Jump to content

Κόμπες ο Ντερλικοτής-3


Naroualis

Recommended Posts

ΙΖ.

 

Στην αρχή, όλα ήταν όπως και στα υπόλοιπα έξι Στρώματα: δυσκολία στην κίνηση, σαν να περνάς μέσα από νερό μια ιδέα πιο πηχτό από το θαλασσινό, η αίσθηση του υπερφυσικού του Κόμπες να κουδουνίζει μυστηριακά –ή μάλλον μυστηριακότερα απ’ ό,τι συνήθως-, το απότομο πέρασμα στον αέρα. Αλλά όντως κάτι είχε αλλάξει περνώντας μέσα από το Έβδομο Στρώμα Μαργάρου. Ο κλέφτης είχε αλλάξει.

 

Καλειδοσκοπικές εικόνες από πράγματα που δεν είχε δει ποτέ άστραφταν μπροστά στα μάτια του. Ήταν σα να ‘χε απότομα κοιμηθεί και να ‘βλεπε όνειρα, μαγικά όνειρα γεμάτα πρωτόγνωρα σχήματα και ανείδωτα μέρη. Σε μια και μόνη στιγμή, πέρασαν από μπροστά του λιβάδια γεμάτα άγνωστα ζώα, πεδιάδες σπαρμένες με άγνωστα φυτά και πόλεις χτισμένες με παράδοξη αρχιτεκτονική. Αναμνήσεις από πλάσματα που δεν είχε ποτέ άλλοτε συναντήσει κι όμως του ήταν οικεία κι αγαπητά, γέλια και δάκρυα που δεν είχε ποτέ γελάσει ή κλάψει, αγάπες και μίση κι απογοητεύσεις που δεν είχε ποτέ νιώσει. Κι όλα αυτά, όλα τα παράξενα, τα ξένα, αλλά και δικά, όλα ιδωμένα μέσα στα μάτια ενός τεράστιου μπλε δράκου, σαν τα μάτια του να ήταν παράθυρα για μια άλλη ξεχασμένη ζωή που ο κλεφτής είχε κάποτε ζήσει.

 

Στην Κραταιά Ανατολή, την άγνωστη χώρα που κείτεται πέρα από την οροσειρά με το χαρακτηριστικό όνομα τα Βουνά των Συνόρων, υπάρχει μια δοξασία ανάμεσα στους Μυρμηγκωτούς. Λένε ότι όταν κάποιος άνθρωπος πεθαίνει, η ψυχή του παρουσιάζεται μπροστά σ’ έναν Κριτή που την οδηγεί στο δρόμο του καλού. Εκεί, αν η ψυχή είναι ελαφριά από κρίματα, ο Κριτής τη δένει μ’ ένα άλλο ανθρώπινο σώμα, που γεννιέται εκείνη τη στιγμή. Οι Μυρμηγκωτοί λένε πως αν κάποιος θυμάται πράγματα που δεν έχει ποτέ ζήσει είναι οι αναμνήσεις της παλιάς του ψυχής, που ήταν τόσο έντονες ώστε ούτε ο θάνατος ούτε η γέννα δε μπόρεσε να σβήσει.

 

Έτσι ένιωθε κι ο Κόμπες. Λες κι είχε ζήσει κάποτε σ’ όλα αυτά τα άγνωστα μέρη κι η παλιά του ψυχή τα ξαναθυμόταν, σκεπασμένα μ’ ένα πέπλο νοσταλγίας και την αχλή της παλαιότητας. Ήξερε ότι όλα όσα περνούσαν από τα μάτια του ήταν αληθινά, δε μπορούσαν να ‘ναι ψέματα. Αλλά δεν ήξερε αν όλα αυτά τα αληθινά πράγματα του αποκαλύπτονταν γιατί ήταν δικά του ή αν ήταν οι ζωές κάποιου άλλου που ξυπνούσαν μέσα του, γεμάτες από όλα τα συναισθήματα που θα μπορούσε να νιώσει κανείς, βλέποντας τη ζωή του πάλι από την αρχή.

 

Ούρλιαξε. Ήταν θυμός που δεν ήξερε γιατί του συνέβαιναν όλ’ αυτά. Ήταν ανημποριά που δεν πρόφταινε να κρατήσει κάτι από εκείνες τις αναμνήσεις πιο σταθερά, να την δει από πιο κοντά, να την επεξεργαστεί και να ζητήσει βοήθεια. Ήταν η οικειότητα μ’ όλες αυτές τις αισθήσεις και τα συναισθήματα, που τον πλήγωναν σα να ‘ταν δικά –ή μήπως ήταν όντως δικά του, μήπως ήταν δικά του εξαρχής κι οι αναμνήσεις του από τη ζωή του Κόμπες του Ντερλικοτή δεν ήταν παρά ένα ξόρκι για να σκεπαστούν τα προηγούμενά του πάθη; Ποιος ήταν; Τι ζούσε τότε και τι τώρα; Ποιος ήταν; ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ;

 

-ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ; Μπόρεσε ν’ αρθρώσει μες τα ουρλιαχτά του. ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ; ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ;

 

Ο μπλε δράκος εξαφανίστηκε από μπροστά του μέσα σ’ ένα σύννεφο από γαλανό καπνό. Τα τοιχώματα του Άντρου πήραν τη θέση του, στραφταλίζοντας στο φως της δάδας που κρατούσε ο Πισκιλί και στη θολή ακτινοβολία του Έβδομου Στρώματος Μαργάρου. Ο ημεροδρόμος φώναζε κι αυτός, το χέρι του στο χέρι του Κόμπες είχε σχεδόν παραμορφωθεί, ο κλέφτης το έσφιγγε με τέτοια μανία, που στα μάτια του φίλου του είχαν ανέβει δάκρυα.

 

-Κομπ… Πετρ… Αδελφέ! Τι σου συμβαίνει; Με πονάς! Αδελφέ, σταμάτα! Τι συμβαίνει;

 

Ο Πισκιλί δεν άντεξε και χτύπησε τον Κόμπες στον ώμο, με ένα από τα χτυπήματα της τεχνικής πάλης των ημεροδρόμων. Το χέρι του Κόμπες μούδιασε κι ο άλλος μπόρεσε να τραβήξει το δικό του από την μέγγενη και να το χώσει κάτω από τη μασχάλη του με μια έκφραση πόνου. Ο Νότιος γύρισε και τον κοίταξε. Ήταν ιδρωμένος και στα μάτια του είχε την έκφραση ανθρώπου που μόλις είχε ξυπνήσει από εφιάλτη.

 

-Τι…; Ψέλισσε. Τι έγινε;

 

-Κόντεψες να μου σπάσεις τα δάχτυλα, έκανε ο Πισκιλί. Εσύ θα μου πεις τι έγινε. Είσαι καλά;

 

-Ε… όχι. Δηλαδή ναι. Δεν ξέρω, Πισκιλί. Δεν είμαι καλά. Πρέπει να μιλήσω με τον Πετρεξού. Πρέπει να μιλήσω…

 

-Κόμπες, σύνελθε. Ο Πετρεξού είναι έξω από το Άντρο, μέσα στο σώμα σου. Τι έγινε; Δεν κατάλαβα τίποτα.

 

-Γιατί, μήπως κατάλαβα εγώ; Έκανε ο Κόμπες.

 

Ήταν ακόμη σε σύγχυση. Κοιτούσε γύρω του προσπαθώντας να συντονιστεί με την πραγματικότητα, αλλά η εμπειρία που είχε μόλις ζήσει δεν τον άφηνε να συνέλθει εντελώς. Κούνησε το κεφάλι του κι έφερε το χέρι του στο μέτωπό του. Η ανοίκεια αίσθηση του μετώπου του Πετρεξού εκεί όπου έπρεπε να ήταν το δικό του μέτωπο δεν καλυτέρεψε την κατάσταση.

 

-Πάρε μια ανάσα, του είπε ο ημεροδρόμος, μαλάζοντας το πονεμένο του χέρι. Πάρε άλλη μια. Έτσι μπράβο. Πες μου τώρα τι έγινε.

 

Ο Κόμπες πήρε και μια τρίτη ανάσα κι έγλυψε τα χείλια του.

 

-Δεν ξέρω σου λέω, έκανε σιγανά. Δεν ξέρω καθόλου. Δεν καταλαβαίνω τι έγινε. Και νομίζω είναι καλύτερα να μη σου πω αυτήν τη στιγμή. Άσε να βγούμε από το Άντρο, να μιλήσω πρώτα με τον Πετρεξού. Ίσως φταίει που αλλάξαμε σώματα… Δεν ξέρω.

 

Ο Πισκιλί είδε που ο άλλος δεν ήταν ακόμη εντελώς καλά και δεν επέμενε. Άλλωστε σαν ημεροδρόμος είχε μάθει να συμπάσχει όχι να δίνει λύσεις. Τίναξε το χέρι του να ξεμουδιάσει από τον πόνο κι έκανε:

 

-Πάμε; Είσαι καλύτερα τώρα;

 

-Ναι. Είπε ο Κόμπες. Πάμε.

 

Αλλά εκείνη τη στιγμή κατάλαβαν ότι δεν είχαν πουθενά να πάνε. Γιατί μπροστά τους στεκόταν ένα νεαρό αγόρι ντυμμένο με ρούχα στο χρώμα της πέρλας και τους κοιτούσε γελαστό.

 

ΙΗ.

 

-Χαίρε Πισκιλί, ημεροδρόμε, είπε το αγόρι. Χαίρε κι εσύ Κόμπες Ντερλικοτή, που αναπνέεις μέσα στο σώμα του Μνήμωνα Πετρεξού, του μάγου.

 

-Αντιχαίρετε, είπε ο Νότιος ανακτώντας αμέσως τη διαύγειά του μπροστά στον δυνητικό κίνδυνο. Με ποιον έχουμε την τιμή, παρακαλώ;

 

Ο τόνος της φωνής του ήταν ελαφρά ειρωνικός, αλλά πίσω της κάποιος που τον γνώριζε θα διέκρινε μια ιδέα φόβο.

 

-Ελάτε, ηρεμήστε. Φτάσατε στο τέλος του Άντρου. Δεν έχει άλλες δοκιμασίες για να μπορέσετε ν’ αγγίξετε το Κοσμικό Μαργαριτάρι.

 

-Πρέπει να είσαι ο τελευταίος φύλακας του Μαργαριταριού, έκανε ο κλέφτης μ’ ερωτηματικό τόνο στη φωνή.

 

Το αγόρι γέλασε.

 

-Φύλακας; Όχι δα. Το Μαργαριτάρι του Χάρατς δεν έχει φύλακες. Μόνο ο δρόμος για το Μαργαριτάρι έχει. Γυρίστε και θα δείτε τι εννοώ.

 

Οι δυο σύντροφοι γύρισαν ασυναίσθητα, αλλά δεν είδαν τίποτε περισσότερο απ’ όσα έβλεπαν ήδη. Το Έβδομο Στρώμα Μαργάρου έλαμπε κακόβουλα και η μόνη διαφορά του από τα υπόλοιπα έξι ήταν ότι η καμπυλότητά του ήταν μια ιδέα πιο έντονη.

 

-Λοιπόν; Έκανε ανυπόμονα ο κλέφτης. Τι είναι αυτό που πρέπει να δούμε και δε βλέπουμε;

 

Το αγόρι ξαναγέλασε.

 

-Για δείτε λίγο καλύτερα…

 

Ξαναγύρισαν.

 

-Ε… Κομπ… Πετρ… Αδελφέ… βλέπεις αυτό που βλέπω;

 

Αλλά ο Νότιος δεν είχε φωνή να μιλήσει.

 

Το Έβδομο Στρώμα Μαργάρου γυάλιζε με διαφορετικό τρόπο τώρα. Έμοιαζε πια με πραγματικό μάργαρο, με το εξωτερικό λείο στρώμα μαργάρου ενός πραγματικού μαργαριταριού. Φαινόταν να επεκτείνεται βαθιά μέσα στους βράχους του Άντρου προς όλες τις κατευθύνσεις κι ήταν λες και δεν υπήρχε πέτρα, λες και το Άντρο ήταν μόνο μια τεράστια ομίχλη που σκέπαζε την πραγματική φύση του Μαργαριταριού.

 

-Τι… τι είναι; τραύλισε ο Πισκιλί.

 

-Ο κόσμος, αδελφέ, ψιθύρισε ο Κόμπες σε μια στιγμή διαύγειας. Όλος ο κόσμος είναι… το Κοσμικό Μαργαριτάρι είναι... όλος ο κόσμος…

 

Το αγόρι εξακολουθούσε να γελάει, μόνο που τώρα το γέλιο του ήταν γέλιο ευτυχισμένο κι όχι συγκαταβατικό.

 

-Το περίμενα ότι θα το καταλάβαινες, Κόμπες Ντερλικοτή, είπε χαρούμενα. Όλος ο κόσμος είναι ένα Μαργαριτάρι, το Κοσμικό Μαργαριτάρι. Μήπως δεν το λέει και τ’ όνομά του; Όλα όσα ξέρετε για πραγματικά είναι στην ουσία η καρδιά ενός μαργαριταριού. Ο κόσμος σας είναι κακός, γεμάτος υστεροβουλία. Όπου κι αν στάθηκε έγινε αφορμή για να πληγώσει τους άλλους κόσμους, για να αρνηθεί την ύπαρξή τους και να τους κλείσει έξω από τα θαύματά του. Έτσι ο Αρχικός Δημιουργός έβαλε τον κόσμο σας μέσα σ’ ένα στρείδι και το στρείδι τον κάλυψε με εφτά στρώματα μαργάρου, για να προστατευτεί από την τόση κακία. Αλλά το Μαργαριτάρι έχει ένα μικρό ελάττωμα, μια μικρή τρυπούλα, απ’ όπου μπορούν οι αληθινά άξιοι να περάσουν και να το δουν όπως είναι στην πραγματικότητα.

 

-Δηλαδή… το Άντρο …

 

-Το Άντρο είναι η μικρή τρυπούλα που οδηγεί έξω. Αλλά δε μπορείτε να δείτε τι υπάρχει έξω από το Μαργαριτάρι, ακόμη και σε σας που είστε άξιοι δε σας επιτρέπεται να βλέπετε τίποτε άλλο εκτός από τον κόσμο σας, το Κοσμικό σας Μαργαριτάρι. Γι’ αυτό νομίζετε ότι εξακολουθείτε να βλέπετε τους βράχους του Άντρου.

 

-Άξιοι; Πώς είναι οι άξιοι δηλαδή; Τι αξία έχουν;

 

-Αυτό δε μπορώ να στο πω. Μπορώ όμως να σου πω ότι είστε οι πρώτοι που κατορθώνουν να περάσουν έστω το Πρώτο Στρώμα Μαργάρου. Ό,τι ξέρετε για το Άντρο του Μαργαριταριού στον κόσμο σας είναι από νεκρομαντείες κι από τηλεπαθητικά μηνύματα του Αϊμεματού στην οικογένειά του.

 

-Κι εσύ… Ποιος είσαι;

 

Ο Πισκιλί είχε κάνει την ερώτηση χωρίς να γυρίσει τα μάτια του στο αγόρι με τα περλέ ρούχα. Δε μπορούσε να συλλάβει την απεραντότητα του Μαργαριταριού με τα θνητά του μάτια, αλλά πάσχιζε να το καταφέρει, με το στήθος του να φουσκώνει από την προσπάθεια. Ο Κόμπες δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση, όμως κάτι στα μάτια του, μια λάμψη έδειχνε ότι στην καρδιά του υπήρχε κάτι ακόμη, κάτι πιο δυνατό από το δέος του ανθρώπου που βλέπει ξαφνικά μπροστά του ολόκληρο τον κόσμο.

 

-Εγώ… εγώ είμαι απλά το Μαργαριταρένιο Αγόρι. Υπάρχει μια προφητεία για μένα, ότι μια μέρα θα μεγαλώσω τόσο, που θα μπορέσω να κρεμάσω το Μαργαριτάρι στο λαιμό μου από μια ψιλή αλυσίδα, σαν κόσμημα. Προς το παρόν όμως είμαι μόνο το Μαργαριταρένιο Αγόρι. Αυτό ξέρω για τον εαυτό μου.

 

-Όμως ξέρεις πολλά για μας, μπήκε στη συζήτηση κι ο Κόμπες. Ξέρεις τα ονόματά μας, και τα επαγγέλματά μας. Ξέρεις κι ότι το σώμα μέσα στο οποίο βρίσκομαι, δεν είναι το δικό μου. Να υποθέσω ότι ούτε αυτά ξέρεις πώς τα έμαθες;

 

Το Μαργαριταρένιο Αγόρι δε μίλησε για λίγο, αλλά το χαμόγελο δεν έφυγε από τα χείλη του. Έριξε το βλέμμα του εκεί όπου οι δυο σύντροφοι είχαν αναδυθεί μέσα από το Έβδομο Στρώμα Μαργάρου κι είπε με καλοσύνη:

 

-Κόμπες Ντερλικοτή, ξέρω ότι αυτό σε εκνευρίζει, αλλά δε θα με κάνεις να σου πω ποιο είναι το πεπρωμένο σου. Όταν περάσετε πάλι πίσω τα Εφτά Στρώματα Μαργάρου, μέρος της γνώσης που θα πάρετε από μένα θα χαθεί, αλλά ακόμη κι έτσι δε μπορώ να το διακινδυνέψω.

 

-Δε σε ρώτησα αυτό, έκανε ο κλέφτης στακάτα. Δε σε ρώτησα αυτό.

 

-Ναι, το ξέρω. Αλλά δε θα μπορούσα να σου απαντήσω χωρίς να σου μιλήσω για το πεπρωμένο σου. Κι αυτό θα ήταν αδικία και για σένα και για τον Πισκιλί. Έχει κι εκείνος ένα μεγάλο και βαρύ καθήκον να φέρει σε πέρας πριν αυτή που πιστεύετε για θεά του κάτω κόσμου τον πάρει στα παλάτια της. Κι ο Μνήμων Πετρεξού επίσης, έχει μεγάλη πορεία να διαγράψει κι η ζωή του και τα κατορθώματά του θα γίνουν γνωστά στα πέρατα της γης…

 

Μια θολούρα τάραξε τη λεία γυαλιστερή επιφάνεια του Κοσμικού Μαργαριταριού. Στους στροβιλισμούς και τις δίνες που δημιουργήθηκαν στο μάργαρο, οι δύο σύντροφοι είδαν με έκπληξη να σχηματίζονται εικόνες του κόσμου τους, εικόνες που έδειχναν έναν Πετρεξού ντυμένο με απλά ρούχα να κάθεται σε κάτι που έμοιαζε με θρόνο κι αστραπές να βγαίνουν από τα μαλλιά κι από τα ακροδάχτυλά του. Ο Κόμπες άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά το Μαργαριταρένιο Αγόρι δεν τον άφησε.

 

-Πηγαίνετε τώρα, έκανε. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να μάθετε κι ο χρόνος σας είναι λίγος. Δε χρειάζεται ν’ αγγίξετε το Κοσμικό Μαργαριτάρι για να λυθούν οι κατάρες που κατατρύχουν το Μνήμωνα. Έχετε ήδη αγγίξει το Μαργαριτάρι, περνώντας μέσα από τα Εφτά Στρώματα Μαργάρου που το σκεπάζουν. Όταν γυρίσετε στο πίσω στον κόσμο σας, μέρος της γνώσης σας θα χαθεί, αλλά μόνο για όσο αυτή η γνώση θα σας εμποδίζει να ζήσετε το πεπρωμένο σας. Γιατί έχετε κι οι τρεις ένδοξο πεπρωμένο, σπουδαίο πολύ, και θα πρέπει να το ακολουθήσετε απερίσπαστοι…

 

Τα ρούχα του Αγοριού άρχισαν να φεγγοβολούν στα χρώματα του Κοσμικού Μαργαριταριού κι οι δυο άντρες έφεραν τα χέρια τους στα μάτια τους για να μην τυφλωθούν. Μαζί με το φως μια απίστευτη θερμότητα τους τύλιξε κι ήταν σαν να καίγονταν από μέσα προς τα έξω, σαν να υπήρχε κρυμμένη σε κάθε κύτταρό τους μια παμφάγα φωτιά που τους κατανάλωνε χωρίς έλεος. Ούρλιαξαν κι οι δυο, από πόνο, από τρόμο, από κάτι που δε μπορούσαν να πουν τι, κι ύστερα έπεσαν αναίσθητοι. Και στη νυχτωμένη πεδιάδα όπου έχασκε η είσοδος του Άντρου, την ώρα που Κόμπες και Πισκιλί έχαναν τις αισθήσεις τους, ο Πετρεξού άφηνε ένα τρομαγμένο βογκητό χωρίς να υπάρχει κανείς εμφανής λόγος κι έπεφτε κι αυτός αναίσθητος δίπλα στη φωτιά.

