Jump to content

Ιστορίες της Αρέττα: Ταξιδεύοντας σε υπόγεια με Δράκους


month

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Month

Είδος: ηρωική φαντασία

Βία; Ναι

Σεξ; Ναι

Αριθμός Λέξεων: 7639

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: To πρώτο ταξίδι τελείωσε... Οι ήρωές μας όμως θα ξαναταξιδέψουν σύντομα.

ΥΓ: Αν το θέλει κανείς σε word, μπορεί να το ζητήσει σε μύνημα.

 

 

 

Πρόλογος

 

Σε όλους τους κόσμους, σε όλες τις χώρες και πολιτισμούς, το φεγγάρι είχε και έχει τεράστια σημασία. Οι μήνες και οι εποχές μετριούνται κυρίως με την αλλαγή της σελήνης, η μαγεία έχει μέρες ισχύς σύμφωνα με τις φάσεις του φεγγαριού ενώ αρκετά από τα αρχαιότερα και ισχυρότερα τέρατα ακολουθούνε σεληνιακούς κύκλους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του τέρατος της Ντάρναρ της αρχαίας, τέρας που τις βραδιές της πανσελήνου σκοτώνει ανθρώπους και ζώα αδιάκριτα. Βασιλείς και ζητιάνοι ψάχνουνε να βρούνε σίγουρο καταφύγιο μακριά από το θηρίο αυτό, αφού από τα θύματά του δεν βρίσκετε τίποτα που να μαρτυράει πια ήταν η μοίρα τους. Πολλές είναι και οι θεωρίες για την πραγματική μορφή του τέρατος, και μια από τις επικρατέστερες είναι η θεωρία που μιλάει για ένα δεκάματο πλάσμα με θωριά που σε παραλύει, και νύχια που μπορούν να κόψουν μετεωρόνιο σαν να είναι βούτυρο. Φυσικά όλα αυτά είναι ανοησίες αφού κανένα πλάσμα, αν εξαιρέσουμε τα έντομα, δεν χρειάζεται δέκα μάτια. Πάντως η ιστορία που θα σας διηγηθώ μπορεί να μην ξεκίνησε μια νύχτα με πανσέληνο, ούτε και να τελείωσε όταν το φεγγάρι έλουζε τον κόσμο με το ασημένιο φως του, αλλά το σημαντικότερο του μέρος εξελίσσεται όταν το φεγγάρι έβλεπε τον κόσμο, την νύχτα που ένα από τα αρχαιότερα πλάσματα της πλάσης, συνάντησε τους πιο περίεργους τυχοδιώχτες που έχουν γεννηθεί ποτέ…

 

 

Κεφάλαιο 1

 

«Είσαι σίγουρος για το μέρος που μας πας, μάγε;»

 

«Γκουίντορ. Και, ναι, είμαι σίγουρος.»

 

«Γιατί η φυλή μου λέει-»

 

«Ότι το μέρος είναι στοιχειωμένο από τα πνεύματα των νεκρών βασιλιάδων και προστατεύετε από τα ανηλεή, φασματικά στύφει που διοικούσαν στην διάρκεια της ακατάσχετα βίαιης και μακρόπνοης ζωής τους.»

 

«Εμ… Βασικά λένε ότι οι νεκροί βασιλιάδες φυλάγονται από τους νεκρούς τους στρατιώτες.»

 

«Ρέρικ, είσαι ασυζητητί ένα από τα αδιαμφισβήτητα δείγματα έλλειψης εξέλιξης στις απομακρυσμένες περιοχές της αυτοκρατορίας.»

 

«Τι εννοείς, μάγε;»

 

«Γκουίντορ. Και ξέχνα το.»

 

Το τοπίο ήταν ομιχλώδες - μα πολύ ομιχλώδες: κανείς δεν μπορούσε να δει πάνω από απόσταση τριών βημάτων γύρω του. Πράγμα που σε τελική ανάλυση, και αν λάβουμε υπόψη το μέρος που βρίσκονταν, ήταν κάτι το καλό. Τα νεκρά δέντρα που τα κλαδιά τους είχαν στρεβλωθεί σε τόσο γκροτέσκες μορφές, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τον φόβο ακόμα και στην καρδιά ενός Λεγεωνάριου, έναν από τους προσωπικούς φρουρούς του Αυτοκράτορα.

 

 

Αλλά τα δέντρα ήταν μόνο το ανατριχιαστικό περιτύλιγμα. Ο πραγματικός τρόμος κρυβότανε πίσω και πάνω στα δέντρα. Βλέπετε, οι κάτοικοι του μέρους αυτού δεν ήταν και οι καλύτεροι γείτονες που θα μπορούσε να έχει κανείς· το αντίθετο μάλιστα. Πάνω στα δέντρα ζούσανε φρικιαστικά τέρατα με ακόμα πιο φρικτά ονόματα. Τα Γκούρκλω, τέρατα με σώμα κουκουβάγιας, αλλά νύχια μεγαλύτερου αρπακτικού – τέρατωδίες που ζούσανε με το ζεστό αίμα των θυμάτων τους. Στο έδαφος τα Κρελ, μισά Τρολλ και μισά λύκοι - τέρατα με την ομαδικότητα, την φάτσα και την ταχύτητα των λύκων, ενώ είχαν την αντοχή και το μέγεθος των Τρολλ. Ευτυχώς είχαν και την εξυπνάδα των Τρολλ, αλλιώς τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα για τους ανθρώπους του κόσμου.

 

Οι κίνδυνοι του δάσους, δεν σταμάταγαν εκεί. Υπάρχει, μάλιστα, μια διάσημη τρίτομη διατριβή πάνω στο θέμα των κινδύνων του Δάσους της Τρέλας, στη μέση της Κοιλάδας της Ασάλευτης Σιωπής. Ποτέ δεν εξηγήθηκε πως ο συγγραφέας ήξερε όλους τους κίνδυνους για να τους καταγράψει σε ένα τέτοιο σύγγραμμα, αλλά οι αρχικές αναφορές ήτανε ιδιαίτερα ακριβείς ώστε να μην αμφισβητηθεί. Και άλλωστε, όπως έγραφε στο τέλος: «Όποιος δε με πιστεύει μπορεί να πάει να δει μόνος του.»

 

«Μάγε, πες μου ξανά, γιατί ήρθαμε εδώ;»

 

«Γκουίντορ. Και ήρθαμε να μάθουμε τι κρύβει το δάσος στο κέντρο του.»

 

«Και γιατί ακριβώς σε ακολουθώ, μάγε;»

 

«Γκουίντορ. Με ακολουθείς γιατί έσωσα την ιδιαζόντως μελανή και παρασιτική ζωή σου.»

 

«Μάγε…»

 

«Ρέρικ, για τελευταία φορά, με λένε Γκουίντορ!!!»

 

Ήταν ένα παράξενο ζευγάρι μα την αλήθεια. Ο Ρέρικ, ένας εύρωστος και ψηλός κάτοικος της Κοιλάδας της Ασάλευτης Σιωπής, με τα κλασικά χαρακτηριστικά ενός άνδρα της Αυτοκρατορίας: ξανθός γαλανομάτης, με λευκό δέρμα. Το πρόσωπό του είχε την τιμιότητα ενός άντρα που μεγάλωσε μακριά από τις πόλεις, χαραγμένη πάνω του· ο Γκουίντορ υποστήριζε ότι χαραγμένο πάνω στο πρόσωπό του ήταν η βλακεία. Από την άλλη ο σύντροφός του ήταν ένας κοντός, σκεβρωμένος από τα χρόνια γέροντας, με δάχτυλα μαύρα από τη μελάνη και ρούχα ποτισμένα από περίεργες μυρωδιές. Στο πρόσωπό του ήταν στερεωμένο ένα κατασκεύασμα από μέταλλο και γυαλί που ονόμαζε αρωγοί οράσεως, αν και ο Ρέρικ, με την συνηθισμένη αφέλειά του, τα ονόμασε ματογυάλια, κάτι που έκανε τον Γκουίντορ έξω φρενών καθώς μείωνε την αξία και την χρηστικότητα της εφεύρεσής του. Βέβαια, τις περισσότερες φορές, ο Ρέρικ δεν καταλάβαινε τι ακριβώς του έλεγε ο σύντροφός του. Έλεγε το γερο-αλχημιστή μάγο, πιο πολύ για να του σπάσει τα νεύρα παρά για κάποιον άλλο λόγο. Τον ακολουθούσε γιατί τον είχε σώσει, αυτόν και την οικογένειά του, αν και ποτέ δεν έδωσε σε κανέναν ακριβώς τις λεπτομέρειες του τι είχε γίνει. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι ο κώδικας τιμής με τον οποίο ζούσε υπαγόρευε το να μείνει κοντά του ακόμα και αν τον οδηγούσε σε βέβαιο θάνατο, πράγμα που έκανε αυτήν ακριβώς τη στιγμή, αν διάβαζε σωστά όλες τις ενδείξεις γύρω του. Δεν ζητούσε πια να επιστρέψουν· είχαν περάσει προ πολλού το σημείο χωρίς επιστροφή, και είχε παραδώσει την ζωή του στα χέρια της μοίρας, του πεπρωμένου, των Θεών ή Θεού, ανάλογα με πια θρησκεία πίστευες, ή της τύχης. Απλά έλπιζε κάποια από τις άνωθε δυνάμεις τον συμπαθούσε αρκετά ώστε να βγεί από αυτό το μπλέξιμο ζωντανός. Στα χέρια του το τσεκούρι που του είχε δώσει ο σύντροφός του τρεμόπαιζε νευρικά. Ένας διπλός πέλεκυς, βαρύς, αλλά με τέτοια ισορροπία που πρόδιδε την άψογη τέχνη και αγάπη που είχε δήξει ο κατασκευαστής του. Παρόλο το βάρος του μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με τεράστια άνεση, τέτοια που το έκανε ανώτερο από όλα τα όπλα που είχε δει ποτέ στη ζωή του.

