Jump to content
Η περίοδος σχολιασμού και ψηφοφορίας για τον 63ο γενικό διαγωνισμό σύντομης ιστορίας λήγει την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου. Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ εδώ. ×

Το αρχοντόπουλο στα κίτρινα


Faia de Wolf

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Άγνωστο (συγγραφική επιμέλεια Οξιά Τ.)

Είδος: Λαϊκό παραμύθι Ανατολικής Ρωμυλίας (περιοχή Καστάμπολης)

Βία; Δεν θα το έλεγα παιδικό...

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 1800 (πάνω-κάτω και περίπου το διπλάσιο στο σύνολο)

Αυτοτελής; Οχι. Πρώτο μέρος.

Σχόλια: Αν σας αρέσει θα σας πω και την συνέχεια

 

Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε μακριά, σ' ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριουδάκι ένας ψαράς με την γυναίκα του και τον μικρό του γιο. Ζούσαν φτωχικά, αλλά αγαπημένα, σε μια καλαμένια καλύβα. Ο ψαράς ξυπνούσε κάθε πρωί, πριν ακόμα ο ήλιος βγει, και πήγαινε για ψάρεμα. Τα ψάρια που έπιανε τα πουλούσε στην αγορά και πάντα, μα κουτσά μα στραβά, υπήρχε ένα πιάτο φαΐ στο τραπέζι τους. Κι έτσι ζούσαν.

 

Ο γιος του ψαρά -ας τον πούμε Γιαννάκη- παρακαλούσε κάθε μέρα τον πατέρα του να τον πάρει μαζί του στο ψάρεμα.

 

«Πάρε με κι εμένα μαζί σου, πατέρα!» παρακαλούσε κάθε μέρα και κάθε μέρα ο ψαράς του απαντούσε:

 

«Αύριο, γιέ μου... αύριο...»

 

Όμως ποτέ δεν κρατούσε την υπόσχεσή του. Ήταν μικρό το αγόρι και δεν θ' άντεχε όλη μέρα στην βάρκα, από τ' αξημέρωτα που έφευγε ο πατέρας του μέχρι αργά το βράδυ που γυρνούσε στο καλυβάκι του. Κι ο καιρός περνούσε και το παιδί δεν έλεγε να πάψει τα παρακάλια.

 

«Πάρε με μαζί σου στο ψάρεμα, πατέρα! Σε παρακαλώ!»

 

Κι ήρθε χειμώνας... και αγρίεψε η θάλασσα... και λυσσομανούσε ο αγέρας... Κι ο ψαράς δεν μπορούσε να βγει στην θάλασσα με την βαρκούλα του, γιατί τα κύματα θα την άρπαζαν και θα την τσάκιζαν στα βράχια. Και το αγόρι όλο και παρακαλούσε.

 

Δύσκολα πέρασε εκείνος ο χειμώνας κι ένα βράδυ που δεν φυσούσε αγέρας δυνατός είπε ο ψαράς:

 

«Γυναίκα, ετοίμασε μου λίγο ψωμί, γιατί θα πάω στο ψάρεμα.»

 

«Αχ, άντρα μου», του απάντησε αυτή «να σου ετοιμάσω ό,τι έχουμε, αλλά πάρε και το παιδί μαζί σου!» τον παρακάλεσε. «Αν έρθει μια φορά μαζί σου, θα σταματήσει να στο ζητάει και σήμερα που δεν έχει θάλασσα είναι καλή μέρα...»

 

Το σκέφτηκε λίγο ο ψαράς και της λέει:

 

«Σα νά' χεις δίκιο βρε γυναίκα. Σήμερα δεν έχει θάλασσα. Κι αν κουραστεί, δεν θα μου το ξαναζητήσει. Και πού ξέρεις... μπορεί να πιάσουμε και κανένα ψαράκι... Ξύπνα τον!»

 

Ξύπνησε η ψαρού τον γιό της και τον ετοίμασε να πάει στο ψάρεμα μαζί με τον πατέρα του. Χαρά το αγόρι! Γελούσαν και τ' αυτιά του! Το έντυσε καλά η μάνα για να μην κρυώσει, του έδωσε και λίγο ξερό ψωμάκι που είχε απομείνει τυλιγμένο σε μια πετσέτα και ξεπροβόδισε άντρα και γιο. Και τους σταύρωνε από την αμμουδιά όπως τους έβλεπε να απομακρύνονται από το περιγιάλι μέσα στην μαύρη νύχτα.

 

Τραβούσε κουπί ο ψαράς κι έλεγε ιστορίες στον γιό του. Σιγά-σιγά έφτασαν στον ψαρότοπο και το αγόρι τον βοήθησε να ρίξει τα δίχτυα. Μετά έβγαλε ο ψαράς τις πετονιές κι όσο περίμεναν τα δίχτυα να γεμίσουν ψάρευαν απίκο. Περνούσαν οι ώρες και ούτε ένα ψάρι δεν είχε τσιμπήσει μέχρι του άρχισε να χαράζει η καινούρια μέρα. Τράβηξε τα δίχτυα του ο ψαράς κι εκεί το ίδιο χάλι... Άδεια και ξερά. Έπιασε τα κουπιά απελπισμένος κι ετοιμάστηκε να φύγει.

 

«Ας μείνουμε λίγο ακόμα, πατέρα!» παρακάλεσε ο Γιαννάκης, που πρώτη φορά ψάρευε και το έκανε γούστο να δολώνει το αγκίστρι και να ρίχνει την πετονιά του.

 

«Δε βαριέσαι...» σκέφτηκε ο ψαράς «Αφού τίποτα δεν πιάσαμε όλο τα βράδυ, ας κάνω τουλάχιστο' το χατίρι του παιδιού...»

 

Κι άφησε πάλι τα κουπιά κι έκανε χάζι τον γιό του που ψάρευε. Κι εκεί που είχε πιάσει το θαλασσινό τραγούδι ο ψαράς «τσιμπάει!» άκουσε να φωνάζει το παιδί. «Τσιμπάει, πατέρα!»

 

Πιάνει την πετονιά ο ψαράς. Πράγματι! Το αγόρι κάτι είχε πιάσει! Τραβάει επάνω, τι να δει! Ένα ολόχρυσο ψάρι κρεμόταν από το αγκίστρι του Γιαννάκη. Χαρά ο ψαράς! «Κάναμε την τύχη μας!» σκέφτηκε. Πιάνει έναν κουβά, τον γεμίζει θαλασσινό νερό, ξαγκιστρώνει με προσοχή το χρυσό ψάρι και το ρίχνει μέσα. Και μετά τραβάει κουπί, γραμμή για το λιμάνι. Να τρέξει στο παλάτι, να δώσει το ψάρι στον βασιλιά με την ελπίδα πως θα τον ανταμείψει.

 

Φτάνουν στο λιμάνι πατέρας και γιος και λέει ο ψαράς στον Γιαννάκη:

 

«Μείνε συ εδώ να φυλάς το ψάρι, γιέ μου. Εγώ πάω στο παλάτι να συμφωνήσω με τον βασιλιά να μ' αγοράσει το ψάρι. Και με τα λεφτά που θα μας δώσει για μια τέτοια ψαριά δεν πρόκειται να πεινάσουμε ποτέ ξανά! Πρόσεχε! Μη σε γελάσει κανείς και σου πάρει το χρυσό ψάρι!»

 

«Θα προσέχω, πατέρα!» απάντησε το παιδί και δίνει ένα σάλτο ο ψαράς, βγαίνει από την βάρκα και μια και δυο τραβάει γραμμή για το παλάτι.

 

Έμεινε μόνος ο Γιαννάκης στην βάρκα να φυλάει το χρυσό ψάρι. Το κοιτούσε που κολυμπούσε μέσα στον κουβά και σκεφτόταν τί κρίμα που ήταν ένα τόσο όμορφο ψάρι, ολόχρυσο, να γίνει το γεύμα του βασιλιά? αυτό που ήταν για να κολυμπάει ελεύθερο και ζωηρό στην θάλασσα? Τέτοια σκεφτόταν και δίνει μια στον κουβά και τον ρίχνει στη θάλασσα. Βγαίνει το χρυσόψαρο στον αφρό και λέει στον Γιαννάκη:

 

«Για το καλό που μού κανες, εγώ θα σε κάνω βασιλιά!»