Link to comment
Share on other sites

  • Replies 75
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • Naroualis

    46

  • DinoHajiyorgi

    8

  • Faia de Wolf

    4

  • month

    3

ΙΘ.

 

Ο Κόμπες πετάρισε τα βλέφαρά του, αλλά δεν είδε τίποτα. Έπειτα τα ξαναπετάρισε αλλά και πάλι δεν είδε τίποτα. Ασυναίσθητα έφερε τις γροθιές του στα μάτια του και τα έτριψε δυνατά, σα να ’χε μόλις ξυπνήσει από έναν καλό ύπνο. Έπειτα άνοιξε τα μάτια του διάπλατα. Και πάλι δεν είδε τίποτα.

 

Και πώς θα μπορούσε να δει; Ήταν ακόμη νύχτα και το φεγγάρι είχε δύσει. Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή, λένε στο Ζουμζερί κι ο Κόμπες έτεινε να πιστεύει τις παροιμίες κάθε λαού, γιατί έκρυβαν πίσω τους απίστευτες αλήθειες. Το θέμα όμως ήταν πως δεν ήξερε ότι ήταν νύχτα κι ότι σε λίγο θα ξημέρωνε. Κι επίσης δεν ήξερε πού βρισκόταν.

 

-Πισκιλί; Έκανε μπερδεμένος. Πισκιλί;

 

-Πετρεξού; Του απάντησε μια φωνή λίγα μέτρα μακρυά του.

 

-Ο Κόμπες είμαι. Είσαι καλά;

 

-Ναι, αλλά δε βλέπω τίποτα.

 

-Ούτε κι εγώ βλέπω τίποτα.

 

-Ούτε κι εγώ.

 

Ο Κόμπες θορυβήθηκε κάπως από αυτήν την τρίτη φωνή που ακούστηκε να λέει «ούτε κι εγώ». Του ήταν γνωστή φωνή, όμως δε μπορούσε να πει πού την είχε ξανακούσει. Και μετά από τα τόσα μυστήρια που γούσταραν να παίζουν μαντολίνο με τα νεύρα του στο Άντρο του Μαργαριταριού, είχε γίνει κάπως ευέξαπτος. Αν και δε θυμόταν καθαρά για ποιο λόγο ήταν ευέξαπτος.

 

-Ποιος είν’ εκεί; Μούγκρισε.

 

-Πετρεξού; Ακούστηκε η φωνή του Πισκιλί.

 

-Ο Κόμπες είμαι, είπα.

 

-Τότε ποιος μιλάει με τη φωνή του Κόμπες;

 

-Εγώ, ο Πετρεξού.

 

Για δευτερόλεπτα έπεσε σιωπή. Ύστερα ακούστηκε ένα συγκρατημένο γέλιο, ένα γέλιο που έβγαινε από το λαρύγγι του Κόμπες, αλλά είχε την ποιότητα και το στυλ του γέλιου του Πετρεξού.

 

-Ξεχαστήκατε, μου φαίνεται, είπε η φωνή του Κόμπες. Δεν έχουμε αλλάξει ακόμη σώματα.

 

-Α, ναι.

 

-Ναι, ναι.

 

-Ναι.

 

-Ναι. Τσούζει.

 

Λίγες στιγμές σιωπής ακόμη, σαν παύση μετά από τη διήγηση ενός πολύ κουραστικού ανέκδοτου.

 

-Αλλά γιατί δε βλέπω; Αναρωτήθηκε ο Κόμπες (με τη φωνή του Πετρεξού).

 

-Μήπως γιατί είναι νύχτα και το φεγγάρι έχει δύσει; Γκρίνιαξε ο Πετρεξού (με τη φωνή του Κόμπες). Τέλος πάντων τι έγινε με το Μαργαριτάρι του Χάρατς; Τα καταφέρατε;

 

Τα λόγια του τα ακολούθησε μια μακρυά διστακτική σιωπή. Ύστερα ο κλέφτης έκανε απλά:

 

-Το άγγιξα κι η κατάρα θα λυθεί. Υπάρχουν όμως πολλά πράγματα που θα ήθελα να συζητήσουμε. Κι έχω την εντύπωση ότι υπάρχουν και πολλά πράγματα που δεν τα θυμάμαι.

 

Ο Πισκιλί άφησε έναν επιδοκιμαστικό ήχο να ξεφύγει από το λαρύγγι του.

 

-Ας γυρίσουμε στο Χάρατς τότε, είπε ο μάγος. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνουμε εδώ και το σκοτάδι με εμποδίζει να κάνω το ξόρκι επαναφοράς των ψυχών μας στο σωστό σώμα. Να είστε προετοιμασμένοι, γιατί στο τέλος του ξορκιού του Ονακόδονορχ μας περιμένουν έξι Σαφραγάντ που μόλις ξύπνησαν κι είναι πολύ πεινασμένα. Ή τουλάχιστον μου φάνηκαν πολύ πεινασμένα. Τι μυρίζει έτσι;

 

-Μισό λεπτό, διαμαρτυρήθηκε η φωνή του Πετρεξού με την ποιότητα και το στυλ της φωνής του Κόμπες. Πώς θα τα βάλουμε με τα Σαφραγάντ, αν δεν είμαστε στα σώματά μας; Εδώ το Βατραχασβό με το ζόρι τον έκανα καλά. Και παραλίγο να μείνω και κουφός. Άσε που δεν πολεμάω αποτελεσματικά όταν είμαι συγκαμένος.

 

-Θα πρέπει να βολευτούμε ως έχει. Δεν γίνεται αλλιώς. Μα κάτι μυρίζει άσχημα.

 

-Ε, πώς δε γίνεται αλλιώς; Μέσα σε Ονακόδονορχ δεν είμαστε; Θα μείνουμε μέχρι να φωτίσει λιγάκι και τότε θα κάνεις το ξόρκι και τότε θα γυρίσουμε πίσω στο Λάκκο Με Τα Κόκκαλα και θα είναι πάλι νύχτα.

 

-Δεν είναι έτσι τα πράγματα, ξεφύσηξε ανυπόμονα ο Πετρεξού (με τη φωνή του Κόμπες). Το ξόρκι της μεταφοράς των ψυχών μπορεί να ξεθυμαίνει εύκολα, αλλά το ξόρκι της επαναφοράς είναι πολύ πιο δύσκολο και περίπλοκο. Δεν είμαι έτοιμος να το κάνω, και δε γίνεται να το κάνω στο σκοτάδι. Δε θα ήθελες να κάνω κανένα λάθος και να παγιδευτείς στο σώμα ας πούμε του Βατραχασβού…

 

Ο κλέφτης ανατρίχιασε σύγκορμος.

 

-Το φαντάστηκα πως δε θα είχες άλλες αντιρρήσεις. Μα τι μυρίζει έτσι, θα μου πείτε;

 

-Αίματα. Από το Βατραχασβό. Τι άλλο ήθελες να μυρίζει; Έλαια καθαρισμού;

 

Ο Πισκιλί αναστέναξε καρτερικά στο άκουσμα της λέξη «καθαρισμός». Πολύ θα του γούσταρε ένα μπανάκι τώρα, αλλά ήξερε ότι δεν είχε και πολλές ελπίδες ακόμη. Ο μάγος στο κορμί του κλέφτη άρχισε πάλι να ψέλνει το ξόρκι που τους είχε μεταφέρει στην είσοδο του Άντρου. Η αρχαία ψαλμωδία είχε πάνω στον Κόμπες την ίδια επίδραση, όπως κι όταν την πρωτάκουσε: Μια αίσθηση ασύλληπτης αρχαιότητας και μια πίεση, σαν κάτι τεράστιο να προσπαθούσε να χωρέσει στο στενό χώρο του κεφαλιού του. Τ’ αυτιά του βούιζαν και πόνοι στο σαγόνι, το κρανίο και τις ωμοπλάτες τού τριβέλισαν τη συνείδηση. Οι πήλινοι ήλιοι στους λαιμούς τους άστραψαν και φώτισαν το γύρω χώρο, αλλά μόνο για λίγο, γιατί ένας σκοτεινός σίφουνας σήκωσε και τους τρεις τους στον αέρα. Σπινθηρισμοί και απόκοσμα φώτα έλαμψαν γύρω τους, παρασέρνοντάς τους σε ένα τρομακτικό χορό.

 

Ο Κόμπες έκλεισε τα μάτια του, με όλες του τις αισθήσεις τραβηγμένες από τον πόνο. Ήταν πόνο εσωτερικός, το ήξερε, αλλά δε μπορούσε παρά να τον νιώσει σαν πόνο. Θα ‘θελε να ουρλιάξει, θα βγάλει νύχια και να σκίσει τις σάρκες του, ή να χώσει τα δάχτυλά του στις ραφές του κρανίου του και το ανοίξει για να πάρει το μυαλό του αέρα. Αλλά συγκρατήθηκε, από τι δεν ήξερε να πει, συγκρατήθηκε και προσπάθησε μαζί με την ψαλμωδία να βάλει στο μυαλό του την εικόνα έξι πεινασμένων Σαφραγάντ να έρχονται κατά πάνω του. Κι όταν τελικά το ξόρκι του μάγου σταμάτησε να τον κάνει να υποφέρει, χάρηκε που είχε μπορέσει έστω και για τόσο λίγο να σκεφτεί τι τους περίμενε στην επιστροφή τους στο Λάκκο Με Τα Κόκκαλα.

 

Γιατί δεν είχε πέσει έξω. Ήταν έξι, ήταν πεινασμένα, ήταν αγουροξυπνημένα κι ένα από αυτά είχε σκαλώσει ένα νύχι δυο πήχες μακρύ στο λαιμό του Πετρεξού. Δηλαδή στο δικό του.

Link to comment
Share on other sites

Κ.

 

Το κορμί του Πετρεξού είχε τώρα μέσα του την ψυχή ενός βάρβαρου Νότιου. Αυτό μπορεί να μην ενδιέφερε άμεσα το Σαφραγάντ που ετοιμαζόταν για ένα νυχτερινό σαντουιτσάκι, αλλά εν καιρώ θα το απασχολούσε και μάλιστα σοβαρά και σε άμεση σχέση με την υγεία του. Κι όπως το κορμί του Πετρεξού ήταν ακόμη ζωσμένο με το τσεκούρι, το σπαθί και το στιλέτο του Κόμπες, η ψυχή του κλέφτη μπόρεσε να αντιδράσει ακριβώς όπως θα ήθελε, χωρίς να δυσκολεύεται που προσπαθούσε να κουμαντάρει ένα ξένο σώμα.

 

Με τα αυτιά του γεμάτα από διάφορους ήχους –τα τσιρίγματα των Σαφραγάντ, μια προειδοποιητική κραυγή του Πισκιλί, έναν απόηχο του ξορκιού που μουρμούριζε ο Πετρεξού- ο κλέφτης πιάστηκε με τα δυο χέρια από το πελώριο νύχι που απειλούσε να του κόψει το λαιμό και προσπάθησε μ’ όση δύναμη είχαν τα χέρια του μάγου να το απομακρύνει. Δεν κατάφερε και πολλά, τουλάχιστον όμως το νύχι σταμάτησε να πλησιάζει στο λαιμό του. Προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να τραβήξει το τσεκούρι του, χωρίς ν’ αφήσει το Σαφραγάντ να δοκιμάσει το μανικιούρ του πάνω σε ανθρώπινη σφαγίτιδα φλέβα, αλλά δεν έβρισκε κάτι που να ικανοποιεί το γούστο του στην έκβαση μιας μάχης. Τελικά, μ’ έναν ήχο δυσφορίας, κατόρθωσε να κυλήσει κάτω από το τερατώδες νύχι, αφήνοντας το Σαφραγάντ να πέσει προς τα μπρος, μην μπορώντας να ελέγξει την ορμή του.

 

Ένα ρουφηχτός ήχος ακούστηκε και το Σαφραγάντ τινάχτηκε ελαφρά προς τα πίσω. Η αλυσίδα που το κρατούσε δεμένο στην αρένα των δημόσιων εκτελέσεων του Χάρατς έκανε τη δουλειά της, αλλά αυτό δε βοήθησε και πολύ τον Κόμπες. Πρόλαβε να τραβήξει το τσεκούρι του, πριν το πελώριο σώμα του Σαφραγάντ πέσει πάνω στο αριστερό του πόδι και τον κάνει ν’ αρχίσει ένα χείμαρρο από βλαστήμιες, οι οποίες αντίθετα με τα συνήθειά του δεν ήταν διόλου ευφάνταστες.

 

-Ω, σκατά, σκατά, σκατά, να γαμώ τα Σαφραγάντ μου μέσα!

 

Κι ύστερα από λίγο, όταν ανακάλυψε ότι κι η αλυσίδα του τέρατος κατευθυνόταν με ταχύτητα προς το ίδιο πόδι που είχε πέσει το τέρας:

 

-Ω, σκατά, σκατά, σκατά, να γαμώ τα Σαφραγάντ μου μέσα!

 

Καμμία φαντασία. Τσκ, τσκ, τσκ.

 

Κι όπως έβριζε κοινότυπα (πράγμα που θα μπορούσε να τον πληγώσει αφάνταστα αν το συνειδητοποιούσε, γιατί ο Κόμπες πάντα περηφανευόταν ότι ήταν άσσος την επινόηση νέων βλαστημιών) το χέρι του πήρε την απόφαση ν’ αρχίσει να δουλεύει, σβουρίζοντας το τσεκούρι πάνω από το κεφάλι του και πετώντας μ’ αυτόν τον τρόπο κομματάκια από τη σάρκα του Σαφραγάντ αριστερά και δεξιά. Ένα μούγκρισμα που τον έκανε να τρανταχτεί βγήκε από το λαρύγγι του τέρατος, αλλά ο Κόμπες δε μάσησε. Όταν ένας Βατραχασβός έχει ουρλιάξει μες τ’ αυτιά σου την ώρα που τον τυφλώνεις, ε, μπορείς να πεις ότι έχεις ακούσει το δυνατότερο ήχο απ’ όσους έχει ποτέ δημιουργήσει ο Ντινκ-Ντονκ, ο θεός του ήχου. Δυο σβουριξιές ακόμη γαρνιρισμένες με το τρομακτικό «ουουουουουουουου» που αποτελούσε την κραυγή του της μάχης, κι ο κλέφτης κατάφερε να κόψει ένα μικρό κομμάτι από τη ρίζα του ενός νυχιού του πλάσματος, κάνοντάς το να ουρλιάξει ακόμη περισσότερο.

 

Ο Κόμπες χαμογέλασε χαιρέκακα κι αν δεν τον πονούσε το πόδι του θα γελούσε και χαιρέκακα. Κουμαντάρησε το τσεκούρι έτσι ώστε να πέσει στο εκτεθειμένο πίσω πόδι του Σαφραγάντ κι έκανε μια δύσκολη μανούβρα για ν’ αποφύγει το χτύπημα που του ετοίμαζε το πονεμένο ζώο. Προσπάθησε να ξεφύγει προς τη μεριά του Λάκκου, αλλά είδε ότι οι αλυσίδες των άλλων Σαφραγάντ, έφταναν ως εκεί και δεν το αποτόλμησε.

 

Με την άκρη του ματιού του είδε τι γινόταν με τους συντρόφους του. Ήταν γεγονός ότι στη χειρότερη θέση ήταν ο Κόμπες, γιατί το «δικό» του τέρας ήταν πολύ πιο κοντά του απ’ ό,τι τα υπόλοιπα πέντε ζώα κοντά στους άλλους δύο. Αλλά όταν δεν διαθέτεις κάτι περισσότερο από μια τεχνική πάλης ή μερικά ξόρκια σε μια μεγάλη και δύσκολη να ψαχτεί τσέπη, τότε είσαι σε σαφέστατα δύσκολη θέση, κι ούτε σε νοιάζει αν κάποιος άλλος μόλις γλίτωσε την αποκοπή του σβέρκου του από το υπόλοιπό του σώμα.

 

Ο κλέφτης δεν ήταν παρτάκιας. Ειδικά στη μάχη, προτιμούσε να μοιράζεται τα όπλα του παρά να τα κρατάει και να τον βαραίνουνε, έχοντας μια στις τόσες πιθανότητα να τα χρειαστεί κάποτε. «Αν το σπαθί σου είναι σε χέρι φίλου, τότε είναι σα να ‘ναι στο χέρι σου,» τον είχε ορμηνέψει κάποτε μια Βόρεια γυναίκα, που ζούσε στο Σενίμ-Σοριέν. Κι ο Κόμπες ήξερε ότι απ’ όλα όσα είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του, αυτό το τσιτάτο ίσως να ήταν το πιο σωστό.

 

-Πισκιλί! Φώναξε κι όταν ο ημεροδρόμος γύρισε να τον κοιτάξει, του πέταξε μ’ όση δύναμη είχε το σπαθί του.

 

Ο Πισκιλί τη χρειαζόταν πραγματικά τη βοήθεια. Ένα από τα Σαφραγάντ, ήταν λιγότερο πεινασμένο από τα άλλα και προσπαθούσε να τον περικυκλώσει με τις χερούκλες του, για να παίξει λίγο μαζί του, πριν αποφασίσει να τον κολατσίσει. Ο ημεροδρόμος χούφτωσε το σπαθί που του πέταξαν, το ζύγισε στο χέρι του, να καταλάβει το βάρος του και την ισορροπία του κι ύστερα, σ’ έναν ακαταμάχητα χορευτικό συνδυασμό της τεχνικής του πάλης και της χρήσης του σπαθιού, έφερε δυο κωλοτούμπες και βρέθηκε κάτω από την κοιλιά του τέρατος, ανοίγοντάς την στα δύο. Ζεστά και βρωμερά στη μυρωδιά έντερα τον έλουσαν, αλλά δεν είχε ώρα να σκεφτεί τη χαλασμένη του κουάφ. Το ουρλιαχτό του Σαφραγάντ σκέπασε την κραυγή ενθουσιασμού του Κόμπες, που τσεκουρώνοντας το δικό του τέρας, είδε με την άκρη του ματιού του το όλο σκηνικό.

 

-Γεια σου, αδερφέ μου, Πισκιλί! Γεια σου, Πισκιλί, γαμιά!

 

Και για να μη μείνει πίσω, έκανε ένα τσεκουροτσαλίμι κι έκοψε το μισό λαιμό του Σαφραγάντ, δεχόμενος κι αυτός επάνω του σεβαστή ποσότητα σωματικών υγρών του ζώου, τα οποία ανακατεύτηκαν με τα ξεραμένα αίματα του Βατραχασβού κι έδωσαν μια άλλη διάσταση στη λέξη «μπόχα».

