DinoHajiyorgi Posted October 5, 2007 Share Posted October 5, 2007 (edited) Καλημέρα σας. Παρασκευή 08:00 το πρωί και ξεκινά επίσημα ο διαγωνισμός τριήμερου διηγήματος. Το Fantasy μας έχει συστήσει σε πάρα πολλούς παραμυθένιος κόσμους με αμέτρητους καταπληκτικούς χαρακτήρες και φανταστικά πλάσματα. Είναι ένα σύμπαν γνωστό σε όλους μας, άσχετο αν έχουμε εντρυφήσει σε αυτό ή όχι. Αν το γενικεύαμε σε μία πραγματικότητα θα μπορούσαμε να το δούμε σαν μια ιστορική περίοδο, π.χ. όπως ιστορική περίοδος ήταν και η εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πως όμως τέλειωσε εκείνη η εποχή; Πως χάθηκε; Έσβησε μόνη της ή τα πάντζερ του Χίτλερ έφτασαν στα μυθικά της εδάφη μέσα από μία χρονοπύλη; Θέλω να γράψετε ένα διήγημα που να πραγματεύεται την «Παρακμή και Πτώση Των Μυθικών Βασιλείων.» (Βασιλείων δικής σας έμπνευσης και δημιουργίας. Όχι από υπαρκτά βιβλία.) Γράψτε ιστορίες μικρές, δηλαδή προσωπικές, ή μεγάλες, δηλαδή εσχατολογικές. Δείτε το από τα μάτια των κατοίκων του Fantasy, από έναν απλό ταβερνιάρη ή τον τελευταίο πολεμιστή ή μάγο, ή ξωτικό ή νάνο ή...ή...κλπ. Ή δείτε το με το βλέμμα κατακτητών, περιηγητών, τυμβωρύχων ή εξερευνητών (εξωγήινοι, τρελοί επιστήμονες, σχιζοφρενείς δολοφόνοι κλπ). Μπορείτε να πραγματευτείτε τα χρόνια του τέλους ή τα πολύ αργότερα, όταν έχουν πλέον απομείνει μόνο ερείπια και κόκαλα, μερική ή καθόλου μνήμη. (Προσοχή, όταν λέω κατακτητές δεν εννοώ κάποια στρατά τύπου ορκ, όντα που ανήκαν ήδη σε αυτό το σύμπαν. Πόλεμοι διεξάγονταν και στις καλύτερες εποχές του σύμπαντος φάντασυ. Μιλώ για τους κληρονόμους της εποχής εκείνης, πάνω στα ίδια εδάφη, καταπατητές που μπορεί να είχαν σχέση με την πτώση των προηγούμενων ή και όχι. Κατακτητές που ανήκουν και σε άλλους… τομείς της φαντασίας.) Μπορείτε να ξεστρατίσετε και στους δικούς σας κόσμους, γκόθικ ή σου-φου, φτάνει να έχουν πλιάτσικο ή λείψανα από τα χαμένα βασίλεια. Δεκτοί και ζωντανοί μετανάστες από το φάντασυ σύμπαν σε άλλους κόσμους. Αυτό που αναζητώ και θεωρώ σημαντικό στις ιστορίες σας, ακόμα κι αν σας βγει κωμωδία ή η κυνική ματιά των καταπατητών, είναι το συναίσθημα της απώλειας, η πίκρα γι αυτά που χάθηκαν. Έχετε στη διάθεσή σας για την υποβολή των διηγημάτων 72 ώρες, δηλαδή ως τις 8:00 το πρωί της Δευτέρας 8 Οκτωβρίου. Δεν θα δοθεί παράταση. Έμπνευση, δημιουργία και καλό γράψιμο. (Τυχόν διευκρινήσεις, παρακαλώ στο άλλο ποστ. Εδώ, μόνο τα διηγήματα σας.) EDIT: Δώθηκε παράταση μέχρι τις 10 αύριο το πρωι. Edited October 7, 2007 by Nihilio Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Dune Posted October 6, 2007 Share Posted October 6, 2007 (edited) Συγγραφέας: Ξενοφών Ίσαρης (Dune) H Χώρα της Απώλειας 1. Ο Μύθος των Κτιστών Ήταν ένας κόσμος μέσα στην έρημο. Παντού, όπου κοίταζες, στο βορρά νότο, ανατολή ή δύση, έβλεπες άμμο. Χρυσή ατέλειωτη άμμο, ωκεανούς από βουνά και κοιλάδες καυτής άμμου που έφταναν μέχρι εκεί που έφτανε και το μάτι. Και στην μέση ήταν όλος ο γνωστός του κόσμος. Και ο δικός της επίσης. Εκείνη ήταν πριγκίπισσα αυτός ένας από τους μεταφορείς. Πριγκίπισσα σε ένα από τα εφτά παλάτια της ερήμου, όπου όλα και όλοι ήταν ξεχασμένοι. Κι αυτός ένας από τους χιλιάδες μεταφορείς, κάποιος που θα ζούσε και θα πέθαινε μεταφέροντας νερό συνέχεια, όλη του τη ζωή. Αν πετούσες ψηλά με τους πτερόσαυρους κι έβλεπες τον κόσμο αυτό από τον ουρανό, θα νόμιζες πως έβλεπες ένα χταπόδι με εφτά πλοκάμια να απλώνεται απο κάθε άκρη, σαν μαύρες ρίζες που απλώνονταν από ενα κεντρικο κύκλο πρός την έρημο. Ήταν οι χιλιάδες ρακένδυτοι, μέσα στα μαύρα τους κουρέλια, μεταφορείς που πηγαινοέρχονταν όλη τη μέρα στην έρημο με τα δοχεία τους. Αργά αργά, σαν ένα εφταπόδι που σιγοσάλευε. Ζωντανό ή ετοιμοθάνατο 'Όμως κανείς δεν μπορούσε να καβαλήσει τους πτερόσαυρους, για να δεί αυτό το θέαμα από ψηλά, ίσα ίσα εκείνοι έτρωγαν πολλούς ανθρώπους έτσι όπως κατέβαιναν συχνά κατα πάνω τους. Ο Τάρεκ είχε πατέρα κτίστη και έτσι είχε γίνει και ο ίδιος κτιστης. Ήταν ένα από τα λίγα επαγγέλματα που επέτρεπαν σε μεταφορείς να μπαίνουν στα παλάτια που υπήρχαν στην Χώρα της Απώλειας. Για να κτίσουν ή να επισκευάσουν κάτι. Όλες οι υπόλοιπες δουλειές που χρειάζονταν τα Παλάτια για να συντηρηθουν γίνονταν από εσωτερικούς υπηρέτες. Τα αρχαία βιβλία έγραφαν ότι οι Θεοί της Χώρας της Απώλειας είχαν πέσει εκεί καβάλα σε έναν μετεωρίτη. Ότι ήταν πανίσχυροι και πανύψηλοι, και ο μετεωρίτης που τους έφερε ερήμωσε από νερό και βλάστηση όλη την γύρω περιοχή. Πανίσχυροι όπως ήταν και δυνατοί οι Θεοί ανάγκασαν σύντομα τους κατοίκους στην εργασία που θα σημάδευε όλη τη χώρα όσο και την ιστορία τους: Οι μεταφορείς. Πήγαιναν στα εφτά πηγάδια γύρω από την χώρα και έφερναν νερό. Κατα χιλιάδες πήγαιναν λιγοτεροι γυρνούσαν. Κάποιους τους έτρωγαν κάθε τόσο οι πτερόσαυροι, άλλοι λιποθυμούσαν και τελικά πέθαιναν εκεί στη μέση των μονοπατιών για τις πηγές, κάτω από τον καυτό ήλιο, χωρίς κανείς να νοιάζεται, και τέλος πολλοί πεθαίναν γιατί απλά είχε έρθει η ώρα τους. Αφού κανείς, μέχρι να πεθάνει δεν σταματούσε ποτέ να φέρνει νερό, στη Χώρα. Γι'αυτο την είχαν ονομάσει έτσι, η Χώρα της Απώλειας. Ο Τάρεκ γνώρισε την Μπελισάμα όταν τον κάλεσαν να φτιάξει το αίθριο στον μεγάλο κήπο έξω από το παλάτι της. Την πρώτη φορά που είδε τον κήπο κατάλαβε που πήγαιναν τα χιλιάδες λίτρα που μετέφεραν όλοι τους από τα εφτά πηγάδια κάθε μέρα της ζωής τους. Μεγάλες δεξαμενές στις άκρες του κήπου επικοινωνούσαν με τα κεντρικά υδραγωγεία όπου όλοι ανέβαιναν από την ξύλινη ράμπα και άδειαζαν τα πήλινα δοχεία τους με το νερό. Η απόσταση της αμπολής ήταν μεγάλη ο Τάρεκ το ήξερε καλύτερα απ'όλους αφού ο πατέρας του την είχε κατασκευάσει. Όπως του είπε την είχαν φτιάξει έτσι ψηλά και να τραβάει σε μάκρος ώστε ανεβαίνοντας οι εργάτες να μην βλέπουν μέσα στους κήπους και ζηλεύουν. Όμως ο πατέρας του είχε δεί. Κι από εκεί ίσως ο Τάρεκ είχε αρχίσει να γίνεται επαναστάτης. Είχε δει και αργότερα τα είχε περιγράψει στο Τάρεκ, εξορκίζοντας τον να μην τα πει σε κανέναν. Όπως έπρεπε να κάνουν όλοι οι Κτίστες. Κανείς δεν έπρεπε να λέει τί γίνεται μέσα στα Παλάτια. Οι πρώτοι άρχοντες που έπεσαν με το μετεωρίτη, έλεγαν τα βιβλία, είχαν μορφή αετού και γάτας. Σώματα ανθρώπων με κεφάλια και φτερά αετών οι άντρες και σώματα γυναικών με μεγάλα κοφτερά νύχια και κεφάλια γάτας οι γυναίκες. Ο μύθος έλεγε ότι αυτοί ζούσαν για πάντα κάπου μέσα στα Παλάτια ότι ήταν αθάνατοι. Όται οι βασιλείς ήταν απλά οι πρωθυπηρέτες τους, οι πρώτοι που είχαν φτιάξει οι Θεοί της Χώρας της Απώλειας, στην ιεραρχία που δημιούργησαν, με ένα και μοναδικό σκοπό: την αστείρευτη ποσότητα νερού για τα παλάτια. Η καταστροφή δεν είχε έρθει τυχαία έλεγαν τα βιβλία. Είχε συμβεί γιατί οι άνθρωποι ήταν κακοί. Γι’αυτό οι Θεοί είχαν στείλει τους απεσταλμένους τους με τον μετεωρίτη, για να καταστρέψει τα πάντα και να βάλει τους ανθρώπους σε μία δοκιμασία πίστης. Αν κατάφερναν μέσα σ’αυτές τις τόσο αντίξοες συνθήκες, να ικανοποιήσουν τους άρχοντες μέσα στα εφτά παλάτια τόσο πολύ, καποια στιγμή κι αυτοί θα αποφάσιζαν να άρουν την τιμωρία πάνω από την φυλή των ανθρώπων και η γή θα γινόταν πάλι πράσινη, θα ανάβλυζε πάλι ποτάμια και νερά και θα γέμιζε καρπούς. Μέχρι τότε όλοι οι άνθρωποι επρεπε αδιαμαρτύρητα και συνέχεια να μεταφέρουν υπομονετικά το νερό από τις εφτά πηγές στα υδραγωγεία, που τροφοδοτούσαν τα παλάτια. Μέσα και πίσω από τους τεράστιους τούβλινους φράκτες τα παλάτια είχαν τα πάντα. Αγροκτήματα, και τεχνίτες για τα ρούχα τους τα σκεύη τα έπιπλα τους, και όσα χρειάζονταν για τις ανέσεις τους. Από αυτά τα αγροκτήματα έπαιρνε τρόφιμα και ο λαός. Το νερό απαγοερευόταν να πάει οπουδήποτε άλλού, απαγορεύοντας συνάμα οποιαδήποτε καλλιέργεια. Όλοι οι άνθρωποι έπρεπε να μεταφέρουν διαρκώς νερό στα υδραγωγεία, και τα παλάτια κανόνιζαν να δινουν στους μεταφορείς όση τροφή και όσα απαραίτητα χρειάζονταν για να εξακολουθήσουν να κουβαλουν το νερό. Όσοι ήταν μέσα στα Παλάτια ποτέ δεν μιλούσαν γι' αυτά στους απέξω. Πέραν του ότι κανείς δεν το ήθελε οποιοσδήποτε είχε σχέσεις ή έδειχνε πρόθεση να πεί στους μεταφορείς τι γινόταν μέσα στα παλάτια, έπρεπε να θανατωθεί άμεσα. Ελάχιστοι από τους υπηρέτες που ζούσαν μόνιμα μέσα στα παλάτια είχαν μιλήσει γι’αυτά στους ανθρώπους από λύπηση και ενοχές κυρίως για την σκληρη μοίρα των μεταφορέων. Κατά τα άλλα οι μέσα δεν ήξεραν τους έξω, οι έξω δεν γνώριζαν τους μέσα. Εκτός από τους κτίστες που ενίοτε μπαινόβγαιναν. Πολλοί από αυτούς είχαν σκοτωθεί από τους Εκτελεστές, η τάξη των κτιστών ήταν θα έλεγε κανείς ο μόνος πονοκέφαλος των Παλατιών. Γιατί δεν μάθαιναν την τέχνη τους σε κανέναν και έτσι οι παλατιανοι αναγκάζονταν να καλέσουν τους ίδιους να κάνουν τις δουλειές. Αγριοι, σκληροί άνθρωποι, με σιδερένια καρδιά όπως από σίδερο ήταν φτιαγμένοι ολόκληροι. Από την αρχή που είχε πέσει ο μετεωρίτης έλεγε ο μύθος οι Κτίστες , οι πιό δυνατοί στα χέρια από όλους