 

Ο Γκουίντορ προχωρούσε με τα χείλη του σφιγμένα, στα χέρια του δυο μικρά φιαλίδια. Είχε αυτά και άλλα πέντε, συν τρεις πρέζες από τη σκόνη. Τα όπλα του τελείωναν, τα πόδια του πονούσαν και ο Ρέρικ βρωμούσε προβατίλα, φυσιολογικό πράγμα, μιας και ήταν βοσκός. Θα τον βάλω να κάνει μπάνιο αν, όταν, και με όποιο τρόπο καταφέρουμε να γυρίσουμε, σκέφτηκε. Το ταξίδι δεν ήταν δική του ιδέα, στην πραγματικότητα δεν ήθελε να έχει απολύτως καμία σχέση με την αποστολή αυτή και ακόμα περισσότερο με το δάσος που ήταν μέσα αυτήν τη στιγμή. Ας όψεται ο τρισκατάρατος ιερέας του Θείου φωτός που τον ανάγκασε να ξεκινήσει αυτήν την αποστολή. Τουλάχιστον μετά από αυτό το χρέος του θα είχε ξεπληρωθεί, και κανένας δεν θα τον έστελνέ σε τόσο παράτολμες αποστολές. Το καλό ήταν ότι είχα καταφέρει να πάρει το τσεκούρι του Ρέρικ από τα μάτια του ιερέα, πριν αυτός καταλάβει τι ακριβώς ήτανε. Ευτυχώς τόσο οι γητείες που είχε χρησιμοποιήσει η Μελλισσάντρα, όσο και οι δικές του αλοιφές, το είχανε κάνει να μοιάζει με απλό τσεκούρι.

 

«Μάγε, η ομίχλη σηκώνεται.»

 

Ο αλχημιστής ετοιμάστηκε να απαντήσει, όταν μια λάμψη στα αριστερά του, του απέσπασε την προσοχή. Σήκωσε το χέρι του για να πετάξει το φιαλίδιο με τη Φωτιά του Γκουίντορ (παραλλαγή της φωτιάς των Αλχημιστών, πιο εύφλεκτη, πιο οικονομική· όσο για το όνομα, πίστευε ότι ήταν καλύτερο από το «βελτιωμένο υγρό πυρ»). Το τέρας πρόλαβε να ορμήσει με απίστευτη ταχύτητα προς την αδύναμη μορφή του αλχημιστή, πριν αυτός καταφέρει να πετάξει τον υγρό θάνατο πάνω του. Η λυκίσια φάτσα του και τα δυνατά, καλυμμένα με παχιά λευκή γούνα χέρια του, δηλώνανε το τι ήταν το κτήνος: Κρελ. Αν βέβαια μπορούσε να συνεχίσει την παρατήρηση του τέρατος, θα μπορούσε να δει ότι και το υπόλοιπο σώμα ήταν αυτό ενός Κρέλ, αλλά απασχολημένος καθώς ήτανε με το να προσπαθεί να σπάσει τη λαβή του κτήνους στο λαιμό του, δεν μπορούσε να συνεχίσει την παρατήρηση του. Ένιωθε να πνίγεται, να χάνεται. Με μια λυσσασμένη, απέλπιδα προσπάθεια κατάφερε να ελευθερώσει τον λαιμό του. Ζωογόνος αέρας γέμισε τα στήθη του και η όραση του επανήλθε. Τότε μόνο πρόσεξε ότι το Κρελ είχε κοντύνει κατά ένα κεφάλι, και ότι ο Ρέρικ στεκότανε από πάνω τους με ένα πλατύ χαμόγελο. Ο Γκουίντορ σηκώθηκε σιωπηλά και προσπάθησε να ξεσκονιστεί. Μάταια όμως, αφού τα ρούχα του είχαν γεμίσει με τα αίματα του τέρατος. Αναστέναξε βαθιά.

 

«Ευχαριστώ, φίλε μου.»

 

«Μάγε, μα την αλήθεια, το κόκκινο σου πάει πολύ!»

 

 

Κεφάλαιο 2

 

 

 

 

Λίγη ώρα, και ένα γρήγορο καθάρισμα, αργότερα, το δίδυμο έφτασε μπροστά στα ερείπια ενός πέτρινου κτίσματος. Αν και η ομίχλη είχε αραιώσει αισθητά, δεν μπορούσαν ακόμα να ξεχωρίσουν τι ήταν το κτίσμα αυτό.

 

 

«Ελπίζω αυτό να είναι το κέντρο του δάσους.»

 

 

«Αμφιβάλω. Αυτό πρέπει να είναι το προπύργιο της ομίχλης. Τα αρχαία κείμενα μιλάνε για ένα προαιώνιο κτήνος φυλακισμένο εδώ. Επίσης αναφέρουνε και μια πύλη που είναι πίσω από το κτήνος. Αν περάσουμε από εκεί, τα έχουμε καταφέρει.»

 

 

Ο Ρέρικ έγνεψε και έπιασε το τσεκούρι του τόσο σφιχτά, που οι κλειδώσεις στα δάχτυλά του έγιναν άσπρες κάτω από τα γάντια του. Ο Γκουίντορ προχώρησε προς το εξωτερικό τοίχος και αφού στραβοκατάπιε τον κόμπο που είχε σχηματιστεί στον λαιμό του, άρχισε μηχανικά να λέει την ιστορία του μέρους αυτού.

 

 

«Για το προπύργιο της ομίχλης ελάχιστα πράγματα απομένουν πια που να είναι αποδεδειγμένα. Γνωρίζουμε ότι είναι χτισμένο κοντά στο κέντρο του δάσους της τρέλας. Σε παλαιότερους χρόνους ήταν το αναπαυτήριο αυτοκρατόρων και βασιλιάδων. Προσωπικότητες που είναι σχεδόν μύθοι στις μέρες μας, όπως ο Μάγος-Βασιλιάς Καρντίν, και ο πολέμαρχος Βρουλ, έχουν ταφή εκεί. Για να προστατευτούν από συλητές, κλέφτες, κατά φαντασία συνεχιστές και όλους όσους προσελκύουν συνήθως τα ταφικά μνήματα, δημιουργήθηκε η Φρουρά του Τάφου, ένα τάγμα αφιερωμένο στην προστασία και διατήρηση των μνημάτων. Πολεμιστές και μαχητές με ικανότητες ανώτερες οποιουδήποτε θνητού Ρέρικ· ένας από αυτούς άξιζε όσο τριάντα πεζικάριοι. Η εκπαίδευσή τους δεν περιελάμβανε μόνο οπλομαχία και τακτικές πολέμου, αλλά μαγεία και κυρίως νεκρομαντεία. Το όνομα του κάστρου δόθηκε όταν ο Αφέντης των Τάφων, ο διοικητής της φρουράς, απάντησε μια φορά στην ερώτηση του τι φυλάνε, αυτός αποκρίθηκε ότι φύλαγε την ομιχλώδη κοιλάδα του Θανάτου. Η φρουρά έπεσε σε παρακμή περίπου την ίδια εποχή που η Αυτοκρατορία δημιουργήθηκε. Ο τελευταίος φύλακας, για να προστατέψει τα λείψανα και τους θησαυρούς που φημολογείται ότι υπάρχουν, δημιούργησε την ομίχλη που αρχικά σκέπασε όλη την πεδιάδα της Ασάλευτης Σιωπής, αν και αργότερα υποχώρησε και κάλυψε μόνο το δάσος. Η ξαφνική ομίχλη σταμάτησε τον πόλεμο του Ξινισμένου Κρασιού, και έφερε ειρήνη ανάμεσα στην Αυτοκρατορία και τις δυνάμεις της συμμαχίας. Το κάστρο λέγεται ότι επίσης είναι φυλακή για πολλά φριχτά πλάσματα, κάτι το οποίο πλέον φαντάζει φαιδρό, αφού τα πλάσματα που έχουν κυριεύσει το δάσος εμφανιστήκανε μαζί με την ομίχλη. Προσωπικά πιστεύω ότι τα αφήσανε ελεύθερα με την ομίχλη να είναι το κλουβί τους. Το πραγματικό μυστικό όμως είναι το τι κρύβει πίσω του το κάστρο, και το ποιος συντηρεί τα μονοπάτια. Ο δρόμος είναι στρωμένος λες και η συντήρηση του έχει γίνει πριν από πέντε λεπτά. Τι λες και εσύ Ρερικ;»

 

«Ότι πεις Γκουίντορ.»

 

Για να πούμε την αλήθεια., ο Ρερικ συνηθισμένος από τους μακρύς, και πολλές φορές χωρίς κατάληξη μονόλογους του φίλου του, είχε χαθεί στην σκέψη του. Κάτι τέτοιο συνέβαινε συχνά αφού όταν ο αλχημιστής προσπαθούσε να ηρεμήσει ή να βρει κάτι το οποίο του είχε διαφύγει αράδιαζε σελίδες επί σελίδων από βιβλία που είχε διαβάσει στο παρελθόν. Οι διηγήσεις αυτές δε, ήταν τόσο γεμάτες με φράσεις που δεν καταλάβαινε οπότε είχε πάψει να ακούει καιρό τώρα. Πάντως ο ήχος της φωνής του έδινε ρυθμό στο περπάτημά τους, οπότε έκανε και κάτι το καλό.