 

Κι ο Πετρεξού; Παγιδευμένος μέσα σε ένα σώμα που δε μπορούσε εύκολα να μετακινήσει και χωρίς να έχει εκπαιδευτεί καθόλου στη χρήση του, ο μάγος πάλευε να ψαρέψει από τις τσέπες του λεπτεπίλεπτα φιαλίδια με τα χέρια του Κόμπες, που ως γνωστόν σε όποιον ασχολείται με τον κλέφτη είχαν περίπου το μέγεθος του φτυαριού ενός φούρναρη. Αποτελέσματα ούτε κι ο ίδιος δεν περίμενε, όταν όμως βλέπεις από απόσταση αναπνοής μια στοματάρα σα σπηλιά που βρωμάει και ζέχνει επιθυμία για ανθρωπάκι κοκκινιστό, τότε δε μπορεί παρά να βάλεις τα δυνατά σου να μη γίνεις το επόμενό του πιάτο. Δηλαδή στο φούρνο με πατάτες.

 

Κάπως έτσι ο Πετρεξού έπεισε τον εαυτό του πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που κρατούσε, κάτι θα χρησίμευε στον αγώνα του για επιβίωση. Έσπασε το λαιμό του φιαλιδίου και πέταξε το περιεχόμενό του στο τέρας που του ορμούσε, βρίσκοντας τη θέση του πολύ-πολύ νόστιμη και ορεκτική. Το υγρό, που ήταν κιτρινωπό και φωσφόριζε, διέγραψε μια βρόχινη τροχιά κι έσκασε πάνω στο τέρας χωρίς να του προκαλέσει την παραμικρή αβαρία. Αλλά ο μάγος, σαν άξιο μέλος της σέκτας των μάγων, είχε καταλάβει τι ήταν το φίλτρο που είχε πετάξει. Και βιαστικά –πολύ βιαστικά είναι η αλήθεια- άρχισε να λέει ένα παράξενο ξόρκι, ενώ ταυτόχρονα έτρεξε καταπάνω στο σαστισμένο Σαφραγάντ και το αγκάλιασε σφιχτά από το πόδι.

 

Τώρα η αρένα των δημόσιων εκτελέσεων του Χάρατς είχε μετατραπεί σε ένα γκροτέσκο πεδίο μάχης, αν και η φράση γκροτέσκο μάλλον είναι πλεονασμός όταν αφορά ένα πεδίο μάχης. Αλλά και πάλι πώς να το περιγράψει κανείς; Με ποια χρονική σειρά; Ή με ποια σειρά σημαντικότητας; Μήπως να μιλήσουμε για τους φίλους και μόνο ή να προσθέσουμε και τους εξωγενείς παράγοντες που θα μπορούσαν –και τελικά θα το κάνουν- να επηρεάσουν την έκβαση αυτής της μάχης;

 

Κοντολογίς, να πούμε ότι ενώ α) ο Κόμπες (με τη μορφή του Πετρεξού) έκοβε και το υπόλοιπο του λαιμού του Σαφραγάντ, β) ο Πισκιλί πάλευε να λευτερωθεί από κουλούρες εντέρων πριν τον μασαμπουκώσουν τα υπόλοιπα τερατάκια και γ) ο Πετρεξού (μέσα στο κορμί του Κόμπες) είχε αγκαλιάσει το πόδι ενός ζώου και πάλευε να κάνει το ξόρκι να δουλέψει, στο χώρο των κερκίδων λάμβανε χώρα μια αναπάντεχη σκηνή. Η Γάτικ, η παρακόρη του πανδοχέα, είχε κουλουριαστεί σε μια μικρή σάρκινη μπαλίτσα, με τα μαύρα της μαλλιά να πέφτουν μπρος στα μάτια της και κάτι μουρμούριζε, κάτι άγνωστο στους περισσότερους ανθρώπους κι ανατριχιαστικό και γεμάτο οσμές βαλεριάνας.

 

Αν μπορούσε κανείς να στήσει αυτί πολύ κοντά στη Γάτικ, τη στιγμή που όλα τα πιο πάνω γίνονταν ταυτόχρονα γύρω από το Λάκκο Με Τα Κόκκαλα, θα άκουγε ξάφνου ένα μικρό διακριτικό θόρυβο. Ένα «ποκ», τον ίδιο ήχο που κάνει ένα λουβί αρακά όταν τον ανοίγεις. «Ποκ» κι ύστερα τίποτ’ άλλο, γιατί ήταν λες και αυτός ο κρότος να έβαζε μπροστά μια μηχανή που έτρωγε τους ήχους, όλα σταμάτησαν ν’ ακούγονται, όλα έπαψαν να παράγουν θορύβους, όλα κράτησαν ακόμη και την ανάσα τους για ν’ αφήσουν τη Γάτικ να τους δείξει αυτό που έπρεπε να δουν.

Link to comment
Share on other sites

Πάει, η εποχή που μικρούλης διάβαζα αθώος, και έβλεπα και ταινίες, Ταρζάν, με τον "ήρωα" να σκοτώνει "κακά" λιοντάρια πέρασε ανεπιστρεπτί.

 

Μεγάλωσα σε έναν πολύ κακό άνθρωπο. Αν πήγαινα σήμερα ταξίδι στην Ισπανία, θα έμπαινα σε αρένα ταυρομαχίας μόνο με την εγγύηση πως θα δω ταυρομάχους να ξεκοιλιάζονται στα κέρατα ταύρων που εισπράττουν επιτέλους το δίκιο τους.

 

Καταλαβαίνεις την δισφορία μου να βλέπω τρεις...(μετρώ μέχρι το δέκα)...μη πω τίποτα, να σφάζουν χαιρέκακα τα Σαφραγάντ, που απλά έπαιρναν έναν υπνάκο εκείνη την στιγμή...Αλλά άσε, έχω αρκετά ράμματα για την γούνα "ήρωα" και συγγραφέως με αυτή την συνεχιζόμενη σαδιστική ηδονή σφαγής άλογων, αθώων κτηνών και λοιπών τεράτων.

Link to comment
Share on other sites

Δεν έχεις και άδικο. Αλλά να, κάποιες φορές χρειάζεται μια ανάιτια σφαγή για να εκτιμήσεις εκείνες που έχουν σοβαρές αιτίες.

 

Προσοχή! Ακολουθεί σοβαρά προκλητική σκηνή, καθώς η φίλη μας η Νταραντάε επιστρέφει για να τινάξει τα μυαλά του Κόμπες στον αέρα.

ΚΑ.

 

Η μικρή Γάτικ με το λεπτεπίλεπτο κορμάκι ξαφνικά γιγαντώθηκε. Μια λευκή αύρα, λίγων εκατοστών περιέβαλε το σώμα της, που τώρα πια δεν ήταν ούτε λεπτεπίλεπτο, ούτε μικροσκοπικό, ούτε καν ανθρώπινο. Η μικρούλα Γάτικ είχε μεταμορφωθεί σε έναν τεράστιο μαχαιρόδοντα, ψηλότερο κι από τα Σαφραγάντ, σαν κι αυτούς που λέγεται ότι λυμαίνονται τα Σύνορα του Κόσμου.

 

Κι έδειχνε πεινασμένη κι επικίνδυνη.

 

Τα τέρατα που είχαν απομείνει ζωντανά έτρεψαν ξαφνιασμένα το κεφάλι τους προς το μέρος της. Όλα; Όχι. Ένα μόνο δε γύρισε το κεφάλι του να κοιτάξει. Γιατί αυτό το ένα ήξερε ότι η Γάτικ θα έκανε αυτό που έκανε, ήξερε ότι έπρεπε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την προσπάθεια της κοπελίτσας να τους βοηθήσει. Κι αυτό το ένα Σαφραγάντ ήταν εκείνο που κουβαλούσε μέσα του την ψυχή του Πετρεξού.

 

Ναι, το φιαλίδιο με το κιτρινωπό φωσφοριζέ υγρό ήταν το ίδιο με εκείνο που είχε στείλει την ψυχή του Κόμπες μέσα στο κορμί του Πετρεξού και τούμπαλιν. Και ναι, τώρα η ψυχή του Πετρεξού ήταν μέσα στο κορμί του τέρατος και το Σαφραγάντ είχε μείνει κόκκαλο μέσα στο κορμί του Κόμπες, προσπαθώντας να καταλάβει τι έγινε και τα νύχια του μάζεψαν τόσο. Ο Πετρεξού-Σαφραγάντ έβγαλε μια θριαμβευτική κραυγή που τράνταξε την αρένα συθέμελα κι έστειλε τη Γάτικ-μαχαιρόδοντα να πηδήξει πάνω στο λαιμό του κοντινότερού της τέρατος και να του κόψει την καρωτίδα με τα μαχαιρίσια δόντια της.

 

Κόμπες και Πισκιλί προσπαθούσαν να καταλάβουν γιατί ξαφνικά ο Πετρεξού μέσα στο κορμί του Κόμπες (όπως νόμιζαν) είχε μείνει ακίνητος σα χαμένος και γιατί το Σαφραγάντ που μέχρι πριν λίγο προσπαθούσε να τον σκοτώσει, τώρα καθόταν στα πίσω πόδια του κι έβγαζε κάτι που θα μπορούσε να ήταν το γέλιο των Σαφραγάντ. Με φρίκη, ο κλέφτης είδε το γελαστό τέρας να κοπανάει μια ελαφριά γροθιά στο μέχρι πρότινος σώμα του, να το ρίχνει αναίσθητο κι ύστερα να σωριάζεται στο χώμα, σα σακί με πατάτες.

 

Δεν έκατσε να το σκεφτεί. Σβούριξε το τσεκούρι του πάνω από το κεφάλι του για να αποθαρρύνει προς στιγμήν ένα από τα υπόλοιπα Σαφραγάντ που του ορμούσε κι έτρεξε κατά πάνω στο φίλο του (όπως νόμιζε) βάζοντας το κορμί του ανάμεσα στον άνθρωπο και το τέρας.

 

Και ας ανακεφαλαιώσουμε: Τέσσερα Σαφραγάντ είναι ακόμη ζωντανά. Η Γάτικ, μεταμορφωμένη σε μαχαιρόδοντα έχει ήδη πνίξει το ένα με τα δόντια της. Το δεύτερο την έχει πέσει στον Πισκιλί, αλλά ο θάνατός του (του τέρατος) είναι μόνο μερικές τούμπες του ημεροδρόμου μακρυά. Το τρίτο Σαφραγάντ έχει κάνει λίγο πίσω, ξαφνιασμένο που ο Κόμπες με το κορμί του Πετρεξού το παράτησε κι έφυγε. Και το τέταρτο είναι αναίσθητο μέσα στο κορμί του Κόμπες, ενώ ο Πετρεξού είναι επίσης αναίσθητος μέσα στο κορμί του Σαφραγάντ.

 

Μπέρδεμα; Και πού να ειπωθεί κι η συνέχεια. Μια σφαίρα μαλακού κίτρινου φωτός έκανε την εμφάνισή της από το πουθενά ανάμεσα στον Κόμπες και τον υπόλοιπο κόσμο. Ο κλέφτης ένιωσε να τυφλώνεται από τη λάμψη της ακτινοβολίας κι έφερε ασυναίσθητα τα χέρια του στα μάτια του. Ταυτόχρονα ένιωσε κάτι που είχε καιρό να νιώσει: την αίσθηση απαλής γυναικείας σάρκας ν’ αγγίζει το στήθος του. Μια φωνή βαθιά, όλο μέλι και ονειρεμένες επιθυμίες, μουρμούρισε στ’ αυτί του λέξεις τόσο παράξενες που μονομιάς ήξερε ποια ήταν εκείνη που τις έλεγε:

 

«Συγκρατήσου Μπες-Μπες… Αν σκοτώσεις αυτό που μοιάζει με Σαφραγάντ δε θα γυρίσεις ποτέ στο σώμα σου… Και τότε πώς θα έρθεις σε μένα, σαν γαμπρός και σαν εραστής;… Πώς θα κυλιστούμε γυμνοί πάνω στη γούνα του γκαμήλ, να ενώσουμε τα στόματά μας, να ενώσουμε τις ανάσες μας, να ενώσουμε τα κορμιά μας;… Συγκρατήσου, Κόμπες… Συγκρατήσου, γιατί σε θέλω εκείνη τη μέρα ζωντανό… Ζωντανό κι ασυγκράτητο κι ορμητικό και σκληρό κι ερεθισμένο… Σε θέλω εκείνη τη μέρα έτοιμο για μένα… εραστή…»

 

-Νταραντάε!... μουρμούρισε ο Κόμπες.

 

Θα είχε ουρλιάξει από την ένταση της στιγμής, αλλά ο πόνος που ένιωθε στα μάτια ήταν ανυπόφορος. Προσπάθησε να τα ανοίξει αλλά δεν τα κατάφερε.

 

-Νταραντάε! Ξανάκανε. Καλώς τα μάτια μας τα δυο! Πώς από τα μέρη μας; Βαρέθηκες να ξύνεις τα νυχάκια σου κι είπες «ας πάω μια βόλτα να βουρλίσω τον Κόμπες το Ντερλικοτή», ε, έτσι δεν είπες;

 

«Αχ, ακόμη δεν κατάλαβες; Δε μπορώ να έρχομαι κοντά σου όποτε θέλω, τουλάχιστον όχι ακόμα, όχι μέχρι να πάρεις το δρόμο που θα σε φέρει σε μένα… Μπορώ μόνο να σε σώζω όταν δε θα έχεις καμμία ελπίδα να σωθείς, όταν ακόμη κι αν δεν το ξέρεις κινδυνεύεις να πεθάνεις… Δε θα σε αφήσω να πεθάνεις, Κόμπες… Γιατί αν σε αφήσω να πεθάνεις, πώς θα μπορέσω να σε τραβήξω μια μέρα πάνω μου, μέσα μου;… Πώς θα μπορέσω μια μέρα να σου δείξω πώς είναι ο έρωτάς μου;…»

 

Το αβάσταχτο για τα μάτια του φως άρχισε να χάνει από την έντασή του, τόσο που σιγά-σιγά κατάφερε ν’ ανοίξει τα μάτια του και να τη δει. Ναι, ήταν η Νταραντάε, όπως τη θυμόταν, γυμνή, άσπρη, με τα μαύρα της μαλλιά να συναγωνίζονται τη νύχτα στο χρώμα, με τα μάτια της το ίδιο μαύρα και σκοτεινά, να υγραίνει με τη ροζ τραχιά της γλώσσα τα κόκκινα χείλη της και να τον ακουμπάει με τρόπους που μόνο η Ινολίκ ήξερε ότι του αρέσουν να τον ακουμπάνε. Ακόμη και μέσα στο σώμα του Πετρεξού, ο Κόμπες είχε την εντύπωση ότι τα στήθη της ήταν φτιαγμένα με καλούπι τις χούφτες του κι ασυναίσθητα σήκωσε το ελεύθερο χέρι του για να δει αν είχε δίκιο.

 

Χίλιες υποσχέσεις καθρεφτίστηκαν μέσα στα μάτια της, υποσχέσεις υγρές, ζεστές και κάπως παλινδρομικές, αλλά ο Κόμπες θυμήθηκε τον εγωισμό του και δε συνέχισε την κίνησή του. Ο Βυζβόρουν δε θα ήταν και πολύ περήφανος γι’ αυτόν αλλά δεν ώρα τώρα για να καλοπιάνεις ένα θεό που έχει βάλει σκοπό της ύπαρξής του να χαϊδέψει τα βυζιά όλων των θηλυκών του κόσμου.

 

«Θα μπορούσες να πάρεις μια γεύση…» έκανε ελαφρά δυσαρεστημένη η ονειρική γυναίκα. «Μια πρόγευση μάλλον, από αυτά που θα ζήσουμε οι δυο μας, όταν θα γίνουμε ένα, πάνω στη μαλακή γούνα ενός γκαμήλ… Όταν θα με παρακαλάς να σου δωθώ κι εγώ δε θα λέω τίποτα γιατί θα σου είμαι ήδη παραδομένη, ήδη έτοιμη για σένα, ήδη πρόθυμη να σε πάρω μέσα μου, εκεί όπου θα βρεις το πάθος και τον πόθο και την ηδονή…»

 

Ο κλέφτης ένιωθε ένα βόμβο στα μηνίγγια του, σαν να χτυπούσε εκεί μια τεράστια καρδιά κι ύστερα εντόπισε το ίδιο βόμβο και σε άλλα σημεία του σώματός του, ειδικά σε ένα συγκεκριμένο που είχε πάρει κλήση κι ετοιμαζόταν ν’ αναδυθεί κάτω από το μαύρο χιτώνα που φορούσε. Έσφιξε τα δόντια του, κατέβασε το χέρι του στη λαβή του τσεκουριού κι είπε:

 

-Μα το Βυζβόρουν, από τι ήρθες λοιπόν να με σώσεις;

 

Η Νταραντάε απομακρύνθηκε από κοντά του απογοητευμένη.

 

«Σου έχω πει πόσο ζηλιάρης είναι ο θεός σου; ...» είπε κάπως στεγνά. «Μια μέρα θα μου το πληρώσει που σε κάνει να χάνεις το ενδιαφέρον σου για μένα… Αλλά θέλω πρώτα να τον έχω στα χέρια μου, το γερο-Βυζβόρουν, στα χέρια μου και στα νύχια μου κι εσένα στο κρεβάτι μου, Κόμπες Ντερλικοτή… Μέχρι εκείνη τη στιγμή λοιπόν, δες από τι σε έσωσα…»

 

Παραμέρισε κι έδειξε στον κλέφτη το σώμα του, πεσμένο αναίσθητο στο χώμα της αρένας, λίγα μέτρα απόσταση από το Λάκκο Με Τα Κόκκαλα. Κι ο Κόμπες είδε με φρίκη μια κιτρινωπή αύρα να τυλίγει το αναίσθητο ανθρώπινο σώμα και το επίσης αναίσθητο Σαφραγάντ κι έναν ανεμοστρόβιλο να τα σηκώνει στον αέρα και να τραντάζει. Κι ύστερα τα δύο σώματα έπεσαν πάλι στο χώμα κι η Νταραντάε έκανε με επιτακτική φωνή.

 

«Και τώρα σκότωσε το Σαφραγάντ!... Με μια τσεκουριά, σκότωσέ το!...»

 

Για κάποιο λόγο το οποίο ποτέ στη ζωή του δε κατάλαβε, ο Κόμπες υπάκουσε. Σήκωσε το τσεκούρι του και με δυο καλοζυγισμένες κινήσεις έκοψε το κεφάλι του αναίσθητου ζώου, πριν εκείνο προλάβει να βγάλει έστω ένα πονεμένο μουγκρητό. Την ίδια στιγμή, ο μαχαιρόδοντας που πριν λίγη ώρα ήταν η μικρούλα Γάτικ πήδηξε κάτω από το λαιμό του Σαφραγάντ που είχε σκοτώσει και όρμηξε στο αναίσθητο κορμί του Κόμπες. Που είχε μόλις δεχτεί πίσω την ψυχή του Πετρεξού.

 

Ο κλέφτης έφριξε με την κίνηση του μαχαιρόδοντα και σήκωσε το τσεκούρι του να προστατέψει το κορμί του και το φίλο του. Πριν προλάβει όμως να κουνήσει έστω ένα μυ, είδε το γιγαντιαίο ζώο να τρίβεται σα παραπονεμένο γατάκι στο πρόσωπο του μάγου και κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως έδειχναν. Άκουσε ένα ρουφηχτό ήχο και με την άκρη του ματιού του είδε τον Πισκιλί να ανοίγει την κοιλιά και δεύτερου Σαφραγάντ. Τώρα είχε μείνει μόνο ένα που ορμούσε με δαιμονική μανία και πείνα κατά πάνω στον Κόμπες. Αλλά η Νταραντάε δεν είχε ακόμη πει την τελευταία της λέξη.

