Naroualis Posted July 21, 2007 Share Posted July 21, 2007 (edited) Όνομα Συγγραφέα:Ευθυμία Δεποτάκη (a.k.a Naroualis) Είδος: Κωμική ηρωική φαντασία Βία; Ναι Σεξ; Ναι και βωμολοχία επίσης. Κι όταν λέμε σεξ, ξέρετε πια τι εννοούμε. Απ' όλα. Αριθμός Λέξεων: προς το παρόν λίγες Αυτοτελής; Οχι. Πρώτο κεφάλαιο, από 34900 λέξεις. (Όσο πάει και μεγαλύτερα μου βγαίνουνε...) Σχόλια: Ε, καλά. Τι σχόλια να κάνω για τον Κόμπες πια; Α. -Κομεντέκα. Ο Κόμπες ο Ντερλικοτής είχε το στόμα του γεμάτο με μια από τις σπεσιαλιτέ της Ινολίκ, όταν άκουσε μια φωνή να λέει αυτήν τη λέξη. Αμέσως ένα σιντριβάνι από λαδωμένα, μικροσκοπικά κομμάτια τηγανιτού αυγού, ρυζιού, γαρίδας και φιστικιών, συνοδευόμενα από ψιλοκομμένη ντοματούλα, καροτάκια και μαϊντανό βρήκε τον Πισκιλί κατάστηθα. -Μα πόσο άξεστος είσαι πια; Έκανε ο ημεροδρόμος αγανακτισμένος. Ο Κόμπες δεν τον άκουγε. Τα γαλάζια μάτια του σάρωσαν ένα γύρω την αυλή της ταβέρνας ψάχνοντας να βρει εκείνον που είχε προφέρει τη λέξη που τον τάραξε. Ήταν μισή ώρα μετά το ξημέρωμα, αλλά επειδή ήταν μέρα ημεροδρομείου, όλοι ήταν στο πόδι για να προλάβουν να δώσουν τις επιστολές τους. Τέτοιες μέρες η Ινολίκ μαγείρευε αξημέρωτα για να προλάβει όλους τους απαιτητικούς και βιαστικούς της πελάτες κι ο Κόμπες επωφελούνταν τρώγοντας από το πρωί ως το βράδυ. Ο άγνωστος –ή μάλλον η άγνωστη, γιατί η φωνή έμοιαζε με γυναικεία- δεν ξεχώριζε από τους υπόλοιπους θαμώνες της ταβέρνας. Αντί γι’ αυτό, ο κλέφτης άκουσε έναν περίεργο βουητό, ένα σφύριγμα, σιγανό ως προς την ένταση, αλλά διαπεραστικό, που σου τρυπούσε τ’ αυτιά. -Ουιιιιιιιγουουουουουουουουου-ιιιιιιιιιιιιιιιιιι-γουιγουιγουιιιιιιιιιιιιιιιιιι… Γύρισε στον Πισκιλί που προσπαθούσε να μαζέψει τα φτυμένα από τα ρούχα του. -Το άκουσες αυτό; -Ποιο; -Κάποιος είπε «κομεντέκα». -Τι θα πει «κομεντέκα»; -Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ, ζάρωσε τα φρύδια του ο κλέφτης. Το σφύριγμα το ακούς; -Το «γουί-γουί»; Ναι, το ακούω, δεν είναι τίποτα. Είναι ο Χαρμιανός σ’ εκείνο το τραπέζι. Εκείνη τη στιγμή η Ινολίκ βγήκε από την ταβέρνα στην αυλή. Φορούσε πράσινα που τόνιζαν πολύ το χρώμα των ματιών της. Αλλά και να μην το τόνιζαν, σίγουρα τα μάτια της θα κοιτούσες πρώτα. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά έτσι όπως πετούσαν αστράκια, δε θα σου ξέφευγε το γεγονός ότι ήταν έτοιμη για μεγάλο τσαμπουκά. -Τι γίνετ’ εδώ; Έσκουξε κραδαίνοντας την πατσαβούρα της, σήμα κατατεθέν της τα τελευταία πέντε χρόνια. Αμέσως στην αυλή έπεσε μια τρομαγμένη σιωπή. Το Μπόρτου, το λιπόσαρκο ταβερνιάρη και σύζυγο της Ινολίκ, κανείς δεν τον λογάριαζε, αλλά όταν η ίδια η ταβερνιάρισσα έπαιρνε ανάποδες, μόνο ο Κόμπες τολμούσε να κάνει κουνήματα. Και κατά πώς φαίνεται κι ο τύπος που σφύριζε, γιατί στην ησυχία του πρωινού το γουί-γουί-γουί ακούστηκε πολύ έντονα. -Ποιος είν’ αυτός που κάνει τέτοια στην ταβέρνα μου πρωινιάτικα; Γρύλισε η Ινολίκ με στενεμένα μάτια. Τι το περάσαμε εδώ, Οίκο του Τρυπανιστή; Το ανθρωπάκι που ο Πισκιλί είχε πει Χαρμιανό ζάρωσε και τόλμησε να ψελλίσει: -Ε… συγγνώμη… Νόμιζα ότι… επειδή είναι ταβέρνα…και μέρα ημεροδρομείου… -Σουτ, σουτ! Πήγε να τον σταματήσει η παρέα του, αλλά δεν τον πρόλαβαν. Ούτε και το μάτι θα μπορούσε να προλάβει την Ινολίκ. Όρμησε σαν αστραπή, του έχωσε δυο πατσαβουριές, σα μαστιγώματα κι ύστερα τον σβέρκωσε και τον πήγε σηκωτό ως την πόρτα της αυλής. Εκεί χωρίς να λογαριάσει την περίπολο της γερουσίας που έτυχε να περνάει απ’ έξω εκείνη την ώρα, έχωσε στο ανθρωπάκι μια κλωτσιά και το ‘στειλε στη μέση του δρόμου να σκάσει φαρδύ-πλατύ. -Και να μη σε ξαναδώ εδώ γύρω! Παλιάνθρωπε! Βέβαια, ούτε η Ινολίκ είναι καμμιά αντρογυναίκα, ούτε ο Χαρμιανός ήταν ιδιαίτερα μικροκαμωμένος –ήταν οπωσδήποτε ψηλότερος από το Μπόρτου αλλά σαφέστατα κοντύτερος από τον Κόμπες. Όταν όμως η ταβερνιάρισσα γινότανε θηρίο, δεν υπήρχε άνθρωπος να την κάνει καλά παρ’ εκτός ίσως από τον τρυπανιστή κρανίων, το δημόσιο δήμιο του Ζουμζερί ή τον ίδιο τον Κόμπες, που λάχαινε εραστής της κι ηδονιζόταν να την τσιγκλάει τις φορές που όλο της το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι της. Κάτι τέτοιο θα γινόταν κι εκείνη τη στιγμή, αν ο Κόμπες δεν είχε τα δικά του προβλήματα να λύσει. -Ινολίκ, τη φώναξε στο τραπέζι του όταν η γυναίκα ξαναμπήκε στην αυλή, ποιος ήταν αυτός; -Ένα γουρούνι από το Χαρμί-Αλ-Χαρμί, γρύλισε εκείνη. Νόμισε ότι μπορεί να μου ψαρεύει πελάτες εδώ μέσα… Αλλά δεν του τα ‘πανε καλά… -Δε μου λες, ξέρεις καθόλου τη γλώσσα τους; -Λίγα πράγματα. Γιατί; -Νομίζω ότι τον άκουσα να λέει μια λέξη. «Κομεντέκα». Ξέρεις τι θα πει; Η Ινολίκ ξέχασε λίγο το θυμό της. Ζάρωσε τα φρύδια της, σκούπισε μηχανικά τα φτυμένα απ’ το τραπέζι και γέμισε το ίδιο μηχανικά τα ποτήρια τους με κρασί, πριν απαντήσει. -Κόμπες, αυτή η λέξη δεν πρέπει να ‘ναι Χαρμιανή. Νομίζω ότι έχει να κάνει με πράγματα πέρα από τα Βουνά των Συνόρων, αλλά δεν είμαι και σίγουρη. Πού την άκουσες; -Θυμάσαι που σου είπα ότι κάποτε γνώρισα ένα θαλάσσιο μεταβολίδι; Είχε μιλήσει για το μυστηριώδες πεπρωμένο μου κι είχε χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη. -Γιατί δε ρωτάς αυτόν που ξέρεις; Κι αν δεν ξέρει ο ίδιος, θα ξέρει πού να ψάξει για να βρει την απάντηση. Ο κλέφτης ζάρωσε με τη σειρά του τα φρύδια του. Η ταβερνιάρισσα εννοούσε τον Πετρεξού, το μάγο με τον οποίον είχαν μια αγαστή –πλην ελαχίστων σκοτεινών εξαιρέσεων- συνεργασία τα τελευταία δυόμιση χρόνια. Ο άντρας εκτίμησε τη διακριτικότητά της γι’ άλλη μια φορά. Ο Πισκιλί ήταν φίλος κι ήξερε τη σχέση του Κόμπες με το μάγο, αλλά η Ινολίκ όφειλε να είναι διακριτική. -Μ. Ούτε κι εκείνος ξέρει. Τον είχα ρωτήσει πριν λίγο καιρό. Είπε ότι θα το ψάξει. Λες να πήγαινα τώρα; -Σήκω. Θα σε συνοδέψω, του πήγα κάτι λαθραίες επιστολές χτες το βράδυ και πρέπει να περάσω να πάρω τις απαντήσεις, είπε ο ημεροδρόμος. Η παρέα του άτυχου Χαρμιανού είχε ήδη αποχωρήσει, για να μαζέψουν το φίλο τους από το δρόμο. Βγαίνοντας ο Κόμπες έριξε μια ματιά, κρατώντας καλά στη μνήμη του τα χαρακτηριστικά του ανθρωπάκου: Ίσια λαδωμένα μαλλιά ως τους ώμους, τσεκ. Μακρουλό πρόσωπο, τσεκ. Μάτια στρογγυλά, καστανά με κόκκινες φλεβίτσες, τσεκ. Δαμασκηνή δέρμα, τσεκ. Αραιά γένια, σκυφτοί ώμοι, πεταχτά κόκκαλα στο στέρνο, τσεκ, τσεκ, τσεκ. Τα επανέλαβε μια φορά μέσα του κι ύστερα συνοδευόμενος από τον Πισκιλί, πήραν το δρόμο για το Κονάκι του Πετρεξού. Εντιτ: Διόρθωσα τον τίτλο του τόππικ. Ακόυς εκεί Ντερλοκοτής... Edited July 28, 2007 by naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted July 24, 2007 Author Share Posted July 24, 2007 Β. Ο Πετρεξού ήταν ένας από τους νεότερους μάγους στη σέκτα των Μάγων. Είχε την πιο δυνατή μνήμη που μπορούσε ποτέ να έχει άνθρωπος, τόσο δυνατή που το επίσημό του όνομα στη σέκτα ήταν «ο Μνήμων». Εμφανισιακά ήταν νέος, περίπου τριάντα χρονών, λεπτός και νευρώδης, μελαχροινός, μ’ ένα μικρό περιποιημένο μουστάκι και γενάκι γύρω από το στόμα και μια μεγάλη αδυναμία. Ήταν ερωτευμένος μέχρι θανάτου με μια κοπέλα που άκουγε στο όνομα Μέρσα και που κατά τα φαινόμενα θα γινόταν η καταστροφή του. Η Μέρσα ήταν από τη Βίντισσα, αλλά είχε καταφέρει να το κρύψει από όλους. Έλεγε παντού ότι οι γονείς της ζούσαν στο Δυτικολίμανο κι ότι την είχαν στείλει στο Ζουμζερί για σπουδές, παραβλέποντας ίσως ότι στο Ζουμζερί δεν υπήρχε κάποια πανεπιστημιακή σχολή, πέραν της Μεγάλης Δημόσιας Σχολής για Λουτράρισσες και Ευνούχους. Η μεγαλύτερη φιλοδοξία της ζωής της ήταν να βρει ένα κορόιδο με λεφτά που να μπορεί να της κάνει όλα τα χατίρια και να την περνάει μπέικα εις βάρος του κορόιδου, κάνοντας κούρες ομορφιάς και στολιζόμενη με τα πιο εξωφρενικά κοσμήματα που μπορούσε ποτέ να σκεφτεί ο ανθρώπινος νους. Ο Πετρεξού ήταν τρελός για πάρτη της. Μπορούσε να κάθεται όλη μέρα και να τη χαζεύει να στολίζεται και να παρφουμάρεται. Μπορούσε να κάνει τις πιο απίστευτες βλακείες για να είναι εκείνη ευτυχισμένη. Μπορούσε ακόμη και να πέσει από μεγάλο ύψος πάνω σε κοφτερούς βράχους όπου λιάζονταν νηστικοί κροκόδειλοι, αρκεί να του το ζητούσε η καπριτσιόζα ερωμένη του. Κι επειδή η Μέρσα ήταν μια κοπέλα με αρχές, όπως προαναφέρθηκε, του είχε ξεκαθαρίσει ότι μόνο όσο είχε να της ακουμπάει παχουλά πουγκιά με χρυσά νομίσματα, θα την είχε αποκλειστικά δική του. Στα πρώτα σημάδια φτώχειας, τα κολλητιλίκια θα κοβόντουσαν μαχαίρι κι ο δύσμοιρος ερωτευμένος θα μπορούσε μόνο να τη βλέπει να κυκλοφορεί στο μπράτσο κάποιου άλλου πρόθυμου να της τα σκάει, και μάλιστα από κάποια απόσταση για να μην της χαλάει το ίματζ. Κι ενώ ο μάγος, σαν ερωτευμένος τής τα συγχωρούσε όλα, ο Κόμπες σα φίλος του ερωτευμένου δεν ήθελε να τη βλέπει ούτε ζωγραφιστή. Οι παράλογες κι εξωφρενικές απαιτήσεις της είχαν κάνει τον Πετρεξού να συνεργαστεί με τον κλέφτη κι είχαν γίνει η αφορμή να γνωριστούν οι δυο άντρες και να ατσαλώσουν μια περίεργη αλλά δυνατή φιλία μεταξύ τους. Ούτε αυτό όμως ήταν ικανό να κάνει τον Κόμπες να τη δει με άλλο μάτι. Όσο περνούσε απίστευτες περιπέτειες με τον Πετρεξού, περιπέτειες που τους έδεναν σε κάτι αδελφικό, τόσο ήθελε να την πιάσει και να τη σαπίσει στο ξύλο, ή τουλάχιστον να την κουρέψει γουλί και να τη στείλει στις Δώδεκα Ξωθοπλάνταχτες Λίμνες, εκεί που οι γυναίκες φοράνε σιδερένια εσώρουχα κι οι άντρες τις πουλάνε και τις αγοράζουν σαν κάτι λίγο πιο χρήσιμο από γκαμήλ. Με αυτά τα συναισθήματα έξω-έξω στον εγκεφαλικό του φλοιό, ο Κόμπες έφτασε με τον Πισκιλί στο Κονάκι του Πετρεξού, κοντά στην Πύλη του Αποχωρισμού. Αν και η ώρα ήταν μάλλον ακατάλληλη για τις συνήθειες του Ζουμζερί, ο κλέφτης ήξερε ότι ο μάγος ξυπνούσε αξημέρωτα για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στα καθήκοντά του, οπότε δε θα είχε πρόβλημα να τους δεχτεί. Έριξε ένα βλέμμα σε παράθυρα και περβάζια, μήπως και δει πουθενά τη σκορδόπιστη και του ‘ρθει ο εμετός κι όταν είδε ότι το πεδίο ήταν καθαρό, χτύπησε διακριτικά την πίσω πόρτα. Τους άνοιξε ο γέρος υπηρέτης του μάγου, ένας περίεργος μαυριδερός ανθρωπάκος, που ό,τι κι αν συνέβαινε χασκογελούσε ύποπτα και τους πέρασε στη σάλα. Μια από τις θεραπαινίδες της Μέρσας τους υποδέχτηκε. Την έλεγαν Τζιλοάλα κι ήταν δαμασκηνιά, από το Τούζκετι. Το βλέμμα της ήταν φοβισμένο και φαινόταν σα να ‘χε κλάψει. -Αφέντες μου.. είπε με σπασμένη φωνή, ο αφέντης Πετρεξού… δεν είναι καλά… -Και τι έχει και δεν είναι καλά; Έκανε ο Κόμπες εύθυμα. Μήπως η κυρά σου δεν του κάθησε χτες το βράδυ; Το κορίτσι έβαλε τα κλάματα. Ειλικρινή, θλιβερά κλάματα, μια ιδέα μακρυά από το λυγμό. Ο κλέφτης τα ‘χασε προς στιγμήν, αλλά δεν άλλαξε την έκφρασή του (ειρωνεία, ευθυμία και ελαφρότητα σε οικογενειακό μέγεθος, συν τριάντα τοις εκατό δωρεάν προϊόν). Αντίθετα ο Πισκιλί ήταν πιο προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο ή, για να το πούμε καλύτερα, ήταν συνηθισμένος σε τέτοια συναισθηματικά ξεσπάσματα, λόγω του επαγγέλματός του. Έσπευσε να αγκαλιάσει το κορίτσι προστατευτικά, μαλώνοντας ταυτόχρονα τον άλλο. -Μα είσαι εντελώς αναίσθητος άνθρωπέ μου; Δε βλέπεις ότι τα πράγματα είναι σοβαρά; -Τα προβλήματα φαίνονται στα μάτια κι όχι στα δάκρυα, θυμήθηκε μια παροιμία της πατρίδας του ο Κόμπες. Κι εν πάσει περιπτώσει, δε μπορούμε να κάνουμε μια πλάκα; Ο ημεροδρόμος τον κατακεραύνωσε μ’ ένα βλέμμα που θα μπορούσε να κόψει μαρμαροκολόνα στα δύο. Ο κλέφτης έπιασε το νόημα και το βούλωσε, διατηρώντας ωστόσο την προηγούμενη έκφρασή του. -Έλα τώρα κούκλα μου, γύρισε στο κορίτσι ο Πισκιλί, ηρέμησε. Σκούπησε τα ματάκια σου και πες μας τι τρέχει. -Εγώ θα σας πω τι τρέχει, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την άλλη άκρη της σάλας. Τζιλοάλα, πήγαινε μέσα. «Ω, σκατά. Δε θα το αποφύγω το ξέρασμα,» σκέφτηκε ο Κόμπες γυρνώντας αργά στις φτέρνες του ώσπου ν’ αντικρύσει τη Μέρσα. (Αντικειμενικά, η μαιτρέσσα του Πετρεξού δεν ήταν τίποτε το εξαιρετικό, αν εξαιρέσεις τα παιχνίδια. Και η λέξη παιχνίδια δεν υπαινίσσεται τα νάζια ή τα καπρίτσια της ή τις επιδόσεις της στο κρεβάτι. Κάθε χαρακτηριστικό της «έπαιζε» αμφιταλαντευόμενο μεταξύ δύο ιδιοτήτων: το χρώμα των μαλλιών της έπαιζε ανάμεσα στο κόκκινο και το ξανθό, το σχήμα τους ανάμεσα στο σπαστό και το σγουρό, το χρώμα των ματιών της ανάμεσα στο καστανό και το μαύρο. Δεν ήταν ούτε ψηλή ούτε κοντή, ούτε χοντρή ούτε αδύνατη. Ήταν μια μετριότατη μετριότητα. Και σαν τέτοια ήταν και κάπως προβληματική.) Η Τζιλοάλα εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του σπιτιού φοβισμένη. Η Μέρσα έσυρε ένα ζευγάρι χρυσοποίκιλτα πασουμάκια με κόκκινες φούντες (αγορασμένα με λεφτά από την πώληση του Ρουμπινιού του Ντεό-Νταό) ως τον Κόμπες και προσπάθησε να τον χαστουκίσει. Ευτυχώς η πρόθεσή της έπιασε μόνο αέρα, γιατί και μόνο αυτή –η πρόθεση- έκανε τον κλέφτη θηρίο. Της άρπαξε τα χέρια απ’ τους καρπούς και τα σήκωσε ψηλά, ώστε η Μέρσα σχεδόν κρεμάστηκε πάνω του. -Άκου κοπελάκι, εγώ δεν είμαι Πετρεξού, σφύριξε μες τα μούτρα της. Η Μέρσα κατατρόμαξε, αλλά το κλαψούρισμά της είχε μάλλον διπλωματική προέλευση και χρήση. -Γιατί, ο Πετρεξού είναι ο εαυτός του; Από χτες το βράδυ κάνει όλο απίθανα πράμματα. Παλαβά πράμματα! -Δηλαδή τι κάνει; Ρώτησε ο κλέφτης, χωρίς ν’ αφήσει τα χέρια της. -Εχτές την ώρα που έπεφτε ο ήλιος, λίγο μετά που έφερε τα γράμματα ο ημεροδρόμος (ούτε που θυμήθηκε ότι ήταν ο Πισκιλί, σιγά μην σκότιζε το μυαλουδάκι της με τέτοιες λεπτομέρειες), ο Πετρεξού βγήκε από το εργαστήριό του κι άρχισε να φωνάζει και να… -Τι; -Να κυνηγάει τις θεραπαινίδες μου να… -Να τι; Παύση γαρνιρισμένη με μπαρουτομυρωδάτο εκνευρισμό, ένθεν κακείθεν της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των δύο στρατοπέδων. -Το τέτοιο του είναι συνέχεια όρθιο και τις κυνηγάει να τους το βάλει, ψιθύρισε κατακόκκινη και αγανακτισμένη. Κι αφού είδαμε και πάθαμε να τον συνεφέρουμε και δε συνερχόταν, έστειλε το γέρο να του φέρει δώδεκα πόρνες από το παράρτημα της Σχολής Πορνείας και κλείστηκε μαζί τους στο δωμάτιό μας και τις παίρνει στη σειρά, από χτες το βράδυ ασταμάτητα. Κι όση ώρα γίνεται αυτό σε βρίζει. Άρα εσύ φταις για όλα. Ο Κόμπες άφησε τα χέρια της κι άρχισε να γελάει τόσο δυνατά, που κάποια γυάλινα διακοσμητικά αντικείμενα στα τραπεζάκια της σάλας έτριξαν διαμαρτυρόμενα για τις ηχητικές δονήσεις. -Ε, δε γίνονται αυτά τα πράγματα! Μπόρεσε να αρθρώσει μεταξύ δυο εκρήξεων. Ώστε πηδάει άλλες! Μπροστά σου! Τα ύστερα του κόσμου! Ο Πετρεξού κερατώνει τη Μέρσα! Αχαχαχα! Τα ύστερα του κόσμου, σας λέω! Τα ύστερα του κόσμου! Η γυναίκα κοκκίνησε περισσότερο και στα μάτια της ανέβηκε κάτι που έμοιαζε με φονική μανία. Αυτό το κάτι δεν έφυγε από τα μάτια της ούτε όταν οδήγησε τον Κόμπες στην κρεβατοκάμαρα, ούτε όταν αναγκάστηκε να δει γι’ άλλη μια φορά τον εραστή της ξαπλωμένο στο κοινό τους κρεβάτι, να αγκομαχάει καβαλητός πάνω σε μια από τις πόρνες. Οι υπόλοιπες έντεκα ήταν ξαπλωμένες γύρω, σε καρέκλες, μαξιλάρια ή στο πάτωμα, φανερά εξαντλημένες και κάπως υπερβολικά χορτάτες από ηδονές και ακροβατικές ασκήσεις. -Βρε παλιοκερατά, δεν ντρέπεσαι; Έκανε γελαστά ο κλέφτης, την ώρα που ο Πετρεξού, έπεφτε ανάσκελα εξουθενωμένος, αφήνοντας επιτέλους την πόρνη να σηκωθεί και να πέσει δίπλα σε μια από τις συναδέλφισσές της πτώμα από την κούραση. Μπροστά στο γκομενάκι σου, πηδάς άλλες; -Κόμπες Ντερλικοτή, βγάλε το σκασμό, είπε ο μάγος με φωνή που μόλις ακουγόταν. Εσύ κι οι απίθανες βρισιές σου. Όλα όσα με έχεις καταραστεί να πάθω έχουν αρχίσει να συμβαίνουν… Παρ’ όλη την κούρασή του, φανερή από τους μαύρους κύκλους που στόλιζαν τα μάτια του, ο Πετρεξού ήταν ακόμη ερεθισμένος. Κάτω από το λεπτό σεντόνι με το οποίο ήταν σκεπασμένος, διαγραφόταν κάτι μακρύ, σκληρό και κάθετο στο υπόλοιπο σώμα του. Τα χέρια του έτρεμαν, καθώς προσπάθησε να ανασηκωθεί στους αγκώνες του. -Μέρσα, πες στις θεραπαινίδες σου να εξαφανιστούν από μπροστά μου και φώναξε το γέρο να μας ανοίξει στο εργαστήριο, είπε σιγανά. Κόμπες, πάρε με στα χέρια γιατί δε μπορώ ούτε να περπατήσω. Αυτή η κατάρα σου με έχει ρέψει… Ο κλέφτης σήκωσε τα χέρια του ψηλά. -Μωρέ τι λες! Έκανε με πονηρό, τάχα τρομαγμένο ύφος. Να σε πάρω αγκαλιά κι όπως δε θα βλέπεις τις κοπελίτσες μπροστά σου, να προσπαθήσεις να πηδήξεις εμένα! Δε σφάξανε! Ο μάγος ήταν πολύ εκνευρισμένος, αλλά και πολύ κουρασμένος για να αντιδράσει όπως ήθελε. Περιορίστηκε να γρυλίσει απειλητικά και να ξαπλώσει πάλι εξουθενωμένος, απλώνοντας ωστόσο το χέρι του να πιάσει μια από τις λιγότερο κουρασμένες πόρνες για τον επόμενο γύρο. Ο Κόμπες δε μπόρεσε να κρατηθεί άλλο και ξέσπασε γι’ άλλη μια φορά σε τρανταχτά γέλια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted July 28, 2007 Author Share Posted July 28, 2007 Θα ήθελα να παρακαλέσω μόνο τη σεβαστη αναγνωστική ομήγυρη να μου πει τη γνώμη της γι' αυτήν την καινούργια περιπέτεια, κάποια στιγμή. Έχω την αμυδρή εντύπωση ότι δεν είναι τόσο καλή όσο οι πρώτες δύο, αν και άκουσα ότι και η δεύτερη καπου χωλαινει. Είναι όλα στη θέση τους, παιδάκια; Σας λείπει κάτι που υπήρχε στα δύο πρώτα επεισόδια; Μήπως κάνω κοιλίτσα; Γ. Το Οροπέδιο του Καλομασούρ μοιάζει με μισοφέγγαρο, καρφωμένο οριζόντια στο μισό ύψος του βουνού Λονθάμπε. Ο ποταμός πηγάζει από την κορυφή του βουνού και διασχίζει το Οροπέδιο, την πόλη Καλομασούρ και το Στάδιο των Νεκρών ως να φτάσει στο Γκρεμό των Αιωρούμενων Νεφών. Από το Γκρεμό, ο Σογκούλ κάνει τετρακόσια μέτρα βουτιά στον καταρράκτη του Ζουμζερί, διασχίζει την πόλη όλο χάρη και ανεμελιά κάτω από τις εννέα γέφυρές του –οχτώ απλές και μια διπλή- και βγαίνει στην κοιλάδα του Ζουμζερί από την Πύλη του Αποχωρισμού. Η γεωγραφία της υπόλοιπης κοιλάδας του Σογκούλ ήταν κάτι που παρείχε στον Κόμπες ευκαιρίες: μια ευκαιρία να δοκιμάσει την κόψη του τσεκουριού του, μια ευκαιρία να ελέγξει αν έχει ξεχάσει τίποτε, μια ευκαιρία να χαλαρώσει πριν πάρει τη δουλειά στα σοβαρά και πάμπολλες ευκαιρίες να βρίσει δικαίους τε και αδίκους με άφταστη ευφράδεια και διακεκριμένη καλλιέπεια. Κι αυτό το τελευταίο άρχισε να κάνει δυο ώρες μετά την έξοδό τους από την Πύλη του Αποχωρισμού και μόλις τέσσερις από την ώρα που πέτυχε το μάγο να κερατώνει τη Μέρσα μπροστά στα μάτια της. Ήταν πάνω ένα χαζοχαρούμενο γκαμήλ και πίσω του ακολουθούσαν άλλα δύο, ένα με τον Πετρεξού καβάλα κι ένα με τον Πισκιλί καβάλα. Ο Κόμπες, για κάποιον μυστήριο λόγο γνωστό μόνο στον ίδιο, μουρμούριζε τις βρισιές μες’ απ’ τα δόντια του, έτσι ώστε μόνο κάποιες μεμονωμένες λέξεις ξέφευγαν και γίνονταν ακουστές. -Μουρμουρμουρ – σκατούλες – μουρμουρμουρ - να χέσω μέσα και να – μουρ - τ’ αρχίδια του Βυζβόρουν – μουρμουρμουρμουρ - σε βάλω κάτω, Ινολίκ και θα σου δείξω τι - μουρμουρ… -Τι βρίζεις βρε αδερφέ; παραξενεύτηκε ο ημεροδρόμος. Έγινε τίποτα; -Άκου φίλε μου, είπε ο Κόμπες, όταν βγαίνω για δουλειές έξω από το Ζουμζερί, παίρνω πάντα μια συγκεκριμένη πορεία: Μόλις περπατήσω δυο ώρες έξω από τα τείχη, βρίζω. Στο Πέρασμα του Φαλ, μου επιτίθενται οι Χηνάνθρωποι. Τους σφάζω ή απλά τους αποκρούω και συνεχίζω το βρίσιμο. Μετά περνάω από της γριάς-Καναρινής. Αν η γριά δε βρίζει, τότε γυρίζω πίσω, γιατί οπωσδήποτε κάτι έχω ξεχάσει. Αν βρίζει, συνεχίζω βρίζοντας κι εγώ, αλλά ποτέ την ίδια τη γριά. Όσο να ρίξω δέκα μπινελίκια, έχω φτάσει στο εξοχικό των Μαγέκα. Εκεί πάντα σταματάω να χαιρετίσω τα κορίτσια, μάλιστα αν είμαι τυχερός κι έχουν πελάτες, μ’ αφήνουν να πάρω λίγο μάτι. Και τέλος ως την έξοδο της κοιλάδας το πάω με βήμα περιπάτου. Είναι στάνταρ δρομολόγιο αυτό. Δε γίνεται ν’ αλλάξει. Ο Πισκιλί δε σχολίασε, αν και με τους υπολογισμούς του θα έφταναν στο Πέρασμα του Φαλ σε λιγότερο από λίγα λεπτά. Βολεύτηκε πάνω στο γκαμήλ του και στερέωσε τη φαρέτρα με τα ρολά τις επιστολές καλύτερα στη σέλα. Η φαρέτρα του ήταν από λωρίδες δέρμα πλεγμένες μεταξύ τους σε ένα πολύ όμορφο και πολύπλοκο σχέδιο κι ήταν δώρο μιας παλιάς του αγάπης. Και είχε πολλές παλιές αγάπες ο Πισκιλί, διότι πέραν της εξωτερικής του εμφάνισης δεν ήταν κανένας χαχόλος να μην εκμεταλλεύεται τα τυχερά του. Καταρχήν ήταν ίσως ο μοναδικός ημεροδρόμος που του πήγαινε η στολή των ημεροδρόμων: πορτοκαλί πουκάμισο χωρίς μανίκια, καφέ σαλβάρι και σκούρο κίτρινο ζωνάρι. Επίσης ήταν ίσως ο μόνος ημεροδρόμος που δε φορούσε φέσι για τον ήλιο. Ο ίδιος επέμενε ότι το φέσι του έφερνε πονοκεφάλους, πλην όμως υπήρχαν βάσιμες υποψίες ότι το έκανε για να μην χάνουν τον όγκο τους τα μακρυά ως τους ώμους, καστανά και όλο μπούκλες μαλλιά του. Η ματαιοδοξία του δεν τον έκανε λιγότερο γενναίο ή λιγότερο καλό φίλο. Χαρακτηριστικά, ο Κόμπες κι ο Πισκιλί μοιράζονταν κάποιες κοινές εμπειρίες, που κάποιους άλλους ανθρώπους θα τους έκαναν να τρέμουν κάθε φορά που προσπαθούσαν να κλείσουν τα μάτια τους για να κοιμηθούν. Αλλά ούτε ο κλέφτης, ούτε ο ημεροδρόμος είχαν αλλάξει τις συνήθειές τους στον ύπνο, αν και είχαν γίνει μια ιδέα πιο προληπτικοί απ’ ό,τι παλαιότερα. Ο Πετρεξού πίσω τους είχε αναλάβει από το χτεσινό σεξουαλικό όργιο χρησιμοποιώντας μερικά έντεχνα φίλτρα και ξόρκια, αν και το μάτι του ήταν κάπως θολό. Όση ώρα έμενε βουβός προσπαθούσε να βρει ένα τρόπο να κάνει τη Μέρσα να ξεχάσει τις αμαρτίες του και να τον συγχωρήσει. Ήδη είχε αρχίσει να ανακαλεί από τη μνήμη του κάποιες λέξεις για να σχηματίσει ένα ξόρκι, που θα έσβηνε από το μυαλό της οικονομικώς αχόρταγης ερωμένης του τη μνήμη της χτεσινής νύχτας. Πάντως λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο: το όργιο αυτό δε θα έμενε για πολύ μυστικό, αλλά σύντομα θα καταγραφόταν στα κιτάπια του παραρτήματος της Σχολής Πορνείας ως «Ένας Μάγος Για Πολλές Δουλειές» και θα γινόταν κάποια στιγμή μέρος υποχρεωτικού μαθήματος στο τέταρτο και τελευταίο έτος φοίτησης. -Τι σκέφτεσαι, Πετρεξού; ρώτησε κάποια στιγμή ο Κόμπες, για να σπάσει την ανία της πορείας τους. Ο Πετρεξού ξεφύσηξε, σαν φυσερό σιδηρουργού που ανακαλύπτει ότι δεν έχει τελειώσει ακόμη η σφυρηλάτηση του σπαθιού. -Εκείνη η σταγόνα που κόλλησε στο πόδι σου όταν έβγαινες από τα Υπόγεια Ποτάμια έκανε τη ζημιά, είπε. Οι θέσεις των άστρων, λόγω της απουσίας Μεγάλου Μάγιστρου να κρατάει τις εκλείψεις σε έλεγχο, ήταν τέτοιες που καθυστέρησαν την εμφάνιση της μαγγανείας. Αλλά οι αρχαίες περγαμηνές λένε πως όποιος έχει έρθει σε επαφή με το νερό των Ποταμών, έχει την χάρη να πιάνουν οι κατάρες του. Οπότε… -Οπότε ό,τι έχω πει κατά καιρούς για να σε βρίσω και να ξεθυμάνω γίνεται πραγματικότητα; -Ακριβώς. Ευτυχώς για σένα, υπάρχει τρόπος να διορθωθεί αυτή η κατάσταση. Αλλά πρέπει να πάμε στο Χάρατς. Εκεί θα βρούμε κάποια λίγα κείμενα, σχετικά με το Κοσμικό Μαργαριτάρι και το πώς μπορεί κανείς να άρει υπερβολικά πολλές κατάρες από έναν άνθρωπο. Αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή, μπορείς να με βοηθήσεις και με άλλον τρόπο. Αφού εσύ με καταράστηκες, μπορείς κάθε φορά που μια κατάρα πάει να πραγματοποιηθεί, να μπαίνεις στη μέση και να την εμποδίζεις να γίνει πραγματικότητα. -Δηλαδή; -Δηλαδή αν μ’ έχεις καταραστεί να πέσω από το Γκρεμό των Αιωρούμενων Νεφών, μπορείς να μπεις μπροστά λίγο πριν πέσω και να με σταματήσεις. Τότε η κατάρα εξασθενεί και δε μου έρχεται να το ξανακάνω. -Και δε μου λες, γιατί εσένα; -Τι πάει να πει «γιατί εμένα»; -Γιατί έπιασαν οι κατάρες μου μόνο σε εσένα κι όχι ξέρω ‘γω στην Ινολίκ ή στο Μπούρτου ή στη Μέρσα… -Ή στον Βυζβόρουν; Πρώτον γιατί είμαι μάγος και άρα πιο ευάλωτος και δεύτερον γιατί φαίνεται ότι απ’ όλους όσους έχεις βρίσει κατά καιρούς, μόνο εγώ είμαι σχεδόν καθημερινά στο ρεπερτόριό σου, Κόμπες Ντερλ- Τα θυμωμένα του λόγια κόπηκαν απότομα γιατί μαζί με το Πέρασμα του Φαλ εμφανίστηκαν μπροστά τους μια ομάδα από Χηνάνθρωπους. Το Πέρασμα του Φαλ είναι ένα σημείο στον ποταμό, όπου ο δρόμος, για αδιευκρίνιστους λόγους περνάει από τη μια στην άλλη όχθη, πάνω από μια γέφυρα της οποίας η καμάρα είναι τόσο ψηλή που αφήνει να περνάνε από κάτω της τα πλοιάρια με τα πανιά τους ανοιχτά. Νότια και ανατολικά του Περάσματος του Φαλ ζουν μόνο οι Χηνάνθρωποι, οι οποίοι, επίσης για αδιευκρίνιστους λόγους, διατηρούσαν μια μικρή φρουρά εκεί κοντά και επιτίθονταν σε όποιον περνούσε. Δώδεκα Χηνάνθρωποι –ανθρωπόμορφα όντα με κεφάλι και φτερά χήνας, λευκά πούπουλα σε όλο το σώμα και γαμψώνυχα σαν του όρνιου- έπεσαν πάνω τους κραδαίνοντας σπαθιά, τα οποία δεν ήξεραν να χειρίζονται και με μεγάλη επιδεξιότητα. Ο Κόμπες τράβηξε το τσεκούρι του σχεδόν βαριεστημένα, κατέβηκε νωθρά από το γκαμήλ κι άρχισε να τους πετσοκόβει, αγνοώντας τις κραυγές έκπληξης του Πισκιλί. Ο Πετρεξού δεν ξαφνιάστηκε και τόσο, γιατί το όλο σκηνικό του ήταν γνωστό από παλιότερα ταξίδια που είχε κάνει με τον κλέφτη. Βάρβαρο. Ίσως ναι, ίσως όχι, θα έλεγε κάποιος που ξέρει πέντε πράγματα για τον Κόμπες. Βασικά η βαρβαρότητά του είχε να κάνει με την κοινωνική κι όχι με την πολεμική του συμπεριφορά. Στο πεδίο της μάχης ήταν μάλλον ιπποτικός, αλλά αυτή η συνήθειά του δε είχε να κάνει με την αντιμετώπιση των Χηνάνθρωπων. Για να μπορέσει κάθε φορά να βγει από την κοιλάδα του Ζουμζερί, έπρεπε να περνάει από το Πέρασμα του Φαλ, οπότε και κάθε φορά έπρεπε και να αποκρούει τις επιθέσεις τους. Όσο ιπποτικός κι αν είσαι, όταν για έκτη ή έβδομη φορά αντιμετωπίζεις την ίδια αναίτια επίθεση από ένα μάτσο ηλίθια πλάσματα, δε μπορεί, θα σου ξεφύγει το τσεκούρι και θα τους λιανίσεις. Κι υπήρχε και κάτι ακόμη στην αδιαφορία του Κόμπες για τις ζωές που έπαιρνε και για τα τραύματα που προκαλούσε. Ακόμη κι όταν πέθαιναν, οι Χηνάνθρωποι είχαν έναν μάγο-σαμάνο, λίγο πιο ανθρώπινο απ’ ό,τι η υπόλοιπη φυλή, ο οποίος μπορούσε να ξανακολλήσει ένα κομμένο χέρι ή και επαναφέρει στη ζωή ένα πεθαμένο κάνοντας διαφόρων ειδών τελετές και μαγγανείες. (Κι είναι πολλοί που θα αναρωτηθούν τι παίζει με τους Ζουμζεριώτες και πώς καταφέρνουν να έχουν τόσο ανεπτυγμένο εμπόριο και τουρισμό, εφόσον ο δρόμος για την πόλη τους είναι κλεισμένος από τους Χηνάνθρωπους; Χα, θα απαντήσει υπεροπτικά ένας Ζουμζεριώτης, εμείς στην πόλη μας δεν καταδεχόμαστε να πηγαίνουμε με τα πόδια. Ο Σογκούλ είναι ο ποταμός μας και είναι πλωτός, μέχρι τον Γκρεμό των Αιωρούμενων Νεφών, οπότε όποιος θέλει να πάει, ας πούμε στη Σου-Αλ-Σου, δεν έχει παρά να πάρει το πρωινό πλοιάριο ως την έξοδο της κοιλάδας κι εκεί να πάρει την ανταπόκριση για το Δέλτα. Θα περάσει από το Ελίαδο και τη Γιαγιαγκατουμπού, θα κατέβει στο επίνειο της Σου-Αλ-Σου, το Σου-Αλ-Ντουκ και θα πάει στον προορισμό του με το καραβάνι. Τώρα γιατί ο Κόμπες δεν παίρνει το πρωινό πλοιάριο και προτιμά να σφάζει Χηνάνθρωπους; Ε, υπάρχουν σκιές στο παρελθόν του που για την ώρα καλά θα ήταν να μείνουν σκιές, δεδομένου ότι δε συμφέρει κανέναν να αποκαλυφθούν πριν της ώρας τους. Και με τη σύμφωνη γνώμη Πετρεξού και Πισκιλί.) Για όλους τους παραπάνω λόγους, ο κλέφτης δεν αισθάνθηκε καμμία απολύτως τύψη, ανεβοκατεβάζοντας το τσεκούρι του και πετσοκόβοντας χέρια, πόδια και φτερούγες αδιακρίτως, βγάζοντας ταυτόχρονα την κραυγή του της μάχης, «ουουουουουουου». Πίσω του ο Πισκιλί, μαθημένος σε τέτοιου είδους επιθέσεις και κατάλληλα προετοιμασμένος, ξεπέζεψε κι όρμησε να τον βοηθήσει. Οι μισοί Χηνάνθρωποι τον πήραν για εύκολη λεία κι όρμησαν κι αυτοί να τον συναντήσουν. Αλλά ο Πισκιλί, εκτός της ομορφιάς του, που έκανε τα κορίτσια ν’ αναστενάζουν από Φωτεία και Ηλεία μέχρι Σενίμ-Σοριέν, είχε ένα περίεργο ατού στο μανίκι του, ή καλύτερα, επειδή η στολή του ημεροδρόμου δεν είχε μανίκια, είχε ένα μυστικό κρυμμένο στη φαρέτρα του. Ο Πετρεξού, όντας αμέτοχος και προστατευμένος από την επίθεση των άλλων δύο, μάζεψε κοντά του τα ζώα κι έκατσε να παρακολουθήσει τον αγώνα. Εντάξει, τον Κόμπες τον είχε δει δυο-τρεις φορές να πετσοκόβει τους Χηνάνθρωπους, αλλά δεν είχε δει ποτέ ημεροδρόμο να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Οι ημεροδρόμοι κάνουν μια δουλειά σκληρή κι επικίνδυνη: μεταφέρουν με ό,τι μέσο βρεθεί πρόχειρο την αλληλογραφία από τη μια πόλη στην άλλη. Κι επειδή σαν ημεροδρόμοι, δηλαδή ειρηνικοί άνθρωποι δεν έχουν δικαίωμα να κουβαλάνε όπλα, σκαρφίστηκαν έναν άλλο τρόπο να προστατεύονται. Διότι μπορεί ένας ειρηνικός άνθρωπος να μη δίνει αφορμές για βία, αλλά δεν παύει να είναι η ευκολότερη απ’ όλες τις λείες, μιας και σαν ειρηνικός δε μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ο Πισκιλί τινάχτηκε στον αέρα με τα δυο πόδια μπροστά. Η κλωτσιά βρήκε έναν Χηνάνθρωπο στο σημείο ανάμεσα στις ρίζες των φτερών, στις ωμοπλάτες και τον τίναξε πέντε μέτρα μακρυά. Ο ημεροδρόμος προσγειώθηκε στα πόδια του ανάμεσα στους επιτιθέμενους κι άρχισε να μοιράζει κλωτσιές και χτυπήματα με την κόψη της παλάμης του, σε έναν καλλιτεχνικότατα χορογραφημένο ξυλοδαρμό. Ο Κόμπες χαμογέλασε και παίρνοντας νέες δυνάμεις αποτελείωσε τους Χηνάνθρωπους, στέλνοντας –έστω προσωρινά- τέσσερις από αυτούς στον άλλο κόσμο και τους υπόλοιπους να τρέχουν να κρυφτούν στη δασωμένη νότια όχθη του Σογκούλ. -Εξαιρετική τεχνική πάλης, Πισκιλί, σχολίασε αποστασιοποιημένος ο Πετρεξού. -Ευχαριστώ, είναι κάτι που σπάνια βλέπεις πια, αναστέναξε ο ημεροδρόμος. Οι περισσότεροι νέοι συνάδελφοι έχουν την άποψη ότι ένα κουζινομάχαιρο δεν είναι όπλο. Τι να κάνεις… άλλοι καιροί, άλλες συνήθειες. Θυμάμαι όταν πρωτοέπιασα δουλειά στο Ημεροδρομείο του Ζουμζερί… Η συζήτησή τους συνεχίστηκε έτσι χαλαρά, όση ώρα ο Κόμπες σκούπιζε το τσεκούρι του από το πηχτό αίμα των Χηνάνθρωπων σε ένα μάτσο ξερόχορτα. Γύρισε να τους πει ότι έπρεπε να φύγουν, αλλά οι σύντροφοί του είχαν ήδη αρχίσει ν’ ανεβαίνουν τη γέφυρα του Περάσματος του Φαλ. Μένοντας παραπίσω και αισθανόμενος κάπως παραμελημένος, ακριβώς όπως ένα παιδάκι που δεν το παίζουν οι φίλοι του, ο κλέφτης βρήκε ευκαιρία να ρίξει ένα καλό βρισίδι, προσέχοντας όμως να μην περιλάβει και το μάγο στο όλο λιβάνισμα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 30, 2007 Share Posted July 30, 2007 Αγαπητή naroualis, συνέχισε ακάθεκτη, τα πας μια χαρά, ζηλευτά εμπνευσμένη και παραγωγική. Δεν βλέπω κάποια διαφορά ανάμεσα στα τρία μέρη, όχι με την αρνητική έννοια, αν και θα καταλάβεις καλύτερα αν σου πω πως επέδρασαν οι ιστορίες σε μένα, σε γενικές γραμμές γιατί τα έχω διαβάσει όλα από μία φορά μόνο. Το πρώτο φαντάζει σαν το καλύτερο μόνο χάριν της πρώτης και εκπληκτικής μου γνωριμίας με τον κόσμο του Κόμπες (Είναι ο Κόμπες – του Κόμπες – ω Κόμπες;) Όπως μας έχεις δείξει όμως, εκεί γνωρίσαμε μόνο την κορυφή του παγόβουνου, πράγμα που καθιστά την όποια εκτίμηση κάπως πρόωρη. Αυτό που κυρίως ήταν για μένα το πρώτο κεφάλαιο, ήταν ένα μαγευτικό ταξίδι. Λίγο με ένοιαζε που πήγαινε, το γιατί και τι έπρεπε να θυμάται για να τα καταφέρει. Εμπιστευόμουν τον ήρωα, και την αφηγήτρια του, να με ψυχαγωγήσει κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον μου. Και mission accomplished μέχρι και την τελευταία σελίδα. Το δεύτερο, χωρίς να υστερεί από το πρώτο, μου άρεσε λίγο λιγότερο, για κάποιους πολύ συγκεκριμένους λόγους που δεν αποφεύγονταν. Πρώτον, με πλάκωσε λίγο το κλειστοφοβικό, υπόγειο ταξίδι – χωρίς να του λείπει η ξεχωριστή εκείνη μαγεία που θύμιζε πολύ το Alice in Wonderland – και δεύτερον, με ενόχλησε αφάνταστα η άβολη αμφίεση του Κόμπες σε αυτή την περιπέτεια. Το διάβαζα και υπέφερα από φαγούρα σε ένα σωρό κακά μέρη. Εγώ τουλάχιστον μπορούσα να ξυθώ. Πάντως τα μαγικά γράμματα πάνω στο σώμα του…πολύ σου-φου ιδέα! Ένα κομπιούτερ πριν την εποχή του, ο Κόμπες φορτωμένος με cyborg μικροεντολές που φροντίζουν την κάθε του ανάγκη. Γουστάρω το εύρημα και…να το ξαναδούμε. Μου άρεσε ο τρόπος που ξεκίνησε το τρίτο κεφάλαιο. Φρέσκο και με κάτι καινούργιο. Μια ματιά μεγαλύτερη στον κόσμο του Πετρεξού. Είναι νωρίς ακόμα για σίγουρη γνώμη, ας αναμένουμε και την υπόλοιπη περιπέτεια. Υπάρχει όμως μία ενστασούλα Ευθυμία και αφορά όλα όσα έχεις γράψει μέχρις στιγμής για τον Κόμπες. Όλα τα κεφάλαια είναι λίγο πολύ μια ξενάγηση, ένας τουριστικός οδηγός των θαυμάτων του κόσμου του Κόμπες. Ανθρωπολογικά, φυλετικά, ζωολογικά και γεωγραφικά έχουμε μια μυθική εγκυκλοπαίδεια να γλείφεις τα δάχτυλα σου. Σκόρπια όμως, σαν πιτσιλιές στο κύλισμα της περγαμηνής, υπάρχουν σημεία πλοκής και όταν λέω σημεία πλοκής δεν εννοώ την εκάστοτε αποστολή που πρέπει να διεκπεραιώσει ο Κόμπες. Μιλάω για το ποιος είναι ο ήρωας μας, τι τρέχει με αυτόν, τι σχέση έχει με διάφορες μυστηριώδης φιγούρες που μπαινοβγαίνουν ξαφνικά στη ζωή του σε διάφορες σκηνές. Είναι σαν να τρώω μια πολύ νόστιμη σούπα και μία στις δέκα κουταλιές να πετυχαίνω λίγο κρεατάκι! Ε λοιπόν δεν θα με χαλούσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο Κόμπες γεμάτο με πλοκή, να αρπάξω την ιστορία όπως ο Οβελίξ το ψητό αγριογούρουνο. Σκέφτομαι δηλαδή μην μας κάνεις στο πέμπτο κεφάλαιο ταρατατζούμ μια μεγάλη αποκάλυψη και πάει στράφι γιατί για να την καταλάβουμε θα πρέπει να θυμόμαστε δέκα διαφορετικά στοιχεία, σκορπισμένα στα τέσσερα κεφάλαια που προηγήθηκαν. Αυτά είχα να πω και σου υπενθυμίζω άλλη μια φορά το…(Post #40, σελίδα 2, Κόμπες Ντερλικοτής: Το Ρουμπίνι του Ντεό-Νταό)…oh yes, HIS time will come! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted July 31, 2007 Author Share Posted July 31, 2007 Καταρχήν ευχαριστώ για την άμεση κινητοποίηση, είσαι και θα είσαι η έμπνευσή μου όταν στερεύω, κύριος... Ήθελα να μοιαστώ μαζί σας την αγωνία μου για τον Κόμπες, μιας και αφού τον γράφω εγώ, δεν είμαι και πολύ αντικειμενική μαζί του. Έπειτα είναι και ο χρόνος. Για να δω κάτι εντελώς νηφάλια, πρέπει να έχουν περάσει τουλάχιστον δώδεκα μήνες κι είμαι ήδη στην τέταρτη περιπέτεια, εφτά μόλις μήνες μετά την πρώτη. Έχεις δίκιο φυσικά για το πόσο λίγα είναι τα χιντς για την ιστορία του Κόμπες, Ντίνο. (Ναι, είναι ο Κόμπες, του Κόμπες). Νομίζω ότι στην αρχή έγινε από άγχος, για να μην αποκαλύψω από τώρα το τι πρόκειται να γίνει. Αλλά στην πορεία έγινε πιο συνειδητά. Τώρα ξέρω ότι στο 10ο επεισόδιο, τα πράγματα θα εξελιχθούν, σαν να μην έγιναν ποτέ όλα τα υπόλοιπα, σαν τα χιντς να μην ήταν εκεί. Όταν γράψω την τελική ιστορία, τότε δε θα έχεις ανάγκη να ξαναγυρίζεις σε κάθε περιπέτεια για να δεις αν όντως ήταν έτσι τα πράγματα. Θέλω να φτιάξω ένα είδος κλοιού, γύρω από τον Κόμπες, ένα βρόγχο που θα κλείσει κι όλα θα εξηγηθούν. Βέβαια στην πορεία θα μάθεις πολλά, όπως είπες ήδη υπάρχει μια ματιά στον κόσμο του Πετρεξού, και μετά θα υπάρχει και μια ματιά στον κόσμο της Ινολίκ, και ούτω καθ' εξής. Στο τέλος όμως θα φανεί ότι όλα έχουν μια θέση κι έναν σκοπό. Ή τουλάχιστον αυτό θέλω να κάνω. Εκτός από ξέρεις ποιον. Αυτός... είναι μια άλλη ιστορία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Faia de Wolf Posted August 2, 2007 Share Posted August 2, 2007 Εγώ το μόνο που έχω να πω -τελείως μα τελείως υποκειμενικά- είναι ότι: "Αγαπώ... Αγαπώ... Αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο (;)! Αγαπώ τον Κόμπες!!!" και να προσθέσω: "Στο Σενίμ-Σοριέν, αδερφές μου! Στο Σενίμ-Σοριέν!!!" Όχι, σοβαρά (;) τώρα, έχει πολύ ψωμί η υπόθεση Κόμπες και αν και σε κάποια σημεία τον τρέχω για να πάω στην επόμενη παράγραφο, μου έχει εξάψει την περιέργεια (και την λίμπιντο μη σου πω, αλλά μεταξύ μας αυτό) και θέλω να δω που το πάει ο χμ... κύριος... Άσε που έχω αρχίσει ήδη να διαμορφώνω το κάστινγκ και με βλέπω σύντομα να οργανώνω και ονδισιόν στο μπαλκόνι... Συνέχισε όπως είσαι! Καλά το πας! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Dune Posted August 13, 2007 Share Posted August 13, 2007 Η αλήθεια είναι ότι μεχρι εδώ δεν με έχει συναρπάσει. Ακόμη και εκει με τον πρίαπο μάγο ήταν πάλι λιγοτερο έντονο απ'όσο θα μπορούσε να είναι. Όμως ίσως είναι επειδή όπως σε κάθε εισαγωγή βιβλιου στις πρώτες 50 σελίδες διαβάζεις διαβάζεις καταπίνοντας πληροφορίες για το χωρόχρονο της ιστορίας με σκοπό μετά να τον απολαύσεις. Οπότε εις αναμονή. Δυο απορίες. Ο Κόμπες είναι ενας πανίψυλος πανχοντρος μπουκέσας; ΓΙατί δεν φαίνεται για μπρατσαρας αό την παρουσίαση. Αν είναι μπουκέσας εκε έγκειται όλο το σατυρικό της υποθέσεως; Ενας παρηκμασμένος χοντρός ήρωας; Δεν θα ήταν καλό να έχει και άλλα στοιχεία παρακμής; Κάτι σαν τον Χώναν το Ντάρκυ; Μία ακόμη απορία . Γράφεις Ή στον Βυζβόρουν; Πρώτον γιατί είμαι μάγος και άρα πιο ευάλωτος και δεύτερον γιατί φαίνεται ότι απ’ όλους όσους έχεις βρίσει κατά καιρούς, μόνο εγώ είμαι σχεδόν καθημερινά στο ρεπερτόριό σου, Κόμπες Ντερλ- Τα θυμωμένα του λόγια κόπηκαν απότομα γιατί μαζί με το Πέρασμα του Φαλ εμφανίστηκαν μπροστά τους μια ομάδα από Χηνάνθρωπους. Επειδή είναι μάγος είναι πιό ευάλωτος;;;;;;;;;;;;;;;;;; Στα μάγια;;;;;;;;;;; Η ραχοκοκαλιά της ιστορίας σου στηρίζεται σε οξύμορο σχήμα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted August 16, 2007 Author Share Posted August 16, 2007 Βασικά, επειδή έχουν προηγηθεί δύο μίνι-νουβέλες με τον Κόμπες κι η εμφάνισή του είναι λίγο-πολύ γνωστή στους ανγνώστες του, έκανα το λάθος και δεν την περιέλαβα στο τρίτο επεισόδιο. Σε περίπτωση που δε θελήσεις να διαβάσεις τα άλλα δύο, την παραθέτω εδώ: Ο Κόμπες έχει δυο μετρα μπόι κι έιναι στεγνός σα στέκα του μπιλιάρδου. Είναι χοντροκόκκαλος αλλά δεν έχει κρέας πάνω του. Το χαρακτηριστικό του είναι τα ανοικονόμητα κανιά και τα χέρια που μοιάζουν με κουπιά. Έχει μεγάλη μύτη, καμπουρωτή, μαύρα κοντά μαλλιά και γαλάζια μάτια και πεταχτό καρύδι στο λαιμό, μεγαλύτερο από κάθε άλλου άντρα. Είναι προστατευόμενος του θεού των σεξουαλικών δυνάμεων και πρώην έμπορος. Διαφέρει από τους υπόλοιπους της φυλής του, γιατί εκείνοι μοιάζουν με τους δικούς μας Βίκινγκς. Επίσης, επειδή η ιστορία διαδραματίζεται στο Νότιο ημισφαίριο, είναι ο βάρβαρος Νότιος κι όχι ο βάρβαρος Βόριος όπως ας πούμε ο Κόναν. Ήθελα η καφρίλα του να μην είναι πολύ έντονη. Να είναι αυτό που έχει πει αλλού ο darky: αξιαγάπητος αν και κάφρος. Να είναι μπαγάσας κι όχι μπουχέσας. Να θέλεις σαν αρσενικός να ταυτίζεσαι μαζί του και σαν θηλυκιά (πώς με νιώθεις, Οξιά μου) να τον έχεις μία και μόνο νύχτα στο κρεβάτι σου και πουθενά αλλού. Κι ήθελα το γέλιο να βγαίνει από τις περιγραφές κι όχι τόσο από τον ίδιο τον ήρωα. Τώρα σ' αυτό που λες για το μάγο και τη δικαιολόγηση της περιπέτειας, έχεις απόλυτο δίκιο. Το είχα σκεφτεί ως εξής: σα μάγος δεν είναι ευάλωτος στα μάγια, αλλά στις κατάρες. Δεν είναι ξεκάθαρο και θέλει επιχειρηματολογία για να το καταφέρω, αλλά είναι αυτό που είπα παραπάνω. Η ιστορία είναι πολύ φρέσκια στο μυαλό μου, για να μπορώ να διακρίνω τις αδυναμίες της. Γι' αυτό και την ανέβασα στην βιβλιοθήκη. Για να πάρω τα λάθη της και να τα διορθώσω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted August 16, 2007 Author Share Posted August 16, 2007 Και κάτι άκομη. Να αφιερώσω όλο το τρίτο επεισόδιο στο month. Ήταν η έμπνευση για την ιστορία με μια του απορία της στιγμής. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted August 16, 2007 Author Share Posted August 16, 2007 Δ. Μια ωρίτσα αργότερα ο δρόμος τούς έφερε έξω από το σπίτι της γριάς-Καναρινής. Η γριά, όπως ήταν το συνήθειό της, μόλις τους άκουσε βγήκε στο παράθυρό της κι άρχισε να κραδαίνει μια λερή χορταρένια σκούπα, σκορπίζοντας ένα σκοτωμό κατάρες προς πάσα κατεύθυνση: -Εσύ ο ψηλός, που πας μπροστά, να πέσεις στο κρεβάτι με μια κροκοδειλίνα, που μετά το κρεβάτι να σε φάει, μια χαψιά να σε κάνει! Εσύ ο μεσαίος, με το γένι, να μείνεις πανί με πανί και μην έχεις ούτε σουσάμι από κουλούρι να φας και να σε κυνηγάνε οι τοκογλύφοι κι οι τραπεζίτες! Κι εσύ ο μορφονιός με τη μαλλούρα, να μείνεις καραφλός και να σου πέσουνε τα δόντια και τα κωλομέρια σου να πέσουνε στα γόνατά σου κι όταν περπατάς να τα κλωτσάς με τις φτέρνες σου! -Εντάξει, μουρμούρισε ο Κόμπες, όλα καλά. Δεν έχουμε ξεχάσει τίποτε. Πάμε για τις Μαγέκα τώρα. Εκεί θα σταματήσουμε να φάμε κάτι, να πάρουμε δυνάμεις και συνεχίζουμε μέχρι την έξοδο της κοιλάδας. Οι βρισιές της γριάς τούς ακολουθούσαν για ώρα, αλλά όπως είχε πει κι ο κλέφτης, όχι περισσότερη απ’ όση θα χρειαζόταν για να ρίξει ο ίδιος δέκα μπινελίκια. Οι φωνές της μόλις είχαν σβήσει πίσω τους, όταν σε μια καμπή του δασωμένου δρόμου, είδαν έναν ψηλό τοίχο, που τους έκοβε τη θέα του ποταμού. Ο Κόμπες χαμογέλασε και οι άλλοι τον ακολούθησαν κατά μήκος του τοίχου, ώσπου έφτασαν στην πύλη του εξοχικού των Μαγέκα. Ήταν όλη καμωμένη από αστραφτερό ασήμι, στολισμένη με πολύπλοκα σχέδια που αναπαριστούσαν τέσσερις κοπέλες με ελάχιστα ρούχα να χορεύουν γύρω από κάτι που ένας γιατρός θα έλεγε γιγάντιο φαλλό κι ο Κόμπες υπερφυσικό πουλί. Ένα ανθισμένο αναρριχητικό είχε κλαδευτεί με τέτοιον τρόπο, ώστε μικρά σκούρα μπλε λουλούδια να φυτρώνουν στα μαλλιά των κοριτσιών, ανάμεσα στα πόδια τους –πάλι στα μαλλιά δηλαδή- και στη βάση του φαλλού –και ξανά-μανά στα μαλλιά. Στην κορυφή της πύλης ήταν γραμμένα με το αλφάβητο της Βίντισσας: «Εκείνες που δίνουν, ξέρουν και να παίρνουν». Το οποίο ήταν το λογότυπο τη Σχολής Πορνείας και σε ελεύθερη μετάφραση ερμηνευόταν ως «αν θες να πηδήξεις, εδώ μόνο κατόπιν πληρωμής». Ο Κόμπες ξεπέζεψε και χτύπησε την πύλη με το μικρό ασημένιο ρόπτρο σε σχήμα γυναικείου μαστού. Μέχρι να εμφανιστεί ο φύλακας της πύλης και να τους ανοίξει, έριξε ένα βλέμμα όλο εύθυμα νοήματα στον Πετρεξού και τον Πισκιλί. Ο ημεροδρόμος είχε πολλές φορές περάσει από το εξοχικό των κοριτσιών, αλλά δεν είχε ποτέ μπει μέσα, διότι ό,τι ήθελε να έχει το αποκτούσε και χωρίς να πληρώνει. Από την άλλη ο μάγος είχε δυο προβλήματα: το ένα ήταν ότι για να αποκτήσει εκείνο που ήθελε έπρεπε να πληρώνει και μάλιστα αδρά και το άλλο ότι πέρασαν από το μυαλό του όλα όσα είχε κάνει το προηγούμενο βράδυ με τις συναδέλφους των Μαγέκα μπροστά σ’ εκείνη που την πλήρωνε για να την έχει. Δεν είναι κι ό,τι καλύτερο να θυμίζεις σ’ έναν άντρα πως κεράτωσε τη γυναίκα με την οποία ήταν ερωτευμένος μπροστά στα μάτια της… Ο φύλακας ήταν ένας μεσόκοπος παχύς ευνούχος με ψιλή φωνή, που αναγνώρισε με απίστευτη χαρά τον Κόμπες. Τους έμπασε μέσα, κάλεσε τους σταβλίτες –επίσης ευνούχους- να περιποιηθούν τα ζώα, έριξε ένα βλέμμα όλο επαγγελματικό ενδιαφέρον στον Πετρεξού κι ένα άλλο βλέμμα όλο προσωπικό ενδιαφέρον στον Πισκιλί και τους παρέδωσε στη γριά παραμάνα των Μαγέκα, που εκτελούσε χρέη γραμματέως, αν και κάποιος κακοήθης θα μπορούσε να την πει και τσατσά. Η γριά τους οδήγησε σε μια απόμερη άκρη στη νότια πλευρά του κήπου. Ο κήπος ήταν φτιαγμένος από προσεκτικά φυτεμένους και κλαδεμένους θάμνους, που σχημάτιζαν τους τοίχους ενός παράξενου σπιτιού χωρίς σκεπή. Ο Κόμπες ήξερε ότι σε κάθε ένα από τα «δωμάτια» του θαμνόσπιτου, οι τέσσερις αδελφές εξασκούσαν κι ένα διαφορετικό τομέα της τέχνης τους: Στην βόρεια γωνία του κήπου έκαναν τις γατούλες και τις υπάκουες, στην νότια τις αυταρχικές και τις δυνάστριες, ανατολικά υπήρχαν δωμάτια με παράξενα όργανα που κατά τη διάρκεια της συνεύρεσης μπορούσαν να αποδειχτούν σοφά βοηθήματα και δυτικά ήταν περιπτώσεις για τις οποίες δε μπορούσες να τους πάρεις λέξη. Υπήρχε κι ένα κιόσκι σαν προθάλαμος, καθώς κι ένα ακόμη που χρησίμευε για χώρος ξεκούρασης, όταν κάποια από αυτές δεν είχε κάποιο ραντεβού. Σ’ αυτό το κιόσκι τους άφησε να περιμένουν η γριά. Δευτερόλεπτα αργότερα, δυο κοπέλες, ντυμένες όπως ακριβώς και οι ασημένιες εικόνες τους στην πύλη, όρμηξαν καταχαρούμενες πάνω στον Κόμπες κρεμάστηκαν από το λαιμό του και τον γέμισαν λάγνα χαρούμενα φιλιά. Ήταν είκοσι πέντε χρονών η μία και είκοσι εφτά η άλλη, κι οι δυο βαμμένες πολύ προσεκτικά, με καλοσχηματισμένα κορμιά και μικρά στητά στήθη. Τα μαύρα τους μαλλιά ήταν ανακατεμένα, προφανώς από το προηγούμενο ραντεβού τους και στα μάτια τους σπίθιζε η ίδια λαγνεία που είχαν και στο φιλί τους. Το πιο τρομερό στη λαγνεία αυτή δεν ήταν η εκδήλωσή της, όσο το ότι είχε μια παράδοξη ποιότητα, σαν να ήταν ανακατεμένη σε μαγικές αναλογίες με αθωότητα και σοφία. Οι Μαγέκα –που ήταν γνωστές με το όνομα της καθηγήτριάς τους στη Σχολή Πορνείας στη Βίντισσα, την πασίγνωστη Μαγέκα τη Μαργιόλα, Που ‘Ξερε Τα Κόλπα Όλα- δεν ήταν απλά τέσσερις αδελφές που έγιναν πόρνες για βιοποριστικούς λόγους. Ήταν τέσσερις παμπόνηρες και πανέξυπνες –διότι ως γνωστόν η πονηριά και η εξυπνάδα δεν είναι το ίδιο πράγμα- γυναίκες, που μπορούσαν να μπερδέψουν και τον πιο αυστηρό ιερέα της θεάς της αγνότητας με τα καμώματά τους. Ο άτυχος ιερέας στην αρχή θα διερύγνυε τα ιμάτιά του αναφορικά με την αθωότητά τους, έπειτα θα υπέκυπτε στα θέλγητρά τους και πριν καλά-καλά το καταλάβει θα πατούσε τον όρκο του για αιώνια αγνότητα, έχοντας και τύψεις που έσυρε μαζί του στο βούρκο τόσο αγνά πλάσματα. -Ο Νότιος! Ο Νότιος! Έκαναν καταχαρούμενες, όταν ο Κόμπες ανταπέδωσε το καλωσόρισμά τους μ’ ένα χάδι αντάξιο του θεού-προστάτη του. Πώς από το φτωχικό μας; Θα μείνετε πολύ; Οι κύριοι είναι πελάτες ή φίλοι σου; Θα καθίσετε να φάτε μαζί μας; Έχουμε κενό σήμερα το μεσημέρι, ξέρεις. Όπου να ‘ναι τελειώνουν με τα ραντεβού τους κι οι άλλες και θα φάμε όλοι μαζί… -Γι’ αυτό ήρθαμε, ομορφιές μου, είπε ο κλέφτης. Θα πάμε μια εκδρομούλα έξω από την κοιλάδα και είπαμε να φάμε μαζί σας. Τα δωράκια που σας έστειλα πριν από λίγες μέρες τα πήρατε; -Αν τα πήραμε λέει! Μα κι εσύ δώδεκα κεφάλια τυρί… Ακριβά ξεπληρώνεις δυο μεζεδάκια και λίγο μάτι… -Για πάρτη σας όλα, κοπελάρες μου, τσίμπησε χαϊδευτικά τα μάγουλά τους ο Κόμπες. Έλεγα όμως, επειδή τα παιδιά δεν έχουν ξαναρθεί, να τους κάναμε ένα δωράκι. Πριν τελειώσουν με τα ραντεβού τους οι άλλες. Ε; Τι λέτε; Οι δυο κοπέλες κοιτάχτηκαν με νόημα κι ύστερα γλίστρησαν ανάλαφρα η μια στο μπράτσο του Πισκιλί κι η άλλη στο μπράτσο του Πετρεξού. Εξίσου ανάλαφρα και ταυτόχρονα σατανικά στιβαρά, τους τράβηξαν ανάμεσα στους θάμνους που χρησίμευαν για τοίχοι. Διέσχισαν ένα μικρό κομμάτι του κήπου και τους έμπασαν σ’ ένα σημείο υποδεικνύοντας απόλυτη σιωπή. Ο Κόμπες πλησίασε χαμογελαστός έναν τοίχο από σκληρά φύλλα και τα παραμέρισε τόσο αργά, που ήταν σαν να μην κινήθηκαν καθόλου. Όμως το «δωμάτιο» από την άλλη πλευρά ήταν άδειο. Έκανε το ίδιο στο διπλανό τοίχο. Τζίφος και πάλι. Στον τρίτο τοίχο στάθηκε τυχερός. Χαμογέλασε πονηρά κι έκανε νόημα στους άλλους δύο να ρίξουν μια ματιά. Ταυτόχρονα πίεσε το δάχτυλο στα χείλια, κάνοντας κι αυτός νόημα για απόλυτη σιωπή. Ο μάγος κι ο ημεροδρόμος πλησίασαν επιφανειακώς απορημένοι, σε δεύτερο επίπεδο σκανδαλισμένοι και βαθιά μέσα τους άκρως ενδιαφερόμενοι, ενώ οι δυο Μαγέκα τύλιγαν τα μπράτσα τους γύρω από τη μέση των δύο αντρών κι έχωναν τα χρυσά τους τα χεράκια εκεί ακριβώς που έπρεπε να τα χώσουν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Dune Posted August 16, 2007 Share Posted August 16, 2007 Ήθελα η καφρίλα του να μην είναι πολύ έντονη. Να είναι αυτό που έχει πει αλλού ο darky: αξιαγάπητος αν και κάφρος. Να είναι μπαγάσας κι όχι μπουχέσας. O Κόμπες αδύνατος και κρεμανταλάς εμένα ΄τουλάχιστον μου ταιριάζει για κωμική φιγούρα. Όντως το θέμα του παχους αφαιρεί καφρίλα και προσθέτει κωμικό στοιχείο, ίσως και ενα μυστήριο γύρω από την στοική φυσιογνωμία με τους απότομους τρόπους. Νομίζω ότι εκεί στο εστιατόριο τον νόμισα χοντρό, πώς έγινε δεν θυμάμαι, νομίζω ότι έλεγες ότι έτρωγε τον αγλέορα, τον λές και Ντερλικοπή, που φέρνει στο ντερλικοσαμε κλπ, μπερδεύτηκα. Αν΄υπάρχει κάπου σφής η περιγραφή του δεν την είδα, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να το κοιτάξεις. Συνέχισε την καλή δουλειά. Βάλε και λίγη παραπάνω ένταση όπου μπορείς, δεν θα πάει χαμένη. ΓΙα το μάγο κάτι πρέπει να κάνεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted August 16, 2007 Author Share Posted August 16, 2007 Όταν αποφάσισα πώς μοιάζει, είχα στον νου μου τον Βασίλη Τσιβιλίκα στην ταινία "η θεία μου η χίπισσα". Αεράτο και αραχνοειδή και λίγο χίππυ και κάπως κουλ και εντελώς εκνευριστικό. Το ότι τρώει τον αναγλέορα και παραμένει τσίρος είναι τα κόμπλεξ της συγγραφέως του, που τρώει μια μπουκιά και πρίζεται σα φάλαινα... Και οπωσδήποτε θα αλλάξει αυτό με το μάγο. Οπωσδήποτε όμως. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted August 20, 2007 Author Share Posted August 20, 2007 Ε. Τέσσερις άντρες στέκονταν στις τέσσερις πλευρές του «δωματίου». Τα ρούχα τους ήταν μαύρα και μακριά ως τον αστράγαλο. Φορούσαν ασημένια κράνη σε σχήμα βελανιδιού κι από κάτω μαύρα τουρμπάνια που κάλυπταν και τον αυχένα. Τα τουρμπάνια είχαν ένα είδος μακρυάς άκρης, το οποίο τους σκέπαζε τη μύτη και το στόμα κι έδενε κάπου κοντά στο αυτί. Είχαν περασμένα στη μέση τους δέκα στιλέτα, στην πλάτη τους δύο γιαταγάνια και στο ζωνάρι τους την πόρπη της προσωπική φρουράς του σουλτεμίρη της Γιαγιαγκατουμπού, που απεικόνιζε μια φοινικιά και τα αμελέτητα ενός ταύρου. Στη μέση του «δωματίου» τα πράγματα ήταν πολύ-πολύ-πολύ πιο ενδιαφέροντα. Υπήρχε ένα στρώμα παχύ όσο το μπούτι ενός γκαμήλ, σκεπασμένο με κάθε είδους απαλό και ακριβό ύφασμα και διάσπαρτο μαξιλάρες γεμάτες με πούπουλα Χηνάνθρωπων. Το στρώμα ήταν γιγαντιαίων διαστάσεων, με την έννοια ότι υπήρχε χώρος να κοιμηθούν έξι καλικάντζαροι μαζί, ξαπλωμένοι με τα χέρια και τα πόδια στη διάσταση κι έχοντας ο καθένας δίπλα του μια όχι και τόσο λεπτοκαμωμένη καλικαντζαρίνα. Ανάμεσα στις μαξιλάρες και τα υφάσματα, ένας κοντόχοντρος ανθρωπάκος, μαυριδερός και μαλλιαρός σε σημεία όπου η τριχοφυΐα δεν ενδείκνυται, ήταν πεσμένος στα τέσσερα και περπατούσε σα να ‘ταν υποζύγιο, με μια από τις Μαγέκα καθισμένη στην πλάτη του, να τον χτυπάει με μια λεπτή χλωρή βεργούλα από ελιά στα πισινά. Η Μαγέκα ήταν –οποία έκπληξις- γυμνή κι ο ανθρωπάκος φορούσε μόνο ένα μεταξωτό χρυσαφί τουρμπάνι, στολισμένο με ρουμπίνια και μαργαριτάρια. Και ποτέ να μην τον είχες δει, θα μπορούσες να αναγνωρίσεις στο πρόσωπο του ανθρωπάκου τον Κεβέκεβε, σουλτεμίρη της Γιαγιαγκατουμπού, Φωτιά Στη Μέση Της Νύχτας, Σκιά Στη Διάρκεια Της Ημέρας, Δροσιά Για τους Διαβάτες Της Ερήμου, Ατίμητο Πετράδι Της Φυλής, Πηγή της Γνώσης και Φορέα της Μεγάλης Ανατολικής Ειρήνης Κι Ευτυχίας Στις Μικρές Ερήμους. Φαίνεται ότι ο σουλτεμίρης είχε βαρεθεί το χαρέμι του (όπου τα πάντα γίνονταν με δουλική υποταγή) κι είχε ανέβει το Σογκούλ με το προσωπικό του πλοιάριο ως το εξοχικό των Μαγέκα για να νιώσει κι αυτός λίγο σκλάβος, βρε αδερφέ. Η σκηνή ήταν πολύ χαριτωμένη και πέρα από το αισθησιακό της μέρος, θα μπορούσε να προκαλέσει χοντρά χάχανα και τσουχτερά σχόλια εκ μέρους και των τριών συνοδοιπόρων που έπαιρναν μάτι πίσω από τους θάμνους, οι δύο εξ αυτών έχοντας αφεθεί στις μικρές επιδέξιες χουφτίτσες των κοριτσιών. Είχαν βέβαια τη φρονιμάδα να μην βγάζουν άχνα (αν και πολύ θα ήθελαν εκ του γλυκασμού ν’ αναστενάξουν ή και να βογκήξουν, γιατί όχι), διότι άλλο να πάρεις στο ψιλό ένα μισόγυμνο κοντοστούπικο χοντροβάρελο, που γουστάρει να του φέρονται σα να ‘ταν γκαμήλ περιπάτου κι άλλο να τα βάλεις με οχτώ γιαταγάνια και σαράντα στιλέτα γιατί τους έθιξες τον αφεντικό τους. Περιορίζονταν λοιπόν να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα με επιστημονικό ενδιαφέρον, επικεντρώνοντας την προσοχή τους πότε στην ιππική τέχνη της Μαγέκα, πότε στην ελαστικότητα των δυο τρανταζόμενων γλόμπων του στήθους της και πότε στον ερωτικό, κάπως ρουφηχτό ήχο που έκαναν τα πισινά της χτυπώντας στη ράχη του σουλτεμίρη. Κι ενώ όλα έβαιναν προς ένα ευχάριστο αποτέλεσμα για όλους, η αίσθηση του υπερφυσικού του Κόμπες άρχισε να κουδουνίζει δαιμονισμένα –αίσθηση πολύ ανεπτυγμένη στους ανθρώπους της φυλής του και ιδιαζόντως ανεπτυγμένη στον ίδιο. Έκανε νόημα στις Μαγέκα να φύγουν, έπιασε σταθερά τον ώμο του Πετρεξού για να του δείξει ότι κάτι συμβαίνει κι οσμίστηκε τον αέρα σα λαγωνικό. Ο Πισκιλί κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά (αν και το μυαλό του ήταν ακόμη στη χούφτα της κοπέλας) κι έκανε ένα νόημα, «τι τρέχει;» Και τότε η ειδυλλιακή εικόνα μπροστά τους μετατράπηκε σε σκηνή μάχης. Ένας παράξενος άνθρωπος που έμοιαζε αμυδρά με νυχτερίδα έπεσε από τον ουρανό και προσγειώθηκε με πόδια και χέρια ανοιχτά σε μια από τις γωνίες του στρώματος. Η Μαγέκα ξαφνιάστηκε αλλά δε φώναξε. Σαν συνηθισμένη σε τέτοιες περιπτώσεις, βρέθηκε μ’ ένα σάλτο ανάμεσα στα φύλλα των θάμνων κι εξαφανίστηκε πίσω τους, αφήνοντας μια σιγανή συνθηματική κραυγή. Αλλά ούτε ο σουλτεμίρης έδειξε να ξαφνιάζεται, διότι στη Γιαγιαγκατουμπού οι απόπειρες δολοφονίας είναι κάτι μάλλον συνηθισμένο και πιο πολύ κάνει εντύπωση η απουσία ενός πληρωμένου δολοφόνου παρά η παρουσία του. Σηκώθηκε στα γόνατα και έφερε το χέρι στο τουρμπάνι του. Ανάμεσα στις δίπλες του υφάσματος τράβηξε ένα στιλέτο μακρύ και λεπτό σα βελόνα πλεξίματος και το κράτησε με μεγάλη αυτοπεποίθηση και τη μύτη στραμμένη στο πλάσμα που έπεσε από τον ουρανό. Ο επίδοξος δολοφόνος ήταν τεράστιος, τουλάχιστον ένα κεφάλι ψηλότερος από τον Κόμπες. Ευτυχώς έμοιαζε και το ίδιο αδύνατος ή μάλλον περισσότερο εύθραυστος. Κι ίσως και να ήταν γιατί τα φτερά του από δέρμα δε θα μπορούσαν να σηκώσουν εύκολα στον αέρα συμπαγή κόκκαλα. Ήταν μάλλον θηλυκό, αλλά δεν είχε στήθη κι απέπνεε μια μυρωδιά αίματος, που ο κλέφτης είχε συνηθίζει μόνο σε βαμπίρια. Είχε χέρια στην πρώτη φάλαγγα των φτερών του, όπως οι νυχτερίδες και στις άκρες τους γυάλιζαν τρία γαμψώνυχα, λεία και φονικά. Δεν είχε μαλλιά, αλλά φορούσε κάτι σαν εφαρμοστό σκουφί, που κάλυπτε το πάνω μέρος του κεφαλιού του ως τ’ αυτιά. Αντίθετα από το ευφάνταστα σεξουαλιζόμενο ζευγάρι, οι τέσσερις φρουροί δεν έμειναν σιωπηλοί. Με απίστευτα φανατισμένες κραυγές μάχης, τράβηξαν τα γιαταγάνια τους και προσπάθησαν να επιτεθούν στο πλάσμα. Αλλά σε ένα χώρο κάπως περιορισμένο, τέσσερα γιαταγάνια είναι σαφώς λιγότερο ευκίνητα σε σύγκριση με ένα λεπτό, αεροδυναμικό κορμί. Τα νύχια του πλάσματος χάραξαν μερικά πολύ βαθιά αυλάκια σε πρόσωπα και στήθη, πολύ πριν το οποιοδήποτε από τα τέσσερα γιαταγάνια προλάβει έστω να σηκωθεί στον αέρα με θανάσιμες προθέσεις. Οι κραυγές μάχης αντικαταστάθηκαν από ουρλιαχτά. Ο ένας από τους τέσσερις, ο μόνος αλώβητος ακόμη, στάθηκε μπροστά στον αφέντη του, να τον προστατέψει έστω με το κορμί του. Αλλά η πρόθεσή του αποδείχτηκε ανεπαρκής, γιατί το πλάσμα τον πέταξε πέρα με μια απαλή σχεδόν κίνηση των φτερών του και κοίταξε το γυμνό κοντοπίθαρο σουλτεμίρη με βλέμμα που απέπνεε μια αίσθηση υπεροχής. Οι προθέσεις του ήταν κάτι παραπάνω από εμφανείς, αν και οι ορέξεις των νυχτερίδων και των νυχτεριδωτών εν γένει πλασμάτων συνήθως δεν περιλαμβάνουν ψαρονέφρι Γιαγιαγκατουμπαίου αιρετού άρχοντα, άσχετα πόσο καλοταϊσμένος φαίνεται. Τότε οι τρεις μπανιστιρτζήδες αποφάσισαν να περάσουν στη δράση. Ο Πισκιλί όρμησε ανάμεσα στα φύλλα των θάμνων βγάζοντας μια κραυγή για ν’ αποσπάσει την προσοχή του πλάσματος. Δεν ήταν κουτουράδα, κλάσματα του δευτερολέπτου νωρίτερα είχαν ανταλλάξει με τον Κόμπες ένα βλέμμα που έφτανε για να καθορίσει το σχέδιό τους. Ο Πετρεξού είχε ήδη το χέρι στις τσέπες της ρόμπας του –τσέπες μεγάλες που χωράνε όλα τα χρειαζούμενα ενός μάγου- κι έβρισκε ψηλαφητά τη Φωτόσκονη. Ο Κόμπες δεν περίμενε να βρεθεί η Φωτόσκονη, άλλωστε ο Πετρεξού θα χρειαζόταν λίγες στιγμές για να μπορέσει να την ενεργοποιήσει. Χούφτωσε το τσεκούρι του, ακολούθησε τον Πισκιλί, που είχε ήδη κάνει τον επίδοξο δολοφόνο να σαστίσει και προσπάθησε να κόψει το κοντινότερο στον ίδιο κομμάτι από τα κρεατικά του πλάσματος, βγάζοντας ταυτόχρονα την κραυγή του της μάχης. Με τον Πετρεξού να παλεύει με τις τσέπες του και τον Πισκιλί να προστατεύει με το σώμα του τον σουλτεμίρη, ο Κόμπες βρέθηκε αντιμέτωπος με τον νυχτεριδάνθρωπο. Δεν είχε την πολυτέλεια να κάτσει να συγκρίνει, ούτε και την ανοησία βέβαια, διότι οιαδήποτε σύγκριση θα του έκοβε τα γόνατα: ο άλλος ήταν πιο ψηλός, πιο γρήγορος και κατά τι πιο τρελός για αίμα από τον κλέφτη. Δεν κρατούσε κάποιο όπλο, αλλά τα φτερά του ήταν σκληρά και κοφτερά σα λεπίδες, τα δε γαμψώνυχα που είχε για δάχτυλα στις άκρες των φτερών είχαν καταφέρει να γδάρουν σε σεβαστό βάθος ακόμα και τα μεταλλικά κράνη των φρουρών του σουλτεμίρη. «Αχ, γιατί να μη με τάξουνε