Solonor Posted September 19, 2007 Share Posted September 19, 2007 Είδος: Φαντασία. Βία; Ναι. Σεξ; Ναι. Αριθμός Λέξεων:7079 Αυτοτελής; Ναι. “ Άνθρωποι που γίνονται λύκοι και κουραφέξαλα. Δεν πιστεύω τίποτα. Πιο εύκολα θα πιστέψω αν δω γάιδαρο να πετά πάνω από το παλάτι”. Δήλωσε ο πρόξενος του Όμιταλ σκουπίζοντας τον ιδρώτα στο μέτωπο του. Στην αίθουσα συμποσίων του παλατιού, ο αντιπαθητικός στους περισσότερους συνομιλητές του, γέρος άλλαζε τις εκφράσεις του προσώπου του σαν παίκτης σε κουκλοθέατρο. Ούτως ή άλλως μόνο αυτό ξεχώριζε μεσα στην μάζα τυλιγμένων μεταξωτών υφασμάτων που κάλυπταν το ογκώδες σώμα του. “Εντάξει. Φέρτε τον Ατρούν! Φέρτε τον Ατρούν, να σας πει.” Φώναξε χαρωπά ο εξίσου φαρδύς συνομιλητής του. Λίγο παραπέρα ένας καμπουριασμένος γέρος που στα νιάτα του θα έστεκε ψηλότερος από όλους στο δωμάτιο, αναστέναξε. Καθόταν μακριά από το τραπέζι των φιλοξενούμενων του Σατράπη του Χιρτάλ σε μια γωνιά, μιας και είχε σαφείς διαταγές να είναι κοντά τους αυτό το βράδυ. Κατάλαβε αμέσως πως ο Σατράπης θα ζητούσε να τους πεί μια ακόμη ιστορία. “Αφήστε με!” Κακάρισε νευριασμένος, σαν τον άρπαξαν για να τον βάλουν με το ζόρι σε μια καρέκλα μπροστά στο μεγάλο τραπέζι με τους καλεσμένους του Σατράπη. Ο πρόξενος του Όμιταλ άφησε ένα χασμουρητό αντί καλωσορίσματος του γέρο-σκλάβου. “Τι έγινε Ατρούν; Δεν έχεις κέφια σήμερα;” ρώτησε ο Σατράπης με την βαθειά φωνή του να ταρακουνά τον γεράκο. “Κέφια έχω” Αποκρίθηκε αυτός με την αδιαφορία ναζιάρας τραγουδίστριας. Σήκωσε το βλέμμα του και το πέρασε αδιάκριτα από τους καλεσμένους στο τραπέζι. Άλλοι αδιαφόρησαν και άλλοι του ανταπέδωσαν την ματιά περιφρόνησης. Το αεράκι από τα τεράστια παράθυρα της αίθουσας φυσούσε τα πανάκριβα ρούχα τους που τους τύλιγαν σαν να είναι πελώριες πάνες σε παχουλά μωρά. Εδώ και εκεί δούλοι γέμιζαν ποτήρια, έφερναν νέα πιάτα και περιποιούνταν τους καλεσμένους. Έκανε ένα νεύμα ξινίλας. “Αλλά ιστορίες δεν έχω” δήλωσε και το βλέμμα του προσγειώθηκε σε ένα κοντινό πιάτο με φτερούγες από κάποιο άγνωστο πτηνό. Ο Σατράπης χαμογέλασε πλατιά. “Έλα Ατρούν, μην είσαι τόσο ξεροκέφαλος. Ο φίλος μου ο Σεδούλ του Όμιταλ και ο Ινχίλ, ο σύμβουλος μου, είχαν μια διαφωνία για την ύπαρξη λυκανθρώπων. Απ'ότι ξέρω εκεί στον βορρά είχατε πιο πολλές επαφές με...την φύση και τα ζώα.” Οι καλεσμένοι βάλθηκαν να γελούν δυνατά. Κάποιοι έφτυναν κομμάτια φαγητό μαζί με το γέλιο τους. “Σκέψου. Ατρούν.” Συνέχισε μαλακά ο Σατράπης. “Όλο και κάποια από τις περιπέτειες σου στον Βορρά θα έχεις να μας πεις που να μας βοηθήσει.” Ο Ατρούν έμεινε σιωπηλός με το πρόσωπο του μουτρωμένο στριφνά. “Δεν σου λέω τίποτα” Είπε με πείσμα και έριξε μια αγχώδη ματιά στους συνδαιτημόνες του Σατράπη. Είχαν αρχίσει να τον κοιτούν με προσμονή. “Την ιστορία που έχω...Δεν θες να την ακούσεις.” Είπε με νόημα. “Και γιατί δεν θα θέλω παρακαλώ;”Ο Ατρούν άρπαξε άτσαλα μια φτερούγα και βάλθηκε να την μασουλά. Μέσα από τους ήχους του φαφούτικου στόματος του συνέχισε δήθεν αδιάφορα “Είναι γιορτή σήμερα. Και η ιστορία μου είναι πένθιμη.” Ο Σατράπης κοίταξε με την σειρά του και αυτός, τους λαίμαργους για παραμύθια καλεσμένους. Έπειτα του έριξε μια μισή ματιά. “Πες μας ότι ιστορία θέλεις. Και φέρ'τε και άλλο φαγητό εδώ μπροστά. Και πιοτό. Έχει πολλά να πει ο Ατρούν σήμερα!” Ο πρόξενος του Όμιταλ ανασκουμπώθηκε στην καρέκλα του για να είναι πιο άνετα. Έκανε μια γκριμάτσα περιφρόνησης και ετοιμάστηκε να ακούσει την ιστορία του αγαπημένου γέρο-σκλάβου του Σατράπη. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι καλεσμένοι και σε λίγη ώρα στο τραπέζι δεν μιλούσε κανείς. Ο ήχος της άρπας ακουγόταν μονότονα, όμως ο Ατρούν δεν έλεγε να λαλήσει. Όταν κατάλαβε πως τα μάτια όλων ήταν πάνω του ξεφώνησε. “Αν δεν το βουλώσει εκείνη η κότα, εγώ δεν λέω τίποτα.” Για μια στιγμή όλοι πίστεψαν πως ο κακότροπος γέρος το είχε παρακάνει. Ο Σατράπης έμεινε ανέκφραστος. Ασυνείδητα κάποιοι φοβήθηκαν για τον γέρο που έπαιζε με τα νεύρα τους. Τελικά ο Σατράπης έκανε ένα νόημα στην αρπίστρια δίχως να πάψει να κοιτά τον Ατρούν. Εκείνη εξαφανίστηκε από το δωμάτιο. “Και τώρα Ατρούν πες μας την ιστορία σου. Αρκετά ανεχτήκαμε τις παραξενιές σου, δε νομίζεις;” Ο Ατρούν δεν απάντησε. Κορδώθηκε στην καρέκλα του. Έφραξε το στόμα του με διάφορες μπουκιές και έφαγε με προσποιητή άνεση μα φανερή λαιμαργία. Ήπιε μια γενναία γουλιά από το ποτήρι που του έβαλαν, κάνοντας μια ξινή γκριμάτσα ως επιβεβαίωση πως δεν του άρεσε. Τελικά ξερόβηξε και είπε επίσημα. “Πριν ξεκινήσω κύριοι, πρέπει να σας πω, πως τότε δεν είμουν ο αδύναμος γεράκος που βλέπετε. Όχι, είχα και όλα μου τα δόντια και μια χαίτη από μαύρα μαλλιά που θα ζήλευαν και οι φοράδες που έχετε για γυναίκες. Το ύψος μου το βλέπετε και τώρα, όμως τότε είμουν και όμορφος και το κορμί μου ήταν πιο ευλύγιστο από τις τίγρεις που εκπαιδεύει ο ευγενής Σατράπης μας. Και είμουν πολεμιστής. Όχι σαν τους άχρηστους γιούς σας που πολεμούν με ξύλινα παλούκια και φουσκώνουν σα τα κοκκόρια με ακονισμένα από άλλους λεπίδια. Ναι, πόσες φορές το έχω ακούσει αυτό από αμούστακα αγοράκια. Δε θα έφευγα ποτέ από μάχη. Δε θα εγκατέλειπα τους συντρόφους μου. Χα! Όχι. Εγώ είμουν αληθινός πολεμιστής. Από αυτούς που ξέρουν να σκοτώνουν. Από αυτούς που ξέρουν να επιβιώνουν. Αυτός ήταν ο Ατρούν τούτης της ιστορίας και αυτόν να έχετε στο νου σας λοιπόν. Αχ. Θυμάμαι την προσμονή εκείνων των ημερών. Την ανυπομονησία. Θέλαμε να πλουτίσουμε και θέλαμε να γίνει αμέσως. Όμως η στιγμή δεν ερχόταν ποτέ. Πάντα κάτι μεσολαβούσε. Κάποιο λάθος. Κάποια λεπτομέρεια μας διέφευγε. Κάποια λεπτομέρεια που την επόμενη φορά θα έκανε την διαφορά υπέρ μας. Όμως δεν την έκανε ποτέ, απλά άνοιγε τον δρόμο για μια νέα λεπτομέρεια που έπρεπε να μάθουμε. Και έτσι συνεχίζαμε να ζούμε στην κόψη του ξυραφιού, με τις μικρές μας νίκες να εξάπτουν τα όνειρα μας για αλλαγή της κακοτυχίας μας και τις μεγάλες ήττες να μην μπορούν να μας λυγίσουν. Οφείλω να παραδεχθώ πως η περίοδος που η τύχη μας άλλαξε, ήρθε μονάχα όταν οι στόχοι μας έγιναν πολύ πιο βραχυπρόθεσμοι, πολύ πιο...