 

Κάτι που έμοιαζε με στιλέτο έκανε την εμφάνισή του στο χέρι της. Το σήκωσε πάνω από το κεφάλι της και με μια μάλλον νωχελική κίνηση το πέταξε προς το τέρας που έκανε έφοδο. Το στιλέτο πήρε μερικές στροφές στον αέρα, αντανακλώντας λίγη από τη λάμψη που τύλιγε τη Νταραντάε και ακόμη λιγότερη από την αύρα της Γάτικ-μαχαιρόδοντα και καρφώθηκε στο αριστερό μάτι του Σαφραγάντ. Εκείνο κοκκάλωσε στον αέρα, λες και είχε βρει σε κάποιον αόρατο τοίχο κι ύστερα άρχισε να ζαρώνει και να μικραίνει, ώσπου κατέληξε σαν μούμια, ένα στεγνό από κάθε χυμό δέρμα ενός Σαφραγάντ.

 

Ο Κόμπες γύρισε το κεφάλι του αλλού. Θυμήθηκε πώς είχε πεθάνει κάποιο υπερφυσικό πλάσμα, σ’ ένα ρουμάνι με ελιές ανάμεσα στην αρχαία Δρου και τη Θαγγηλεία, πριν από μερικούς μήνες, ένα πλάσμα που είχε αποδειχτεί σύντροφος ενός δράκου. Θυμήθηκε πώς είχε ο ίδιος σκοτώσει με τα χέρια του το γιο του δράκου και πώς ο δράκος του είχε ζητήσει να τον σκοτώσει, για να μην αναγκαστεί ο δράκος να πάρει εκδίκηση. Θυμήθηκε το ταξίδι του πίσω στο ρουμάνι, για να θάψει δίπλα στην σύντροφό του τα σμαραγδένια μάτια του δράκου. Και θυμήθηκε πόσες μέρες έφαγε ο Πετρεξού ψάχνοντας να βρει πληροφορίες για τη Νταραντάε, που κάποια πλάσματα την είχαν πει ιπτάμενη έρπουσα. Κι ένιωσε όλη του την οργή για την ονειρική γυναίκα να ανεβαίνει σαν κόμπος στο λαιμό του, σαν κύμα από ουρλιαχτά και βρισιές και κατάρες, σα σπασμό που θα έκανε το τσεκούρι του να τιναχτεί κατά πάνω στο λαιμό της. Ξεχνώντας ότι του είχε μόλις σώσει τη ζωή γύρισε και την κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που θα μπορούσε να φοβίσει πολλά πλάσματα, ανάμεσά τους και μερικούς θεούς ή ίσως και κάποιους δράκους.

 

-Καταραμένη! Έκανε μες απ’ τα δόντια του.

 

Αλλά πριν προλάβει να κάνει ο,τιδήποτε, η Νταραντάε είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω της ένα γελάκι όλο αυτάρεσκη ερωτική επιθυμία.

 

Στην αρένα των δημόσιων εκτελέσεων του Χάρατς είχαν πια πάψει όλοι οι θόρυβοι. Ακούγονταν μόνο τρεις πνιχτές ανάσες κι ένας ακόμη ήχος, κάπως υγρός, ο ήχος που έκανε η γατίσια γλώσσα του μαχαιρόδοντα καθώς έγλειφε το πρόσωπο του αναίσθητου Πετρεξού.

 

Ο Πισκιλί είχε μείνει ακίνητος, σαστισμένος από τα τόσα που είχε δει. Ήταν λουσμένος από την κορυφή ως τα νύχια με αίματα κι άλλα ακατονόμαστα υγρά από τις κοιλιές των δύο Σαφραγάντ που είχε σφάξει. Ο Πετρεξού, μέσα στο κορμί του Κόμπες ήταν ακόμη αναίσθητος, αλλά η απαλή, κανακευτική γλώσσα του μαχαιρόδοντα τον έφερνε σιγά-σιγά πίσω στον κόσμο των ζωντανών. Η Γάτικ δεν έλεγε ν’ αλλάξει μορφή και μάλλον δε θα άλλαζε καθόλου. Κι ο Κόμπες;

 

Ο Κόμπες ήθελε απλά να κοιμηθεί. Έτσι, να κλείσει τα μάτια του και να μην βλέπει τίποτα, να μην ακούει τίποτα, να μη νιώθει τίποτα. Είχε μέσα του ένα σωρό ανεξιχνίαστα συναισθήματα που έψαχναν να βρουν έναν τρόπο να βγουν στην επιφάνεια και τον πνίξουν με σκελετωμένα δάχτυλα: οργή, πόνος, ανησυχία, φόβος, άγνοια, ερωτική επιθυμία. Δεν ήξερε αν ήθελε να σκοτώσει τη Νταραντάε ή να της κάνει έρωτα μέχρι που να στραγγίξει από μέσα του κάθε ανάκαρα. Δεν ήξερε γιατί δε σκότωσε το Σαφραγάντ που πήγε να σκοτώσει τον Πετρεξού. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, δεν ήξερε τι είχε γίνει στο Άντρο του Μαργαριταριού, δεν ήξερε γιατί δε φοβόταν το μαχαιρόδοντα, δεν ήξερε για ποιο λόγο δεν τον ένοιαζε πια σε ποιο κορμί θα έμενε η ψυχή του. Είχε παραδοθεί, σε όλους και σε όλα. Και πάνω που ήταν έτοιμος να παραδοθεί στ’ αλήθεια, άκουσε τον Πισκιλί να λέει:

 

-Λες να υπάρχει καμμιά διπλωματούχος λουτράρισσα στο Χάρατς;

 

Κι όλη του η κούραση κι η απελπισία έγιναν ένα τρανταχτό νευρικό γέλιο.

Link to comment
Share on other sites

ΚΒ.

 

-Ε, όχι. Δε γίνονται αυτά τα πράγματα.

 

Ο Κόμπες είχε βρει το κέφι του στο δρόμο για το πανδοχείο, αν και ο συγκαμένος πισινός που κουμαντάριζε θα μπορούσε να του το ξαναστερήσει. Ο Πετρεξού τους είχε διηγηθεί το όλο σκηνικό με το ξόρκι μεταφοράς των ψυχών από το κορμί του Κόμπες στο Σαφραγάντ κι ο κλέφτης είχε βρει τουλάχιστον ξεκαρδιστικό το ότι ο μάγος είχε παραχώσει στο κορμί του τη ψυχή ενός αποτρόπαιου τέρατος. Πράγμα που μας λέει πολλά για το χιούμορ του Κόμπες, ειδικά όταν αυτός βρίσκεται σε κρίσιμη ψυχολογική κατάσταση.

 

-Και πώς έγινε και ξαναγύρισες στο κορμί σου; Δηλαδή στο δικό μου κορμί;

 

-Η μεταφορά ψυχών μεταξύ ανθρώπων και ζώων δε διαρκεί παραπάνω από μερικές στιγμές. Αντίθετα με όταν το ξόρκι γίνεται μεταξύ ανθρώπων, η ψυχή ξαναγυρίζει μέσα σε λίγες ανάσες πίσω στο σωστό κορμί. Επειδή όμως το σώμα απ’ όπου βγήκα δεν ήταν δικό μου, το ξόρκι με έριξε αναίσθητο. Ευτυχώς δε με έφτυσε, να μη μπορώ να ξαναμπώ στο σώμα σου. Γιατί τότε θα μέναμε κι οι δυο έτσι εσαεί: εγώ μια σκιά σα φάντασμα κι εσύ μέσα στο σώμα μου.

 

-Κι η μικρή του πανδοχέα; Πού κολλούσε;

 

Ο Πετρεξού πήρε μια βαθιά ανάσα. Η μυρωδιά του μαχαιρόδοντα, όμοια μ’ εκείνη της βαλεριάνας, ήταν ακόμη πάνω του και μπορούσε να τη μυρίσει χωρίς πολλή προσπάθεια. Ξαναπήρε μια βαθιά ανάσα πριν μιλήσει.

 

-Η Γάτικ είναι ο εταίρος μου. Κάθε μάγος όταν παίρνει το χρίσμα από τον δάσκαλό του, δένει την ψυχή του με ένα πλάσμα που μπορεί να μεταμορφώνεται. Πριν από μερικές μέρες ένιωσε ότι κάτι με απειλούσε κι οι μαντικές της δυνάμεις την οδήγησαν στο Χάρατς. Μου φανερώθηκε την ώρα που βγήκατε από το δωμάτιο και ανανεώσαμε τους μαγικούς δεσμούς μας με μια μίνι επανάληψη της τελετής του δεσίματος. Ξέρεις, η Γάτικ είναι αλλάχτης. Είναι και γυναίκα και μαχαιρόδοντας. Αλλά τον περισσότερο καιρό τον περνάει σα μαχαιρόδοντας.

 

-Κάτι σαν μεταβολίδι δηλαδή;

 

-Δεν είναι μεταβολίδι, γιατί τα μεταβολίδια είναι κατά βάση πνεύματα σκανδάλου. Οι αλλάχτες έχουν πολύ πιο σοβαρά πράγματα να κάνουν από το να παίζουν όλη μέρα μπαρμπούτι σαν τα μεταβολίδια. Και ξέρεις και κάτι ακόμη; Είσαι πολύ τυχερός που η Γάτικ είδε τη Νταραντάε σου. Όταν γυρίσει στα βουνά της, μπορεί να βρει και να μας πει πέντε πράγματα για την ιπτάμενη έρπουσα.

 

-Όταν γίνει αυτό, θέλω να είμαι μπροστά, έκανε ο Κόμπες σοβαρεύοντας ξαφνικά. Δε θέλω ούτε καν να σκεφτείς ότι θα μου κρύψεις κάτι γι’ αυτό το κοπελάκι.

 

-Όπως και οι αλλάχτες, έχω σοβαρότερα πράγματα να κάνω από το να κάθομαι όλη μέρα και να σκαρφίζομαι ψέματα για να μη θυμώνεις, απάντησε ο Πετρεξού με μια κοροϊδευτική τρίλια στη φωνή. Όπως ας πούμε να οργανώσω το ξόρκι για να γυρίσουμε στα σώματά μας…

 

Ο κλέφτης δε μίλησε άλλο.

 

-Κι ίσως και να κάνω ένα μπάνιο. Βλέπεις, όταν κάποιος κόβει κεφάλια Σαφραγάντ πάνω από το αναίσθητο κορμί σου, είναι λογικό να θες να κάνεις ένα μπανάκι μετά, να καθαρίσεις από τα αίματα.

 

-Αχ!... Μπάνιο!... αναστέναξε ο Πισκιλί. Μπάνιο, μπανάκι, τρίψιμο με αρωματικά λάδια, μασάζ στα μαλλιά και την πλάτη, τύλιγμα σε μια ωραία δροσερή μυρωδάτη πετσέτα… Αχ, σκότωνα για ένα μπανάκι αυτή τη στιγμή!

 

Κι έπιασαν οι δυο τους –Πισκιλί και Πετρεξού- να συζητάνε για το πια είναι η πιο ικανή λουτράρισσα στην Κοιλάδα του Ζουμζερί και γιατί ένας ευνούχος κάνει καλύτερο μασάζ από μια λουτράρισσα κι επίσης ποιο είναι το πιο καλό λάδι καθαρισμού για χαλάρωση και ποιο για αναζωογόνηση. Κι ο Κόμπες πίσω τους, αν και πολλές φορές είχε αναρωτηθεί τι το εξαιρετικό βρίσκουν στο καθημερινό λουτρό οι Ζουμζεριώτες, έπιασε τον εαυτό του να κάνει παράξενες για Νότιο βάρβαρο σκέψεις. «Άμα γυρίσουμε στο Ζουμζερί, θα βάλω την Ινολίκ να με πλένει ένα δεκαεξάωρο,» σκέφτηκε. «Και χωρίς να προσλάβει λουτράρισσα. Μάλιστα.»

 

Είχαν μόλις μπει στο πανδοχείο τους, κι ο Πετρεξού έψαχνε στις τσέπες του για να βρει το ξόρκι επαναφοράς των ψυχών στα σωστά σώματα, όταν άκουσαν ένα φτερούγισμα στο παράθυρο. Ήταν η κίσσα που είχαν στείλει στη Σου-Αλ-Σου κι είχε στα πόδια της δεμένο ένα ξύλινο κουτί με ένα ολοκαίνουργιο γυαλιστερό Τωρατί. Ο μάγος ξέχασε μονομιάς το ξόρκι και θέλησε να δει τι έκανε η Μέρσα του εκείνη τη στιγμή. Έπιασε λοιπόν να το τρίβει κάνω σ’ ένα μάτσο άχυρα που βρήκε στο τζάκι για ν’ ανάψει την μαγική του φλόγα, αλλά ο Κόμπες τον σταμάτησε και του έδειξε και κάτι ακόμα. Η κίσσα δε έφευγε από το παράθυρο, αλλά τους κοιτούσε λες κι ήθελε να τους μιλήσει.

 

-Πετρεξού, τι θέλει αυτό το πουλί και δε φεύγει;

 

Τα μάτια του μάγου σκοτείνιασαν. Κοίταξε την κίσσα προσεκτικά και την πλησίασε, βάζοντας πάλι το Τωρατί στο κουτί του. Έχωσε το χέρι σε μια από τις τσέπες του κι έβγαλε από μέσα ένα φιαλίδιο, μ’ ένα διαφανές υγρό. Το άδειασε στη χούφτα του και το έτεινε απαλά στο πουλί.

 

-Θες να πιεις μια στάλα νεράκι, κυρα-κίσσα; Έκανε σιγανά.

 

Η κίσσα έγειρε λίγο το κεφάλι της και κοίταξε με το δεξί της μάτι τον Πετρεξού και το νερό στη χούφτα. Ύστερα κοίταξε μακρυά και πάλι το νερό. Τέλος το πήρε απόφαση κι έχωσε την άκρη του ράμφους της στη χούφτα του. Ήπιε μια σταλίτσα νεράκι κι ύστερα σήκωσε το κεφάλι της, τους έριξε άλλο ένα πλάγιο βλέμμα, με το δεξί μόνο μάτι κι άνοιξε το στόμα της:

 

-Μες το κουτί του Τωρατί, θα βρείτε μαγικό χαλί.

 

Ο Πισκιλί κι ο Κόμπες τινάχτηκαν πίσω ξαφνιασμένοι. Όση οικειότητα και να ’χεις με τους μάγους και τα μαγικά τους, ποτέ δε μπορείς να συνηθίσεις πουλιά να μιλάνε και μάλιστα να λένε ποιηματάκια. Σαχλά ποιηματάκια. Ο Πετρεξού όμως δεν έδειξε να συμμερίζεται τη γνώμη τους για τα ποιηματάκια. Ζάρωσε τα φρύδια του κι έκανε μια κίνηση προς τη μεριά της κίσσας, για να την ελευθερώσει από το ξόρκι κι ύστερα έψαξε μέσα στο ξύλινο κουτί, όπου αναπαυόταν το καινούργιο του Τωρατί. Το πουλί πετάρισε ελεύθερο από μαγικούς εξαναγκασμούς στο νυχτερινό αέρα του Χάρατς κι ο μάγος ανακάλυψε κάτω από τη βελουδένια επένδυση του κουτιού, ένα κομμάτι από το πιο λεπτό ύφασμα που ο Κόμπες είχε δει ποτέ στα μάτια του.

 

Ήταν ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα, στο χρώμα που οι υφασματέμποροι του Σενίμ-Σοριέν έλεγαν τσαγαλί, ενώ οι συνάδελφοί τους στο Ζουμζερί βεραμάν. Πάνω στο χρώμα κάποιος είχε σχεδιάσει με κάρβουνο ένα σωρό μαγικά σύμβολα και ξόρκια, καθώς κι ένα μικρό σύντομο μήνυμα.

 

«Μνήμωνα, πάρε τους συντρόφους σου κι ελάτε. Όσο πιο γρήγορα, τόσο πιο καλά. Μ.Μ.»

 

-Ο Μέγας Μάγιστρος, ψιθύρισε ο Πετρεξού. Θυμάσαι που στο είχα πει, Κόμπες; Πολύ σύντομα θα μάθουμε ποιος σκότωσε τον προηγούμενο Μέγα Μάγιστρο Μ’νέντου. Ανεβείτε, φεύγουμε τώρα.

 

Ο μάγος είχε ήδη απλώσει το ύφασμα στο πάτωμα του δωματίου, όταν ο κλέφτης αποφάσισε να κάνει μια ευχάριστη συζήτηση μεταξύ φίλων σε κάζουαλ τόνους.

 

-ΠΑΣ ΚΑΛΑ, ΡΕ ΑΝΘΡΩΠΕ; ΜΟΛΙΣ ΓΥΡΙΣΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΙ ΕΣΥ ΜΑΣ ΒΓΑΖΕΙΣ ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ;

 

Κι ύστερα με φωνή σε χαμηλότερες οκτάβες:

 

-Δεν πάω πουθενά αν δεν κοιμηθώ τουλάχιστον δεκαπέντε ώρες. Κι επίσης μετά τις δεκαπέντε ώρες, πριν πάω οπουδήποτε θα πρέπει να μου δώσεις πίσω το σώμα μου. Κι ακόμη μετά που θα μου δώσεις πίσω το σώμα μου, θα μπω σ’ ένα μαστέλο με νερό και δε θα βγω μέχρι να πάψω να μυρίζω σα Βατραχασβός που έχει περίοδο και σαν ψόφιο Σαφραγάντ. Αυτά.

 

Και γυρνώντας την πλάτη στους άλλους δύο, έπεσε με τα ρούχα και τα όπλα του, λερός και καταματωμένος στο πρώτο κρεβάτι που είδε μπροστά του, κλώτσησε τις μπότες του να πέσουν στο πάτωμα, έχωσε τη μούρη του στο μαξιλάρι κι έκλεισε τα μάτια του.

 

Ο Πετρεξού αναστέναξε. Κοίταξε τον Πισκιλί που του αντιγύριζε το βλέμμα.

 

-Ξέρεις, δεν έχει και πολύ άδικο, κόμπιασε ο ημεροδρόμος. Είναι και κάπως πιο ταλαιπωρημένος από εμάς τους δυο… Έχει κι εκείνο το θέμα μ’ εκείνη τη γυναίκα…

 

-Νταραντάε, ακούστηκε η φωνή από το υπερπέραν του μαξιλαριού.

 

-Τη Νταραντάε, συμφώνησε ο Πισκιλί. Δεν τον αφήνεις να κοιμηθεί μια στάλα; Δύο Σαφραγάντ σκότωσε…

 

-Μπορεί να κοιμηθεί πάνω στο μαγικό χαλί, έκανε ανένδοτος ο Πετρεξού. Άλλωστε δε θα κάνουμε λιγότερες από δεκαπέντε ώρες μέχρι να φτάσουμε στη Σου-Αλ-Σου. Αν και κάτι μου λέει ότι δεν πάμε για Σου-Αλ-Σου. Έχω την εντύπωση ότι ο Μέγας Μάγιστρος μάς περιμένει στο Χαρμί-Αλ-Μπαλ ή στο Χαρμί-Αλ-Ντουκ. Αλλά πρέπει να πάμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Δε μπορούμε να καθυστερήσουμε στιγμή. Μπορεί ο Μέγας Μάγιστρος να κινδυνεύει. Μπορεί να έχει πάνω από το κεφάλι του μερικούς δολοφόνους που να μην ξέρει ποιοι είναι. Χρειάζεται τη βοήθειά μας.

 

Ένας Κόμπες μουτρωμένος και κρατώντας το μαξιλάρι κολλημένο στο μάγουλό του σηκώθηκε από το κρεβάτι, έβαλε όπως-όπως τις μπότες του και ξάπλωσε στο ύφασμα που ο μάγος είχε απλώσει στο πάτωμα.

 

-Ξυπνήστε με όταν φτάσουμε, έκανε μισοτρώγοντας τις λέξεις του και σε δευτερόλεπτα είχε κοιμηθεί.

 

-Είσαι όμως μανούλα στην ψυχολογική βία, γέλασε σιγανά ο Πισκιλί.

