Jump to content

Στο Μπαρ το Σου-Φου-Φου Ένα Βραδάκι


Recommended Posts

Αρκετό καιρό μετά αποφάσισα να ξαναπάω. Ίσως να ήταν αργά. Ίσως και όχι.

 

Μπορεί κάποιοι να ζούσαν. Έπρεπε να πάω και να μάθω. Ποιοι ήταν τελικά οι Π.Α.Σ;

 

Ποιο από τα δύο στρατόπεδα έλεγε την αλήθεια; Οι σουφουφίτες ή οι Π.Α.Σ;

 

Τόσο καιρό κρυβόμουν και από τους δύο μη μπορώντας να μάθω την αλήθεια. Οι δικοί μου δεν θα μου έλεγαν ποτέ ψέματα, αλλά αν ήταν πραγματικά άρρωστοι και δεν ήξεραν ούτε εκείνοι;

 

Έπρεπε να πάω.

 

Ξεκίνησα δειλά – δειλά. Η δυσκολότερη στιγμή, ήταν στην πόρτα. Το χέρι μου δίσταζε να πιάσει το πόμολο. Αν άνοιγα και έβλεπα πάλι το Dino να κείτεται νεκρός στην τουαλέτα; Θα ήταν πάλι κόλπο, ή αυτή τη φορά θα ήταν πραγματικά νεκρός;

 

Βαθιά εισπνοή και είμαι μέσα.

 

Αυτή τη φορά το μαγαζί δεν μοιάζει με το μπαρ του Σουφουφου, αλλά με το Club του. Προβολείς αναβόσβηναν στα μάτια μου, ρομποτικά φώτα, φώτιζαν διάφορα σχέδια στους τοίχους, οι οποίοι πλέον ήταν άδειοι από τις αφίσες του Star Trek και του Star Wars. Το μόνο Star εκείνη τη στιγμή ήταν η Naroualis που ήταν στην πίστα με ένα μικρόφωνο και τραγουδούσε λαϊκά. Στην πίστα η Niennor, η Nienna, η Faia, η Aristofanoula και άλλοι χορεύουν στους ρυθμούς του «είσαι νινί ακόμα» που τραγουδούσε η Naroualis. Πρώτο τραπέζι πίστα, ο Dain, ο Electroscribe, ο Dinos και άλλοι χτυπάνε παλαμάκια και θαυμάζουν τα κορίτσια που χορεύουν.

 

Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά. Θα το καταλάβαινε οποιοσδήποτε.

 

Ένα βαρύ χέρι με άγγιξε στην πλάτη. Ο Darky.

 

- Ρε, ο Cosmo.

 

Γύρισα και τον κοίταξα. Γαλάζιο πουκάμισο ανοιχτό στον γιακά, με μια παχιά χρυσή καδένα να μπλέκεται με τις τρίχες στο στήθος. Πολλές ακόμα αλυσίδες χρυσές στο χέρι και δαχτυλίδια. Πού πήγαν άραγε τα καρφιά και τα δερμάτινα λουριά;

 

Με οδήγησε – με έσυρε για την ακρίβεια – στο τραπέζι με τους υπόλοιπους.

 

- Τι γίνεται εδώ ρε παιδιά; Ρώτησα.

 

- Τι να γίνει ρε cosmo; Όλα καλά. Εσύ πού χάθηκες; Ρώτησε ο dain χωρίς να πάρει πολύ το βλέμμα του από την πίστα.

 

- Τι καλά ρε παιδιά; Τι μαγαζί είναι αυτό; Πως κατάντησε έτσι;

 

- Πως κατάντησε δηλαδή; Ήταν ποτέ αλλιώς;

 

Όλη η παρέα με κοιτούσε εξεταστικά και αγριεμένα. Ευτυχώς που βρέθηκε ο Robin-Hood και με έσωσε την τελευταία στιγμή.

 

- Ο Cosmo φαίνεται πήγε αλλού και μέθυσε απόψε. Χα χα χα.

 

Την στιγμή που οι άλλοι δεν κοιτούσαν μου έκλεισε το μάτι και είδα στο βλέμμα του την ανάγκη να σωπάσω.

 

Έκατσα μαζί τους και υποκρίθηκα πως μου άρεσε το πρόγραμμα και πως διασκεδάζω. Δεν άντεξα όμως πολύ και λίγο αργότερα σηκώθηκα να πάω στην τουαλέτα και να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου, ελπίζοντας να βρω το κουράγιο να συνεχίσω.

 

Έσκυψα στο νεροχύτη και έριξα χούφτες το νερό στο πρόσωπο μου. Όταν σήκωσα το κεφάλι μου είδα τον Spock να με κοιτάει πίσω από τον καθρέπτη. Το αίμα μου πάγωσε και εκείνος απλά χαμογέλασε.

 

- Μάλλον ήπια πολύ απόψε. Είπα και χαμογέλασα όσο πιο χαζά γινόταν.

 

- Χαλάρωσε. Είμαι μαζί σου. Πρέπει να ξαναβγείς έξω και να συνεχίσεις να υποκρίνεσαι πως περνάς καλά και είσαι μαζί τους. Στην πρώτη σου ευκαιρία κοίτα τον σβέρκο κάποιου από αυτούς. Θα καταλάβεις. Πρόσεξε να μην σε καταλάβουν. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Φύγε τώρα.

 

Δεν πρόλαβα ούτε να τον ρωτήσω τίποτα και με έσπρωξε έξω. Οι υπόλοιποι είχαν γυρισμένο το κεφάλι τους προς τα εμένα και με κοιτούσαν. Πήγα προς την πίστα χορεύοντας και τραγουδώντας. Έπρεπε να κάνω κάτι και γρήγορα. Δεν θα μπορούσαν αν υποκρίνομαι για πολύ ακόμα…

 

Ανέβηκα στην πίστα και πήρα το μικρόφωνο από τη Naroualis. Άρχισα να τραγουδάω και σαν να ηρέμησαν όλοι. Ήταν σίγουροι πια πως ήμουν δικός τους.

 

Τότε τράβηξα την Naroualis από το χέρι και την έφερα δίπλα μου να τραγουδήσουμε ένα ντουέτο.

 

Τότε είδα τον σβέρκο της. Είχε ένα τσιπ στο μέγεθος ενός κουτιού από σπίρτα. Είχε μια οθόνη που έδειχνε τη Naroualis εγκλωβισμένη να προσπαθεί να ξεφύγει. Διαβάζοντας τα χείλη της κατάλαβα ότι φώναζε βοήθεια.

 

O Spock έβγαινε από την πόρτα εκείνη τη στιγμή. Έκανα και εγώ τον ζαλισμένο και βγήκα έξω να πάρω αέρα. Στεκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και με περίμενε.

 

- Τώρα ξέρεις τι είναι η Π.Α.Σ.

 

- Όχι δεν ξέρω. Τι είναι;

 

- Παραβάτες αστυνομευμένης συνείδησης. Αν δεν σκέφτεσαι όπως θέλουν αυτοί τότε σε κάνουν έτσι. Πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να τους βοηθήσουμε. Πρέπει να τους σώσουμε και να εξοντώσουμε την Π.Α.Σ.

 

Με αυτά τα λόγια γύρισε την πλάτη και έφυγε. Ακολούθησα το παράδειγμα του τρέχοντας προς το σπίτι μου. Δεν ήθελα με τίποτα να βρεθώ στα χέρια του Darky.

 

Τι να κάνω; Πώς να τους βοηθήσω. Αν υπήρχε κάποιος που να ήξερε κάτι παραπάνω ίσως να μπορούσαμε να τους βοηθήσουμε. Αλλά πώς.

 

Αν κάποιος εκεί ακούει και μπορεί να βοηθήσει, παρακαλώ ας το κάνει.

