Jump to content

Στο Μπαρ το Σου-Φου-Φου Ένα Βραδάκι


Recommended Posts

Μάζεψα όσα κέρματα βρήκα ξεχασμένα σε τσέπες και βαζάκια και συμπλήρωσα ένα σεβαστό ποσό, όχι ακριβώς αρκετό για μια μπύρα, αλλά σίγουρα άνετα για δύο γκαζόζες. Δεν χρειαζόμουν τίποτα παραπάνω. Θα μπορούσα να πάω και άδειος αλλά τότε όλο και κάποιος με κερνούσε κάτι και αυτό με έκανε να νιώθω άθλιος. Θα κολλούσα στο μπαρ και θα τα λέγαμε τετ-α-τετ με τον Dain. Ήταν μια αδιάφορη Τετάρτη, δεν νομίζω να είχε μεγάλη πελατεία.

 

Είχαμε μπει για τα καλά στο Φθινόπωρο αλλά οι ζέστες καλά κρατούσαν. Κι όμως, ίσως η ψευδαίσθηση που έδινε το ασυννέφιαστο σούρουπο, ίσως η Αφροδίτη που ριγούσε στον ουρανό, κάτι και τα ξεραμένα φύλλα στο πεζοδρόμιο, μου έδωσαν ξαφνικά μια πιστή εικόνα της κατάλληλης εποχής. Με το πουκάμισο να κολλάει στην ιδρωμένη μου πλάτη ένιωσα ξαφνικά ένα ρίγος σαν να με βρήκε παγωμένη ανάσα. Μερικά φύλλα σύρθηκαν πάνω στο πεζοδρόμιο σαν αράχνες, χωρίς ίχνος αύρας να το δικαιολογεί. Έφτασα στα σκαλοπάτια του μπαρ και γύρισα να κοιτάξω την κατηφόρα. Εκεί κάτω, ζωντανοί νεκροί σκουντουφλούσαν στον πεζόδρομο ανάμεσα στο Μουσείο και το Πολυτεχνείο. Πιο πέρα η Πατησίων ήταν χαμένη στην καπνιά, βορά στους Αρχαίους.

 

Ανέβηκα ορεξάτος την στριφογυριστή σκάλα προς το μπαρ, με το πόστερ του Star Trek XI να δεσπόζει πάνω από το κεφάλι μου. Τον πειράζαμε τον Dain πως ήταν καιρός να το αλλάξει αλλά το αρνιόταν πεισματικά, ήταν «νωρίς ακόμα» επέμενε. Σαν λειτουργός του μπαρ κι αυτόν τον χρόνο είχε τον τελευταίο λόγο. Κανονικά είχε ξεκινήσει σαν περιστρεφόμενο πόστο, τα είχε πάει όμως τόσο καλά την πρώτη χρονιά που πλέον είχε γίνει θεσμός. Όλοι μας τον θέλαμε μπάρμαν σε αυτό το ζεστό στέκι, αυτό το καταφύγιο όπου με το που έμπαινες όλοι ήταν φίλοι σου, όλοι σε ήξεραν και σε αποδέχονταν, και ο Dain με μια ματιά σου ετοίμαζε το ποτό σου πριν ακόμα το παραγγείλεις. Το χρυσό ΧΙ λοιπόν έμενε στην θέση του, ίσως και σαν αντίσταση στις πιέσεις του Darky για την αφίσα του CHAINSAW ARMAGEDDON – CHOP THEM ALL.

 

Μόλις μπήκα στο μπαρ με περίμενε ευχάριστη έκπληξη. Όχι μόνο ήταν γεμάτο, ήταν σαν να είχα πέσει σε Who’s Who του σου-φου-φου. Ήταν πολύ περίεργο αλλά η διαδυκτιακή μας σελίδα εκείνη την στιγμή θα πρέπει να ήταν έρημη από τους πάντες. Προχώρησα προς το μπαρ, προς το χαμόγελο του Dain που με είχε δει. Φορούσε πάλι την καπελούρα της Γκάϊναν. Κάναμε πάντα χάζι τους άσχετους που μπαίνανε στο μπαρ για πρώτη φορά και τον αντίκριζαν έτσι. Ούτε ο διάκοσμος πάνω από τα μπουκάλια, ούτε οι αφίσες γύρω-γύρω δεν τους έστελναν ένα κάποιο κλου στο ελάχιστο. Υπήρχε τόσος άσχετος κόσμος εκεί έξω. Υπήρχαν και αρκετοί από αυτούς εδώ σήμερα, αλλά το μαγαζί έδειχνε γεμάτο κυρίως από τους δικούς μας, όλες τις γνωστές, τις παλιές καραβάνες. Οι Nienor, Naroualis, Nienna και Darkchilde καθόντουσαν μαζί σε μια γωνία και με χαιρέτησαν. Ανταπόδωσα πριν γυρίσω την προσοχή μου στον μπάρμαν.

 

«Τι τρέχει; Όλοι εδώ;» ρώτησα.

«Κάτι τρέχει…αλλά μετά. Να αραιώσουν λίγο οι άλλοι» είπε συνωμοτικά ο Dain.

«Εγώ ήρθα τελείως τυχαία…έχασα κάποια ανακοίνωση;»

«Στείλαμε που-μου…» είπε και με κοίταξε αμήχανα.

«Κι εγώ;» είπα πληγωμένος.

«Κοίτα, κάτσε και θα εξηγηθούν όλα. Μη σκοτίζεσαι. Χαίρομαι που ήλθες. Θέλεις τίποτα;»

«Μια γκαζόζα…»

Μου την έδωσε, με καλαμάκι φυσικά, και χώθηκα ανάμεσα στα τραπέζια για να βρω μέρος να καθίσω. Βρήκα καρέκλα ανάμεσα στα κορίτσια και τα αγόρια. Τα αγόρια, μια και υπερτερούσαν αριθμητικά είχαν φέρει μαζί δύο τραπέζια. Ο RaspK Fog ήταν εκεί, οι δύο Guardian, οι Araquel, Heiron, Iliosporos, Aracnida, Orpheus και Celestial. Είδα και δύο που μου φάνηκαν καινούργιοι αλλά που κανονικά ήταν γνωστοί και είχαμε καιρό όλοι μας να τους δούμε, ο Ricochet και ο Northerain. Σε ξέχωρο τραπέζι στην άλλη άκρη του μπαρ κάθονταν οι Tauntaun13, Month, Nihilio και Darky, ψιθύριζαν εκεί κάποια δικά τους.

 

Ήταν όντως εντυπωσιακή σύναξη καθώς αρκετοί είχαν έρθει από πολύ μακριά. Δεν είχα ιδέα δηλαδή, μέχρι που μπήκε και ο Nikosal παρέα με τον Spock2266. Όχι δεν ήταν προγραμματισμένη, η δραματική τους είσοδος. Ο ένας από την Σύρο είχε φτάσει Αθήνα από χθες, ο άλλος από Θεσσαλονίκη μόλις σήμερα το πρωί αεροπορικώς. Ήταν εδώ από ώρες, είχαν πεταχτεί για παγωτά σε κάποιο περίπτερο. «Όλοι εδώ λοιπόν» σκέφτηκα, «κι εγώ τυχαίος» πρόσθεσα πικραμένος. Ο Dain έκανε νόημα στον Nikosal και κάτι του είπε εμπιστευτικά. Ο Nikosal χαμογέλασε και συμφώνησε αμέσως, «δεν υπάρχει πρόβλημα» μπόρεσα να διαβάσω στα χείλη του.

 

Το υπόλοιπο απόγευμα κύλησε όμορφα και χαλαρά με πολύ γέλιο και κουβέντα πάνω σε όλα τα θέματα. Όπου εξαντλούνταν τα σουφου και φου θέματα άρχιζαν οι φιλοσοφίες και η κβαντική. Έκανα ζιγκ-ζαγκ στα πηγαδάκια προς τις πιο light συζητήσεις που άντεχε το μικρό μου μυαλουδάκι. Κάποια στιγμή που έφυγε και ο τελευταίος «άλλος», ο Dain βγήκε από το πόστο του, έσβησε το φως της εισόδου και της σκάλας, κλείδωσε την πόρτα του μπαρ και γυρνώντας να μας αντικρίσει μας έκλεισε το μάτι. Στην συνέχεια χάθηκε στην κουζίνα ενώ οι υπόλοιποι έμοιαζαν να έχουν βουβαθεί. Γύρισα προς τον Nikosal.

«Τι γίνεται τώρα;»

Αντί για απάντηση σηκώθηκαν με ένα βουητό όλοι όρθιοι και άρχισαν να σπρώχνουν τραπέζια.

«Έλα σήκω» μου κάνει ο Nikosal.

Σηκώθηκα κι εγώ και άρχισα να σπρώχνω τραπέζια και καρέκλες. Φέραμε μαζί τέσσερα τραπέζια στο κέντρο του χώρου και τα κυκλώσαμε με καρέκλες. Κάποιοι άρχισαν να παίρνουν αμέσως θέσεις. Οι άλλοι κάθισαν στα τραπέζια που είχαν σπρωχτεί στους τοίχους.

«Έλα κάτσε δίπλα μου» είπε ο Nikosal και μου έδωσε την καρέκλα στο κεντρικό τραπέζι.

 

Στο εσωτερικό δακτύλιο ήμασταν εγώ, ο Nikosal, ο RaspK Fog, ο Darky, ο Celestial, η Nienor, η Nienna, η Darkchilde, ο Araquel, ο Heiron και ο Arachnida. Ο Dain ήρθε από την κουζίνα με έναν δίσκο που τον άφησε μπροστά μας. Ένα μπουκάλι βότκα κάθονταν μέσα σε ένα κουβαδάκι με παγάκια. Μοίρασαν ποτήρια στους έντεκα. Ο Nikosal μου έκανε νόημα και σκύβοντας μου ψιθύρισε στο αφτί.

«Κοίτα, η βραδιά είχε κάποιο αντίτιμο συμμετοχής…»

Πάγωσα.

«Πόσα;» ρώτησα.

«Μη σκοτίζεσαι. Σε καλύπτω εγώ.»

«Μα γαμώτο…»

«Είσαι my guest. Μη σκοτίζεσαι»

Απομακρύνθηκε και μου ανέβηκε ένας κόμπος στο λαιμό. Ξανά, ο άθλιος των Αθηνών. Τι να πω τώρα μέσα σε τόσο κόσμο; Τη φουρτούνα στο κεφάλι μου την διέκοψε ο οικοδεσπότης απευθυνόμενος στην σύναξη.

«Όσοι έχετε μείνει απ’έξω μη σκοτίζεστε, η συμμετοχή δεν έχει κλειδωθεί ακόμα. Μπορεί όλοι να ξέρετε γιατί είστε εδώ αλλά…υποψιάζομαι πως κανείς σας δεν ξέρει πραγματικά γιατί βρίσκετε εδώ. Λίγο υπομονή και εβίβα στους γενναίους.» Κοίταξε τον Spock με απορία.

«Εσύ;»

«Ευχαριστώ, εγώ ήρθα για να δω. Δεν θα το έχανα με τίποτα» απάντησε εκείνος.

O Dain επέστρεψε στην κουζίνα και ο Rasp άνοιξε το μπουκάλι και άρχισε να γεμίζει τα ποτήρια.

 

Έσκυψα προς τον Nikosal.

«Γιατί είμαστε εδώ;»

«Πραγματάραχο» απάντησε.

Δεν είχα ιδέα τι μου είχε πει. «Πραγματάραχο;» Τι ήταν αυτό; Πρώτη φορά άκουγα αυτή τη λέξη. Όχι στάσου. Ακουγόταν γνωστή. Ξαφνικά θυμήθηκα. Γούρλωσα τα μάτια αλλά μου βγήκε γέλιο.

«Μαλακίες» είπα.

«Κάτσε να δούμε» απάντησε ο Nikosal χαμογελώντας.

«Μα δεν μπορεί…Πως;»

Ο άλλος ανασήκωσε τους ώμους του. Ήταν η στιγμή που επέστρεψε ο Dain από την κουζίνα, με ένα μεγάλο αχνιστό ταψί που κρατούσε με προστατευτικά γάντια. Έμειναν όλοι κόκαλο. Κράτησα την αναπνοή μου καθώς το έβαζε στο κέντρο των τεσσάρων τραπεζιών.

«Μην κάνει κανείς σας το λάθος να απλώσει το χέρι του στο ταψί. Αυτά τα τούβλα είναι πάγος, το υγρό όμως γύρο είναι άζωτο. Εκείνοι οι ατμοί δεν ήταν από αυτούς που σε ιδρώνουν, ήταν από αυτούς που σε κάνουν να εύχεσαι να είχες φέρει ένα μπουφανάκι.

 

Το κομμάτι κρέας στο κέντρο έμοιαζε με κοινό, ωμό μοσχαρίσιο συκώτι. Το κάλυπτε μια κρούστα φλοιού πάγου. Και ήταν μικρούλι, όχι μεγαλύτερο από ένα παριζάκι. Ο θρύλος έλεγε για τον οργανισμό που είχε ανακαλυφθεί στους πάγους της Ανταρκτικής, θαμμένο και ανενεργό για χιλιάδες χρόνια, λίγα μόλις μέτρα από κουφάρι διαστημοπλοίου. Η ανακάλυψη είχε στοιχίσει την ζωή σε δεκάδες ζωές μέχρι να περιοριστεί ασφαλώς και να τεμαχιστεί σε πολλά μικρά κομμάτια για μελέτες και ποιος ξέρει τι άλλο. Αυτό το «τι άλλο» είχε πέσει στον Άρτσιμπαλντ Μόρισεη, τέρας της γαστρονομίας και τυχοδιώκτη, ο πρώτος που τόλμησε και ανακάλυψε πως το «πράγμα» ήταν πεντανόστιμο. Υπήρχε βλέπεις μέθοδος στο να το φας με ασφάλεια και να εξακολουθείς να είσαι…εσύ.

 

Ο Dain άναψε ένα καμινέτο και σημάδεψε εξ επαφής ένα μεταλλικό σταχτοδοχείο. Μόλις πυρακτώθηκε το τασάκι μας κοίταξε χαμογελαστός.

«Και τώρα…για του λόγου το αληθές…»

Με ένα μαχαιράκι διαπέρασε τον λεπτό πάγο που τύλιγε το κρέας και αφαίρεσε ένα μικρό κομματάκι. Το πήρε προσεκτικά και το πέταξε μέσα στο σταχτοδοχείο. Τσιτσίρισε ο πάγος που έγινε αμέσως ατμός. Για λίγο το κρεατάκι έμεινε σκληρό σαν χαλίκι μέχρι που άρχισε πλέον να ιδρώνει και να πάλλεται. Κάποιος ή κάποια τσίριξε. Όταν άρχισε το…εκείνο να σέρνεται σαν σκουλήκι έξω από το τασάκι πεταχτήκαμε όλοι όρθιοι μακριά από το τραπέζι. Το άτιμο γινόταν ολοένα πιο γρήγορο. Πάλι κραυγές. Στο τσακ ο Dain κατέβασε το καμινέτο και το έκανε αμέσως στάχτη. Το ακούσαμε όμως όλοι να τσιρίζει, μια μικρή αλλά απόκοσμη, εξωγήινη κραυγή.

«Λοιπόν. Ποιος επιστρέφει στο τραπέζι;» ρώτησε ο Dain.

 

Nienor, Nienna και Celestial έμειναν έξω από τον κύκλο. Κανείς άλλος δεν πήρε την θέση τους. Αποχωρούσα κι εγώ μια χαρά όταν ο Nikosal μου έκανε ένα νεύμα, ένα «έλα πάμε» και σχεδόν χωρίς να ξέρω το γιατί κάθισα με τους υπόλοιπους εφτά στην γαστρονομική αυτή πρόκληση.

«Ξεκινήστε τις βότκες» πρόσταξε ο Dain και αρχίσαμε να πίνουμε ευχαρίστως, το χρειαζόμασταν τρελά. «Το κόλπο κύριοι είναι κατ’αρχήν να μασάτε γρήγορα και αποτελεσματικά. Να το κάνετε όσο το δυνατόν περισσότερα και μικρότερα αναποτελεσματικά κομματάκια. Πίνετε την παγωμένη βότκα από πάνω για να το ζαλίσει πριν αρχίσει να σκέφτεται και φυσικά για να πλύνετε τα δόντια, τη γλώσσα, το λαρύγγι και τον οισοφάγο. Δεν πρέπει να μείνει ούτε ίχνος του έξω από το στομάχι σας. Μετά, εκεί, τα γαστρικά σας υγρά θα αναλάβουν την τελειωτική του εξόντωση. Γι αυτό, αυτό το παιχνίδι δεν θέλει ψύχραιμους, άφοβους παίχτες. Όσο ανησυχείτε τόσο αυξάνεται και η οξύτητα του στομάχου σας, που αυτή τη στιγμή είναι το δυνατότερο σας όπλο. Εκεί βοηθάει πρόσθετα και η βότκα. Το κατανοήσατε; Είστε έτοιμοι;»

Κανείς δεν ήταν έτοιμος. Κανείς δεν είπε τίποτα.

 

Μας μοίρασε πιατάκια. Στην συνέχεια πήρε ένα κοφτερό μαχαίρι και έκοψε οκτώ ισομεγέθη σαλαμάκια που μας τα μοίρασε στα πιάτα.

«Ακόμα και σε θερμοκρασία δωματίου δεν θέλετε να καθυστερείτε παιδιά» είπε ο Dain και αρπάξαμε όλοι το κομμάτι μας και τσουπ μέσα στο στόμα.

 

Άρχισα να μασάω σαν τρελός. Και…ω θεοί! Ω θεοί! Αυτό δεν ήταν μια πρόκληση μεταξύ τρελαμένων! Δεν παίζαμε ρώσικη ρουλέτα! Δεν είχα νιώσει ποτέ μου τέτοια νοστιμιά να ποτίζει τους γευστικούς μου αδένες! Το πιο ζουμερό μπέργκερ, η πιο παχιά μπριζόλα με το λίπος της, τα πιο πικάντικα κεφτεδάκια της μητέρας μου δεν μπορούσαν να συγκριθούν με αυτή τη μοναδική αίσθηση. Δεν ήθελα να τελειώσει εκείνη η ηδονή. Ξαφνικά ένιωσα σαν να ήμουν αλλού, σαν να ονειρευόμουν. Διέσχιζα κολυμπώντας κρύα, μαύρα νερά. Ένιωθα οικεία εκεί αλλά και πάλι ήταν σαν να υποκρινόμουν αυτή την οικειότητα. Κοίταξα κάτω στο στομάχι μου για να μελετήσω το νέο μου σώμα. Ήμουν μια φώκια και ανέπτυσσα ταχύτητα προς την επιφάνεια. Όρμησα αιφνιδιαστικά στην παγωμένη ακτή, σε μια σύναξη πιγκουΐνων με τα σαγόνια μου ανοιχτά, άρπαξα και δύο-τρεις με τα πλοκάμια μου. Άνοιξα τα μάτια μου μπερδεμένος και κοίταξα αριστερά μου. Ο Nikosal μασούσε με τα μάτια κλειστά, πανευτυχής.

«Τελειώνετε!!» φώναξε πανικόβλητος ο Dain.

Κατάπια αμέσως ό,τι είχα και έριξα από πάνω τρία ποτήρια βότκα ξεπλένοντας το στόμα και κάνοντας γαργάρες.

 

Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας. Στα δεξιά μου ο Rasp ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και με κοίταζε με περίεργο βλέμμα.

«Είδες τίποτα;» με ρώτησε βραχνά.

«Όχι» είπα ψέματα, «Εσύ;»

«Όχι» είπε ψέματα.

«Και τώρα Dain;» είπε αστειευόμενος, και βραχνός, ο Nikosal, «Θα μας πάρεις το αίμα για να μας ελέγξεις; Χε-χε…»

«Όχι ακόμα…νομίζω πως έχω τον όρκο σας σαν τζέντλεμεν πως είστε όλοι ακόμα γήινοι, ε;»

«Εγώ τουλάχιστον ξέρω πως είμαι ακόμα εγώ» συνέχισε να καγχάζει νευρικά ο Nikosal χωρίς να πείθει κανέναν, για την ευθυμία του εννοώ.

Ο Darky έπιασε επιδεικτικά το στομάχι του.

«Εγώ τώρα δηλαδή κονιορτοποίησα τον μπαγάσα εδώ μέσα; Γουστάρω!»

«Νομίζω πως…δεν αισθάνομαι πολύ καλά…» Κίτρινη σαν το λεμόνι η Darkchilde σηκώθηκε όρθια.

«Όλοι πίσω!!» φώναξε ο Dain.

 

Πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε όλοι, η καημένη ξέρασε όλο της το στομάχι στο πάτωμα του μπαρ. Και εκείνο το εμετό άρχισε αμέσως να χτυπιέται και να σφαδάζει και να κατρακυλάει μια εδώ και μια εκεί. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Dain ήταν να αγνοήσει το έκτρωμα που μας έστελνε όλους να σκαρφαλώνουμε καρέκλες και τραπέζια. Άρπαξε το μπουκάλι της βότκας και με τρομερές απειλές και φοβέρες ανάγκασε την Darkchilde να το κατεβάσει ολόκληρο για να της σώσει τη ζωή. Το ξερατό εντωμεταξύ άρπαξε το παπούτσι της Nienna που κόντεψε να χάσει τις αισθήσεις της. Ήταν ο Darky τελικά, που με περισσή ηδονή κατέφτασε με το αναμμένο καμινέτο για να εξοντώσει το τέρας και το παπούτσι.

 

Μείναμε για λίγο όρθιοι να κοιταζόμαστε αποσβολωμένοι.

«Εγώ πάω τουαλέτα…μη με περιμένετε» είπε ο Rasp κατάχλομος. Το σταμάτησε ο Dain με ένα βλέμμα.

«Κοίτα…μού’ρθε κόψιμο, εντάξει;» τραύλισε τσαντισμένος ο Rasp, «Εκτός αν υπάρχει φόβος να μου πεταχτεί κανένα εξωγήινο τέρας κι απ’τον κώλο…άσε με να περάσω!»

Ο Dain έκανε στην άκρη…Και τώρα ήμασταν εφτά.

 

Ναι, οι αθεόφοβοι. Ξαναπήραμε τις θέσεις μας. Ένιωθα πως είχα πιάσει το κολάι με τον σκασμένο τον μεζέ. Εξάλλου τώρα το είχα δοκιμάσει. Το είχαμε δοκιμάσει όλοι μας. Και θέλαμε κι άλλο!

 

«Αυτή τη φορά θα κάνω την φέτα λίγο πιο παχουλή» είπε ο Dain τσεκάροντας μας. Κανείς δεν είπε τίποτα. Ένιωσα το στόμα μου να γεμίζει σάλιο.

 

«Αχχ…Μμμμ…» Τους βγάζαμε όλοι τους ήχους, σαν να κάναμε αδιάντροπα σεξ μπροστά στην σύναξη χωρίς να μας νοιάζει καθόλου.

«Πρέπει να καταπιείτε» είπε ο Dain και τον αγνοήσαμε όλοι. Θέλαμε αυτή η μπουκιά να διαρκέσει. Τώρα ήμουν πιγκουΐνος και βάδιζα ανάμεσα στο κοπάδι. Όχι δεν ήμουν ένας, αλλά τέσσερις. Μας μυριζόντουσαν, το ήξεραν πως υποκρινόμασταν και αραίωναν στο διάβα μας. Ξαφνικά το σκηνικό άλλαξε. Ο ουρανός πήρε μοβ χρώμα και το έδαφος έγινε τραχύ, εξωγήινο. Τώρα ήμουν μια ανεμώνη με βιολετί αγκαθάκια και παρατηρούσα έναν ιπτάμενο δίσκο που χαμήλωνε αργά από ψηλά. Ένιωθα τις σκέψεις της χλωρίδας που με τριγύριζε, ο ίδιος ο πλανήτης ήξερε πως δεν ανήκα εκεί.

 

Ο Dain βάρεσε την παλάμη του στο τραπέζι και κατάπιαμε όλοι. Να και οι βότκες από πάνω. Κοιταχτήκαμε. Μας παρατηρούσε έναν-έναν κι ο οικοδεσπότης. Ένιωθα περίεργα, ανασφαλής. Σαν να ήμουν ξένος ανάμεσα σε ξένους.

«Συνεχίζουμε;» ρώτησε ο Nikosal.

«Όχι πριν σας περάσω πρώτα από το τεστ» απάντησε ανήσυχος ο Dain.

Σήκωσε το καμινέτο και με το άλλο χέρι έβγαλε έναν σουγιά από τη τσέπη.

«Λίγες σταγόνες αρκούν…» και κοιτάζοντας εμένα, «Πήγαινε να φέρεις τον Rasp.»

Έδωσε τον σουγιά στον Nikosal. Εκείνος τον πήρε με τρεμάμενο χέρι, έφερε την κόψη σε ένα δάχτυλο και δίστασε.

«Δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου…» είπε.

«Το αναλαμβάνω εγώ» φώναξε ο Darky και πετάχτηκε πρόθυμα εμπρός.

 

Η τουαλέτα είχε άσχημο φωτισμό και ήταν αφύσικα ήσυχη.

«Rasp;» ρώτησα και η φωνή μου φάνηκε να βγαίνει υπόκωφα.

«Τώρα μάλιστα» είπα. Τον ξαναφώναξα χωρίς να πάρω απάντηση. Χτύπησα τις δύο πόρτες που είχε ο χώρος και διαπίστωσα πως ήταν ξεκλείδωτες. Τις έσπρωξα διστακτικά για να βρω το εσωτερικό τους άδειο. Ο Rasp δεν ήταν εδώ. Και που ήταν; Εκείνη την στιγμή ξέσπασαν ουρλιαχτά και κραυγές στο μπαρ. Άκουσα τραπέζια και καρέκλες να αναποδογυρίζουν, τζάμια να σπάνε. Πριν γυρίσω να βγω έξω ένιωσα κάτι παχύρευστο να στάζει στον ώμο μου. Κοίταξα πάνω και τον βρήκα. Είχε απλώσει τα άκρα του από τοίχο σε τοίχο, και κάτι οι βεντούζες στην πλάτη, κρατιόταν από το ταβάνι και με περίμενε, όλο του το είναι ένα στόμα με σαγόνια. Το βλέμμα μου κόλλησε στο σουβλερό ράμφος στο κέντρο.

 

«Πολύ κλισέ αδελφάκι μου» ήταν όσα πρόλαβα να πω πριν προσγειωθεί πάνω μου.

 

Τέλος

 

Το Μπαρ το Σου-Φου-Φου ανήκει σε όλους. Είναι στην διάθεση του καθενός για κάτι αυτοτελές, χωρίς να παίρνεται τις μετρητοίς κάτι που συνέβη σε άλλη ιστορία. Μπορεί δηλαδή ένας ήρωας να καταβροχθίζεται από τον Κθούλου σε μια ιστορία και να εμφανίζεται ολοζώντανος, χωρίς εξηγήσεις, σε ιστορία άλλου συγγραφέα. Απαγορεύεται όμως να κάνετε sequel σε ιστορία άλλου συγγραφέα χωρίς την συγκατάθεση του.

Link to comment
Share on other sites

  • Replies 174
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • DinoHajiyorgi

    36

  • Oberon

    16

  • Παρατηρητής

    15

  • Naroualis

    13

ΟΤΑΝ Ο DAIN ΜΑΖΕΥΕΙ ΤΟ ΜΠΑΡ

 

Όταν ο Dain μαζεύει το μπαρ, νιώθεις μια μικρή μελαγχολία. Όχι τίποτε πολύ σοβαρό, αλλά να, έτσι, σαν τσιμπηματάκι στην καρδιά, τώρα πρέπει να φύγεις και να μην ξαναρθείς αν δεν υπάρχει λόγος σοβαρός. Εγώ βέβαια πάντα έχω λόγο σοβαρό, αλλά δε φαίνεται να μου δίνει κανείς σημασία.

 

Κατεβαίνω κι ετούτη τη βραδιά όπως και κάθε άλλη. Είναι αργά και σε λίγο το μπαρ θα κλείσει, αλλά προλαβαίνω να πιω ένα ποτό. Κάνω ένα γύρο στα τραπέζια, λείπουν πολλοί σήμερα, αλλά ξεχάστηκα, είναι εκείνο το flash fiction, ναι, ναι, σήμερα ήταν, στις εννέα όπως πάντα. Η Darkchilde κοιτάζει το θέμα στο κινητό κι όλοι ξαφνιαζόμαστε. «Εκείνοι που λείπουν και δεν το βλέπουμε». Ωραίο θέμα.. Ευτυχώς που δεν πήρα μέρος, τίποτε δε θα ‘γραφα.

 

Κάθομαι στη συνηθισμένη μου θέση, πίνω το συνηθισμένο μου ποτό, χαιρετώ τους συνηθισμένους γνωστούς. Η Faia με σερβίρει μουρμουρίζοντας στα πορτογαλικά. Είναι άλλος άνθρωπος χωρίς την κοτσίδα της, σκοτεινή και μάλλον στον κόσμο της. Αν και πολύ συχνά η Faia είναι σκοτεινή και στον κόσμο της.

 

Προσπαθώ να χαλαρώσω, αλλά ξέρω πώς έχω λόγο να μην είμαι χαλαρή. Το πόδι μου κουνιέται νευρικά από μόνο του, παίζω με τα μαλλιά μου, γυρνάω το ποτήρι στις χούφτες μου. Ουίσκι, γεύση σκληρή, ταιριαστή στα Χάιλαντς, ταιριαστή σε άντρες που ξεκουράζονται καθισμένοι με τα πόδια ανοιχτά και την πλάτη στον τοίχο. Τι δουλειά έχω εγώ με το ουίσκι; Τι δουλειά έχω εγώ στο μπαρ του Σου Φου Φου;

 

Η Faia ξανάρχεται στο τραπέζι μου και κάθεται χωρίς να την καλέσω. Ο κόσμος της είναι μαγικός και το ξέρουμε όλοι κι όταν πέφτει σ’ αυτόν δεν την ενοχλούμε. Μουρμουρίζει μόνη της, δε μιλάει σε σένα, απλά μιλάει σε πράγματα κι ανθρώπους που βλέπει μόνο αυτή. Πού και πού της ξεφεύγουν λέξεις πιο δυνατά, και συνήθως κάθε μέρα της ξεφεύγει μια μόνο λέξη. Να, σήμερα που κάθεται δίπλα μου λέει συνεχώς το όνομα της πραγματικής της πατρίδας. «Σεβαρέζη…, curacao meo, Σεβαρέζη…»

 

Αλλά απόψε η παρουσία της με κάνει νευρική. Δεν πρέπει να είμαι εδώ, αλλά είμαι και θέλω να αυτοτιμωρηθώ. Θέλω να μιλήσω άσχημα και χωρίς λόγο σε κάποιον, να ξεκινήσω έναν καυγά, να συσπειρωθούν όλοι εναντίον μου και ν’ αναγκαστώ να φύγω, γιατί σας είπα, δεν πρέπει να είμαι εδώ απόψε. Κουνάω το πόδι μου νευρικά, γυρνάω το ποτήρι στις χούφτες μου. Γιατί πίνω πάντα ουίσκι, αφού το σιχαίνομαι;

 

Ξαφνικά η Faia σηκώνεται όρθια. Στο πρόσωπό της έχει έκπληξη κι ίσως και λίγο φόβο. Κοιτάει ένα γύρω νευρική, ηλεκτρισμένα προσεκτική. Κι ύστερα σκύβει στ’ αυτί μου και λέει κάτι: «ήρθε». Κι αρχίζω να τρέμω, γιατί γι’ αυτό δεν πρέπει να με εδώ απόψε και θυμώνω μαζί της που με κράτησε τόση ώρα στο μαγαζί.

