Jump to content

Πικρό Χώμα


Recommended Posts

Ένα Κυριακάτικο πρωινό του Νοεμβρίου, και ενώ ετοιμαζόμασταν για την εκκλησία, δύο αξιωματικοί του στρατού μας χτύπησαν την πόρτα. Έτρεξα και πρόλαβα την μητέρα μου που στεκόταν σαστισμένη στο κατώφλι, αμήχανη μπροστά στους δύο άντρες με τα βλοσυρά μουστάκια. Επίσημη κρατική υπόθεση δήλωσαν αλλά η μητέρα μου έμεινε να τους φράζει τον δρόμο εκεί, δεν θα έκανε την παραμικρή κίνηση αν δεν εμφανιζόταν δίπλα της ο άντρας της, να ορίσει την συμπεριφορά προς τους επισκέπτες. Εάν υπήρχε κάτι που μεγάλωνε την αμηχανία της ήταν τα αμέτρητα κεφάλια που είχαν ξεμυτίσει γύρω-γύρω στη γειτονιά και κοίταζαν περίεργα το σκηνικό που παιζόταν μπροστά στο σπίτι μας. Ο πατέρας έδεσε την γραβάτα του και ήρθε στην πόρτα να μάθει τι συμβαίνει. Επίσημη κρατική υπόθεση. Τους προσκάλεσε μέσα στο καθιστικό και εμένα με έστειλε πάνω, στο δωμάτιο μου.

 

Από την πόρτα μου άκουγα μόνο μουρμουρητά. Δεν τολμούσα να πλησιάσω στο κεφαλόσκαλο γιατί το πάτωμα έτριζε και θα με καταλάβαινε ο πατέρας. Αντιλήφθηκα μόνο πως κάποια στιγμή οι τόνοι ανέβηκαν, αλλά αυτό μόνο, δεν ξεχώρισα λέξη. Όταν άκουσα την εξώπορτα να κλείνει και οι δύο αξιωματικοί είχαν φύγει, έτρεξα κάτω και βρήκα τον πατέρα μου εξοργισμένο και την μητέρα μου πολύ αναστατωμένη.

«Τι θέλανε μπαμπά;»

«Τίποτα.»

Κάτι πήγε να ψελλίσει η μαμά, την έκοψε όμως με το βλέμμα του ο πατέρας. Δεν ήθελε να το συζητήσουν μπροστά μου.

«Δε θέλω κουβέντα. Μη σκιάζεσαι. Θα κατέβω να το κανονίσω την Δευτέρα.»

Κοίταξα την μητέρα μου και είδα το χαρακτηριστικό τσάκισμα στο πηγούνι της. Με κοίταζε με υγρά μάτια.

 

Στη διαδρομή για την εκκλησία, στη διάρκεια της λειτουργίας, στην επιστροφή, δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Κάθε τόσο σήκωνα το βλέμμα και μελετούσα το πρόσωπο του πατέρα. Τα μάτια του ήταν χαμένα, η οργή υποχωρούσε σιγά-σιγά, φόβος και απελπισία έρχονταν να πληρώσουν το κενό. Ο πατέρας μου ήταν αλλού. Δεν άκουσε λέξη από το ηρωικό κήρυγμα του ιερέα, ένα πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα εκείνων των καιρών.

 

Την Δευτέρα ο πατέρας μου έκλεισε το κουρείο του και έτρεξε στο Υπουργείο των Εξωτερικών. Εκεί είχαν μαζευτεί κι άλλοι, απελπισμένες περιπτώσεις σαν και τον ίδιο. Τους παρέπεμψαν όλους στο Υπουργείο Εσωτερικών. Η Ευρωπαϊκή και η ως την Κόκκινη Μηλιά Ασιατική Τουρκία ήταν υπερήφανα πλέον ζήτημα του Υπουργείου Εσωτερικών. Τώρα που μετά από τόσα χρόνια και καιρούς, τώρα που και πάλι δικά μας ήταν. Και έτρεξαν στο άλλο Υπουργείο οι αναστατωμένοι, οι «τυχεροί» κληρούχοι που είχαν διαλεχτεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους από τον νέο χρόνο και να αποικήσουν τα νέα ελληνικά εδάφη.

 

Το φοβόταν εδώ και καιρό ο πατέρας. Όταν οι εθελοντές στάθηκαν λίγοι και στην πλειοψηφία ανεπαρκείς, όταν άρχισαν οι κλήροι και ακούγαμε για τους άλλους τυχερούς, εκείνη την «τύχη» τη φοβόταν μην πέσει και στο δικό του κεφάλι. Την Μεγάλη Ελλάδα την είχαμε πανηγυρίσει όλοι. Το ζαχαρωτό όμως που μας είχε περάσει από γενιά σε γενιά ήταν μεγαλύτερη μπουκιά από όσο υπολογίζαμε, ήταν ένα μεγάλο άγνωστο. Το είχαμε όλοι απτό τώρα στα χέρια μας και ξαφνικά δεν ξέραμε τι να το κάνουμε. Κανείς δεν ήθελε να παραδεχτεί πόσο ξένοι ήμασταν στην αλήθεια του. Πρώτο και κυριότερο αγαπούσαμε το μικρό μας σπίτι στο Παγκράτι. Το είχε χτίσει ο παππούς με τα χέρια του, ο μπαμπάς της μαμάς, και το δέντρο στον κήπο το είχαν φυτέψει μαζί όταν εκείνη ήταν εφτά. Η απώλεια θα στοίχιζε κυρίως στην γυναίκα του και ο πατέρας λάτρευε την μητέρα. Εκτιμούσε και όλα όσα είχε λάβει από εκείνη, αδέκαρος όπως μπήκε στην οικογένεια και έμαθε μια τέχνη από τον ίδιο τον πεθερό του. Μετά ήμουν κι εγώ. Είχαν περάσει δύο χρόνια από τον τερματισμό του πολέμου και η κατάσταση εκεί ήταν ακόμα ένα χάος. Διακόσιες χιλιάδες έλληνες στρατιώτες φρουρούσαν πάνω από τριάντα εκατομμύρια τούρκικο λαό. Η εκκενώσεις της Πόλης και των Μικρασιατικών ακτών προχωρούσαν αργά, χωρίς να λογαριάζονται τα αντάρτικα των τούρκων που είχαν πάρει τα βουνά. Μόλις πριν δύο μήνες άλλη μια βόμβα είχε στοιχίσει την ζωή σε δέκα δικούς μας. Πως θα έσερνε γυναίκα και παιδί μέσα σε εκείνο το σκηνικό; Η κυβέρνηση όμως βιαζόταν, βιαζόταν να δείξει εντυπωσιακά αποτελέσματα για να κλείσει το στόμα της αντιπολίτευσης και για να κερδίσει εγγυήσεις από τους ξένους μας συμμάχους.

 

Το να αρνηθεί το προνόμιο που του δινόταν θα χαρακτηριζόταν εθνική προδοσία. Όλοι μας ξέραμε τι σήμαινε και αυτό. Είδαμε πως είχαν υποφέρει οικογένειες που διάλεξαν εκείνον τον δρόμο. Ένιωθα την αϋπνία των γονιών μου, το συζητούσαν στο κρεβάτι ξανά και ξανά τις νύχτες, το έβλεπα το πρωί στο τραπέζι, στα κουρασμένα μάτια τους, οι επιλογές τους βάρος ασήκωτο και η αντίσταση τους χλωμή και άϋλη. Μέχρι που μια μέρα άρχισαν να μιλούν στα φανερά, με τον πατέρα να μου περιγράφει όλα όσα μας είχε τάξει το κράτος. Θα πηγαίναμε σε μια μικρή πόλη της ασιατικής Τουρκίας, το Ιζνίκ, κοντά στη θάλασσα του Μαρμαρά. Ήταν από τις πρώτες πόλεις που είχαν αδειάσει από το ντόπιο στοιχείο, θα ήταν μόνο έλληνες έποικοι εκεί, θα είχαμε δικά μας δύο σπίτια και ένα μαγαζί έτοιμο, και δυνατή φρουρά του ελληνικού στρατού να μας προσέχει. Θυμάμαι πως δεν είπα τίποτα. Σκέφτηκα τους φίλους μου, τα σοκάκια και τις αλάνες στο Παγκράτι, τα μνήματα του παππού και της γιαγιάς, όλον μου τον κόσμο, και ένας κόμπος μου έκλεισε τον λαιμό. Έκαιγε η μύτη μου καθώς κρατούσα τα μάτια μου χαμηλωμένα πάνω στο πιάτο μου και όταν ένιωσα το χέρι του μπαμπά να μου χαϊδεύει τα μαλλιά, θόλωσε εκείνη η εικόνα και άφησα τα δάκρυα μου να τρέξουν ελεύθερα.

