DinoHajiyorgi Posted July 17, 2007 Share Posted July 17, 2007 (edited) Βασισμένο στο Βρετανικό Punch 'n' Judy. Γράφτηκε στα αγγλικά για κινούμενα σχέδια, ένα project του φίλου μου Andy Kelly που τελικά δεν προχώρησε. Όχι για παιδιά. Ανοίγουν οι κουρτίνες. Μια νύχτα σαν όλες τις άλλες. Μια μικρή ομίχλη λόγω υγρασίας χαϊδεύει το σπίτι του Πάντσο τελείως φυσιολογικά μέχρι να ακουστεί η τρομερή στριγκλιά της Τζούντη για να μας παγώσει το αίμα. Η Τζούντη, η κυρία Πάντσο, πέφτει πάνω στην κλειδωμένη πόρτα της τουαλέτας και βαράει μανιασμένα ουρλιάζοντας. «Πάντσο! Βγες έξω! Βγες έξω ΤΩΡΑ!!» «Περίμενε τη σειρά σου! Εγώ αναγκάστηκα να φάω το τούβλο που μου μαγείρεψες το μεσημέρι!» Η Τζούντη είναι έτοιμη να γκρεμίσει την πόρτα. «Είναι το μωρό! Κάτι δεν πάει καλά με το μωρό! Έλα έξω γρήγορα!!» «Είναι σοβαρό;» «Ναιαιαιαί!!» «Α…Πόσο σοβαρό;» «Πάντσο!!» «Καλά! Καλά! Περίμενε! Θα ‘πρεπε να σε…μπούρου-μπούρου» τα λόγια του σβήνουν σε ακαταλαβίστικα μουρμουρητά. Βγαίνει έξω με ένα τυλιγμένο περιοδικό κάτω από την μασχάλη. «Λοιπόν; Τι είναι-Τι είναι-Τι είναι;!!» Ένα τρομερό ρέψιμο τραντάζει συθέμελα το σπίτι. Βρέχει σοβάδες. «Σου είπα να κόψεις το μπρόκολο γλυκιά μου. Σε είχα προειδοποιήσει…» «Σκάσε ηλίθιε! Δεν ήμουν εγώ! Ήταν το μωρό!» «Α Χριστούλι μου…Να φωνάξουμε τον γιατρό;» Η Τζούντη λύνεται σε λυγμούς. «Καλύτερα τον ιερέα…Το μωρό μας…ω…Έλα να δεις…Έλα…βιάσου!» Έρχονται και οι δύο τρεχάτοι στην κούνια. Μωρουδίστικα ρεψίματα και κλανιές ακούγονται από μέσα. «Κοίτα το, το καημένο…» Ο Πάντσο σκύβει να δει. «Αγορίνα;» Ξαφνικά, ένα πρασινωπό τέρας βγάζει το κεφάλι του από την κούνια στάζοντας λάβα από τα σαγόνια του και φυσώντας ατμούς. Τα μάτια του καίνε κόκκινα και η διχαλωτή του γλώσσα σφυρίζει μέσα από τις δοντάρες του. «Τάϊσε με μαδαφάκα! Λυσσάω της πείνας!!» Το μωρό επιστρέφει στο σκοτάδι της κούνιας του φτύνοντας φλόγες. Ο Πάντσο γυρνάει στην Τζούντη απορημένος. «Λοιπόν; Με έβγαλες από την χέστρα για ποιον λόγο;» «Μα δεν είδες;!» «Το μωρό; Εννοείς συνήθως δεν είναι έτσι;» «Αναίσθητο τέρας! Πότε ήταν η τελευταία φορά που ενδιαφέρθηκες για τον γιο σου;!» «Για να σκεφτώ…Νομίζω ήταν στο νοσοκομείο. Τον είδα να ξεπηδάει από μέσα σου και μα την αλήθεια…λουτρό αίματος σε όργιο του Δράκουλα χωλαίνει συγκριτικά. Άλλη μια τέτοια νοσταλγική περισκόπηση και θα βγάλω το γεύμα μου από λάθος τρύπα.» «Δεν με νοιάζει! Τρέχα στον ιερέα! Το μωρό μας είναι δαιμονισμένο! Χρειαζόμαστε έναν εξορκιστή! Βιάσου! Άντε!» Τον σπρώχνει και τον πετάει έξω από το σπίτι. Κλείνει και την πόρτα στην πλάτη του. Ο Πάντσο παίρνει τον δρόμο μουρμουρίζοντας εκνευρισμένος τα ακαταλαβίστικα του. Ξαφνικά ο φιλαράκος του ο Κλόουν πετάγεται μπροστά του φυσώντας μια σφυρίχτρα και περιστρέφοντας δύο ροκάνες στα χέρια του. Φοράει το κασκόλ μιας ομάδας στον λαιμό του. Κουνάει τα χέρια κάνοντας σινιάλα, παροτρύνοντας τον Πάντσο να τον ακολουθήσει. Ο Κλόουν φεύγει τρεχάτος και ο Πάντσο τον ακολουθεί πρόθυμος. Ακολουθεί ξέφρενο μοντάζ με ξέφρενη μουσική. Ο Πάντσο και ο Κλόουν περνάνε υπέροχα στο γήπεδο. Επευφημούν και σφυρίζουν, βρίζουν και κάνουν άσεμνες χειρονομίες, ρίχνουν ξύλο με μέλη των αντίπερα οπαδών, πέφτουν και τα ΜΑΤ στο μακελειό, το μοντάζ τελειώνει σε μπαρ με τους δυό φίλους να ρουφούν μπύρες, γεμάτοι μελανιές και τσιρότα. «…και ο Πιέρ λέει ‘Με ζυγχωρείται, αλλά η Κατγίν δεν μπορεί να μιλήσει αυτή τη στιγμή…το στόμα της είναι μπουκωμένο…» Ο Κλόουν γελάει πρώτος με το ίδιο του το ανέκδοτο και ο Πάντσο ακολουθεί κακαρίζοντας και κατεβάζοντας κι άλλη μπύρα. «Έχω κι εγώ ένα…Ένας παπάς μπαίνει σε ένα μπαρ…Σκατά! Ο ιερέας! Το ξέχασα!» «Είναι αυτό με το παπαδοπαίδι