 

Εκείνοι που λείπουν και δεν το βλέπουμε. Έλειπε αλλά δεν το είχα προσέξει. Κι όμως ασυνείδητα περίμενα να έρθει, αν και ήμουν σίγουρη ότι ήταν εδώ. Οι άλλοι δεν έδωσαν σημασία, δεν ήταν σημαντικό γι’ αυτούς να προσέξουν το ότι έλειπε. Θα πιούν τα ποτά τους και σε λίγο θα φύγουν, σίγουροι ότι από την ώρα που ήρθαν μέχρι την ώρα που έφυγαν εκείνος ήταν εδώ, στο πόστο του, πίσω από τον πάγκο, το τσιγάρο στο τασάκι, τα χέρια μέσα στα παγάκια και τη γρεναδίνη, να παίζει με τους κύβους της ζάχαρης και τη φωτιά πάνω από το ποτήρι με το αψέντι. Η Faia μόνο καταλαβαίνει, αλλά απόψε έχει πέσει στον κόσμο της, περπατάει στους δρόμους της Σεβαρέζης και δεν την ενοχλούμε όταν το κάνει αυτό.

 

Μου κάνει νόημα από τον πάγκο. Δε θέλω να πάω. Έχει μόλις έρθει από εκεί και δε θέλω ν’ ακούσω αυτά που θα μου πει. Αλλά κανείς ποτέ δε αψήφησε ένα νόημά του. Έχει τον τρόπο του να σε κάνει να μην τον αψηφάς. Σηκώνομαι και πλησιάζω. Άφησα το ποτήρι μου πίσω, βάζει ένα άλλο ποτήρι μπροστά μου, το γεμίζει με κρασί, ένα κρασί ρουμπινένιο, που ακόμη κι εδώ στο χαμηλό φως φαίνεται ότι δεν είναι κρασί της γης. Θεοί! Θεοί μου! Δεν είναι κρασί της γης!

 

-Πιες, λέει απαλά.

 

Δε χρειάζεται να σηκώσει τη φωνή του. Απλά υπακούω. Σηκώνω το ποτήρι το φέρνω στο στόμα. Διστάζω μια στιγμή, μόνο μια στιγμή και βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει.

 

-Το πήρα από εκείνον που κληρονόμησε το Βινάγιο, τον κρασοπώλη. Βασιλικός προμηθευτής. Λένε ότι όταν ξύπνησε ο Ιντουόε, η Σκανδάλη ήταν σ’ αυτό το μαγαζί κι αγόραζε αυτό το κρασί για την κυρά της. Δε μπορείς να φανταστείς πόσα πλήρωσα για να το πάρω. Εθνικό κειμήλιο στην Ταραμάτα. Έβαλε βέβαια και το χεράκι του ο Ντερασέγια ο πλαστογράφος, τον ξέρεις νομίζω.

 

Δε λέω λέξη. Δεν έχω συναισθήματα στο πρόσωπό μου, πίνω μια γουλιά, μια γουλιά, μια γουλιά θεοί και γυρίζει πίσω η μνήμη, είμαι πάλι εκεί, στην Ταραμάτα, στο παλάτι, στην αίθουσα του θρόνου, καθισμένη στο περβάζι του ανατολικού παραθύρου, όπως όταν είχα να σκεφτώ κάτι σοβαρό. Κι ύστερα η γουλιά φτάνει στο στομάχι μου κι είμαι πάλι στο μπαρ και κοιτάω το Dain στα χέρια.

 

-Πήγες τελικά, μουρμουρίζω.

 

-Αμφέβαλες; Είχα πει ότι θα πήγαινα και το έκανα.

 

-Τι νέα από…;

 

-Οι Ντεμέντερ είναι ακόμη στην Ακτή. Δεν τολμούν να πλησιάσουν παραμέσα, αν και οι παλίρροιες έχουν αγριέψει. Πέρα από τα Γαλάζια Λιβάδια του Ωκεανού, ο Ιντουόε κερδίζει πιστούς και ξυπνάει τις κόρες και τους γιούς του. Αλλά θ’ αργήσει λένε να ξυπνήσει και την αγαπημένη του γυναίκα. Λένε πως εκείνη δεν είναι πια σ’ εκείνη τη γη, πως βαδίζει σε άλλες σφαίρες.

 

-Κι η Ιμπανάγια; Η Τρέγια; Η Ακτάν-Βακάντια;

 

-Ήσυχες. Οι βασιλικοί τους οίκοι δεν τολμούν να πλησιάσουν όσο ο Αρχηγός των Δροσοσαύρων κάθεται στο θρόνο της Ταραμάτα. Η Πιράχ Για Το Υπόγειο είναι καλή βασίλισσα. Άλλωστε μετά την εξαφάνιση της αδελφής της, έπρεπε να παντρευτεί για να βάλει κάποιον στο θρόνο.

 

-Και ποιος καλύτερος σύζυγος από τον Αρχηγό των Δροσοσαύρων…;

 

Μένουμε για λίγο σιωπηλοί. Η Faia σερβίρει το Vikar και τον araquel. Πότε ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη; Πρέπει να πάω να πω ένα γεια, αλλά διστάζω, όχι ακόμη, ακόμη είναι μερικά πράγματα που πρέπει να μάθω.

 

-Νέα από το Ζαρ;

 

-Οι Συναυτοκράτορες είναι όλοι νεκροί. Ή μάλλον όχι όλοι, ο Κουένεν άφησε τον Μοντόν και τη Φι, να ζήσουν. Τους εξόρισε σ’ ένα νησί στην άκρη του Ωκεανού, το Ουν-Ου-Α-Ζαρ. Εκεί δε θα ενοχλούν με την τηλεπάθειά τους. Λέγεται ότι η Μελαχροινή Συναυτοκράτειρα γέννησε πριν από είκοσι χρόνια ένα κορίτσι κι ότι αυτή είναι η σύντροφος του Κουένεν, που τώρα κάθεται στο θρόνο. Όμορφο κορίτσι. Θα σου άρεσε.

 

-Κι ο…

 

Ο Dain δε μιλάει. Και ξέρω ότι δεν πρόκειται να μου πει. Πίνω άλλη μια γουλιά από το κρασί, η ρουμπινένια του ανάμνηση κυλάει γλυκά στο λαρύγγι μου κι ανασκαλεύει αναμνήσεις γλυκές, από τη Φωτισμένη Πολιτεία, από την Νύχτα Που Σβήνουν Τα Λυχνάρια, από το στενό σοκάκι, από τη λαχανιασμένη ανάσα ενός Ντεμέντερ, που έψαχνε να βρει τον εαυτό του. Δε θέλω να μιλήσω ούτε εγώ. Τελικά δε θέλω να μιλήσει ούτε κι ο Dain, αλλά τότε ακριβώς αποφασίζει ν’ ανοίξει το στόμα του.

 

-Ξέρεις, μίλησα με την Πιράχ. Τα Βιβλία του Υπογείου τής επέτρεψαν να μου πει το όνομα της αδελφής της, της βασίλισσας που εξαφανίστηκε όταν έφυγαν οι πιστοί του Ιντουόε για τα Γαλάζια Λιβάδια. Μου το είπε μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, στον εξώστη του Μιναρέ της Σιωπής κι ύστερα μ’ έδιωξε, με την εντολή να μην ξαναγυρίσω ποτέ στην Ταραμάτα. Μου είπε το όνομα της βασίλισσας, Ναρουάλις…

 

Δαγκώνομαι να μην κλάψω. Πιράχ, μικρό κορίτσι που με συντρόφευες, στο μεσημεριανό μου φαγητό, που με συμβούλευες στις αμφιβολίες μου, κορίτσι με αίμα βασιλικό κι αίμα σκλάβου… Αδελφή μου, Πιράχ…

 

Χτυπώ το ποτήρι με δύναμη στον πάγκο και γυρίζω να φύγω χωρίς να πληρώσω. Η Faia, είναι πίσω μου ακίνητη και μουρμουρίζει, είναι τυχερή γιατί μπορεί να μπανοβγαίνει στον κόσμο της χωρίς προσπάθεια, αλλά εγώ; Εγώ; Πότε θα ξαναδώ την Ταραμάτα; Πότε θα ξαναδώ το παλάτι με τους Μιναρέδες; Πότε θα ξαναδοκιμάσω τους δόκιμους Δροσόσαυρους, να διασταυρώσω το προγονικό μου σπαθί με τα δικά τους, να δω αν θα γίνουν άξιοι υπερασπιστές της πόλης μου;

 

Αλλά ο Dain έχει κάτι ακόμη για μένα, έτσι όπως αρχίζει να μαζεύει το μπαρ, έτσι όπως θα ρίξει πάλι τη μελαγχολία πάνω στους ώμους των ανθρώπων, λέγοντας με τις πράξεις του ότι είναι ώρα να φύγουν και να μην ξανάρθουν, να μην ξανάρθουν αν δεν υπάρχει λόγος σοβαρός.

 

-Μίλησα και με το Robin το απόγευμα, λέει την ώρα που απλώνω το χέρι μου στο πόμολο της πόρτας. Έχει πολλά validations για αύριο, πολύς κόσμος. Ένας Heeken, ένας Lourjar-Ourt, μια Sosmiloghi, ένας zonk4… Ένας Iduoe…

 

Κι όπως ανεβαίνει ένα λυγμός χαράς στο λαιμό μου, η Faia ανεβάζει τη φωνή της κι οι λέξεις της, ειπωμένες σ’ έναν άντρα της Σεβαρέζης, στάζουν στην καρδιά μου σα να τις έχω πει εγώ:

 

-Curacao meo!

 

ΤΕΛΟΣ

Link to comment
Share on other sites

Ντίνο, η ιδέα είναι υπέροχη και το θριλεράκι κουκλί. Θα ήθελα να δοκιμάσω κι εγώ την επόμενη φορά από αυτό το Πραγματάραχο :)

 

Ευθυμία μου, σου έχει κάνει ζημιά ο Ζελάζνυ ε? Και το έχεις κι όλας και το τριβελίζεις... είναι όμορφο πολύ.

Link to comment
Share on other sites

Ωχ,την εβαψα.Αν δε το γνωριζετε τρωω πολυ αργα οποτε μαλλον θα εγινα εξωγηινος.Βεβαια καλυτερα αυτο απο το να με κατασπαραξουν εξωγηινοι.

Για να κανω και λιγη κριτικη...Ντινο μου φαινεται το εγραψες αρκετα προχειρα.Δε λεω,χαβαλεδιαρικη ιστορια για μας ειναι,αλλα σου εχουν ξεφυγει ορθογραφικοτετοια λαθη τυπου "γύρο" αντι "γύρω", "Γκάϊναν" αντι "Γκάιναν" κτλ.

Της naroualis το διαβασα γρηγορα για κριτικη αλλα εχω να παρατηρησω ενα σημαντικο ατοπημα.Που ειμαι εγω,οεο? <_<

Link to comment
Share on other sites

Το κομμάτι είναι απάντηση σε ένα άλλο παλιότερο τόπικ, όπου ο Διονύσης είχε ρωτήσει από πού πήρα το νικ μου. Είναι σαν περιληψη της ιστορίας με ηρωίδα τη Ναρουάλις. Εσύ Χείρωνα ήσουν μέσα αλλά δεν το κατάλαβες. Ήσουν καπετάνιος στο καράβι που περασε Ιντουόε και οικογένεια στην άλλη μεριά του Ωκεανού... ;Ρ. (@Κιάρα: ωχ! την πάτησα. με τιμωρεί ο θεός που δε διάβασα τον Κύριο του Φωτός ακόμη.) Εν τω μεταξύ ψήνομαι να γράψω ένα ακόμη... Οι ιδέες συνωστίζονται... Όχι, όχι από κει... Μη σπρώχνεστε... Τα εισητήριά σας στο χέρι... Όποιος δεν έχει εισητήριο θα μαστιγώνεται μέχρι να του προκύψει...

Πραγματάραχο, μμμμ... Εντάξει με το μάσημα, αλλά με τη βότκα τι γίνεται; Μπορώ να την αντικαταστήσω με κίτρινη τεκίλα;

Link to comment
Share on other sites

Παράξενα κείμενα, αλλόκοτα, οι χαρακτήρες όχι όπως τους γνωρίζουμε - νομίζω - αλλά ακριβώς αυτό είναι που με κάνει να ψάχνω περισσότερο να βρω γνώριμα στοιχεία και να προσέξω περισσότερο τα γραφόμενα. Σουρεαλιστικά και αυθόρμητα, φαντασία ελεγχόμενη και ανεξέλεγκτη από άτομα που ξέρουν και έχουν αποδείξει πως μπορούν να γράψουν ξεφεύγοντας από τους κανόνες, γιατί ξέρουν τους κανόνες και μπορούν να τους ξεπεράσουν πια. Και φαίνεται αυτό. Θριλεράκι, φάντασυ, παραμύθι, αλλόκοτα πεδία.

Έχω την ίδια αίσθηση που φαντάζομαι πως θα είχα αν βρισκόμουν σε ένα μπαρ, χτισμένο πάνω σε ένα κόμβο πολλαπλών διαστάσεων όπου όλα μπορεί να είναι γνώριμα, αλλόκοτα, αλλόκοτα γνώριμα σαν ένα περίεργο deja vu από κάπου.

Keep up the good work, people. Αυτά που γράφετε μιλούν....

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

 

ΟΤΑΝ ΠΕΦΤΟΥΝ ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ

 

Εκείνη την ημέρα κάτι μου ψιθύριζε «όχι, μη, μην πας, κίνδυνος…» Αλλά πάλι πολλές φορές είχα τέτοια προαισθήματα και τις περισσότερες δε βγήκαν αληθινά. Οπότε απλά φόρεσα μια μαύρη φούστα ως το γόνατο κι ένα πουκάμισο επίσης μαύρο, πέρασα στο λαιμό μου ένα περιδέραιο με λευκά στρας και στον ώμο μου μια μαύρη δερμάτινη τσάντα, έχωσα τα πόδια μου σ’ ένα ζευγάρι γόβες με μέτριο τακούνι και κίνησα κουνιστή και λυγιστή για το Μπαρ το Σου-Φου-Φου.

 

Πήρα λεωφορείο –όταν έχω στολιστεί θέλω να με βλέπουν όλοι. Έτυχε να πάρει το ίδιο κι ο odesseo και συζητήσαμε λιγάκι για τις διακοπές. Φορούσε πόλο μπλουζάκι και τζην. Ε, τι να κάνουμε δεν κυκλοφορούμε όλοι στολισμένοι σα λατέρνες…

 

Η στάση του λεωφορείου ήταν δυο τετράγωνα από το Μπαρ. Εγώ σταμάτησα να πάρε τσιγάρα, ο odesseo προχώρησε, «θα σε δω μέσα» είπε εύθυμα. Δεν άργησα να ακολουθήσω τα βήματά του, χωρίς να υποψιάζομαι τίποτα απ’ όσα επρόκειτο να συμβούν.

 

Έξω από το Μπαρ υπήρχε κόσμος, τουλάχιστον δέκα άτομα που μουρμούριζαν. Ε, δεν ήταν και τίποτε περίεργο αυτό, πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε περίεργα πράγματα σ’ ετούτον τον πανδιαστατικό κόμβο που συνθηματικά τον λέμε Σου-Φου-Φου; Αλλά κάτι στον τόνο της φωνής τους με έκανε ν’ ανατριχιάσω και χώθηκα ανάμεσά τους με επιφύλαξη κι ίσως και μια δόση αγωνίας. Κανείς τους δε με χαιρέτησε, ενδεικτικό ότι κάτι πήγαινε π ο λ ύ στραβά

 

Στο κέντρο της παρέας είδα κάτι που έμοιαζε με σκοτάδι. Μια θολή μουτζούρα σα μαύρη τρύπα στη μέση του δρόμου, που υψωνόταν στο μπόι ενός ανθρώπου. Τραβήχτηκα λίγο πίσω κι ύστερα άκουσα μια φωνή, μια λεπτή φωνίτσα να βγαίνει από τη σκοτεινιά κι όλες οι τρίχες του κεφαλιού μου σηκώθηκαν όρθιες:

 

-Naroualissssss… Θα μου προσέχειςςςςς το Χώνανννννννν;…

 

-D…darky; Έκανα διστακτικά. Ποιος σου το έκανε αυτό;

 

Η Nienor δίπλα μου με έπιασε από το μπράτσο και προσπάθησε να με απομακρύνει, αλλά στο βλέμμα της είδα την ανατριχίλα που είχε ταράξει κι εμένα.