 

Σύντομα η ξαδέρφη της μάνας μου έκανε την εμφάνιση της στη ζωή μας. Εκείνη θα έπαιρνε το σπίτι, με τον κήπο, το δέντρο του παππού και τον Μένιο, το καναρίνι μας. Πόσο συνεσταλμένη είχε έρθει η θεία Ουρανία τις πρώτες μέρες. Μετά μπαινόβγαινε σαν την αφέντρα του σπιτιού, μιλούσε για τα νέα χρώματα της τραπεζαρίας ενώ εμείς ακόμα τρώγαμε εκεί μέσα. Κόρωνε ο πατέρας αλλά δεν έλεγε τίποτα. Δεν είχε νόημα. Το είχε ξεγράψει ήδη το σπιτικό του, θα το αποχωριζόταν ευκολότερα. Δεν ήταν το ίδιο για την μητέρα. Τη μέρα που ήρθε η άμαξα να μας πάρει με τα πράγματα μας για τα λεωφορεία, εκείνη κατέρρευσε στον κήπο, αγκάλιασε το δέντρο του πατέρα της και το πότισε μια τελευταία φορά με τα δάκρυα της.

 

Παραδέχομαι σήμερα πως εκείνη η Ανοιξιάτικη διαδρομή, από την Ανατολική Θράκη και μετά, μου έμεινε αξέχαστη. Το ύπαιθρο είχε γεμίσει στρατόπεδα, ελληνικά, αγγλικά, ιταλικά, άρματα και στρατιώτες σε όλο το μήκος του δρόμου, ένα σωρό χωριά και αγροτόσπιτα όλα κατεστραμμένα. Κανείς δεν ξεκινούσε να τα ξαναχτίσει, σαν να μην πίστευαν στην ειρήνη, σαν να περίμεναν όλοι μια νέα έκρηξη. Η Κωνσταντινούπολη μόνο στεκόταν όρθια, μια γιορτινή πόλη στο χακί. Όπου γυρνούσες να κοιτάξεις, στα πεζοδρόμια, στα καφενεία, στα πάρκα και τις πλατείες, μπουλούκια οι φαντάροι, και εκατοντάδες οι ελληνικές σημαίες στις προσόψεις των μαγαζιών και στα μπαλκόνια. Χαρμόσυνες καμπανοκρουσίες παντού και πολλοί παπάδες έπαιρναν τους δρόμους να ευλογούν και να ραντίζουν με αγίασμα τα στρατεύματα.

 

Και ανάμεσα σε όλα αυτά, σχεδόν αόρατοι, υπήρχαν ακόμα οι τούρκοι, το βλέμμα τους τεράστιο πάνω στα παράθυρα των λεωφορείων με τους εποίκους. Κάποιοι, γκαρσόνια ακόμα, περιποιούνταν τους στρατιώτες στα τραπέζια, γρήγοροι, εξυπηρετικοί, το έβλεπες όμως στο βλέμμα τους όπως κοιτούσαν πάνω από τον ώμο τους. Δεν υπήρχε μίσος εκεί, ίσως όχι ακόμα, η ήττα τους είχε τσακίσει, το παρατηρούσες στην κυρτή τους θωριά. Μας κοίταζαν να καταφθάνουμε με απόγνωση, και εμείς, οι περισσότεροι τουλάχιστον, τους βλέπαμε με αμηχανία και φόβο.

 

Κατεβήκαμε στην ακτή του Βοσπόρου για να πάρουμε το καράβι για απέναντι, στην Ασία, όπου μας περίμεναν άλλα μεταφορικά μέσα. Κι εδώ στο κατάστρωμα ένα σωρό στρατιώτες. Μιλούσαν για την λειτουργία στην Αγία Σοφία. Εκεί ήταν καθημερινά τώρα ο Πατριάρχης, με το τεράστιο εκκλησίασμα αμείωτο μέσα στον εξίσου τεράστιο ναό. Ακούγονταν φήμες πως ο Μουσταφά Κεμάλ είχε υποκύψει στα τραύματα του κι άλλες πως ήταν ακόμα ζωντανός και ανάρρωνε καλώς, κάπου κοντά στα σύνορα με την Συρία. Δύο αξιωματικοί συζητούσαν έντονα για την μοίρα της διαχείρισης του Βοσπόρου, ένα δικαίωμα που η Μεγάλη Βρετανία δεν θα παραχωρούσε έτσι απλόχερα στους Έλληνες. Τίποτα από αυτά, ειδικά το τελευταίο, δεν με αφορούσαν. Κοίταζα μελαγχολικά κάτω στα ταραγμένα νερά που έμοιαζαν να μου κλείνουν τότε τον δρόμο του γυρισμού, νερά μαύρα σαν το κατράμι, και αναρωτιόμουν ποιος θα καθόταν να μαλώνει για χάρη τους.

 

Το Ιζνίκ ήταν μια μικρή κωμόπολη. Την είχαν εκκενώσει τελείως και ήμασταν από τους πρώτους που έφταναν εκεί για να βρούμε μια πόλη άδεια, γεμάτη φαντάσματα. Ο πατέρας είχε δανειστεί μια βρετανική εφημερίδα από έναν στρατιώτη, καθώς γνώριζε τα αγγλικά. Έλεγε πως η κατάσταση στην βαθιά ανατολική Τουρκία ήταν εφιαλτική. Η Σοβιετική Ένωση κρατούσε πεισματικά τα σύνορα της κλειστά ενώ είχαν ξεσπάσει συγκρούσεις με κούρδους στα Ιρακινά σύνορα. Η Περσία και η Συρία ήταν οι μόνες δύο χώρες που δέχονταν κάποιους πρόσφυγες, με όρους, κυρίως γυναικόπαιδα και τραυματίες. Ο αγγλικός Ερυθρός Σταυρός κατήγγειλε πως πολλοί εκδιωγμένοι τούρκοι απεβίωναν από τις κακουχίες στις μεγάλες πορείες φυγής προς τα ανατολικά. Υπήρχαν αναφορές και για βιαιοπραγίες ενάντια στους ντόπιους από στρατιώτες και εποίκους. Ο κύριος Αναστασάκης, που τον γνωρίσαμε στο λεωφορείο, το θεώρησε λογικό και δίκιο με τα τόσα που πέρασαν οι μικρασιάτες έλληνες από τους Οθωμανούς και τους Νεότουρκους μόλις μια δεκαετία πριν. Ο πατέρας είπε πως το μίσος δεν σβήνει ποτέ τα άδικα, τρέφει περισσότερο μίσος που φωλιάζει και περιμένει τη σειρά του.

 

Δείξαμε τα χαρτιά μας στον διοικητή και μας οδήγησαν στα σπίτια μας. Ήταν το ένα δίπλα στο άλλο, ένα μικρό πέτρινο, και το μεγαλύτερο, το τρίπατο, ξύλινο. Τα κύκλωνε ένας μεγάλος κήπος με δέντρα, και τα δύο όμορφα σαν κουκλόσπιτα. Στεκόμασταν μπροστά τους με σφιγμένη καρδιά, αναποφάσιστοι. Δεκαοχτούρες κούρνιαζαν στα κεραμίδια τους και μας καλωσόριζαν γουργουρίζοντας πένθιμα.