Link to comment
Share on other sites

  • Replies 174
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • DinoHajiyorgi

    36

  • Oberon

    16

  • Παρατηρητής

    15

  • Naroualis

    13

"Ακατάλληλο για ευαίσθητους και λοιπούς ανυποψίαστους σουφουφίτες" έπρεπε να γράφει στην αρχή του διηγήματος σου. Κάποιοι από μας θα βλέπουμε εφιάλτες για καιρό.

 

Έγραψαν για το διήγημα:

"Bonechilling"...New York Times.

"A New Cosmos in Terror"...Guardian.

"The True Essence of Capitalist Horror"...Pravda.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Έφτασα στο μπαρ λίγο μετά τις τέσσερις το απόγευμα. Βαριά σύννεφα στροβιλίζονταν και μούγκριζαν χαμηλά πάνω από τις στέγες. Ήταν όλοι τους μαζεμένοι στην κάτω είσοδο, στη βάση της γυριστής σκάλας. Με την πρώτη ματιά ξεχώρισα τους Dain, twocows, Nihilio, RaspK, Naroualis και Nienor. Στο κέντρο του κύκλου τους ήταν…εκείνη η μάζα από μπερδεμένα χέρια, πόδια και κάτι που έμοιαζε κεφάλι. Ό,τι είχε απομείνει δηλαδή από τον φουκαρά nikosal.

«Είναι τρομερό. Τρομερό…» ψέλλισε η Nienor και σκούπισε ένα δάκρυ.

«Τι έγινε;» ρώτησα.

«Ατύχημα» είπε ο Dain, χωρίς να ακούγεται πολύ πειστικός. «Φταίω κι εγώ. Το πρώτο σκαλοπάτι επάνω έχει λασκάρει και ήταν να το φτιάξω…είχα όμως δουλειές και το αμέλησα. Ο καημένος ο nikosal…»

«Κουτρουβάλησε από κει ως εδώ;» ρώτησα.

«Ναι» απάντησαν όλοι με μια φωνή.

«Ήμασταν όλοι εδώ» συνέχισε η naroualis. «Αξιολογούσαμε βιβλία. Μόλις τελειώσαμε την λίστα σηκώθηκε για να φύγει…μας χαιρέτησε και…»

«Το ακούσαμε!» κραύγασε η Nienor. «Τον ακούσαμε να πέφτει! Ήταν φριχτό! Δεν πρόλαβε ούτε να φωνάξει!»

«Πήγε παραπαρα-μπουμκα-μπουμκα-μπουμκα-ντάγκα-μπουμκα!» επεξήγησε ο RaspK.

«Ντάγκα;» έκανα απορημένος.

«Θα σου δείξω» συνέχισε ο RaspK, «Έκανε τρεις-τέσσερις γούβες στον τοίχο γύρω, αλλά προς το τέρμα βρήκε και ένα από τα μεταλλικά κάγκελα.»

«Έβαλα όμως πινακίδα!» διαμαρτυρήθηκε φωναχτά ο Dain. Ένιωθε να τον κατηγορούν χωρίς κανείς να λέει τίποτα. «Έβαλα πινακίδα πάνω από το σκαλί!»

 

Μέχρι να έρθει ο Anergos Xaros να μαζέψει τον nikosal ανεβήκαμε στην πάνω είσοδο του μπαρ. Όντως, το πρώτο σκαλοπάτι κρεμόταν από μια βίδα στον μεταλλικό σκελετό της σκάλας. Η προειδοποιητική πινακίδα όμως ήταν εμφανέστατα στη θέση της, ο καθένας μπορούσε να την δει. Αλλά και χωρίς την πινακίδα, σπάνια θυμάμαι να είχα πατήσει το πρώτο σκαλοπάτι. Ήταν σχεδόν άχρηστο. Και στο πιο μεθυσμένο μου πάντα ξεκινούσα από το δεύτερο. Θα πρέπει να είσαι εξαιρετικά άτυχος να πας από το πρώτο σκαλοπάτι. Και εφόσον είχε πρόβλημα…τότε ναι, μπορούσε να γυρίσει το πόδι σου σε τέτοια γωνία που θα ξεκινούσες με το κεφάλι και θα έφτανες κούτρα-παΐδια-κώλος κούτρα-παΐδια-κώλος μέχρι τον δρόμο. Σήκωσα το βλέμμα μου και πάγωσα πάνω στην πινακίδα.

«Dain» είπα, «Αυτή την πινακίδα έβαλες πάνω από το σκαλί;»

Ήρθε να κοιτάξει.

«Ναι…Όχι. Δεν είναι αυτή. Κάποιος την άλλαξε.»

«Τι σημασία έχει; Λέει το ίδιο πράγμα» είπε ο twocows.

 

«ΠΡΟΣΟΧΕΙ. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΑΛΙ ΕΧΕΙ ΚΟΥΝΑΕΙ» διάβασα.

«Το σκότωσαν. Αλλά βλέπεις τι λέει» είπε ο Dain.

«Λυπάμαι φίλοι μου αλλά…» ανακοίνωσα στην παρέα, «Ξεχάστε την εκδοχή του ατυχήματος. Εδώ έχουμε φόνο! Και μάλιστα προμελετημένο. Οποιοσδήποτε θα έβλεπε αυτή την πινακίδα και θα πρόσεχε. Ο nikosal όχι να την διαβάσει, θα του ήταν αδύνατο να δει καν την ίδια την πινακίδα. Όποιος την κρέμασε το ήξερε. Όποιος την κρέμασε είχε τον nikosal για στόχο!»

Βρόντησε ο ουρανός και το γαλάζιο φως της αστραπής πάνιασε τα πρόσωπα της σύναξης. Είχαμε υπόπτους λοιπόν. Και έναν δολοφόνο ανάμεσα μας.

Link to comment
Share on other sites

Οκ, εγώ το έκανα...

Μόνο εγώ είμαι τόσο ανορθόγραφος.

Link to comment
Share on other sites

Σε συνέχεια της ιστορίας του Cosmo, ένα-δυο ποστ παραπάνω. Την έχω γράψει καιρό, αλλά το είχα ξεχάσει η μυαλοκομμένη.

 

 

-Πρώτον: θα πεις σ’ αυτόν τον μπούα το darky να μην ξαναφήσει κανέναν ν’ ανέβει πάνω στην πίστα όταν τραγουδάω. ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;

 

Μπουνκ.

 

-Δεύτερον: θα πεις στην Darkchilde ότι αυτά τα κουρέλια που μου έστειλε εγώ τους βάζω φωτιά και τα καίω κι ότι αν δε στείλει κάτι τόσο σχιστό, όσο να φαίνεται ο αφαλός μου από το ντεκολτέ μου θα την σκίσω κι αυτή μαζί με τα κουρέλια της. ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;

 

Μπουνκ.

 

-Τρίτον: ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΡΑΓΙΟΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΡΑΛΛΙ ΚΙ ΕΓΩ ΔΕ ΦΟΡΑΩ ΚΟΡΑΛΛΙ ΚΡΑΓΙΟΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;

 

Μπουνκ-μπουνκ-μπουνκ.

 

Μπορούσα μόνο να ελπίζω ότι η trillian δε θα μου κρατούσε κακία. Αλλά δεν είχα και πολλές ελπίδες. Εδώ και δέκα λεπτά την κρατούσα από τα μαλλιά και της χτυπούσα το κεφάλι πάνω στο τραπέζι με τα καλλυντικά μου, μέσα στο καμαρίνι μου. Φέρομαι σαν μια κανονική σταρ του λαϊκού πενταγράμμου στην αμπιγιέζ της. Και δεν ήλπισα ότι θα μου το συγχωρούσε ποτέ.

 

Της σήκωσα το κεφάλι και την κοίταξα στα μάτια. Αίματα από τη μύτη της και ο σχετικός πόνος από τα μπουνκ-μπουνκ τα είχαν κάνει κάπως θολά, αλλά εμένα δε με πολυένοιαζε.