 

Και δίνει μια και χάνεται.

 

Μένει μόνος ο Γιαννάκης, σαστισμένος. Τώρα; Τι θα κάνει σαν γυρίσει ο πατέρας του να πάρει το ψάρι να το πάει στον βασιλιά; Θα γινόταν πλούσιοι μ' αυτό το ψάρι είχε πει. Δεν θα ξαναπεινούσαν ποτέ! Τώρα; Όσο περνούσε η ώρα τόσο έζωνα τα φίδια το παιδί. Από στιγμή σε στιγμή θα γυρνούσε ο πατέρας του και αν δεν είχε ψάρι να δείξει, θα τον τιμωρούσε ο βασιλιάς... Απ' το κακό στο χειρότερο πήγαιναν οι σκέψεις του και στο τέλος δίνει μια κι αυτός και πηδάει έξω από την βάρκα.

 

Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, φεύγει όσο μπορεί πιο μακριά. Μπαίνει στο δάσος. Βραδιάζεται εκεί. Πίσσα σκοτάδι, θαλασσινό το παιδί, άρχισε να φοβάται. Σήκωνε το κεφάλι, έβλεπε τα κλαδιά των δέντρων χέρια ίδια! Έτοιμα να τον αρπάξουν!

 

Περπάτούσε... περπατούσε... ώρες ολάκερες! Στο τέλος απόκαμε κάθισε κάτω κι έβαλε τα κλάμματα. Κι έκλαιγε... έκλαιγε... για το χρυσό το ψάρι που έριξε στην θάλασσα... για τον πατέρα του που θά 'βρισκε τον μπελά του... για την μάνα του που δεν θα την ξανάβλεπε... Κι εκεί που έκλαιγε, ακούει ένα άλλο κλάμα. Σηκώνεται και φωνάζει:

 

«Ε! Ποιός είναι εκεί;»

 

Τίποτα.

 

«Ποιός είναι;» ξαναρωτάει.

 

Βγαίνει πίσω από ένα δέντρο ένα παιδί. Ένα αγόρι στην ίδια ηλικία μ' αυτόν.

 

«Εγώ είμαι» του λέει.

 

«Ποιος είσαι εσύ;»

 

«Ο Κώστας, ο παραγιός του τσέλιγκα.»

 

«Και τι ζητάς εδώ τέτοια ώρα;»

 

«Να, μού 'πε τ' αφεντικό ν' αρμέξω τα γίδια να πήξουμε τυρί κι εγώ αφού έκανα τη δουλειά, δεν ξέρω τί μ' έπιασε κι έδωσα μια κι έριξα όλες καρδάρες και χαράμισα το γάλα. Μετά σκέφτηκα το ξύλο που θα μού 'δινε σαν γυρνούσε, φοβήθηκα κι έφυγα. Εσύ ποιός είσαι; Πώς βρέθηκες εδώ;»

 

«Εγώ είμαι ο Γιάννης, ο γιος του ψαρά.»

 

Και κάθεται και του λέει χαρτί και καλαμάρι που πήγε με τον πατέρα του για ψάρεμα και 'πιάσαν το χρυσό το ψάρι και πριν το πουλήσει στο παλάτι ο πατέρας του εκείνος το ξανάριξε στην θάλασσα κι έφυγε για να μην τον βρούνε.

 

«Φευγάτος εσύ, φευγάτος κι εγώ?» λέει ο Κώστας. «Θες να γίνουμε σταυραδέρφια και να πάμε αλλού σ? άλλον τόπο να βρούμε την τύχη μας;»

 

«Θέλω!» απαντάει ο Γιάννης.

 

Κι έτσι έκαμαν. Μετά έκατσαν κι έφαγαν το ψωμοτύρι που είχε μαζί του ο Κώστας. Το άλλο πρωί με την ανατολή ξεκίνησαν μια και δυο και στρατί-στρατί το μονοπάτι, φτάσαν στην δημοσιά. Κι από κει ο δρόμος τους οδήγησε σε μια μεγάλη πολιτεία.

 

Πήραν την κατηφόρα και το πρώτο που βρήκαν μπροστά τους ήταν ένα καφενείο. Πεινασμένοι και διψασμένοι όπως ήταν και οι δυο είπαν να χτυπήσουν την πόρτα και να παρακαλέσουν τον καφετζή να τους δώσει λίγο νερό. Πλησιάζουν, κάνουν έτσι να δουν από την τζαμόπορτα: κλειστό το καφενείο. Χτυπάνε, η πόρτα ανοίγει μόνη της. Μπαίνουν μέσα τα παιδιά περίεργα καθώς ήταν και βρίσκουν το καφενείο ρημαγμένο. Η σάλα αραχνιασμένη. Τα τραπέζια και οι καρέκλες σπασμένες. Σκόνη παντού και βρωμιά που χρόνιζε.

 

«Εεεε! Είναι κανείς εδώ;» βάζει φωνή ο Κώστας.

 

Τίποτα. Καμιά απάντηση. Ξαναφωνάζει. Αφουγκράζονται τ? αγόρια κι ακούν ένα βογκητό από το πίσω μέρος του καφενείου. Πάνε, τι να δουν: ένας γέρος άρρωστος, βρώμικος, είχε πέσει από το κρεβάτι του και σέρνονταν στο πάτωμα. Τρέχουν αμέσως ο Κώστας κι ο Γιάννης κοντά του. Το αρπάζουν, τον σηκώνουν και τον τακτοποιούν στο κρεβάτι. Φέρνουν νερό, τον πλένουν.

 

«Τι έχεις, παππούλη;» τον ρωτάνε. Βογκάει ο γέρος και ζητάει νερό. Σηκώνεται ο Γιάννης, του φέρνει ένα ποτήρι νερό. Το δίνουν στον γέρο και πάνε λίγο απόμερα να τα πούνε, να δουν τι θα κάνουν.

 

«Να φωνάξουμε τον γιατρό!» λέει ο Κώστας.

 

«Και πώς θα τον πληρώσουμε;» ρωτάει ο Γιάννης. «Δεν έχουμε ούτε τάληρο για το στόμα?»

 

Δίκιο είχε. Δεκάρα δεν είχαν.

 

«Στάσου να δεις τι θα κάνουμε!» λέει ο Κώστας. «Το καφενείο είναι σε καλό μέρος. Πάνω στη δημοσιά. Είναι νωρίς ακόμα. Προλαβαίνουμε να το καθαρίσουμε και όταν αρχίσει η κίνηση όλο και κάποιος θα μπει. Θα ψήσουμε έναν καφέ, θα ψήσουμε δεύτερο και με τα λεφτά θα πληρώσουμε τον γιατρό.»

 

«Καλά λες, αδερφέ!» συμφώνησε ο Γιάννης.

 

Αμ' έπος αμ' έργον, λοιπόν! Ανασκουμπώνονται τα παιδιά, σε μια ώρα το είχαν κάνει λαμπίκο το μαγαζί, ανοίγουν την πόρτα διάπλατα και περιμένουν.

 

Χάραξε για τα καλά η μέρα, άρχισε ο κόσμος να πηγαίνει στις δουλειές του. Άλλος πήγαινε, άλλος ερχόταν, βλέπαν το καφενείο ανοιχτό και δεν το πίστευαν μετά από τόσο καιρό. Τον είχαν για πεθαμένο τον γέρο. Περίεργος ένας μπαίνει μέσα. Το καφενείο άστραφτε από την πάστρα. Κάθεται και παραγγέλνει έναν καφέ. Τον ψήνει ο Κώστας, ήταν ο καλύτερος καφές που είχε πιεί. Μπαίνει δεύτερος πελάτης... μπαίνει τρίτος... Μετά από δυο ώρες μετράει τα λεφτά στο συρτάρι ο Κώστας και φωνάζει τον Γιάννη.

 

«Αδερφέ μου,» του λέει «σύρε φώναξε τον γιατρό. Κι όπως θα ?ρχεσαι πάρε και καφέ, και ζάχαρη γιατί μας τελείωνει.»