 

Ένας λοχίας μας πήγε με τα πόδια δύο δρόμους κάτω, μας έδειξε το κουρείο, παρέδωσε τα κλειδιά κι έφυγε. Ήμασταν μόνο εγώ και ο πατέρας, είχαμε αφήσει τη μητέρα στο μικρό σπίτι να τακτοποιήσει κάποια πράγματα. Ξεκλειδώσαμε και μπήκαμε μέσα. Ήταν ένα μικρό, τακτοποιημένο μαγαζάκι με μεγάλους καθρέπτες και δύο θέσεις για τους πελάτες. Ένας πάγκος αναμονής, ένας καλόγερος για καπέλα και παλτά, ο νεροχύτης με τα συρτάρια ολόγυρα και ένας γυμνός τοίχος με έξι σκιές από κάδρα που έλειπαν. Ο πατέρας άνοιξε όλα τα συρτάρια ένα-ένα, άγγιξε με το χέρι του κάθε επιφάνεια εκείνου του χώρου, ψηλάφισε με την ψυχή του την ηχώ από το ψαλίδι του χαμένου συντεχνίτη. Το μαγαζάκι έμοιαζε σε πολλά με εκείνο που είχαμε αφήσει στην Αθήνα, με εξαίρεση το χαρωπό, πορτοκαλί χρώμα στους τοίχους αυτού εδώ. Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης μας το είχε αφήσει καθαρό και περιποιημένο, ένας σωστός οικοδεσπότης. Ο πατέρας μου κάθισε βαρύς στον πάγκο αναμονής και άναψε ένα τσιγάρο. Γυάλιζαν τα μάτια του υγρά. Αναστατωνόμουν να τον βλέπω έτσι, σαν ευάλωτο, αδύναμο.

«Τι είναι μπαμπά;»

«Αυτό εδώ παιδί μου είναι τα όνειρα και τα δάκρυα κάποιου άλλου ανθρώπου. Ήρθαμε εμείς να χτίσουμε την ζωή μας πάνω τους. Ας μας συγχωρήσει κι ας μας βοηθήσει ο Θεός.»

 

Στο σπίτι βρήκαμε την μητέρα να κάθετε πάνω στα πράγματα μας και να κλαίει. Δεν είχε κάνει τίποτα. Φοβόταν να αγγίξει ξένο σπίτι. Ο πατέρας την αγκάλιασε τρυφερά και της υπενθύμισε πως είχε δύο άντρες στο πλευρό της. Για τους επόμενους δύο μήνες θα ήμασταν απασχολημένοι να στρώνουμε και να ξαναστρώνουμε τα πράγματα μας στα δύο σπίτια που σίγουρα ήταν μεγαλύτερα από το σπίτι που είχαμε αφήσει πίσω, κι όμως, δεν μας χωρούσαν. Δεν ήμασταν σίγουροι πώς να μοιραστούμε εκεί μέσα. Αυτό που κυρίως θέλαμε ήταν να μένουμε όσο πιο κοντά ο ένας στον άλλο γινόταν. Είχαμε το δικαίωμα να νοικιάσουμε δωμάτια σε νοικάρηδες, αλλά θα περνούσε αρκετός καιρός μέχρι να κάνουν αυτοί την εμφάνιση τους. Ο διοικητής του στρατοπέδου μας βοήθησε όσο καλύτερα μπορούσε. Έστειλε ένα καμιόνι γεμάτο έπιπλα για να γεμίσουμε όσα δωμάτια ήταν άδεια και δέκα φαντάρους για το κουβάλημα. Έστελνε και σε καθημερινή βάση πολλούς από τους γύρω λόχους για να κουρεύονται στο μαγαζί του πατέρα.

 

Είχαμε κάνει και κάποιες γνωριμίες στη διαδρομή με τα λεωφορεία, όλοι αυτοί ήταν τώρα συμπολίτες και φίλοι μας. Πολλοί από αυτούς έρχονταν στο κουρείο, κάθε Κυριακή βλεπόμασταν στην εκκλησία και μετά μαζευόμασταν για φαγητό στο σπίτι εκείνου που είχε σειρά. Το Ιζνίκ είχε δύο εκκλησίες, στην αρχή λειτουργούσε μόνο η μία καθώς η άλλη ήταν σχεδόν ερειπωμένη. Με παρότρυνση του ιερέα κάθε Σαββατοκύριακο απόγευμα μαζεύονταν οι οικογένειες με τα καλάθια στον περίβολο της Αγίας Φωτεινής και όσοι είχαν ανάλογες γνώσεις και πείρα δούλευαν στην επισκευή του ναού. Ήταν μια μικρή πράξη που μας βοήθησε να γνωριστούμε καλά, να δεθούμε σαν κοινότητα και να εξορκίσουμε τις ανασφάλειες μας. Μέχρι να ετοιμαστεί το σχολείο και να φτάσουν οι δάσκαλοι που περιμέναμε, ήμουν ελεύθερος όλη μέρα να παίζω με τους νέους μου φίλους στους υπέροχους βοσκότοπους και τα δάση της περιοχής.

 

Ένα πρωί, σε ένα ντουλαπάκι στο δωμάτιο μου βρήκα μια πάνινη κούκλα. Ανήκε σίγουρα σε κορίτσι, ήταν ένα φτωχό παιχνίδι με ένα σωρό μπαλώματα. Δεν ξέρω γιατί, δε μου έκανε καρδιά να την πετάξω. Το ντουλαπάκι εκείνο, έτσι όπως την βρήκα σαν να καθόταν στη σκοτεινή του γωνιά, ήταν το δικό της σπίτι. Ήταν το μέρος της πολύ πριν εμφανιστώ εγώ. Έτσι το σκέφτηκα, καθώς ντρεπόμουν εκείνη τη στιγμή να φανταστώ σε ποια μπορούσε να ανήκε, που να ήταν τώρα και αν της έλειπε η κούκλα της. Την έβαλα πάλι στη θέση της και εκεί ξεχάστηκε για χρόνια. Σύντομα μπροστά της θα στοιβάζονταν τα σχολικά μου βιβλία και τετράδια.

 

Την πρώτη εβδομάδα της λειτουργίας του σχολείου μας, η κυρία Αγγελική, η φιλόλογος, μας έβαλε έκθεση με θέμα «Η Νέα Πατρίδα». Όλη σχεδόν η τάξη έσκυψε πάνω στα τετράδια και άρχισε να γράφει με όρεξη. Για μια στιγμή, μόνο τρία κεφάλια έμειναν όρθια. Το δικό μου, του Πέτρου Βουτσινά και της Ελένης Μπάλτσα. Αυτά τα δύο άτομα ήταν να γίνουν οι καλύτεροι μου φίλοι, ένας δεσμός που θα κρατούσε δυνατός μέχρι και την ταυτόχρονη αποφοίτηση μας από το Πανεπιστήμιο χρόνια μετά. Εκείνη τη μέρα στην τάξη της κυρίας Αγγελικής με την έκθεση, εμείς οι τρεις κοιταχτήκαμε και βουβά, με το βλέμμα, αναρωτηθήκαμε αν έπρεπε να γράψουμε αυτά που νιώθαμε. Δεν είχαμε καμία αμφιβολία τι έγραφαν οι συμμαθητές μας. Οι εφημερίδες, οι εκφωνήσεις πολιτικών και δασκάλων, τα κηρύγματα των ιερέων, τα νέα σχολικά βιβλία, οι κουβέντες των δικών τους στο τραπέζι, όλοι τους παρείχαν αρκετό υλικό για να γεμίσουν υπερήφανα πολλές σελίδες. Εμένα όμως, όπως σίγουρα και τους άλλους δύο, με έκαιγε μια τελείως διαφορετική, μια άλλη συνείδηση.