 

-Ε, τι να κάνουμε. Όταν έχεις να κάνεις με βάρβαρους Νότιους πρέπει να ξέρεις τα αδύνατα σημεία τους, σωστά; Αντιγύρισε το γέλιο ο Πετρεξού.

Link to comment
Share on other sites

ΚΓ.

 

-Ε, άει στον κόρακα.

 

Στο κόσμο που σχηματίζει το Κοσμικό Μαργαριτάρι, η μόνη κοντινότερη βρισιά στο «άει στο διάολο» είναι κάπως μακροσκελής («άει στα παλάτια της Κολάσο-Χελλάρα, της θεάς του κάτω κόσμου, Εκείνης Που Μαζεύει Τις Ψυχές»). Γι’ αυτό κι οι άνθρωποι καθώς κι όλα τα υπερφυσικά όντα χρησιμοποιούν την έκφραση «άει στον κόρακα», όταν κάποιοι άλλοι άνθρωποι ή υπερφυσικά όντα τους έχουν φέρει στο αμήν. Αυτό βέβαια δε βρίσκει απολύτως σύμφωνους τους κόρακες, μιας και αναγκάζονται κάθε τόσο να δέχονται κακίστης αγωγής επισκέψεις, αλλά ποιος τους ρωτάει τους κόρακες όταν είναι εν βρασμώ ψυχής και θέλει να μπινελικώσει τον άμεσο αίτιο την κατάστασής του;

 

Ο Κόμπες είχε μόλις ανοίξει τα μάτια του κι είχε ίλιγγο.

 

Ε ναι, ίλιγγο. Είχε κοιμηθεί πάνω σ’ ένα κομμάτι ύφασμα, στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου ενός πανδοχείου στο Χάρατς και τώρα ήταν μερικές εκατοντάδες μέτρα ψηλότερα από το έδαφος, πάνω σε κάτι που έμοιαζε με σύννεφο κι από κάτω του περνούσε το Τούζκετι, η πόλη με τους φωτισμένους τρούλους στην ανατολική Ουράνια Ακτή. Κι είχε να κάνει και με την περιορισμένη για Νότιο βάρβαρο οπτική ικανότητα του κορμιού του Πετρεξού. Κι ήταν και νύχτα.

 

-Α, ξύπνησες; έκανε ο Πετρεξού καθισμένος λίγο πιο κει στο ύφασμα και κρατώντας μια αναμμένη δάδα. Πώς κι έτσι; Εσύ είπες ότι θα κοιμόσουν δεκαπέντε ώρες κι έχουν περάσει μόνο τέσσερις.

 

Ο Κόμπες έπαθε ένα μικρό παροδικό σοκ, βλέποντας τον εαυτό του να τον κοιτάζει χαμογελαστός και να μιλάει σαρκαστικά με τη σωστή φωνή αλλά με λάθος τόνο φωνής. Ύστερα ήρθαν χοροπηδηχτές σαν κατσικάκια διάφορες ενοχλητικές σκέψεις, κάποιες εκ των οποίων εκτός αλληλουχίας: Κοσμικό Μαργαριτάρι, Χάρατς, Σαφραγάντ, Λάκκος, Άντρο, Στρώματα Μαργάρου, -κενό-, -κενό-, Νταραντάε, Βατραχασβός, Γάτικ, κίσσα, ιπτάμενο χαλί. Έβηξε βρίσκοντας τον εαυτό του (ή τουλάχιστον ό,τι μπορούσε να πει «εαυτό») κι έκανε στεγνά:

 

-Είχες πει ότι θέλαμε δεκαπέντε ώρες για να φτάσουμε στη Σου-Αλ-Σου, αλλά τώρα έχουν περάσει μόνο τέσσερις κι είμαστε ήδη πάνω από το Τούζκετι. Αρχίσαμε να λέμε και ψεματάκια;

 

-Ε, τι να κάνουμε; Κάπως έπρεπε να σε πείσω ν’ ανέβεις στο ύφασμα. Ούτως ή άλλως δεν ήξερα την ακριβή διάρκεια της πτήσης…

 

-Πότε λογαριάζεις να μου γυρίσεις πίσω το σώμα μου;

 

-Μόλις πιάσουμε γη, είπε. Μόνο που δεν το κανονίζω εγώ αυτό, είναι υφασμένο με το ξόρκι στο χαλί και δε μπορώ να το διαβάσω. Αν πηγαίνουμε στη Σου-Αλ-Σου, σε μια ώρα. Αν όμως πηγαίνουμε στο Χαρμί-Αλ-Μπαλ (που το βρίσκω πολύ πιθανότερο) σε μισή ωρίτσα θα ‘χεις το κορμί σου πίσω.

 

Ο κλέφτης αναστέναξε με δυσφορία.

 

-Έριχνα ευχαρίστως ένα κατουρηματάκι, είπε τελικά για να διατηρήσει το κύρος και τη φήμη του.

 

-Στο πίσω μέρος του οχήματος. Μη σου πισωγυρίσει και τίποτε και μας λούσεις… Και κοίτα μην ξυπνήσεις τα γκαμήλ. Είδα κι έπαθα να τα κάνω να αγνοήσουν την πτήση.

 

Τότε ήταν που ο Κόμπες είδε και το υπόλοιπο του υφάσματος και πιο συγκεκριμένα αυτά που ήταν πάνω του: Πέντε γκαμήλ, τα δύο φορτωμένα με προμήθειες κι έναν Πισκιλί ξαπλωμένο στο ένα πλευρό με τη φαρέτρα τις επιστολές περασμένες στην πλάτη του. Τα υπόλοιπα από τα σωθικά των δυο Σαφραγάντ που είχε σκοτώσει είχαν στερεοποιηθεί πάνω στα ρούχα και τα μαλλιά του, όπως και στου Κόμπες και στου Πετρεξού. Ο ψιλοματαιόδοξος ημεροδρόμος σίγουρα αισθανόταν τρομερή δυσφορία, δεδομένου και του ότι σα γνήσιο τέκνο του Ζουμζερί θα μπορούσε να σκοτώσει και τη μάνα του για ένα μπάνιο από διπλωματούχο λουτράρισσα.

 

(Γιατί στο Ζουμζερί, όπου το μπάνιο είναι κάτι μια ιδέα ιερότερο από τον όρκο στους Υπόγειους Ποταμούς, υπάρχει αν και δεν ανθεί, η Μεγάλη Δημόσια Σχολή για Λουτράρισσες και Ευνούχους. Κι αληθινά, είναι σκέτη απόλαυση να κάθεσαι σε ένα ζεστό μαρμάρινο πάγκο και να ‘χεις ένα κοριτσάκι ούτε είκοσι χρονών με επιδέξια χέρια να σε βρέχει με νερό, ύστερα να σε αλείφει με ειδικό αρωματικό λάδι, ύστερα να σου κάνει ένα καλό χαλαρωτικό μασάζ σε όλα τα σημεία άμεσης κι έμμεσης έντασης, να παίρνει το περίσσιο λάδι με μια χάλκινη ξύστρα σώματος και τέλος να σε ξεπλένει με άφθονο χλιαρό νερό. Και τι να πει κανείς για το τύλιγμα στη μαλακή βαμβακερή πετσέτα, το χτένισμα που γίνεται με σχεδόν τελετουργικές κινήσεις και το προαιρετικό ξύρισμα, που μπορεί να κάνει και τον πιο φανατικό βρωμιάρη να θέλει να ξυρίζεται κάθε είκοσι λεπτά;)

 

Με όλες του τις αισθήσεις ξυπνητές πια, ο Κόμπες περπάτησε κάπως κουνιοτράμπαλα ως την άκρη του χαλιού (ένεκα και το τσούξιμο από τα συγκαμένα πισινά του) κι άφησε ό,τι υγρό περίσσευε στο σώμα του να καταβρέξει τους φωτισμένους τρούλους του Τούζκετι. Μαγικές φωτιές, που τρέφονταν με κάποιο μυστικό καύσιμο, κρατούσαν όλη νύχτα φωτισμένη τη μικρή πόλη της Ουράνιας Ακτής, αλλά ο κλέφτης δεν είχε ούτε ώρα, ούτε μυαλό για τουριστικές διαπιστώσεις. Είχε μια μικρή λιγούρα, μια μικρή δίψα και μια μεγάλη δυσφορία, παγιδευμένος καθώς ήταν στο κορμί του Πετρεξού.

 

Με κινήσεις μπαλαρίνας –για να μη ξυπνήσει τα μισοκοιμισμένα γκαμήλ- τράβηξε από τα δέματα με τις προμήθειες λίγο παστό κρέας κι ένα μπουκάλι με κρασί από την Καπερνιφλόρα. Κάθησε κοντά στον Πετρεξού, μοιράστηκε μαζί του το φαγητό και για λίγο δεν ακουγόταν τίποτε άλλο παρά οι ρυθμικές ανάσες των ζώων και το τσιτσίρισμα της ρητίνης στη δάδα.

 

-Τώρα που έχουμε λίγο καιρό, πες μου τι έγινε μες το Άντρο, είπε κάποια στιγμή ο Πετρεξού. Με τι μοιάζει το Κοσμικό Μαργαριτάρι;

 

Ο Κόμπες δίστασε πριν απαντήσει.

 

-Δεν είμαι κι εντελώς σίγουρος. Αυτό που ξέρω είναι ότι μπορείς να το αγγίξεις, αλλά δε μπορείς να το δεις. Μας το είπε ο τελευταίος φύλακας. Λεγόταν… Μαργαριταρένιο Αγόρι. Υπάρχει μια προφητεία που λέει ότι μια μέρα το Αγόρι θα μεγαλώσει τόσο, ώστε να κρεμάσει το Μαργαριτάρι στο λαιμό του από μια ψιλή αλυσίδα.

 

Ο μάγος σάστισε.

 

-Αυτό είναι όλο που θυμάσαι;

 

-Ναι. Ξέρω περισσότερα, είδα περισσότερα, αλλά μόνο αυτό θυμάμαι. Νομίζω ότι είναι μαγεία στη μέση.

 

-Και μάλιστα Δρακομαγεία, ζάρωσε τα φρύδια του ο μάγος. Άσε, μην προσπαθήσεις να θυμηθείς. Μπορεί να κάνεις κακό στον εαυτό σου. Είναι ένα είδος Δρακομαγείας που λέγεται μαγεία της Λησμονιάς. Πανάρχαια και πολύ ισχυρή. Όπως και το ξόρκι εισόδου-εξόδου στο Ονακόδονορχ.

 

-Με πείραξε πολύ εκείνο το ξόρκι σου. Νόμιζα ότι θα σπάσει το κεφάλι μου.

 

-Πιθανόν λόγω της αίσθησής σου του υπερφυσικού. Είσαι πολύ πιο ευαίσθητος στη μαγεία από το μέσο Σενιμ-Σοριάνο.

 

Ο κλέφτης έμεινε για λίγο σιωπηλός. Ήξερε ότι είχε πολλά πράγματα να πει του Πετρεξού κι ακόμη περισσότερα να τον ρωτήσει, αλλά δε θυμόταν κανένα τους. Δε θυμόταν την περίεργα οικεία αίσθηση κατά τη διάβαση των Στρωμάτων Μαργάρου. Δε θυμόταν τα μυστήρια λόγια του Αϊμεματού του Καταβροχθιστή, αν και θυμόταν τ’ όνομά του κι ότι ήταν με το μέρος του. Δε θυμόταν καν το όραμα μιας ξένης ζωής μέσα από τα μάτια ενός μπλε δράκου, όταν πέρασε το Έβδομο Στρώμα. Κούνησε το κεφάλι του, να το αδειάσει από τις σκέψεις και τα κακά προαισθήματα και δάγκωσε τη φέτα το παστό κρέας που κρατούσε.

 

-Δε μου λες, ρώτησε ξαναβρίσκοντας τη φυσική ευθυμία του, πώς κατάφερες κι ανέβασες τα γκαμήλ στο δωμάτιο; Και πώς βγήκε το χαλί από το παράθυρο του δωματίου; Είναι πολύ μεγάλο για να χωρέσει.

 

-Άμα ξυπνήσει ο Πισκιλί ρώτα τον, έκανε κάπως αυτάρεσκα ο μάγος. Δεν είναι και τόσο εύκολο, αλλά όταν έχεις ταλέντο στη μαγεία…

 

Αλλά το παράξενο ταξίδι τους δεν έμελλε να έχει και αίσιο και ξέγνοιαστο τέλος. Στον ορίζοντα κι ενώ το Τούζκετι εξαφανιζόταν πίσω τους, ο Κόμπες έπιασε με την άκρη του ματιού του κάτι που θα μπορούσε να ήταν ανησυχητικό. Δυστυχώς τα μάτια του Πετρεξού δεν ήταν τόσο εξασκημένα όσο τα δικά του.

 

-Πετρεξού. Βλέπεις τίποτε εκεί;

 

-Πού;

 

-Εκεί στο βορρά. Αν αυτό πίσω μας είναι το Τούζκετι, αυτό εκεί θα είναι το Χαρμί-Αλ-Χαρμί ή το Χαρμί-Αλ-Μπαλ. Βλέπεις τίποτε;

 

Ο μάγος ζάρωσε τα φρύδια του, ανακαλύπτοντας για πρώτη φορά μια ουσιώδη διαφορά στην οπτική ικανότητα του κλέφτη από τη δική του.

 

-Μια λάμψη βλέπω. Μάλλον κοκκινωπή.

 

-Φωτιά! Αλλά εκεί δεν έχει δάση να καούν, ούτε είναι εποχή κεραυνών να πάρουν φωτιά τα θάμνα της άμμου από μόνα τους. Κάτι τρέχει εκεί κάτω.

 

Οι φωτισμένοι τρούλοι του Τούζκετι εξαφανίζονταν με ταχύτητα πίσω τους. Τώρα πετούσαν πάνω από τις βορειότερες των Μικρών Ερήμων με κατεύθυνση προς τη Μπιτ-Υ-Μπιτ. Ο Κόμπες δεν ξανακοιμήθηκε. Αν και η μόνιμη γκρίνια του ήταν ότι δεν τον άφηναν να κοιμηθεί –ή να φάει ή να πηδήξει ή να βρίσει- όσο ήθελε, η αλήθεια ήταν ότι δε χρειαζόταν ποτέ πολύ ύπνο. Με τρεις-τέσσερις ωρίτσες ήταν φρέσκος-φρέσκος κι έτοιμος για τσαχπινιές και μπαγαποντιές. Κι αυτό, ευτυχώς για την αγαπημένη του συνήθεια –τη γκρίνια- δεν μπορούσαν να το παρατηρήσουν εύκολα οι γύρω του. Ακόμη κι ο Πετρεξού είχε κάποιες δυσκολίες να το συνειδητοποιήσει.

 

Ο μάγος είχε δίκιο στο ένα σκέλος της μαντεψιάς του: το χαλί κατευθυνόταν προς το Χαρμί. Αλλά ποιο Χαρμί; Το Χαρμί-Αλ-Χαρμί, το Χαρμί-Αλ-Μπαλ ή το Χαρμί-Αλ-Ντουκ; Σε λιγότερο από μισή ώρα, φάνηκε η απάντηση: πήγαιναν στο Χαρμί-Αλ-Μπαλ. Αλλά το Χαρμί-Αλ-Μπαλ ήταν τυλιγμένο στις φλόγες.

 

Απ’ άκρη σ’ άκρη του λιμανιού, αλλά και πιο μέσα στην πόλη, προς τους αμμόλοφους, υπήρχαν εστίες φωτιάς. Φαινόταν να ‘ναι εμπρησμός, γιατί καμμιά τυχαία φωτιά δεν ξεκινάει ταυτόχρονα σε δεκαπέντε μέρη. Το θέαμα ήταν φαντασμαγορικό, αλλά τότε ο Πετρεξού κατάλαβε ότι δε θα το ευχαριστιόνταν για πολύ. Το χαλί άρχισε ξαφνικά να χαμηλώνει το ύψος πτήσης και η προδιαγεγραμμένη πορεία του το οδηγούσε κατευθείαν πάνω στις φλόγες.

 

-Πισκιλί! Πισκιλί, ξύπνα! Κόμπες, κρατήστε γερά τα γκαμήλ να μην πέσουν στη φωτιά! Πέφτουμε!

 

Αλλά δεν έπεφταν. Προσγειώνονταν. Το ξόρκι στο μαγικό ύφασμα που τους είχε στείλει ο Μέγας Μάγιστρος είχε σαν σκοπό να τους κατεβάσει στην εσωτερική αυλή ενός πλουσιόσπιτου στην Υψηλή Πόλη, την αριστοκρατική συνοικία. Το ότι το σημείο προσγείωσης ήταν τυλιγμένο στις φλόγες δεν ήταν λόγος για να μη λειτουργήσει το ξόρκι στην εντέλεια. Κι έτσι το ύφασμα με την παλιοπαρέα χαμήλωνε προς τη φωτιά με αγέρωχα βολ-πλανέ.

 

Ευτυχώς, μόνο ένα μέρος από το περιστύλιο της εσωτερικής αυλής καιγόταν. Ο Κόμπες πάλευε με τα χαλινάρια των γκαμήλ, γιατί μπορεί γενικά ως ζώα να μην τρομάζουν με τίποτα, αλλά πέντε ώρες εναέριες βόλτες και προσγείωση καταμεσής μιας πύρινης λαίλαπας είναι πολύ, ακόμη και γι’ αυτά.

 

Καυτός αέρας και στάχτη έκανε τα μάτια τους να τσούζουν. Μόλις κατέβηκαν από το ύφασμα, ο Πετρεξού το τύλιξε βιαστικά και το έχωσε κάτω από τη ρόμπα του.

 

-Στην έξοδο! Έκανε αλλά μες τις αναλαμπές της φωτιάς δεν είδε ένα μαλακό όγκο που του έκοβε το δρόμο, σκόνταψε πάνω του και σωριάστηκε φαρδύς-πλατύς κάτω.

 

-Κόμπες Ντερλικοτή… έκανε ο όγκος με ανθρώπινη φωνή.

 

Ήταν ο Μέγας Μάγιστρος, ο νεαρός δαμασκηνής άντρας που μέχρι πρόσφατα λεγόταν Μ’νάμπου της Γης.

 

Κι ήταν αιμόφυρτος.

Link to comment
Share on other sites

ΚΔ.

 

Όποιος μαθαίνει για μια πόλη στα σύνορα των Μικρών Ερήμων και της Μπιτ-Υ-Μπιτ που λέγεται Χαρμί, τείνει να μένει με κάποια σύγχυση. Κι αυτό γιατί οι περισσότερες πόλεις της Μπιτ-Υ-Μπιτ (στην οποία το Χαρμί ανήκει, παρά την εγγύτητα με τις Μικρές Ερήμους) έχουν το κακό συνήθειο να χτίζονται μακρυά από τους δρόμους του νερού και να έχουν τουλάχιστον ένα και κάποιες φορές και δύο επίνεια. Ας πούμε η Σου-Αλ-Σου –που θα πει «η Σου στη στεριά»- είναι κάπως μακρυά από την όχθη του Σογκούλ, όπου φτάνουν ολημερίς κι ολονυχτίς ποταμόπλοια γεμάτα καλούδια. Οπότε χρειάστηκε ένα επίνειο και το επίνειό της λέγεται Σου-Αλ-Ντουκ, που θα πει «η Σου στο ποτάμι». Άλλες πόλεις όπως το Χαρμί-Αλ-Χαρμί («το Χαρμί στη στεριά»), βρίσκονται σε ίση απόσταση από το ποτάμι και τη θάλασσα, οπότε έχουν δύο επίνεια, το Χαρμί-Αλ-Ντουκ («το Χαρμί στο ποτάμι») και το Χαρμί-Αλ-Μπαλ («το Χαρμί στη θάλασσα»).

