DinoHajiyorgi Posted October 12, 2007 Share Posted October 12, 2007 Εισαγωγή Καθρεφτίζοντας το χαλκοκόκκινο χρώμα του ουρανού, ο κρυστάλλινος μονόλιθος στεκόταν στην ίδια θέση εδώ και ένα δισεκατομμύριο χρόνια. Ακόμα και οι πιο παλιοί πολιτισμοί του γαλαξία δεν γνώριζαν ούτε ποιοι ακριβώς τον είχαν κατασκευάσει, ούτε πότε. Ήξεραν μόνο πως όταν ο Ήλιος αυτού του μικρού συστήματος φούσκωσε καταπίνοντας τα δύο πιο κοντινά παιδιά του, τα όντα που ζούσαν ακόμα στο τρίτο παιδί του, που μερικοί έλεγαν πως το όνομα του ήταν Έδαφος, απομνημόνευσαν για πρώτη φορά την ύπαρξη του. Οι περισσότεροι είχαν φύγει πια, εκατομμύρια χρόνια πριν, και είχαν κατακτήσει σχεδόν ολόκληρο το σύμπαν. Είχαν αλλάξει τόσο πολύ που δεν είχαν καμία βιοψυχική σύνδεση με τους λίγους ανήμπορους που ζούσαν ακόμα σε αυτή την κοκκινωπή νεκρή πέτρα, γεμάτη άμμο και χαμηλούς λοφίσκους όπου τίποτα ζωντανό εκτός από τους ίδιους δεν υπήρχε πια. Και τώρα, σε λίγα χρόνια ο Ήλιος θα πέθαινε σε μια τελική μεγαλειώδη έκρηξη που θα κατέστρεφε και αυτό και τα περισσότερα άλλα παιδιά του. Όπως οι πρόγονοί τους έτσι και οι σημερινοί "Ούμανς", είχαν αρνηθεί να φύγουν από τον νεκρό κόκκινο κόσμο, και η Ούλτιμα Πανγαλάξια - το σύνολο της Συμπαντικής Έλλογης Ζωής - δεν θα ασχολιόταν με μια ακόμα "σέχτα θανάτου" όπως τους ονόμαζε. Εκείνοι όμως είχαν βρει μια λύση, ανακαλύπτοντας τελικά τη χρήση του κρυσταλλικού μονόλιθου. Ήταν μια χρονική πύλη προς το παρελθόν - ή μήπως το μέλλον; - από όπου θα μπορούσαν να μεταφερθούν σε μια άλλη εποχή και να αναδημιουργήσουν τις ζωές τους στο ζωντανό ακόμα Έδαφος ή πιθανά να πεθάνουν κάπου στο απόμακρο μέλλον, όταν θα πέθαινε και το σύμπαν ολόκληρο για να ξαναγεννηθεί από τις ίδιες τις στάχτες του. Όμως η ίδια η πίστη τους δεν τους επέτρεπε να φύγουν από αυτόν τον κόσμο που ακόμα θεωρούσαν πατρίδα τους. Γνώριζαν πως δεν θα υπήρχε γυρισμός από τη στιγμή που θα άνοιγε ο Μονόλιθος και θα τους επέτρεπε να περάσουν μέσα από την ίδια την υφή του Χρόνου. Γνώριζαν πως θα δημιουργούσαν ίσως μια νέα εναλλακτική πραγματικότητα, αν όλα πήγαιναν καλά, και όλοι τους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, ήθελαν να το ριψοκινδυνεύσουν. Και η χρονική στιγμή έφτασε. Ο γιγάντιος μονόλιθος άρχισε να τρέμει. 1. «Πες μας Αζέλ. Τι λέει ο Χθόνορ;» Ο πρίγκιπας στεκόταν ακίνητος για ώρες, το βλέμμα του χαμένο μέσα στις υπνωτικές ανταύγειες του κρυστάλλου. Τα δάχτυλα του σέρνονταν πάνω στα ιερά σύμβολα που έμοιαζαν να πυρακτώνουν στο άγγιγμα του. Κόκκινα σύννεφα στροβιλίζονταν ψηλά στον αέρα, καθρεπτίζονταν μέσα στον μονόλιθο, και οι καλλιγραφημένες εκείνες εγκοπές έδειχναν αφύσικα ζωντανές. Ο καθένας μπορούσε να ακούσει τον βόμβο. Το ίδιο το έδαφος έτρεμε κάτω από τις πατούσες τους. Ο Χθόνορ όμως μιλούσε μόνο στον Αζέλ. Ο Χθόνορ άκουγε μόνο τον Αζέλ. Είχε καλέσει τον πρίγκιπα εδώ και καιρό, ήρθε και τρύπωσε στον ύπνο του εκεί στους Μαύρους Λόφους, του είπε να μαζέψει τον λαό του και να ξεκινήσουν για την πύλη. Του είπε να στείλει το νέο στους τέσσερις ορίζοντες. Έπρεπε να αφυπνιστεί όλο το Έδαφος. Είχε έρθει η ώρα. Δεν είχε όμως σημασία πόσοι θα κατάφερναν να έρθουν. Ο Χθόνορ θα φρόντιζε για όλους, δεν θα άφηνε κανέναν πίσω. Ο Αζέλ όμως έπρεπε να είναι εκεί, να σταθεί δίπλα του, να τον δει ο λαός του στην πύλη. Εκείνος που θα ήταν ο ηγέτης όλων στην άλλη πλευρά. Ο Αζέλ κοίταξε φευγαλέα τον Νίζι που στεκόταν ανήσυχος δίπλα του, γύρισε το βλέμμα του στους πρόποδες του τύμβου και είδε τον καταυλισμό που ολοένα μεγάλωνε εκεί κάτω. Σταχτιές, στρογγυλές σκηνές από πέτσα γκαρ πάνω σε γυμνή, σκονισμένη γη. Και ανάμεσα τα σκέπαστρα πάνω από τα φρεσκοσκαμμένα πηγάδια. Οι απέθαντες συνήθειες μιας ράτσας νομάδων. Στο βάθος έβλεπε τα άλλα καραβάνια, ατέλειωτες σειρές από πομπές γκρακ που τραβούσαν άμαξες, φυλές που είχε να δει χρόνια, όλοι με κατεύθυνση εδώ, τον Τύμβο του Χθόνορ. «Δεν θα χαθεί κανείς μας. Η σωτηρία θα έρθει για όλους» είπε χαμηλόφωνα. Ο Νίζι χαμογέλασε αλλά δεν του ήταν αρκετό. «Πότε; Πότε;» «Σύντομα» του απάντησε και κατηφόρισε προς την σκηνή του εξαντλημένος. Τα πόδια του βυθίζονταν στην ώχρα σκόνη της κατηφόρας σηκώνοντας ένα κίτρινο σύννεφο γύρω από την μορφή του. Μια σχεδόν χρυσαφί κρούστα κάλυπτε το γυμνό, μαυριδερό του δέρμα, ένα χαρακτηριστικό των Ούμανς που τους έδειχνε όλους ίσους. Δεν φορούσε στέμμα ο Αζέλ, ούτε στολίδια ή άλλα διακριτικά. Τίποτα περισσότερο από την περισκελίδα, όπως όλοι στη φυλή του. Aυτό που του αναγνώριζαν όλοι ήταν στο βλέμμα του και μόνο. Τα μάτια του σηματοδοτούσαν την αρχοντιά του. Τώρα ήθελε να βρεθεί ξανά στην αγκαλιά της Κρίνα, της γυναίκας του. Ήθελε να σφαλίσει επιτέλους τα βλέφαρα του, έστω και για λίγο, με το μαλακό στομάχι της για μαξιλάρι. Όλοι ανησυχούσαν για το αύριο και όλοι τον ζάλιζαν με τις ερωτήσεις τους. Ήταν ο πρίγκιπας Αζέλ, γιος του τελευταίου βασιλιά Ζιλ, και ο Χθόνορ του έλεγε πως πέρα από την πύλη θα γινόταν αυτοκράτορας. Ο Αζέλ όμως ήξερε πως όλοι θα περνούσαν την πύλη σαν ίσοι και ίσοι θα έφταναν στον νέο κόσμο. Και για την ώρα δεν ήθελε να είναι ούτε πρίγκιπας. Ήθελε μόνο την αγκαλιά της γυναίκας που αγαπούσε. Λίγο πριν φτάσει στην σκηνή του είδε ένα κορίτσι να αγκομαχάει με ιερό φορτίο. Φορούσε ένα λεπτό κίτρινο πανωφόρι από ξερά βρύα και τα γυμνά της πόδια ήταν καλυμμένα με τατουάζ. Ανήκε στη φυλή των λασπότοπων, στον μακρινό νότο. Γονάτισε μόλις τον είδε να την πλησιάζει. Ο μπόγος μέσα στο καλαμένιο κλουβί στην πλάτης της ήταν καθαρά ορατός. Στην κορυφή του εξείχε γυμνό ένα σεβάσμιο, μουμιοποιημένο κρανίο. «Πως σε λένε κόρη μου;» τη ρώτησε. «Σία, άρχοντα μου» «Και ποιον κουβαλάς στην πλάτη σου, αν μου επιτρέπεις να ρωτήσω;» «Σου επιτρέπω άρχοντα Αζέλ. Είναι η γιαγιά μου, η Νερ, κόρη της Ουίρα και μητέρα της Σάλα.» Ο Αζέλ γονάτισε δίπλα της και την πήρε από τους ώμους. «Πρέπει να φροντίσεις να ξεκουράσεις την γιαγιά σου Σία. Αυτό το ταξίδι δεν είναι για εκείνη. Οι αγαπημένοι μας πρόγονοι θα μείνουν για πάντα εδώ. Αλλά όχι για να ξεχαστούν. Δώσε αυτό το μήνυμα στους ανθρώπους σου. Μαζί μας θα πάρουμε μόνο την μνήμη τους. Τα ίχνη τους όμως ανήκουν σε αυτό το χώμα.» «Ναι άρχοντα μου.» Το κορίτσι συμφωνούσε αλλά η πικρή απογοήτευση ήταν εμφανής στο πρόσωπο της. Ο Αζέλ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο για εκείνη. Σήκωσε το βλέμμα του και είδε αυτούς που είχαν μαζευτεί γύρω τους και είχαν ακούσει. Είδε ακριβώς το ίδιο πράγμα στα χαρακτηριστικά τους. Πλησίαζε ένα τρομερό τέλος για τον τόπο, θα σωζόντουσαν όμως όλοι. Θα έκαμναν μια νέα αρχή σε έναν καλύτερο κόσμο. Δεν έβλεπε όμως πουθενά ελπίδα ή χαρά, μόνο πένθος. Είχαν πάψει και να τραγουδούν. Αρνούμενοι να εγκαταλείψουν τα κόκαλα των προγόνων, έκλαιγαν για το Έδαφος. Μήπως αυτό δεν ένιωθε και ο ίδιος; Πόσοι από αυτούς θα διάλεγαν να μείνουν πίσω, να χαθούν μαζί με το στεγνό αυτό χώμα; Πίσω από τον όχλο είδε την Κρίνα να τον περιμένει έξω από την σκηνή τους. Είχε το ίδιο βλέμμα. Τον ξύπνησε το έντονο γρονθοκόπημα στην πόρτα. Πετάχτηκε από ανήσυχο ύπνο και περίμενε λίγο να ξεαραχνιάσει το μυαλό του. Κουκίδες αιωρούνταν όπου και να κοίταζε. «Κύριε Γαλάτη!» Ήταν ο Αναγνωστάκης. Στεκόταν έξω από το τροχόσπιτο, φώναζε και χτυπούσε την πόρτα. Και όλο αυτό το πατιρντί της βροχής έκαμνε χειρότερη την προσπάθεια του να συνέρθει. Πόσες ώρες κοιμόταν; Η βροχή δεν είχε σταματήσει από χθες το απόγευμα και είχε πέσει ξερός το βράδυ ενώ έμοιαζε να βρίσκετε μέσα σε ταμπούρλο τρελού τυμπανιστή που έβγαζε το άχτι του. Δεν θυμόταν τι είχε ονειρευτεί, με αυτή την συνοδευτική υπόκρουση όμως δεν ήθελε ούτε να το φανταστεί. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε τον κοντόχοντρο βοηθό του με τα θαμπά ματογυάλια, να τον κοιτάζει μέσα από το διάφανο αδιάβροχο του. «Είναι ξεκλείδωτα. Τι κάθεσαι εκεί έξω άνθρωπε μου;» του είπε, «Έλα μέσα.» «Όχι, ελάτε εσείς μαζί μου…Είναι…Δεν ξέρουμε, ελάτε!» Φόρεσε το μπουφάν του και βγήκε στη βροχή. Ήταν έξι η ώρα το πρωί, έμοιαζε όμως σαν να είχε μόλις νυχτώσει. Μαύρα σύννεφα κάλυπταν μελαγχολικά την Αθήνα. Ακολούθησαν τις στρωμένες σανίδες πάνω στο λασπωμένο χώμα προς την μεγάλη, φωταγωγημένη τέντα. Ήταν ένα θέαμα ακόμα πιο ενοχλητικό από την κατήφεια του Αττικού ουρανού. Του ξέφευγε μια γκριμάτσα όποτε το αντίκριζε, σαν να έβλεπε αιματοβαμμένες γάζες πάνω σε αγαπητό πρόσωπο. Μια τέντα τσίρκου που κάλυπτε το Θέατρο του Διονύσου μαζί με τον νότιο τοίχο της Ακρόπολης. Λαχανιασμένος, ο Αναγνωστάκης διέκοψε τις σκέψεις του. «Είναι εντονότερο και αυξάνεται συνεχώς.» «Οι χθεσινές διακυμάνσεις…» «Όχι…οι διακυμάνσεις σταμάτησαν εδώ και ώρες…» «Τι; Και ήρθες να μου το πεις τώρα;!» «Δεν ήμασταν σίγουροι μέχρι που…» «Και λες πως αυξάνεται συνεχώς;!» «Ναι… Τι πρέπει να κάνουμε; Να εκκενώσουμε τις εγκαταστάσεις;» Δεν πίστευε αυτό που άκουγε. Άρχισε να τρέχει προς την είσοδο της τέντας. Όλο το προσωπικό ήταν παρόν, ανήσυχες φάτσες σκυμμένες στους υπολογιστές τους. Ο αρχαιολογικός χώρος είχε καλυφθεί με προστατευτική ζελατίνα, με ξύλινες κερκίδες από πάνω, ικανές να σηκώσουν πάγκους, τερατώδεις επεξεργαστές και γεννήτριες. Φόρεσαν τις λευκές στολές και τα προστατευτικά γυαλιά τους πριν ακολουθήσουν τα χοντρά καλώδια προς το σπήλαιο στην βάση του βράχου. Ο Γαλάτης ένιωσε τα κατσουφιασμένα, άυπνα τους βλέμματα κολλημένα στην πλάτη του. Η Αριάδνη τους περίμενε μόνη της στον θάλαμο. Από πάνω τους οι προβολείς και κάθε άλλη μεταλλική προσθήκη που είχε βιδωθεί στην πέτρα έτρεμε και κροτάλιζε. Το βλέμμα τους έμεινε προσηλωμένο στο απέναντι τοίχωμα, στον κρυστάλλινο μονόλιθο που έμοιαζε να ξεπροβάλλει από το πέτρωμα. Ρουφούσε το τεχνητό φως δημιουργώντας ανταύγειες που τόνιζαν τα περίεργα ιερογλυφικά στην επιφάνεια του. Μπροστά στην γυναίκα, οι πέντε οθόνες της κινητής μονάδας κατέγραφαν κάθε είδος ενεργειακές μετρήσεις και όλες οι ενδείξεις, όλες στο κόκκινο, αυξάνονταν σταθερά και ασταμάτητα. «Τι έχουμε;» «Δώσε μου ένα στυλό ή έναν αναπτήρα» του είπε ξερά. Βρήκε τον φτηνό, πλαστικό αναπτήρα στην τσέπη του και της το έδωσε. «Κοίτα» του είπε και πέταξε τον αναπτήρα προς τον μονόλιθο. Το αντικείμενο αναπήδησε στο έδαφος και μετά σαν να ήταν ζωντανό, πέταξε πάνω στο κρύσταλλο και χάθηκε αθόρυβα, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο Γαλάτης ανοιγόκλεισε τα μάτια του ξαφνιασμένος. «Τι έγινε;» «Εσύ πες μου» συνέχισε η Αριάδνη χωρίς να παίρνει το βλέμμα της από τον λίθο. «Το ίδιο συνέβη πριν από λίγο σε ένα σαμιαμίδι.» «Θυμάσαι αυτά που μας έλεγες χθες όταν μελετούσαμε τις διακυμάνσεις; Για τις μαύρες τρύπες;» ρώτησε τσιριχτά ο Αναγνωστάκης. «Τώρα η ροή είναι σταθερή και η εικασία σου επιβεβαιώνεται με το κάθε λεπτό που περνάει! Είναι σαν να υπάρχει μια τέτοια ακριβώς μορφή ενέργειας…εκεί μέσα…μέσα στον κρύσταλλο…» «Εγώ όμως δεν είμαι πλέον σίγουρος. Ο αναπτήρας μου χάθηκε…» «Και που πήγε;» Το ρώτησε η Αριάδνη και αυτή τη φορά τον κοιτούσε. Μια έκρηξη πάνω από τα κεφάλια τους ράντισε τον θάλαμο με σπίθες. Ένας προβολέας αποκόπηκε από την πέτρα και εκσφενδονίστηκε προς τον μονόλιθο. Εξαφανίστηκε πριν συγκρουστεί μαζί του αλλά μια βίδα που συγκρατούσε το καλώδιο του προβολέα διέκοψε το περαιτέρω ξετύλιγμα του. Σαν αποτέλεσμα το καλώδιο έμεινε έτσι τεντωμένο, από την βίδα στην πέτρα μέχρι το αόρατο σημείο μπροστά στο κρύσταλλο. «Χριστέ μου» αναφώνησε ο Γαλάτης. «Πιστεύεις πως ο προβολέας είναι ακόμα στην άλλη άκρη;» Ο Γαλάτης ξεροκατάπιε και την κοίταξε. «Ναι έτσι νομίζω.» Ο Αναγνωστάκης κοίταξε το ρολόι του. «Η πτήση των Bronson και Patterson πρέπει να έχει προσγειωθεί τώρα. Θα μας πουν τι πρέπει να κάνουμε. Έτσι δεν είναι;» Ο Γαλάτης δεν μπορούσε να μην χαμογελάσει. Κοίταξε τις ενδείξεις στην κινητή μονάδα καθώς αυτή άρχισε να τσουλάει προς τον μονόλιθο. «Δεν θα προλάβουν» δήλωσε. Ο Χθόνορ άρχισε να τραγουδάει. Μια μονότονη αλλά ευχάριστη μελωδία που τους έβγαλε όλους από τις σκηνές τους. Το φεγγάρι, αθέατο μπροστά στον φωτεινό γίγαντα, άγγιζε ισχνά τον τύμβο με την σκιά του. Και ο μονόλιθος ήταν τώρα πιο φωτεινός από ποτέ, με μια υπνωτική γαλάζια ανταύγεια. Κανείς τους ποτέ δεν είχε ξαναδεί εκείνη την μαγική απόχρωση. Αναμόχλευσε τα εσώψυχα τους και ένοιωσαν μια πρωτόγνωρη, ξεχασμένη συγκίνηση. Ήταν η στιγμή. Αυτό που περίμεναν χρόνια τώρα. Ο Αζέλ έτρεξε, σκαρφάλωσε βιαστικά τον τύμβο. Φοβόταν, αλλά ο Χθόνορ τον καλούσε. Η τελική απόφαση ήταν δική τους. Ο πρίγκιπας έπρεπε να αγγίξει το σύμβολο στο κρύσταλλο για να δώσει την συγκατάθεση του. Είχε μέσα του τις καρδιές του λαού του και γνώριζε πως δεν ήταν σίγουροι πως το θέλανε αυτό. Έπρεπε όμως να πάρει την απόφαση μόνος του. Αυτό ήταν το βάρος της ηγεσίας. Η ζωή προπορευόταν του θανάτου. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Σήκωσε το χέρι του και άγγιξε τον μονόλιθο. Έγινε διάφανος ο ίδιος, γαλάζιος σαν την παλιά σελήνη και για μια στιγμή νόμισε πως χάθηκε στον χρόνο, ξεχασμένος από τον Χθόνορ, ξεχασμένος από τον λαό του, από την Κρίνα. Τον έπιασε το παράπονο και άρχισε να κλαίει. Μετά χάθηκε η αίσθηση, σαν όνειρο, και στεκόταν πάλι πάνω στον τύμβο. Το κάθε μόριο του έμοιαζε να δονείται στην μουσική του μονόλιθου. Και τα χέρια του συνέχιζαν να λάμπουν γαλάζια. Γύρισε και είδε τους Ούμανς που είχαν μαζευτεί γύρω από τον τύμβο. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά για να τα δουν όλοι. «Ο Χθόνορ μας καλεί!» φώναξε. Άρχισαν αμέσως να ψέλνουν την ίδια νότα, κάθε άντρας, γυναίκα και παιδί, ένωσαν τις φωνές τους με το θείο κάλεσμα ώσπου άρχισε να δονείται όλο το Έδαφος. Δονούνταν όλος ο βράχος. Η κινητή μονάδα τσούλησε λίγα εκατοστά και μετά βούτηξε προς τον κρύσταλλο. Τη σταμάτησε το χοντρό της καλώδιο που επεκτεινόταν μέχρι την βάση δεδομένων, πίσω στην τέντα. Μόνο στιγμιαία όμως. Η τρομερή δίνη την ρούφηξε συνεχίζοντας να τραβάει όλες τις γραμμές μαζί της, σαν μια μπουκιά από σπαγγέτι. Ο Γαλάτης και οι άλλοι ένιωσαν το περίεργο τρεμούλιασμα στην πέτσα τους. Κάθε τους τρίχα έμοιαζε να ανταποκρίνεται στην φοβερή εκείνη έλξη. Οι ανταύγειες μέσα στον μονόλιθο άρχισαν να στροβιλίζονται και ξεκίνησε ένας περίεργος, μακρόσυρτος ήχος. «Δεν έπρεπε να σε ακούσω! Έπρεπε να είχαμε φωνάξει τους ειδικούς με το που ανακαλύψαμε αυτό το πράγμα!» Δεν είχε ξανακούσει τον Αναγνωστάκη να στριγκλίζει έτσι. «Πάμε να φύγουμε!» Ο Γαλάτης τους άρπαξε από τα μανίκια και άρχισαν να τρέχουν προς την έξοδο της σπηλιάς. Στην τέντα, η μοναδική ένδειξη ανησυχίας ήταν στις οθόνες των κομπιούτερ. Το προσωπικό γύρισε και κοίταξε ξαφνιασμένο τους τρεις που βγήκαν από τον βράχο σαν κυνηγημένοι. «Όλοι έξω!» φώναξε ο Γαλάτης. Ο Αναγνωστάκης είχε το στόμα του ορθάνοιχτο και μάλλον ούρλιαζε αλλά κανείς δεν άκουγε την κραυγή του πια. Ένας άλλος ήχος ξεπήδησε από την σπηλιά, τους αγκάλιασε και τα πάντα χάθηκαν σε μια γαλάζια λάμψη. Ο Αζέλ γύρισε και κοίταξε πίσω. Πέρα από τον μονόλιθο, στον ουρανό. Το θέαμα ήταν τρομακτικό. Το είδαν όλοι και έπεσαν στα γόνατα ουρλιάζοντας. Το κόκκινο παραπέτασμα του ουρανού σχίστηκε στα δύο και αποκάλυψε τον αβυσσαλέο έναστρο θόλο. Ένα πύρινο φίδι εμφανίστηκε εκεί στο χάος, κουλουριασμένο σε άπειρες σπείρες, με τα σαγόνια του έτοιμα να τους καταπιεί. Δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν πως αντίκριζαν μια ζωντανή πορεία, το μονοπάτι που είχε αφήσει πίσω του το Έδαφος μέσα σε άπειρες χιλιετίες, ένα σπιράλ που ξετυλιγόταν ατέλειωτο στο σύμπαν. Και τώρα, αυτή η στιγμή ενώνονταν με όλες τις στιγμές, όλα τα Εδάφη του χρόνου ένα. Ο Χθόνορ έγινε ο ίδιος σκέτο φως και κατάπιε πρώτα τον πρίγκιπα Αζέλ, μετά φουσκώνοντας ήρθε να πάρει και όλους τους άλλους, όλους τους Ούμανς. Και συνέχισε να επεκτείνεται μέχρι το Έδαφος να ξαναγίνει στιγμιαία ο γαλάζιος πλανήτης που ήταν πριν από δισεκατομμύρια χρόνια. 2. Ήταν σαν να τον άρπαξε στα νύχια του ένα τεράστιο πτηνό, σαν αυτά που έβλεπαν ζωγραφισμένα στις σπηλιές του βορρά. Είδε τον εαυτό του πέντε χρονών στα Ίχνη των Παλιών, μια ξερή κοιλάδα γεμάτη ομοιογενείς γούβες στο έδαφος, όλες στρωμένες στη σειρά. Λέγανε πως συνέχιζαν έτσι για μέρες ποδαρόδρομο. Μετά σταματούσαν απότομα, χωρίς εμφανή αιτία. Από μικρό παιδί του άρεσε να περιπλανιέται μόνος του σε εκείνα τα μέρη, να προσπαθεί να φανταστεί τους Παλιούς. Πλάσματα μεγαλωμένα σε έναν στεγνό κόσμο, οι Ούμανς στερούνταν την στοιχειώδη φαντασία. Ο Αζέλ δεν ήξερε κανέναν άλλον που επιδιδόταν σε αυτή την ανοησία. Εκεί ήταν που μια μέρα είδε το ζωντανό πουλί ψηλά στον αέρα, τα τεράστια φτερά του να ανεμίζουν ορθάνοιχτα. Πρέπει να τον είδε κι εκείνο γιατί άκουσε το διαπεραστικό κάλεσμα του, αντήχησε ολοκάθαρα στα αφτιά του. Όταν επέστρεψε στον καταυλισμό κανείς δεν τον πίστεψε. Ούτε ο πατέρας του ο βασιλιάς, ο σοφότερος όλων. Το βράδυ στο στρώμα του, έκλαψε, όχι όμως γιατί δεν είχε γίνει πιστευτός. Έκλαψε γιατί ήθελε να ξαναδεί εκείνο το πουλί και κάτι μέσα του έλεγε πως αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί. Τώρα ένιωθε να πετάει, δυνατός αέρας μαστίγωνε το σώμα του, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Όλα ήταν σκοτάδι, μια μαύρη αλλά ταυτόχρονα γλυκιά αίσθηση. Αντιλήφθηκε πως δεν έβλεπε τίποτα γιατί είχε τα μάτια του κλειστά. Ονειρευόταν τα παιδικά του χρόνια και μόλις τώρα ξυπνούσε. Χιλιάδες μικρά, υγρά φιλιά στιγμάτιζαν κάθε σπιθαμή του κορμιού του. Την τελευταία φορά που είχε νιώσει τέτοια ευτυχία βρισκόταν ακόμα μέσα στην κοιλιά της μητέρας του. Ξαφνικά τον διαπέρασε ένα ρίγος και άνοιξε τα μάτια του. Και βρέθηκε σε έναν κόσμο θαυμάτων για τον οποίο δεν διέθετε σχεδόν καμία λέξη για να τον περιγράψει. Σηκώθηκε όρθιος, το βλέμμα του καρφωμένο στον συννεφιασμένο ουρανό. Έβρεχε. Αμέτρητες γενεές των Ούμανς δεν ήξεραν τι είναι βροχή. Και έσταζε τώρα ο ουρανός νερό, λάσπωνε το χώμα στα πόδια τους, ξέπλενε το δέρμα και τις πλεξούδες τους και ήταν μια αγαλλίαση που όμοια της δεν υπήρχε για σύγκριση. Εκεί στέκονταν τώρα όλοι τους, όσοι είχαν μαζευτεί στον τύμβο, το ίδιο έκπληκτοι και εκστασιασμένοι, τα χέρια τους απλωμένα στον αέρα, τα στόματα τους ανοιχτά και οι γλώσσες τους έξω. Γεύονταν το γλυκό δώρο του Χθόνορ. Όλοι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά, όχι όμως οι σκηνές και τα υπάρχοντα τους, ούτε τα κάρα με τα γκρακ. Δεν θα αργούσαν να κοιτάξουν γύρω τους, να καταλάβουν πως δεν βρίσκονταν στο Έδαφος αλλά σε έναν άλλον, ξένο κόσμο. Ποτέ τους δεν είχαν σχηματίσει μια νοητική εικόνα πως θα έμοιαζε ο νέος κόσμος που τους είχαν υποσχεθεί, τίποτα όμως δεν τους είχε προετοιμάσει με αυτό που αντίκριζαν τώρα. Ξέρανε τους σκληρούς θάμνους και τις θαμμένες ρίζες στους Μαύρους Λόφους, δεν είχαν ξαναδεί όμως δέντρα σαν αυτά δίπλα στα οποία στέκονταν τώρα. Ψηλά, όμορφα, πράσινα, θρόιζαν κάτω από την βροχή και άφηναν μια πρωτόγνωρη ευωδία. Σαν να είχε ξυπνήσει αρχαία, θαμμένη μνήμη στα κύτταρα τους, οι Ούμανς αγκάλιασαν τους κορμούς, έγλυψαν τις φλούδες, άπλωσαν τα χέρια τους μέσα στα φύλλα για να νιώσουν το χάδι τους. Χαιρέτησαν τα παλιά, ξεχασμένα τους αδέλφια. Ο Αζέλ διατηρούσε ακόμα μια ηγετική θέση μέσα στο νέο σκηνικό. Βρισκόταν σχετικά ψηλότερα από όλους στην μικρή πλαγιά. Ανέβηκε ψηλότερα, μέχρι το εμπόδιο του ψηλού πέτρινου τοίχου και κοίταξε πέρα από τις κορυφές των δέντρων. Η θέα τον γέμισε με δέος και ερωτηματικά. Όλα τα σπίτια που αντίκριζε πέρα από τον αρχαιολογικό χώρο, για εκείνον ήταν θαυμαστά, λαξευμένα βράχια. Δεν μπορούσε φυσικά να κατανοήσει την σημασία τους. Μπορούσε όμως να συμπεράνει από τα γεωμετρικά σχήματα που τα χαρακτήριζαν πως δεν ήταν τυχαία, σίγουρα όχι φυσικά δημιουργήματα. Αριστερά του είδε την μεγάλη τέντα που ήταν προσκολλημένη στον ψηλό τοίχο. Κυμάτιζε βουβά στον άνεμο. Ήταν μια μεγάλη σκηνή, όχι λιγότερο αινιγματική με το υπόλοιπο τοπίο. Η Κρίνα φώναξε το όνομα του και έτρεξε δίπλα του. Ήταν κι εκείνη βρεγμένη και έτρεμε ελαφρά στην πρωτόγνωρη ψύχρα που τους αγκάλιαζε. «Κοίτα Αζέλ» είπε και του έδειξε πέρα. Σε αρκετή απόσταση από την θέση τους υπήρχε μεγάλη φωτιά σε εξέλιξη. Μια τεράστια στήλη καπνού υψωνόταν εντυπωσιακά προς τον ουρανό. Ήταν άλλο ένα αίνιγμα χωρίς ερμηνεία. Ήταν μόνο η πτήση 167 των Αιγυπτιακών Αερογραμμών που μόλις πριν από λίγο είχε απογειωθεί για Κάιρο. Είχε συντριβεί κάπου στο Παγκράτι με κανέναν στο σκάφος, ούτε πιλότο και συγκυβερνήτη, ούτε αεροσυνοδούς, ούτε επιβάτες. Δεν υπήρχε ψυχή ούτε στα κτίρια που είχε ισοπεδώσει. Εκτός από τους Ούμανς δεν υπήρχε άνθρωπος σε όλη την Αθήνα, την Ελλάδα, στον πλανήτη ολόκληρο. Ξαφνικά έπαψε να στάζει ο ουρανός. Έμεινε μόνο ο ψίθυρος στις φυλλωσιές και κάποια μακρινά γαβγίσματα που έμειναν προς στιγμή απαρατήρητα. Τα σύννεφα άνοιξαν το παραπέτασμα τους και το χρυσαφί φως του ήλιου χρωμάτισε απίστευτα την σιωπηλή