 

-ΣΥΝΕΝΝΟΗΘΗΚΑΜΕ;

 

Κούνησε το κεφάλι της με όση δύναμη της απέμενε. Πίστευε –κι αυτή κι εγώ- ότι το μαρτύριό της είχε τελειώσει, αλλά δυστυχώς η ατυχία την περίμενε στη γωνία για να της δώσει τη χαριστική βολή. Η πόρτα του καμαρινιού μου –«Ναρού Μπουταρού, αρτίστα»- άνοιξε κι ο Dain μπήκε μέσα με όλο το κύρος του ιδιοκτήτη του μπαρ-σκυλάδικου, και όλο το βάρος δεκαπέντε κιλών χρυσού σε αλυσίδες και δαχτυλίδια, χώρια ο συναγερμός για να μην του τα κλέψουν όταν αποκοιμιέται.

 

-Τι γίνεται εδώ; Έκανε σιγανά, αλλά με τέτοιον τρόπο που μου σηκώθηκε η τρίχα.

 

-Κοραλλί κραγιόν, έκανα ανεδαίστατα, αν και η καρδούλα μου το ήξερε αν είχα κατουρηθεί από το φόβο μου.

 

-Γιατί η trillian έχει αίματα στη μούρη;

 

-Γιατί μου έφερε κοραλλί κραγιόν. Ξέρει ότι δε μου πάει το κοραλλί.

 

Ο Dain πλησίασε αργά, με μελετημένες κινήσεις κι ύστερα αστραπιαία, παρόλο το χρυσάφι που τον βάραινε, άρπαξε την καημένη την trillian από το μαλλί και της βρόντηξε το κεφάλι πάνω στο τραπεζάκι με τα καλλυντικά.

 

Μπουνκ.

 

Ύστερα την άφησε να σωριαστεί λιπόθυμη στο πάτωμα και πριν προλάβω να κάνω το ο,τιδήποτε –όχι ότι θα τολμούσα να κάνω κάτι, αλλά είπαμε, πριν προλάβω- με άρπαξε κι εμένα από το μαλλί και μου κοπάνησε το κεφάλι στο τραπεζάκι με τα καλλυντικά.

 

Μπουνκ-«μόνο εγώ»-μπουνκ-«έχω το δικαίωμα»-μπουνκ-«να χτυπάω»-μπουνκ-«τον κόσμο»-μπουνκ-«εδώ μέσα…»

 

Θολούρα. Πολύ θολούρα και λίγο αίμα, πρέπει να μου έσπασε τη μύτη. Ένιωσα να σωριάζομαι πάνω στην αναίσθητη trillian και σκέφτηκα μέσα στη θολούρα μου ότι να, υπάρχει και θεία δίκη, αυτό που έκανες, αυτό σου έκαναν… Αλλά τι μπορούσα να κάνω; Με την προσωπικότητά μου φυλακισμένη μέσα σ’ ένα τσιπ στο μέγεθος ενός κουτιού από σπίρτα, με μόνη επαφή με το περιβάλλον μια οθόνη, η επίπλαστη προσωπικότητα της Ναρού Μπουταρού που μου είχε εμφυτεύσει η ΠΑΣ είχε ακριβώς τις αντιδράσεις μιας σταρ του λαϊκού πενταγράμμου. Φυσικά και μπορούσα να καταλαβαίνω τις πράξεις μου και να τις ζυγίζω με τα μέτρα και τα σταθμά της Ναρουάλις, αλλά η Ναρού ήταν εκείνη που έπραττε κι ό,τι κι αν έκανε η Ναρουάλις, δε μπορούσε να την επηρεάσει.

 

Με τύλιξε μια απαλή λιποθυμία γεμάτη με αίματα δικά μου και της trill. Ούτε και ξέρω πόση ώρα ήμασταν εκεί ξαπλωμένες κι οι δυο η μία πάνω στην άλλη. Συνήλθα από ένα απαλό χαστούκι. Τα μάτια που ίσα που άνοιξαν, το πρήξιμο από τη μύτη μου είχε φτάσει ως τα μάτια. Όσο μπορούσα να δω ήμουν ακόμη στο καμαρίνι μου, αλλά αν ήξερα τον Dain –ή καλύτερα την επίπλαστη προσωπικότητά του- σε λίγο θα το έδινε στη Nienor κι εμένα θα με έκανε αμπιγιέζ της. Έτσι δεν είχε κάνει και με την trillian; Μια μέρα που εκείνη δεν είχε τραγουδήσει όπως έπρεπε, την είχε σπάσει στο ξύλο και την έκανε αμπιγιέζ μου, ανεβάζοντας εμένα στο πάλκο.

 

Το οπτικό μου πεδίο, όσο είχε απομείνει, γέμισε από μια οικεία εικόνα. Ήταν ο Cosmo. Εκείνος με είχε συνεφέρει. Δίπλα του ήταν ο Spock και υποβάσταζε την trill. Ευτυχώς δεν είχε περισσότερες ζημιές από μένα, παρόλο που άρπαξε πολύ-πολύ-πολύ περισσότερες. Έβαλα τα κλάματα.

 

-Με συγχωρείς, με συγχωρείς, με συγχωρείς…

 

Και τότε το συνειδητοποίησα. Έκλαιγα. Και μιλούσα. Και ήταν πράξεις της Ναρουάλις κι όχι της Ναρού. Σηκώθηκα με όση δύναμη είχα, ο Cosmo προσπάθησε να με σταματήσει, αλλά δεν τα κατάφερε, έφτασα στην trill, την αγκάλιασα, η επίπλαστη προσωπικότητα είχε χαθεί, συνέχισα να κλαίω, «με συγχωρείς, με συγχωρείς, με συγχωρείς…»

 

Η trillian χαμογέλασε με κόπο.

 

-Ξέρω. Κι εγώ τα ίδια έκανα στην Nienna, που ήταν αμπιγιέζ μου. Είναι η ΠΑΣ. Δεν ήσουν εσύ. Ούτε ο Dain ήταν. Απλά…

 

-Στάσου, έκανε ο Cosmo. Πριν σε κάνει αμπιγιέζ ήσουν κι εσύ τραγουδίστρια;

 

-Ναι.

 

-Και πώς έγινες αμπιγιέζ;

 

Του εξηγήσαμε.

 

-Άρα μετά από κάθε μπερντάκι ξαναβγαίνει η προσωπικότητά σας στην επιφάνεια;

 

Με μια κίνηση αηδίας, τράβηξα το τσιπάκι από το σβέρκο μου.

 

-Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό.

 

Ο Spock κοίταξε τον Cosmo με νόημα.

 

-Και δε χρειάζεται καν να το κάνουμε εμείς, είπε χαρούμενα. Μπορούμε να διαβάλουμε τους πάντες στο Dain ή τον Darky και ν’ αναλάβουν εκείνοι το ξυλοφόρτωμα… Και στο τέλος…

 

-Θα τη στήσουμε με ένα καδρόνι στην είσοδο του μπαρ, εκεί που κάνει μια γωνία με το πατάρι …

 

-Κι όταν περάσουν από κάτω…

 

-Μπουνκ, έκανε η trillian και δεν ξέρω αν έφταιγε ο φωτισμός, αλλά κάτι σαν εκδίκηση πετάριζε στα μάτια της…

 

Link to comment
Share on other sites

Τσ-τσ-τσ, πολύ αίμα χύνεται πλέον σε αυτό το μπαρ... Ατυχήματα, τραμπουκισμοί, χαμός...

Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Μπουνκ :tongue:

 

Λίγο bump και σε αυτό το τόπικ, έτσι, για να το ανακαλύψουν και οι νεότεροι και να το θυμηθούμε και οι παλαιότεροι ;)

 

Κάντε τον κόπο και διαβάστε το απο την αρχή το θρεντ ;)

Link to comment
Share on other sites

Κάτσε να φύγετε εσείς οι παλιοί για Ερμούπολη και θα σας δείξουμε μετά εμείς οι νέοι! Θα το βρείτε καλοκαιρινό το μαγαζί :beerchug:

Link to comment
Share on other sites

Χαχαχα -- ναι, αλλά ξέρεις, ο Dain δε φεύγει ποτέ από το μαγαζί.. ακόμα και όταν φεύγει. Πίστεψέ με, το έχω δει, αφήνει πάντα πίσω από το μπαρ ένα δεύτερο φασματικό εαυτό που επικοινωνει τηλεπαθητικά με τον ίδιο και έχει κι ένα έξτρα μάτι στην πλάτη κι ένα έξτρα χέρι (αυτό γιατί ο δεύτερος φασματικός εαυτός συνήθως είναι out of practice και χρειάζεται λίγη έξτρα βοήθεια στο σερβίρισμα... Όπως αντιληφθήκαμε εκείνη τη φορά που χάσαμε ένα ξεδοντίχ... η καημένη η κα Μαρίκα κόντεψε να παραιτηθεί...)

Link to comment
Share on other sites

Ουάου! Η προσφορά της τριλ στο μπαρ! Άπλωσέ το όμως λίγο βρε κορίτσι. βάλτου λίγο δυόσμο, λίγη μοτσαρέλλα, μια πρέζα αστερόσκονη...

Link to comment
Share on other sites

Χαχαχα, ναι, ήταν λίγο αυθόρμητο :D Μετά την Ερμούπολη όμως θα δείτε - ναι, είναι απειλή :tongue:

Link to comment
Share on other sites

Εγώ θα κάνω τον dj. Μην ανησυχείτε, πλέον έχω μάθει οτιδήποτε νέο κυκλοφορεί...

 

Πάρτε κι ένα τραγούδι ταιριαστό

 

We 're all living in America

Coca Cola, sometimes war

We 're all living in America

America America

Link to comment
Share on other sites

Μετά από την Ερμούπολη

 

 

Τραγουδώντας σε όλο το δρόμο από το λιμάνι μέχρι την είσοδο του μπαρ, η αγαπημένη παρέα, μεθυσμένη, φουσκωμένη από το πολύ φαί, πιασμένη από το χορό και κουρασμένοι από την ορθοστασία, έφτασε επιτέλους στο μπαρ του Σουφουφού. Ήταν η ιδέα του Ντίνου να επισκεφτούν το μπαρ για να απολαύσουν ένα after και να γιορτάσουν τη νίκη του στο διαγωνισμό διηγήματος στην Ερμούπολη. Τα υπόλοιπα μέλη, αν και δεν έβλεπαν την ώρα να πέσουν στα κρεβάτια τους, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Χατζηγιώργη και έτσι όλοι μαζί επισκέφτηκαν το στέκι τους που είχαν λίγες ημέρες να δουν έπειτα από το φεστιβάλ της Ερμούπολης.

 

Καθώς όμως ο Dain πήγε να βάλει το κλειδί και να ανοίξει, συνειδητοποίησε πως η πόρτα έλειπε.

 

«Αμάν! Τι έγινε εδώ;»

 

«Φάγαμε πόρτα; Χαχαχα!», αστειεύτηκε ο Χατζηγιώργης μεθυσμένος.

 

«Ντίνο δεν είναι αστείο.», είπε ο Μμαν. «Η πόρτα…διαλύθηκε!»

 

Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου τα γέλια διακόπηκαν. Η μέθη πέρασε στιγμιαία και όλοι κοίταξαν έκπληκτοι το μπαρ μπροστά τους. Δεν ήταν όπως το θυμούνταν. Για την ακρίβεια δεν έμοιαζε καν με μπαρ. Θύμιζε κτίριο που υπέστη βομβιστική επίθεση ή ακόμα χειρότερα, σεισμό πάνω από 7 ρίχτερ.

 

«Τι συνέβη;;;», ρώτησε εκνευρισμένη η Darkchilde. «Που είναι ο Χείρονας και Νιχίλιο; Τι τους αφήσαμε να κάνουν εδώ;»

 

«Ας ψάξουμε για επιζώντες!» είπε η Τρίλλιαν και πρώτη μπήκε στα συντρίμμια.

 

«Οι καινούργιοι…», μουρμούρισε ο Νικοσαλ. «Αυτοί οι καταραμένοι καινούργιοι! Από τότε που μπήκαν σε αυτό το μπαρ το έχουν καταντήσει στάβλο! Ορίστε, κοιτάξτε τι έκαναν!»

 

«Παιδιά, ψυχραιμία.», είπε η Νίενορ. «Ας βρούμε πρώτα το Χείρωνα και θα μάθουμε τι ακριβώς συνέβη.

 

Τότε η παρέα ξεκίνησε να αναζητά στα συντρίμμια για τους φίλους τους που είχαν μείνει να φυλούν το μπαρ για όσο εκείνοι θα έλειπαν στην Ερμούπολη.

 

Βρήκαν το Χείρωνα να προσπαθεί να ανασυρθεί από τα δοκάρια και τις πέτρες που είχαν καταπλακώσει το αλογίσιο του κορμί. Ο Dain πέταξε τα συντρίμμια από πάνω του και τον πήρε στην αγκαλιά του.

 

«Χείρωνα! Χείρωνα! Μίλησε μου!»

 

Ο κένταυρος ίσα που μπορούσε να μιλήσει.

 

«Ποιος ευθύνεται για όλα αυτά; Τι έγινε; Πες μου!»

 

Κάτι προσπάθησε να πει. Τα μέλη σώπασαν για να τον ακούσουν.

 

«Ο Πα…ο Πα…»

 

«Ο Παρατηρητής!», φώναξε ο Νικοσάλ. «Σας το είπα ότι είναι επικίνδυνος και ότι θα φέρει την απόλυτη διάλυση στο στέκι μας!»

 

Ο Χείρωνας ολοκλήρωσε.

 

«Ο Παναγιώτης…»

 

«Ο Raspk;»

 

«Κάναμε ότι μπορούσαμε… Δεν τα καταφέραμε… ήταν πολλοί… Ο Παναγιώτης κι εγώ τους πολεμήσαμε …ο Νιχίλιο μας πρόδωσε κι έτσι μείναμε λίγοι… δεν ήσασταν εδώ… δεν ήσασταν εδώ… δεν…»

 

«Ποιοι σου το έκαναν αυτό Χείρωνα; Με ποιους πολεμήσατε;;;»

 

Ο Χείρωνας δεν κατάφερε να ολοκληρώσει. Ξεψύχησε στην αγκαλιά του Νταιν αφήνοντας ένα μακάβριο χλιμίντρισμα.

 

Τα μέλη έσκυψαν τα κεφάλια. Ο Ντίνος απομακρύνθηκε από όλους και νευρικός κοίταξε έξω.

 

«Τι συμβαίνει Ντίνο;», τον ρώτησε ο Celestial.

 

«Τι…τίποτα….τίποτα…Ας ψάξουμε για τους υπόλοιπους…»

 

«Οι καινούργιοι το έκαναν αυτό στο Χείρωνα και το μπαρ!» Επέμεινε ο Νικοσάλ ενώ οι υπόλοιποι έψαχναν για επιζώντες.

 

«Κοιτάξτε!!!» αναφώνησε ο Μμαν δείχνοντας στο τζάκι. Πανικός έπιασε τους πάντες όταν αντίκρισαν τον τοίχο πάνω από το τζάκι να είναι γεμάτος ιστούς αράχνης κι μέσα εκεί να είναι μπλεγμένος ο Αραχνίδας. Γύρω του υπήρχαν κομμένα άκρα από άλλους πελάτες που δυστυχώς κανείς από την παρέα δεν μπορούσε να αναγνωρίσει σε ποιον το κάθε μέλος ανήκε.