τους άλλους θνητούς είχαν ταχθεί υπέρ των αμυνομένων. Όσα προνόμια και αν τους έδιναν οι Θεοί εκείνοι δεν πήγαν ποτέ να μείνουν μαζί τους. Έτσι τουλάχιστον μέσα σε όλα που δεν είχαν, οι άνθρωποι είχαν κάποια σπίτια να μείνουν. Ο μύθος επίσης μιλουσε για εναν Κτίστη, τον Αμαρη που τον ερωτεύτηκε η Θεά Μπακί με τα καταπράσινα σχιστά μάτια. Η Θεά του πρόσφερε τα πάντα για να έρθει μαζί της, όμως ο Άμαρης δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον λαό του. Πρότεινε στην Μπακί να ρίξουν τους φράκτες του Παλατιού της και να μοιραστούν το νερό. Τότε η Μπακί έστειλε τους Εξολοθρευτές να τον κυνηγήσουν, κι εκείνος έφυγε τρέχοντας με το άλογο του, στην έρημο. Ο Αμαρης, όπως ελάχιστοι κτίστες, είχε αυτό το μοναδικό προνόμιο. Μπορούσε να έχει στην κατοχή του ένα άλογο για μπορεί, και να προλαβαίνει, πέρα από την δουλειά του σαν κτίστης, να κουβαλάει το νερό που έπρεπε να μεταφέρει κάθε μέρα στο υδραγωγείο κάθε θνητός. Ήταν μία παραχώρηση ώστε επίσης οι Κτίστες να μήν κουράζονται παραπανήσια για να μεταφέρουν τον νερό. Και να μπορούν έτσι να κάνουν τις δουλειές που τους ανέθεταν στα Παλάτια με κέφι και όρεξη και να φτιάχνουν τα παλάτία όμορφα. Μετά που έφυγε κανείς δεν είδε ποτέ ξανά τον Άμαρη. Η βασίλισσα Μπακί λεγόταν ότι μπορούσε να μιλήσει με τους πτερόσαυρους, σε μία γλώσσα των ζώων, κι έτσι έμαθε ότι ο Αμαρης είχε καταφέρει να πάει πολυ μακριά, χωρίς στο μεταξύ να πεθάνει. Εκεί πέρα από τον χρυσό ορίζοντα ανακάλυψε μία καταπράσινη κοιλάδα, όπου ξεκινούσαν δροσερές πηγές που έφτιαχαν ένα μεγάλο ποταμό ο οποίος χυνόταν στο βάθος της κοιλάδας στην απέραντη γαλάζια θάλασσα. Κι ο μύθος έλεγε ότι γι'αυτο δεν γύρισε ποτέ. Αυτος όμως ήταν ένας μύθος των Κτιστών. Τα Παλάτια γύρω γύρω είχα καλυμμένους τους φράχτες τους με σελίδες από το μεγάλο βιβλίο, ζωγραφισμένες με τεράστια γράμματα. Όποτε κάπόιοι πλησίαζαν ακόμη και το φράκτη των παλατιών διάβαζαν τις πύρινες φράσεις: Δείξτε πίστη, επιμονή και υπομονή, αμαρτωλοί κακοί άνθρωποι. Ικανοποιείτε αδιάκοπα και με προθυμία τους Θεούς και μην τους αμφισβητήσετε ποτέ ξανά. Κι έτσι ίσως κάποια μέρα φύγει η τιμωρία από πάνω σας. Μόνο οι Κληρικοί και οι Κτίστες μπαινοβγαινανε. Οι πρώτοι για να μεταφέρουν στους άπιστους τιμωρημένους κατάδικους το λόγο των Θεών και οι δεύτεροι για να κτίσουν τα Παλάτια τους. Εδώ και αιώνες η ισσοροπία αυτή δεν ειχε διαταραχθεί. Ο Τάρεκ από μικρός είχε γαλουχηθεί στον μύθο των Κτιστών απο τον πατέρα του - Κάποια μέρα ενας από μάς, με ένα γερό άλογο, θα καταφέρει να φτάσει σ'αυτό το μέρος όμως και να γυρίσει κιόλας. Λίγοι μέσα στους αιώνες το έχουν καταφέρει, είμαι σίγουρος, έφτασαν εκεί. Απλά δεν γύρισε ποτέ κανείς. Και οι άρχοντες λένε ότι πέθαναν. Επειδή τόλμησαν να αψηφίσουν την ανθρώπινη μοίρα τους, τους Θεούς και τους Νόμους τους. - Πώς το ξέρεις αυτό πατέρα, τον ρωτούσε μαγεμένος ο Τάρεκ. - Γιατί το νοιώθω, του έλεγε εκείνος. Γιατί ο μύθος των Κτιστών ζεί μέσα μου ίσως, ο Άμαρης, ή ίσως ακόμη καλύτερα σ'εσένα. - Γιατί το λές αυτο πατέρα, ρωτούσε τρομαγμένος λίγο αυτή τη φορά ο μικρός ακόμη Τάρεκ. - Γιατί έχεις τον Κεραυνό. Εκτισα μία ολόκληρη πτέρυγα του Παλατιου για να μου τον δώσουν μεταφέροντας και το νερό που επρεπε τα βράδυα μονος μου. Είναι ενα φοβερό άλογο ομως όταν μου τον έδωσαν ήταν πουλάρι, ενός μηνός. Θα μου έδιναν σύμφωνα με την παράδοση, ένα ενήλικο αρσενικό άλογο, για να κάνω τη δουλειά μου, που θα έπρεπε να επιστρέψω όταν τελείωνα. Έκανα την συμφωνία του Άμαρη, και την δέχτηκαν. Είναι κάτι σαν στοίχημα και το κάνουν γιατί διασκεδάζουν. Αν πάρεις ενα άλογο πουλάρι νεογέννητο τότε μπορείς να το κρατήσεις. Αν φυσικά καταφέρεις να το μεγαλώσεις χωρίς να σου πεθάνει ή να πεθάνεις εσύ στο μεταξύ, κτιζοντας και συνάμα μεταφέροντας το χρέος σου σε νερό κάθε μέρα στα χέρια. - Έτσι αποκτήσαμε τον Κεραυνό; - Ναι, τότε ήσουν μόλις 15 δεν χρειαζοταν να ξέρεις πολλά πράγματα. - Ειναι φοβερό άλογο. - Ναι άξιζε τον κοπο αν και κινδύνεψα κι εγώ κι αυτός από την εξάντληση τον πρώτο χρονο. Αρκετές φορές στερούσα κι από το δικό σας φαί για να τον θρέψω, πέρα από το δικό μου. Όμως όπως σου είπα, είναι μοναδικό άλογο. Αν δεν το είχα δεί στη ματιά του δεν θα το είχα τολμήσει. Όμως ο Κεραυνός από τον πρώτο χρόνο ήδη με πήγαινε για νερό στην Ερημο. Τώρα θα έλεγα ότι μπορεί, αν είναι γερά χορτάτος, να πάει ακόμη και δύο άτομα στην Πράσινη Κοιλάδα. - Μπαμπά η Πράσινη Κοιλάδα δεν υπάρχει, είπε ο Τάρεκ με ένα χαμόγελο συγκατάβασης. Είναι ο παράδεισος? - Ποτέ μήν το ξαναπείς αυτό, άστραψε ο Νομ, κάτι που σπανιότατα έκανε. Ποτέ, κατάλαβες; Θα ζήσεις εκεί μία μέρα! Εσύ και τα παιδιά σου. Γι'αυτό δεν πήγα εγώ με τον Κεραυνό. Γιατί εχω τη μητέρα σου εσένα και την αδερφή σου και δεν θα μπορούσα να σας μεταφέρω όλους μαζί όσο θηρίο κι αν ειναι το άλογο σου. Εσύ θα κάνεις τα παιδιά σου εκεί. Ο μύθος θα εκπληρωθεί. - Ο Μύθος; - Ναι. Ο Αμαρης βλέπεις σε μία τελευταία απόπειρα πρότεινε στην Μπακί κι αν δεν έριχναν τους τοίχους να δοκιμάσουν να αναζητήσουν κάπόιο μέρος πέρα από την έρημο. Όπου θα υπήρχε νερό και βλάστηση. Αυτό την έβαλε σε δίλημμα γιατι ήταν πολύ ερωτευμένη με τον Άμαρη. Να πάει μαζί του με κίνδυνο να πεθάνουν ή να τον σκοτώσει για την προδοσία του που ήθελε να φέρει το νερο στους θνητούς; Τελικά ο Άμαρης βρήκε την κοιλάδα μόνος του. Πολλές φορές η Μπακί σκέφτηκε να βάλει κάποιον να δαμάσει έναν πτερόσαυρο για να πάει να τον βρεί όμως ΄'ηξερε πως άν το έκανε θα την εκτελουσαν κι εκείνη. Τα Παλάτία δεν χρειάζονταν νερό, το έφερναν οι μεταφορείς. Αν βρισκόταν νερό και βλάστηση, αν όλα γίνονταν εύκολα, ποιός θα φοβόταν τα παλάτια πιά; Η Μπακί μετάνιωσε που δε πήγε με τον Άμαρη μαράζωσε και έσβυσε τελικά μέσα στη θλίψη. Ο Τάρεκ συχνά σκεφτόταν ότι ο πατέρας του ήταν ονειροπαρμένος. Όλοι έξω από το Παλάτι ονειροπαρμένοι ήτανε. Αυτοί μέσα στα Παλάτια αντίθετα το ήξεραν καλά και δεν έσκαγαν καν να ψάξουν. Δεν υπήρτχαν πράσινες κοιλάδες. Ο λαός όταν ξεσπούσε τους έλεγε απατεώνες. Ότι δεν υπήρχε καμία τιμωρία και καμία προφητεία απλά οι άρχοντες ήταν τόσο απέραντα τεμπέληδες ματαιόδοξοι και κυνικοί που ποτέ δεν οργάνωναν ενα σχέδιο για να βρουνε ένα πιό φιλικό για όλους τους μέρος. Κι ότι αυτό το έκαναν γιατι απλούστατα εκείνοι, δεν ει΄χαν καμία ανάγκη, περνούσαν μια χαρά μέσα στα Παλάτία. Οι φωνές αυτές γρήγορα έσβυναν όμως. Το πιο πιθανό ήταν τα βιβλία να έγραφαν το σωστό και το ίδιο σκεφτόταν και ο Τάρεκ. Η έρημος έφτανε μέχρι εκεί που έφτανε κι η ματιά, ήταν παντού. Ο Κεραυνός θα έπρεπε να πετάξει για να φτάσει πέρα από αυτήν. Αν υπήρχε κι οτιδήποτε εκεί. Εκτός από τα κόκαλα του Άμαρη και όλων των άλλων που είχαν πιστέψει στο Μύθο του. Αυτές οι σκέψεις όμως έφυγαν σαν την σκονη που την φυσάει ο Αέρας ήδη από την πρώτη φορά που του μίλησε η Μπελισάμα. Ήταν πλέον 18 χρονών και με τον Κεραυνό πήγε να δεί την δουλειά που ήθελε το ένα από τα Παλάτια. Ο Νομ, ο πατέρας του ίσα είχε προλάβει να μεγαλώσει το άλογο, και ύστερα αποσύρθηκε κουρασμένος. Τώρα τις δουλειές που ήταν για κείνον τις αναλάμβανε ο Τάρεκ. Εκεί την είδε για πρώτη φορά κι εκείνη αυτόν. Και τον Κεραυνό επίσης. Ήξερε να ιππεύει. Του ζήτησε τον Κεραυνό να τον κάνει βόλτα στους κήπους της και εκείνου του ήταν αδύνατον να της αρνηθεί. Όχι γιατί φοβόταν τα αντίποινα, ο Τάρεκ ήταν δυνατό και ατίθασο παιδί από μικρός, κι εξ άλλου ο Κεραυνός ήταν δικός του, αυτό ήταν αναφαίρετο και ιερό δικαίωμα, δοσμένο από το ίδιο το Παλάτι. Απαξ και κατάφερνες να μεγαλώσεις εναν πουλάρι κανείς και ποτέ δεν στο έπαιρνε. Μπορούσες να κάνεις ότι ήθελες μ'αυτό και να μήν το δώσεις ακόμη κι άν στο ζητούσαν οι ίδιοι οι Θεοί. 'Όμως η Μπελισάμα τον μάγέψε από την πρώτη στιγμή. Ήταν πανέμορφη. Μελαχροινή ψηλή, λιγερή με πανέμορφα χέρια και πόδια, μικρο όμορφο στήθος. Όμως δεν ήταν τόσο η ομορφιά της όσο κάτι στα μάτια της που τον είχε πραγματικά μαγέψει. Κάτι που του έλεγε, όταν του ζητούσε τον Κεραυνό να τον καβαλικέψει. Κάτι απροσδιόριστο. 