 

Στο προαύλιο του κάστρου επικρατούσε νεκρική σιγή. Ούτε πουλιά ούτε έντομα. Ακόμα και τα βρύα και οι λειχήνες, που θα έπρεπε να είχαν σπάσει τις άκρες από τις πλάκες, ή να ξεμυτίζουν αυθάδικα ανάμεσά τους, έλλειπαν. Τίποτα δεν φύτρωνε ή ζούσε μέσα στο κάστρο. Οι τοίχοι ήταν άφθαρτοι και δεν υπήρχαν πουθενά φωλιές πτηνών πάνω στα παραπέτα του κάστρου. Τα παράθυρα, σκονισμένα και στην θέση τους φαντάζανε ιδιαίτερα αφιλόξενα στα μάτια των δύο συντρόφων. Νιώθανε μια κυρία μέσα τους να ουρλιάζει να σηκωθούν να φύγουν εκείνη ακριβώς την στιγμή. Η κυρία λεγότανε λογική, και όπως γίνεται πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις την διώξανε λίγο βίαια έξω από μια πόρτα.

 

Αποφάσισαν να είναι μεθοδικοί στην έρευνά τους. Πρώτα εξερεύνησαν όλα τα εξωτερικά κτίρια, τους άδειους στάβλους, ένα δωματιάκι για τον φρούραρχο, αφήνοντας το κεντρικό τελευταίο. Ερεύνησαν κάθε μικρό σημείο του προαυλίου χώρου λες και ήταν σημαντικό. Και αφού αποφάσισαν ότι δεν είχαν άλλη δικαιολογία, προχώρησαν στα ενδότερα.

 

 

Καταπίνοντας το σάλιο του που είχε δημιουργήσει έναν καλού μεγέθους κόμπο στον λαιμό του, ο Ρέρικ πλησίασε τις βαριές ξύλινες πόρτες που οδηγούσανε στο κεντρικό κτίριο. Τις έσπρωξε απαλά, και αυτέ άνοιξαν άνετα λες και δεν είχε περάσει ούτε ένα λεπτό από την τελευταία φορά που τους είχανε κάνει συντήρηση. Επίσης, παρά του τι περίμενε, άνοιξαν αθόρυβα. Μπροστά του ανοίχτηκε ένα μεγάλο ορθογώνιο δωμάτιο που είχε το ίδιο μήκος με το κτίριο περίπου. Δίδυμες ημικυκλικές, σκάλες οδηγούσαν στον πάνω όροφο. Πίσω από τις σκάλες υπήρχε μια πόρτα, που μάλλον οδηγούσε στο πίσω μέρος του οικήματος και πιθανότατα στα υπόγεια του. Το δωμάτιο ήταν απείραχτο, και μόνο ένα παχύ χαλί σκόνης έδειχνε το πέρασμα του χρόνου. Τίποτα δεν φαινόταν να έχει πατήσει πάνω στη σκόνη, πράγμα παρήγορο για τους δύο.

 

«Αλήθεια μάγε, που είναι ο φύλακας που ψάχνουμε;»

 

«Γκουίντορ. Και το ποιο πιθανό είναι να είναι στο υπόγειο.»

 

Κοιτάχτηκαν για ένα δευτερόλεπτο, και άρχισαν να ανεβαίνουν τις σκάλες…

 

Tο πάνω μέρος του κτιρίου δεν είχε τίποτα το ενδιαφέρον . Ήταν γεμάτο με γραφεία και δωμάτια τα οποία ήταν προφανέστατα για επισκέπτες. Κρεβάτια με κολόνες στις άκρες, δρύινα γραφεία που δεν είχανε γνωρίσει σχεδόν καθόλου χρήση (ο Γκουίντορ έδειχνε στον Ρέρικ τα μέρη που θα έπρεπε να είχανε φαγωθεί από τα χέρια και τις πένες που θα έπρεπε να χρησιμοποιούνε οι κατά καιρούς ένοικοι του δωματίου), και γενικά ένας αέρας καινούργιου, σε σχέση με το υπόλοιπο κτίσμα. Και ενώ έψαχναν το τελευταίο δωμάτιο, βρήκανε αυτό που υπέθεσε ο Γκουίντορ ότι ήτανε το γραφείο του διοικητή. Όλα τα έπιπλα, από την βιβλιοθήκη μέχρι τις καρέκλες, είχανε σκαλισμένες πάνω τους μορφές από μάχες που είχαν δοθεί πριν από αιώνες. Και πίσω από το γραφείο του Άρχοντα των Νεκρών, ήτανε μια μεγάλη τοιχογραφία με τέσσερα κτήνη, που όμοιά τους δεν υπήρχαν στον κόσμο. Οι τέσσερις προαιώνιοι, οι δημιουργοί του κόσμου σύμφωνα με τους Δρυίδες, οι τέσσερις δράκοι του κόσμου. Ο Γκουίντορ έμεινε να κοιτάζει την τοιχογραφία εκστασιασμένος, σιωπηλός από την ικανότητα του καλλιτέχνη και το πόσο ζωντανή ήταν η απόδοση των μορφών των δράκων. Ο Ρέρικ βαριεστημένος άρχισε να κοιτάζει τα βιβλία που ήταν αραδιασμένα στην βιβλιοθήκη δίπλα στην τοιχογραφία. Έκανε να πιάσει ένα από αυτά και, τότε χτύπησε η καταστροφή. Τόσα χρόνια αχρηστίας και μη συντήρησης κάνανε το θαύμα τους, σε συνδυασμό με την άγαρμπη κίνηση του βοσκού. Το ράφι που έπιασε το βιβλίο υποχώρησε, και τα βιβλία πέσανε πάνω στα βιβλία που ήταν ακριβώς από κάτω τους. Το παραπανίσιο βάρος έκανε και αυτό το ράφι να καταρρεύσει. Ο Ρέρικ έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να σώσει την κατάσταση, αλλά έβαλε τόση δύναμη που προκάλεσε την ολική κατάρρευση της βιβλιοθήκης, πάνω του. Ο Γκουίντορ άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, αλλά το έκλεισε γρήγορα και πείρε μια γρήγορη ανάσα· πίσω από την βιβλιοθήκη, υπήρχε ένα μικρό άνοιγμα στον τοίχο, όπου βρισκότανε ένα μικρό δέμα, τυλιγμένο σε ένα άγνωστο για αυτόν χαρτί. Το πήρε με προσοχή, κάποιος θα έλεγε σχεδόν τρυφερά, από την εσοχή, αγνοώντας το βογκητό πόνου του Ρέρικ που βρισκόταν ακόμα κάτω από μια στοίβα βιβλία και τα βαριά υπολείμματα της βιβλιοθήκης τους. Το άγγιξε προσεχτικά πάνω στο γραφείο και με περισσότερη προσοχή έβγαλε το εξωτερικό τύλιγμα. Μέσα στο περίεργο χαρτί, που ήταν μεταλλικό στο άγγιγμα αλλά εύπλαστο σαν χαρτί, βρήκε ένα παλιό δερματόδετο βιβλίο γραμμένο σε μια γλώσσα που δεν μπορούσε να καταλάβει (πράγμα παράξενο, μιας και μπορούσε να διαβάσει όλες τις σύγχρονες γλώσσες και αρκετές νεκρές και σπάνιες). Ο Ρέρικ στάθηκε από πίσω του, μωλωπισμένος και σκονισμένος μετά από την μάχη του με τα αρχαία βιβλία και την δαιμόνια βιβλιοθήκη που τα προστάτευε.

 

«Μάγε, μπορούμε να πάμε τώρα στο υπόγειο; Αμφιβάλω αν θα είναι περισσότερο επικίνδυνο από αυτήν την καταραμένη βιβλιοθήκη.»

 

 

Συνέχισαν το ψάξιμο για λίγη ώρα ακόμα, και αφού δεν βρήκαν τίποτα άλλο, αποφάσισαν ότι ήταν η ώρα να δοκιμάσουν την τύχη τους στα κάτω μέρη του κτιρίου. Φτάσανε μπροστά από την πόρτα που είχαν αγνοήσει όταν μπήκαν για πρώτη φορά στο κτίριο. Με προσοχή την ανοίξανε, περιμένοντας να τους επιτεθεί μια ορδή από φαντάσματα, ή μια ορδή από πεινασμένα νεκροζώντανα ποντίκια. Κάτι το οποίο ήταν τελείως ανόητο, μιας και όλοι ξέρουν ότι τα νεκροζώντανα ποντίκια επιτίθενται μόνο όταν κάποιος σκοτώσει κάποιον από τους δικούς τους χωρίς λόγο, ή αιτία. Μπροστά τους ανοιγόταν ένας μικρός μακρόστενος διάδρομος, οι τοίχοι πέτρινοι και άδειοι από οποιοδήποτε διακοσμητικό, με μια πόρτα σε κάθε τοίχο. Η πόρτα που ήταν ακριβώς απέναντί τους ήταν ανοιχτή, κάτι που έκανε τους δυο τυχοδιώκτες να κοιταχτούν, μιας και ακριβώς μπροστά της υπήρχανε κομμάτια και θρύψαλα από σπασμένο γρανίτη. Το έτερο ανησυχητικό του συγκεκριμένου δωματίου, ήταν μια γενική έλλειψη σκόνης, κάτι το οποίο υπήρχε σε άπλετες ποσότητες σε όλες τις άλλες περιοχές του κάστρου.