πόλη. Ένα ονειρικό ουράνιο τόξο τρεμούλιασε πάνω από τον βράχο της Ακρόπολης και την ίδια στιγμή ένα σμήνος από περιστέρια απογειώθηκε πάνω από τα κεφάλια τους. Ο Αζέλ άρχισε αμέσως να τραγουδάει. Ίσως να ήθελε να συγκρατήσει την λογική του, ίσως ήθελε να διαφυλάξει την λογική του λαού του. Ήταν ένα τραγούδι που γνώριζαν όλοι. Μιλούσε για την χαμένη πατρίδα των Παλιών, που το μεγαλείο της έκρυβε δάκρυα σε όσους την είχαν στερηθεί, πόσο ευτυχισμένοι ήταν οι Ούμανς που δεν γνώριζαν, παντρεμένοι με την κόκκινη άμμο. Τώρα οι στοίχοι είχαν επιτέλους νόημα. Δάκρυα έτρεχαν στα μάτια του Αζέλ που μπορούσε να διακρίνει την γραμμή της θάλασσας εκεί στον ορίζοντα, το βαθύ γαλάζιο που χρύσιζε κάτω από τις ανταύγειες του ήπιου αυτού ήλιου. Τραγουδούσαν και έκλαιγαν οι Ούμανς, τόσο φοβισμένοι και αβέβαιοι από το συγκλονιστικό δώρο του Θεού. Είχαν μεγάλη πορεία μπροστά τους. Μέχρι να μάθουν να επιβιώνουν, να βρίσκουν τροφή και προστασία στον θαυμαστό νέο τους κόσμο. Χρειάστηκε να σπάσουν αρκετές πόρτες, τζαμόπορτες και παράθυρα για να κερδίσουν τις πρώτες τους προμήθειες. Οι περίεργοι, αυτοί που θα άρχισαν να δουλεύουν το μυαλό τους για να ερμηνεύσουν κάποια πράγματα, όπως πως λειτουργεί ένα πόμολο ή μια κλειδαριά, αυτοί θα έρχονταν μετά. Βρήκαν τρόφιμα σε αρκετά μαγαζιά, και υπήρχαν αρκετά από αυτά αποθηκευμένα, αλλά θα άρχισαν να σαπίζουν και να βρωμούν σύντομα. Κάποιες εξερευνήσεις θα βοηθούσαν στην ανεύρεση προβάτων, κατσικιών και πουλερικών που είχαν επιβιώσει στο ύπαιθρο. Μετά από ορισμένες άγριες συστάσεις, τα σκυλιά και οι γάτες θα κατάφερναν για άλλη μια φορά να κερδίσουν την εύνοια των καινούργιων ενοίκων σαν συντροφικά κατοικίδια. Η ανακάλυψη των ακτών έγινε με εκδήλωση έντονων συγκινήσεων. Πολλά πλεούμενα που ήταν ακόμα δεμένα στους μόλους χρησίμευσαν σαν κατοικίες για πολλούς Ούμανς. Θα έπαιρνε μία-δύο γενεές και κάποια ατυχήματα για να μάθουν πώς να χειρίζονται τις βάρκες και τα κουπιά. Σε πολλά βοήθησαν οι φωτογραφίες και τα εικονογραφημένα περιοδικά που ανακάλυψαν εδώ κι εκεί. Τα πλαστικά μανεκέν στις βιτρίνες τους έδειξαν πώς να φορούν τους ρουχισμούς που βρήκαν σε πληθώρα σε αμέτρητα καταστήματα της πόλης. Οι Ούμανς δεν θα έφταναν ποτέ σε εκείνο το σημείο του πολιτισμού που χαρακτηρίζει το «καλό γούστο» στο ντύσιμο, όχι τουλάχιστο πριν αρχίσουν να κατασκευάζουν μόνοι τους τις ενδυμασίες τους. Αλλά μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα, θα φορούσαν κακόγουστα, αστεία και ελεύθερα ό,τι τους προέκυπτε σε υλικό ή χρώμα. Σκορπίζονταν όσο πιο μακριά μπορούσαν και μαζεύονταν πάλι εκεί, στην γειτονιά της Ακρόπολης, κι εκεί έφτιαξαν την πρώτη τους κοινωνία. Ο αριθμός τους δεν χρειαζόταν περισσότερο χώρο. Κάποιες μελλοντικές έριδες ίσως έστελνε διασπασμένες ομάδες σε άλλες συνοικίες, θα χρειάζονταν όμως πάρα πολλά χρόνια για να γεμίσει έστω η μισή Αθήνα. Υπήρχαν φυσικά και άλλοι Ούμανς. Εκείνους η πύλη τους εναπόθεσε σε άλλους τόπους, σε άλλες χώρες και σε άλλες ηπείρους. Πολλοί από αυτούς που είχαν την ατυχία να βρεθούν μέσα σε κενές μεγαλουπόλεις θα αναπτύσσονταν κάπως καθυστερημένα, σαν άνθρωποι των σπηλαίων παγιδευμένοι σε σκηνικά που δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν. Άλλοι, τοποθετημένοι μέσα στην άγρια φύση, αντιμέτωποι με συνθήκες που μπορούσαν να κατανοήσουν κάπως, θα τιθάσευαν τις αντιξοότητες και θα έβγαιναν δυνατότεροι, αξιότεροι κληρονόμοι του πλανήτη. Οι απόγονοι όλων αυτών των ομάδων θα ανακάλυπταν οι μεν την ύπαρξη των άλλων αιώνες αργότερα. Και παρά τις διαφορές σε γλώσσα και κουλτούρα που θα είχαν σχηματίσει εντωμεταξύ, θα είχαν μόνο μία κοινή αναφορά, ένα αρχαίο όνομα που θα τους έδειχνε ολοφάνερα την κοινή τους καταγωγή. Εν αρχή όλων, ο πρώτος, ο βασιλιάς Αζέλ. Στην δική του γωνιά του πλανήτη, ο Αζέλ υπήρξε άξιος ηγέτης. Ίσως δεν έγινε ο Αυτοκράτορας που του έταξε ο Χθόνορ, ήταν όμως βασιλιάς στον λαό του, και σε όσους Ούμανς έφτασαν από μακριά στον βράχο της Ακρόπολης ψάχνοντας τον. Δεν ήταν λοιπόν δύσκολο να συμπεράνει πως η νέα Γη ήταν μεγάλη όσο ήταν και το Έδαφος, και πως σε ίσες αποστάσεις πρέπει να βρίσκονταν τα υπόλοιπα, χαμένα τους αδέλφια. Τα σύμβολα στα βιβλία που θα ανακάλυπταν θα του γεννούσαν την ιδέα του δικού τους αλφάβητου, που θα ήταν το δώρο του Αζέλ στους απογόνους του. Εκεί θα καταγράφονταν η ιστορία τους και τα προσωπικά του συμπεράσματα. Βάση αυτών των γραπτών θα ξεκινούσαν οι εξερευνητές του αύριο για την αναζήτηση των άλλων φυλών. Την πρώτη νύχτα που ο Αζέλ και η Κρίνα εξασφάλισαν κατάλυμα μέσα σε μια λαξευμένη εγκοπή, ένα διαμέρισμα, έμεινε άυπνος να μελετάει τα μικροαντικείμενα που κοσμούσαν τον χώρο. Η βασίλισσα του, έγκυος, μόλις είχε ανακαλύψει την χρίση ενός κρεβατιού και ο ύπνος την είχε διεκδικήσει αμέσως μόλις ξάπλωσε στο μαλακό στρώμα. Ανήσυχος, στάθηκε μπροστά στο θαυμαστό, διάφανο εκείνο υλικό που τον προστάτευε από την βροχή και τον άνεμο, αλλά του επέτρεπε να βλέπει έξω. Είχε δει τις φωτογραφίες στις κορνίζες, τα χαμογελαστά εκείνα πρόσωπα, οικογένειες υπέθετε. Υπήρχαν ίχνη τους παντού. Ήξερε τώρα πως αντίκριζε έναν μεγάλο οικισμό. Οι Ούμανς περπατούσαν πάνω στα απομεινάρια μιας άλλης φυλής που της ανήκαν όλα αυτά. Που είχαν εξαφανιστεί εκείνοι; Που είχαν χαθεί; Η απορία θα τον βασάνιζε μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του. Θα την άφηνε παρακαταθήκη στους απογόνους του. 3. Η ξύλινη πύλη έχασκε μισάνοιχτη. Ένιωσε την ανάγκη να φωνάξει, μην ήταν κανείς μέσα πριν μπει, αλλά δεν το πίστευε πραγματικά. Θα συναντούσαν το ίδιο σκηνικό με την θαυμαστή πόλη που κύκλωνε τον βράχο. Έσπρωξε την πόρτα και αποκάλυψε το μοναδικό θέαμα της πολύχρωμης Πολιάδος θεάς, πλαισιωμένη από τα αναθήματα της. «Είναι πανέμορφη» σχολίασε η Αριάδνη δίπλα του. Ναι, πράγματι. Δεν μπορούσε βέβαια να τη συγκρίνει με το άλλο, το δημιούργημα του Φειδία, το πρόσωπο όμως αυτής της Αθηνάς ήταν πανέμορφο. Του θύμισε όλες τις φορές που είχε ερωτευτεί την αρματωμένη θεά της σοφίας από φωτογραφίες στα σχολικά του βιβλία. Και αυτή εδώ, αναλλοίωτη από τον χρόνο, με ολοζώντανα μάγουλα έτοιμα θαρρείς να κοκκινίσουν, ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα. Αναρωτήθηκε που να ήταν η Αθηναία που είχε ποζάρει στον καλλιτέχνη. Που ήταν ο καλλιτέχνης; Που ήταν οι ιερείς και οι λοιποί Αθηναίοι; Η δροσιά του ναού τους ανακούφισε από την ανάβαση που είχαν αναγκαστεί να κάνουν κάτω από τον ζεστό ήλιο. Η ομάδα που τον είχε ακολουθήσει άρχισε να περιεργάζεται τα περίτεχνα αφιερώματα. Έμοιαζαν με μπουλούκι απείθαρχων νέων σε κατάστημα με παιχνίδια. Αγαλματίδια, ξίφη, περικεφαλαίες από χαλκό, ασήμι, χρυσάφι και άλλα ειδώλια από ελεφαντόδοντο θωπεύονταν χωρίς δέος. «Μην τα πειράζετε» τους φώναξε. Τον κοίταξαν παραξενεμένοι. «Ας μη βιαστούμε πριν καταλήξουμε στο τι μας έχει συμβεί…ή…» κόμπιασε. «Μήπως επιστρέψουν οι ιδιοκτήτες τους;» ρώτησε η