 

Του δίνει τα λεφτά τρέχει ο Γιάννης στον γιατρό. Έρχεται ο γιατρός, βλέπει τον γέρο, του δίνει γιατρικό, σε μια βδομάδα ήταν περδίκι. Και πήρε και καφέ ο Γιάννης για το μαγαζί και πήρε και ζάχαρη και γλυκά του κουταλιού απ? όλα και ούζο και κρασί και μεζέδες διάφορους.

 

Δουλεύαν τα παιδιά το καφενείο, γέμιζε το συρτάρι παράδες, είχαν τον γέρο σαν άρχοντα. Τους είχε ο γέρος σαν παιδιά του και δόξαζε τον Θεό που του 'στειλε αυτούς τους δυο αγγέλους. Και περνούσε ο καιρός, και φεύγαν τα καλοκαίρια κι ερχόταν οι χειμώνες και δούλευαν τα παιδιά το καφενείο και πρόκοβαν. Κι άνοιξαν κι άλλο μαγαζί και μετά κι άλλο κι έγιναν νοικοκύρηδες δακτυλοδεικτούμενοι μέσα στην πολιτεία. Και μια μέρα πέθανε ο γέρος εκατόχρονος κι έμεινε όλη η περιουσία στον Γιάννη και στον Κώστα, που είχαν αντρέψει πια κι από παιδαρέλια είχαν γίνει παληκάρια σαν τα κρύα τα νερά.

 

Στην πολιτεία εκείνη που ζούσαν και πρόκοβαν τα σταυραδέρφια, ζούσε κι ένας βασιλιάς σε χρυσό παλάτι. Κι είχε μια κόρη ο βασιλιάς που ήταν όμορφη, πεντάμορφη σαν ξωτικιά, αλλά μέσα της ήταν κακιά και άσχημη σαν λάμια. Ήρθε ο καιρός της να παντρευτεί, δεν ήθελε.

 

«Βρε καλή μου... βρε χρυσή μου...» την παρακαλούσε ο πατέρας της, τίποτα αυτή. Δεν έπαιρνε από λόγια.

 

«Θα παντρευτώ εκείνον που θα με κάνει να μιλήσω σε τρεις μέρες» απαντούσε αυτή. «Όποιος δεν τα καταφέρνει, την τρίτη μέρα τα μεσάνυχτα θα του παίρνω το κεφάλι!» κι άλλη κουβέντα δεν έλεγε.

 

Το μάθαν αρχοντόπουλα πήγαν. Βασιλόπουλα από γειτονικά βασίλεια τρέξανε. Κανείς δεν τα κατάφερνε να κάνει την στρίγγλα να μιλήσει. Τους έπαιρνε τα κεφάλια εκείνη κι έχτιζε έναν πύργο πλάι στον πύργο του πατέρα της. Θρηνούσε η πόλη, θρηνούσαν τα γύρω βασίλεια, κι ο πύργος από τα κομμένα κεφάλια ψήλωνε και ψήλωνε ολοένα...

Edited by Faia de Wolf
Link to comment
Share on other sites

Χμμφφφ...μμμ...άντε να δούμε πως συνεχίζει...

 

...αλλά πρέπει να το συμπαθήσω αυτό το τσογλάνι τώρα; Με τον ψαρά μπαμπάκα του να σαπίζει στο μπουντρούμι του βασιλιά(που πήγε να πουλήσει ψάρι που δεν υπήρχε);

 

Πες μου πως στο τέλος θα παντρευτεί την σκύλα και θα ζήσουν ευτυχισμένοι - και τα παλικάρια που χάσανε το κεφάλι τους, ε, χαρά στο πράγμα βρε αδελφέ...

 

Γκρρ...μρρρ...ναι ας δούμε που το πάει...

Link to comment
Share on other sites

Χμμφφφ...μμμ...άντε να δούμε πως συνεχίζει...

 

...αλλά πρέπει να το συμπαθήσω αυτό το τσογλάνι τώρα; Με τον ψαρά μπαμπάκα του να σαπίζει στο μπουντρούμι του βασιλιά(που πήγε να πουλήσει ψάρι που δεν υπήρχε);

 

Πες μου πως στο τέλος θα παντρευτεί την σκύλα και θα ζήσουν ευτυχισμένοι - και τα παλικάρια που χάσανε το κεφάλι τους, ε, χαρά στο πράγμα βρε αδελφέ...

 

Γκρρ...μρρρ...ναι ας δούμε που το πάει...

 

Δεν είναι απαραίτητο να σου αρέσει, ούτε να συμαθήσεις τους πρωταγωνιστές. Το θέμα είναι αν σου θυμίζει τίποτα, αν το ξέρεις το παραμύθι (που προφανώς όχι, γιατί δεν θα ρωτούσες -κανείς δεν ρωτάει αν ο Λύκος θα φάει την Κοκκινοσκουφίτσα...) και αν θυμίζει παραμύθι όπως είναι γραμμένο ως εδώ.

Link to comment
Share on other sites

Δεν είναι απαραίτητο να σου αρέσει, ούτε να συμαθήσεις τους πρωταγωνιστές. Το θέμα είναι αν σου θυμίζει τίποτα, αν το ξέρεις το παραμύθι (που προφανώς όχι, γιατί δεν θα ρωτούσες -κανείς δεν ρωτάει αν ο Λύκος θα φάει την Κοκκινοσκουφίτσα...) και αν θυμίζει παραμύθι όπως είναι γραμμένο ως εδώ.

Το παραμύθι αυτό δεν το γνωρίζω. Θυμάμαι το παραμύθι με τον φτωχό ψαρά που πιάνει το χρυσό ψάρι που του ζητάει να το αφήσει ελεύθερο και θα του πραγματοποιήσει όποια ευχή θέλει. Ο ψαράς είναι παντρεμένος με μια στρίγγλα που δεν μένει ευχαριστημένη με όσα πλούτη κι αν τους δώσει το μαγικό ψάρι, και στο τέλος καταλήγουν πάλι φτωχοί.

 

Επίσης πολύ κλασσικό μοτίβο αυτό με την κακομαθημένη πριγκίπισσα που για να παντρευτεί θέτει δοκιμασίες όπου πολλοί χάνουν το κεφάλι τους μέχρι να φτάσει ο ήρωας.

 

Το παραμύθι έχει δηλαδή μέχρι στιγμής δύο δανισμένες "εικόνες" από άλλα. Και η δυσαρέσκια μου δεν είναι μεν για να την παίρνεις στα σοβαρά, αλλά, αυτές είναι ερωτήσεις που τις κάνω τώρα, ερωτήσεις που τα παραμύθια τις προσπερνούν τόσο εκνευριστικά στο ντούκου.

Link to comment
Share on other sites

Το παραμύθι αυτό δεν το γνωρίζω. Θυμάμαι το παραμύθι με τον φτωχό ψαρά που πιάνει το χρυσό ψάρι που του ζητάει να το αφήσει ελεύθερο και θα του πραγματοποιήσει όποια ευχή θέλει. Ο ψαράς είναι παντρεμένος με μια στρίγγλα που δεν μένει ευχαριστημένη με όσα πλούτη κι αν τους δώσει το μαγικό ψάρι, και στο τέλος καταλήγουν πάλι φτωχοί.

 

Επίσης πολύ κλασσικό μοτίβο αυτό με την κακομαθημένη πριγκίπισσα που για να παντρευτεί θέτει δοκιμασίες όπου πολλοί χάνουν το κεφάλι τους μέχρι να φτάσει ο ήρωας.

 

Το παραμύθι έχει δηλαδή μέχρι στιγμής δύο δανισμένες "εικόνες" από άλλα. Και η δυσαρέσκια μου δεν είναι μεν για να την παίρνεις στα σοβαρά, αλλά, αυτές είναι ερωτήσεις που τις κάνω τώρα, ερωτήσεις που τα παραμύθια τις προσπερνούν τόσο εκνευριστικά στο ντούκου.

