Naroualis Posted December 6, 2007 Share Posted December 6, 2007 Όνομα Συγγραφέα:Ευθυμία Δεσποτάκη (a.k.a. Naroualis) Είδος: φαντασία, πιθανόν επική, οπωσδήποτε ελληνοκεντρική Βία; Όχι ακόμη Σεξ; Όχι ακόμη, αλλα θα είναι εντελώς περιορισμένο Αριθμός Λέξεων:~800 για αρχή, δεν έχει τελειώσει ακόμη. Πιθανόν να φτάσει τις 50,000. Αυτοτελής; Όχι. Πρώτο κεφάλαιο. Σχόλια: Σκόνταψα πάνω σ' ένα τόπικ σχετικό με τη λαογραφία και τη θεματολογία των φανταστικών διηγήσεων. Συγκεκριμένα η κουβέντα είχε να κάνει με το αν ένα φάνταζυ διήγημα με ελληνοκεντρικό θέμα (δηλαδή βασισμένο στην ελληνική ιστορία και παράδοση) θα μπορούσε να έχει κάποιο νόημα ή θα μας ξένιζε εντελώς. Δεν ξέρω αν όντως φαντάζει αλλοπρόσαλλο, αλλά αυτήν την ιστορία την αγαπώ πολύ, άσχετα με το αν έχει κάποια αξία λογοτεχνική ή όχι. Τα (υπόλοιπα) σχόλια δικά σας. Υ.Γ. Οι παραπομπές έχουν να κάνουν με την αγωνία μου να δώσω στον αναγνώστη να καταλάβει ότι αυτά που γράφω δεν τα έχω βγάλει όλα από το κεφάλι μου. Από τη Δελφία, τη χώρα που κατέχει τον Ομφαλό της Γης, από το Ναό της Κάρπησης, όπου με μητέρα βασίλισσα και πατέρα σκλάβο γεννήθηκα, από το Δωμάτιο της Νεκρής Ελπίδας που τα παράθυρά του βλέπουν ανατολικά κι όπου ο Απόλλωνας μου κληροδότησε το χάρισμα της μαντικής, σύρθηκα μισόγυμνη στα σκλαβοπάζαρα των βαρβάρων Μανιτών, που είχαν συλήσει την πατρίδα μου. Φλουριά έδεσαν στους αστραγάλους μου και διατάχθηκα να χορέψω. Χρυσοβαφές στόλισαν το δέρμα μου και διατάχθηκα να λικνιστώ. Πέπλα τύλιξαν γύρω μου και διατάχθηκα να στροβιλιστώ. Μα ούτε χόρεψα, ούτε λικνίστηκα, ούτε στροβιλίστηκα σε μαυλιστικούς ρυθμούς, κάτω από λάγνα βλέμματα. Για τιμωρία μ’ έδειραν περίτεχνα, να μη χαλάσει το κοριτσίστικο δέρμα μου. Βάρβαροι αρχηγοί με πόθησαν, μα η γλώσσα μου τους θύμιζε την προφητεία της γέννησής μου: -Δύσμοιρε Δυτικέ! Τη γερακίσια σου ζωή θα σου πάρει η ελπίδα! Και μοναχά τη νύχτα έφερνα στο στήθος μου στιλέτο και πάλευα να πάρω τη ζωή μου. Σαν όραμα περνούσαν από μπροστά μου οι αγαπημένοι μου, με εξόρκιζαν στ’ όνομά τους να πάρω εκδίκηση. Λέωντας! Αελακτίς! Φαέθων κι Έσπερος! Νέωρος, Ρόδακας, Γαλάκτρα! Ποιο χώμα ρούφηξε το αίμα σας… Κι αποκοιμιόμουν με την ανάμνησή τους, σα να ’ταν κοντά μου, τους ένιωθα γλυκούς και τρυφερούς να μου δίνουν δύναμη. Κι άμα ξυπνούσα το πρωί, για χάρη τους άφηνα το θάνατο να με προσπεράσει και ντυνόμουν το ρούχο της δούλας με θάρρος: -Είμαι ακόμα ζωντανή! Διάβαινα, σκιά του εαυτού μου, τις Ελλανικές χώρες, τις γειτονικές στη Δελφία: Τις Ακάρνες στα δυτικά, στα σκλαβοπάζαρα τις πρωτεύουσάς τους της Ναυπάκτου, βοριοανατολικά στη Ζάρκο, την πρωτεύουσα της Πηνειούσας κι ανατολικότερα στην Ελασσώνη και νοτιότερα στο Πήλιο, περνώντας από το Διμηνιό και από το λιμάνι του Γρίβα απέναντι στην Εύβοια. Κι από την Εύβοια νότια, πάνω από τον Εύριπο, όπου ο αρχαίος σοφός δεν έχει βρει ακόμα ανάπαυση[1], στην Ακτική και στη μεγάλη δημοσιά που περνάει από όλες τις πόλεις-κράτη της ηπειρωτικής χώρας. Σ’ αυτήν τη δημοσιά επάνω, στις Θήβες, την Πόλη των Ελλανίων Μαγισσών, όπου είχαν κατασκηνώσει τα στρατεύματα των βαρβάρων, στήθηκε το τελευταίο παζάρι για χάρη της Δελφίας μάντισσας. Σε μια τέντα στη μέση της αγοράς ήρθαν οι κατακτητές να με διεκδικήσουν κι οι ντόπιοι να με δουν. Με γύμνωσαν ψάχνοντας μάταια για ψεγάδια στο κοριτσίστικο κορμί μου. Έβαλαν γιατρούς να μ’ εξετάσουν –τι αρρώστιες κουβαλώ, αν είμαι ακόμα παρθένα- κάθε πόρισμα ανέβαζε το χρυσό που θα πλήρωνε ο νέος μου αφέντης για να μ’ αποκτήσει. Και από τα πεντακόσια χρυσά έφτασα να κοστίζω τρεις χιλιάδες, τυλιγμένη πάντα σε χρωματιστά κουρέλια και σε αιθέρια έλαια να παραπαίω. Κι ήταν πολλοί αυτοί που θα ‘θελαν να μ’ έχουν, αλλά η προφητεία; Η προφητεία; Πόνταρα στη δεισιδαιμονία των βαρβάρων για να δωθεί ένα τέλος στα βάσανά μου. Κάποιος θα μ’ αγόραζε και θα με σκότωνε με βασανιστήρια, εκδικούμενος τους τόσους νεκρούς του. Και τότε ελεύθερη θα πετούσα στη χώρα των νεκρών και θα ‘βρισκα εκεί τον πατέρα μου τον ωραίο σκλάβο Υάκινθο και τη μητέρα μου την βασίλισσα Αελακτίδα. Και στο πλάι της, ο άντρας της ο βασιλιάς Λέωντας κι ο αδελφός μου ο Φαέθων. Θα με δέχονταν κοντά τους και θα ‘χα για διασκέδαση την άρπα του υπηρέτη Ρόδακα και τα τραγούδια της παραμάνας μου της Γαλάκτρας. Κι όταν θα ‘μουν μόνη, θα ‘ρχόταν κρυφά ο ωραίος Έσπερος, ο γιος του συμβουλάτορα Νέωρου και τρυφερά θα μου χάριζε παρηγοριά και λησμονιά. Κι ενώ περίμενα με τη λαχτάρα του θανάτου, μέσα από τους διεκδικητές μου πρόβαλαν δώδεκα άνδρες ντυμμένοι στην πορφύρα, δεμένοι μεταξύ τους μ’ ένα χρυσό σκοινί από το λαιμό. Ψίθυροι σηκώθηκαν, σεβασμού και φόβου κι άκουσα τον αφέντη μου να μουρμουρίζει ένα ξόρκι προστασίας. «Άπαγε!», έκανε στο τέλος και δυναμώνοντας τη φωνή του καλωσόρισε τους νεοφερμένους. -Ευτυχία ας φέρνουν πάντα οι χρησμοί σας, ω Δώδεκα Που Γίνατε Ένας! Τι σας φέρνει στο παζάρι μας; Τότε οι Δώδεκα μίλησαν με μια φωνή: -Από τη Δύση, από τη χώρα