Αριάδνη, περισσότερο για να τον στηρίξει. «Μήπως» πρόσθεσε ο ίδιος γεμάτος αβεβαιότητα. Έδιωχνε συνέχεια την ιδέα πως βρίσκονταν όλοι τους προ τετελεσμένης μοίρας, μην ξέροντας ποια θα ήταν η αντίδραση του στην προοπτική. Πως θα αντιδρούσαν οι άλλοι, οι αμέτρητοι Αθηναίοι που μαζεύονταν εκείνη την στιγμή γύρω από την Ακρόπολη, όλοι σοκαρισμένοι, όλοι σε αναζήτηση μιας απάντησης; Τι είχε συμβεί; Βγήκαν με την Αριάδνη έξω στον βράχο, κοίταξαν τους ναούς και τους βωμούς ολόγυρα τους. «Ούτε Παρθενώνας…ούτε Ερεχθείο…» «Δεν έχουν χτιστεί ακόμα. Δεν είναι ούτε ιδέα ακόμα» είπε διακόπτοντας τον σχολιασμό της. «Είναι το Εκατόμπεδον.» «Το ποιο;» Πίσω τους, στο ανατολικό αέτωμα υπήρχε μια υπέροχη αναπαράσταση της Γιγαντομαχίας. Γενικά, από την στιγμή που είχαν συνέλθει δεν μπορούσαν να χωρέσουν στο μυαλό τους αυτά που αντίκριζαν. Προχώρησαν μέχρι την άκρη του κρηπιδώματος και κοίταξαν κάτω. Ο βράχος ξεκινούσε από χαμηλά και κατηφόριζε ομαλά μέχρι τη ρίζα του. «Βλέπεις τι λείπει εδώ;» τη ρώτησε. «Δεν υπάρχει ο νότιος τοίχος, ούτε το ανάχωμα που έκλεισε το κενό. Είμαστε χρόνια πριν τον Περικλή, χρόνια πριν την εισβολή του Ξέρξη.» Είδαν τον Αναγνωστάκη να εμφανίζεται στην βάση του βράχου. Σήκωσε το βλέμμα του και τους είδε κι εκείνος. Ο Γαλάτης έκανε χωνί με τα χέρια του και του φώναξε. «Τι βρήκες;!» Του απάντησε με την ίδια μέθοδο. «Η σπηλιά δεν πάει το ίδιο βαθιά. Ούτε καν όσο όταν αρχίσαμε να σκάβουμε!!» «Πιστεύεις πως ο μονόλιθος είναι εδώ από κάτω μας τώρα;» ρώτησε η Αριάδνη. «Νομίζω πως ναι.» «Και τι μπορούμε να κάνουμε;» «Έτσι όπως είμαστε τώρα…μάλλον τίποτα. Κοίτα.» Της έδειξε μελαγχολικά πέρα. Η πόλη της Αθήνας, ακόμα και πριν την χρυσή της εποχή, είχε θαυμαστούς ναούς, θέατρα, στάδια, παλαίστρες, βωμούς και αγάλματα. Κατά τα άλλα όμως, ήταν ένα μικρό, ταπεινό άστυ συγκριτικά με ό,τι είχε συνηθίσει το μοντέρνο μάτι. Πάνω και γύρω από αυτή την πολιτεία είχαν μαζευτεί τώρα εκατομμύρια Αθηναίοι, και άλλοι τόσοι μαζεύονταν ακόμα από τα περίχωρα. Άκουσε ζώα να μουγκανίζουν ενοχλημένα από την οχλοβοή γύρω από τους στάβλους. Τα ζώα εκείνα, με τις κότες στις αυλές και τα σκυλιά και τις γάτες στους δρόμους, προσέφεραν μια σχετικά, καθησυχαστική εικόνα στην αφύσικη όψη της ερήμωσης που στιγμάτιζε την πόλη. Ο Γαλάτης αναρωτήθηκε τι να έκαναν εκείνοι την στιγμή οι νέοι Αιγινήτες, οι Μεγαρείς και κάτοικοι της Σαλαμίνας. Ας έμενε ο καθένας να βγάλει συμπεράσματα στον τόπο του μέχρι να μπει εδώ κάποια τάξη. «Πρόσεξες πόσο καθαρός είναι ο αέρας;» τον ρώτησε η Αριάδνη. «Μπορώ και βλέπω πεντακάθαρα μέχρι το Σούνιο. Βλέπεις πόσο φανερά κυρτός είναι ο ορίζοντας;» Ο Γαλάτης χαμογέλασε. Αν αυτή ήταν η μοίρα τους, θα ήταν και ένα μάθημα που ίσως τους δώριζε και κάτι. Καθώς κατέβαιναν τον βράχο συνάντησαν μια άλλη μεγαλύτερη ομάδα ανθρώπων που ανέβαιναν, αναμαλλιασμένοι και πανικόβλητοι. Αναγνώρισε τον πρωθυπουργό και πολλούς άλλους βουλευτές από όλα τα κόμματα. Πολλοί φορούσαν τις ρόμπες τους, άλλοι ήταν ακόμα με τις πιτζάμες. «Τι κάνουν αυτοί εδώ;» αναρωτήθηκε η Αριάδνη. Ο Γαλάτης κατέπνιξε ένα γέλιο. «Ψάχνουν ένα μέρος να επιβεβαιώσουν την εξουσία τους» απάντησε. Αμφέβαλε αν θα την έβρισκαν ξανά όπως την ήξεραν, την εξουσία. Εκτός από τους ανθρώπους, η κρατική μηχανή ικανή να φροντίσει όλες τις γωνίες μιας πατρίδας είχε εξαφανιστεί. Ο κάθε τόπος τώρα θα πάλευε να επιβιώσει αυτόνομα και η εποχή με τις πόλεις-κράτη δεν θα αργούσε να επιστρέψει. Η υποδομή ήταν έτοιμη, μόνο η νοοτροπία έλειπε. Πρόσεξε πολλούς να επιμένουν με τα κινητά τους, που έτυχε να έχουν ακόμα πάνω τους. Ο καθένας είχε κουβαλήσει μαζί του ό,τι φορούσε ή είχε στη τσέπη του την ώρα της…μετατόπισης. Το ίδιο είχε επιχειρήσει και ο ίδιος με την Αριάδνη μόλις πριν λίγο. Δεν υπήρχε σήμα, δεν ήταν δυνατό να υπάρχει. Κάποιοι της προσωπικής φρουράς του πρωθυπουργού είχαν ακόμα τα σαρανταπεντάρια τους περασμένα στις θήκες του ώμου. Πόσες σφαίρες έπαιρναν αυτά τα όπλα; Τώρα πολύτιμα λίγες και τελευταίες. Τους περίμεναν όλους μεγάλα προβλήματα. Έπρεπε να συνειδητοποιήσουν την κατάσταση τους όσο σύντομα γινόταν για να μην χαθούν ευκαιρίες. Είχε προσέξει σιδεράδικα και χυτήρια κάτω στην πόλη, με τις φωτιές αναμμένες και τις εργασίες παρατημένες στη μέση. Ζήτημα θα ήταν αν υπήρχε ένας ανάμεσα τους που γνώριζε πώς να χειριστεί αυτές τις τέχνες. «Μήπως πρέπει να τους εξηγήσουμε τι συνέβη;» είπε η Αριάδνη. «Άσε. Είναι νωρίς.» Δεν ήθελε να φανεί κυνικός αλλά σε αυτό ήθελε να περιμένει. Εδώ, στο ζωντανό μουσείο που τους περιέβαλλε, θα ξεπηδούσαν νέοι, άξιοι ηγέτες. Οι λαπάδες της εποχής του δεν θα αργούσαν να ξεφουσκώσουν στις συνθήκες. Θα επακολουθούσαν σίγουρα δύσκολες, άγριες καταστάσεις. Πήρε την Αριάδνη και τον Αναγνωστάκη και διάλεξαν μια μικρή, ασήμαντη κατοικία για να περάσουν την πρώτη τους νύχτα. Ευτυχώς έμειναν μόνοι χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς. Απ’έξω άκουγαν φασαρίες και συγκρούσεις. Είχαν αρχίσει οι πρώτες διαμάχες για αρχηγεία, στέγη, φαγητό και υλικά αγαθά άνευ χρησιμότητας. Το σπίτι ήταν στην βόρεια άκρη της πόλης, τετράγωνο, χωρίς παράθυρα, με μια μικρή εσώκλειστη αυλή με έναν βωμό στο κέντρο. Ήταν καθαρό με πανέμορφους, πολύχρωμους και ζωγραφισμένους τοίχους. Αναπαραστάσεις από τον τρύγο κοσμούσαν το δωμάτιο στο οποίο είχαν ξαπλώσει και οι τρεις τους. Τα κρεβάτια είχαν χάλκινο σκελετό και απαλά στρώματα γεμάτα πούπουλα χήνας. Στην μικροσκοπική κουζίνα είχαν βρει κρασί, μέλι, ελιές, κρεμμύδια και ψωμί. Σε ένα τσιγκέλι κρεμόταν ένα κομμάτι κρέας, αρκετά σιτεμένο, και επέλεξαν να το αγνοήσουν. Με τα υπόλοιπα ξεγέλασαν την πείνα αλλά και το μούδιασμα τους. Ο Γαλάτης και η Αριάδνη αντλούσαν δύναμη ο ένας από τον άλλον. Η βουβή τους συμφωνία ήταν «Δεν θα καταρρεύσω αν δεν καταρρεύσεις.» Αυτός που είχε χαθεί ήδη βαθιά στον εαυτό του ήταν ο Αναγνωστάκης. «Εμείς φταίμε. Εμείς το κάναμε» μουρμούραγε κάθε τόσο. «Νομίζω πως είμαστε πολύ τυχεροί» είπε ο Γαλάτης και ήπιε μια γουλιά κρασί. Τον κοίταξε περίεργη. «Τι εννοείς;» «Οι πρόγονοι φρόντισαν άλλη μια φορά για μας» συμπλήρωσε και σήκωσε προς το μέρος της τον κρατήρα με το κρασί. «Έχουμε εκεί έξω μια πόλη με επιπλωμένα σπίτια, θέατρα, βιβλιοθήκες, σχολεία, ραφτάδικα, χασάπικα, ψαράδικα και ξυλουργεία, μαντρωμένα ζώα, ελαιώνες και αμπελώνες, κι ένα λιμάνι γεμάτο βάρκες και καράβια. Μπορείς να φανταστείς που βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι ευρωπαίοι και οι πλανητάρχες αμερικάνοι; Μέσα στις ζούγκλες και την άγρια φύση. Δεν βλέπω πολλούς από αυτούς να επιβιώνουν στις συνθήκες που τους περιμένουν.» «Άρα πιστεύεις πως αυτό έχει συμβεί παντού;» «Ναι.» Ήπιε άλλη μια γουλιά και ήταν όντως δυνατό το κρασί. Έπρεπε να βρει την σωστή αναλογία με το νερό για να μην τον χτυπήσει στο κεφάλι. «Μετά…υπάρχει βέβαια η Περσέπολη και η Βαβυλώνα…» «Δηλαδή τι… Θα μας έρθουν Πέρσες;» Είχε ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπο της. Τα μάτια της λαμπίριζαν στο φως του καντηλιού. Έδειχνε ολόιδια με τη θεά. «Όχι Πέρσες. Όχι του Δαρείου ή του Ξέρξη. Κάποια μέρα όμως…κάποιοι θα φτάσουν στην πόρτα μας. Πρέπει να το γνωρίζουμε και να τους περιμένουμε.» «Που είναι…» Ξαφνιάστηκαν και οι δύο. Τα ματογυάλια του Αναγνωστάκη τους κοιτούσαν μέσα στο αχνό φως, η φωνή του βραχνή και βαριά. «Που είναι οι ιδιοκτήτες αυτού του σπιτιού;» Κοιτάχτηκαν με την Αριάδνη, τα συμπεράσματα τους ένα κενό. Την επομένη, ακούστηκε από κάποιους που έφτασαν από τον Μαραθώνα, πως η πεδιάδα ήταν σπαρμένη με χιλιάδες σφαγμένα πτώματα ανθρώπων και πως αμέτρητα εγκαταλειμμένα καράβια, με πολύχρωμα πανιά, τσακίζονταν αφρόντιστα πάνω στην ακτή από το κύμα. 4. Ήταν από τους πρώτους στην τρελή τους πομπή μέσα από την ξένη, άγρια βλάστηση. Άκουγαν τα μουγκρητά των θηρίων και τρομοκρατημένοι από το παιχνίδι που έπαιζαν στην πλάτη τους οι θεοί, είχαν μόνο την νίκη τους να τους εμψυχώνει. Τους το φώναζε για να το θυμούνται. Πολλοί πίστευαν πως βρίσκονταν στα Ηλύσια Πεδία αλλά εκείνος αρνούνταν να το δεχτεί. Είχε υποστεί αρκετές αμυχές, κανένα όμως τραύμα έστω ελάχιστα σοβαρό. Το τοπίο ήταν άγνωστο, δεν ήταν όμως ο Άδης. Εξαφανισμένα όλα τα μονοπάτια, οι ιερές στήλες, τα ηρώα και τα μικρά ιερά. Δεν υπήρχε ούτε καν η θάλασσα πλην του ατέλειωτου εκείνου βαλτότοπου. Όμως κοίταζε κάθε τόσο τον ήλιο που έλαμπε χαμηλά μπροστά τους και επέμενε να ακολουθεί εκείνη την κατεύθυνση. Θα την βλέπανε την Αθήνα, μόλις διασχίζανε την σωστή απόσταση, η πόλη θα ήταν εκεί να τους περιμένει. Έπρεπε. Η Ηγησιπύλη η γυναίκα του έπρεπε να είναι εκεί και να τον περιμένει. Και ο Κίμων, ο γιος του. «Μιλτιάδη! Εκεί! Κοίτα!» Τα είδαν όλοι και αναθάρρησαν. Το βουνό της Πεντέλης, πέρα την Πάρνηθα, μέχρι και ο λόφος του Λυκαβηττού ήταν ορατός πάνω από τα περίεργα δένδρα που τους δυσκόλευαν την πορεία. Η έκβαση της μάχης γύρισε ευνοϊκά προς το μέρος τους και σύντομα ήταν ξεκάθαρο, είχαν σταματήσει μια αυτοκρατορία. Κυνηγούσαν τον εχθρό πίσω στα πλοία του όταν άκουσαν το απόκοσμο σφύριγμα. Σε κάποιους ακούστηκε σαν ένας μελωδικός τόνος. Και ήταν τόσο έντονο που ορισμένοι Πέρσες διέκοψαν την φυγή τους και γύρισαν να κοιτάξουν. Έπεσε πάνω τους εκείνο το γαλάζιο φως σαν ξαφνική καταιγίδα και μετά…Μετά τι; Παραπατούσαν ζαλισμένοι ανάμεσα σε καλαμιές, βουτηγμένοι στα λασπόνερα μέχρι το γόνατο. Ήταν ακόμα όλοι τους εκεί, Πέρσες και Αθηναίοι, και ας είχε χαθεί το γνώριμο έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Δεν έβλεπαν ούτε τα καράβια. Κάθε ίχνος από τα κατάρτια με τα πολύχρωμα πανιά είχαν εξαφανιστεί από τον ορίζοντα. Η ορμή και η οργή όμως επικρατούσε ακόμα στις καρδιές τους. Έπεσαν πάνω στον εχθρό και συνέχισαν να τους αποδεκατίζουν. Κάποια στιγμή δεν είχε πλέον νόημα. Ο φόβος για του τι είχε συμβεί άρχισε να τρυπώνει μέσα τους, έκανε τους θώρακες τους ασήκωτους. Άφησαν τους τελευταίους να διαφύγουν και να χαθούν μέσα στην άγρια φύση. Περιπλανήθηκαν πίσω, ανασυντάχτηκαν σε στέρεο έδαφος και προς μεγάλη τους σύγχυση δεν μπορούσαν να βρουν ούτε ένα σώμα από τους πεσόντες συντρόφους τους. Τα πάντα γύρω τους είχαν κάτι το καλυμμένα γνώριμο αλλά ήταν σαν να βρίσκονταν σε ξένη γη. Ήταν ο νικητής της μάχης και έτσι όλοι στράφηκαν στον Μιλτιάδη για καθοδήγηση. Τους έδωσε την μόνη απάντηση που μπορούσε. Μεγαλωμένος κάτω από το δέος των θεών, γνώριμος με τις σκοτεινές μαγγανείες από τα μέρη της γυναίκας του αλλά και με τον ελληνικό ορθολογισμό, «Πίσω στην πόλη» ήταν το μόνο που είχε να πει. Και για εκεί ξεκίνησαν, με μία ελπίδα. Έχασαν τον Κυνέγειρο σε επίθεση αρκούδας που τελικά κατόρθωσαν να σκοτώσουν. Δεν είχαν ξαναδεί θηρίο τόσο μεγάλο στα μέρη τους. Μετά έπεσαν πάνω σε αγέλη λιονταριών και πιο κάτω σε ένα ξέφωτο είδαν κοπάδια γιγάντιων παχύδερμων με κόκκινη γούνα και τεράστιους χαυλιόδοντες. «Το άστυ! Στην Αθήνα!» τους φώναζε για να τους συγκρατήσει την λογική. Μόλις άρχισε να ξεχωρίζει ο ιερός βράχος, είχε κάτι το ανησυχητικά ξένο στην όψη του, όταν συνάντησαν μια περίπολο με επικεφαλής τον Στισαγόρα. Χάρηκαν αφάνταστα οι δύο ομάδες που συναντήθηκαν, αγκαλιάζονταν και αλάλαζαν ενθουσιασμένοι. Οι μεν ήταν μια ελπίδα λογικής και ορθότητας για τους δε. Ναι, φαίνεται πως η πόλη ήταν εδώ, όχι όμως όπως την περίμεναν. Μόνο οι πολίτες ήταν εκεί, μαζεμένοι κάτω από την Ακρόπολη. Τα ιερά, τα σπίτια και τα οικόσιτα τους ζώα είχαν εξαφανιστεί. Άκουσε το όνομα του και ξεχώρισε την γυναίκα του που έτρεχε με τον γιο τους προς το μέρος του. Παρόμοια έπεσαν ανακουφισμένοι και όλοι οι άλλοι πολεμιστές στις οικογένειες τους. Ανακοίνωσαν την νίκη τους στους Αθηναίους και η χαρά τους έμεινε μισή. Που ήταν τα ιερά και οι τάφοι των προγόνων για τα οποία είχαν πολεμήσει; Που ήταν οι βωμοί για να θυσιάσουν στους θεούς; Ανέβηκαν στον βράχο και συνάντησαν εκεί τους συγχυσμένους ιερείς και ιέρειες. Η κορυφή έδειχνε ένας κοινός, γυμνός λόφος με λίγους θάμνους και χόρτα. Οι ναοί ήταν εξαφανισμένοι. Το δέντρο, η ιερή ελιά της θεάς, δεν ήταν στη θέση του. Έλπιζε να ακούσει μια εξήγηση από τους ιερείς, εκείνοι όμως ήταν πιο μπερδεμένοι από τον ίδιο. Τον τράβηξαν και του έδειξαν πως έλειπε μέχρι και η ρωγμή με τις σκάλες που οδηγούσαν μέσα στην πέτρα, στο κρυφό πηγάδι. Τι είχε συμβεί; Και γιατί; Πολλοί εξέφρασαν την άποψη να στείλουν αποστολή στο Μαντείο των Δελφών. Ο Μιλτιάδης δεν έφερε αντίρρηση αν και υποψιαζόταν πως δεν θα έβρισκαν ούτε εκεί τίποτα. Η πιο τρομερή θέα ήταν εκείνη προς το λιμάνι. Ο Πειραιάς δεν υπήρχε. Έβλεπαν την ακτή μιας από τις πολλές λίμνες που εκτείνονταν μέχρι τον νότιο ορίζοντα. Η Σαλαμίνα, και ακόμα πιο μακριά η Αίγινα, φάνταζαν σαν απλές βουνοκορφές. Μερικοί στρατιώτες του έδειξαν αργότερα μια εσοχή στη βάση του βράχου. Υπήρχαν εκεί αρκουδοτόμαρα, κόκαλα και μια σκαμμένη εστία στο χώμα, πρόσφατα χρησιμοποιημένη. Ένας του έφερε ένα περίεργο, ξύλινο δόρυ. Στην αιχμή του, ενσωματωμένο στο ξύλο και σφιχτά δεμένο με βρύα ήταν μια κοφτερή, πελεκημένη πέτρα. Ο Μιλτιάδης δεν είπε τίποτα, κράτησε το δόρυ μαζί του μέχρι που νύχτωσε και μαζεύτηκαν όλοι στους πρόποδες του βράχου. Κάθισαν εκεί γύρω από μεγάλες φωτιές, άυπνοι, η προσοχή όλων στραμμένη στον νικηφόρο στρατηγό τους. Τους μίλησε για την μάχη, για τους Αθηναίους εκείνους που αγωνίστηκαν και έπεσαν σαν γενναίοι πολεμιστές, τους βάρβαρους που εξολοθρεύτηκαν και σκόρπισαν νικημένοι. Αύριο θα έβγαιναν για κυνήγι, θα σκότωναν ένα από τα πολλά παχύδερμα που είχαν συναντήσει, θα έφτιαχναν έναν βωμό από πέτρες και θα έκαιγαν το θήραμα προσφορά προς τους θεούς. «Είμαστε ζωντανοί, Αθηναίοι!» τους φώναξε, «Και νικητές. Είμαστε εδώ ζωντανοί και αλίμονο σε όσους τολμήσουν να μας απειλήσουν! Καταλαβαίνω πως φοβάστε. Δεν υπάρχει όμως λόγος. Γιατί το άστυ είναι ακόμα εδώ.» Έδειξε το κούτελο του. «Το άστυ είναι μέσα σε όλους σας. Οι άρχοντες