 

-Έλα, άστον, θα σου πω εγώ.

 

Με πήρε λίγο πιο κει, ενώ οι υπόλοιποι απλά κοιτούσαν το σκοτάδι που μέχρι πρότινος ήταν ο darky και συνέχιζαν να μουρμουρίζουν.

 

-Τι συνέβη; Ποιος του το έκανε αυτό;

 

-Δεν ξέρουμε. Περιμέναμε την LocutusGr για να μπούμε όλοι μαζί, για να κάνουμε πλάκα στο Dain, ξέρεις δα πόσο τον εκνευρίζει να εξυπηρετεί πολλούς ταυτόχρονα. Μάλιστα ο odesseo μας είπε ότι ερχόσουνα πριν μπει μέσα κι αυτός. Και τότε άνοιξε η πόρτα και βγήκε…

 

-Μα πώς;…

 

-Κανείς δεν ξέρει. Όλοι μέσα έχουν αλλάξει, περίπου όπως κι αυτός.

 

-Και τι θα κάνουμε; Δε μπορούμε να τους αφήσουμε έτσι!

 

Κούνησε το κεφάλι της.

 

-Είσαι σχετικά καινούργια και δεν ξέρεις. Έχει ξανασυμβεί παλαιότερα και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε ήταν να περιμένουμε απ’ έξω, μέχρι να μας φωνάξει μέσα ο Dain. Καλύτερα να μη μπούμε μέχρι να μας καλέσουν.

 

-Τι λες τώρα; Θα τους αφήσουμε έτσι; Τον κακόμοιρο το darky, το Dain, τον odesseo; Ποιος άλλος είναι μέσα;

 

-Η Darkchilde, ο heiron, η mformelina, ο DinoHajiyorgi, ο nikosal, ο, spok2266, ο tecgoblin κι ο Cosmo.

 

Με τράβηξε πίσω στην παρέα των υπόλοιπων. Nihilio, The Knight Who Says Ni!, Erovianna, Sitronella και Koyan, trillion, οι δύο Guardian of the Runering, η melkiades κι ο Sileon με κοίταξαν με καρτερία, σα να μου έλεγαν «περίμενε». Ειδικά ο Sileon που ήταν καινούργιος, σαν κι εμένα, δεν έπρεπε να με κοιτάξει έτσι. Αυτό το βλέμμα τους με έκανε τρελή. Δε ένοιαζε τι έλεγαν έπρεπε να μπω, να δω, να κάνω κάτι, δε μπορούσα να τους αφήσω έτσι.

 

Σαν υπνωτισμένη από την αγωνία μου, έβαλα το χέρι μου μέσα στο σκοτάδι που ήταν ο darky και βρήκα κάτι που έμοιαζε με χέρι. Τουλάχιστον είχε δάχτυλα επάνω και ας μην ήταν ακριβώς πέντε.

 

-Πάμε, έκανα παρανοϊκά σταθερή μέσα στην παράνοια που με τύλιγε.

 

-Πού;

 

-Μέσα.

 

Και πριν προλάβουν με μας σταματήσουν, έφτασα στην πόρτα του Μπαρ, την άνοιξα και χώθηκα μέσα, με το darky στο κατόπι μου να κλαψουρίζει, καθώς κουτρουβαλούσαμε τα σκαλιά.

 

Κι εκεί στάθηκα ακίνητη.

 

Μπαρ; Ποιο Μπαρ;

 

Μια φαντασμαγορία από χρώματα και φώτα μας έλουσε. Ο χώρος κι ο χρόνος είχαν αλλάξει θέση και προορισμό. Ήταν αδύνατο να το περιγράψει κανείς, γιατί μόνο να το νιώσεις μπορούσες. Μπουκάλια με πολύχρωμα υγρά και καπνοί και μικρές σφήνες σκοταδιού στροβιλίζονταν κι όμως δεν έχασα ούτε μια στιγμή τον προσανατολισμό μου, ήξερα πού ήμουν, απλά δε μπορούσα να αναγνωρίσω το μέρος.

 

Κάτι σαν άγαλμα από αλάτι μας έκοψε το δρόμο. Ήταν ψηλό κι αδύνατο κι είχε στο πρόσωπό του μια περίεργη έκφραση. Τον αναγνώρισα μόνο από το λακκάκι στο πηγούνι κι από το αντίτυπο του The Gods Themselves που κρατούσε. Από τότε που το είχε βαθμολογήσει με 10 στις αξιολογήσεις των βιβλίων εφ, όλο στο χέρι του το είχε, για λόγους που δεν είχαμε ακόμη καταλάβει.

 

-Ν…nikosal; Έκανα, σε μια επανάληψη της σκηνής με το darky.

 

-Ε, ναι… sal στα λατινικά είναι το αλάτι.

 

Δε φαινόταν και πολύ τρομαγμένος βέβαια, ούτε και πολύ δυστυχισμένος. Αντίθετα ο Dino πίσω του δε μπορούσε να κρατηθεί και δάγκωνε τα δάχτυλά του. Δεν είχε αλλάξει και πολύ, ήταν όπως τον θυμόμουν, με τις μπύρες κολλημένες και στα δύο χέρια και κοιτούσε ένα γύρω αλαφιασμένος. Κάτι που έμοιαζε με γιγαντιαίο M, φτιαγμένο από φωτογραφίες της Μελίνας Μερκούλη, της Μελίνας Κανά και της Μελίνας Τανάγρη καθόταν δίπλα του και προσπαθούσε να… δεν ξέρω κι εγώ τι προσπαθούσε να κάνει. Ο nikosal είδε το βλέμμα μου κι έκανε με κάζουαλ ύφος.

 

-Η mformelina. Ο Dino το έχει πάρει κάπως βαριά και τον παρηγορεί.

 

Πράγματι από το κέντρο του Μ έβγαινε μια παρηγορητική τρίλια. Πριν προλάβω να ρωτήσω το τι και το πώς κι ενώ ακόμη κρατούσα το darky, είδα και τους υπόλοιπους. Η Darkhilde είχε τη συνηθισμένη της όψη, μόνο που το δέρμα της ήταν κατάμαυρο κι είχε ξαναγυρίσει στην ηλικία των δέκα ετών. Ο heiron κουνούσε την ουρά του για να διώξει τις αλογόμυγες κι ο Dain, με τα ρούχα και τη σωματοδομή ενός El-Aurian τού έκανε παρατήρηση για τις καβαλίνες. Πιο κει ο spok2266 προσπαθούσε να κατανοήσει τη λογική του θεάτρου που του εξηγούσε ο Cosmo: ο πρώτος με τεντωμένα τα βουλκάνια αυτιά του κι ο δεύτερος με τη μορφή μιας πραγματικής υδρογείου σφαίρας σε μέγεθος ντισκομπάλας. Και στην άλλη άκρη του μπαρ, μόνος του και κάπως φοβισμένος καθόταν ο odesseo, φορώντας αρχαία ελληνικά ρούχα και με την ωχτάσχημη ασπίδα ακουμπισμένη δίπλα του.

 

-Μα… τι έγινε; Κατάφερα να ψελλίσω.

 

Ο nikosal γέλασε και το γέλιο του ήταν κάπως αλμυρό.

 

-Μα αυτό που όλοι περιμέναμε! Γίναμε αυτό που θέλαμε πάντα να ήμαστε. Μια νύχτα κάθε χρόνο στο Μπαρ «τρέχει» μια αλλαγή και όταν περάσει, όλοι παίρνουμε τις πραγματικές μας μορφές. Είναι η φθινοπωρινή ισημερία. Πέφτουν τα φύλλα, πέφτουν κι οι μάσκες.

 

Κι αλήθεια, κι η δική μου μάσκα είχε πέσει. Φορούσα μια στολή κυνηγιού, μανδύα στους ώμους και στη μέση μου είχα ζωσμένο το προγονικό σπαθί των βασιλέων της Ταραμάτα. Αναστέναξα με δυσφορία, τόση ώρα μπροστά στον καθρέφτη και να πάει χαμένη…

 

-Τότε γιατί κλαίει ο darky; Ζήτησα να μάθω. Γιατί το αντιμετωπίζει σα να ήταν κάτι φρικτό;

 

Το σκοτάδι πίσω μου έκανε ένα θόρυβο σα να σκούπιζε τη μύτη του.

 

-Ε… μα σκοτεινιά; Εγώ ήθελα κάτι που να μπορεί να κόψει μερικές αρτηρίες…

 

O Dain μας πλησίασε.

 

-Πήγαινε και πες τους να έρθουν μέσα, έκανε στο darky αυστηρά. Τρόμαξες τη Naroualis με τις φοβίες σου. Τι θα γινόταν αν μπαίνατε την ώρα που «έτρεχε» ακόμη η αλλαγή;

 

-Θα παγιδεύονταν στην πραγματικότητα αυτής της διάστασης και δε θα μπορούσαν να βγάλουν τις μάσκες τους ποτέ, μουρμούρισε ο nikosal πίσω του.

 

Γύρισα κι έριξα ένα απειλητικό βλέμμα στο darky, αλλά είχε προλάβει να σκαρφαλώσει τη σκάλα ως την πόρτα και δεν είδε τι ήθελα να του κάνω. Ύστερα άρχισαν να κατεβαίνουν όλοι: η Nienor βρεγμένη από το ποτάμι, ο Nihilio με το φτυάρι, ο Knight Who Says Ni! με τη γελοία πανοπλία των Μόντυ Πάιθονς, η Erovianna σα γιαπωνέζικο καρτούν, η Sitronella σαν μπαχαρική μυρωδιά κρεμασμένη στο μπράτσο του βάρβαρου Koyan, η trillion με την πετσέτα της, οι δύο Guardian of the Runering κουνώντας με χάρη τις φολιδωτές δρακοουρές τους, η melkiades με τα σύνεργα του σιδηρουργού κι ο Sileon σα λιονταράνθρωπος. Ήταν κι ένα borg μαζί τους και χαιρέτισα τη LocutusGr, παραγγέλνοντας στο Dain το συνηθισμένο μου.

 

-Μα δε σε προλάβαμε, έκανε η Nienor χαμογελαστή. Είχαμε σταθεί έξω μέχρι να «τρέξει» η αλλαγή. Θα μπορούσες να είχες πάθει μεγάλο κακό όσο το Μπαρ άλλαζε και τοποθετούνταν ανάμεσα στις διαστάσεις. Αλλά εσύ πού ν’ ακούσεις. Φούρια-φούρια-φούρια. Είσαι εντελώς Naroualis τελικά!

 

Γέλασα κι ήπιαμε στην υγειά των διαστάσεων κι όλο έρχονταν περισσότεροι: μια αρχαία Αιγύπτια θεά (η Isis), ένα καρτουνίστικο ρομποτάκι (ο I robot), ένας ξεπεσμένος άγγελος (ο araquel), ένα επιτοίχιο ημερολόγιο (ο month), ένα υγρό αεράκι που τραγουδούσε ποιήματα (η Nienna), ένας ψηλός με φαβορίτες και ναυτικά ρούχα (ο cortomatese), ένας διαβολικός Ρώσος καλόγερος (ο RaspK Fog), ένα ζωντανό ηλεκτρονικό παιχνίδι (ο Rikochet), ένα ώριμο ηλιοτρόπιο (ο iliosporos), μια αρσενική αράχνη (ο Arachnida), ένας άνθρωπος σχηματισμένος από ξυλάκια scrabble (ο Throgos) και τελευταία μια βαμπιροκόρη από τη Μπραζίλια με τον αδιευκρίνιστης ράτσας λύκο της (η Faia de Wolf). Και το Μπαρ γύριζε γύρω μας καινούργιο και παλιό μαζί, σκοτεινό κι όλο φώτα, αιματηρό και τρισχαριτωμένο, και γεμάτο με ευθυμία και συντροφικότητα.

 

Α, είναι ωραία όταν πέφτουν οι μάσκες.

Link to comment
Share on other sites

Τέλειο naroualis! Αυτό είναι το μπαρ το σου-φου-φου, που είθε να γίνει αληθινό και να μην το αφήσουμε ποτέ. Το τίμησες δύο φορές, και άψογα μάλιστα. Σχεδόν μου ανοίγεις την όρεξη αλλά ας μη βιαστώ.

 

Άλλος για ένα ποτήρι;

Link to comment
Share on other sites

-Το κεφαλαιάκι αυτό είναι το αμέσως προηγούμενο από το "Όταν πέφτουν οι μάσκες" της Naroualis. Γιατί δε συνέβει πριν... χμμμ... ο χρόνος είναι μια σχετική έννοια, γυρνάει και πίσω, πάει και μπροστά. Όχι? Πως όχι δηλαδή?-

 

 

 

Στο μπαρ του Σου-Φου-Φου ένα βραδάκι η πόρτα άνοιξε διάπλατα και μπούκαρε μέσα ο Robin Hood. Οι γνωστοί θαμώνες παγώσαμε στις θέσεις μας, οι συζητήσεις σταμάτησαν κι όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος του. Ύστερα από λίγες στιγμές αμηχανίας ο Dain παράτησε το πατσαβούρι με το οποίο σκούπιζε τον πάγκο -και που συνήθως χρησιμοποιούσε για να τον αφήνουμε ήσυχο όταν σκεφτόταν ιστορίες- και χτύπησε τη μπύρα του στον πάγκο τρεις φορές. Οι υπόλοιποι τον ακολουθήσαμε και χαιρετήσαμε με τη σειρά μας το αφεντικό. Εκείνος μας κοίταξε με μάτια μισόκλειστα, διαπεραστικά. Μας μετρούσε νοερά, κοίταζε ποιοι κάθονταν με ποιους και τι φορούσαμε, τι πίναμε και τι τρώγαμε και καταχωρούσε τα στοιχεία σε τακτικά μέρη του ένθετου ηλεκτρονικού εγκέφαλου που είχε εγκαστήσει στο συνειδητό μέρος του εγκεφάλου του ακριβώς για τη δουλειά αυτή. Όταν τελείωσε τη διαδικασία αναγνώρισης πήγε και κάθισε δίπλα στην Darkchilde. Εκείνη είχε μπροστά της κάτι που έμοιαζε με φιλέτο δρακοντιανού, με σάλτσα μαρέγκα.

 

«Θα το φας αυτό;»

 

«Ε, ξέρεις...»

 

«Α, έχεις σκάσει έ; Εντάξει θα το φάω εγώ τότε, μη σε νοιάζει.»

 

Πήρε το πιάτο της κι άρχισε να τρώει με αργές, καλομασημένες μπουκιές.

 

Ο Dain ξανάπιασε το -εντυπωσιακά καθαρό- πατσαβούρι του και ξανάρχισε να σκουπίζει τον πάγκο. Λίγο αργότερα στο μπαρ δεν υπήρχε κενή καρέκλα. Είχαμε απαρτία. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μετρηθούμε. Για κάθε έναν καινούργιο που έμπαινε στην παρέα και γινόταν θαμώνας ο Dain έβαζε τον Celestial να του φτιάξει μια καινούργια καρέκλα. Έτσι μετριόμασταν γιατί τα νούμερα πολλές φορές δεν έβγαιναν σωστά στον κόμβο μεταξύ των διαστάσεων όπου βρισκόμασταν.

Όταν τελειώσαμε τα ποτά μας ο Robin σηκώθηκε.

 

«Έχετε όλοι μαγιό.» Ήταν δήλωση, όχι ερώτηση. «Είναι αργά, ήρθε η ώρα να φύγουμε. Ας αρχίσουμε να χορεύουμε.»