της Μανίτης, από την Πόλη Στην Ομίχλη, από το Ναό των ισχυρών θεών Ασασάρα κι Ασασάραμε, πήραμε το αντίσκηνό μας, τη Σκηνή Των Χρησμών κι ήρθαμε εδώ, στη χώρα των Ανατολικών να οδηγήσουμε τους Μανίτες πολεμιστές στη νίκη. Κι είδαμε: Στην πόλη των Θηβών, στην περιοχή που τη λένε Αμφείο[2], στον Κήπο των Σκύλων, στο Σπίτι των Τεράτων, ζουν οι Ελλάνιες μάγισσες, Φαυνίτις και Νίσιβις[3]. Έχουν στην κατοχή τους τον σκλάβο Γέρακα. Σ’ αυτόν τον σκλάβο, σκλάβα θα δωθεί η κόρη της μάγισσας Αελακτίδας και την τιμή της θα την πληρώσουν οι θεοί μ’ ένα ξόρκι καλοτυχίας για τον ευγενικό της αφέντη. Ο αφέντης μου κοκκίνησε από θυμό. Ένα ξόρκι ποτέ δεν αξίζει τρεις χιλιάδες χρυσά! Όμως κατέβασε το κεφάλι κι είπε φοβισμένος: -Θεόσταλτοι είναι οι λόγοι των Δώδεκα! Στείλτε στο Σπίτι των Τεράτων για τον σκλάβο Γέρακα, να πάρει τη δούλα του. Αλλά αντί για το νέο μου αφέντη, έξι στρατιώτες της ξεπεσμένης φρουράς της πόλης με οδήγησαν σαν κατάδικο μέσα από τους δρόμους των Θηβών, ως την περιοχή που τη λένε Αμφείο. [1] Ο μύθος λέει ότι ο Αριστοτέλης αυτοκτόνησε πέφτοντας στα νερά του Ευρίπου, γιατί δεν μπορούσε να εξηγήσει την περιοδική κίνηση των υδάτων. [2] Στην περιοχή Αμφείο κοντά στη Θήβα υπάρχει ταφικό μνημείο που έχει γενική μορφή βαθμωτής πυραμίδας σκαλισμένης σε ψαμμίτη κι αποτελεί ένα από τα μεγάλα ερωτηματικά της σύγχρονης αρχαιολογίας. Στον Παυσανία αναφέρεται ως ο τάφος του Ζήθου και του Αμφίωνος, ηρώων του θηβαϊκού κύκλου. [3] Τα ονόματα των μαγισσών είναι ονόματα αρχαίων πόλεων που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε τουρκικό ή ιρακινό έδαφος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted February 5, 2008 Author Share Posted February 5, 2008 Η Δελφία είναι μια χώρα όλο βουνά και ιερά του Απόλλωνα. Δυτικά έχει σα φυσικό όριο τον ποταμό Μόρνο και βόρια φτάνει ως το βουνό Κόρακας. Έπειτα τα σύνορα ακολουθούν τη ροή του Κηφισού Ποταμού Αναποφάσιστου ως την τριχοτομημένη πόλη Αλίαρτο και μετά στρίβουν νοτιοδυτικά κατά μήκος της κορυφογραμμής του Ελικώνα. Πέρα από το Μόρνο είναι οι Ακάρνες, μια χώρα αγροτική, κτηνοτροφική και άγρια, αλλά από την αρχαιότητα Ελλανική. Βόρεια και Ανατολικά το μισητό Σπερχίαδο, ο αιώνιος αντίπαλός μας. Στα κοινά μας σύνορα έχει χυθεί αίμα παλικαριών εδώ και εκατοντάδες χρόνια, ώσπου να έρθει απάντηση από το Μαντείο της Δωδώνης: σύνορο για τη Δελφία και το Σπερχίαδο θα είναι ο Κηφισός Ποταμός Αναποφάσιστος, που κάθε χρόνο αλλάζει την κοίτη του, μια προς Βορρά και μια προς Νότο κι έτσι κάθε χρόνο τα σύνορά μας μεταφέρονται πότε πάνω και πότε κάτω από την πόλη του Ορχομενού και την κοιλάδα της Κωπαΐδας, ποτέ όμως νοτιότερα από τις Αλαλκομενές και την Αλίαρτο. Πάνω από το Σπερχίαδο υπήρχαν οι Τρεις Αδελφές Κοιλάδες: η Πηνειούσα με πρωτεύουσα τη Ζάρκο, η Ελλασσώνη με την ομώνυμη πολιτεία και η Ευξεινία με πρωτεύουσα την Ευξεινούπολη[1]. Υπήρχε και η χερσόνησος του Πηλίου με πρωτεύουσα το Διμηνιό και κύριο λιμάνι το Γρίβα, απέναντι από την Εύβοια. Στο Νότο, σε κοινά σύνορα με τη Δελφία και το Σπερχίαδο –εξ ου και η τριχοτόμηση της πόλης της Αλιάρτου- άρχιζε η κυριαρχία της Ακτικής με πρωτεύουσα την Αθήνα και πιο νότια ακόμα, το κράτος της Σουνιάδας και το αυτόνομο νησάκι της Ελένης[2], όπου κάθε φυγάς σκλάβος έβρισκε ασυλία. Στη Δελφία κυβερνούσε η δυναστεία των Λεωντιδών. Ο Λέωντας ο ΙΣΤ΄ ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της. Ο χρησμός του μαντείου έλεγε ότι αν παντρευόταν θα πέθαινε από τον οπλίτη που τραγουδάει[3]. Όμως εκείνος ερωτεύτηκε παράφορα την Ιέρεια του Ομφαλού Αελακτίδα, μια από τις τέσσερις μάγισσες που είχαν ελλανική καταγωγή και την έκανε γυναίκα του. Μετά από δέκα χρόνια γάμου ο θρόνος δεν είχε ακόμα διάδοχο. Έτσι, όπως όριζε το έθιμο, ο βασιλιάς κοιμήθηκε για δυο μήνες με μια σκλάβα από βασιλική γενιά, που δεν κατάφερε να του χαρίσει παιδί. Κατόπιν ήταν η σειρά της βασίλισσας να κοιμηθεί δυο μήνες μ’ έναν σκλάβο και λίγο καιρό μετά γεννήθηκε ένα κορίτσι, που σύμφωνα με το νόμο, δεν είχε δικαίωμα στη διαδοχή. Ήταν η βασιλογέννητη Φάουσσα, που είχε τον τίτλο της Νεκρής Ελπίδας και που το μαντείο του Τροφώνιου προφήτεψε ότι μια μέρα θα πάρει τη θέση της μητέρας της στην καρδιά του Απόλλωνα. Μόλις τελείωσε η περίοδος της λεχωνίας, η βασίλισσα κοιμήθηκε πάλι με τον ίδιο σκλάβο κι έτσι γεννήθηκε ο Φαέθων, ο διάδοχος του θρόνου. Η βασιλογέννητη Φάουσα ήμουν εγώ. Κι ήμουν πράγματι από βασιλική γενιά, γιατί μπορεί η μητέρα μου να ήταν μόνο μια ιέρεια με κοινή καταγωγή, αλλά ο πατέρας μου ήταν ο ωραίος σκλάβος Υάκινθος, ένας από τους πρίγκηπες της Ζωμίνθου[4], της ορεινής πόλης-κράτους της Κρήτης, με τα περίφημα κεραμικά. Γι’ αυτό και αμέσως μετά τη γέννηση του Φαέθωνα, θανατώθηκε κρυφά από τον σύμβουλο Νέωρο, για να μην εγείρει ποτέ αξιώσεις στη διαδοχή και να μείνει κρυφή η πραγματική καταγωγή του διαδόχου. Ήμουν λοιπόν η Νεκρή Ελπίδα. Για τους Δέλφιους ήμουν το σύμβολο του απελπισμένου