 

 

«Παράξενο» είπε ο Γκουίντορ. «Τα θραύσματα αυτά μοιάζουν να προέρχονται από υλικό που είναι τελείως ξένο με την σύνθεση του κάστρου και των όποιον διακοσμητικών βρήκαμε. Επίσης δεν βλέπω τίποτα που να έχει σπάσει εδώ γύρω. Η μόνη λογική εξήγηση είναι κάποιος να τα μετέφερε εδώ. Και το ποιο περίεργο είναι ο τρόπος ποέχουνε σπάσει, λες και κάποιος τα έσφιξε μέχρι να λιώσουνε. Τι λες και εσύ Ρέ…»

 

 

 

 

 

Ο Ρέρικ έπαψε να δίνει σημασία στο τι έλεγε ο σύντροφός του την στιγμή που, με την άκρη του ματιού του είδε τον κίνδυνο που πλησίαζε. Πέντε μεγάλα και τροφαντά φίδια είχαν πλησιάσει αθόρυβα αρκετά κοντά ώστε να τους επιτεθούνε. Και έτσι απροετοίμαστοι όπως ήτανε και οι δύο τους θα τους τρώγανε σίγουρα. Το ένστικτό του, του ούρλιαζε να τα χτυπήσει με το τσεκούρι του αυτό που ήταν πιο κοντά, αλλά οι περιπέτειες που είχε ζήσει μαζί με τον σύντροφό του, του είχανε χαρίσει τέτοια εμπειρία που του επέτρεψε, σε τόσο ελάχιστο χρονικό διάστημα, να προσπαθήσει κάτι άλλο. Ήξερε μέσα σε μια στιγμή ότι το τσεκούρι του δεν θα έφτανε, ένα τουλάχιστον θα του ξέφευγε και θα γινότανε το θύμα του. Με μια κίνηση τόσο γρήγορη που ακόμα και τα φίδια μείνανε έκπληκτα, άρπαξε το μπουκαλάκι που κρεμότανε από την ζώνη του αλχημιστή και το πέταξε με δύναμη και μια κραυγή πάνω στα φίδια. Ο Γκουίντορ γουρλώνοντας τα μάτια του πήδηξε πίσω από τον μεγαλόσωμο άντρα ενώ τα χέρια του κλείσανε τα αυτιά του καθώς σφάλιζε τα μάτια του ακόμα ποιο σφιχτά. Το μπουκαλάκι έσκασε με εκκωφαντικό θόρυβο μέσα στο κλειστό δωμάτιο και έβγαλε μια μεγάλη πορτοκαλί λάμψη που θάμπωσε την όραση του Ρέρικ. Κομμάτια από φίδια γέμισαν τους τοίχους και τον μεγαλόσωμο βοσκό ενώ το οστικό κύμα τους πέταξε και τους δύο προς τα πίσω. Ο Γκουίντορ που τα περίμενε όλα αυτά, κατάφερε να σηκωθεί πρώτος από το έδαφος, με τα αυτιά του να ακούνε καμπανούλες. Κοίταξε τον σύντροφό του στο πάτωμα και χαμογέλασε πλατιά. Γκρίζα σκόνη είχε καθίσει πάνω του, ενώ σε σημεία είχε καψαλιστεί λίγο. Ένα μαύρο χρώμα τον είχε καλύψει, και ένα κομμάτι από φίδι είχε πέσει πάνω στο στήθος του.

 

«Μάγε βοήθα με!»

 

«Ρέρικ, μα την αλήθεια, το μαύρο σου πάει πολύ!»

 

 

 

Κεφάλαιο 3

 

 

 

 

 

Η φιγούρα που στεκότανε μπροστά από τον καθρέφτη αναδεύτηκε, λες και ξύπναγε από βαθύ ύπνο. Είχε ετοιμαστεί για άλλη μια βραδιά γεμάτη ανία, όταν οι δύο αυτοί μπήκανε αναπάντεχα στο κάστρο, και μάλιστα με ελάχιστα τραύματα. Μετά βρήκανε το βιβλίο, περισσότερο χάρη στην κακή τους τύχη παρά από το οτιδήποτε άλλο, και τέλος σκοτώσανε τους φρουρούς της σκάλας. Η βραδιά έδειχνε ότι θα ήταν γεμάτη δράση, κάτι που αυτό το μέρος είχε να δει κάμποσα χρόνια. Οι τελευταίοι που είχανε έρθει δεν είχανε καθόλου πλάκα. Ο ένας όλο μίλαγε για το θείο φως, και ότι τον προστάτευε, ο μάγος που ήτανε μαζί του έκανε τα ξόρκια του δοξολογώντας το ίδιο φως, και ο κλέφτης που είχανε μαζί τους ήταν ένα εγωπαθές κάθαρμα που προσπάθησε να τους πουλήσει μόλις κατάλαβε ότι δεν μπορούσαν να φύγουν ζωντανοί. Κοίταξε για άλλη μια φορά τον καθρέφτη και χαμογέλασε, αφού εκείνη την στιγμή μπαίνανε μέσα στο υπόγειο. Χαμογέλασε πονηρά καθώς σκεφτότανε τα σχέδια που είχε ετοιμάσει για περιπτώσεις ακριβώς σαν και αυτές.

 

 

«Και πες μου γιατί πρέπει να είμαι εγώ μπροστά και να κρατάς εσύ τον πυρσό;» ρώτησε ο Ρέρικ.

 

«Γιατί έτσι είπα εγώ.»

 

«Μα στρίψαμε το νόμισμα και κέρδισα!»

 

«Κλέβοντας και τις τρεις φορές.»

 

«Γιατί δεν είπες τίποτα την τελευταία φορά τότε;»

 

«Επειδή δεν ήμουν σίγουρος.»

 

Ο Ρέρικ προπορευότανε με το τσεκούρι του έτοιμο για δράση. Το πρόβλημα ήταν ότι είχαν μπει στα υπόγεια μέρη του οχυρού, οπότε έπρεπε να αντιμετωπίσουν την δυσωδία που έβγαινε από τους μουχλιασμένους τοίχους. Ευτυχώς ή δυστυχώς, όπως το πάρει κανείς, η γενική έλλειψη ζωής συνεχιζόταν και εδώ, οπότε δεν υπήρχαν ποντίκια. Βέβαια με την τύχη που τους έδερνε τον τελευταίο καιρό, όλο και κανένας γιγαντιαίος αρουραίος από το πουθενά θα εμφανιζότανε σκέφτηκε ο Ρέρικ. Παράλογη σκέψη αφού στην περιοχή μέσα στο κάστρο δεν υπήρχε τροφή ούτε για σπίνο, πόσο μάλλον για έναν αρουραίο στο μέγεθος τσοπανόσκυλου. Ο διάδρομος συνέχιζε κατηφορικός, οδηγώντας τους όλο και πιο βαθιά μέσα στη γη, κάτι που ανησυχούσε τους δύο συντρόφους. Δεν υπήρχαν πόρτες ούτε στα αριστερά, ούτε στα δεξιά. Μόνο μια ατελείωτη κατηφορική ευθεία.

 

Δεκαπέντε λεπτά αργότερα και επιτέλους φάνηκε μια πόρτα μπροστά τους. Μέσα στα γάντια του, οι παλάμες του ήταν ιδρωμένες. Ο Ρέρικ με διστακτικές και αργές κινήσεις άπλωσε το χέρι του και γύρισε το πόμολο αργά. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Αργά και προσεκτικά άνοιξε την πόρτα, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε . Ήταν προετοιμασμένος για παγίδες, για τέρατα και γενικά για μια πολύ μεγάλη γκάμα πραγμάτων που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, αλλά το θέαμα που είδε ήταν πραγματικά παράξενο και τον έπιασε απροετοίμαστο. Ένα δωμάτιο μεγάλο, τετράγωνο με μήκος είκοσι βήματα και, αν υπολόγιζε σωστά ο Ρέρικ με ταβάνι στο ύψος τριών αντρών περίπου. Στους τοίχους μεταξένιες κουρτίνες κρύβανε την πέτρα και δημιουργούσανε μια έντονη θηλυκή παρουσία στο δωμάτιο. Στο πάτωμα πολλά πουφ και μαξιλάρες, φτιαγμένα έτσι ώστε να κάθονται πολλά άτομα άνετα. Και στον τοίχο στα δεξιά τους, ένας τεράστιος καθρέφτης που έπιανε όλο τον τοίχο σε όλες του τις διαστάσεις. Το πιο εντυπωσιακό όμως δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά. Μέσα στο δωμάτιο ήτανε ξαπλωμένη πάνω στα πουφ μια γυναίκα! Μια γυναίκα όμορφη, πανέμορφη, εξαιρετικά όμορφη, και μετά προσθέτεις και ένα κερασάκι ομορφιάς στην τούρτα της εξαισιωσύνης που είδαν μπροστά τους.

 

(σημείωση του συγγραφέα: η υπερβολή εδώ θα εξηγηθεί σε ύστερο κεφάλαιο)

 

Τα μαλλιά της μαύρα, σαν το απαλό χρώμα που παίρνει ο ουρανός μια έναστρη νύχτα, τα χείλη της κόκκινα σαν ζεστό αίμα από πληγή, και τα μάτια της δύο απύθμενες λίμνες του πιο μαγευτικού πράσινου που μπορούσε κανείς να βρει. Το σώμα της σαν να ήταν σκαλισμένο στο πιο φίνο μάρμαρο που υπήρχε και που θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει στον κόσμο αυτό.

