Jump to content

Στο Μπαρ το Σου-Φου-Φου Ένα Βραδάκι


Recommended Posts

E, ψιτ, σε αυτό το τάιμλάιν, πίνουν κανένα ποτάκι; Ή τα μπαρ εκεί είναι εκκλησίες;

Link to comment
Share on other sites

  • Replies 174
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • DinoHajiyorgi

    36

  • Oberon

    16

  • Παρατηρητής

    15

  • Naroualis

    13

E, ψιτ, σε αυτό το τάιμλάιν, πίνουν κανένα ποτάκι; Ή τα μπαρ εκεί είναι εκκλησίες;

 

 

Βεβαίως. Ο Dain ήπιε τρία τουλάχιστον, και αυτά όταν είχε κλείσει το μπαρ κιόλας!

Link to comment
Share on other sites

 

Και τι δεθα έδινα για να ξεστομίσω αυτή τη φράση...

 

Xα χα σου έκατσε η καλύτερη ατάκα.

Link to comment
Share on other sites

Ε, λοιπόν ναι!!! Ευχαριστώ πολύ κύριος, πάρα πολύ όμως...

:witch:

Link to comment
Share on other sites

Χμμμ... παντα ειθελα ενα ΧΣ ( Χειρηστη σεικερ ) να μου κανει το φραπε. Το μονο απαραδεκτο ειναι ο αναιδης που μου λερωσε την ερπυστρια αλλα θα ζησω :p

Link to comment
Share on other sites

Μου πέταξε τα κλειδιά σφυρίζοντας, φόρεσε το καπελίνο του και στρώθηκε βολικά στη σκούπα του. Πριν σχολιάσω πόσο θα τον ζήλευε αν τον έβλεπε η Nienor…

“Toodle’oo!”

…είπε και εκτοξεύτηκε από το ανοιχτό παράθυρο για το Λονδίνο. Μόλις που πρόλαβα να βγω στο περβάζι και να φωνάξω στο κατόπι του.

«Μη ξεχνάς Dain! Να μου φέρεις μια λαδόκολλα fish-n-chips!!»

 

Με άρπαξε μια μελαγχολία. Μόνος και τελευταίος στο μπαρ, χωρίς διακοπές. Ε όχι και μόνος, αλλά ήταν καλύτερο να το βλέπω έτσι. Βοηθούσε ποιητική αδεία στην αυτολύπηση. Οι Celestial και D’Ailleurs κάθονταν στο πιο απόμακρο τραπέζι στη πιο σκοτεινή γωνία του μαγαζιού, σκότωναν δύο φραπέ βασανιστικά αργά και τα λέγανε ψου-ψου-ψου μεταξύ τους. Κώλος και βρακί είχαν γίνει οι δυό τους. Το ποιος ήταν ο κώλος…ε, ας παραλείψω τα αυτονόητα.

 

Μια σκιά που κάποτε ονομαζόταν Electroscribe μπήκε σερνόμενη στο μπαρ και κατεβάζοντας την πτυσσόμενη σκάλα ανέβηκε στο πατάρι αφήνοντας πίσω του ίχνη γλίτσας. Κουβαλούσε εκείνο το χοντρό τεφτέρι στο οποίο έγραφε το τελευταίο του πόνημα «Έργα και Ημέραι μιας Παρεξηγημένης Διάνοιας – Μη Νυχτωμένος Shyamalan». Ένιωσα κάποιες τύψεις για την κατάντια του καθώς είχα συμβάλλει στην στιγματισμένη του εξορία από τον Πατρινό Κύκλο.

 

Πήρα την θέση μου πίσω από το μπαρ και κάθισα να περιμένω κάποια παραγγελία. Ο Dain μου είχε δείξει τα βασικά και ήμουν σίγουρος πως δεν θα χρησιμοποιούσα ούτε τα μισά των μισών κοκτέιλ που είχα απομνημονεύσει. Το μπαρ ήταν «νεκρό» και έτσι θα παρέμενε μέχρι να επιστρέψουν όλοι από τις διακοπές τους. Εκεί λοιπόν που για μια στιγμή απορροφήθηκα να κοιτάζω δύο μύγες να κάνουν το φίκι-φίκι δίπλα σε μια σταγόνα δοντιχ…ΜΠΟΥΜ, άνοιξε η πόρτα του μπαρ με μια δραματική κλωτσιά. Ο Παρατηρητής, με την σπασμένη πανοπλία να κρέμεται πάνω του, κυριολεκτικά μπαρουτοκαπνισμένος, μπήκε μέσα και ντουμάνιασε το σύμπαν. Του είχε φύγει το μισό σκαλπ.

«Κάτι δυνατό» μου είπε με βραχνή φωνή που έσταζε αίμα.

«Νετοφρικιά;» ρώτησα με συμπάθεια.

Επειδή αντί για απάντηση άρχισε να τρέμει το κάτω του χείλος, του έδωσα ένα ποτήρι Γκοργκονιανού ντίζελ και τον άφησα να ανακτήσει την οργή του. Αν ξεσπούσε σε κλάματα τα δεκάχρονα ορκ θα τον τραγάνιζαν ως το μεδούλι. Κατέβασε το ρουκετοζούμι μονορούφι, πέταξε σπίθες από τα ρουθούνια και βγήκε πάλι από το μπαρ για τον επόμενο γύρο στην βιοπάλη του.

 

Οι ώρες δεν θα περνούσαν εύκολα. Καθόμουν βαριεστημένος στο μπαρ και προσπαθούσα απεγνωσμένα να πολεμήσω τον Μορφέα. Μάλλον όμως έχασα τη μάχη γιατί η γωνία στην οποία ήταν χωμένοι ο Celestial και ο D’Ailleurs μαύρισε τελείως και οι ψίθυροι τους άρχισαν να αντιλαλούν νανουριστικά στο κεφάλι μου. Στο τέλος με κατάπιε το σκοτάδι.

 

post-1004-1216212868_thumb.jpg

 

Τα πράγματα είχαν σκουρύνει για τον Διεκδικητή Συνωμότη. Η πορεία των ορδών του είχε ανακοπεί σε πολλά σημεία. Υπήρχαν εστίες αντίστασης. Οι κατάσκοποι του ανέφεραν πως ο Δούκας της Οπορτούνας, ο χερ Celestial, είχε προσχωρήσει στην αντίθετη πλευρά. Αυτό όμως δεν ήταν το πιο ανησυχητικό. Κάποιος Υπονομευτής, για τον οποίο δεν γνώριζε κανείς τίποτα, είχε ελευθερώσει από την τρισκατάρατη κρύπτη τον νεκρό πρίγκιπα. Ο Βάρδος ηγούνταν ενός δαιμονικού στρατού ζώνεκρων. Όλοι οι Παλιοί, οι Αρχαίοι Στρατηγοί του φόρουμ ήταν στο πλευρό του. Anergos Xaros, Vikar, Bardoulas, Elsanor και Μελδόκιος ήταν μερικά μόνο από τα ζόμπι που βάδιζαν δίπλα του. Ακούστηκαν και αποστασίες ενεργών φορουμητών προς τη νεκρή στρατιά, Ricochet και Northerain ανάμεσα τους.

 

Ο Διεκδικητής Συνωμότης ανασύνταξε τις δυνάμεις του και κάλεσε τους πιο πιστούς στον σκοπό του να ενισχύσουν τις δυνάμεις του. Παρατηρητής, iliosporos, spock και οι δύο αδελφοί Guardian έσπευσαν στο πλευρό του.

 

Παρά τις συμβουλές που δεχόταν, ο Διεκδικητής Συνωμότης αρνούνταν να στείλει έκκληση στις Καπετάνισσες. Ήξερε πως οι Naroualis, Nienor και Trillian έχαναν τον καιρό τους με τους γελοίους Δελφίνους της Εξουσίας Dain και RaspK για το ποιος και με ποια αριθμητική σειρά θα διαδεχόταν τον Άρχων του Φόρουμ, τον Nihilio. «Άσ’τες να τρώγονται. Είναι μόνο θέμα χρόνου» είπε στον εαυτό του. «Ο Βάρδος θα υψώσει εμπόδια, να μας σταματήσει όμως δεν μπορεί. Ποιος όμως κρύβεται από πίσω του; Εκείνο θα ήθελα να μάθω…»

 

Κάτω από τις σκουριασμένες πανοπλίες ο στρατός των ζώνεκρων έζεχνε αποσύνθεση και θάνατο. Η όψη τους όμως ήταν τρομερή και το κόψιμο των στομωμένων λεπίδων τους τρομερότερο. Ο Βάρδος βάδιζε μπροστά, με τους στρατηγούς να σκουντουφλούν δίπλα του. Και πίσω, στην ουρά της πορείας ο Υπονομευτής, κρυμμένος στην κελεμπία και το σαρίκι του κάγχαζε ικανοποιημένος.

Link to comment
Share on other sites

Άντε να δούμε λοιπόν ποιος είναι ο Υπονομευτής...Θα το μαρτυρήσει ο συγγραφέας ή θα μας κάνει να ψαχνώμαστε - κάτι σαν τον κακό στα κινούμενα σχέδια του Αστυνόμου Σαίνη.