2. Τα Παλάτια στην Έρημο. Στις μέρες που ακολούθησαν ο Τάρεκ κατάλαβε τι ήταν αυτό που τον είχε συγκινήσει. Η Μπελισάμα σιγά σιγά όλο και του έπιανε την κουβέντα. Τον ρωτούσε για τον κόσμο του, πώς ζούνε, τι ελπίζουν τι ονειρεύονται. Ο Τάρεκ στην αρχή την έβλεπε με μεγάλη επιφύλαξη και απέφευγε με κάθε τρόπο να της μιλήσει. Απαντούσε τυπικά ή με ψέματα και υπεκφυγές, αποκτώντας μάλιστα ολοένα και χειρότερη ιδέα για κείνη μέσα του. Πώς περνούσαν τι ονειρεύονταν, σκεφτόταν το βράδυ γυρνώντας με τον Κεραυνό από τα πηγάδια με το ημερήσιο χρέός του σε νερό. Ανέβάινε με το περήφανο άλογο την ράμπα του υδραγωγείου κι εκεί, όπως τέτοια ώρα δεν υπήρχε κανείς στεκόταν και κοιτούσε τους δύο κόσμους. Τον δικό της και τον δικό του. Τι να ονειρεύεται; Όλες οι πριγκίπισσες έτσι να’ ταν άραγε, είρωνες; Όμως πάλι κάτι μέσα του του έλεγε ότι έκανε λάθος μ’εκείνη. Αυτό το κά΄τι ίσως τον εξόργιζε οπερισσότερο απ’όλα γιατί ακριβώς δεν μπορούσε να της κρατήσει κακία όπως ΄τοσο θα ήθελε. Κι όλο και της έδινε τον Κεραυνό. Σύντομα ο Τάρεκ κατάλαβε τι ήταν αυτό το κάτι. Μια μέρα η Μπελισάμα καθόταν κοντά του ξυστρίζοντας το τεράστιο μαύρο άλογο. Είχε ζητήσει από τον Τάρεκ να της επιτρέψει να τον φροντίζει αφού της τον έδινε για βόλτα. Ο Κεραυνός την είχε αγαπήσει από την πρώτη στιγμή και ενώ ήταν πολύ ατίθασος και δεν άφηνε κανέναν να τον αγγίξει, έδειχνε να απολαμβάνει τις φροντίδες της. Παρακάτω ο Τάρεκ έκτιζε έναν τοίχο, και την παρατήρούσε που και πού με διφορουμενη όπως πάντα διάθεση. Βλέποντας τον να μην μιλάει η Μπελισάμα αποφάσίσε να κάνει εκείνη την αρχή. - Εσείς εκεί έξω νομίζετε ότι στο Παλάτι περνάμε υπέροχα, σωστά; - Δεν είναι έτσι; της είπε ο άλλος απαξιώντας να την κοιτάξει. - Εξαρτάταί πώς το βλέπεις, είπε η Μπελισάμα χωρίς να τον συνερίζεται ξυστριζοντας με επιμέλεια τον Κεραυνό. Δεν έχω γνωρίσει κάτι άλλο από το Παλάτι. Θα μου άρεσε να καταφέρω κάτι. - Γιατί δεν έρχεσαι τότε σε μας, της είπε χαιρέκακα σχεδόν ο Τάρεκ. Τότε θα πρέπει να καταφέρνεις να επιβιώσεις κάθε μέρα. Θα είσαι ευτυχισμένη. - Αν έρθω σε σας οι Εκτελεστές θα με σκοτώσουν. - Θα σε προστατέψουμε. Δεν έχουμε κάθε μέρα μία Πριγκίπισα στο σταύλο μας, εξακολούθησε στον ίδιο τόνο ο Τάρεκ, χαμογελώντας τώρα. - Τόσο δύστροπος είναι πάντα ο κύριος σου, είπε χωρίς να τον συνερίζεται η Μπελισάμα στον Κεραυνό ο οποίος έγυρε το κεφάλι του και ακούμπησε την μουσούδα του στον ώμο της. - Μην βάζεις τον Κεραυνό ανάμεσα μας της είπε ο Τάρεκ εκνευρισμένος - Ο Κεραυνός είναι αυτό που μας ενώνει Τάρεκ, είπε εκείνη με ένα απόλυτα γαλήνιο τόνο, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Μ’αυτόν θα τα κάνουμε όλα. Ο Τάρεκ παράτησε τη δουλειά του και γύρισε προς το μέρος της θορυβημένος. Δεν τον είχε αποκαλέσει ποτέ με το όνομά του. Τι έλεγε αυτό το τρελό κορίτσι τώρα; - Τι λές; Δουλειές δεν έχέις; Συγγνώμη, κάποια διασκέδαση εννοούσα. Εσείς δεν ξέρετε τι είναι δουλειά - Με μισείς; Του είπε και τον κοίταξε στα μάτια. Μαζί με όλους τους άλλους στα παλάτια, που έχεις κάθε δίκιο να τους μισείς, θέλεις να ρωτήσεις κι αυτό την καρδιά σου; Με μισείς Τάρεκ; Μπορείς κι εσύ να πείς το όνομά μου ξέρεις. Ο Τάρεκ κοίταξε κάτω. Ενοιωθε φοβερή αναστάτωση. Μια ρημάδα δουλειά ήτανε, στο παλάτι πως είχε περιπλακεί τόσο; Αυτός έφταιγε που της είχε δώσει τον Κεραυνό από την πρώτη στιγμή. Αυτά τα μάτια της, η απέραντη γαλήνη, η μοναδική καλοσύνη η σοφία και η πίστη που του ενέπνεαν. Πίστη για τί; Ηλίθιε, ηλίθε, είπε για άλλη μια φορά από μέσα του Οι Κτίστες, οι νεαροί κυρίως, ήταν διάσημοι στο να διασκεδάζουν τις κυρίες του Παλατιού. Περιζήτητοι. Ήταν όλοι τους δυνατοί και άγριοι άντρες, ενέπνεαν μία κτηνωδία, είχε γίνει πιά κοινότοπη αυτή η φράση. Οι Κτίστες τα κτήνη, που έκαναν τις κυρίες των Παλατιών να φωνάζουν από πόθο και ηδονή. Γιατί ήταν ασυμβίβαστοι. Κανείς ποτέ δεν είχε πατήσει τον όρκο των Κτιστών, κανείς ποτέ δεν πήγε μέσα στα Παλάτία να ζήσει. Παρατώντας τους ανθρώπους και μαθαίνοντας τους παλατιανούς πώς να κτίζουν. Γιατί τότε οι παλατιανοί θα μάθαιναν πώς να κιτίζουν και οι άνθρωποι θα έμεναν πέραν των άλλων και χωρίς σπίτια. Για διασκέδαση σε θέλει βρε βλάκα, κι εσύ δεν μπορείς να την έχεις για τίποτε άλλο. Αν πάς στο παλάτι να ζήσεις μαζί της θα πατήσεις τον όρκο των Κτιστών. Αν έρθει αυτή να ζήσει μαζί σου θα την σκότωναν σε λίγες μέρες. Όλοι οι νεαροί Κτίστες έκαναν την δουλειά τους με τις κυρίες, και ύστερα γυρνούσαν στο κόσμο τους. Ετσι ήταν τα πράγματα. Όμως αυτός δεν μπορούσε να το κάνει έτσι μαζί της. - Όχι Μπελισάμα, δεν σε μισώ. Το ξέρεις αυτό όμως οπότε γιατί ρωτάς, είπε βαρύθυμα. - Γιατί ήθελα να είμαι σίγουρη. Εσείς μπορεί να έχετε τον όρκο των Κτιστών όμως πολλές από εμάς έχουν ατιμαστεί ή και σκοτωθεί επειδή ήθελαν να ακολουθήσουν κάποιους από εσας. - Μα είναι παράλογο - Ναι πράγματι, είπε η Μπελισάμα. Να θέλει κάποια να αφήσει τόσες ανέσεις για να πάει να ζήσει μέσα στα βάσανα; Μόνο για λίγο φοβερό σέξ, ερωτοχτυπημένη και τυφλωμένη Εγώ όμως δεν σκοπεύω να σε ακολουθήσω στην δυστυχία Τάρεκ. - Α μάλιστα, καλά το έλεγα εγώ ότι είσαι είρων. Επιτέλους αποκαλύφθηκες! Μην τολμήσεις να ξαναπάρεις τον Κεραυνό άκουσες; - Παίρνεις φωτιά με τη μία ε; του είπε χαμογελαστή η Μπελισάμα και τον πλησίασε. Σκοπεύω να σε ακολουθήσω στην ευτυχία, του είπε, δίνοντας του ένα απαλό χάδί στο τελείως σαστισμένο πρόσωπό του. Την δική μου και την δική σου. - Τρελό, τρελό κορίτσι, πήρε το χέρι της και το απομάκρυνε νευριασμένος ο Τάρεκ. - Χαμήλωσε τη φωνή σου, του είπε εκείνη σοβαρή τώρα. Τι φωνάζεις, θες να μας καταλάβουν; - Μα τι έχεις υπ’όψη σου; - Τον βλέπεις αυτόν; Του είπε δείχνοντας του τον Κεραυνό. - Ναι, είπε ο Τάρεκ, νοιώθοντας την ανησυχία του ολοένα να μεγαλώνει. - Θα μας πάει στην κοιλάδα του Αμαρη, του είπε η Μπελισάμα με λένα θριαμβευτικό χαμόγελο να διαγράφεται στα όμορφα χείλη της. Αυτή η αηδία, έκανε, φέρνοντας το χέρι της ένα γύρω με τον δείκτη τεντωμένο, σαν να θέλει να περιλάβει μέσα παλάτια ερήμους και όλους τους δυστυχισμένους μέσα κι έξω από αυτά, θα τελειώσει. Και μια λάμψη διαπέρασε τα μάτία της. 3. Η Απόδραση Ο Νόμ γελούσε με την καρδιά του. Η αναστάτωση του γιού του ήταν λές ότι διασκεδαστικότερο μπορούσε να του συμβεί. Ύστερα ξαφνικά σταμάτησε και άρπαξε γερά τον Τάρεκ από την δερμάτινη μπλούζα του με το τεράστιο χέρι του. Έφερε το πρόσωπο του γιού του μπροστά στο δικο του και του είπε: - Γεννήθηκες γι’άυτό, μεγάλωσες γι’αυτό. Ήρθε η ώρα. Τι σκοπεύεις να κάνεις; Ο Τάρεκ τον κοίταξε για μια στιγμή προσπαθώντας να αποφασίσει αν ο πατέρας του είχε τρελαθεί από τις πολλές κακουχίες. Ύστερα είπε: - Θα πάω. Και θα γυρίσω για σας. - Ο Θεός των Κτιστών να σας φυλάει , είπε ο Νόμ. Τα κιούπια είναι έξω. Οι ρόδες που σου έδωσε η Μπελισάμα από το ξυλουργείο του Παλατιού είναι ότι πρέπει. Έφτιαξα ένα φορείο και τις προσάρμοσα, για να κουβαλήσετε όσο το δυνατόν περισσότερα πίσω σας. Είναι το κάτι που έλειπε από τους άλλους ίσως. Θα σας φτάσουν για τρείς φορές την απόσταση από εδώ στις πηγές. Πολύ πέρα απ’όσο πάει το μάτι - Εντάξει πατέρα. Μόλις σκοτεινιάσει θα πάω να πάρω τη Μπελισάμα. - Να ταξιδεύετε νύχτα, να μην κουραστεί ο Κεραυνός. Τη μέρα να προφυλάγέστε όσο μπορείτε. Βρείτε σπηλιές, η μάνα σου έχει βάλει τέσσερα κοντάρια στο φορείο και μία χοντρή άσπρη τέντα. - Πατέρα, είπε ο Τάρεκ ξαφνικά ανήσυχος. Μόνος μου δεν θα είχα περισσότες πιθανότητες να τα καταφέρω; - Την αγαπάς ή όχι, του είπε ο Νόμ σοβαρός - Την αγαπάω πέρα από κάθε τι άλλο. - Θέλει να έρθει μαζί σου. Δική της ιδέα ήταν άλλωστε. Είναι η εκπλήρωση. Η προφητεία λέει ότι ενας από τον δικό μας κόσμο, και μία από τον δικό τους, θα πάνε μαζί. Μπορεί ο Κεραυνός να πεθάνει εξαντλημένος από το ταξίδι. Αν δεν μπορέσετε να γυρίσετε για μας, θα ξεκινήσετε έναν καινούργιο κόσμο εκεί, του είπε ο Νόμ πιάνοντας τον στοργικά με τα δύο χέρια από τους ώμους. - Θα γυρίσουμε για σας, είπε με θέληση ο Τάρεκ κοιτάζοντας ένα γύρω αγριεμένος και μετα τον πατέρα του στα μάτια. Ο Κεραυνός θα τα καταφέρει. - Δεν αμφιβάλλω είπε ο Νομ χαμογελώντας καλοσυνάτα. Το φορείο ετοιμάστηκε με όλη τη μυστικότητα, δέθηκε από πάνω για να μην σκορπίσουν τα κιούπια και τα τρόφιμα, και περίμενε μές το σκοτάδι στην πισω αυλη του Νομ. Όταν γύρισε ο Τάρεκ με την Μπελισάμα καβάλα στον Κεραυνό, ο Νόμ γρήγορα έζεψε το φορείο δεξιά κι αριστερά στην σέλα και τους έκανε νόημα ότι ήταν έτοιμοι. - Θα έρθουμε πίσω για σας, είπαν σχεδόν με μία φωνή η Μπελισάμα και ο Τάρεκ. - Το ξέρω ότι θα προσπαθήσετε με όλες σας τις δυνάμεις, είπε ο Νόμ. Όμως θέλω να μου υποσχεθείτε κάτι. Αν δεν μπορείτε να γυρίσετε, αν φοβόσαστε κάν ότι δεν μπορείτε να γυρίσετε, και βρείτε αυτό το μέρος, να κάτσετε εκεί. Να κάνετε παιδιά και να ζήσετε ευτυχισμένοι εκεί. Κι εμείς, είπε κι έφερε το βλέμμα του στην αδερφή του και την μητέρα του, και λίγους φίλους που είχαν μαζευτεί, θα σας σκεφτόμαστε με χαρά. Θα είστε η μόνη μας χαρά. - Θα γυρισουμε, ειπε ο Τάρεκ σαν να μην θέλει άλλη κουβέντα. Χαμογέλασε με θάρρος και περηφάνεια και κτυπησε στο πλάι χαιδευτικά το λαιμό του Κεραυνού. Αυτό το θηρίο θα με φέρει πίσω με καλά νέα για σας. Περιμένετέ μας σε ένα δυο μήνες. Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του. Ο Κεραυνός χλιμίντρισε και ο Τάρεκ τραβώντας ελαφρά την πυκνή μαύρη χαίτη του έκανε νόημα να ξεκινήσει. Απομακρύνθηκαν μέσα στο σκοτάδι στην κατεύθυνση που έβγαζε στην πηγή που τροφοδοτούσε το δικό τους παλάτι. Έξω από τον καταυλισμό το περηφανο άλογο άρχισε να καλπάζει σαν τον άνεμο χωρις κανένα κόπο με τον Τάρεκ και την Μπελισάμα στην πλάτη του. Θα βρίσκονταν στην πηγή πολύ πρίν τα μεσάνυχτα. Θα γέμιζαν κάτω από το φώς του φεγγαριού όλα τα κιούπια με νερό και ύστερα θα συνέχισαν ευθεία προς το άγνωστο, βάζοντας ένα αστέρί για οδηγό. Το πρωί θα σταματούσαν για πρώτη φορά, ήδη πάρα πολύ μακριά για να τους διακρίνει οποιοσδήποτε. 