό απέδωσε καρπούς πήραμε ειδική άδεια από το συμβούλιο για να μεταδώσουμε τις φωτογραφίες από τα μέσα μήπως υπάρξει έστω ένα άτομο που θα αναγνώριζε τον άγνωστο, πάλι όμως χωρίς αποτέλεσμα. Θα ήθελα επίσης να τονίσω, πριν το ξεχάσω, πως οι έρευνες στράφηκαν και στο διεθνές επίπεδο. Ο μυστηριώδης νεκρός ήταν άγνωστος σε όλα τα αρχεία του κόσμου, κάτι που αποδείκνυε κυρίως πως μάλλον δεν ήταν ξένος αλλά δικός μας. Στο τέλος, μαζί με άλλα μέλη του συμβουλίου, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε αν αξίζει όλη αυτή η φασαρία. Ίσως πράγματι ο νεκρός ήταν ο κανένας. Ίσως ο εγκλεισμός του δεν σήμαινε τίποτα. Πάντα όμως μας στοίχειωναν οι βασικές εκείνες απορίες που δεν μας άφηναν να ησυχάσουμε. Γιατί τόση διαδικασία να χαθεί ένας άνθρωπος που δεν γνώριζε κανείς μας; Τι ήξερε η χούντα που αγνοούσαμε εμείς; Γιατί απλά δεν τον είχαν σκοτώσει;

 

Εξουθενωμένος, μέσα σε στοίβες από φακέλους, ντοσιέδες και φωτογραφικά αρχεία, βρισκόμουν εκεί ακριβώς από όπου είχα ξεκινήσει ένα μήνα πριν, στο απόλυτο σκοτάδι. Ανίκανος να κοιμηθώ ήρεμα καθώς οι σκιές και οι ψίθυροι με κυνηγούσαν εντονότερα κάθε βράδυ, στο φως της ημέρας άρχισαν να με τυραννούν ημικρανίες. Ο Μάρκου άφησε ένα εκνευρισμένο επιφώνημα πετώντας έναν ντοσιέ πάνω σε μια στοίβα φωτογραφίες.

«Μέσα σε δέκα χρόνια τυραννίας αμέτρητοι πολιτικοί, επιστήμονες, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, κοινοί πολίτες...εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν, εκτελέστηκαν, εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Βιβλία, ταινίες, αρχεία καταστράφηκαν...Τι το σπουδαίο έχει αυτός ο ένας άνθρωπος και μας κάνει την ζωή πατίνι, μια όμορφη μέρα σαν τη σημερινή; Θέλω να πάω σπίτι μου, να παίξω με την κορούλα μου, να ξεχάσω, με καταλαβαίνεις; Δεν ξέρουμε ποιος ήταν...και κανείς εκτός από μας δεν τον αναζητάει...Γιατί ασχολούμαστε;»

Δεν είπε τίποτα άλλο, δεν χρειαζόταν να πει. Σωριάστηκε απέναντι μου. Ήξερε ήδη την απάντηση αλλά τον απάλλαξα από το βάρος δίνοντας εγώ τους λόγους που δεν θέλαμε να τα παρατήσουμε.

«Αυτός ο άνθρωπος δικαιούται μια ταυτότητα όσο τη δικαιούμαστε εγώ κι εσύ. Είναι φανερό πως κάποιος ή κάποιοι μπήκαν σε μεγάλο κόπο να τον εξαφανίσουν. Αρνούμαι να δεχτώ πως τα κατάφεραν. Δεν είναι δυνατόν να τα κατάφεραν!»

«Σε κάνει και αναρωτιέσαι γιατί τον άφησαν ζωντανό.»

Ναι, πράγματι.

«Ίσως η ζωή του δεν ήταν η ουσία.»

Ποια ήταν όμως η ουσία;

 

Σύντομα όμως θα αποδεχόμασταν την ήττα μας. Ήρθε η εντολή που υποψιαζόμουν από καιρό. Σε λίγους μήνες είχαμε εκλογές. Το έθνος είχε να κλείσει ορατές πληγές. Δεν υπήρχε χρόνος να κυνηγούμε φαντάσματα. Έτσι λοιπόν, μέσα στο μυστήριο έμελλε να κλείσει, να χαθεί αυτή η υπόθεση. Είχα ηττηθεί, είχαμε ηττηθεί όλοι μας. Πριν κλείσω τα χαρτιά μου έκανα ένα τελευταίο ταξίδι στο νησί, επισκέφθηκα τον άγραφο τάφο στο δάσος. Δεν υπήρχε κάποιο λογικό βήμα για να δικαιολογήσω την έλξη μου σε εκείνο το μέρος. Με παρακινούσε μια αόρατη δύναμη στην οποία υποτάχθηκα υπακούοντας στο μυστήριο της, σαν να επρόκειτο για ιερή εντολή. Ήταν ένα μικρό ξέφωτο δέκα βήματα από το κυρίως κτήριο, ένας χώρος πικρά μελαγχολικός.

 

Πράγματι, η ταφόπλακα δεν είχε όνομα, μόνο η ημερομηνία θανάτου και ένας κενός τραχύς, γκρίζος γρανίτης. Ήθελα απεγνωσμένα μια απάντηση που το νεκροταφείο αδυνατούσε να μου δώσει. Πόση σημασία έχει μια ταυτότητα; Πόση ζημιά κάνει ένα όνομα; Το χώμα της γης είναι γεμάτο από άγραφους τάφους. Κοινοί θνητοί που αφανίστηκαν, θυσία στον βωμό της ματαιοδοξίας των λίγων, των δυνατών. Πως κάνεις έναν άνθρωπο ανύπαρκτο; Στην αρχαία Αίγυπτο αφαιρούσαν το όνομα από όλα τα αρχεία, τα μνημεία και αναπαραστάσεις που είχαν σχέση με το μισούμενο πρόσωπο. Κι όμως, αιώνες μετά η αρχαιολογική σκαπάνη είχε καταφέρει να ανακαλύψει και να αποκαταστήσει την χαμένη, αρχαία ταυτότητα. Μπορούσαν οι σημερινοί τύραννοι να πετύχουν τον σκοπό τους, μπορούσαν τελικά να νικήσουν; Δεν άντεξα να το σκέφτομαι άλλο. Έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου και έφυγα από το νησί με όρκο να μην επιστρέψω ποτέ ξανά σε εκείνο το μέρος. Η υπόθεση είχε λήξει. Θα περνούσαν τρεις χειμώνες πάνω από τον άγραφο τάφο πριν φανερωθεί η τρομακτική λύση στο αίνιγμα του.