 

Μα τα παραμύθια έτσι κι αλλιώς μπλέκονται το ένα με το άλλο και δανείζονται το ένα από το άλλο. Έτσι το λέγαν σ' έναν τόπο, πέρασε κάποιος, το άκουσε, πήγε και το είπε όπως το θυμόταν κι εκεί που δεν θυμόταν συμπλήρωνε απ' το μυαλό του. Δεν πρόκειται για παραμύθι που γράφουμε εμείς, που το γεννάμε τώρα απ' το μυαλό μας. Στο συγκεκριμένο εγχείρημα όπως το παρουσιάζω στο σχετικό τόπικ δεν ψάχνουμε την πρωτοτυπία στα μοτίβα. Απλά προπαθούμε να βρούμε (αν γίνεται) τί έχει καταγραφεί ήδη και τί όχι.

 

Αυτά κι ευχαριστώ που έκανες τον κόπο να το διαβάσεις και να το σχολιάσεις.

Link to comment
Share on other sites

Μου αρέσει πολύ...

 

Ότι θυμίζει παραμύθι... Θυμίζει

Ότι είναι καλογραμμένο... είναι

Ότι ο τρόπος γραφής παραπέμπει σε παραμύθι... παραπέμπει

 

ότι θα το συνεχίσεις όμως σύντομα και θα μας το παραδώσεις... θα το κάνεις;;;

Edited by iliosporos
Link to comment
Share on other sites

Έχω μια εντύπωση Φάια ότι έχεις κάνεις επεμβάσεις στο παραμύθι.

Τους έπαιρνε τα κεφάλια εκείνη κι έχτιζε έναν πύργο πλάι στον πύργο του πατέρα της

Π.χ. αυτό δεν θα το εβλεπες σε ένα απαραμύθι. Παρά τον γκούφικο αμοραλισμό των παραμυθιών, τέτοιες λεπτομέρειες αποφεύγονται. Αυτό που θέλω να πω είναι μπράβο! Να δούμε και τη συνέχεια τώρα γιατί μεγαλώνουμε, η ζωή περνά μπροστά από τα έκπληκτα μάτια μας κτλ. Μην μας αφήσεις να περιμένουμε πολύ. :lol:

Edited by darky
Link to comment
Share on other sites

Πάντως έχω μια εντύπωση Φάια ότι έχεις κάνεις επεμβάσεις στο παραμύθι.

Π.χ. αυτό δεν θα το εβλεπες σε ένα απαραμύθι. Παρά τον γκούφικο αμοραλισμό των παραμυθιών, τέτοιες λεπτομέρειες αποφεύγονται. Αυτό που θέλω να πω είναι μπράβο! Να δούμε και τη συνέχεια τώρα γιατί μεγαλώνουμε, η ζωή περνά μπροστά από τα έκπληκτα μάτια μας κτλ. Μην μας αφήσεις να περιμένουμε πολύ. :lol:

 

Kι όμως, αυτό ακριβώς έλεγε η γιαγιά μου: ότι έχτιζε η κακούργα έναν πύργο δίπλα σ' αυτόν του πατέρα της και μάλιστα ότι ήταν εξίσου ψηλός... το θυμάμαι πολυ καλά γιατί μου έκανε εντύπωση ένας πύργος με κεφάλια σε ανονικό μέγεθος... Όσο για επεμβάσεις, έχω κάνει σε μερικά σήμεία, δεν το αρνούμαι.

 

Η συνέχεια θα έρθει σύντομα. Μπάι τηε γουέι, έχεις κι εσύ αυτό το κακό συνήθειο να μεγαλώνεις, ε; κρίμας...

Link to comment
Share on other sites

και τώρα η συνέχεια:

 

Περνούσε ο καιρός κι έχτιζε η στρίγγλα η βασιλοπούλα τον πύργο της με τα κομμένα κεφάλια. Τόσο ψηλό τον είχε κάνει τον πύργο η κακούργα που φαινόταν απ’ όλη την πόλη. Και τώρα μόνον ένα κεφάλι της έλειπε για να γίνει ο πύργος ολόκληρος.

 

Ένα βραδάκι που καθόταν ο Γιάννης κι ο Κώστας και πίναν ένα κρασάκι λέει ο Κώστας:

 

«Αδερφέ μου, νομίζω πως ήρθε η ώρα να παντρευτώ. Να κάνω την οικογένειά μου.»

 

Χάρηκε ο Γιάννης. Τον αγκαλιάζει, τον φιλάει.

 

«Και την βρήκες την γυναίκα αδερφέ;» τον ρωτάει.

 

«Την βρήκα!»

 

«Και ποιά είναι;»

 

«Η βασιλοπούλα!»

 

Τ’ ακούει ο Γιάννης, κόντεψε να του ’ρθει νταμπλάς.

 

«Μου φαίνεται σα να τρελάθηκες, αδερφέ μου!» πετάγεται πάνω και του φωνάζει. «Αυτή θα σου πάρει το κεφάλι!»

 

Δεν άκουγε τίποτα ο Κώστας.

 

«Εγώ αυτήν θέλω! Αυτήν θα πάρω!»

 

Όλο το βράδυ μάλωναν. Προσπαθούσε ο Γιάννης να του γυρίσει τα μυαλά, τίποτα.

 

Ξημέρωσε ο Θεός την μέρα, μια και δυο κινάει ο Κώστας για το παλάτι. Φτάνει στην πύλη, ζητάει να δει τον βασιλιά. Τον πάνε συνοδεία.

 

«Τι θες;» τον ρωτάει εκείνος σοβαρός.

 

«Θέλω να παντρευτώ την κόρη σου, βασιλιά μου!» απαντάει θαρρετά ο Κώστας.

 

«Το σκέφτηκες καλά, βρε παιδί μου; Ξέρεις τι πας να κάνεις; Είναι στρίγγλα! Θα σου πάρει το κεφάλι, αν δεν τα καταφέρεις να την κάνεις να μιλήσει σε τρεις μέρες!»

 

«Ξέρω! Και θα την κάνω να μιλήσει! Αλλιώς ας μου πάρει το κεφάλι! Χαλάλι της!»

 

«Αφού δεν λυπάσαι τα νιάτα σου, ας γίνει έτσι…» είπε ο βασιλιάς και διέταξε να οδηγήσουν τον Κώστα στο δωμάτιο της βασιλοπούλας.

 

Μπαίνει ο Κώστας στο δωμάτιο, άστραφταν όλα μαλαματένια και σεντεφένια. Καθότανε η βασιλοπούλα σε χρυσή καρέκλα και πλάι της ένας θεόρατος αράπης με μια χατζάρα έτοιμος να του πάρει το κεφάλι σαν ερχόταν η ώρα. Πάει ο Κώστας και ξαπλώνει στο κρεβάτι που ήταν έτοιμο γι’ αυτόν και δεν ρίχνει ούτε μια ματιά στην βασιλοπούλα.

 

Περνάει η πρώτη μέρα τρώει και πίνει βασιλικά ο Κώστας και σημασία δεν δίνει στην όμορφη. Έρχεται η δεύτερη μέρα, τα ίδια. Ζωή χαρισάμενη με κρασιά και ροσόλια και φρούτα και γλυκά του ταψιού ο Κώστας κι ούτε ένα βλέμμα δεν χαραμίζει στην στρίγγλα. Τρίτη μέρα και του Κώστα δεν του καιγόταν καρφάκι. Πήρε να σουρουπώνει, βασίλεψε ο ήλιος, παίρνει ένα ασημοστολισμένο σκαμνί, πάει και κάθεται κοντά στον αράπη.

