Nienor Posted October 2, 2007 Share Posted October 2, 2007 Πωπωπω, έχετε δώσει τα ρέστα σας μιλάμε αυτές τις μέρες... Έχουν μαζευτεί εδώ 8 επεισόδια ήδη από το μπαρ του σφφ και Ντίνο, νομίζω πως ήταν από τις ωραιότερες ιδέες του 2007 το τόπικ αυτό (αν όχι η ωραιότερη κι η μόνη επιφύλαξη μου είναι πως δεν έχει τελειώσει ακόμα η χρονιά). Με τα τελευταία σας πονήματα έχει αρχίσει να μου θυμίζει λίγο Ιζνογκούντ η όλη φάση, που στο τέλος κάθε ιστορίας καταλήγει μεταμορφωμένος/τρελός/υπνωτισμένος/κτλ και κανείς δεν ξέρει ποτέ πως γυρνάει στο κανονικό του. Υποθέτω κάποια στιγμή θα γράψει κάποιος και τις επιστροφές σαν το ανάλογο τευχίδιο Πολύ μ'αρέσει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 2, 2007 Author Share Posted October 2, 2007 -ΠΑΣ, ΠΑΣ, ΠΑΣ, όπου και να ΠΑΣ, ΠΑΣ, ΠΑΣ, θα σε βρει η ΠΑΣ, ΠΑΣ, ΠΑΣ… Δηλαδή... "Πας Πας Πας... ο Κοσμάς Πας Πας;!!" Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted October 2, 2007 Share Posted October 2, 2007 Ε, να μη βάλουμε λίγη ποιοτική μουσική υπόκρουση; :Ρ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sileon Posted October 3, 2007 Share Posted October 3, 2007 (edited) Εκείνο το βράδυ δεν με χώραγε το μικρό διαμέρισμά μου. Δεν ήταν η ώρα για διάβασμα, ούτε για μουσική, συνήθεις ασχολίες μοναχικών βραδιών. Ούτε για εσώτερη ενδοσκόπηση, συνήθεια που με κυρίευε από τις πρώτες Φθινοπωρινές βραδιές. Ήθελα κάτι αναζωογονητικό. Κάτι να με ταρακουνήσει. Κάτι που να με βγάλει από το καβούκι στο οποίο είχα κλειστεί τον τελευταίο καιρό. Όλη μέρα έρευνα, ενίοτε, χειρότερα, προσπάθεια για έρευνα. Το απόγευμα, επιστροφή στο σπίτι όπου μια δεύτερη παρτίδα σε ένα παιχνίδι ασχολιών με αυστηρό πρόγραμμα, με περίμενε. Αυτή σίγουρα ήταν η μέρα που η απόδοση μου στην ρουτίνα θα έκανε κοιλιά. Ήθελα δράση και την ήθελα εκείνη την στιγμή. Σαν να με έτρωγε ο κώλος μου να μπλεχτώ σε κάποια ιστορία. Κάτι κινηματογραφικό. Και με μια δόση φυγής από την γνώριμη πραγματικότητα. Αν με ρωτήσει κάποιος, θα πω πως μάλλον το screensaver με τους αριθμούς του Μάτριξ να κατεβαίνουν την οθόνη, ήταν η σφαλιάρα. Το μπαρ Σου Φου Φου. Σου φου φου. Τι διάολο, σαν Ιάπωνας δάσκαλος πολεμικών τεχνων, σκέφτηκα καθώς ντυνόμουν στα γρήγορα. Τότε θα παραδεχόμουνα πως είμαι αξιοθρήνητος που είχα φτάσει στην κατάσταση να βγαίνω για ένα ποτό σε ένα μπαρ και να θεωρώ πως έφερα τούμπα την ζωή μου. Στη διαδρομή όμως, ένοιωθα το καβούκι μου να συστέλεται. Σαν να ετοιμαζόταν να δεχτεί ένα γερό τράνταγμα.και ήθελε να προστατέψει τον ένοικό του. Διάολε, θα έπαιρνα την δόση μου εκείνο το βράδυ. Πάρκαρα σχετικά κοντά. Πλησιάζοντας είδα την πινακίδα που φώτιζε όλη την γωνία του πεζοδρομίου, θυμίζοντας όαση μέσα στην ερημιά και το σκοτάδι που ήταν απλωμένο σε όλη την γύρω περιοχή. Πριν προλάβω να μπω στην είσοδο, πέρασε από μπροστά μου ένα ζευγάρι. Είμαι σίγουρος ότι στο ίδιο σκοτάδι παρέμειναν βουτηγμένοι περνώντας κάτω από την εκτυφλωτική ταμπέλα νέον. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά, δεξια μου, υπήρχαν αφίσες από παλιό κινηματογράφο μέσα στο κλίμα του μπαρ. Ρωμαλαίοι τύποι με κάποιο εφετζίδικο όπλο στο χέρι και μια γκόμενα με κολλητή φόρμα στην αγκαλιά, πλανήτες υπο την απειλή τρομακτικών σκαφών και άλλα συναφή. Αριστερά μου, καθώς έφτανα στο κεφαλόσκαλο, βρισκόταν ένας μεγάλος πίνακας, πάνω στον οποίο αναβόσβηναν ενδείξεις σε διαφορετικά χρώματα. Το μπαρ ήταν ο ορισμός του στεκιού. Ένα μέρος για συναντήσεις με την παλιοπαρέα, υπό τους ήχους της νοσταλγικής κιθάρας του McLaughlin στo In a silent way και τον χαμηλό φωτισμό, με το ξύλινο πάτωμα να τρίζει, καθώς σηκώνεσαι να πας στο μπαρ, να πάρεις ''άλλον ένα γύρο''. Μια μεγάλη κεφάτη παρέα στην άλλη άκρη του χώρου, ήταν η μοναδική πελατεία. Με είχαν καταλάβει και γύρισαν να με κοιτάξουν, διακόπτοντας την συζήτηση τους και συνεχίζοντας αμέσως χαμηλόφωνα. Σίγουρα οι γνώριμοι του φόρουμ, σκέφτηκα κεφάτος στην προοπτική μια βραδιάς γνωριμιών με ενδιαφέροντα άτομα. Κατευθύνθηκα προς το μπαρ, να πάρω μια μπύρα πριν πάω να συστηθώ. Στο μπαρ δεν ήταν κανείς. Περίμενα μόνος μου, χαζεύοντας τα μπουκάλια στα ράφια. Πρέπει να είχα μετρήσει τα δύο πρώτα ράφια, όταν ένας τύπος, ισορροπώντας ένα δίσκο γεμάτο ποτήρια ξεπρόβαλλε από μια πόρτα δίπλα από το μπαρ. « Αυτό θα το δοκιμάσετε όλοι σας», φώναξε με κέφι και ύφος ανθρώπου που μόλις έχει δημιουργήσει. Από το τραπέζι ξέσπασαν χειροκροτήματα και επιφωνήματα χαράς, καθώς όλοι πέρναν ένα από τα μακρόστενα ποτήρια, που όπως παρατηρούσα, ήταν γεμάτα από ένα πρασινωπό υγρό, με φουσκάλες να αναδύονται από την επιφάνεια. Άρχισα να εξερευνώ τον χώρο γύρω μου, κυρίως από αμηχανία. Δίπλα μου υπήρχε ένα ποτήρι μπύρας, γεμάτο. Μαύρη, σκέφτηκα. Και με ωραίο αφρό, διαπίστωσα καθώς την έφερα κοντά μου. «Δεν γαμιέται», μονολόγησα. Και γαμήθηκε. Γαμήθηκε άσχημα. «Ρε μαλάκα! Ήπιε την μαλακία του Ντάρκι, ρεε.», ήταν το μόνο που πρόλαβα να ακούσω, αλλά μάλλον δεν μπορούσα να κάνω και πολλά για τον Ντάρκι και την μαλακία του, καθώς άρχισα να νοιώθω το σώμα μου να πιέζεται αφόρητα μέσα στα ρούχα μου. Τo τελευταίο πράγμα που είδα είναι το χέρι μου να συνθλίβει το ποτήρι. Ένα τεράστιο χέρι, με μια τριχοφυία που αυξανόταν ταχύτατα. [/size] Δεν ξέρω πόσες μέρες ή εβδομάδες περάσανε. Δεμένος ή μάλλον χωμένος σε έναν όγκο αλυσίδων με την συνείδησή μου να έχει συρικνωθεί στις ενστικτώδεις ανάγκες του φαγητού και του ύπνου, ένοιωθα μια κτηνωδη παρουσία, μια λανθάνουσα πλευρά του εαυτόυ μου, να έχει γίνει ένα με το πνεύμα και το σώμα μου. Που και πού, άνοιγε μια κάθετη λωρίδα φωτός στον απέναντι τοίχο, μέσα από την οποία πρόβαλλε μια ακαθόριστη σκιά και μου άφηνε ένα τεράστιο πιάτο με κόκκαλα, συνήθως με αρκετό ψαχνό. Δεν ξέρω τι είναι ακριβώς αυτό που με συγκράτησε να σπάσω τις αλυσίδες και να ορμήσω προς την ελευθερία μου, αφού άνοιγα τον δρόμο μου μέσα από ένα λουτρό αίματος και έχοντας κάνει συντρίμμια όλο αυτό μέρος . Γιατί ήξερα ότι οι αλυσίδες μου, που θα συγκρατήσουν άνετα μια ντουζίνα οργισμένους ταύρους, δεν ήταν ικανές να συγκρατήσουν το ξέσπασμά μου. Στην αρχή ίσως να ήταν ο φόβος του αλλόκοτου, ο απόηχος της αίσθησης που έφτανε μέσα απο τα τοιχώματα της τερατώδους υπόστασής μου, πως κάτι δεν πήγαινε καλά με εμένα. Ίσως πάλι μια ενδόμυχη ελπίδα ότι όλο αυτό θα περνούσε. Το πιο πιθανόν είναι η επίδραση ενός προσώπου που με επισκέφτηκε, όλες και όλες, τρεις φορές. Σε αυτό το σημείο, θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι. Είπα ότι κάτι με συγκρατούσε από το να κάνω ένα μακελειό. Αυτό δεν με απέτρεπε από το να γρυλίζω στον επισκέπτη με το φαί, με ένα ήχο που την πρωτη φορά με τρόμαξε τόσο που ζάρωσα στον ίδιο μου τον όγκο. Μια φορά μαζί του ήταν και μια κοπέλα. Ήταν πρωτη φορα από εκείνο το βράδυ, που με πλησίασε κάποιος. Έμεινα ήμερος. Το άγγιγμα της με ηρέμησε και άρχισε να μου σιγοτραγουδάει σε λόγια που δεν καταλάβαινα. Ήταν σαν νανούρισμα, που έφερε κύματα αγάπης και ελπίδας. Αυτό επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές, με την παρουσία της να κρατάει περισσότερο. Την τελευταία φορά, στο τέλος δέχτηκα μια ένεση. Η βελόνα ήταν μακριά σαν όπλο ολυμπιακής ξιφασκίας. Όταν ξύπνησα ήμουν σε ένα κρεβάτι, με το σώμα μου στην κανονική του μορφή και σε μια κατάσταση μιας απέραντης, γλυκιάς ηρεμίας. Το υπνοδωμάτιο φωτιζόταν μόνο από από μια οθόνη στο ταβάνι που έδειχνε τον έναστρο ουρανό, από μια γωνία που δεν μου θύμιζε γνωστές οπτικές. Και γνώριζα αρκετά από αστερισμούς. Δεν ήθελα να σκεφτώ ότι δεν είναι οθόνη. Την ώρα που το μάτι μου έπεσε στις γεμάτες βιβλιοθήκες που περιστοίχιζαν το δωμάτιο άνοιξε η πόρτα. « Νομίζω είναι ξύπνιος», ακούστηκε μια διστακτική γυναικεία φωνή Λούφαξα. Αμέσως μετά ακούστηκε ένα σούσουρο έξω από την πόρτα. «Ε, παιδιά. Ήρεμα.». Ήταν μια φωνή που ενέπνεε το σεβασμό και σταμάτησε την φασαρία. « Θα πάω για μια στιγμή μέσα». « Μόνος?». Ήταν η γυναικεία φωνή που είχε ψιθυρίσει πριν λίγο. « Θέλω να πω, μήπως..» « Μην ανησυχείς». Η πόρτα έκλεισε πίσω του καθως διέσχισε ήρεμα το δωμάτιο. « Γεια. Nicosal. Από εδώ ο Dain». Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι είχε μπει και δεύτερος. Πρέπει να πέρασαν αρκετά δεπτερόλεπτα μέχρι να μιλήσω. « Γεια» Με ρώτησαν αν μπορούσα να σηκωθώ και ότι έξω με περίμεναν και άλλοι για να μιλήσουμε. Μάλλον για πράματα που τώρα πια αφορούσαν και εμένα. Ήταν ο ίδιος χώρος που είχα δει εκείνο το βράδυ, μόνο που τώρα επικρατούσε μια ησυχία και η παρέα που ήταν μαζεμένη γύρω από ένα τεράστιο τραπέζι, με κοιτούσε με αποτυπωμένα στα πρόσωπά τους πληθώρα συναισθήματων που δεν μπορούσα να ερμηνεύσω. Έβγαζαν όμως κάτι θετικό. Πάντως σίγουρα δεν θέλαν να με αλυσοδέσουνε. «Παιδιά, από εδώ ο Sileon.». Πριν προλάβει ο Dain να αποτελειώσει την φράση του, όλοι σηκωθήκανε, με περικυκλώσανε με έναν ελαφρύ δισταγμό και αρχίσανε να συστήνονται. Όλα τα γνώριμα ονόματα από το Φόρουμ εκεί. Η Trillian, η Naroualis, Rasp, Nienna, Dino, Darky, Heiron, Nienna, Darkchilde και άλλες γνωστές φυσιογνωμίες του φόρουμ, όπως διαπίστωσα αργότερα, σχηματίζανε μια πολυχρώμη και αρκετά ζωηρή παρέα καθώς φύγανε οι πρώτοι δισταγμοί και αποτελούσα κάτι παραπάνω από μια πρώην τερατωδία. « Παιδιά, παιδιά». Την στιγμή που άρχισα να νοιώθω κάπως άνετα και πριν προλάβω να συστηθώ με όλους, με μια χειρονομία του χεριού ο Dain επέβαλλε την τάξη και όλοι πήρανε τις θέσεις τους. Έκατσα δίπλα σε έναν καινούριο. Το πρόδιδε η νευρική ματιά που είχε συνεχώς πάνω μου καθώς και μια μικρή απόσταση που προσπαθούσε να κρατάει. « Δεν είναι δα και κανένας εξωγηίνος ρε Cosmo.», του φώναξε χαμογελώντας ο Ντίνος . Όχι. Μόνο ένας Τζέκιλ και Χάϊντ εν έτη 2007. Ο Dain άρχισε να εξηγεί ότι αυτό που ήπια ήταν κάποιο ματζούνι για τον Darky. Για εξισορρόπηση, όπως είπε νωχελικά και ο ίδιος, χωρίς να επεκταθεί. Οι παρενέργειες ήταν μη αναμενόμενες και μάλλον μόνιμες. Είχαν επιστρατέυσει όλες τους τις δυνάμεις για να με ναρκώσουν και να με αλυσοδέσουν. Αργότερα, καθώς έφευγα, θα παρατηρούσα ότι μία μεγάλη κουρτίνα κάλυπτε μιά γωνία του χώρου, ενω ο τοίχος του μπαρ ήταν γυμνός απο τα ράφια με τα ποτά. Μόνο ο μεγάλος καθρέφτης είχε απομείνει και αυτός ραγισμένος σε δεκάδες σημεία. Ήδη είχε παρασκευαστεί το αντίδοτο. «Μια φορά την εβδομάδα θα στο σερβίρω εδώ, πριν την μπυρίτσα». Έκανε ότι μπορούσε για να το φέρει απαλά Βοήθησα, αλλιώς θα κατέρρεα. «Χαλαρά». Τον λόγο πηρε ο Nicosal, εξηγώντας μου ότι εκείνο το βράδυ δεχτήκανε επίθεση από την ΠΑΣ που κράτησε μέρες. Δεν μπορούσανε να ασχοληθούνε μαζί μου περα από το να φροντίζουνε για το φαι μου. Μέσα από τα λόγια του, άρχισε να ανοίγεται στα μάτια μου ένας νέος κόσμος. Όλη η πλάση της πραγματικής νόησης δεχόταν επίθεση από στρατιές πρακτόρων της πλασματικής πραγματικότητας. Αυτής που θέλουνε κάποιοι να δεχτούμε σαν αληθινό κόσμο. Που θέλουνε την ανθρωπότητα βυθισμένη στην άγνοια. Και ο ανίδεος κόσμος, κυκλοφορεί ζώντας σε ένα ψέμα. Το μπαρ ήταν ένα καμουφλαρισμένο αρχηγείο. Ένα ακροπύργιο και η ύστατη άμυνα. Μέσα από τρισδιάστατα ολογράμματα, που προβάλλονταν στο κέντρο του τραπεζιού, ο Heiron έκανε μια σύνοψη των τακτικών και δυνάμεων των δύο πλευρών, των συχνοτήτων των επιθέσεων της ΠΑΣ. Ποιες ήταν οι μορφές των εχθρών, τα όπλα τους και η αντίσταση που μπορούσε να αποτελέσει ικανοποιητική άμυνα. Υπήρχαν και άλλα πολλά. Η επίθεση που θα ακολουθούσε, στα θεμέλια της ΠΑΣ. Η προσπάθεια αφύπνησης του κόσμου και η φυγή όλων μας απο τα δεσμά αυτής της φυλακής του πνεύματος. « Νομίζω ότι του έρχονται πολλά μαζεμένα. Αρκετά για σήμερα», είπε η Nienor. Όλοι συμφώνησαν. Τους είπα ότι ήμουν μαζί τους. « Τώρα μας είσαι πιο πολύτιμος», είπε μακάβρια ο Darky. « Και κάθε Παρασκευή.. Όπως είπαμε, ε?», με χτύπησε φιλικά στην πλάτη ο Dain. Όταν θα μου έδινε μόνο την μπύρα, θα καταλάβαινα, του είπα, για να δώσω έναν κινηματογραφικό τόνο. Η κουβέντα συνεχίστηκε στο θερμό κλίμα της παρέας. Αλλά αυτό είναι η αρχή μιας άλλης, μεγάλης ιστορίας. Edited October 3, 2007 by Sileon Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted October 3, 2007 Share Posted October 3, 2007 Ενθυμούμενη ένα προηγούμενο ποστ του Dain και ορμώμενη εκ του ως άνω κομματιού του Sileon,΄ένα έχω να παρατηρήσω: ό,τι κι αν συμβεί, όποιος κι αν είναι ο κακός ή ο καλός, όποιος κι αν μεταμορφωθεί/φαγωθεί/πιξελιάσει, υπάρχει σε όλων μας τις ιστορίες ένας και μοναδικός σταθερός παρανομαστής: Ο darky! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 10, 2007 Author Share Posted October 10, 2007 (edited) Βγήκα από το σπίτι αφηρημένος. Δεν ήξερα ημερομηνία, ούτε καν τι μέρα ήταν. Ανέβηκα την σκάλα σαν τον ηλίθιο, καμία ειδοποίηση στα ένστικτα μου. Ποια ένστικτα δηλαδή, αυτά είναι μαλακίες που βάζουμε στα διηγήματα μας, ένας αθεράπευτος συγγραφικός κάλος. Το ήξερα όμως μόλις πέρασα το κατώφλι του μπαρ και τότε ήταν ήδη αργά. Δεν πρόλαβα να οπισθοχωρήσω κοψοχωλιασμένος όταν ο nikosal ήταν πάνω μου σαν την αστραπή και με είχε καθηλωμένο εκεί με τις τανάλιες του. «Επ! Που πας;!» Το μυαλό μου είχε γίνει κουρκούτι. Πόσοι αιώνες είχαν περάσει; Πονούσε όλο μου το σώμα. Είχε θολώσει το βλέμμα μου. Ο Dain δεν ήταν στο μπαρ. Δεν είχε ποτά τούτη η ώρα. Αντ’αυτού, πάνω στον πάγκο ήταν εκείνη η μισητή κλεψύδρα με την πράσινη άμμο, που έτρεχε και δεν γέμιζε ποτέ. Ή δεν άδειαζε; Ποιο από τα δύο. Μ’έπιασε ένα νευρικό γελάκι και καμιά ντουζίνα αραχνιασμένες φάτσες ξεπρόβαλαν από τις σελίδες και με κοίταξαν ξινισμένες. Τους είχα ενοχλήσει. Είχα διακόψει την κατάνυξη αξιολογήσεων και κατατάξεων των καλύτερων σου-φου και φου βιβλίων, για τις ατελείωτες λίστες της ανίας. Στοίβες από βιβλία γέμιζαν τα τραπέζια, σφηνωμένοι ανάμεσα οι αναγνώστες, trillian, Nienor, naroualis, Darkchilde, Nihillio και πολλοί άλλοι. Μόνο οι κρίκοι των αλυσίδων έλειπαν για να τους δώσουν την τέλεια εικόνα των Ντικενσικών φαντασμάτων. Θα έσερναν βιβλιοθήκες από πίσω τους στην άλλη ζωή. Εγώ μοιραζόμουν ένα τραπέζι με τον Χερ Κέρβερο, τον Μέγα Μάγιστρο των Λιστών, τον nikosal. Είχε μια στοίβα με τα είκοσι καλύτερα βιβλία σου-φου δεξιά του, και μία με τα είκοσι καλύτερα φάντασυ αριστερά. Κάθε είκοσι λεπτά ερχόταν ένα φακελάκι από έξω, από τα κεντρικά, με τις τελευταίες ανακατατάξεις. Μία θέση πάνω ένα βιβλίο, δύο θέσεις κάτω ένα άλλο, και κάθε είκοσι λεπτά μια νέα κατάταξη. Κι εγώ έπρεπε να βοηθώ και ταυτόχρονα να συμβάλλω με την δική μου βαθμολόγηση. 8,2 το ένα, 5,6 το άλλο. Εντωμεταξύ το ένα βιβλίο γινόταν ένα με τα κεφάλαια ενός άλλου, η συγκροτημένη σκέψη μου πουρές και ούτε εγώ καταλάβαινα τι έκανα στο τέλος. Κυρίως βάραγα το κεφάλι μου στο τραπέζι. Ο nikosal έσκισε ανυπόμονα τον τελευταίο φάκελο και μελέτησε το νέο ραβασάκι. Μετά κοίταξε την στοίβα του σου-φου σαν παίχτης σκακιού που ετοιμάζει φοβερή κίνηση. «Το ‘Είμαι ο Γκλοκ 3-24’ του Χαλβέ Προυτς πέφτει στην πέμπτη θέση» είπε και τραβώντας το βιβλίο από την τρίτη θέση στην κορυφή το έβαλε στην πέμπτη. Μετά κοίταξε εμένα και σχεδόν αναπήδησα. Το δεξί του μάτι ήταν μεγαλύτερο από το αριστερό και ήμουν σίγουρος πως παλλόταν. «Εσύ; Ακόμα δεν έδωσες την αξιολόγηση σου για το ‘Γκλοκ’.» «Δεν το έχω τελειώσει…» «Ακόμα;» «Nikosal…Είσαι σίγουρος πως είναι σου-φου; Έχω περάσει το μισό, είμαι στη σελίδα 504, και ο τύπος κάθεται ακόμα στο διαμέρισμα του και κοιτάζει τον ουρανό από το παράθυρο του.» Σαν να επέστρεψε το τικ του, το δεξί τεράστιο μάτι άρχισε να πεταρίζει. «Μιλάς για ένα από τα μεγαλύτερα σου-φου αριστουργήματα του ανατολικού μπλοκ!» «Που είναι το σου-φου…εκεί που κοιτάζει έναν ουρανοξύστη που έχτισε ο Στάλιν και που του θυμίζει μπότα ρομπότ που πατάει στα κεφάλια τους;» Τώρα είδα να φουσκώνει και η φλέβα δίπλα στο μάτι του. «Αν δεν μπορείς να αναγνωρίσεις τις ισχνές διαφοροποιήσεις στους χωροχρόνους του ήρωα από κεφάλαιο σε κεφάλαιο…τι να σου πω. Λυπάμαι για σένα.» «Στο βιογραφικό του λέει πως ο Προυτς και μια κλίκα συναδέλφων του συναντιόνταν κάθε Σάββατο στο διαμέρισμα του, γίνονταν λιώμα στις βότκες, παίζανε δέκα γύρους ρωσικής ρουλέτας, και όσοι επιβίωναν πήγαιναν να συμπληρώσουν άλλο ένα κεφάλαιο στα βιβλία τους. Δεν είμαι σίγουρος πως ήξερε τι έγραφε ο άνθρωπος…» Ο nikosal έκλεισε το δεξί του μάτι και έβαλε το δάχτυλο του πάνω στη φλέβα. Πίεσε για να σταματήσει τυχόν αιμορραγία ενώ δάγκασε το αριστερό του χέρι μέχρι που άκουσα τα δάχτυλα του να κάνουν κρακ. Σωτήρια εκείνη την στιγμή μπήκε ο αγγελιοφόρος και άφησε άλλον έναν φάκελο πάνω στο τραπέζι μας. Ο nikosal άπλωσε το χέρι του. «Στάσου» φώναξα. Με κοίταξε με βλέμμα μαχαίρι. «Αυτό είναι τρελό! Δεν έχει νόημα! Δεν έχει!» «Τι λες βρε βλάσφημε!» «Περίμενε. Μην ανοίγεις τον φάκελο. Σε προκαλώ. Άνοιξε τον επόμενο. Σε είκοσι λεπτά θα έρθει άλλος φάκελος που θα τον καταργήσει αυτόν εδώ.» «Εεε…δεν καταλαβαίνω…» ψέλλισε στα όρια του πανικού. «Και δεν θα μάθουμε τι λέει εδώ μέσα; Την νέα κατάταξη;» «Ένα βιβλίο πάνω, ένα βιβλίο κάτω. Μετά πάλι θα αλλάξει ή θα μείνει ίδιο. Άστο να πάει αυτό…» «Εεεε…πως δηλαδή…» Άρχισε να ιδρώνει. Χοντρές σταγόνες έσταζαν από την μύτη του. Τα νύχια του έβγαζαν φλούδες-φλούδες το βερνίκι από το τραπέζι. «Είσαι τρελός!!» ούρλιαξε και το άρπαξε σαν ναρκομανής την δόση του. Το ξέσχισε και διάβασε το περιεχόμενο του βαριανασαίνοντας. Μόλις είχε γλιτώσει το εγκεφαλικό. Χαλάρωσε ανακουφισμένος. «‘Η Μαργαριταρένια Χαίτη του Μονόκερου’ της Σέρι Φάκλες, ανέβηκε στην έβδομη θέση. Βάλτο σε παρακαλώ» μου είπε με κάποια καλύτερη διάθεση. Πήγα να του κάνω το χατίρι όταν διαπίστωσα πως το βιβλίο ήταν ήδη στην έβδομη θέση. «Α, εκεί είναι.» «Τι εννοείς;» «Κουράστηκα λίγο και ένα μυαλό το έχω. Ζαλισμένος στην τελευταία αξιολόγηση είχα ξεχάσει να του αλλάξω θέση. Να λοιπόν που βρίσκεται ήδη στην παλιά αλλά και την νέα του θέση.» Ε, λοιπόν, όλα επανήλθαν. Τα τικ, το πετάρισμα, το κοκκίνισμα, ο ιδρώτας, η φλέβα που έσκασε και άρχισε να ψεκάζει το μπαρ υγρό μπαταρίας. Και δεν ήταν μόνο ο nikosal. Με κοίταζαν όλοι με μίσος. Γρύλιζαν και μούγκριζαν εναντίον μου. «Ιερόσυλε! Βέβηλε! Ανίδεε! Χωριάτη! Άσχετε!» Πως και δεν είχα προσέξει ποτέ την διχαλωτή γλώσσα της naroualis, ή τα σαγόνια της trillian, τα γαμψά νύχια του Nihillio ή τα κατακόκκινα μάτια της Nienor; Και το μοναδικό, κοινό χαρακτηριστικό τους, παχιές, βαριές δεινοσαυρένιες ουρές με τις οποίες άρχιζαν να με τσακίζουν σαν μπαλάκι του τένις. Μ’έστελναν σαν σακί με πατάτες από τοίχο σε τοίχο πριν ένα τελειωτικό χτύπημα με εκτοξεύσει προς την πόρτα. Κουτρουβάλησα κάτω στα σκαλοπάτια και βρέθηκα κατάμαυρος από τους μώλωπες, φαρδύς πλατύς στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην είσοδο του μπαρ. Ήμουν και ευτυχισμένος. Ήμουν ελεύθερος. Edited October 10, 2007 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