 

Η Δημοκρατία εδραίωσε την δύναμη της, οι πληγές άρχισαν να επουλώνουν, ο κόσμος άρχισε να ξεχνάει, ευτύχημα αλλά και κατάρα μαζί. Αποφασίστηκε πως είχε έρθει ο καιρός για να διαλυθεί το Δημοκρατικό Αναγεννησιακό Συμβούλιο, το έργο του είχε κλείσει τον κύκλο του. Ήταν πλέον καιρός να ψάξω κι εγώ και να συνεχίσω μια κανονική καριέρα που κόντευε να χαθεί στη λήθη. Αρνήθηκα ένα σωρό προτάσεις για ενεργό δράση στην πολιτική. Πάνω απ’όλα ήθελα να νιώσω άνθρωπος ξανά. Η ανεμελιά επέστρεφε στην κοινωνία, ερχόταν η Άνοιξη, σκίρτησε επιτέλους και η καρδιά μου, έστειλε νέο αίμα στο αραχνιασμένο μου κεφάλι. Υπήρχε ένα νέο πρόσωπο στην ζωή μου, μια γυναίκα. Ήταν δικηγόρος, γνωριστήκαμε σε μία από τις αμέτρητες προεδρικές δεξιώσεις στις οποίες συμμετείχαμε τότε και το φλερτ ανάμεσα μας γεννήθηκε φυσικά και αβίαστα. Είχε χάσει κι εκείνη τον πατέρα της στην δικτατορία, στην περίπτωση της ο άνθρωπος είχε φυλακιστεί και είχε υποκύψει σε βασανιστήρια. Ενώσαμε τις πληγές μας, η σχέση μας λείανε τον πόνο, έδιωξε τους εφιάλτες, από τους οποίους κι εκείνη δεν είχε λίγους. Ένιωσα λιγότερο στιγματισμένος και περισσότερο φυσιολογικός. Η παρουσία της στην ζωή μου μπορώ να πω πως με έσωσε, ένιωσα να λυτρώνομαι. Μπορούσα επιτέλους να συνεχίσω.

 

Μία μέρα πριν την διάλυση του συμβουλίου έσκασε μια περίεργη υπόθεση. Στο υπόστεγο μιας στρατιωτικής βάσης έγινε μια αναπάντεχη ανακάλυψη. Μέσα σε αποθηκευμένα εξαρτήματα τηλεοπτικών εγκαταστάσεων και πομπών βρέθηκαν μηχανήματα άγνωστης τεχνολογίας, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και πολλές περίεργες βιντεοκασέτες. Στην αρχή το εύρημα δεν προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Στην διάρκεια της χούντας είχαν στηθεί πολλοί τηλεοπτικοί σταθμοί στα διάφορα στρατόπεδα από όπου η κυβέρνηση μετέδιδε την ηλίθια της προπαγάνδα. Μετά την πτώση οι εγκαταστάσεις ξηλώθηκαν, τα χρήσιμα εξαρτήματα μεταφέρθηκαν, ότι θεωρήθηκε άχρηστο έμεινε στα υπόστεγα να μαζεύει σκόνη. Οι βιντεοκασέτες δεν είχαν εικόνα αλλά έμοιαζαν να είναι άγραφες ή σβησμένες. Η εικόνα που έπαιζαν ήταν σκέτο στατικό χιόνι με ορισμένα καρέ άσπρου και άφηναν έναν λεπτό, τσιριχτό ήχο. Στο παίξιμο των κασετών παρατηρήθηκαν περίεργες αντιδράσεις από όσους έτυχαν να τις παρακολουθήσουν έστω και λίγο, όπως ημικρανίες, ζαλάδες, τάση προς εμετό, και κυρίως σφοδρή αλλαγή διάθεσης. Το αισθανθήκαμε κι εμείς, όσα από τα μέλη του συμβουλίου παρευρεθήκαμε σε μια τέτοια επιδεικτική προβολή. Για τον σκοπό της επίσκεψης μας ένα συνεργείο είχε συναρμολογήσει όπως-όπως τον πομπό σε εκείνο το υπόστεγο και μας είχαν βάλει να δούμε ένα-δύο κασέτες.

 

Αυτή την έρευνα την ανέλαβε ένας συνάδελφος, ο Ηλίας Παγώνης, ο οποίος συμπέρανε πως αυτή και άλλες παρόμοιες εγκαταστάσεις είχαν χρησιμοποιηθεί για πλύση εγκεφάλου πολιτικών αντιφρονούντων. Ήταν μια θεωρία με την οποία είχε εμμονή από καιρό αλλά με τα νέα ευρήματα το συμπέρασμα του γινόταν σοβαρό. Ποτέ πριν, από την πτώση της χούντας και μετά, δεν είχε ανακαλυφθεί κάτι παρόμοιο που να το αποδεικνύει, υπήρχαν όμως ιστορίες, μυθεύματα μέχρι τότε. Υπήρξε και τώρα σκεπτικισμός ως προς το συμπέρασμα κανείς όμως δεν μπορούσε και να το αποκλείσει. Ο Παπαργηρόπουλος δεν έλεγε κουβέντα. Οι ελπίδες μας στράφηκαν στον Γκίκο, αλλά αυτός από την μεριά του ορκιζόταν πως δεν είχε επίγνωση τέτοιων πράξεων. Είχε ήδη παραδεχτεί άλλα, εξίσου αποκρουστικά εγκλήματα, άρα γιατί να μην τον πιστέψουμε τώρα; Μας έφεξε όμως μια ελπίδα. Εντοπίστηκε στρατιωτικός, απαλλαγμένος με βούλευμα, που είχε χειριστεί τον πομπό στην διάρκεια της χούντας. Την ανάκριση την ανέλαβε ο Παγώνης. Ο στρατιωτικός πήρε εγγύηση πως δεν θα διωχτεί για οποιαδήποτε νέα ενοχοποιητικά στοιχεία.