έρωτα, που θυσιάζεται για το καλό όλων. Οι ερωτευμένοι ορκίζονταν στο όνομά μου. Ζούσα στο Ναό της Κάρπησης, στα δωμάτια της Νεκρής Ελπίδας κι άλλη ασχολία δεν είχα από τη γνώση και τη μουσική. Όταν θα πέθαινε η μητέρα μου, ο Απόλλωνας θα μου μεταβίβαζε το μαντικό χάρισμα και θα γινόμουν κι εγώ Ιέρεια του Ομφαλού και καθισμένη πάνω στο μαντικό τρίποδο θα ατένιζα στα πόδια μου το Δελφικό χάσμα και θα προσπαθούσα να ξεδιαλύνω τις φωνές της Γης σε προφητείες. Ποτέ όμως όσο κι αν προσπάθησαν να της αλλάξουν γνώμη, δε μου έμαθε κάτι από την μαγική της τέχνη λέγοντας ότι είναι περισσότερο κατάρα παρά εφόδιο για μια μάντισσα. Κι ύστερα, τη χρονιά που άφηνε δεκαπέντε χρόνια πεθαμένο τον ωραίο σκλάβο Υάκινθο, ήρθαν τα νέα από το Νότο. Από τη Δύση, από τη χώρα που την έλεγαν Μανίτη, ήρθαν με καράβια στις ακτές της Απίας[5] οι βάρβαροι. Τους οδηγούσαν αιμοσταγείς αρχηγοί κι οι θρησκευτικοί τους άρχοντες, η Δωδεκάδα που Μιλάει, οι Δώδεκα Που Γίναν Ένας. Έλεγαν ότι ήταν ιερείς και φερέφωνα των Ισχυρών Θεών Ασασάρα και Ασασάραμε[6], αλλά στην Ελλανία κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχουν θεοί που θα ζητούσαν ποτέ από κάποιους να δεθούν από το λαιμό με χρυσό σκοινί, σαν γελωτοποιοί και να τριγυρνάνε δήθεν με τη θεία θέληση στο στόμα. Οι Μανίτες σάρωσαν τα πάντα. Από τη Σπάρτα και την Πύλο ως την Ελίκη και την Κόρινθο κι από την Κυπαρισσία ως την Αργολίδα και τη Νέα Μυκήνα, όλες οι πόλεις-κράτη της Απίας ερήμωσαν, οι κάτοικοί τους σφαγιάσθηκαν και τα αγαθά λεηλατήθηκαν για να τραφεί ο στρατός. Κανείς δεν ήξερε για ποιο λόγο είχαν έρθει από τη χώρα τους. Το μόνο που ακούστηκε ήταν ότι οι Δώδεκα ήταν εκείνοι που είχαν υποδείξει τον εξανδραποδισμό της Απίας.[ΕΔ1] Τον επόμενο χρόνο, οι βάρβαροι πέρασαν τον Ισθμό με προδοσία: ο ιερέας του Ποσειδώνα ήταν φιλοχρήματος, αλλά δεν έζησε πάνω από μια ώρα για να χαρεί τα καινούργια του πλούτη. Η Ακτική έπεσε αμέσως, αν και η Αθήνα και ο Πειραιάς ήταν οχυρωμένα καλά και αντιστάθηκαν γενναία. Ένας μικρός όγκος της ορδής προχώρησε νότια προς τη Σουνιάδα, η οποία παραδόθηκε χωρίς μάχες, ενώ το κύριο σώμα κατέλαβε την Αλίαρτο, όλη την κοιλάδα της Κωπαΐδας και το νότιο Σπερχίαδο. Η Εύβοια αντιστάθηκε και ο βασιλιάς της ο Αρτάλης έχασε δεκατέσσερις γιους πριν πέσει κι αυτός στη μάχη του Ευρίπου. Η γυναίκα του για να μην πέσει στα χέρια των Μανιτών και συρθεί στα σκλαβοπάζαρα σα λάφυρο, έβαλε φωτιά στο παλάτι και κάηκε μαζί με τις κόρες και τις θεραπαινίδες της. Λένε ότι μόνο ένας υπηρέτης σώθηκε από το ολοκαύτωμα για να βρει γύρευε ποια μοίρα στα χέρια των Δώδεκα. Τον τρίτο χρόνο της επιδρομής ήταν η σειρά της Δελφίας. Το μεγάλο πρόβλημα των Μανιτών ήταν η βασίλισσά της: η μητέρα μου ήταν μια από τις τέσσερις Ελλάνιες μάγισσες κι οι Δώδεκα είχαν ρητά απαγορεύσει να πειραχτεί έστω μια τρίχα από τα μαλλιά τους. Γι’ αυτό και στις Θήβες, η Φαυνίτις και η Νίσιβις απολάμβαναν μια σχετική ελευθερία, ενώ η τέταρτη μάγισσα, η Αϊμύθ, που την είχαν κλέψει οι τσιγγάνοι όταν ήταν μικρή, είχε προλάβει φυγαδευτεί μυστικά από το ιερατείο στην Τρωάδα. Η Αελακτίς όμως ήταν αποφασισμένη να πεθάνει μαζί με την οικογένειά της και τους υπηκόους της. Έτσι μετά από ένα χρόνο στενής πολιορκίας στα σύνορα με την Ακτική και το Σπερχίαδο, ήρθε μια άνοιξη ποτισμένη στο αίμα. Τρελαμένοι από τη λύσσα τους για τη σθεναρή μας αντίσταση και όχι χωρίς κάποια βοήθεια από τους υποδουλωμένους Σπερχιαδίτες, οι βάρβαροι έκαναν συνδυασμένες επιθέσεις σε όλο το μήκος των συνόρων μας. Ο θάνατος βρήκε το Φαέθωνα και το Λέωντα στο Αλιάρτιο Πεδίο, έξω από τη Νότια πύλη της ομώνυμης πόλης, όχι πολύ μακρυά από το κελαρυστό ρυάκι που λεγόταν Οπλίτης. Ο Έσπερος, το πρωτοπαλίκαρο του στρατού μας, γύρισε με ελάχιστες δυνάμεις να προστατέψει την πρωτεύουσα, αφήνοντας πίσω του, συντροφιά στον νεκρό βασιλιά και το διάδοχο, τον ίδιο του τον πατέρα, τον σύμβουλο Νέωρο, σκοτωμένο μπροστά στα μάτια του. Μετά από διαταγή των Δώδεκα, οι Μανίτες συγκέντρωσαν όλες τους τις δυνάμεις έξω από την πόλη της Δελφίας και επιτέθηκαν το μεσημέρι της τελευταίας μέρας της άνοιξης. Οι Δελφίοι άντρες αντιστάθηκαν γενναία με πέτρες και καυτό λάδι στην αρχή, με σπαθιά και βέλη αργότερα και προτίμησαν να πέσουν όλοι στα τείχη, παρά να επιτρέψουν στον εχθρό να κάνει ένα βήμα στην πόλη τους. Όταν και ο τελευταίος άνδρας αποκεφαλίστηκε από τα μακρυά σπαθιά των Μανιτών, οι άμαχοι παραδόθηκαν στο έλεός τους. Γέροι και παιδιά σφαγιάσθηκαν όπου κι αν βρέθηκαν. Οι νέες κοπέλες βιάστηκαν μπροστά στα μάτια των μανάδων τους, νεκρές ή ζωντανές και μόνο οι πιο όμορφες δεν αποκεφαλίστηκαν, για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα. Πτώματα και ετοιμοθάνατοι, ναοί και οικίες και δημόσια κτίρια σκυλεύτηκαν. Με μπροστάρηδες τους Δώδεκα που πολεμούσαν σα λυσσασμένοι ταύροι, οι βάρβαροι περικύκλωσαν το ναό του Ομφαλού και σπάζοντας τις πόρτες μπήκαν μέσα. Οι παρθένες του ναού όμως είχαν ήδη