 

Κι έτσι το Χαρμί-Αλ-Μπαλ είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός επίνειου: γεμάτο ναυτικούς κι εμπόρους και κατοίκους του Χαρμί-Αλ-Χαρμί που ήρθαν να ξεσκάσουν, γεμάτο πορνεία και καπηλειά και πανδοχεία και ταβέρνες που παρείχαν κάθε είδους υπηρεσίες, γεμάτο ανοιχτόκαρδους αλλά ταλαιπωρημένους ανθρώπους που να βασανίζονται από μια χούφτα μεσάζοντες και μεγαλέμπορους και ευγενείς, από το πρωί ως το άλλο πρωί.

 

Στους δρόμους του Χαρμί-Αλ-Μπαλ η κίνηση δε σταματούσε ποτέ, η φασαρία δε σταματούσε ποτέ. Δεν υπήρχε αυτό που λέμε ώρες κοινής ησυχίας γιατί η κοινή ησυχία δεν έχει υπόσταση στο Χαρμί-Αλ-Μπαλ. Ανά πάσα στιγμή τα σοκάκια είχαν διαβάτες. Ανά πάσα στιγμή, μπορούσε να ξεκινήσει ένας εμπορικής φύσεως καυγάς. Ανά πάσα στιγμή, μπορούσε ένα τιμωρημένος σκλάβος να ούρλιαζει από τις βουρδουλιές που τον φιλοδωρούσε ο αφέντης του.

 

Αυτά βέβαια ισχύουν τις φυσιολογικές μέρες με φυσιολογική κίνηση. Όταν όλα όσα ο κοινός νους αναγνωρίζει ως φυσιολογικά ανατρέπονται κάτω από το θαμπό ημίφως μιας μη αναμενόμενης πυρκαγιάς. Τότε τα πράγματα γίνονται μια ιδέα ευκολότερα για κάποιον που θέλει να περάσει απαρατήρητος και να βγει από την πόλη. Ή μια ιδέα δυσκολότερα.

 

Στους δρόμους έξω από το πλουσιόσπιτο όπου κατέληξαν οι τρεις σύντροφοι, επικρατούσε μεγάλη αναταραχή. Οι περισσότεροι έτρεχαν να γλιτώσουν περικυκλωμένοι από καιόμενα σπίτια και λαμπαδιασμένους φοίνικες. Σε μια-δυο μεριές είχαν στηθεί αλυσίδες ανθρώπων από κτίρια που καίγονταν ως κοντινά πηγάδια, αλλά ένα κουβάς νερό τη φορά δεν έδειχνε να κάνει σοβαρή διαφορά. Κάποιοι προσπαθούσαν να σώσουν ό,τι ήταν δυνατόν με πολύ πρωτότυπο τρόπο: μαστιγώνοντας σκλάβους κι ελεύθερους υπηρέτες και στέλνοντάς τους να βγάλουν από τις φλόγες βάζα, κηροπήγια και χρυσελεφάντινα αγαλματάκια. Κάποιος ούρλιαζε να του φέρουν έξω την πλούσια κάβα του –να τη βάλει πού; Δεν είχε κάρο να φορτώσει τους δύο χιλιάδες σπάνιους αμφορείς κρασιού από τη Φωτεία και την Ηλεία και τους δώδεκα πίθους με υδρόμελι από τον Τσβάρος και τον Νοχάρβος, ούτε τις πενήντα πέντε κλούβες γεμάτες μαύρες κριθαρόμπυρες της Γιαγιαγκατουμπού. Κάποιος περαστικός φυγάς τού βούτηξε ένα μπουκάλι ρακί της αγαύης από τη Βίντισσα κι ο τύπος έπιασε να κλαίει σα γαϊδούρι, συνεχίζοντας όμως το μαστίγωμα των σκλάβων του.

 

Κόμπες και οι συν αυτώ δεν έδιναν και πολύ σημασία στα πέριξ τεκταινόμενα. Ο πανζουρλισμός κάλυπτε εν μέρει την εξ ουρανού εμφάνισή τους, αλλά δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για άνεση κινήσεων, αφού όλοι ήταν στους δρόμους. Με δυσκολία τόση που έμοιαζε με άθλο κατάφεραν να μείνουν όλοι μαζί κι όχι μόνο να μείνουν μαζί αλλά να μη χάσουν ούτε τα τρία γκαμήλ που καβαλούσαν, ούτε τα άλλα δύο με τις προμήθειες. Ο Πετρεξού είχε μπροστά του καθισμένο τον ημιαναίσθητο Μέγα Μάγιστρο, που κάθε τόσο συνερχόταν με μεγάλη προσπάθεια και τους έδινε οδηγίες. Αν και όλο το Χαρμί-Αλ-Μπάλ είχε μαζευτεί για ασφάλεια στην παραλία, ο Μέγας Μάγιστρος τους οδηγούσε προς την έρημο, στα ανατολικά. Κι εκεί, στους αμμόλοφους, μακρυά από τη φωτιά αλλά και από τα πολλά αδιάκριτα βλέμματα των Χαρμιανών, με τον ήλιο να χαράζει πάνω από τη φλεγόμενη πόλη και τον ουρανό να παραδίνεται σ’ ένα όργιο χρωμάτων, έπεσε σε έναν λήθαργο που λίγο απείχε από το θάνατο.

Link to comment
Share on other sites

ΚΕ.

 

Οι Μικρές Έρημοι φημίζονται για δύο πράγματα.

 

Το ένα είναι τα υπέροχα χρώματα του ουρανού όταν ο ήλιος ανατέλλει ή δύει. Σε άλλους κόσμους κι εποχές, όπου ο Βυζβόρουν, θεός των σεξουαλικών δυνάμεων έχει παραγκωνιστεί από ψηλαφίσεις και τεστ Παπ κι η Φρέλα-Γάσκο, η θεά του γάλακτος από ημερήσιες προτεινόμενες ποσότητες πρόληψης ασβεστίου, οι άνθρωποι θα έψαχναν για σωματίδια σκόνης στον αέρα, οπτικές ιδιότητες των ορυκτών των σωματιδίων, γωνίες διάθλασης του ηλιακού φωτός στην ατμόσφαιρα, μέση σχετική υγρασία και άλλες τέτοιες ασημαντότητες. Ενώ στο βάρβαρο κόσμο που λαμπρύνει με την παρουσία του ο Κόμπες ο Ντερλικοτής, οι καθυστερημένης τεχνολογικής εξέλιξης άνθρωποι περιορίζονται να θαυμάζουν τα χρώματα, να επινοούν λέξεις για να τα περιγράψουν και να γράφουν ποιήματα, στα οποία το κυκλοθυμικό της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας συγκρίνεται με την πολυπλοκότητα και το ανεξήγητο του φαινομένου των ουρανών.

 

Το δεύτερο πράγμα για το οποίο φημίζονται οι Μικρές Έρημοι είναι οι έρημοι. Άμμος ως εκεί που φτάνει το μάτι, τακτοποιημένη συμμετρικά σε θίνες όλων των μεγεθών, απαλή και υποχωρητική και ξανθοκάστανη.

 

Και καυτή.

 

Από τις πρώτες φθινοπωρινές ψυχρές του Χάρατς, που του θύμιζαν λίγο τα καλοκαίρια στο Σενίμ-Σοριέν, ο Κόμπες βρέθηκε σ’ ένα μέρος που του ήταν παντελώς ακατανόητο. Η ίδια η ζέστη τού ήταν κάτι το ακατανόητο, παρ’ εκτός κι αν ήταν η ζέστη μιας καλής φωτιάς, αρωματισμένης με ρετσίνι και πορτοκαλόφλουδες. Όπως λοιπόν ήταν λογικό, το πρώτο πράγμα που έκανε όταν κατέβηκε από το γκαμήλ ήταν να πετάξει πέρα το μανδύα του και τις μπότες, να βρίσει τον ιδρώτα του που έτρεχε ποτάμι και λάσπιαζε καθώς ανακατευόταν με τα ξεραμένα αίματα και την καπνιά και να βοηθήσει τον Πετρεξού να κατεβάσουν τον Μέγα Μάγιστρο από τη σέλα.

 

Με φόντο τα πολύχρωμα ουράνια των Μικρών Ερήμων που ξεθώριαζαν καθώς προχωρούσε η μέρα, ο μάγος εξέτασε τον αρχηγό της σέκτας του. Είχε μια μεγάλη μαχαιριά στο αριστερό πλευρό και πολλά χτυπήματα στο κεφάλι, που ευτυχώς δεν αιμορραγούσαν πια. Έπλυνε τις πληγές με κρασί και τις έδεσε μ’ ένα πανί, του οποίου η καθαριότητα, αν και αμφισβητούμενη, ήταν περισσότερη από κάθε άλλου πανιού που είχαν στη διάθεσή τους. Πιο κει ο Κόμπες καθάριζε τα όπλα του, καθισμένος προσεκτικά, για να μην επιβαρύνεται το σύγκαμα στον πισινό του κι ο Πισκιλί έλεγχε τις επιστολές στη φαρέτρα του, μήπως κάποια από αυτές είχε αρπάξει στη φωτιά.

 

-Πώς είναι;

 

-Χάλια. Το κόψιμο στο πλευρό είναι αριστοτεχνικό, φαίνεται ότι η φωτιά τρόμαξε τους δολοφόνους και δεν έκατσαν να περιμένουν να δουν τα αποτελέσματα της απόπειρας.

 

-Απόπειρας;… Ώστε λες ό,τι…

 

Ο Πετρεξού ήπιε μια γουλιά από το κρασί που περίσσευε μέσα στο παγούρι.

 

-Νομίζω ότι όποιος σκότωσε το μακαρίτη Μέγα Μάγιστρο Μ’νέντου, θα θελήσει να σκοτώσει και τούτον το Μέγα Μάγιστρο. Και δε μπορώ να καταλάβω γιατί. Όπως επίσης δεν καταλαβαίνω γιατί ο Μέγας Μάγιστρος άφησε τη σχετική ασφάλεια της Σου-Αλ-Σου για να έρθει στο Χαρμί-Αλ-Μπαλ. Λες και δεν ήξερε.

 

-Να ξέρει τι;

 

-Ούτε εσύ ξέρεις; Νόμιζα ότι όλοι οι έμποροι ξέρουν για το Χαρμί.

 

-Τι πράμμα ξέρουν δηλαδή;

 

Ο Πισκιλί ανέλαβε να εξηγήσει στον Κόμπες.

 

-Θυμάσαι τη μέρα που ξεκινήσαμε, στο Ζουμζερί; Το ανθρωπάκι που η Ινολίκ πέταξε έξω από την ταβέρνα με τις κλωτσιές; Είχαμε πει ότι ήταν Χαρμιανός. Και στις τρεις πόλεις του Χαρμί (την ηπειρωτική και τα δύο επίνεια), οι δολοφονίες είναι είδος πρώτης ανάγκης. Για λόγους που δε θα κάτσω να σου εξηγήσω τώρα, οι δολοφόνοι είναι αξιοσέβαστοι και πολυάσχολοι κι αν τύχει κάποιος να δολοφονηθεί, ακόμη και σε ξένη πόλη, είναι πολύ πιθανόν ο φονιάς να είναι ένας πληρωμένος δολοφόνος από το Χαρμί. Έχουν έναν περίεργο τρόπο να δηλώνουν ότι είναι διαθέσιμοι: σφυρίζουν. Θυμάσαι;

 

-Εκείνο το ενοχλητικό «γουί-γουί-γουί»…

 

-Ακριβώς. Όταν λοιπόν φοβάσαι ότι κάποιος θέλει να σε σκοτώσει, είναι μάλλον βλακεία να πηγαίνεις στο Χαρμί-Αλ-Χαρμί, το Χαρμί-Αλ-Ντουκ ή το Χαρμί-Αλ-Μπαλ. Είναι σαν να πηγαίνεις κατευθείαν στο στόμα του λύκου.

 

-Ο Μ’νάμπου θα είχε κάποιον λόγο που το έκανε αυτό, έκανε ο Κόμπες σκεφτικός.

 

-Καταρχήν, γύρισε θυμωμένος ο Πετρεξού προς το μέρος του, σου έχω πει εκατό χιλιάδες φορές να μην αναφέρεις το όνομα του Μεγάλου Μάγιστρου. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί ν’ ακούει. Κι ύστερα, δεν είναι ώρα για εικασίες. Έλα να κάνουμε το ξόρκι της επαναφοράς, όσο έχουμε λίγο χρόνο τη διάθεσή μας, γιατί το παρατραβήξαμε μ’ αυτό το θέμα.

 

Ο κλέφτης τινάχτηκε όρθιος, λες και τον είχαν τσιμπήσει έξι πολεμικές σμηναρχίες από σφήγκες στο ροδαλό του κωλαράκι.

 

-Άντε, έκανε ανυπόμονα, ακόμα;

 

Ο μάγος άναψε μια φωτιά, άνοιξε ένα φιαλίδιο με πρασινωπό υγρό κι άλειψε μ’ αυτό το στήθος και το κεφάλι του Κόμπες και το δικό του. Ύστερα σε μια επανάληψη της σκηνής έξω από το Άντρο του Μαργαριταριού, οι δυο φίλοι ένωσαν τα χέρια τους κι ο Πετρεξού άρχισε να λέει το ξόρκι. Το αεράκι που τότε είχε αλλάξει τις ψυχές στα σώματά τους άρχισε και πάλι να φυσάει, απαλό στην αρχή, ύστερα όλο και πιο έντονο, όλο και πιο δυνατό, μέχρι που έγινε στρόβιλος γύρω τους, στρόβιλος που παρέσερνε σκόνη, άμμο και στάχτες από τη φωτιά. Τα ενωμένα χέρια των δυο αντρών πήραν να τραντάζονται και μόλις ο μάγος ολοκλήρωσε με μια κραυγή το ξόρκι, έπεσαν κι οι δυο πίσω στην άμμο, ζαλισμένοι και μισολιπόθυμοι από την ένταση της μαγγανείας. Κούνησαν κι οι δυο τα κεφάλια τους να συνέλθουν κι έτριψαν κι οι δυο τα μάτια τους, γιατί η ιπτάμενη άμμος έχει την τάση να χώνεται εκεί που τσούζει περισσότερο.

 

-Ωχ, θεοί, βόγκηξε ο άντρας μέσα στο σώμα του Πετρεξού.

 

-Πετρεξού! Εσύ είσαι; Τόλμησε να ρωτήσει ο Πισκιλί, που καθόταν δίπλα στον τραυματία.

 

-Ναι. Και μάλιστα…

 

Ο άντρας στο σώμα του Πετρεξού ψαχουλεύτηκε, από πρόσωπο μέχρι πόδια.

 

-…επιτέλους είμαι στο σώμα μου. Κόμπες, είσαι στο σώμα σου;

 

Ο κλέφτης δεν έκατσε να του το πουν δεύτερη φορά. Είχε ήδη καταλάβει ότι τα χοντρά τεράστια χέρια με τα οποία έτριβε τα μάτια του δεν ήταν τα χέρια του Πετρεξού. Ο μάγος είχε χέρια φυσιολογικά για άντρα του μεγέθους του κι όχι τα χέρια-κουπιά που είχε ο Κόμπες.

 

-Αχ, τα χεράκια μου! Έκανε τρυφερά. Τα μπρατσάκια μου! Τα ποδαράκια μου! Οι τριχούλες μου! Το πουλάκι μου! Τ’ αρχιδάκια μου! Όλα στη θέση τους, Αχ, Βυζβόρουν, τι ευτυχία! Είθε να ‘ρθει η μέρα που θα ‘χω προς τιμήν σου χαϊδέψει όλα τα βυζιά στο Ζουμζερί, είμαι πάλι ο εαυτός μου!

 

Ακούστηκε ένα γέλιο, το οποίο ο εκπομπέας του προσπάθησε να καταπιέσει. Ο Πισκιλί δεν ήθελε να προσβάλει το φίλο του, αλλά η έκφραση αγαλλίασης που είχε ο Κόμπες ήταν το κάτι άλλο.

 

Το πανηγυράκι δεν κράτησε παρά λίγες στιγμές. Ο Νότιος σοβαρεύτηκε γρηγορότερα απ’ ό,τι περίμεναν οι άλλοι, ίσως γιατί κανείς από τους δύο δε μπορούσε να ξέρει σε τι εκτίμηση είχε ο κλέφτης τον δαμασκηνή.

 

-Και τώρα τι κάνουμε; Έκανε εξαιρετικά ευδιάθετος αν και κάπως προβληματισμένος.

 

-Θα προσπαθήσω να συνεφέρω το Μέγα Μάγιστρο, είπε ο Πετρεξού. Αν έχει οδηγίες για μας. Έπειτα θα πάμε ως την παραλία να κάνουμε ένα μπάνιο, έστω με θαλασσινό νερό, γιατί το σώμα μου μυρίζει σαν εκδοροσφαγέας και μετά βλέπουμε. Εσείς βγάλτε τίποτε από τους σάκους, να φάμε μια στάλα, γιατί κάτι μου λέει ότι θα χρειαστούμε όλες μας τις δυνάμεις για να τη βγάλουμε καθαρή. Μα την αλήθεια, αυτός ο Βατραχασβός ακόμη μου βρωμάει…

 

Έσκυψε πάνω από τον τραυματία και του έριξε μερικές στάλες νερό στα χείλη. Το ταλαιπωρημένο πρόσωπο του Μ’νάμπου έδειχνε νεκρικά χλωμό. Τα μάτια του πετάρισαν, αλλά δεν άνοιξαν τελείως. Ο Πετρεξού αποτόλμησε να του μιλήσει με το όνομά του:

 

-Μ’νάμπου με ακούς; Ο Μνήμωνας ο Πετρεξού είμαι. Με ακούς; Είμαστε στους αμμόλοφους έξω από το Χαρμί-Αλ-Μπαλ. Τι θες να κάνουμε;

 

Ο Μέγας Μάγιστρος πετάρισε άλλη μια φορά τα μάτια του αλλά τώρα κατάφερε να τα ανοίξει. Με προσπάθεια εστίασε στο πρόσωπο του μάγου που ήταν σκυμμένος από πάνω του.

 

-Μνήμωνα… Πάρε με στο Ζουμζερί… θα με σκοτώσουν στο τέλος… αλλά πάρε με στο Ζουμζερί… πρέπει να… να στείλω μήνυμα στην Κομεντέκα… στείλε εσύ μήνυμα στην Κομεντέκα… στο Ασημένιο Λάβαρο… στον Τρέπετσι… να γυρίσει γρήγορα… είναι… ανάγκη… εκ μέρους μου…

Link to comment
Share on other sites

ΚΕ.

 

Οι Μικρές Έρημοι φημίζονται για δύο πράγματα.

 

Το ένα είναι τα υπέροχα χρώματα του ουρανού όταν ο ήλιος ανατέλλει ή δύει. Σε άλλους κόσμους κι εποχές, όπου ο Βυζβόρουν, θεός των σεξουαλικών δυνάμεων έχει παραγκωνιστεί από ψηλαφίσεις και τεστ Παπ κι η Φρέλα-Γάσκο, η θεά του γάλακτος από ημερήσιες προτεινόμενες ποσότητες πρόληψης ασβεστίου, οι άνθρωποι θα έψαχναν για σωματίδια σκόνης στον αέρα, οπτικές ιδιότητες των ορυκτών των σωματιδίων, γωνίες διάθλασης του ηλιακού φωτός στην ατμόσφαιρα, μέση σχετική υγρασία και άλλες τέτοιες ασημαντότητες. Ενώ στο βάρβαρο κόσμο που λαμπρύνει με την παρουσία του ο Κόμπες ο Ντερλικοτής, οι καθυστερημένης τεχνολογικής εξέλιξης άνθρωποι περιορίζονται να θαυμάζουν τα χρώματα, να επινοούν λέξεις για να τα περιγράψουν και να γράφουν ποιήματα, στα οποία το κυκλοθυμικό της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας συγκρίνεται με την πολυπλοκότητα και το ανεξήγητο του φαινομένου των ουρανών.