Α, κι ευχαριστώ για την κατανόηση Ντίνο! Ετοίμασε και άλλα από αυτά τα Γκοργκονιανά ντίζελ.

Edited by Παρατηρητής
Link to comment
Share on other sites

Ο κακός του Αστυνόμου Σαϊνη; Μη μας βάζεις τώρα ψύλλους στ' αυτιά :tongue:

 

Και σιγά να μην τον μαρτυρήσει. Αφού όλοι ξέρουμε ότι ο Διεκδικητής Συνομώτης και ο Υπονομευτής -- αααα --- ΧΡΑΤΣ! :death:

Link to comment
Share on other sites

Στο μπαρ επικρατούσε η ηρεμία πριν από την καταιγίδα. Ο Dain πίσω από το μπάρ καθάριζε επιμελώς τα ποτήρια, φτύνοντάς τα και γυαλίζοντάς τα προσεκτικά με ένα πανάκι, ο Παρατηρητής στεκόταν στην πόρτα και οδηγούσε στα τραπέζια τους τους πελάτες και 2-3 lurkers έπιναν σιωπηλά το ποτό τους από εδώ κι από εκεί. Μόνη παραφωνία στο σκηνικό ο Robin Hood που ντυμένος με ένα πελώριο σομπρέρο κοιμόταν σε μια γωνία.

Και τότε, σαν από το πουθενά, η θλιμένη μελωδία μιας φυσαρμόνικας γέμισε το χώρο, ενώ μια γνώριμη μορφή διαφάνηκε πίσω από το τζάμι της πόρτας. Ο πορτιέρης Παρατηρητής πάγωσε για μία στιγμή, προσπαθώντας να θυμηθεί πού γνώριζε τον επισκέπτη, αλλά δεν πρόλαβε. Με μια αποφασιστική κίνηση ο επισκέπτης άνοιξε την πόρτα και με γοργό βηματισμό πήγε στο κέντρο του μπαρ.

Ο Dain άρχισε να τρέμει, ρίχνοντας από το χέρι του το ποτήρι της σαμπάνιας που γυάλιζε το τελευταίο τρίλεπτο, ενώ οι lurkers πήγαν και πήδηξαν πίσω από έναν καναπέ, βλέποντας συνεπαρμένοι το θέαμα. Επειδή στο μπαρ είχε επιστρέψει ο ξενιτεμένος αρχιδημοσιευτής. Η όψη του είχε αλλάξει. Το πρόσωπό του ήταν σκούρο και τραβηγμένο, ρυτιδιασμένο πρόωρα από την ταλαιπορία της εξορίας του, ενώ τα κάποτε μαύρα άμφια που έφερε είχαν γίνει κουρέλια, ενώ το θρυλικό μαύρο φτυάρι που έφερε στην πλάτη, η τρομερή Αμμοθύελα σφύριζε σαν to setlist που έβαζε να παίζουν τα ωράδια της Τρίτης ο DJ Tec Goblin.

"Πώς μπόρεσες," είπε στον Dain, σπάζοντας τη σιωπή, σα βαριοπούλα που χτυπάει κρύσταλα Βοημίας.

"Ξ...ξέρεις," τραύλισε ο Dain, "έλειπες... και... Ε! Α μα πια! Δε θα σου δώσω και εξηγήσεις!"

"Από τα άλλα τα ρεμάλια δεν περίμενα κάτι καλύτερο," είπε ο Νihilio, με τόνο τόσο δραματικό που η τριπλοκλειδωμένη και πεντασφράγιστη πόρτα για τη δωμάτιο ποίησης άρχισε να τρίζει καθώς θυμόταν παλιές εποχές, "αλλά δεν περίμενα από εσένα να δοκιμάσεις να σφετεριστείς τη θέση μου."

"Δεν έχω να σου εξηγήσω τίποτα!" είπε αγέρωχα ο Dain, τινάζοντας πίσω το κεφάλι του και κοιτάζοντας αφ υψηλού τον σκυθρωπό αντίπαλό του.

"Θα το πληρώσεις αυτό," είπε ο Nihilio, με φωνή τόσο τραχιά που καμία παρομοίωση δεν μπορούσε να περιγράψει, "αλλά θα είσαι ο τελευταίος από τους σφετεριστές. Και αυτό είναι υπόσχεση!" συμπλήρωσε. Έπειτα γύρισε και έφυγε, αφήνοντας το μπαρ βυθισμένο στη σιωπή.

Πρέπει να πέρασαν πέντε λεπτά, μέχρι που, στο τέλος, μια φωνή ακούστηκε.

"Τί έγινε ρε παιδιά;" είπε ο αγουροξυπνημένος Robin Hood

Link to comment
Share on other sites

στο μπαρ είχε επιστρέψει ο ξενιτεμένος αρχιδημοσιευτής.
 

 

Αck!!! :o :obsession: O Δελφίνος της Εξουσίας νο.1 επέστρεψε!

 

(Αυτός είναι ο τίτλος σου. Διάβασε το entry του Ντίνου, ποστ #106 και μετά τα δύο entries μου, posts #107 και #123 και θα τα καταλάβεις όλα).

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

όσο πάει πάντως όλο και πιο πολύ περιπλέκεται η κατάσταση.... άντε να δούμε που θα πάει..... :bow_arrow:

 

:unicorn2:

Link to comment
Share on other sites

Αck!!! :o :obsession: O Δελφίνος της Εξουσίας νο.1 επέστρεψε!

 

(Αυτός είναι ο τίτλος σου. Διάβασε το entry του Ντίνου, ποστ #106 και μετά τα δύο entries μου, posts #107 και #123 και θα τα καταλάβεις όλα).

 

Ο Nihilio είναι κανονικά ο Άρχων του Φόρουμ. Δελφίνοι Εξουσίας είναι αυτοί που ακολουθούν, οι πλησιέστεροι του θρόνου, Dain και RaspK. (Αυτό ξεχαρβαλώθηκε λίγο στην καταπληκτική σου ιστορία Διον, όπου ξαφνικά είχαμε και Δελφίνους με αριθμούς 8 ή 10 :D )

 

Ο Διεκδικητής Συνωμότης διασχίζει τώρα τα εδάφη του Βάρδου προς τη γη του RaspK, έχει όμως περισσότερα από 1000 ποστ για να φτάσει εκεί. Ο Υπονομευτής εντωμεταξύ έχει ξυπνήσει τον Βάρδο και μια στρατιά από ζόμπι γεμίζουν τον διάβα του.

 

Θα παρακαλούσα όσους θέλουν να συνισφέρουν στο έπος Ο Άρχοντας των Ποστ, να μην χρησιμοποιούν τον χαρακτήρα του Υπονομευτή καθώς δεν γνωρίζουν την ταυτότητα του. Αν π.χ. ο Υπονομευτής ήταν ο darky, θα ήταν περίεργο να βάλετε κατά λάθος τον darky να συνομιλεί με τον Υπονομευτή.

 

Επίσημα λοιπόν, Δελφίνος Εξουσίας 1 είναι εδώ και καιρό ο Dain.

 

Συνεχίζεται πάντα στο Overall Top 20 Posters

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Δελφίνοι Εξουσίας είναι αυτοί που ακολουθούν, οι πλησιέστεροι του θρόνου, Dain και RaspK. (Αυτό ξεχαρβαλώθηκε λίγο στην καταπληκτική σου ιστορία Διον, όπου ξαφνικά είχαμε και Δελφίνους με αριθμούς 8 ή 10
 

 

:alaugh:

Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε κοπάδι από Δελφίνους?

:dolphin: :dolphin: :dolphin: :dolphin: :dolphin:

Link to comment
Share on other sites

Τόσοι μήνες λειψυδρία και αποχή από την συγγραφή τον είχαν αφήσει με μια τεράστια λαχτάρα για δημιουργικότητα, ιστορίες, και κάτι για να ξεδώσει τέλος πάντων. Το μπαρ πάντα εκεί που το άφησε, δίπλα στον Danny the Street (http://en.wikipedia.org/wiki/Danny_the_Street) .

“Ηi Danny” είπε και στα χέρια του έπεσε ένα χαρτί που έγγραφε:

“Have a glorious day, luv.” Ξεφήσηξε και άνοιξε την πόρτα του Μπαρ. Περίμενε να δει τον Dain πίσω από την μπάρα, να σκουπίζει ποτήρια και να τσακώνεται με τα στουρνάρια που θέλανε να πιούνε δοντίχ χωρίς ξεδοντίχ ανάμεσα. Αλλά κάτι είχε αλλάξει. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Ίσως να έφταιγε η υπερβολική πρασινωπή κάπνα που είχε μαζευτεί στο ταβάνι, αλλά θα έπαιρνε όρκο ότι κάποιος λόγος για διχόνοια είχε εμφανιστεί στο μπαρ. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, να ρωτήσει, αλλά τότε αποφάσισα ότι είχε έρθει η ώρα να βγω από τον αυτόματο πιλότο και να ερευνήσω τα καθέκαστα. Με το χτύπημα των δαχτύλων μου η αμφίεσή μου άλλαξε. Από τα απλά ρούχα που φορούσα, σορτσάκι και μαύρη μπλούζα, ρεπούμπλικα και καμπαρτίνα βρέθηκαν να τυλίγουν το σώμα μου. Ευτυχώς που η αλλαγή γίνεται αυτόματα αλλιώς θα έπρεπε να περιγράφω και τις φωτοσκιάσεις, λες και ήμαστε επεισόδιο sailormoon. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα…

 

«Ένα δοντίχ» παρήγγειλα με ύφος επιθεωρητή (ας είναι καλά ο Μπόγκαρτ…) στον Dain και κάθισα στο σκαμνάκι, αφού βεβαιώθηκα ότι δεν είναι ζωντανό. Με κοίταξε περίεργα.