 

Η διαδικασία ήταν γνωστή. Ο καθένας τραγουδούσε και χόρευε το δικό του σκοπό. Το μπαρ άρχισε να στροβιλίζεται άτακτα στην αρχή. Οι μουσικές μας σιγά σιγά άρχισαν να ενσωματώνονται σε μία μελωδία κι ο χορός μας να γίνεται κοινός. Σαν ένα σώμα κινούμασταν ύστερα από λίγο. Το μπαρ στροβιλιζόταν τώρα κι εκείνο με σταθερή ταχύτητα κι οι τοίχοι του είχαν αρχίσει να φωσφορίζουν. Ο Dain άγγιξε χορεύοντας τη φωτεινή επιφάνεια του διακλαδωτή των διαστάσεων και μας προσγείωσε ομαλά ?έστω με ένα μικρό ταρακούνημα- στην παραλία.

 

Σταματήσαμε να χορεύουμε και περιμέναμε την πόρτα να ανοίξει. Ο Nikosal πήγε και στάθηκε μπροστά της, πληκτρολόγησε έναν κωδικό στα νεφελώδη νούμερα που πηγαινοέρχονταν επάνω στο δρυ της κι ανοίγοντάς την μας ανακοίνωσε:

«Η προβλήτα στήθηκε, μπορείτε να περάσετε.»

 

Περάσαμε ένας ένας από την εξώπορτα μουρμουρίζοντας και σιγογελώντας. Η Trillian κρατούσε ένα απύθμενο μπουκαλάκι με διαγαλαξιακή ρακή, εγώ δίπλα της είχα το ατέρμονο μηχάνημα παραγωγής κεραμικών ρακοπότηρων, η Nienna είχε περασμένα στα χέρια της τα βραχιολάκια βαρύτητας και τα μοίραζε στην έξοδο και ο Nihilio, έχοντας το γνωστό του στιβαρό ύφος, έλεγχε αν είναι καλά κουμπωμένα.

 

Όταν βγήκαμε όλοι με ασφάλεια κι αντικρίσαμε το θέαμα που περιμέναμε τόσο καιρό αγαλλίασαν οι ψυχές μας. Ο Ωκεανός, το τελευταίο σύνορο μεταξύ των διαστάσεων της Γης και του Νερού είχε ένα λαμπερό ασημένιο χρώμα λουσμένος από τη μεσούρανη κι ολόγιομη αυγουστιάτικη σελήνη. Το θέαμα ήταν υπέροχο. Τα αλμυρά νερά βρίσκονταν παντού γύρω μας σφαιρικά και η μικρή όχθη στην οποία ο Dain είχε παρκάρει το μπαρ είχε αστερόσκονη αντί για αμμουδιά, που υπάρχει συνήθως στις παράλιες της διάστασης της γης.

 

Μοιράσαμε τα ποτηράκια και τα γεμίσαμε ρακή. Βγάλαμε τα παπούτσια μας και κατεβήκαμε στην αστερόσκονη. Λαμπύριζε κάτω από τα δάχτυλα των ποδιών μας κι ήταν ζεστή και μαλακή. Τσουγκρίσαμε και ήπιαμε στην υγειά μας και στα ταξίδια μας και στα βραδινά μπάνια. Γδυθήκαμε και μπήκαμε στο νερό. Ήταν ελαφρά δροσερό κι έλαμπε ασημένιο. Με μερικές απλωτές φτάσαμε στη σελήνη, καπνίσαμε κι εκεί ένα τσιγάρο κι ύστερα, όταν κουραστήκαμε γυρίσαμε πίσω. Στάθηκε λίγο δύσκολο να βγάλουμε από τον Ωκεανό όλα τα μέλη, ξέρετε δα πως είναι τα παιδιά με το νερό, όμως καταφέραμε να μαζευτούμε ξανά μέσα στο μπαρ του Σου-Φου-Φου και να καθίσουμε στις θέσεις μας. Η επιστροφή ήταν πάντα ευκολότερη.

 

Στο δρόμο της επιστροφής συζητούσαμε μήπως να το κάναμε πιο συχνά κι όχι μόνο μια φορά το χρόνο στην αυγουστιάτικη πανσέληνο. Καταλήξαμε πως όχι, ήταν μοναδικό κι έπρεπε να περιμένουμε ένα χρόνο για να κολυμπήσουμε και πάλι στα φεγγαρόνερα για να έχει την ίδια αξία. Εξάλλου υπήρχαν τόσα ακόμα να κάνουμε μέσα στη χρονιά, εξίσου υπέροχα....

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

Εγώ θέλω να το κάνουμε πιό συχνά....

Διαγωνισμό ταχύτητας μέχρι τη Σελήνη...

Θέλω κι άλλο!!!!!!!

Link to comment
Share on other sites

Naroualis αυτό με τις "μασκες" :trooper: ήταν απλά τέλειο. Και είναι ακόμα καλύτερο επειδή παίζω κι εγώ :D

 

Nienor ωραίο, αν και δεν παίζω. :tease:

 

Μπράβο κορίτσια. Ντίνο πολύ καλή ιδέα. Αυτά είναι :thmbup:

 

i luv u guyz :beerchug:

 

Αχ εχω τόσο καλή διάθεση που αναρωτιέμαι ποιός θα την πληρώσει :rolleyes:

Edited by darky
Link to comment
Share on other sites

Χεχεχεχεχεχ. Πολύ καλά και τα δύο επόμενα "κεφάλαια". Το όνομά μου είναι Ντέεεεεειν όμως και όχι Ντάαααααιν. :tongue:

Link to comment
Share on other sites

:thmbup: darky. Μια από τις πολλές πραγματικότητες του μπαρ που φανταζόμουν σε σκίτσα χωρίς να έχω ιστορία. Έξοχο.
Link to comment
Share on other sites

:whistling:

 

Μην μου πείτε ότι δεν σας παγωσα τ αίμα...

 

 

Υ.Γ. Επειδή έλειπα εδώ και καιρό, ποιός θα μου πει πως παίζεται αυτό το παιχνίδι;;

Θέλω σαν τρελός να παίξω!

Link to comment
Share on other sites

Ηλιόσπορε, είναι πιο απλό και από το μπέιζμπολ ακόμα. Απλά θα διαβάσεις όλο το τόπικ και ιδιαίτερα τις τρεις τελευταίες γραμμές του πρώτου μηνύματος του Ντίνου, που είχε και την ιδέα.

Link to comment
Share on other sites

Γράφτηκε στο site τυχαία, παραμονή της λήξης ενός διαγωνισμού διηγήματος. Είχε κάτι έτοιμο και το έστειλε. Πήρε την Τρίτη θέση και άκουσε κάποια σχετικά καλά σχόλια για την γραφή του. Το nickname iliosporos που διάλεξε δεν του άρεσε πολύ για ένα τέτοιο site, αλλά τελευταία στιγμή δεν σκέφτηκε κάτι καλύτερο. Τουλάχιστον του άρεσε η φωτογραφία, από μια ζωγραφιά του Clive Barker, που είχε βάλει στο profile του. Ένας μυστήριος άντρας με ένα γκροτέσκο, άσχημο, καραφλό μωρό στην αγκαλιά του και δίπλα ένα πλάσμα που κατάπινε μάτια.

<-----------------

Άρχισε να συνομιλεί με τα μέλη. Του άρεσαν τα σχόλιά τους και γούσταρε τις γνώσεις τους πάνω στην επιστημονική φαντασία.

 

Ταίριαζε με τον Nihilio που απολάμβανε τα βιβλία του King αλλά και με τον Darky που έγραφε τις τρομακτικές ιστορίες. Λάτρευε το παραμυθιάρικο ύφος της Naroualis και σχεδόν ζήλευε τις κινηματογραφικές γνώσεις του Ντίνου. Διαφώνησε με τον wpleftyboy αλλά γνώρισε και την συμπατριώτισσά του Niennor την Κυρά του πένθους. Ερωτεύτηκε την φωτογραφία της Faia De Wolf χωρίς να ξέρει αν ήταν καν άνθρωπος και μελαγχολούσε με τα ποίηματα της Nienna.

 

Συνομιλούσε μαζί τους όσο περισσότερο μπορούσε και ήθελε να τους γνωρίσει όλους από κοντά.

 

Kαι κάπου εκεί βγήκε το Topic: «Μυτίνγκιο…»

 

Με συνοπτικές διαδικασίες και καμιά εικοσαριά replies, κανονίστηκε «στο γνωστό μέρος» που για τα μέλη ήταν το «Ποδήλατο» στα Εξάρχεια. Το θυμόταν σαν εικόνα, αν και δεν είχε πάει ποτέ στη ζωή του. Ένα μικρό υπόγειο με ωραία βιτρίνα.

 

Ώρα συνάντησης, 20.45 ακριβώς!

 

Ήταν ήδη 18.45 και έτρεμε από συγκίνηση, χωρίς να ξέρει ότι δύο ώρες και λίγα λεπτά αργότερα θα έτρεμε ξανά για τελείως διαφορετικούς λόγους.

 

20.27 ήταν στην πλατεία Εξαρχείων. Προλάβαινε να φάει ένα σουβλάκι από τον Κάβουρα και το έκανε. Ήπιε νερό και έφαγε 3 τσίχλες διαφορετικών γεύσεων μαζί για να μην πάθουν μέσα στο υπόγειο ασφυξία από την τζατζικίλα.

 

Ασφυξία από την ανάσα του… ΧΑΧΑ

 

Δεν είχε ιδέα τι είναι η ασφυξία…

 

Με γόνατα σχεδόν να τρέμουν κατέβηκε τα σκαλιά του Ποδήλατου στις 20.41

 

Κοίταξε τα γεμάτα τραπέζια και αναρωτήθηκε πού θα καθόντουσαν.

 

«-Νωρίς θυμήθηκες ότι δεν έχεις ούτε ένα τηλέφωνο από τα παιδιά. Εμπιστεύτηκες την Thrillian που είπε ότι η παρέα θα ξεχωρίζει. Καλά να πάθεις τώρα…»

 

Στηρίχτηκε στο μπαρ και άρχισε να περιεργάζεται τους πελάτες. Χωρίς να ξέρει ότι ο μπάρμαν πίσω από τον πάγκο περιεργαζόταν αυτόν.

 

Μια κοπέλα με μαύρα δερμάτινα ρούχα, αλυσίδες και μπλε μαλλιά μπήκε στο μαγαζί κρατώντας το μεγαλύτερο λυκόσκυλο που είχε δει ποτέ. Οι θαμώνες φάνηκαν να αναστατώνονται. Με αυτοπεποίθηση που ξεχείλιζε από το κάτασπρό της πρόσωπο περπάτησε προς το μπαρ και στάθηκε λίγο δίπλα μου. Από το εσωτερικό του δερμάτινού σακακιού της έβγαλε ένα τεύχος των Συμπαντικών Διαδρομών και το κοπάνησε επιδεικτικά στο σκούρο ξύλο του πάγκου. Ο μπάρμαν συνωφρυώθηκε λες και το περιοδικό ήταν δικό του.

 

«-Είσαι εδώ για το μύτινγκ;» Ρώτησε τρίβοντας τη μύτη του.

 

«-Είμαι ο iliosporos» και έτεινε το χέρι του προς αυτήν

 

Ο σκύλος άρχισε να γαυγίζει μανιωδώς προς το απλωμένο χέρι του, και ήταν σίγουρος πως αν το έπιανε στα σαγόνια του θα αναγκαζόταν για μια ζωή να φοράει παπούτσια με αυτοκόλλητα. Χωρίς να του απαντήσει η κοπέλα με τα μπλε μαλλιά ούρλιαξε:

 

«-Όλοι εδώ;»

 

«Μάλιστα» ακούστηκε μια ομοβροντία από τους θαμώνες, που ο αντίλαλος στο χαμηλοτάβανο μαγαζί την έκανε να ακούγεται πιο δυνατά και από τις κραυγές των 300 και όσων είχαν πάρει εισιτήριο για την ταινία μαζί.

 

Η πόρτα έκλεισε μόνη της με γδούπο. Ρολά έπεσαν από το ταβάνι μπροστά στην βιτρίνα και τα πετάλια από το παλιό ποδήλατο στη βιτρίνα άρχισαν να γυρνάνε μόνα τους.

 

Όλοι οι πελάτες του μαγαζιού σηκώθηκαν όρθιοι. Ξαφνικά του φάνηκαν δισδιάστατοι λες και ήταν χάρτινοι. Δεν μπορούσε να δει όλες τις πλευρές τους. Τη μία στιγμή έβλεπε ένα παραμορφωμένο πρόσωπο με γαλάζιο πουκάμισο και μουσάκι, και την επόμενη κάτι που έμοιαζε με κινούμενη λεπτή οθόνη υγρών κρυστάλλων όπως την βλέπεις από τα πλάγια. Λες και όλοι οι θαμώνες του μαγαζιού ήταν εικόνες με δύο μόνο διαστάσεις. Τότε παρατήρησε ότι δεν ήταν όλοι άνθρωποι. Σε έναν καναπέ πρόσεξε το ζεύγος Simpsons, ενώ δίπλα μια λεοπάρδαλη έτοιμη να χασμουρηθεί. Τον εξωγήινο του Bugs bunny και δίπλα, έναν καπετάνιο υποβρυχίου με παλαιομοδίτικο ντύσιμο.

 

Μια ταμπέλα που έγραφε “enter at your own risk” άρχισε να αναβοσβήνει στον τοίχο.

 

Ήταν ο μόνος άνθρωπος μαζί με έναν σκύλο και καμιά πενηνταριά αιωρούμενες φουτουριστικές γκραβούρες.

 

Δεν ήταν καθόλου καλά. Μήπως έφταιγε το σουβλάκι από τον Κάβουρα;

 

«-Παρουσιαστείτε» φώναξε η κοπέλα με τα μπλε μαλλιά και το άσπρο πρόσωπο.

 

Τα παλλόμενα πλαίσια που πρόβαλλαν αυτές τις φιγούρες άρχισαν να κινούνται ανεξέλενκτα. Φλέβες άρχισαν να τα τυλίγουν, και καπνοί να πλυμμηρίζουν την ατμόσφαιρα. Μέσα από τις ανυπόστατες εικόνες, έβγαιναν άνθρωποι λες και έβλεπε την ταινία The Ring στον Κωτσόβολο μπροστά σε 50 οθόνες, και από όλες έβγαινε και μία βρεγμένη μάγισσα. Ακόμα και από την ταμπέλα που αναβόσβηνε βγήκε κάποιος.

 

Άγνωστα πρόσωπα. Χαρούμενα. Τον τρόμαζε το γέλιο τους εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή. Τα μέλη του forum παρουσιάστηκαν μπροστά του σε όλο τους το μεγαλείο.

 

Το πελώριο λυκόσκυλο ούρλιαξε, και έκανε το ήδη παγωμένο αίμα στις φλέβες του να πιάσει θρεμοκρασία υγρού αζώτου. Ο άνθρωπος φρέον.

 

Και ενώ το αστείο που σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή έριξε άλλους 5 βαθμούς την θερμοκρασία στο κορμί του, ο σκύλος έκοψε απότομα το ουρλιαχτό, σηκώθηκε στα πίσω πόδια, ψήλωσε, έβγαλε πέλματα και ενώ το τρίχωμα μετατράπηκε σε μαύρα ρούχα το κεφάλι του πήρε ανθρώπινη μορφή και έμοιαζε με μια γυναίκα της οποίας την ομορφιά είχε θαυμάσει τόσες φορές στο sff. Faia de Wolf.

 

«-Μα… Πώς;;» ήταν το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει τρέμοντας ολόκληρος.

 

«-Κρίμα… Και όλοι νομίζαμε ότι είχες αρκετή φαντασία. Μα… Πώς;» ήταν η ειρωνική απάντησή της.

 

Πήρε το περιοδικό που λίγο πριν η ιδιοκτήτριά της (που τώρα είχε μεταμορφωθεί σε άντρα) είχε ακουμπήσει στο μπαρ και το άνοιξε.

 

Έσπασε ένα ποτήρι από το μπαρ και με την κοφτερή άκρη του χάραξε στο πάτωμα ένα περίεργο σύμβολο. Ο iliosporos κύλησε Παρά τη θέλησή του στο έδαφος και στάθηκε στο κέντρο του συμβόλου.