 

Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας μέχρι εδώ, διαβήκαμε πικρή γη σπαρμένη με πόνο. Η μητέρα μου ήταν τρίτης γενιάς Αθηναία, ο πατέρας μου μόλις είχε ανέβει από την Τρίπολη. Κι όμως, το να αποχωριστούμε το σπίτι μας στο Παγκράτι μας μάτωσε, σταύρωσε την ψυχή μας. Μετά από γενεές αιώνων, αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί οι Τούρκοι, είχαν χάσει χώματα στα οποία είχαν θάψει πρόσωπα αγαπημένα, μνήμες, ιστορία, ταυτότητα. Και εδώ, πάνω στους τάφους τους είχαμε έρθει να στήσουμε εμείς χορό, για την εκπλήρωση ενός ονείρου ακόμα παλαιότερου, φανερού σε αρχαιότερα ερείπια από τα δικά τους, μιας υπόσχεσης που μόνο σαν παραμύθι ακουγόταν ωραίο. Αυτά σκεπτόμασταν και αυτά γράψαμε, και όχι, η δασκάλα δεν μας σήκωσε στον πίνακα για να τα διαβάσουμε σε όλη την τάξη. Αντ’αυτού, οι γονείς μας κλήθηκαν να εμφανιστούν στο γραφείο του κυρίου Διευθυντού.

 

Αφού τα άκουσε από τον Διευθυντή, ο πατέρας με πήρε από το χέρι και γυρίσαμε σιωπηλοί στο σπίτι. Κάθισε στο σαλόνι, με μένα μουδιασμένο απέναντι του, άναψε ένα τσιγάρο και ανοίγοντας το τετράδιο μου διάβασε με προσήλωση το γραπτό μου. Όταν το τελείωσε, έκλεισε το τετράδιο και το άφησε πάνω στο τραπεζάκι. Συνέχισε να καπνίζει, το βλέμμα του στην κάπνα, το μέτωπο του ένα μάτσο ρυτίδες. Μετά, με κάρφωσε απότομα με το βλέμμα του και ξαφνιασμένος θυμάμαι αναπήδησα. Χαμογέλασε όμως και πετάρισε επιτέλους ελεύθερη η σφιγμένη μου καρδούλα.

«Είναι πολύ καλή έκθεση γιε μου. Χαίρομαι για σένα. Να είσαι έτσι πάντα αληθινός στον εαυτό σου και να πιστεύεις στην ελευθερία της γνώμης σου. Όπως όμως βλέπεις ζούμε σε δύσκολους, ευαίσθητους καιρούς. Ο κόσμος δεν θέλει να ακούσει αυτά που έγραψες.»

«Γιατί;»

«Γιατί φοβούνται. Γιατί το δίκιο τους είναι γυάλινο και εύθραυστο. Μπορείς να καταλάβεις αυτόν τον φόβο;»

Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.

«Αν σου αρέσει να γράφεις, γράφε τα για τον εαυτό σου και κάποια μέρα ίσως να είναι έτοιμοι για σένα. Μέχρι τότε όμως, βλέπε, άκου, κούνα το κεφάλι σου και πήγαινε με το ρεύμα.»

«Καλά μπαμπά.»

 

Στα χρόνια που ακολούθησαν δεν άλλαξαν πολλά. Σε πολλά μέρη έλληνες και τούρκοι έμαθαν να ζουν πάλι μαζί. Αλλού, και με παρότρυνση των συμμάχων, πολλοί εκδιωγμένοι τούρκοι γύρισαν στον τόπο τους. Τα δυσάρεστα επεισόδια φυσικά δεν έλειψαν ποτέ, είχαμε και παράνομους αντάρτικους οργανισμούς που έβαζαν βόμβες, σαν το Τούρκικο Απελευθερωτικό Μέτωπο. Η απογοήτευση όμως ήταν αλλού. Από τις εφημερίδες, και διαδοχικές επισκέψεις που κάναμε στην Αθήνα τα χρόνια που ακολούθησαν, διαπιστώσαμε πως οι Έλληνες δυτικά της Θράκης μας θεωρούσαν πια όλους εμάς σαν τους «άλλους έλληνες», τους «απέναντι». Και για να πω και του στραβού το δίκιο, και εμείς, οι από δω, έτσι βλέπαμε αυτούς που είχαμε αφήσει πίσω. Είχαμε κατορθώσει ασυνείδητα να χωρίσουμε την Μεγάλη Ελλάδα σε δυτική και ανατολική, σε «εμάς» και «αυτούς». Και όλες οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν πάσχιζαν ακόμα να γεμίσουν τις νέες πατρίδες, να μας κάνουν να νιώσουμε πως ανήκαμε εκεί από την εποχή των Παλαιολόγων, σαν να μην είχαμε φύγει ποτέ.

 

Όταν πέθανε ο πατέρας μου είχαμε πρόβλημα να τον πάμε πίσω, να τον θάψουμε στην Αθήνα όπως ήθελε. Στο νεκροκρέβατο της η μάνα μου με έβαλε να ορκιστώ πως μια μέρα θα έπαιρνα τα κόκαλα και των δύο και θα τα πήγαινα πίσω. Την θάψαμε δίπλα στον πατέρα, στα μνήματα της Αγίας Φωτεινής, και μόλις δέκα χρόνια μετά, ασπρομάλλης πλέον, θα γύρναγα επιτέλους Αθήνα με τους δικούς μου.

 

Είχα επιχειρήσει να γυρίσω πολύ νωρίτερα στην Αθήνα, όταν είχε έρθει ο καιρός να πάω πανεπιστήμιο. Δεν μου το επέτρεψαν. Μου είχαν στρωμένη την Μεγάλου του Γένους Σχολή με το νέο της πανεπιστημιακό τμήμα, και εκεί κατέληξα. Την τελευταία χρονιά των σπουδών μου, καθώς τελείωναν οι καλοκαιρινές μου διακοπές στο Ιζνίκ, ήμουν θυμάμαι καθισμένος στον κήπο και προσπαθούσα να αποφασίσω το μεγάλο πακετάρισμα πριν το ταξίδι μου στην Πόλη. Δύσκολες σκέψεις καθώς ήμουν και κάπως φουρτουνιασμένος τότε. Ήταν το καλοκαίρι που με τον Πέτρο είχαμε αποφασίσει μαζί πως ήμασταν και οι δύο ερωτευμένοι με την Ελένη. Κι εκείνη είχε διαλέξει εκείνον. Ο πατέρας μου ζούσε ακόμα, πρόσεχα πως χαμογελούσε με τον πόνο μου, χωρίς φυσικά να το κάνει στα φανερά, και αναρωτιόμουν άγουρος όπως ήμουν το γιατί.

 

Ήμουν φουρτουνιασμένος λοιπόν, καθισμένος σε ένα παγκάκι που είχαμε στον κήπο, με τα πόδια μου απλωμένα και σταυρωτά, τα τακούνια μπηγμένα πεισματικά στο χώμα. Σήκωσα τυχαία το κεφάλι και πρόσεξα μια σκοτεινή, ακίνητη φιγούρα έξω από την αυλόπορτα. Σηκώθηκα και πήγα να δω. Ήταν μια νέα κοπέλα, ντυμένη μοντέρνα, με μόνη εξαίρεση την σφιχτοδεμένη μαντίλα στο κεφάλι. Κοίταζε χλωμή και ταραγμένη το μικρό μας, πέτρινο σπίτι.

«Δεσποινίς; Θα θέλατε κάτι;» την ρώτησα κατευθείαν στα τούρκικα.

Με κοίταξε σαστισμένη.

«Συγνώμη, εγώ…δεν ήθελα να σας ενοχλήσω» είπε και πρόλαβε να σκουπίσει ένα δάκρυ πριν κυλήσει στο μάγουλο της.

Ήταν πολύ όμορφη κοπέλα η Μελέκ, αλλά δεν ήταν αυτό που πρόσεξα εκείνη τη στιγμή, ήταν ακόμη νωρίς γι αυτό. Ήξερα όμως αμέσως ποια ήταν. Άνοιξα την αυλόπορτα και της έκανα νόημα να περάσει.

«Ελάτε, περάστε…»

Μπήκε διστακτικά στην αυλή και κοντοστάθηκε εκεί.

«Ήταν κάποτε το σπίτι μας» είπε.

«Το κατάλαβα. Περιμένετε ένα λεπτό…»

Μπήκα στο σπίτι, πήγα στο δωμάτιο μου και τη βρήκα στη θέση της, μέσα στο ντουλαπάκι. Επέστρεψα και η κοπέλα στεκόταν ακίνητη ακόμα στο ίδιο σημείο. Της έδωσα την μικρή πάνινη κούκλα. Έβγαλε μια κραυγή και κατέρρευσε στα χέρια μου.