«Πόσα είχες πιει την προηγούμενη φορά;» ρώτησε.

«Ποιος θυμάται τώρα…»

«Πιες ένα ξεδοντίχ και το συζητάμε μετά.» απάντησε μπουρινιασμένος.

Γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να του αλλάξω άποψη, κατέβασα το ξενερωτικό εκείνο κατασκεύασμα Η αμφίεση μου τρεμούλιασε λίγο, αλλά δεν έφτανε ένα απλό ποτό για να μου καταστρέψει την φαντασία.

«Που είναι οι άλλοι;» ρώτησα με ενδιαφέρον.

«Που θες να ξέρω; Λες και μου δίνει κανείς σημασία εδώ μέσα!» απάντησε μοιρολατρικά και τράβηξε τα μαλλιά του.

«Πρόσεχε, σε λίγο θα χρειαστείς εμφύτευση.» είπα με γλύκα. Ο Dain άρχισε να τρέχει προς τον κοντινότερο καθρέφτη για να δει αν όντως χάνει μαλλιά. Άρπαξα την ευκαιρία από τα μαλλιά. Τρόπος του λέγειν δηλαδή γιατί ο Dain θυμήθηκε ότι υπάρχει καθρέφτης εκεί που έχει τα ποτά, και έτσι απλά γράπωσα μια χούφτα από τα μαλλιά του. Ήξερα ότι δεν θα είχα άλλη ευκαιρία, οπότε αποφάσισα να το ψάξω αλλιώς το πράγμα. Έφτιαξα μια λίστα με τις διάφορες πεντασφράγιστες διαστάσεις του Μπαρ, τις τρεις εξασφράγιστες και τη μία επτασφράγιστη και ξεκίνησα να τις εξερευνώ μία μία. Η απάντηση θα ήταν κάπου εκεί μέσα.

 

Η πεντασφράγιστες ήταν σχετική απογοήτευση. Δεν είχαν κάτι το καινούργιο. Στην τρίτη όμως εξασφράγιστη βρήκα αυτό που ήθελα. Φρουρά από νεκροζώντανους μπροστά στην πόρτα. Αυτό σήμαινε ότι κάποιος την είχε παραβιάσει. Δεν ήξερα ποιος άλλα έπρεπε να μπω μέσα. Και ήξερε τον σίγουρο τρόπο για να το καταφέρω αυτό…

 

«Εδώ τα καλά μυαλά! Μυαλά φρέσκα, ΑΑ! Έλα καλέ κυρά, εδώ τα καλά μυαλά!» Άρχισα να φωνάζω μπροστά στα Ζόμπι, που με το που είδαν το καροτσάκι μου γεμάτο μυαλά όρμισαν. Πέταξα από πάνω μου την λευκή φορεσιά παγωτατζή, και όρμησα στην πόρτα. Την άνοιξα με δύναμη και μπήκα μέσα, θέλοντας να κρυφτώ πριν με πάρουν χαμπάρι. Πολύ αργά. Κάμποσες μαυροντυμένες φιγούρες γύρισαν και με κοίταξαν με το που μπήκα.

«Συγγνώμη, έψαχνα την τουαλέτα» τους είπα και γύρισα να φύγω.

«Μα όχι, έλα στην παρέα μας!» είπε μια φωνή χαρωπά. Γνωστή φωνή. Θα έπρεπε να πηγαίνω πιο συχνά σε συναντήσεις, γιατί δεν ήμουν σίγουρος ποιος ήταν. Και σίγουρα δεν ήταν χαρωπά. Πιο πολύ προς το χαιρέκακα πήγαινε.

«Συγγνώμη θυμήθηκα το ραντεβού με τον οδοντίατρό μου.» απάντησα. Σκατά! Τώρα έπρεπε να μου έρθουν στο μυαλό όλα τα κλισέ; Η πόρτα μπροστά μου έκλεισε με δύναμη, και δεκαπέντε αμπάρες κλείδωσαν με το γνωστό κλικ και μια κακάρισε σαν κότα. Γιατί κότα και όχι χήνα δεν μπορώ να καταλάβω. Γύρισα να δω τους μαυροντυμένους. Ένας είχε σηκωθεί και είχε βγάλει ένα ξίφος. Μάλλον προς το κουπί πήγαινε. Ευτυχώς είχα εμπειρία σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Έδρασα άμεσα και αποφασιστικά, όπως θα έκανε ένα άτομο της ευφυΐας μου· έπεσα στα γόνατα και άρχισα να παρακαλάω για την ζωή μου.

«Τι θα κάνουμε με αυτό το σκουλήκι;» είπε μια φωνή αηδιασμένη.

«Δεν είναι καν Δελφίνος και μας βρήκε!» είπε μια γυναικεία φωνή σοκαρισμένη. «Προτείνω να εκτελέσουμε τον υπεύθυνο για την ασφάλεια!» συνέχισε με αιμοσταγή τόνο. Εγώ δεν έκατσα άπρακτος. Άρχισα να αλλάζω πάλι την εμφάνισή μου κάτω από την καμπαρτίνα. Δεν μπορούσα να πάρω μορφή Tom Bombadil. Δεν ήταν η διάστασή μου. Οπότε διάλεξα κάτι πιο ταιριαστό. Με μια ρευστή κίνηση η καμπαρτίνα έλιωσε και σηκώθηκα. Τα ρούχα μου είχαν αλλάξει σε μια στολή που έκανε τον χρήστη της αόρατο. Είχα λίγα δευτερόλεπτα για να δράσω. Κινήθηκα προς το τραπέζι και άλλαξα γρήγορα τα ρούχα μου ξανά. Η αμφίεσή μου έγινε ακριβώς όπως και οι δικές τους. Ο αρχηγός τους, κατακόκκινος από θυμό και η φάτσα του αγνώριστη από την ξαφνική αλλαγή χρώματος, άρχισε να δίνει διαταγές για να βρούμε τον εισβολέα. Πάνω στην σύγχυση κατάφερα να ξεφύγω.

 

Συνεχίζεται…

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

post-1004-1217494974_thumb.jpg

"Τι είπες ρε για τον Douglas Adams;"

αναφώνησε ο araquel πριν ξεσπάσει

το κακό...

Link to comment
Share on other sites

Χαχα! Το συντομότερο σφφ-μπαρ-θινκ που γράφτηκε ποτέ... :lol:

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Τρίτη μεσημέρι κατακαλόκαιρο. Η θερμοκρασία αρκετά ψηλά και το αίμα κοχλάζει στις αρτηρίες. Μέσα στο μπαρ γίνεται ο κακός χαμός. Τα περισσότερα μέλη ανήσυχα και με βλέμμα μισοτρελαμένο, από την πίεση του χρόνου, έχουν στήσει έναν μεγάλο καυγά. Καρέκλες ίπτανται, ποτήρια εκσφενδονίζονται και τραπέζια ξεκαρφώνονται με βία. Μπουκάλια κυλούν στο πάτωμα ενισχύοντας με το πολύτιμο περιεχόμενο τους την υγρασία στις γωνιές. Η αφορμή μια ατυχής έκφραση. Τα αίτια ίσως ρηχά ίσως βαθύτερα ποιος ξέρει.

 

Και ξαφνικά (γιατί, όπως πρόσφατα διάβασα σε γραπτό παλαιότερου μέλους, αυτά τα πράγματα γίνονται ξαφνικά) η πόρτα άνοιξε με έναν δυνατό κρότο και μια σκοτεινή μορφή έκανε την εμφάνιση της με μπαγκράουντ την έντονη λάμψη του αυγουστιάτικου ήλιου. Όλοι σώπασαν. Οι καρέκλες προσγειώθηκαν στο υγρό από το αλκοόλ έδαφος και τα ποτήρια ακούμπησαν απαλά πάνω σε όσα τραπέζια είχαν παραμείνει όρθια. To μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχους από το ρολόι της μπαντ στον κακοφωτισμένο τοίχο και η Ναρουάλις που δεν κρατήθηκε και μου φώναξε «τι θα γίνει ρε συ με αυτά τα επίθετα, θα τα κόψεις επιτέλους;»

 

Ο Dain (η σκοτεινή μορφή) έκανε ένα βήμα εμπρός και το σπιρούνι του καρφώθηκε στο παρκέ. Κοίταξε όλα τα πρόσωπα με αυστηρό βλέμμα και καθαρίζοντας με μαεστρία τους σιελογόνους αδένες του έφτυσε με ακρίβεια μέσα στο απέναντι πτυελοδοχείο που αντήχησε σαν καμπάνα της λαμπρής.