στον Ουλούμ-Ουλιούμ, το θεό της μάχης;» σκέφτηκε ο κλέφτης, απογοητεύοντας εν μέρει το θεό-προστάτη του, το Βυζβόρουν Που Χαϊδεύει τα Βυζιά. Τσεκούρι και φτερά ανέμιζαν διασταυρούμενα, σκίζοντας υφάσματα και διαλύοντας μαξιλάρες. Στο «δωμάτιο», το ενενήντα τοις εκατό του χώρου το καταλάμβανε το στρώμα, οπότε για μπορέσουν να λύσουν τις διαφορές τους, οι δύο μονομάχοι έπρεπε να μεταφέρουν τη μονομαχία τους πάνω του. Κι ήταν ένα απίστευτα παράταιρο θέαμα, δυο αντίπαλοι, ο ένας υπερφυσικό πλάσμα κι ο άλλος υπερφυσικός μυταράς, να χοροπηδάνε πάνω στα βελούδα και να γλιστράνε πάνω στα μετάξια, σκορπίζοντας παντού τριγύρω τους πούπουλα Χηνάνθρωπων, αίμα και κραυγές λύσσας. -Πίσω! Ακούστηκε κάποια στιγμή η φωνή του Πετρεξού. Ο Κόμπες υπάκουσε λες κι η στιγμή είχε χορογραφηθεί προσεκτικά μήνες πριν. Υποχώρησε, ρίχνοντας το σώμα του πίσω, και προσπαθώντας ταυτόχρονα να θερίσει τα γόνατα του αντιπάλου του. Την ίδια στιγμή ο μάγος τίναζε το χέρι του και μια σφαίρα από λαμπερό λευκό φως, που έδειχνε να έχει κουρνιάσει στη χούφτα του εκτοξεύτηκε προς τη μεριά του πλάσματος. Η σφαίρα διέγραψε μια κομψή τροχιά, γρηγορότερα από κάθε άλλο αντικείμενο στη θέση της κι έσκασε με θανάσιμη χάρη στο κεφάλι του νυχτεριδάνθρωπου. Και δεν έκανε απολύτως τίποτα. -Είναι Βαμπιρονυχτερίδα! Πρόσεχε! Ούρλιαξε ο Πετρεξού. Δεν την πιάνει η Φωτόσκονη! Ο Κόμπες δε χρειάστηκε δεύτερη προτροπή. Ήδη είχε μια χαρακιά από τη μια άκρη του στέρνου του ως την άλλη, ευτυχώς επιφανειακή και δεν ήθελε με τίποτα να τη ζευγαρώσει. Με την άκρη του ενός ματιού του είδε το μάγο να ξαναχώνει το χέρι στις τσέπες του, ψάχνοντας για κάτι άλλο, με την άκρη του άλλου του ματιού, είδε καμπόσους φαντάρους της Γιαγιαγκατουμπού να κάνουν την εμφάνισή τους αλαφιασμένοι ανάμεσα στους θάμνους και με το υπόλοιπο οπτικό του πεδίο είδε το πλάσμα να γελάει σαν άνθρωπος, να του γυρίζει την πλάτη και σηκώνει τις φτερούγες του για να μακελέψει σουλτεμίρη και Πισκιλί αδιακρίτως. Κι ενώ ο Κόμπες έβλεπε πολλά πράγματα να συμβαίνουν ταυτόχρονα, ακόμη περισσότερα συνέβησαν ταυτόχρονα με εκείνα που γίνονταν ταυτόχρονα. Ας πούμε, ο Πετρεξού βρήκε ένα σακουλάκι Σκορδόσκονη και το άδειασε στη χούφτα του. Οι φαντάροι τράβηξαν βέλη από τις φαρέτρες τους και σημάδεψαν κατααγχωμένοι το τέρας. Ο Πισκιλί έκλεισε τα μάτια του, ελπίζοντας ο άλλος κόσμος να είναι τόσο ενδιαφέρον όσο και ετούτος. Ο Πετρεξού πέταξε τη Σκορδόσκονη στο πλάσμα. Ο σουλτεμίρης πέταξε το πολύ λεπτό στιλέτο του προς το πλάσμα, σαν δήλωση ότι δεν υπήρχε περίπτωση να το βάλει κάτω. Οι φαντάροι άφησαν τις χορδές των τόξων τους. Κι ο Κόμπες, σα γνήσιο τέκνο του Σενίμ-Σοριέν, έβγαλε την κραυγή του της μάχης –«ουουουουουουου»- και σηκώνοντας το τσεκούρι του πάνω από το κεφάλι του, το πέταξε με όση δύναμη είχε στην πλάτη του πλάσματος. Το τσεκούρι, το στιλέτο, ένα σμήνος βέλη και μια χούφτα Σκορδόσκονη αιωρήθηκαν για λίγες στιγμές που έμοιαζαν αιώνες σ’ εκείνους που τα εκτόξευσαν. Ύστερα ένα-ένα έβρισκαν το στόχο τους: το στιλέτο έκανε μια μικρή γρατζουνιά στον αριστερό ώμο του πλάσματος, το τσεκούρι έκανε μια μικρή τομή στη δεξιά του φτερούγα, τα βέλη άφησαν μικρές αμυχές εδώ κι εκεί κι η Σκορδόσκονη άνοιξε μια μεγάλη τρύπα στο δέρμα του, αφήνοντας να φανούν από κάτω ένα σωρό εσωτερικά όργανα, ενδιαφέροντα μόνο σε σπλαχνομάντεις και αηδιαστικά σε όλους τους υπόλοιπους. Το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας; Καλά τα τσεκούρια κι οι παλικαρισμοί, αλλά αν θες να γίνει η δουλειά σου, έχε κολλητό ένα μάγο με μεγάλες τσέπες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted August 20, 2007 Share Posted August 20, 2007 Είναι η πιο αστεία σκηνή μάχης που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Αν και το δίδαγμα θα μπρορούσε να είναι κάτι σε στύλ έκαστος στο είδος του, και ο μάγος στις σκορδόμπομπες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted August 21, 2007 Author Share Posted August 21, 2007 ΣΤ. Η Βαμπιρονυχτερίδα έπεσε στα γόνατα κι ύστερα ανάσκελα στο κατακρεουργημένο στρώμα. Βόγκηξε σιγανά. Όλο το δέρμα της πλάτης της, αλλά και μεγάλο μέρος του δέρματος της κοιλιάς και του στήθους έλειπε. Τα μάτια της είχαν σχεδόν ανθρώπινη έκφραση. Ο Πετρεξού έτρεξε δίπλα στο πλάσμα, αγνοώντας το σύννεφο τα πούπουλα που θόλωναν τον αέρα. -Ποιος σ’ έστειλε; Τη ρώτησε στην κοινή γλώσσα των εμπόρων. Πες μου ποιος σ’ έστειλε και δε θα σ’ αφήσω να υποφέρεις. Από το στόμα της Βαμπιρονυχτερίδας βγήκε ένας ρόγχος, αλλά αυτό ήταν μάλλον η κανονική της φωνή. Ύστερα έβηξε, δοκίμασε να μιλήσει κι έβγαλε μια φωνή που έμοιαζε με ανθρώπινη, αν και κάπως στριγκή. -Αν σου πω θα με σκοτώσεις γρήγορα; -Σου δίνω το λόγο μου σα μέλος της σέκτας των Μάγων. Το πλάσμα έβηξε ξανά κι έκανε μια γκριμάτσα. -Η Ατσάλβε… -Ψέμματα! Ούρλιαξε ο σουλτεμίρης πίσω από τον Πισκιλί. -Όχι… Είναι αλήθεια… -Ορκίσου, είπε ο μάγος. -Σου είπα… Η Ατσάλβε… -Ορκίσου! Η Βαμπιρονυχτερίδα έβγαλε έναν ακόμη ρόγχο, μόνο που αυτή τη φορά ο πόνος της ήταν φανερός. -Ορκίζομαι… Στο πεπρωμένο της ιπτάμενης έρπουσας… Σκότωσέ με τώρα… Το υποσχέθηκες… Ο Κόμπες τινάχτηκε σαν να το τσίμπησε σφήκα. -Τι είπες; Ποια είναι η ιπτάμενη έρπουσα; -Σκότωσέ με… -ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ; Αλλά το πλάσμα δεν απάντησε. Ο Πετρεξού κοίταξε τον Κόμπες που είχε κοκκινήσει και πλησίαζε απειλητικά και κούνησε το κεφάλι του. -Ασ’ το, είπε. Δε θα βγάλουμε τίποτα. Έχε μου εμπιστοσύνη. Τράβηξε ένα στιλέτο από την τσέπη της ρόμπας του και πριν ο κλέφτης προλάβει να τον σταματήσει το κάρφωσε στην εκτεθειμένη καρδιά της Βαμπιρονυχτερίδας. -ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ; Ούρλιαξε ο Νότιος. ΤΩΡΑ ΠΩΣ ΘΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΝΤΑΡΑΝΤΑΕ; Ο μάγος σκούπησε ήρεμος το στιλέτο του με τα κουρελιασμένα υφάσματα του στρώματος, έχωσε ένα κομμάτι ματωμένο ύφασμα στις τσέπες του χωρίς να τον δει κανείς κι έκανε ήσυχα: -Υπάρχουν και οι νεκρομάντες, φίλε μου. Σου είπα: έχε μου εμπιστοσύνη. Ο Κόμπες είχε πάψει πια να είναι κόκκινος και έτεινε προς το μελιτζανί. Δεν ήταν και λίγο να έχει σε απόσταση αναπνοής τη λύση σε ένα από τα μεγαλύτερα αινίγματα της ζωής του και να μη μπορέσει τελικά να μάθει αυτό που ήθελε. Μέρος του μελανιάσματός του οφειλόταν στην προσπάθειά του να κατανοήσει τα λόγια του Πετρεξού, να πείσει δηλαδή τον εαυτό του ότι το φάντασμα της Βαμπιρονυχτερίδας θα μπορούσε μέσω μιας νεκρομαντικής φλόγας να τους δώσει απαντήσεις. Κοίταξε το μάγο με μάτια που έσταζαν αίμα, αλλά δεν είπε κάτι άλλο. Ο σουλτεμίρης είχε από την άλλη τα δικά του προβλήματα. Αν και οι υπόλοιποι μη-Γιαγιαγκατουμπαίοι παρευρισκόμενοι αγνοούσαν μέρος των δεδομένων της υπόθεσης, εκείνος –όπως κι οι φαντάροι με τα τόξα που δεν είχαν χαλαρώσει την επαγρύπνησή τους- είχε να αντιμετωπίσει μια ζοφερή πραγματικότητα: η ίδια του η μάνα, Μόμα-Σουλτεμίρ Ατσάλβε είχε σχεδιάσει και υλοποιήσει μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Η απορία πού βρήκε η μάνα του να προσλάβει στη δούλεψή της ένα υπερφυσικό πλάσμα δεν μπορούσε να τον αποσπάσει από τη φρίκη των υπόλοιπων σκέψεών του, ούτε και από την οργή που τον έκανε να θέλει να σφάξει μερικές χιλιάδες αιχμαλώτους, δεμένους χειροπόδαρα και κοντοκουρεμένους για να μην του χαλάει η μαλλούρα το θέαμα του αποκεφαλισμού. Με αργές κινήσεις, για να μπορέσει να ελέγξει τον εαυτό του, μάζεψε από το στρώμα ένα κόκκινο σαλβάρι και το φόρεσε. -Είμαι ινκόγκνιτο στο Ζουμζερί, οπότε θα μου επιτρέψετε να μη σας αποκαλύψω το όνομά μου, έκανε. Απλά θα σας πω ότι σας είμαι ευγνώμων. Φαίνεται ότι η προσωπική μου φρουρά δεν είναι άξια να αντιμετωπίσει υπερφυσικούς κινδύνους. Ίσως θα έπρεπε να έχω κι έναν μάγο δίπλα μου σε αυτές τις εξορμήσεις αναψυχής. Τέλος πάντων. Σας είμαι υπόχρεος με τη ζωή μου. Αφήστε μου τα ονόματά σας για να μνημονευτούν στο Μέγα Πάπυρο των Κατορθωμάτων μου, ως Εκείνοι Που Μου Έσωσαν Τη Ζωή. Ο Πετρεξού έκανε ένα αδιόρατο νόημα, που ο Κόμπες ήξερε πολύ καλά και παρ’ όλη την τσαντίλα του έπιασε αμέσως. -Ας μείνουμε ανώνυμοι κι εμείς, σεβαστέ μας κύριε, έκανε με άφταστη διπλωματία ο μάγος. Μας αρκεί που επιτρέψαμε στον κόσμο να λαμπρύνεται από την παρουσία σας για τα επόμενα χρόνια. Δε θα αντέχαμε να ξέραμε ότι η οικουμένη κι η παντοδύναμη πατρίδα σας ιδιαίτερα, στερήθηκαν μια προσωπικότητα τόσο σημαντική όσο η δική σας. Ο Πισκιλί είχε πλησιάσει τους συνοδοιπόρους του, υποψιαζόμενος αυτό που οι άλλοι δύο είχαν σα δεδομένο. Η ερώτηση του σουλτεμίρη ήρθε να επιβεβαιώσει τις υποψίες του. -Και πώς βρεθήκατε εδώ; Είστε κι εσείς σε… χμ, αναψυχή; -Ε… ναι. Μπορείτε να το πείτε κι έτσι. Τώρα επειδή ο σουλτεμίρης δεν είναι κληρονομικός τίτλος κι επειδή πρέπει να είσαι πολύ πονηρός και καπάτσος για να γίνεις ο ανώτατος άρχοντας της Γιαγιαγκατουμπού, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η απάντηση του Κόμπες ούτε μια στιγμή δεν έγινε πιστευτή από το Φορέα της Μεγάλης Ανατολικής Ειρήνης και λοιπά. Ο κοντοπίθαρος χοντρομπαλάς τους κοίταξε για δευτερόλεπτα με τα μάτια στενεμένα κι ύστερα έγινε γι’ άλλη μια φορά θηρίο: -Πιάστε τους! Πρόσταξε τους φαντάρους του. Έπαιρναν μάτι τον αφέντη σας! Ο Κόμπες το θεώρησε αυτό σαν ατάκα εξόδου. Χούφτωσε το τσεκούρι του, έσπρωξε τους άλλους δυο πίσω από τους θάμνους κι έβαλε μια φωνή: -Βοήθεια! Βοήθεια! Και πριν οι φαντάροι προλάβουν ν’ αφήσουν τις χορδές των τόξων τους, εξαφανίστηκε μέσα στον κήπο των Μαγέκα, ακολουθώντας τους συντρόφους του που έτρεχαν σαν παλαβοί. Ευτυχώς το θέμα έληξε εκεί. Τρεις από τις Μαγέκα εμφανίστηκαν ως δια μαγείας δίπλα στον σουλτεμίρη, τον καλόπιασαν, τον διαβεβαίωσαν ότι εκείνες δεν είχαν σχέση με το όλο σκηνικό, τον καθησύχασαν σχετικά με τον Κόμπες και την πιθανότητα οι τρεις σωτήρες του να έκαναν μπανιστήρι και δεν τον χρέωσαν τίποτα, ούτε για τα πριν την απόπειρα δολοφονίας, ούτε για τα μετά. «Προσφορά του καταστήματος,» του είπαν και τον ανέλαβαν και οι τρεις μαζί, σε μια πολλαπλή συνεδρία κατά πώς την ευχαριστιόταν ο πελάτης. Η γριά παραμάνα τους μάζεψε τους τρεις συντρόφους από κάποια μεριά του κήπου όπου κρύβονταν. Οι φαντάροι, αν και άνηκαν επίσης στην προσωπική φρουρά του σουλτεμίρη, δεν είχαν καταφέρει να τους ξετρυπώσουν, εν μέρει διότι ο Πετρεξού είχε ρίξει ένα ξόρκι θολότητας πάνω από τον κήπο -σαν τεχνητή ομίχλη- και εν μέρει διότι κάποιοι από τους υπηρέτες των Μαγέκα τους είχαν κόψει τη φόρα, υπενθυμίζοντάς τους ότι εδώ δεν είναι οι Μικρές Έρημοι και καλά θα έκαναν να συμπεριφέρονταν αναλόγως. Η τέταρτη Μαγέκα τούς πρόλαβε την ώρα που ανέβαιναν στα γκαμήλ τους, στην ασημένια πύλη του εξοχικού. Φίλησε τον Κόμπες παθιάρικα στο στόμα κι ύστερα τους ζήτησε συγγνώμη για την αναστάτωση. -Τέτοια πράγματα συμβαίνουν εδώ, τους είπε. Στο καλό και αφήστε τον… κύριο σε μας. Απλά για κανένα χρόνο, μην πάτε προς τις Μικρές Ερήμους ή αν πάτε μείνετε μακρυά από το σαράι της Γιαγιαγκατουμπού… Μετά έχετε μια πιθανότητα να έχει ξεχαστεί το θέμα. Ο Νότιος της χαμογέλασε και της έταξε αποζημίωση που τους χάλασαν τη φάση με το σουλτεμίρη. Έπειτα, οι τρεις άντρες τη χαιρέτησαν κι έφυγαν καλπάζοντας. Ο καλπασμός είχε να κάνει με την οργή του σουλτεμίρη, αν και απαξιούσε την συνήθεια του Κόμπες να κάνει με βήμα περιπάτου το υπόλοιπο της διαδρομής ως την έξοδο της κοιλάδας του Ζουμζερί. Αλλά εκείνη τη στιγμή ο κλέφτης δεν είχε στο μυαλό του φολκλορικές συνήθειες. Είχε τη Νταραντάε. -Πετρεξού, μου χρωστάς μια εξήγηση, φώναξε πάνω από το θόρυβο της τρεχάλας ο Κόμπες στο μάγο. Μου χρωστάς μια εξήγηση! -Θα κάνω μια νεκρομαντεία όταν γυρίσουμε από το Χάρατς! Απάντησε στον ίδιο τόνο ο Πετρεξού. Ηρέμησε! Είμαστε σε καλό δρόμο! Τώρα ξέρουμε τουλάχιστον ποιο φάντασμα να καλέσουμε για να μας πει! Κι ανέμισε θριαμβευτικά το ματωμένο κουρέλι που είχε χώσει στην τσέπη του. Ο κλέφτης δεν ηρέμησε και πολύ με τις διαβεβαιώσεις του άλλου. Λίγες στιγμές μετά όμως το ξανασκέφτηκε. «Δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα να κάνουμε τώρα πια,» προσπάθησε να ηρεμήσει τον εαυτό του. «Χαλάρωσε, αγορίνα μου και προσπάθησε να δεις τι θα γίνει μ’ αυτό το Μαργαριτάρι. Κι ύστερα τα λέμε, κυρ-Πετρεξού.» Πήρε βαθιά ανάσα και με μια εσωτερική δύναμη που σπάνια έδειχνε σε τρίτους ότι διαθέτει, απώθησε τις οργίλες σκέψεις στο πίσω μέρος του μυαλού του, να βράζουν στο άκουσμα του ονόματος της ιπτάμενης έρπουσας: «Νταραντάε…» Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted August 23, 2007 Author Share Posted August 23, 2007 Ζ. Η τρεχάλα σταμάτησε στην έξοδο της κοιλάδας, μια ώρα αργότερα. Η μέρα είχε προχωρήσει αν και ήθελε ακόμη τρεις ή τέσσερις ώρες να νυχτώσει. Για τα υποζύγιά τους δεν υπήρχε πρόβλημα κούρασης, πείνας ή δίψας, τα γκαμήλ είναι διάσημα για την ικανότητά τους να τρέχουν ασταμάτητα για τρεις μέρες, να τρώνε λίγα χαλίκια μια φορά το μήνα και να πίνουν μια γουλίτσα νερό κάθε λίγες εβδομάδες. Το πρόβλημα ήταν ότι είχαν από το πρωί νηστικοί κι είχαν ήδη δώσει δύο μάχες, χωρίς να μετρήσει κανείς τον Πετρεξού, που τα ξόρκια αναζωογόνησης άρχιζαν να ξεθυμαίνουν και σε λίγο θα ήταν κάτι σαν ζωντανός πουρές. Αποφάσισαν να σταματήσουν μέχρι το επόμενο πρωί. Η έξοδος της κοιλάδας του Σογκούλ σχηματίζει κάτι σαν πύλη. Είναι ένα φαράγγι που ξαφνικά βλέπει μπροστά του τις εύφορες πεδιάδες του εσωτερικού της ηπείρου. Για περισσότερη ασφάλεια, η συντροφιά κατασκήνωσε μέσα στο φαράγγι, σ’ ένα σύδεντρο, όχι πολύ μακρυά από τη δημοσιά. Ο Πετρεξού περίμενε κάποια επίθεση ή κάτι τέτοιο, μιας κι απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί ο Κόμπες, είχε πολύ συχνά βρίσει το μάγο, ευχόμενος να τον βρουν διάφορα μαγικά όντα και του κάνουν διάφορα εξωφρενικά πράγματα. Έδεσαν τις πληγές τους κι ύστερα ο μάγος ανέλαβε να προσέχει ζώα και μπαγκάζια κι ο κλέφτης με τον Πισκιλί κατέβηκαν στο ποτάμι να πιάσουν κανένα ψάρι, για οικονομία στις προμήθειες. -Ωραία ξεκινήσαμε, έκανε κάποια στιγμή ο Κόμπες. Ακόμη δεν νύχτωσε η πρώτη μέρα του ταξιδιού και ήδη καταφέραμε να μας επικηρύξουν στη Γιαγιαγκατουμπού. Τουλάχιστον το κάναμε μέσα σ’ ένα μπουρδέλο. Να πάρει και μια ικανοποίηση ο Βυζβόρουν για τον προστατευόμενό του… -Πάλι καλά να λες, που τα κορίτσια κατάφεραν να ηρεμήσουν το σουλτεμίρη. -Μμμμ, σιγά το κρασοβάρελο. Και μου ήθελε και καβαλαρία, ο τσαχπίνης… -Δεν τον έχεις δει να τα παίρνει στο κρανίο και να μπαίνει στην Αρένα των Πολιτικών Ξεκαθαρισμάτων για να μονομαχήσει με πολιτικούς αντιπάλους, έκανε ο Πισκιλί θυμόσοφα. Ούτε τον είδες στη μάχη για τα πηγάδια του Μερέμερε, πριν από τρία χρόνια, να σφάζει αδιακρίτως καλικάντζαρους, άλογα, ελέφαντες και αναβάτες. Μη σε ξεγελάει η κουλούρα γύρω από τη μέση και τα ποδαράκια του που είναι μια πιθαμή. Όταν έχει τις τσαντίλες του αμφιβάλλω αν μπορεί να βρεθεί άνθρωπος να του κόψει το δρόμο. Ο Κόμπες δε σχολίασε, κάνοντας πως αδιαφορεί για τις πολεμικές ικανότητες του σουλτεμίρη. Μέσα του όμως το κατέγραφε στα ντουλαπάκια της μνήμης του. «Ποτέ δε μπορείς να ξέρεις πώς θα σου χρησιμεύσει μια πληροφορία, κι ας είναι και πίπα πληροφορία,» σκέφτηκε. Είναι κάτι που θα ‘πρεπε ίσως να γίνει πιο ξεκάθαρο. Ο Κόμπες είχε φιλίες με τον Πισκιλί, ήταν μάλιστα ένας από τους πέντε όλους κι όλους ανθρώπους που ο κλέφτης είχε ποτέ τιμήσει με χειραψία. Όμως με τον Πετρεξού ο ημεροδρόμος είχε μόνο επαγγελματικές σχέσεις. Ο μάγος ήταν πάντοτε πολύ προσεκτικός και δεν άφηνε να ξέρουν άλλοι άνθρωποι πλην των απολύτως απαραίτητων τη σχέση του με τον Κόμπες. Όμως ο Πισκιλί ήταν γνωστός στην πιάτσα για την εχεμύθειά του, ώστε κάποιοι του εμπιστεύονταν τις επιστολές τους χωρίς να τις περάσουν από το Ημεροδρομείο του Ζουμζερί και γι’ αυτό ο μάγος είχε δεχτεί να μοιραστεί μαζί του την περιπέτειά του, χωρίς πολλές γκρίνιες. Άναψαν μια διακριτική φωτιά κι έψησαν τα ψάρια που καμάκωσαν στο ποτάμι. Έφαγαν καλά, ήπιαν και μια στάλα κρασί, ίσα να βρέξουν τα λαρύγγια τους κι έκατσαν να περιμένουν το μοιραίο. Ο Πετρεξού είχε υπολογίσει ότι κάθε δύση του ηλίου μια ακόμα κατάρα θα έβγαινε αληθινή κι αναρωτιόταν τι τον περίμενε το βράδυ. -Δε θυμάσαι κάτι; Έκανε κάποια στιγμή στον κλέφτη. Κάτι, ίσα να ξέρω τι με περιμένει… Ο Κόμπες ξεφύσηξε με δυσφορία. -Πάντα θαύμαζες τη φαντασία μου όταν ήθελα να βρίσω κάτι. Μην παραπονιέσαι τώρα. Έχω πει φοβερά καλαίσθητα πράγματα για την πάρτη σου. Ακόμη κι ο ίδιος ο Χτο-Μοχτό, ο θεός των καταρών, δε θα μπορούσε να σκεφτεί τέτοιες βρισιές. Ο Πετρεξού περιορίστηκε να γρυλίσει απειλητικά. Ήταν τόσο κουρασμένος που ανέβαλε τον καυγά για αργότερα. Πρόλαβε μάλιστα να κοιμηθεί μια ώρα πριν ο ήλιος πέσει πίσω από τις ράχες του βουνού Λονθάμπε. Τότε ξύπνησε, αν και με κόπο κι έβαλε τον Κόμπες να σταθεί φρουρός του, με το σπαθί γυμνωμένο. Αλλά το βράδυ προχωρούσε ομαλά κι η επίθεση δεν ερχόταν. -Τι γίνεται; Μουρμούρισε άτονα κάποια στιγμή ο κλέφτης. Δε θα γίνει τίποτα; Κουτουλάω από τη νύστα. -Και είσαι και ο μόνος, έκανε ο μάγος ειρωνικά. Αλλά έχεις δίκιο. Δεν καταλαβαίνω. Έπρεπε να ‘χε ήδη συμβεί. Εκτός αν… Ο Πετρεξού είχε μαζί του διάφορα μαγικά αντικείμενα, για τις περιπτώσεις που οι χερούκλες-κουπιά του Κόμπες ή η επιδεξιότητά του στο τσεκούρι δε θα είχαν και μεγάλη σημασία. Καρβουνάκια για μίνι-νεκρομαντικές φλόγες, φιαλίδια με σωματικά υγρά παράξενων πλασμάτων, αποξηραμένα βότανα μαζεμένα με μυστικιστικές μεθόδους, ξόρκια ταξιδίου κι άλλα τέτοια, ένα πλήρες σετ. Όμως το πιο πολύτιμο απόκτημά του ήταν ένα Τωρατί. Κι ήταν πολύτιμο όχι γιατί ήταν κάτι σπάνιο και δυσεύρετο, το αντίθετο, ήταν το δεύτερο πιο κοινό εργαλείο για ένα μάγο μετά τη χύτρα για τα φίλτρα, αλλά γιατί τον τελευταίο καιρό η σέκτα των Μάγων είχε καταντήσει χειρότερη κι από δημόσια υπηρεσία. Ενδεικτικά, αν κάποιος ξέμενε από Τωρατί, τον χρέωναν ένα κάρο χρυσά νομίσματα και έκαναν τουλάχιστον είκοσι μέρες να το στείλουν, άσε που κάποιες φορές ερχόταν σπασμένο στις γωνίες και καταταλαιπωρημένο. Ο μάγος έβγαλε το Τωρατί από την ξύλινη θήκη του. Ήταν ένας κύλινδρος από γαλάζιο κρύσταλλο, λεπτός όσο ένα αντρικό δάχτυλο και λίγο πιο μακρύς από μια παλάμη. Ο Πετρεξού ακούμπησε το κρύσταλλο πάνω σ’ ένα ξερό κλαδάκι, έκλεισε τα μάτια του, έτριψε τον κρύσταλλο ανάμεσα στις παλάμες του, σα να προσπαθούσε ν’ ανάψει φωτιά και μουρμούρισε: -Μέρσα, Μέρσα, Μέρσα, Μέρσα… Το κλαδάκι πήρε φωτιά, αλλά η φλογίτσα του δεν ήταν συνηθισμένη. Ήταν κάπως πιο σκούρα και κάτι σάλευε μέσα της, σαν σκιά. -Τι γίνεται; Έκανε ο Κόμπες σκύβοντας προς τη φωτιά. Και μέσα στις σκιές τις φλογίτσας, σαν μέσα από νερό, ο δύστυχος ο Πετρεξού (κι