4. Η Πορεία στην έρημο Ήδη από το πρώτο πρωινό η απόσταση που ήταν σε θέση να καλύψει ο Κεραυνός φάνηκε. Όταν ξημέρωσε και κοίταξαν πίσω πρίν σταματήσουν ο μεγάλος τρούλος του Παλατιού της Μπελισάμα, ίσα που φαινόταν στον ορίζοντα πίσω τους. - Ώστε έτσι φαίνονται τα πράγματα από μακριά, είπε ο Τάρεκ. Εξαφανίζονται μέσα στην άμμο . Ετσι σε μιάς νύκτας δρόμο μπορεί να βρούμε μπροστά μας και την κοιλάδα, χωρίς την προηγούμενη μέρα να την βλέπουμε. - Ναι, είπε η Μπελισάμα. - Μόνο ναι; Σ’απασχολεί κάτι; - Αν υπάρχει η κοιλάδα Τάρεκ. Αν δεν υπάρχει θα πρέπει να γυρίσουμε πάλι εδώ, και να ζήσουμε εδώ που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή. - Γιατί; - Ο νόμος του Παλατιού είναι σαφής όσο και ο όρκος των Κτιστών. Ακόμη και αν υπολογίσουμε τα κιούπια και στα μισά, αν δεν έχουμε βρεί τίποτα, γυρίσουμε πίσω, θα με σκοτώσουν. - Γιατί; Εσείς δεν μπορείτε να κάνετε ότι θέλετε; - Ναι, όμως μέσα στο Παλάτι. Κανείς δεν μπορει να αμφισβητήσει τον τρόπο ζωής του Παλατιού, ειδικά με έναν κοινό θνητό. Να ζήσουμε μαζί στην πόλη λοιπόν δεν γίνεται, στο Παλάτι που θα γινόταν δεν θα έρθεις ποτέ εσύ, οπότε το μόνο που μας μένει, είπε η Μπελισάμα κοιτάζοντας το αντιφέγγισμα του αστραφτερού τρούλου του παλατιού στο βάθος του ορίζοντα, είναι να ζήσουμε εδώ, σε μία απόσταση που δεν μπορούν να μας βρούν οι εκτελεστές. - Μα, δεν μπορούμε να ζήσουμε εδώ είπε ο Τάρεκ . Δεν έχει τίπότα εδώ. Ακόμη και αν πήγαινα με τον Κεραυνό να φέρνω προμήθειες από τους δικούς μου κάθε νύχτα, κάποτε μπορεί να με πιάνανε, πέρα του ότι θα μας στρίψει εδώ πέρα. - Γι’αυτό πρέπει να βρούμε οπωσδήποτε την κοιλάδα. Πρέπει να θυμηθείς όλους τους θρυλους που μιλάνε γι’αυτήν, όλα όσα μπορούμε να ξέρουμε και να τα εκμεταλλευτούμε. - Έχετέ κι εσείς θρύλους; - Από την Μπακί. Η κοιλάδα όπως φαίνεται υπήρχε πάντα. Αν όμως έστελναν στρατό να τη βρεί ο στρατός στην συνέχεια θα αποστατούσε. Αν έβρισκαν την κοιλάδα θα έφτιαχναν άλλο βασίλειο εκεί, ισχυρό, όπως θα είχαν πολλά εφόδια και κάποια στιγμή θα γυρνούσαν για να σκοτώσουν και να ληστέψουν τα παλάτια στην έρημο. Κάποιος από τις βασιλικές οικογένειες έπρεπε να πάει μόνος του και να την ανακαλύψει. Όμως πάλι ο κίνδυνος υπήρχε αυτός ο κάποιος να το έκανε για την εξουσία. Στα παλάτια είναι η μόνη διασκέδαση. Ποιος θα εξουσιάζει περισσότερο τους άλλους. Έτσι και οι εφτά βασιλείς συμφώνησαν πώς όσο δεν υπήρχε λόγος ήταν καλύτερα όλοι να ξεχάσουν την κοιλάδα. Περνούσαν άλλωσε υπέροχα οι άλλοι απέξω είχαν τα ο πρόβλημα. - Ναι βέβαια, είπε ο Τάρεκ. Μέσα από τους τοίχους των Παλατιών όλα είναι αστραφτερά και καταπράσινα. - Και βρώμικα και ανιαρά και ανούσια, είπε η Μπελισάμα. - Τι θέλεις να πείς; - Θυμάσαι αυτό που σου είχα πεί στην αρχή; Τότε που με κορόιδεψες; Το μόνο που μπορούμε να καταφέρουμε είναι να εξουσιάσουμε άλλους. Είναι η μόνη διασκέδαση. Γλύφουμε κάποιους, και εξουσιάζουμε κάποιους άλλους. Δεν μας λείπει έτσι κι αλλιώς τίποτα. Ομως χαιρόμαστε όταν καταφέρνουμε κάποιοι να χάσουν κάποια προνόμια, τα οποία για να τα ξαναβρούν πρέπει στην συνέχεια να εκπορνευτούν περισσότερο. Φυσικά για να μην συμβεί αυτό σε μας πρέπει να εκπορνευόμαστε και να υποκρινόμαστε διαρκώς. Όσο για τους βασιλιάδες που είναι οι κορυφές, φοβούνται από το πρωί έως το βράδυ ότι κάποιος θα τους σκοτώσει. - Μα γιατί; Αφού τα έχετε όλα, - Για πλάκα ακριβώς. Όταν τα έχεις όλα τι σου λείπει; Πρέπει να βρείς κάποιο ενδιαφέρον. Αυτοί έχουν βρεί το παιχνίδι της εξυπνάδας. Όποιος βάζει τρικλοποδιά ή εκθέτει τον άλλον, είναι πιο έξυπνος από αυτόν. Σ’αυτά όλα παίζει ρόλο η αγάπη. Συχνά ο ένας για τν αγάπη ζητάει στον άλλον να κάνουν κάτι, παράνομο ή εξαιρετικό. Πολλοί ζήτησαν από τους εραστές και τις ερωμένες τους να πάνε να βρούνε την κοιλάδα γι’αυτούς. Κι ύστερα γελούσαν με τη μοίρα τους. Η αγάπη στα Παλάτια δεν υπάρχει. Μαζί και η εμπιστοσύνη. Το μόνο που υπάρχει είναι το παιχνίδι της κοροιδίας. - Είσαστε τρελοί όλοι σας, - Για να μην νομίζεις ότι μόνο εσείς έχετε προβλήματα. Για μας η τρέλα αυτή που λές, είναι υποχρεωτική. Όποιος σκέφτεται έστω κάτι καλύτερο, αγάπη ειλικρίνεια, φιλία, εμπιστοσύνη, είναι ένα βήμα από τον τάφο και το εξευτελισμό. Μπορείς να το πείς ότι εκεί που εσείς κτιζετε κάθε μέρα εμείς γκρεμίζουμε κάθε μέρα. Για να τα ξανακτήσετε, για να νοιώσουμε κι εμείς ξανά την εξουσία. Είναι μόνη απόλαυση. Πρέπει να είμαστε και να συμπεριφερόμαστε σαν τρελοί όλη τη μέρα. - Εμείς ασχολούμαστε από το πρωί εως το βράδυ με το πώς θα επιζήσουμε κι εσείς με το πώς θα αλληλοφαγωθείτε. - Δεν ξέρω βέβαία πιο είναι πιο εύκολο. Να επιζήσεις κουβαλώντας το νερό από τα πηγάδιά στα Παλά΄τια μας ή από την τρέλα όταν ζείς μέσα σ’αυτά; Κάτι σοβαρό θα έπρεπε να συμβαίνει για να βρίσκομαι εδώ σ’αυτή την πορεία αυτοκτονίας μαζί σου, του είπε η Μπελισάμα και τον κοίταξε τρυφερά. Όμως ο Τάρεκ ήταν ξαφνικά και πάλι επιφυλακτικός, το συναίσθημα αυτό του ερχόταν και του έφευγε. - Ναι βέβαια είπε σκαλίζοντας στην άμμο στο στόμιο της σπηλιάς ένα βέλος που να δείχνει την κατεύθυνσή τους την επομένη. - Σκέφτεσαι τώρα μήπως το κάνω κι εγώ για την εξουσία; Να ανακαλύψω την κοιλάδα για να φτιάξω ένα ισχυρότερο βασίλειο εκεί; - Είναι αρκετό κίνητρο. Η Μπελισάμα τον πλησίασε και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος. - Τάρεκ, όλα είναι ένας μύθος για την Κοιλάδα. Οι πιθανότητες να σκοτωθούμε είναι πιο πολλές από κάθε άλλη. Τον κοίταξε σοβαρή - Το έκανα για μας. Εσύ έχείς το θρύλο του πατέρα σου όμως κι εμείς έχουμε το θρύλο της Μπακί. Μόνο μία γυναίκα θα το κάνει, λέει ο θρύλος, και μόνο με έναν άντρα που θα την αγαπάει αληθινά, κι αυτή εκείνον. Δεν λέει απλά ότι αρκεί ένα απίθανο μαύρο άλογο. Ο Κεραυνός παραδίπλα σαν να κατάλαβε έβγαλε ένα μικρό χλιμίντρισμα και τους κοίταξε. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί το ανέφερε αυτό με την αγάπη. Μάλλον γιατί θα χρειαστεί να εμπιστευτούμε ο ένας την ζωή του, στα χέρια του άλλου. Ο Τάρεκ έδιωξε με το δάκτυλο μία τούφα από τα σπαστά κατάμαυρα γυαλιστερά μαλιά της που έπεφτα μπρός στο μεγάλο της μέτωπο. - Ποτέ δεν θα αφήσω να πάθεις τίποτα, της είπε με βαθειά σιγανή φωνή. Είσαι ότι περισσότερο επιθύμησα, ότι περισσότερο ονειρεύτηκα. - Και η κοιλάδα; - Η κοιλάδα είναι το όνειρο όλου του κόσμου μου, Μπελισάμα, είναιι ο θρύλος των Κτιστών, όχι το δικό μου. Εγώ μαζί σου είμαι ευτυχισμένος και αν πεθάνω ακόμη στη μέση της ερήμου. Αρκεί να είναι στην αγκαλιά σου. - Δεν θα αφήσω να γίνει αυτό, είπε εκείνη, τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του αγκαλιάζοντας τον και τον φίλησε στα χείλη. Εσφιξαν ο ένας τον άλ΄λον στν αγκαλιά του με πάθος καθώς απολάμβαναν το πρώτο τους φιλία, όταν μία λάμψη φωτισε τη σπηλιά. 5. Το τρολλ Όταν τα χιλιάδες αστεράκια που έφτιαχναν την κυκλική λάμψη διαλύθηκαν στη μέση του υπήρχε ένα πλάσμα. Είχε κεφάλι γάτας, και σώμα γυναίκας. Είχε μία μακριά χαίτη σαν λιονταριού να πέφτει στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, και τα μαλλιά της ήταν άσπρα σαν πλατίνα. Ήταν γυμνή με σώμα νεαρού κοριτσιού, πολύ ψηλή φαινόταν πολύ δυνατή και φορούσε από τη μέση και κά;τω μία μακριά άσπρη φούστα και άσπρα σανδάλια. - Μπακί! Ψέλλισε τρομαγμένη η Μπελισάμα - Δεν είμαι η Μπακί, με λένε Λαράμα. - Είσαι η Θεά των αστεριών; Ο Τάρεκ γύρισε και κοίταξε την κοπέλα το έκπληκτος. - Ναι, κι εσύ πρέπει να είσαι η Μπελισάμα. - Μία απ’αυτές. - Ναι βεβαια, πολλές βασίλισσες με έναν κρυφό ρομαντικό πόθο έδωσαν αυτό το όνομα στις θυγατέρες τους. Όμως δεν αρκούσε. Εσύ είσαι ο Τάρεκ. Κι αυτό εδώ το θηρίο είναι ο Κεραυνός υποθέτω. - Μα τι στον Άμαρη συμβαίνει; είπε ο Τάρεκ όλο και πιο έκπληκτος. - Η προφητεία εκπληρώνεται, του είπε η Θεά των Αστεριών. Τα τρία ονόματα, τα τρία πρόσωπα που θα έφτιαχναν το μύθο. Εσύ, από τους Κτίστες, αυτή, ειπε δείχνοντας την Μπελισάμα, από το Παλάτι, και αυτός από τους ουρανούς, κατέληξε στον Κεραυνό που παρακολουθούσε που και που την κουβέντα χαλαρός τρώγοντας τα μήλα του. Έχω κάτι για σένα, είπε τέλος στη Μπελισάμα. - Άνοιξε τις παλάμες της ενωμένες προς τον ουρανό και μία λάμψη σχηματίστηκε απάνω τους. Όταν η λάμψη έφυγε υπήρχαν εκεί ένα μικρό κλαρί με πράσινα φύλλα, ένα χρυσό στιλέτο και ένα φτερό αετού. Τα έδωσε στην Μπελισάμα και το στιλέτο στον Τάρεκ. - Να θυμάστε. Θα έχετε μόνο μία ευκαιρία με όλα. Και μην το ξεχάσετε. Η αγάπη σας θα σας δώσει τη λύση. Αν είναι αληθινή. Η Θεά των Αστεριών ύστερα πήρε τη Μπελισάμα έξω στην αστροφέγγιστη νύκτα. - Κοίταξε εκεί, της έδειξε. Βλέπεις αυτό το σχηματισμό. Κούνησε το δάκτυλό της προς τον ουρανό τονίζοντας κάποια αστέρια ένα ένα. - Αετός! Είναι ένας αετός; είπε εκείνη - Ναι. Πρέπει να τον έχετε πάντα μπροστά σας. Έχετε περάσει την πρώτη δοκιμασία. - Κι αυτά; της έδειξε τα φύλα και το φτερό η Μπελισάμα. - Θα καταλάβεις όταν έρθει η ώρα, της είπε εκείνη κι εξαφανίστηκε στην ίδια λάμψη με την οποία είχε εμφανιστεί. 