 

«Τι τρέχει μάγκες;» μουρμούρισε κάνοντας τάχα πως ρωτάει. «Πριν να κλείσουν οι κάλπες δεν θα κουνηθεί κανείς. Έγινα κατανοητός;»

 

Όλα τα κεφάλια κουνήθηκαν μουδιασμένα πάνω κάτω και δεκάδες γουρλωμένα μάτια απέμειναν να κοιτούν τη στάμπα στο τισέρτ του ” Ο Μπαϊρακτάρης έρχεται για σένα, σκέψου το”.

 

 

 

(αφιερωμένο στον ένα και μοναδικό, μαζί με τους υπόλοιπους, admin)

Link to comment
Share on other sites

Περπάτησε για πρώτη φορά το δρόμο που οδηγούσε στο μπαρ αυτό, για το οποίο είχε ακούσει πολλά και δεν είχε δει ποτέ. Στάθηκε για λίγο στην πόρτα και χαμήλωσε τα μαύρα της γυαλιά, να θαυμάσει το ντεκόρ. Ναι, ναι, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Χαμογέλασε, φορώντας πάλι τα γυαλιά της, παρόλο που ήταν νύχτα, μεσάνυχτα.

 

Μπαίνοντας μέσα, την άγγιξε η απαλή μουσική κι έφερε ένα γύρο με το βλέμμα της αντικρύζοντας άγνωστα πρόσωπα. Πράγματι, κανείς δεν ήταν εκεί που να τον γνώριζε από πριν. Εκτός από έναν. Χαμογέλασε και κινήθηκε προς το μπαρ, προς την μοναδική γνωστή φιγούρα.

 

"Καλησπέρα," είπε σιγά, χωρίς να βγάλει τα γυαλιά της και με χαμηλωμένο το κεφάλι. Ήθελε να δει αν θα την αναγνωρίσει, τόσο πολύ καιρό που είχε να την δει. Απ' τη μια προσμονούσε, απ' την άλλη φοβόταν μην κι είχε γίνει πια μια ξένη, μια τυχαία περαστική.

 

Ο μπάρμαν δεν ξεγελάστηκε ούτε απ' τα μαύρα γυαλιά, ούτε απ' την αδικαιολόγητη γι αυτή τη ζέστη καπαρντίνα. Της χαμογέλασε πλατιά, μ' αυτό το ανοιχτόκαρδο χαμόγελο που τον έκανε τόσο αγαπητό.

 

"Το έφερες;" ρώτησε μόνο, βάζοντας μπροστά της μια μπύρα.

 

Εκείνη γέλασε. Ούτε "γεια, τι κάνεις, χρόνια και ζαμάνια" ούτε τίποτα τέτοιο. Ούτε καν την είχε ρωτήσει τι ήθελε να πιει, που ήταν, ούτως ή άλλως, μπύρα.

 

"Κι εμένα μου 'λειψες, Dain", του είπε μέσα απ' τα γέλια της. Μετά, έβγαλε τα γυαλιά της και τον κοίταξε με το βλέμμα που, χρόνια πριν, του θύμιζε την αγαπημένη του ηθοποιό σε sci-fi ταινίες. Μετά σοβάρεψε, λιγάκι, χωρίς να χάσει την λάμψη απ' το βλέμμα της.

 

"Και βέβαια το έφερα. Αφού μου το ζήτησες, δεν μπορούσα να στο αρνηθώ."

 

Άνοιξε λίγο την καπαρντίνα της κι έβγαλε από μέσα ένα μικρό σπαθάκι τυλιγμένο μέσα σε ύφασμα. Ο Dain έσκυψε με περιέργεια πάνω απ' τον πάγκο να το δει. Μέσα απ' το ύφασμα ακούγονταν φωνές, σαν καυγάς.

 

"Δεν σταματούν ποτέ, ε;"

"Δεν έχεις ιδέα! Τι μου 'ρθε και το έφτιαξα, ένας θεός ξέρει! Πάντως είναι εδώ, στο έφερα."

"Μπορώ να το δω;"

"Μπορείς να το κάνεις ό,τι θέλεις. Είναι δικό σου, Dain, δώρο."

"Για μένα;"

 

Το βλέμμα του πήρε μια ντροπαλή αθωότητα.

 

"Αν δεν ήσουν εσύ, δεν θα το έφτιαχνα. Ποιος μου έδινε κουράγιο; Ποιος με ενθάρρυνε να το σμιλέψω; Κι όταν ήταν τελειωμένο, ποιος με διαβεβαίωνε ότι ήταν όμορφο, ότι σίγουρα θα ήταν όμορφο, πριν καν το δει; Όχι, όχι, μην διαμαρτυρηθείς, μην το σκεφτείς καν. Είναι δικό σου. Είναι το λιγότερο δώρο που θα μπορούσα να σου κάνω."

 

Ο Dain χαμογέλασε και πήρε το τυλιγμένο σπαθάκι. Το ξετύλιξε απαλά και το κοίταξε, ενώ εκείνο σιώπαινε. Κοίταξε προσεκτικά κάθε του σκάλισμα και κάθε στολίδι, χαμογελώντας, γελώντας κιόλας. Απ' το σπαθάκι ακούστηκε μια φωνή.

 

"Ecthcuthe me, goor thir, allow me to introduthe my thelf. I am Meetthoth, a long thword and a dragon thlayer!"

"Ye short sword!" ακούστηκε μια δεύτερη φωνή.

 

Ο Dain γέλασε δυνατά και ξανατύλιξε το σπαθί στο ύφασμά του.

 

"Σ' ευχαριστώ, Σόνυα. Σ' ευχαριστώ."

 

Εκείνη γέλασε, του έκλεισε συνομωτικά το μάτι, σήκωσε το ποτήρι της σε χαιρετισμό και αφοσιώθηκε στην πλούσια, δυνατή της μπύρα.

 

(Πρόλογος στην ιστορία για τον επετειακό διαγωνισμό. Διονύση, that one is for you,)

Link to comment
Share on other sites

Tι να πω βρε παιδιά...

 

Ο kitsos πριν μέρες μου έφτιαξε το κέφι που είχε πέσει κατακόρυφα εκείνη τη μέρα.

 

 

Και τώρα, απόψε, η Sonya μου κάνει ένα δώρο μέσα από μια ιστορία, μέσα σε μια άλλη ιστορία, που δεν νιώθω πως μου αξίζει μεν, αλλά με συγκίνησε μέχρι... μέχρι δακρύων δε. Σ'ευχαριστώ. Τίποτα άλλο.

Link to comment
Share on other sites

post-1004-1219349224_thumb.jpg

Είχαν πέσει σε αμμοθύελλα και η προέλαση του στρατού είχε σταματήσει. Κλεισμένος στην τέντα του, ο Διεκδικητής Συνωμότης άκουγε τον άνεμο να λυσσομανάει έξω. Ένιωθε μια κάποια κούραση αλλά έπρεπε να φανεί δυνατός. Δεν έπρεπε να δείξει αδυναμία μπροστά σε εκείνους που τον ακολουθούσαν. Οι μάχες με τα ζόμπι και τους ηλίθιους αντιστασιακούς ωχριούσαν μπροστά στις αχανείς, άγονες εκτάσεις που διέσχιζαν.

 

Τίποτα απ’όλα αυτά όμως δεν τον απασχολούσαν εκείνη την στιγμή. Στην αρχή του μήνα οι ωροσκόποι είπαν πως είδαν τον αστερισμό του κόρακα να τρώει τον αστερισμό του αετού, ή κάποια παρόμοια σαχλαμάρα. Δεν τους έδινε ποτέ μεγάλη σημασία, τα νέα όμως ήταν πως έρχονταν δυσοίωνα μαντάτα. Και όντως είχαν έρθει. Πριν κλείσει βδομάδα, με την αυγή της νέας μέρας είδαν έφιππο αγγελιοφόρο να φτάνει από μακριά. Είχε αλλάξει δέκα άλογα μέχρι να τους συναντήσει. Έφερνε συγκλονιστικά νέα από τους κατασκόπους του.

 

Ο Διεκδικητής Συνωμότης είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα. Δεν άλλαζε τίποτα από τα δικά του σχέδια… ή μήπως όχι; Δεν θα το μάθαινε παρά πολύ αργότερα. Στο τέρμα όμως αυτής της διαδρομής συντελούνταν τρομερές μάχες. Ο Άρχων Nihilio είχε πέσει! Οι ορδές του Πρώτου Δελφίνου της εξουσίας είχαν πάρει τον θρόνο με μια αποφασιστική και αιφνίδια επίθεση. Ο Dain ήταν τώρα ο Άρχων Dain.

 

Ο Διεκδικητής Συνωμότης δεν είχε δώσει μεγάλη προσοχή στον Πρώτο Δελφίνο. Καταράστηκε που είχε αργήσει τόσο στην εκστρατεία του και δεν είχε πιάσει ο ίδιος στον ύπνο τον πλέον ληθαργικό Nihilio. Αν ο Dain κατάφερνε να κρατήσει την εξουσία μέχρι την άφιξη του Συνωμότη… η μάχη θα ήταν… ασύγκριτη.