 

Στην αρχή αρνήθηκε πως έγιναν πλύσεις εγκεφάλου. Επέμεινε πως ο πομπός μετέδιδε απλές τηλεοπτικές εκπομπές, από σήριαλ μέχρι ειδήσεις, που έφταναν στη βάση μαγνητοσκοπημένες σε μπομπίνες. Ο Παγώνης έβαλε να παίξουν μία από τις περίεργες βιντεοκασέτες μπροστά του. Σφίχτηκαν τα σωθικά μας αλλά και ο στρατιωτικός πάνιασε μόλις το είδε, τρελάθηκε το βλέμμα του, μας παρακάλεσε να το κλείσουμε. Τώρα τον είχαμε του χεριού μας, έσπασε. Παραδέχτηκε πως οι κασέτες περιείχαν κωδικοποιημένα μηνύματα.

«Τι μηνύματα;»

«Διάφορα...εντολές...»

«Μηνύματα που ασκήθηκαν σε πλύσεις εγκεφάλου λοιπόν!»

«Όχι όπως το νομίζετε. Ο σκοπός ήταν ποιο μαζικός. Το μήνυμα εκπεμπόταν μαζί με το τηλεοπτικό πρόγραμμα.»

Παγώσαμε. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε αυτό που ακούγαμε.

«Επιχειρήσατε πλύση εγκεφάλου στον πληθυσμό της χώρας; Σε μας όλους;»

«Το επιχειρήσαμε και το πετύχαμε. Αλλά μόνο μια φορά...Αμέσως μετά το σχέδιο εγκαταλείφθηκε...»

Ο Παγώνης ήταν έξω φρενών.

«Και γιατί να σε πιστέψω;!»

«Γιατί το αποτέλεσμα ήταν τόσο επιτυχές, πιο επιτυχές απ’όσο θα θέλαμε. Όταν δούλεψε ο πομπός το σήμα απλώθηκε παντού, ακόμα και στους χειριστές...και στους εντολείς...»

Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας. Ο στρατιωτικός συνέχισε, τώρα δεν μπορούσε να σταματήσει να μιλάει.

 

«Η επιτυχία του τρομοκράτησε τους πάντες. Όλους όσους γνώριζαν γι’αυτό. Αμέσως μετά την μετάδοση το νιώσαμε όλοι. Άδειασε το κεφάλι μου. Στην αρχή δεν ήξερα τι έκανα εκεί, ούτε καν ποιος ήμουν. Μετά συνήλθα κάπως, ήξερα πως μόλις είχα στείλει μια εντολή αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ ποια ήταν αυτή. Δεν υπήρχε γραπτή αναφορά. Το μήνυμα υπαγορευόταν προφορικά από τηλεφώνου σε αξιωματικό που το υπαγόρευε σε μένα. Κοίταξα τον ανώτερο μου και είδα το ίδιο πανικόβλητο βλέμμα σε εκείνον. Μας είχε βρει όλους μας. Σας ορκίζομαι πως ούτε σήμερα δεν θυμάμαι. Ούτε ο αξιωματικός που έδωσε την εντολή δεν θυμάται. Θα μπορούσε να ήταν οτιδήποτε. Αν υπήρχε εντολή να μετράμε έξι μέρες την βδομάδα, σήμερα αυτό θα κάναμε όλοι μας χωρίς να αντιλαμβανόμαστε πως δεν ήταν από πάντα έτσι. Με εντολή από τα κεντρικά καταστρέψαμε οποιοδήποτε μέρος της συσκευής είχε σχέση με τα μηνύματα. Ο φόβος που είχα νιώσει είχε εξαπλωθεί παντού. Όλα τα σχέδια και κάθε έντυπο που αναφερόταν στην τεχνολογία που είχαμε χρησιμοποιήσει τα κάψαμε.»

Δεν ήξερε να μας πει τίποτα άλλο. Και το άτομο ή άτομα που κατασκεύασαν την συσκευή του ήταν άγνωστα. Πρόσθετες έρευνες δεν θα έφεραν κανένα καινούργιο στοιχείο, ούτε για τους δημιουργούς ούτε για τους απλούς εκτελεστές του τρομακτικού αυτού σχεδίου.

 

Δεν με εκπλήσσει για πόσα είναι ικανός ο άνθρωπος. Αν μπορεί να σκεφτεί κάτι, να δημιουργήσει μια ιδέα, όσο διεστραμμένη ή επικίνδυνη και να είναι, αν έχει τα μέσα θα τολμήσει να την υλοποιήσει. Είχε λοιπόν όντως καταστραφεί αυτή η αρρωστημένη τεχνολογία; Μπορεί κανείς να πιστέψει ότι και το πιο σκοτεινό μυαλό θα μπορούσε να συνετιστεί μπροστά στις τρομακτικές συνέπειες μιας φριχτής μηχανής που χαρίζει δύναμη και εξουσία; Αφελής δεν είμαι. Αλλά και τι να κάνω; Είναι αρκετά τρομακτικό να αναλογίζομαι πως υπάρχει τώρα ένας ενεργός πομπός κάπου και λειτουργεί σε βάρος μου, παίρνει αποφάσεις για μένα και κατευθύνει τις πράξεις μου. Αποφάσισα να κάνω κάτι ακόμα, και με έκανε να νιώσω καλύτερα άσχετα αν ήταν ή δεν ήταν απόφαση της δικής μου βούλησης.