6. Η Δοκιμασία Είχαν περάσει οι πρώτες 5 μέρες και η κοιλάδα δεν είχε φανεί. Τα τρόφιμα και το νερό τους έφταναν για 10 μέρες. Έπρεπε να αποφασίσουν αν θα συνέχιζαν ή θα γύριζαν πίσω στην σπηλιά που ειχαν σαυναντήσει την Θεά των Αστεριών, να ζήσουν εκει για πάντα. Όλη τη μέρα έκαναν έρωτα, όπως κάθε μέρα, ξεκουράζονταν, κοιμόνταν και το βράδυ ταξίδευαν. Εκείνο το απόγευμα λίγο πρίν βραδιάσει ο Τάρεκ μίλησε πρώτος - Θα συνεχίσεις μόνη σου. Είσαι πιο ελαφριά από μένα και ο Κεραυνός θα κουραστεί λιγότερο. Μόλις βρείς την κοιλάδα θα πάρεις εφόδια και θα έρθεις να με βρείς. Δεν μπορεί να είναι μακριά πλέον. - Κι αν είναι; - Τότε θα πεθάνουμε κι οι δύο. Να, πάρε όλα τα τρόφιμα για σένα και τον Κεραυνό. Εγώ θα κρατήσω μόνο λίγο νερό. Θα τρώω φίδια και σαύρες. - Θα πάω μόνο δύο μέρες δρόμο, είπε εκείνη με δάκρυα να βουρκώνουν τα μάτια της. Κι ύστερα θα γυρίσω εδώ να πεθάνουμε μαζί. - Όχι δεν έχει νόημα, είπε ο Τάρεκ. Να συνεχίσεις όσο σε παίρνουν τα εφόδια. Ίσια μπροστά προς τον αετό στ’αστέρια. Η Μπελισάμα έκλαιγε και δεν ήθελε να φύγει καθόλου, όμως τελικά παραδέχτηκε ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Εδώ που είχαν φτάσει έπρεπε να τα δώσουν όλα για όλα. - Να προσέχεις τους πτερόσαυρους του είπε. Εκείνος ένευσε ναι και της έδειξε το στιλέτο. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν πολλές φορές πριν νυχτώσει, έκαναν έρωτα κι ύστερα εκείνη καβαλίκεψε τον Κεραυνό. Το άγριο άλογο έριξε μία ανήσυχη ματιά στον Τάρεκ σαν να περίμενε να καβαλικέψει κι εκείνος, όπως κάθε νύκτα. Όμως εκείνος τον χάιδεψε στο λαιμό και ύστερα τον κτύπησε ελαφρά στα καπούλια. Το άλογο γύρισε και κάλπασε μέσα στην ασημένια, από το ολόγιομο φεγγάρι, νύκτα. Η Μπελισάμα του έστειλε ένα φιλί, έπιασε με τα δυο της χέρια την άγρια χαίτη του Κεραυνού και ξεχύθηκαν μπροστά. Είχαν φτάσει αρκετά μακριά όταν ξάφνου κάτι φωτίστηκε στον ουρανό, που σύντομα συνοδεύτηκε από μία μεγάλη σκιά. Ένας μεγάλος πτερόσαυρος με την πλάτη του να λάμπει στο φεγγαρόφωτο ορμούσε κατά πάνω στο άγριο άλογο και την Μπελισάμα. Ο Τάρεκ δεν το σκέφτηκε ούτε στιγμή. «Θα έχετε μόνο μία ευκαιρία θυμήθηκε τα λόγια». Αν ήταν μαγικό θα έφτανε για να τους προφυλάξει. Σήκωσε το χρυσό στιλέτο και το εκσφενδόνισε προς τον πτερόσαυρο με όλη του τη δύναμη. Το όπλο διέγραψε μία απίθανη μακριά πορεία και πήγε και καρφώθηκε κατευθείαν στο στήθος του κτήνους. Αυτό πέφτοντας καρφώθηκε στην έρημο, πενήντα μέτρα πίσω από την Μπελισάμα που γύρισε από το θόρυβο. Είδε τον πτερόσαυρο να σπαρταράει για λιγο και ύστερα να μένει ακίνητος. Κοίταξε για μία στιγμή προς τη σπηλιά τους που μόλις είχε αφήσει, σκεπτική και προβληματισμένη. Στο ημίφως του σούρουπου έβλεπε εκεί μόνο μία μαύρη σκιά, τον Τάρεκ να την χαιρετάει. Προβληματισμένη ακόμη χωρίς να καταλαβαίνει τι έχει γίνει, γύρισε τελικά τον Κεραυνό από την άλλη μεριά και συνέχισε τραβώντας την πορεία της. Οι πέντε μέρες πέρασαν και η Μπελισάμα, όπως είχαν συμφωνήσει με τον Τάρεκ, με βαριά καρδιά, είχε προχωρήσει συνέχεια μπροστά. Προς το άγνωστο, προς την Πράσινη Κοιλάδα. Τώρα τα τρόφιμα είχαν σωθεί και το νερό επίσης. Ο Κεραυνός ειχε εξαντληθεί, φάνηκε από τον τρόπο που βάδιζε. Ήταν έτοιμος να σωριαστεί. Η Μπελισάμα σταμάτησε και ξεπέζεψε. Δεν χρειαζόταν πιά να σέρνει το φορείο. Να κουβαλήσει τι; Δεν υπήρχε πίσω δρόμος, δεν υπήρχε μπρός. Είχαν όλα τελειώσει. Ελυσε τα λουριά και ελευθέρωσε τον Κεραυνό από το φορτίο του. Εκείνος τότε, για πρώτη φορά σ'αυτές τις δέκα μέρες, γονάτισε και ξάπλωσε στο πλάι. Η Μπελισάμα έκατσε στο πλάι του και πήρε το μεγάλο κεφάλι του στην αγκαλιά της. Του χάιδεψε το κούτελο και του έκανε στο πλάι την τούφα από τη χαίτη του χαμογελαστή. Μία μόνο τελευταία ελπίδα υπήρχε. "Θα έχετε μόνο μία ευκαιρία" θυμήθηκε τα λόγια της Θεάς. Πήρε τα πράσινα φύλλα από την δερμάτινη τσάντα της και τα έβαλε μπρός στο στόμα του Κεραυνού. Ήταν σιγουρη ότι έδιναν απίστευτη δύναμη, και είχε ήδη αποφασίσει ότι ήταν καλύτερα να την έχει ο Κεραυνός παρά εκείνη. Ύστερα θα τον καβαλούσε για να πάει να βρει τον Τάρεκ. Όσο άντεχαν χωρίς νερό και χωρίς τροφή εκεινη και το άλογο. Αν η ιδέα της ήταν σωστή, ο Κεραυνός θα άντεχε σίγουρα ύστερα από αυτό. Το άγριο άλογο πήρε σιγά σιγά όλα τα φύλα στο στόμα του. Τα μάσησε καλά και για μια στιγμή στάθηκε ακίνητο. Ύστερα με ένα σάλτο στάθηκε στα πόδια του. Τα δυνατά μυώδη πόδια του κτύπησαν το χώμα σε μία κίνηση ανυπομονησίας και ύστερα σηκώθηκε στα δύο πόδια κτυπώντας τον αέρα. Η Μπελισάμα κοιτούσε το τεράστιο μαύρο θηρίο μπροστά της ανησυχώντας με τρόμο. Το τριχωμα του γυάλιζε στο φώς που ανέτειλε τώρα από τα δεξιά τους στο βάθος της απέραντης κοιλάδας με την άμμο που είχαν μόλις διασχίσει. Ετσι όπως είχε αγριέψει ο Κεραυνός έμοιαζε με μαύρο δαίμονα. Ύστερα αφού κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω δύο φορές ξαφνικά έκανε μεταβολή και άρχισε να καλπάζει ξέφρενα. Σε λίγο τον είδε στην κορφή του λόφου που υψωνόταν μπροστά τους. Εκεί σηκώθηκε και πάλι χλιμιντρίζοντας άγρια στα δυο του πόδια κλωτσόντας με δύναμη τον αέρα. Κι υστερα χάθηκε πίσω από την κορυφογραμμή. 7. Το τέλος Η Μπελισάμα έκατσε στην άμμο αποκαμωμένη. Ένοιωθε τόσο εξαντλημένη, δυστυχισμένη και απελπισμένη. Όλα είχαν χαθεί και μαζί μ'αυτά κι ο Κεραυνός τώρα. Ξάπλωσε στην άμμο και κοίταξε πάνω στον ουρανό που έπαιρνε τα μαγευτικά χρώματα της ανατολής. Όλα είχαν τελειώσει σκέφτηκε, και ο νούς της πέταξε στον Τάρεκ. Θα πέθαιναν χώρια, ούτε αυτό δεν θα είχαν την χαρά να ζήσουν. - Ξέχνα τα! λες και άκουγε τη φωνή του πατέρα της τώρα. Η συμπόνια, η αλληλεγγύη, η ελπίδα. Τίποτα δεν υπάρχει Μπελισάμα. Τίποτα πουθενά. Ζούμε για να πεθάνουμε μέσα σ'αυτή την ερημιά, αυτό είναι όλο. Κι αυτοί, έλεγε δείχνοντας έξω τις ορδές από τους νεροκουβαλητές, πεθαίνουν επίσης όπως κι εμείς. Απλά πεθαίνουν για να ζούμε εμείς καλά. Αυτό είναι όλο. - Μα αν υπάρχει; Η Πράσινη Κοιλάδα; Θα λύσουμε όλοι τα προβλήματα μας. - Αυτοί θα τα λύσουν, Μπελισάμα. Μα τοσο άφελής είσαι πιά; Αυτοί θα τα λύσουν και θα σταματήσουν να μας υπηρετούν. Είσαι έτοιμη να αρχίσεις να δουλεύεις για όσα απολαμβάνεις; Τι σε νοιάζει που τα απολαμβάνεις μέσα στην έρημο; Έρημος είναι γι'αυτούς. Πρόσεξε μην γίνει και για σένα με τις ιδέες που έχεις. Δεν υπάρχει τιποτε άλλο. Πάρτο είδηση και άρχισε να απολαμβάνεις αυτά που έχεις αντί να τα μέμφεσαι. Οι θρύλοι οι μύθοι και τα όνειρα είναι μόνο γι'αυτούς. Για να αντέχουν την ζωή τους και να κουβαλάνε το νερό μας κάθε μέρα. Το μόνο όνειρο είναι η ονειρεμένη ζωή που έχεις εσύ εδώ. - Τάρεκ, αχ Τάρεκ αγάπη μου, μονολόγησε η Μπελισάμα νοιώθοντας να βυθίζεται ξαφνικά σε μία απέραντη θλίψη. Εγώ φταίω, εγώ φταίω για όλα. Σε παρέσυρα, ενώ ήξερα. Μου το είχαν πεί ότι όλα ήταν ψέματα. Τα βιβλία, οι μύθοι, η τιμωρία η λύτρωση. Τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πέρα από τα Παλάτια στην Έρημο. Όλα ήταν μία απάτη για να δουλεύετε εσείς και να καλοπερνάμε εμείς. Κι εγώ ήμουν αχάριστη, ακόμη και μ'αυτό. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της πάνω στο πρόσωπό της. Κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο. Όσο σκεφτόταν τον Τάρεκ να πεθαίνει μόνος του μέσα στην έρημο χωρίς να μπορεί ούτε να του κρατήσει το χέρι ο πόνος που ένοιωθε στο στήθος γινόταν αβάσταχτος. Το στόμα της άνοιξε μόνο του λές και μία απίστευτη κραυγή βγήκε από το στόμα της καθώς σηκωνόταν με σφιγμένες τις γροθιές και κλειστά τα μάτια στην προσπάθεια της να ουρλιάξει όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ένα τελευταίο δάκρυ κύλησε από το μάγουλο της και έπεσε στην άμμο. Και τότε τον άκουσε Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε έκπληκτη μπροστά. Στην κορυφογραμμή ήταν ο Κεραυνός και κτυπούσε με δύναμη τον αέρα χλιμιντρίζοντας σηκωμένος στα δύο του ποδια. Έλαμπε και γυάλιζε πολύ περισσότερο από πρίν. Η Μπελισάμα, κοίταξε καλύτερα μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια της. Ο Κεραυνός ήταν βρεμένος! Αρχισε να τρέχει προς το μέρος του και το άλογο επίσης προς εκείνη. Γρήγορα βρισκόταν πάνω του και κάλπαζαν ξέφρενα. Μόλις πέρασαν την κορυφογραμμή όπου είχε εξαφανιστεί πρίν λίγο φεύγοντας, το αντίκρυσε κι εκείνη με μία απέραντη αγγαλίαση. Η κοιλάδα απλωνόταν από εκεί και πέρα και λίγα μέτρα μπροστά τους ξεκινούσαν οι πηγές που ανάβληζαν. Ενώνονταν στον ποταμο που διασχίζοντας την καταπράσινη κοιλάδα έπεφτε στην θάλασσα που συνεχιζόταν όσο πήγαινε το μάτι δεξιά αριστερά, με μία άσπρη φαρδιά γραμμή από αμμουδιά πρίν από αυτή. Η Μπελισάμα οδήγησε τον Κεραυνό στο ποτάμι και έπεσαν και οι δύο μέσα. Φώναζε και κολυμπούσε και του πέταγε νερά καθώς το άγριο άλογο την κοιτούσε παραξενεμένο. Ήταν πολύ πιο κρύο το νερό από τις πισίνες στο Παλάτι της όμως της άρεσε. Ξαφνικά πετάχτηκε όρθια. Ο Τάρεκ! Γρήγορα καβάλησε τον Κεραυνό και έτρεξε στο δάσος. Μάζεψε