 

Είχαμε γονατίσει και οι δύο στον κήπο, εκείνη να κλαίει γοερά και να φιλάει την κούκλα με απόγνωση. Το παιχνίδι ανήκε στη μικρή της αδελφή, ήταν το αγαπημένο της. Το κορίτσι δεν είχε αντέξει τις κακουχίες της φυγής, είχε καταλήξει από αφυδάτωση στην έρημο της Περσίας, ζητούσε την κούκλα της μέχρι την τελευταία της βραχνή αναπνοή, και η Μελέκ δεν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό της που το είχε αφήσει πίσω.

«Πλησίαζε ο ελληνικός στρατός, ήμασταν τρομοκρατημένοι, βιαζόμασταν να φύγουμε από το σπίτι…που να φανταστώ…»

 

Δεν θα υπήρχε ποτέ παρηγοριά για εκείνη. Αν και η μοίρα στάθηκε καλύτερη για την υπόλοιπη της οικογένεια, κατέληξαν από την Τεχεράνη στο Παρίσι, εδώ ήταν θαμμένη η καρδιά της, εδώ την έκαιγε η ψυχή της. Δάκρυσα μαζί της και την παρακάλεσα να έρθει μέσα, να δει και το υπόλοιπο σπίτι. Την ξενάγησα ή μάλλον με ξενάγησε εκείνη, μου έδειξε το σπίτι στο οποίο ζούσα τόσα χρόνια μέσα από τα δικά της μάτια. Οι αναμνήσεις της έγιναν δικές μου, είδα την κάθε γωνία εκεί μέσα για πρώτη φορά. Ήξερε πως έπρεπε να έρθει, ήταν μεγάλη ανάγκη να το ξαναδεί έστω άλλη μια φορά, αλλά και πάλι όπως το περίμενε, δεν της έκανε καθόλου καλό, έξυσε μόνο έναν αγιάτρευτο πόνο. Καταλάβαινα απόλυτα τι εννοούσε. Κάποιοι από εμάς θα κουβαλούσαμε αγιάτρευτες πίκρες, πολύ δυνατές για να γιάνουν στον λίγο χρόνο ζωής που μας είχε απομείνει.

 

Την μέρα που και τα δικά μου παιδιά άρχισαν να πηγαίνουν σχολείο, τα βιβλία της Ιστορίας συνέχιζαν να μιλούν για πρωθυπουργούς, βασιλιάδες και ατρόμητους στρατηγούς, για μεγάλες μάχες και ακόμα μεγαλύτερες ιδέες. Δεν ανέφεραν πουθενά την οικογένεια μου ή την Μελέκ. Ο καθημερινός, θνητός καημός δεν ανήκε ακόμα στα μεγάλα κιτάπια. Συνέχιζα να γράφω αυτά που με τσιμπούσαν και με άφηναν άϋπνο της νύχτες, η συνείδηση μου πάντα τρωτή και χωρίς άλλοθι, ο κόσμος όμως εξακολουθούσε να μην θέλει να ξέρει. Χρειαζόταν ακόμα καιρός. Ήμασταν ακόμα πολλοί μικροί για μια μεγάλη Ελλάδα, και αν γινόμασταν επιτέλους μεγάλοι μια μέρα, ίσως να αντιλαμβανόμασταν πως δεν την είχαμε καν ανάγκη.

 

Τέλος

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...
  • Replies 60
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • Mors Planch

    9

  • DinoHajiyorgi

    8

  • Electroscribe

    4

  • Nirgal

    4

Πολύ δυνατό κείμενο. Παίρνει ένα αρκετά σημαντικό ιστορικό γεγονός και αλλάζει την εξέλιξή του, δίνοντας μια αντιπολεμική ιστορία που δεν “μασάει” τα λόγια της, αντίθετα δείχνει το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί πειστικά.

Link to comment
Share on other sites

Πραγματικά, νομίζω ότι ο Μιχάλης είπε τα περισσότερα. Είναι τέτοια, όμως, η στιβαρότητα του κειμένου, η ορθότητα του λόγου και η ίδια, ακόμα, η κουβέντα που σου αφήνει να χτυπά σαν το σφυρί στ' αμόνι για κατακλείδα, που δεν μπορώ παρά να θεωρήσω ότι είναι από τα πιο όμορφα και άρτια κείμενα του είδους που ξέρω. :)

Edited by RaspK FOG
Link to comment
Share on other sites

«Είναι πολύ καλή έκθεση γιε μου. Χαίρομαι για σένα. Να είσαι έτσι πάντα αληθινός στον εαυτό σου και να πιστεύεις στην ελευθερία της γνώμης σου. Όπως όμως βλέπεις ζούμε σε δύσκολους, ευαίσθητους καιρούς. Ο κόσμος δεν θέλει να ακούσει αυτά που έγραψες.»

«Γιατί;»

«Γιατί φοβούνται. Γιατί το δίκιο τους είναι γυάλινο και εύθραυστο. Μπορείς να καταλάβεις αυτόν τον φόβο;»

Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.

«Αν σου αρέσει να γράφεις, γράφε τα για τον εαυτό σου και κάποια μέρα ίσως να είναι έτοιμοι για σένα. Μέχρι τότε όμως, βλέπε, άκου, κούνα το κεφάλι σου και πήγαινε με το ρεύμα.»

 

Είνα φυσικό όλοι να θέλουν να χειροκροτήσουν το διήγημα-μανιφέστο του Ντίνου για την ειρήνη, την ελευθεροτυπία και το δίκιο. Να κουοτάρω αυτό το χαρακτηριστικό και σημαδιακό κομάτι του κειμένου που βρίσκω να με εκφράζει απόλυτα.

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

Dino, πραγματικά εξαιρετικό το διήγημά σου. Θαυμάσια ιδέα, έξοχα δοσμένη, δεν βρίσκω λόγια να σου πω πόσο πολύ μου άρεσε. Εύγε! Κούντος!

Link to comment
Share on other sites

Γουάου.

 

ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ιστορία!!! Πρωτότυπη προσέγγιση (για Ελλάδα) σε εναλλακτική ιστορία, πολύ ατμοσφαιρική γραφή και στρωτή αφήγηση με καλοζυγισμένο ρυθμό. Καιρό είχα να διαβάσω online τόσο καλογραμμένη ιστορία στα Ελληνικά.

 

Συγχαρητήρια. Αν έχεις όρεξη, Ντίνο, θα μπορούσες να την κάνεις μυθιστόρημα, που σίγουρα θα ήταν πιο ενδιαφέρον από τα πάρα πολλά "Λίγο Πόλη, Λίγο Αϊβαλί και τ'αγόρι μου" μυθιστορήματα γ΄διαλογής που έχουν κατακλύσει την αγορά.

 

Ν.

Link to comment
Share on other sites

Την μέρα που και τα δικά μου παιδιά άρχισαν να πηγαίνουν σχολείο, τα βιβλία της Ιστορίας συνέχιζαν να μιλούν για πρωθυπουργούς, βασιλιάδες και ατρόμητους στρατηγούς, για μεγάλες μάχες και ακόμα μεγαλύτερες ιδέες. Δεν ανέφεραν πουθενά την οικογένεια μου ή την Μελέκ. Ο καθημερινός, θνητός καημός δεν ανήκε ακόμα στα μεγάλα κιτάπια. Συνέχιζα να γράφω αυτά που με τσιμπούσαν και με άφηναν άϋπνο της νύχτες, η συνείδηση μου πάντα τρωτή και χωρίς άλλοθι, ο κόσμος όμως εξακολουθούσε να μην θέλει να ξέρει. Χρειαζόταν ακόμα καιρός. Ήμασταν ακόμα πολλοί μικροί για μια μεγάλη Ελλάδα, και αν γινόμασταν επιτέλους μεγάλοι μια μέρα, ίσως να αντιλαμβανόμασταν πως δεν την είχαμε καν ανάγκη.