ο Κόμπες με άφατη ικανοποίηση) είδε αυτό που θα ‘δινε το δεξί του χέρι να μη δει: Τη Μέρσα ξαπλωμένη στο παρφουμαρισμένο της κρεβάτι, γυμνή και ξεμαλλιασμένη από ποιος ξέρει πόσους γύρους πάλεμα και γύρω της τέσσερεις μαντράχαλους επίσης γυμνούς, που ασχολούνταν και οι τέσσερις με τις σεξουαλικές της ανάγκες. Δαγκώνοντας τα δάχτυλά του από τη λύσσα, ο μάγος αναγνώρισε το χασάπη, το μανάβη, το γιό του φούρναρη κι έναν κοσμηματοπώλη από τη Βόρεια Βόρεια συνοικία, να ηδονίζονται, περνώντας του ταυτοχρόνως ένα μάτσο γυαλιστερά κέρατα χωρίς καμμία απολύτως τύψη. -Βρε τη σκορδόπιστη! Έκανε ο κλέφτης καταβάλλοντας προσπάθεια να μη γελάσει. Βρε την αντροτραγανίστρα! Βρε που έπρεπε να την τάξουμε στο Βυζβόρουν, τη αγαπημένη του θνητή θα γινόταν… Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα κρακ κι ο κλέφτης είδε το Τωρατί να θρυψαλιάζεται, μπήγοντας μυτερά κρυσταλλάκια στις χούφτες του μάγου. Η φλόγα έσβησε αμέσως κάνοντας έναν κρατσανιστό ήχο κι αφήνοντας πίσω της μια λεπτή μυρωδιά λιβανιού. Ύστερα ο Πετρεξού γύρισε και του έριξε ένα βλέμμα που έσταζε φαρμάκι. -Ε, εντάξει, δικαιολογήθηκε ο Κόμπες, η πιο εύκολη βρισιά είναι «κερατάς». Τι να κάνω; Να καταπιεστώ; -Θύμισέ μου αύριο να παραγγείλω ένα Τωρατί, είπε ο μάγος στεγνά και αγνοώντας τα αίματα στα χέρια του, γύρισε την πλάτη του στους άλλους και προσπάθησε να κοιμηθεί. Αλλά μπορείς να κοιμηθείς όταν ξέρεις ότι η δικιά σου σεξουαλίζεται μ’ ένα τσούρμο παιδαράδες; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted August 27, 2007 Author Share Posted August 27, 2007 Κι εδώ θα μιλήσουμε λίγο για τη σέκτα των μάγων και το πώς αυτή προμηθεύει μαγικά υλικά στα μέλη της. Θυμάσαι τη συζήτηση που είχαμε για τις απαράδεκτες πρακτικές ως προς τα υλικά για τα ξόρκια, Ντίνο; Στο δεύτερο επεισόδιο; Η. Το επόμενο πρωί, ο Πετρεξού έδεσε τις πληγές στα χέρια του, κι έβαλε τον Κόμπες να του πιάσει ένα πουλί ζωντανό. Ο κλέφτης κατάφερε να τσακώσει μια κίσσα, στην οποία ο μάγος έδωσε να καταπιεί τρία χρυσά νομίσματα και της έκανε ένα ξόρκι. Έτσι ψώνιζαν οι μάγοι από τη σέκτα τους. Έδιναν σε πουλιά χρήματα να καταπιούν και με το ξόρκι τα έστελναν στη Σου-Αλ-Σου, στη Μπιτ-Υ-Μπιτ, όπου ήταν τα κεντρικά της σέκτας των Μάγων. Ο Μάγιστρος Αποθηκάριος έπαιρνε τα λεφτά κι έστελνε πίσω με το πουλί αυτό που ζητούσε ν’ αγοράσει ο μάγος. Βέβαια, όπως σ’ όλες τις σέκτες που παρείχαν τέτοιου είδους ευκολίες στα μέλη τους, κανείς δεν ήξερε πού πήγαιναν αυτά τα λεφτά. Κι υπήρχε μια μικρή υποψία ότι εκτός από το Μάγιστρο Αποθηκάριο ήταν κι άλλοι μπλεγμένοι σ’ αυτήν την υπόθεση. Ο νέος Μέγας Μάγιστρος είχε εξαρχής υποσχεθεί ότι τα πράγματα θα άλλαζαν, χωρίς όμως να διαφαίνεται κάποια αλλαγή, στον ένα περίπου μήνα της αρχηγείας του. Αλλά το πρόβλημα του Πετρεξού ήταν το σπασμένο Τωρατί του κι όχι οι λογιστικοί ισολογισμοί της σέκτας. Του χρειαζόταν ένα για να μπορεί να ελέγχει τη Μέρσα. Φαίνεται ότι η ζήλεια του είχε κάπως καταλαγιάσει από το προηγούμενο βράδυ, αφού είχε προσπαθήσει να επιβάλει στον εαυτό του την ιδέα ότι για όλα έφταιγαν οι κατάρες του Κόμπες κι όχι η ίδια η φιλοχρήματη ερωμένη του. Υπήρχε όμως πολύς δρόμος μπροστά τους και δεν καθυστέρησαν περισσότερο, ειδικά με την υποψία ότι το ταξιδάκι αναψυχής του σουλτεμίρη της Γιαγιαγκατουμπού είχε μάλλον λήξει κι όπου να ‘ναι θα φαινόταν το κομψό του πλοιάριο να κατεβαίνει το Σογκούλ, παρέα μ’ ένα σύνταγμα γιαταγάνια και στιλέτα. -Πόσο καιρό θα κάνει να έρθει το Τωρατί; Ρώτησε κάποια στιγμή ο Πισκιλί -Κανονικά, σε δυο μέρες πρέπει να ‘ναι πίσω, όσο μακρυά κι αν είμαστε από τη Σου-Αλ-Σου, απάντησε ο μάγος. Αλλά έτσι όπως έχουν τα πράγματα στη σέκτα, με το πρόβλημα στη διαδοχή πριν λίγο καιρό, μάλλον θ’ αργήσει λιγάκι. Άσε που τους τελευταίους μήνες σα να μη μας τα λέει καλά ο Μάγιστρος Αποθηκάριος. Όλο αυξάνει τις τιμές κι όλο καθυστερεί τις αποστολές. Ο κλέφτης σήκωσε τα φρύδια του τάχα αποτροπιασμένος. -Αίσχος δηλαδή. Πού κατάντησε η κραταιά σέκτα... -Μην κοροϊδεύεις, Κόμπες, γιατί από αυτήν την κραταιά σέκτα ψωνίζουμε κάθε φορά που είναι να μου φέρεις κάτι. Άντε. -Νόμιζα ότι συνεργάζεσαι και με τους Νότιους, έκανε ο άλλος εύθυμα. -Ναι, καμμιά φορά. Ειδικά με τον Κέλες το Γατομούστακο. Σου λέει τίποτε το όνομα; Ο Κόμπες το βούλωσε μουτρωμένος. Υπάρχουν στον κόσμο πράγματα που μπορείς να κάνεις και πράγματα που δε μπορείς να κάνεις. Κι όχι μόνο σ’ αυτόν τον κόσμο, σ’ όλους τους κόσμους, είτε σε άλλους πλανήτες είτε σε παράλληλα σύμπαντα, είτε στροφές της Ιστορίας, όπου οι άνθρωποι ξεχνάνε το παρελθόν μ’ ένα παράδοξο τρόπο κι αρχίζουν πάλι από την αρχή να χτίζουν τον πολιτισμό. Δεν είναι θέμα περιορισμένων δυνατοτήτων αλλά νόρμας, έτσι είναι κι έτσι γίνεται και δεν έχεις να διαλέξεις ή να πρωτοτυπήσεις. Ας πούμε, δε μπορείς να δεις μια θεά να παίρνει το μπάνιο της, γιατί θα σε τιμωρήσει με τον ειδεχθέστερο των τρόπων –ασχέτως αν τη φυστίκωνες ερωτικότατα λίγες στιγμές νωρίτερα. Δε μπορείς να κρατήσεις μυστικό στη Θαγγηλεία, γιατί εκεί οι άνθρωποι μιλούν με πολύ δυνατή φωνή κι οι υποθέσεις σου ακούγονται μέχρι την παραπάνω γειτονιά. Δε μπορείς να κοιμηθείς με μια καλικαντζαρίνα, γιατί θα σου πέσουν τα δόντια. Και για να έρθουμε στην υπόθεσή μας, δε μπορείς να φτάσεις στις πόλεις του εσωτερικού της ηπείρου αν δεν περάσεις από το Σταυροδρόμι των Τεσσάρων Σημείων του Ορίζοντα. Έτσι, οι τρεις συνοδοιπόροι δε μπόρεσαν να αποφύγουν το πέρασμα από το διαβόητο Σταυροδρόμι. Από την έξοδο της κοιλάδας του Ζουμζερί ως εκεί τους πήρε δύο μέρες, γεμάτες περιπέτεια (ασχέτως που είχαν τα γκαμήλ, ο χρόνος του ταξιδιού δε μειώθηκε καθόλου). Γιατί οι δρόμοι του κόσμου, και ιδιαίτερα εκείνοι που συναντιόνταν στο Σταυροδρόμι, είναι γεμάτοι παγίδες. Χίλιοι δυο κίνδυνοι κι επικίνδυνοι σουλατσέρνουν καραδοκώντας στις σκονισμένες στράτες των πεδιάδων: κακόβουλοι μάγοι, παραμυθάδες που βασανίζουν τους διαβάτες για να μάθουν τις ιστορίες τους, πόρνες φορτικές που επιμένουν να σε κολλήσουν ένα σωρό σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες, ανθρωποφάγοι, αγύρτες και απατεώνες και λεφούσια από υπερφυσικά όντα, από βαμπίρια και λυκάνθρωπους, μέχρι ξεστρατισμένους δράκους, χλωμά ηχοφαντάσματα και αχόρταγα γυμνοσαλιαγκοειδή. Πέρα από τους εξωτερικούς κινδύνους όμως είχαν και τα δικά τους να κοιτάξουν. Την πρώτη βραδιά, ο Πετρεξού αποφάσισε ότι ήθελε να δοκιμάσει το σεξ με έναν άντρα και κυνήγαγε τους άλλους δύο γύρω-γύρω από τη φωτιά της κατασκήνωσης, λέγοντας με ψιλή φωνή «καλέ, μη φεύγετε, καλέ, καθίστε να δείτε, μπορεί να σας αρέσει, δεν είναι δα και τόσο φοβερό, άλλωστε εγώ θα είμαι ο ‘δώσε-δώσε’», μέχρι που ο Κόμπες αγρίεψε κι ο μάγος λούφαξε στη ρίζα ενός δέντρου, κλαψουρίζοντας παραπονεμένος. Τη δεύτερη νύχτα, ένα θηλυκό ντούονιπ πετάχτηκε από το πουθενά μπροστά τους, ξάπλωσε μπροστά στον Πετρεξού, δείχνοντάς του την ουρά της και άρχισε να γρυλίζει παρακαλεστικά. Ο μάγος είχε ήδη σηκώσει τη ρόμπα του και κατεβάσει το σαλβάρι του, όταν ο Κόμπες μπήκε στη μέση, του ‘χωσε μια γροθιά που τον έριξε αναίσθητο κι έδιωξε το ντούονιπ όσο πιο ευγενικά μπορούσε – δηλαδή ουρλιάζοντας την κραυγή του της μάχης και κραδαίνοντας το τσεκούρι του. Υπήρχε κι ένα μικρό θεματάκι υγείας. Τόσο ο Κόμπες στη μάχη του με τη Βαμπιρονυχτερίδα, όσο κι ο Πετρεξού όταν έσπασε το Τωρατί, είχαν κάποιες πληγές, ο ένας στο στήθος και τα μπράτσα κι ο άλλος στα χέρια, επιφανειακές βέβαια, αλλά τις είχαν. Μια ελαφριά πούδρα μαγικής φύσης, που ο μάγος ψάρεψε από τις αβυσσαλαίες τσέπες του –μια πούδρα που είχε το μυστηριακό όνομα «σουλφαμιδόσκονη»-είχε απομακρύνει την περίπτωση να κακοφορμίσουν. Δυστυχώς το ξόρκι της ίασης που ο Πετρεξού είχε γράψει στο δέρμα του Κόμπες πριν από ένα μήνα, όταν τον είχε στείλει να του φέρει το Διαμαντωτό Βελανιδοτρύπανο, δε μπορούσε να ξαναγραφτεί παρά μόνο κάτω από πολύ συγκεκριμένες συνθήκες, οπότε η «σουλφαμιδόσκονη» ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να έχουν. Με τα πολλά, το Σταυροδρόμι φάνηκε κι εκεί άφησαν το δρόμο. Για να μην τους πάρει κανένα μάτι, πέρασαν μέσα από ένα δάσος με καρυδιές, βρέθηκαν μιας ώρας περπάτημα από το Σταυροδρόμι και τη φασαρία, στο νότιο δρόμο που πήγαινε προς το Λερτζ και το Χάρατς. Αυτό το δεύτερο σκέλος της πορείας τους κράτησε τρεις νύχτες, κατά τις οποίες ο Πετρεξού δέχτηκε ισάριθμες επιθέσεις από θηλυκά ή αρσενικά ζώα που τον παρακαλούσαν ή τον κυνηγούσαν να σεξουαλιστούν μαζί του. Ο Κόμπες συνηθισμένος πια, φρόντιζε να τον ρίχνει αναίσθητο ή να κυνηγάει τα ζωντανά. Λυπήθηκε πολύ όταν αναγκάστηκε να σκοτώσει μια κάπως επίμονη αρκούδα, που το είχε βάλει σκοπό της ζωής της να γνωρίσει τον έρωτα του μάγου. Βέβαια ο μεγάλος ανομολόγητος φόβος του Κόμπες ήταν ο ίδιος ο θεός του. Πόσες και πόσες φορές δεν είχε καταραστεί το μάγο να τον πηδήξει ο Βυζβόρουν; Κάθε σούρουπο, έκανε μια θερμότατη προσευχή στο θεό-προστάτη του να μην εμφανιστεί, να μην προσπαθήσει να σεξουαλιστεί με τον Πετρεξού. «Άλλωστε εσένα σ’ αρέσει να χαϊδεύεις τα βυζιά,» έλεγε στις προσευχές του. «Τι βυζιά έχει ο Πετρεξούλης για να του χαϊδέψεις; Τίποτα. Καθόλου βυζιά. Βυζιά Γιοκ. Τι να σηκώνεσαι τώρα από το παλάτι σου και να ‘ρχεσαι ως εδώ, μόνο και μόνο για να χαϊδέψεις ένα ζευγάρι ανύπαρκτα αντρικά βυζιά…;» Και φαίνεται ότι οι προσευχές του δούλευαν, γιατί όλο τον καιρό που ο μάγος υπέφερε αυτό το παράξενο μαρτύριο, ο Βυζβόρουν δεν εμφανίστηκε ούτε μια φορά μπροστά τους. Κι ο κλέφτης κάθε βράδυ ανάσαινε ανακουφισμένος. Το μεσημέρι της τέταρτης μέρας έφτασαν στο Χάρατς. Ήταν μια περίεργη για τα γούστα του Κόμπες πόλη, με σπίτια φτιαγμένα σα σκηνές και δρόμους στρωμένους με ψιλό χαλίκι. Ήταν μακρυά από τα βουνά, καταμεσής ενός λοφώδους ξερού τοπίου κι αυτό επίσης φαινόταν περίεργο στον κλέφτη, γιατί είχε συνηθίσει να μένει σε πόλεις σκαρφαλωμένες σε απίθανα κατσάβραχα ή κρυμμένες σε χαράδρες και απομονωμένα οροπέδια. Γύρω από το Χάρατς, υπήρχαν μόνο λιβάδια με χαμηλή βλάστηση και τα δέντρα ήταν τόσο σπάνια, όσο κι ο οίκτος στα μάτια του τρυπανιστή κρανίων. Δηλαδή του δημόσιου δήμιου στο Ζουμζερί. Πήγαν σ’ ένα πανδοχείο –που έμοιαζε κι αυτό με σκηνή-, έδωσαν τα γκαμήλ στο σταβλίτη και χωρίστηκαν. Ο Πισκιλί πήγε στο Ημεροδρομείο ν’ αφήσει τις επιστολές που κουβαλούσε και να πάρει άλλες, ο Πετρεξού ξαμολήθηκε στις βιβλιοθήκες να βρει κάποιες περγαμηνές που θα του έδιναν πληροφορίες για το πρόβλημά του κι ο Κόμπες βγήκε μια βολτίτσα να ξεσκάσει και να κόψει κίνηση, Προς μεγάλη του ικανοποίηση, συνάντησε εντελώς τυχαία έναν παλιό του, εχμ, γνωστό κι αφού «δέχτηκε» για δώρο ένα ασημένιο κόσμημα ξαναγύρισε στο πανδοχείο να κοιμηθεί μια στάλα πριν ο ήλιος αποφασίσει να δύσει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted August 29, 2007 Author Share Posted August 29, 2007 Θ. Το θέαμα ήταν μο-να-δι-κό. Ήταν τόσο μο-να-δι-κό, που τον Κόμπες τον είχε πιάσει νευρικό και κάθε ένα-δυο λεπτά έβγαζε έναν ήχο σα φτύσιμο διαρκείας και διέκοπτε τον Πετρεξού, σκασμένος στα γέλια. Ο Πισκιλί ήταν σε καλύτερη κατάσταση, αλλά το νευρικό γέλιο, όπως το χασμουρητό κι οι ψείρες, είναι κολλητικές ασθένειες, οπότε κάθε που ο κλέφτης ξεσπούσε σε χάχανα μετά δακρύων, ακολουθούσε κι αυτός. Ο δε Πετρεξού και να ’θελε να γελάσει δε μπορούσε, γιατί η κατάρα που τον είχε βρει πονούσε. Για την ακρίβεια έτσουζε. Και για τη ακρίβεια της ακρίβειας έτσουζε φρικτά. Οι τρεις τους ήταν στο δωμάτιό τους, στο πανδοχείο, υπό το φως καμπόσων κεριών –μιας κι είχε νυχτώσει από ώρα- κι είχαν ανάμεσά τους έναν χάρτη ελαφρά κιτρινισμένο. Η μια του άκρη ήταν κάπως ταλαιπωρημένη, υπαινισσόμενη ότι ο Πετρεξού στη βιασύνη του είχε σκίσει το χάρτη από το βιβλίο όπου χουζούρευε τα τελευταία χρόνια. Το σχέδιο έδειχνε ένα σημείο στο Χάρατς, όπου υπήρχε μια μυστική είσοδος για το Άντρο του Μαργαριταριού του Χάρατς. Έδειχνε επίσης με μεγάλη λεπτομέρεια τα τέρατα που είχαν τοποθετηθεί ως φύλακες του Μαργαριταριού, που είχε και το προσωνύμιο Κοσμικό Μαργαριτάρι και που θα απάλλασσε το μάγο από τις κατάρες που τον κυνηγούσαν. Και βέβαια ο Κόμπες δε γελούσε ούτε με τον Αϊμεμάτου τον Καταβροχθιστή, ούτε με το Ξόρκι των Εφτά Στρωμάτων Μαργάρου, ούτε με τον άγνωστο τελευταίο φύλακα του Κοσμικού Μαργαριταριού, ούτε καν με το Βατραχασβό, ένα πλάσμα με μούρη και πόδια βατράχου, σώμα, ουρά και αυτιά ασβού και μέγεθος ελέφαντα. Όχι, δε γελούσε με τίποτ’ απ’ αυτά. Με άλλο γελούσε. Ο Πετρεξού ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι του, γυμνός από τη μέση και κάτω. Είχε τα πόδια του ανοιχτά κι ανάμεσά τους στεκόταν μια κοπελίτσα μ’ ένα βαζάκι καταπραϋντικό στο χέρι, η οποία είχε επιφορτιστεί με το δύσκολο καθήκον να του αλείφει τα πισινά με το καταπραϋντικό. Γύρω από τους τρεις άντρες, ο μάγος είχε σχηματίσει ένα Παραβλέπω, ένα κάπως ασυνήθιστο ξόρκι που απ’ έξω έμοιαζε με μουσαμαδένια ομπρέλα κι από μέσα έμοιαζε να μην υπάρχει. Αυτό εξασφάλιζε στη συζήτησή τους μια κάποια εχεμύθεια, γιατί η κοπελίτσα –μια από τις παρακόρες του πανδοχέα- δε μπορούσε ούτε να ακούσει, ούτε να δει τι έκαναν κάτω από την ομπρέλα. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν τα γυμνά, ελαφρώς τριχωτά πισινά του Πετρεξού κι ίσως και κάτι από τον υπόλοιπο αντρικό εξοπλισμό του. Ο μάγος είχε καθυστερήσει στη βιβλιοθήκη του Χάρατς κι η δύση του ηλίου τον είχε βρει σκυμμένο πάνω από τις περγαμηνές. Βγαίνοντας από τη βιβλιοθήκη συνειδητοποίησε με τρόμο ότι τα βήματά του τον πήγαιναν προς έναν πάγκο με ρούχα, του οποίου ο ιδιοκτήτης ετοιμαζόταν να τα μαζέψει και να πάει σπίτι. Εκεί, κάτω από τα έκπληκτα μάτια του έμπορου, αγόρασε ένα τρίχινο σώβρακο, το φόρεσε μέσα στη μέση του δρόμου, ταράζοντας κάτι κοπελίτσες που περνούσαν από κει και συνέχισε το δρόμο του. Βέβαια, ακόμη και στις αρχές του φθινοπώρου, ακόμη και στο Χάρατς όπου το κρύο τσούζει λιγάκι, ένα τρίχινο βρακί μπορεί να προκαλέσει διάφορους ερεθισμούς σ’ ένα δέρμα που έχει μάθει να φοράει μόνο φαρδιά λινά σαλβάρια και βαμβακερά σώβρακα. Έτσι ο μάγος, βρίζοντας μυστικά τον κλέφτη για την παράξενη κατάρα, έφτασε στο πανδοχείο με τον πισινό του συγκαμένο και το δέρμα στην υπόλοιπη περιοχή στα όρια της διαμαρτυρίας. Και με κάθε σπατουλιά καταπραϋντικού, ο Πετρεξού βογκούσε κι ο Κόμπες κακάριζε. -Το θέμα (άουτς) δεν είναι το Άντρο (ωχ-ωχ-ωχ). Το θέμα είναι ότι για να φτάσουμε στο Άντρο (αχ! πόνεσε!) πρέπει να περ- (αχ!) –άσουμε πρώτα από (εκεί! εκεί!) το Λάκκο Με Τα Κόκκαλα. -Πφρρρρρτ… συγκρατήθηκε ο Κόμπες. -Ο Λάκκος Με Τα Κόκκαλα είναι (αχ, δροσιά! ναι!) ο τόπος των δημόσιων εκτελέσεων. Κι αυτό (λίγο πιο δεξιά) το λέω για όσους δεν έχουν ξανάρθει στο Χάρατς (φιου-φιου-φιου-φιου!). -Πφφφφφρρρρρτττττ… ξανασυγκρατήθηκε ο Κόμπες. -Το ζήτημα είναι, έσφιξε θυμωμένα τα δόντια του ο μάγος, ότι την είσοδο τη φυλάνε έξι Σαφραγάντ (αχ-αχ-ωχ). Ξέρεις τι είναι τα Σαφραγάντ, Κόμπες παιδί μου; -Τε-… Τέρατα… που συ-… συ-… συγκαίγονται τακτικάχαχαχαχα; Ο κλέφτης έπεσε πίσω ξαπλώνοντας ανάσκελα πάνω στο στρώμα και το κεφάλι του βγήκε έξω από το Παραβλέπω, σαστίζοντας την κοπελίτσα με τα χαχανητά του. Μέσα στους ποταμούς δακρύων από το γέλιο, ένιωσε το χέρι του Πισκιλί να τον ξανατραβάει μέσα στο ξόρκι. -Έλα μέσα ρε ηλίθιε, έκανε χασκογελώντας κι ο ίδιος. -Κόμπες σύνελθε γιατί μα την (αχ-αχ, όχι έτσι κοπέλα μου) πίστη μου θα σε μεταμορφώσω σε ευνουχισμένη γάτα. Ο κλέφτης προσπάθησε να συμμορφωθεί, με τεράστια προσπάθεια και οικτρά αποτελέσματα. -Και πώς μπαίνουμε στην αρένα; Έκανε ο Πισκιλί, προσπαθώντας να σώσει την κατάσταση. -Εσύ γιατί να (άουτς, είπα!) μπεις; Δε χρειάζεται να βάλεις τέτοιο κίνδυνο στο κατόπι σου για μια (ουφ-κιούουουουου) βλακεία του Κόμπες… -Πφρρρρρρ… -Σκάσε ρε άνθρωπε, σκάσε να σε χαρώ! Ο Πετρεξού ήταν σε απίστευτο ψυχολογικό χάλι. Απίστευτο όμως. -Όχι, είπε ο ημεροδρόμος. Νομίζω όμως ότι μπορώ να βοηθήσω. Έχω μια κάποια εμπειρία και με υβρίδια πλασμάτων και με καταβροχθιστές. Κι όσο για τα Σαφραγάντ, ε, έξι χέρια είναι προτιμότερα από τέσσερα. -Και… τα δύο… να… να… να… -Να τι; -Να ‘ναι πάνω σε συγκαμένο κώλοχαχαχαχαχαχα! Ο Πετρεξού τσαντίστηκε τόσο που η μούρη του μπλάβιασε. Μάζεψε φουριόζος το χάρτη, έσπασε το ξόρκι του Παραβλέπω και ούρλιαξε εκτός εαυτού: -ΠΑΡ’ ΤΟΝ ΑΠΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ ΠΙΣΚΙΛΙ, ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΤΟΥ ΑΝΟΙΞΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ! Ο ημεροδρόμος πήρε τον Κόμπες από το χέρι, και τον οδήγησε έξω, εν μέρει γιατί ο κλέφτης δεν έβλεπε μπροστά του από τα δάκρυα κι εν μέρει γιατί αν μπορούσε να δει, προφανώς θα καθόταν μέχρι ο Πετρεξού να γίνει μαύρος από το κακό του. Η κοπελίτσα είχε μείνει ακίνητη, σαστισμένη από τον καταιγισμό των γεγονότων, με τα χέρια πασαλειμμένα καταπραϋντικό, αλλά ενώ κάποιος θα περίμενε να είναι κατακόκκινη (λόγω της αποκάλυψης εκείνων των προσόντων του Πετρεξού που μέχρι τώρα δεν μπορούσε να δει) εκείνη δεν ήταν. Το αντίθετο, κοιτούσε το μάγο μ’ ένα βλέμμα που θα μπορούσε κανείς να το πει και παιχνιδιάρικο. -Τι κοιτάς εσύ; Γρύλισε ο μάγος. Βλέπεις κάτι που δεν έχεις ξαναδεί; -Ε… όχι, έκανε το κορίτσι. Έχω ξαναδεί γυμνό άντρα. Και μάλιστα αυτόν τον συγκεκριμένο γυμνό άντρα... Και χαμογέλασε αυτάρεσκα. Ο μάγος την κοίταξε παραξενεμένος. Ήταν μικροσκοπική, σα γατάκι, μελαχροινή, με κατάμαυρα μεγάλα μάτια και βλεφαρίδες τόσο χοντρές που έλεγες ότι καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να τις ανοίξει. Μέσα στην τσαντίλα του πρόσεξε το βλέμμα της που του θύμισε πράγματα που είχε από πολλά χρόνια ξεχάσει. Ανακάθησε, όχι χωρίς κάποια δυσκολία κι είπε ανεξιχνίαστα, με την σκέψη του να διοχετεύεται σε κανάλια άλλα από εκείνα της απόπειρας δολοφονίας κατά του Κόμπες: -Πώς σε λένε; -Ω, έχω πολύ συνηθισμένο όνομα, έκανε εκείνη χαμογελαστά. Με λένε Γάτικ -Ναι, συνηθισμένο όνομα. Αλλά και πολύ όμορφο. Ξέρεις τον εταίρο μου τον λένε Γάτικ. Αλλά έχει χρόνια που έφυγε για ένα προσκύνημα… Τέλος πάντων, τι σε νοιάζουν εσένα αυτά; Σ’ ευχαριστώ για το καταπραϋντικό, Γάτικ. Νιώθω πολύ καλύτερα τώρα. Και μας συγχωρείς για την τρομάρα που σου δώσαμε. Το κορίτσι χαμογέλασε απαλά και κοίταξε προς την πόρτα. -Δεν τρόμαξα, είπε σιγανά σα να φοβόταν να μην την ακούσουν. Δεν τρομάζω εύκολα. Να φανταστείτε κύριε, κάποτε είδα την τελετή ανάθεσης προστασίας ενός μάγου σ’ έναν μαχαιρόδοντα και πάλι δεν τρόμαξα… Τα μάτια του Πετρεξού κόντεψαν να πεταχτούν από τις κόγχες τους, καθώς το παρελθόν ερχόταν προς το μέρος του χοροπηδώντας χαρωπά. Αλλά κρατήθηκε και δε φώναξε, γιατί τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρότερα απ’ ό,τι υπολόγιζε. Το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα συναίσθημα που θα μπορούσες να το πεις βαθιά αγάπη. -Για κλείσε την πόρτα κι έλα να σου πω δυο λογάκια στο αυτάκι σου, είπε και γδύθηκε εντελώς. Η κοπελίτσα έγλυψε τα χείλη της κοιτώντας ό,τι μέχρι τώρα δε μπορούσε να δει και πολύ καθαρά και χαμογέλασε αυτάρεσκα. -Ελπίζω μόνο να μην σας πονέσουν οι πληγές σας, κύριε, έκανε τάχα ανήσυχη για την υγεία του. -Ε, κάτι θα κάνουμε και γι’ αυτές, ήταν η απάντησή του, την ώρα που η Γάτικ έβγαζε τα δικά της ρούχα και του φανέρωνε τη γύμνια της. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted August 30, 2007 Author Share Posted August 30, 2007 Ι. Το Χάρατς είναι μια μικρή πόλη. Μικρή, με την έννοια των λίγων κατοίκων, γιατί ως προς το μέγεθος απλώνεται αραιή-αραιή, σα νερωμένο γάλα. Με τα μέτρα του Ζουμζερί είναι κάπως επαρχιώτικη, χωρίς εκείνη την κοσμοπολίτικη πατίνα που λουστράρει τις προσόψεις κάποιων άλλων πόλεων, όπως η Καπερνιφλόρα ή η Σου-Αλ-Σου. Οι δρόμοι του Χάρατς είναι στρωμένοι με ψιλό χαλίκι, οι πλατείες του έχουν πηγάδια αντί για κρήνες, οι κατοικίες των απλών πολιτών όπως και τα δημόσια κτίρια μοιάζουν με σκηνές, οι κάτοικοι κοιμούνται με τις κότες και ξυπνάνε με τα κοκόρια. Κοντολογίς είναι μια μικρή κωμόπολη, σεμνή και μαζεμένη, που έχει ένα και μοναδικό αξιοθέατο: μια αρένα δημοσίων εκτελέσεων στη μέση ακριβώς την ύπαρξής της. Οι τρεις σύντροφοι δε συνάντησαν καμμιά δυσκολία στο δρόμο τους από το πανδοχείο ως την αρένα. Εκτός βέβαια από τον Κόμπες που έψαχνε όπως πάντα για σκιές να τον καλύπτουν και δεν έβρισκε. Πού να βρεθεί σκιά, όταν τα πάντα μοιάζουν με τσαντίρι; Νοερά βρισίδια με στόχο κατά κύριο λόγο το Βυζβόρουν αλλά και το Βέεμ-Ο, τον θεό του καιρού, Εκείνον Που Βρέχει Και Χιονίζει Και Τα Μάρμαρα Ποτίζει, είχαν πλημμυρίσει το κεφάλι του. Οι άλλοι δύο πίσω του περπατούσαν σιγανά, σα ποντικοί στην κρεβατοκάμαρα μιας γάτας, αλλά το εξασκημένο αυτί του κλέφτη μπορούσε να τους ακούσει ακόμη κι όταν το δροσερό νοτιαδάκι φυσούσε βουίζοντας ανάμεσα στα κτίρια. Ο Πετρεξού δε φορούσε τα αγαπημένα του πασούμια με τις μύτες, αλλά είχε διαλέξει ένα είδος μπότας, σαν κάλτσα που έπνιγε τους ήχους. Όμως το σαλβάρι του έκανε αρκετή φασαρία για τρία ζευγάρια πασούμια. Στις παλάμες του είχε γράψει με κόκκινο μελάνι έξι ξόρκια και στο κούτελό του ένα έβδομο. Ο Πισκιλί είχε κι αυτός απαρνηθεί τα συνηθισμένα του υποδήματα, τα κλειστά από παντού σανδάλια των ημεροδρόμων, για ένα παρόμοιο ζευγάρι μπότες. Κι ο Κόμπες; Ο Κόμπες είχε γι’ άλλη μια φορά αφεθεί στα χέρια του Πετρεξού, όσο αφορά την αμφίεση και την υπόδησή του. Φορούσε ένα κοντό χιτώνα, σε σκούρο μπλε χρώμα, ένα ζευγάρι σανδάλια που έφταναν ως το γόνατο κι είχε δεμένο στο λαιμό του έναν μανδύα από το ίδιο σκούρο μπλε ύφασμα του χιτώνα. Τσεκούρι, σπαθί και στιλέτο ήταν στις θέσεις τους, έτοιμα για χρήση. Και στο λαιμό του, όπως και στο λαιμό του μάγου και στο λαιμό του ημεροδρόμου, κρεμόταν ένα παράξενο φυλαχτό, μεγάλο όσο μια γυναικεία παλάμη, που έμοιαζε με ήλιο καμωμένο από πηλό. Υπήρχε όμως και μια τέταρτη φιγούρα μπροστά τους, μια αδύνατη, σκυφτή κοριτσίστικη φιγούρα, που περπατούσε μ’ ελαφρύ βήμα. Ήταν η Γάτικ, η παρακόρη του πανδοχέα, που είχε αναλάβει να τους οδηγήσει στην αρένα. Τα βήματά της, αντίθετα από των υπόλοιπων, δε θα ακούγονταν ακόμη κι αν όλη η πλάση κρατούσε την ανάσα της. Ήταν παράξενα γατίσια βήματα, βήματα μιας μικροσκοπικής γατούλας που προσπαθεί να κάνει σκανταλιές. Ο Κόμπες δεν καταλάβαινε γιατί η κοπέλα αυτή είχε τέτοιο περπάτημα και το περπάτημα ήταν ο τρόπος του να ξεχωρίζει τους φίλους από τους εχθρούς. Κι επίσης δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να τους οδηγήσει κάποιος στην αρένα, αφού θα μπορούσαν με λίγο ψάξιμο και μερικές ερωτήσεις να βρουν το δρόμο μόνοι τους. Και τέλος δεν καταλάβαινε γιατί η παρουσία της Γάτικ τσιγκλούσε την αίσθησή του του υπερφυσικού. Εξ ου και είχε φέρει δήθεν τυχαία το αριστερό του χέρι μπροστά στ’ αχαμνά του. Κάποια στιγμή η αρένα φάνηκε μπροστά τους. Δεν ήταν τίποτε μεγαλόπρεπο, όπως ας πούμε η Αρένα των Πολιτικών Ξεκαθαρισμάτων στη Γιαγιαγκατουμπού, που βούλιαζε θαρρείς από τα μάρμαρα, τα ψηφιδωτά και τα χρυσά ένθετα τις κολώνες. Ήταν μάλλον ένα στρογγυλό αμφιθέατρο, με δυο τρεις πύλες από σχιστολιθικές πλάκες και κάτι σαν τέντα να σκεπάζει τις κερκίδες του. Έλειπαν εντελώς οι φρουροί ή οποιοιδήποτε άλλοι υπάλληλοι. Δεν υπήρχε και τίποτε να φυλαχτεί βέβαια, γιατί το κτίριο ήταν εντελώς γυμνό από στολίδια. Και πέρα από την έλλειψη αντικειμένων άξιων να γίνουν λεία ενός κλέφτη, όταν έχεις έξι πειναλέα Σαφραγάντ να κυκλοφορούν μέχρι εκεί που φτάνει η αλυσίδα τους, δε χρειάζεσαι περεταίρω προφυλάξεις. Η κοπελίτσα τους πέρασε από μια πύλη και τους οδήγησε μέσω ενός θολωτού διαδρόμου στις κερκίδες. Το φεγγάρι είχε ακόμη λίγες μέρες ως την πανσέληνο, αλλά το φως ήταν αρκετό για να μπορέσει ο καθένας να φρίξει και να εμέσει το δείπνο του, παρατηρώντας τα Σαφραγάντ, που ροχάλιζαν μακάρια. Μούρη σαύρας, σώμα πιθηκοειδές αλλά άτριχο, δέρμα στο καφετί της μούμιας, χέρια και πόδια μακριά, με νύχια χοντρά όσο ένα αντρικό μπράτσο και μεγάλα όσο δυο πήχεις, ουρά επίσης σαύρας, με αγκάθια στην άκρη της και δύο μικρά κακιασμένα μάτια πάνω από τη χοάνη με τις δοντάρες, που κάποιος ευφάνταστος θα μπορούσε να πει στόμα. Τα Σαφραγάντ δεν ήταν τα ομορφότερα των πλασμάτων, ούτε και τα πιο χρήσιμα, αλλά δεν ήταν και για να τα αγνοείς, ειδικά όταν τα γουργουρητά των στομαχιών τους έφταναν ως τ’ αυτιά σου, δέκα σειρές καθίσματα απόσταση. Έξι από δαύτα κοιμόνταν αξιολάτρευτα περιμετρικά της αρένας, που στο κέντρο της είχε έναν τεράστιο λάκκο γεμάτο κόκκαλα, με το πρωτότυπο όνομα ο Λάκκος Με Τα Κόκκαλα. Οι τρεις άντρες άφησαν την κοπελίτσα να τους περιμένει κρυμμένη στις σκιές του θολωτού διαδρόμου και πήραν να κατέβουν στην αρένα όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν. Στις μύτες των ποδιών, πέρασαν ανάμεσα από δύο Σαφραγάντ και πλησίασαν την άκρη του Λάκκου. «Όταν κάποιος καταδικαστεί σε θάνατο στο Χάρατς,» τους είχε πει ο Πετρεξού, «οι νομοφύλακες της πόλης τον πετάνε στην αρένα και τα Σαφραγάντ που είναι σχεδόν μονίμως νηστικά, τον τρώνε. Στην πραγματικότητα δεν τον τρώνε απλώς, τον ξεκοκκαλίζουν. Κι ό,τι περισσέψει, το πετάνε στο Λάκκο.» Το θέαμα ήταν αρκούντως μακάβριο, αλλά όταν έχεις να διαλέξεις μεταξύ μιας βουτιάς σε ένα φορτίο από ανθρώπινα κόκκαλα και μιας συμμετοχής στο νυχτερινό σνακ έξι κακιασμένων τεράτων, είθισται να προτιμάς το πρώτο. Έτσι οι τρεις άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους για να πάρουν θάρρος και με κομψές κινήσεις, βούτηξαν μέσα στα κόκκαλα, σαν να ‘χαν φτάσει στην Ουράνια Ακτή μετά από ενός μήνα πεζοπορία στις Μικρές Ερήμους. Τα φυλακτά στους λαιμούς τους άστραψαν, λες και μέσα στους πήλινους ήλιους ήταν κρυμμένη λίγη από τη δύναμη του πραγματικού. Τσιριχτά γρυλίσματα έφτασαν ως τ’ αυτιά τους, σημάδι ότι το ξόρκι που θα τους μετέφερε στο Άντρο του Μαργαριταριού είχε μισοξυπνήσει τα πεινασμένα τέρατα. Αν και χοντρές αλυσίδες τα περιόριζαν στην αρένα, ο Λάκκος ήταν μέσα στην ακτίνα εμβέλειάς τους. Το ξόρκι άρχισε να κάνει ένα κουδουνιστό θόρυβο κι αυτό ξύπνησε εντελώς τα Σαφραγάντ. Ο Πετρεξού πήρε να μουρμουρίζει μια αρχαία ψαλμωδία, τόσο αρχαία που ο Κόμπες ένιωσε τα κόκκαλα του κεφαλιού του να τρίζουν προσπαθώντας να χωρέσουν την αρχαιότητά της. Ο Πισκιλί δεν έδειξε να επηρεάζεται το ίδιο, αλλά ο κλέφτης ένιωθε απαίσια. Ήταν σα να χτυπούσε κάποιος ένα πολεμικό τύμπανο στα μηνίγγια του, σαν να έπεφτε και να ξανάπεφτε όλη η γη πάνω στο κεφάλι του. Ένιωσε όλο του το κορμί να ταράζεται από ένα τρέμουλο, μια παλινδρομική κίνηση που δε μπορούσε να ελέγξει κι ύστερα είχε την αίσθηση ότι το σαγόνι του τραβιόταν προς τα έξω, ότι οι ώμοι του μεγάλωναν τερατώδικα, ότι τα πόδια του και τα χέρια του άνοιγαν σε γιγαντιαίες διαστάσεις. Έπεσε, κι ούτε που το κατάλαβε. Η μυστηριώδης ψαλμωδία του μάγου είχε παρασύρει τα κόκκαλα σε στροβιλισμούς γύρω τους. Όταν φάνηκε ο πάτος του Λάκκου, το ξόρκι άλλαξε κι έγινε ακόμα πιο αρχαίο, πιο επιβλητικό, πιο τρομακτικό. Κάτω από τα πόδια τους άνοιξε ένα χάος από σπινθηρισμούς και χρώματα που ενώνονται σε απίστευτα σχήματα και φώτα. Πρώτος έπεσε ο Κόμπες, μετά ο Πισκιλί βγάζοντας μια μικρή κραυγή συγκρατημένου φόβου και τελευταίος ο Πετρεξού, λίγο πριν το νύχι ενός Σαφραγάντ σκαλώσει απαιτητικά στο λαιμό του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted September 3, 2007 Author Share Posted September 3, 2007 ΙΑ. Ο Λάκκος -κι όπου αυτός οδηγούσε- ήταν μέρος ενός Ονακόδονορχ. Και βέβαια για όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με τις μαγικές ορολογίες, ένα Ονακόδονορχ είναι το αντίστροφο ενός Χρονοδόκανου: ενώ το Χρονοδόκανο επισπεύδει το χρόνο σου, το Ονακόδονορχ τον παγώνει. Σ’ ένα Χρονοδόκανο μπαίνεις το ξημέρωμα, μένεις μέσα δυο ώρες κι όταν βγεις έχει φτάσει η δύση του ήλιου. Στο Ονακόδονορχ, μπαίνεις τα μεσάνυχτα, μένεις μέσα δύο μέρες κι όταν βγεις είναι πάλι μεσάνυχτα της ίδιας μέρας που μπήκες. Αυτό βέβαια θα δυσκόλευε τους τρεις συντρόφους στην επιστροφή, γιατί όταν θα γύριζαν, τα Σαφραγάντ θα είχαν μόλις ξυπνήσει και θα ήταν έτοιμα για ένα νυχτερινό τσιμπολόγημα, αλλά μ’ αυτό θα ασχολούνταν όταν θα έφτανε εκείνη η ώρα. Δηλαδή αυτή η ώρα. Που ζούσαν τώρα. Ή κάτι τέτοιο. Γενικά τα Ονακόδονορχ οδηγούν σε μαγικά μέρη ή μάλλον σε μέρη όπου βρίσκονται μαγικά αντικείμενα. Είναι δύσκολο να μπεις μέσα κι εξίσου δύσκολο να βγεις, αλλά η εικόνα συνήθως σε αποζημιώνει. Με την ολοκλήρωση του αρχαίου ξορκιού, ανοίγεις τα μάτια σου κι έχεις μπροστά σου φαντασμαγορικά κτίσματα ή μυστηριακά τοπία ή ακόμη και σημεία σπάνιας ομορφιάς. Βράχοι που στραφταλίζουν, γκρεμοί κοντυλογραμμένοι, πεδιάδες σκεπασμένες με απαλό γρασίδι και δάση ειδυλλιακά που κρύβουν φρουρούς και ξόρκια προστασίας, σε προκαλούν ν’ αντιμετωπίσεις τις παγίδες τους για να φτάσεις αυτό που ψάχνεις. Αν και κάποιες φορές τείνεις ν’ απογοητεύεσαι. Το ξόρκι άφησε τους τρεις συντρόφους ζαλισμένους μέσα στο Ονακόδονορχ. Δεν ήταν τίποτε εντυπωσιακό. Μια πεδιάδα πίσω τους, μια λεπτή φλύδα φεγγαριού να φωτίζει ένα γύρω και μπροστά τους ένας χαμηλός πέτρινος λόφος. Η μπασιά μιας σπηλιάς έχασκε μαύρη στα ριζά του λόφου. Στο βάθος της κάτι έβγαζε μια θολή δυσοίωνη μαρμαρυγή, ένα φως που δε φώτιζε, αφιλόξενο κι εχθρικό. Ο Κόμπες πήρε πολλές βαθιές ανάσες να συνέλθει. Οι ανάσες τον βοήθησαν να καταπολεμήσει και την αίσθηση ναυτίας που του είχε προκαλέσει ο στροβιλισμός μέσα στο πολύχρωμο χάος. Η ψαλμωδία του Πετρεξού τον είχε ταράξει απίστευτα, ήταν κάτι που δεν του είχε ξανατύχει ποτέ. Έκανε μια σημείωση στο νου του, να τον ρωτήσει όταν τελείωναν όλ’ αυτά κι έτριψε το σβέρκο του για να βρει τον εαυτό του. Πήρε μια τελευταία βαθιά ανάσα και κοίταξε τους άλλους δύο. -Πηγαίνουμε; Ο Πετρεξού κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Η έκφρασή του έλεγε ότι δεν είχε πει όλα όσα θα έπρεπε να είχε πει για να προετοιμάσει κατάλληλα τον κλέφτη και τώρα δίσταζε για τον φόβο εκτόξευσης κατραπακιών (αν και ο Κόμπες όλο απειλούσε αλλά ποτέ δεν είχε απλώσει χέρι πάνω του). Από την άλλη ο θυμός για το καζίκι με το τρίχινο σώβρακο δεν του είχε περάσει εντελώς –για να μην υπολογίσουμε και τη συσσωρευμένη τσαντίλα για τα γεγονότα των προηγούμενων ημερών- και μια σπίθα εκδικητικής ευχαρίστησης φώτιζε τις γωνίες των ματιών του. -Κόμπες, είναι κάτι που πρέπει να ξέρεις. Μονομιάς ο κλέφτης ξέχασε τις απορίες του κι επικεντρώθηκε στο μάγο. Τα μάτια του στένεψαν. Ο Πισκιλί σπάνια είχε δει μάτια να στενεύουν τόσο απειλητικά και να μπορείς να τα ξεχωρίσεις στο φεγγαρόφωτο. -Για πες τι δεν ξέρω, σφύριξε φιδίσια ο Κόμπες. -Για να λυθούν οι κατάρες που εσύ, επαναλαμβάνω εσύ, έχεις ρίξει πάνω μου, θα πρέπει να φτάσω ως το Κοσμικό Μαργαριτάρι και να το πιάσω με τα ίδια μου τα χέρια. -Άντε, λοιπόν ξεκίνα. -Μόνο που ένας μάγος δε μπορεί να μπει στο Άντρο του Μαργαριταριού. Το Πρώτο Στρώμα Μαργάρου θα με κάψει ζωντανό αν προσπαθήσω να περάσω από μέσα του. -Ε και πώς θα γίνει τότε; Ο Πετρεξού σκάλισε λίγο με το νύχι του την άκρη του πήλινου ήλιου που κρεμόταν από το λαιμό του. -Θα αλλάξουμε σώματα. -Πώς το πες αυτό; Ούτε φάτσα να κοκκινίζει σαν αστακός είχε δει ποτέ ο Πισκιλί στο φεγγαρόφωτο. Έκανε μια διακριτική κίνηση, ένα μόνο βηματάκι προς τα πίσω, για να απομακρυνθεί από τη μέση απόσταση που μπορούσε να φτάσει το χέρι-κουπί του κλέφτη. -Θα κάνουμε ένα ξόρκι, ώστε η ψυχή σου να μπει στο σώμα μου και το αντίθετο και έτσι θα μπορ- -Πώς το πες αυτό; -…-έσεις να μπεις μέσα, να χαϊδέψεις το Κοσμικό Μαργαριτάρι και να λυθεί η κατάρα που εσύ, επαναλ- -ΠΩΣ ΤΟ ΠΕΣ, ΛΕΩ, ΑΥΤΟ; -…-αμβάνω εσύ, έριξες πάνω μου. Τώρα ο Πισκιλί μπορούσε να ξεχωρίσει και καπνούς να βγαίνουν από τ’ αυτιά του Κόμπες, αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι έπρεπε να εμπιστεύεται πια τα μάτια του. Ο κλέφτης άρχισε να τραντάζεται, σαν να τον είχε χτυπήσει τεταρταίος πυρετός. -ΑΥΤΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕΣ ΠΡΙΝ ΞΕΚΙΝΗΣΟΥΜΕ; -Πες ότι παίρνω την εκδίκησή μου, που με έκανες να πηγαίνω με πόρνες μπροστά στα μάτια της Μέρσας και που την έκανες να πηγαίνει με διάφορους σεξομανιακούς και που με έκανες να θέλω να το κάνω με άντρες και με ζώα και που με έκανες να βάλω τρίχινο βρακί και να συγκαώ και… Σε κάθε φράση του Πετρεξού, ο Κόμπες έσπαγε κι από λίγο. Στην αρχή ίσιωσαν τα φρύδια του, ύστερα έσβησε η φονική λάμψη στα μάτια του, κατόπιν το χρώμα του ξαναγύρισε από το φραουλί στο κρεατί και (μπόνους λόγω εξαιρετικών επιδόσεων των υπαλλήλων) ήρθε κάτι σαν ευθυμία να λάμψει για εκατοστά του δευτερολέπτου στην άκρη του δεξιού του ματιού. Στο τέλος ο θυμός τού πέρασε ολότελα, αλλά κατάφερε να κρύψει ότι κι η δυσαρέσκεια τού ‘χε περάσει ολότελα. Ο Πισκιλί έβλεπε τώρα και πάλι έναν κλέφτη όπως τον είχε πρωτογνωρίσει, δέκα χρόνια πριν, μια άγρια νύχτα του χειμώνα έξω από το Νοχάρβος. -Τέλος πάντων, έκανε ο Νότιος με δυσφορία. Άντε να τελειώνουμε, γιατί έχω αρχίσει να βαριέμαι. -Πισκιλί, άναψε μια φωτιά, είπε ο μάγος. Θα βρεις ξύλα στην είσοδο του Άντρου. Κι εσύ, πιες μια γουλιά από αυτό και με το υπόλοιπο πασάλειψε τη μούρη σου και την καρδιά. Ο μάγος έδωσε του κλέφτη ένα φιαλίδιο μ’ ένα φωσφοριζέ κίτρινο υγρό, κρατώντας ένα παρόμοιο φιαλίδιο για τον εαυτό του. Ο ημεροδρόμος μάζεψε μερικά ξύλα κι άναψε μια φωτιά όπως του ζητήθηκε. -Πολύ περίεργα είναι αυτά τα ξύλα, έκανε κάποια στιγμή. Ο Πετρεξού δε μίλησε κι αυτό ήταν ύποπτο. Πολύ αργότερα, στο δρόμο της επιστροφής στο Ζουμζερί θα τους ομολογούσε ότι δεν ήταν ξύλα, αλλά κόκκαλα μάγων που είχαν προσπαθήσει να περάσουν το Πρώτο Στρώμα Μαργάρου. Παρ’ όλο που και ο ημεροδρόμος και ο κλέφτης κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, κανείς από τους δυο δε ζήτησε εξηγήσεις. Ο Πετρεξού κι ο Κόμπες ένωσαν τα χέρια τους πάνω από τη φωτιά κι ο μάγος άρχισε να μουρμουρίζει ένα παράξενο λαρυγγώδες ξόρκι. Το φωσφοριζέ υγρό στα πρόσωπα και τα στήθη τους τούς έδινε μια παράξενη, απόκοσμη όψη, σαν δυο δαιμόνων που κλείνουν μια σατανική συμφωνία. Λίγο-λίγο έπιασε να φυσάει ένα απαλό αεράκι, παράδοξο κι αυτό, που φυσούσε από δυο μεριές ταυτόχρονα, έτσι που και οι δύο να το νιώθουν να τους χτυπάει από την πλάτη. Ο Πισκιλί σιωπούσε, διότι ως φρόνιμος άνθρωπος ήξερε ότι ένα ξόρκι μπορεί να κάνει μεγάλες ζημιές όταν δεν του φέρεσαι με το δέοντα σεβασμό. Το αεράκι δυνάμωνε σιγά-σιγά και κάποια στιγμή άρχισε να κάνει κύκλους γύρω τους, φτιάχνοντας μια περιορισμένη δίνη, που σταδιακά γινόταν όλο και πιο δυνατή. Τα ενωμένα χέρια τους άρχισαν να τρέμουν. Ο Πετρεξού δυνάμωσε τη φωνή του, η λαρυγγώδης εκφορά του ξορκιού ηχούσε απαίσια, μην προοιωνίζοντας τίποτε καλό. Η δίνη σήκωσε σκόνη και στάχτες από τη φλόγα, κι ο αέρας γύρω τους άρχισε να θολώνει. Το τρέμουλο των ενωμένων χεριών έγινε τράνταγμα τόσο δυνατό, που μετά βίας μπορούσαν να διατηρούν τη λαβή τους. Και ξαφνικά, μια απίστευτη κραυγή του μάγου ολοκλήρωσε το ξόρκι, τα χέρια τους λύθηκαν απότομα κι έπεσαν κι οι δυο πίσω στο χώμα. Η δίνη σταμάτησε να στροβιλίζει τη σκόνη αμέσως. Ο Πισκιλί έκανε ένα διστακτικό βήμα μπροστά, ύστερα και δεύτερο. Κοίταξε προς τη μεριά του κλέφτη κι έκανε σιγανά: -Κόμπες; -Έλα. Γύρισε και είδε τον Πετρεξού να προσπαθεί να ανασηκωθεί στους αγκώνες του. -Κόμπες εσύ είσαι; Ο άνθρωπος με το πρόσωπο του μάγου έτριψε τα μάτια του. Ο φωσφορισμός είχε εξαφανιστεί κι από τα πρόσωπα κι από τις καρδιές τους. Έπιασε το πρόσωπό του και το χέρι του σκάλωσε στο μυτερό υπογένειο. Κοίταξε τον άνθρωπο που στεκόταν απέναντί του. Ο άντρας με το σώμα του κλέφτη είχε σηκωθεί όρθιος και τίναζε το χιτώνα και το μανδύα του. -Τα κατάφερες βρε σκύλε; Έκανε με κάτι που έμοιαζε με σεβασμό για τις ικανότητες του άλλου. -Ξεκινήστε γιατί το ξόρκι είναι κάπως ευαίσθητο, ακόμη και μέσα σε ένα Ονακόδονορχ, είπε ο άλλος με κάτι που δεν έμοιαζε με σεμνότητα. Αλλά πριν φύγετε ν’ αλλάξουμε ρούχα. Πρέπει να φοράς ρούχα που έχουν αγοραστεί ειδικά για σένα και στα δικά σου μέτρα για να ξεγελάσουμε τα Εφτά Στρώματα Μαργάρου, να τα πείσουμε ότι το κορμί μου είναι δικό σου. Τα ξόρκια στα χέρια και το κούτελο θα λύσουν τις κλειδαριές των Εφτά Στρωμάτων Μαργάρου. Δυστυχώς αυτά τα ξόρκια μπορούν να γραφτούν μόνο μια φορά το χρόνο, γι’ αυτό και δεν τόλμησα να τα γράψω και σε σένα, Πισκιλί. Για να μπορείς να περνάς από τα Στρώματα Μαργάρου θα ακουμπάς τον Κόμπες από τη στιγμή που θα μπαίνετε ως τη στιγμή που θα βγαίνετε από το Στρώμα. Το ξόρκι θα σας αναγνωρίζει σαν ένα σώμα και θα επιτρέπει και στους δύο να περνάτε από μέσα του χωρίς να σας πειράξει. Ο Πισκιλί τους κοιτούσε εντυπωσιασμένος. «Ο Πετρεξού πρέπει να είναι πολύ σπουδαίος μάγος,» σκέφτηκε, χαζεύοντας τις διαφορές στη στάση σώματος μεταξύ των δύο άλλων. Ο άντρας με το κορμί του μάγου σηκώθηκε κι αυτός. Ψαχούλεψε τη μύτη του, το καρύδι του λαιμού του, τα πλευρά και τα μπούτια του. Έκανε μια γκριμάτσα έκπληξης και πόνου κι έφερε ασυναίσθητα το χέρι του στα πισινά του. -Τσούζει! Έκανε απορημένος. -Και βέβαια τσούζει, γέλασε χαιρέκακα, ο μάγος στο σώμα του κλέφτη. Αφού χτες το απόγευμα συγκάηκα με το τρίχινο βρακί… Πάρε μια γεύση από τις βρισιές σου τώρα. Ο άλλος δε μίλησε, αναστενάζοντας ίσως καρτερικά. Ξαφνικά, σε μια στιγμή σκανδαλώδους περιέργειας, τράβηξε το ζωνάρι και έριξε ένα βλέμμα μέσα στο σαλβάρι. Αυτό που