nikosal Posted October 14, 2007 Share Posted October 14, 2007 Κατέβηκα την Ασίμοφ κουκουλωμένος στην καμπαρντίνα, με τα χέρια στις τσέπες και το γιακά σηκωμένο. Τα παγωμένα λασπόνερα έβρισκαν τον τρόπο να βρέξουν τις κάλτσες μου μουδιάζοντας τις πατούσες, που από τον καιρό του στρατοπέδου είχαν αποκτήσει ευαισθησία στο κρύο. Οι λάμπες ήταν όλες καμένες και οι κάδοι ξεχειλισμένοι σκουπίδια, απόδειξη ότι η δημοτική αρχή είχε ξεγράψει τη γειτονιά. Βιάστηκα να προσπεράσω ένα εγκαταλελειμμένο ισόγειο που ανέδιδε μυρωδιά ψόφιου. Ένα τετράγωνο πριν το μπαρ στάθηκα και περίμενα, όπως είχαμε συνεννοηθεί. Μέχρι να φανεί ο Spock δυο τρεις παρέες πέρασαν με θόρυβο από μπροστά, ρίχνοντάς μου αυθάδεις ματιές. Με αναγνώρισαν; Δεν νομίζω. Το πολύ να υπέθεσαν ότι ήμουν ένας «από εκείνους». Τι τους ένοιαζε εξάλλου; Όλος ο κόσμος ήταν πια δικός τους. Ένα παράθυρο άνοιξε τρίζοντας από πάνω μου και ένα πρόστυχο γυναικείο γέλιο ακούστηκε. Έπειτα ένα άδειο μπουκάλι μπύρας προσγειώθηκε κοντά μου και έσπασε σε χίλια κομμάτια. Μια αντρική φωνή, ξανά το γέλιο, ξανά η φωνή, ξανά το τρίξιμο του παράθυρου καθώς έκλεινε. Έκανα δυο βήματα παραπέρα και λούφαξα σε μια γωνιά. Η γειτονιά είχε γεμίσει μπουρδέλα, πράγμα που δεν θα με πείραζε καθόλου αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, αν το μπαρ μας ήταν όπως παλιά… Άκουσα από το βάθος τα βήματα του Σποκ, γνώριμα από τότε που είχε γυρίσει από την εξορία. Έσερνε το ένα πόδι, πατούσε δυνατά το άλλο, το γερό. Ερχόταν και αυτός κουκουλωμένος στην καμπαρντίνα του, σαν να είχαμε συνεννοηθεί, με το σώμα μπαταρισμένο. Τα χρόνια στην Ανάφη τον είχαν σημαδέψει για τα καλά. «Γιατί δεν προσέχεις τι πίνεις;» τον ρώτησα την τελευταία φορά που τον είδα, πάνε βδομάδες. «Γιατί ο γιατρός είπε ότι δεν έχει πια καμιά σημασία» απάντησε χαμογελώντας μελαγχολικά, πριν κατεβάσει -σε πείσμα μου- το ποτήρι που κράταγε. Έβγαλα το χέρι από την τσέπη να τον χαιρετίσω και τον είδα να διστάζει μια στιγμή. Έπειτα μου έδωσε το δικό του αλλά το τράβηξε αμέσως, θέλοντας να κρύψει πόσο είχε αδυνατίσει. Του χαμογέλασα. -Πάμε; -Πάμε, συμφώνησε. Λίγο πριν την είσοδο μια ακόμα παρέα μας προσπέρασε βιαστικά, αδιαφορώντας για μας. Την πήραμε από πίσω μήπως γλιτώσουμε μες την αναμπουμπούλα τον έλεγχο του πορτιέρη, αλλά σταθήκαμε άτυχοι. Ένα βαρύ χέρι μας έκλεισε το δρόμο σαν τη μπάρα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Έδιωξα την εικόνα από το μυαλό μου και τον κοίταξα στα μάτια. -Θα κάτσουμε λίγο μόνο. Ίσα για ένα ποτό. Μας κοίταξε εξεταστικά και σήκωσε το ακουστικό που κρεμόταν πλάι του. Κάλεσε ένα εσωτερικό και περίμενε κάμποση ώρα χωρίς να του απαντήσουν. Στο τέλος το έκλεισε βαριεστημένα και ξαναγύρισε στο βιντεόφωνο, όπου μιλούσε με κάποια κοπέλα. Το θεωρήσαμε άδεια εισόδου και περάσαμε μέσα γρήγορα, πριν το ξανασκεφτεί. Ένιωσα τα πόδια μου να τρέμουν. Το μπαρ μας ήταν εκεί, αγνώριστο βέβαια, όπως είχα ακούσει, αλλά για μένα ίδιο, ως τα βάθη της ψυχής μου. Τράβηξα τον Σποκ από το μπράτσο σε ένα μικρό τραπέζι στο βάθος, πίσω από μια φασαριόζικη παρέα που φάνηκε να ενοχλείται από την παρουσία μας. Σε άλλες εποχές -α! γαμώτο, πόσες φορές δεν έχω πει ότι δεν πρέπει να σκέφτομαι τις «άλλες εποχές»; Κοίταξα τώρα λίγο καλύτερα τον Σποκ. Άφηνε γένια, μήπως έκρυβε έτσι τα μάγουλά του που είχαν ρουφηχτεί μέσα. Κοίταγε γύρω προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή του. Στο τέλος, όταν κατόρθωσε να το ελέγξει, γύρισε προς το μέρος μου. -Έχεις καιρό να έρθεις; ρώτησε. -Πρώτη φορά από τότε που γύρισα. -Πρώτη φορά και εγώ, μετά την Ανάφη. Δηλαδή, τέσσερα χρόνια. Αλλά και πριν, δεν ήταν καλά. Κούνησα το κεφάλι μου. -Έχει αλλάξει και άλλο όμως. Είχε αλλάξει πολύ, πάρα πολύ. Παρέες με άγνωστες φάτσες παντού, φασαρία, αυθάδικες φωνές, δυνατά γέλια, καπνός και χαρντ ροκ μουσική από μπουκωμένα μεγάφωνα. Στον τοίχο, τρία πορτρέτα. Το ένα ήταν φυσικά ο Space, ο πρώτος admin μετά την εποχή μας. Ο αμέσως προηγούμενος, ο Εφιάλτης, που το πραγματικό του nickname δεν θέλω καν να αναφέρω, είχε εδώ και καιρό πέσει σε δυσμένεια και εξαφανιστεί. Τώρα που η ιστορία ξαναγραφόταν, o Space ήταν λέει «ο πρώτος και μεγαλύτερος admin του φόρουμ». Τις άλλες δύο φάτσες στα κάδρα δεν τις γνώριζα. Ελάσσονες νεότεροι admin πιθανότατα, τα χρόνια που εμείς ήμασταν εξόριστοι, έπαιρναν και αυτοί το μέρος της δόξας που τους επέτρεπε ο Space. Τουλάχιστον, μέχρι να πέσουν σε δυσμένεια. Κοίταξα το μπαρ. Τρεις νεαρές κοπέλες με δερμάτινα ρούχα και ομοιόμορφα βαμμένα κόκκινα μαλλιά σερβίριζαν τον κόσμο. «Η νέα αισθητική του φόρουμ», σκέφτηκα και θυμήθηκα τον Dain να βγαίνει από την πόρτα της κουζίνας με ένα δίσκο σφηνάκια. -Τι θα κάνεις τώρα; ρώτησα τον Spock προσπαθώντας να διώξω την εικόνα του Dain από το μυαλό μου. Κούνησε το κεφάλι του. -Δεν μου μένουν πολλά. Δουλειά τίποτα βέβαια, όπου πηγαίνω έχουν ειδοποιηθεί. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι έπρεπε να μείνω στην Ανάφη, μέχρι να με τελειώσει η φυματίωση. Δεν θα είχαν δει όλα αυτά τα μάτια μου. Έκρυψε για λίγο το πρόσωπο στις παλάμες του. -Έχεις κανένα νέο από το Dino; ρώτησε. Είχα. Μα δεν μπορούσα να του πω την αλήθεια. -Μπα, έχουν χαθεί τα ίχνη του, απάντησα ένοχα. Μάλλον πρόλαβε και έφυγε εξωτερικό. Κούνησε το κεφάλι του. -Μακάρι, αλλά αμφιβάλω πολύ. Όταν εκείνος ο άθλιος παρέδωσε τις διευθύνσεις από τις τελευταίες κρυψώνες... Ένα κύμα θυμού με πλημμύρισε στην υπενθύμιση της ύπαρξής του. Τόσα χρόνια προσπαθούσα να μην τον σκέπτομαι, αλλά όποτε κάτι μου τον θύμιζε... Ήταν ο δούρειος ίππος τους μέσα στο φόρουμ. Ευγενικός και λιγομίλητος, καλός με όλους, φίλος στις βραδυνές εξόδους, καλή παρέα στο μπαρ, ανέβηκε βήμα βήμα τα σκαλιά, μοντερέιτορ, γκλόμπαλ, αντμινιστρέιτορ, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη μας, την ίδια στιγμή που έχυνε αργά αργά το δηλητήριο. Αργήσαμε να το καταλάβουμε, οι άμυαλοι, οι αφελείς. Όταν τον πήραμε χαμπάρι ήταν πια αργά. Είχε προωθήσει όσους γκλόμπαλ και μοντ από τη φάρα του ήταν αναγκαίοι για να αποκτήσει τον έλεγχο. Η μάχη ήταν ανώφελη, χαμένη πριν ξεσπάσει. Οι διαγραφές έπεσαν σύννεφο και έπειτα ήρθαν οι εξορίες, τα στρατόπεδα, οι εξαφανίσεις, οι εκτελέσεις. Το τέλος. Ελάχιστα με παρηγορούσε ότι είχε πληρώσει και αυτός με το ίδιο νόμισμα. -Έλα τώρα. Μην απελπίζεσαι, είπα. Θα αλλάξουν οι καιροί. -Πώς θα αλλάξουν; Δεν ήταν ο Spock αυτός που μίλησε, αλλά ένας τύπος από το διπλανό τραπέζι που άκουγε την κουβέντα μας χωρίς να το καταλάβουμε. -Είσαι από τους προδότες, έτσι; συνέχισε. Και σας το έλεγα ότι κάπου τους είχα δει αυτούς, έκανε προς την παρέα του. Οι ομιλίες σταμάτησαν σε κύματα, πρώτα κοντά, ύστερα τραπέζι τραπέζι ως την άλλη άκρη του μπαρ. Μέχρι και οι τρεις σερβιτόρες διέκοψαν τη δουλειά τους και κοίταξαν προς το μέρος μας. -Απορώ που σας έχουν έξω μετά από τόση ζημιά που κάνατε στο φόρουμ, φώναζε τώρα ο τύπος. Διαλύσατε όλα τα τόπικ, διώξατε τα καλύτερα μέλη, ψηφίζατε μονίμως τις χειρότερες ιστορίες. Αν δεν ήταν ο μεγάλος αρχηγός, ο Space και τα άλλα μέλη της συντονιστικής επιτροπής να σας ξεμπροστιάσουν, να αποκαλύψουν τους σαμποταριστικούς σκοπούς σας, σήμερα το φόρουμ θα είχε διαλυθεί. Απορώ που κυκλοφορείτε ελεύθεροι. Κανονικά έπρεπε να σας έχουν τουφεκίσει σαν τα λυσσασμένα σκυλιά. Φαίνεται όμως ότι κάποιοι αντμίν είναι υπερβολικά φιλελεύθεροι! Ένιωσα την ένταση να αυξάνει. Τώρα όλοι οι θαμώνες είχαν σηκωθεί όρθιοι και κάποιοι πλησίαζαν με απειλητικές διαθέσεις. Σήκωσα τα χέρια μου. -Ακούστε, δεν θέλουμε φασαρίες. Ήρθαμε για ένα ποτό. Αλλά θα φύγουμε, δεν θέλουμε να ενοχλούμε. -Ξεκουμπίδια! ακούστηκε μια φωνή από το βάθος. -Στα τσακίδια προδότες, φώναξε κάποιος άλλος. -Στα τσακίδια εσείς, ξέσπασε ο Σποκ με όση δύναμη είχε μείνει στα αδυνατισμένα λαρύγγια του. Τον άρπαξα αμέσως, αλλά η ζημιά είχε γίνει. Σαν σύνθημα, όλο το μαγαζί κινήθηκε προς το μέρος μας, καρέκλες έπεσαν κάτω, ποτήρια έσπασαν. Κάποια χέρια με τράβηξαν μακριά ενώ ο Σποκ εξαφανίστηκε πίσω από ένα κουβάρι σώματα. Προσπάθησα να αντισταθώ, αλλά πόσες δυνάμεις είχα; Έφαγα μια μπουνιά στο σαγόνι και μια κλωτσιά στο καλάμι, που με πόνεσε όσο τίποτα. Κάποιος με άρπαξε σωτήρια από το πλήθος και με έσυρε σαν σακί στα σκαλιά. -Βεβαιώσου ότι δεν ξαναμπεί αυτός ο αλήτης εδώ μέσα, είπε αυστηρά στον πορτιέρη που παράτησε άρον άρον το βιντεόφωνο και με μια δυνατή σπρωξιά με πέταξε έξω. -Μάλιστα κύριε, άκουσα τη φωνή του πίσω μου καθώς έκλεινε την πόρτα. Κουτσαίνοντας και με τη γεύση του αίματος στο στόμα προχώρησα μερικά μέτρα τοίχο τοίχο. Ευτυχώς καμιά καινούργια παρέα δεν ερχόταν, δεν ήθελα να με δει κανείς σε αυτήν την κατάντια. Κάθισα ζαλισμένος σε μια γωνιά, πάνω σε ένα χαρτόκουτο με ξεχασμένα βρωμερά σκουπίδια. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα και ανακατευόταν με το αίμα μου. Περίμενα μάταια λίγες στιγμές, μήπως έβγαινε ο Spock, αλλά ήξερα ότι όπως τους είχε προκαλέσει δεν θα γλίτωνε από τη μανία τους. Ίσως τον πετούσαν κάποια στιγμή έξω, σακατεμένο, ίσως και να εξαφανιζόταν όπως τόσοι άλλοι χωρίς ίχνη. Και αν κάποιος έβγαινε στο μεταξύ και με έβλεπε ακόμα εκεί, θα είχα το ίδιο τέλος. Στη σκέψη αυτή δεν άντεξα, λιποψύχησα. Τσακισμένος, σηκώθηκα και χάθηκα στο σκοτάδι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 14, 2007 Author Share Posted October 14, 2007 Δυνατό και δραματικό κομμάτι, nikosal, νομίζω είναι και το πρώτο τέτοιο. Με κάνει να αποζητώ την συνέχεια. Τι ακριβώς συνέβη; Πως και γιατί; Αλλά και έτσι . Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Spock Posted October 14, 2007 Share Posted October 14, 2007 Πολύ ωραίο, Νίκο! Θα ήθελα να μάθω και για το πριν αυτής της ιστορίας. (Να μην ξέρω και πώς έφτασα σ' αυτήν την κατάσταση ο καημένος ;)) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