ακολουθήσει τη μητέρα μου πέφτοντας στο χάσμα του Απόλλωνα, βρίσκοντας εκεί λυτρωτικό θάνατο. Κι εγώ; Θα είχα κι εγώ πάρει τη ζωή μου, παρά να πέσω ζωντανή στα χέρια τους. Όμως η μητέρα μου, υπακούοντας σε κάποιο μυστηριώδες προμήνυμα, με κλείδωσε στο δωμάτιό μου και την ίδια ώρα που εκείνη έπεφτε νεκρή, ο Απόλλωνας μου μεταβίβασε τη μαντική της δύναμη. Οι Μανίτες στρατιώτες που προσπάθησαν να με βιάσουν, είδαν να με τυλίγει ένα σύννεφο από φως που έκαιγε κι έφυγαν από το κτίριο τρομαγμένοι. Όταν τόλμησαν να ξαναμπούν, ο θεός είχε αναχωρήσει κι εγώ ήμουν πεσμένη λιπόθυμη στο πάτωμα πάνω στο νεκρό κορμί της παραμάνας μου της Γαλάκτρας. Από φόβο περισσότερο, παρά από υπολογισμό, με άφησαν ζωντανή και με έδωσαν σ’ έναν έμπορο σκλάβων. Κι από αυτόν τον έμπορο, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο περιπλανήσεων, οι Δώδεκα Που Γίναν Ένας αποφάσισαν να ασχοληθούν μαζί μου και να με ταπεινώσουν, δίνοντάς με σκλάβα σ’ έναν σκλάβο. [1] Πράγματι η θεσσαλική πεδιάδα μοιάζει να χωρίζεται σε τρεις μικρότερες: Η μεγαλύτερη βρίσκεται Δυτικά και περιλαμβάνει την Καλαμπάκα, τα Τρίκαλα, την Καρδίτσα και την πεδιάδα των Σοφάδων, με όριο προς Ανατολάς τον ποταμό Ενιππέα. Στη συμβολή του Ενιππέα με τον Πηνειό θα αναζητήσει κανείς τη Ζάρκο. Μια δεύτερη υποδιαίρεση αποτελεί η πεδιάδα της Λάρισας (στην οποία πρόσθεσα και την Ελασσώνα προς Βορρά και το Βελεστίνο προς Νότο) ενώ μια πολύ μικρή επίπεδη έκταση υπάρχει στην Δυτική ακτή του Παγασητικού Κόλπου, και η ευρισκόμενη εκεί Ευξεινούπολη έδωσε το όνομα στην πόλη-κράτος. [2] Νήσος Ελένης: η Μακρόνησος. Στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. είχαν βρει εκεί καταφύγιο χίλιοι επαναστάτες σκλάβοι από τα ορυχεία του Λαυρίου. [3] Τον ίδιο χρησμό έλαβε από το μαντείο των Δελφών κι ο Λύσανδρος. Πριν τη μάχη της Αλιάρτου, ρώτησε τους λοχαγούς του αν υπήρχε κανείς στρατιώτης που να τραγουδάει στο στράτευμα. Ανακουφισμένος από την αρνητική απάντηση ρίχτηκε στη μάχη, αγνοώντας την ύπαρξη του ρυακιού που κελάρυζε λίγο πιο κει κι είχε το όνομα Οπλίτης. [4] Ζώμινθος: Αρχαιολογικής σημασίας περιοχή στον Ψηλορείτη (Κρήτη) όπου έχει βρεθεί (αλλά όχι ακόμα ανασκαφεί πλήρως) ανακτορικό συγκρότημα και σπουδαίο εργαστήριο κεραμικής, σε μικρή σχετικά απόσταση από το Ιδαίο Άντρο. [5] Απία : Το αρχαίο όνομα της Πελοπονήσσου. [6] Τα ονόματα Ασασάρα και Ασασάραμε έχουν βρεθεί σε επιγραφές Γραμμικής Β στην Κρήτη και θεωρείται ότι αποδίδουν το όνομα της θεάς των Μινωιτών ή τα ονόματα δυο διαφορετικών μεταξύ τους θεοτήτων της περιοχής. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted March 30, 2008 Share Posted March 30, 2008 Απορώ γιατί κανείς μέχρι στιγμής δεν έχει κάνει σχόλιο. Κανέναν δεν μάγεψε η γραφή ή το επιτυχημένο φάντασι περιτύλιγμα της αρχαίας Ελλάδας; Naroualis συνέχισε την ιστορία. Μου άρεσε πολύ η σύλληψη αυτή και πιστεύω είσαι το κατάλληλο άτομο (ή έστω ένα από τα λίγα κατάλληλα) που μπορούν να πλάσουν μυθικό κόσμο αλά Ελλάδα. Μια χαρά την έχεις πιάσει τη φλέβα του τόπου. Ωραία τα ονόματα που έχεις δώσει στους χαρακτήρες και τους τόπους, αν και θα προτιμούσα να μην υπήρχαν τα είδη γνωστά όπως Πειραιάς Αθήνα όπως και τα ονόματα των θεών, εκτός βέβαια αν υπάρχει κάποιος φανταστικός σύνδεσμος. Η ιδέα επίσης των Δώδεκα που έγιναν Ένας, πανέξυπνη και κατά εμέ αρεστή. Όσο για το κείμενο δεν χρειάζεται να πω τίποτα. Σαν τραγούδι της McKennit είναι, απαλό και μαγικό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted April 3, 2008 Author Share Posted April 3, 2008 Ευχαριστώ Παρατηρητή, ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι θα σου αρέσει, αν όχι η ιστορία τουλάχιστον το υφος της. Δεν έχω προσωρήσει πολύ μαζί της, με την έννοια ότι έχω ακόμη τρία ή τέσσερα κεφάλαι γραμμένα, πράγμα που σημαίνει ότι πιθανόν, όταν τελιώσει και ξανακοιταχτεί θ' αλλάξει δραματικά. Δεμένη πισθάγκωνα περπάτησα ανάμεσα στους στρατιώτες κι η Δωδεκάδα Που Μιλάει ακολούθησε, ο καθένας τους με ένα κρυφό χαμόγελο. Δεμένη πισθάγκωνα με άφησαν να ανέβω το λόφο του Αμφείου κι όλοι τους παρακολουθούσαν το μαρτύριό μου με ευχαρίστηση βαρβαρική. Στην κορυφή του λόφου, στο κτίσμα που το λένε το Σπίτι των Τεράτων, οι Ελλάνιες μάγισσες Φαυνίτις και Νύσιβις με περίμεναν περίλυπες και μόλις πρόλαβαν να με κρατήσουν πριν λιποθυμήσω από τρόμο, αηδία και μίσος. Γιατί η πλαγιά του λόφου ήταν όλη σπαρμένη με κομμένα κεφάλια Δελφίων στρατιωτών, βουτηγμένα σε ρετσίνι. Όταν συνήλθα, ήμουν γερμένη σ’ έναν πλίθινο πάγκο στο εσωτερικό ενός πυραμιδοειδούς δωματίου, εντελώς άδειου από κάθε άλλο έπιπλο. Οι δύο γυναίκες ήταν σκυμμένες πάνω μου και με κοιτούσαν με συμπόνια. -Καλωσήρθες κόρη της Αελακτίδος, είπε η πιο ξανθή από τις δύο. Ας είναι λευκή κι ολόχρυση η μέρα που πάτησες αυτό το κατώφλι. -Και μαύρη και καταραμένη η ώρα που πάτησαν οι βάρβαροι το πόδι τους στην Ελλανία, συμπλήρωσα και το κορμί μου ρίγησε στη σκέψη των νεκρών και της