 

Το δεύτερο πράγμα για το οποίο φημίζονται οι Μικρές Έρημοι είναι οι έρημοι. Άμμος ως εκεί που φτάνει το μάτι, τακτοποιημένη συμμετρικά σε θίνες όλων των μεγεθών, απαλή και υποχωρητική και ξανθοκάστανη.

 

Και καυτή.

 

Από τις πρώτες φθινοπωρινές ψυχρές του Χάρατς, που του θύμιζαν λίγο τα καλοκαίρια στο Σενίμ-Σοριέν, ο Κόμπες βρέθηκε σ’ ένα μέρος που του ήταν παντελώς ακατανόητο. Η ίδια η ζέστη τού ήταν κάτι το ακατανόητο, παρ’ εκτός κι αν ήταν η ζέστη μιας καλής φωτιάς, αρωματισμένης με ρετσίνι και πορτοκαλόφλουδες. Όπως λοιπόν ήταν λογικό, το πρώτο πράγμα που έκανε όταν κατέβηκε από το γκαμήλ ήταν να πετάξει πέρα το μανδύα του και τις μπότες, να βρίσει τον ιδρώτα του που έτρεχε ποτάμι και λάσπιαζε καθώς ανακατευόταν με τα ξεραμένα αίματα και την καπνιά και να βοηθήσει τον Πετρεξού να κατεβάσουν τον Μέγα Μάγιστρο από τη σέλα.

 

Με φόντο τα πολύχρωμα ουράνια των Μικρών Ερήμων που ξεθώριαζαν καθώς προχωρούσε η μέρα, ο μάγος εξέτασε τον αρχηγό της σέκτας του. Είχε μια μεγάλη μαχαιριά στο αριστερό πλευρό και πολλά χτυπήματα στο κεφάλι, που ευτυχώς δεν αιμορραγούσαν πια. Έπλυνε τις πληγές με κρασί και τις έδεσε μ’ ένα πανί, του οποίου η καθαριότητα, αν και αμφισβητούμενη, ήταν περισσότερη από κάθε άλλου πανιού που είχαν στη διάθεσή τους. Πιο κει ο Κόμπες καθάριζε τα όπλα του, καθισμένος προσεκτικά, για να μην επιβαρύνεται το σύγκαμα στον πισινό του κι ο Πισκιλί έλεγχε τις επιστολές στη φαρέτρα του, μήπως κάποια από αυτές είχε αρπάξει στη φωτιά.

 

-Πώς είναι;

 

-Χάλια. Το κόψιμο στο πλευρό είναι αριστοτεχνικό, φαίνεται ότι η φωτιά τρόμαξε τους δολοφόνους και δεν έκατσαν να περιμένουν να δουν τα αποτελέσματα της απόπειρας.

 

-Απόπειρας;… Ώστε λες ό,τι…

 

Ο Πετρεξού ήπιε μια γουλιά από το κρασί που περίσσευε μέσα στο παγούρι.

 

-Νομίζω ότι όποιος σκότωσε το μακαρίτη Μέγα Μάγιστρο Μ’νέντου, θα θελήσει να σκοτώσει και τούτον το Μέγα Μάγιστρο. Και δε μπορώ να καταλάβω γιατί. Όπως επίσης δεν καταλαβαίνω γιατί ο Μέγας Μάγιστρος άφησε τη σχετική ασφάλεια της Σου-Αλ-Σου για να έρθει στο Χαρμί-Αλ-Μπαλ. Λες και δεν ήξερε.

 

-Να ξέρει τι;

 

-Ούτε εσύ ξέρεις; Νόμιζα ότι όλοι οι έμποροι ξέρουν για το Χαρμί.

 

-Τι πράμμα ξέρουν δηλαδή;

 

Ο Πισκιλί ανέλαβε να εξηγήσει στον Κόμπες.

 

-Θυμάσαι τη μέρα που ξεκινήσαμε, στο Ζουμζερί; Το ανθρωπάκι που η Ινολίκ πέταξε έξω από την ταβέρνα με τις κλωτσιές; Είχαμε πει ότι ήταν Χαρμιανός. Και στις τρεις πόλεις του Χαρμί (την ηπειρωτική και τα δύο επίνεια), οι δολοφονίες είναι είδος πρώτης ανάγκης. Για λόγους που δε θα κάτσω να σου εξηγήσω τώρα, οι δολοφόνοι είναι αξιοσέβαστοι και πολυάσχολοι κι αν τύχει κάποιος να δολοφονηθεί, ακόμη και σε ξένη πόλη, είναι πολύ πιθανόν ο φονιάς να είναι ένας πληρωμένος δολοφόνος από το Χαρμί. Έχουν έναν περίεργο τρόπο να δηλώνουν ότι είναι διαθέσιμοι: σφυρίζουν. Θυμάσαι;

 

-Εκείνο το ενοχλητικό «γουί-γουί-γουί»…

 

-Ακριβώς. Όταν λοιπόν φοβάσαι ότι κάποιος θέλει να σε σκοτώσει, είναι μάλλον βλακεία να πηγαίνεις στο Χαρμί-Αλ-Χαρμί, το Χαρμί-Αλ-Ντουκ ή το Χαρμί-Αλ-Μπαλ. Είναι σαν να πηγαίνεις κατευθείαν στο στόμα του λύκου.

 

-Ο Μ’νάμπου θα είχε κάποιον λόγο που το έκανε αυτό, έκανε ο Κόμπες σκεφτικός.

 

-Καταρχήν, γύρισε θυμωμένος ο Πετρεξού προς το μέρος του, σου έχω πει εκατό χιλιάδες φορές να μην αναφέρεις το όνομα του Μεγάλου Μάγιστρου. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί ν’ ακούει. Κι ύστερα, δεν είναι ώρα για εικασίες. Έλα να κάνουμε το ξόρκι της επαναφοράς, όσο έχουμε λίγο χρόνο τη διάθεσή μας, γιατί το παρατραβήξαμε μ’ αυτό το θέμα.

 

Ο κλέφτης τινάχτηκε όρθιος, λες και τον είχαν τσιμπήσει έξι πολεμικές σμηναρχίες από σφήγκες στο ροδαλό του κωλαράκι.

 

-Άντε, έκανε ανυπόμονα, ακόμα;

 

Ο μάγος άναψε μια φωτιά, άνοιξε ένα φιαλίδιο με πρασινωπό υγρό κι άλειψε μ’ αυτό το στήθος και το κεφάλι του Κόμπες και το δικό του. Ύστερα σε μια επανάληψη της σκηνής έξω από το Άντρο του Μαργαριταριού, οι δυο φίλοι ένωσαν τα χέρια τους κι ο Πετρεξού άρχισε να λέει το ξόρκι. Το αεράκι που τότε είχε αλλάξει τις ψυχές στα σώματά τους άρχισε και πάλι να φυσάει, απαλό στην αρχή, ύστερα όλο και πιο έντονο, όλο και πιο δυνατό, μέχρι που έγινε στρόβιλος γύρω τους, στρόβιλος που παρέσερνε σκόνη, άμμο και στάχτες από τη φωτιά. Τα ενωμένα χέρια των δυο αντρών πήραν να τραντάζονται και μόλις ο μάγος ολοκλήρωσε με μια κραυγή το ξόρκι, έπεσαν κι οι δυο πίσω στην άμμο, ζαλισμένοι και μισολιπόθυμοι από την ένταση της μαγγανείας. Κούνησαν κι οι δυο τα κεφάλια τους να συνέλθουν κι έτριψαν κι οι δυο τα μάτια τους, γιατί η ιπτάμενη άμμος έχει την τάση να χώνεται εκεί που τσούζει περισσότερο.

 

-Ωχ, θεοί, βόγκηξε ο άντρας μέσα στο σώμα του Πετρεξού.

 

-Πετρεξού! Εσύ είσαι; Τόλμησε να ρωτήσει ο Πισκιλί, που καθόταν δίπλα στον τραυματία.

 

-Ναι. Και μάλιστα…

 

Ο άντρας στο σώμα του Πετρεξού ψαχουλεύτηκε, από πρόσωπο μέχρι πόδια.

 

-…επιτέλους είμαι στο σώμα μου. Κόμπες, είσαι στο σώμα σου;

 

Ο κλέφτης δεν έκατσε να του το πουν δεύτερη φορά. Είχε ήδη καταλάβει ότι τα χοντρά τεράστια χέρια με τα οποία έτριβε τα μάτια του δεν ήταν τα χέρια του Πετρεξού. Ο μάγος είχε χέρια φυσιολογικά για άντρα του μεγέθους του κι όχι τα χέρια-κουπιά που είχε ο Κόμπες.

 

-Αχ, τα χεράκια μου! Έκανε τρυφερά. Τα μπρατσάκια μου! Τα ποδαράκια μου! Οι τριχούλες μου! Το πουλάκι μου! Τ’ αρχιδάκια μου! Όλα στη θέση τους, Αχ, Βυζβόρουν, τι ευτυχία! Είθε να ‘ρθει η μέρα που θα ‘χω προς τιμήν σου χαϊδέψει όλα τα βυζιά στο Ζουμζερί, είμαι πάλι ο εαυτός μου!

 

Ακούστηκε ένα γέλιο, το οποίο ο εκπομπέας του προσπάθησε να καταπιέσει. Ο Πισκιλί δεν ήθελε να προσβάλει το φίλο του, αλλά η έκφραση αγαλλίασης που είχε ο Κόμπες ήταν το κάτι άλλο.

 

Το πανηγυράκι δεν κράτησε παρά λίγες στιγμές. Ο Νότιος σοβαρεύτηκε γρηγορότερα απ’ ό,τι περίμεναν οι άλλοι, ίσως γιατί κανείς από τους δύο δε μπορούσε να ξέρει σε τι εκτίμηση είχε ο κλέφτης τον δαμασκηνή.

 

-Και τώρα τι κάνουμε; Έκανε εξαιρετικά ευδιάθετος αν και κάπως προβληματισμένος.

 

-Θα προσπαθήσω να συνεφέρω το Μέγα Μάγιστρο, είπε ο Πετρεξού. Αν έχει οδηγίες για μας. Έπειτα θα πάμε ως την παραλία να κάνουμε ένα μπάνιο, έστω με θαλασσινό νερό, γιατί το σώμα μου μυρίζει σαν εκδοροσφαγέας και μετά βλέπουμε. Εσείς βγάλτε τίποτε από τους σάκους, να φάμε μια στάλα, γιατί κάτι μου λέει ότι θα χρειαστούμε όλες μας τις δυνάμεις για να τη βγάλουμε καθαρή. Μα την αλήθεια, αυτός ο Βατραχασβός ακόμη μου βρωμάει…

 

Έσκυψε πάνω από τον τραυματία και του έριξε μερικές στάλες νερό στα χείλη. Το ταλαιπωρημένο πρόσωπο του Μ’νάμπου έδειχνε νεκρικά χλωμό. Τα μάτια του πετάρισαν, αλλά δεν άνοιξαν τελείως. Ο Πετρεξού αποτόλμησε να του μιλήσει με το όνομά του:

 

-Μ’νάμπου με ακούς; Ο Μνήμωνας ο Πετρεξού είμαι. Με ακούς; Είμαστε στους αμμόλοφους έξω από το Χαρμί-Αλ-Μπαλ. Τι θες να κάνουμε;

 

Ο Μέγας Μάγιστρος πετάρισε άλλη μια φορά τα μάτια του αλλά τώρα κατάφερε να τα ανοίξει. Με προσπάθεια εστίασε στο πρόσωπο του μάγου που ήταν σκυμμένος από πάνω του.

 

-Μνήμωνα… Πάρε με στο Ζουμζερί… θα με σκοτώσουν στο τέλος… αλλά πάρε με στο Ζουμζερί… πρέπει να… να στείλω μήνυμα στην Κομεντέκα… στείλε εσύ μήνυμα στην Κομεντέκα… στο Ασημένιο Λάβαρο… στον Τρέπετσι… να γυρίσει γρήγορα… είναι… ανάγκη… εκ μέρους μου…

Link to comment
Share on other sites

Προτελευταίο κεφάλαιο. Πολλά έχουν μείνει αναπάντητα και θα εξακολουθήσουν να μένουν μέχρι να το πάρω απόφαση...

ΚΣΤ.

 

Όλα έγιναν όπως τα είχε πει ο Πετρεξού.

 

Όταν η αιμορραγία του Μ’νάμπου σταμάτησε, τον φόρτωσαν πάνω σ’ ένα από τα γκαμήλ με τις προμήθειες και πήγαν ως την ακτή, αρκετά μακρύτερα από εκεί που ήταν μαζεμένο το ταλαιπωρημένο πλήθος του Χαρμί-Αλ-Μπαλ –όσοι δηλαδή είχαν ξεφύγει από τη φωτιά. Τα αίτια της πυρκαγιάς αυτής θα τα μάθαιναν κάποια στιγμή χωρίς να το επιδιώξουν, αλλά όχι χωρίς να νιώσουν ένοχοι για ό,τι συνέβει τόσο στους Χαρμιανούς, όσο και στο Μέγα Μάγιστρο.

 

Δεν ήταν ακόμη ούτε εκατό μέτρα από την ακτή, όταν ο Πισκιλί έσπασε. Κατέβηκε από το γκαμήλ του κι άρχισε να τρέχει προς τη θάλασσα, κλαίγοντας από συγκίνηση και πετώντας τα ρούχα του στο δρόμο, μέχρι που βρέθηκε μες το νερό ως το λαιμό. Ενώ έκανε βουτιές βγάζοντας βογκητά υπέρτατης ηδονής, ο Κόμπες έκανε ένα νόημα στον Πετρεξού, που θα μπορούσε να σημαίνει «ε, έχετε κι εσείς στο Ζουμζερί κάτι παλαβιάρηδες…» ή «θα πνιγεί ο βλάκας» ή ακόμη θα μπορούσε να σημαίνει «εσύ πώς και δε βούτηξες όπως κι ο άλλος μισότρελος;»

 

Τελικά ο Πετρεξού έψαχνε σε λάθος παπύρους θέλοντας να βρει τι σημαίνει κομεντέκα. Δεν ήταν άνθρωπος, δεν ήταν υπερφυσικό ον, δεν ήταν μαγικό αντικείμενο, δεν ήταν λέξη στη γλώσσα της Ουράνιας Ακτής. Ήταν μια πόλη, μια πόλη στη μυστηριακή Κραταιά Ανατολή. Ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο ήξεραν την ύπαρξή της. Βρισκόταν στη Χερσόνησο της Βελόνας, στην άκρη της, εκεί που λέγεται ότι η στεριά ακουμπάει τη Ζώνη της Άπνοιας.

 

Ένα θαλάσσιο μεταβολίδι, φύλακας του Βελανιδωτού Διαμαντοτρύπανου, είχε πει τη λέξη αυτή. Είχε ευχηθεί να βγουν αληθινές οι προφητείες για την Κομεντέκα και τη Νταραντάε. Αλλά ο Κόμπες δεν ήξερε πώς έδεναν το θαλάσσιο μεταβολίδι, η Νταραντάε και η Κομεντέκα, με το πεπρωμένο του. Κι υποψιαζόταν όταν δε θα το μάθαινε πριν περάσει καιρός.

 

Το ταξίδι τους δεν ήταν πολύ κουραστικό. Έκαναν δύο μέρες με τα γκαμήλ μέχρι το Χαρμί-Αλ-Ντουκ, στην δυτική όχθη του Σογκούλ κι εκεί πήραν το ποταμόπλοιο για Ζουμζερί. Περνώντας από το λιμάνι της Γιαγιαγκατουμπού, φρόντισαν να κρυφτούν, μήπως και σπάσει κανείς διάολος το πόδι του και γίνει η παρουσία τους γνωστή. Έπειτα το ταξίδι τους συνεχίστηκε απρόσκοπτα, αν και περίπου στα μισά της διαδρομής, χρειάστηκε να βοηθήσουν το πλήρωμα και τους υπόλοιπους επιβάτες να σώσουν τα τομάρια τους από μια επιδρομή ποταμοληστών –ληστών που έκαναν ρεσάλτα στα πλοιάρια από ξηράς. Ο καπετάνιος του πλοίου είχε τότε προσφέρει στον Κόμπες μια μόνιμη δουλειά, σαν φρουρό ασφαλείας στο καράβι του, αλλά επειδή ο κλέφτης είχε κάποιες πολύ κακές εμπειρίες από μια παρόμοια δουλειά που είχε κάποτε κάνει, αρνήθηκε μετά βδελυγμίας κι ήπιε τουλάχιστον τρία λίτρα κριθαρόμπυρα για να μπορέσει να ξεχάσει εκείνα που ο καπετάνιος τού είχε θυμίσει.

 

Άφησαν την ασφάλεια του ποταμόπλοιου λίγο πριν μπουν στην κοιλάδα του Ζουμζερί. Δεν ήθελαν να δώσουν στίγμα πού θα πήγαιναν και τι θα έκαναν μετά. Με τα γκαμήλ μετέφεραν τον Μ’νάμπου στο εξοχικό των Μαγέκα και τους τον εμπιστεύτηκαν. Τα κορίτσια είχαν κάνει κι άλλες φορές τέτοιες δουλειές και δεν είχαν καμμία αντίρρηση, αν και ο Κόμπες αισθανόταν κάπως άσχημα που έπρεπε ν’ αφήσει μόνο του τον δαμασκηνή. Ένα άσχημο προαίσθημα του τριβέλιζε το μυαλό, αλλά δεν είπε τίποτε, παρά μόνο το σούρουπο, όταν είχαν περάσει την Πύλη του Αποχωρισμού κι είχαν γύρω τους τις γνώριμες μυρωδιές και τους γνώριμους ήχους της πόλης του Ζουμζερί.

 

Ο Πισκιλί τους άφησε αμέσως. Έδειχνε να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο καθήκον (να παραδώσει αμέσως τη φαρέτρα του στο Ημεροδρομείο) και την επιθυμία για ένα καλό, περιποιημένο μπάνιο. Και μάλλον υπερίσχυσε το δεύτερο, γιατί τον είδαν να κοντοστέκεται έξω από ένα δημόσιο λουτρό, πριν εξαφανιστεί στην επόμενη γωνία.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί και κάτι ακόμη. Η κατάρα που κυνηγούσε τον Πετρεξού –ο κύριος λόγος για τον οποίον είχαν ξεκινήσει αυτήν την περιπέτεια- δεν είχε αυτόματα λυθεί με το που ο Κόμπες άγγιξε με τα χέρια του μάγου το Μαργαριτάρι του Χάρατς. Για μεγάλη δυστυχία του μάγου και μεγαλύτερη ευτυχία του κλέφτη, η κατάρα θα κρατούσε μέχρι την επόμενη πανσέληνο κι αυτή θ’ αργούσε κάπως. Και στο μεταξύ, κι άλλα όμορφα πράγμα είχαν βρει τον άμοιρο τον Πετρεξού: Την πρώτη νύχτα τους στην έρημο, λίγο έξω από το Χαρμί-Αλ-Χαρμί τους είχε βρει ένας σεισμός που άνοιξε ένα βαθύ χαντάκι κι απείλησε να καταπιεί το μάγο, μαζί με το γκαμήλ του. Το δεύτερο, ο Πετρεξού προσπάθησε –επώδυνα- ν’ αυνανιστεί με κυκλικές αντί για παλινδρομικές κινήσεις, συνέπεια της βρισιάς «μαλακοσβούρης» που του είχε ουκ ολίγες φορές απευθύνει ο κλέφτης. Και φυσικά τις τέσσερις μέρες πάνω στο ποταμόπλοιο, μύρια όσα πλάσματα τον ακουλουθούσαν να τον σεξουαλίσουν ή να σεξουαλιστούν από αυτόν, με τον Κόμπες να μπαίνει κάθε φορά στη μέση και να τους χαλάει τα σχέδια.