 

«Αχ, βρε αράπη,» του λέει «τρεις μέρες είμαι εδώ τρώω και πίνω βασιλικά, κοιμάμαι στα πούπουλα και τώρα σε λίγες ώρες θα μου πάρεις το κεφάλι. Ξέρεις τι λέω; Να σου πω μια ιστορία να περάσει η ώρα μας ευχάριστα να μην κρατάμε κακία, τι λες;»

 

«Και δεν μου λες, αν σου κάνει κέφι;» απαντάει ο αράπης και ο Κώστας αρχίζει:

 

«Πριν από πολύ καιρό ένας μαραγκός, ένας ράφτης κι ένας σοφός ξεκίνησαν ο καθένας από την πόλη που ζούσε για να βρει την τύχη του αλλού, σ’ άλλα μέρη. Το βράδυ τους βρήκε όλους σ’ ένα δάσος όχι μακριά από δω. Για να φυλαχτούν από τ’ αγρίμια άναψαν μια φωτιά και είπαν να την προσέχουν μη σβήσει μέχρι τα πρωί. Ρίξαν κλήρο και πρώτος βγήκε να φυλάει τη φωτιά ο μαραγκός. Πέσαν οι άλλοι δυο για ύπνο έμεινε μόνος ο μαραγκός. Για να μην τον πάρει ο ύπνος κάθισε και σκέφτηκε: ‘Σε δάσος είμαστε, ξύλα μπόλικα υπάρχουν, βρε, λες να πελεκήσω τίποτα να περάσει η ώρα πιο γρήγορα;’ Και βγάζει τα πριόνια, τα σφυριά και τα καλέμια του και πιάνει ένα κούτσουρο και κόβει από δω, πελεκάει από κει σκαρώνει έναν ξύλινο άνθρωπο. Βλέπει είχε περάσει η ώρα, ξυπνάει τον ράφτη και πέφτει για ύπνο. Ρίχνει κούτσουρα στη φωτιά ο ράφτης μη και σβήσει και πώς κάνει έτσι, βλέπει τον ξύλινο άνθρωπο που είχε φτιάξει ο μαραγκός. ‘Για δες!’ σκέφτεται ‘Ο μαραγκός σκάρωσε έναν ξύλινο άνθρωπο για να περάσει την ώρα του. Βρε, λες εγώ να του ράψω ρούχα να μην κρυώνει;’ Και βγάζει τα ραφτικά του και μερικά παρτάλια από το σακούλι του και κόβει από δω, ράβει από κει και σκαρώνει ένα ρούχο αρχοντικό για τον ξύλινο άνθρωπο. Μέχρι να το κάνει, η ώρα είχε περάσει και ήταν η σειρά του σοφού να προσέξει την φωτιά μη τυχόν και σβήσει. Το ξυπνάει και πέφτει για ύπνο ο ράφτης. Ρίχνει κούτσουρα στη φωτιά ο σοφός για να τη δυναμώσει. Πώς κοιτάει από δω, βλέπει τον ξύλινο άνθρωπο που είχε πελεκήσει ο μαραγκός να ’ναι ντυμένος αρχοντικά με τα ρούχα που του’ χε σκαρώσει ο ράφτης και σκέφτεται: ‘Για κοίτα! Για να περάσει την ώρα του ο μαραγκός πελέκησε έναν άνθρωπο! Και ο ράφτης με τη σειρά του τον έντυσε! Εγώ θα του δώσω ψυχή και γνώση!’ Κι ανοίγει τα βιβλία του κι αρχίζει να διαβάζει και να μαθαίνει στον ξύλινο άνθρωπο ό,τι ήξερε και δεν ήξερε. Και του δίνει όλη την ψυχή και την γνώση του κόσμου. Και σαν ήρθε το πρωί, ο ξύλινος άνθρωπος ήταν κανονικός και είχε πάρει τον δρόμο του κι είχε γίνει άφαντος. Και σε ρωτώ τώρα, φίλε μου αράπη, που έχουν δει πολλά τα μάτια σου μέσα σ’ αυτό το παλάτι: ποιος από τους τρεις έκανε την πιο καλή δουλειά; Ο μαραγκός; Ο ράφτης; Ή ο σοφός;»

 

Σκέφτεται ο αράπης, σκέφτεται και λέει στο τέλος:

 

«Ο μαραγκός, που πελέκισε τον άνθρωπο!»

 

Η βασιλοπούλα, που είχε σκυλιάσει τρεις μέρες να μην της δίνει σημασία ο Κώστας και είχε το αυτί της τεντωμένο, σαν τ’ ακούει, πετιέται πάνω και φωνάζει:

 

«Ο σοφός, βρε βλάκα! Πού του ’δωσε ψυχή και γνώση!»

 

Αυτό ήταν! Μίλησε και ο αράπης ήταν μάρτυρας και ψέματα δεν μπορούσε να πει.

 

Το μαθαίνει ο βασιλιάς χαίρεται. Ήθελε να τον κρατήσει στο παλάτι.

 

«Βασιλιά μου,» του λέει ο Κώστας «εγώ έχω έναν αδερφό στην πόλη που δεν ξέρει αν ζω ή αν πέθανα. Θέλω να πάω να τον δω και να τον φέρω εδώ μαζί μου.»

 

«Να πας!» του λέει ο βασιλιάς.

 

Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς τώρα που ο Κώστας είχε κάνει την βασιλοπούλα να μιλήσει και θα την παντρευόταν.

 

Φεύγει από το παλάτι ο Κώστας, πάει γραμμή στον αδερφό του, τον Γιάννη, που τρεις μέρες τον έκλαιγε σα να του ’χε πεθάνει. Χαρές που έκανε σαν τον είδε ο Γιάννης από μακριά! Αγκαλιές! Φιλιά! Κάθισε ο Κώστας και του ’πε τι είχε γίνει με το νι και με το σίγμα.

 

«Άντε, αδερφέ μου,» του λέει μετά «έλα να πάμε στο παλάτι!»

 

Και ξεκινάν και πάνε. Κι αρχίζουν οι ετοιμασίες για τον γάμο τον βασιλικό.

 

Και μια μέρα λέει ο Κώστας στον Γιάννη.

 

«Αδερφέ μου, πλούσιοι είμαστε και βασιλικό γάμο θα κάνω. Πάρε όσα λεφτά θες και πάνε ράψε καινούρια ρούχα όπως αρμόζει στον αδερφό του γαμπρού του βασιλιά. Πάρε ό,τι θες και μην λυπηθείς τα έξοδα!»

 

Πάει μια και δυο ο Γιάννης στους καλύτερους ραφτάδες και ράβεται κι αρχίζουν να ’ρχονται στο παλάτι μπαούλα με ρούχα, με παπούτσια, με καπέλα και με ό,τι βάζει ανθρώπου νους.

 

Λέει ένα βράδυ ο Γιάννης στον Κώστα:

 

«Αδερφέ μου, εγώ έχω απ’ όλα. Εσύ που είσαι ο γαμπρός δεν θα ράψεις καινούρια ρούχα, τέτοια που να αρμόζουν στον γαμπρό του βασιλιά;»

 

«Καλά λες!» λέει ο Κώστας. «Θα πάω αύριο!»

 

Και πάει στην πόλη ο Κώστας και σε μια ώρα γυρνάει με ένα πακέτο παραμάσχαλα.

 

«Τι είναι αυτό;» τον ρωτάει ο Γιάννης.

 

«Τα γαμπριάτικά μου.» απαντάει ο Κώστας.

 

Κι έρχεται η μέρα του γάμου και είναι όλοι στην εκκλησία κι ο Γιάννης είναι ντυμένος στην τρίχα. Λουσμένος! Χτενισμένος! Αρωματισμένος! Άρχοντας σωστός! Και στέκεται δίπλα στον Κώστα που φοράει κίτρινα παπούτσια, κίτρινες κάλτσες, κίτρινα σώρουχα, κίτρινο παντελόνι, κίτρινο πουκάμισο, κίτρινο σακάκι, κίτρινα γάντια και κίτρινο καπέλο. Μπαίνει η βασιλοπούλα στην εκκλησία με τον βασιλιά και σαστίζει! Τι να δει: Τον Κώστα ντυμένο στα κίτρινα και τον Γιάννη να καμαρώνει δίπλα του, έναπαληκάρι σαν τα κρύα τα νερά. Και καθόλου δεν της άρεσε. «Γαμπρός είναι αυτός…;» σκεφτόταν «για ίκτερος…» Ενώ από τον Γιάννη δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της.