 

Μια επίκληση σε μια άγνωστη γλώσσα, και ξαφνικά από τις πλευρές του σχήματος υψώθηκαν αόρατες πλάκες που τον πίεζαν στο εσωτερικό τους.

 

Εγκλωβισμένος… Πίεση.

 

Ένοιωσε την μύτη του να συνθλίβεται κάτω από της τερατώδη δύναμη και τα αρχαία δαιμόνια που είχαν βρει ηλεκτρονικό τρόπο έκφρασης χιλιάδες χρόνια μετά την μέρα δημιουργίας τους.

 

Ασφυξία… Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα.

 

Δίπλα του ένα πλάσμα που κατάπινε μάτια και ένας περίεργος άντρας τον πήρε στην αγκαλιά του. Η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε και ο κάποτε γνωστός ως Ηλίας, με το nickname iliosporos και το απαίσιο χιούμορ έγινε μια ζωντανή φωτογραφία.

 

«-Καλωσήρθες στο forum Iliospore» του είπε η Faia και χαμογέλασε ζεστά για πρώτη φορά.

 

Εκείνος δεν μπορούσε να μιλήσει αλλά λίγο πριν δισεκατομμύρια pixels κυλήσουν μέσα του για πάντα, πρόλαβε και σκέφτηκε.

 

«-Γιατί δεν έβαλα στο Profil μου μια φωτογραφία με την Pamela;;;»

Edited by iliosporos
Link to comment
Share on other sites

Μπράβο παιδιά! Με τέχνη, φαντασία, και αγάπη πάνω απ΄όλα, γραμμένες. Ειδικά η εκδοχή της Ναρουάλις (ε, στο δεύτερο μέρος είχα και το πέρασμά μου :showoff: ) μου άφησε μια γλυκόπικρη αίσθηση νοσταλγίας για καταστάσεις που δεν έχω αναμνήσεις να ανακαλέσω. Σολεδαδ (Πορτογαλικα) νομιζω είναι η κατάλληλη λέξη. Νοσταλγια και επιθυμια για τον τόπο σου και την ζωη που έχεις αφήσει εκεί πίσω, ίσως ανεπιστρεπτί..

Και βέβαια τα εύσημα πάνε στον Ντίνο για την ιδεα που κατέβασε..

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Αποφάσισα να πάω και εγώ. Τι στο δαίμονα; Τόσο καιρό είχε ανοίξει το μπαρ Σου Φου Φου και δεν τα είχα καταφέρει ακόμα να πάω να πω τα καλορίζικα. Όποτε άκουγα κάποιον πάντως να μιλάει για αυτό, γέλαγα από μέσα μου και έλεγα ότι όλοι εκεί πίνουν πολύ. Τους άκουγες να μιλάνε για αυτό, με ένα τρόπο, λες και είχαν να κάνουν με κάτι εξωπραγματικό. Έλεγαν για περίεργες συναντήσεις με ‘’ανθρώπους’’ από αλλού, γαστρονομικά υπερφυσικά γεύματα και κάτι που ακούγεται σαν μυτιγκια αλλά μπορεί να είναι και μυρμήγκια…

 

Πρώτη μου συνάντηση είπα και πήγα σπίτι μου να βάλω κάτι καλό. Μετά από πολύ ώρα κατέληξα σε ένα ξεθωριασμένο τζιν και ένα απλό φούτερ. Κλειδιά, κινητό, τσιγάρα, λεφτά. Τα έχω όλα. Έφυγα. Αλλά που να πάω; Δεν ξέρω την διεύθυνση. Μπήκα στο site να βρω πληροφορίες αλλά τζάμπα κόπος. Έκανα log in μήπως είναι κανείς μέσα να με βοηθήσει. Πάλι τίποτα. Περίεργο. Όπου έψαχνα πληροφορίες για το μπαρ έβρισκα κάτι ακαταλαβίστικα κείμενα με λέξεις περίεργες και άγνωστες για εμάς τους αδαείς. Κάτω κάτω όμως έλεγε.

 

 

Αν θέλεις και εσύ, μαζί, να ‘ρθεις να πιεις

 

Τα παρακάτω λόγια, πρέπει να μας πεις

 

 

Αγκαρθ σουλ ντε με κρετο

 

Γκριμν σε πουλ εβερφρελτο

 

Αγκαρθ σουλ ντδιδε πανα

 

Κουλμ δε νωζπ τε ζτραμανα

 

 

Και θα φάμε τραχανά. Μωρέ τι βλακείες είναι αυτές. Θα κάθομαι και θα λέω αυτές τις μπούρδες και έτσι θα μάθω τη διεύθυνση; Πάω στο μπαράκι της γειτονιάς μου καλύτερα. Κάτι όμως με κράτησε και – από περιέργεια – άρχισα να το διαβάζω δυνατά για να το ακούω κιόλας. Μάλλον τώρα που το σκέφτομαι το είχα δει σαν άσκηση ορθοφωνίας…

 

 

Μια ζαλάδα άρχισε να με πιάνει σιγά – σιγά και όλα σκοτείνιασαν. Έτριβα τα μάτια μου, προσπαθούσα να δω γύρω μου αλλά τίποτα. Όλα μαύρα. Πήγα να λιποθυμήσω αλλά πιάστηκα από το γραφείο μου και κρατήθηκα. Αλλά δεν ήταν το γραφείο μου. Ήταν… Ήταν μια μπάρα. Και δεν καθόμουν πια στη καρέκλα μου αλλά σε ένα σκαμπό. Το φως μου, άρχισε να επανέρχεται και κατάλαβα – χωρίς να ξέρω πως - ότι είχα πάει σε ένα μπαρ. Είχα διακτινιστεί. Καλά τώρα. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται είπα. Μάλλον κοιμάμαι. Με πήρε ο ύπνος με τις βλακείες που διάβαζα. Αλλά μιας και μπορώ να σκέφτομαι στον ύπνο μου ας το διασκεδάσω λίγο. Και βγήκα έξω από την πόρτα να δω την ταμπέλα. Ήταν μπαρ. Το Σου Φου Φου. Μια μεγάλη ξύλινη ταμπέλα με διάφορες επιγραφές γύρω από τα γράμματα. Αλλά δεν στηριζόταν πουθενά. Ούτε δοκάρια στη γη να την κρατάνε, ούτε σκοινιά να κρέμεται από κάπου, ούτε τίποτα. Και γιατί να έχει; Όνειρο είναι ας το κάνουμε λίγο πιο sci-fi. Ξαναμπήκα μέσα. Το μπαρ ήταν άδειο. Ο δίσκος είχε φτάσει στο τέλος του και η βελόνα χοροπήδαγε. Στο μπαρ υπήρχαν μερικά ποτά, όπως και στα τραπέζια αλλά κανένας πελάτης. Τι πελάτης, που ούτε προσωπικό δεν υπήρχε… Άρχισα να φωνάζω. Πήγα πίσω από την μπάρα. Τίποτα. Δεν πειράζει. Θα σερβίρω τον εαυτό μου απόψε.

 

Τι θα πιείτε κύριε;

 

Μια βότκα πορτοκάλι, παρακαλώ.

 

Ορίστε.

 

Ευχαριστώ πολύ.

 

 

Ωραία είναι αλλά βαριέμαι μόνος μου. Να είχα και κάποιον να μιλήσω, καλά θα ήταν.

 

Κατουριέμαι. Πού να είναι η τουαλέτα; Ελπίζω να κατουράνε κανονικά σε αυτή τη διάσταση γιατί δεν είμαι συνηθισμένος σε εξωδιαγαλαξιακά κόλπα.

 

Τη βρήκα. Δεξιά από το μπαρ. Κοντεύω να σκάσω. Και εκεί τον είδα. Δεν τον είχα γνωρίσει από κοντά, αλλά είχα δει φωτογραφία του. Ήταν ο DinoHajiyorgi. Πεσμένος κάτω σε μια γωνία της τουαλέτας με αίματα πάνω του. Πολλά αίματα. Έτρεξα κοντά του.

 

- Τι έγινε Ντίνο; Τι έπαθες; Χτύπησες;

 

- Μια σιγανή φωνή, ίσα που ακουγόταν απάντησε. Ποιος είσαι;

 

- Ο Cosmo είμαι. Τι έγινε;

 

- Στ‘ αλήθεια είσαι εσύ;

 

Ναι. Τι έπαθες; Και σηκώθηκε αμέσως επάνω με δύναμη που κανείς δεν θα φανταζόταν ότι είχε εκείνη τη στιγμή και μου είπε γρήγορα και καθαρά.

 

- Στην τρίτη πόρτα, μέσα από το καζανάκι, υπάρχει ένα κουμπί. Πάτησε το και θα δεις μια σκάλα. Κατέβα γρήγορα και εκεί θα στα εξηγήσουν όλα.

 

- Μα…

 

- Δεν έχει μα και ξεμά… Τρέχα δεν έχουμε χρόνο.

 

Δεν ξέρω ακριβώς τι έπαθα. Σάστισα; Πανικοβλήθηκα; Φοβήθηκα; Μπορεί και όλα μαζί. Μπήκα στην πόρτα που μου είπε και έβγαλα βιαστικά το καπάκι. Βρήκα στον πάτο του ένα κουμπί και το πάτησα. Η λεκάνη γύρισε και εμφανίστηκε από κάτω της μια μικρή σκάλα που κατέβαινε αρκετά κάτω.

 

Τρέχα, μου είπε ο Ντίνος και ο τρόπος του δεν άφηνε περιθώρια για διαφωνίες.

 

Η σκάλα ήταν γυριστή και από ένα σημείο και έπειτα δεν έβλεπα τίποτε. Το απόλυτο σκοτάδι. Ψηλάφιζα την κουπαστή της και κατέβαινα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

 

Έψαχνα το επόμενο σκαλί και κατέβαινα.

 

Γρήγορα. Άκουσα μια φωνή να μου φωνάζει ψιθυριστά.

 

Προσπάθησα να κατέβω πιο γρήγορα αλλά μάταια. Είχα φτάσει σε ίσιωμα.

 

Προς τα πού να πάω τώρα; Δεν βλέπω τίποτα.

 

Ένα χέρι άρπαξε το δικό μου και με τράβηξε προς άγνωστη κατεύθυνση για μένα.

 

- Μην φωνάξεις γιατί θα μας προδώσεις όλους.

 

Όλους; Δηλαδή υπάρχουν και άλλοι εδώ; Και δηλαδή αυτός που με τραβάει ποιος είναι; Δεν μπορώ να τον δω. Μακριά σαν σε τούνελ βλέπω κάτι να φέγγει. Μάλλον κάπου βγάζει αυτός ο διάδρομος.

 

- Άσε με. Του φώναξα. Βλέπω που πρέπει να πάω. Φαίνεται το τούνελ.

 

- Βλάκα. Αν πας από εκεί είσαι τελειωμένος. Και πίστεψε με δεν είναι καθόλου ωραίο τέλος.

 

- Τότε που πρέπει να πάμε;

 

Με έστριψε απότομα σε μία στροφή και ένοιωσα σαν να περνούσα μέσα από ένα τοίχο.

 

Λίγα δευτερόλεπτα μετά ένα φως εμφανίστηκε και μπόρεσα να διακρίνω διάφορα πρόσωπα.

 

 

Ο Sylook καθόταν παράμερα μόνος του και ζωγράφιζε κάτι σαν διαστημόπλοιο.

 

Γύρω μου ήταν, ο iliosporos που τον αναγνώρισα από την φωτογραφία του, η naroualis, ο Dune, η Nienor, ο Darky, και άλλοι που μου συστήθηκαν γρήγορα και ψιθυριστά. Το χέρι που με είχε αρπάξει και με είχε φέρει εδώ, περνώντας με, μέσα από σκοτεινά μονοπάτια και διαδρόμους, ήταν του Dain.

 

- Εσύ ποιος είσαι; Με ρώτησε ευγενικά η Nienor.

 

- Κάποιος μαλάκας που θα μας καταστρέψει όλους. Η απάντηση και το καλωσόρισμα του Dune, με αποστόμωσαν και δεν ήξερα τι να πω.

 

- Είμαι ο Cosmo κατάφερα και ψέλλισα.

 

- Αυτό μας έλειπε. Ένα στραβάδι χωρίς δυνάμεις. Ο Iliosporos, φανερά απογοητευμένος από την παρουσία μου, έφυγε παράμερα και κάθισε δίπλα στον Sylook.

 

- Τι κάνει αυτός εκεί; Ρώτησα τον Dain που φαινόταν πιο διατεθειμένος να μου εξηγήσει τι συμβαίνει.

 

- Διάφοροι από εμάς πολεμάνε όπως μπορούνε τους ΠΑΣ.

 

- ΠΑΣ είναι οι Πολεμιστές της Αντιπραγματικότητας και της Συνέπειας. Δηλαδή είναι μια ένωση ανθρώπων που πολεμάνε και προσπαθούν να καταστρέψουν οτιδήποτε είναι ενάντια στη φύση του πραγματικού και λογικού. Κάποιοι από εμάς όπως σου είπα πολεμάνε με αυτούς με ότι δυνάμεις έχει ο καθένας. Θυμάσαι εκείνο το φως που είδες και νόμιζες ότι είναι η έξοδος;

 

- Ναι.

 

- Λοιπόν είναι εικονική έξοδος. Ο Robin κατάφερε να δημιουργήσει μια εικονική πραγματικότητα που να μοιάζει σαν κάποιο χώρο που κρυβόμαστε όλοι εμείς. Όποιος πάει εκεί, θα τηλεμεταφερθεί στη Σεβαρέζη, όπου περιμένει η Faia de wolf με τους λύκους της να κατασπαράξει όποιον περάσει, χωρίς να περιμένει εξηγήσεις, ποιος είναι και τι θέλει.

 

- Και ο Syllok εκεί τι κάνει;

 

- Σχεδιάζει τον τρόπο που θα φύγουμε από εδώ.

 

- Θα φύγουμε καβάλα σε ένα σκίτσο.

 

- Δεν είναι σκίτσο βλάκα. Μπορεί να το κάνει αληθινό αν θέλει. Είναι η ειδική δύναμη του.

 

- Δηλαδή είμαι τυχερός που σας βρήκα, έ;

 

 

Ο Dain απομακρύνθηκε και όλοι άρχισαν να ψιθυρίζουν και να με κοιτάνε λοξά. Τότε θυμήθηκα τον Ντίνο. Παιδιά, ο Ντίνος είναι επάνω και μάλλον είναι χτυπημένος, φώναξα, μέσα στην σκέψη του τι μπορεί να είχε πάθει τόση ώρα.

 

Ο Robin με πλησίασε και μου εξήγησε ότι ο Ντίνος ήταν μια χαρά, αλλά έπρεπε να βρεθεί κάποιος θαρραλέος και να κάτσει επάνω για να μπορεί να ειδοποιήσει όσους δικούς μας ερχόντουσαν μετά. Ο πρώτος που είχε προσφερθεί ήταν αυτός.

 

Και τώρα τι πρέπει να κάνουμε, ρώτησα. Πως τους πολεμάμε;

 

- Θα μάθεις. Όμως πρέπει και εσύ να κάνεις κάτι.

 

- Ναι. Ότι να ‘ναι.

 

- Θα πρέπει να ανακαλύψεις ποιος από εδώ μέσα δίνει πληροφορίες στους ΠΑΣ. Εσένα δεν σε ξέρουνε καλά και μπορεί να τους ξεφύγει κάτι. Όταν εγώ βρίσκομαι εδώ, όλοι είναι επιφυλακτικοί. Σε λίγο θα φύγω με τον Atrelegis και λίγο αργότερα θα γυρίσει μόνος του και θα πει ότι με έπιασαν οι ΠΑΣ. Αυτός που μας έχει δώσει σίγουρα θα προσπαθήσει να μιλήσει μαζί τους και τότε εσύ θα τον ανακαλύψεις.

 

- Εντάξει. Εσύ σίγουρα θα είσαι καλά;

 

- Ναι. Θα είμαι μια χαρά.