 

Κατέβασαν τον Αραχνίδα από τον ιστό και πήραν λίγο θάρρος όταν τον είδαν να αναπνέει κανονικά. Όλοι πήγαν κοντά του εκτός από τον Ντίνο ο οποίος για άλλη μια φορά απομακρύνθηκε.

 

«Αραχνίδα…Αραχνίδα…», προσπάθησε να τον συνεφέρει η Νίενορ. «Τι έγινε αγόρι μου; Τι πάθατε;»

 

«Νίνεορ….παιδιά…», μίλησε εκείνος με δυσκολία. «…Κάτι πολύ άσχημο συνέβη όσο εσείς λείπατε…»

 

«Τι έγινε; Πες μας!!!»

 

«Στην αρχή ήταν όλα ήρεμα και ωραία. Είχαμε συγκεντρωθεί γύρω από το τζάκι και λέγαμε παραμύθια από το βασίλειο της Αράχνης. Η Ναρουάλις με διαδέχτηκε και ξεκίνησε να αφηγείται τα δικά της όταν η πόρτα άνοιξε και φύσηξε ένας δυνατός και καυτός αέρας. Τα πάντα άρχισαν να τρελαίνονται. Τα ποτήρια και τα πιάτα ζωντάνεψαν και έπεφταν στα κεφάλια μας. Ο ένας άρχισε να χτυπιέται με τον άλλον, σαν να είχαν χρόνιες μεταξύ τους διαφορές. Ο αέρας εκείνος σκόρπισε τη διχόνοια. Είδα τους Φύλακες των ρούνων να σκοτώνονται μεταξύ τους. Είδα τον Κίτσο να κοπανά τη Μαριπόζα. Είδα τον Ονειροψυθιριστή και τον Παρατηρητή σε έναν αγώνα παγκρατίου . Είδα τον odesseo να ξεκοιλιάζει τον Adinol ο οποίος πρωτύτερα έκανε μαύρη μαγεία επάνω στον Ιλιόσπορο . Είδα την Ναρουάλις πίνει το αίμα του Σίλεον…»

 

«Μα τι τα προκάλεσε όλα αυτά;»

 

«Δεν ξέρω…Κάποιοι μπήκαν μέσα στο μαγαζί όσο εμείς διασκεδάζαμε. Έπειτα έφυγαν και τότε ξεκίνησαν όλα. Και έγιναν και άλλα πολλά, ακόμα πιο φριχτά πριν το μπαρ ισοπεδωθεί όπως…όπως το χρώμα του κρασιού…το χρώμα του αίματος…»

 

«Τι θες να πεις; Τι έγινε με το κρασί και το αίμα;», ρώτησε ο Τζέμα ανήσυχος για το καλό κρασί του καταστήματος.

 

«Δεν είχαν χρώμα…»

 

Ο Ντίνος, μακριά από τους υπόλοιπους ξεκίνησε να δακρύζει. Έβλεπε την ομίχλη πέρα από το σκοτάδι της νύχτας να πλησιάζει το μπαρ.

 

«Αραχνίδα, ποιοι ήταν αυτοί που μπήκαν μέσα; «, ρώτησε ο Dain. «Τι ζητούσαν;»

 

Ο Αραχνίδας με κόπο ύψωσε το χέρι και έδειξε ένα μέλος. Το βλέμμα όλων ακολούθησε το δείχτη. Ο δείχτης έδειξε τον Ντίνο.

 

«Ντίνο;», ρώτησε ο Νικοσάλ. «Τι σημαίνουν όλα αυτά;»

 

«Αραχνίδα, τι τον ήθελαν τον Ντίνο;», ρώτησε η Νίενορ. Ο Αραχνίδας κοίταξε την Darkchilde και αφήνοντας την τελευταία του πνοή είπε:

 

«Μετανοείτε…»

 

«Ναι, δεν σφάξανε!», απάντησε εκείνη.

 

Κι εκεί που όλοι περικύκλωσαν τον Ντίνο για να μάθουν τι σχέση είχε με εκείνο το χαμό, είδαν μια γυναίκα να μπαίνει στο γκρεμισμένο μπαρ. Δεν έμοιαζε και τόσο για θαμώνας του μαγαζιού. Μια τρέλα πάντως την κουβαλούσε.

 

«Ice e dad pee pool» τους είπε.

 

«Ορίστε;»

 

«Συγχωρέστε με. Τα αγγλικά μου δεν είναι τόσο καλά. Ήθελα απλώς να πω ότι βλέπω νεκρούς ανθρώπους.»

 

«Ποια είσαι εσύ;»

 

Η γυναίκα τότε άρχισε να χορεύει και να τραγουδάει

 

«Έχω την αίσθηση, την έκτη αίσθηση, πως θα σε δω και πάλι στο όνειρο μου! Έχω την αίσθηση, την έκτη αίσθηση, πως…»

 

Εκείνη τη στιγμή ο Ντίνος τράβηξε το όπλο και της έριξε στο κεφάλι.

 

«Θεέ μου!!!», φώναξε ο Dain. «Ντίνο γιατί το έκανες αυτό; Γιατί δεν άφησες αυτή τη γυναίκα να μιλήσει.

 

H Darkchilde συμπλήρωσε.

 

«Δεν υπάρχει Θεός. Υπάρχει όμως κάτι που μας κρύβει ο Ντίνος. Ένα μυστικό μου μόνο εκείνος ξέρει.»

 

«Αφήστε με…», είπε εκείνος.

 

«Ντίνο πες μας.», μίλησε ο Νικοσαλ. «Έχει να κάνει με τους καινούργιους σωστά;»

 

«Αφήστε με…», επανέλαβε εκείνος και ξεκίνησε να κλαίει με αναφιλητά.

 

«Ντίνο; Τι έκανες;», τον απάλυνε κάπως η φωνή της Νίενορ. Εκείνος κοίταξε την ομίχλη που πια είχε εισχωρήσει μέσα στο μπαρ.

 

«Εγώ φταίω…», είπε. «Θυμηθείτε τι έγινε στην Ερμούπολη. Δεν ήταν ένα απλό φεστιβάλ… Ήταν μια πύλη για τον Άλλο Κόσμο… τον κόσμο της Επιστημονικής Φαντασίας…Εγώ… εγώ άνοιξα την πύλη…»

 

«Μα τι είναι αυτά που λες;»

 

«Όσο ήμασταν στην Σύρο, ενώ εσείς πείνατε καφέκαι παίζατε τάβλι, έκανα μια βόλτα στην αγορά. Εκεί βρήκα ένα λυχνάρι. Ένα μαγικό λυχνάρι. Το έτριψα και τότε ένα τζίνι ξεπετάχτηκε από εκεί μέσα. Μου είπε ότι είχα το δικαίωμα να του ζητήσω μια ευχή και ότι αυτό θα μου την πραγματοποιούσε. Δεν…δεν ήξερα το κόστος…»

 

«Τι ζήτησες Ντίνο;»

 

«Όταν γυρίσουμε να τα βρούμε όλα διαφορετικά… Αυτό ζήτησα…»

 

«Μα γιατί;»

 

«Γιατί την Πρωτοχρονιά κατάφερα και κέρδισα το φλουρί στη βασιλόπιτα. Το φλουρί μου υποσχέθηκε πως αυτή η χρονιά θα ήταν επιτέλους η τυχερή μου. Νίκησα σε όλους τους διαγωνισμούς και μένουν πολλοί άλλοι ακόμα μέχρι να μπούμε στο 2009.»

 

«Δεν καταλαβαίνω.», είπε η Τρίλλιαν.