trillian Posted October 14, 2007 Share Posted October 14, 2007 Bρε Νίκο... έλεος παλικάρι μου... μ' έπιασε σύγκρυο μιλάμε.... damn... ... DAMN! ... Ok, αυτό το σενάριο ήταν εφιάλτης όμως! Μπρρ.... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
nikosal Posted October 15, 2007 Share Posted October 15, 2007 (edited) Θα ήθελα να μάθω και για το πριν αυτής της ιστορίας. (Να μην ξέρω και πώς έφτασα σ' αυτήν την κατάσταση ο καημένος ;) ) Απλά πράγματα Σποκάριε. Ήσουν στην παλιά φρουρά που γνώρισε την εκδικητική μανία της φράξιας που τελικά επικράτησε. Ο σταλινισμός και οι εκκαθαρίσεις της ΕΣΣΔ το 1926-1938 σε σου-φου-φου-μπαρ έκδοση. Αφήνεις το μυαλό σου ελεύθερο και φαντάζεσαι τι προηγήθηκε. Για να σε παρηγορήσω, φθισικός και κουτσός, τουλάχιστον ζεις. Ντίνος, Νιένορ, Ντέιν, Νιχίλιο, Ρασπ, Άρακ, Χείρων, Ρόμπιν, Νταρκ, Ναρου, Τριλ κ.ά. πολλοί έχουν εξαφανιστεί χωρίς ίχνη στα μπουντρούμια και τις εξορίες. Edited October 15, 2007 by nikosal Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 16, 2007 Author Share Posted October 16, 2007 Με αγάπη, ένας φόρος τιμής για τον Harlan Ellison. Ο Nautilus έβαλε το κασετόφωνο πάνω στο κεντρικό τραπέζι, τράβηξε την κεραία του στο έπακρο και πάτησε το κουμπί που έγραφε radio. Μετά άρχισε να ψάχνει τις συχνότητες. Αυτό για το οποίο είχε κάνει μεγάλο θέμα στον πρόλογο του ήταν η μικρή συσκευή που ήταν προσκολλημένη στο κασετόφωνο. Δεν είχα καταλάβει ούτε τα μισά αλλά κουνούσα το κεφάλι μου καταφατικά όπως έκαναν και οι άλλοι. Τώρα καθόμασταν σαν τους χαζούς, εγώ, ο nikosal και ο twocows, και ακούγαμε τον ένα στατικό ήχο μετά τον άλλο, τσιριχτά παράσιτα που μας τρυπούσαν τα αφτιά. «Περιμένετε…τώρα, κάπου εδώ είναι…» έλεγε ο Nautilus σκυμμένος ευλαβικά πάνω από το μαραφέτι του. Κοίταξα προς τον Dain στο μπαρ και στριφογύρισα τα μάτια μου. Εκείνος χαμογέλασε. Ήταν το ύφος του που έλεγε «τα έχω δει όλα εδώ μέσα.» Ξαφνικά τα παράσιτα σταμάτησαν και ξεκίνησε ένα έντονο μπζζζζζζζζζζζ που έκανε τα δόντια μας να δονούνται. Αμέσως πάνω από την κορυφή της μικρής κεραίας διαγράφηκε ένα φωτεινό στεφάνι με πράσινες ανταύγειες στο κέντρο. Στεκόταν εκεί, αιωρούμενο στον αέρα, ο κύκλος του σταθερός αλλά το περίγραμμα του ζωντανό σαν ηλιακό στεφάνι. Κυμάτιζαν οι αχτίδες του αργά προς τα έξω ενώ οι ανταύγειες διέρρεαν στον χώρο σαν ονειρικές δροσοσταλίδες. «Ουάου, καταπληκτικό!» αναφώνησε ο twocows. «Θα μου εξηγήσει κάποιος τι βλέπουμε;» είπε ο nikosal. «Είναι μια πύλη» απάντησε ο Nautilus. «Πύλη προς τα πού; Παράλληλο σύμπαν; Άλλη διάσταση; Ξένο πλανήτη;» «Δεν ξέρω. Αλλά είναι μια πύλη.» Ο nikosal πήρε το γνωστό του ύφος. Περίμενα τώρα να ξεκινήσει το καυστικό χιούμορ. «Δεν ξέρω Nautilus, θα έλεγα…» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Ένα αποκρουστικό πράγμα βούτηξε από την πύλη πάνω του και άρχισε να…συνουσιάζεται μαζί του. Ή μάλλον, για να μην προσβάλλω τον φίλο μου και να είμαι δίκαιος στην περιγραφή μου, εκείνος συνουσιαζόταν με αυτό! Στην αρχή, όπως τους είδαμε να κυλιούνται στο πάτωμα τα χάσαμε και θέλαμε να τον βοηθήσουμε. Και δεν ήταν εύκολο γιατί δεν υπερβάλω όταν σας λέω πως το πράγμα ήταν αποκρουστικό. Σε έπιανε αναγούλα να το κοιτάς. Ήταν απίστευτα αηδιαστικό, κυριολεκτικά εμετικό. Ούτε ο Λάβκραφτ δεν θα είχε λόγια να μην το περιγράψει. Δεν ξέραμε που να απλώσουμε τα χέρια μας και τι να πιάσουμε. Μέχρι που αντιληφθήκαμε πως ήταν ο nikosal που το είχε σφιχταγκαλιάσει. Ούτε με τανάλιες δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε τα χέρια του ή να ξεμπλέξουμε τα δάχτυλα του. Και ήταν μια πολύ άβουλη κατάσταση. Ο φίλος μας κουτούπωνε το αποκρουστικό πράγμα μπροστά σε όλους μας. «Nikosal! Τι κάνεις παιδί μου;! Σταμάτα!» «Δεν μπορώ.» «Προσπάθησε!» «Δε θέλω.» «Μα…Είσαι καλά;!» «Είμαι υπέροχα!» «Άφησε το παιδί μου αυτό μη ξεράσουμε!» «Άστε με! Δεν έχετε ιδέα! Το καλύτερο σεξ της ζωής μου!» αναφωνούσε βαριανασαίνοντας. Συνεχίζαμε μάταια τις προσπάθειες μας. Σίγουρα το αποκρουστικό πράγμα κάτι του είχε κάνει. Ούτε όμως η μυϊκή συμβολή του Dain δεν έφερε αποτελέσματα. «Πηγαίνετε στο διάολο! Είμαι ευτυχισμένος!» μας έβριζε ο nikosal. Εκείνη την στιγμή μπήκαν στο μπαρ η Nienor και η Naroualis. Τα ντράπηκε τα κορίτσια να σταματήσει; Με τίποτα. Οι γοφοί του πήγαιναν σαν κομπρεσέρ. «Μπλιάχ! Τι είναι αυτό πάνω στον nikosal;» αναφώνησε η Nienor. «Ή είναι από κάτω του; Πάνω ή κάτω, δεν καταλαβαίνω τίποτα.» «Μα τι κάνει;» ρώτησε η Naroualis που δυσκολευόταν να πιστέψει στα μάτια της. «Εσύ τι λες πως κάνει;» «Φτου! Και την μία φορά που δεν έχω την ψηφιακή μου κάμερα!» «Βρε-βρε Nikosal, δεν μας τα είπες αυτά…» ξεκίνησε περιπαιχτικά η Nienor, «Κοίτα τον Συριανό Γκουσγκούνι…» «Παιδιά, ας αφήσουμε τα αστεία. Νομίζω πως κινδυνεύει η ζωή του…» διέκοψα. Και με διέκοψαν. Έξι αποκρουστικά πράγματα όρμησαν από την πύλη και βρεθήκαμε όλοι παρέα στο πάτωμα, να κάνουμε το φίκι-φίκι με το αηδιαστικό μας ταίρι. Το πράγμα έδειχνε να διαθέτει όλες τις αποφύσεις και προσαρμοζόταν αμέσως στον ή στην παρτενέρ του. Ήταν θηλυκό για τους άντρες, αρσενικό για τις γυναίκες. Ούτε που κατάλαβα πότε ξεβρακώθηκα. Και με την πρώτη επαφή ο πόθος μου ήταν τεράστιος. Και το σεξ…ω, το σεξ! Δεν το είχα ποτέ στην ζωή μου το σεξ εκείνο που φανταζόμουν κάποτε, όταν ο πατέρας μου βάραγε την πόρτα της τουαλέτας και φώναζε «Τι κάνεις τόση ώρα εκεί μέσα;!» Ζήτημα είναι αν η πραγματικότητα αντιστοιχούσε στο ένα τέταρτο των τότε προσδοκιών μου. Αυτό όμως που βίωνα…ω…μα ω λέω! Αυτό ήταν έτη φωτός ανώτερο από οτιδήποτε θα μπορούσα να φανταστώ ή να ελπίζω. Είχα γαντζωθεί επάνω στο αηδιαστικό πράγμα και δεν ήθελα να το αφήσω με τίποτα. Δεν ήθελα να τελειώσει με τίποτα. Μέσα στο ένα τέταρτο μπορεί να τέλειωσα πέντε φορές αλλά όπως φαινόταν η ευχή μου θα πραγματοποιούνταν. Αυτό το απόκοσμο σεξ δεν θα τελείωνε ποτέ. Είδα με την άκρη του ματιού μου την Darkchilde, τον Cosmo, τον Robin-Hood και τον Atrelegis να μπαίνουν στο μπαρ. Δεν πρόλαβαν καν να αντιληφθούν τι συνέβαινε. Η πύλη τους περίμενε έτοιμη. Τύφλα να έχουν τα ρωμαϊκά όργια και οι παρτούζες της Εκάλης! Τα ζευγαρωμένα κουβάρια σφάδαζαν από ηδονή στο πάτωμα και όπως στριφογυρνούσαν στο παρκέ αναποδογύριζαν και έσπρωχναν καρέκλες και τραπέζια πάνω στους τέσσερις τοίχους. Σαν να άνοιγαν χώρο για τους επόμενους. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω πως όλοι βίωναν αυτό που βίωνα κι εγώ. Πώς να μιλήσω όμως για τα κορίτσια; Το ότι είχαν απανωτούς, πολλαπλούς οργασμούς ήταν αναμφισβήτητο. Δεν θέλω να πω ονόματα μην θίξω την μνήμη τους, αλλά κοκκίνισε και η ταπετσαρία από τα αισχρόλογα που ξεστόμιζαν στην ηδονή τους. Δεν θα τολμούσα να τα αναπαράγω ούτε σε τσοντοσάϊτ. Ο κίνδυνος εντωμεταξύ, ήταν μια ισχνή σκλήθρα μέσα στην οργασμική μου αποχαύνωση. Ήδη ένιωθα σαν να μου έχωναν πυρακτωμένα καρφιά στα αμελέτητα, δεν είχα σκοπό όμως να σταματήσω ούτε κατά διάνοια. Ο πόθος μου ήταν τεράστιος, το μόριο ντούρο με εσωτερική επένδυση τιτανίου, το ματσούκι του Wolverine ένα πράγμα. Βάδιζα σίγουρα προς τον χαμό μου με πρώτη στάση την πλήρη αφυδάτωση. Ποιος θα μας έσωζε; Η παρέα μας ολοένα μεγάλωνε. RaspK, Month, Nihilio, Electroscribe, Celestial και Faia de Wolf. Και άλλοι. Έμπαινες στο μπαρ και δεν ξανάβγαινες. Μυγοπαγίδα. Μαύρη τρύπα. Δεν ξέφευγε κανείς. Η Nienna ήρθε με ένα κανίς και μέχρι το μικρό, νευρόσπαστο σκυλάκι έσμιξε με δικό του αποκρουστικό ταίρι. Τότε αντιλήφθηκα πως και ο Τουίτι, το καναρίνι του μπαρ, ζευγάρωνε αχαλίνωτα και ασταμάτητα με ένα αποκρουστικό απολειφάδι μέσα στο κλουβί του. Ενώ πλέον το σώμα μου πονούσε και υπέφερε, έσφιγγα το αποκρουστικό πράγμα πάνω μου μην έρθει και μου το πάρει κανείς, ποθώντας όσο ποτέ να του κάνω έρωτα, οι οργασμοί μου απολαυστικοί πάνω στο μαρτύριο μου, και έχοντας μια αμυδρή αίσθηση των ωρών που περνούσαν. Την άλλη μέρα περιμέναμε και την ομάδα εκ Θεσσαλονίκης. Ε, ήρθε το αύριο, ήρθαν οι Θεσσαλονικείς, πάρ’τους κι αυτούς κάτω. Καυτό σεξ με αποκρουστικά πράγματα για Spock, heiron, aristofanoula και Araquel. Κάποια στιγμή κοίταξα δεξιά μου και είδα τον nikosal. Έδειχνε αποστεωμένος. Σαν ανθρώπινο είδος, η περιεκτικότητα του σε νερό πρέπει να είχε κατέβει στα 40%. Απίστευτο που ήταν ζωντανός. Μου χαμογέλασε ευτυχισμένος, η ερωτική του μανία αμείωτη. Τι θα συνέβαινε μόλις έλιωνε ολοκληρωτικά; Τι θα γινόταν αν δεν ερχόταν κανείς άλλος στο μπαρ; Τρεις μέρες τώρα το forum έγραφε Members 0. Μήπως τα αποκρουστικά πράγματα έβγαιναν από το μπαρ σε αναζήτηση περισσότερου σεξ; Έσφιξα το δικό μου κι άλλο, πανικόβλητος από ένα ξαφνικό συναίσθημα ζήλιας. Ανάμεσα στις ερωτικές μου εξάρσεις άρχισα να βλέπω την ζωή μου να περνάει μπροστά από τα μάτια μου σε φλάσμπακ. Τι τέλος. Τι τέλος για όλους μας. Τι τέλος για ολόκληρο τον πλανήτη! Στη ροή της παρελθούσας ζωής μου, σκόνταψα σε μια συγκεκριμένη μνήμη. Θυμήθηκα ένα διήγημα που διάβαζα τότε σε συνέχειες, στο μηνιαίο Μάσκα που αγόραζα. Κάθε φορά που η αφήγηση διακοπτόταν για να συνεχίσει «τον άλλο μήνα», κατάφερναν πάντα να σταματούν στο πιο αγωνιώδης σημείο. Μια συγκεκριμένη φορά, ο ήρωας ήταν παγιδευμένος στον πάτο ενός πολύ βαθιού πηγαδιού, στρωμένου με δηλητηριασμένα, μυτερά καλάμια, την ίδια στιγμή που εκατοντάδες μαύρα, φονικά φίδια σέρνονταν προς το μέρος του συν το νερό που χυνόταν μέσα και του οποίου η στάθμη ολοένα και ανέβαινε. Το δεξί χέρι του ήρωα ήταν σπασμένο, δεν είχε κανένα είδος όπλου πάνω του και ένας ανθρωποφάγος μαύρος πάνθηρας περίμενε λαίμαργα για εκείνον στο χείλος του πηγαδιού. Δεν μπορούσα παρά να θαυμάσω την μεγαλειώδη αυτοπεποίθηση εκείνου του συγγραφέα για το ταλέντο και την εφευρετικότητα του να σώσει τον ήρωα του. Αυτός ο ένας μήνας που θα περνούσα στην αναμονή για το επόμενο κεφάλαιο ήταν ο μεγαλύτερος της ζωής μου. Όταν ήρθε η μέρα, έτρεξα με την ψυχή στο στόμα στο πρακτορείο και σχεδόν άρπαξα το περιοδικό από τα χέρια του εφημεριδοπώλη ενώ το ξεπακετάριζε. Όχι, δεν πήγα καν στο σπίτι. Το άνοιξα εκεί, στο πεζοδρόμιο. Το δεύτερο κεφάλαιο ξεκινούσε έτσι: «Με ένα γιγάντιο άλμα, ο Καράτε Τζο ελευθερώθηκε από το πηγάδι, νίκησε τον πάνθηρα και έτρεξε να σώσει την αγαπημένη του από τους πειρατές.» Έτσι όπως το θυμήθηκα το αφηγήθηκα στην σου-φου παρέα μετά την απόδραση μας από το μπαρ και συμφωνήσαμε όλοι τι άθλιος και επαίσχυντος απατεώνας ήταν εκείνος ο συγγραφέας. Πήγαμε να καθίσουμε στο παραδίπλα πάρκο να συνέλθουμε από την δοκιμασία μας και να οργανώσουμε την κατάλληλη απολύμανση για το μπαρ. Να διαβάσετε οπωσδήποτε το «How’s the Night Life on Cissalda?» του Harlan Ellison. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