 

Ο Ρέρικ έμεινε με το στόμα ανοιχτό, λες και μπορούσε να κάνει αλλιώς. Αντίθετα ο Γκουίντορ ερωτεύτηκε τον καθρέφτη με την πρώτη ματιά που του έριξε. Ένας τεράστιος καθρέφτης, χωρίς ίχνος παραμόρφωσης στην επιφάνειά του. Όσα έδειχνέ μέσα του ήταν μια ανέλπιστα πιστή αντανάκλαση των όσων υπήρχαν στο δωμάτιο. Ο ίδιος, ο Ρέρικ, ακόμα και η γυναίκα αντανακλούντα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Τα μάτια της, τα χείλη της, τα φίδια στο κεφάλι της… Ο Γκουίντορ ξαφνιασμένος ανοιγόκλεισε τα μάτια του και ξανακοίταξε. Μάλλον το φαντάστηκε γιατί η κοπέλα ήταν όπως ακριβώς και στη πραγματικότητα· ξαπλωμένη πάνω στο πουφ με κλειστά τα μάτια λες και κοιμότανε. Ο Ρέρικ προχώρησε δισταχτικά προς το μέρος της και την σκούντηξε απαλά. Αυτή άνοιξε τα μάτια της απότομα και τον κοίταξε φοβισμένα, σαν τρομαγμένο ελάφι που ψάχνει να βρει από πού θα ξεφύγει, και κοίταξε το άτομο που την ξύπνησε. Μετά την αρχική της έκπληξη, και το γούρλωμα των ματιών που είναι συνοδοιπόρος αυτής (της έκπληξης, όχι της κοπέλας), η κοπέλα τινάχτηκε και αγκάλιασε τον Ρέρικ από τον λαιμό, ενώ άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.

 

«Επιτέλους, επιτέλους, κάποιος ήρθε να με σώσει» έλεγε ξανά και ξανά, χωμένη μέσα στο στήθος του Ρέρικ. Αυτός, τρομαγμένος λίγο, προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Ο Γκουίντορ άφησε επιτέλους τον καθρέφτη και πλησίασε την κοπέλα. Έβγαλε ένα φλασκί από την τσέπη του, κάποια απ’ όλες, και με χαμηλή και ευγενική φωνή, της πρόσφερε από το περιεχόμενό του.

 

«Πιες λίγο από αυτό, θα σε βοηθήσει.»

 

«Ε.. ευχαριστώ.»

 

«Τώρα πες μου πια είσαι και τι κάνεις εδώ;»

 

Η κοπέλα ήπιε λίγο από το φλασκί, και το χρώμα επέστρεψε στα μάγουλά της. Τα μάτια της ανάψανε και γενικά φάνηκε να παίρνει ζωή. Άρχισε να μιλάει ζωηρά.

 

«Με λένε Τέρνια. Είμαι κόρη ευγενούς από τη χώρα του Πόντου. Με έφερε εδώ ένας απαίσιος μάγος, που προσπαθεί να πείσει τον πατέρα μου να του πουλήσει τη γη του. Το πρόβλημα είναι ότι ο μάγος προσπάθησε να ερευνήσει λίγο παρακάτω και έπεσε στον φύλακα, ο οποίος απάλλαξε, ευτυχώς, τον κόσμο από τον μάγο. Άκουσα το τέλος του από το δωμάτιο αυτό. Είμαι εδώ περίπου 5 μέρες τώρα και το νερό και το φαΐ, έχουν τελειώσει. Μπορείτε να με πάρετε μαζί σας, σας παρακαλώ!»

 

Δάκρυα είχαν αρχίσει πάλι να ανεβαίνουν στα μάτια της κοπέλας, ενώ τους κοίταζε παρακλητικά. Κοιταχτήκανε για ένα δευτερόλεπτο και μετά κοίταξαν πάλι την Τέρνια.

 

«Εντάξει, αλλά να ξέρεις ότι πάμε στο πλάσμα που σκότωσε αυτόν που σε απήγαγε.» είπε ο Ρέρικ.

 

«Οπουδήποτε είναι καλύτερα από το να περιμένω εδώ!» είπε καθώς ξαναπήδησε μέσα στην αγκαλιά του Ρέρικ. Ο αλχημιστής μάζεψε το μπουκάλι με το ποτό του και κοίταξε την δόση που είχε μείνει. Έπρεπε να τελειώνουν γρήγορα.

 

«Ρέρικ, σταμάτα να χαλβαδιάζεσαι με την κοπέλα και προχώρα! Πρέπει να τελειώνουμε επιτέλους με αυτό το μέρος!»

 

Ο Ρέρικ και η Τέρνια, με τα πρόσωπα κοκκινισμένα, ακολούθησαν τον Γκουίντορ. Η Τέρνια έμεινε να ακολουθεί στο τέλος της παράταξης με ένα παράξενο χαμόγελο στα χείλη της.

 

Το επόμενο δωμάτιο ήταν ένας διάδρομος που ήταν και αυτός απελπιστικά ίσιος. Πουθενά δεν υπήρχανε πόρτες, πουθενά δεν υπήρχανε δρομάκια, απλά μια ευθεία που συνέχιζε κατηφορικά για το μεγαλύτερο μέρος μιας ώρας.

 

 

«Μου φαίνεται, ή παραείναι ίσιο το μονοπάτι τώρα τελευταία;»

 

«Έχεις δίκιο Ρέρικ, είναι σαν κάποιος να μας οδηγεί…»

 

«Τι λες να κρύβεται πίσω από την πόρτα;»

 

«Αν είμαστε τυχεροί κάτι που μπορεί να πεθάνει. Το ποιο πιθανό βέβαια με την τύχη που μας δέρνει, είναι να ζει ένα Lich.»

 

«Τι είναι το Lich;»

 

«Κάτι που δεν θες να γνωρίσεις από κοντά, Τέρνια»

 

 

Ακριβώς την ώρα που άρχισε ο Ρερικ να γυρίζει το πόμολο της πόρτας, μια κραυγή από πίσω του τον έκανε να γυρίσει απότομα. Το θέαμα που είδε, τον έκανε να δράσει μηχανικά. Ένα τεράστιο φίδι είχε πιάσει την Τέρνια και την έσερνε προς μια πόρτα φτιαγμένη από το ίδιο υλικό που είχε φτιαχτεί ο τοίχος και όταν έκλεινε έδειχνε μέρος του. Όρμησε με το τσεκούρι του ψηλά και αστόχησε μόνο για λίγα εκατοστά την ουρά του φιδιού. Το φίδι, με την λεία του να ουρλιάζει από τον φόβο, άρχισε να σέρνεται μακριά από τον άντρα με το τσεκούρι. Ο Γκουίντορ κοίταξε την μυστική πόρτα που είχε ανοίξει ξαφνικά, παρατήρησε την δύναμη με την οποία το φίδι έσφιγγε την Τέρνια, και χαμογέλασε. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε από την τσέπη του μια πρέζα από την μαύρη του σκόνη και την πέταξε μπροστά από το φίδι. Η σκόνη έσκασε με θόρυβο και μια λευκή λάμψη όταν το φίδι την ακούμπησε, και κομματάκια του αρχίσανε να πέφτουνε γύρω του. Η Τέρνια, έκπληκτη από την έκρηξη και την ένταση της, κοίταζε τον Γκουίντορ με ανοιχτό στόμα. Το φίδι την είχε αφήσει και είχε υποχωρήσει, πριν προλάβουνε να το αποτελειώσουνε.

 

 

 

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε με στριγκή φωνή, ενώ μια νότα πανικού έμπαινε στην φωνή της.

 

 

 

«Ένα τεράστιο φίδι.» απάντησε ο Γκουίντορ.

 

 

«Η σκόνη! Τι ήταν η σκόνη!» φώναξε πλέον με τον φόβο καθαρό μέσα στην φωνή της.

 

 

«Κάτι που κατάφερα να φτιάξω συνδυάζοντας βασικές αλχημιστικές συνταγές, και αλλάζοντας την βασική του φύση από υγρή σε στερεή. Μου έχει φάει σχεδόν είκοσι χρόνια έρευνας, αλλά είναι τόσο επικίνδυνη ουσία, που δεν τολμώ να την πουλήσω σε κανέναν. Μην φοβάσαι, μόνο εγώ ξέρω πώς να την αποθηκεύω και να την χρησιμοποιώ χωρίς κίνδυνο. Πολύ.»

 

 

 

«Μπορούμε να προχωρήσουμε τώρα; Πριν το φίδι αποφασίσει να έρθει με την παρέα του πίσω.» Είπε ο Ρέρικ, ενώ άρχισε να ανοίγει την πόρτα προσεχτικά.

 

 

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησαν όταν άνοιξαν την πόρτα ήταν ο κίτρινος κρύσταλλος, που ήταν τοποθετημένος πάνω σε έναν γκρι βωμό, ο οποίος ήταν καλυμμένος με καφέ πιτσιλιές. Το δεύτερο πράγμα που παρατήρησαν ήταν μια τεράστια πράσινη ουρά, που πάνω της καθότανε ένα εξίσου τεράστιο και πράσινο κεφάλι σαύρας. Το τελευταίο πράγμα που είδανε ήτανε τα καθόλου καθησυχαστικά απομεινάρια του προηγούμενου δείπνου του δράκου, κάτι που έμοιαζε με ανθρώπινους σκελετούς.

 

«Προτείνω να υποχωρήσουμε στρατηγικά.»

 

«Συμφωνώ μαζί σου.»

 

«Δυστυχώς για σας, μικροί πίθηκοι, εγώ διαφωνώ.»

 

Ο δράκος άνοιξε βαριεστημένα το ένα του μάτι. Χασμουρήθηκε, κάτι που έκανε το δωμάτιο να σειστεί, και κοίταξε τους τρεις που είχαν μπει στο δωμάτιο.

 

«Σε τι οφείλω την αγενέστατη εισβολή σας στη κρεβατοκάμαρά μου; Και δεν μπορούσατε να κάνετε λίγο ησυχία;» ρώτησε ο δράκος.