μας είναι εδώ, το ίδιο και οι νομοθέτες. Αύριο θα σκαλίσουν ξανά τους νόμους μας πάνω σε αυτόν τον βράχο. Και όλοι μας οι τεχνίτες και οι δούλοι είναι εδώ. Θα ξαναχτίσουμε τους βωμούς, τους ναούς και τα σπίτια μας. Θα κατασκευάσουμε και καράβια.» Σήκωσε να τους δείξει το ξύλινο δόρυ με την πέτρινη αιχμή. «Και εδώ, οι θεοί μας στέλνουν ήδη μηνύματα για το πώς να βοηθήσουμε τους εαυτούς μας. Οι Ολύμπιοι δεν μας έχουν εγκαταλείψει. Ναι, η πόλη είναι ακόμα εδώ, είναι γύρω μας. Θα σκάψουμε, θα πελεκίσουμε, θα την σηκώσουμε πάλι από το χώμα. Όσο υπάρχουμε εμείς, θα υπάρξει ξανά η Αθήνα!» Σαν επιβεβαίωση, το άλλο πρωί τους ξύπνησε ένας μικρός σεισμός. Οι ιερείς ανακάλυψαν πως η ρωγμή είχε επιστρέψει πάνω στον βράχο. Αμέσως μετά άρχισε να βρέχει και να γεμίζει τον πάτο του κοιλώματος με νερό. 5. Ο άνεμος είχε πάψει να φυσάει προ πολλού, από την στιγμή που τους είχε χτυπήσει η λάμψη του ουρανού. Συνέχισε όμως εκείνο το ακατανόητο βουητό που τραγουδούσε υπνωτικά γύρω τους. Το έδαφος είχε ακόμα κάτι το γνώριμο αλλά και πάλι, είχε αλλάξει, έμοιαζε…ακατέργαστο. Ο μεγάλος βράχος που τους είχε φιλοξενήσει ήταν τώρα ένας χαμηλός τύμβος με ένα κυκλικό τείχος στην κορυφή. Κάπου εκεί έβλεπε ένα άνοιγμα, σαν πέρασμα στο εσωτερικό της περίεργης οχύρωσης. Ο Ουν βρήκε ένα κοίλωμα στον απέναντι λοφίσκο και οδήγησε εκεί την γυναίκα με τα μικρά τους. Τα μουγκρητά και τα μουγκανητά είχαν εξαφανιστεί μαζί με το δάσος αλλά δεν θα το διακινδύνευε. Βρήκε δύο κομμάτια ξύλο και τρίβοντας τα πάνω σε ξερά χορτάρια άναψε μια μεγάλη φωτιά μπροστά στο καταφύγιο των δικών του. Βάρεσε την μία γροθιά του στην παλάμη του άλλου χεριού του, για να καταλάβει η σύντροφος του πως δεν έπρεπε να το κουνήσει από εκεί. Πήρε στην συνέχεια το μοναδικό ακόντιο που του είχε μείνει και ξεκίνησε προς τον τύμβο που τραγουδούσε. Δεν είχε θεούς ο Ουν. Ούτε δεισιδαιμονίες. Ζούσε και επιβίωνε. Μέχρι εκεί που έφτανε η μνήμη του, θυμόταν από πάντα την γη να αλλάζει γύρω του. Θυμόταν τον πατέρα του να τον σηκώνει στους ώμους και να τρέχει με τους άλλους για να ξεφεύγει την φωτιά που ξέρναγε το βουνό τους. Από την μια στιγμή στην άλλη τα δέντρα, οι κοιλάδες και τα ποτάμια είχαν εξαφανιστεί κάτω από κατάμαυρη, καυτή στάχτη. Χρόνια αργότερα, έπρεπε με την σειρά του να αφήσει το λιβάδι στο οποίο είχαν γεννηθεί τα δικά του παιδιά. Το ποτάμι στο οποίο καμάκωνε ψάρια άρχισε να μετατρέπεται τάχιστα σε λίμνη. Το νερό έγινε πικρό και μη πόσιμο, η όχθη της λίμνης κάλυψε τον καταυλισμό τους και κατέληξαν σε έναν αγώνα δρόμου για υψηλότερα εδάφη. Πολύ μακριά, εκεί που δύο ήπειροι άγγιζαν μύτες, οι τρομεροί καταρράκτες του Ατλαντικού κατέτρωγαν το φράγμα που συγκρατούσε τον ωκεανό από την Μεσογειακή λεκάνη. Έφτασαν εδώ, σε μια κατάφυτη κοιλάδα με άφθονο κυνήγι, και μέχρι να την εξερευνήσουν καλά, έστησαν προσωρινό κατάλυμα στη βάση ενός κεντρικού υψώματος. Μόλις έπεσε το σκοτάδι κάθισαν στο βάθος της εσοχής, πίσω από μια μεγάλη φωτιά. Τα μικρά, φασκιωμένα στις γούνες, είχαν υποκύψει στον λήθαργο στον κόρφο της μάνας τους, χορτάτα με μητρικό γάλα. Το κεφάλι της γυναίκας είχε γείρει ελαφρά, το βλέμμα της ήδη μισοχαμένο. Ο Ουν καθόταν κοντά στη φωτιά, τύλιγε σφιχτά την κοφτερή πέτρα στην άκρη του ίσιου ξύλου. Ήταν το τρίτο ακόντιο που τέλειωνε εκείνη τη μέρα. Αύριο έπρεπε να βγει να κυνηγήσει. Τώρα προσπαθούσε να αντισταθεί στον ύπνο, το βλέμμα του καρφωμένο στο πηχτό σκοτάδι. Κάποιοι βρυχηθμοί ακούγονταν μακριά, περιοδικά όμως όλο και κάποιο γρύλισμα πλησίαζε απειλητικά την θέση τους. Φούντωνε τις φλόγες χτυπώντας τα καιγόμενα κούτσουρα με το ξύλο του και έβγαζε κοφτές, δυνατές κραυγές σαν γάβγισμα. Φορές-φορές αυτό του έφερνε μια μακρινή ανταπόκριση από τις αγέλες των σκυλιών που λυμαίνονταν την περιοχή. Ήταν έτοιμος να γείρει κι εκείνος, το κεφάλι του ναρκωμένο και βαρύ, όταν άκουσε ένα τραγούδι. Ο πατέρας του και η φυλή τους συνήθιζαν να φωνασκούν και να ψέλνουν με παρόμοιο τρόπο τα βράδια, γύρω από την φωτιά. Είχε ακούσει και την γυναίκα του να μουρμουράει ένα σκοπό όταν έξυνε τα γδαρμένα τομάρια. Αυτό το τραγούδι ερχόταν από παντού, ολόγυρα. Δονούνταν ο βράχος πάνω από το κεφάλι τους. Ίσως ήταν ένα από εκείνα τα οράματα του ψεύδους που γεφύρωναν τις νύχτες με την επόμενη μέρα. Ό,τι και να ήταν πάντως είδε πως ο ήχος είχε ξυπνήσει και την γυναίκα. Το άκουγε κι εκείνη. Η πέτρα που τους κύκλωνε άρχισε να αστράφτει, να πάλλεται γαλάζια μέχρι και να πυρακτώνεται κάτασπρη. Δεν υπήρχε όμως τίποτα το απειλητικό σε εκείνο το φαινόμενο. Πίσω τους το σκοτάδι της υπαίθρου παρέμεινε αναλλοίωτο, είχε πάψει όμως και ο παραμικρός άλλος ψίθυρος της νύχτας. Μετά χάθηκαν όλα και ξημέρωσε, όπως συνέβαινε πάντα. Μόνο που ο Ουν και οι δικοί του βρίσκονταν αλλού. Ήταν ξαπλωμένοι σε ένα στρώμα από φρέσκο τριφύλλι, δροσερό με την πάχνη του. Ο ουρανός ήταν φωτεινός, χωρίς σύννεφα, δεν έβλεπε όμως πουθενά τον ήλιο. Τα γύρω βουνά ήταν ίδια στο σχήμα αλλά γυμνά και κάτασπρα. Το πλάτωμα ήταν σπαρμένο με κουρεμένο γρασίδι και παρτέρια με τριφύλλια. Ολόκληρος ο ορίζοντας έμοιαζε ζωγραφισμένος πάνω σε λευκό τοίχο. Ο βράχος τους ήταν χαμηλότερος, σαν να είχε βουλιάξει, ήταν τώρα ένας χαμηλός τύμβος με ένα κυκλικό τείχος στην κορυφή. Ανέβηκε το ανηφορικό έδαφος προς το άνοιγμα στα τείχη. Το μελωδικό βουητό συνέχισε να βγαίνει από εκεί. Η διαδρομή ήταν σπαρμένη με θραύσματα από λείο κρύσταλλο. Μικρές παρδαλές σαύρες σέρνονταν βιαστικά από πέτρα σε πέτρα, σκιαγμένες στο πλησίασμα του. Οι λαξευμένες πέτρες που απάρτιζαν το σφιχτά δομημένο τείχος δεν του έκαναν καμία εντύπωση. Η προσοχή του ήταν εστιασμένη στον μικρό, εσωτερικό περίβολο του τύμβου. Το φως ήταν δυνατότερο εδώ χωρίς όμως να είναι ενοχλητικό. Και δεν είχε καμία εμφανή πηγή που να το δικαιολογεί, ούτε μία φωτιά, ούτε ίχνος από τον ήλιο στον κενό ουρανό. Στη μέση του περιβόλου υπήρχε μόνο ο κρυστάλλινος μονόλιθος, όρθιος, κεχριμπαρένιος, με κάποια σύμβολα σκαλισμένα πάνω του. Η μελωδική δόνηση πήγαζε από εκεί. Γύρω του υπήρχαν σωροί από φλούδες κρυστάλλου. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Ο Ουν πλησίασε καχύποπτα. Το πόδι του σκόνταψε και κοίταξε κάτω. Ήταν ένα σιδερένιο σφυρί και ένα διαμαντένιο καλέμι. Σήκωσε το σφυρί, το περιεργάστηκε, το γεύτηκε με την άκρη της γλώσσας του. Δεν είχε ξαναδεί σίδερο. Μετά κοίταξε τον μονόλιθο με τα περίεργα σύμβολα. Αχνές αποχρώσεις έμοιαζαν να πάλλονται στο εσωτερικό του. Πρότεινε το ακόντιο και χτύπησε την λεία επιφάνεια. Η μελωδία έχασε στιγμιαία την συνοχή της και μετά συνεχίστηκε κανονικά. Νιώθοντας την απουσία απειλής, κατέβασε το ακόντιο και άπλωσε το γυμνό του χέρι. Ο Ουν ένιωσε να καταργείται. Αν είχε λεξιλόγιο θα το περιέγραφε ακριβώς έτσι. «Ένιωσα να καταργούμε.» Μάλιστα, σε κάποια από τα νανοδευτερόλεπτα που παρήλθαν το σκέφτηκε αυτολεξεί. Είδε την Γη και την Σελήνη και τους πλανήτες και τα άστρα. Περπάτησε σε μαρμάρινες στοές με αστροφυσικούς, μαθηματικούς και οραματιστές. Διάβασε μεγάλους φιλοσόφους και διαλογιστές σε τεράστιες σκονισμένες βιβλιοθήκες. Είδε πολέμους, καταστροφές, μεγάλες πολιτείες, εξερευνήσεις και εφευρέσεις. Την αμέσως επόμενη στιγμή το χέρι του είχε τραβηχτεί και είχαν ξεχαστεί όλα. Τα γονίδια του όμως κάπνιζαν από τις πληροφορίες που τα είχαν διαπεράσει. Σωριάστηκε καταγής αναίσθητος. 