 

«Το φλουρί μου είπε ότι αν κέρδιζα στην Ερμούπολη τότε η πύλη θα άνοιγε και όλα όσα φαντάστηκα θα έρχονταν στον δικό μας κόσμο… Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι κάθε μου ιστορία θα ζωντάνευε και πως ο κόσμος μας θα κινδύνευε από τα τέρατα και τους δαίμονες των διηγημάτων μου. Έτσι, επειδή γνώριζα για αυτή την καταστροφή που θα ερχόταν, ζήτησα από το τζίνι τα αλλάξει.»

 

«Άρα…άρα σωθήκαμε!», είπε ο Celestial.

 

«Όχι…είπε ο Ντίνος κοιτώντας την ομίχλη που κάλυπτε τους φίλους τους. «Δεν φτάσαμε ποτέ πίσω παιδιά. Αυτό που έκανε το τζίνι ήταν να αντιστρέψει τον προορισμό. Αντί να έρθουν τα πλάσματα μου στον δικό μας κόσμο… πήγαμε εμείς στο δικό τους…»

 

«Αδύνατον!!!», φώναξε ο Μμαν. «Αφού περάσαμε τη θάλασσα, αφού πιάσαμε λιμάνι…»

 

«Φίλοι μου…», είπε ο Ντίνος ακούγοντας ένα ηχηρό γουργούρισμα από μακριά. «Αυτά που βλέπετε γύρω σας δεν είναι αληθινά. Δεν είμαστε πια στο πραγματικό μπαρ του Σουφουφου. Είμαστε στην κόλαση… και όχι σε οποιαδήποτε κόλαση. Είμαστε μέσα στο στομάχι του Βρααλ…»

 

Συνεχίζεται...(μουαχαχαχα)

 

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Πρωταγωνιστώ!Αλλά πεθαίνω χειρωικά(sic)...Τέλος πάντων,όλοι οι μεγάλοι ήρωες στα έργα αυτό παθαίνουν.Γουίλλιαμ Ουάλας,Ακίλης,Λαιονάιντας και λοιποί.

Link to comment
Share on other sites

Καλέ γιατί ο Νικοσάλ τα έχει με τους καινούργιους;;;;; :crybaby: :crybaby:

Link to comment
Share on other sites

Το στομάχι ποιανού;;;;;

 

Ντίνο σε παρακαλώ σε εκλιπαρώ, πέφτω στα γόνατα σου δάνεισε μου για λίγο το λυχνάρι...

Link to comment
Share on other sites

Το στομάχι ποιανού;;;;;

Α, ώστε δεν έχεις διαβάσει αυτό το διήγημα, ε;

Link to comment
Share on other sites

Α, ώστε δεν έχεις διαβάσει αυτό το διήγημα, ε;

 

 

Χε χε... Εεεε ναί. Δηλαδή όχι ακόμα.... Τώρα θα....

 

 

Υπόσχομαι να το διαβάσω μέσα στην εβδομάδα...

Link to comment
Share on other sites

Xαχα! Να πως πιάνονται οι αδιάβαστοι!

Link to comment
Share on other sites

Ήθελα και τα παθα.... Δεν καθόμουν ήσυχα στη σιωπή που βρισκόμουν τόσο καιρό;

 

By the way Παρατηρητή, ωραία ιστορία... Περιμένω την συνέχεια. Και μην αργήσεις γιατί μπορεί να στη γράψει άλλος....

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ Cosmo. Επί την ευκαιρία αφήνω το ελεύθερο σε όποιον θέλει να συνεχίσει την ιστορία. Η παρέα πρέπει να επιστρέψει στο αληθινό μπαρ του Σουφουφού περνώντας μέσα από τα κολασμένα σύμπαντα του Χατζηγιώργη (και όχι μόνο). Σε αυτή τη δύσκολη στιγμή τα νέα μέλη του μπαρ αλλά και τα σεβαστά παλαιότερα καλούνται να τους βοηθήσουν.

Αφείστε τη φαντασία σας ελεύθερη!

Link to comment
Share on other sites

Καλέ γιατί ο Νικοσάλ τα έχει με τους καινούργιους;;;;; :crybaby: :crybaby:

 

Ε, τώρα, δεν καταλαβαίνεις; Α μα πια οι ψάρακες...

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Τραβούσα τη δεύτερη αρβύλα, ολοκληρώνοντας το ντύσιμο μου ανέμελη όταν ένα καμπανάκι με οξύ εκνευριστικό ήχο κουδούνισε κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Κοίταξα την ώρα. Ήταν ήδη έντεκα το βράδυ. Σαββάτο βράδυ. Είχα αργήσει -ως συνήθως βέβαια- αλλά αυτή τη φορά άκουγα το καμπανάκι. Βούτηξα τη σπαστή σκούπα μου από τον καλόγερο και έφυγα αχτένιστη, με αμάνικο, χωρίς καλσόν και το με το καμπανάκι να κουδουνίζει δαιμονισμένο στο κεφάλι μου.

Μπήκα στο ασανσέρ και προσπαθώντας να δέσω τα μαλλιά μου σκεφτόμουν τις πιθανές εκδοχές. Να ‘ταν η ΠΑΣ; Αποκλείεται, μόλις την προηγούμενη εβδομάδα τους είχαμε στείλει στη μάνα τους κλαίγοντας, ποτέ δε μας χτυπούσαν δεύτερη φορά τον ίδιο μήνα έπειτα από εκείνο το επεισόδιο με τον Κθούλου. Να ‘χαν στεγνώσει και πάλι οι Τσανκιτσικιανοί; Ένα ρίγος με διαπέρασε στη σκέψη και το ασανσέρ πρασίνισε για λίγο κι έμοιαζε να έχει μπουρμπουλήθρες όπως εκείνο το πράσινο ζουμί στο μπουκάλι μου.

 

Άνοιξα την εξώπορτα και βγήκα έξω. Ξύριζε. Να ανέβαινα ξανά να πάρω ένα μπουφάν; Όχι, δεν προλάβαινα. Έπρεπε να πάω αμέσως. Κάτι είχε συμβεί, το καμπανάκι βάραγε. Άνοιξα τη σκούπα, την καβάλησα κι έφυγα πατημένη χωρίς να κοιτάω μπροστά μου.

 

Έφτασα στο μπαρ λίγα λεπτά αργότερα. Έξω από το μπαρ βρισκόταν μόνο η κυρά Μαρίκα (η καθαρίστρια ντε) και κατά τα άλλα τα πάντα έδειχναν φυσιολογικά, αν εξαιρέσεις την πινακίδα του μπαρ που έλεγε «Σουφουφάδικο» και το κουδουνάκι στο χέρι της που το χτυπούσε μανιασμένα.

«Τι έγινε κυρά Μαρίκα;» τη ρώτησα πριν καλά καλά ξεπεζέψω.

«Αχ κοκόνα μου,» ξεκίνησε εκείνη να λέει και ύστερα την πήραν τα ζουμιά.

Κατέβηκα από τη σκούπα μου αλαφιασμένη και την πήρα αγκαλιά. Δεν την είχα ξαναδεί ποτέ μου να κλαίει. Δεν έσπαγε εύκολα η κυρά Μαρίκα, τόσα και τόσα είχαν δει τα μάτια της τόσα χρόνια κοντά μας.

«Ηρέμησε... ηρέμησε...» της έλεγα, «θα τα φτιάξουμε όλα... σώπα...» μα εκεί που στεκόμουν και την είχα στην αγκαλιά μου, σα να μου φάνηκε πως μέσα από το μπαρ άκουσα τη φωνή της Naroualis να τραγουδά «έλα στον παππού... έλα στον παππού...» Όχι πάλι... σκέφτηκα με μιας, όχι δεν είναι δυνατόν...

Μια σκέψη πέρασε αστραπιαία από το μυαλό μου και κοίταξα το σβέρκο της κυρά Μαρίκας. Ήταν καθαρός. Αλλά πάλι, ήταν μόνο η καθαρίστρια, μπορεί να την είχαν επίτηδες αφήσει.