και την μαγιονέζα;» «Όχι ηλίθιε, εγώ…» Μια φασαρία στην άλλη άκρη του μπαρ σταματάει την φράση του Πάντσο. «Είπα Λούθερ! Μάρτιν Λούθερ! Και εσύ μαλάκα να με αποκαλείς Επίσκοπε Λούθερ!» Ο Πάντσο και ο Κλόουν γυρίζουν για να δουν τον Επίσκοπο Λούθερ, στουπί, να χτυπά το άδειο του ποτήρι πάνω στο μπαρ. «Γέμισε…Γέμισε το! Η ψυχούλα μου στέγνωσε και ζητάει λιπαντικό! Άπιστοι! Αμαρτωλοί! Θα καείτε όλη στην κόλαση! Το πετσί σας θα τσιτσιρίζει στις αιώνιες φλόγες και θα ξεφωνίζετε το όνομα μου! Ω σώσε μας…σώσε μας Επίσκοπε Λούθερ θα κλαίτε! Και εγώ θα λέω…Που στο διάολο είναι η μπύρα μου;!!» Ο Πάντσο γλιστράει δίπλα στον ιερέα με μια καράφα και του γεμίζει το ποτήρι. «Την ευλογία μου τέκνον μου. Είθε τα κλειδιά της πύλης του παραδείσου να σου ανήκουν.» Αδειάζει την μπύρα στο στόμα του με μια γουλιά. «Το ένα χέρι νίβει το άλλο πάτερ…» «Παρακαλώ;» «Συνεχίστε να πίνετε αγιότατε!» Του δίνει την κανάτα. Το βλέμμα του ιερέα γυαλίζει. Ψιθυρίζει προς τον Πάντσο. «Δείχνεις ντόμπρο παιδί…εντάξει τύπος…» ένας λυγμός, «Δεν το έκανα εγώ βλέπεις…είμαι αθώος…Ήταν οι Επ…οι Επς…οι Επισκοπελιανοί…Καλτσοδέτες για τράγους; Ποιος να το φανταζόταν; Και οι φωτογραφίες; Σκέτη απάτη…Photoshop!!» Ο Πάντσο παίρνει βαθιές ρουφηξιές από ένα πούρο και ρίχνει τις στάχτες στην καράφα. Πετάει και το υπόλοιπο πούρο μέσα και βοηθάει τον επίσκοπο να αδειάσει όλο το περιεχόμενο στο λαρύγγι του. Πλησιάζει από δίπλα ο Κλόουν. «Τι τρέχει με το κοράκι;» «Βοήθησε με να τον μανουβράρω!» Οι Πάντσο και Κλόουν σηκώνουν τον επίσκοπο και τον οδηγούν έξω από το μπαρ. Ο ιερέας είναι χαμένος στον κόσμο του. «Δεν ξέρω το ‘Πάτερ Υμών’. Ορίστε, το ομολόγησα! Ο πρώτος αναμάρτητος που δεν έχει ρίξει ποτέ του πέτρα ας…όχι στάσου…ούτε αυτό το ξέρω…» «Που τον πάμε αυτόν τον παλιάτσο;» ρωτάει ασθμαίνοντας ο Κλόουν καθώς χάνονται στην νύχτα. Φτάνουν στο σπίτι του Πάντσο. Η ομίχλη είναι ακόμα εκεί. Ο Επίσκοπος έχει αρχίσει να συνέρχεται. «Ποιοι είστε εσείς; Που είμαστε;» Ένας βρυχηθμός ακούγεται μέσα από το σπίτι. Η γη τρέμει σαν από σεισμό. Ο Κλόουν τρέμει ενώ ο Επίσκοπος μοιάζει πλέον να ξυπνάει. «Είναι για έναν εξορκισμό πάτερ» λέει ο Πάντσο. «Εξορκισμό; Ποιον εξορκισμό;» «Το διαολάκι μου ξύπνησε ίδιος ο Βελζεβούλης σήμερα. Το έχει τραβήξει λίγο παραπάνω από συνήθως και εσύ κάνεις επίσκεψη κατ’ οίκον!» Άλλο ένα γρύλισμα τραντάζει το σπίτι. «Ακούγεται άσχημα. Είναι όντως ο Πρίγκιπας του Σκότους.» Ξεροβήχει. «Ξέρεις τέκνον μου…Έχω λειτουργία νωρίς αύριο και…ε…Δεν έφερα τα καθαγιασμένα δοχεία…» «Το φρόντισα εγώ πάτερ…» Ο Πάντσο δίνει στον επίσκοπο ένα μυτερό παλούκι και ένα ξύλινο σφυρί. «Ορίστε…» «Τι είναι αυτά;» «Δεν θα μας χρειαστούν;» «Όχι για έναν εξορκισμό βεβαίως.» «Μήπως εγώ να την κάνω με βιαστικά, τρελά πηδηματάκια;» τραυλίζει ο Κλόουν. Ο Πάντσο βγάζει το ρόπαλο του και αγριοκοιτάζει και τους δύο. «Σκοπεύω να ξανακερδίσω την οικογενειακή μου θαλπωρή κι εσείς θα το φροντίσετε! Καταλαβαινόμαστε;! Μπαίνουμε στο σπίτι και έληξε!» Μια βαθιά, σατανική φωνή ακούγεται μέσα από το σπίτι. «Πάααντσοο!» «Βλέπεις; ‘Πάντσο’ λέει» τονίζει ο Κλόουν ιδρώνοντας. Η σατανική φωνή συνεχίζει. «Κλόουουουν!» «Σκατά!» Ο Επίσκοπος καθαρίζει τον λαιμό του. «Ακούγεται σαν οικογενειακή υπόθεση. Δεν θα ήθελα…» «Επίσκοπε Λουουούθερ!» «Τ’ αρχίδια μου!» «Μάλλον είμαστε απαρτία!» Ο Πάντσο σπρώχνει τους άλλους δύο που μυξοκλαίνε μέσα στο σπίτι σπρώχνοντας και δέρνοντας. Πέφτουν οι κουρτίνες. Συνεχίζεται Σύντομα Edited July 19, 2007 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 18, 2007 Author Share Posted July 18, 2007 (edited) Εξόρκισε το! Μέρος Δεύτερο Ανοίγουν οι κουρτίνες. Οι φλεγόμενες