 

Τέλος

 

 

Θέλω να κάνω μία ενσταση από την αρχή. Η ιστορία δίνει μία εναλλακτική μορφή μιάς γνωστής ιστορίας και μάλιστα μίας σημαντικότατης και με βαθύτατες πληγές και προεκτάσεις σελίδα της ιστορίας μας. Όταν συμβαίνει αυτό, η ίδια η εναλλαγή γίνεται αυτόματα το κυρίως θέμα της ιστορίας. Δηλαδή το κυρίως θέμα είναι: "Αν είχαμε κατακτήσει τους Τόύρκους τότε", το οποίο είναι ενα σαφές φιλοπολεμικό κατακτητικο μύνημα. Υστερα, το γυρίζει σε αντιπολεμικη κριτική δια μέσου της πίκρας του μικρού που ανακαλύπτει μέσα από την κούκλα το ΤΙ ακριβώς σημαίνει ο ξεριζωμός (για τους κατακτημένους και αφου έχουν πάει στο σπίτι τους και ζήσει εκει μία ζωή). Οπότε προκυπτει μέσα στο ίδιο διήγημα αντίφαση νοήματος. Κάτι σάν "Πόσο θα θέλαμε να έχουμε κατακτήσει τους Τουρκους τότε ( εξ ου και η παραλλαγή με τέτοιο τρόπο της γνωστής ιστορίας) όμως, πόσο δεν θα θέλαμε να στερήσουμε και την κούκλα από την καημένη την αδερφή της Μελέκ" ;;;...

 

Αναρωτιέμαι λοιπον, τί ακριβώς λέει το διήγημα, πόσο ωραία θα ήταν να έχουμε κερδίσει τον πόλεμο ή ότι δεν θα άξιζε να έχουμε κερδίσει τον πόλεμο. Και τότε, αφου δεν θα άξιζε, γιατί ο συγγραφέας μεταλλάσσει την ιστορία αυτή κατα αυτόν τον τρόπο; Δεν υπάρχουν άλλες ιστορίες πρόσφορες για αντιπολεμικό μανιφέστο; Ας πούμε η κουκλα που άφησε μία ελληνίδα στα σπίτια της Μ. Ασίας, αφού γλύτωσε όπως οπως όταν έσφαξαν τους γονείς της και τα αδέρφια της μπροστά στα μάτια της σχεδόν όταν εκείνη ήταν κρυμένη στο πηγάδι και τελικά κατάφερε να το σκάσει, και να γυρίσει ύστερα από χρόνια. Να βρει εκεί ένα Τούρκο που να δακρύσει εκείνος και όχι αυτή, μετανοιώνοντας για τη σφαγή και το διωγμό ανθρώπων που ζούσαν εκεί μαζί τους για χιλιάδες χρόνια... ΄Λέω μία ιδέα τώρα... μην το πάρεις σαν κριτική...

Link to comment
Share on other sites

Εύγε Ντίνο! Το διήγημα μου άρεσε πολύ, κυρίως για την ατμόσφαιρά του.

 

Εγώ πάλι δεν τον διάβασα όπως οι δύο τελευταίοι φίλοι (Dune + Electroscribe) αναζητώντας τα "ιστορικά χαρακτηριστικά" του και θέλω μόνο να πω ότι η εναλλακτική ιστορία πράγματι παίρνει μια ιστορική στιγμή και την "στρέφει" αλλά τα συστατικά της δεν είναι απαραίτητα μονοδιάστατα από κει και μετά. Ούτε υπόκεινται σε μία ερμηνεία, π.χ. το αν ήταν ιμπεριαλιστική η Μικρασιατική Εκστρατεία ή όχι, μπορεί να έχει εκατοντάδες "αποχρώσεις". Όσο για την επιλογή του Ντίνου να μην κάνει μια ιστορία "Ηλία Βενέζη", την θεωρώ σοφή. Δεν θα ήταν φαντασία και το μύνημά της θα εξασθενούσε, κατά την προσωπική μου άποψη.

 

Εγώ κατάλαβα πως το χωριό που οδηγείται η οικογένεια του ήρωα δεν είναι στα παράλια, αλλά στα ενδότερα, εκεί που το Ελληνικό στοιχείο δεν ήταν ποτέ στα φόρτε του. Ίσως να έπρεπε να το διευκρινήσεις, αν και για μένα δεν χρειάζεται καθόλου. Το διήγημα αντηχεί κάτι πολύ σημαντικότερο απ' αυτό. Απηχεί αρκετά κάθε ανθρώπινη τραγωδία, μου θύμισε Τρωάδες μαζί με τον εποικισμό της Κύπρου. Ακόμα και τα στοιχεία που φαίνονται με την πρώτη ματιά αντιφατικά όπως η άμαξα και το λεωφορείο, τα άλογα και τα άρματα μάχης, το καθεστώς των στενών του Βοσπόρου και η Σοβιετική Ένωση, οι Κούρδοι, η Συρία κι ο Κεμάλ μου φαίνονται μια χαρά στην θέση τους σ΄αυτό το άλλο μονοπάτι της πραγματικότητας. Μάλιστα εγώ θα τις τόνιζα, θα τις έκανα ακόμη πιο φανερά "αναχρονισμένες" (π.χ. θα έκανα την κούκλα Μπάρμπι).

 

Ελπίζω ότι δεν σε μπερδεύω ακόμα παραπάνω. Πραγματικά νομίζω ότι το διήγημα αφήνει την πικρή γεύση του χώματος στο στόμα.

 

Μπράβο μεγάλε...

Link to comment
Share on other sites

Πραγματικά νομίζω ότι το διήγημα αφήνει την πικρή γεύση του χώματος στο στόμα.

 

Αγαπητέ φίλε ΠιΚει, κάθε γραπτό, αφήνει μία γευση στο στόμα. Η πικρή γεύση που αφήνει αυτό το διήγημα ομως δεν είναι του χώματος.

 

Οταν πρόκειται για γραπτά που εχουν τόσο σοβαρές συναισθηματικές προεκτάσεις, ο ξεριζωμός, η κατάκτηση, τα υποτιθέμενα αισθήματα του κατακτητή, η κριτικη δεν είναι θέμα ιστορικής ερμηνείας, αλλά συναισθηματικής διερεύνησης. Θα το παρατηρούσες ίσως και εσύ άν η συναισθηματική διερεύνηση, αν κρίνω απο την κριτική σου, σε αφήνει επίσης αδιάφορο.

 

Μου εκανε μεγάλη εντύπωση ότι ο πρωταγωνιστής δεν έκλαιγε στην συνάντηση με τη Μελέκ την παρατηρούσε ψυχρός και απόμακρος, να του ξεδιπλώνει τη ζωή της, με αντάλλαγμα .... μία κούκλα! Της έδωσε την κουκλα της αδερφής της ύστερα που της είχε κλέψει ολη της τη ζωή; Την έβρισκε κι όμορφη μάλιστα, μήπως σκεφτόταν να του δώσει και κάτι ακόμη; Την παρατηρεί εντελώς ασυγκινητος να ξεσπά. Σαν να λέμε οτι μία κρατουμενη στο Αουσβιτς θα παραμέριζε υπερηφάνεια και μίσος για τον ψυχρό κατακτητή που την παρατηρεί ασυγκίνητος σαν να ναι αυτή κανα πειραματόζωο, και θα ανοιγοταν έτσι σε έναν αξιωματικό των Ες Ες!