 

Επισκέφθηκα άλλη μια φορά τον Παπαργηρόπουλο. Αυτή την φορά τον κοίταξα καλά. Είχε μάθει γι αυτά που ανακαλύψαμε. Τώρα ήξερα, και το ήξερε πως ήξερα. Του χαμογέλασα κατάμουτρα και είδα επιτέλους τον τρόμο στα μάτια του. Ήμουν σίγουρος πως ήταν ένας από τους βασικούς εντολείς του πρώτου εκείνου μηνύματος, της κωδικοποιημένης εντολής που ήταν προορισμένη να παίξει με τα μυαλά μας. Πως να είχε νιώσει άραγε αμέσως μετά, την στιγμή ακριβώς που έγινε η μετάδοση, μόλις αντιλήφθηκε πως είχε διαγραφεί μέρος και του δικού του μνημονικού; Πόση από την ψευδαίσθηση της δύναμης του είχε καταρρεύσει τότε; Θα πρέπει να είχε νιώσει τον ίδιο τρόμο που διέκρινα τώρα στο βλέμμα του. Τον κοίταξα καλά και ήξερα πως αυτοί οι τοίχοι που τον περιέκλειαν είχαν αρχίσει ήδη να του ψιθυρίζουν τα βράδια. Άφησα πίσω μου ένα μίζερο ανθρωπάκι και γύρισα σπίτι μου ελαφρύτερος, μέσα σε μια, όπως αποδείχτηκε, ψευδαίσθηση λύτρωσης. Έμελλε να συναντήσω τον Παπαργηρόπουλο άλλη μια φορά.

 

Η τελική απόφαση του Συμβουλίου πριν την διάλυση του ήταν να συγκαλυφθεί η είδηση για να μην δημιουργηθεί άσκοπος πανικός στον κόσμο. Εμείς όμως θα ξέραμε, εγώ θα ήξερα, πως το μυαλό μας είχε παραβιαστεί, μέσα ή έξω από τους λευκούς τοίχους, μας είχε δοθεί μια εντολή, μια απόφαση παρμένη ερήμην μας, να πράξουμε, να πιστέψουμε, να ξεχάσουμε κάτι ή να ξεχάσουμε κάποιον. Είχαν σκαλίσει μέσα στο κεφάλι μου, είχαν παραβιάσει το τελευταίο κατώφλι τις ύπαρξης μου. Σκεφτόμουν τον ανώνυμο τάφο κάτω από ένα στρώμα πευκοβελόνες. Δεν ήξερα ποιος αναπαυόταν εκεί, αν ήταν ήρωας ή κακούργος, εθνάρχης ή υπαίτιος της δικτατορίας, ήταν όμως σίγουρα κάποιος που τον ξέραμε κάποτε όλοι, χαμένος αμετάκλητα πια από την μνήμη μας. Αμετάκλητα όμως;

 

Η φύση έχει τον δικό της τρόπο να αντιστέκεται στις παρεμβάσεις των ανθρώπων. Είναι τόσα που δεν ξέρουμε για τις λειτουργίες του εγκεφάλου, τόσα τα ανεξερεύνητα συρτάρια του. Μία εβδομάδα πριν την δίκη της χούντας ο Παπαργηρόπουλος κατέρρευσε στο κελί του. Στο νοσοκομείο διαπιστώθηκε απλά ο θάνατος του, η νεκροψία αποκάλυψε όγκο στο κεφάλι. Το βράδυ της είδησης του θανάτου του τον είδα στον ύπνο μου. Στεκόμουν στο μικρό ξέφωτο στο νησί, πάνω από τον άγραφο τάφο. Ο Παπαργηρόπουλος ήταν εκεί, μπροστά μου, στην στρατιωτική παραλλαγή που του άρεζε τόσο να φοράει και με την οποία φωτογραφιζόταν πάντα. Με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα, σαν να με ήξερε, μου χαμογέλασε και σήκωσε το χέρι του προς την ταφόπλακα. Δεν ήταν άγραφη τώρα, υπήρχε εκεί χαραγμένο ένα όνομα. Πλησίασα καλά, με δέος, για να το διαβάσω.

 

Ηλίας Νασιάκος έλεγε. Αυτό ήταν το δικό μου όνομα. Εισαγγελεύς Ηλίας Νασιάκος, του Αργύρη και της Ανθούλας. Ένιωσα την ψυχή μου να πεθαίνει, να νεκρώνει βαθιά, κυρίως γιατί πίστεψα στην αλήθεια που μου αποκαλυπτόταν. Κοίταξα τον Παπαργηρόπουλο.

«Κι εγώ ποιος είμαι;» τον ρώτησα.

Με χαιρέτησε στρατιωτικά και μού’κλεισε το μάτι. Μετά σήκωσε τον δείκτη του στα χείλη και μού’κανε νόημα να μην πω κουβέντα σε κανέναν.

«Το μυστικό ανήκει στον τάφο» συμπλήρωσε.