ατίμωσής τους. -Υπάρχει ώρα για όλα, είπε η δεύτερη μάγισσα, ας συστηθούμε πριν καταραστούμε. Είμαι η Φαυνίτις. Κι η Νίσυβις είναι αυτή. Ήμασταν φίλες της μητέρας σου από τα παιδικά μας χρόνια, αν και από κοινή μας απόφαση δεν ειδωθήκαμε από τη μέρα της γέννησής σου. Ας είναι τρυφερός μαζί της ο Ψυχοπομπός[1] κι ας θυμηθεί να πει στον Αιακό[2] μια καλή κουβέντα για μας… Αν νιώθεις αρκετά δυνατή να περπατήσεις, ας φύγουμε από αυτόν τον τόπο του μιάσματος. Ένευσα καταφατικά. Η καστανή Φαυνίτις πήρε ένα δαυλό από τον τοίχο και κατέβηκε μια σκάλα που οδηγούσε από το πάτωμα του δωματίου στα έγκατα της γης. Την ακολούθησα· πίσω μου ερχόταν η ξανθή Νίσιβις μ’ ένα δαυλό ακόμα. Πού πηγαίναμε; Δεν απομακρυνόμασταν από το λόφο, μόνο περνούσαμε από κάτω του, μέσα από ένα δίκτυο από κλίμακες και σήραγγες, σκαλισμένες περίτεχνα στον ψαμμίτη. -Δε φεύγουμε από το Αμφείο, είπα κάποια στιγμή. Ακούω μέσα στο μυαλό μου τους σκυλεμένους νεκρούς να κλαίνε. Η Φαυνίτις μίλησε χωρίς να σταματήσει το βάδισμα. -Αυτό εδώ το φρικαλέο μνημείο, οι Μανίτες το λένε ο Κήπος των Σκύλων. Είναι κάτι που κανείς δε μπορεί να αντέξει, ακόμα κι αν είναι από το Σπερχίαδο. Γιατί αυτά που είδες είναι τα κεφάλια των στρατιωτών της Δελφίας, που οι βάρβαροι τα έφεραν από το Αλιάρτιο Πεδίο μέσα σε πιθάρια με ρετσίνι και τα κάρφωσαν στο χώμα του Ιερού Τάφου των Ηρώων για να τον βεβηλώσουν. Κανείς Ελλάνιος δεν έρχεται πια στο Αμφείο. Όμως εμείς είμαστε μάγισσες κι έχουμε πάρει ιερό όρκο κατά τη μύησή μας να μην αφήνουμε άταφο άνθρωπο[3]. Κι όσο δε μπορούμε να θάψουμε τους νεκρούς, αποφασίσαμε να μένουμε δίπλα τους και να μην απομακρυνόμαστε από αυτούς. Αυτό είναι το Σπίτι των Τεράτων, η υπόγεια κατοικία μας ως να μπορέσουμε να θάψουμε τους ατιμασμένους ή να πεθάνουμε κι εμείς και να μείνουμε άταφες, να τους κρατάμε συντροφιά. Είχαμε φτάσει σε ένα μεγάλο σπήλαιο σκαλισμένο στην καρδιά του λόφου. Ήταν τόσο μεγάλο που έμοιαζε να χωράει δύο τριήρεις με τα κουπιά τους ανοιγμένα κι ήταν σχεδόν γεμάτο από έπιπλα και λογής-λογής προμήθειες: Νερό, πιθάρια με στάρι, λάδι, κρασί και μέλι, μάλλινα χράμια και κούτσουρα για τη φωτιά. Σε μια γωνιά υπήρχε στημένο ένα τσουκάλι, όπου έβραζε κάτι εύοσμο και λαχταριστό. Η κάπνα της φωτιάς χανόταν σε μια τρύπα στο ταβάνι και φρέσκος αέρας φαινόταν να έρχεται από ρωγμές στα τοιχώματα. Στην άλλη άκρη του σπηλαίου διακρίνονταν στο μισοσκόταδο κάποιες μορφές να κινούνται. -Αυτό είναι το σπίτι μας, είπε η Νίσιβις. Και θα είναι και δικό σου τώρα πια. Οι Δώδεκα σε έδωσαν στο Γέρακα, αλλά αυτός δεν έχει την απαίτηση να μείνεις εδώ, με τα φαντάσματα και τα τέρατα. Σε παρακαλούμε όμως να μείνεις μαζί μας. Πουθενά δε θα βρεις καταφύγιο, ούτε συμπόνια, σ’ ολόκληρη την Ελλανία, ούτε και δρόμο να φύγεις στην Τρωάδα και είναι κρίμα να χαραμίσεις τη ζωή σου άσκοπα, ενώ θα μπορούσες να περιμένεις την ώρα της ελευθερίας. Κι εμείς, άλλη παρηγοριά και φως δεν έχουμε εδώ κάτω από την ανάμνηση της αγαπημένης μας φίλης, που φορέας της και αίμα της είσαι. Σκέφτηκα λίγο. Κι ύστερα: -Αφού είμαι σκλάβα ενός σκλάβου, διπλή υποχρέωση έχω να υπακούω στις αφέντρες μου. Μόνο που εκεί έξω είναι ο βασιλιάς μου ο Λέωντας κι ο αδελφός μου και διάδοχος Φαέθων κι ο Νέωρος, ο πατέρας εκείνου που είχα αγαπήσει. Όσο μείνω εδώ μαζί σας, θέλω να κοιμάμαι όπως κι αυτοί, πάνω από τη γη. Κι ίσως μια μέρα να βρω τη δύναμη να ψάξω ανάμεσα στις αγιασμένες κάρες και να φιλήσω τα μάτια του αδελφού μου και του βασιλιά κι εκείνου που θα έλεγα κάποτε «πατέρα», αν και ο ίδιος είχε σκοτώσει τον δικό μου. Οι μάγισσες αντάλλαξαν βλέμματα. -Όπως αγαπάς, είπε η Φαυνίτις. Θα σου στρώσουμε στο υπέργειο του Σπιτιού. Ίσως μάλιστα και να σου θυμίσει κάτι ευχάριστο: το παράθυρο του υπέργειου βλέπει ανατολικά όπως τα παράθυρα του δωματίου σου, Νεκρή Ελπίδα… Όμως πριν από ο,τιδήποτε άλλο, υπάρχει ακόμα κάτι που πρέπει να κάνουμε. Άνοιξε ένα μπαούλο και πήρε από μέσα δυο βραχιόλια από ακατέργαστο δέρμα. Μου φόρεσε το ένα στο δεξί χέρι και το άλλο στο αριστερό αστράγαλο. -Αυτά είναι τα Φαιά Δεσμά, είπε. Τα φοράνε οι σκλάβοι των σκλάβων για να φανεί ο ξεπεσμός τους. -Αλλά τα φοράνε κι οι ταμένοι σε έναν σκοπό, συμπλήρωσε η Νίσιβις, κι αυτοί είναι ιεροί και κανείς δεν τους πειράζει, ούτε μιλάει εναντίον τους ώσπου να εκπληρωθεί η αποστολή τους. Η Δωδεκάδα είναι έξυπνη, δεν κάνει πράγματα αστόχαστα. Σε ταπείνωσε πρώτα έναν ολόκληρο χρόνο, μετά σε έφερε εδώ, σε μέρος από πάντα εχθρικό, σε ταπεινώνει πάλι που σε κάνει σκλάβα ενός σκλάβου, αλλά ταυτόχρονα σε βάζει δίπλα στα φαντάσματα των δικών σου, με την ελπίδα ότι κι εσύ θα τους μαλακώσεις κι εκείνοι θα σε κρατούν απασχολημένη. Η καρδιά μου έκλαιγε με στεγνά μάτια. Η μόνη παρηγοριά ήταν η αμυδρή προοπτική μιας σκοτεινής εκδίκησης, ζυμωμένης με τις ανήσυχες ψυχές των σκοτωμένων Δελφίων, όμως ήταν ακόμα νωρίς για τέτοιες σκέψεις. Ζήτησα να παρουσιαστώ στον αφέντη μου, αλλά οι