 

Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε και έφυγε. Ο Dain με κοίταξε με ένα βλέμμα που σήμαινε ότι τα ήξερε όλα που είχα συζητήσει με τον Robin.

 

- Dain; Τι έλεγες πριν για ειδικές δυνάμεις που έχει ο καθένας μας;

 

- Πήγαινε στη Naroualis. Θα σου πει εκείνη τη δύναμη σου. Αυτή είναι η δική της δύναμη.

 

Η Naroualis καθόταν λίγο παράμερα μόνη της.

 

- Καλησπέρα. Ο Dain μου είπε να έρθω σε σένα να μου πεις ποια είναι η δύναμη μου.

 

Έκλεισε τα μάτια της και άγγιξε με το χέρι της, το δικό μου. Μια δόση μικρού ηλεκτρικού φορτίου ένιωσα να με διαπερνά για μερικά δευτερόλεπτα.

 

- Λυπάμαι. Μάλλον δεν έχουμε όλοι μας δυνάμεις.

 

Τι περίμενα; Να μπορώ να πετάω; Να είμαι αόρατος ή να φτύνω φωτιά;

 

Δεν έχουμε όλοι δυνάμεις είπε αλλά μπορούμε με μεγάλη προσπάθεια και υπομονή να αποκτήσουμε. Αν το θέλεις πολύ, ίσως και να τα καταφέρεις.

 

Έχει δίκιο. Στο κάτω – κάτω κοντεύω να ξεχάσω ότι είναι όλα ένα όνειρο και στα όνειρα κάνεις ότι θες. Στο επόμενο όνειρο να θυμηθώ να πάω στο σουβλατζίδικο του σου φου φου γιατί εδώ έχω αρχίσει ήδη να πεινάω.

 

Ο Atrelegis ήρθε μέσα πανικόβλητος. Πιάσανε τον Robin – Hood. Φώναζε τόσο πολύ και τόσο αληθινά που για μια στιγμή πίστεψα πως κάτι στράβωσε και τον έπιασαν στ’ αλήθεια. Ο Dain γύρισε και με κοίταξε και σιγουρεύτηκα πως όλα πήγαιναν βάσει σχεδίου.

 

 

 

Όλοι εδώ. Κοίταζαν και άκουγαν τον Atrelegis με ανυπομονησία να μάθουν τι έγινε τελικά. Όλοι εδώ. Sylook, iliosporos, naroualis, Nienor, Darky, Dain…. Dune?

 

Τελικά κάποιος έλειπε. Έκανα με τρόπο δύο βήματα πίσω και τον είδα. Είχε βγάλει από την τσέπη του κάτι σαν κινητό και πληκτρολογούσε κάτι που δεν μπορούσα να δω από εκεί που ήμουν. Πλησίασα αργά και….

 

Βρήκα το ταλέντο μου. Να τα κάνω όλα μπάχαλο. Έπεσα πάνω σε ένα κιούπι που υπήρχε εκεί και ο θόρυβος από το σπάσιμο του και το σώριασμα μου, τον έκαναν να γυρίσει και να με δει.

 

Πρόλαβα να φωνάξω και εμφανίστηκε ο Darky.

 

- Darky, ο Dune μας πρόδωσε στους ΠΑΣ. Πιάστον.

 

Ο Darky άρχισε να φουσκώνει και να μεγαλώνουν οι μύες του, τόσο όσο να μην χωράει ποια κανείς να βγει από το δωμάτιο.

 

- Μην στεναχωριέσαι cosmo. Θα τον αναλάβω εγώ. Είπε και άπλωσε το δεξί του χέρι και τον έπιασε από το λαιμό.

 

- Όχι, δεν είναι αυτό που νομίζ…., πήγε να πει ο Dune και εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας φοβερός κρότος και φωνές να ουρλιάζουν ότι ήρθαν.

 

- Ο Darky, με ρώτησε αν θέλω βοήθεια και αφού του την αρνήθηκα, πήρε τον Dune από το λαιμό και έφυγε τρέχοντας. Σηκώθηκα και εγώ να φύγω αλλά πως…

 

Κατάφερα και έσπασα το πόδι μου. Φοβερό ταλέντο. Απορώ αν οι άλλοι έχουν τόσο ιδιαίτερες δυνάμεις. Διάφοροι τύποι με άσπρες στολές, με πλησίασαν και με βοήθησαν να σηκωθώ.

 

- Μη φοβάσαι, μου είπαν. Είμαστε εδώ για να σε βοηθήσουμε. Έλα μαζί μας.

 

- Τι συμβαίνει εδώ; Ποιοι είστε;

 

- Είμαστε οι ΠΑΣ. Περίθαλψη Αναρχικών Συγγραφέων.

 

 

 

Μου φόρεσαν μια άσπρη μπλούζα με μακριά μανίκια που δένουν πίσω στην πλάτη.

 

Στο δρόμο μέχρι εδώ μου είπαν ότι θέλουν το καλό μας και προσπαθούν να μας βοηθήσουν. Μου είπαν επίσης ότι δημιουργούμε κόσμους μέσα από τα γραπτά μας για να μπορούμε να διαφεύγουμε σε αυτούς όποτε νιώθουμε εγκλωβισμένοι. Αλλά καταλαβαίνω ότι αυτό είναι επικίνδυνο για την κοινωνία.

 

Σας είπα όλα αυτά που ξέρω γιατρέ, και πιστεύω πως τώρα είμαι καλά και μπορώ να βοηθήσω να συλληφθούν όλοι αυτοί που σας ξέφυγαν. Μπορείτε να μου βγάλετε τώρα την μπλούζα;

Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλό Cosmo. Μου άρεσαν οι στοίχοι της "εισόδου" και το σουρεάλ αλλά ενδιαφέρον φινάλε. Οι "κύριοι με τα άσπρα" είναι μια καλή προσθήκη "κακών" στην μυθολογία του μπαρ σου-φου-φου. :thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, στον δρόμο μ’έπιασε νεροποντή. Μόλις είδα το στενόμακρο κτίριο από μακριά ξεκίνησε τρομερό πατιρντί, σαν ποδοβολητό. Άκουσα γύρω μου παρκαρισμένα αυτοκίνητα να σπάνε και να στριγκλίζουν με τους συναγερμούς τους. Φυσικά. Έπεφταν καρεκλοπόδαρα. Έγινα χαλκομανία στις μουχλιασμένες προσόψεις και γλίστρησα προς τον προορισμό μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ την αγγλική έκφραση όταν γάτες και σκυλιά άρχισαν να σκάνε γύρω μου. Το θέαμα ήταν φριχτό. Ευχήθηκα η Nienna να μην ήταν στο μπαρ για να το δει αυτό. Αν δεν την είχε καταπιεί ήδη το μυστήριο.

 

Γλιστρώντας στο πεζοδρόμιο κατάφερα να φτάσω στην είσοδο. Ανέβηκα την στριφογυριστή σκάλα προσπαθώντας να καταπολεμίσω την ναυτία που με έζωνε. Το κτίριο λικνιζόταν σαν καράβι σε φουρτούνα. Άκουγες τα θεμέλια να βογκούν θυμωμένα, σαν να ήταν έτοιμα να ραγίσουν και να ρουφήξουν το μπαρ στα απύθμενα έγκατα.

 

Στην αρχή νόμισα πως ήμουν ο μόνος πελάτης. Το φως των λυχναριών ήταν ισχνό, πάλι είχαμε πρόβλημα με το ηλεκτρικό. Βρόντηξε ο ουρανός, άστραψαν τα τζάμια γαλάζια. Με ένα στιγμιαίο φλας είχα την εικόνα του χώρου στο κεφάλι μου. Στην δεξιά μου γωνία υπήρχε μάζωξη από μαυροφορεμένα σκιάχτρα. Δεν τους αναγνώρισα χωμένους στα ημίψηλα τους καπέλα. Μου θύμισαν νεκροθάφτες που ξεπήδησαν από το Όλιβερ Τουίστ. Ήταν σκυμμένοι πάνω από τα ποτά τους, με την κορυφή των καπέλων τους σχεδόν να αγγίζουν στο κέντρο. Αν συζητούσαν εγώ δεν άκουγα κιχ.

 

Δύο τραπέζια παρακάτω, στη σκιά κάποιας κουρτίνας ήταν ο Guardian of the Rune Ring #1. Έπινε μόνος του, κοίταζε γύρω σαν να περίμενε τον φονιά του.

 

Στην απέναντι αριστερή γωνία, στο μπαρ, ήταν ως συνήθως ο Dain, σκούπιζε σκεφτικός τον πάγκο του. Στην άκρη της μπάρας στον τοίχο, ακουμπούσε, μόνο του, άλλο ένα από αυτά τα σκιάχτρα. Μαύρα γυαλιά κάτω από τον γείσο του ημίψηλου κάλυπτε τα μάτια του. Έπινε νωχελικά ένα φωσφορίζον γαλάζιο ποτό. Κρατούσε τα χείλη του ερμητικά κλειστά αλλά τον άκουσα να χτυπάει τα δόντια του από μέσα. Ήταν ένας ανατριχιαστικός ήχος. Τσακ-τσακ. Τσακ-τσακ. Σαν κάποιο διεστραμμένο τικ.

 

Αντάλλαξα ένα νεύμα με τον Dain και πήρα ένα σκαμπό.

«Βάλε κάτι ζεστό. Εννοώ δυνατό. Το κρύο με έχει βρει στην ραχοκοκαλιά απόψε.»

Μού’βαλε κάτι κόκκινο. Δεν ρώτησα τι ήταν, δεν χρειαζόταν. Μου έκαψε τα σωθικά και το ευχαριστήθηκα. Του ζήτησα να μου το ξαναγεμίσει.

«Τι τρέχει;» με ρώτησε.

«Εσύ τι λες; Πόσοι έχουμε μείνει; Είδες κανέναν άλλον σήμερα;»

Έγνεψε προς τον Guardian #1.

«Ό,τι βλέπεις.»

Έσκυψα εμπρός και του ψιθύρισα.

«Δε μου λες… Τους Guardian τους έχεις δει ποτέ μαζί; Μια βλέπουμε τον #1 μια τον #2, ποτέ και τους δύο.»

«Που το πας;»

«Νομίζω πως και οι δύο είναι στην πραγματικότητα ένας.»

«Μα δεν μοιάζουν φυσιογνωμικά.»

«Και αυτό είναι απόδειξη; Όχι σε αυτό το μπαρ φίλε μου.»

«Και;»

«Και…δεν ξέρω, είναι ύποπτο. Οι Guardian ή ο Guardian είναι ύποπτος.»

«Σου την έχει δώσει βλέπω για τα καλά.»

«Γιατί; Εσένα δεν; Που είναι η Nienor, η Nienna, ο Cosmo, ο Nikosal, ο Month, οι Darky, RaspK, Twocows, Heiron, Naroualis, Darkchilde…ο…» κόντεψαν να με αρπάξουν οι λυγμοί.

«Έχουν δει εμένα τα μάτια μου πίσω από αυτή τη μπάρα…ο κύκλος γυρίζει, όσοι φεύγουν πάντα επιστρέφουν…»

« Δεν είμαι τρελός…Με ξέρεις… Δεν θα ήμουν ποτέ από τους πρώτους να αρχίζω να ουρλιάζω για συνομοσίες. Αλλά έχουμε εκμηδενιστεί. Και ο ένοχος… σαν να τον βλέπω… έρπει εκεί στην άκρη του ματιού μου τόσο φανερός αλλά ταυτόχρονα τόσο ύπουλα καλυμμένος…»

«Κοφ – συγνώμη…»

 

Ένας στραβός τύπος στεκόταν ξαφνικά πίσω μου και με κοίταζε με περίεργη επιμονή. Ξερόβηχε και έφτυνε σκόνη. Την μύρισα, ήταν σκόνη βιβλιοθήκης.

«Ορίστε;» είπα εκνευρισμένος. Για κάποιον άγνωστο λόγο ήθελα να τον αρπάξω από το λαιμουδάκι και ήθελα να του το σφίξω.

«Κοφ – Στη συνομωσία το δεύτερο ο είναι με ω. Σας άκουσα που την είπατε με δύο ομικρον… Κοφ!»

«Παράτα μας άνθρωπε μου! Μας γέμισες και με την σκόνη σου!»

Έκανε πίσω και αποτραβήχτηκε σε κάποιο τραπέζι. Γύρισα πάλι στον Dain.

«Ποιος στο Γκόλουμ ήταν αυτός;»

«Ο Electroscribe. Είχα καιρό να τον δω.»

«Καιρό; Ύποπτο κι αυτό.»

«Μπα, είναι πολύ δικός μας για να έχει κίνητρο.»

 

«Θες κίνητρο; Ο… Ξέρεις για ποιον λέω.»

Ο Dain με κοίταξε και ήταν σαν να μιλούσαμε με το βλέμμα.

«Μα εκείνος έφαγε ban.»

«Εγώ υποψιάζομαι πως είναι ακόμα ανάμεσα μας. Με άλλη ταυτότητα. Και κανείς μας δεν τον είχε δει καλά τότε φυσιογνωμικά…ε;»

«Αν χρησιμοποιούσε νέα ταυτότητα θα το ήξερα…»

«Είσαι σίγουρος;»

Η αμφιβολία πλημμύρισε τα μάτια του. Μου γέμισε πάλι το ποτήρι αδειάζοντας το μπουκάλι.

«Επιστρέφω» είπε σκεφτικός και χάθηκε στην κουζίνα με το άδειο μπουκάλι.

 

Ήπια λίγο από το ζεστό λικέρ. Ακόμα εκνευρισμένος.

Τσακ-τσακ. Τσακ-τσακ.

Ήμουν στην τσίτα, ίσως γύρευα τον τσαμπουκά. Αν θέλανε να με φάνε, εδώ ήμουν, έτοιμος για όλα. Πήγα μούρη με μούρη με το σκιάχτρο.

«Τρέχει τίποτα φίλε; Θες να πεις κάτι; Ζητάς φασαρία;»

Μια στενόμακρη, κολλώδη γλώσσα βγήκε από τα χείλη του, κατέβηκε ως το γαλάζιο ποτό στον πάγκο και άρχισε να κάνει μακροβούτια εκεί. Ξαφνικά νόμισα πως μια αόρατη λεπίδα του έκοψε το λαρύγγι καθώς ο λαιμός του άνοιξε σε ένα πλατύ, αιμάτινο στόμα και έβγαλε έναν γαργαριστό ήχο.

«Γκλαγκλχρρ…γκλργκχχ…»

Τα χείλη από πάνω χαμογέλασαν και το σκιάχτρο έβγαλε τα γυαλιά του. Δεν είχε μάτια εκεί στις κόγχες. Αλλά δύο ζευγάρια σαγόνια που ανοιγόκλειναν σπασμωδικά. Τσακ-τσακ. Τσακ-τσακ. Είχε όντως τικ στα βλέφαρα.

 

Σύρθηκα πίσω στο σκαμπό μου και άδειασα το ποτήρι μου. Ήρθε ο Dain με γεμάτο μπουκάλι και μου το ξαναγέμισε.

«Δεν είμαι σίγουρος για τίποτα» ψέλλισα. Η ζέστη του λικέρ ήταν χαλαρωτική. Κόκκινη. Ένιωθα χουχουλιασμένος και ασφαλής. Η μπάρα μαλάκωσε σαν πουπουλένιο στρώμα και άρχισε να κυματίζει.

«Όου, Dain…τι είναι αυτό το ποτό; Νιώθω υπέροχα…»

Με το που σήκωσα το κεφάλι ένιωσα σαν η Γη να συμπλήρωσε σε δευτερόλεπτα μια πλήρη περιστροφή στον άξονα της. Σαν να βρισκόμουν σε τρενάκι του λούνα-παρκ. Όλο το μπαρ έμοιαζε να λικνίζετε πέρα-δώθε σαν κούνια, βυθισμένο τώρα σε μια περίεργη γαλάζια ανταύγεια. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με το πρόσωπο του Dain. Ήταν σαν αντανάκλαση από διάφορους παραμορφωτικούς καθρέπτες.