όσους καρπούς της φαίονταν ότι τρόγωνταν πήγε και ξαναήρθε στο φορεί γεμίζοντας το. Ύστερα γέμισε όλα τα δοχεία με νερό και το έζεψε στο μαύρο άλογο. Θα ταξίδευαν μέρα νύχτα, δεν υπήρχε άλλη λύση, έπρεπε να φτάσουν γρήγορα. - Μόνο να προλάβω Θεά μου, Μπακί, σκέφτηκε κι έσφιξε τα χείλη. Μόνο να τον προλάβω. Όταν η Μπελισάμα έφτασε στην σπηλιά βρήκε τον Τάρεκ ξαπλωμένο. Ήταν σχεδόν νεκρός. Του έβρεξε με λίγο νερό τα χείλη κι εκείνος ξύπνησε. Κοιτάζοντας την χαμογέλασε κι ύστερα κατέρρευσε πάλι. Σιγά σιγά ο Τάρεκ άρχισε να πίνει γουλιές γουλιές το νερό και στην συνέχεια έφαγε φρούτα. Μέχρι το μεσημέρι είχε συνέλθει κάπως. Κάθισαν στην συνέχεια και σκέφτηκαν τι μπορούσαν να κάνουν. Ο Κεραυνός δεν άντεχε να τους κουβαλήσει και τους δύο και τα τρόφιμα που είχε φέρει η Μπελισάμα αφού τάισαν γερά το άλογο, τελείωσαν κι αυτά. Μόνο λίγο νερό είχαν. Κοιτάχτηκαν μελαγχολικοί ωστόσο με μία λάμψη στα βουρκωμένα μάτια τους. Τουλάχιστον θα πέθαιναν μαζί οι τρείς τους. Κι είχαν ανακαλύψει ότι όλα δεν ήταν ψέματα. Έκαναν έρωτα πολύ ώρα και ύστερα έκατσαν αγκαλιασμένοι να παρακολουθούν το ηλιοβασίλεμα. Τότε ο Τάρεκ το θυμήθηκε. Το φτερό! Το έχεις ; Η Μπελισάμα τον κοίταξε παραξενεμένη. Ύστερα πήγε στο δισάκι της. Ναι το έχω, είπε και του το έφερε. Περίμενέ με εδώ, της ειπε. Ο Τάρεκ το πήρε και έφυγε προς την κατεύθυνση της Πράσινης Κοιλάδας. Χάθηκε σε μία μικρή γουβα της άμμου κι η Μπελισάμα παραξενεύτηκε. Ύστερα από λίγη ώρα όμως με έκπληκτα μάτια είδε ένα τεράστίο πτερόσαυρο να βγαίνει πετώντας από την γούβα. Στην πλάτη του ήταν ο Τάρεκ. Το τερατώδες πουλί ήρθε και προσγειώθηκε δίπλα της. Ο Τάρεκ κατέβηκε και εκεινο υπάκοα έκατσε και περίμενε δίπλα του σαν υπνωτισμένο. - Θα ποτίσουμε καλά τον Κεραυνό και θα τον ξαμολύσουμε μόνο του. Εμείς θα πάμε μ'αυτό, της είπε και της έδειξε το πουλί. Ετσι όπως θα είναι ξαλάφρωτος και χωρίς το φορείο ο Κεραυνός θα μας ακολουθήσει ξέρει άλλωστε το δρομο τον έχει ήδη κάνει. Θα δείς θα πετύχει - Μα πώς το έκανες, τον ρώτησε έκπληκτη η Μπελισάμα. - Όταν φύγατε αυτό εδώ, της είπε δείχνοντας της τον πτερόσαυρο, πήγε να σας επιτεθεί. Του πέταξα το στιλέτο που μας είχε δώσει η Θεά και τον σκότωσα. Ύστερα όταν πήγα να πάρω το στιλέτο μου, είχε εξαφανιστεί υπήρχε μόνο η πληγή στην καρδιά του από αυτό και, με ένα μυστήριο τρόπο, το τέρας αυτό έμοιαζε σαν να κοιμόταν. Γι'αυτό κόντεψα να πεθάνω γιατι δεν είχα με τί να κυνηγήσω. Τώρα πήγα και του έμπηξα το φτερό στην πληγή που του είχε ανοίξει το μαχαίρι και ζωντάνεψε. Μετά περίμενε να το καβαλήσω. Σκέφτηκα ότι ήταν ο μόνος λόγος. Στο παλάτι ο βασιλιάς είχε πιάσει τον Νομ και ήταν έτοιμος να τον εκτελέσει. Είχαν μαζευτεί όλοι εκεί στην κεντρική πλατεία που άρχιζε εκεί που τελείωνε το παλάτι, και άρχιζαν τα σπίτια των κοινών θνητών. Η πλατεία όπου συναντιόνταν οι δυο κόσμοι. Ο Δήμιος ετοιμαζόταν να περάσει την θηλιά στο λαιμό του Νόμ όταν μία σκιά πέρασε πάνω από το πλήθος. Ύστερα από λίγο άκουσαν ένα χαρακτηριστικό ποδοβολητό. Όλοι ήξεραν τον ήχο του Κεραυνού όταν κάλπαζε. Όρμηξε πάνω στο ικρίωμα και κλωστώντας τους τρομοκρατημένους στρατιώτες δεξιά κι αριστερά, στάθηκε δίπλα στον έκπληκτο Νομ. Ο πτερόσαυρος προσγειώθηκε στη μέση του πλήθους ρακένδητων νεροκουβαλητών και αυλικών που αποτραβιόνταν έντρομοι κάνοντας χώρο. Ο Τάρεκ κατέβηκε από την ράχη του και έδωσε το χέρι του όλο ε πισημότητα βοηθώντας και την Μπελισάμα να κατέβη επίσης - Η Πράσινη Κοιλάδα υπάρχει, ειπε. Την βρήκαμε! Ξεκινάμε για κεί σήμερα κιόλας! Επίλογος Ο βασιλιάς είχε διατάξει τους στρατιώτες να συλλάβουν τον Τάρεκ αμέσως μόλις το είπε αυτό, όμως εκείνοι έφευγαν ήδη για τα σπίτια τους να ετοιμάσουν τα πράγματα τους. Κανείς δεν ήθελε να μείνει στη Χώρα της Απώλειας εκτός από τους ίδιους τους παλατιανούς. Προτιμούσαν να πεθάνουν μέσα στα παλάτια τους παρά να πάνε κάπου που οι άλλοι δεν θα τους υπηρετούν. Όταν είχαν φύγει όλοι πιά οι παλατιανοί αναγκάζονταν να κάνουν εκείνοι όλες τις δουλειές. Ετσι όπως ήταν λίγοι, στην διαδρομή προς και από τις πηγές, κι άς την έκαναν με τα άλογα, οι πτερόσαυροι τους επιτίθεντο πίο άφοβα. Και το νερό που μπορούσαν να κουβαλήσουν δεν αρκούσε για όλες τους τις ανέσεις πια. Τα παλάτια ρημάξανε, κάθε βλάστηση ξεράθηκε οι πισίνες χορτάριασαν και γέμισαν ζωίφια κι αρρώστιες και οι αυλικοί άρχισαν να πεθαίνουν. Η Χώρα της Απώλειας έδειχνε πλέον ολόκληρη αυτό που υποδήλωνε το όνομα της τόσους αιώνες. Τα χαρτιά στους εξωτερικούς μαντρότοιχους με τα αποσπάσματα από τα ιερά βιβλία κιτρίνισαν και σκίστηκαν από τους δυνατούς αέρηδες της ερήμου. Κανείς κληρικός δεν ήθελε να τα αντικαταστήσει αφού δεν υπήρχαν πια πιστοί για να πείσουν. Η Μπελισάμα πέταγε με τον πτερόσαυρό της κάθε τόσο από την Πράσινη Κοιλάδα στον πατέρα της για να δεί τι κάνει αυτός και η οικογένειά της. Ναι, κανείς δεν θα τους υπηρετουσε εκεί, τους έλεγε, όμως ήταν τόσο απαραίτητο τελικά; Δεν χρειάστηκε πολύς καιρός για να πειστούν να πάνε κι αυτοί στην Πράσινη Κοιλάδα. Και να ζήσουν για πρώτη φορά σαν άνθρωποι. Ο Τάρεκ και η Μπελισάμα έκαναν πολλά παιδιά. Στο σημειο πριν την κοιλάδα, πίσω από τον αμμόλοφο στην κορυφή της όπου η Μπελισάμα είχε σταθεί τελευταία φορά, εκεί που το δάκρυ της έπεσε στην άμμο, είχε φυτρώσει μια τριανταφυλιά. Που όλο πληθαινε πανέμορφα τριαντάφυλλα απλώνοντας στην έρημο για πρώτη φορά ένα υπέροχο άρωμα. Edited October 7, 2007 by Dune Link to comment Share on other sites More sharing options...
Featured Comment Arachnida Posted October 7, 2007 Featured Comment Share Posted October 7, 2007 (edited) Η συμμετοχή μου στον διαγωνισμό. Ο τίτλος της προέρχεται από μία αραβική φράση. EQ_MUIER.pdf Edited October 7, 2007 by Arachnida Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naurgul Posted October 7, 2007 Share Posted October 7, 2007 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Νικόλας Τ. Είδος: φαντασία Αριθμός Λέξεων: 1701 Αυτοτελής: Ναι, με την έννοια ότι διαβάζεται και έτσι, αλλά είναι μέρος μεγαλύτερης ιστορίας-μυθολογίας Η απόφαση Οι τέσσερις νεαροί βάδιζαν βιαστικά στο μονοπάτι. Κανένας τους δε μιλούσε. Όλοι είχαν ακόμα στο μυαλό τους τη δοκιμασία στην οποία τους είχε υποβάλλει η Προστάτιδα των δέντρων. Τους είχε ζητήσει να της πουν τι σκόπευαν να κάνουν και μετά τους είχε ρωτήσει αν πραγματικά συνειδητοποιούσαν τι πρόκειται να έκαναν. Ήθελε να παραδεχτούν με λόγια ότι έπαιρναν ένα ρίσκο που ακολουθούσαν τις διαταγές της Αλεπούς και ότι παρόλο που φαινομενικά αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή για να πετύχουν το σκοπό τους, μπορεί να ήταν λανθασμένη. Γιατί τόση επιμονή για κάτι προφανές, αναρωτιούνταν τρεις από αυτούς· ο άλλος είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Αναγκάστηκαν να διακόψουν τις σκέψεις τους όταν αντιλήφθηκαν ότι είχαν φτάσει στην κορυφή. Στα αριστερά τους βρίσκονταν η είσοδος της σπηλιάς, σαν ένα τεράστιο καρφί να είχε αφήσει το σημάδι του πάνω στο βουνό. Στα δεξιά τους βρίσκονταν ο βράχος, μοναχικός, επιβλητικός και περήφανος· έμοιαζε να αγγίζει τον πορτοκαλί ουρανό. Ακριβώς ίσια, στην αντίπερα μεριά της κορυφής έστεκε αυτή. Μόλις το βλέμμα τους έπεσε πάνω της γύρισε να τους αντικρίσει. Ήταν λευκοντυμένη, όπως πάντα, το σώμα της καλυμμένο απ' άκρη σ' άκρη με το μεταξένιο ρούχο της. Τα χέρια της χαμένα μέσα στα φαρδιά μανίκια, τα μαύρα της μαλλιά ανέμιζαν στο φθινοπωρινό αγιάζι, το πρόσωπο κρυφό πίσω από την τόσο οικεία και τόσο ξένη μάσκα, αυτή που αναπαριστούσε μια αλεπού. Δεν τους έκανε κανένα νεύμα, αλλά οι νεαροί προχώρησαν με όση αποφασιστικότητα τους είχε απομείνει προς αυτήν. Μόλις πλησίασαν αρκετά, άρχισε να τους μιλάει με αυτή τη βελούδινη φωνή της, την τόσο αναντίστοιχη με το περιεχόμενο του λόγου της. “Γεια σας, παιδιά μου. Τι κάνετε; Δυσκολευτήκατε να με βρείτε; Έχετε καταλάβει το σκοπό για τον οποίο σας κάλεσα εδώ; Θέλω κάτι να δείτε.” είπε μονομιάς, χωρίς να αφήσει περιθώρια αντίδρασης. “Όχι, δε ξέρουμε γιατί μας θες εδώ” πήρε το λόγο ο Χρήστος, βάζοντας όσο περισσότερο στόμφο μπορούσε στα λεγόμενά του, προσπαθώντας να φανεί αντάξιός της. Αυτή είχε πάντα ένα τρόπο να τους εκπλήσσει, όμως. “Θέλω να δείτε την επέλαση των λευκών δράκων. Ωραίο θέαμα, έτσι δεν είναι; Αλλά θα σας ζητήσω να απαρνηθείτε την ομορφιά αυτή, στο τέλος.” Όχι μόνο τους είχε πει τι ήθελε, αλλά άφησε να εννοηθεί ότι υπήρχε κάποιος ανώτερος λόγος για τον οποίο γίνονταν όλα αυτά. Οι νεαροί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους σαστισμένοι και αυτή συνέχισε ευχαριστημένη με τον εαυτό της. “Αλλά ας σας συστηθώ και επίσημα. Είμαι η Αλεπού. Είμαι ένα πνεύμα, όπως μας αποκαλούν οι άνθρωποι. Έχω κι άλλα ονόματα, αλλά ξεχάστηκαν στους αιώνες. Οι άνθρωποι δεν ήθελαν να τα ακούν άλλο. Αλλά αυτό ίσως να μη λέει πολλά για εμένα.” Έκανε μια μικρή παύση. “Πιστεύω στην καρδιά του ανθρώπου, το χωματένιο αλώνι, όπου μέρα και νύχτα παλεύει