είδε έκανε τα φρύδια του να σηκωθούν σε μια έκφραση έκπληξης. -Ε! έκανε ο μάγος μέσα στο σώμα του κλέφτη. Τι κάνεις εκεί; -Καλοτρώει η Μέρσα βλέπω, χασκογέλασε ο άλλος. -Αυτό δε σε αφορά! Φρένιασε ο μάγος. Ανώμαλος είσαι άνθρωπέ μου; Σ’ αρέσει να κοιτάς αντρικά… τέλος πάντων μόρια; -Δεν είπα κάτι κακό. Το πουλί σου παίνεψα, χασκογέλασε ο Νότιος. Κι αυτό σου το λέει ένας προστατευόμενος του Βυζβόρουν. Θα ‘πρεπε μάλλον να ‘χες κολακευτεί. -Σταμάτα να κοιτάζεις το μόριό μου! -Α-πα-πα η σεμνοτυφία σου… Ούτε τη λέξη «πουλί» δε μπορείς να πεις. Φαντάσου να σε έβαζα να πεις «πούτσος» ή «καυλί». Τσκ, τσκ, τσκ. Και δε μου λες, με τη Μέρσα στα σκοτεινά το κάνετε, ε; Και με τα ρούχα; Και κάτω από το σεντόνι; -ΚΟΜΠΕΣ! -Καλά, καλά. Πώς κάνεις έτσι; Να, γδύθηκα κιόλας. Ο Πετρεξού πήρε να γδύνεται κι αυτός, αποφεύγοντας πρωτίστως συστηματικά και δευτερευόντως επιδεικτικά ν’ αγγίξει ή να κοιτάξει οποιοδήποτε κομμάτι σάρκας δεν του ανήκε εκ γενετής. Στιγμές αργότερα, ο κλέφτης στο σώμα του μάγου, συντροφιά με τον ημεροδρόμο και μια δάδα για φως, έμπαιναν στο Άντρο του Κοσμικού Μαργαριταριού κι ο μάγος στο σώμα του κλέφτη καθόταν δίπλα στη φωτιά, μουρμουρίζοντας σεμνότυφα τσιτάτα. Λίγη ώρα μετά που οι άλλοι δύο είχαν εξαφανιστεί από το οπτικό του πεδίο, έριξε γύρω ένα βλέμμα, λες και υπήρχε κάποιος να τον δει κι ύστερα σήκωσε το χιτώνα του διστακτικά κι έριξε μια ματιά από κάτω. -Φιου! Κι εσύ, κυρ-Κόμπες δεν πας πίσω, έκανε χωρίς να το θέλει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted September 5, 2007 Author Share Posted September 5, 2007 (edited) ΙΒ. Κι εδώ εμφανίζεται αίφνης ένα λογοτεχνικό πρόβλημα. Όταν έχεις να κάνεις με την ψυχή ενός άντρα μέσα στο κορμί ενός άλλου, πώς το αναφέρεις; Είναι ο Κόμπες που περπατάει κατά πάνω στο Ξόρκι των Εφτά Στρωμάτων Μαργάρου ή ο Πετρεξού; Και ποιος είναι έξω από το Άντρο του Μαργαριταριού, δίπλα στη φωτιά και τρώει τα νύχια του; Σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να γίνει μια νοερή συμφωνία μεταξύ κατεργαραίων, για να συνεννοούμαστε. Κι επειδή αντιπρόσωπος των αναγνωστών δε διαφαίνεται στον ορίζοντα, ο λογοτέχνης θα πρέπει να κάνει την καρδιά του πέτρα και να αποφασίσει ο ίδιος τι είναι καλό για όλους. Ας πούμε λοιπόν ότι θα αναφερόμαστε κάθε φορά στην ψυχή κι όχι στο σώμα του ήρωα για τον οποίο μιλάμε. Μόνο που ο Πισκιλί δε μπορεί να το χωνέψει αυτό. Κι όπως είναι φυσικό, κάθε του κουβέντα μπλέκει τα πράγματα. Ή -αν και δεν είναι του παρόντος- τα βοηθάει να ξεμπλεχτούν. -Πετρ-... ε... Κομπ-... ε... αδερφέ; -Ναι, τι; -Τώρα εσύ ποιος απ' τους δυο είσαι; -Α παράτα μας που θα μας κάνεις και καζούρα! Δε μου φτάνει που ο χιτώνας κι ο μανδύας μου έρχονται μεγάλοι, δε μου φτάνει που ο Πετρεξού συγκάηκε αλλά εγώ τσούζω, έχω κι εσένα να κοροϊδεύεις! -Όχι, αλήθεια σου λέω! Πώς να σε λέω; Αλλά ο Κόμπες δεν καταδέχτηκε ν' απαντήσει, βαθύτατα προσβεβλημένος που ο άλλος του έκανε πλάκες μέσα στη κακοτυχία του και ξεχνώντας ότι αντίστοιχες πλάκες και μάλιστα κακόγουστες είχε κάνει πολλές φορές κι ο ίδιος. Το Άντρο δεν έλεγε και πολλά. Τι να λέει δηλαδή; Μια σπηλιά όπως όλες οι άλλες ήταν, σκοτεινή, κάπως υγρή, καμπόσο κλειστοφοβική και ύποπτα ευκολοδιάβατη. Οι διάδρομοί της ήταν αρκετά φαρδιοί για να περπατούν οι δύο άντρες πλάι-πλάι κι αρκετά ψηλοί για να μη βρίσκουν τα κεφάλια τους στην οροφή. Είχαν παράδοξα επίπεδο δάπεδο, σχεδόν σαν πλακοστρωμένο και τραχιά τοιχώματα, όλο γωνίες και κοφτερές επιφάνειες, που αντανακλούσαν το φως της δάδας. Απ' όπου περνούσαν, απόκοσμες λάμψεις προηγούνταν κι έπονταν, σα μάτια μαύρης γάτας που σε παρατηρεί ξαπλωμένη μες τη στάχτη του τζακιού. Η κακόβουλη μαρμαρυγή ήταν πολύ κοντά τους τώρα. Σε μια στροφή της σπηλιάς φάνηκε κι αυτό που την προκαλούσε: ένα σχεδόν κάθετο παραπέτασμα από κάτι που έμοιαζε υγρό. Το υλικό ήταν υπόλευκο κι ιριδίζον κι έβγαζε μια θαμπή ακτινοβολία, που σ' έκανε να θες να το βάλεις στα πόδια και κρυφτείς στην αγκαλιά της μαμάς σου. Ο Κόμπες χούφτωσε με το ένα χέρι τ' αχαμνά του (μένοντας πιστός στις πατρικές συμβουλές που δέχτηκε κάποτε, δευτερόλεπτα πριν ο πατέρας του τον ξωπετάξει από το σπίτι κλωτσηδόν), έπιασε με το άλλο τον Πισκιλί, πήρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε θαρραλέα με το κεφάλι μέσα στο Πρώτο Στρώμα Μαργάρου. Ήταν σα να έπλεαν μέσα σε διάφανο γάλα, η αντίσταση μια ιδέα περισσότερη απ' ό,τι έχει κανείς μέσα στο νερό. Ο Πισκιλί είχε τα μάτια του κλειστά και δεν μπόρεσε να δει τον Κόμπες να μισοκλείνει τα ερπετίσια μάτια του Πετρεξού. Δεν ήταν ότι φοβόταν ή προσπαθούσε να διακρίνει κάτι. Ήταν που η αίσθησή του του υπερφυσικού τού έλεγε ότι αυτήν την εμπειρία την είχε ξαναζήσει. Απ' όσο θυμόταν όμως δεν είχε ποτέ περάσει από το Χάρατς, πόσο μάλλον μπει στο Λάκκο Με Τα Κόκκαλα, στο κέντρο μιας μάζωξης πεινασμένων Σαφραγάντ και φτάσει μέσω ενός Ονακόδονορχ στο Άντρο του Μαργαριταριού. Η παράξενη αίσθηση εξαφανίστηκε απότομα. Ο Πισκιλί άνοιξε τα μάτια κι είδε ό,τι έβλεπε κι ο Κόμπες: τη συνέχεια των σπηλαιωδών διαδρόμων του Άντρου. Ο κλέφτης ένιωσε μια δυνατή φαγούρα στη δεξιά παλάμη και είδε ότι το ένα από τα ξόρκια με κόκκινο μελάνι είχε εξαφανιστεί. Έπειτα γύρισε και κοίταξε το Πρώτο Στρώμα Μαργάρου. Ήταν το ίδιο μαργαριταρώδες υγρό φως που δε φώτιζε, αποκρουστικό και με κακές προθέσεις. Μόνο που κάτι ήταν μια ιδέα διαφορετικό. Ο Κόμπες έριξε και δεύτερη ματιά, πιο προσεκτική, όπως είχε μάθει στο Σενίμ-Σοριέν να ξανακοιτάζει το εμπόρευμα για τυχόν ατέλειες. Έγειρε το κεφάλι αριστερά, ύστερα το έγειρε δεξιά, έφερε το δεξί του χέρι στο σαγόνι υποψιασμένος και τέλος με το ίδιο χέρι έξυσε το στήθος του. Παραξενεύτηκε λιγάκι που σκόνταψε στο υπογένειο του Πετρεξού κι επίσης παραξενεύτηκε που δεν άκουσε το χαρακτηριστικό χρατς-χρατς από τις τρίχες στο στήθος του -ο Πετρεξού ήταν σαφέστατα λιγότερο τριχωτός από τον Κόμπες. Αλλά το πρόβλημα του κλέφτη είχε να κάνει με μάργαρο κι όχι με τρίχες. -Πισκιλί, είπε με την ήρεμη φωνή του μάγου, νομίζω ότι αυτό το πράμμα δεν είναι τελείως κάθετο. -Μμμ, τώρα που το λες... Σα να 'ναι κάπως κυρτό. -Ναι. Και μάλιστα... Σήκωσε το φρύδι υποψιασμένος. -...προς τα μέσα; Τώρα, όπως ξέρουν οι καλοί εκτιμητές πολύτιμων λίθων, ένα μαργαριτάρι αποτελείται από αλλεπάλληλα στρώματα μαργάρου. Κι ο κλέφτης επειδή σαν πρώην έμπορος είχε τις βασικές γνώσεις ενός εκτιμητή, ήξερε ότι τα στρώματα μαργάρου είναι κοίλα προς τα μέσα. Αλλά το Πρώτο Στρώμα Μαργάρου φαινόταν με τα κοίλα προς τα έξω. «Τι πίπα ξόρκι προστασίας είν' ετούτο;» αναρωτήθηκε, αλλά ήταν αρκετά σώφρων ώστε να μην τρομάξει τον Πισκιλί με τις διαπιστώσεις του. -Δε γαμιέται, έκανε τάχα αδιάφορα. Πάμε. -Ε... Πετρ-... ε... Κομπ-... ε... τέλος πάντων, αδερφέ, γιατί χουφτώνεσαι ακόμα; Τότε και μόνο τότε ο Κόμπες κατάλαβε ότι εκ πατρικών συμβουλών ορμώμενος, κράταγε στο χέρι του ό,τι ο Πετρεξού είχε χρόνια και χρόνια καταφέρει να κρατήσει μακρυά από τα χέρια άλλων αντρών. Τίναξε το χέρι πέρα, το σκούπησε με σπαστικές κινήσεις από το χιτώνα του, κοίταξε γύρω σαν να μπορούσε να τον δει κανείς και σφύριξε σα φίδι που έχασε τα αυγά του: -Δεν είδες τίποτε, γιατί αν είδες δε θα καταλάβω ούτε φίλο ούτε αδερφό ούτε τίποτε. Ο Πισκιλί ξεροκατάπιε τάχα τρομαγμένος, αλλά τόσο ο ίδιος όσο κι ο κλέφτης ήξεραν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να προδώσουν ο ένας τα μυστικά του άλλου (παρ' εκτός κι αν επρόκειτο να πέσει χοντρό χάχανο κατά τη διάρκεια χοντρής καζούρας). -Χμφ, έκανε ο άλλος συμφωνώντας. Edited September 5, 2007 by naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted September 8, 2007 Author Share Posted September 8, 2007 ΙΓ. Συνέχισαν να περπατούν στους διαδρόμους του Άντρου. Αν πίστευαν τα λόγια του Πετρεξού –και δεν είχαν λόγους να μην τα πιστέψουν- μετά το Πρώτο Στρώμα Μαργάρου θα περνούσαν το Δεύτερο κι έπειτα θα συναντούσαν το Βατραχασβό. Κι όταν μετά το πέρασμα του Δεύτερου Στρώματος (όπου εξαφανίστηκε ένα ακόμη ξόρκι με κόκκινο μελάνι, από την αριστερή του παλάμη αυτή την φορά) η αίσθηση του υπερφυσικού του Κόμπες άρχισε να χτυπάει τα καμπανάκια της δαιμονισμένα, ο κλέφτης ήταν σίγουρος ότι πλησίαζαν στην πρώτη τους δοκιμασία. Είναι γεγονός ότι κάποιες… σχέσεις είναι καταδικασμένες ν’ αποτύχουν. Παραδείγματος χάρη, όσο ερωτευμένη κι αν είναι μια αλεπού μ’ ένα κουνέλι, κάποια στιγμή μετά τον σεξουαλικό κορεσμό, η αλεπού ψάχνοντας κάτι να αναπληρώσει τις χαμένες της δυνάμεις, θα λιγουρευτεί στιφάδο κι ο κουνελοεραστής θα καταλήξει στην κατσαρόλα με τα κοκκάρια. Η λογική αυτή σειρά όμως μπορεί να ανατραπεί αν στις ερωτοτροπίες εμπλακεί ένα Μπούλου. Και βεβαίως δε χρειάζεται να είναι κανείς από το Τούζκετι για να ξέρει ότι ένα Μπούλου σε κάνει να μη θες να φας τίποτε μέχρι να γυρίσει τρεις φορές η κλεψύδρα που κρύβει στην ζαφειρένια του καρδιά. Κάπως έτσι κατάφερε ο Μαγεμένος Βάτραχος να κοιμηθεί με την καλή του, μέσα στα δροσερά νερά μιας από τις Ξωθοπλάνταχτες Λίμνες, ανάμεσα στα νούφαρα και τα καλάμια. Βέβαια την κακομοίρα τη ασβίνα δεν τη ρώτησε κανείς αν ήθελε να σεξουαλιστεί μ’ έναν μπακακό και μαγεμένο κιόλας. Αλλά ως είθισται όπου ανακατεύονται μάγοι και λοιποί, τα ζώα δεν έχουν λόγο σε ό,τι τους συμβαίνει κι έτσι λίγο καιρό αργότερα, η ασβίνα γέννησε –όχι χωρίς να εκπλαγεί με την ευκολία- έναν βατραχασβό. Τον Βατραχασβό. Που όπως είπαμε και προηγουμένως, είχε μούρη και πόδια βατράχου, σώμα, ουρά και αυτιά ασβού και μέγεθος ελέφαντα. Ο Κόμπες τον είδε πρώτος, άλλωστε περπατούσε μπροστά, σνομπάροντας τη δάδα που κρατούσε ο Πισκιλί. Ίσα που πρόλαβε να κάνει πίσω πριν η απίστευτη χερούκλα του Βατραχασβού, ή μάλλον για να είμαστε ακριβείς η απίστευτη ποδάρα του, πέσει πάνω του και τον κάνει λιάτσα. Ένα πράσινο γλιτσιασμένο πόδι βατράχου έσκασε στα τοιχώματα του διαδρόμου, τόσο μεγάλο που θα μπορούσε να τυλιχτεί γύρω από τον Κόμπες και να τον σηκώσει στον αέρα, όπως ένας άνθρωπος σηκώνει στον αέρα ένα γατί. Πίσω από το πόδι (τέσσερα δάχτυλα, στολισμένα με βεντούζες στην άκρη) φάνηκε το κεφάλι του πλάσματος, βατραχίσιο κι αυτό, με δυο αυτιά στην κορυφή που έμοιαζαν αυτιά ασβού. Δυο γουρλωτά μάτια πνευματικώς καθυστερημένα καρφώθηκαν πάνω στους δυο συντρόφους. Αλλά ο Κόμπες δεν ξεγελάστηκε. Είχε συναντήσει στη ζωή του πολλά κακομούτσουνα πράγματα που όμως δεν ήταν απαραίτητα και ηλίθια κι αυτό δεν φαινόταν να είναι ούτε το πιο κακομούτσουνο ούτε το πιο ηλίθιο. Γι’ αυτό, πριν ο Βατραχασβός ανοίξει το στόμα του για να τον μαζέψει για κολατσιό με την κολλώδη γλώσσα του, ο κλέφτης στο κορμί του μάγου πέταξε τον Πισκιλί πιο πίσω στο διάδρομο, τράβηξε το τσεκούρι του κι ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει το κακό. Και τότε εδέησε να καταλάβει ότι τα πράγματα δεν θα ήταν εύκολα σε αυτήν του την περιπέτεια. Διότι ως Κόμπες –στο κορμί του Κόμπες- είχε συνηθίσει να σηκώνει το τσεκούρι, να το σβουρίζει πάνω από το κεφάλι του και να κάνει ανάλογες ζημιές σε όποιον προσπαθούσε να τον σκοτώσει. Τα μαλακά χέρια του μάγου όμως δεν είχαν και πολύ μεγάλη εξοικείωση με το τσεκούρι, ούτε την ανάλογη σωματική δύναμη ώστε να μπορούν να το σηκώνουν με άνεση. Τα χέρια-κουπιά του Κόμπες που ο κλέφτης είχε συνηθίσει να χρησιμοποιεί, είχαν μένει έξω από τη σπηλιά, δίπλα σε μια φωτιά από κόκκαλα μάγων, καθοδηγούμενα και χρησιμοποιούμενα από τον Πετρεξού. Και τώρα; Τι κάνουμε τώρα; Ασφαλώς και το κορμί του μάγου μπορούσε ως ένα σημείο ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας μάχης, αλλά ο Κόμπες δεν είχε συνηθίσει να είναι κοντύτερος, ούτε λιγότερο δυνατός, ούτε λιγότερο γρήγορος. Και φυσικά δεν είχε συνηθίσει να πολεμάει συγκαμένος… Το συνειδητοποίησε όταν προσπάθησε να τσεκουρώσει το ένα από τα πλακουτσωτά δάχτυλα του Βατραχασβού, βγάζοντας ταυτόχρονα την κραυγή του της μάχης –«ουουουουου»- αλλά ήταν πλέον αργά για να μπορέσει να κάνει πίσω. Το τσεκούρι έπεσε κάπως βαριά στο χώμα, αστοχώντας κι ο κλέφτης έβγαλε μια μικρή κραυγή απογοήτευσης, συνοδευόμενη από ένα χείμαρρο βρισιές που θα έκαναν κι έναν καλικάντζαρο να πατζαριάσει και να τρέχει να βρει πιπέρι να του βάλει στο στόμα. -Ε, να γαμήσω τα Χρονοδόκανα και τα Ονακόδονορχ και τα Σαφραγάντ και τους Υπόγειους Ποταμούς μου μέσα, σκατά, μαλάκα Βυζβόρουν, εσύ φταις για όλα, που έστειλες τον Πετρεξού να πέσει στον έρωτα της Μέρσας, αλλά κι ερωτοχτυπημένε μάγε, δε μπορούσες να κάνεις λίγη γυμναστική, ήθελα να ‘ξερα πώς καταχερίζεις τη Μέρσα, που είθε να γυρίσεις στο Κονάκι σου κι εκείνη να λείπει και να πηδιέται με τον κοσμηματοπώλη κι εσύ γι’ αντίποινα να το κάνεις με το υπηρετριάκι της το δαμασκηνί, που σε γουστάρει και δεν το βλέπεις… Ο Βατραχασβός άπλωσε πάλι το χέρι με τα βεντουζοδάχτυλα, προσπαθώντας να τον βουτήξει, αλλά ο Κόμπες κατάφερε να το αποφύγει, βγάζοντας μια μικρή κραυγή πόνου («τσούζει!»). Έπειτα η γλώσσα του πλάσματος τινάχτηκε μπροστά, όπως των βατράχων όταν προσπαθούν να τσακώσουν μια πεταλουδίτσα για κολατσιό, αλλά ο κλέφτης και πάλι κατάφερε να ξεφύγει (με δεύτερη κραυγή πόνου, «τσούζει το γαμημένο!»). Το πλάσμα άνοιξε το στόμα του κι έβγαλε ένα μυκηθμό, που έδειχνε ότι είχε ψιλοεκνευριστεί με τη μπουκίτσα που δεν έλεγε να κάτσει σε μια μεριά. Ο κλέφτης απελπίστηκε, γιατί το τσεκούρι τού ήταν πραγματικά βαρύ. Το πέταξε προς το Βατραχασβό μ’ όση δύναμη είχαν τα χέρια του Πετρεξού, αλλά δεν έκανε στο τέρας ούτε μια γρατζουνίτσα. Με περισσότερη αυτοπεποίθηση, αλλά και με την προσοχή του συγκεντρωμένη στην προσπάθεια των μυών του, ο Κόμπες τράβηξε το σπαθί και στάθηκε με τα πόδια ανοιχτά, γερά στερεωμένα στο έδαφος να αντιμετωπίσει το Βατραχασβό. Ο Πισκιλί πίσω του ζύγιζε την κατάσταση κι υπολόγιζε αν μπορούσε με την τεχνική πάλης που ήξερε να βοηθήσει το φίλο του με κάποιον τρόπο. Ο Κόμπες όμως δεν ήταν άνθρωπος να ζητάει βοήθεια. Με περισσότερη ευκολία απ’ ό,τι με το τσεκούρι –απ’ όπου εκπορευόταν κι η μεγαλύτερή του αυτοπεποίθηση-, σβούριξε το σπαθί του πάνω απ’ το κεφάλι και κατάφερε μερικές αμυχές στο Βατραχασβό. Το πλάσμα εξαγριώθηκε και προσπάθησε τρίτη φορά να τον τσακώσει με τη γλώσσα. Τότε ο Κόμπες μ’ όση δύναμη είχε, κατέβασε το σπαθί του κι ένα κομμάτι κρέας τινάχτηκε στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Ένα τρομακτικό ουρλιαχτό, που έμοιαζε με βρυχηθμό λιονταριού καμπάνισε στα τοιχώματα του Άντρου του Μαργαριταριού. Ακόμη κι η νοσηρή μαρμαρυγή των Στρωμάτων Μαργάρου τρεμούλιασε από τη έντασή του. Ο ημεροδρόμος έφερε τα χέρια του στ’ αυτιά του ασυναίσθητα, αλλά ο Κόμπες δεν έδειξε να πτοείται. Ενώσω ο Βατραχασβός ούρλιαζε ακόμη, σήκωσε πάλι το σπαθί κι έκοψε ένα κομμάτι από το κοντινότερο βεντουζοφόρο δάχτυλο. Δεύτερο ουρλιαχτό τράνταξε τον τόπο, το βατραχοπόδαρο τινάχτηκε στον αέρα, βατραχασβοαίματα πιτσίλισαν τον τόπο, αλλά ο κλέφτης δεν είχε τελειώσει ακόμη με το τέρας. Ζυγίστηκε στις φτέρνες του και προσπαθώντας να υπολογίσει σωστά τη δύναμη που θα έβαζε, πετάχτηκε σαν ελατήριο καταπάνω στο Βατραχασβό κι αρπάχτηκε από τον αηδιαστικό του σβέρκο. Το πλάσμα κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι για να τον πετάξει από πάνω του, αλλά ο Κόμπες κρατιόταν γερά. -Πάρε το τσεκούρι! Φώναξε στον Πισκιλί. Και πάρε και το σπαθί μου όταν στο πετάξω! Ο ημεροδρόμος υπάκουσε βιαστικά. Πέρασε κάτω από τα πόδια του Βατραχασβού. Η φλόγα της δάδας τσουρούφλισε μέρος της γούνας του τέρατος κι εκείνο διαμαρτυρήθηκε μ’ ένα ακόμη ουρλιαχτό. Ο άντρας χούφτωσε τη λαβή του τσεκουριού κι άρπαξε το σπαθί που του πέταξε ο Κόμπες στον αέρα. Στην πρώτη ένδειξη ότι το πλάσμα κουράστηκε, ο κλέφτης στο σώμα του μάγου τράβηξε το στιλέτο του και το βύθισε στο βατραχίσιο μάτι. Καμμιά από τις προηγούμενες κραυγές του πλάσματος δεν ήταν τόσο δυνατή όσο αυτή η τελευταία. Μικρά συννεφάκια σκόνης έπεσαν από την οροφή του Άντρου και η αντήχηση απείλησε να σπάσει τα τύμπανα του Κόμπες. Η κίνηση του κεφαλιού του Βατραχασβού ήταν τόσο απότομη που ο κλέφτης τινάχτηκε στην άλλη άκρη του διαδρόμου και βρόντηξε στο έδαφος κοντά στα πόδια του Πισκιλί. Ζαλισμένος ακόμη από την πτώση, κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και να τρέξει πίσω από τον ημεροδρόμο, σφίγγοντας ασυναίσθητα στο χέρι του το στιλέτο του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted September 10, 2007 Author Share Posted September 10, 2007 ΙΔ. Σταμάτησαν σε αρκετή απόσταση από το Βατραχασβό για να πάρουν μια ανάσα. Τα ουρλιαχτά του έφταναν ακόμη ως τ’ αυτιά τους, σαν κεραυνοί που πέφτουν κάπου κοντά. -Υποτίθεται ότι έχουν περάσει κι άλλοι από δω; Ρώτησε ο Πισκιλί Ο Κόμπες είδε ότι ο φίλος του κουνούσε τα χείλια του, αλλά δεν άκουσε λόγια. Το μουγκρητό του τέρατος τον είχε κουφάνει παροδικά και ο κόσμος είχε μεταμορφωθεί σε ένα κενό, σιωπηλό σύμπαν. Κούνησε το κεφάλι του δυνατά, αλλά η κίνηση δε φάνηκε να διορθώνει τα πράγματα. -Δε σ’ ακούω, είπε με φωνή μια ιδέα πιο δυνατή από το κανονικό. Ο ημεροδρόμος κατάλαβε και του έκανε νόημα να μην ασχοληθεί άλλο και να προσπαθήσει να ηρεμήσει. -Ας προχωρήσουμε λίγο ακόμη, γιατί το τερατάκι μπορεί να ‘ρθει προς τα ‘δω, είπε πάλι ο Κόμπες με τον ίδιο τόνο φωνής. Πήρε το τσεκούρι του από τον Πισκιλί, αλλά τον άφησε να κρατάει το σπαθί. Μπορεί το τέρας να τους έβρισκε κι αυτό το σπαθί ήταν η μόνη ασφάλεια του ημεροδρόμου, σε περίπτωση που ο κλέφτης δε θ’ άκουγε τις κραυγές του. Περπάτησαν έτσι για λίγο, ο ένας πίσω από τον άλλο, στο φως της δάδας τους. Οι λάμψεις από τα κρυσταλλικά τοιχώματα του Άντρου δεν τους έκαναν καμμιά εντύπωση πια, αλλά η μαρμαρυγή από το ξόρκι των Εφτά Στρωμάτων Μαργάρου γινόταν εντονότερη και απειλητικότερη. Όταν επιτέλους έφτασαν μπροστά το Τρίτο Στρώμα Μαργάρου, σταμάτησαν να ξεκουραστούν πριν το περάσουν. Οι κραυγές του Βατραχασβού είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν πίσω τους, πιθανότατα γιατί το τέρας είχε μειώσει την ένταση των ουρλιαχτών του κι όχι γιατί βρίσκονταν σε ικανή απόσταση από αυτό. Η ακοή του Κόμπες άρχισε να επανέρχεται, αν και αντί για ήχους άκουγε κάτι σαν βουητό. -Ας κάτσουμε μια στάλα, να φτιάξουν και τ’ αυτιά μου, είπε κι η φωνή του είχε γίνει ακόμη πιο δυνατή. Κάθησαν λίγα μέτρα απόσταση από το Στρώμα Μαργάρου, ο Κόμπες με κάποια δυσκολία και με το σχετικό σχόλιο, «άου-άου-τσούζει». Όταν μπόρεσε να βρει μια στάση που να μην τον ενοχλεί πολύ, πήρε να καθαρίζει τα όπλα του. Ο Πισκιλί στερέωσε τη δάδα σε μια εσοχή του βράχου. -Πόσο λες να κρατήσει ακόμη; Έκανε ο κλέφτης δείχνοντας τη δάδα. -Αρκετά, απάντησε ο άλλος κι ύστερα βλέποντας τη δυσφορία στα μάτια του φίλου