nikosal Posted October 16, 2007 Share Posted October 16, 2007 χεχε απολαυστικό. Μου ανοίγει την όρεξη να το συμπληρώσω. Ήσουν παρών στο Μεθυσμένο Φεγγάρι, Φεστιβάλ 2006; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 16, 2007 Author Share Posted October 16, 2007 Ήσουν παρών στο Μεθυσμένο Φεγγάρι, Φεστιβάλ 2006; Δοντίχ και ξεδοντίχ; Μα φυσικά! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
nikosal Posted October 16, 2007 Share Posted October 16, 2007 (edited) χαχαχα ούτε εγώ δεν θυμόμουν τα δοντίχ, πού τα θυμάσαι βρε! Να διαβάσετε οπωσδήποτε το «How’s the Night Life on Cissalda?» του Harlan Ellison. Edit: To οποίο βρίσκουμε σε ποια συλλογή; Edited October 16, 2007 by nikosal Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 16, 2007 Author Share Posted October 16, 2007 χαχαχα ούτε εγώ δεν θυμόμουν τα δοντίχ, πού τα θυμάσαι βρε!Edit: To οποίο βρίσκουμε σε ποια συλλογή; Εγώ το έχω σε μια συλλογή με τίτλο Alien Sex, edited by Ellen Datlow, foreword by William Gibson, 19 tales by the masters of science fiction and dark fantasy(1991). Όπου η μία είναι του Ellison. Στα copywrite μέσα δεν αναφέρει που το είχε δημοσιευμένο πρωτύτερα ο συγγραφέας του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted October 18, 2007 Share Posted October 18, 2007 “Μαλακίες! Σκατά! Ηλίθιοι όλοι τους και ακόμα μεγαλύτερος ηλίθιος εγώ που δέχτηκα!” Μουρμούριζα όπως πάντα στον εαυτό μου, μια κακή συνήθεια που απέκτησα κάποτε στην δευτέρα λυκείου, όταν είχα μείνει πραγματικά μόνος. Αν και μόνο εγώ καταλάβαινα τι έλεγα προσπαθούσα να το κόψω μιας και όταν με βλέπανε στο δρόμο να μιλάω στον αέρα, με περνάνε για τρελό. “Αναρωτιέμαι αν φάω μακαρονάδα, αν θα μπορέσω να παλέψω καλύτερα...” Δεν πρόλαβα να τελειώσω το τι έλεγα και ένα παραδοσιακό κινέζικο μαγαζάκι με noodles εμφανίστηκε στην άκρη, του κατά τα άλλα λευκού διαδρόμου μέσα στον οποίο περπατούσα. Ο καταστηματάρχης, ένας κοντόχοντρος άντρας με λευκή ποδιά έφτιαχνε μανιασμένα noodles ενώ ένα παιδί ντυμένο στα μπλε έτρωγε σαν να μην υπήρχε άλλη έγνοια, ή μέρα, στον κόσμο. “Έλα παιδί μου να φας και εσύ κάτι!” μου είπε ο μάγειρας. “Ευχαριστώ, να μου λείπει το λάχανο!” απάντησα και το κιόσκι εξαφανίστηκε. Κοίταξα αδιάφορα το μέρος στο οποίο πριν από λίγο ήταν το αγόρι και στραβογέλασα, ενώ ξεκίνησα πάλι να περπατάω στον διάδρομο, ο μόνος ήχος πλέον η αντήχηση των βημάτων μου στον έρημο διάδρομο. Μετά από κάμποση ώρα, και δέκα μισοτραγουδισμένα τραγούδια, έφτασα στην πόρτα. Ξεφύσηξα ενοχλημένος και την κλότσησα με δύναμη. Η πόρτα άντεξε, αν και το πόδι μου παραλίγο να παραδώσει πνεύμα. “Γαμώ τον Τσακ Νόρις μου μέσα!” φώναξα χοροπηδώντας σαν μανιακός από τον πόνο. Πάνω στον πόνο μου έψαξα κάπου γύρω μου για να βρω στήριγμα και το βρήκα στο πόμολο της πόρτας, που εκείνη την στιγμή και λόγω του βάρους μου αποφάσισε να ανοίξει. Από την φόρα που είχα αποχτήσει όταν χόρευα σαν τους ζουλού, έχασα την ισορροπία μου και βρέθηκα φαρδύς πλατύς ξαπλωμένος ανάμεσα σε μια αγέλη πεινασμένων λύκων, που με βλέπανε σαν μεζεδάκι. Πιο πέρα, μια κοπέλα με κοντά μαλλιά κοίταζε τον νυχτερινό ουρανό με ορθάνοιχτα λαμπερά μάτια, ενώ από τα χείλη της βγαίνανε ωδές σε μια άγνωστη σε μένα γλώσσα. Για κάποιον περίεργο λόγο μου ήρθε στο μυαλό η Σιγκούρνι Γούιβερ, αλλά για μόνο ένα δευτερόλεπτο, αφού στο επόμενο παραλίγο να μου έρθει στο μυαλό το στόμα ενός λύκου. Τρομαγμένος και εκνευρισμένος με τον εαυτό μου για την ηλιθιότητά μου πετάχτηκα προς τον διάδρομο. Πήδηξα με δύναμη, η πλάτη μου γυρισμένη προς το μέρος που ήταν η πόρτα, τα χέρια μου απασχολημένα με το να σπρώχνουνε μακριά δόντια και νύχια. Η δύναμη με την οποία έπεσα πάνω στο χορτάρι ήταν αρκετή για να μου κόψει την ανάσα, ενώ γύρω μου οι λύκοι με κύκλωσαν με απειλητικά γρυλίσματα. “Αρκετά!” φώναξα νευριασμένος, μιας και έπρεπε να το περιμένω ότι το τούνελ απλά θα εξαφανιζότανε μόλις έβγαινα από αυτό. Οι λύκοι σταματήσανε παραξενεμένοι, αν και συνεχίσανε να γρυλίζουν απειλητικά προς το μέρος μου. Η επίθεσή τους δεν θα αργούσε. “Faia, μάζεψε τα κοπρόσκυλά σου αλλιώς ο πρίγκιπας στα κίτρινα θα γίνει ο πριγκίπισσα με στρασάκια και ροζ πούλιες στις πιέτες!” συνέχισα απειλητικά. Όπως ήταν αναμενόμενο οι λύκοι δεν συγκινηθήκανε αλλά η κοπέλα που κοίταζε τα άστρα αναδεύτηκε και με κοίταξε, λες και ξύπναγε από όνειρο. Με μια κοφτή της διαταγή οι λύκοι απομακρυνθήκανε. “Τι γυρεύεις εδώ;” με ρώτησε παραξενεμένη. “Κάνω τουρισμό!” απάντησα σαρκαστικά. Οι λύκοι άρχισαν να γρυλίζουνε, κάτι που η Faia επέτρεψε, λες και ήθελε να με φοβίσει. Με κάρφωσε με μια ματιά της και σήκωσε το χέρι της απειλητικά. Πριν προλάβει να μιλήσει την έκοψα. “Ήρθα να μιλήσω με τα πνεύματα… και να πιω το ποτό.” Το χέρι της έπεσε άψυχο στο πλευρό της ενώ το στόμα της έμεινε ανοιχτό για λίγη ώρα. Συνήρθε σχετικά γρήγορα από το σοκ, και με κοίταξε περίεργα. “Καταλαβαίνεις ότι...” άρχισε να λέει, και σήκωσα το χέρι μου ενοχλημένος. “Ναι, ναι ξέρω το ρίσκο, ξέρω τι μπορεί να γίνει, και να σου πω την αλήθεια χ#@$%κα πατόκορφα. Που είναι;” “Συγγνώμη, αλλά δεν είσαι έτοιμος να το πιεις. Πρέπει να εξαγνίσεις την ψυχή σου πριν...” άρχισε να λέει και την έκοψα ξανά και λίγο πιο τσατισμένα απ' ότι θα ήθελα. “Δεν έχεις καταλάβει το τι έχει γίνει; Έχουμε φτάσει στα όρια της καταστροφής, το μπαρ είναι μισογκρεμισμένο, η τάπες που είχε βάλει ο Dain με τον Dino έχουν αρχίσει να εξαφανίζονται με την ουσία τους παγιδευμένη, η Naroualis είναι MIA και οι υπόλοιποι είτε αιχμάλωτοι ή υπερβολικά φοβισμένοι να πολεμήσουν. Ακόμα και να φανταστούν δεν τολμάνε, μην τους ανιχνεύσουν.” είπα ενώ ένιωθα τον εαυτό μου στα όρια δακρύων. “Εσύ την γλίτωσες γιατί στο σπίτι σου κανείς δεν μπορεί να σε αγκίξει κανείς, και εγώ την γλίτωσα γιατί πέθανε η ξαδέλφη μου!” έφτασα να ουρλιάζω σχεδόν από τα νεύρα μου. Η Faia με κοίταζε αποσβολωμένη. “Αντί να είμαι στο μπαρ να βοηθήσω, ή να είμαι σε κάποιον κόσμο ταξιδάκι ήμουνα γειωμένος στην πραγματικότητα. Και εκεί που πάω να πιω ένα ποτηράκι στην μνήμη της ξαδέλφης μου, και να πάω σε μια πραγματικότητα που υπάρχει ακόμα να της πω σωστά αντίο, το βλέπω καταστραμμένο, και πλοκαμάκια να πετάγονται από παντού, και ξόρκια και να θυμάμαι τις συμβουλές του Dain και τις προειδοποιήσεις, και...” κάπου εκεί έχασα την ανάσα μου και ξεκίνησα να μουρμουράω και να βρίζω χαμηλόφωνα. Η Faia είχε εξαφανιστεί από μπροστά μου, και την είδα να βγαίνει από μια σκηνή λίγο πιο κάτω. Έκανα πως σκούπιζα τον ιδρώτα από το μέτωπό μου και σκούπισα τα δάκρυα που είχανε βγει αυθόρμητα. “Θα σου δώσω το ποτό για να πιεις, αλλά...” άρχισε να λέει χωρίς να σχολιάσει τα όσα είχα πει πριν από λίγο. “Τι πρέπει να δώσω σε αντάλλαγμα;” είπα αναστενάζοντας ταυτόχρονα. “Δεν ξέρω. Θα πρέπει να ρωτήσεις τα πνεύματα.” Κοίταξα την σκηνή, το τίπι στο οποίο έμενε, και ετοίμασα τον εαυτό μου για την συνέχεια. “Ναι, είθε Νάνα Μπόζο, μεγάλος κούνελος να είναι μαζί μας, και τα πόδια μας γρήγορα σαν πούμα (τοτέμ του).” απάντησα. “Δεν είναι ανάγκη να είσαι τόσο σαρκαστικός ξέρεις.” είπε και μου έδωσε το μπουκαλάκι με το καφέ υγρό. “Είμαι το χειρότερο άτομο που θα μπορούσε να αναλάβει αυτήν την δουλειά. Και με την τύχη που έχω, αυτό το πράγμα θα έχει την γεύση καφέ!” της απάντησα νευριασμένος. “Και ναι κυρίες και κύριοι έχει όντως την γεύση καφέ! Σιχαίνομαι τον καφ...” ξεκίνησα να λέω όταν ο κόσμος αποφάσισε να χορέψει τουίστ χωρίς να πει τίποτα σε εμένα. Όπως πάντα. Προσπάθησα να μείνω όρθιος, αλλά τα πόδια μου αρνήθηκαν να κάνουν την δουλειά τους και βρέθηκα να κάνω παρέα στο χώμα. Ή στον ουρανό, δεν ρώτησα για να είμαι σίγουρος. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα το πιο παράξενο θέαμα που θα μπορούσα να είχα φανταστεί. Ζώα, κάθε είδους και μεγέθους με είχανε περικυκλώσει. Ζώα που ήταν κάπως άϋλα και με μάτια που καίγανε με εφυία. “Αφήστε με να μαντέψω. Είστε τα τοτέμ όλων των άλλων και θα με οδηγήσετε εκεί που βρίσκονται.” είπα με κόπο, ενώ προσπαθούσα να σηκωθώ. “Ειθθθε σσσίσουροςςς για το τι πρέπει να κάνειςςςς;” είπε ένα φίδι που στάθηκε μπροστά μου. “Δεν μπορώ να σας πω τι πρέπει να γίνει, γιατί μπορεί να μας ακούσει κανένα αυτί που δεν πρέπει. Αλλά ναι, ξέρω τι πρέπει να γίνει.” απάντησα καθώς στεκόμουνα όρθιος με κόπο. Μια αρκούδα με πλησίασε και με κοίταξε στα μάτια. “Τότε ακολούθησέ μας.” είπε και γύρισε να φύγει. “Χούτ χούτ! Δεν θες να μάθεις ποιο είναι το τοτέμ σου;” ρώτησε μια κουκουβάγια που καθότανε σε ένα κλαδί. Δεν μπορούσα να εντοπίσω το δέντρο, αν και δεν με πολυένοιαζε για να πω την αλήθεια. “Δεν θέλω να ξέρω, δεν με νοιάζει.” απάντησα κοφτά. “Αν και με την τύχη που με δέρνει θα είναι κανένα Pucka.” μουρμούρισα καθώς περπάταγα πίσω από την αρκούδα. Το τι έγινε στο ταξίδι με τα πνεύματα είναι ιστορία για μια άλλη φορά. Όπως κάθε τέτοιου είδους εμπειρία με άλλαξε αρκετά, έμαθα το τοτέμ μου και δεν ήταν Pucka. Μετά από αρκετές περιπέτειες πάντως καταφέραμε και φτάσαμε στο μέρος που είχανε φυλακίσει το πνεύμα του Dain και όλων των άλλων που είχανε αιχμαλωτιστεί. Και εκεί τα πνεύματα με χαιρέτισαν, καθώς όπως είπανε δεν είχανε δύναμη στο μέρος που πήγαινα. Ήτανε... εξώκοσμο. Δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς. Περίεργες γωνίες στους πύργους του, και μάλιστα τέτοιες που αν ίσχυαν οι νόμοι της λογικής θα έπρεπε να είχανε γκρεμιστεί. Πλάσματα που είχανε δραπετέψει από εφιάλτες και μύθους, περιπολούσανε την περιοχή. Ακόμα και το κτίριο δεν θύμιζε κάτι το συγκεκριμένο, θύμιζε μια παράγκα με πύργους και μιναρέδες. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άρχισα να πλησιάζω με βήματα διστακτικά. Δεν πρόλαβα να πάω μακριά. Κάπου στα δεξιά μου, αν και η διεύθυνση αυτή πλέον δεν είχε σημασία, ακούγονταν καυγάς και άγριος καυγάς. Προσεχτικά, και με αρκετή ανακούφιση που δεν θα αντιμετώπιζα το οχυρό ακόμα, πλησίασα να δω τι γινότανε. Και τότε είδα την Nienor, μόνη ανάμεσα σε δέκα τέρατα να παλεύει ενάντια τους. Τα τέρατα της ορμούσανε, οι μορφές τους ρευστές και μη συγκεκριμένες, και αυτή συνέχεια να τα απωθεί με μάγια. Αναστέναξα ενοχλημένος, και έπιασα μια χούφτα σκόνης από την τσέπη μου. Άρχισα να τραγουδάω στον εαυτό μου, ίσα για να ακούω εγώ τα λόγια και πέταξα την σκόνη προς τα τέρατα. Το ένα μετά το άλλο, μόλις τα άγγιζε η σκόνη άρχισαν να λιώνουν. Μέσα σε λίγη ώρα μπροστά μας είχαμε μια τεράστια λίμνη από ουσία εφιάλτη. Η Nienor με πλησίασε αργά επιφυλακτικά. “Πως ήρθες εδώ;” ρώτησε απότομα έτοιμη να με κάψει αν έκανε κάτι λάθος. “Μέσω της Faia. Εσύ πως στο όνομα του Magnus Vampire ήρθες εδώ;” την ρώτησα. “Όταν με έπιασαν, ο δαίμονας που άφησαν να με φιλάει ήταν από την Ιαπωνία. Του τράβηξα την προσοχή με το να αλλάξω τα ρούχα μου σε στολή λυκείου, και προσπάθησε να κάνει τα κόλπα του. Ας πούμε ότι δεν θα ξανακάνει κάτι για πολύ καιρό.” απάντησε χαμογελώντας. “Για να καταλάβω. Ο δαίμονας που σε φύλαγε ήταν ανώμαλος και με το που είδε το κυλωτάκι σου ξέχασε το τι είσαι και προσπάθησε να σε, εχμ καλαφατίσει;” “Ναι.” απάντησε απλά. “Μπορώ να τον καταλάβω.” απάντησα και γύρισα προς το οχυρό. “Πρέπει να σώσουμε τους άλλους.” της είπα και άρχισα να περπατάω με περισσότερη βιασύνη απ' ότι θα ήθελα. “Ηρέμησε. Δεν θα βοηθήσεις κανένα με το να πανικοβάλεις τον εαυτό σου.” είπε με απαλή φωνή. Γύρισα και την κοίταξα κατάματα. “I have a cunning plan...” είπα με όσο δυνατόν καλύτερη προφορά μπορούσα και ένα χαμόγελο άρχισε να διαγράφεται στα χείλη μου... “Είναι το πιο ηλίθιο, φαλλοκρατικό, σεξιστικό και ανώμαλο σχέδιο που έχω ακούσει ποτέ στην ζωή μου!” ακουγότανε η φωνή της Nienor πίσω από ένα παραβάν καθώς άλλαζε ρούχα. “Δυστυχώς για σένα”, είπα “Είναι το μόνο που έχουμε.” απάντησα, χαρούμενος για πρώτη φορά μετά από βδομάδες. “Θα μου το πληρώσεις αυτό!” είπε και βγήκε πίσω από το παραβάν. Φορούσε ρούχα λίαν αποκαλυπτικά, “Δεν σε βλέπω να έχεις....” ξεκίνησε να λέει και πείρε μια βαθιά ανάσα. Το σακάκι μου ήταν μπλε, οι μπότες μου κίτρινες, η ζώνη μου πράσινη και τα παντελόνι μου από δέρμα, ενώ στο κεφάλι μου ήταν ένα καπέλο με ένα φτερό από κύκνο. “Σε μισώ!” μου είπε, ενώ το φαρμάκι έρεε άφθονο προς το μέρος μου. “Σου είπα να μην διαλέξεις την θεά του παρελθόντος, και εσύ είπες όχι. Τι να σου κάνω!” απάντησα χαμογελώντας σαν ηλίθιος. Με μια ματιά που θα έκανε σχεδόν τους πάντες να τρομάξουν, προχώρησε προς το εξώκοσμο κάστρο, και εγώ από πίσω της, το χαμόγελο ακόμα στα χείλη μου. Με το που βγήκαμε στα ανοιχτά, όλοι οι δαίμονες άρχισαν να μας επιτήθονται ο ένας μετά τον άλλο. Το καλό ήταν ότι μπορούσαμε ο ένας να καλύπτει τον άλλο και έτσι οι δαίμονες δεν είχαν τύχη. Ο ένας μετά τον άλλο μετατράπηκαν σε άκακα αντικείμενα (αν και μια τοστιέρα προσπάθησε να με δαγκώσει) και ο δρόμος έμεινε ελεύθερος. Μπήκαμε στο κάστρο, και ακολουθήσαμε τον ευθύ διάδρομο “Εδώ είναι που πρέπει να πεις ότι είναι παγίδα.” είπα στην Nienor. “Όχι δεν θα το πω.” απάντησε. Κοίταξε γύρω της και ένευσε στον εαυτό της. “Εδώ χωρίζουμε, όπως έχουμε πει. Καλή τύχη!” μου ευχήθηκε και εξαφανίστηκε. Μόνος πλέον έμεινα να κοιτάζω τον διάδρομο προσεχτικά. Και τότε ο διάδρομος άλλαξε και έγινε μια τεράστια αίθουσα, με μια τρύπα στην μέση. Μπροστά από την τρύπα ένας άντρας ντυμένος με περίεργες ρόμπες, που άλλαζαν χρώμα ανάλογα με το που κοίταζες μουρμούριζε επικλήσεις σε γλώσσες που δεν είχανε νόημα. “Ξέρεις, αυτό που κάνεις είναι ηλίθιο.” του είπα καθώς περπατούσα προς το μέρος του. “Τι μπορεί να ξέρει κανείς για το τι κάνω! Ο αφέντης θα με ανταμείψει πλουσιοπάροχα για τις υπηρεσίες μου!” είπε ο άντρας και γύρισε να με αντιμετωπίσει. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν όμορφος. Πιο πολύ με μια διασταύρωση της Κρουέλα Ντε Βιλ και του Γκόλουμ έμοιαζε. “Ναι, θα σε ανταμείψει με έναν γρήγορο θάνατο. Έχεις ακούσει τι θέλει να κάνει ηλίθιε! Λες να σε αφήσει να υπάρχεις;” του είπα. “Ο αφέντης υποσχέθηκε...” άρχισε να λέει. “Κόψε τις πίπες φιλαράκι! Άντε πάρε την μορφή σου να τελειώνουμε! Έχω να αντιμετωπίσω και τον αφεντικό σου!” Ο άντρας κοκκίνισε από το κακό του και άρχισε να μεταμορφώνεται. Έγινε μια τεράστια μάζα σάρκας με πάμπολλα πλοκάμια που όρμησαν προς το μέρος μου. Με μια ρευστή κίνηση άγγιξα το έδαφος, και οι πλάκες του πατώματος έγιναν σαν ένα κύμα που τον έσπρωξαν προς την τρύπα. Έπεσε μέσα αν και πέντε πλοκάμια πιαστήκανε στην άκρη. “Αν σε πλησιάσω θα μου την κάνεις όπως το Μπάλρογκ. Οπότε...” οι πλάκες πάνω στις οποίες ήταν τα πλοκάμια του ξεκολλήσανε, και με μια φριχτή φωνή έπεσε μέσα στα τρίσβαθα της τρύπας. Άρχισα να μετράω από μέσα μου. “Εννιά, Δέκα... Γεια σου Κθούλου!” είπα καθώς ο αρχαίος τρόμος βγήκε στην επιφάνεια, στο στόμα του τα υπολείμματα του σνακ που του είχα στείλει. “Σνλθ ιλ'κναμουρτα” είπε και ένα πλοκαμάκι του με έδειξε. “Και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω. Τώρα ελευθέρωσε του άλλους, γιατί αλλιώς...” “Νρλι'έ μγκλνουρκ” απάντησε. “Δε μπα να είναι και στον Γανυμήδη, ελευθέρωσέ τους.” “Αχστλκνμορτησ'θλβες.” είπε απειλητικά. “Ναι είμαστε το μυαλό μου τώρα. Εδώ εγώ είμαι κύριος, και δεν μπορείς να με επηρεάσεις.” του απάντησα. “Βορμλκξ τριλναδχζο” απάντησε, και έβγαλε την Νienor από έναν τοίχο. Στα χέρια της δύο μπουκαλάκια, που τα πέταξε στο μέρος μου. Τα έπιασα στον αέρα, ενώ ο Κθούλου μετέφερε την Nienor προς το στόμα του. Με μια απότομη κίνηση τα άνοιξα και μπροστά μου εμφανίστηκαν, λίγο αποπροσανατολισμένοι είναι η αλήθεια, ο Dain, η Naroualis, η Spock, ο Rasp και ο Dino. Το πλοκάμι που είχε πιάσει την Nienor είχε φτάσει στο στόμα του, και ξέραμε όλοι ότι αν την έβαζε στον καταπιόνα του, δεν θα την ξαναβλέπαμε ποτέ. Και τότε όλοι μαζί είπαμε την λέξη που μπορούσε να τον κάνει να μείνει ακίνητος για λίγα δευτερόλεπτα. Με τόση δύναμη βγήκε από το στόμα μας, που το κάστρο γύρο μας καταστράφηκε, μείναμε να αιωρούμαστε σε ένα λευκό κενό με τον Κθούλου μπροστά μας. Η μάχη ήταν... καταστροφική. Τελικά καταφέραμε να σώσουμε την Nienor και να επιβιώσουμε. Το πρόβλημα όμως μένει. Υπάρχουν και άλλα άτομα που πρέπει να σωθούνε και το μυαλό μου, όπου είχαμε το πλεονέκτημα, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πεδίο μάχης ξανά. Αλλά τώρα εμείς που είμαστε ελεύθεροι θα καταφέρουμε να ελευθερώσουμε τους συντρόφους μας, και να ανακαταλάβουμε τις πραγματικότητές μας από τους εφιάλτες που κατοικούν εκεί μια προς μια. Και μα το μούσι του Allan Moore, θα το καταφέρουμε! Σημείωση του συγγραφέα. Ο Κθούλου είναι ένας μεγάλος κόπανος, κάτι το οποίο μπορείτε να καταλάβετε εύκολα από τον τρόπο που συμπεριφέρεται συνήθως, αλλά και από την επιμονή του να μην μιλάει σε γλώσσα κατανοητή για όλους. Ευτυχώς για μένα έχω περάσει αρκετές ώρες σε υγρά και σκοτεινά καταγώγια, έτσι ώστε έμαθα την γλώσσα των αβυσαίων. Για όσους λοιπόν δεν καταλαβαίνουν τι λέει ο Κθούλου μπορώ να πω μόνο το εξής: Μην περνάτε τα βράδια σας σε καταγώγια, γιατί θα μπλέξετε με ρεμάλια!!! Επίσης σημείωση του συγγραφέα Όλα συμβαίνουν μέσα στο κεφάλι μου, οπότε κάποια πράγματα που σε άλλες καταστάσεις δεν θα λειτουργούσαν, ή θα ήταν αναποτελεσματικά συμβαίνουν λόγο της πίστης που έχω σε αυτά. Τελική σημείωση Όλα είναι φανταστικά… και αληθινά συνάμα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 18, 2007 Author Share Posted October 18, 2007 Ήταν από εκείνες τις ώρες. Έκοβες την βαρεμάρα με μαχαιράκι βουτύρου που θα έλεγε ο μετριότατος συγγραφέας. Ο Dain βάραγε κυριολεκτικά μύγες πάνω στον πάγκο του. Εγώ σκότωνα ένα Αμαζόν Νταχτιρντί, και προς εκνευρισμό του μπάρμαν, χρησιμοποιούσα