Εφικτοί αν με καταλαβαίνεται. Τα γερά κόλπα και οι μεγάλες μπάζες δεν απέδιδαν και έτσι είχαμε συγκεντρωθεί θυμάμαι, σε ευκολότερα θύματα. Η αλήθεια είναι πως το τελικό κέρδος ήταν πενιχρό σε σχέση με τον κόπο και τον κίνδυνο που διατρέχαμε. Όμως αυτή η ζωή είχε γίνει τόσο πολύ κομμάτι του εαυτού μας, που ήταν αδύνατο να την αφήσουμε. Εκτός αυτού, δεν έπαυε να τροφοδοτεί τις φιλοδοξίες μας για ακόμα καλύτερες μέρες. Όπως και να είχε εκείνη την περίοδο είχαμε πολύ δουλειά. Θα πάω πίσω στον χρόνο αρκετές δεκαετίες. Πριν το κρύο χέρι της κατάρας αγγίξει τον βορρά της Χώρας που τόσο πολύ μισείτε. Της Χώρας από την οποία με φέρατε. Το βράδυ στο οποίο ξεκίνησε η αποψινή ιστορία βρισκόμασταν και πάλι κοντά στα αφιλόξενα Ρηάβνεια βουνά. Κρυβόμασταν, ώς συνήθως, όμως το καλό ήταν πως κρυβόμασταν έπειτα από μια πετυχημένη δουλειά. Μπορεί να μην ξέραμε τι θα τρώγαμε σε τρεις μέρες αλλά είχαμε τα σακιά μας γεμάτα με ασημικά και στολίδια από το σπίτι ενός βαρώνου, του... Δεν θυμάμαι το όνομα του. Θυμάμαι όμως πως αυτός και η γυναίκα του ξύπνησαν, ενώ τους αλαφρώναμε το σπίτι. Θυμάμαι τις μακρινές κραυγές της γυναίκας του. Εκείνη την ώρα εγώ και ο Ράνθεϋ βρισκόμασταν στην αποθήκη, κάτω από το σπίτι. Φορτώναμε στους σάκους μας ένα φορτίο με υπάρχοντα που βρήκαμε σε ένα μεγάλο μπαούλο. Αυτός ήταν και ο λόγος της επίσκεψης μας στον βαρώνο. Είχαμε μάθει πως είχε κατάσχει αυτά τα αντικείμενα από διάφορους δύσμοιρους χωρικούς, πρόσφατα. “Πόσο χαζή μπορεί να είναι!” Βλαστήμισε ο Ράνθεϋ καταλαβαίνοντας τι είχε μόλις κάνει η Ορεήννα. “Της είχα πει να μην πάει εκεί”. Ο φίλος μου με την βαθιά ουλή να διασχίζει το μέτωπο του και να φτάνει ως το αριστερό χείλος του συνέχισε να αδειάζει το περιεχόμενο του μπαούλου στον σάκο του. Εγώ τον κοιτούσα περιμένοντας την απόφαση του. Είχα αναστατωθεί και ήθελα να πάω να βοηθήσω την Ορεήννα που ίσως να κινδύνευε. Όμως δεν σκόπευα να το δείξω στον φίλο μου. Δικιά του ήταν. Θα αποφάσιζε αυτός. Εγώ δεν έπρεπε να δείξω παραπάνω ενδιαφέρον. “Θα σε σουβλίσω βρώμα!” Άκουσα τον βαρώνο να φωνάζει. Ο Ράνθεϋ ξανάβρισε, κοπάνησε το μπαούλο και με τον σάκο μισογεμάτο μου'πε. “Εγώ πάω”. Και φυσικά τον ακολούθησα. Ανακαλύψαμε πως είχε δίκιο στην πρόβλεψη του. Δεν χρειαζόταν να είσαι προφήτης για να καταλάβεις τι έκανε και πάλι η Ορεήννα. Είχε ενδώσει στον πειρασμό να βουτήξει τα κοσμήματα από το δωμάτιο τους. “Μακριά της, η γάτα θάβει μόνο τα σκατά” συνήθιζε να λέει και σπάνια άφηνε τα προσωπικά αντικείμενα των θυμάτων της δίχως να τους ρίξει μια ματιά. Την βρήκαμε να κατεβαίνει την σκάλα φουριόζα, με τον χοντρομπαλά από πίσω της να κραδαίνει ένα ρόπαλο. Ρόπαλο. Ολόκληρος βαρώνος και βρήκε μονάχα ένα ρόπαλο στο δωμάτιο του... Ο μπάρμπας μπορεί να μην είχε τους φρουρούς του μες στο σπίτι όμως αποδείχθηκε πιο συνετός απ'ότι διορατικός. Σαν είδε εμένα και τον Ράνθεϋ στην βάση της σκάλας έμεινε ακίνητος. “Φύγετε”. Είπε ψυχρά ενώ η αθεόφοβη δίπλα μας, αγκάλιαζε παιχνιδιάρικα τον Ράνθεϋ, με τα κοσμήματα της γυναίκας του τύπου σε ένα σακί να πέφτουν στο πάτωμα. Ήταν τρελλή. Ήταν πανέμορφη. Δεν χρειάστηκε καν να σκοτώσουμε τους τεμπέληδες που είχε για φρουρούς ο τύπος. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα πως στην κυριολεξία μας άφησαν να φύγουν. Ίσως να ήταν και πως κουβαλήσαμε για λίγο τον μπάρμπα ως τα άλογα που είχαμε κλέψει λίγο νωρίτερα. Ίσως να ήταν πως οι βαρώνοι είχαν γίνει τόσο μαλθακοί με τους φτωχούς, άοπλους χωρικούς που διοικούσαν, που δεν περνούσε από το μυαλό τους πως κάποιος θα είχε το θράσσος να τους ληστέψει. Ήταν τυχεροί που υπήρχαμε εμείς. Τους βγάζαμε από την βαρεμάρα. Τους γλιτώναμε από μελλοντικές συμφορές και τους υπενθυμίζαμε την χρησιμότητα των σωστών φρουρών. Θα έπρεπε να μας ευχαριστούν! Το πρόβλημα με τους βαρώνους, όπως ξέραμε καλά, ήταν μετά την ληστεία. Αφήνιαζαν. Ήταν σαν να τους είχες προσβάλει με τα χειρότερα λόγια. Αναστάτωναν τον κόσμο και έστελναν τους φύλακες των χωριών τους στο κατόπι σου, ακόμα και αν δεν είχες καταφέρει να κλέψεις τίποτε. Ειδοποιούσαν άλλους άρχοντες που με την σειρά τους, τους βοηθούσαν σαν να είχες κλέψει αυτούς! Καθαρή τρέλλα. Έκαναν τα πάντα για να σε πιάσουν και να σε τιμωρήσουν. Έκαναν τα πάντα για να δείξουν πως η κλεψιά δεν συγχωρείτε. Ίσως το όφειλαν στους υποτελείς τους. Δεν υπήρξα ποτέ άρχοντας για να ξέρω γιατί. Όμως πρέπει να παραδεχθώ πως όσοι άπλωσαν χέρι στα έστω και λιγοστά υπάρχοντα μου δίχως να μου δώσουν έναν σοβαρό λόγο πέθαναν. Α,ναι παρεπιπτόντως, σοβαρός λόγος θα ήταν το να παραείναι δυνατοί φυσικά. Τελικά αποδείχθηκε πως η Ορεήννα είχε δίκιο. Τα περισσότερα πράγματα που είχαμε κλέψει εμείς αποδείχθηκαν μπρούτζινα. Αντίθετα τα κοσμήματα που είχε βουτήξει εκείνη ήταν πολύ μεγαλύτερης αξίας. Δεν παρέλειψε να μας φρεσκάρει την μνήμη φυσικά, όποτε το ξεχνούσαμε. Είχαμε κρυφτεί πολλές φορές στο δάσος. Το ίδιο κάναμε και τότε. Δεν χρειάστηκε πολύ ψάξιμο για να βρούμε μια σπηλιά για καταφύγιο με ένα μικρό ξέφωτο απέξω, στην πλαγιά του βουνού. Εκείνο το βράδυ δεν θέλαμε να κοιμηθούμε στην κάπνια και έτσι ψήναμε έξω από την σπηλιά. Παρά το κρύο είχαμε καλή διάθεση. Το ηλιόματο ή φεγγάρι όπως λέτε εσείς ήταν ορθάνοιχτο και κοιτούσε από ψηλά. Τα άστρα έλαμπαν στον ουρανό που δεν κρύβονταν από το δέντρα, μιας και η ταπεινή μας σπηλιά ήταν ελαφρώς πάνω από το επίπεδο του δάσους. Λίγο παραπέρα τα έλατα ύψωναν τις κορφές τους πέρα από τους θάμνους που κύκλωναν το ξέφωτο μας, σαν να θέλουν να μοιραστούν την συντροφιά μας. Εγώ μασουλούσα το σκληρό κρέας του αγριόχοιρου και μπορώ να πω, πως πραγματικά ένοιωθα γαλήνιος εκείνο το βράδυ. Σύντομα η φαντασία μου άρχισε να δουλεύει. Παρατηρούσα τις σκιές που τρεμόπαιζαν στα χόρτα υπό τον ρυθμό της φωτιάς μας. Τα χάδια του Ράνθεϋ στο κορίτσι του και τα γελάκια της, διέκοπταν την ονειροπόληση μου ή μάλλον την χειραγωγούσαν σε μονοπάτια που μονάχα με αυτολύπηση μπορούσαν να με γεμίσουν. Σαν οι σκέψεις που έκανα να εισακούστηκαν ο Ράνθεϋ σηκώθηκε δίχως λέξη και έφυγε. “Το μεσημέρι γεμίσαμε τα παγούρια!” του φώναξα χαρούμενος και αυτός αποκρίθηκε “Δεν πάω να γεμίσω βλάκα, ν'αδειάσω πάω και όχι τα παγούρια!” Έμεινα εγώ και η Ορεήννα, με τις φλόγες να φωτίζουν με έναν μυστηριακό τρόπο το πρόσωπο της. Καθόταν απέναντι μου, τυλιγμένη στο κατσιασμένο αρκουδοτόμαρο που είχε για κάπα ο Ράνθεϋ, με τα λεπτά της χέρια τυλιγμένα στα γόνατα. Τα πονηρά της μάτια έλαμπαν και τα χείλη της στράβωναν σε ένα αλλόκοτο χαμόγελο. Δεν ήθελα να πιστέψω τι κρυβόταν πίσω από αυτό. Και μόνο ο τρόπος που με κοιτούσε με γέμιζε ενοχές. Είχα χαθεί στο βλέμμα της και καρδιά μου σφίγγονταν, όμως δεν τολμούσα να κάνω το παραμικρό. Ήταν η αγαπημένη του φίλου μου. Ένα σύρσιμο ακούστηκε σαν βροντή, στο υπνωτισμένο μου μυαλό. Γύρισα με την καρδιά μου να έχει ήδη δώσει εξήγηση στο νού μου, πως ο Ράνθεϋ είχε γυρίσει. Η τρομάρα που πήρα ήταν σαν ένα μαχαίρι που σε τσιμπά και μετά χαλαρώνει, μονάχα για να σε καρφώσει ακόμα πιο βαθιά. Πίσω μου δεν στέκονταν ο Ράνθεϋ. Σαν γάτα που ετοιμάζεται να χιμήξει, χαμηλωμένη και εχθρική, μια γυναίκα είχε παραμερίσει τους θάμνους. Το γυμνό της κορμί αμαύρωνε βρώμα και ξεραμένη λάσπη δίχως να κρύβουν τις γοητευτικές της καμπύλες. Τα μαύρα της μαλλιά, μπλεγμένα και βρώμικα έπεφταν στο πρόσωπο της. Η ομορφιά που της είχε χαριστεί απλόχερα, καταστρέφονταν από τα μάτια της. Κοιτούσε με μίσος. Εμένα. Είχε μια παράξενη λάμψη στο βλέμμα της, κάτι το άγριο