σπηλιές της κόλασης. Ο Διάβολος κάθεται στον θρόνο του και διαβάζει ευδιάθετος ένα γράμμα. «‘Μπαμπάκα…’ Το καμάρι μου! ‘Περνάω γαμάτα στη γη, μακάρι να ‘σουν εδώ. Όλοι οι θνητοί σ’αγαπούν και σε λατρεύουν. Δεν περνάει λεπτό πριν κάποιος αναφερθεί στο όνομα σου. Σε προτείνουν ο ένας στον άλλο πολύ συχνά. Εντωμεταξύ, βρήκα ένα καλό πόστο για την πάρτη μου, όχι τίποτα απαιτητικό αλλά όπως είπε ο ατζέντης μου είναι μια καλή αρχή για να κάνεις όνομα. Έκανα κατάληψη σε κάτι μικρό, ένα μωρό, τους έδωσα όμως όλο το πακέτο, κυρίως τα ακαδημαϊκά, αλλά σύντομα θα τους βγάλω και μερικές εκπληξούλες από το μανίκι. Είναι σημαντικό να μην κολλάς στην ίδια μανιέρα, έτσι δεν είναι;’ Έχει τόσο ταλέντο, κάνει τον μπαμπάκα του υπερήφανο…σνιφ» σκουπίζει ένα δάκρυ. «‘Και μάντεψε το άλλο! Το μωρό δεν είναι άλλο από τον γιο του πιο εκνευριστικού σου εχθρού, του Πάντσο!’ Ω-πω-πω-πω! ‘Ο ηλίθιος μάζεψε μερικούς χαροκαμένους μαλάκες για να με εξορκίσουν. Τον Κλόουν και τον Επίσκοπο Λούθερ που έχει ήδη μεζονέτα έτοιμη στην περιοχή σου. Να μου εξορκίσουν τον κώλο! Σταματώ εδώ γιατί τους ακούω στην πόρτα. Αγκαθωτά φιλάκια, D. Junior!’» Ο Διάβολος λύνεται στα γέλια μέχρι δακρύων. «Α…χα…Καλύτερα να μην χάσω αυτό το επεισόδιο…» Σηκώνει το τηλεκοντρόλ και σημαδεύει μια τηλεόραση. Πατάει το κουμπί και κάνει «κλικ». Το εσωτερικό του σπιτιού δείχνει παγωμένο. Οι σκάλες μοιάζουν με γέφυρες και τα δοκάρια στο ταβάνι με αψίδες. Είναι ένα γοτθικό σκηνικό on ice. Ο Κλόουν και ο Επίσκοπος κοιτούν γύρω έκπληκτοι, τρεμάμενοι. «Δεν πλήρωσες τον λογαριασμό θέρμανσης Πάντσο;» Ο Πάντσο βγαίνει από ένα ντουλάπι φορώντας παλτό και κασκόλ. Ο Κλόουν τον κοιτάζει εκνευρισμένος. Ο Επίσκοπος αρχίζει να υψώνει την φωνή του. «Εντυπωσιακά ανατριχιαστικό. Μια μίξη από φρίκη και παραλυτικό φόβο πασπαλισμένα από τρόμο και μια ιδέα από έρπουσα αμφιβολία. Ω ναι…Ο ΔΑΙΜΩΝ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ!» Μια τρομακτική φανφάρα στο soundtrack ισοπεδώνει τον Κλόουν. «Ευχαριστώ! Μας υποχρέωσες!» «Δεν μου επιτρέπουν να το κάνω αυτό στον άμβωνα. Να ακούγατε πως τσιρίζουν τα κοριτσάκια. Τα μικρά κοριτσάκια…» αναστεναγμός, «Το δοκίμασα μια φορά στην εξομολόγηση αλλά με κάρφωσαν και…ωχ…δε βαριέσαι…» «Πάντσο, πάμε να φύγουμε από δω!» «Δεν το καταλαβαίνω. Είναι μόνο το μωρό που να πάρει! Χθες ξεσκάτωνα τις πάνες του…» Ξαφνικά, με ένα μεγάλο βουητό, ένας σκατί χείμαρρος χτυπάει τους τρεις χαρακτήρες, τους αφήνει με την καφετιά κρούστα να πήζει πάνω στις φιγούρες τους. «Τώρα ζεσταθήκαμε» λέει ο Κλόουν αηδιασμένος, «ό,τι πρέπει για μόνωση τα…» «ΘΑ…πρότεινα…πολύ προσεκτική…επιλογή…λέξεων…από εδώ…και στο…εξής» συμπληρώνει προσεκτικά ο Επίσκοπος. Ο Πάντσο αρχίζει να κουνάει το ρόπαλο του. «Δεν είχα σκοπό να πιάσω κουβέντα με…το τζιεράκι μου πάτερ.» Σε μια γωνία πέφτουν πάνω στην Τζούντη που είναι παγωμένη και ακίνητη, τα μάτια και το στόμα ορθάνοιχτα. «Τζούντη…» Ο Πάντσο χτυπάει την σκληρή της επιφάνεια, «Δείχνεις πιο θερμή από συνήθως αλλά δεν έχω καιρό για γλύκες. Κράτα όμως αυτή τη στάση και επιστρέφω οσονούπω.» Ο Πάντσο συνεχίζει. Ο Κλόουν σταματάει δίπλα στη Τζούντη, κοιτάζει μην τον βλέπει κανείς, βάζει και βγάζει το δάχτυλο του στο στόμα της. Πλησιάζει και ο Επίσκοπος, μαζεύονται και οι δύο πάνω της και τώρα μας είναι αθέατο τι τις κάνουν καθώς μοιάζουν να τρίβονται πάνω της. Κάτι μουρμουράνε μεταξύ τους και χαχανίζουν. Έρχεται ο Πάντσο και βαρώντας τους με το ρόπαλο τους αναγκάζει να συνεχίσουν μαζί του. «Αυτό το τεμάχιο έχει τον ιδιοκτήτη του! Μπρος! Κουνηθείτε!» Φτάνουν σε μια παγωμένη σπηλιά. Μοιάζει με φωλιά δράκου με σκόρπια κόκαλα στο πάτωμα. Παγωμένοι σταλακτίτες