 

Πετάχτηκα ξύπνιος, τίναξα από πάνω μου το φριχτό σενάριο που μόλυνε το κεφάλι μου, δεν μπόρεσα όμως να απαλλαγώ από την υποψία. Ξέρω ποιος είμαι. Είμαι σίγουρος πως ξέρω ποιος είμαι. Θυμάμαι τον πατέρα μου, θυμάμαι την μητέρα μου, τα παιδικά μου χρόνια, την πρώτη μου αγάπη. Είναι δυνατόν να είναι όλα μια ψευδαίσθηση, είναι δυνατόν να είναι όλα κλεμμένα από την ζωή ενός άλλου; Οι εφιάλτες άρχισαν να με επισκέπτονται ξανά, νέοι, δριμύτεροι, όλο και συχνότεροι. Τους κρατώ απελπιστικά προσωπικούς, δεν τολμώ να τους μοιραστώ ούτε με την γυναίκα που κοιμάται δίπλα μου. Τον άλλο μήνα υποτίθεται πως παντρευόμαστε. Συνεχίζω να αντιστέκομαι στους δαίμονες, αρνούμαι να αντικρίσω τις ζωντανές σκιές, αρνούμαι να ακούσω τους φριχτούς ψιθύρους. Μήπως όμως εκεί μέσα είναι οι απαντήσεις; Μήπως πρέπει να παραδοθώ στο κάλεσμα τους; Τι θα είχα να χάσω παρά τα λογικά μου; Τι θα είχα να κερδίσω παρά μια αλήθεια με όλες της τις συνέπειες; Τελευταία το σκέφτομαι όλο και πιο σοβαρά.

 

Τέλος

Link to comment
Share on other sites

Υπάρχουν εσφαλμένοι ή αδόκιμοι γραμματικοί τύποι, π.χ. "κρατούμαι στα πόδια μου" και "τρελαίνουμε σιγά-σιγά στην απομόνωσή μου".

Το όνομα μάλλον πρέπει να είναι Παπαργυρόπουλος (με ύψιλον).

 

 

Ντίνο, το κείμενο είναι σπουδαίο. Δεν είναι τα Σφαγεία της Άσγκαρθ: είναι μια πραγματικότητα πιο οικεία, την ένιωσα πιο κοντά μου, χρονικά και τοπικά - κι αυτό με έφερε πιο κοντά στον τρόμο. Η κινηματογραφική αίσθηση είναι πολύ έντονη. Απλώθηκα στην πολυθρόνα και δεν διάβαζα μια ιστορία. Έβλεπα μια ταινία. Κι ήταν τόσο όμορφα και λειτουργικά δομημένη που η κάθε επόμενη σκηνή έμοιαζε να προκύπτει λογικά από την προηγούμενη. Αλλά παρόλο που ως ένα βαθμό ήταν αναμενόμενη η εξέλιξη, η προβλεψιμότητά της είχε μικρό βάθος. Και μαζί με το διάχυτο τρόμο, η αίσθηση της προβλεψιμότητας εκδηλώθηκε ως φόβος. Ούτε μια στιγμή δεν είπα: Α, τώρα θα γίνει αυτό. Κάθε λίγο έλεγα: Φοβάμαι - και φοβάμαι μήπως όντως τελικά συμβεί αυτό που φοβάμαι.

 

Συγχαρητήρια Ντίνο. Αυτό το κείμενο θα το θυμάμαι για καιρό.

Link to comment
Share on other sites

Σε ευχαριστώ odesseo για την εκτίμηση σου. Δεν είχα τόσο την έκπληξη κατά νου αν και είχα υπ'όψη την Angel Heart κατάσταση.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραίο Ντίνο, πολύ ωραίο. Ειδικά το τέλος και το πόρισμα του ερευνητή είναι απίστευτα αληθινό για μένα.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Δυσκολεύτηκα να το τελειώσω χωρίς να σπάσω κατιτίς, τη συσκευή του τηλεφώνου, τη γλάστρα, την οθόνη του υπολογιστή, το χερί μου στον τοίχο, κλπ. Στο σπίτι μου και τον άμεσο κοινωνικό περίγυρο έχω πάρα πολλούς ανθρώπους που από την όμοια πολιτική κατάσταση της χώρας μας έχασαν διάφορα πράγματα. Ο καθηγητής μου το σπίτι του, η καθηγήτριά μου τον πατέρα της, ένα οικογενειακός φίλος ένα ποσοστό της όρασής του. Είναι μαχαιριά και χούφτα αλάτι, αυτό το κείμενο για μένα, δαγκώνω τα δάχτυλά μου, για να μη μακελέψω κανέναν.

 

Πέρα από αυτό, το να μη γνωρίζεις ποιος είσαι είναι φρικτό. Τρέμω στην ιδέα της αμνησίας. Αλλά αυτό που περιγράφεις εδώ είναι ακόμη φρικτότερο. Να θυμάσαι ποιος είσαι και να ξέρεις ότι δεν είσαι αυτός που θυμάσαι. Το είδα λίγο σαν αλληγορία της Ιστορίας: Αν και όλοι ξέρουμε την επίσημη εκδοχή -δηλαδή αυτή του νικητή- πάντα έχουμε την αγωνία και την ενστικτώδη πεποίθηση ότι οι Άλλοι αλλιώς θα τα έλεγαν.

 

Αν ήταν δικό μου κείμενο θα το έβαζα στις ιστορίες τρόμου. Κι αν ήταν δικά μου τα πράγματα ένα γύρο κι όχι της εταιρίας -είμαι στο γραφείο τώρα- δε θα είχα αφήσει κολυμπιθρόξυλο όρθιο.

Link to comment
Share on other sites

Το παρόν διήγημα είχε την τιμή να φιλοξενηθεί και στις σελίδες του ΕΦ ΖΙΝ #10, του Δημήτρη Σπυρίδωνος, τον Ιανουάριο του 2007.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Λοιπόν αυτό το διήγημα πατάει με το ένα πόδι στην Ε.Φ., με το άλλο στον τρόμο και με το... τρίτο στην Πολιτική Φαντασία (οπότε και ο PiKei έχει πια καλή παρέα εκεί). Είναι από τα διηγήματα που θα ήθελα να είχα γράψει εγώ, και πίστεψέ με Ντίνο, είμαι τόσο εγωιστής που αυτό δεν μου συμβαίνει καθόλου μα καθόλου συχνά. Μόνο ένα πράγμα δεν μου κάνει εντύπωση με τον "Άνθρωπο που δεν υπήρξε ποτέ": το ότι δημοσιεύτηκε! Γιατί αν δεν το είχε βάλει ο Δημήτρης ο Σπυρίδωνος εύκολα θα μπορούσε να σταθεί σε οποιαδήποτε ανθολογία ή περιοδικό.