τα καλαμάκια από μπισκότο που υπήρχαν δίπλα σε βαζάκι. Παρακολουθούσα το πιράνχα να καταβροχθίζει με μανία το κάθε ένα που έβαζα στο βαθύ ποτήρι μου πριν το αντικαταστήσω με άλλο. Χωρίς να πει λέξη, ο Dain με πλησίασε, πήρε τα καλαμάκια (δική του πατέντα) και τα εναπόθεσε στην άλλη άκρη του μπαρ. Ένα για κάθε πελάτη λοιπόν. Θα ρίσκαρα τα χείλη μου με μικρές, γρήγορες γουλιές τότε. Κοίταξα το άδειο μαγαζί, την σκόνη που αιωρούνταν πηχτή στις κοφτές ηλιαχτίδες, και χασμουρήθηκα. «Μου φαίνεται ή έχουν αραιώσει όλοι;» είπα. «Πέρασε ο Northerain χθες» «Α ναι; Και;» «Τι και; Κοίταξε γύρω κι έφυγε.» «Νομίζω πως λίγο-πολύ έχει γίνει συνήθεια τελευταία. Έρχονται, κοιτάζουν και φεύγουν.» «Ο Northerain είχε 20% πραγματικότητας πάνω του. Έχει ακόμα καιρό μέχρι να εξαφανιστεί τελείως.» «20…;!» «Η μούχλα της ‘αληθινής ζωής’. Όλοι το κολλάμε κάποια στιγμή. Αναπτύσσεται πάνω σου σαν κισσός και όταν σε καλύψει τελείως…είσαι πια αλλού. Έχεις γίνει μπάρμπας. Έχω μάτι να διακρίνω σε ποιο βαθμό βρίσκεται ο καθένας.» Μου σηκώθηκε η τρίχα. «Κι εγώ; Σε τι βαθμό είμαι εγώ;» τόλμησα να ρωτήσω. Τον σταμάτησα με το που άνοιξε το στόμα του να απαντήσει. «Άσε! Μη λες τίποτα! Σου λέω εγώ! Δεν θα συμβεί σε μένα! Εγώ φίλε είμαι σου-φου-βερνικωμένος πατόκορφα!!» τσίριξα πανικόβλητος. Ο Dain χαμογέλασε και δεν είπε τίποτα άλλο. Εκείνη την στιγμή λαμπρό φως άσπρισε τα τζάμια και ακολούθησε μεγάλο ηχητικό μπουμ που κροτάλισε τα μπουκάλια στο μπαρ. Ακούσαμε ένα διαπεραστικό σφύριγμα πριν την μεγάλη συντριβή που πρέπει να διέλυσε το οδόστρωμα έξω από το μαγαζί. Πυκνός καπνός μαύρισε τα παράθυρα. «Να και κάτι ενδιαφέρον» σχολίασα. Σε λίγο μπήκε στο μπαρ καπνισμένος διαστημάνθρωπος σέρνοντας το αριστερό του πόδι. Ένα πράσινο πλοκάμι ήταν τυλιγμένο γύρω από αυτό, η χοντρή του άκρη κομμένη και καρβουνιασμένη άφηνε μια γραμμή από γλίτσα στο κερωμένο παρκέ. Ο διαστημάνθρωπος είχε το κράνος του περασμένο στον αριστερό του αγκώνα, στο δεξί κρατούσε ακόμα σφιχτά το ακτινοπίστολο του. Στον δεξί ώμο ήταν γαντζωμένη μια μεταλλική αράχνη. Κάθισε βαρύς στο γωνιακό σκαμπό και έβηξε πνιχτά. Έδειχνε αρκετά «ανθρώπινος», η ασημένια του στολή κάπως ντεμοντέ σε σχέση με την επικρατούσα μόδα. «Ένα δοντίχ» είπε με κορακιασμένη φωνή. «Ένα τι;» ρώτησε ο Dain. «Δοντίχ.» «Τι είναι αυτό;» Πελάτης και μπάρμαν κοιτάχτηκαν σαν παίχτες του πόκερ που προτάσσουν κάποια μπλόφα. «Δεν ξέρεις το δοντίχ;» έσπασε πρώτα ο νεοφερμένος. «Πρώτη φορά το ακούω.» Ο διαστημάνθρωπος κοίταξε την αράχνη. «Ζι! Που μ’έφερες;!» «Ζήτησες τον πλησιέστερο σταθμό ανεφοδιασμού Μπελέν. Είπες πως ήταν κατεπείγον.» «Και διάλεξες αυτό το μέρος;» «Ήταν το πλησιέστερο πόστο στη θέση μας σε περιεκτικότητα ούφο και λοιπόν εξωγήινων. Η επόμενη επιλογή ήταν τα Οπίσθια του Γανυμήδη, τριάντα χιλιάδες έτη φωτός απόσταση.» «Έχουμε ξαναπάει στα Οπίσθια, Ζι. Έχουν δοντίχ εκεί.» «Δεν είπες τίποτα για δοντίχ Μπελέν.» «Είπα ανεφοδιασμό Ζι! Μάθε να με ακούς επιτέλους! Ο ανεφοδιασμός ξεκινάει με μένα! Εγώ ξεκινώ με δοντίχ!» «Ελήφθη.» Ο διαστημάνθρωπος μας κοίταξε κακόμοιρα. «Όχι δοντίχ λοιπόν.» «Λυπάμαι» είπε ο Dain. Ο διαστημάνθρωπος σηκώθηκε και άρχισε να σέρνει το αριστερό του πόδι προς την έξοδο. «Θα πας από πίσω να σπρώξεις τώρα. Δεν μένω κολλημένος σε αυτόν τον πλανήτη» είπε στην αράχνη. Κοιταχτήκαμε με τον Dain. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησα. «Ειλικρινά δεν το έχω ξανακούσει. ‘Δοντίχ;’» «Ίσως πρέπει να ρωτήσεις τον προμηθευτή σου. Δώσε μου τώρα ένα από εκείνα τα καλαμάκια. Το τελευταίο, στο ορκίζομαι.» Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 18, 2007 Author Share Posted October 18, 2007 (edited) Το σκάφος των Βόλταρον ήρθε και άραξε πάνω από την Αθήνα, η σκιά του μαύρισε όλο το λεκανοπέδιο. Το μπαρ ήταν γεμάτο. Είχαν έρθει όλοι εδώ ζητώντας μια λογική άμυνα ή ένα καταφύγιο. Καθισμένοι και όρθιοι ήμασταν ασφυκτικά στριμωγμένοι. Κραδασμοί τάραζαν το κτίριο και οι δύο πολυέλαιοι πάνω από το κεφάλι μας μιμούνταν χορεύτριες οριεντάλ. Μια δέσμη κόκκινου φωτός διαπέρασε για λίγο τους τοίχους και μας σκάναρε όλους. Μείναμε αποσβολωμένοι και περιμέναμε. Η πόρτα του μπαρ άνοιξε και πρώτα μπήκε η σκοτεινή φρουρά, επικίνδυνα αραχνοειδή όντα με πηλίκια και αστραφτερά όπλα. Είχαν τις αιχμηρές τους κάνες στραμμένες εναντίον μας. Κι εκεί που αναρωτιόσουν πως θα χωρέσουν κι άλλοι εδώ μέσα, γινήκαμε όλοι χαλκομανίες στα ντουβάρια αφήνοντας το πάτωμα άδεια πίστα. Ακολούθησε τεράστιος και εντυπωσιακός ο τρομερός Βόλτον, φριχτό τέρας γεμάτο αγκάθια, με μεταλλική μπέρτα, ηγέτης των Βόλταρον. Δίπλα του βάδιζε ο Χλιτς, κατσαριδοειδές, σύμβουλος και δεξί χέρι του άρχοντα του. «Είσαι απόλυτα σίγουρος μωρέ Χλιτς;!» Η φωνή του Βόλτον, μεταλλική και βαριά, έπεσε σαν χαλάζι στο βουβαμένο μπαρ σου-φου-φου. «Συγκέντρωσα τις πιο ένδοξες στρατιές μου, και σταμάτησα την πολιορκία του Κρότερακ, για να καταλάβω αυτό το ηλιακό σύστημα;! Εννέα μπασμένοι πλανήτες με ζωή μόνο στον ένα; Δεν έχω ξαναδεί τόσο στεγνό μέρος πουθενά αλλού στον Πανβολταρονικό γαλαξία!» «Εεε…οι οιωνοί άρχοντα μου…» τσιτσίρισε ο Χλιτς. «Να τους χέσω τους οιωνούς σου. Εδώ γιατί ήρθαμε;» «Η πυξίδα άρχοντα μου. Το κοκαλωμένο δάχτυλο του Μπουρ δείχνει αυτό το σημείο.» «Σώπα! Αυτό ε;» Ο Βόλτον κοίταξε το μπαρ και κάρφωσε με τα εντομοειδή του μάτια τον Dain, που δεν το χάρηκε καθόλου. «Τέλος πάντων.» Ο φριχτός ηγέτης πλησίασε τον πάγκο χαϊδεύοντας τα αστακόμορφα μουστάκια του. «Μια γύρα δοντίχ για μένα και τους άντρες μου» είπε με την βροντερή φωνή του. Άστραψε το μάτι του μπάρμαν. «Άντε πάλι. Δεν το έχουμε. Δεν ξέρουμε καν τι είναι.» Πάγωσε ο Βόλτον. Πάγωσαν οι Βόλταρον. Γέμισε κακαδάκια το πάτωμα ο Χλιτς. «Τι εννοείς δεν το έχετε;!! Τι εννοείς δεν το ξέρετε;!!» ούρλιαξε το τέρας. «Εννοώ έχω μόνο ένα κεφάλι βιδωμένο στους ώμους μου όπως βλέπεις!» ούρλιαξε ο Dain, «Και δύο χέρια και δύο πόδια! Δεν μπορώ να τα κάνω όλα μόνος μου! Προμήθειες ανέλαβε ο εν λόγο nikosal που όλο τυχαία δεν είναι εδώ σήμερα ο αχαΐρευτος! Δεν-έχουμε…δοντίχ!» Ο Βόλτον γύρισε στον σύμβουλο του. «Που μ’έφερες ηλίθιο απολειφάδι;!! Τι να τον κάνω αυτόν τον πλανήτη;! Θα κορακιάσουμε εδωπέρα!! Πάρτε τον από τα μάτια μου! Θα ασχοληθώ μαζί του αργότερα!» Δύο φρουροί απομάκρυναν την μυξοκλαίουσα κατσαρίδα. Ο Βόλτον καθάρισε τον λαιμό του πριν απευθυνθεί σε μας. «Χμ, γράψτε λάθος. Να πηγαίνουμε εμείς.» Μας άδειασαν την γωνιά εσπευσμένα και σε λίγο έφυγε και η σκιά πάνω από την Αθήνα. Ακολούθησε όμως η πολιορκία του Dain. Ζητούσαν όλοι τώρα να μάθουν για το δοντίχ. Τι ήταν το δοντίχ; Ήταν ποτό; Και πως πίνετε; ;) Ο λαός του σου-φου-φου ήθελε το δοντίχ. Και ο Dain ήθελε στις χούφτες του το λαιμουδάκι του nikosal. Edited October 18, 2007 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 24, 2007 Author Share Posted October 24, 2007 Είχε μπει στο μπαρ ένας άλλος Σποκ. Ήταν αυτός που ξέραμε, σπιρτάδα στο μάτι και ζεστό χαμόγελο, αλλά ήταν άλλος. Είχε σκύψει το κεφάλι του για να χωρέσει να περάσει την πόρτα. Μετά προσέξαμε τις φτερούγες που πετάριζαν στους αστράγαλους του. Πετούσε ο άνθρωπος. Το βλέμμα ονειροπόλο, το ύφος χαμένο στην ευτυχία. Ήταν αξύριστος για μέρες και μύριζε λιγάκι, το ήξερε όμως και δεν τον ένοιαζε. Και θα μαθαίναμε τον λόγο πολύ γρήγορα. Μόλις είχε γυρίσει από το Φεστιβάλ της Βενετίας. Είχε πάει εκεί κουβαλώντας μαζί του την πιο αγαπημένη του φωτογραφία της Μόνικα Μπελούτσι. Ω ναι, είχε συναντήσει την θεά, της είχε ζητήσει λιγωμένος αυτόγραφο και αφιέρωση, κι εκείνη όχι μόνο έγραψε «Στο Ντροπαλό Αγόρι – Μόνικα», αλλά είχε αποτυπώσει δίπλα με το κραγιόν της, μια φιλήδονη στάμπα με τα γεμάτα, θεϊκά της χείλη! Μια στη φωτογραφία και μία στο μάγουλο του Σποκ παρακαλώ! Και όχι, δεν είχε πλυθεί ή ξυριστεί έκτοτε. Το ίχνος πάνω στο μάγουλο δεν φαινόταν πλέον τόσο καλά, είχε και τούφες το κατσαρό γένι από πάνω, αλλά τον πιστεύαμε. Η φωτογραφία δεν ήταν από τις πιο γυμνές της. Ήταν γυμνή, αλλά κάλυπτε όλα τα επίμαχα με την μοναδική της στάση και τοποθέτηση των χεριών της. Προσεγμένα στο όριο. Σαν να μας έλεγε, «Ναι, εδώ είναι όλα αυτά που θέλετε να δείτε, στο τσακ, αλλά δεν σας αφήνω ατακτούληδες.» Και με αυτόν τον τρόπο ήταν σίγουρα η πιο ερωτική της φωτογραφία. Και τι να καλύψουν πια εκείνα τα μακριά, θεσπέσια δάχτυλα όταν τα ελέη σου είναι τόσο πλούσια; Ακόμα κι εγώ που η Μόνικα δεν είναι η τρέλα μου, ήταν μεγάλη ανάγκη να κάθομαι σφιχτά σταυροπόδι και να το παίζω άνετος. Μέχρι και η καλλιγραφία της φάνταζε ερωτική. Εκείνα τα γράμματα και οι γραμμές που τα ένωναν ήταν όλο καμπύλες. Αμ το αποτύπωμα από τα σαρκώδη της χείλη; Σκούπισα διακριτικά τον ιδρώτα από το φρύδι με τον αντίχειρα μου και πέρασα την φωτογραφία στον nikosal που καθόταν δίπλα μου. Δεν περίμενα τίποτα από τον ψόφιο αλλά να, τρεμόπαιξε το μάγουλο του κάτω από το ένα μάτι. Τον είδα να ξεροκαταπίνει. «Ν…ναι, ομολογώ πως σε αυτή τη φωτογραφία…η Μόνικα είναι…είναι κάπως…» ψέλλισε. Σταύρωσε τα πόδια του κάτω από το τραπέζι και συνέχισε να κοιτάζει την φωτογραφία. «Ωω…» είπε και ξαφνικά τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. «Συγνώμη! Συγνώμη!» ούρλιαξε. Κοίταζε τον απέναντι τοίχο, ή το απόλυτο κενό, τρομοκρατημένος. Γυρίσαμε όλοι το βλέμμα μας προς τα εκεί αλλά δεν είδαμε τίποτα. Κάποια στιγμή, ενώ συνέχισε να ουρλιάζει, με άρπαξε σπασμωδικά με το ελεύθερο του χέρι και ένιωσα την παράνοια του να μου τρυπάει την πέτσα. Μου σηκώθηκε η τρίχα