κρέμονται από πάνω. Η μαύρη κούνια του μωρού στέκεται στη μέση, τραντάζεται και βροντάει. Σταματάει ξαφνικά σα να κατάλαβε την παρουσία τους. Ο Πάντσο προχωράει μπροστά προς την κούνια με τον Κλόουν και τον Επίσκοπο μαζεμένους πίσω του. Καθώς πλησιάζει κι άλλο, οι άλλοι μένουν πίσω. «Γιέ μου; Νιώθεις κάπως…σαν τον εαυτό σου; Καθόλου;» Μια φριχτή φωνή αναδύεται από την κούνια. «Τι θέλεις παπαρορουφήχτρα;! Τσουτσουνοκλανιά! Έβγαλες καμιά βίζιτα της προκοπής τουλάχιστο;!» Μια ομοβροντία πράσινου εμετού αλλάζει το χρώμα στο πρόσωπο του Πάντσο. «Μάλιστα λοιπόν…» Ο Πάντσο αρχίζει να βαράει την κούνια λυσσασμένα. Ο Επίσκοπος τρέχει και τον συγκρατεί. «Όχι! Όχι Πάντσο! Το μωρό είναι αθώο! Αθώο! Είναι κόλπο του δαίμονα!» «Για σου Λουούθεεερ! Είδα τα αγοράκια της χορωδίας του Καθεδρικού και μμμ-μμ! Τι χαμογελαστά προσωπάκια! Παίζανε ‘τράβα τον διάκονο’ με τον ψάλτη αν πιάνεις το νόημα μου…Πόσο καιρό έχει να δει χαρά ο δικός σου διάκονος; Έχεις δοκιμάσει το μονοπάτι της Μερέντας τελευταία; Ε Επισκοπάκο; Την παλιά λεωφόρο α σοκολά;!» Πορτοκαλί εμετός χτυπάει τον επίσκοπο στη μούρη. Κοιτάζονται με τον πράσινο Πάντσο. «Ο πουρές ροδάκινο ήταν ιδέα της συμβίας. Λέει πως είναι πολύ πιο θρεπτικό σχετικά με την μπιζελόσουπα…» Ο Επίσκοπος του αρπάζει το ρόπαλο και αρχίζει να βαράει την κούνια με διπλάσια μανία. Μια καημένη μωρουδίστικη φωνή βγαίνει σπαρακτικά από την κούνια. «Σώσε με! Σώσε με Κλοουνάκο! Σε παρακαλώ!» «Αφήστε τον πάτερ! Μην του κάνετε κακό…Έι, ένα λεπτό, ούτε που μ’αρέσουν τα παιδιά!» «Σώσε με Κλοουνάκο και θα σε αφήσω…» αλλάζει η φωνή σε δαιμονική, «...να τραγουδήσεις στο μικρόφωνο μου πούστρα! Να μου παίξεις φλάουτο τραβεστί της κακιάς ώρας! Ε, Κλοουνάκο, τι λες;! Θες να σου στολίσω τη μούρη με μαργαριτάρια, τα θέλεις στη μάπα άρρωστη;! Με πιάνεις;! Έχω τον αριθμό σου από τα ουρητήρια ανώμαλε!» Ένας πίδακας από τσίσα πετυχαίνει τον Κλόουν στη μούρη. Μένει για λίγο ακίνητος, με το μακιγιάζ του να λιώνει. Ορμάει και αυτός κραυγάζοντας. Ο Πάντσο και ο Επίσκοπος ακολουθούν το παράδειγμα και ξαφνικά έχουμε μια σκηνή από το Goodfellas του Σκορσέζε. Δίνουν στην κούνια και καταλαβαίνει. Την κάνουν κομμάτια κάτω από τα μανιασμένα τους πόδια. Ο Πάντσο σταματάει λαχανιασμένος. «Ο μικρός δεν είναι εδώ. Σκοτώσαμε την κούνια.» Ένα σατανικό γέλιο τραβάει την προσοχή τους στην άλλη άκρη της σπηλιάς. Μέσα από μια παγωμένη αύρα ξεπροβάλει ένας νταγλαράς, που μοιάζει με τον Έλβις, αξύριστος και με σπυράκια. «Γεια χαρά μπαμπάκα. Μάντεψε. Είπα να περάσω στα γρήγορα την εφηβεία για να μας απαλλάξω την αγωνία. Τι λες γέρο; Κατέβαινε τα κλειδιά του αυτοκινήτου μην πέσει καμιά φάπα.» Τα μάτια του Πάντσο ανοίγουν διάπλατα και αρχίζει να τρέμει. «Οααααααχιιιιιιιιιιι…!!!» Ο Πάντσο αρχίζει να βγάζει αφρούς από το στόμα του και πέφτει κάτω σαν το κούτσουρο, μαρμαρωμένος, με την γλώσσα να κρέμεται έξω, βλέμμα γυάλινο. Ο Κλόουν σκύβει να τον δει από κοντά. «Νομίζω πως του ήρθε λίγο too much…» «Εε…νομίζω πως εμείς δεν έχουμε άλλη δουλειά εδώ…» «Μα φυσικά…όπως τα λες πάτερ μου…» Ξαφνικά τον Κλόουν τον πιάνει λόξυγκας και με κάθε «χικ» φτύνει κομφετί από το στόμα. Αυτό συνεχίζεται με μεγάλη ταχύτητα, ο ίδιος αρχίζει να ξεφουσκώνει καθώς ξερνάει κομφετί με τους κουβάδες. Την ίδια στιγμή ένα λευκό φως από τον ουρανό λούζει τον Επίσκοπο και ακούγονται Ωσαννά. Η στολή του επισκόπου έχει αλλάξει σε παπικά ενδύματα. Η κούνια κάνει μια νέα εμφάνιση. Χοροπηδάει και σταματάει μπροστά στον Λούθερ. «Ευλόγησε με Αγιότατε!» λέει η κούνια και υποκλίνεται. Ο Επίσκοπος κοιτάζει σαστισμένος. Χαμηλώνει την ράβδο του προς το μωρό. «Θα μου τις βρέξεις και