Νομίζω ότι είναι το καλύτερο δικό σου που έχω διαβάσει. Πάντα τέτοιες καλές ιδέες και τόσο προσεγμένες εκτελέσεις!

Link to comment
Share on other sites

Να μπορούσα κι εγώ να γράψω τόσο ωραία, μπράβο!

Edited by Filotechnos
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Γκουχ... :blush: Λοιπόν...

 

Υπάρχει μια πρόθεση, που με τιμά όσο δε λέγεται, να αναγνωστεί "Ο Άνθρωπος Που Δεν Υπήρξε Ποτέ" από την Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας, την Κυριακή 27 Ιανουαρίου το απόγευμα, στο Καφέ Φαεινόν (Μαυρομιχάλη και Καλλιδρόμου, Εξάρχεια). Την ανάγνωση προτίθεται να την κάνει ο Παναγιώτης -PiKei- Κούστας.

 

Όταν θα ξέρω περισσότερα, με ώρα κλπ, και μόλις βγάλει η ΑΛΕΦ επίσημη ανακοίνωση, θα σας το ποστάρω και ανάλογα στις ανακοινώσεις, ή μακάρι να το κάνει άλλος για μένα.

Link to comment
Share on other sites

χεχε κάτι πρέπει να έκανα τον Ιούλιο που δημοσιεύθηκε αυτό το διήγημα για να μη το διαβάσω τότε. Το πήρα είδηση μόλις τώρα που ανέβηκε ξανά στην επιφάνεια. Έχω να πω στο Dinο ένα μεγάλο μπράβο για την ιδέα και την ατμόσφαιρα. Η μεν ιδέα έξυπνη και πρωτότυπη, η δε ατμόσφαιρα συγκλονιστική, σου ρίχνει στη μούρη με τη βία τους φόβους και την κατάθλιψη της εποχής που διαδραματίζεται.

 

Τι θέλει βελτίωση: Η γραφή, σε πολλά μικρά σημεία μπορεί να γίνει πιο ώριμη, πιο στρωτή. Όσο για τη συσκευή, αν και κεντρική στο διήγημα του Ντίνου, εκτιμώ ότι θα μπορούσε να παραληφθεί. Εννοώ, θα μπορούσε η ίδια αρχή και το ίδιο τέλος να είναι στη θέση τους, χωρίς την ανακάλυψη και την ύπαρξη της συσκευής.

 

Αυτά. Και πάλι μπράβο.

Link to comment
Share on other sites

Η γραφή, σε πολλά μικρά σημεία μπορεί να γίνει πιο ώριμη, πιο στρωτή.

 

Αυτό είναι πάντα ένα μεγάλο θέμα με μένα, το που βρίσκουμε από άποψη γραφής, σε οτιδήποτε αφιερώνω την προσπάθεια μου.

 

Αν υπάρχουν ορισμένα μικρά σημεία που χρειάζονται βελτίωση, σε ωριμότητα και στρώσιμο γραφής, αυτό σημαίνει πως υπάρχουν και άλλα σημεία που είναι γραμμένα όπως ακριβώς πρέπει. Αντιλαμβάνεστε φυσικά πως όταν γράφω, γράφω ενιαίος Ντίνος και η οποιαδήποτε ικανότητα μου στο γράψιμο δεν αναβοσβήνει σαν λαμπάκι χωρίς να το καταλαβαίνω. Και όταν περνάω αυτά που γράφω από διάφορα χτενίσματα διορθώνω αυτά κυρίως που μπορώ να δω.

 

Θέλω να πω, δέχομαι την επισήμανση, αλλά σοβαρά δεν ξέρω προς τα πού μου δείχνετε. Χρειάζομαι ένα σεμινάριο express με παραδείγματα δικά μου για να είμαι πιο υποψιασμένος στην εκάστοτε συγγραφή μου. Εσείς έχετε φάει τα βιβλία με το κουτάλι και είναι φυσικό να βλέπετε που μια γραφή πέφτει συχνά λειψή.

 

Το μόνο μέρος στο οποίο τσινάω, στην κριτική, είναι σε επίπεδο διαλόγων. Εκεί συνειδητά δεν κυνηγώ τον φιλτραρισμένο, ενδοσκοπικό, μεγαλόπνοο διάλογο των βιβλίων αλλά τον πιο φυσικό δυνατό, αληθοφανή προφορικό λόγο που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο κινηματογραφικά, σαν σενάριο.

 

Ευχαριστώ πάντα για τον χρόνο σας.

Link to comment
Share on other sites

Θέλω να πω, δέχομαι την επισήμανση, αλλά σοβαρά δεν ξέρω προς τα πού μου δείχνετε. Χρειάζομαι ένα σεμινάριο express με παραδείγματα

 

 