 

Συνεχίζεται πάντα στο Overall Top 20 Posters

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

-Όχι δεν είμαι εγώ ο Εκλεκτός!

 

-Πάψε πια να κάνεις σαν μικρό παιδί. Η προφητεία ήταν σαφής. Πάρε αυτό το σάκο. Μέσα θα βρεις ότι θα χρειαστείς ώστε να φέρεις εις πέρας την αποστολή σου. Πρέπει να είσαι προσεκτικός στις κινήσεις σου. Κάνε αυτό για το οποίο και επιλέχθηκες.

 

-Και άμα κάνω κάτι λάθος; Άμα κάτι πάει στραβά;

 

-Όλα θα γίνουν σωστά και χωρίς λάθη. Η μαρμότα ποτέ δεν έχει κάνει λάθος.

 

. . . . .

 

Και όντως ήταν σαφής. Ο χιλιοστός που θα κατάφερνε να γίνει αποδεκτός στο club των Σουφουφιτών θα ήταν και ο Εκλεκτός.

 

Η προφητεία γεννήθηκε τη πρώτη μέρα που γεννήθηκε και το club των Σουφουφιτών. Και λέω γεννήθηκε γιατί δε θα μπορούσα να βρω άλλη λέξη για να περιγράψω τη προέλευση της. Η μορμότα, άρχων στο αρχαίο club των Πελασγών, ήταν και αυτή που έδινε την προφητεία. Οι Πελασγοί είναι το αρχαιότερο club του κόσμου. Μέλη του οι Εκτελεστές, οι Εκλεκτοί και μία μαρμότα. Η δημιουργία του χάνεται μέσα στο χρόνο. Δεν γνωρίζει κανείς την ύπαρξη του παρά μόνο αυτοί που είναι μέλη. Σκοπός του ο έλεγχος και η διαγραφή όταν απαιτηθεί, των club σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, όταν αυτά συμπληρώσουν τον απαιτούμενο αριθμό μελών για τον οποίο είναι σχεδιασμένα. Για το Club των Σουφουφιτών ήταν γραφτό το χιλιοστό μέλος να είναι και αυτό που θα το καταστρέψει. Όπλα των Πελασγών, η σοφία, η δύναμη, το χρήμα και η μαγεία. Οι Πελασγοί δεν είχαν αρχηγό. Όλα τα μέλη ήταν ισάξια. Μόνο η μαρμότα ξεχώριζε. Ήταν η αρχή και το τέλος τους. Ήταν αυτή που μοίραζε τις εντολές στους Εκτελεστές. Αυτοί με τη σειρά τους εξαπλώνονταν ανά τον κόσμο, έβρισκαν τους Εκλεκτούς και τους ανάθεταν την αποστολή τους. Οι Εκλεκτοί έπειτα έθεταν ένα τέλος στην ύπαρξη του club του οποίου ήταν και μέλη σκοτώνοντας τον ιδρυτή τους. Έπειτα οι Εκλεκτοί γινόντουσαν Εκτελεστές στο club των Πελασγών και αυτό συνεχιζόταν επί αιώνες και αιώνες.

 

Δεν υπήρχε αμφιβολία. Αυτός ήμουν εγώ. Ήμουν ένας Εκλεκτός στο club των Πελασγών. Ένα μέλος του αρχαιότερου club του κόσμου. Η αλήθεια είναι πως ο Εκτελεστής που με προσέγγισε δε δυσκολεύτηκε και πολύ για να με πείσει. Η πρώτη επαφή μας έγινε μέσω ενός e-mail που έλαβα από άγνωστο αποστολέα. Στο e-mail αυτό είχε ένα δελτίο Joker συμπληρωμένο, έναν αριθμό ξένου κινητού τηλεφώνου και ένα σημείωμα στα αγγλικά που έγραφε να παίξω το δελτίο και αφού κέρδιζα να ερχόμουν σε επαφή μαζί του. Το πήρα σαν αστείο αλλά σκέφτηκα πως όποιος κι αν το σκέφτηκε είχε πλάκα. Έπαιξα το δελτίο και ήμουν ο μοναδικός υπερτυχερός κερδίζοντας 1.500.000 εκατ ευρώ. Κάλεσα αμέσως τον αριθμό το ίδιο βράδυ της κλήρωσης. Δεν ήμουν καθόλου ευτυχισμένος για τα χρήματα που είχα κερδίσει αφού σκεφτόμουνα πως αυτός που μου τα έδωσε θα ζήταγε πολλά περισσότερα πίσω. Στην άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε ένας τύπος με Καναδικής προφοράς Αγγλικά να μου ζητάει μια συνάντηση την επομένη. Δέχτηκα χωρίς πολλά πολλά αφού πρώτα με απείλησε πως αν δεν ήμουν στην ώρα μου εκεί, θα δολοφονούσε κάποιο μέλος της οικογένειας μου.

 

Μία μόνο συνάντηση σε ένα καφέ στο Πόρτο Ράφτη, ήταν αρκετή για να μου τα εξηγήσει όλα. Μαζί του είχε και το σάκο. Μου είπε πως δεν έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας και ότι έπρεπε να δράσω αμέσως. Στο τέλος της συνάντησης και αφού είπε αυτά που είχε να μου πει αφήνοντας μου το περιθώριο για ελάχιστες ερωτήσεις έκανε να φύγει.

 

-Όχι δεν είμαι εγώ ο Εκλεκτός!

 

-Πάψε πια να κάνεις σαν μικρό παιδί. Η προφητεία ήταν σαφής. Πάρε αυτό το σάκο. Μέσα θα βρεις ότι θα χρειαστείς ώστε να φέρεις εις πέρας την αποστολή σου. Πρέπει να είσαι προσεκτικός στις κινήσεις σου. Κάνε αυτό για το οποίο και επιλέχθηκες.

 

-Και άμα κάνω κάτι λάθος; Άμα κάτι πάει στραβά;

 

-Όλα θα γίνουν σωστά και χωρίς λάθη. Η μαρμότα ποτέ δεν έχει κάνει ποτέ λάθος.

 

-Και άμα αρνηθώ να το κάνω τι θα γίνει δηλαδή;

 

-Θα το κάνω εγώ, αφού πρώτα σκοτώσω την οικογένεια σου, μπροστά σου, και σε αφήσω να ζήσεις το υπόλοιπο της ζωής σου μέσα στις εικόνες από τα νεκρά κορμιά των δικών σου ανθρώπων.

 

 

 

Θυμάμαι τη πρώτη μέρα μου στο club των Σουφουφιτών όταν και το ανακάλυψα. Ο Dain ήταν ο πρώτος ο οποίος και με καλωσόρισε. Θυμάμαι που μου είπε με χαρά ότι ήμουν ο χιλιοστός που γινόταν αποδεκτός στο club. Αισθάνθηκα σημαντικός, σαν ένα παιδί που γίνεται το επίκεντρο, το προσέχουν και αγαπάνε όλοι. Κι έτσι ήταν, στην αρχή τουλάχιστον. Ο Naroualis, η Darkchilde, ο tetartos και ο Spock ήταν οι επόμενοι που μου έδωσαν σημασία. Με καλωσόρισαν . Ο RObiN-HoOD δε μου έδωσε καμία σημασία. Ήμουν για αυτόν απλά ένας αριθμός. Ο αριθμός 1000. Άλλωστε για αυτόν ποτέ δεν έπαιζαν σημαντικό ρόλο οι αριθμοί. Ήρθε, με είδε και έφυγε χωρίς να μου πει έστω την παραμικρή λέξη. Ούτε ένα απλό γεια σου. Δεν γνώριζε όμως τη προφητεία. Αν τη γνώριζε άλλωστε ποτέ δε θα επέτρεπε τα μέλη του club να υπερβούν τα 999. Και δεν έπρεπε κανείς να τη μάθει. Μόνο οι Πελασγοί τη γνώριζαν.

 

Πήρα το δρόμο για το bar Σου Φου Φου. Αν και φθινόπωρο, η βραδιά ήταν πολύ γλυκιά. Το βάρος του σάκου δε με ενοχλούσε. Αυτό που με ενοχλούσε όμως ήταν που δεν γνώριζα τι έκρυβε μέσα ο σάκος. Ούτε και ο Εκτελεστής που μου έδωσε το σάκο γνώριζε. Ο σάκος είχε μόνο ένα Βar code στη λαβή του. Βγαίνει από το χώρο που κατοικεί η μαρμότα και παραδίδεται μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος κυλιόμενων διαδρόμων σαν και αυτών που υπάρχουν στα μεγάλα αεροδρόμια, στους εκτελεστές. Αυτοί με τη σειρά τους την παραδίδουν στους Εκλεκτούς. Οι Εκλεκτοί ανοίγουν το σάκο μόνο όταν πρόκειται να ενεργήσουν.

 

Είχα ντυθεί ελαφρά όπως πάντα. Αυτή τη βραδιά όμως υπήρχε και ένας ακόμα λόγος. Έπρεπε οι κινήσεις μου να μην εμποδίζονται από περιττό βάρος. Ίσως ο σάκος να έκρυβε κάποιο όπλο με το οποίο θα έπρεπε να θέσω ένα τέλος στη ζωή του RObiN-HoOD που θα σήμαινε και τη διάλυση του club των Σουφουφιτών.