μάγισσες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους περίλυπες και είπαν: -Ο σκλάβος Γέρακας, καθώς κι άλλοι σκλάβοι που ζουν στο Σπίτι των Τεράτων είναι αυτές οι σκυφτές σκιές στο βάθος του σπιτιού, όμως δεν είναι ακόμη έτοιμοι να σου φανερώσουν τις μορφές τους. Κι επειδή οι δικές τους πληγές είναι πιο βαθιές από τις δικές σου, σε παρακαλούν να κάνεις λίγη υπομονή κι όταν έρθει η ώρα εκείνοι θα σου παρουσιαστούν και θα σε τιμήσουν όπως αρμόζει στη Νεκρή Ελπίδα. Προς το παρόν, φάε μαζί μας, διάλεξε ρούχα να φορέσεις και να πετάξεις αυτά τα κουρέλια που φοράνε οι δούλοι και αν δεν πονάει πολύ, πες μας για τη μάνα σου, να της πούμε έστω καθυστερημένα το καλό κατευόδιο. Κι ύστερα σου στρώνουμε στο υπέργειο να ξεκουραστείς. [1] Ο θεός Ερμής εκτός από αγγελιαφόρος των θεών ήταν και ο ψυχοπομπός των αρχαίων Ελλήνων. Οδηγούσε τις ψυχές των πεθαμένων στην Αχερουσία λίμνη και τους παρέδιδε στον Χάροντα που τους περνούσε απέναντι, στον Άδη, με τη βάρκα του, μην παραλείποντας να κόβει και εισητήρια… [2] Οι δικαστές που έκριναν τις ψυχές στον κάτω κόσμο ήταν τρεις άνθρωποι που εν ζωή διακρίνονταν για την ακεραιότητά τους: ο Μίνωας, ο Αιακός και ο Ραδάμανθυς. [3] Ήταν ίσως η μεγαλύτερη προσβολή και ταυτόχρονα ιεροσυλία ν’ αφήσει κανείς άταφο έναν νεκρό, ειδικά όταν είχε πέσει σε μάχη. Βλ. την υπόθεση της Αντιγόνης και των Επτά επί Θήβας Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
odesseo Posted April 3, 2008 Share Posted April 3, 2008 (edited) [Έσβησα το παραπάνω σχόλιο, γιατί κατά λάθος μπήκε δυο φορές] Συμμερίζομαι κι εγώ την άποψη του Παρατηρητή, ότι θα προτιμούσα να μην υπήρχαν τα ήδη γνωστά ονόματα. Θα συμπλήρωνα μάλιστα ότι θα προτιμούσα να ήταν περισσότερο μεταμφιεσμένα/παραλλαγμένα τα ονόματα των περιοχών. Αλλά, από την άλλη πλευρά, η ταυτόχρονη χρήση ονομασιών αρχαίων, αρχαιοπρεπών (π.χ. Ακάρνες), διαχρονικών (π.χ. Αθήνα) και νεότερων (π.χ. Βελεστίνο) συρρικνώνει το παρελθόν και δίνει μια αίσθηση ιστορικής συνέχειας αυτού του φανταστικού Ελληνισμού. Εξάλλου, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, αφού η Naroualis έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Δεν συμμερίζομαι σε καμιά περίπτωση τη δήλωση στο υστερόγραφο. Δεν βλέπω κανένα λόγο για καμιά αγωνία, Naroualis. Αντιθέτως, αν ο αναγνώστης καταλάβει την αγωνία σου ότι αυτά που γράφεις δεν τα έχεις βγάλει όλα από το κεφάλι σου, τότε θα μπει σε διαδικασία ελέγχου της πιστότητας των πληροφοριών, κάτι που: α) θα τον απομακρύνει από την πράξη της ανάγνωσης και β) θα σε φέρει αντιμέτωπη με αναγνώστες οι απόψεις των οποίων δεν ταυτίζονται οπωσδήποτε με τις δικές σου, μιας και σε πολλά θέματα της αρχαιότητας οι πηγές δεν συμφωνούν όλες μεταξύ τους. Κανείς δεν θα σε καταδικάσει για την έλλειψη παραπομπών, αλλά θα σε κρίνει για τις παραπομπές που εισάγεις. Και τέλος, δεν είναι νομίζω κομψό για μια συγγραφέα με τη δική σου εμπειρία και έργο να ανησυχεί σαν τη μαθήτρια μήπως την κατηγορήσουν για ανακρίβειες. Τα παραπάνω βέβαια καταρρίπτονται, αν το υστερόγραφο προστέθηκε για εφέ! Διάφορα ορθογραφικά που σου ξέφυγαν (Πελοπονήσσου, βόρια, δωθεί), όπως και κάποια ελάχιστα συντακτικά (όπως αυτό το "με μητέρα βασίλισσα και πατέρα σκλάβο γεννήθηκα"), δεν μειώνουν την απόλαυση της ανάγνωσης. Ωστόσο τα σημειώνω, γιατί συχνά τα λαθάκια που δεν διορθώνονται στην οθόνη του PC χρεώνονται κατόπιν στο δαίμονα του τυπογραφείου ή στην αμέλεια του επιμελητή. Το υπόλοιπα είναι γνωστά: γράφεις πολύ όμορφα, λυρικά, προσεγμένα. Οι εικόνες σου είναι κρυστάλλινες, χωρίς να χάνονται σε πολυεπίπεδα νοήματα. Συμπληρώνω μόνο ότι το κείμενο το αισθάνομαι τίμιο, δηλαδή πιστό στις προθέσεις του (και στις δικές σου). Δεν είναι απλώς μια απόπειρα παρουσίασης ενός ελληνοκεντρικού φάντασυ, αλλά ένα χειροπιαστό καλό δείγμα αυτού του είδους. Edited April 3, 2008 by odesseo Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted April 3, 2008 Share Posted April 3, 2008 Συμφωνώ κι εγώ με τον Odesseo για το τελευταίο. Δεν είναι απλώς μια απόπειρα παρουσίασης ενός ελληνοκεντρικού φάντασυ, αλλά ένα χειροπιαστό καλό δείγμα αυτού του είδους. Αφού κατάφερες να κερδίσεις εμένα που έχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία με τα μυθολογικά ζητήματα, εκτιμώ πως είσαι σε καλό δρόμο. Θα ήθελα όμως και άλλοι που τρέφουν μεγάλη αγάπη για την ελληνική μυθολογία να γράψουν την άποψη τους. Το εγκρίνουν ή είναι εναντίων του; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted April 17, 2008 Author Share Posted April 17, 2008 Λίγο πριν το χάραμα είναι η πιο σκοτεινή ώρα της μέρας. Το βαθύτερο σκοτάδι τυλίγει τα πάντα κι αν σταθείς ξύπνιος προς την ανατολή, λίγο θα περιμένεις πριν δεις αυτό το θαύμα που το λένε λυκαυγές, μια μαυροκίτρινη γραμμή φωτός πάνω στον ορίζοντα. Εκείνη τη μοναδική ώρα της νύχτας ξύπνησα κι ένιωσα στο χέρι μου ένα χέρι κι ήταν ένα χέρι αντρικό, αλλά απαλό και δροσερό. Δε μίλησα, μόνο μύρισα στον αέρα γύρω μου μια γλυκερή, μεταλλική μυρωδιά, τη μυρωδιά του αίματος. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει, γιατί φαντάστηκα ότι ήταν το φάντασμα του αδελφού μου, του Φαέθωνα κι επιτέλους θα με έπαιρνε μαζί του στον κάτω κόσμο, ώσπου άκουσα μια βαθιά ανάσα. -Ποιος είναι; Ρώτησα σιγά. -Μη φοβάσαι, κυρά μου Φάουσσα, είπε μια αντρική φωνή. Είμαι φίλος. -Οι φίλοι δεν έρχονται στο σκοτάδι, είπα. -Αλίμονο! Μου απάντησε ένας λυγμός. Αλίμονο, αν είχες το πρόσωπό μου, μόνο στο βαθύτερο σκοτάδι πριν το λυκαυγές θα τολμούσες να παρουσιαστείς σε φίλο. Όμως είμαι φίλος, αυτό είναι αλήθεια. Και τίποτε δε θα σε βλάψει, όσο η Δωδεκάδα σε αφήσει σε μένα. -Είσαι λοιπόν ο αφέντης μου; Ο σκλάβος Γέρακας; -Αυτό το όνομα μου έχουν δώσει. Αλλά εσύ είσαι κυρά δική μου, η Νεκρή Ελπίδα, η κόρη της Αελακτίδος κι όχι εγώ ο ταπεινής καταγωγής υπήκοός σου κι ας σου περάσουν στα πόδια όσα Φαιά Δεσμά βρουν. -Τότε αστείες θα είναι οι συζητήσεις μας, γιατί κι εγώ αφέντη θα σε λέω, όσο να βρω τρόπο να εξαγοράσω την ελευθερία μου. Όμως αφέντη μου, αίμα μου μυρίζει. Είσαι πληγωμένος; Άσε τη σκλάβα σου να φροντίσει τις πληγές σου. -Είναι το αίμα των Ελλάνιων που χύθηκε σ’ αυτό το λόφο, σ’ αυτόν τον ανίερο κήπο που σου μυρίζει κυρά μου. Μη φοβάσαι για μένα, είμαι ο μισός ζώο και τα ζώα κι αν πληγωθούν, γιατρεύονται αμέσως. Κι ούτε είσαι σκλάβα κι ούτε χρειάζεται να εξαγοράσεις την ελευθερία σου. Όμως ζυγώνει το λυκαυγές και δεν πρέπει να λερώσω τα μάτια σου με τη μορφή μου. Φεύγω. Θα έρχομαι, όταν δε θα ‘χω άλλο καθήκον, να σου μιλάω και να σου κρατάω το χέρι. Και να σου θυμίζω ότι έξω από το παράθυρό σου κοιμούνται οι δικοί σου άνθρωποι ατιμασμένοι κι ότι από σένα και μόνο περιμένουν την εκδίκηση και την ταφή τους. Κοιμήσου! Δυνάμωσε εδώ δίπλα τους. Κι όταν έρθει εκείνη η ώρα, μη λυπηθείς Μανίτη και μη τσιγκουνευτείς το θάνατο. Έχε γεια! Και το παράθυρό μου άνοιξε διάπλατα και κάτι πετάχτηκε έξω στη νύχτα. Τινάχτηκα όρθια και το λυκαυγές μου έκανε τη χάρη να λάμψει για μια στιγμή και να μου δείξει ένα ανθρωπόμορφο πουλί να χάνεται προς τον ουρανό. Τότε ήταν η πρώτη φορά που έκλαψα, για την πατρίδα μου και την οικογένειά μου και τον ωραίο Έσπερο, που χάθηκε στους βράχους της Δελφίας, χωρίς να προλάβει να ζήσει μαζί μου την αγάπη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted April 18, 2008 Share Posted April 18, 2008 (edited) Που είναι η συνέχεια, που είναι η συνέχεια;;; Μπορείς να μου πεις πως καταφέρνεις μέσασε τόσο μικρά κείμενα να πλάθεις τόσες πολλές εικόνες και μάλιστα με νόημα; Edited April 18, 2008 by Παρατηρητής Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dreamwhisperer Posted April 18, 2008 Share Posted April 18, 2008 Αγαπητή Naroualis, μόλις το διάβασα. Δεν θα σχολιάσω ούτε ύφος, ούτε γραφή γιατί φαντάζομαι δεν σ' αρέσουν τα κοπλιμέντα. Δεν κατάλαβα τον φόβο σου για ελληνοκεντρικότητα. Εννοείται είναι ελληνοκεντρικότατο το θέμα σου, η ονοματολογία σου η υπόθεση και μπράβο σου. Μην έχεις αυτό το κόλλημα, δηλαδή θα ήταν πιο καλό αν ήταν βικινγκοκεντρικό; Όσον αφορά τις παραπομπές, δεν χρειάζεται να πείσεις, γιατί και με το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, φαίνεται ότι κατέχεις το θέμα. Οπότε και να τις έβγαζες, θα ήταν ακόμα πιο αυθεντικό. Η γνώση, ακολουθεί αυτό που λένε για τον έρωτα και το βήχα. Απλώς φαίνεται. Περιμένω τη συνέχεια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 8, 2008 Author Share Posted May 8, 2008 (edited) Δεν κατάλαβα τον φόβο σου για ελληνοκεντρικότητα. Εννοείται είναι ελληνοκεντρικότατο το θέμα σου, η ονοματολογία σου η υπόθεση και μπράβο σου. Μην έχεις αυτό το κόλλημα, δηλαδή θα ήταν πιο καλό αν ήταν βικινγκοκεντρικό; Καταρχήν ευχαριστώ για τα σχόλια, όλους σας. Ξέρω ότι έχω καιρό να κάνω κάποιο σχόλιο στη βιβλιοθήκη, αλλά έπονται καλύτερες μέρες, οπότε θα μπορώ εκτός από την αφεντομουτσουνάρα μου να ασχολούμαι και λίγο με τους υπόλοιπους συνφορουμίτες κι αν μη τι άλλο να ανταποδώσω τον κόπο που κάνατε να με διαβάσετε. Κράτησα σε quote το σχόλιο του Σαββα (αν μου επιτρέπεις να σε λέω με το μικρό σου, ο αγαπημένος μου ξάδελφος λέγεται Σάββας) γιατί νομίζω ότι έδωσα μια λάθος εντύπωση. Προσωπικά ποτέ δε φοβήθηκα το ελληνοκεντρικό θέμα μιας ιστορίας. Ούσα Ελληνίδα, θα ήταν μάλλον ανόητο να ισχυρίζομαι ότι γράφω σαν αλλοδαπή, όπου αλλοδαπή συμπληρώνετε όποιο όνομα χώρας θέλετε. Όμως στις μέρες μας κυριαρχεί ο διττός λόγος του Θουκιδίδη με τη χειρότερή του μορφή: Οι λέξεις έχουν καταλήξει με τις πραγματικές τους σημασίες διαστρεβλωμένες. Στην περίπτωσή μας, η φράση "γράφω ελληνοκεντρικό φάνταζυ" ερμηνεύεται συχνά ως "γράφω για τους εξωγήινους από το Σείριο που πήγανε στην Ατλαντίδα και μετά έγιναν Έλληνες". Ο λογιστής μου είναι άνθρωπος νέος, μορφωμένος κι ανοιχτόμυαλος. Προχτές που πήγα να μου κάνει τη δήλωση, του έδειξα το συμβόλαιο με τις ΣΔ για το Μέσα απ' το Γυαλί και όταν άκουσε τη λέξη