Μετά από δέκα χρόνια τυραννικής δικτατορίας η χώρα ήταν πάλι ελεύθερη. Η δημοκρατία ανέλαβε για άλλη μια φορά να επουλώσει τα τραύματα μιας δεκαετίας. Το σκοτάδι είχε υποχωρήσει, είχε όμως αφήσει στο κατόπι του σκιές που θα στοίχειωναν ένα έθνος για πολύ καιρό. Το έβλεπες στον δρόμο. Τρομαγμένα, αρρωστημένα πρόσωπα με αβέβαιο βλέμμα που αντίκριζαν το φως της ημέρας με δυσπιστία. Γιατί όντως, ποιος τελικά είχε κατατροπώσει το κτήνος; Μόνο του είχε εξοντωθεί αρπάζοντας στα σαγόνια του την ίδια του την ουρά, καταβροχθίζοντας το εαυτό του με την ίδια λύσσα που σύντριψε τόσες ελευθερίες, καταστρέφοντας στην πορεία του τόσες αθώες ζωές. Από που είχαν ξεπηδήσει όλοι εκείνοι οι δαίμονες που ξεκίνησαν το κακό και που είχαν χαθεί τώρα; Μπορούσε κανείς να μας βεβαιώσει πως δεν υπήρχαν πλέον, πως δεν ζούσαν καμουφλαρισμένοι ανάμεσα μας περιμένοντας την επόμενη ευκαιρία; Ούτε η πρώτη χούντα που πλήγωνε τη χώρα ήταν, μήπως θα ήταν και η τελευταία; Ξέρει ο καθένας μας το κτήνος που κρύβει ο γείτονας του, το κτήνος μέσα μας; Ξέρει κανείς για πόση σκληρότητα είναι ικανός ο καθένας αν του δοθεί το ελεύθερο, το ατιμώρητο, σε συνδυασμό με τη μέθη της εξουσίας;

 

> > > edit > > >

Μετά από δέκα χρόνια τυραννικής δικτατορίας, η χώρα ήταν πάλι ελεύθερη. Η δημοκρατία ανέλαβε άλλη μια φορά να επουλώσει τα τραύματα (...). Το σκοτάδι είχε υποχωρήσει, είχαν όμως μείνει σκιές που θα στοίχειωναν το έθνος (...) καιρό. Το έβλεπες στο δρόμο. Τρομαγμένα, αρρωστημένα πρόσωπα με αβέβαιο βλέμμα (...) αντίκριζαν το φως της ημέρας με δυσπιστία. Γιατί αυτή τη φορά κανείς μας δεν είχε κινηθεί να κατατροπώσει το κτήνος. Μόνο του είχε εξοντωθεί, αρπάζοντας στα σαγόνια (...) την ίδια (...) την ουρά του, καταβροχθίζοντας τον εαυτό του με την ίδια λύσσα που σύντριψε τόσες ελευθερίες, (...) τόσες αθώες ζωές. Και (...) όλοι εκείνοι οι δαίμονες (...) του κακού, πού είχαν κρυφτεί τώρα; Μπορούσε κανείς να μας βεβαιώσει πως (...) δεν ζούσαν καμουφλαρισμένοι ανάμεσα μας, περιμένοντας την επόμενη ευκαιρία; Δεν ήταν η πρώτη χούντα που πλήγωνε τη χώρα (...), μήπως θα ήταν (...) η τελευταία; Ξέρει ο καθένας μας τι κρύβει μέσα του (...); Για πόση σκληρότητα είναι ικανός (...) αν του δοθεί ξανά το ελεύθερο, το ατιμώρητο, σε συνδυασμό με την απόλυτη εξουσία;

 

[message edit] Μια και έχω τώρα λίγο χρόνο, κάποιες πρόσθετες παρατηρήσεις. Πήρα Ντίνο την πρώτη σου παράγραφο και τη διόρθωσα με τον τρόπο που έκρινα, θέλοντας να επισημάνω τι εννοώ "γραφή πιο ώριμη, πιο στρωτή". Έκοψα, όπου βλέπεις -> (...) και έραψα. Φυσικά το στιλ είναι προσωπική υπόθεση αλλά υπάρχουν μερικά αντικειμενικά δεδομένα. Για παράδειγμα δεν λέμε "ξέρει ο καθένας μας το κτήνος μέσα μας", ακούγεται λάθος και άσχημα. Λέει καλύτερα "μέσα του". Μετά: Δεν ακούγεται και δεν διαβάζεται καλά ούτε η πρόταση με τα "κανείς"... "καθένας" που ακολουθεί κλπ. κλπ. Γενικότερα, το διήγημα (με την εξαιρετική ιδέα και ατμόσφαιρα, όπως είπα) σε αυτή τη φάση δεν είναι δημοσιεύσιμο, πάσχει -ας το πούμε έτσι- γλωσσικά, λογοτεχνικά. Δεν ξέρω πώς διορθώνεται αυτό. Είναι κοινοτοπία να σου πω "με το διάβασμα", το ξέρεις. Το μόνο παραπάνω, αυτό που κάνω εγώ, είναι τα περάσματα ξανά, ξανά, και ξανά, επιδιώκοντας να πετύχω καλύτερη γλώσσα (δεν ξέρω αν τα καταφέρνω).

Edited by nikosal
Link to comment
Share on other sites

Διάβασα τις δυο εκδοσεις και απλά βλέπω δυο διαφορετικες απόψεις αποδοσης των ίδιων εννοιών. Σε κάποια σημεία υπάρχει λιγη διαφορά ομως αλήθεια αυτές οι διορθώσεις έκαναν το κείμενο πιο στρωτό; Αποτελούν διορθώσεις με βάση συντακτικούς κανόνες;

Link to comment
Share on other sites

Μερικά από αυτά είναι καθαρά θέμα «στρωσίματος,» όπως επισημαίνεται ανωτέρω. Άλλα είναι καταφανείς κανόνες, όπως η σωστή εισαγωγή εκλειπόντων σημείων στίξεως, καθώς και κάποιες άλλες διορθώσεις (π.χ. ο τόνος στο πού: «πού είχαν κρυφτεί τώρα;» που προσδίδει χωρικό προσδιορισμό, αντί για τη συντόμευση της αντωνυμίας «ο οποίος/η οποία/το οποίον»).