 

Γίνεται ο γάμος, κράτησε το γλέντι σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Σαν τέλειωσαν οι χαρές και τα πανηγύρια πήγε το αντρόγυνο στο δώμα να κοιμηθεί. Στολίζεται η βασιλοπούλα, χτενίζεται, φοράει τα μεταξωτά τα αραχνοΰφαντα και περιμένει τον Κώστα να έρθει στην νυφική παστάδα. Έρχεται ο Κώστας κι όπως ήταν πέφτει με τα κίτρινα ρούχα και τα κίτρινα παπούτσια στο κρεβάτι. Γυρνάει την πλάτη στην γυναίκα του και σε λίγο κοιμόταν και ροχάλιζε. Έμεινε στα κρύα του λουτρού η βασιλοπούλα και δεν έλεγε να την πάρει ο ύπνος. Σκύλιαζε. Περνούσαν οι ώρες, ροχάλιζε ο Κώστας του καλού καιρού. Πριν χαράξει ακόμα, τα κοκόρια δεν είχαν λαλήσει, κάνει μια έτσι η βασιλοπούλα, ρέβεται, να μια φιδάρα βγαίνει απ’ το στόμα της και πάει να πνίξει τον Κώστα. Πετάγεται πάνω αυτός, αρπάζει το φίδι, το πνίγει και το πετάει κάτω απ’ το κρεβάτι. Ξαπλώνει πάλι, γυρίζει την πλάτη και κοιμάται. Μετά από μια μετζώρα ρέβεται ξανά η στρίγγλα. Αυτή τη φορά έβγαλε απ’ το στόμα της μια φιδάρα μεγάλη δυο φορές σαν την πρώτη. Την πιάνει κι αυτήν ο Κώστας, την πνίγει, την πετάει κάτω από το κρεβάτι. Γυρνάει πλευρό και τον ξαναπαίρνει ο ύπνος.

 

Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, πάει ο Κώστας βρίσκει τον βασιλιά.

 

«Βασιλιά μου,» του λέει «θα πάρω τη γυναίκα μου και θα την πάω να την γνωρίσουν τα γονικά μου. Δωσ’ μου την προίκα της κι ετοίμασε την άμαξα να φύγουμε αύριο πρωί-πρωί.»

 

«Όπως θες, γιέ μου.» του απαντάει ο βασιλιάς. «Και πού είναι τα γονικά σου;»

 

«Πέρα από τον λόγγο, σε μια στάνη.» του λέει ο Κώστας

 

Σαν το ’μαθε η βασιλοπούλα, έπεσε στα πατώματα κι έκλαιγε και χτυπιόταν. Δεν ήθελε να φύγει απ’ το παλάτι. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά…

 

Στο μεταξύ πάει ο Κώστας και βρίσκει τον Γιάννη.

 

«Αδερφέ μου,» του λέει «εγώ θα πάρω την γυναίκα μου και θα την πάω στους γονιούς μου. Θες κι εσύ να έρθεις μαζί να σε πάμε να δεις του δικούς σου; Μετά από τόσο χρόνια και με τα λεφτά που κάναμε θα τους έχεις σαν βασιλιάδες στα στερνά τους.»

 

«Βρε, σαν καλά να το σκέφτηκες! Έρχομαι!» απαντάει ο Γιάννης.

 

Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, με την ανατολή του ήλιου, φορτώνουν δέκα τέσσερεις άμαξες με φλουριά, ανεβαίνουν στην δέκατη πέμπτη ο Γιάννης, ο Κώστας και η βασιλοπούλα και ξεκινάνε. Πήγαιναν… πήγαινα… όλη μέρα. Το απομεσήμερο φτάνουν σ’ ένα ξέφωτο στο δάσος. Διατάζει ο Κώστας και σταματάνε οι άμαξες. Κατεβαίνουν κάτω τ ’αδέρφια και η βασιλοπούλα ξωπίσω τους.

 

«Το θυμάσαι, αδερφέ μου, αυτό το μέρος;» ρωτάει ο Κώστας τον Γιάννη.

 

«Βέβαια το θυμάμαι! Εδώ βρεθήκαμε πριν από τόσα χρόνια.» απαντάει εκείνος. «Εσύ είχες φύγει από τη στάνη γιατί είχε χύσει τα γάλατα κι εγώ το είχα σκάσει από το σπίτι μου γιατί είχα ρίξει το χρυσό το ψάρι πίσω στην θάλασσα…»

 

«Εδώ που πρωτοβρεθήκαμε, λοιπόν, εδώ είναι το σωστό να χωρίσουν οι δρόμοι μας, αδερφέ μου,» λέει ο Κώστας «αλλά πρώτα θα μοιραστούμε ότι έχουμε.»

 

«Τα μοιραστήκαμε, αδερφέ!» του λέει ο Γιάννης. «Και τα μαγαζιά και τα σπίτια και τα κτήματα και τους παράδες!»

 

«Ναι, αλλά εγώ πήρα ολόκληρη προίκα! Και θα την μοιραστώ μαζί σου!»

 

Διατάζει ο Κώστας, κατεβάζουν τα μπαούλα με τα φλουριά κάθονται κάτω τα αδέρφια και τα μοιράζουν «ένα εσύ, ένα εγώ… ένα εσύ, ένα εγώ…» Μένει ένα φλουρί στο τέλος.

 

«Πάρ’το εσύ, Κώστα.» λέει ο Γιάννης.

 

«Όχι! Από μισό!» του απαντά εκείνος, βγάζει το σπαθί του, δίνει μια, το κόβει στη μέση το φλουρί. Παίρνουν από μισό.

 

«Ωραία!» λέει ο Γιάννης. «Να χαιρετηθούμε τώρα, αδερφέ μου!»

 

«Και πώς θα τα κουβαλήσεις αυτά;» ρωτάει ο Κώστας. «Δεν έχει! Θα μοιραστούμε τις άμαξες!»

 

Του δίνει τις εφτά άμαξες, κρατάει τις άλλες εφτά ο Κώστας.

 

«Εντάξει» λέει ο Γιάννης «τώρα να σε χαιρετήσω…»

 

«Τι λες εδώ;» φωνάζει ο Κώστας. «Είναι μια άμαξα ακόμα!»

 

«Ε, αυτήν κράτα την εσύ, αδερφέ, να πας στους γονιούς σου με την γυναίκα σου…»

 

«Δεν ακούω τίποτα!» βάζει τη φωνή ο Κώστας. «Θα την μοιράσουμε κι αυτή!»

 

Και δίνει μια με το σπαθί από δω, δίνει μια από κει, σπάει την άμαξα στα δυο, μοιράζει και τ’ άλογα.

 

Είχε αρχίσει να φοβάται ο Γιάννης πως ο αδερφός του τρελάθηκε. Κάνει να φύγει, τον σταματάει ο Κώστας.

 

«Ε, αδερφέ μου, στάσου!» του φωνάζει. «Τώρα θα μοιράσουμε και τη γυναίκα!»

 

«Τρελάθηκες, βρε Κώστα; Πώς θα μοιράσουμε την γυναίκα; Δικιά σου είναι! Έπαιξες το κεφάλι σου για να την πάρεις!» προσπαθούσε να τον συνετίσει ο Γιάννης, αλλά δεν έπαιρνε από λόγια.

 

«Δικιά μου είναι, ό,τι θέλω την κάνω! Θα την κόψουμε στα δύο!»

 

Σαν τ’ άκουσε η βασιλοπούλα, χλόμιασε, αλλά τί να πει και τί να κάνει... Μόνον έκλαιγε.

 

«Πιάσ’ την απ’ το πόδι!» διατάζει ο Κώστας τον Γιάννη.

 

Δίσταζε αυτός.

 

«Πιάσ’ την σου λέω ή σε σφάζω κι εσένα!»

 

Του βάζει το σπαθί στο λαιμό. Την πιάνει τη βασιλοπούλα από το ένα πόδι ο Γιάννης, την πιάνει από το άλλο ο Κώστας κι είναι έτοιμοι να την τινάξουν ψηλά να σκιστεί στα δυο η γυναίκα.

 

«Τώρα!» φωνάζει ο Κώστας.

 

Ανοίγει το στόμα να φωνάξει απ’ την τρομάρα της η βασιλοπούλα, πετάγεται μια φιδάρα τρεις φορές μεγαλύτερη από τις προηγούμενες. Δίνει μια με το σπαθί το σκοτώνει ο Κώστας.

 

Μέχρι να καταλάβουν τι έγινε και να έρθουν στα συγκαλά τους, άφαντος ο Κώστας… Τον ψάχνει ο Γιάννης από δω, τον ψάχνει από κει, τον φωνάζει, τον ξαναφωνάζει… Τίποτα. Καπνός!

 

«Τι κάνω τώρα;» αναρωτιέται ο Γιάννης.