λίγο; Στον πισινούλι;» «Τι; Εμ…εγώ…» «Μικρά χαστουκάκια στα ροδαλά μαγουλάκια;» Ο Επίσκοπος κοκκινίζει. «Χι-χι…Άντε, καλά.» Τα φώτα σβήνουν και ο Επίσκοπος είναι ξανά στην κανονική του φορεσιά. «ΚΟΡΟΪΔΟ!» φτύνει η κούνια. «Γαμώτο! Το ήξερα!» Ένα τζάκι ανοίγει στον τοίχο σαν στόμα. Ένα φλεγόμενο χέρι βγαίνει από μέσα, αρπάζει τον Επίσκοπο που ουρλιάζει και τον τραβάει κάτω. Το τζάκι κλείνει και χάνεται σαν να μην ήταν ποτέ εκεί. Εντωμεταξύ ο Κλόουν είναι ένα άδει σακί που ξεροβήχει τα τελευταία του κομφετί. Η κούνια γελάει σατανικά. Ο Πάντσο ορμάει και καβαλάει την κούνια. Η κούνια χοροπηδάει και προσπαθεί να τον ρίξει. Σαν ροντέο. «Γι-χαα! Τι κάνεις μικρέ; Με θυμάσαι;! Είμαι μάνα στην απάτη σαν τον κάθε διάβολο! Ποιος ξέρει καλύτερα τον κανακάρη του από τον μπαμπάκο του;!» Η κούνια πετάει φλόγες και αναπηδάει σε όλο το σκηνικό αλλά ο Πάντσο καλά κρατεί. «Εξόρκισε με μαλάκα!» «Ανάγκασε με!» «Σταμάτα! Σταμάτα!» «Ξέρνα το σαν άντρας μικρέ!» Γίνεται μια έκρηξη που στέλνει τον Πάντσο στο πάτωμα και ο ίδιος ο Διάβολος κάνει εντυπωσιακά την εμφάνιση του. Ένας καπνισμένος Πάντσο και ο Διάβολος στέκονται αντιμέτωποι με την κούνια ανάμεσα τους. «Ο μπαμπάς!» φωνάζει η κούνια. «Βρε-βρε, για δες ποιος δεν είναι!» καγχάζει ο Πάντσο. «Δεν θα σου επιτρέψω να κερδίσεις Πάντσο! Οι δυνάμεις της κόλασης είναι εναντίον σου!» Ο Πάντσο βγάζει ένα πούρο και το ανάβει με την καιγόμενη άκρη του σκούφου του, παίρνοντας βαθιές, απολαυστικές εισπνοές. Ο Διάβολος και ο υιός του επαναλαμβάνουν μονότονα… «Οι δυνάμεις της κόλασης εναντίον σου! Οι δυνάμεις της κόλασης εναντίον σου!» Ο Πάντσο φυσάει δαχτυλίδια στον Διάβολο. «Τρέμω από φόβο.» «Πως σκοπεύεις να απελευθερώσεις το μωρό σου;» «Ποιος είπε πως το θέλω πίσω; Είναι όλο δικό σου! Είμαι ελεύθερος. Ε-λεύ-θε-ρος!» «Σταμάτα τις μπλόφες και εξόρκισε το μωρό!» «Μπα.» «Βγάλε τον γιο μου από εκεί!» «Α, ώστε είναι δικός σου ο γιος!» «Ναι! Όχι! Εννοώ…Ξέρεις τι εννοώ! Αυτό είναι το ΔΙΚΟ ΣΟΥ μωρό! Ο γιος μου είναι στο μωρό!» Ο Πάντσο αντιδράει ξαφνιασμένος. «Τι στο διάολο κάνει εκεί μέσα;!» Σκύβει μέσα στην κούνια. «Ντροπή μικρέ. Τι το πέρασες εδώ, Ολλανδία;» «Λοιπόν…Μάλλον θέλεις να εξορκίσεις το μωρό.» «Διάνα!» «Ο μόνος τρόπος για να βγει ο τζούνιορ από εκεί είναι ένας θνητός να σκοτώσει το μωρό. Αλλά ποιος; Ποιος θα μπορούσε να σκοτώσει το μωρό;» Ο Διάβολος υποκρίνεται πως είναι βυθισμένος σε περισυλλογή και αποφεύγει επίτηδες τον Πάντσο που χοροπηδάει ενθουσιασμένος με το χέρι σηκωμένο. «Εγώ! Εγώ! Εδώ! Εμένα!...» «Τι εσύ Πάντσο;» Ο Πάντσο ανοίγει το στόμα του να μιλήσει όταν αντιλαμβάνεται εμάς, το κοινό. Σκέφτεται πώς να το χειριστεί. Πλησιάζει τον Διάβολο με την πλάτη του γυρισμένη με εμάς και ψιθυρίζει στον διάβολο. Ο Διάβολος ανασηκώνεται. «ΕΣΥ θα ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ το μωρό;!» Εξαπατημένος ο Πάντσο γυρνάει προς το κοινό. «Άϊ κλάστε μου τα’ αρχίδια! Ξέρετε πως το μυξιάρικο πάντα επιστρέφει στο επόμενο επεισόδιο!» Ο Πάντσο φεύγει εκτός σκηνής και επιστρέφει με ένα τσεκούρι. Μια αναπάντεχη κραυγή διακόπτει την δράση. Έρχεται η Τζούντη τρεχάτη, προς ενόχληση του Πάντσο. «Σταμάτα!!» «Αγάπη! Ξεπάγωσες!» «Το μητρικό μου φίλτρο ήταν πολύ δυνατότερο από…» «Χέσε μας!» «Δεν έχεις δικαίωμα να σκοτώσεις αυτό το μωρό!» «Και γιατί όχι;!» «Γιατί…Ο Διάβολος είναι ο αληθινός του πατέρας!» Πάντσο και Διάβολος μαζί: «ΠΩΣ;!!» Ξαφνικά οι κουρτίνες κλείνουν χωρίς προειδοποίηση. Η αριστερή κουρτίνα παρασέρνει τον Πάντσο που έχει μείνει στήλη άλατος και τον τσακίζει εκτός εικόνας πάνω στη σκηνή. Συνεχίζεται Soon Edited July 19, 2007 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 