 

«Δεν ήταν ηθελημένο, άρχοντά μου. Ήμαστε σε μια αποστολή και ζητούμε ταπεινά, απλά να περάσουμε.», είπε ο Γκουίντορ.

 

«Είμαι υποχρεωμένος να σας σταματήσω. Βλέπεις είχα την ατυχία να συμφωνήσω με κάτι θνητούς, και είμαι ο φύλακας. Μην ρωτήσεις τίνος ο φύλακας, δεν έχει νόημα.» είπε με βαριεστημένη φωνή ο δράκος

 

«Εμμμ, τότε θα πρέπει να μας πείτε απο που αλλού μπορούμε να βρούμε λίγο καθαρό νερό», ρώτησε δισταχτικά ο Γκουίντορ.

 

«Και γιατί ψάχνετε κάτι τόσο σπάνιο, αν μπορώ να ρωτήσω;» είπε χαμηλόφωνα ο δράκος.

 

«Είμαστε σε αποστολή από ένα τρίτο πρόσωπο. Δυστυχώς δεν μπορώ να αποκαλύψω παραπάνω πράγματα.» απάντησε με σεβασμό ο Γκουίντορ.

 

«Χμμμ. Τότε δεν μπορώ να σας το δώσω έτσι απλά. Θα πρέπει να περάσετε…» άρχισε ο δράκος.

 

«Τρεις δοκιμασίες.» συμπλήρωσε ο Ρέρικ. «Γιατί πρέπει πάντα να περνάμε από τρεις δοκιμασίες μπορείς να μου πεις μάγε;»

 

«ΓΚΟΥΙΝΤΟΡ!» απάντησε τσατισμένα ο γερο-αλχημιστής. Ο δράκος παρακολουθούσε με ανανεωμένο το ενδιαφέρον του. Καταλάβαινε τώρα γιατί είχαν καταφέρει να έρθουν αλώβητοι στο άντρο του. Οι νεοφερμένοι ήταν… διασκεδαστικοί.

 

 

Κεφάλαιο 4

 

 

 

«Αθανασία κορίτσι μου, για έλα λίγο εδώ που σε θέλω…»

 

 

 

Ο δράκος τους κοίταζε αρκετή ώρα, το μάτι του καρφωμένο πάνω σε κάθε έναν από αυτούς, ή έτσι τουλάχιστον νομίζανε και οι τρεις τους. Η Τέρνια κοίταξε τους δύο που είχε δίπλα της και προχώρησε περήφανα και με το κεφάλι της σηκωμένο ψηλά.

 

 

 

«Δεν ήταν ανάγκη να αποκαλύψεις το παιχνίδι μου τόσο νωρίς, αρχαίε.» είπε με δυνατή και σταθερή φωνή.

 

«Θα γινόντουσαν πολύ πιο διασκεδαστικά τα πράγματα αν με άφηνες λίγο ακόμα να υποδυθώ την αδύναμη και αλαφρόμυαλη Τέρνια.» συνέχισε.

 

 

 

«Και επίσης θα έβρισκες τρόπο για να φύγεις από εδώ, έτσι δεν είναι μικρή; Άσε τα κόλπα αυτού του είδους στην αδερφή μου, δεν είσαι αρκετά ικανή να με εξαπατήσεις.» είπε ο δράκος αργά και με φαινομενική αδιαφορία.

 

«Παρ’ όλα αυτά, μια από τις επιθυμίες σου τουλάχιστον θα πραγματοποιηθεί. Αυτή η όλη συζήτηση για τρεις δοκιμασίες μου άνοιξε την όρεξη για ένα μικρό παιχνίδι. Επίσης» είπε κοιτάζοντας την με τέτοιο τρόπο που κάποιος τρίτος θα τον έλεγε πονηρό «έχει έρθει η ώρα να μάθω τι ακριβώς γίνεται στον κόσμο έξω. Και επειδή δεν εμπιστεύομαι αυτούς τους δύο ακόμα, θέλω να πας μαζί τους, μην και αποφασίσουν να μην επιστρέψουν πίσω.» είπε ο δράκος και γύρισε το τεράστιο κεφάλι του προς το μέρος των δυο συντρόφων.

 

«Και τώρα εσείς οι δύο…»

 

 

Αργότερα ο Γκουίντορ θα έπαιρνε όρκο ότι ο δράκος όλη την ώρα που τους μίλαγε γέλαγε. Το μειδίαμα που έκανε τα δόντια του να φαίνονται μέσα από το στόμα, παρόλο που έμοιαζε απειλητικό, ήταν σίγουρος ότι έδειχνε το καλό κέφι του δράκου.

 

«Η πρώτη σας αποστολή θα είναι να σιγουρέψετε ότι το καθαρό νερό που θέλετε να πάρετε, θα πάει σε χέρια άξια. Αλλιώς θα πρέπει να το επιστρέψετε εδώ.» είπε ο αρχαίος πράσινος.

 

 

 

«Γκουίντορ, δεν χρωστάμε σε εκείνο τον παπά τίποτα!» είπε χαμηλόφωνα ο Ρέρικ.

 

«Το ξέρω, αλλά δεν μπορούμε να τον καρφώσουμε, θα μας κυνηγάνε για το υπόλοιπο της ζωής μας!» απάντησε ο αλχημιστής επίσης διακριτικά.

 

 

 

«Υπάρχει ένα πρόβλημα, ω αρχαίε. Άμα το παραδώσουμε, δεν θα μπορούμε να το πάρουμε πίσω. Βλέπεις αυτός που μας έστειλε είναι ικανότατος μάγος, και έχει μαζί του μια στρατιά φανατικούς.»

 

 

 

«Ο παπάς είναι μάγος; Νόμιζα ότι του μισούσανε τους μάγους και τους σφάζανε!»

 

 

«Μόνο όσους δεν δέχονται να τους ακολουθήσουνε.»

 

 

Ο δράκος άκουγε την στιχομυθία με προσοχή, και κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά στον κόσμο. Οι Δρυίδες ήταν οι μόνοι που προσεύχονταν κάπου και παίρνανε δυνάμεις, κανένας άλλος. Αλλά αν ένας μάγος δήλωνε ότι ήταν θεός, και αν χρησιμοποιούσε το καθαρό νερό… Άρχισε να ανησυχεί λίγο, αλλά κοίταξε τους δυο μπροστά του. Ξεκίνησε να ρουθουνίση για να τους κάνει να προσέξουνε, αλλά η βαθιά ανάσα που είχε πάρει έμεινε μέσα του. Μετεωρόνιο! Και μάλιστα σε μεγάλη ποσότητα. Κοίταξε το τσεκούρι του Ρέρικ, και είδε πίσω από τις γητειές της Μελλισσάντρας και τις αλοιφές του Γκουίντορ.

 

 

«Δεν έχετε και πολλές επιλογές. Αλλά όταν του δώσετε το μπουκαλάκι, θέλω να μάθετε για ποιον λόγο το θέλει, και αν είναι για κάτι το παρανοϊκό, να τον σκοτώσετε»

 

 

«Ναι ω γηραιέ, αλλά πως θα μπορέσουμε να τον αντιμετωπίσουμε;»

 

Ο δράκος απλά χαμογέλασε.

 

 

Το μικρό λυχνάρι μετά βίας φώτιζε το σκοτεινό εργαστήρι, γεμάτο με σκονισμένα βιβλία, διάφορα χαρτιά με σημειώσεις και λογιών λογιών δοχεία με πολύχρωμα μίγματα, όλα σκορπισμένα άτσαλα επάνω στα μεγάλα τραπέζια. Από το μεγάλο παράθυρο, έμπαινε το λιγοστό φως της ημισελήνου, με τα αστέρια να λαμπιρίζουν στον νυχτερινό ουρανό.

 

Κοντά στην φλόγα που τρεμόπαιζε, ο Μάγος, με τα μακριά γκρίζα γένια και τα ατημέλητα κατάλευκα μαλλιά να πέφτουν στο σκαμμένο από τα χρόνια πρόσωπό του, που το λιγοστό φως γέμιζε με σκιές. Στο μισοσκόταδο, δύο μάτια όλο φωτιά, να κοιτάζουν με ένταση το γυάλινο μπουκάλι στο τραπέζι. Ένα πράσινο υγρό κόχλαζε, βγάζοντας μία απαλή χρυσή αύρα γύρω του, ενώ από το στόμιο του μπουκαλιού ξεχύνονταν πυκνός άσπρος καπνός. «Είναι σχεδόν έτοιμο», σκέφτηκε.

 

Η μεγάλη ξύλινη πόρτα έτριξε ανοίγοντας και εμφανίστηκε ο υπηρέτης, κρατώντας ένα χρυσό κηροπήγιο με τρία κεριά. «Κύριε», είπε, «είναι εδώ.»

 

«Α! Επιτέλους! Φέρε τους μέσα γρήγορα, δεν θυμάσαι τις εντολές που σου είχα δώσει;» είπε ο μάγος καθώς σηκωνότανε από την καρέκλα του με την βοήθεια του ραβδιού του.

 

«Κύριε μου είχατε πει για δύο άτομα, τον αλχημιστή και τον βάρβαρο. Έχουν μαζί τους και μια γυναίκα. Τι να κάνουμε;» ρώτησε ο υπηρέτης, προσέχοντας το κερί να μην στάξει πάνω στο πάτωμα ή στα χαλιά.