και συνάμα κάτι το γνώριμο. Στο ξέφωτο της σπηλιάς που είχαμε για καταφύγιο, υπό το φως της φωτιάς και με την Ορεήννα κοντά μου, ομολογώ πως φοβήθηκα από μια γυναίκα. Εκείνη άφηνε έναν υπόκωφο θόρυβο, σαν γρύλισμα. Απειλητικό, άγριο καθώς προχωρούσε κατά πάνω μου. Και ύστερα σιώπησε. Για μια στιγμή. Όρμηξε κατά πάνω μου, σαν αγρίμι, με τα χέρια της ανοιχτά. Πήδηξε και με άρπαξε. Πέσαμε στο έδαφος και κυλιστήκαμε τόσο κοντά στα κάρβουνα της φωτιάς που θαρρώ πως είχα κάψει τα παντελόνια μου. Εκείνη πάντως δεν νοιάζονταν. Παλεύαμε και ομολογώ πως το πάνω χέρι είχε αυτή. Τελικά κατάφερε να γραπώσει με τα χέρια της τα δικά μου και να με ακινητοποιήσει. Το κεφάλι της απείχε από το δικό μου μονάχα μερικούς πόντους και δεν ήταν όμορφο θέαμα. Είχε ανοιχτό ένα στόμα με δόντια μαύρα, ένας θεός ξέρει από τι. Σάλια έπεφταν πάνω μου και νομίζω πως το μόνο που την εμπόδιζε να με δαγκώσει ήσαν η ίδια της η μανία. Με κοιτούσε και ούρλιαζε, σαν τίποτε ανθρώπινο να μην υπήρχε στο λαρύγγι της. Είχα τρομοκρατηθεί, τα χέρια της ήταν λεπτά μα η δύναμη της ήταν απίστευτη. Το στόμα της άνοιξε ακόμα πιο πολύ και έκανε να με δαγκώσει. Και τότε έπαψε να ουρλιάζει. Ένας γδούπος ακούστηκε και η δύναμη της χάθηκε. Οι λαβές της λύθηκαν σαν κάθε της χέρι να κρατούνταν με ένα σχοινί που κόπηκε. Έπεσε ολόκληρη πάνω μου. Την παραμέρισα τρέμοντας με τον φόβο να μην μ'έχει αφήσει ακόμη. Στην ζαλάδα που με είχε κυριέψει είδα την Ορεήννα και τον Ράνθεϋ από πάνω μου. Εκείνη κρατούσε το σπαθί της. Είχε χτυπήσει με την πλατεία του κόψη στο κεφάλι την τρελλή γυναίκα. Ήταν αναίσθητη. “Ένα λεπτό σ'αφήνω και οι θαυμάστριες σου τρέχουν πάνω σου;” Είπε γελώντας ο Ράνθεϋ που τώρα χαιρόμουν πραγματικά που είχε γυρίσει. Κλώτσησε το γυμνό κορίτσι και έμεινε να το κοιτά πρόστυχα μέχρι που η Ορεήννα τον χαστούκισε. Εκείνος γέλασε δυνατά και πήρε στον ώμο το γυμνό πλάσμα. Την άφησε μαλακά στην σπηλιά ενώ η Ορεήννα με βοηθούσε να τινάξω τα ρούχα μου. Ο Ράνθεϋ έβγαλε το ζωνάρι του και πήρε μερικά κουρέλια που κάποτε ήταν ρούχα. Μ'αυτά έδεσε την γυναίκα. Μείναμε λίγο ακόμα στην φωτιά, όμως η όρεξη μας είχε χαθεί. Όταν πήγαμε να ξαπλώσουμε-εγώ μόνος και οι δυό τους στην απέναντι μεριά της σπηλιάς-θυμάμαι να ρωτώ “Πως βρέθηκε αυτή εδώ;”. Την απάντηση την έδωσε η Ορεήννα πριν την τυλίξει το χέρι του φίλου της.“Εσύ πως βρέθηκες;” Είχα αποφασίσει να φυλάξω εγώ σκοπιά το βράδυ πρώτος, μιας και δεν θα με έπιανε εύκολα ύπνος. Κουκουλώθηκα με την κάπα μου και στάθηκα απέναντι από την νέα μας φιλοξενούμενη. Το φως από το γεμάτο ηλιόματο ήταν το μόνο που είχε απομείνει, μιας και η φωτιά απ'έξω είχε σβήσει. Δεν ήταν μικρό κορίτσι και η βρωμιά είχε καθίσει σε όλο της το κορμί. Ήταν γεμάτη χώμα και γδαρσίματα και τα μαλλιά της ήταν γεμάτα λίγδα. Αλλά έστω και έτσι ήταν όμορφη. Άκουσα ένα πνιχτό αναστεναγμό της Ορεήννα και μετά γελάκια. Κόλλησα το βλέμμα μου στην άγρια γυναίκα προσπαθώντας να κλείσω τα αυτιά μου. Τα μάτια μου ξεκουράστηκαν στις καμπύλες της. Αύριο, σκέφτηκα. Αύριο θα ανακάλυπτα αν μπορούσα να την δαμάσω. Τα χαχανητά του ευτυχισμένου ζεύγους έσβησαν. Τα μάτια μου τώρα μισόκλειναν. Ένα αλλόκοτο αίσθημα με κατέλαβε. Κάτι γνώριμο υπήρχε σε αυτό το κορίτσι. Κάτι... Είμουν πολύ κουρασμένος για να το ανακαλύψω. Μια αδύναμη κλωτσιά στο στομάχι με ξύπνησε. Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν οι μπότες του Ράνθεϋ. Σηκώθηκα. Όρθια ήταν και η Ορεήννα. Είχε ξημερώσει και το πρωινό φως έμπαινε στην σπηλιά. Με κοιτούσαν σκυθρωποί. Έξυσα το κεφάλι μου. Χασμουρήθηκα. “Τι τρέχει;” Είπα και τότε κατάλαβα. Η γυναίκα που μου είχε επιτεθεί το προηγούμενο βράδυ δεν ήταν πουθενά. “Κοιμήθηκες λίγο παραπάνω” είπε πικρόχολα ο Ράνθεϋ. “Δεν μ'άλλαξε κανείς” Αποκρίθηκα εγώ. “Είχαμε άλλες δουλειές να κάνουμε” Με προκάλεσε εκείνος και πήγα να του δώσω μια κατάλληλη απάντηση, όμως με πρόλαβε η Ορεήννα. “Δεν έκλεψε τίποτα” είπε. “Είμαστε τυχεροί.”. “Καμμιά τρελλή κόρη κανενός βοσκού θα ήταν”. Αποφάνθηκε ο Ράθνεϋ και η συζήτηση μας τελείωσε. Αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε την σπηλιά μας. Το περιστατικό ήταν, αν μη τι άλλο, κακός οιωνός. Αφού φάγαμε λίγο, πήραμε τα βαριά σακιά μας στους ώμους και ξεκινήσαμε. Στο ξέφωτο, έξω από την σπηλιά μου έπεσε κατά λάθος ο σάκος. Έσκυψα να τον σηκώσω και παρατήρησα κάτι παράξενο. Κάτω στο χώμα μου φάνηκε πως είδα ίχνη από κάποιο ζώο- σκύλος; Λύκος; Δεν είμουν σίγουρος. Τώρα είμαι. “Τι θα γίνει ρε Ατρούν, θα έρθεις;” Φώναξε ο Ράνθεϋ και ξέχασα τα ίχνη. Κινήσαμε ακόμα πιο βόρεια, ακόμα πιο ψηλά στο βουνό. Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την μέρα. Δεν μιλούσαμε σχεδόν καθόλου στην διαδρομή. Και όσες λέξεις ανταλλάχθηκαν δεν βγήκαν από το δικό μου στόμα. Θυμάμαι πως είχα ένα πολύ περίεργο συναίσθημα. Κάθε τόσο γυρνούσα πίσω από την πλάτη μου. “Φοβάσαι μην μας βρουν εδώ πέρα;” Ρώτησε ο Ράνθεϋ μα ούτε τότε απάντησα. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έκανε να νοιώθω έτσι, μα ήταν σαν να μας παρακολουθούσαν. Άραγε το κορίτσι δεν ήταν μόνο του; Μήπως δεν μας είχε αφήσει; Η μουντή μας διάθεση κράτησε και μετά την επόμενη κατασκήνωση μας. Ψήσαμε τα τελευταία κομμάτια του αγριογούρουνου και ας ήταν περισσότερα από όσα θα τρώγαμε. Τελείωνε και δεν είχε νόημα να ανάβουμε φωτιά για ψιλοπράγματα τις επόμενες μέρες. Στην φωτιά εκείνης της νύχτας εγώ είχα χαθεί σε σκέψεις. Το μυαλό μου περιπλανιόταν σε έναν λαβύρινθο αναμνήσεων από χάνια γεμάτα καπνό και τσίκνα, σκοτεινά, μουχλιασμένα καταγώγια και βρώμικες γυναίκες που σήκωναν εύκολα τις φούστες τους. Αυτές ήταν οι καλές μου στιγμές και είχα βυθιστεί στην γλύκα της νοσταλγίας. Μέχρι που η μνήμη αγκιστρώθηκε σε μια στιγμή, χρόνια πριν. Πρέπει να τους τρόμαξα όταν είπα. “Θυμήθηκα ποιά ήταν!” Γύρισαν απορημένοι. “Τι εννοείς;” Με ρώτησε ο Ράνθεϋ. “Το κορίτσι που μου επιτέθηκε. Το γνωρίζω!” Του απάντησα ενθουσιασμένος προσπαθώντας να ξεθάψω ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες από την μνήμη μου. Τους εξήγησα την ιστορία. Το κορίτσι το είχα γνωρίσει σε ένα πανδοχείο, μακριά από εκεί που ήμασταν, στο λιμάνι της Ερβείρια. Είχα περάσει κάποιο καιρό μαζί του και όπως ήταν φυσικό με είχε ερωτευτεί σφόδρα. Εγώ δεν μπορούσα να δεσμευτώ καθώς ως γνωστόν είμαι αέρας που φυσά. Παρέσυρα όμως την καρδιά του κοριτσιού. Με ικέτευε να την παντρευτώ. Με ικέτευε να μην φύγω. Τελικά όταν έφυγα οι προσβολές και οι βλαστήμιες της ξεπερνούσαν σε εφευρετικότητα και εκείνες του Ράνθεϋ. Τώρα το πως έφτασε ως εκεί... Δεν το γνώριζα. Ούτε το έμαθα. Πάντως δεν φάνηκαν να μοιράζονται τον ενθουσιασμό μου σαν τους είπα την ιστορία μου. “Μπορεί να κάνεις λάθος, πάει πολύς καιρός που έχεις πηδήξει” είχε πει ο Ράνθεϋ, όμως εγώ είμουν σίγουρος. Το