19, 2007 Author Share Posted July 19, 2007 (edited) Εξόρκισε το! Το τρίκουελ. Ανοίγουν οι κουρτίνες. Είμαστε στο δικαστήριο. Ο Δικαστής κάθεται ψηλά στην έδρα του. Ο Πάντσο με τη Τζούντη και ο Διάβολος κάθονται σαν αντίδικοι με την κούνια ανάμεσα τους. Υπάρχει ένα σταθερό μουρμουρητό από το αθέατο ακροατήριο. Ο Δικαστής βαράει το σφυρί του. «Εντάξει! Εντάξει!» Μουρμουράει, κοιτάει τα χαρτιά του. «Τι μαλακίες έχουμε σήμερα;» Ακούγονται τρομπέτες και μια φωνή από ηχεία. «Ακούστε-Ακούστε! Ο εντιμότατος Δικαστής προεδρεύει στην υπόθεση του Πάντσο εναντίον του Διαβόλου! Διεκδικούν και οι δύο το δαιμονισμένο μωρό! Σε ποιον ανήκει το μούλικο;! Στον αχαΐρευτο Πάντσο, στην τσούλα μάνα του Τζούντη ή το μεγάλο αφεντικό της κολάσεως, τον καθ’όλα άρχοντα του σκότους, τον μεγάλο D αυτοπροσώπως;!» Ξεσπάει πιο έντονο μουρμουρητό. Ο Δικαστής βαράει το σφυρί του. «Δεν έχω ακούσει πιο ηλίθια υπόθεση στα πενήντα χρόνια που…» Το μουρμουρητό γίνεται ακόμα πιο ενοχλητικό. «Κόφτε τον ήχο!» Με το ανατριχιαστικό γλίστρημα της βελόνας στο βινύλιο το μουρμουρητό σταματάει. «Έχουν οι αντίδικοι νομική εκπροσώπηση;» Ο Πάντσο φουσκώνει μια κούκλα με μια τρόμπα. «Τώρα έρχεται…» Μια κούκλα του σεξ αρχίζει να παίρνει μορφή. Ο Πάντσο σταματάει. «Τι στο… Συγνώμη άρχοντα μου. Λάθος μαλακιστήρι… Α, νάτο…» Ο Πάντσο σηκώνει τον ξεφουσκωμένο Κλόουν και αρχίζει να τον φουσκώνει με το στόμα. Ο Δικαστής γυρνάει προς τον Διάβολο. «Κι εσύ Γεράσιμε;» «Θα έρθει σε λίγο Γιώργο μου.» Ο Κλόουν είναι έτοιμος και παίρνει πόζα ενώ ο Πάντσο του δένει την βαλβίδα, που είναι στο φερμουάρ του παντελονιού του. «Κατηγορώ αυτό το δικαστήριο πως τα έχει κάνει πλακάκια με τον εναγόμενο μας!» Ο Διάβολος διαμαρτύρεται. «Δεν είμαι εγώ ο εναγόμενος, εσείς είστε!» «Ε όχι βέβαια, εσύ είσαι!» «Όχι δεν είμαι!» «Τάξη! Τάξη!» φωνάζει ο Δικαστής βαρώντας το σφυρί. Ο Κλόουν μετακινείτε, ο Πάντσο χάνει τον κόμπο και ο Κλόουν τινάζεται πέρα δώθε σε όλο το δικαστήριο χάνοντας όλο του τον αέρα. «Φτου!» Ο Πάντσο σηκώνει πάλι τον Κλόουν από το πάτωμα. «Συγνώμη Δικαστή ένα λεπτό! Θα τον φουσκώσω στο πι και φι.» «Ουφ, πολύ καλά…» Ο Πάντσο σκύβει στο φερμουάρ του Κλόουν και αρχίζει να φυσάει. Πέρα από τον ανάλογο ήχο δεν ακούγεται καρφίτσα να πέφτει στο δικαστήριο. Κοιτάμε τις εκφράσεις του Δικαστή, του Διαβόλου, της Τζούντη, καθώς περιμένουν. Σε λίγο ο Πάντσο και ο Κλόουν μπαίνουν στην σκηνή. «Ευχαριστώ Πάντσο φιλάρα. Νιώθω ανάγκη να καπνίσω ένα τσιγάρο τώρα.» Εκείνη την στιγμή ο Επίσκοπος μπαίνει στο δικαστήριο, μεταμφιεσμένος με μια γελοία περούκα. «Α, να ο δικηγόρος μου!» αναφωνεί ο Διάβολος. «Για ένα λεπτό!» φωνάζει ο Κλόουν, «Διαμαρτυρόμαστε! Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι δικηγόρος! Είναι ο…Μάρτιν Λούθερ! Είναι επίσκοπος!» Ο Κλόουν κοκαλώνει με το δάχτυλο του να δείχνει τον επίσκοπο. Επικρατεί μια ησυχία πλην από μερικά τριζόνια και μια μακρινή μουσική τσίρκου. «Και…;!» Ο Δικαστής τον κοιτάζει με μισό μάτι. «Εμ…αυτά! Ας συνεχίσουμε…» «Πολύ καλά. Δηλώστε τις θέσεις σας!» Ο Κλόουν δείχνει τον Διάβολο. «Το μωρό του ανήκει! Πάνες, κούνια, το όλο πακέτο!» «Ψέματα!» Είναι η ώρα του Επίσκοπου να φωνάξει. «Το μωρό ανήκει σ’αυτούς! Εμείς αποδεχόμαστε μια απλή κατάληψη από τον προγονό μας, D Junior!» «Πόσους πατεράδες έχει το σκασμένο;! Απαιτώ κατάθεση τώρα!» φωνάζει ο Πάντσο. «Ησυχία!» φωνάζει ο Δικαστής, «Και η μητέρα; Τι λέει η μητέρα;!» «Η γυναίκα μου είναι τσούλα, ό,τι θέλει λέει!» «Σιωπή!» «Δεν την ξέρω την κυρία!» φωνάζει ο Διάβολος. «Δεν άλλαξες καθόλου» του πετάει πικρά η Τζούντη. Ο Δικαστής βαράει το σφυρί. «Αφήστε την πουτ…την μάνα να μιλήσει!» Η Τζούντη σηκώνεται