 

«Δεν έχει σημασία. Πες τους ότι η αγιότητα μου θα τους δεχτεί αμέσως, και φέρε τους στο επίσημο δωμάτιο.» ο μάγος περπάτησε με αργά, υπολογισμένα βήματα προς μια ντουλάπα και έβγαλε τα ιερά άμφια που φορούσε όταν εκτελούσε τις τελετουργίες της εκκλησίας του. Ένα ανελέητο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του καθώς σκεφτότανε το τι θα έκανε όταν θα γινότανε πραγματικά θεός.

 

«Γκουίντορ, σε παρακαλώ πες μου για το μέρος αυτό.» είπε με φωνή τόσο μελωδική, που έκανε τους περισσότερους άντρες να λιώνουν για αυτήν, η Αθανασία, η κοπέλα που συναντήσανε στο λημέρι του δράκου. Ο Ρέρικ ήταν απασχολημένος με το να κρύβει το τσεκούρι του μέσα στα ρούχα που φορέσει, μιας και τους είχανε διατάξει να πετάξουνε τα όπλα τους. Τα ρούχα ήτανε άβολα και τον κάνανε να νιώθει σαν γορίλας. Οι φρουροί του μάγου, ή του υψηλού ιερέα της εκκλησίας του Θείου Φωτός, κοίταζαν την Αθανασία με τέτοιο τρόπο, που κανείς δεν αμφισβητούσε με ποιο μέρος του σώματός τους σκεφτόντουσαν τώρα. Ο Γκουίντορ χαμογέλασε από μέσα του μιας και αυτή η ελάχιστη προσοχή που είχανε δώσει σε αυτό και τον σύντροφό του, τον βόλευε απίστευτα.

 

«Λοιπόν βρισκόμαστε στην εκκλησία του Θείου Φωτός, μια από τις μεγαλύτερες οργανωμένες θρησκείες στον κόσμο μας. Το κτίριο είναι τυπικό για εκκλησία της θρησκείας τους, ένα τετράγωνο με τρούλο, μόνο που είναι πιο λαμπρό και έχει κάποιους επιπλέον χώρους για τις διοικητικές υπηρεσίες. Μπορείς να δεις τις τοιχογραφίες που περιγράφουν την εκδήλωση του Θείου Φωτός στον πρώτο αρχιερέα του. Ιδρύθηκε πριν από εκατό περίπου χρόνια και έχει γίνει η μόνη αναγνωρισμένη θρησκεία της αυτοκρατορίας του Ντάρναρ. Έχουν υπάρξει τρεις αρχιερείς από την ίδρυσή της, και ο κάθε ένας από αυτούς έχει πάρει το όνομα Εωσφόρος, ο δότης του φωτός, για να υπάρχει μια αίσθηση συνέχειας και σταθερότητας.» κοίταξε κλεφτά γύρω του και ψιθυριστά συνέχισε.

 

«Στην πραγματικότητα, μόνο ένας έχει κάτσει στον θρόνο. Ο αρχηγός τους είναι μάγος, όπως και το μεγαλύτερο μέρος των υψηλών θέσεων του ιερατείου. Όσον αφορά το κυνήγι που κάνουν ενάντια στους μάγους, είναι μια βιτρίνα για να διώξουν τον ανταγωνισμό. Πρόσεχε τα λόγια σου μπροστά του.» Η κοπέλα άνοιξε το στόμα της για να απαντήσει, όταν ο υπηρέτης που τους είχε πει να περιμένουν γύρισε. Ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα του χρόνια, τα μαλλιά του γκριζαρισμένα από την ηλικία και το πρόσωπό του μια απρόσωπη μάσκα.

 

«Ο Μεγας ιερέας του Θείου Φωτός θα σας δεχτεί τώρα. Ακολουθήστε με παρακαλώ.» είπε και προχώρησε προς το πίσω μέρος της εκκλησίας, πίσω από το ιερό όπου μια λαμπρή φωτιά έκαιγε μέσα σε ένα βωμό.

 

«Καλός ήρθατε στο εργαστήριό μου. Ελπίζω να μην σας ενοχλούν οι μυρωδιές, όμορφη μου δεσποινίς. Καθίστε όλοι, ελπίζω να είναι άνετα για σας. Και τώρα ήρθε η ώρα να μου δώσετε το αντικείμενο που σας έστειλα να πάρετε.» Ο γέροντας ήταν ντυμένος με λαμπερές άσπρες ρόμπες, τα χρυσά ένθετα και ρουμπίνια που ήταν ραμμένα πάνω τους σχηματίζανε έναν ήλιο. Στο κεφάλι του φορούσε ένα μεγάλο ωοειδές καπέλο, με λινό ύφασμα να κρέμεται στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Στα χέρια του ένα ραβδί από μαύρο όνυχα, το κεφάλι του ένα φίδι που δαγκώνει την ουρά του σχηματίζοντας δυο κουλούρες, φτιαγμένο από σμαράγδι. Τα μάτια του φιδιού ήταν δυο σμαράγδια που λάμπανε με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνανε το φίδι να μοιάζει με ζωντανό. Ήταν καθισμένος σε έναν θρόνο που επέβλεπε όλο το δωμάτιο, γεμάτο με σωλήνες και τα διάφορα εργαλεία της τέχνης του. Στα αντιδραστήρια, το καθάριο υγρό που για πέντε χρόνια τώρα σιγόβραζε έσταζε σιγά-σιγά σε ένα μικρό φιαλίδιο από το καθαρότερο γυαλί που θα μπορούσε ποτέ να δημιουργηθεί. Η Αθανασία κρύφτηκε πίσω από τον Ρέρικ, ο μεγαλόσωμος πολεμιστής κοίταζε τον Γκουίντορ, και ο αλχημιστής έκανε ένα βήμα μπροστά.

 

«Φέραμε το υλικό που ζητούσες από εμάς. Τώρα θέλω την ανταμοιβή μου και την υπόσχεσή σου ότι θα φύγουμε χωρίς να μας πειράξεις.» είπε ελέγχοντας τον φόβο του.

 

«Α! Δυστυχώς εδώ θα πρέπει να διαφωνήσω μαζί σου. Βλέπεις ξέρετε το μυστικό της θρησκείας που ξεκίνησα. Με θλίβει αλλά θα πρέπει να σας… βγάλω από την μέση. Τώρα το φιαλίδιο, αλλιώς το τέλος σας θα είναι αργό και οδυνηρό.» είπε με ένα ειρωνικό χαμόγελο ο μάγος.

 

«Δηλαδή πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα σε ένα γρήγορο και έναν αργό θάνατο; Μάγε, νομίζω ότι ο γέρος τα έχει χάσει!» είπε ο Ρέρικ με αυθάδεια.

 

«Γκουίντορ. Και για να σου πω την αλήθεια έχει την δύναμη να μας αναγκάσει να κάνουμε ότι λέει.» απάντησε ο αλχημιστής όσο πιο ήρεμα μπορούσε.

 

«Αν και τα πράγματα μπορεί να πάνε κάπως διαφορετικά απ’ ότι υπολογίζει.»

 

Ο μάγος σηκώθηκε από τον θρόνο του και με μια λέξη του μπλε φως τύλιξε τους τρεις συντρόφους.

 

«Θα βρείτε ότι το να κινηθείτε είναι αρκετά πιο δύσκολο τώρα απ’ ότι πριν.» Καθώς μιλούσε πλησίασε τον Γκουίντορ και άρχισε να ψάχνει τα πράγματά του.

 

«Και ιδού! Βρήκα το μπουκάλι με το τελικό υλικό για το φίλτρο μου!» Άνοιξε το μπουκαλάκι και το μύρισε.

 

«Καθαρό Νερό. Ή προϋπάρχουσα ύλη, ή αρχέγονη σούπα, αν προτιμάτε. Έχει τόσες ονομασίες αυτό το κομμάτι αρχέγονης ύλης, σχεδόν τόσες όσες έχω και εγώ.» χαμογέλασε φιλικά προς τους τρεις κρατούμενούς του.

 

«Ξέρετε τι ισχύ μπορεί να δώσει αυτό το μικρό φιαλίδιο υγρού σε οποιοδήποτε φίλτρο μπορεί να φτιαχτεί με αλχημιστικές και μαγικές μεθόδους; Έχετε ιδέα πόσο πολύτιμο είναι; Μόνο τέσσερις τοποθεσίες έχουν μείνει σε όλο τον κόσμο μας που έχουν έστω και λίγο από αυτό. Και οι τέσσερις φυλάσσονται από τρομακτικούς φρουρούς, αλλά το ήξερα ότι εσείς οι δύο θα τα καταφέρνατε. Θα είναι πραγματικά κρίμα να σας σκοτώσω, αλλά έτσι τα φέρνουν οι μοίρες. Αλλά πρώτα… Πρώτα θα γίνετε μάρτυρες της γέννησης ενός Θεού.» Οι τρεις δεν κουνήθηκαν από την θέση τους καθόλου, και ο μάγος τους κοίταξε τώρα με ένα δαιμονικό χαμόγελο στο πρόσωπό του.

 

«Βλέπετε έχω καταφέρει και έχω φτιάξει ένα φίλτρο που σε συνδυασμό με την ύλη αυτή θα μου δώσει την δυνατότητα να ελέγχω τις ενέργειες της ίδιας της γης! Επιτέλους θα εξαφανίσω αυτά τα σκουλήκια τους Δρυίδες που μου ξεφεύγουνε τόσο καιρό!» γύρισε την πλάτη του και έκανε ένα βήμα προς το αντιδραστήριο. Και τότε άκουσε το γέλιο της Αθανασίας, γέλιο που δήλωνε πόσο διασκέδαζε τα γεγονότα που εκτυλίσσονταν μπροστά της. Ξαφνιασμένος γύρισε για να βρει τον Ρέρικ να έχει βγάλει το τσεκούρι του από την κρυψώνα του, σκίζοντας τα ρούχα του στην διάρκεια, τον αλχημιστή να έχει δυο μπουκαλάκια με υγρό πυρ στα χέρια του, και την γυναίκα να χαμογελάει με τρόπο ανατριχιαστικά γνώριμο. Η Αθανασία προχώρησε προς το μέρος του με αργές και σαγηνευτικές κινήσεις, όπως ένα φίδι πλησιάζει το θύμα του.