κορίτσι αυτό ήταν η Σεήλδα και μπορεί εγώ να δυσκολευόμουν να την θυμηθώ, όμως εκείνη κάποτε έδινε και την ζωή της για μένα. Η διάθεση μας έφτιαξε την επόμενη μέρα, εξάλλου είχαμε ακόμα τα κλοπιμαία στα χέρια και κανένα ίχνος φρουρού πίσω μας. Το κορίτσι ξεχάστηκε, ενώ βρήκαμε και προορισμό. Πέρα από το βουνό, στην άλλη πλευρά του, η κοιλάδα που απλώνονταν ήταν και φιλόξενη και απομονωμένη. Εκεί δεν θα μας έβρισκαν στα σίγουρα και θα μπορούσαμε να κινήσουμε ανατολικά με το πάσο μας, δίχως να συναντήσουμε φρουρούς. Τον χειμώνα θα είμασταν πάλι σε μακρινές, κατοικημένες περιοχές δίχως τον φόβο να μας αναγνωρίσουν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να διασχίσουμε την απότομη πλευρά του βουνού που βρισκόταν μπροστά μας. Ακούγονταν καλή ιδέα. Ένα μικρό εμπόδιο στην αρχή για μια ασφαλή και άνετη διαδρομή μετά. Αργήσαμε να βρούμε τον λιγότερο κακοτράχαλο κατσικόδρομο και έτσι αποφασίσαμε να κοιμηθούμε σε ένα ξέφωτο κοντά στην πλαγιά που θα σκαρφαλώναμε το επόμενο πρωί. Το φρέσκο κρέας από το αγριογούρουνο είχε τελειώσει από χτες και έτσι δεν ανάψαμε φωτιά. Με τα κρύα ξεροκόμματα να μου τονίζουν πως μας περίμενε πείνα, έπεσα να κοιμηθώ. Όταν με ξύπνησε ο Ράνθεϋ το ηλιόματο δεν είχε χαθεί ακόμα από τον ουρανό αν και δεν ήταν γουρλωμένο. Ήξερε πως θα ένοιωθα άσχημα που αποκοιμήθηκα εκείνο το βράδυ στην σπηλιά και έκλεβε στις βάρδιες. Δεν είπα τίποτα, σηκώθηκα σιωπηλός και άρχισα να περπατάω γύρω γύρω για να ξυπνήσω. Μετά το τελευταίο περιστατικό δεν ήθελα να ξανακοιμηθώ σε σκοπιά. Πρέπει να πω πως πέρασα και αυτό το βράδυ με την θύμηση της Σεήλδα. Τόσο μίσος είχε για μένα; Τόσο κακό της είχα κάνει που είχε αποτρελλαθεί; Η αλήθεια ήταν πως δεν θυμόμουν και πολλά από αυτήν. Ήταν καλό κορίτσι νομίζω, μα λιγάκι βαρετό. Ίσως ήταν και λίγο άτυχη. Ειδικά στην Ερβείρια είχε πολλές σαν και αυτήν. Δεν θα τολμούσα να το παραδεχθώ ανοιχτά, ειδικά αν ξαναβρίσκονταν από πάνω μου με εκείνη την απάνθρωπη δύναμη και τα κατάμαυρα δόντια, όμως και ο λίγος καιρός που πέρασα μαζί της ήταν πολύς για μένα. Είχε ήδη πάρει να ξημερώνει, και τα μάτια μου είχαν και πάλι αρχίσει να μισοκλείνουν όταν διέκρινα μια κίνηση στο δάσος. Τ' άνοιξα δίχως να κάνω την παραμικρή κίνηση. Δεν χρειαζόταν να ειδοποιήσω όποιον βρισκόταν εκεί, ότι είμουν ξύπνιος. Ότι είχε κινηθεί πριν από λίγο τώρα έστεκε ακίνητο και στο φως της αυγής δεν ήταν εύκολο να το ξεχωρίσω. Σηκώθηκα προσεκτικά. Όμως με κατάλαβε. Μέσα στο δάσος, ένας κατάμαυρος λύκος έφυγε γρήγορα μόλις κινήθηκα. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός. Είχε τέτοια ζώα σε τούτα τα μέρη. Ούτε το συνέδεσα με τις πατημασιές που είχα δει έξω από την σπηλιά. Τόσο ήξερα, ο ανόητος. Τέλοσπάντων. Ο Ήλιος δεν άργησε να υψωθεί στον ουρανό. Ο Ράνθεϋ και η Ορεήννα σηκώθηκαν απρόθυμα. Τους υπενθύμισα πως είχαμε μια δύσκολη δοκιμασία μπροστά μας και πως έπρεπε να ξεκινήσουμε σύντομα. Έτσι και κάναμε. Το μονοπάτι που πήραμε προχωρούσε φιδωτά στην πλαγιά του βουνού. Όταν φάρδαινε και ανεβοκατέβαινε, συχνά χάνονταν ενώ όταν ακολουθούσε την φορά της πλαγιάς ήταν τόσο στενό που μετά βίας χωρούσαμε με τους μισοφορτωμένους μα βαριούς σάκους μας. Προχωρούσαμε προσεκτικά ανάμεσα σε ασταθές χώμα και μυτερές πέτρες που έσκιζαν τις μπότες μας. Πιανόμασταν από θάμνους εδώ και εκεί για να διασχίσουμε στενά περάσματα. Κατά το μεσημέρι το δρομάκι είχε στην μια μεριά τραχιά πέτρινη επιφάνεια που υψώνονταν σαν πελώριο τείχος από πάνω μας και στην άλλη γκρεμό. Τα δέντρα από κάτω σχημάτιζαν μια αεικίνητη θάλασσα από σκουρόχρωμες φυλλωσιές.” Ο γέρος ξεροκατάπιε. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα που άφησε να βγει βασανιστικά αργά. Κάποιοι χασμουρήθηκαν. Όταν τελικά ξαναμίλησε κοιτούσε επίμονα το ποτήρι του σαν να απευθυνόταν σε αυτό. “Ούτε που θυμάμαι πως έγινε. Το κατάλαβα όταν άκουσα τις φωνές και τον θόρυβο από πίσω μου. Προχωρούσα πρώτος, έτσι δεν είδα τι ακριβώς συνέβη. Πάντως όταν γύρισα ο Ράνθεϋ κρέμονταν από ένα κλαδί. Έτρεξα. Είδα τον γκρεμό από κάτω του να απλώνεται σαν ζωγραφιά από έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο έτοιμο να τον καταπιεί. Έναν κόσμο που μόλις κατάπινε το σακίδιο του που άνοιγε καθώς χτυπούσε στα βράχια. “Βοηθήστε με! Γρήγορα” Φώναζε ενώ η κάπα του πετούσε στο κενό πιο κάτω. Η Ορεήννα είχε προλάβει να ξαπλώσει στο χώμα και να προσπαθεί μάταια να απλώσει το χέρι της στον αγαπημένο της. Όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να το φτάσει. Έντρομος έριξα τον σάκο και έπεσα στο χώμα. Άπλωσα και εγώ το χέρι μου. Όμως και πάλι δεν ήταν αρκετό. Χρειαζόμουν άλλο ένα χέρι για να τον φτάσω. “Την ζώνη! Την ζώνη βλάκα!” Φώναζε από κάτω ο Ράνθεϋ. Έλυσα το ζωνάρι μου βιαστικά, μα σαν το ζύγιασα στα χέρια μου σκέφτηκα πως δεν θα βαστούσε. Δίστασα. “Τέλειωνε! Δεν αντέχω θα πέσω!” Ούρλιαξε. “Και το δικό σου!” Είπα στην Ορεήννα όταν ανακάλυψα πως τόση ώρα είχε σηκωθεί όρθια και με κοιτούσε ακίνητη σαν άγαλμα. Παγωμένη. “Τέλειωνε σκύλα, δώσ'του την καταραμένη ζώνη!” Γρύλισε ο Ράνθεϋ και εκείνη τινάχτηκε. Τον κοίταξε από ψηλά με ένα βλέμμα που δεν είμαι σίγουρος αλλά θαρρώ πως ήταν γεμάτο περιφρόνηση. Τώρα που το σκέφτομαι... Ήταν περιφρόνηση. Έβγαλε την ζώνη της με απότομες κινήσεις. Πριν μου την δώσει με κοίταξε κατάματα. “Δώσ'την μου βλάκα δεν...” Ακούσα μα το βλέμμα μου έμεινε στα μάτια της. Για μια στιγμή αποκόπηκα από τον κόσμο και βυθίστηκα στο κενό της ομορφιάς της. “Βοήθεια!” Η φωνή του Ράνθεϋ με ξύπνησε. Έπεσα στο χώμα. Άπλωσα τις δυό ζώνες. Όμως ήταν αργά. Όπως άπλωσε το άλλο χέρι για να τις αδράξει το πρώτο του χέρι γλίστρησε. Ούρλιαξε. Τον είδα να πέφτει και να χτυπά στον δεξί του ώμο με δύναμη σε έναν βράχο που προεξείχε. Στην υπόλοιπη του πτώση έμοιαζε τσακισμένος σαν σπασμένη κούκλα, ώσπου χάθηκε στα βάθη της θάλασσας από έλατα. Όμως κουνούσε τα χέρια. Ως την τελευταία στιγμή κουνούσε τα χέρια. Έμεινα να κοιτάζω τον γκρεμό δίχως να μπορώ να πιστέψω τι είχε συμβεί. Ξεροκατάπια έναν κόμπο. Σήκωσα το βλέμμα μου και αντίκρυσα την Ορεήννα. Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπο της. Κάθε της χαρακτηριστικό ήταν σφιγμένο. Πόνος; “Τι θα κάνουμε;” Ρώτησα. “Τι μπορούμε να κάνουμε;”Απάντησε ψυχρά και θεώρησα πως ήταν αποφασιστικότητα. “Κάναμε ότι μπορούσαμε;” Επέμεινα εγώ. “Ναι.” Αποκρίθηκε εκείνη και με άγγιξε απαλά στον ώμο. Το άγγιγμα της με έκανε να ανατριχιάσω. Θυμάμαι πως τραβήχθηκα σχεδόν με αποστροφή. Σχεδόν. Φύγαμε. Δεν βγάλαμε τσιμουδιά στην διαδρομή. Βράδιασε και είμασταν ακόμα στο βουνό. Συνεχίσαμε ώσπου μετά από λίγη ώρα το μονοπάτι οδηγούσε σε πιο ομαλό έδαφος. Βρήκαμε ένα κατάλληλο μέρος, γυμνό από θάμνους για να κοιμηθούμε. Είχαμε εξαντληθεί σωματικά και ψυχολογικά. Καθίσαμε ο ένας απέναντι από τον άλλο, σε απόσταση. Φάγαμε τα απομεινάρια του φαγητού. Δεν ανταλλάξαμε ματιά. Μείναμε σιωπηλοί, με την κούραση να μας έχει καταβάλει. Όμως κανείς μας δεν έπεσε για ύπνο. Καθόμασταν με την απόσταση αδύναμη να χωρίσει τις σκέψεις μας. Κρατούσαμε το βλέμμα μας χαμηλά, ανίκανο να εμποδίσει την φαντασία μας από το να αντικρύζει την μορφή του άλλου. Πήρε αρκετή ώρα. Όμως με το που άκουσα το σύρσιμο που έκανε όταν σηκώθηκε ηλεκτρίστηκα. Η επίγνωση έσκασε σαν κεραυνός. Κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που σηκώθηκε τι θα γινόταν. Το ήξερα. Τώρα, τόσα χρόνια μετά μπορώ να το παραδεχθώ. Χρόνια ποθούσα κάτι τέτοιο να συμβεί. Χρόνια φθονούσα τον φίλο μου κάθε φορά που βρισκόταν μαζί της, που την άγγιζε μπροστά μου. Το έδιωχνα από την σκέψη μου συνεχώς. Όμως το περίμενα. Και είμουν ανήμπορος να το εμποδίσω. Ήρθε πλάι μου. Την αγκάλιασα. Έκλαψε. Έκλαψα και εγώ. Μετά από λίγο τα βρώμικα ρούχα μας ήταν πεταγμένα στους θάμνους και εμείς οι δυό είχαμε γίνει ένα.” Ο γέρος σταμάτησε δήθεν για να τελειώσει το ποτήρι με κρασί που έπινε. Γκρίνιαξε σε έναν νεαρό σκλάβο να του βάλει και άλλο και εκείνος υπάκουσε πρόθυμα. Παρατήρησε φυσικά πως τριγύρω του οι ακροατές του, ευγενείς και δούλοι, τον κοιτούσαν πλέον με ονειροπόλο βλέμμα. Κανείς δεν χασμουριόταν πια. Πήρε μια βαθειά ανάσα και συνέχισε. “Λυπάμαι που το λέω, αλλά εκείνο το πρωινό όταν ξύπνησα είμουν πραγματικά χαρούμενος. Το ζεστό κορμί της πλάι μου και η κάπα μου πάνω μας, ήταν ότι χρειαζόμουν για να μείνω για πάντα εκεί. Καθίσαμε αρκετή ώρα ακόμα, μέχρι ο Ήλιος να ανέβει ψηλά στον ουρανό. Αργότερα ξεκινήσαμε. Στην αρχή δεν μιλούσαμε. Βρισκόμασταν στην άλλη μεριά του βουνού και κατηφορίζαμε την πιο βατή πλαγιά κρατημένοι χέρι-χέρι. Θαρρώ πως και εκείνη ήταν όσο ευτυχισμένος είμουν εγώ. Αργότερα αρχίσαμε να μιλάμε. Στην αρχή δειλά. Έπειτα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Βαδίζαμε ώσπου να βραδιάσει, μα μιλούσαμε ως το πρωί. Όταν πια κοιμηθήκαμε είμασταν κουρασμένοι και νηστικοί όμως πραγματικά δεν με ένοιαζε. Μου αρκούσε η παρουσία της. Ξύπνησα το μεσημέρι. Η πείνα με θέριζε. Έπρεπε να βρούμε φαγητό. Εγώ δεν τα πηγαίνα καλά με τα τόξα, όμως εκείνη ήταν καλή στο σημάδι. Στην αρχή προσφέρθηκα να την συνοδέψω. Δεν δέχθηκε. Με άφησε στο ξέφωτο με τα πράγματα. Καλά έκανε. Το μόνο που θα έκανα θα'ταν φασαρία που θα έδιωχνε τα ζώα. Είπα να κοιμηθώ λίγο ακόμη ώσπου να γυρίσει. Κουκουλώθηκα στην κάπα μου και ξάπλωσα στις ρίζες του δέντρου στο οποίο το προηγούμενο βράδυ την αγκάλιαζα. Είχα ήδη αρχίσει να φαντάζομαι το γυμνό κορμί της όταν άκουσα θόρυβο από πολύ κοντά. Σηκώθηκα απότομα και έπιασα το σπαθί μου, που είχα αφήσει δίπλα. Το συναίσθημα πως κάποιος μας παρακολουθούσε ζωντάνεψε. Τα μάτια ενός μαύρου λύκου ήταν πάνω μου. Το ζώο ήταν κοντά. Επικίνδυνα κοντά. Έμοιαζε ανησυχητικά με το ζώο που με κοιτούσε από μακριά πριν λίγες μέρες. Τότε η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη και δεν είμαι ειδικός στους λύκους. Ούτε θέλω να γίνω. Το ζώο έκανε ένα βήμα πίσω σαν με είδε να πιάνω το σπαθί μου. Ήταν...Ήταν σαν να καταλάβαινε... Δεν ξανακουνήθηκα και έμεινε ασάλευτος να με κοιτά. Άφησα ελάχιστα το ξίφος και χαλάρωσε. Τα κίτρινα μάτια του έλαμπαν σαν χάντρες μες στην χοντρή του γούνα. Υπήρχε κάτι αλλόκοτο στον τρόπο που με κοιτούσε το ζώο. Ήταν λες και τα μάτια του ήταν υγρά. Σαν...Σαν να λυπόταν. Ακούμπησα το σπαθί μου χάμω και πέταξα πλάι την κάπα για να σηκωθώ. Πλησίασα ήρεμα το ζώο που όπως κατάλαβα ήταν θηλυκό. Δεν απομακρύνθηκε. Συνέχισε να με κοιτάζει με το θλιμμένο του βλέμμα. Το έφτασα. Το σπαθί μου ήταν πολύ μακριά σε περίπτωση που το ζώο επέλεγε να μου επιτεθεί. Όμως ένοιωθα μια ανεξήγητη αίσθηση ασφάλειας μαζί του. Όσο περίεργο και να ακούγεται εκείνη την στιγμή, το εμπιστεύτηκα. Με πλησίασε και αυτό. Άπλωσα το χέρι μου στην μουσούδα του. Το έγλειψε και άφησε ένα λυπητερό σκούξιμο. Αμέσως μετά με ξάφνιασε με ένα τίναγμα του. Γύρισε και απομακρύνθηκε. Έμεινα να το κοιτάζω καθώς έφευγε. Κάποια στιγμή σταμάτησε και γύρισε για μια στιγμή. Με κοίταξε. Και έπειτα έφυγε με ακόμα πιο γρήγορο βήμα. Η μέρα μου πέρασε με τις σκέψεις μου για τον λύκο να καταλαμβάνει μια ανησυχιά. Φοβόμουν πως κάτι θα της συνέβαινε. Ως το βράδυ είμουν έτοιμος να αρχίσω να την αναζητώ. Τελικά στο αποκορύφωμα της αγωνίας η Ορεήννα επέστρεψε κουρασμένη μα γελαστή. Ένας λαγός ήταν το θήραμα της και ήταν αρκετός για να με κάνει να ξεχάσω την λύκαινα. Ήταν μια υπέροχη νύχτα. Δεν θέλω να φλυαρώ. Θα μπορούσα να μιλώ μέρες για τον έρωτα μου. Όπως και να είχε περάσαμε έτσι κοντά έναν μήνα. Συνεχίσαμε να προχωρούμε ανατολικά, με την άνεση μας. Πολλές φορές μέναμε για δυό και τρείς μέρες στο ίδιο μέρος. Ειδικά όταν τελείωνε το φαγητό δεν το κουνούσαμε αν δεν έβρισκε εκείνη νέο θήραμα. Μείναμε αρκετές φορές νηστικοί και κάποιες μακριά από ποτάμι όμως δεν νοιαζόμασταν. Είμασταν ευτυχισμένοι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνες τις μέρες. Όπως δεν θα ξεχάσω και πως κατέληξε. Για αρκετό καιρό η ζωντάνια της με έκανε να ξεχάσω το αίσθημα πως μας παρακολουθούν. Αργότερα όμως επέστρεψε. Όποτε έμενα μόνος μου συχνά έκανα βόλτες, έτοιμος να πιάσω κάποιον να ενεδρεύει. Άλλες φορές πάλι έσφιγγα την λαβή του σπαθιού μου περιμένοντας ό'τι ήταν εκεί έξω να έρθει σε μένα. Ποτέ δεν ήρθε. Συχνά ανησυχούσα για εκείνη, ειδικά όταν έφευγε για κυνήγι, όμως και αυτό αποδεικνύονταν μάταιο. Πάντα επέστρεφε. Κάποιες στιγμές το μυαλό μου γύριζε στον φίλο μου. Η ενοχές με κέντριζαν και ζάρωνα στα σκεπάσματα μου. Ένοιωθα να γίνομαι μικρός και μαζί με την φοβία μου, ένοιωθα τρομερά εκτεθιμένος. Πρέπει να παραδεχθώ πως υπήρξαν φορές που φοβήθηκα πως το φάντασμα του φίλου μου θα επέστρεφε για να με τιμωρήσει. Όμως είχα κάνει ότι μπορούσα για να τον σώσω. Είχα κάνει ότι μπορούσα.” Ο γέρος έκανε μια παύση. Είχε ήδη περάσει αρκετή ώρα. “Νομίζω πως μπορούμε να συνεχίσουμε μια άλλη στιγμή αυτή την ιστορία” Πρότεινε ο Σατράπης του Χιρτάλ, ανήσυχος μήπως οι καλεσμένοι του έχουν βαρεθεί την ιστορία του γέρο-σκλάβου. Όμως το βουητό που ακούστηκε στο τραπέζι, μαζί με μερικές ευγενικές προτάσεις των πιο σημαντικών ευγενών που βρίσκονταν, τον έπεισαν να υποχωρήσει. Ο γέρος που χρησιμοποίησε τον ελεύθερο χρόνο για να καταβροχθίσει ένα κομμάτι από αρνίσιο κρέας συνέχισε ακάθεκτος στο νόημα του Σατράπη. “Η ιστορία μου είναι μια μεγάλη ιστορία, γιατί αν και αφορά περιστατικά λίγων μονάχα ημερών, με στοίχειωνε για αμέτρητα βράδια. Τέτοια είναι και η σημασία της, είναι μια ιστορία η οποία δεν με έχει αφήσει και ακόμα και τώρα που την αφηγούμε, η θλίψη λυγίζει την ψυχή μου. Σας παρακαλώ να με ακούσετε, διότι τώρα πια το έχω ανάγκη, πρέπει να σας πω το τέλος. Αν