ο Ακρίτας με το Θάνατο.” Διέκοψε ξανά το λόγο της και αναστέναξε ελαφριά. Αμέσως μετά, μια μικρή δόνηση συντάραξε το έδαφος. Η Αλεπού γύρισε το κεφάλι της προς τη μεριά της σπηλιάς. Ακούστηκε κι άλλη δόνηση και άλλη μια μετά· άρχισαν να επαναλαμβάνονταν, σαν έμμετρος σεισμός. Στην είσοδο της σπηλιάς κάτι φάνηκε να γυαλίζει στο φως το δύοντα ήλιου, σα διαμάντι. Οι δονήσεις αυξάνονταν σε ένταση ενώ σύντομα ξεκίνησαν κι άλλοι παλμοί, σε διαφορετικούς ρυθμούς. Σύντομα διακρίνονταν ότι στην είσοδο της σπηλιάς παρέλαυναν λευκά, τετράποδα, φτερωτά πλάσματα, μικρά και μεγάλα. Καθώς η αρχή της πομπής έβγαινε τελείως από τη σπηλιά ο θόρυβος ήταν αφόρητος και ο ρυθμός κανενός παλμού δε διακρίνονταν. Οι λευκοί δράκοι πέρασαν δίπλα από τις ανθρώπινες φιγούρες χωρίς να τις δώσουν την παραμικρή σημασία Το φθινοπωρινό αγιάζι είχε αντικατασταθεί πλέον από το σφύριγμα του παγωμένου αέρα ενώ οι δράκοι έφταναν στην άκρη του βράχου. Ένας-ένας, έκαναν ένα μικρό σάλτο, προτού ανοίξουν τις φτερούγες τους και πετάξουν προς τον ουρανό. Οι νεαροί και οι Αλεπού παρατηρούσαν την ιεροτελεστία σιωπηρά μέχρι που και οι τελευταίοι λευκοί δράκοι έμοιαζαν με λευκές γυαλιστερές κουκκίδες στο φόντο ενός σύννεφου. Σα να μην είχε συμβεί τίποτα, η Αλεπού ξανάρχισε: “Υποθέτω πως δεν έχετε ακούσει ολόκληρη την ιστορία ακόμα. Θα σας την πω εγώ, λοιπόν, πριν σας αποκαλύψω το επόμενο πράγμα που θέλω να κάνετε για εμένα.” “Όχι!” Ήταν η φωνή του Γιώργου. Είχε σφιγμένο το χέρι του σε γροθιά και έτρεμε φανερά. “Όχι, δε θέλω να ακούσω άλλες ιστορίες. Ούτε θέλω να κάνω άλλες δουλειές για εσένα. Δε σε εμπιστεύομαι, Αλεπού! Δε θέλω να ακούω τις φιλοσοφίες σου. Δεν θέλω να είμαι παιχνιδάκι στα χέρια σου. Εμείς κινήσαμε για να γυρίσουμε στα σπίτια μας, κι αν εσύ δε θες να μας βοηθήσεις, δε με νοιάζει πια.” Γύρισε προς τους υπόλοιπους. “Ακούτε; Αυτή δεν έχει σκοπό να μας βοηθήσει. Δεν το έχετε συνειδητοποιήσει ακόμα; Μας βάζει να κάνουμε ανούσια πράγματα και μας παρακολουθεί για να διασκεδάσει. Αυτό κάνει. Κι εγώ αρνούμαι να συνεχίσω αυτό το παιχνίδι.” Πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε ξανά προς την Αλεπού. Τη ζύγιασε. Την επόμενη στιγμή είχε χαθεί από τα μάτια των συντρόφων του. Ένας μικρός σίφουνας κατευθύνθηκε προς αυτήν. Όταν η επίθεση ολοκληρώθηκε, το γυμνό λεπίδι γυάλιζε στο τελευταίο φως της ημέρας. Την έχει χτυπήσει στο πρόσωπο. Αυτή παρέμενε ακίνητη. Η λάμα του έχει χωθεί μέσα στη μάσκα της. Αυτός πήρε πίσω το όπλο του κι ετοιμάστηκε να χτυπήσει ξανά. Η αλεπού σήκωσε το χέρι της και το προέταξε προς αυτόν. Ίσα-ίσα διακρίνονταν η παλάμη της και τα δάκτυλά της μέσα από το κατάλευκο φόρεμα με τα μακρυά, φαρδιά μανίκια. Ο Γιώργος αιωρήθηκε για μια στιγμή, και μετά εκσφενδονίστηκε από το γκρεμό. Ένας δεύτερο σίφουνας εμφανίστηκε από τα κλαδιά ενός δέντρου κοντά στο μονοπάτι. Η Αλεπού με μια χορευτική σχεδόν κίνηση έφυγε από τη μέση και μια στιγμή αργότερα το σπαθί από το χέρι του δεύτερου Γιώργου πετάχτηκε μακρυά. “Τι θα κάνεις τώρα;” τον ρώτησε αυτή. Με τη στρατηγική του να έχει αποτύχει και χωρίς να του απομένουν άλλα κόλπα, αυτός έμεινε ακίνητος για λίγο, το βλέμμα του κενό. Μετά, γύρισε και την αντίκρισε. “Θα φύγω. Αδερφέ μου, αν θες έλα, εγώ θα φύγω. Θα φύγω.” Ο Απόστολος, αμέτοχος ως τότε στα γεγονότα, αιφνιδιάστηκε από την αναπάντεχη πρόσκληση του αδερφού του. Ενστικτωδώς γύρισε το βλέμμα του προς τη γη. Αναλογίστηκε τις περιπέτειές τους ως τώρα, από τότε που βρέθηκαν σε αυτό τον τρελό κόσμο και προσπαθούσαν να επιστρέψουν πίσω. Η Αλεπού τους είχε προσφέρει βοήθεια ενώ ό,τι είχαν κάνει μέχρι που τη συνάντησαν είχε καταλήξει σε αδιέξοδο. Ήταν δύσκολο να καταφέρεις οτιδήποτε σε ένα νησί όπου η ανθρώπινη παρουσία δεν ήταν τίποτα παραπάνω από διάσπαρτα χωριά, απομονωμένα το ένα από το άλλο, με τους αρχηγούς του καθενός να πολεμούν με μανία ό,τι θα μπορούσε να αναταράξει την ησυχία τους. Σα να απαντούσε στις σκέψεις του, η Αλεπού καταφρόνησε τον αδερφό του. “Και θα βρεις την αλήθεια μόνος σου; Πιστεύεις υπάρχει κανείς που μπορεί να σε βοηθήσει; Και να υπάρχει, και να τα καταφέρεις, ορίστε η κατάρα μου: Αν μάθεις ποτέ την αλήθεια, ποιοι είστε, από πού, πώς και γιατί, τότε θα σου πάρω το λόγο. Το ξέρεις πως μπορώ, μη με προκαλείς. Τη στιγμή που θα ανοίξεις το στόμα σου να το πεις, άλλη λέξη στη ζωή σου δε θα αρθρώσεις.” Ο Γιώργος δεν έμεινε να ακούσει τίποτα άλλο. Άρχισε να τρέχει προς το μονοπάτι, αφήνοντας τον αδερφό του και τους φίλους του. “Θα ακούσετε τη συνέχεια, λοιπόν;” ρώτησε τους υπόλοιπους, η ενόχληση εμφανής στον τόνο της φωνής της. Κανείς δεν απάντησε αρχικά. Ο καθένας ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Ο Απόστολος, παρόλο που ήξερε ότι η ευκαιρία είχε χαθεί, ήθελε να τρέξει κι αυτός, να βρει τον αδερφό του. Ο Χρήστος ήξερε ήδη ότι το πιο συνετό ήταν απλώς να ακούσουν τι είχε να τους πει προς το παρόν και να πάρουν αποφάσεις αργότερα. Ο Παύλος, που είχε αιφνιδιαστεί περισσότερο από όλους από ό,τι συνέβη πήρε για πρώτη φορά την πρωτοβουλία. “Ναι”, είπε μόνο, καθώς προσπαθούσε να συνέλθει. Η Αλεπού άρχισε αμέσως τη διήγησή της. “Χίλια χρόνια στο παρελθόν, ο κόσμος αυτός ήταν πολύ διαφορετικός από ό,τι είναι σήμερα. Τότε, οι άνθρωποι εξερευνούσαν την πλάση χωρίς όρια και ήταν κύριοί της. Οι ισχυρότεροι εξ' αυτών μπορούσαν να αλλάξουν τη ίδια τη φύση της πραγματικότητας. Και δεν υπήρχε πιο ισχυρός από το Μέγας Δρυΐδη της Αρχαιότητας, όπως έγινε γνωστός αργότερα. Ίσως εσείς σκέφτεστε τους δρυΐδες ως προμάχους της ισορροπίας. Δεν ήταν πάντα έτσι. Μέσα από τη δύναμη ωρίμασε και έγνεθε τα πιο ισχυρά ξόρκια που θα μπορούσαν να υπάρξουν. Ήμουν τόσο περήφανη για αυτόν. Η δύναμή του δεν είχε όρια και ήταν ακόμα νέος. Πάντα έψαχνε τη γνώση και τη δύναμη και πάντα τις έβρισκε γιατί δεν είχε φόβο, κινούσε πάντα μπροστά.” Η Αλεπού έκανε μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό της λες και εκτελούσε τα βήματα ενός πολύ αργού, σιωπηρού, περήφανου χορού, ενώ ταυτόχρονα πλησίασε τους νεαρούς περισσότερο. “Κάποια στιγμή, ένας νεαρός πολεμιστής, ο Τρίτος Φύλακας, τον προκάλεσε. Του είπε πως οι άνθρωποι δεν πρέπει να έχουν τόση δύναμη αφού δε μπορούν να ξέρουν από πριν τις συνέπειες των πράξεών τους. Ο δρυΐδης δε μπορούσε να πείσει το αγόρι ότι η γνώση, ό,τι συνεπάγεται αυτής και της αναζήτησης αυτής είναι στο ριζικό των ανθρώπων.” Έκανε ακόμα μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό της και βρέθηκε λίγο πιο κοντά στους τρεις φίλους. Οι κινήσεις της ήταν μελαγχολικές πλέον, το ίδιο και η φωνή της “Το αγόρι παρακάλεσε το δρυΐδη να τον συναντήσει εδώ, στο ίδιο μέρος που βρισκόμαστε τώρα. Του έδειξε τη σπηλιά, το νεκροταφείο των λευκών δράκων. Του είπε πως οι άνθρωποι ευθύνονταν ελπίζοντας ότι έτσι θα έπειθε το δρυΐδη να πάψει τις αναζητήσεις του. Ήταν αφελές και δε καταλάβαινε ότι ο δρυΐδης είχε συνείδηση των θυσιών που έπρεπε να γίνουν στο όνομα της γνώσης και τις αποδέχονταν.” Στην τρίτη περιστροφή, οι κινήσεις της ήταν γεμάτες θλίψη. Η Αλεπού ήταν ακριβώς δίπλα τους και οι τρεις σύντροφοι μπορούσαν να διακρίνουν ξεκάθαρα το σημάδι που είχε αφήσει το σπαθί του φίλου τους στη μάσκα της. “Στο τέλος πάλεψαν. Η μάχη τους έγινε σε αυτήν εδώ την κορυφή, του Κλέψιου, του βουνού που έκλεψε τα όνειρα των ανθρώπων, και τους έριξε στην αθλιότητα που ζούνε τώρα. Η νίκη του νεαρού πολεμιστή σήμαινε ότι οι άνθρωποι ήταν υποχρεωμένοι να πετάξουν κάθε ίχνος φιλοδοξίας από πάνω τους και να ζουν μια ήρεμη, ήσυχη ζωή. Εγώ, το μόνο που προσπαθώ είναι να σώσω την ανθρωπότητα από το χάλι της.” Η Αλεπού έκανε μια παύση. Όταν ξαναμίλησε, η φωνή της ήταν παρακλητική. “Θα με βοηθήσετε να επαναφέρουμε τους ανθρώπους στο πρότερό τους μεγαλείο;” Edited October 8, 2007 by Guardian of the RuneRing #1 Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted October 8, 2007 Share Posted October 8, 2007 ΕΡΙΝΥΕΣ Λέγεται μια παράδοξη ιστορία μεταξύ μας, μεταξύ των ανθρώπων που ζουν στα ριζά του λόφου Άρδυ. Μάλιστα κάποιοι κακοήθεις ισχυρίζονται ότι οι κάτοικοι της μικρής δασωμένης κοιλάδας διαδίδουμε αυτά γιατί ζηλεύουμε. Αλλά κανείς ποτέ δεν κατάφερε να κάνει τους κατοίκους του Άρδυ να ζηλέψουν ο,τιδήποτε. Οπότε… Οπότε η ιστορία είναι αληθινή; Θα ‘πρεπε κανείς να ξέρει όλους τους ήρωές της για να το πει κι αυτό είναι αδύνατον. Ακόμα κι αν σε καλέσει ο λόφος Άρδυς να σου πει τα μυστικά του, είναι κάτι που γίνεται χωρίς να το καταλάβει κανείς άλλος εκτός από σένα κι οι περισσότεροι που τους συμβαίνει απλά εξαφανίζονται για λίγο καιρό. Έτσι δε μπορείς να πεις με σιγουριά αν κάποιος έχει πάρει το μονοπάτι του λόφου ή απλά κοιμάται σε κάποιο καλύβι με την ερωμένη του, αφήνοντας παιδιά και σύζυγο για να ξεσκάσει. Κι η παράδοξη ιστορία του λόφου Άρδυ, αυτή που τα χαλίκια που κροταλίζουν κάτω από τα πόδια σου ψελλίζουν σ’ εκείνα τ’ αυτιά που είναι πρόθυμα ν’ ακούσουν, μιλάει για μια άλλη εποχή, για μια άλλη γη. Μιλάει για θάλασσες και νησιά και δυνατά ωκεάνια ρεύματα. Μουρμουρίζει πάνω στα φύλλα δέντρων που πια δεν υπάρχουν και μιλάει με λέξεις που κανείς πια δεν αναγνωρίζει. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν τι και πώς και γιατί υπάρχει μια ακαθόριστη σκιά θλίψης πάνω από τον Άρδυ και τη δασωμένη κοιλάδα του ποταμού που γλύφει τα πόδια του λόφου. Γι’ αυτό λένε ότι ζηλεύουμε κι ότι η σκιά αυτή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το κίτρινο σύννεφο της ζήλιας μας, πηχτής και στερεής, τόσο πηχτής και στερεής όσο κι η άγνοια τους… Αλλά… Αλλά όσοι από εμάς έχουν πάρει το μονοπάτι του λόφου, ξέρουμε και δαγκώνουμε τα χείλια. Δε ζηλεύουμε την ηρεμία των άλλων τόπων των άλλων ανθρώπων. Ίσως να νοσταλγούμε την άγνοια τους, εκείνη τη λησμονημένη για μας άγια κατάσταση του νου, που τα βλέπει όλα με μια απέραντη αισιοδοξία κι ένα παράλογο θάρρος. Αλλά δεν τους ζηλεύουμε, όχι. «Ατλ…» ψιθυρίζει μυστηριακά το αεράκι στ’ αυτιά μας. «Ατλ, χώρα μαγική, χώρα του παντού και του πάντοτε, με τα χάλκινα τείχη γύρω από τις πολύβουες πόλεις… Ατλ, που έλαμπες σα μαύρο μαργαριτάρι και σαν κόσμημα από γαγάτη, στεφανωμένη με τους αφρούς των κυμάτων, με το μαύρο σου χώμα να γυαλίζει τραχιά στο χαρούμενο ηλιόφως… Ατλ, με τα πιο γλυκά κρασιά, τα πιο μεθυστικά μέλια, τα πιο όμορφά τραγούδια…» Αυτή είναι η ιστορία που λέγεται ανάμεσά μας. Ποια είναι η Ατλ; Πού είναι τα μαύρα της χώματα; Οι κάτοικοι του Άρδυ βλέπουν μόνο μάρμαρα και πιτσιλωτούς γρανίτες και πέτρες που μοιάζουν να ‘χουν ξαναλυώσει και ξαναπετρώσει σε νέες, αγνώριστες μορφές, μορφές που κρατούν κρυμμένες εικόνες από παλιότερες εποχές, από κόσμους όπου παραδείσια πουλιά κυνηγούσαν πολύχρωμα έντομα. Πού πήγαν τα χάλκινα τείχη των πολύβουων πόλεων, τα μαύρα μαργαριτάρια και τα κοσμήματα από γαγάτη; Πού πήγε η θάλασσα; Μόνο ένα ρυάκι μαγικό κυλάει τα νερά του στη δασωμένη κοιλάδα. Είναι μαγικό γιατί κάποια στιγμή αφήνει την κοίτη του και κυλάει προς τα πάνω, σκαρφαλώνει τον Άρδυ, γεμίζει μια λιμνούλα καμωμένη από γυάλινες ψηφίδες στην κορφή του λόφου κι ύστερα ξανακατρακυλάει κελαριστό στην κοίτη του για να συνεχίζει το ταξίδι του. Κάθε τόσο ένα σοφός από τις πόλεις πέρα από τη δασωμένη κοιλάδα έρχεται να μελετήσει το μοναδικό ετούτο ποταμάκι, αλλά όλοι φεύγουν βιαστικά, σκυφτοί κι αλαφιασμένοι, σφίγγοντας τις βελουδένιες ρόμπες τους πάνω στα άσαρκα κορμιά τους και μουρμουρίζοντας ξόρκια ξεκούρασης για άγνωστους νεκρούς. Όταν κάποια μέρα αποφασίσεις να πάρεις το μονοπάτι από το χωρίο ως την κορυφή του λόφου, συνήθως δε μιλάς σε κανέναν. Κι ούτε κανένας σου μιλάει, εμείς εδώ σεβόμαστε την αγωνία των άλλων. Θ’ αφήσεις ό,τι κάνεις στη μέση, σκάλισμα, όργωμα, βοτάνισμα, θέρισμα, τρύγο, όλα, και θα πάρεις να περπατήσεις το μονοπάτι. Εκεί θα σε φιδογυρίσει για λίγο ανάμεσα στ’ αρχαία δέντρα της κοιλάδας, οξιές και καρυδιές και μερικά πλατάνια κι ύστερα θα πάρει να σ’ ανεβάσει στο λόφο, ακολουθώντας τη μαγική ροή του ποταμού. Κι ετούτη η ανάγκη να κάνεις αυτά θα πάψει όταν κοιτάξεις χωρίς να ξέρεις γιατί μέσα στα νερά της λιμνούλας, της καμωμένης από γυάλινες ψηφίδες. Οι ψηφίδες είναι χρωματιστές, κόκκινα και πράσινα και μπλε κομματάκια γυαλιού σε ό,τι σχήμα και μέγεθος θες και λέγεται ότι για τον καθένα που θα τα κοιτάξει σχηματίζουν και μια άλλη ιστορία. Αλλά ούτε κι αυτό θα το μάθουμε γιατί θα έπρεπε να ρωτήσουμε όλους όσους έχουν ακούσει το κάλεσμα του μονοπατιού κι αυτό είναι δύσκολο, δύσκολο πολύ. Το μόνο που μπορούμε να μάθουμε είναι αυτό που είδα εγώ, αυτό που οι ψηφίδες θέλησαν να μου διηγηθούν, αυτό που μ’ έριξε στη θλίψη και την νοσταλγία για τις μέρες μου της άγνοιας Μου έδειξαν την Ατλ. Μεγάλη, απέραντη χώρα, καμωμένη από μαύρα χώματα, γεμάτη ηφαίστεια και τριγυρισμένη από κύματα ωκεάνια. Μου έδειξαν τα απέραντα δάση της, με δέντρα που δε μπορώ να κατονομάσω και πουλιά που δεν έχω ξαναδεί. Με πήγαν βαρκάδα στα εφτά μεγάλα της ποτάμια, που στις όχθες τους έπιναν νερό λογιώ-λογιώ ζώα, άγνωστα σε μένα αλλά και σε κάθε άνθρωπο της κοιλάδας. Και μου έδειξαν τις πόλεις, γεμάτες χρώμα και φασαρία και αρώματα απαράμιλλα, αρώματα από τις εφτά γωνιές του κόσμου, τα χάλκινα τείχη να τις ζώνουν εφτά γύρους και μυρμηγκιές ανθρώπων να κινούν μοχλούς και στρόφιγγες και τροχαλίες, εμποδίζοντας το νερό να μπει μέσα στα σπίτια. Αχ, Ατλ!... Χώρα μαγική, ζωγραφισμένη στις γυάλινες ψηφίδες. Δεν υπάρχεις πια, παρά μόνο εκεί, ζωγραφισμένη στον πάτο μιας λιμνούλας και στον ήχο των χαλικιών που κροταλίζουν στο μονοπάτι. Μόνο αυτά έχουν μείνει να μιλάνε για σένα, να μας θυμίζουν τι ήμασταν κάποτε και τι μέλλει να γίνουμε κάποια στιγμή. Κι άλλα μου είπαν οι γυάλινες ψηφίδες για την Ατλ. Μου είπαν πώς ήρθαν από μακρυά τα καράβια με τους εχθρούς της, με τα δαιμονικά μάτια ζωγραφισμένα πάνω στις πλώρες τους με τα κεφάλια απαίσιων γυναικείων δαιμόνων στα πανιά τους. Γυναίκες με δόντια κάπρου και μαλλιά από φίδια και γλώσσες μαύρες που κρέμονταν έξω από τα ανοιχτά τους στόματα. Και πάνω σε κάθε καράβι υπήρχε κι ένας μύστης αρχαϊκών, ανήκουστων μυστηρίων, που ένας-ένας έστρεφαν τις δυνάμεις τους εναντίον της Ατλ. Μάνα των μυστών ήταν η Γη η ίδια, η Γη-Μητέρα, η Δα. Κι όταν την κάλεσαν οι γιοι της, εκείνη μίλησε με τον ανηψιό της το θεό της φωτιάς και τον παρακάλεσε και τα μαύρα χώματα της Ατλ άνοιξαν και ξέρασαν στον κόσμο φωτιά και λιωμένη πέτρα και τεράστια βράχια τινάχτηκαν στους ουρανούς. Κι ο εραστής της Δας, ο θεός των νερών και των σεισμών, έστειλε τα γαλάζια του κύματα να σκεπάσουν, τις φωτιές των ηφαιστείων και να πνίξουν ό,τι δεν είχε καεί και να σκεπάσουν την όμορφη χώρα με νερό, στέλνοντάς την στα ανήλιαγα βάθη του ωκεανού. «Γιατί, γιατί;» Ούρλιαξα, χωρίς να με ακούει κανείς. «Προς τι ο θυμός σου;» μουρμούρισε τότε το αεράκι. «Όλα αυτά έχουν συμβεί εκατομμύρια χρόνια πριν… Από τότε, η Ιστορία έχει πάρει πολλές στροφές κι ο άνθρωπος έχει πάρει πολλές πορείες, από τα βάθη των ωκεανών ως τ΄ αστέρια κι ύστερα γύριζε πάλι στην αρχή, χωρίς να ξέρει ούτε φωτιά ν’ ανάψει.» «Όμως η αδικία είναι παντοτινή! Σε τι έφταιξε η όμορφη Ατλ, που έλαμπε σα μαύρο μαργαριτάρι και σαν κόσμημα από γαγάτη; Ποιο ήταν το κρίμα της απέναντι στη Γη, τη Δα κι απέναντι στο θεό της φωτιάς και το θεό των νερών και των σεισμών;» «Ω, μα δεν έφταιξε σε τίποτε η Ατλ… Έφταιξε ο ξένος λαός, οι εχθροί. Έφταιξε η κακία τους κι η απληστία τους κι η αλαζονεία τους, πώς τόλμησε η Ατλ να έχει τα πιο γλυκά κρασιά, τα πιο μεθυστικά μέλια, τα πιο όμορφά τραγούδια; Τυφλοί από τη ζήλια τους είπαν στους μύστες να ζητήσουν τη βοήθεια της Δας κι η θεά δε μπόρεσε παρά να τους τη δώσει.» «Πρέπει να τιμωρηθούν! Πρέπει να τιμωρηθούν!» «Και τι νομίζεις ότι κάνουμε εγώ κι εσύ εδώ πάνω αυτή τη στιγμή;» Ω γυάλινες ψηφίδες, μην αλλάζετε θέσεις! Τι αποτρόπαιο σχήμα πάτε να πάρετε, ποια ακατονόμαστη γνώση πάτε να μου φανερώσετε; Όχι, δε θέλω να δω. Δεν έχω την καρδιά να δω τα πληρώματα των καραβιών να κοιτούν με φρίκη το άδειο κύμα, εκεί που μέχρι τότε ήταν η μαύρη ομορφιά της Ατλ. Δεν έχω το κουράγιο να τους ακολουθήσω με το βλέμμα μου ως τις απαίσιες πράξεις τους, τη σφαγή των μυστών, την αποκήρυξη της θεάς Γης, ανόητοι, δικό σας ήταν το φταίξιμο, τι έχετε να κατηγορήσετε τη θεά; Δεν έχω την υπομονή να τους δω να φτάνουν με τα καράβια τους στη δική μας γη, ν’ ανεβαίνουν μακρυά από τη θάλασσα σε τούτη τη δασωμένη κοιλάδα, να χτίζουν –θεοί!- το χωριό στα ριζά του λόφου Άρδυ. Ω, τότε κατάλαβα. Κατάλαβα, γιατί ο λόφος Άρδυς έχει χαλίκια που κροταλίζουν μοιρολόγια για την Ατλ. Κατάλαβα γιατί τα ονόματά μας είναι διαφορετικά και για τους κατοίκους των κοντινότερων χωριών δε σημαίνουν τίποτε –Χαιρέας, Καλλιρρόη, Άλεξης. Κατάλαβα γιατί η θλίψη είναι πηχτή και στερεή πάνω από το χωριό μας, έστω και μετά από τόσα εκατομμύρια χρόνια, τόσες στροφές της Ιστορίας. Η πρώτη μας πατρίδα οι Αθήνες, δεν υπάρχουν πια, ο πράσινος λόφος τους ο Αρδήττος, δεν υπάρχει πια, ούτε και τίποτε από κείνα που έκαναν τους προγόνους μας να ζηλέψουν στην όμορφη Ατλ. Έμεινε μόνο η κακία μας κι η τιμωρία μας, δυο μεγαλόσωμες μαυροφορούσες, που τις λένε Ερινύες και που μένουν απέθαντες όσος καιρός κι αν περάσει, οι Ερινύες, οι μόνες θεές που έζησαν από τότε και που θα ζουν ώσπου να εξαφανιστούμε από προσώπου γης, να χαθούμε στο τίποτα. Μαζί μας να πεθάνουν κι εκείνες κι η θύμηση της Ατλ θα μείνει σαν υπόνοια και σαν ενόραση κάποιων γεροσοφών και σαν κροτάλισμα στα χαλίκια κάποιου ξεχασμένου λόφου. Αλλά δε θα έχει μείνει κανείς ν’ ανέβει στην κορφή του Άρδυ, να κοιτάξει στη λιμνούλα με τις γυάλινες ψηφίδες κι έτσι όλα θα χαθούν στη μεγάλη, την αρχαία, την αβάσταχτη λησμονιά. Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Posted by Arachnida,
Νικήτρια ιστορία στο Demi-Flash Fiction #2
Recommended by Φάντασμα
0 reactions
Go to this post