 

«Είσαι ανόητος… Ιάπετε.» Ο μάγος κοίταζε την γυναίκα έκπληκτος.

 

«Ω μα ξέρω ποιος είσαι ανόητο και άτακτο αγοράκι. Φαίνεται ότι τα τελευταία τριακόσια χρόνια άρχισες να πιστεύεις ότι είσαι κάτι, χμμμ; Δεν νομίζεις ότι ήρθε η ώρα να σταματήσεις τις ανοησίες σου;» η Αθανασία έκανε ακόμα ένα βήμα προς το μέρος του, ενώ με την γλώσσα της έγλειψε ελαφρά τα κόκκινα χείλη της. Το χαμόγελο δεν έφυγε ποτέ από το πρόσωπό της, ούτε από τα σμαραγδένια μάτια της.

 

«Τώρα θέλω το ραβδί μου και το υγρό. Γρήγορα, πριν αποφασίσω να σε τιμωρήσω!» συνέχισε με φωνή που θύμιζε γονιό που κατσάδιαζε το άτακτο παιδί του.

 

«Μα… εσύ… φυλακισμένη… πως… Όχι!» είπε στο τέλος με δύναμη ο μάγος. Τα χέρια του έσφιξαν απεγνωσμένα το ραβδί του.

 

«Σε έστειλα στην φυλακή πριν από τριακόσια χρόνια, και τώρα που έχω αυξήσει την δύναμή μου μπορώ να σε εξοντώσω!» Σήκωσε το ραβδί του ψηλά και άρχισε να μιλάει γρήγορα τα λόγια ενός από τα πιο ισχυρά ξόρκια καταστροφής που ήξερε. Η Αθανασία απλά χαμογέλασε και ένευσε προς τον Ρερικ, ο οποίος με δύο βήματα, σχεδόν άλματα, στήθηκε μπροστά της. Ο μάγος τελείωσε το ξόρκι του και το εξαπέλυσε προς τον στόχο του, μια κόκκινη αύρα καταστροφής έτοιμη να ρουφήξει την ζωή από μέσα τους. Η γυναίκα είπε μια λέξη και το τσεκούρι έλαμψε έντονα, ενώ μια ασπίδα από πράσινο φως δημιουργήθηκε μπροστά τους. Το ξόρκι του μάγου έπεσε πάνω στο φως και εξαφανίστηκε χωρίς να προκαλέσει ζημιά.

 

«Ανόητο αγοράκι, πάνω στην βιασύνη σου να γίνεις θεός ξέχασες να τους ρωτήσεις τι συναντήσανε εκεί. Βλέπεις έκανες ένα λάθος στους υπολογισμούς σου. Δεν ήμουνα εγώ ο φύλακας. Όχι. Ένας από τους αρχαίους το φύλαγε. Ο μεγάλος πράσινος.» το χαμόγελο της, όπως και η φωνή της γίνανε σκληρά.

 

«Και μάντεψε τι έκανε ο παππούλης πράσινος. Με δίδαξε πολλά πράγματα. Καινούργια ξόρκια που… Όταν μιλάω θα ακούς!» φώναξε με δύναμη. Ο μάγος που προσπαθούσε να κάνει ένα καινούργιο ξόρκι πισωπάτησε ξαφνιασμένος, ενώ το ξόρκι του χάθηκε στο πουθενά.

 

«Έχεις χάσει τον δρόμο σου Ιάπετε! Προσπαθείς να ελέγξεις δυνάμεις που είναι πέρα από την κατανόησή σου! Κυνηγάς αυτούς που εξασκούν την τέχνη με τον δικό τους τρόπο, και το κάνεις αυτό στο όνομα του ψεύτικου Θεού που προσπαθείς τώρα εσύ να γίνεις.»

 

«Δεν μπορείς να με σκοτώσεις! Οι γητειές μου ισχύουν ακόμα από τότε!» ούρλιαξε πανιασμένος, ενώ προσπαθούσε να θυμηθεί τα λόγια ενός αλλού ξορκιού, με την ελπίδα να κερδίσει αρκετό χρόνο για να φύγει.

 

«Εγώ όχι. Αλλά ο Γκουίντορ;» είπε ενώ δυο φιαλίδια γεμάτα πύρινη κόλαση εξαπολύθηκαν εναντίον του. Ο μάγος χαμογέλασε, καθώς πολλά χρόνια πριν είχε φτιάξει τα ρούχα που φορούσε εκείνη την στιγμή, ρούχα που τον κάνανε απρόσβλητο σε οποιοδήποτε θνητό όπλο ή κατασκεύασμα. Τα φιαλίδια έπεσαν μπροστά του και θρυμματίστηκαν, απελευθερώνοντας την μανία της ανάσας του Πράσινου Δράκου που είχε βοηθήσει στην κατασκευή τους. Φωτιά κάλυψε όλο του το σώμα, φωτιά που έσπασε τις μαγικές του άμυνες τόσο εύκολα, όσο και ένα παιδί σπάει τον ιστό μιας αράχνης.

 

«Ο φύλακας του υγρού σου στέλνει την αγάπη του.» είπε η γυναίκα περπατώντας προς τον μάγο, μάγο ο οποίος με δυσκολία στεκότανε όρθιος. Η φωτιά είχε κάψει τα ρούχα του και σχεδόν όλο του το σώμα. Το μόνο που τον κράταγε όρθιο και ζωντανό ήτανε το ραβδί του. Η Αθανασία πήρε το ραβδί στα χέρια της και το φίδι άρχισε να λάμπει καλωσορίζοντας τον πραγματικό του αφέντη.

 

«Μου έλειψες και μένα.» είπε στο κενό και το τράβηξε από τα χέρια του μάγου με βία. Η μάζα από σάρκα και κόκαλα που ήταν ο μάγος έπεσε με δύναμη στο πάτωμα, το φιαλίδιο με το υγρό ακόμα στο χέρι του. Η Αθανασία το πήρε και αυτό με ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη της.

 

«Είδες Ιάπετε; Τελικά μπορώ να σε σκοτώσω. Και με τον πιο σκληρό τρόπο που μπορώ να σκεφτώ αυτή την στιγμή.» γύρισε προς τους συντρόφους της.

 

«Πάμε να φύγουμε. Αυτό το κουφάρι μας απασχόλησε αρκετά.» είπε και μπήκε ανάμεσά τους. Σαν από συμφωνία και οι δύο την πιάσανε από τους ώμους της και εξαφανιστήκανε από το μέρος εκείνο. Ο χώρος έμεινε κενός και νεκρός, μόνο οι σπασμωδικές προσπάθειες ενός καταδικασμένου ανθρώπου να ανασάνει έσπαγαν την ησυχία.

 

Οι τρεις τους εμφανίστηκαν μπροστά στον βωμό του πράσινου δράκου. Ο δράκος νωχελικά άνοιξε το ένα του βλέφαρό.

 

«Ελπίζω να περάσατε καλά στην πρώτη σας δοκιμασία;» είπε με σοβαρότητα.

 

«Ναι ω γηραιέ, αλλά τώρα πια δεν υπάρχει λόγος να περάσουμε τις άλλες δυο, δεν νομίζεις;» είπε κάπως αδύναμα ο αλχημιστής.

 

«Ναι, ναι, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν υπάρχει λόγος.» τους κοίταξε και τους τρεις.

 

«Αλλά αν τις περάσετε, τότε θα ελευθερώσω την Αθανασία από το καθήκον της.» Η γυναίκα τον κοίταξε έκπληκτη, και μετά γύρισε προς τον Ρέρικ.

 

«Σε παρακαλώ! Βοήθησέ με!» και έσκυψε και ψιθύρισε κάτι στο αυτί του. Ο πολεμιστής έμεινε ακίνητος για λίγο και μετά γύρισε προς τον αλχημιστή.

 

«Θα την βοηθήσουμε!» είπε εμφατικά, ενώ η γυναίκα χαμογελούσε.

 

«Ρέρικ, σκέψου με το κεφάλι σου!» φώναξε νευριασμένος ο αλχημιστής.

 

«Με το κεφάλι μου σκέφτομαι!» απάντησε ο Ρέρικ.

 

«Λάθος κεφάλι τότε, ηλίθιε!» ξέσπασε πια ο αλχημιστής.

 

Ο δράκος γέλασε από μέσα του. Ο κόσμος θα γινότανε πολύ πιο ενδιαφέρον για τα επόμενα λίγα χρόνια…

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Διόρθωση στην διόρθωηση ε; Θα το ψάξω σε κάνα μήνα απο τώρα, που θα έχω ηρεμήσει λιγάκι...

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα κι οι χαρακτήρες όπως είπε κι ο Electroscribe απολαυστικοί. Δε θα σταθώ στο της γλώσσας, το έχουμε ξανασυζητήσει. Μια παρατήρηση όμως: Το πέρασμα από το δώμα του δράκου, στο ναό με το μάγο-θεό πιστεύω ότι έπρεπε να γίνει σε ξεχωριστό κεφάλαιο, ή καλύτερα για να γίνω πιο σαφής, ένα κεφάλαιο η συζήτηση στο δώμα του δράκου κι ένα δεύτερο κεφάλαιο η μάχη με το μάγο.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..