6. Αυτός που το όνομα του ήταν τόσο περίπλοκο ώστε να μην προφέρεται, ανασηκώθηκε ξαφνιασμένος. Είχε πέσει φαρδύς-πλατύς στο στεγνό χώμα. «Μπα σε καλό μου! Τι ήταν αυτό; Μ’έσπρωξε κανείς;» Ψαχούλεψε το κεφάλι του για καρούμπαλο αλλά δεν βρήκε τίποτα. Σηκώθηκε όρθιος και ξεσκόνισε με τα χέρια τα βιβλικά του ρούχα. Του άρεσε πολύ η ενδυμασία του, κυρίως όμως ήταν υπερήφανος για την υγιή, ροζ επιδερμίδα που του ερχόταν γάντι, την σοφή, λεία του φαλάκρα και την κατάλευκη του γενειάδα. Κοίταξε ασυναίσθητα καταγής ψάχνοντας το σφυρί και το καλέμι όταν αντιλήφθηκε πως δεν βρισκόταν στο εργαστήρι του. Ή μήπως βρισκόταν; Ο τύμβος ήταν εκεί, το ίδιο και ο μονόλιθος. Όλα τα άλλα όμως ήταν λάθος. Άκουσε μουγκανητά. Είδε τον έρημο καταυλισμό, και μια αγέλη από γκρακ που τον κοίταζαν με το χαζό τους βλέμμα. Αναγνώρισε τελικά που βρισκόταν. «Πως βρέθηκα εγώ εδώ;» Πλησίασε τον μονόλιθο και τον κοίταξε σκεφτικός. Υπήρχαν γαλάζιες ανταύγειες μέσα του. «Πότε σε τέλειωσα εσένα;» Άρχισε να τον χτυπάει στα πλάγια προκαλώντας εκλάμψεις σε κάποια από τα χαραγμένα σύμβολα. «Τι σαράβαλο…» Διαισθάνθηκε κάτι και κοίταξε πίσω. Το θέαμα του έναστρου θόλου τον δυσαρέστησε. Το αέναο σπιράλ είχε γεμίσει κόμπους. Σε πολλά σημεία είχε ξεφτίσει σε άπειρες κλωστές που κυμάτιζαν επικίνδυνα σαν πλοκάμια έτοιμα να μπλεχτούν με γειτονικά συστήματα. «Ουπς» αναφώνησε. Γύρισε και κοίταξε τον υπερφουσκωμένο θαμπό ήλιο. «Ιδού το πρόβλημα. Ξανά-μανά τα ίδια.» Άπλωσε το χέρι του και έχωσε το δάχτυλο του στο ετοιμόρροπο άστρο. Η έκρηξη ήταν μεγαλειώδης. Αμέσως εξαφανίστηκαν οι εναπομείναντες πλανήτες και ολόκληρο το ηλιακό σύστημα σβήστηκε από τον συμπαντικό χάρτη. Επίλογος Μετέφερε στην πλάτη του ένα έξοχο θραύσμα του ήλιου, ενθουσιασμένος για το απόκτημα του. Το καλλιτεχνικό του βλέμμα ξεχώριζε ήδη στον ακατέργαστο όγκο τον υπέροχο μονόλιθο που έκρυβε μέσα. Μόλις καθάριζε τις στάχτες και τα αποκαΐδια θα ήταν έτοιμος να ξεκινήσει. Συνέθετε ήδη στον νου του την ποίηση που θα χάραζε στην επιφάνεια του. «Τι μας κουβάλησες πάλι;» ρώτησε η σύντροφος του μόλις έφτασε στην οικία. «Ένα τέλειο κομμάτι» της απάντησε. «Μάλιστα» είπε με τον συνηθισμένο της τόνο, εκείνον που στην πραγματικότητα έλεγε «Δεν με πείθεις με τίποτα». Δεν θα του στερούσε όμως την διάθεση. Ήταν ανυπόμονος και γεμάτος ιδέες. «Θα μας βγάλεις επιτέλους ασπροπρόσωπους; Θα μας δώσεις προσωπικότητες άξιες να μας δικαιώσουν στο υπόλοιπο Έλλογο Σύμπαν;» τον ρώτησε. «Οι προσωπικότητες που έχω είναι μια χαρά. Υπάρχουν ανάμεσα τους μεγάλοι στοχαστές, διανοούμενοι και κυρίαρχοι.» «Νήπια σε σύγκριση. Ανώριμα, κακάσχημα ανθρωπάκια. Όλοι γελούν μαζί μας.» «Και τι το κακό έχουν τα νήπια; Εμένα μου αρέσουν πολύ. Και η γνώμη σου για τα ανθρωπάκια είναι αυτό ακριβώς. Γνώμη σου. Άσε με τώρα, δεν μπορώ το ξινισμένο σου βλέμμα όταν δημιουργώ.» Αρκέστηκε στον διαπεραστικό της αναστεναγμό πριν αποχωρήσει και τον αφήσει μόνο του. Εκείνος χαμογέλασε και κοίταξε γεμάτος στοργή τον κρυστάλλινο όγκο. Πήρε το σφυρί και το καλέμι, ακούμπησε την διαμαντένια μύτη στον λίθο, και με τον πρώτο στοίχο κατά νου έτοιμο, έδωσε την πρώτη σφυριά. Αρχή Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mors Planch Posted October 12, 2007 Share Posted October 12, 2007 «Νομίζω πως είμαστε πολύ τυχεροί» είπε ο Γαλάτης και ήπιε μια γουλιά κρασί.Τον κοίταξε περίεργη. «Τι εννοείς;» «Οι πρόγονοι φρόντισαν άλλη μια φορά για μας» συμπλήρωσε και σήκωσε προς το μέρος της τον κρατήρα με το κρασί. «Έχουμε εκεί έξω μια πόλη με επιπλωμένα σπίτια, θέατρα, βιβλιοθήκες, σχολεία, ραφτάδικα, χασάπικα, ψαράδικα και ξυλουργεία, μαντρωμένα ζώα, ελαιώνες και αμπελώνες, κι ένα λιμάνι γεμάτο βάρκες και καράβια. Μπορείς να φανταστείς που βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι ευρωπαίοι και οι πλανητάρχες αμερικάνοι; Μέσα στις ζούγκλες και την άγρια φύση. Δεν βλέπω πολλούς από αυτούς να επιβιώνουν στις συνθήκες που τους περιμένουν.» Έχω την εντύπωση ότι ο Γαλάτης βρίσκεται στον κόσμο του στην καλύτερη περίπτωση. 4 εκατομμύρια Αθηναίοι μεταφέρθηκαν στην Αττική του 490 π.Χ. Η οποία είχε πληθυσμό 240,000 στην καλύτερη περίπτωση τον οποίο δεν μπορούσε να ταϊσει. Και μια ψιλοέλλειψη νερού καθαρού νερού για 4 εκατομμύρια για να μην αναφέρουμε συνθήκες υγιεινής. Τα ίδια λίγο πολύ στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα και όσες περιοχές δεν έχουν υπερβολικά πολλούς ανθρώπους είναι κοντά σε μεγάλες πόλεις οι οποίες έχουν και με το παραπάνω. Είναι αμφίβολο αν 10% του πληθυσμού της Ελλάδας καταφέρει να επιβιώσει. Όσο για τον υπόλοιπο κόσμο πάρε ένα χάρτη δες που ήταν οι μεγάλες πόλεις και διέγραψε ένα κύκλο με ακτίνα 200-300 χιλιόμετρα σαν τις ζώνες που πεθαίνουν μαζί με τις πόλεις... Ποιητική επιστροφή στη φύση και τον παλιό καλό καιρό... με κάπου 6 δις ανθρώπους να έχουν άσχημους θανάτους τους επόμενους μήνες σαν αποτέλεσμα... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted February 13, 2008 Author Share Posted February 13, 2008 Έχω την εντύπωση ότι ο Γαλάτης βρίσκεται στον κόσμο του στην καλύτερη περίπτωση. 4 εκατομμύρια Αθηναίοι μεταφέρθηκαν στην Αττική του 490 π.Χ. Η οποία είχε πληθυσμό 240,000 στην καλύτερη περίπτωση τον οποίο δεν μπορούσε να ταϊσει. Και μια ψιλοέλλειψη νερού καθαρού νερού για 4 εκατομμύρια για να μην αναφέρουμε συνθήκες υγιεινής. Τα ίδια λίγο πολύ στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα και όσες περιοχές δεν έχουν υπερβολικά πολλούς ανθρώπους είναι κοντά σε μεγάλες πόλεις οι οποίες έχουν και με το παραπάνω. Είναι αμφίβολο αν 10% του πληθυσμού της Ελλάδας καταφέρει να επιβιώσει. Όσο για τον υπόλοιπο κόσμο πάρε ένα χάρτη δες που ήταν οι μεγάλες πόλεις και διέγραψε ένα κύκλο με ακτίνα 200-300 χιλιόμετρα σαν τις ζώνες που πεθαίνουν μαζί με τις πόλεις... Ποιητική επιστροφή στη φύση και τον παλιό καλό καιρό... με κάπου 6 δις ανθρώπους να έχουν άσχημους θανάτους τους επόμενους μήνες σαν αποτέλεσμα... Πως μου ξέφυγε αυτό το σχόλιο. Νόμισα πως κανείς δεν απάντησε σ'αυτό. Ίσως να έχεις δίκιο με αυτό που λες Mors Planch, αλλά από την άλλη, με την πόλη-κράτος σαν πυρήνα κάπως θα τα καταφέρουν πιστεύω. Θα χρειαστεί μια βιαστική επέκταση της πόλης και κάποια εφευρετικότητα από τα πιο ικανά -και με τις αναγκαίες γνώσεις- μυαλά του μέλλοντος ανάμεσα τους. Και όταν λέω "πιστεύω", το πιστεύω σαν παραμυθάς γιατί είναι παραμύθι και όχι πραγματεία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.