του επανέλαβε με δυνατή φωνή: ΑΡΚΕΤΑ. -Λες να μας φτάσει για την επιστροφή; -Βλέπουμε. ΒΛΕΠΟΥΜΕ. -Κι αν δε φτάσει; -Κόμπες, μου ‘χεις σπάσει τα νεύρα. Άσε τις κουβεντούλες για όταν ακούς. ΑΣΕ ΤΙΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΛΕΩ. ΚΟΥΦΑΛΟΓΟ. Ο Κόμπες κατέβασε τα μούτρα, σαν πιτσιρίκος που δεν του αγοράζουν γλειφιτζούρι. Πέρασε άλλη μια φορά την άκρη του μανδύα του από το μέταλλο του τσεκουριού, δοκίμασε την κόψη του με την άκρη του δαχτύλου και το έβαλε στο πλάι για να καθαρίσει και το σπαθί. Η αίσθησή του του υπερφυσικού τον τσιγκλούσε ακόμη, αλλά απαλά, λες και αυτό που την ερέθιζε απομακρυνόταν σιγά-σιγά. Αυτό τον είχε κάπως θορυβήσει, περισσότερο κι από την προοπτική ότι θα συναντούσαν σύντομα ένα καταβροχθιστή. Λίγη ώρα αργότερα σηκώθηκαν, πιάστηκαν από το χέρι και πέρασαν το Τρίτο Στρώμα Μαργάρου, με τα ίδια συναισθήματα κι αποτελέσματα που είχαν περάσει και το Πρώτο και το Δεύτερο. Στην άλλη μεριά του απόκοσμου παραπετάσματος οι φωνές του Βατραχασβού δεν ακούγονταν καθόλου κι οι δύο σύντροφοι –κυρίως ο Πισκιλί που είχε τη δυνατότητα να πει με μεγαλύτερη ακρίβεια αν κάτι ακουγόταν ή όχι - αναστέναξαν με ανακούφιση γι’ αυτό. Ο Κόμπες έβρισκε λίγο-λίγο την ακοή του πάλι, αν και όχι τόσο γρήγορα όσο θα ήθελε. Ο κλέφτης είχε πάλι την ίδια αίσθηση του οικείου περνώντας από το Στρώμα Μαργάρου. Κάτι που το είχε ξαναζήσει; Πού; Και πότε; Και κυρίως γιατί δε θυμόταν μια τέτοια εμπειρία; Από το μυαλό πέρασαν όλα τα παρόμοια υγρά πράγματα μέσα από τα οποία είχε αναγκαστεί κατά καιρούς να περάσει: την Πύλη του Χαλκού στην αρχαία Δρου, τον Τοίχο των Αρωμάτων στη Μπιτ-Υ-Μπιτ, το Πέρασμα των Πέπλων στο Μουσείο των Ανύπαρκτων στο Ζουμζερί. Κανένα όμως δεν του είχε δημιουργήσει αυτό το συναίσθημα, όπως το Ξόρκι των Εφτά Στρωμάτων Μαργάρου. Κι όταν κάτι δε μπορούσε να το εξηγήσει εκνευριζόταν. Κι όταν εκνευριζόταν έβριζε. -ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΚΑΝΑΜΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΕΛΕΣ ΤΟ ΓΑΤΟΜΟΥΣΤΑΚΟ ΚΙ ΟΛΗ ΤΗ ΣΠΟΡΑ ΤΟΥΣ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΡΝΤΕΣ ΤΟ ΜΟΡΦΟΝΙΟ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΚΑΛΟΒΑΛΜΕΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΑΣΟΜΥΡΩΔΑΤΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΚΑΟΥΣ ΤΟΝ ΚΙΤΡΙΝΟΔΟΝΤΗ… Το σιχτίρι είχε επικεντρωθεί στο σόι του κλέφτη –μάνα, πατέρας, δυο αδελφοί και δυο αδελφές- αλλά ο Πισκιλί δεν σοκαρίστηκε τόσο από το περιεχόμενο. Η φωνή του Κόμπες ήταν που τον σοκάρησε, γιατί ο κλέφτης δεν είχε βρει εντελώς την ακοή του κι όπως όλοι οι κουφοί, ούρλιαζε. -Χε-χο! Τι φωνάζεις έτσι ρε άνθρωπε; -ΕΕΕΕ; -ΛΕΩ ΤΙ ΦΩΝΑΖΕΙΣ ΕΤΣΙ; -ΔΕ ΦΩΝΑΖΩ! ΠΩΣ ΣΟΥ ΠΕΡΑΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΟΤΙ ΦΩΝΑΖΩ; Τώρα τι να του πεις; Ο ημεροδρόμος είχε την αμυδρή εντύπωση ότι ο άλλος τον ψιλοκορόιδευε κι ότι τα ξεφωνητά ήταν ένας τρόπος να του κάνει πλάκα (άλλωστε ο Κόμπες ήταν διάσημος για τις κρύες πλάκες που σκάρωνε στους φίλους του κατά καιρούς καθώς και για το ότι γελούσε όταν ο άλλος γινόταν μπαρούτι). Η στιγμή όμως ήταν ακατάλληλη τόσο για πλάκες όσο και για φωνές, οπότε ο Πισκιλί απλά του έκανε νόημα να σταματήσει να μιλάει. Υπό αυτές τις συνθήκες πέρασαν και το Τέταρτο και το Πέμπτο Στρώμα Μαργάρου, λίγη ώρα αργότερα. Κι όσο περνούσαν ένα Στρώμα Μαργάρου, τόσο ο Κόμπες εκνευριζόταν, αποτυγχάνοντας να θυμηθεί πότε άλλοτε είχε νιώσει την ίδια παράξενη αίσθηση. Κι όσο εκνευριζόταν, έβριζε. Κι όσο έβριζε, εκνευριζόταν. Αλλά δεν είχε να κατηγορήσει κανέναν για ό,τι του συνέβαινε. Κι αυτό τον εκνεύριζε ακόμη πιο πολύ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted September 12, 2007 Author Share Posted September 12, 2007 Και αφού ποστάρω τα κάτωθι, θα πάω να γράψω και μερικές συνταγές ακόμη, από το Inolic's Secret Book of Tavern Recipes or The Ultimate Try To Full A Senim-Sorian Stomach. ΙΕ. Περνώντας από το Πέμπτο Στρώμα Μαργάρου, η ακοή του Κόμπες είχε σχεδόν αποκατασταθεί. Ευτυχώς, γιατί σ’ αυτό το σημείο της διαδρομής τους υπήρχε ακόμη ένας ήχος, εκτός από τα βήματά τους. Ήταν κάτι ανάμεσα σε βαθιά ανάσα και γουργούρισμα. Κι επιπλέον, ο Πισκιλί, που μπορούσε ν’ ακούει καθαρότερα, ανακάλυψε ότι ο λιγοστός αντίλαλος που είχε το Άντρο είχε εξαφανιστεί κι η κακόβουλη μαρμαρυγή του επόμενου Στρώματος Μαργάρου, δεν φαινόταν πουθενά. -Ο Αϊμεματού ο καταβροχθιστής, μουρμούρισε ο Κόμπες, ειδοποιημένος από την αίσθησή του του υπερφυσικού. Και λίγες στιγμές αργότερα βρέθηκαν μπροστά του. Οι καταβροχθιστές είναι παράξενα πλάσματα. Βέβαια εδώ και καμπόσες σελίδες οι δυο σύντροφοι, μαζί κι ο Πετρεξού στο σώμα του Κόμπες, δεν έχουν συναντήσει ένα φυσιολογικό πλάσμα. Αλλά πώς αλλιώς από παράξενη θα μπορούσε κανείς να περιγράψει μια μπάλα από φτερά, τρία μέτρα διάμετρο, με την ελαστικότητα μιας καουτσουκένιας σφαίρας, χωρίς χέρια ή πόδια και με δυο καταγάλανα μάτια σαν πιατάκια του φρούτου; Εδώ το πρόβλημα δεν ήταν τόσο η επιθετικότητα του πλάσματος όσο το ότι έπιανε όλη τη διάμετρο του διαδρόμου και δεν τους άφηνε να περάσουν. Δεν υπήρχε χώρος ούτε για να σφηνώσεις τη λάμα ενός μαχαιριού κι αυτό ο Κόμπες το έβρισκε εκνευριστικό. Υπήρχε μόνο ένας τρόπος να περάσουν κι αυτός ήταν να κάνουν το πλάσμα να ξεφουσκώσει. Αν βέβαια κατόρθωναν να ξεφύγουν από τον αβυσσαλέο καταπιόνα του, που βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια του και που ήταν τόσο μεγάλος ώστε μπορούσε να χωρέσει ακόμη κι ένα ολόκληρο γκαμήλ. Και σελωμένο μάλιστα. -Μμμμμ! Ακούστηκε κάπου από το μέρος του καταβροχθιστή. -Καιρό είχες να δεις ανθρώπους, ε; έκανε ο Κόμπες σε τόνο φιλικό και χρησιμοποιώντας την κοινή γλώσσα των εμπόρων. -Καμμμμμπόσο, απάντησε στην ίδια γλώσσα το πλάσμα παίζοντας τα βλέφαρά του. Πώς από τα μμμμμέρη μας; -Είπαμε να ρίξουμε μια ματιά στο Κοσμικό Μαργαριτάρι, αν δε σε πειράζει. -Μμμμμια μμμμματιά στο Κοσμμμμμικό Μμμμμαργαριτάρι; Μμμμμα τη μμμμμάσα και τα μμμμμεζεκλίκια, μμμμμαγκιώρικο το καλαμμμμμπουράκι σας! Η φωνή ερχόταν από το σημείο όπου κάποιος θα περίμενε να ‘ναι τα πόδια του πλάσματος. Μόνο που –ως προαναφέρθει- το πλάσμα αντίθετα από τα υπόλοιπα είχε το στόμα του ανάμεσα στα πόδια του κι όχι τ’ αχαμνά του. -Γιατί; Μπήκε στη συζήτηση ο Πισκιλί. Δε θα μας αφήσεις; -Δεν έχει σημμμμμασία αν σας αφήσω –που δε θα σας αφήσω. Σημμμμμασία έχει ότι δε μμμμμμπορείτε να ρίξετε μμμμμια μμμμματιά στο Κοσμμμμμικό Μμμμμαργαριτάρι. Μμμμμόνο να το αγγίξετε μμμμμπορείτε. Ο Κόμπες σημείωσε αυτήν την πληροφορία στο μυαλό του. -Ας το φτάσουμε κι ό,τι γουστάρουμε θα κάνουμε. Δε θα σου πιάσουμε και το χέρι. Άντε τώρα, κάνε στην πάντα, μας καθυστερείς. -Μμμμμ-κμ-κμ-κμ-κμ-κμ! Ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο καταβροχθιστής. Είσαι και καλαμμμμμπουρτζής! Ατιμμμμμούλικο! Μμμμμην κάνεις όνειρα. Εδώ θα μμμμμείνουμε, που να μμμμμου τάξεις τον ουρανό μμμμμε τ’ άστρα! Ο Κόμπες τα ‘χε ξαναβάλει με καταβροχθιστές κι όχι μόνο με τον Καρακάν, που στέκει ακόμη φρουρός στις κατακόμβες του Ναού του Ρουμπινιού ή τον άγριο καταβροχθιστή που παραλίγο να τον μασαμπουκώσει όταν έφυγε από το πατρικό του. Αλλά ο Πισκιλί ήταν πιο έμπειρος, γιατί σαν ημεροδρόμος αντιμετώπιζε υπερφυσικά πλάσματα κάθε μέρα, κι αν όχι κάθε μέρα τότε τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Ήξερε λοιπόν ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως φαίνονταν, δεδομένου του γεγονότος ότι ένας καταβροχθιστής είναι κατά βάση μονίμως πεινασμένος και αμετακλήτως απρόθυμος να κάνει συζητήσεις. -Κρίμα, έκανε με δήθεν στεναχωρημένο ύφος. Κι εμείς δε μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Και μας έχει πιάσει και μια λιγούρα… Ο κλέφτης τον κοίταξε στην αρχή σαστισμένος, γρήγορα όμως –γρηγορότερα απ’ όσο χρειάστηκε ο Αϊμεματού για να το καταλάβει- μπήκε στο νόημα και έπιασε το νήμα της κουβέντας. -Μωρέ, σε τρώω ολόκληρο, είπε. Κι ειδικά αν είχα και μια χύτρα από κείνη τη σάλτσα που φτιάχνει η Ινολίκ… -Ποια λες; Εκείνη με την κρέμα και το τυρί, που βάζει και βασιλικό και πιπεριές; Και λαρδί; -Όχι ρε, ποιο λαρδί; Για λαρδί είμαστε τώρα; Την άλλη σου λέω, με τη ντοματούλα και τις ελιές. Που βάζει και κύμινο, ξερώ ‘γω, και μαϊντανό και καμμιά φορά βάζει μέσα και αμυγδαλάκια ξεφλουδισμένα… -Λοιπόν, αυτό πάντα το είχα απορία. Οι ντομάτες για σαλάτα είναι πάντα μαλακές κι οι ντομάτες για σάλτσα πάντα σκληρές. Δεν είναι εκνευριστικό; -Εκνευριστικό, δε λες τίποτα. Μια φορά μου ‘φεραν ένα πιάτο κοκκινιστό μοσχάρι και μια σαλάτα. Η σαλάτα ήταν μαλακιά και στη σάλτσα έβρισκα κομματάκια ντομάτας. -Α, ξέρω πότε ήταν! Ήταν τότε που η Ινολίκ είχε ψήσει ένα βόδι που στην κοιλιά του είχε ένα γκαμήλ, που στην κοιλιά του είχε ένα κριάρι, που στην κοιλιά του είχε ένα κατσικάκι, που στην κοιλιά του είχε μια χήνα, που στην κοιλιά της είχε ένα κοτόπουλο… -Και την κοιλιά του κοτόπουλου μια τσίχλα και πιο μέσα ένα ορτύκι και στην κοιλιά του ορτυκιού τυρί και φασκόμηλο… Ο Αϊμεματού γύριζε το γαλανό του βλέμμα μια στον έναν και μια στον άλλο. Ένα γουργούρισμα τον διακατείχε καθώς κι ένας ήχος σαν να ξεροκατάπινε ένα τερατώδες λαρύγγι. -Και τα φουρνιστά της; Θυμάσαι τα φουρνιστά της; -Τις μελιτζάνες με το κρεμμύδι; -Και το δεντρολίβανο… -Τις πίτες! Πωπω αδελφέ μου κάτι πίτες! Με τα χόρτα… -Και με τα πράσα, μιαμ-μιαμ-μιαμ… -Και με τα κρεμμύδια και το ψιλοκομμένο χοιρινό… -Αααααααα… έκανε χαμηλόφωνα ο καταβροχθιστής. -Και τα γλυκά… Εκείνο με το φύλλο και το σιρόπι… -Και το άλλο με τις φράουλες και την κρέμα… -Και τα ζαχαρωμένα ξηροκάρπια, τα φιστίκια και τα καρύδια και τα ξερά δαμάσκηνα που τα μουλιάζει στο κρασί… -ΑΑΑΑΑΑΑ… δυνάμωσε τον τόνο της φωνής του ο καταβροχθιστής. -Αλλά εμένα ξέρεις τι μ’ αρέσει περισσότερο; -Τι; -Το σοκοάτλ, που το φέρνουν από την Νέα Χερσόνησο. Κανονικά είναι ένας πικρός πολτός που βρωμάει βουτυρίλα, αλλά η Ινολίκ κάπως τον αραιώνει με γάλα και με κρέμα και του βάζει και μέλι και μια τσιμπιά καυτερό κοκκινοπίπερο και το σερβίρει ζεστό, ό,τι πρέπει το χειμώνα, ειδικά αν δε σε πιάνει ο ύπνος ή αν έχεις καιρό να πας με γυναίκα… -ΑΑΑΑΑΑΑΑ! ΤΕΛΕΙΩΝΕΤΕ ΠΙΑ ΜΜΜΜΜΕ ΤΑ ΦΑΓΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΛΥΚΑ ΣΑΣ! ΠΕΙΝΑΩ! ΠΕΙΝΑΩ! ΘΑ ΣΑΣ ΦΑΩ ΚΑΙ ΔΕ ΘΑ ΦΤΥΣΩ ΟΥΤΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΣΑΣ! ούρλιαξε ο κακόμοιρος ο Αϊμεματού. Έτρεμε ολόκληρος από την πείνα, σάρκες σάλευαν, τρίχες ανέμιζαν, μαλλιά τραντάζονταν, αλλά τίποτε δε μπορούσε να σκιάσει την απελπισμένη έκφραση που είχαν τα καταγάλανα μάτια του. Ένα καταβροχθιστής που δεν πεινάει δεν είναι καταβροχθιστής, είναι για λύπηση, αλλά ένας καταβροχθιστής που του τσιγκλάνε την ανικανοποίητη πείνα του δυο μικροσκοπικά (στα μάτια του) ανθρωπάκια είναι ακόμη πιο αξιολύπητος. -Σιγά που θα μας φας, έκανε ο Πισκιλί εύθυμα. Σας ξέρω εσάς τους καταβροχθιστές. Όταν θυμώνετε, σφίγγει το στόμα σας και γίνεται μια μικρή γραμμούλα. Πού να χωρέσουν δυο μαντραχαλαίοι σαν κι εμάς από μια γραμμούλα τόση δα;… Ο Αϊμεματού γύρισε τα μάτια του πάνω στον ημεροδρόμο, αλλά κανείς από τους δυο συντρόφους δε μπορούσε να πει τι συναισθήματα έκρυβαν πίσω τους. -Είστε μμμμμεγάλοι παλιάνθρωποι, έκανε τελικά, με ήπιο τόνο φωνής κι ίσως και κάποια ευθυμία. Πολύ μμμμμεγάλοι παλιάνθρωποι. Να βασανίζετε έτσι ένα κακόμμμμμοιρο πλάσμμμμμα σαν κι εμμμμμένα. Ντροπή σας. -Άσε μας να περάσουμε γιατί έχουμε εξαιρετικά ευρύ ρεπερτόριο, έκανε ο Κόμπες με μια αδιόρατη απειλή. Μπορούμε να μιλάμε για φαγιά μέχρι να συρρικνωθείς από την πείνα και να γίνεις ίσα με μια γροθιά. Κι ούτε τότε δε θα σταματήσουμε, αλλά θα συνεχίσουμε να μιλάμε ώσπου να εξαφανιστείς εντελώς. -Α, ναι, είστε πάααααρα πολύ μμμμμεγάλοι παλιάνθρωποι. Χαλάλι σας το πέρασμμμμμα για το Μμμμμαργαριτάρι. Άξιοι. Και μ’ αυτά τα λόγια η γιγάντια φτερόμπαλα άρχισε να μικραίνει και να μαζεύει, ώσπου έφτασε να έχει το μέγεθος ενός Χηνάνθρωπου. Οι δυο σύντροφοι πλησίασαν όχι χωρίς κάποιες προφυλάξεις, γιατί μπορεί ο καταβροχθιστής να τους είπε ότι τους αφήνει να περάσουν, αλλά δεν είναι να ‘χεις εμπιστοσύνη σε έναν ξελιγωμένο καταβροχθιστή, ακόμη κι αν έχει περίπου το ίδιο μέγεθος μ’ εσένα. -Μμμμμισό λεπτό! Για να ‘χουμμμμμε καλό ρώτημμμμμα, ποιοι είστε του λόγου σας; Έκανε άξαφνα ο Αϊμεματού, λίγο πριν τον χάσουν από τα μάτια τους. Για να ξέρω ποιος μμμμμ’ έκανε να υποχωρήσω… -Κόμπες, έκανε ο κλέφτης, Κόμπες ο Ντερλικοτής. Από το Σενίμ-Σοριέν. Κι αυτός είναι ο ημεροδρόμος ο Πισκιλί, από το Ζουμζερί. Ο καταβροχθιστής τινάχτηκε ξαφνιασμένος, πράγμα που ο Κόμπες δεν πρόσεξε. -Την Καναμμμμμα Που Χάθηκε τι την έχεις; -Μάνα μου είναι. Ο Αϊμεματού έμεινε για λίγο σιωπηλός. -Άκου Κόμμμμμπες Ντερλικοτή, μμμμμια μμμμμέρα θα βρεθούμμμμμε στο ίδιο στρατόπεδο, γι’ αυτό θέλω να θυμμμμμάσε το όνομμμμμά μμμμμου. Μμμμμε λένε Αϊμμμμμεμμμμματού. Αϊμμμμμεμμμμματού. Θα το θυμμμμμάσαι; Ο Νότιος ζάρωσε τα φρύδια του. -Θα το θυμάμαι, Αϊμεματού, είπε. Αλλά σε τι σόι στρατόπεδο θα είμαστε; Και γιατί πρέπει να θυμάμαι τ’ όνομά σου; Και πού ξέρεις πώς λένε τη μάνα μου; -Εγώ τη βρήκα πρώτος στο Στερεό Ποτάμμμμμι, όταν πήρε το παρατσούκλι της. Μμμμμετά, πολύ μμμμμετά τη βρήκε ο Κέλες, ο πατέρας σου και την πήρε σπίτι. -Και σε τι πόλεμο θα βρεθούμε σύμμαχοι, καταβροχθιστή; Αλλά το υπερφυσικό πλάσμα πήρε πάλι το πρώτο του μέγεθος, κλείνοντάς τους το δρόμο της επιστροφής. -Άντε τώρα να βρεις το Μμμμμαργαριτάρι και τα ξαναλέμμμμμε στο γυρισμμμμμό, έκανε. Ο Κόμπες έκανε ένα βήμα να ξαναγυρίσει στον καταβροχθιστή, αλλά ο Πισκιλί τον σταμάτησε. -Έχει δίκιο η φτερόμπαλα, πάμε τώρα για το Μαργαριτάρι και θα τα ξαναπούμε μαζί του στην επιστροφή. Ο κλέφτης είχε συννεφιάσει, αλλά τα μάτια του Πετρεξού είχαν σχεδόν πάντα μια ερπετίσια έκφραση, οπότε ο ημεροδρόμος δε μπόρεσε να ανιχνεύσει την αλλαγή στα συναισθήματα του Κόμπες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted September 14, 2007 Author Share Posted September 14, 2007 ΙΣΤ. Το Έκτο Στρώμα Μαργάρου δεν τους έφερε τίποτε περισσότερο εκτός από τη συνηθισμένη πια αντίσταση στην κίνηση, σαν να περπατούσαν σε κάτι μια ιδέα πιο πηχτό από νερό. Ο κλέφτης στάθηκε για λίγο μετά το πέρασμα και παρατήρησε την καμπυλότητα του Στρώματος. Εξακολουθούσε να έχει την εντύπωση ότι το υγρό παραπέτασμα είχε τα κοίλα προς τα έξω, προς τη μεριά όπου ο Πετρεξού τους περίμενε μέσα στο σώμα του Νότιου. Αλλά δεν ήξερε τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό. Ο Κόμπες είχε φριχτό πονοκέφαλο. Από τη μια τα αυτιά του τον πονούσαν ακόμη –κι ας είχε επανέλθει η ακοή του σχεδόν πλήρως- κι από την άλλη προσπαθούσε να βρει μόνος του μια λύση στο αίνιγμα που του είχε βάλει ο καταβροχθιστής. Ήξερε τη μάνα του… και μια μέρα θα βρίσκονταν στο ίδιο στρατόπεδο… Μυστήρια πράγματα… Κι επιπλέον είχε κι αυτήν την αμυδρή εντύπωση ότι σε όλο τούτο το νταραβεράκι είχε βάλει το λαχταριστό της χέρι η Νταραντάε, η ονειρική γυναίκα που πριν λίγους μήνες του είχε σώσει δυο φορές τη ζωή. Κι η σκέψη της Νταραντάε, που του εμφανιζόταν γυμνή πανάθεμά την, είχε πάνω του την ίδια επίπτωση που είχε πάντα: τον έκανε να θέλει ένα γυναικάκι ζεστό και πρόθυμο για ακροβατικές ασκήσεις. Κι επίσης τον έκανε να προσπαθεί να κρύψει ό,τι προεξείχε από το χιτώνα του, για να μην το δει ο Πισκιλί και τον πιάσει στην καζούρα. -Πόση ώρα έχουμε μέσα στο Άντρο; Είπε κάποια στιγμή έτσι, για να μην το σκέφτεται. -Τι σημασία έχει; Απάντησε σιγανά ο άλλος. Όταν φτάσουμε πίσω στην αρένα των δημόσιων εκτελέσεων, θα είναι λίγες στιγμές από την ώρα που φύγαμε και τα Σαφραγάντ θα έχουν μόλις ξυπνήσει και θα είναι και πολύ πεινασμένα. -Πεινασμένα… το οποίο μου θυμίζει… -Τι; -Ότι εκτός από τον καταβροχθιστή πεινάω κι εγώ, τι άλλο; Μπορεί το Ονακόδονορχ να σταματάει το χρόνο, αλλά δε σταματάει και την πέψη, απ’ όσο μπορώ να καταλάβω. Άσε που μ’ όλες αυτές τις φαγητοκουβέντες μου άνοιξε η όρεξη. Ένα επιθετικός ήχος διαμαρτυρίας ήχησε από το στομάχι του Κόμπες. Ο Πισκιλί κατατρόμαξε, γιατί νόμισε ότι τους είχε βρει ο τελευταίος φύλακας του Κοσμικού Μαργαριταριού πριν τον βρουν εκείνοι. Αλλά μετά κατάλαβε τι γινόταν, ειδικά αφού ο Κόμπες άρχισε πάλι να μιλάει για φαΐ. -Ξέρεις εκείνη τη σπεσιαλιτέ που κάνει η Ινολίκ, με τις γαρίδες και τα φιστίκια και το μαϊντανό; Μ’ αρέσει όταν είναι κρύα και μια φορά με είχε πιάσει να κουταλίζω το κατσαρόλι της και με σάπισε στις πατσαβουριές. Και μια άλλη φορά είχε φτιάξει ένα φοβερό με κοτόπουλο και κυδώνια και του ‘βαλε και κρασί μέσα την ώρα που μαγειρευόταν και μ’ έστειλε αδιάβαστο, η άτιμη γυναίκα. Αλλά αυτό που με τρελαίνει είναι η λαχανόπιτά της, βάζει λάχανο και καρότο ψιλοκομμένο και βάζει κι ένα μπαχαρικό που το φέρνουν από την Κραταιά Ανατολή και είναι θάνατος σου λέω, θάνατος, να τρως έξι ταψιά και να λες πού είναι το έβδομο; Το μουρμουριστό λιβάνισμα του Κόμπες σταμάτησε μόνο όταν έφτασαν στο Έβδομο και τελευταίο Στρώμα Μαργάρου. Για κάποιο λόγο που δεν ήξερε να πει, το πέρασμα μέσα από αυτό το παραπέτασμα τον φόβιζε. Τι υπήρχε από την άλλη μεριά; Ο Πετρεξού ήξερε μόνο να τους πει ότι δεν ήταν κάτι που θα τους σταματούσε, ούτε κάτι που θα απειλούσε τη σωματική τους ακεραιότητα. Αλλά τι ακριβώς τους περίμενε, ποια ήταν η μορφή του τελευταίου φύλακα δεν ήξερε να τους πει. -Περίμενε, είπε ο κλέφτης στον Πισκιλί. Στάθηκε ακίνητος μπροστά στο Στρώμα Μαργάρου, με τα μάτια μισόκλειστα. Είχε την αίσθηση ότι αυτό το πέρασμα μέσα από το τελευταίο ξόρκι προστασίας του Κοσμικού Μαργαριταριού θα έκρυβε περισσότερες εκπλήξεις απ’ ό,τι τα άλλα έξι αδελφάκια του. Η θολή μαρμαρυγή του μαγικού υλικού τον έκανε ν’ ανατριχιάζει. Κοίταξε τα χέρια του, ή μάλλον τα χέρια του Πετρεξού. Να έφταιγε το ότι ήταν μέσα στο σώμα του μάγου; Οι αναμνήσεις από αισθήσεις που δε μπορούσε να εντοπίσει στη ζωή του να ήταν αναμνήσεις του μάγου; Κι αν ναι, τότε γιατί διατηρούσε στο ακέραιο την αίσθησή του του υπερφυσικού; Τι από το πνεύμα του Πετρεξού είχε μείνει μέσα στο σώμα που τώρα καταλάμβανε ο Κόμπες; Έξυσε το πλάι της μύτης του με το μέτριο σε μέγεθος χέρι του μάγου, απ’ όπου όλα τα ξόρκια είχαν εξαφανιστεί. Ας μην καθόμαστε και σκεφτόμαστε τέτοια πράγματα τέτοιες ώρες. Ας κάνουμε αυτό που ήρθαμε να κάνουμε κι ας μην το πολυψειρίζουμε, γιατί όποιος ψάχνει βρίσκει και δεν είναι ώρα να βρίσκουμε πράγματα για τα οποία δεν ψάχνουμε. Αναστέναξε σχεδόν καρτερικά και έπιασε τον Πισκιλί από το χέρι. -Άντε πάμε, είπε μοιρολατρικά. Κι έτσι πιασμένοι χέρι-χέρι πέρασαν και το τελευταίο από τα Εφτά Στρώματα Μαργάρου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.