 

Τώρα θα πάρεις την βασιλοπούλα, θα πας να βρεις τους γονιούς σου και θα γυρίσετε όλοι στο παλάτι, ακούει μια φωνή να του λέει. Και η προίκα και η γυναίκα δικά σου είναι. Η κακία της ήταν τα τρία φίδια και τώρα που σκοτώθηκαν δεν υπάρχει. Θα ’ναι καλή και θα σε αγαπάει.

 

«Εσύ ποιος είσαι που μου μιλάς;»

 

Θυμάσαι το χρυσό ψαράκι που το λυπήθηκες και το έριξες πίσω στη θάλασσα; είπε η φωνή. Εγώ είμαι! Και είμαι ο αδερφός σου ο Κώστας. Κι όπως σου υποσχέθηκα, μια μέρα θα γίνεις βασιλιάς!

 

Κι όπως είπε το χρυσό το ψάρι, πήγε ο Γιάννης και βρήκε τους γονείς του που τον είχαν χαμένο και τον έκλαιγαν τόσα χρόνια. Τους πήρε, πήρε και την βασιλοπούλα και γύρισαν πίσω στο παλάτι. Κι έζησαν εκεί για πάντα. Κι η βασιλοπούλα ήταν η καλύτερη και η πιο πονετικιά γυναίκα του κόσμου. Κι ο Γιάννης έγινε βασιλιάς.

 

Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Link to comment
Share on other sites

Τέλειο! Παραμύθι με τα όλα του! Καλή αρχή κοριτσάκι, άντε και σε καλύτερα!

Link to comment
Share on other sites

Κοριτσάκι, σ'ευχαριστώ!

 

Σκοτεινέ αγαπημένε, κι εμένα μ' αρέσει το δεύτερο μέρος περισσότερο. Ειδικά εκεί που πάνε να σκίσουν την βασιλοπούλα στα δύο...

 

Φίλτατε month, αυτά έχουν τα παραμύθια... Πάντα ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...

Link to comment
Share on other sites

Δεν είναι το "και ζήσανε αυτοί καλά..." που με εκνευρίζει, αλλά το όλο το σκηνικό με το χρυσό ψάρι (όταν έβαλε τα κίτρινα έκανε ντου απο μακριά ποιος ήταν) και αυτός ο περίεργος και ανάποδος απο μηχανής θεός που έρχεται ύπουλα και προδοτικά μέσα στην ιστορία. Τον βλέπεις (αν τον δεις) να έρπεται προς το τέλος και να κρύβεται ανάμεσα στα δέντρα και τους λόφους της ιστορίας, περιμένοντας την κακιά την μάγισα, τον άδικο βασιλιά, την σκληρή νεράιδα, για να τους εμφανιστεί ξαφνικά απο πίσω και να τους τρομάξει, ή και ακόμα χειρότερα.

Link to comment
Share on other sites

Μόλις το τελείωσα κι εγώ κοπελιά. Είναι πάρα πολύ όμορφο :)

Έχει από όλα τα στοιχεία ενός ελληνικού λαϊκού παραμυθιού σε καλές δώσεις. Οι φιδάρες που βγαίνουν από τη βασιλοπούλα είναι εκπληκτικό σημείο και το σκίσιμο αργότερα... ακόμα καλύτερο αν είναι δυνατόν.

Το μόνο που δε μου πολυαρέσει είναι ο τίτλος του. Δε μου αρέσει η οικονομία στις λέξεις, ίσως επειδή έχω συνηθίσει τα παραμύθια με τους μεγάλους περιγραφικούς τίτλους, ίσως επειδή δεν βρίσκω πως ταιριάζει με το λόγο/γραφή του παραμυθιού. Θα προτιμούσα κάτι που να λέει "Το ... και το..." ή "Τα ... του ..." ή "Ο γιος του ψαρά" (καλά άθλιο αλλά νομίζω πως το πιάνεις τι εννοώ οπότε σταματάω τις περιγραφές).

Αυτά που σε ενδιαφέρουν τώρα:

Το κόνσεπτ το ήξερα έως ένα σημείο. Μέχρι εκεί που το παιδί ρίχνει το ψάρι στο νερό και φεύγει την ξέρω την ιστορία, αλλά αλλιώς. Με τρεις ευχές και τα τοιαύτα. Από κει και πέρα δεν την ξέρω. Ιδιαίτερα όταν συναντάει τον Κώστα και μετά, αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή ειλικρινά δε θυμάμαι και κάτι άλλο που να του μοιάζει καν. Κι εγώ το κατάλαβα ότι είναι το ψάρι όταν ντύθηκε στα κίτρινα, αλλά είμαι σίγουρη πως είναι εκεί η σκηνή ακριβώς για αυτό το λόγο: για να το καταλάβω και να ψάχνω να δω τι κάνει ο μπαγάσας και πως θα τη δώσει στο φίλο του τη νύφη.

Η γλώσσα είναι πάρα πολύ καλή και η ατμόσφαιρα ελληνικότατη. Θέλει κάτι ψιλά ακόμα, υποθέτω πως δεν είναι ακριβώς έτοιμο έτσι κι αλλιώς, αλλά είναι ήδη καλό.

Αν ήταν το πρώτο παραμύθι που θα διάβαζα σε μια συλλογή θα την είχα εκτιμήσει ευθύς εξαρχής.

 

Σας εύχομαι καλή συνέχεια, να πάει καλά, να το εκδόσετε και να διαβάσω τα υπόλοιπα υπέροχα παραμύθια του τυπωμένα σε φαιοκίτρινο χαρτί :)

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφο, πολύ παραμύθι..Καιρό είχα να συναντήσω κάτι τόσο αυθεντικό και με έκανε να θυμηθώ ένα βιβλίο με παραμύθια χωμένα στην λαϊκή παράδοση, που μεταδώθηκαν προφορικά. Δεν ξέρω που είναι τώρα πια..Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση είναι η ωμή, πολλές φορές, βία αλλά και μια νοσηρότητα που έβγαζαν, που σε πρώτο επίπεδο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ελαφρώς αφελής. Για παράδειγμα ένας αράπης κόβει το κεφάλι του ήρωα, και αφού τον κάνει κομματάκια και τον θάψει, σαγηνεύει την πριγκίπισσα με ύπουλα μέσα, την οποία σώζει ο νεκραναστημένος (Λαογραφικό Ζομπι!!) αγαπητικός. Αλήθεια αυτό το παραμύθι σου λέει τίποτα? Μου έχει γίνει λίγο εμμονή.

 

 

Υ.Γ.1 Νομίζω τον αράπη (προς αποφυγήν παραξηγήσεων, έτσι αναφέρονται στα παραμύθια) τον ελευθερώνει στην αρχή της ιστορίας το πριγκιπόπουλο ( ή πρωταγωνιστής απλά) μέσα απο κάποιο μπουκάλι ή κάτι αντίστοιχο τέλος πάντων που φέρνει στο μυαλό τζίνι και λοιπά πνεύματα που πραγματοποιούν επιθυμίες.

Link to comment
Share on other sites

Η γλώσσα είναι πάρα πολύ καλή και η ατμόσφαιρα ελληνικότατη.

 

Συγχωρέστε μου μια μικρή παρέκβαση, σχετική με το θέμα της ελληνικότητας που πραγματευόμαστε στο σχετικό topic. Συμφωνώ με την παρατήρηση της Nienor. Κατά τη γνώμη μου, το παραμύθι έχει ελληνική ταυτότητα, καθώς αντλεί πολλά θεματικά στοιχεία από το corpus των ελληνικών λαϊκών παραμυθιών και ονομάζει όλα τα πρόσωπα και τα αντικείμενα του κόσμου του στα ελληνικά. Αν και δεν πιστεύω ότι υπάρχει ομοφωνία σχετικά με τον ορισμό της ελληνικότητας, όλοι θα συμφωνήσουμε ότι το παραπάνω κείμενο είναι ελληνικό, ακριβώς γιατί είμαστε όλοι κοινωνοί του κόσμου και της γλώσσας του.

 

Πολύ ωραίο παραμύθι!