 

Αμέσως μετά το καφέ στο Πόρτο-Ράφτη κάλεσα με το κινητό μου τον Dain.

 

-Καλησπέρα Dain

 

-Aeroplane όλα καλά; Ακούγεσαι κάπως...

 

-Κοίταξε Dain, πρέπει να συναντήσω στο bar απόψε τον RObiN-HoOD και πρέπει να φροντίσεις να είμαστε οι δυο μας.

 

-Φίλε αυτό που μου ζητάς είναι δύσκολο. Δε μπορώ να απαγορέψω σε κανέναν την είσοδο και επιπλέον τι είναι το τόσο σοβαρό ώστε να πρέπει εσύ να δεις τον RObiN-HoOD;

 

Έπρεπε να σκεφτώ κάτι γρήγορα, ένα μεγάλο δυνατό ψέμα που θα έκανε τον Dain να σταματήσει τις ερωτήσεις, και να μου κανονίσει συνάντηση με τον RObiN-HoOD χωρίς τη παρουσία άλλων, διότι δε θα ήθελα κανείς άλλος να έχει την κατάληξη του RObiN-HoOD εκείνο το βράδυ.

 

-Η Sonya..

 

-Τι έπαθε η Sonya;

 

-Πρόκειται να πάθει Dain και ο RObiN-HoOD είναι ο μόνος που μπορεί να το αποτρέψει.

 

-Κλείσε σε παίρνω σε λίγο.

 

Όλα έγινα γρήγορα. Ο Dain μου κανόνισε το ραντεβού με το RObiN-HoOD στο Bar το ίδιο βράδυ στις 00:30. Ο ίδιος θα φρόντιζε να αδειάσει το μαγαζί νωρίτερα σκαρφιζόμενος κάτι.

 

Ανεβαίνοντας τις σκάλες του bar όλα μου φαινόντουσαν σαν όνειρο. Η μαρμότα, η προφητεία, ο σάκος, ο Εκτελεστής, οι Πελασγοί... Γαμώτο που έμπλεξα;

 

Μπαίνοντας στο Bar ο RObiN-HoOD ήταν ήδη καθισμένος σε μια γωνία του bar και με περίμενε. Έδειχνε όπως πάντα πολύ ψύχραιμος. Ο Dain λίγο πιο πέρα ακουμπισμένος στη μπάρα, με κοίταζε ανήσυχος, σαν να ήξερε τι πρόκειται να συμβεί. Σαν να ήξερε ότι κάτι πολύ κακό πρόκειται να συμβεί.

 

Πήγα και κάθισα στο τραπέζι του RObiN-HoOD αφήνοντας δίπλα μου το σάκο. Ο Dain μου έφερε ένα ούζο-πορτοκάλι για μένα ενώ γέμισε και με βοτκα το ποτήρι του RObiN-HoOD.

 

-Μπορείς να μας αφήσεις λίγο μόνους σε παρακαλώ Dain;

 

Ο Dain κάπως ενοχλημένος αυτή τη φορά, δεν αντέδρασε, αλλά έβγαλε την άσπρη ποδιά του, και αφού τη δίπλωσε εκνευριστικά αργά, αφήνοντάς την στη μπάρα έκανε να φύγει προς την έξοδο.

 

-Σε ακούω aeroplane. Τι τρέχει με την Sonya;

 

Έμεινα σιωπηλός. Το αριστερό μου χέρι που μέχρι εκείνη τη στιγμή το είχα πάνω στο τραπέζι, έκανε μια κίνηση προς το σάκο. Βρήκε το φερμουάρ και με αργές κινήσεις άρχισε να τον ανοίγει.

 

-Σου μιλάω aeroplane. Τι συμβαίνει με τη Sonya; Γιατί δε μιλάς;

 

Άνοιξα το σάκο και έβαλα το χέρι μου μέσα. Αυτό που ένιωθα ήταν χνουδωτό και φαινόταν να έχει ζωή! Τραβάω το βλέμμα μου από τον RObiN-HoOD και κοιτάζω να δω τι είχε ο σάκος. Και τι να δω. Μία μαρμότα. Μια μαρμότα όχι πολύ διαφορετική από αυτές που γνωρίζουμε. Τη βγάζω έξω από το σάκο και την ακουμπάω επάνω στο τραπέζι. Ο RObiN-HoOD με κοίταζε με τα μάτια γεμάτα απορία. Την ίδια απορία σίγουρα θα διέκρινε και στο βλέμμα μου. Μα τι στο καλό;

 

-Καλησπέρα aeroplane

 

Μόλις ακούσαμε τη μαρμότα να μιλάει ευθύς ο RObiN-HoOD κι εγώ πεταχτήκαμε όρθιοι τρομαγμένοι χύνοντας λίγο από τα ποτά μας στο τραπέζι.

 

-Ηρεμήστε φίλοι μου. Δεν έχετε ξαναδεί μαρμότα να μιλάει;

 

-Όχι . Είπε ο RObiN-HoOD κοφτά και δυνατά

 

-Τι είσαι... ποιος είσαι;

 

-aeroplane καταρχήν κάτσε σε παρακαλώ. Κι εσύ RObiN-HoOD. Ονομάζομαι Nyarlathotep ναι και είμαι μαρμότα. Γεννήθηκα πολύ προτού γεννηθούν τα έθνη σε αυτό εδώ τον πλανήτη. Αλλά όπως όλα έχουν αρχή έτσι και όλα έχουν ένα τέλος. Και το τέλος μου έφτασε aeroplane με το που έγινες κι εσύ μέλος στο club των Πελασγών. Όπως καλά γνωρίζεις όλα τα club έχουν ένα τέλος. Ένα τέλος όταν συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός μελών. Και με σένα συμπληρώθηκε aeroplane ο αριθμός και για το club των Πελασγών. Είσαι το μέλος με αριθμό 100.000.000, είσαι το μέλος που θα δώσει σύμφωνα με την προφητεία ένα τέλος στο club σκοτώνοντας τον ιδρυτή του.

 

Ο RObiN-HoOD στο μεταξύ παρακολουθούσε το όλο σκηνικό σαστισμένος. Εγώ ήπια μια μεγάλη γουλιά από αυτό που είχε μείνει από το ποτήρι μου, προσπαθώντας να καταλάβω τι γίνεται.

 

-Και πως θα το κάνω αυτό; Ποιος είναι ο ιδρυτής του club των Πελασγών, Nyarlathotep;

 

-Εγώ aeroplane. Εμένα πρέπει να σκοτώσεις.

 

-Και γιατί δεν αυτοκτονείς; Είναι ανάγκη να το κάνω εγώ;

 

-Φιλε μου, όταν ο ιδρυτής παθαίνει από φυσικά αίτια ή γίνεται αυτόχειρας, τότε η προφητεία δεν ολοκληρώνεται. Κάποιος άλλος τότε πάιρνει τη θέση του ιδρυτή του club και το club αυτομάτως παίρνει παράταση ζωής. Για τους Πελασγούς όμως έφτασε το τέλος.

 

-Και με ποιο τρόπο πρέπει να σε σκοτώσω Nyarlathotep;

 

-Μέσα στο σάκο, κάτω από τον πάτο θα βρεις ένα χρυσό μαχαίρι. Με αυτό aeroplane.

 

Έψαξα εκεί που μου υπέδειξε η μαρμότα και όντως υπήρχε ένα χρυσό μαχαίρι. Το κράτησα καλά στα ιδρωμένα χέρια μου. Κοίταξα τον RObiN-HoOD. Ο ίδιος έδειχνε χαμένος. Κοίταξα τη μαρμότα. Είχε κουλουριαστεί και περίμενε το τέλος της. Δε το πολυσκέφτηκα. Ανέβασα το μαχαίρι και με τα δυο μου χέρια επάνω από το κορμί της μαρμότας και με δύναμη το κατέβασα στο σημείο που το κρανίο συναντά το υπόλοιπο κορμί της κόβοντας σχεδον το κεφάλι, αφήνοντας το να κρέμεται από μια λεπτή πέτσα. Η μαρμότα δεν έβγαλε κανένα θόρυβο. Απλά ξεψύχησε.

 

 

 

Το ίδιο βράδυ και αφού ήπιαμε αρκετά ποτά εξήξησα στον RObiN-HoOD και τον Dain όλη την ιστορία. Δεν μου έκαναν καμία ερώτηση αφήνοντας με να τους τα πω όλα εγώ. Ήμουν πολύ χαρούμενος. Είχα και αυτά το 1.500.000 ευρώ να ξοδέψω άλλωστε.

Link to comment
Share on other sites

Χεχεχεχ. Καλή ιστορία και τονίζει όπως πρέπει το γεγονός πως είσαι το 1000στό μέλος του φόρουμ. Θα ήθελα να δω και δικές σου ιστορίες, δηλαδή όχι παρωδίες όπως είναι αυτές στο Μπαράκι. Νομίζω πως θα τις ευχαριστηθώ πολύ, και όχι μόνο εγώ.