ενώπιον του δικαστηρίου. «Πέρσι κύριε δικαστά, παραμονή των Αγίων Πάντων διοργάνωσα μια Μαύρη Σύναξη στην πίσω αυλή. Χόρεψα γυμνή κάτω από την πανσέληνο, σε έναν κύκλο φωτιάς, μαγαρισμένο από το αίμα μιας μονόφθαλμης χήνας! Κάλεσα τον Σατανά για μια τελετή γονιμότητας και ΕΚΕΙΝΟΣ ΗΡΘΕ!» Ο Πάντσο τινάζεται από την θέση του. «ΤΖΟΥΝΤΗ! Αυτό ήταν το Χριστουγεννιάτικο μας γεύμα!! Τσουλί! Έφαγα μακαρόνια με τυρί από κονσέρβα, Χριστούγεννα!!! Από ΚΟΝΣΕΡΒΑ!» Ο Πάντσο ορμάει στην Τζούντη και την αρχίζει με το ρόπαλο του. Ο Δικαστής βαράει το σφυρί του. Ο Κλόουν σπρώχνει τον Πάντσο πίσω και τις τρώει ο ίδιος. «Τάξις και ησυχία! Είστε σίγουρη κυρία μου πως ήταν ο ενάγων στα δεξιά σας η οντότητα που σας φυστίκωσε;!» Αντιδράσεις και μουρμουρητά από το ακροατήριο. «Ησυχία! Είμαι ο Δικαστής! Μπορώ να λέω ‘φυστίκωσε’! Συνεχίστε!» «Μετά, για να σιγουρευτώ πως γκαστρώθηκα, επανέλαβα την διαδικασία καμιά δεκαριά φορές. ΕΙΝΑΙ αυτός! Θα αναγνώριζα την πιρούνα του οπουδήποτε.» «Και ποιος ήταν ο σκοπός όλων αυτών;» «Ναι, για λέγε!» ουρλιάζει ο Πάντσο. «Ο ανεπρόκοπος ο άντρας μου είναι φανατικός του ‘τώρα βγαίνω’ άρχοντα μου! Φταίνε οι βρωμιές που κάθετε και βλέπει στο ίντερνετ! Δεν θα πιστεύατε αυτά που με βάζει να κάνω!» «Μείνε στο θέμα.» «Μα έπρεπε επιτέλους να γίνω μητέρα!» «Το ήξερα!» αναφωνεί ο Πάντσο. «Άκου γύρισες λέει στον ύπνο σου και με κάρφωσες και τι να έκανα η καημένη! Το χάψαμε! Νομίζω πως αυτό ολοκληρώνει την δική μας αγόρευση εντιμότατε!» Ο Διάβολος δείχνει μπερδεμένος. «Μα…αυτό είναι γελοίο…Ο γιος μου είναι…στον γιο μου;» «Εδώ που τα λέμε γλίστρησα κάπως εύκολα μέσα…» το σχόλιο από την κούνια. «Σκάσε ηλίθιε» φωνάζει ο Διάβολος εκνευρισμένος. Ο Επίσκοπος παίρνει πόζα στο κέντρο της αίθουσας. «Εντιμότατε. Δεν μπορούμε να καταλογίζουμε ευθύνες στον Σατανικότατο κάθε φορά που μια θνητή σηκώνει επίκληση στο όνομα του. Η κόλαση απασχολεί αμέτρητους διαβολάκους που συμπληρώνουν το καθημερινό μας πρόγραμμα αλλιώς πως θα προλαβαίναμε τις υποχρεώσεις μας; Εδώ σας προσκομίζω μια κατάθεση από εξήντα εννέα δαίμονες που «γνώρισαν» την κυρία Τζούντη στην προαναφερθείσα ημερομηνία, με κάθε βιβλική έννοια και σημασία της λέξεως.» Δίνει τα χαρτιά στον Δικαστή. Η Τζούντη αερίζεται με μια βεντάλια φουρκισμένη. «Εξήντα εννέα; Αυτό είναι άνω ποταμών!!» «Θα διαβάσετε πως η κυρία λιποθύμησε μετά τον δέκατο και δεν μπορεί να μας αντικρούσει άρχοντα μου.» «Μα βλέπω και το όνομα σας στη λίστα Επίσκοπε Λούθερ…και περισσότερο της μιας φοράς.» Ο Επίσκοπος κοκκινίζει. «Εε…εγώ…» «Ψέματα! Ψέματα!» διαμαρτύρεται η Τζούντη, «Καλύπτει τον κολλητό του, τον Διάβολο!» «Έχουμε και φωτογραφίες φυσικά…» Ο Επίσκοπος δίνει τις φωτογραφίες. Ο Δικαστής τις κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια, το ένα χέρι του χάνετε κάτω από την ρόμπα του. «μμ…μμμ…μμ! Θα τις μελετήσω αυτές αργότερα στο γραφείο μου.» Ο Πάντσο κάνει χωνί με τα χέρια του για να ακουστεί το σχόλιο. «Σιγά με το σφυρί εντιμότατε!» Ο Δικαστής συνεχίζει με βραχνή φωνή. «Εε, λοιπόν…Έχει ο αντίδικος κάτι να προσθέσει;» Ο Πάντσο τρίβει το ρόπαλο του με γυαλόχαρτο. «Τώρα, έρχεται…» Ξαφνικά όλοι παγώνουν καθώς ο Δικαστής αρχίζει ένα διεστραμμένο, τρελό γέλιο. Τα μάτια του καίνε κόκκινα. «Σάλταρε» λέει ο Πάντσο. «Γιε μου!» φωνάζει ο Διάβολος. «Το πέτυχες γέρο! Ι-χαχαχαχαχαααα! Το πέτυχα! Βρήκα το κολάι!» «Μπορείς να βγεις και από κει;» «Μ’αυτόν τον μάπα; Μπορώ να μπαινοβγαίνω από την αρχοντιά του σα δάχτυλο σε μαλακιά μαργαρίνη!» Η Τζούντη κοιτάζει την κούνια. Ακούγονται φυσιολογικά κλάματα μωρού από μέσα. «Το μωρό μου! Το μωρό μου είναι ελεύθερο! Πάντσο, το μωρό μας επέστρεψε!» «Ω