Link to comment
Share on other sites

Μερικά από αυτά είναι καθαρά θέμα «στρωσίματος,» όπως επισημαίνεται ανωτέρω. Άλλα είναι καταφανείς κανόνες, όπως η σωστή εισαγωγή εκλιπόντων σημείων στίξεως, καθώς και κάποιες άλλες διορθώσεις (π.χ. ο τόνος στο πού: «πού είχαν κρυφτεί τώρα;» που προσδίδει χωρικό προσδιορισμό, αντί για τη συντόμευση της αντωνυμίας «ο οποίος/η οποία/το οποίον»).

 

Τα "πού" και "που" σε ένα κείμενο, τα τελικά "ν", τα σημεία στίξης, τα ορθογραφικά, αποτελούν σημαντικά στοιχεία σε κάθε κείμενο, παρά το γεγονός ότι πολύς κόσμος στο φόρουμ τείνει, κακώς, να τα θεωρεί "δευτερεύοντα". Μπορείτε να απολαύσετε μια ταινία που στηρίζεται σε δυνατό σενάριο και εξαιρετικές ερμηνείες, αν πχ. ο φωτογράφος κάνει στοιχειώδη σφάλματα στη "γραμματική και το συντακτικό" του φωτισμού; Με τη σειρά μου, δυσκολεύομαι να διαβάσω κείμενα που περιέχουν στοιχειώδη σφάλματα τέτοιου επιπέδου. Το μάτι μου ξεφεύγει, το μυαλό μου διαμαρτύρεται, η ευχαρίστηση μειώνεται. Βέβαια, αυτού του είδους τα σφάλματα θα τα διόρθωνε σε οποιοδήποτε εκδοτικό οίκο ένας μέσος, επαγγελματίας διορθωτής. Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έφταναν ποτέ να τυπωθούν, άσχετο βέβαια αν ο διορθωτής μουρμούριζε διαρκώς πάνω από το χειρόγραφο.

 

Στην επιμέλεια που έκανα παραπάνω Ρασπ, περιέλαβα και αυτά τα σφάλματα, δεν ήταν όμως το επίκεντρο και ο στόχος μου. Τις φράσεις που (κατά την κρίση μου) δεν ρέουν, που πάσχουν λογικά, συντακτικά και κυρίως γλωσσικά ήθελα να δείξω. Φοβάμαι όμως μήπως σπαμάρουμε το διήγημα έτσι, στο κάτω κάτω στη βιβλιοθήκη μπήκε, όχι στο εργαστήρι. Ας μην επεκταθούμε λοιπόν παραπάνω (σέβομαι και το γεγονός ότι ο Ντίνος δεν παίρνει μέρος στην κουβέντα, αν και ζήτησε παρατηρήσεις). Τέλος λοιπόν.

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ για τις επισημάνσεις και τις υποδείξεις. Μου δημιούργησαν πολλές σκέψεις και ανησυχίες και δεν τις ανέφερα για να μην συνεχίσει μια κουβέντα που θα έσερνε και που πιθανό να ανήκει σε άλλο τόπικ.

 

Μου ζητήθηκε να κάνω μια πρώιμη ανακοίνωση για την ανάγνωση του διηγήματος, μήπως και κανονίζατε να παρευρεθείτε αρκετοί από το sff (κοιτάξτε στο post #10) και μάλλον χάθηκε αυτό στα περί ορθής γραφής.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 years later...

Μου έκανε εντύπωση αυτό το διήγημα Ντίνο.

Είναι διαφορετικά γραμμένο απο όσα δικά σου έχω διαβάσει ως τώρα. Πολύ πιο σκοτεινό, εξαιρετικά βαθύ και άμεσο. Δεν μπορώ με σιγουριά να το κατατάξω στην επιστημονική φαντασία. Δεν μπορώ μάλλον να το κατατάξω πουθενά. Είναι τόσο αληθινό που θα μπορούσε να είναι καταγραφής πραγματικής ιστορίας.

 

Μου άρεσε πάρα πολύ.

 

Στο θέμα γραφής εντόπισα κι εγώ αυτά που έγραψαν άλλα μέλη στα παραπάνω ποστ αλλά ειλικρινά δεν με πείραξαν καθόλου. Τα σημεία στίξης διορθώνονται κατα την διάρκεια της επιμέλειας, και η "εσφαλμένη γραμματική" μάλλον πρόκειται για κάποιον πειραματισμό που θα διαπίστωνες αν δουλεύει αφού το έδινες σε κάποιους να το διαβάσουν (εδώ μέσα εν προκειμένω).

Link to comment
Share on other sites

Είχα διαβάσει αυτό το διήγημα πρώτη φορά στο ΕΦ-ΖΙΝ, όταν ακόμα δεν γνώριζα ούτε τον Ντίνο ούτε το φόρουμ και την ύπαρξη του κειμένου εδώ, και είχα εντυπωσιαστεί. Το είχα θεωρήσει ένα από τα καλύτερα διηγήματα που είχα διαβάσει εκείνη την εποχή. Μόνο που δεν ήξερα ότι υπήρχε κάπου για να το σχολιάσω.

Παρόλο που έχει περάσει πολύς καιρός από την αρχική μου ανάγνωση, μερικές λεπτομέρειες αλλά και η συνολική ατμόσφαιρα του έργου βρίσκονται τόσο βαθιά χαραγμένες στο μυαλό μου, που συνεχίζω να πιστεύω ότι είναι ένα ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ διήγημα, τόσο στη σύλληψη όσο και στη γραφή του, με το πολιτικό στοιχείο να εμπλέκεται καταπληκτικά ομαλά με την πλοκή.

Συγχαρητήρια, Ντίνο!

Edited by Tiessa
Link to comment
Share on other sites

πιστεύω ότι είναι ένα ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ διήγημα, τόσο στη σύλληψη όσο και στη γραφή του, με το πολιτικό στοιχείο να εμπλέκεται καταπληκτικά ομαλά με την πλοκή.

Συγχαρητήρια, Ντίνο!

Αααυτό! ^

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..