 

Δύο μόνο "ενστάσεις" για την παρούσα ιστορία.

 

1. Δεν νομίζω ο Ρόμπιν να πίνει βότκα.

 

2. Μπορώ να απαγορέψω την είσοδο στο "Μπαράκι"! Έχουμε πανίσχυρα sigils που μας προειδοποιούν για κακά "kami" που θέλουν να μπουν ανάμεσά μας κατά καιρούς! ;)

Link to comment
Share on other sites

  • 7 months later...

Είχα καιρό να επιστρέψω στο μπαρ. Τελευταία δεν έβλεπα κανέναν εκεί που γνώριζα. Όλοι μου οι γνωστοί, όλοι παλιοί, τρέχανε εδώ με τους ατζέντηδες και εκεί με τους εκδότες τους. Κάποιοι είχαν σοβαρευτεί και είχαν αφοσιωθεί στις σπουδές τους.

 

Μπήκα μέσα και ένιωσα μια κάποια συγκίνηση στο τρίξιμο του ξύλινου πατώματος. Σα να με γνώρισε το μπαρ και με καλωσόρισε. Στο μπαρ όμως, απουσίαζε η κλασσική μορφή του Dain. Μυστηριωδώς εξαφανισμένος. Σαν ο χώρος να είχε χάσει την ψυχή του. Στα τραπέζια πολλές, νέες, άγνωστες, άγουρες φάτσες. Παρήγορη εικόνα στη μπάρα ο Spock. Αντικαθιστούσε το πόστο του Dain μέχρι την επανεμφάνιση του φίλου μας. Με είδε και μου έγνεψε.

 

Διάλεξα ένα σκαμπό και παρήγγειλα ένα δοντίχ. Έτσι, προς τιμή της επίσκεψης μου.

«Πως πάει;» ρώτησα.

«Άστα να πάνε» είπε ο Spock κουνώντας το κεφάλι του λυπημένα. «Έχουμε πολλούς νέους τρεκάδες. Δεν μπορώ να τους ακούω…»

Ρούφηξα την πρώτη καυτή γουλιά του δοντίχ. Μου ζέστανε τα σωθικά και μου σβούρισε το μυαλό. Δίπλα στα φιστίκια είχε ένα τιρμπουσόν. Το πείρα και έσφιξα την λαβή του στη χούφτα μου αφήνοντας την μεταλλική του γυριστή αιχμή να προεξέχει ανάμεσα από τα δάχτυλα μου.

«Ξέρεις αν είναι ο roriconfan εδώ;» είπα μα αδημονία.

Ο Spock ανασήκωσε τους ώμους του.

«Μήπως τον ξέρω και φατσικά; Αν είχε έρθει όμως, πιστεύω πως όλοι θα το ξέραμε.»

Είχε δίκιο. Στο μπαρ έβλεπα μόνο συμπαθητικές φάτσες, χαμηλών τόνων οι περισσότεροι. Μήπως είχα απογοητευθεί; Άφησα το τιρμπουσόν πίσω στη θέση του.

 

Κατέβασα το δεύτερο μου δοντίχ και το μυαλό μου πέταξε σε γνώριμες ονειροπολήσεις.

 

post-1004-1242994752_thumb.jpg

 

Αλάλαξε ο στρατός το όνομα του Διεκδικητή Συνωμότη και συνέχισε με έναν ηρωικό παιάνα. Είχαν διασχίσει τις χέρσες εκτάσεις του πρώην δελφίνου RaspK. Τώρα πλέον τους ανήκε κάθε σπιθαμή του αχανή εκείνου τόπου. Μετά από μήνες μιας άχαρης πορείας, στρατηγοί και αξιωματικοί διψούσαν για λίγο αίμα. Τώρα εισέρχονταν στις κτήσεις του πρώτου δελφίνου Nihilio, ο οποίος προς το παρών ήταν απασχολημένος να επανακτήσει τον θρόνο του ως Άρχων. Ο τωρινός ένοικος του θρόνου, ο Dain, θεωρούνταν εξαφανισμένος και ακάλυπτος στις αγωνιώδες προσπάθειες του πρώτου δελφίνου. Ο Διεκδικητής Συνωμότης ήταν για άλλη μια φορά ευνοημένος. Δεν είχε απέναντι του δύο αντιπάλους αλλά έναν. Όταν θα έφτανε στα επόμενα σύνορα θα είχε να κάνει με όποιον είχε βγει πρώτος της διαμάχης που τώρα δεν τον αφορούσε. Σύντομα, με χρόνια και καιρούς, ο Διεκδικητής Συνωμότης θα γινόταν ο Πρώτος Δελφίνος. Και μετά… και μετά ο θρόνος!

 

Συνεχίζεται πάντα στο Overall Top 20 Posters!

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

"Μα τι νέκρα έπεσε;" σκέφτηκα. Μετά την μάχη για την αθανασία, ο θάνατος ειρωνικά σαν να κάλυψε τα πάντα στο βασίλειο της Σουφουφουχώρας. Μάλιστα, άκουσα για την έλευση ενός τρομακτικού σκοταδιού και για πρώτη φορά από τότε που κατατάγηκα στην πολιτοφυλακή της, αρνήθηκα να πάρω μέρος.

Πολύ θάνατος και μαυρίλα είχε απλωθεί ξαφνικά, σαν κάποιος νεκρομάντης επιτέλους να κέρδισε και να έκανε το δικό του. Ακόμα και όλες οι αναζητήσεις των ηρώων παγώσανε, σαν όλοι οι πολεμιστές να είχανε απορροφηθεί στην επερχόμενη μάχη με το σκότος και όλοι οι μάγοι στην δοκιμασία για να πάρουνε λέβελ στην σχολή μαγείας τους.

Μην έχοντας τι να κάνω, άρχισα να αναλώνομαι σε απλές ρουτίνες και εύκολες αποστολές για να βγάλω μόλις τα απαραίτητα προς το ζην. Η ανταπόκριση ήταν κι εδώ κάπως πεσμένη. Είχα στα σκαριά να μαζευτεί μια ομάδα για μια αποστολή μιας "τέταρτης εξολόθρευσης" ενός μηχανικού γκόλεμ που έκανε συνέχεια ταξίδια στον χρόνο αλλά κατά τα φαινόμενα, υπάρχει καθυστέριση λόγω των γραφειοκρατικών μεταξύ των ευγενών για την ανάδειξη κάποιου πρέσβησε λίγες μέρες για τα υπόλοιπα βασίλεια.

Πάντως δεν είχα αφεθεί στην δουλειά ενός χαμάλη. Ολοκλήρωσα μια τρομακτική δοκιμασία στην χώρα της Σκακιέρας πέρα μακριά και έλαβα αρκετά ευνοϊκά ψυθιρίσματα από γνωστά μέλη της πολιτοφυλακής. Αναπτερωμένος, ξεκίνησα κι άλλη μια εξίσου μεγάλη απόστολη, που αυτήν την φορά περιλάμβανε την δίκη ενός ολάκερου Θεού!

Λίγο πριν ξεκινήσω, αποφάσισα για πρώτη φορά να μπω κι εγώ στο περίφημο αυτό μπαράκι που μαζεύονταν όλοι οι υψιλόβαθμοι και οι Αρχαίοι του βασιλείου. Αναμενώμενα, δεν υπήρχε και εκεί πολύς κόσμος.

Ξαφνικά, άκουσα το όνομα μου. Πίσω μου, κάποιος ρωτούσε αν ήμουν εδώ μέσα. Από την αμερικάνικη προφορά του κατάλαβα ότι ήταν ο Ντινοχατζηγιώργης, πολεμιστής που πήρε μέρος σε άπειρες μάχες και έλαβε αμέτρητα μετάλλια και επιβραβεύσεις για τα επικά του κατορθώματα. Μπροστά του, εγώ ήμαουν ακόμα πράσινος.

Δε μου έκανε κέφι να του μιλήσω. Ήπια μονορούφι το ποτό μου και βγήκα από το μπαρ, ξεκινώντας να τα βάλω με έναν Θεό...

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Κακός μήνας για το μπαρ. Το απέφευγα κάθε Αύγουστο. Δεν έφτανε που εξαφανίζονταν οι περισσότεροι, φευγάτοι οι μισοί να βοσκήσουν σε κάποιο βουνό, σκαστοί οι άλλοι να πλατσουρίσουν σε κάποια παραλία, κι αν έπεφτα πάνω σε κάποιον θα μου ήταν καινούργιος και άγνωστος, το κυριότερο ήταν η μυστηριώδης εξαφάνιση πολλών από τους δικούς μου. Έτσι τους ονόμαζα. Οι δικοί μου. Η ομάδα με τα χαμόγελα που με καλωσόρισε όταν πέρασα το κατώφλι του μπαρ για πρώτη φορά. Όλοι τους είναι ο δικός μου, ο προσωπικός μου θρύλος. Πρόσωπα, ιστορίες, παρουσίες, που με ζέσταιναν μόνο επειδή υπήρχαν. Επειδή ήταν εκεί. Εδώ.