γιατί όντως, εκεί, στη μέση του μπαρ, αιωρούνταν άγγελος τρομερός με φλεγόμενη χαίτη, κραδαίνοντας ξίφος αστραφτερό. «Αμαρτωλέ! Σπόρε του Σατανά! Διεφθαρμένε!» έφτυνε η τρομερή οπτασία κατά του nikosal. «Συγχώρα με ω Θεο-λόγε, ω Αρχάγγελε του Άσπιλου Φωτός!» συνέχιζε να ουρλιάζει ο nikosal. Η παρέα εξακολουθούσε να μην βλέπει τίποτα από αυτά που βιώναμε εμείς, ανησυχούσαν όμως για την ψυχική υγεία του φίλου τους. Προσπαθούσαν να τον ταρακουνήσουν και να τον συνεφέρουν, εκείνος όμως είχε μαρμαρώσει από τον τρόμο. Το ίδιο και εγώ, κυρίως όμως από την έκπληξη. Ο αρχάγγελος συνέχισε να αγνοεί εμένα και να κατακεραυνώνει τον φίλο μου. «Σκλάβε της σάρκας! Σε λύγισαν τα κάλλη της Πόρνης της Ρώμης;! Ενέδωσες στον πειρασμό;! Ανταποκρίθηκες στο μιαρό της κάλεσμα;! Οι φλόγες της κόλασης σε αναμένουν!! Θα τσιτσιρίζουν οι πέτσες σου εις τον αιώνα τον άπαντα!» «Όχι! Μη Θεο-λόγε Ουράνιε! Ήμουν αδύναμος αλλά μετανιώνω!! Να! Ιδού η πίστη και ο όρκος μου!!» Και ο nikosal άρχισε να κάνει την φωτογραφία με την αφιέρωση, την υπογραφή και το περίγραμμα του φιλιού της Μόνικα, μικρά-μικρά κομματάκια μπροστά στα έκπληκτα μας τα ματάκια! Και ω τότε, εμφανίστηκε ανάμεσα μας δεύτερη οπτασία, τρομερότερη από την πρώτη. Ήταν ο Σποκ ή ο Διάβολος, με τα κέρατα, τα κόκκινα μάτια, τα αφρίζοντα σαγόνια και τα γαμψά τα νύχια; «Nikosaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaal!!!!!!!!!!!!!!» ούρλιαξε και χάθηκαν όλα μέσα στο απίστευτο το σπλάτερ. ----------------------------------------- Ποιον άλλον θα έστελναν παρά τον Ρικ Ντέκαρντ. Μόλις είχε πάρει μετάθεση από τον άλλο τομέα, τώρα στις ανθρώπινες υποθέσεις. Του είχαμε την ιστορία έτοιμη. «Γιατί, δεν έχετε ακουστά την ‘αναπάντεχη ανάφλεξη’;» τον ρώτησα αθώα. «Το αποκαλείτε αυτό ανάφλεξη;» «Μα όχι φυσικά. Είναι ‘αναπάντεχος διαμελισμός’. Καθόμασταν εδώ όλοι, τα πίναμε και τα λέγαμε, όταν ξαφνικά ο φίλος μας ο nikosal…» «Το θύμα.» «Ακριβώς…άρχισε να διαμελίζεται ανεξήγητα. Χέρια, πόδια, άντερα, σε όλο το μπαρ! Στα καλά καθούμενα!» «Αυτός εκεί στην γωνία τι έχει πάθει;» «Α, είναι απαρηγόρητος. Ο nikosal ήταν ο καλύτερος του φίλος.» «Γιατί σκούζει ‘Μόνικα’ και ‘Μόνικα’;» «Εεε, γιατί έτσι λέγανε τον nikosal. Nikosal Monica. -Γκουχ- Ήταν το επίθετο του.» Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted October 29, 2007 Author Share Posted October 29, 2007 (edited) «Ποιος τα έκανε πάλι στο πάτωμα» φώναξε η κυρά Μαρίκα και έστυψε την σφουγκαρίστρα της στον κουβά. «Όχι μη!» φωνάξαμε όλοι με μια φωνή και σκάσαμε μαζί στα γέλια. Κατ’αρχήν, η αηδιαστική κηλίδα στο πάτωμα θύμιζε οπωσδήποτε ξερατό. Η κυρά-Μαρίκα όμως έβλεπε οποιαδήποτε βρωμιά ή ακαταστασία στο μπαρ σαν το άλλο, το χειρότερο, και φώναζε «ποιος τα έκανε» για να μας φέρει σε δύσκολη θέση, τάχα μου. Όχι δεν ήταν μια συνηθισμένη καθαρίστρια. Σιγά μην είχαμε συνηθισμένη καθαρίστρια στο μπαρ το σου-φου-φου. Η ιστορία της κυρά Μαρίκας σε άλλο ποστ (όσοι γνωρίζετε για τη κούνια και την σκούφια της, παρακαλώ διαφωτίστε μας.) Δεύτερον, το ξερατό στο πάτωμα δεν ήταν ξερατό, αλλά ο διαγαλαξιακός μας φιλαράκος Μπολκ, που δεν σήκωνε τις μπύρες μας καλά, δύο ποτήρια και γινόταν λιώμα καταγής. Λίγους κόκκους καφέ χρειαζόταν να του τρίψουμε για να ξαναγίνει περδίκι. Τρίτον, δεν γελούσαμε γιατί η κυρά Μαρίκα πέρασε τον Μπολκ για σκατά. Ουπς, χικ, την είπα τη λέξη. Χι-χι-χι. Όχι, είπα τα σκατά, όχι, γελούσαμε γιατί ήμασταν όλοι τύφλα στο μεθύσι. Μετά από δύο τοσοδούλια μόνο σφηνάκια. Μα ήταν δυνατόν; Πόσο δελεαστικά και επώδυνα άδεια γυάλιζαν τώρα εκείνα τα ποτήρια. «Άλλο ένα δοντίχ!» ούρλιαξα και χτύπησα την παλάμη μου στον πάγκο. «Ναι! Ναι!» φώναξαν οι συμπότες ακολουθώντας το παράδειγμα μου. Ήταν, στη σειρά, ο Cosmo, ο Nihilio, ο twocows και ο Robin-Hood. Στην γωνία, έχοντας πιεί μόνο το πρώτο σφηνάκι, είχε κοκαλώσει ο Tsukasa. O Dain, πίσω από το μπαρ, που έπινε μαζί μας, βάρεσε και την δική του παλάμη και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Έφτασεεεε!!!» Το πρώτο ποτήρι ήταν σαν αθόρυβη, μίνι πυρηνική έκρηξη στο στομάχι που η θέρμη της απλώθηκε και απλωνόταν σε όλο μου το σώμα σε σταδιακά κύματα. Ένιωσα την πέτσα μου να φουσκώνει, το εσωτερικό μου τίποτα άλλο εκτός από ζεστός αέρας. Άρχισα να αναπηδώ στο μπαρ και να χασκογελάω. Ο Μπολκ μας προειδοποίησε πως οι σοβαροί πότες του δοντίχ είχαν από δίπλα πάντα μια δυνατή γυναικεία συντροφιά, εξωγήινες θηλυκές φυλές με ανεπτυγμένες σεξουαλικές ορέξεις, και οι φερομόνες σε συνδυασμό με τις αχαλίνωτες ορμόνες λειτουργούσαν κατασταλτικά στο άμεσο σκλάβωμα στα κουσούρια του ποτού. Εμείς δυστυχώς τύχαμε να είμαστε ανδροπαρέα, ανυπόμονοι και όλο περιέργεια να δοκιμάσουμε το νέο ποτό. Και η κυρά Μαρίκα…μην σας την περιγράφω τώρα, αδύνατο να συγκριθεί με τις χορεύτριες στο Μεθυσμένο Φεγγάρι (περισσότερα γι αυτό το διαστημικό καταγώγιο αλλού.) Γαλάζιο και λαμπερό, το δοντίχ γκάστρωσε τα ποτηράκια μας. «Πάμε για το τρίτο!» Έξι σφηνάκια μαζί, μπαμ και κάτω. «Ουουουουίιιιιιιιιιι!! Χού! Χου! Χα!» και άλλα τέτοια χωρίς νόημα. Όχι μόνο ακούγαμε μια περίεργη μουσική μέσα στο κεφάλι μας αλλά θέλαμε και να χορέψουμε. Έκανε ο καθένας ό,τι ήθελε και κάπου-κάπου αναπηδούσαμε ο ένας πάνω στον άλλον. Σε έναν άσχετο δείχναμε… «Φρικιά» αναφώνησε η κυρά Μαρίκα, κάθισε στην σκούπα της και αιωρήθηκε έξω από το μπαρ. Στάθηκα ταλαντευόμενος μπροστά στον Tsukasa, ο οποίος ήταν ακόμα ακίνητος σαν φωτογραφία, μόνο δύο σταγόνες ιδρώτα να τρεμοπαίζουν στο μέτωπο του. Μετά, τα μάτια του κοίταξαν μια εμένα, μια τον μπάρμαν. «Μα, είσαι καλά; Τι κάνεις;» τον ρώτησα. «Δε βλέπεις; Το anime.» απάντησε ο Dain και ξεκαρδιστήκαμε όλοι στα γέλια. Ακόμα κι όσοι δεν πιάσαμε το καλαμπούρι. Ήταν τόσο υπέροχο να γελάς μέσα στη σαγήνη του δοντίχ. «Άλλο ένα δοντίχ» φώναξε ο twocows. «Ναι! Ναι!» επικροτήσαμε. Ο Dain σοβάρεψε, περίεργα νηφάλιος. «Όχι. Τώρα ξεδοντίχ» είπε. «Τι πράγμα;» «Ένα ξεδοντίχ για κάθε τρία δοντίχ.» «Βρε ασ’τα αυτά και βάλε μας ένα…» «Όχι» είπε και βάρεσε την γροθιά του στο μπαρ. «Ένα ξεδοντίχ για κάθε τρία δοντίχ! Έτσι πάει.» «Γιατί δηλαδή;» επιμέναμε. «Τι θα συμβεί αν πιούμε άλλο ένα…» «Ακούστε προσεχτικά, γιατί δεν ακούτε!» Τώρα ο Dain πρότασσε το τρομαχτικό του μάτι. Σας διαβεβαιώνω, δεν θέλετε να σας κοιτάζει εκείνο το μάτι. «Είναι πανσυμπαντικός, πανγαλαξιακός, γιουνοπλανητικός νόμος, κανόνας, όρος και κατάρα. Δεν υπάρχει άνθρωπος ή άλλος εξωγήινος που έχει κατορθώσει το αντίθετο γιατί δεν υπάρχει μπάρμαν σε όλο το σύμπαν που θα το σερβίρει αλλιώς. Αν το είχε επιχειρήσει κάποιος θα είχε ακουστεί και…ΔΕΝ έχει ακουστεί. Πουθενά.» Ο Robin-Hood έσκυψε προς το μέρος του. «Ναι Dain, αλλά εμένα…ξέρεις…στον πίσω οντά…θα μου στείλεις μερικές καράφες…σου-ψου-μου…ε;» Ο Dain άρπαξε τον Robin από το πέτο και κόλλησε την μύτη στην μύτη του. «Ένα ξεδοντίχ για κάθε τρία δοντίχ! Το πιάσατε;!» γρύλισε. «Ν…ναι Dain. Ό,τι πεις. Εσύ ξέρεις καλύτερα» κακάρισε ο master Robin και όλοι οι υπόλοιποι. [Σημ. Συγρ.: Ένα ξεδοντίχ για κάθε τρία δοντίχ. Δεν γίνονται δεκτές ιστορίες που δεν ακολουθούν την οδηγία. Οι ιστορίες των παραβατών θα αφαιρούνται αμέσως από το τόπικ, ή οποιοδήποτε άλλο τόπικ του φόρουμ. Την επική τριλογία The Horn Masters of the Chrome Clouds του Arthur C. Clark την ξέρετε; Έκανε το σφάλμα να παραβιάσει την συνταγή στην σελίδα 122 του τρίτου βιβλίου, και όσοι μπορούν τώρα να εντοπίσουν οπουδήποτε αυτό το έργο, ας μου σφυρίξουν.] «Έγινε καπελά! Κατέβαινε το ξεδοντίχ!» φωνάζαμε τώρα ενθουσιασμένοι. Μας το άδειασε, πράσινο-πράσινο στα ποτήρια μας. Δεν έχει νόημα να σας περιγράψω τι ακριβώς κάνει το ξεδοντίχ. Αν δεν έχεις πιεί στη ζωή σου δοντίχ, δεν μπορείς να το καταλάβεις. Μπορώ μόνο να σας πω πως από την έκπληξη άφησα μια δροσερή πορδή, όλο μέντα. Άντε εις υγείαν. (Και το μάθαμε πως πάει, έτσι;) Edit: Το ποτό δοντίχ, και το ξεδοντίχ, είναι δημιουργήματα του μέγα αλχημιστή Νίκου Αλμπανόπουλου(nikosal). Έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση στο Καφέ "Αγορά" στο 2ο Φεστιβάλ Επιστημονικής Φαντασίας Ερμούπολης, στο διήγημα "Οι Άντρες Συχνάζουν στο Μεθυσμένο Φεγγάρι." Edited October 29, 2007 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Spock Posted October 29, 2007 Share Posted October 29, 2007 Αχ Ντίνο... τι ιστορία ήταν αυτή!!!.......(με τη Μόνικα) Κατ' αρχάς, μόλις είδα για Φεστιβάλ Βενετίας, κατάλαβα αμέσως που το πας! Και δεν άργησα να επιβεβαιωθώ, στην αμέσως επόμενη πρόταση! Αφού λοιπόν έφερα το σενάριο στο μυαλό μου, άρχισα να ζω την τρελή αυτή φαντασίωση και να πετάω! Κι ενώ ονειροπολούσα, ξαφνικά ο Νίκος σκίζει τη φωτογραφία! I had a dream... but now the dream is gone from me... Το σπλάτερ που περιγράφεις είναι πολύ λίγο μπροστά σ' αυτό που θα πάθαινε ο Nikosal! Και το τέλος, απίθανο! Σ' ευχαριστώ γι' αυτήν την ιστορία Ντίνο, να είσαι καλά! Απίστευτη, μου έφτιαξες την εβδομάδα!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted November 2, 2007 Author Share Posted November 2, 2007 Ένα πορτραίτο για το μπαρ, ευγενής χορηγία Δημήτρη Σπυρίδωνος, μεγαλοεκδότης του ΕΦ ΖΙΝ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Spock Posted November 2, 2007 Share Posted November 2, 2007 Ωραιότατο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted November 2, 2007 Share Posted November 2, 2007 (edited) Αρκεί να βρούμε σε ποια ανείκει το προφίλ! Edited November 2, 2007 by month Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.