Link to comment
Share on other sites

Το μόνο που δε μου πολυαρέσει είναι ο τίτλος του. Δε μου αρέσει η οικονομία στις λέξεις, ίσως επειδή έχω συνηθίσει τα παραμύθια με τους μεγάλους περιγραφικούς τίτλους, ίσως επειδή δεν βρίσκω πως ταιριάζει με το λόγο/γραφή του παραμυθιού. Θα προτιμούσα κάτι που να λέει "Το ... και το..." ή "Τα ... του ..." ή "Ο γιος του ψαρά" (καλά άθλιο αλλά νομίζω πως το πιάνεις τι εννοώ οπότε σταματάω τις περιγραφές).

 

Να σου πω την αλήθεια και μένα δεν μου αρέσει ο τίτλος και σίγουρα θα αλλάξει. Κάτι σε "Πώς ο Γιάννης, ο γιος του ψαρά έγινε βασιλιάς" ή κάτι τέτοιο -ίσως...

 

Ευχαριστώ όλους για τις παρατηρήσεις σας. Θα ληφθούν σοβαρά υπ' όψιν.

 

Συγνώμη προκαταβολικά, ζητώ πολλά το ξέρω, αλλά υπάρχει κάποιος που θα ήθελε να μου πει δυο λόγια για το παραμύθι μες στο παραμύθι...; Προσωπικά,πάντα με εντυπωσίαζε εκείνο το σημείο...

Link to comment
Share on other sites

Ναι υπάρχει κάποιος και δεν έχω ιδέα γιατί δε στο είπα στο προηγούμενο ποστ :)

Είναι πανέμορφο. Ατελές, καμία ιστορία, καμία πλοκή, κανένα ενθουσιώδες -ας πούμε- σημείο, περνάει σαν χρηστικό κείμενο απαρατήρητο, χωρίς να σου τραβάει την προσοχή και να σε αποσπά και δε σε βγάζει από την ιστορία καθόλου. Και παρόλο που δεν έχει πλοκή κι ενθουσιασμό κι ούτε και καμιά αφήγηση εντυπωσιακή, είναι γραμένο τόσο όμορφα, τόσο ξέγνοιαστα και φυσικά το θυμάμαι να στο πω σχεδόν με τις λέξεις του χωρίς να το ξαναδιαβάσω καν. Και είναι αλλοπρόσαλλο, στην αρχή διαβάζοντας σκεφτόμουν "ε? ορίστε? τι λέει τώρα?" κι ύστερα το ξέχασα πως είχα ερωτήσεις κι απλά διάβαζα να δω τι θα γίνει και μου κανε κι εντύπωση που η στρίγγλα αναγνώρισε πως το πνεύμα και η νόηση ήταν "η καλύτερη δουλειά".

Δεν ξέρω τι ακριβώς ήθελες να ακούσεις για το συγκεκριμένο, εγώ μια φορά αυτά ήθελα να σου πω και εχτές που το πρωτοδιάβασα :)

Link to comment
Share on other sites

Να σου πω την αλήθεια και μένα δεν μου αρέσει ο τίτλος και σίγουρα θα αλλάξει. Κάτι σε "Πώς ο Γιάννης, ο γιος του ψαρά έγινε βασιλιάς" ή κάτι τέτοιο -ίσως...

 

Γιατί; Τι έχει το "The King in Yellow" σαν όνομα παραμυθιού;; :Ο Μία χαρά μου φαίνεται εμένα!

Link to comment
Share on other sites

Γιατί; Τι έχει το "The King in Yellow" σαν όνομα παραμυθιού;; :Ο Μία χαρά μου φαίνεται εμένα!

 

Είναι ήδη καπαρωμένο και άλιστα από μάστερ!!!!!!!!!

Link to comment
Share on other sites

  • 5 months later...

Να ένα πολύ όμορφο παραμύθι για όποιον δεν το έχει προσέξει.

Το πρώτο μέρος με το ψαράκι το ξέρω αρκετά διαφορετικό, με τον πονόψυχο ψαρά και την κακιά γυναίκα του που ζητάει ρούβλια, παλάτια και στο τέλος να γίνει τσαρίνα. Μετά αναγνώρισα και το μοτίβο με την αμίλητη πριγκιποπούλα, αλλά τα υπόλοιπα μου ήταν άγνωστα. Ειδικά το εύρημα με το φίδι είναι καταπληκτικό. Συμφωνώ με την Κιάρα ότι θέλει μία διόρθωση ακόμα, αλλά ακόμα κι έτσι είναι πολύ καλό, άρα πρέπουν συγχαρητήρια για τη διασκευή.

Θα το προτιμούσα βέβαία σε ρωσική έκδοση με Ιβάν, Ντμίτρι, κυρούλες, πατερούληδες, τσάρεβιτς κλπ :)

Link to comment
Share on other sites

Να ένα πολύ όμορφο παραμύθι για όποιον δεν το έχει προσέξει.

Το πρώτο μέρος με το ψαράκι το ξέρω αρκετά διαφορετικό, με τον πονόψυχο ψαρά και την κακιά γυναίκα του που ζητάει ρούβλια, παλάτια και στο τέλος να γίνει τσαρίνα. Μετά αναγνώρισα και το μοτίβο με την αμίλητη πριγκιποπούλα, αλλά τα υπόλοιπα μου ήταν άγνωστα. Ειδικά το εύρημα με το φίδι είναι καταπληκτικό. Συμφωνώ με την Κιάρα ότι θέλει μία διόρθωση ακόμα, αλλά ακόμα κι έτσι είναι πολύ καλό, άρα πρέπουν συγχαρητήρια για τη διασκευή.

Θα το προτιμούσα βέβαία σε ρωσική έκδοση με Ιβάν, Ντμίτρι, κυρούλες, πατερούληδες, τσάρεβιτς κλπ :)

 

Ευχαριστώ για τα καλά λόγια. Ναι, οντως υπάρχουν γνωστά μοτίβα μέσα στο παραμύθι, αλλά είναι φυσικό αφού τότε οι παραμυθάδες ταξίδευαν από τόπο σε τόπο... Λυπάμαι που θα σε στενοχωρήσω αλλά θα παραμείνει ελληνικό παραδοσιακό και με τα τσαρούχια. Και πάλι ευχαριστώ.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Μπράβο σου, με πήγε πολύ-πολύ πίσω τον καιρό που τα παραμύθια γράφονταν για να σου ανοίξουν τα φτερά της φαντασίας σου. δέν θα κάνω κρητική. Aυτό το παραμύθι έχει πλοκή, εκπλήξεις. το κακό και το καλό, ανατροπή χαρακτήρα, ότι πρέπει για ταινία μικρού μήκους, ή κινουμένων σχεδίων, αφαιρώντας βέβαια τον πύργο με τα κομμένα κεφάλια!!! και στην θέση του βάζουμε μιά μεγαααααάλη φυλακή που η πριγκίπισσα βάζει μέσα τους χαμένους, και τους οποίους απελευθερώνει μετά τον γάμο της. να μή σου πώ ότι τους αποζημιώνει όταν φεύγει και το τρίτο φίδι από μέσα της :D :thmbup:

ευχαριστώ θερμά

psifis

Link to comment
Share on other sites

Οπως έχω ξαναπεί μου αρέσουν πολύ τα παραμύθια και τα διαβάζω ακόμη και τώρα σε αυτή τη σεβαστή ηλικία. Ηταν πραγματικά ωραίο.

Το γεγονός ότι έχει στοιχεία που θυμίζουν άλλα παραμύθια δεν του στερεί την πρωτοτυπία καθώς μερικά χαρακτηριστικά όπως ζώα που ελευθερώνονται απο ανθρώπους και τους βοηθούν ή κακές πριγκήπισσες ή φτωχούς που γίνονται βασιλίαδες υπάρχουν σε πολλά παραμύθια.

Οσο για τον πύργο με τα κομμένα κεφάλια και γω το έχω ξαναδει και δεν είναι παράξενο για στοιχείο παραμυθιού. Εχω συλλογή ελληνικών παραμυθιών από γερμανό γιατρό του Οθωνα που είναι σχεδόν θρίλερ. Μισοί άνθρωποι, σκοτωμοί, τρόμος και δέος.

Εξάλλου η μαγεία του παραμυθιού είναι ότι παρόλες τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες στο τέλος έρχεται η δικαίωση(φυσικά προτιμώ και το καλό τέλος :D ).

Faia de Wolf keep writing...

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..