το αφήσετε για κάποια άλλη φορά θα βασανίζομαι ως εκείνη την στιγμή. Δεν θα κοιμάμαι και κάθε φορά που θα σας βλέπω θα ψάχνω αφορμή για να τελειώσω την ιστορία μου και τελικά όταν το κάνω ίσως να είναι η στιγμή ακατάλληλη και να μην λυτρωθώ. Η ιστορία μου τελειώνει σε μια μέρα από τις επόμενες. Είχαμε καθυστερήσει πια πολύ να φτάσουμε στα ανατολικά χωριά και οι πρώτες βροχές μας είχαν πιάσει απροετοίμαστους. Έτσι εκείνες τις μέρες βαδίζαμε ξανά δίχως να χασομερούμε, βιαστικοί να βρεθούμε σε ένα καλό κρεβάτι. Οι δυό μας. Τρεις μέρες προχωρούσαμε χωρίς μπουκιά στο στόμα μας και η ανάγκη να κυνηγήσει ήταν πιο επιτακτική από ποτέ. Έτσι έμεινα και πάλι εγώ να την περιμένω. Το θυμάμαι σαν χτες όσο και αν έχω προσπαθήσει να το διώξω από την μνήμη μου. Είχε αργήσει να γυρίσει και η ανησυχία είχε αρχίσει να με κυριεύει. Πήρε να βραδιάζει και το ηλιόματο κρέμονταν στον ουρανό και πάλι ορθάνοιχτο και γουρλωμένο σαν ωχρό μάτι διεστραμμένου γέρου. Ήταν η ακριβώς επόμενη πανσέληνος από εκείνο το βράδυ που μου είχε επιτεθεί εκείνο το κορίτσι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ορεήννα θα έλειπε ως αργά το βράδυ, όμως εκείνο το συγκεκριμένο είχα ένα κακό προαίσθημα. Οι πρώτοι κάτοικοι του τόπου εκείνου πίστευαν πως κάθε φορά που το ηλιόματο είναι ορθάνοιχτο είναι μια νύχτα γιορτής, μια νύχτα που ο ήλιος προστατεύει τους ανθρώπους από τα κακά πνεύματα. Ίσως για τους βάρβαρους αυτούς να ήταν έτσι. Πάντως σε εμένα τίποτα καλό δεν είχε συμβεί σε μια τέτοια νύχτα. Προσπαθούσα να καθησυχάσω τον εαυτό μου με ζεστές μνήμες, όταν άκουσα μια μακρινή κραυγή που έκανε τις τρίχιες στη ράχη μου να σηκωθούν. Η φωνή ήταν γυναικεία. Γνώριμη. Άρπαξα το σπαθί μου και το ξεθηκάρωσα. Έτρεξα σαν τρελλός μες στο δάσος, αφήνοντας πίσω τα πάντα. Δεν μ'ένοιαζε. Έπρεπε να την βρω, έπρεπε να μάθω αν ήταν αυτή. Οι σκέψεις μου διακόπηκαν από μια ακόμη κραυγή. Πάγωσα. “Ορεήννα!” Άκουσα την φωνή μου σπασμένη, σαν μικρού παιδιού. Έτρεξα προς το μέρος που την άκουσα. Προσευχόμουν να μην είναι αυτή. Στην αρχή είμουν διστακτικός για το άν ήταν συνετό να φωνάζω. Η τρίτη κραυγή διέλυσε κάθε διστακτικότητα. Ούρλιαζα το όνομα της, έτρεχα μες στο μαύρο δάσος. Έπεσα μα ξανασηκώθηκα. Προσπαθούσα να προσανατολιστώ απελπισμένος. Δεν ξανάκουσα τίποτα. Κουράστηκα μα δεν σταμάτησα. Συνέχισα λαχανιασμένος μέχρι που σωριάστηκα κάτω από την εξάντληση. Όμως ξανασηκώθηκα και συνέχισα για όλο το βράδυ να περιφέρομαι. Απελπισμένος. Πανικόβλητος. Οι πρώτες αχτίδες του Ήλιου με βρήκαν σε τραγική κατάσταση να μουρμουρίζω στον εαυτό μου. Σκέφτηκα να γυρίσω πίσω στο μέρος που είχα αφήσει τα πράγματα. Μια κρυφή ελπίδα πως θα την έβρισκα εκεί, να κοιμάτε και να με περιμένει, να ανοίγει τα πονηρά της μάτια και χωρίς να μου μιλήσει αυτά να με κοροιδεύουν στο βλέμμα της... Είχα χαθεί. Δεν ήξερα που βάδιζα. Συνέχισα να περπατώ υπνωτισμένος μέχρι που σωριάστηκα στο μαλακό χώμα. Ξύπνησα από έναν θόρυβο. Πήγα να σηκωθώ μα ξανάπεσα από την τρομάρα μου. Για τρίτη φορά τα ζώα του δάσους με επισκέπτονταν. Ή τουλάχιστον έτσι νόμισα. Ένας τεράστιος λύκος έστεκε από πάνω μου. Δεν ήταν το ζώο που είχα συναντήσει παλιότερα. Ένα καστανότριχο θηρίο με κοιτούσε με πυρωμένα μάτια, ακίνητο σαν αρρωστημένη μαρμάρινη δημιουργία. Όχι. Ανέσαινε. Βαριά, σαν να'ταν θυμωμένο. Και δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω μου. Ο φόβος μου δεν κράτησε πολύ. Μεταλλάχθηκε σε μίσος, στην θύμηση της και των ουρλιαχτών. Στα μάτια μου, εκείνο το κτήνος έφταιγε. Σηκώθηκα και ύψωσα το ξίφος μου. Χίμηξα πάνω του, ουρλιάζοντας. Ο λύκος με ένα πήδημα με άφησε μονάχο, να ορμάω στα δέντρα. Του ξαναόρμηξα. Και πάλι απομακρύνθηκε εξίσου γρήγορα. Ύστερα γύρισε και βάλθηκε να φύγει μακριά μου κουτσαίνοντας. Έμεινα να τον κοιτάζω, κουρασμένος, εξαθλιωμένος και απελπισμένος, όταν γύρισε προς το μέρος μου. Κουτσαίνοντας. Γρύλισε. Έμεινε ακίνητος. Ήταν περίεργο. Τον κοιτούσα δίχως να καταλαβαίνω. Τι ήθελε το πλάσμα αυτό απο μένα; Με περίμενε. Άργησα να το καταλάβω, αλλά όταν το σκέφτηκα, σιγουρεύτηκα την ίδια στιγμή. Και μόλις τον πλησίασα συνέχισε να περπατά. Τότε παρατήρησα πως περπατούσε πατώντας το ένα του πόδι στραβά. Συγκεκριμένα το δεξί μπροστινό. Τον ακολούθησα. Όποτε έμενα πίσω με περίμενε. Όποτε το πλησίαζα βάδιζε με το παράξενο τρόπο του, λίγο πιο γρήγορα. Ήταν αξιοπερίεργο. Με καθοδηγούσε μες στο δάσος. Είχε πάει απόγευμα όταν το ζώο σταμάτησε και πάλι. Σταμάτησα και εγώ γιατί θεώρησα πως θα κουράστηκε και δεν είχε νόημα να το πλησιάσω. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες. Ο λύκος δεν κουνιόταν. Έσκυψε μονάχα στο έδαφος, πίσω από κάτι θάμνους για λίγο. Έπειτα σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε. Προχώρησα επιφυλακτικά. Άραγε είχαμε φτάσει στον προορισμό μας; Καθώς πλησίαζα ο λύκος έκανε μερικά βήματα και απομακρύνθηκε λιγάκι. Αυτό που είδα όταν έφτασα εκεί θα με σημαδεύει για πάντα. Τα βράδια συνεχίζω ακόμα και τώρα να ξαπλώνω με τα μάτια σφιχτά, όχι για να κοιμηθώ αλλά για να μην δω τα φαντάσματα γύρω μου. Συνεχίζω να ξυπνώ ιδρωμένος και με την καρδιά μου να δοκιμάζει τα όρια της, στους εφιάλτες που επιδεικνύουν πως ότι είδα, έχει χαραχτεί βίαια στο νού μου. Μια από αυτές τις νύχτες, ίσως και να μην αντέξει και να σας αφήσω, εσάς και το όμορφο παλάτι σας. Δεν μπορώ να την ξεχάσω. Με τα ρούχα σκισμένα και πεταμένα. Με το θηκάρι από το σπαθί της λίγο παραπέρα. Με το τόξο της παρατημένο χάμω. Το ωχρό της δέρμα είχε μελανιές που δεν έσβηναν όσο αίμα και να έχασε. Το σπαθί της, ήταν καρφωμένο στην κοιλιά της. Η πληγή είχε στεγνώσει, όμως το ξίφος είχε διαπεράσει το κορμί της. Όποιος το έκανε στριφογύρισε την λεπίδα βάναυσα, μέσα στα σωθικά της. Το πρόσωπο της ήταν ήρεμο πια. Είχε τελειώσει. Είχε ώρα που είχε τελειώσει. Γονάτισα. Δεν μπορούσα ούτε καν να την αγγίξω. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια μου. Άρχισα να χτυπάω το χώμα. Για ώρα δεν μπορούσα να βγάλω άχνα. Έπειτα ούρλιαξα ξανά και ξανά. Δεν ήταν αρκετό. Σηκώθηκα στον ουρανό και άφησα μια κραυγή τόσο δυνατή που τα σωθικά μου έκαψαν. Όμως και πάλι, δεν ήταν αρκετό. Ήθελα να πονέσω εκείνη την στιγμή. Ήθελα μα δεν μπορούσα, τα πάντα μούδιαζαν μέσα μου από τον έναν, τον μοναδικό, τον απόλυτο πόνο. Τον θάνατο της. Έκλαιγα για ώρες σαν παιδί. Μονολογούσα, καταριόμουν, ικέτευα, ξεσπούσα. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Το κλάμμα μου έγινε θρήνος. Ο καημός μου, βάρος και η ανάσα μου λυγμοί. Σήκωσα όμως τελικά τα μάτια μου από πάνω της. Είχα ηρεμήσει ελάχιστα, όταν το βλέμμα μου σηκώθηκε. Ανατριχιάζω και τώρα που το θυμάμαι. Ο λύκος ήταν ακόμη εκεί. Έστεκε ακίνητος και με κοιτούσε με ένα αλλόκοτο βλέμμα. Ήταν παράξενο και όμως ένοιωθα πως μπορούσα να καταλάβω τα συναισθήματα του ζώου. Τα μάτια του δεν είχαν πια το μίσος που είχαν όταν τον πρωτοαντίκρυσα. Έχθρα ήταν αυτό που διέκρινα, μαζί με θλίψη. Όμως είχε και κάτι ακόμα απροσδιόριστο. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Ο λύκος είχε καθίσει τόση ώρα μαζί μου. Και με κοιτούσε. Το συνειδητοποίησα εκείνη την στιγμή. Αυτός με είχε φέρει εδώ. Όμως δεν μπορούσα να καταλάβω. Πως; Γιατί; Τελικά το ζώο αποφάσισε να με εγκαταλείψει. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω με το παράξενο πάτημα του, όμως τελικά ξαναγύρισε. Μου έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα. Γούρλωσε τα μάτια του και ήταν σαν να πήραν φωτιά. Και τότε ήταν που το παρατήρησα. Κάτω από την γούνα του, το ζώο είχε μια ουλή που ξεκινούσε από το μέτωπο του. Και τελείωνε στο χείλος του. Η σκέψη με χτύπησε σαν κεραυνός. Θυμήθηκα το περπάτημα του. Έμεινα να το κοιτώ αποσβολωμένος. Είχα χάσει την μιλιά μου. Ήταν ποτέ δυνατόν; Ξάφνου όλα εμφανίστηκαν μπροστά μου. Θυμήθηκα την γυναίκα που κάποτε με είχε αγαπήσει και ένα βράδυ, ένα ηλιόματο πριν προσπάθησε να με σκοτώσει. Θυμήθηκα τις πατημασιές που είδα το επόμενο πρωί και αμέσως μετά τον μαύρο λύκο που είχε έρθει σαν...Σαν να μου ζητά συγγνώμη. Το ζώο γρύλισε και έφυγε για πάντα. Με άφησε εκεί. Είχα παραλύσει. Τα δάκρυα μου είχαν στεγνώσει. Κατάπια τον κόμπο στον λαιμό μου. Εκείνη την στιγμή ένοιωσα πως είχα πάρει ότι ακριβώς μου άξιζε. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, αλλά κανένας θεός δεν μου έκανε την χάρη. Με άφησαν ολομόναχο, πάνω από το πτώμα της. Σήκωσα το βλέμμα μου προς το μέρος που στέκονταν ο λύκος πριν από λίγο. “Συγγνώμη Ράνθεϋ” ψέλισσα.” Ο γέρος κοίταξε γύρω του. Οι ευγενείς που είχαν έρθει στην γιορτή του Σατράπη του Χιρτάλ για μια σημαντική ή ασήμαντη συμφωνία, είχαν γουρλωμένα μάτια και στόματα που έχασκαν μισάνοιχτα. Ο πρόξενος του Όμιταλ, ανακάθισε αμήχανα στην καρέκλα και έβηξε σιγανά, με φανερή δυσφορία. Ο Ατρούν έβγαλε έναν αναστεναγμό. “Πολλές οι δυσιδαιμονίες του ανθρώπου για τα ζώα. Πολλά και τα παραμύθια για ανθρώπους που μεταμορφώθηκαν σε ζώο. Και σ' όλα αυτά, το ζώο κληροδοτεί στον άνθρωπο το ένστικτο της βίας. Ο λύκος... Αυτός και αν είναι από τα πιο αδικημένα ζώα. Έχει κατηγορηθεί αμέτρητες φορές και ειδικά στον βορρά που έζησα τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου. Δεν ξέρω αν οι μύθοι είναι αληθινοί. Όμως εμένα δεν μου επιτέθηκε ποτέ κάποιος λύκος. Ούτε καν οι δυό της ιστορίας που σας είπα. Η Σεήλδα επιχείρησε να με σκοτώσει, όμως ήταν πέρα για πέρα ανθρώπινη όταν το έκανε. Και όποιος σκότωσε την Ορεήννα ήταν άνθρωπος, διότι είχε μπήξει βαθιά το σπαθί στην κοιλιά της. Πείτε πως τα έχω χάσει αλλά εγώ είμαι σίγουρος πως ο μαύρος λύκος που με ακολουθούσε δεν ήταν άλλος από την Σεήλδα. Το πλάσμα που μου ζήτησε συγγνώμη για την επίθεση του. Πείτε πως είμαι ένας ξεμωραμένος γέρος αλλά εγώ ξέρω πως ήταν ο Ράνθεϋ που σκότωσε την αγαπημένη μου. Ήταν αυτός που με εκδικήθηκε. Όμως εμένα μ'άφησε. Ίσως επειδή όταν με βρήκε είχε μεταμορφωθεί σε λύκο. Ναι. Ο λύκος ήταν που δεν με πείραξε. Για μένα λοιπόν άρχοντες μου, όλα τα παραμύθια σας για ανθρώπους που γίνονται λύκοι και αρχίζουν τους σκοτωμούς είναι μπούρδες. Απ'όσο ξέρω εγώ τα ζώα είναι αθώα. Ο άνθρωπος είναι το θηρίο.” Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted October 19, 2007 Share Posted October 19, 2007 Η ιστορία γενικά είναι πάρα πολύ ωραία. Το νόημά της είναι πραγματικά εκπληκτικό και παρόλο που κατάλαβα εξ αρχής πού πήγαινε, η τελευταία φράση και η εξήγηση που δίνεις είναι εξαιρετικά συγκινητική. Λάτρεψα επίσης τη λέξη ηλιόματο, είναι απίστευτα ευρηματική και απίστευτα όμορφη, καθώς και το πώς ο Ατρουν αντιμετωπίζει το φεγγάρι. Δυστυχώς στο θέμα της τεχνικής το κείμενο έχει πάρα πολλές αδυναμίες. Το διάβασα πολύ προσεκτικά κι ίσως και να το ψείρισα περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, αλλά πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να σε κακοκαρδίσω, αν είναι να υπάρχει κάπου αυτή η ιστορία γραμμένη. Η ίδια η ιστορία αξίζει την καλύτερη των μεταχειρίσεων. Γενικές παρατηρήσεις: Θα ήταν καλύτερο για να διαβάζεται ευκολότερα το κείμενο, κάθε φορά που μιλάει κάποιος τα λόγια του να είναι σε ξεχωριστή παράγραφο. Η εισαγωγή στη διήγηση του Ράθνεϋ και της Ορεήννα είναι κάπως απότομη, χρειάζεται να πεις σ’ αυτούς που ακούν τον Ατρουν ποιοι είναι αυτοί οι δύο. Ειδικότερα: “ Άνθρωποι που γίνονται λύκοι και κουραφέξαλα. Δεν πιστεύω τίποτα. Πιο εύκολα θα πιστέψω αν δω γάιδαρο να πετά πάνω από το παλάτι”. Δήλωσε ο πρόξενος του Όμιταλ σκουπίζοντας τον ιδρώτα στο μέτωπο του. “Εντάξει. Φέρτε τον Ατρούν! Φέρτε τον Ατρούν, να σας πει.” Φώναξε χαρωπά ο εξίσου φαρδύς συνομιλητής του “Την ιστορία που έχω...Δεν θες να την ακούσεις.” Είπε με νόημα. “Φύγετε”. Είπε ψυχρά ενώ η αθεόφοβη δίπλα μας, “Είχαμε άλλες δουλειές να κάνουμε” Με προκάλεσε εκείνος και πήγα να του δώσω μια κατάλληλη απάντηση, “Τι εννοείς;” Με ρώτησε ο Ράνθεϋ. “Το κορίτσι που μου επιτέθηκε. Το γνωρίζω!” Του απάντησα ενθουσιασμένος προσπαθώντας να ξεθάψω ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες από την μνήμη μου. Τους εξήγησα την ιστορία. “Κάναμε ότι μπορούσαμε;” Επέμεινα εγώ. “Ναι.” Αποκρίθηκε εκείνη και με άγγιξε απαλά στον ώμο. Η τελεία στο τέλος της δήλωσης κόβει τη ροή της διήγησής σου. Καλύτερα ένα κόμμα. Αλλιώς αφήνεις την δεύτερη πρόταση χωρίς αντικείμενο. ο αντιπαθητικός στους περισσότερους συνομιλητές του, γέρος το κόμμα εκεί είναι μάλλον λάθος. Θα μπορούσε να λείπει εντελώς και να μην μπερδεύει τον αναγνώστη, αλλά αν θες να ξεχωρίσεις το προσδιορισμό θα έπρεπε να μπουν δύο κόμματα ένα μετά το αντιπαθητικός κι ένα εκεί που το έχεις ήδη. άλλαζε τις εκφράσεις του προσώπου του σαν παίκτης σε κουκλοθέατρο Λίγο δύσκολη στην κατανόηση φράση και κάπως άκομψη. Θα ήταν προτιμότερο κάτι σαν «άλλαζε έκφραση σαν» κλπ. Μια μικρή διευκρίνηση: γέρος είναι κι ο πρόξενος κι ο σκλάβος; Αυτό κατάλαβα. “Κέφια έχω” Αποκρίθηκε αυτός με την αδιαφορία ναζιάρας τραγουδίστριας. Λείπει ένα κόμμα μετά τα εισαγωγικά. Το αεράκι από τα τεράστια παράθυρα της αίθουσας φυσούσε τα πανάκριβα ρούχα τους που τους τύλιγαν σαν να είναι πελώριες πάνες σε παχουλά μωρά. Επίσης άκομψη η παρομοίωση. Οι πάνες των μωρών δεν ανεμίζουν! Αντίθετα είναι σφιχτά δεμένες πάνω τους. Γι’ αυτό τις έλεγαν και φασκιές. Απ'ότι ξέρω εκεί στον βορρά Αντικατέστησέ το με το «απ’ ό,τι». Κενό μετά την απόστροφο και κόμμα στο ότι. με...