 

Θα μου πείς κάθε συγγραφέας κάνει πειραματόζωα τους ήρωες των ιστοριών του. Υποθετει αντιδράσεις, συναισθήματα, και τα αναπτύσσει. Κάνει ότι θέλει, σύμφωνοι. Όμως γι'αυτό ο τρόπός που το κάνει υποδηλώνει και το μύνημα που θέλει να περάσει. Αν π.χ. ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι κόβει κάποια κι εκείνη γελάει ξέρουμε ότι η ταινία είναι κωμωδία. Αν ομως μία τέτοια ιστορία επιμένει ο συγγραφέας της ότι δεν είναι σάτυρα σε τί συμπέρασμα καταλήγουμε; Ότι της δύστυχης της αρέσει;

 

Τι να πώ, σίγουρα μου αφήνει μία πικρή γεύση στο στόμα. Ειδικα όταν υποτιθεται ότι πρόκειται για ειρηνικό μανιφέστο. Εμένα μου έχει βγάλει και το όνομα ο Ντάρκυ, ότι ειμαι πασιφιστής, όμως δεν ένοιωσα πουθενά την γλύκα της ειρήνης σ'αυτό το κείμενο. Τον σεβασμό στην απώλεια. Από την συναισθηματική θέση των κατακτητών. Όμως με τέτοιες εναλλακτικές πυ επιλέγησαν, της ιστορίας, ίσως να είναι και φυσικό... Αυτό εννοούσα με την προηγούμενη κριτική μου, ίσως χρειαζόταν περισσότερη εξήγηση.

Link to comment
Share on other sites

...

«Αυτό εδώ παιδί μου είναι τα όνειρα και τα δάκρυα κάποιου άλλου ανθρώπου. Ήρθαμε εμείς να χτίσουμε την ζωή μας πάνω τους. Ας μας συγχωρήσει κι ας μας βοηθήσει ο Θεός.»...

...

Ο καθημερινός, θνητός καημός δεν ανήκε ακόμα στα μεγάλα κιτάπια. ...

 

Το βρήκα απολαυστικό και με συγκίνησε ιδιαίτερα. Ευχαριστώ!

Link to comment
Share on other sites

Διευκρινίζω εξαρχής ότι και εμένα η εναλλακτική ιστορία μου αρέσει να στέκει. Μπάζει το Πικρό Χώμα, όπως αναφέρει στα σχόλιά του ο Ελεκτροσκράιμπ; Έχω σε 2-3 σημεία διαφορετική εικόνα.

 

Η Μικρά Ασία είχε μικτές περιοχές, που απλά επικρατούσε το τούρκικο ή το ελληνικό στοιχείο, είχε όμως και περιοχές που ήταν αμιγώς τούρκικες ή ελληνικές. Η γιαγιά μου, μου το έχει περιγράψει αυτό. Στο χωριό της, Γέροντας, μεγάλο χωριό, ζούσε κόσμος που μιλούσε αποκλειστικά ελληνικά. Η ίδια που έφυγε από κει 22 ετών, δεν ήξερε ούτε μια τουρκική λέξη (πλην βέβαια των κοινών, που και σήμερα έχουμε στο λεξιλόγιό μας). Σε γειτονικά χωριά, μου έλεγε, ζούσαν μόνο Τούρκοι και μιλούσαν μόνο τουρκικά. Υπήρχε δηλαδή όχι μόνο ανάμιξη, όπως σε μια μεγάλη πόλη (πχ. Κωνσταντινούπολη) αλλά και διαχωρισμός. Υποθέτω λοιπόν ότι το εγκαταλελειμμένου χωριό που είναι στο επίκεντρο του Πικρού Χώματος, ήταν αμιγώς τουρκικό. Ιστορικά κάτι τέτοιο είναι πιθανό, στέκει. Προφανώς -έτσι τουλάχιστον το φαντάζομαι εγώ- η ελληνική κυβέρνηση μετέφερε πληθυσμό από την Ελλάδα για να κατοικήσει σε χωριά που είχαν εγκαταλειφθεί από τον τούρκικο πληθυσμό και σιγά σιγά να εξελληνιστεί όλη η νέα Ελλάδα.

 

Γιατί έφυγαν οι Τούρκοι ενώ δεν φαίνεται να έπαθαν και τίποτα; Σε μια μεγάλη πόλη δεν θα πάθαιναν τραγικά πράγματα, τουλάχιστον στην αρχή. Στα μικρά χωριά κανείς δεν ξέρει τι θα έκανε ο στρατός. Προφανώς, άλλοι θέλησαν να μείνουν εκεί που ήταν οι περιουσίες τους και να το παίξουν κορώνα γράμματα, άλλοι αποφάσισαν να φύγουν ή πιέστηκαν να φύγουν. Εκείνη την εποχή οι στρατοί κατοχής ήταν ιδιαίτερα σκληροί (όχι ότι δεν ήταν στο Β' ΠΠ, όχι ότι δεν ήταν στη Γιουγκοσλαβία το 1990-2000, όχι ότι δεν ήταν σε δεκάδες άλλες συρράξεις. Αλλά ακόμα χειρότερα εκείνη την εποχή). Το τι έκανε ο ελληνικός στρατός ενώ προχωρούσε στη Μικρά Ασία το ξέρουμε, από ιστορικές μελέτες αλλά εγώ θα θυμηθώ πάλι τη γιαγιά Αθηνά: η καημένη, μου έλεγε ότι ο πραγματικός μεγάλος τους φόβος ως Έλληνες της Μικράς Ασίας το 1920-1922 ήταν "τι θα γίνει αν αλλάξουν τα πράγματα", ακριβώς επειδή έβλεπαν τις ακρότητες που έκανε ο δικός μας στρατός. Πιστέψτε το, στις περιγραφές της που την έβαζα με τις ώρες να μου κάνει, ποτέ, μα ποτέ δεν τα είχε με τους Τούρκους, παρά το γεγονός ότι την ξερίζωσαν, πήγε άρον άρον στη Σμύρνη, έχασε τον αδελφό της (ναι, ακριβώς όπως λέει ο Ε/Σ, τον είδε τελευταία φορά με τα μάτια της να ξεκινά στη γραμμή, σε ένα τάγμα που κατευθύνθηκε ανατολικά) και η ίδια μέσα στο λιμάνι έπεσε από το πλοίο της σωτηρίας, μόλις είχε ανέβει στην κουπαστή, πίσω στη βάρκα, έσπασε το πόδι της και κατέβηκε με σπασμένο πόδι στην Πάρο όπου έζησε), πέρασε λοιπόν τόσα και τόσα, αλλά πιστέψτε ξαναλέω, όλος ο θυμός της ήταν με τους Έλληνες που ήρθαν και ανακάτεψαν τη ζωή τους και έκαναν σημεία και τέρατα και όχι με τους Τούρκους. Μην μου πείτε σωστό ή λάθος, ήταν το συναίσθημά της αυτό. Πάντως να γιατί έφυγαν οι Τούρκοι όπως όπως, στο Πικρό Χώμα.

 

Τρίτον: Δεν θα πέθαιναν σαν τις μύγες κινούμενοι σε φιλικό έδαφος. Σωστό. Δεν θα πέθαιναν με τον ίδιο ρυθμό που πέθαναν οι Έλληνες αιχμάλωτοι, στα τάγματα που κινήθηκαν ανατολικά. Θα πέθαιναν πάντως, καθώς θα διέσχιζαν περιοχές με μάχες ή θα έφταναν σε άλλες, ρημαγμένες από τον πόλεμο περιοχές, στο 1920 ή 1921 της διχασμένης μάλιστα Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χωρίς βοήθεια από "ανθρωπιστικές οργανώσεις", χωρίς αγροτική παραγωγή, στις πιο φτωχές ανατολικές της περιοχές, όπου ήδη ο πληθυσμός ζούσε στερημένος, πόσο μάλλον να γίνει ένα μπουμ μερικών εκατομμυρίων προσφύγων.

 

Αυτά σχετικά με τα σχόλια. Κρατώ ότι το διήγημα του Ντίνου μας κέρδισε όλους. Ξανά μπράβο φίλε.

Link to comment
Share on other sites

«Πάλι με χρόνια και καιρούς, πάλι δικά μας θα’ναι.» Ακόμα μέχρι σήμερα το λένε. Και δεν μπορώ να καταλάβω πως… «το βλέπουν.» Πράγματι, αυτό που έκανα ήταν να εκφράσω σημερινές μου ανησυχίες μεταφέροντας τες στο παρελθόν, στην εποχή εκείνη που η Ελλάδα έκανε εκείνο το μεγάλο βήμα. Πολύ πιο πιθανό να αναρωτιόμουν τι θα κάναμε σήμερα, και χωρίς αναφορά στον Μουσταφά Κεμάλ και στην ονομασία κάποιων χωρών, να ήμουν πιο κοντά στην ιστορική ορθότητα. (Το διήγημα ξεκινάει τον Νοέμβριο του 1924.)