 

Στέκομαι στη σκιά απέναντι και κοιτάζω την είσοδο του μπαρ στο πεζοδρόμιο που το καίει ο ήλιος. Ο δρόμος είναι άδειος. Λίγα σκονισμένα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Τα παράθυρα του μπαρ γυαλίζουν μαύρα. Ούτε που κατάλαβα πως με έφεραν τα βήματα μου ως εδώ. Κυκλοφορεί λένε ένας ψίθυρος. Σέρνεται σε τοίχους με πυκνές κληματαριές και μιλάει για την επιστροφή του. Του Dain. Μια σταλιά φήμη που την αρπάζω με νύχια γεμίζοντας το κούφιο κεφάλι μου με ελπίδα. Λες; Μήπως; Σήμερα; Τώρα;

 

Σέρνω τα παπούτσια μου μέχρι την είσοδο και νιώθω το κτίριο να με ρουφάει στο δροσερό εσωτερικό του. Βλέπω την μεταλλική, γυριστή σκάλα. Την ανεβαίνω αργά προς τον πρώτο όροφο. Δεν υπάρχει αφίσα έξω από την πόρτα στην κορυφή της σκάλας. Την πρώτη μου μέρα εδώ είχαν ανεβασμένο το πόστερ του Star Trek 2009. Πάνω από ένα χρόνο πριν. Νιώθω αμέσως μια μελαγχολία. Τι όμορφη ήταν η εποχή της προσμονής. Νομίζεις πως έλαμπε σαν ήλιος και σε όλα τα υπόλοιπα. Η πραγματικότητα ήρθε και παρήλθε, έφυγε με απογοήτευση, και να, σκοτείνιασε θαρρείς γι αυτό όλος μου ο κόσμος.

 

«Που είσαι Dain;» σκέφτομαι έντονα μέχρι να πονέσουν οι κρόταφοι μου. Παίρνω μια εισπνοή και μπαίνω μέσα. Κενό. Όχι κενό. Το λευκό διασπάται σε χρώματα, σκουραίνουν, παίρνουν σχήματα. Τραπέζια, καρέκλες, δεν υπάρχουν σουφουφίτες. Είναι όμως καθαρά. Το ξύλο είναι βερνικωμένο και ζωηρό. Τρίζει το πάτωμα στο βήμα μου. Κάποιος είναι πίσω από το μπαρ. Μου είναι άγνωστος. Σκουπίζει τη λεία επιφάνεια του πάγκου. Με βλέπει και μου χαμογελάει. Ξαφνιάζομαι. Φιλικό, ζεστό χαμόγελο. Μήπως τελικά εγώ είμαι ο δύσκολος; Συγκρατούμαι. Γνέφω και πλησιάζω.

«Καινούργιος;» ρωτάω.

«Μπα, δεν θα το’λεγα» απαντάει.

«Παλιός;»

«Πες το κι έτσι.»

«Πόσο παλιός;»

«Παλιός. Τι θα πάρεις;»

«Τι έχει;» ρωτάω σαν ηλίθιος σα να μην ξέρω. «Κάτι δροσερό σήμερα» διορθώνω αμέσως.

Κλείνει το ένα μάτι και με σταμπάρει με το άλλο σα να ψαχουλεύει στο μυαλό μου. Σηκώνει τον δείχτη του θριαμβευτικά.

«Ξέρω αμέσως τι θα κατέβαινε κάτω φίνα» λέει και κατεβάζει από τα ράφια δύο-τρία μπουκάλια που λαμπυρίζουν με το πολύχρωμο περιεχόμενο τους.

 

Βγάζει το σέικερ και με μια μικρή σπάτουλα τον ακούω να φτυαρίζει τριμμένο πάγο πίσω από το μπαρ. Εγώ βάζω τα χέρια μου στις τσέπες του σακακιού μου και βγάζω δύο χελωνάκια. Τα αφήνω πάνω στον πάγκο.

«Κάτι και για τους φίλους μου.»

«Πως από δω;»

«Ήταν να πάνε νησί αλλά τελικά ξέμειναν Αθήνα.»

«Κι εσύ;»

«Εγώ… Εγώ ψάχνω έναν φίλο.»

«Α…»

Καθώς ο μπάρμαν κουνάει το σέικερ το βλέμμα μου πάει σε ένα κάδρο στον τοίχο. Ένας Κόρμπεν με πάνοπλα στρατά που διασχίζουν μια ατελείωτη γη.

 

Ο Διεκδικητής Συνωμότης βρισκόταν κοντά. Διέσχιζε πλέον τα εδάφη του Πρώτου Δελφίνου. Ο ίδιος δεν ήταν πλέον Συνωμότης. Ήταν Δεύτερος Δελφίνος. Το είχε ανακοινώσει από προχθές στους στρατηγούς του. Και στους ιστορικούς και βιογράφους του. Θα έκοβε το κεφάλι όποιου τολμούσε να τον αποκαλέσει Διεκδικητή Συνωμότη. Καβάλα στο άλογο του, ίππευε πρώτος του τεράστιου σχηματισμού που ξεκινούσε την παρέλαση όλων του των δυνάμεων. Πίσω του ακολουθούσε ένας ατελείωτος χείμαρρος από πανοπλίες, κράνη και υψωμένες αιχμές που άστραφτε ασημένιος και χρυσαφής μέχρι εκεί όπου η ουρά του χανόταν στο γιγάντιο μανιτάρι σκόνης που σήκωνε το τράνταγμα της ερήμου. Το πλησίασμα του θα έπρεπε να είναι ορατό μέχρι το τελευταίο λίκνο του Dain.

 

Δεξιά και αριστερά του κυμάτιζαν τα λάβαρα του. Λίγοι φρουροί και ιχνηλάτες κάλπαζαν μέχρι τον ορίζοντα μπροστά. Είχαν συναντήσει ελάχιστη αντίσταση από τις οπισθοφυλακές που είχε αφήσει ο Nihilio. Οι ταχυδρόμοι έφερναν συνέχεια νέα από τα έσχατα. Ο Άρχων Dain ήταν εξαφανισμένος και δεν πρόσφερε καμία αντίσταση. Και ο Nihilio είχε σταματήσει τη στρατιά του στα όρια της τελικής εσχατιάς. Σαν να μην ήταν σίγουρος. Σα να φοβόταν κάτι. Τι; Μήπως η εξαφάνιση του Dain δεν ήταν εξαφάνιση αλλά κάτι άλλο; Οι μάντεις του Δεύτερου Δελφίνου μιλούσαν για αλλαγές. Προειδοποιούσαν για αναπάντεχη, πλάνα τύχη.

 

Ο Συνωμότης είχε νιώσει κάτι από την πρώτη στιγμή. Από τα χώματα του RaspK. Υπήρχε μια νωθρότητα στον άνεμο, μια νωθρότητα σε όλα. Η κορυφή ήταν το τέλος, και το τέλος ήταν… μα ήταν το τέλος, το μαύρο, το σκοτάδι, ο θάνατος. Και σαν μαύρη φλόγα τραβούσε τις άπληστες τους καρδιές να τη φτάσουν, να βαφτιστούν στη φωτιά της. Άρχων Nihilio. Ή Άρχων Dinos. Δεν ήξερε με ποιον από τους δύο θα έπρεπε να χτυπηθεί, ο Διεκδικητής Συνωμότης θα ήταν έτοιμος. Τα νέα από τα όπισθεν ήταν πιο ζωηρά. Οι Spock και Heiron έδιναν λυσσαλέες μάχες για το προβάδισμα. Τα χώματα εκείνα δεν είχαν χωνέψει ποτέ τόσους νεκρούς. Το σκοτεινό τέκνο Darkchilde είχε αποτραβηχτεί από την κούρσα ενώ η Λαίδη Nienor ακολουθούσε νωχελικά την οπισθοφυλακή του Heiron. Δεν είχε στρατό η Nienor, μόνο ένα τσίρκο με μάγισσες, σύβιλλες και πλανεύτρες. Ταξίδευαν με σκεπαστά κάρα και έστηναν πολύχρωμες τέντες στην ύπαιθρο.

 

«Που ταξιδεύεις;»

Ο μπάρμαν με βγάζει από την ονειροπόληση μου.

«Συγνώμη, αφαιρέθηκα.»

Ο ξένος σπρώχνει ένα ψηλό, κρυστάλλινο ποτήρι προς το μέρος μου. Το ποτό μέσα είναι γαλάζιο και αστέρια λαμποκοπούν μέσα του. Ρουφώ μια γουλιά και μια υπέροχη, καυτερή γλύκα μου δροσίζει την αύρα. Αναστενάζω. Ο μπάρμαν δίνει μαϊντανό στα χελωνάκια.

«Ευχαριστώ πολύ» λέω, «Πες μου πως σε λένε.»

«Θα σου πω» απαντάει, «Αλλά όχι τώρα. Θα σου πω το όνομα μου στον ύπνο σου, όταν έρθω στο όνειρο που θα έχεις αυτή την καλοκαιρινή νύχτα» λέει και μου κλείνει το μάτι.

 

Και έχει δίκιο. Εκείνο το βράδυ, με το φεγγαρόφως να αστράφτει τα σεντόνια μου μαθαίνω το όνομα του. Και τον Dain δεν τον ψάχνω ξανά.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..