την φύση και τα ζώα Επίσης χρειάζεται ένα κενό μετά τα αποσιωπητικά. “Σκέψου. Ατρούν.” Συνέχισε μαλακά ο Σατράπης. Η τελεία στο σκέψου είναι ηθελημένη ή λάθος δακτυλογράφησης. Επίσης ισχύει εκείνο που σου έγραψα παραπάνω για την τελεία μετά τα εισαγωγικά. έριξε μια αγχώδη ματιά στους συνδαιτημόνες του Σατράπη Αγχωμένη, όχι αγχώδη. “Πες μας ότι ιστορία θέλεις. Κι αυτό το ότι χρειάζεται κόμμα. Και είμουν πολεμιστής Ορθογραφικό. Ήμουν. Οφείλω να παραδεχθώ πως η περίοδος που η τύχη μας άλλαξε, ήρθε μονάχα όταν οι στόχοι μας έγιναν πολύ πιο βραχυπρόθεσμοι, πολύ πιο...Εφικτοί αν με καταλαβαίνεται. Κενό μετά τα αποσιωπητικά, ακολουθεί μικρό γράμμα και ορθογραφικό στο «καταλαβαίνετε». είχαμε συγκεντρωθεί θυμάμαι, Κόμμα μετά το συγκεντρωθεί. αποδείχθηκε πιο συνετός απ'ότι διορατικός. Κι αυτό το ότι χρειάζεται κόμμα. Έκαναν τα πάντα για να δείξουν πως η κλεψιά δεν συγχωρείτε. Ορθογραφικό. «Συγχωρείται». Είχα χαθεί στο βλέμμα της και καρδιά μου σφίγγονταν, όμως δεν τολμούσα να κάνω το παραμικρό. Λείπει το άρθρο της καρδιάς. Οι λαβές της λύθηκαν σαν κάθε της χέρι να κρατούνταν με ένα σχοινί που κόπηκε. Να κρατιόταν. Δεν είμαι όμως σίγουρη ότι γενικά η έκφραση είναι κομψή. (αμάν με την κομψότητα, θα μου πεις. Έστω. Δεν ξέρω πώς να το πω αλλιώς.) Θα το προτιμούσα: σαν κάθε της χέρι να το κρατούσε ένα σκοινί. “Εσύ πως βρέθηκες;” Τόνος στο πως. Είναι ερωτηματικό. “Είμαστε τυχεροί.”. “Καμμιά τρελλή κόρη κανενός βοσκού θα ήταν”. Αποφάνθηκε ο Ράθνεϋ και η συζήτηση μας τελείωσε. Περισσεύει μια τελεία ανάμεσα στα εισαγωγικά. Ισχύει επίσης εκείνο που είπα στην αρχή για το κόψιμο των φράσεων με τελείες, πριν γράψεις ποιος μιλάει. Στο ξέφωτο, έξω από την σπηλιά μου έπεσε κατά λάθος ο σάκος. Καλύτερα: Στο ξέφωτο έξω από την σπηλιά, μου έπεσε κατά λάθος ο σάκος. Δεν χρειαζόταν να ειδοποιήσω όποιον βρισκόταν εκεί, ότι είμουν ξύπνιος. Ορθογραφικό. Ήμουν. Καθόμασταν με την απόσταση αδύναμη να χωρίσει τις σκέψεις μας. Καλύτερα ανίκανη, αν και δεν ξέρω αν η λέξη ανίκανη δίνει ακριβώς αυτό που θες να πεις. Και είμουν ανήμπορος να το εμποδίσω. Ορθογραφικό. Ήμουν. Όπως δεν θα ξεχάσω και πως κατέληξε. Τόνος στο πως. Όποτε έμενα μόνος μου συχνά έκανα βόλτες, Έχεις δύο χρονικούς προσδιορισμούς στην ίδια φράση, όποτε και συχνά. Δε μπορώ να σκεφτώ πώς θα μπορούσε να γίνει, όμως δεν είναι ωραίο έτσι. Άλλες φορές πάλι έσφιγγα την λαβή του σπαθιού μου περιμένοντας ό'τι ήταν εκεί έξω να έρθει σε μένα. Το ότι θέλει κόμμα. Η ενοχές με κέντριζαν και ζάρωνα στα σκεπάσματα μου. Οι ενοχές. Τέτοια είναι και η σημασία της, είναι μια ιστορία η οποία δεν με έχει αφήσει και ακόμα και τώρα που την αφηγούμε, η θλίψη λυγίζει την ψυχή μου. Ορθογραφικό. Αφηγούμαι. όταν άκουσα μια μακρινή κραυγή που έκανε τις τρίχιες στη ράχη μου να σηκωθούν. Τυπογραφικό. Τρίχες. Μια κρυφή ελπίδα πως θα την έβρισκα εκεί, να κοιμάτε και να με περιμένει, Ορθογραφικό. Κοιμάται. Δεν ήξερα που βάδιζα Τόνος στο που. στους εφιάλτες που επιδεικνύουν πως ότι είδα, έχει χαραχτεί βίαια στο νού μου. Κόμμα στο ότι. “Συγγνώμη Ράνθεϋ” ψέλισσα.” Διόρθωση: «Συγγνώμη Ράθνεϋ», ψέλισσα. (Χωρίς το παραπανήσιο εισαγωγικό στο τέλος.) Επίσης και ορθογραφικό. Ψέλλισα. “Πολλές οι δυσιδαιμονίες του ανθρώπου για τα ζώα. Ορθογραφικό. Δεισιδαιμονίες. Αυτά και ελπίζω να μη με περιμένεις σε καμμιά γωνιά με το ρόπαλο… J Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Arachnida Posted March 4, 2008 Share Posted March 4, 2008 Είναι μεγάλη ιστορία σε μέγεθος, αλλά νομίζω ότι αξίζει λίγης προσοχής και για τα θετικά και για τα αρνητικά. Ωραία, με πολλές ιδέες, αλλά όπως ανέφερε και η Ευθυμία πάσχει κάπως στην παρουσίαση. Δεν διάβασα τις εκτενείς παρατηρήσεις της και έτσι ίσως άθελά μου επαναλάβω μερικές. Το τέχνασμα για να ξεκινήσει η αφήγηση είναι πολύ δυνατό και το κείμενο έχει όμορφες εκφράσεις όπως αυτή: "Μπορεί να μην ξέραμε τι θα τρώγαμε σε τρεις μέρες αλλά είχαμε τα σακιά μας γεμάτα με ασημικά και στολίδια από το σπίτι ενός βαρώνου". Παρ' όλα αυτά είχε και αρκετά σημεία που προσωπικά εμένα δεν μου άρεσαν. Διαβάζοντας συζητήσεις μεταξύ των χαρακτήρων, νόμιζα ότι βγαίνουν απ' το στόμα σύγχρονων ανθρώπων. Γνώμη μου βέβαια. Σίγουρα θέλει μερικά χτενίσματα και έχει πρόβλημα στη μορφοποίηση. Ειδικά στους διαλόγους πάνω από μία φορά μπερδεύτηκα και δεν ήξερα ποιος έλεγε, τι. Μία παρομοίωση που δεν μου έδωσε εικόνα: "...άλλαζε τις εκφράσεις του προσώπου του σαν παίκτης σε κουκλοθέατρο". Και ακόμα μία που δεν μου άρεσε: "Το αεράκι από τα τεράστια παράθυρα της αίθουσας φυσούσε τα πανάκριβα ρούχα τους που τους τύλιγαν σαν να είναι πελώριες πάνες σε παχουλά μωρά". Το επόμενο δεν μου άρεσε σαν έκφραση και επίσης μου φάνηκε να παράξενο να μην έχει όνομα ένα πουλί που το τρώνε: "...και το βλέμμα του προσγειώθηκε σε ένα κοντινό πιάτο με φτερούγες από κάποιο άγνωστο πτηνό". "...αυτός και η γυναίκα του ξύπνησαν, ενώ τους αλαφρώναμε το σπίτι" Ψάχνοντας στο λεξικό κατέληξα ότι ταιριάζει καλύτερα: "ξαλαφρώνω". Τώρα που το σκέφτομαι όλη η παράγραφος μου φαίνεται ότι θέλει να ξαναγραφτεί: "Θυμάμαι όμως πως αυτός και η γυναίκα του ξύπνησαν, ενώ τους αλαφρώναμε το σπίτι. Θυμάμαι τις μακρινές κραυγές της γυναίκας του. Εκείνη την ώρα εγώ και ο Ράνθεϋ βρισκόμασταν στην αποθήκη, κάτω από το σπίτι. Φορτώναμε στους σάκους μας ένα φορτίο με υπάρχοντα που βρήκαμε σε ένα μεγάλο μπαούλο. Αυτός ήταν και ο λόγος της επίσκεψης μας στον βαρώνο. Είχαμε μάθει πως είχε κατάσχει αυτά τα αντικείμενα από διάφορους δύσμοιρους χωρικούς, πρόσφατα." Πολύ κοφτές προτάσεις, οι "μακρινές κραυγές" και τα αντικείμενα που είχε κατάσχει ο Βαρόνος από δύσμοιρους χωρικούς, άρα ήταν πολύτιμα αντικείμενα και άρα δεν ήταν και τόσο δύσμοιροι; Όταν λες "Εγώ μασουλούσα το σκληρό κρέας του αγριόχοιρου" φαίνεται ότι ο αγριόχοιρος είναι κάποιος συγκεκριμένος, σαν να τον είχαν από πριν στην παρέα τους και αποφάσισαν τελικά να τον φάνε. "Σαν γάτα που ετοιμάζεται να χιμήξει, χαμηλωμένη και εχθρική, μια γυναίκα είχε παραμερίσει τους θάμνους. Το γυμνό της κορμί αμαύρωνε βρώμα και ξεραμένη λάσπη δίχως να κρύβουν τις γοητευτικές της καμπύλες." Σε αυτό μου φαίνεται παράξενο ότι ενώ ετοιμάζεται ένα άγνωστο πλάσμα να τους επιτεθεί, ο αφηγητής βρίσκει χρόνο για να εκθειάσει καμπύλες. Μου φάνηκε ότι χαλάει το ρυθμό. Και μία τελευταία: "Την παραμέρισα τρέμοντας με τον φόβο να μην μ'έχει αφήσει ακόμη." Είναι λίγο ασαφής. Γενικά μάλλον έχω κι άλλες παρατηρήσεις, αλλά δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να συνεχίσω, πιστεύω αν τα ξανακοιτάξεις μόνος σου θα διορθώσεις τα περισσότερα. Θα ήταν όμορφο να το ξανανεβάσεις διορθωμένο, για να δούμε πως αλλάζει ένα κείμενο αν δουλευτεί πολλές φορές. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted March 19, 2008 Author Share Posted March 19, 2008 ! Είχα υποσχεθεί πως θα την έβλεπα αλλά δεν το έκανα! Θα το επιχειρήσω πάντως να την διορθώσω, μετά από τόσο καιρό θα είναι σίγουρα καλύτερο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.