 

Το Ιζνίκ; Που να το φανταστώ; Άνοιξα τον χάρτη και βρήκα μια μικρούλα, ασήμαντη κουκίδα με ένα όνομα που μ’άρεσε. Δεν σκέφτηκα να το περάσω από το internet.

 

Σημασία όμως έχει το συναίσθημα, η αιτία και ο λόγος που γράφτηκε το διήγημα, αυτό νομίζω βγαίνει αλώβητο (συν το παράδειγμα που παράθεσα στην απάντηση μου για την Λάμια.)

 

Επίσης, η Μελέκ άρεσε στον ήρωα, Electroscribe, για να του απαλύνω την πρόσφατη ερωτική φουρτούνα που βίωνε εκείνη την στιγμή. Πλησίαζα να ολοκληρώσω την ιστορία και προσπαθούσα να αποφασίσω αν τα παιδιά του ήρωα που αναφέρονται στον επίλογο ήταν τα δικά του και της Μελέκ, ή αν είχε τέλος πάντων μια περιπέτεια μαζί της, και τελικά το άφησα αναπάντητο. Η Μελέκ όμως ήταν όμορφη.

Link to comment
Share on other sites

"Χειρότερο από το να μην ξέρεις ότι η ελαφίνα δεν έχει κέρατα είναι να την ζωγραφίσεις έτσι που να μη μοιάζει για ελαφίνα"

 

[Μην πει κανείς ότι έχει και την έγκριση του Αριστοτέλη για να κάνει εκπτώσεις στον κόπο που χρειάζεται ένα γραπτό!]

 

Επικροτώ και επαυξάνω !

Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...
«Πάλι με χρόνια και καιρούς, πάλι δικά μας θα’ναι.» Ακόμα μέχρι σήμερα το λένε. Και δεν μπορώ να καταλάβω πως… «το βλέπουν.» Πράγματι, αυτό που έκανα ήταν να εκφράσω σημερινές μου ανησυχίες μεταφέροντας τες στο παρελθόν, στην εποχή εκείνη που η Ελλάδα έκανε εκείνο το μεγάλο βήμα. Πολύ πιο πιθανό να αναρωτιόμουν τι θα κάναμε σήμερα, και χωρίς αναφορά στον Μουσταφά Κεμάλ και στην ονομασία κάποιων χωρών, να ήμουν πιο κοντά στην ιστορική ορθότητα. (Το διήγημα ξεκινάει τον Νοέμβριο του 1924.)

 

Το Ιζνίκ; Που να το φανταστώ; Άνοιξα τον χάρτη και βρήκα μια μικρούλα, ασήμαντη κουκίδα με ένα όνομα που μ’άρεσε. Δεν σκέφτηκα να το περάσω από το internet.

 

Καινούριος εδώ και απαντών με καθυστέριση αλλά σαν φανατικός του είδους και αφού από κάπου πρέπει να αρχίσουμε να γκρινιάζουμε, συγγνώμη να σχολιάζουμε :whistling:

 

Σαν γράψιμο αναμφισβήτητα εξαιρετικό. Σαν εναλλακτική ιστορία... θα το κατέτασσα στον τύπο του Dick στο The Man in the High Castle. Ή το Bring the Jubilee του Moore και το Under the Yoke του S.M. Stirling. Από λογοτεχνικής πλευράς είναι πρώτης τάξεως (ιδίως του Dick και του Moore). Από πλευράς διατήρησης της ιστορικής ακρίβειας και αυτού που θα μετέφραζα σαν πιθανοφάνεια της Εναλλακτικής Ιστοριας (plausibility) εκεί χωλαίνουν αθεράπευτα. (Το Under the Yoke πολύ λιγότερο σε σχέση με τα άλλα δύο...)

 

Το ίδιο και το δικό σου κομμάτι. Εξαιρετικά γραμμένο διαβάζεται ευχάριστα αλλά όχι και από απαιτητικό οπαδό του είδους που θα κολλήσει μετά βεβαιότητας στα προβλήματα πιθανοφάνειας και ακρίβειας. Σύμφωνοι η Εναλλακτική Ιστορία δεν έχει και τη μεγαλύτερη δυνατή ανάπτυξη στην Ελλάδα (3 βιβλία σύνολο και η Επέτειος του Βέμπου οριακά ΕΙ) αλλά και πάλι απ΄τη στιγμή που μπορείς να γράψεις καλά είναι κρίμα να μήν το συνδυάσεις με λίγη βασική έρευνα το χώρου που διεξάγεται η ιστορία σου όπως να μην κάνεις τα περίπου τρία εκατομμύρια (Ελλήνων και Αρμενίων συμπεριλαμβανομένων) που είχε στο μέγιστο σημείο της η Ελληνική ζώνη κατοχής στη Μικρά Ασία τριάντα...

 

Είμαι επίσης περίεργος για δύο πράγματα. Πρώτον αν το έχεις σκεφτεί ποιο είναι το σημείο αλλαγής της ιστορίας ( αγγλιστί το point of divergence); Το ας το αποκαλέσουμε κλασσικό με τον πίθηκο και τον Αλέξανδρο; Αυτό δεν εξηγεί πειστικά την ύπαρξη Ιταλικού στρατού στο πλευρό Ελλήνων και Άγγλων άρα μάλλον χρειάζεσαι κάτι διαφορετικό. Δεύτερον...γιατί το καταχώρησες στη Φαντασία και όχι στην επιστημονική φαντασία;

Link to comment
Share on other sites

Και για να γκρινιάξουμε και στον Electroscribe οι Άγγλοι είχαν τα επιτελικά σχέδια του Μεταξά για αιφνιδιαστική απόβαση στην Καλλίπολη αλλά στην πράξη τα άφησαν άχρηστα για να μην πούμε ότι έκαναν περίπου κάθε τι που μπορούσαν στραβό με αποτέλεσμα να μετατρέψουν κάτι που μπορεί να μήν ήταν στρατιωτικός περίπατος αλλά ούτε και τρομερής δυσκολίας εγχείρημα ήταν σε κόλαση...

 

Όσο για τα στενά αν κέρδιζαν οι Άγγλοι στην Καλλίπολη η Κωνσταντινούπολη θα είχε γίνει Ρωσική βάσει των συμφωνιών που ο Γκρέυ και ο Σαζάνοφ είχαν υπογράψει για την τύχη των στενών. Υποθέτοντας βέβαια ότι το άνοιγμα των στενών θα ήταν αρκετό για να μην καταρεύσει η Ρωσία και έτσι να μην συμβεί ποτέ η Ρωσική επανάσταση...

Edited by Mors Planch
Link to comment
Share on other sites

Δίνεις μια πιθανή απάντηση για το "τι θα συνέβαινε" αν δεν είχε συμβεί, αυτό που συνέβει.

Πάντα εκεί κρύβεται το νόημα της ζωής, και η προσέγγισή σου το περιγράφει περίφημα!

Το σημαντικότερο είναι οτι βάζεις την ανθρωπιά στην κορυφη, στη θέση που της ανήκει.

Link to comment
Share on other sites

  • 11 months later...

Βραβείο Διηγήματος στο 2ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποίησης, Διηγήματος και Ταξιδιωτικού Δοκιμίου που διοργάνωσε το περιοδικό ΥΦΟΣ. :blush-anim-cl:

 

Η Κριτική Επιτροπή:

Δημήτρης Ζ. Ανδριόπουλος, Καθηγητής ΑΠΘ

Γεώργιος Λεοντσίνης, Καθηγητής Πανεπ. Αθηνών

Απόστολος Αποστόλου, Δρ. Φιλοσοφίας

Στέλιος Ροδαρέλης, Καθηγητής Πανεπ. Πελ/σου

Αγγελική Σπυροπούλου, Καθηγήτρια Πανεπ. Πελ/σου

Καλλιόπη Βερνάδρου, Συγγραφέας

Πάνος Αϊβαλής, Εκδότης

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..