ευτυχία! Τι όμορφα χαρά μου…» Η Τζούντη βλέπει τον Πάντσο να έρχεται με το ρόπαλο και με έγκλημα γραμμένο στο βλέμμα του. Αρπάζει το μωρό και τρέχει στον Επίσκοπο. «Είναι λοιπόν και δικό σου μωρό! Ανέλαβε την ευθύνη του!» Μια φλεγόμενη σπηλιά εμφανίζεται κάτω από το δικαστήριο. Ο Διάβολος κρατάει τον Δικαστή όπως ένας εγγαστρίμυθος την κούκλα του. «Λούθερ. Επιστρέφω στην κόλαση. Μπορείς να έρθεις μαζί μας αν το επιθυμείς.» «Ναι έλα μαζί μας» επαναλαμβάνει ο Δικαστής με τα σάλια του να τρέχουν. Ο Διάβολος και ο Δικαστής εξαφανίζονται σε μια έκρηξη φωτιάς. Ο Επίσκοπος κοιτάζει μια την Τζούντη μια το μωρό και μετά βουτάει στις φλόγες πριν χαθούν στην κόλαση. Η σπηλιά κλείνει. Η Τζούντη κοιτάζει τον Πάντσο. «Χρυσέ μου…Δεν ήξερα τι έλεγα…Μ’ έχει πιάσει η περίοδος μου και τα έχω παίξει! Τελείως εκτός εαυτού!» Ο Πάντσο επιτίθεται. Η Τζούντη πετάει το μωρό στον αέρα και προσγειώνεται στα χέρια του Κλόουν. Ο Πάντσο κυνηγάει την γυναίκα του μέσα στο δικαστήριο. Ξαφνικά ανοίγει πάλι μια φλεγόμενη τρύπα και πετάγεται από μέσα ο Δικαστής που σηκώνει την Τζούντη στα χέρια του. «I’m baaaack!!» Η Τζούντη τσιρίζει. «Τι θέλεις από μένα;!» «Τι θέλει ο καθένας από σένα γλυκιά μου καραμέλα;» «Θα…Θα μου κάνεις παιδί;» «Μπορούμε να δοκιμάσουμε αλλά δεν εγγυούμαι τι θα μας βγει. Δεν με αποκαλούν ‘Δικαστή της Πίσω Πόρτας’ για το τίποτα, χαρ-χαρ-χαρ.» Η Τζούντη ουρλιάζει απεγνωσμένα άδικα. Εκείνη και ο Δικαστής εξαφανίζονται στις φλόγες. Ο Πάντσο μένει άπραγος και ξύνει το κεφάλι του. «Δεν είναι δίκαιο. Θέλω να βαρέσω κάποιον!» Έρχεται ο Κλόουν δίπλα του. Του δείχνει το μωρό. «Έχουμε αυτόν τον κεφτέ.» Το μωρό βγάζει μια φωτογραφία από την πάνα του και την δίνει στον Πάντσο που την κοιτάζει. «Τι είναι αυτό;» ρωτάει ο Κλόουν ανήσυχος. «Εσύ και η Τζούντη στο ‘κρύβω το σαλάμι’!» Ο Κλόουν ουρλιάζει, αφήνει το μωρό και φεύγει τρεχάτος με τον Πάντσο στο κατόπι του. Εμείς μένουμε να δούμε για πρώτη φορά το μωρό μέσα στο σκουφάκι του. Τα μάτια του καίνε κόκκινα και γελάει με ένα βαθύ, σατανικό χάχανο. Οι κουρτίνες κλείνουν. Τέλος Edited July 19, 2007 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted July 19, 2007 Share Posted July 19, 2007 Αυτό εδώ είναι σατανικοδέστατο, διαβολομαγαρισμένο, βελζεβουλικό μέχρι τα μπούνια και δαιμονισμένο και θέλει εξορκισμό -το κείμενο όχι το παιδί. Αυτό εδώ γιατί δε γυρίστηκε? Αν κατάλαβα καλά ήταν να γυριστεί με κούκλες κι όχι να παιχτεί κουκλοθέατρο ε? Δεν το ξέρω το Punch 'n' Judy και διαβάζοντας φανταζόμουνα δικά μου μάπετ (ενοχλώ? δεν ενοχλώ ε? όχι άμα ενοχλώ να μου το πείτε). Ο δικαστής έχει περούκα και τίβενο ελπίζω Λοιπόν, εμένα αυτό μου άρεσε μάλλον. Έχει κάποια λαθάκια και κάνα δυο αγγλικούρες (μίστερ, αυτές τις μισώ) αλλά τίποτις σοβαρό, είναι χαριτωμένο κι εξαιρετικά ανάλαφρο αν σκεφτεί κανείς με τι ασχολείται σα θέμα Έχει σφικτή δομή που νομίζω είναι από τα πιο βασικά στοιχεία της κωμωδίας, απαίσιους χαρακτήρες (με την καλή έννοια, ξέρεις δε θα μπορούσα να τους χαρακτηρίσω "ωραίους" στην προκειμένη) που πείθουν και περνάνε το κόνσεπτ μια χαρά. Η ατάκα της πουτ.. (ουπς) στο δικαστήριο είναι όλα τα λεφτά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted July 19, 2007 Share Posted July 19, 2007 Θέλω να δω αυτό το βδέληγμα που πρωτήνεις! Και επίσης μου άρεσε καταπληκτικά η ιστορία, αν και είναι, να, λιγουλάκι σατανική... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted November 3, 2008 Share Posted November 3, 2008 Ντινο θα μου φυγει κανα νεφρο απο τα γελια....Αλλα δεν πειραζει! Μια κι εξαιτιας σου θα το χασω...θα παρω το δικο σου! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.