«Φίλτατε Dain…κοίτα πως είσαι…» είπα χασκογελώντας και σαν έκανα μια κίνηση μπρος χτύπησα το κούτελο μου πάνω σε γυαλί.

 

Κάπου είχα παγιδευτεί. Δεν μπορούσα να σηκώσω τα χέρια μου, ούτε όμως και να σκύψω. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ήμουν μέσα σε ένα μπουκάλι, όλος ένα κεφάλι, βυθισμένος σε γαλάζιο υγρό. Ένα μπουκάλι που κρατούσε ο Dain. Με σήκωσε και με έβαλε στο ράφι πίσω από την μπάρα. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Κοίταξα δεξιά μου, όσο με πήγαιναν τα μάτια μου, ήμουν σίγουρος πως είδα την Nienor μέσα στο διπλανό μπουκάλι. Το κεφάλι της έπλεε μέσα σε πράσινο αλκοόλ. Στα αριστερά είδα τον Nikosal, να ανοιγοκλείνει βουβά και απελπισμένα το στόμα του σαν χρυσόψαρο μέσα σε ένα μπουκάλι με σκούρο γυαλί. Τον πήρε από εκεί ο Dain και από πίσω είδα τον Arachnida σε άλλο δοχείο. Όλοι οι σουφουφίτες τουρσί!

 

Κοίταξα μπρος. Όλα τα σκιάχτρα είχαν μαζευτεί μπροστά στην μπάρα με τα ποτήρια τους άδεια, σηκωμένα να περιμένουν το γέμισμα με αδημονία. Τους μοίρασε τον Nikosal και τον ήπιαν λαίμαργα μέχρι τελευταίας σταγόνας.

 

Ξαφνικά θυμόμουν. Είχα την απάντηση. Στην χώρα των Τσανκιτσίκ διψούσαν για ιστορίες. Ήταν σημαντικές για την επιβίωση τους. Αφηγητές και παραμυθάδες είχαν στεγνώσει. Ήταν μια τρομερή ξηρασία και έπεφταν σαν τις μύγες. Η φαντασία τους είχε ανάγκη από το κατάλληλο λιπαντικό. Είχαν ανάγκη από ουσίες και σουφουφουπνεύματα. Εδώ, μόνο σε αυτό το μπαρ υπήρχε η σωτηρία. Εδώ θα ξεκινούσε ο νέος τους λογοτεχνικός κύκλος.

 

Ο Dain με κοίταξε μελαγχολικά σαν να μου ζητούσε συγνώμη.

«Είναι δίκαιο» είπε, «μέχρι χθες τους πίναμε εμείς.»

 

Ακριβώς. Γι αυτό ήξερα και την λύση του μυστηρίου. Θα πρέπει τώρα να το ξέραμε όλοι μας. Όλες αυτές οι ιστορίες που γράφαμε. Ο δημιουργικός μας ίστρος. Τώρα θα θυμόμασταν την Τσανκιτσικία. Μέχρι χθες τους έπινα εγώ. Και ευχόμουν ο Dain να είχε δίκιο. Θα τον συμπληρώναμε κάποτε τον κύκλο ξανά. Θα επιστρέφαμε πάλι μια μέρα.

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

:D :D Καλόοοοο! Και πράγματι για να "πιείς κάποιον το ποτήρι", πρέπει πρώτα να τον "βάλεις στο μπουκάλι". Αρκεί να είναι αρκετά νόστιμος και να μη χαλάει με τον καιρό... ;)

 

Ωραίο και το κεφάλαιο του Cosmo πιο πάνω. Μ'αρέσει πολύ που ο καθένας βάζει ένα προσωπικό στυλ σε κάθε "επεισόδιο", αλλά και που όλα τελικά ταιριάζουν.

Link to comment
Share on other sites

Ντίνο, παιδί μου, κάθε φορά αναρωτιέμαι σε ποιον Τάρταρο θα μας πάς! Άψογο, απλά άψογο. Τικ. Τσακ-τσακ.

 

Cosmo, μιας και το επιβάλλουν οι κανόνες του παιχνιδιού, μπορώ να έχω την άδειά σου συνεχίζω την ιστορία σου;

Link to comment
Share on other sites

Ντίνο, παιδί μου, κάθε φορά αναρωτιέμαι σε ποιον Τάρταρο θα μας πάς! Άψογο, απλά άψογο. Τικ. Τσακ-τσακ.

 

Cosmo, μιας και το επιβάλλουν οι κανόνες του παιχνιδιού, μπορώ να έχω την άδειά σου συνεχίζω την ιστορία σου;

 

 

Φυσικά αγαπητή μου. Περιμένω με ανυπομονησία να δω πού θα την πας...

Link to comment
Share on other sites

ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΣ

 

Τον είχαμε πάρει γραμμή πολύ καιρό πριν, από τότε που ακόμη μας έκανε το θεατράνθρωπο. Θεατράνθρωπος! Χμφ! Αχυράνθρωπος μάλλον! Λες και θα μπορούσε ποτέ να μας ξεγελάσει, όπως ξεγελούσε τον εαυτό του!

 

Ο πρώτος που το κατάλαβε ήταν ο Robin. Τον πλησίασε πολύ διακριτικά, δήθεν κάνοντας το φίλο. Ύστερα έβαλε στο παιχνίδι εμένα και το Ντίνο. Εγώ επιβεβαίωσα ποιος ήταν κι ο Ντίνος το σκηνοθέτησε άψογα. Έβαλε βέβαια κι η Nienor το χεράκι της, αλλά τα εφέ με τα αίματα και τα δήθεν τραύματα ήταν εντελώς χολυγουντιανά, εντελώς χατζηγιώργικα. Του darky δεν του είπαμε τίποτε, άστον να παίξει λίγο, πρότεινε ο Dain κι όλοι χαμογελάσαμε μοχθηρά.

 

Το πρόβλημα ήταν η ίδια η ΠΑΣ. Είχε μείνει στο κατόπι μας πολύ καιρό κι ακόμη και το παιχνιδάκι με το δήθεν ατζαμή που τον έπιασαν σ’ εκείνη την έφοδο στο εικονικό μπαρ δεν έφτασε για να μας αφήσουν ήσυχους. Έτσι κάναμε ένα ομαδικό log in και μ’ ένα αιφνίδιο update στο προφίλ του Μπαρ του Σου-Φου-Φου, εξαφανιστήκαμε στις διαστάσεις.

 

Για λίγες μέρες το μόνο που κάναμε ήταν να δίνουμε συγχαρητήρια στον εαυτό μας και να πίνουμε καϊπιρίνια. Στο δώμα του μπαρ, υπήρχε εξώστης επταδιαστατικά χωροθετημένος, ώστε να έχει την εμφάνιση ενός μικρού μπαλκονιού, αλλά να μας χωράει όλους. Έβλεπε σε μια παραλία στο Πόρτο Ρίκο, με θέα στο Αρεσίμπο. Μη με ρωτήσετε πώς γίνεται να βλέπει και την παραλία και το Αρεσίμπο, που είναι χτισμένο σε μια απομονωμένη κοιλάδα, αυτά είναι επταδιαστατικά κόλπα κι η μόνη που μπορεί να τα καταλάβει και να τα χειριστεί είναι η Darkchilde. Πάντως εδώ η ΠΑΣ δε θα μας έβρισκε με τίποτε, ακόμη κι αν δεν είχαμε κάνει ban τον επίδοξο προδότη.

 

Κι ύστερα, ένα ωραίο απόγευμα ήρθαν νέα. Τα έφερε ο twocows, ανοίγοντας για λίγα μόνο δευτερόλεπτα τη Μπουκάλα της Καραβίσιας Αλήθειας –ε, και να ‘ξερε η ΠΑΣ ότι τα άβαταρ έχουν τέτοιες χρησημότητες!

 

-Περσόνα, έκανε με τη φωνή που έμοιαζε ηχώ. Ηλεκτρονική περσόνα. Δεν υπήρξε ποτέ Cosmo. Υπάρχει κάτι ιδιαίτερα σκοτεινό πίσω από αυτόν τον χρήστη.

 

-Δηλαδή;

 

-Έβαλα τη Μπουκάλα να τον εντοπίσει και να μου δείξει πέντε λεπτά από την καθημερινότητά του. Φρίκη! Δε ζει σε σπίτι αλλά σε ένα σκοτεινό λημέρι. Γύρω-γύρω έχει κλουβιά και μέσα σε κάθε κλουβί ένας από τους δύστυχους που πρόλαβαν να πέσουν στα νύχια του. Οι άντρες φοράνε γούνινο σωβρακάκι, οι γυναίκες μεταλλικά μπικίνι. Όλος ο χώρος είναι γεμάτος τηλεοράσεις, που παίζουν όλα τα κανάλια του κόσμου, αλλά μόνο όταν το πρόγραμμα έχει πρωινάδικα ή κουτσομπολίστικα μαγκαζίνο.

 

-Καλά και η ΠΑΣ; Τόλμησε να ρωτήσει η Trillian.

 

-Ποια ΠΑΣ; Γέλασε χαιρέκακα ο twocows. Δεν υπάρχει ΠΑΣ! Υπάρχει μόνο αυτός και κάθε τόσο υλοποιεί μια περσόνα του για να ψαρεύει ανθρώπους με υπερφυσικές δυνάμεις από το διαδίκτυο και να βάζει στα κλουβιά. Η κάθε περσόνα δεν έχει συναίσθηση της ύπαρξής της παρά μόνο όταν ξαναγυρίσει στο λημέρι. ΠΑΣ! Περσόνες Αφάνταστης Σαπίλας! Αλλά υπάρχει και χειρότερο.

 

Ανατριχιάσαμε όλοι. Ακόμη και τα φύλλα στα δέντρα της ζούγκλας γύρω από το Αρεσίμπο τρεμούλιασαν από τη φρίκη.

 

-Τον άκουσα… Μα τον Γιούνγκ, τον άκουσα να λέει μια φράση. Είπε…

 

-Τι; ΤΙ;

 

- Ph'nglui mglw'nafh thu thu r'lyeh wgah'nagl fhtagn. Κι ύστερα αναστέναξε με εγκαρτέρηση.

 

Ε, όχι. Αυτό πήγαινε πολύ. Ο Dain είχε πανιάσει από το θυμό του.

 

-Μα τι θα γίνει πια μ’ αυτόν το μαλάκα τον Κθούλου; Ξέσπασε. Μας έχει πρήξει τα συκώτια! Πόσες φορές πρέπει να τον κάνουμε ban για να μας αφήσει ήσυχους;

 

-Μέχρι γκόμενα του βρήκαμε! ακολούθησε στον ίδιο τόνο ο araquel. Η κακομοίρα η Idh-yaa δεν τον ήθελε, για χάρη μας τα έφτιαξε μαζί του! Κι αυτός ο να-μην-πω την άφησε κι έγκυο, με τέσσερα παιδιά στην αγκαλιά! Ξέρετε τι τις κάνουν τις ανύπαντρες μητέρες στον πλανήτη του διπλού άστρου Xoth;

 

-Ξέρουμε, μουρμούρισε ο nikosal.

 

Ήταν δική του ιδέα –και η Idh-yaa προσωπική του φίλη- και το έφερε βαρέως.

 

Η ΠΑΣ έμοιαζε πια σα γδάρσιμο στο γόνατο κατά την παιδική ηλικία. Ο Κθούλου μπροστά της ήταν… κάτι άλλο. Απαιτούσε άμεση δράση και πιο συγκεκριμένα ευθεία επίθεση. Δεν ήταν κάποια οργάνωση που θα παίζαμε μαζί της. Ήταν ο μαλάκας ο Κθούλου, που δεν καταλάβαινε. Και σχεδιάζαμε να του δώσουμε να καταλάβει μια κι έξω.

 

Αναδιπλωθήκαμε, ανασυνταχτήκαμε κι ύστερα ανατριχιάσαμε. Γιατί καθώς κάναμε όλοι, ένας-ένας lof off, ξαναγυρίζοντας στην τρισδιάστατη υπόσταση του Μπαρ αντικρίζαμε ένα θέαμα, που θα μπορούσε να κάνει και το πιο γερό στομάχι να αδειάσει τα περιεχόμενά του.

 

Ήταν όλοι τους εκεί, όλοι τους παιδιά του. Ο Ghatanothoa, ο Ythogtha, ο Zoth-Ommog και η Cthylla. Κι ο ίδιος ο Κθούλου, στεκόταν στην πόρτα, με περίπου 700 περσόνες του να μας περιμένουν. Η κάθε μια τους ορμούσε σε κάθε έναν από μας. Κάποιοι προσπάθησαν να το σκάσουν από τις τουαλέτες, αλλά πλάσματα αποκρουστικά έβγαιναν από τις αποχετεύσεις και τους τραβούσαν στα έγκατα της γης. Όλα τα πλάσματα είχαν την ψυχή τους δεμένη από ένα λουρί και την έσερναν πίσω τους, απρόθυμο κατοικίδιο. Προσπάθησα κι εγώ να ξεφύγω, κρατώντας σφιχτά το χέρι της Nienor, αλλά μια περσόνα ντυμμένη τεχνοκράτης, την άρπαξε από τα μαλλιά και την έσυρε πίσω του. Η ψυχή της περσόνας δάγκωνε τα μπράτσα της άτυχης κοπέλας, εμποδίζοντάς την να εξαπολύσει κάποιο ξόρκι.

 

Ένα απερίγραπτο πλάσμα μου έκοψε το δρόμο. Ήταν ψηλότερο από μένα, με γαμψά χαρακτηριστικά, κατάμαυρα σχιστά μάτια, που οι εξωτερικές τους άκρες σηκώνονταν προς τα πάνω και αραιά σγουρά μαλλιά, καμμένα από τη δεξιά μεριά, μαύρα κι αυτά όπως κι η ψυχή του. Την είδα, τον ακολουθούσε σερνάμενη από ένα λουρί γεμάτο καρφιά, μια αισχρή παρωδία του κολλάρου της Faia. Κατάμαυρη ψυχή. Με κίτρινα δόντια. Με σάλια κι ανάσα σφυριχτή. Ποιος άλλος εκτός από μια περσόνα του Κθούλου είναι τόσο κακός που να σέρνει την ψυχή του από ένα λουρί;

 

-Πού νομίζεις ότι πας, κυρά-Ναρού; Γουργούρισε το πλάσμα κατευχαριστημένο από τον τρόμο μου.

 

-Πίσω! Έκανα κι άπλωσα το χέρι μου.

 

Αλλά η ηλεκτρική εκκένωση δεν τον τσουρούφλισε. Αντίθετα ο ηλεκτρισμός πέρασε μέσα του, άστραψε στα κατάμαυρα μάτια του και σπινθίρισε στις άκρες των δαχτύλων του. Κι ύστερα μ’ άρπαξε από το μπράτσο και μου ‘δωσε να δοκιμάσω λίγο από το ίδιο μου το φάρμακο.

 

Η ηλεκτροπληξία ήταν το λιγότερο που έπαθα εκείνη τη νύχτα. Ακόμη κι όταν ο ίδιος ο Κθούλου μου έδωσε την ψυχή μου να την σέρνω πίσω μου μ’ ένα λουρί με καρφιά, ακόμη κι όταν κατάλαβα ότι πλέον θα ήμουν μια από τις περσόνες του, ακόμη και τότε δεν ούρλιαξα γιατί ήξερα ότι είχε στο μυαλό του χειρότερα πράγματα για μένα. Το απαίσιο λημέρι του το αντέχω, το κλουβί το αντέχω, το μεταλλικό μπικίνι το αντέχω, την τηλεόραση που παίζει ολημερίς κουτσομπολίστικα και πρωινάδικα την αντέχω. Αυτό που δεν αντέχω είναι το γκις. Το γκις που με αναγκάζει κάθε φορά που τον βλέπω να τραγουδώ.

 

-ΠΑΣ, ΠΑΣ, ΠΑΣ, όπου και να ΠΑΣ, ΠΑΣ, ΠΑΣ, θα σε βρει η ΠΑΣ, ΠΑΣ, ΠΑΣ…

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..