 

Ο Κόμπες κι ο Πετρεξού είχαν φτάσει πια στο Κονάκι του δεύτερου, με την προοπτική ότι θα ξεκουράζονταν μια στάλα κι ύστερα θα έκαναν τη νεκρομαντεία με τη Βαμπιρονυχτερίδα, για να μάθουν το πεπρωμένο της ιπτάμενης έρπουσας. Ο γέρος υπηρέτης τους άνοιξε χωρίς να χτυπήσουν. Ό,τι και να συνέβαινε ο γέρος είχε το συνήθειο να χασκογελάει ύποπτα και τώρα επίσης χασκογελούσε, αλλά ο Πετρεξού, μετά από τόσα χρόνια μπορούσε να διακρίνει λεπτές αποχρώσεις στο χασκόγελο του υπηρέτη του. Έτσι, όρμηξε σα σίφουνας στο Κονάκι, διέσχισε την εσωτερική αυλή, πέρασε από τη σάλα, έψαξε όλα τα δωμάτια, αφήνοντας τελευταία την κρεβατοκάμαρα, αλλά δε βρήκε τη Μέρσα πουθενά. Φουρκισμένος γύρισε στον κλέφτη που τον είχε ακολουθήσει καταπόδας, στην αρχή θορυβημένος και με τη μια χούφτα γύρω απ’ τ’ αχαμνά του, έπειτα υποψιαζόμενος τι γινόταν και τελικά με διαβολεμένο κέφι, ξεχνώντας για χάρη του φίλου του τη νεκρομαντεία που ο άλλος του είχε τάξει.

 

-Λέγε τι ξέρεις! Φώναξε ο Πετρεξού. Λέγε τι ανάγκασες τη Μέρσα μου να κάνει!

 

-Εγώ; Έκανε ο άλλος προσποιούμενος την ενσάρκωση της αθωότητας. Εγώ τίποτα. Αλλά μη λέμε κι ό,τι θέμε. Από πού κι ως πού «σου» η Μέρσα; Αυτή γλεντικοπάει με τον κοσμηματοπώλη. Και σου ‘χει αφήσει και τις θεραπαινίδες της αμανάτι…

 

Μέσα από το σαλβάρι του μάγου, κάτι σκίρτησε, σαν να ξύπνησε από λήθαργο. Η Τζιλοάλα, η μικρή θεραπαινίδα της Μέρσας εμφανίστηκε δειλά-δειλά στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ο Πετρεξού γύρισε και την κοίταξε με τα μάτια μισόκλειστα.

 

-Κόμπες σταμάτησέ το τώρα, έκανε χωρίς να το πολυπιστεύει. Σταμάτησέ το τώρα που μπορώ ακόμα να συγκρατηθώ. Αλλιώς θ’ αρχίσω πάλι να την κυνηγάω γύρω-γύρω στο σπίτι. Σταμάτησέ το και διώχ’ την, πάρ’ την από μπροστά μου. Σταμάτησέ το, σου λέω.

 

-Τι να σταματήσω; Έκανε ο άλλος κοροϊδευτικά. Το πουλί σου; Απαπα, δεν ασχολούμαι με πουλιά εγώ. Άλλα πραγματάκια μ’ ενδιαφέρουν και μάλιστα πραγματάκια που έχουν ανάμεσα στα μπουτάκια τους όμορφα κοριτσάκια. Και για να δεις τι φίλος είμαι, θα σε αφήσω με αυτό το όμορφο κοριτσάκι και δε θα πάρω ούτε μεζέ. Άντε, καλή δύναμη. Και για να μην τρομάξεις, έχω ευχηθεί να το θέλει κι εκείνη και να μην κρατήσει περισσότερο από τέσσερις ώρες. Ε, να κοιμηθείτε και μια στάλα πριν γυρίσει η Μέρσα σου, τι λες;

 

Αλλά ο Πετρεξού δε μπορούσε ν’ απαντήσει. Είχε ήδη χάσει κάθε ενδιαφέρον για τον Κόμπες και πλησίαζε τη Τζιλοάλα με σκληρές και όρθιες διαθέσεις. Κι εκείνη δε σάλεψε ρούπι από τη θέση της, μέχρι που ο μάγος την παρέσυρε στο αρωματισμένο στρώμα της Μέρσας και της έκανε έρωτα σα να ‘ταν η κυρία του σπιτιού. Αλλά ο Κόμπες είχε ήδη απομακρυνθεί κρυφογελώντας. «Πολλά μου έχεις κάνει Μέρσα,» σκεφτόταν καθώς έπαιρνε το δρόμο για την ταβέρνα της Ινολίκ. «Αλλά, αυτό δε θα είναι η εκδίκησή μου. Αυτό είναι μόνο μια πλακίτσα. Όταν έρθει εκείνη η ώρα, θα δεις από πού πάνε για Βίντισσα. Ανθυποτσουλίδιο.» Και με την άνεση που του παρείχε το σούρουπο, άρχισε να σφυρίζει έναν εύθυμο σκοπό.

Link to comment
Share on other sites

Και με το 27ο κεφάλαιο, φτάσαμε και στο τέλος της τρίτης περιπέτειας του Κόμπες του Ντερλικοτή. Ευχαριστούμε για την υπομονή, την αγάπη και την κατανόηση και επιφυλασσόμεθα να επιστρέψουμε δριμύτεροι στο τέταρτο επεισόδιο.

ΚΖ.

 

Ο Κόμπες ο Ντερλικοτής μπήκε στην ταβέρνα της Ινολίκ μισή ώρα μετά το σούρουπο, σπάζοντας την πόρτα. Πλησίασε το τραπέζι που του άρεσε να κάθεται, έδιωξε εκείνους που το είχαν καταλάβει μουγκρίζοντας μέσα στα μούτρα τους και κάθησε βαρύς από την κούραση, αλλά εύθυμος.

 

-Φαγιά! Βυζιά!

 

Η κραυγή του της ταβέρνας ειδοποίησε την Ινολίκ να ετοιμάζει την πατσαβούρα της για πατσαβουριές και τον Μπόρτου το σαρκίο του για προσβολές. Κι όντως όλα πήγαν όπως συνήθως: πρώτα η Ινολίκ έστειλε το Μπόρτου να κάνει του Κόμπες παρατήρηση που έσπασε την πόρτα, έπειτα πήγε η ίδια να του κάνει παρατήρηση, ο Κόμπες της χούφτωσε το στήθος παιχνιδιάρικα, εκείνη τον κοπάνησε με την πατσαβούρα της στο κεφάλι κι έφυγε τσαντισμένη κι ο Μπόρτου ανέλαβε να εξυπηρετήσει τον κλέφτη με τα γνωστά: ένα κιλό ψητό κρέας, μισό κεφάλι άσπρο τυρί, ένα καρβελάκι ψωμί, δυο τρεις ντομάτες κι ένα άσπρο νεροκρέμμυδο.

 

-Και πού ‘σαι Μπούρτου, και κουλούρια, είχες ωραία κουλούρια τις προάλλες.

 

-Αμέσως, αφέντη Κόμπες, μόνο… Ξέρετε… Μπόρτου με λένε. Μπούρτου θα πει κλανιά.

 

-Άσε τις λεξιλογικές παρατηρήσεις και φέρε να τσιμπήσουμε τίποτε, γιατί έχω αρχίσει να σε βλέπω σαν κοτόπουλο σούβλας.

 

Ο λιπόσαρκος ταβερνιάρης βιάστηκε να φέρει την παραγγελία, φοβούμενος καμμιά δαγκωνιά.

 

Μια ωρίτσα αργότερα, ο Κόμπες έπεσε στην αφράτη αγκαλιά μιας γυμνής Ινολίκ που –αφού του πήρε δύο χρυσά για την πόρτα- του έδειξε πόσο της είχε λείψει τόσες μέρες. Ύστερα έκατσαν για λίγο αγκαλιά κι ο κλέφτης πήρε να της πει τι σκάρωσε στη Μέρσα, γιατί η ταβερνιάρισσα συμπαθούσε πολύ τον Πετρεξού και στεναχωριόταν που μια παμπόνηρη του συμπεριφερόταν έτσι.

 

-Αύριο που θα έρθει ο Πισκιλί, ρώτα τον τι έγινε στο πανδοχείο στο Χάρατς.

 

-Γιατί αύριο; Δε μπορείς εσύ να μου πεις σήμερα;

 

Ο Κόμπες άρχισε να γελάει προκαταβολικά.

 

-Λοιπόν ο Πετρεξού…

 

Και της διηγήθηκε την ιστορία με το τρίχινο σώβρακο και την αλοιφή για το σύγκαμα. Κι όση ώρα της έλεγε τα καθέκαστα, το γέλιο του δυνάμωνε και γινόταν όλο και πιο νευρικό, μέχρι που έφτασε να γελάει όπως ακριβώς και τότε, με δάκρυα στα μάτια και πόνους από κράμπες στην κοιλιά και το στομάχι. Η Ινολίκ γελούσε κι αυτή, αλλά προσπαθούσε να κρατηθεί, να μην ακουστεί.

 

-… και τότεχαχαχα… συγκ-… συγκ-… συγκάηκεχαχα… και του έβαζε… αχαχαχαχαχαχα… του έβαζε αλοιφ-… αλοιφή… στον κώλο… χαχαχαχαχαχα…

 

Ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα του έκοψε το γέλιο μαχαίρι. Η Ινολίκ βούτηξε τα ρούχα της και χώθηκε αστραπιαία κάτω από το κρεβάτι.

 

-Ποιος; Έκανε ο Κόμπες στακάτα.

 

-Αφέντη Κόμπες, είστε καλά;

 

Ήταν η τρεμάμενη, φοβισμένη φωνή του Μπόρτου. Είχε ακούσει τα χάχανα κι είχε έρθει να δει αν μπορούσε να βοηθήσει. Ο Νότιος τον έδιωξε όπως-όπως, αλλά το γέλιο του είχε πια κοπεί. Γύρισε στην Ινολίκ που έβγαινε από κάτω απ’ το κρεβάτι κι έπιασε την καρδιά του.

 

-Φιου! Με τρόμαξε ο Μπούρτου σου. Νομίζω ότι έπινα ευχαρίστως εκείνο το ποτό που φτιάχνεις. Εκείνο που είναι ένα κι ένα γι’ αυτές τις περιπτώσεις…

 

-Τόσο πολύ τον φοβάσαι τον άντρα του σπιτιού μου; Τον πείραξε η ταβερνιάρισσα.

 

-Κοπελάρα μου, το μόνο πράγμα που φοβάμαι είναι μήπως δεν αντέξεις αυτόν τον δεύτερο γύρο… έκανε ο κλέφτης.

 

Και με μάτια που έλαμπαν, πήδηξε πάνω της και την έριξε πάλι στο κρεβάτι.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ούπς το ξέχασα τελείως. Αυριο το πρωί μετά τις οχτώ, γιατί η σύνδεση στο σπίτι είναι ελεεινή και τρισάθλια.

Link to comment
Share on other sites

Το τρίτο επεισόδειο για τους καλομαθημένους

 

kobes3.doc

 

Και μια πρόγευση από το επόμενο επισόδειο...

 

Επεισόδιο 4ο: Το Σιδηρούν Διάδημα του Στουλ-Μαρσακ

 

Πόσες φορές κηδεύονται οι ευγενείς στο Καλομασούρ; Ποιος είναι ο πλιτςζζζ και γιατί δεν τον παίζουν τα άλλα παιδάκια; Ποια είναι η τελευταία λέξη της μόδας και πού έχει ξανακουστεί το όνομα Σιπλανέλι; Έχει στ’ αλήθεια περίοδο η Σοσμιλόγκι; Και τι σχέση έχει η χέννα στα μαλλιά του Κόμπες με την εξορία του από το Σενίμ-Σοριέν;

Edited by Naroualis
Link to comment
Share on other sites

Ούτε για τον Harry Potter τέτοια αναμονή.

 

Ερώτηση κρίσεως: Το Χόλιγουντ θέλει να κάνει ταινία τον Κόμπες σήμερα! Επέλεξε cast! (Όχι πως τον είδες, σαν Τσιβιλίκα κλπ. Ονόμασε ρεαλιστικά, ξένους ηθοποιούς.)

Link to comment
Share on other sites

Μια πρώτη λίστα (αντιρρήσεις και προτάσεις δεκτές)

 

Κόμπες: Βενσάν Κασέλ

Ινολίκ: Κίρα Νάιτλι

Πετρεξού: Μάικλ Γιουν (ο Ιζνογκουντ)

Νταραντάε: Μίραντα Ρίτσαρντσον ή Μόνικα Μπελούτσι

Φωνή του Ζήση: Ρόμπιν Γουίλλιαμς

Μπόρτου: Γούντυ Άλεν

Πικολίνος: Τζον Ράις Ντέιβις

Πισκιλί: Χαβιέ Μπαρτέμ

Μέρσα: Σάρα Τζέσικα Πάρκερ

Γάτικ: Σάντρα Μπούλοκ

Ο τύπος που ο Κόμπες συναντάει κάθε τόσο σε άλλες πόλεις και του παίρνει λεφτά: Όλιβερ Πλατ

Αρχηγός των Καλικαντζάρων: Τζακ Νίκολσον

Μαγέκα: Σκάρλετ Γιοχάνσον, Αντζελίνα Τζολύ, Ούμα Θέρμαν, Πάμελα Άντερσον

Γριά Καναρινή: Τζούντι Ντέντς

Ντεό-Νταό: Τζέημς Σπέηντερ

Θεά των Γουρουνιών: Τζουλιάν Μουρ

Εκατέλι: Τζιμ Κάρευ

Ηχοφαντάσματα: Κάμερον Ντίαζ, Ντρού Μπαριμορ, Λούσι Λιού, Κρίστιαν Μπέιλ

Μ’νάμπου, Μέγας Μάγιστρος: Ντένζελ Γουάσινγκτον

Χ’ν’μ’ς το Ξωτικό, Εκείνος Που Έφαγε Το Σκήπτρο: Γκάρυ Όλντμαν

Γέρος υπηρέτης του Πετρεξού: Αλ Πατσίνο

Θαλάσσιο Μεταβολίδι: Κέιτ Μπλάνσετ

Χαρμιανός δολοφόνος: Στηβ Μπουσέμι

Τζιλοάλα: Χάλυ Μπέρυ

Κεβέκεβε: Ντάνι Ντε Βίτο

Μαργαριταρένιο Αγόρι: Γιούαν Μακ Γκρέγκορ

Link to comment
Share on other sites

Για κάποιον τελείως ανεξήγητο λόγο εγώ εφαρμόζοντας την αντιμεταθετική ιδιότητα θα έπαιρνα την Ντρου Μπάριμορ από τα ηχοφαντάσματα και θα την έβαζα στην θέση της Ινολίκ (που την έχω φανταστεί σε κάτι πιο ζουμπουρλό) και εν συνεχεία θα έστελνα την Κίρα Νάιτλι να κάνει παρέα στα υπόλοιπα ηχοφαντάσματα. (Από την άλλη όλοι έχετε καταλάβει πιά ότι δεν είμαι απλώς μια ανωμαλία της φύσης... οπότε συνεχίστε το αγαθόν έργο σαν αν μην εστάλη ποτέ τούτο το μήνυμα)

Link to comment
Share on other sites

Ο Βενσάν Κασέλ είναι η μουτσούνα που έχει παντρευτεί η Μπελούτσι; (Η οδύνη του να ανακαλύπτεις πως για να έχεις κάποιες γυναίκες πρέπει ή να είσαι ωραίος ή...σωστά κακάσχημος!)

 

Το καστ όμως είναι τέλειο!

 

Το πιό τέλειο: Γούντι Άλεν σαν Μπόρτου. Δεν θα τον δω ποτέ πια αλλιώς.

 

Αυτό που έπεσε σαν έκπληξη: Ο Μπαρτέμ σαν Πισκιλί; Τον είδα τόσο κωμικά που δεν θα πήγαινε ποτέ το μυαλό μου.

 

Πάντως η ταινία με τέτοιο καστ ή θα σπάσει τα ταμεία ή θα πτωχέψει τις ΗΠΑ.

Link to comment
Share on other sites

Μα ο Πισκιλί πέρα από το αστείο όνομα είναι ένας γόης του συρμού που ξέρει και καράτε. Εντάξει, δεν ξέρω πώς τα πάει ο Μπαρτέμ με τις πολεμικές τέχνες αλλά μου φάνηκε ιδανικός για τον χαρακτηρισιτκό χτυπάω-και-φεύγω γόη.

 

Κι όσο για τη Ντρου Μπάριμορ, ποτέ δε μου άρεσε η φάτσα της. Η Φάια έχει δίκιο για το ότι χρειάζεται κάτι ζουμπουρλούδικό για το ρόλο της Ινολίκ, απλά ο τσαμπουκάς που βγάζει η Νάιτλι είναι χαρακτηριστικός.

Link to comment
Share on other sites

E, όχι την Κίρα για Ινολίκ... αυτό είναι προδοσία... που είναι οι αφράτες γωνίες της? που κόβει μέση? και για το όνομα της Μύστρα: τι ακριβώς σερβίρει η Κίρα μετά τη φράση "Φαγιά! Βυζιά!"?????

 

Η Κάθριν Ζέτα? Η Τζούλιαν Μουρ που την έχεις βάλει κι αλλού τεσπά αν την θες πιο ανοιχτόχρωμη?

Link to comment
Share on other sites

Μα ο Πισκιλί πέρα από το αστείο όνομα είναι ένας γόης του συρμού που ξέρει και καράτε. Εντάξει, δεν ξέρω πώς τα πάει ο Μπαρτέμ με τις πολεμικές τέχνες αλλά μου φάνηκε ιδανικός για τον χαρακτηρισιτκό χτυπάω-και-φεύγω γόη.

 

Κι όσο για τη Ντρου Μπάριμορ, ποτέ δε μου άρεσε η φάτσα της. Η Φάια έχει δίκιο για το ότι χρειάζεται κάτι ζουμπουρλούδικό για το ρόλο της Ινολίκ, απλά ο τσαμπουκάς που βγάζει η Νάιτλι είναι χαρακτηριστικός.

 

 

Eντάξει, όχι απαραίτητα η Μπάριμορ, αλλά κατάλαβες τί εννοώ. Βασικά, τέλεια θα ήταν η κολλητή μου, η Ελενίκ (την οποία φωνάζουμε έτσι από τότε που γύρισε από Στρασβούργο -οποία ηχητική σύμπτωσις!), αλλά δεν ειναι της μεγάλης οθόνης δυστυχώς... Τί θα έλεγες για την Αισβάρια Ράυ (λέμε τώρα...)

 

Τον Κασέλ τον βρίσκω άψογο ως φυσιογνωμία από την άλλη...

Link to comment
Share on other sites

Να σας πω, στην αρχή ήθελα τη Μόνικα (για να δει την ταινία κι ο Σποκ :p ) αλλά είπα "κι άλλη ταινία που το παίζουν ζευγάρι οι δυο τους;"

 

(Τώρα που το καλοσκέφτομαι η Μόνικα Μπελούτσι έχει και το στυλ και το ταμπεραμέντο της Ινολίκ, βλ. Κλέοπάτρα. Λέτε να το προτείνουμε στον παραγωγό;)

Link to comment
Share on other sites

Να σας πω, στην αρχή ήθελα τη Μόνικα (για να δει την ταινία κι ο Σποκ :p ) αλλά είπα "κι άλλη ταινία που το παίζουν ζευγάρι οι δυο τους;"

 

(Τώρα που το καλοσκέφτομαι η Μόνικα Μπελούτσι έχει και το στυλ και το ταμπεραμέντο της Ινολίκ, βλ. Κλέοπάτρα. Λέτε να το προτείνουμε στον παραγωγό;)

 

Ίσως -λέμε ίσως!- για να μην τους έχουμε ζευγάρι να μπορούσαμε να βάλουμε Andrien 'The Nose' Brodi από τη μια και Maria Grazia Cucinotta απο την άλλη...

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..