«Η Π.Α.Σ.;» τη ρώτησα απομακρύνοντάς την από την αγκαλιά μου μαλακά.

«Όχι... *σομπ*... όχι... αυτή τη φορά....» δε μπόρεσε να αποσώσει τη φράση της και τη συγκλόνισαν πάλι οι λυγμοί. Ε, δε γινόταν δουλειά έτσι. Έπρεπε να μπω μέσα να δω μόνη μου. Έχοντας στο μυαλό μου την εμπειρία της προηγούμενης φοράς, έκανα ένα πρόχειρο ξόρκι κάλυψης να φαίνονται οι μάρτινς μου σαν ψηλοτάκουνα και η μαύρη, μακριά φούστα που φορούσα, μινάκι και άνοιξα την πόρτα με αυτοπεποίθηση... η οποία με το που μπήκα μέσα εξαφανίστηκε.

 

Τιγρέ καναπέδες είχαν αντικαταστήσει τις καρέκλες μας και τα τραπέζια ήταν γυάλινα, μονόποδα με χρυσά αστεράκια. Δεξιά κι αριστερά από την πόρτα βρίσκοταν τα αδέρφια Guardian γυμνοί από τη μέση και πάνω με μόνο ένα παπιγιονάκι στο λαιμό. Το «έλα στον παππού» είχε τελειώσει και τώρα η Ναρού Μπουνταρού (η μπουζουξίδικη περσόνα της Naroualis) επάνω στο πάλκο τραγουδούσε «αγαπώ... αγαπώ μια πιτσιρίκα... είναι τρέλα... είναι γλύκα...». Δεξιά κι αριστερά της η Dopamine και η Mariposa χόρευαν με χρυσά μαγιώ και μανδύες με ροζ φτερά, ενώ πίσω τους ο RaspK, ο Kitsos, ο Παρατηρητής και ο araquel τις συνόδευαν φορώντας κι εκείνοι στρινγκ, γιλέκο και καπέλο.

 

Στο τραπέζι που ήταν φάτσα στην πόρτα κάθονταν ο Dain με τον Nikosal και τον Mman. Στα χέρια τους φορούσαν από ενιά τουλάχιστον χρυσά δαχτυλίδια ο κάθενας, καδένες επίσης χρυσές στο λαιμό και τα πουκάμισά τους ήταν ανοιχτά σχεδόν ως τον αφαλό. Η Darkchild και η Trillian σέρβιραν με κάτι που έμοιαζε με εσώρουχα με ζαρτιέρες, ποδίτσες και φτερά στο κεφάλι τους, ενώ πίσω από το μπαρ στεκόταν ο Roriconfan με παπιγιονάκι και πουκάμισο με ρίγες. Τους χάζευα σα βλαμμένο με ορθάνοιχτο το στόμα μέχρι που η Trillian με πλησίασε με το δίσκο στο χέρι και μου είπε: «Άργησες!» στο αυτί τραβώντας με ταυτόχρονα από το χέρι να την ακολουθήσω. Πήγα μαζί της συνεχίζοντας να κοιτάζω γύρω μου με το στόμα ανοιχτό.

 

Με οδήγησε στα καμαρίνια και μου πέταξε μια στολή σαν την δική της.

«Κάνε γρήγορα,» μου είπε «σε λίγο θα έρθουνε!» Και τελειώνοντας τη φράση της έκανε μεταβολή και μου έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.

Αισθανόμουν το μυαλό μου πουρέ. Κανείς τους δεν είχε στο σβέρκο του τίποτα, ούτε και πουθενά αλλού σε κάποιο εμφανές σημείο εμφύτευμα. Και κανείς δεν έδειχνε να διασκεδάζει κι ιδιαίτερα αυτό που έκανε. Όχι ότι η ατμόσφαιρα θα μπορούσε να γίνει πιο λάθος ακόμα από ότι ήταν ήδη, όμως... όμως υπήρχε και κάτι ακόμα. Δεν ήταν όπως την προηγούμενη φορά και συν τοις άλλοις η Ναρού, αν είχα προσέξει καλά, φορούσε κοραλλί κραγιόν!

Αποφάσισα πως έπρεπε να ξαναβγώ και να εκτιμήσω καλύτερα την κατάσταση. Άλλαξα στα γρήγορα και με τη στολή της γκαρσόνας πλέον ?με την οποία αισθανόμουνα εξαιρετικά άβολα- βγήκα έξω και πάλι.

 

Πέρασα από μπαρ όπου καθόταν ο Gema και μου γέλασε πιωμένος ήδη. Επιτέλους κάτι φυσιολογικό, σκέφτηκα. Ο Roriconfan μου έβαλε πάνω στο δίσκο τέσσερα δοντίχ και μου έκλεισε το μάτι δείχνοντας ένα τραπέζι στο οποίο καθόντουσαν ο Spock, o Celestial, o Tetartos κι ο Sileon. Πήρα το δίσκο και πήγα προς το μέρος τους όσο πιο ευθεία μπορούσα. Μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να περπατήσω με τις γόβες στιλέτο που φορούσα, μα έφτασα τελικά κι ενώ προσπαθούσα να κάνω χώρο επάνω στο τραπέζι πετώντας κάτω τα γαρύφαλλα για να ακουμπήσω τα δοντίχ, λέει ο tetartos: «Ωπ! Να το και το τέταρτο.»

Πάγωσα στη θέση μου. Είχαν παραγγείλει τέταρτο δοντίχ! Κι εγώ μόλις τους το είχα φέρει! Σταμάτησα να καθαρίζω αλαφιασμένη και λέγοντας ένα γρήγορο «συγγνώμη» έκανα μεταβολή κι έφυγα σχεδόν τρέχοντας προς το μπαρ, αλλά είχα ξεχάσει τα τακούνια. Στραβοπάτησα επάνω σε κάτι γαρύφαλλα και έσκασα κάτω σαν καρπούζι. Ο Cosmo ?που φορούσε σκαρπίνια, πουκαμισάκι ανοιχτό και χρυσή καδένα- ήρθε προς το μέρος μου και με βοήθησε να σηκωθώ, ενώ από την άλλη πλευρά ερχόταν ο Dain. Όταν τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου και να σηκώνει το χέρι κόντεψα να βάλω τα κλάματα γιατί το κούτελο μου θυμόταν ακόμα τα *μπουνγκ* της τελευταίας φοράς. Όμως έκανε κάτι ακόμα χειρότερο. Ακούμπησε το χέρι του στα μαλλιά μου και με χάιδεψε... Στεκόταν μπροστά μου με όλα αυτά τα χρυσά κοσμήματα να στραφταλίζουν επάνω του, με μπριγιαντίνη στα μαλλιά και μύριζε πατσουλί κι όμως το άγγιγμά ήταν δικό του. Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, οι ενδυμασίες, το «secret combination» που τραγουδούσε τώρα η Ναρού, τα στρινγκ και τακούνια που φορούσα, το τέταρτο δοντίχ -για το όνομα της Μύστρα- που ευτυχώς είχα χύσει στα πάτωμα και το χάδι του Dain, που όμως δεν ήταν ο Dain, μου λέει κι από πάνω:

«Χτύπησες; Είσαι εντάξει;» Ε, αυτό πήγαινε πολύ. Οκ, να τα ανεχτώ όλα τα άλλα, αλλά να με κοροϊδεύουνε κιόλας; Και πάνω που άνοιγα το στόμα μου να βάλω τις φωνές, άνοιξε η πόρτα τους μπαρ και μπήκε μέσα ο Dino φωνάζοντας: «Ήρθανε!!!!»

 

Και τότε τα πράγματα έγιναν πιο περίεργα από ποτέ. Ο Cosmo έπιασε το δίσκο από κάτω μου τον έβαλε στα χέρια και μου έστρωσε την ποδιά. Ο Dain άλλαξε ύφος με μιας και γύρισε στο τραπέζι του. O Spock με τον Celestial μάζεψαν τα γαρύφαλλα από το τραπέζι τους κι άρχισαν να τα πετάνε στην Naroualis, η οποία άρχισε να τραγουδά «είσαι νινί ακόμαααααα......». Η Dopamine και η Maripoza φόρεσαν τα πιο σέξυ χαμογελά τους και χόρευαν με ακόμα μεγαλύτερο σθένος και μου φάνηκε πως είδα τη Darkchild να κάθεται προκλητικά στα πόδια του Month που καθόταν κάπου στα μπροστινά τραπέζια με κουστούμι και χρυσό κρικάκι στο αυτί. Είχα σαστίσει τελείως. Βρισκόμουν στη μέση ενός χάους, που δεν ήταν άνευ προηγουμένου ?κι αυτό κατά κάποιο τρόπο το έκανε ακόμα χειρότερο- κι όλοι έδειχναν να το αντιμετωπίζουν πολύ φυσιολογικά. Δεν ήξερα πια τι να κάνω, ούτε και να φωνάξω δε μπορούσα πλέον, μέχρι που η πόρτα άνοιξε ξανά και μπήκε ο Robin με τον Electroscribe, κουστουμαρισμένοι και οι δυο τους με ρόλεξ στα χέρια, ακολουθούμενοι από μια παρέα σκιάχτρα με ημίψηλα.

 

Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ότι κι αν είχα δει, μπορούσε να γίνει και χειρότερο... ήταν εδώ οι τσαντσικιανοί! Ο χώρος γύρω μου πήρε μια πρασινωπή απόχρωση και άρχισα να βλέπω μπουρμπουλήθρες. Όλες οι μνήμες από την περίοδο που είχα περάσει στο πράσινο ζουμί, ως τουρσάκι μαζί με τους υπόλοιπους, για να μας πιουν αυτοί εδώ βγήκαν στην επιφάνεια μαζεμένες.

 

Οι νεοφερμένοι είχαν φτάσει αρκετά κοντά μου κι έτσι, σα μέσα σε όνειρο μπορούσα να ακούσω τι λέγανε.

«Κοφ! Όπως βλέπετε έχουμε στραφεί πλέον στον κόσμο του θεάματος. Κοφ! Η εξαίρετη αρτίστα Ναρού Μπουνταρού κάθε βράδυ μαζεύει στο μαγαζί πολύ κόσμο και ...» Έλεγε ο Electroscribe σε ένα από τα σκιάχτρα κι εκείνο ανοιγόκλεινε τα σαγόνια των ματιών του *τσακ* *τσακ*.

«Ναι είναι μια εξαιρετικά επικερδής επιχείρηση,» έλεγε ο Robin σε έναν άλλο τσαντσικιανό, «τι τα θέλετε, από το γράψιμο δε βγάζαμε ούτε τα προς το ζην. Τώρα είμαστε καλύτερα.»

 

Ο κόσμος γύρω μου συνέχιζε να βγάζει μπουρμπουλήθρες και νομίζω θα λιποθυμούσα. Ακριβώς τη στιγμή πριν να σωριαστώ με πλησίασε ο Celestial με ένα κατοστάρικο στο χέρι. Το πέρασε στη ράντα του σουτιέν μου και με τράβηξε κοντά του ρωτόντας με στο αυτί: «Δεν πήρες το πμ;»

«Ε;» -η ευφράδειά μου είναι ιστορική όταν τα έχω χαμένα.

«Γέλα μου χαζά και θα στα εξηγήσω όλα,» συνέχισε ο Celestial στο αυτί μου.

Μάλιστα, χαζά, μάλιστα... Σκέφτηκα χιχιχι. Έκανα χιχιχι.

«Ωραία» μου είπε και με πήρε από το χέρι απομακρύνοντάς μας από τους τσαντσικιανούς.

Αφού απομακρυνθήκαμε αρκετά ξαναέσκυψε στο αυτί μου και μου είπε:

«Κάνε ότι σου αρέσει, εντάξει είναι όλα, μην ανησυχείς. Τραγούδα το νινί μαζί με τη Naroualis όσο σερβίρεις και χαμογέλα τους. Όλα θα πάνε καλά. Εντάξει;»

Έγνεψα αφηρημένα καθώς κοιτούσα το Spock να πετάει γαρύφαλλα στη Mariposa και το RaspK να στριφογυρίζει το καπέλο του στον αέρα.

«Γέλα μου τώρα, πήγαινε τουαλέτα και όταν βγεις να θυμάσαι αυτά που σου είπα και κουβέντα σε κανέναν μέχρι να φύγουν.»

Έκανα χιχιχι αλλά μέχρι να πάω τουαλέτα έκλαιγα με λυγμούς, ίσως όμως ήταν πιο πολύ από το κακό μου και από το σοκ που είχα περάσει. Έκανα ακριβώς ότι μου είπε ο Celestial για όλο το υπόλοιπο βράδυ το οποίο δε θα σας περιγράψω γιατί ήταν εντυπωσιακά εφιαλτικό. Σκεφτείτε μόνο ότι έπρεπε να σερβίρω όλο το βράδυ σκιάχτρα με τικ στα οδοντωτά τους μάτια και να ακούω τα «γχραλργγγγ...» που έκαναν οι ανοιγμένοι λαιμοί τους αντί για ευχαριστώ.

 

Όταν επιτέλους φύγανε τα σκιάχτρα βρισκόμασταν μέσα σε ένα χάος από γαρύφαλλα και ήμασταν αποκαμωμένοι. Ανάψαμε τα φώτα και κάτσαμε να ξαποστάσουμε προτού να ξεκινήσουμε να συμμαζεύουμε το μπαρ.

«Εντάξει,» ξεκίνησε να λέει ο Dain κουρασμένα «νομίζω πως έχουν πειστεί πως δεν είμαστε καλό πόσιμο υλικό.»

«Υπάρχει ένα πρόβλημα όμως σε αυτό που κάναμε» είπε ο DinoHajiyorgi που όλη την προηγούμενη ώρα καθόταν ήσυχος σε ένα τιγρέ καναπέ.

«Και ποιο είναι αυτό;» τον ρώτησε η Trillian βγάζοντας την κορδέλα με το φτερό από τα μαλλιά της.

«Αν στερέψουν αυτοί εντελώς, μετά τι θα γίνουμε εμείς;»

Μείναμε όλοι σκεφτικοί.

«Κάτι θα βρεθεί... κάτι θα σκεφτούμε, μη σκάτε.» Είπε ο Mman.

«Εγώ να ρωτήσω κάτι;» δοκίμασα πριν να σηκωθούμε να συμμαζέψουμε το χάος.

Στράφηκαν όλοι και με κοίταξαν.

«Η κυρά Μαρίκα γιατί έκλαιγε;»

Δυνατά γέλια ξέσπασαν γύρω μου και αισθάνθηκα για άλλη μια φορά όπως όταν είχα μπει στο μπαρ. Δεν ακούγονταν ακριβώς εύθυμα τα γέλια τους, μάλλον και λίγο νευρικά μαζί, μάλλον και λίγο βεβιασμένα. Όμως γελούσαν ώρα προτού να μου απαντήσουν κι όσο γελούσαν τόσο φουρκιζόμουνα εγώ.

«Μα δεν το ξέρεις;» Μου είπε ο Nikosal σχεδόν δακρυσμένος από τα γέλια.

«Όχι» του αντιγύρισα εμφανώς εκνευρισμένη.

«Η κυρά Μαρίκα είναι τσαντσικιανή.» Μου είπε ο Dain με το πιο σοβαρό ύφος που μπορούσε να πάρει ανάμεσα στα γέλια του.

 

Δεν την είδα ποτέ με τον ίδιο τρόπο την κυρά Μαρίκα από εκείνο το βράδυ και ύστερα...

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..