φανταστικό, με ρώτησε τι είναι αυτό, προσθέτοντας στη φράση το όνομα γνωστής τηλεπερσόνας (ονόματα δε λέμε.) Αν του έλεγα δηλαδή ότι είναι ελληνοκεντρικό φάνταζυ δε θα με ρωτούσε καν. Θα είχε ήδη βγάλει τα συμπεράσματά του. Και επαναλαμβάνω ότι είναι νέος, μορφωμένος και ανοιχτόμυαλός, ένας σπάνιος άνθρωπος. Επειδή είχε λίγη ώρα κάθησα και το εξηγησα πώς έχει το θέμα. Ενθουσιάστηκε και ζήτησε να διαβάσει. Αλλά αν δεν το είχα χειριστεί έτσι, θα ήμουν ήδη καταχωρημένη στο μυαλό του, μαζί με την τηλεπερσόνα. Απεκγδύνομαι (σωστά το έγραψα;) λοιπόν το φόβο του ελληνοκεντρικού με την έννοια του "τι να γράφω για αμαδρυάδες τώρα, φέρε ένα γκόμπλιν να κάνουμε τη δουλειά μας", αλλά παραμένει ο φόβος ότι οι υπόλοιποι θα βιαστούν να τοποθετήσουν την ταμπέλα του ελληνόκ@βλου. Και ξέρω ότι δεν έχετε συνηθίσει να διαβάζετε τέτοιες λέξεις από μενα αλλά εδώ ταιριάζει απόλυτα. Σε αυτήν την περίπτωση λοιπόν, έχω μάθει να προσεγγίζω το θέμα βήμα-βήμα. Λάου-λάου αν θέλετε. Γι' αυτό και η μακροσκελής "δεν ξέρω πώς θα σας φανεί, και ίσως σας ξενίσει" εισαγωγή και οι παραπομπές. Όπως έγραψα στο πρώτο ποστ, ετούτη την ιστορία την αγαπώ πολύ κι ας μελοδραματίζει αφελέστατα, τόπους-τόπους. Απλά θεώρησα σωστό, μιας και η βιβλιοθήκη του φόρουμ έχει την έννοια της μεταξύ μας κριτικής για να γίνουμε καλύτεροι, να παραθέσω την υπόθεση όσο πιο αναλυτικά μπορούσα. Λάου-λάου. Edited May 8, 2008 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 12, 2008 Author Share Posted May 12, 2008 (edited) Το πρωί ήρθε λαμπρό και μου σκούπησε τα μάτια με τις ακτίνες του. Μαζί με τον ήλιο όμως, ήρθε κι ο Απόλλωνας και με έριξε σε μια κρίση μαντική. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και σαν να ‘ταν κάτι που το έκανα από πάντα, βγήκα από το υπέργειο, σκαρφάλωσα στον επικλινή εξωτερικό τοίχο και στάθηκα στη σκεπή. Έλυσα τα μαλλιά μου και σκόρπισα τις κορδέλες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ύστερα έπλεξα τα δάχτυλά μου μπρος στο στήθος μου και τραγούδησα. Το τραγούδι μου έλεγε για το φως και την αλήθεια και την ώρα εκείνη που κάθε άνθρωπος βλέπει τη ζωή του καθαρά και με λεπτομέρεια. Ήταν ένα τραγούδι δυνατό, που κύλησε πάνω από τα κομμένα κεφάλια των συμπατριωτών μου, γλίστρησε ως την πόλη των Θηβών και τάραξε κάθε ανάξιο να το ακούσει. Κι ήταν το τραγούδι αυτό που έκανε τη Φαυνίτιδα και τη Νίσυβη να βγουν από το Σπίτι και να με κοιτάξουν σαστισμένες. Γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος τους κι είπα κάτι που ένιωθα να ξέρω από καιρό: -Αλίμονο σ’ όποιον υπακούσει τη μάνα του. Κι έπειτα: -Σπείρε σπόρο σπάνιο, όταν οι κοιμισμένοι ακοίμητοι κινηθούν. Και σαν επίλογος: -Ω, γλυκός ο καρπός του φυτού που ωριμάζει πριν να σπαρθεί! Οι μάγισσες με κοιτούσαν αλλά πια η σαστιμάρα τους ήταν σεβασμός. Όταν έφυγε ο Λοξίας με βοήθησαν να κατέβω και μου ‘δωσαν γάλα με μέλι και ψωμί να συνέλθω. Ύστερα μου είπαν ότι κάθε πρωί πήγαιναν οι δυο τους στην πόλη κι έκαναν μάγια επί πληρωμή και πουλούσαν αυτά που έφτιαχναν όλη μέρα οι σκλάβοι στο Σπίτι: υφαντά, κεντητά, πήλινα και ξύλινα αγαλματίδια. Ο αφέντης μου είχε ορίσει να μην κάνω καμμία δουλειά. -Μπορώ να κατέβω στο υπόγειο; Είπα. Κοιτάχτηκαν αναποφάσιστα. -Μπορείς, είπε τελικά η Νίσυβις. Όμως για άλλη μια φορά, Φάουσσα σε προειδοποιούμε: μη θελήσεις να κοιτάξεις τα πρόσωπα των σκλάβων, αν οι ίδιοι δε στα δείξουν. Είναι ένα θέαμα σκληρό τα πρόσωπά τους, σκληρότερο κι από τούτα τα κεφάλια τα βουτηγμένα στο ρετσίνι. Ό,τι χρειαστείς ζήτησέ το, όμως να προσέχεις, γιατί ο πόνος των σκλάβων είναι μεγάλος και δε γιατρεύεται εύκολα. Έφυγαν. Τα λόγια της Νίσυβις μ’ έκαναν ν’ ανατριχιάσω, όμως περισσότερο ανατρίχιαζα να στέκομαι στη μέση αυτού που οι εχθροί ονόμαζαν Κήπο των Σκύλων. Ο Λέωντας? ο Φαέθων? ο Νέωρος? Μια μέρα θα ‘βρισκα τη δύναμη να ψάξω και να φιλήσω το ρετσίνι που σκέπαζε τα μάτια τους. Αλλά ακόμη δε μπορούσα. Άναψα ένα λυχνάρι και κατέβηκα στο υπόγειο. Όπως και την προηγούμενη μέρα, οι σκλάβοι ήταν μαζεμένοι στο βάθος της σπηλιάς καλυμμένοι από την κορφή ως τα νύχια με κάπες και κουκούλες. Ταράχτηκαν όταν με είδαν και βιάστηκαν να στριμωχτούν στις σκιές σιωπηλά. -Καλημέρα! Φώναξα. Είμαι η Φάουσσα, η σκλάβα του Γέρακα. Μπορώ αν μπω στη συντροφιά σας; Οι μάγισσες έφυγαν για τη Θήβα και τα κεφάλια των νεκρών είναι ανατριχιαστική παρέα. Για λίγο κανείς τους δε σάλεψε. Ύστερα μια γυναικεία φιγούρα ξέκοψε και πλησίασε, όχι όμως τόσο όσο να βγει στο φως του λυχναριού μου. -Καλή κυρά, αυτό το άντρο το λένε το Σπίτι των Τεράτων. Εμείς είμαστε ο λόγος που το είπαν έτσι. Πώς να βάλουμε την ομορφιά σου στη συντροφιά μας, που αν δεις τα πρόσωπά μας θα κλάψεις πικρά για τη μοίρα που σε έστειλε εδώ; -Δε ζητώ να δω τα πρόσωπά σας, είπα. Ξέρω ότι είναι ο πόνος σας μεγάλος και για τίποτα δε θα τον έκανα μεγαλύτερο με την αμυαλιά μου. Ζητώ μονάχα λίγη παρέα κι ένα λόγο ανθρωπινό. Από το λαρύγγι της γυναίκας βγήκε ένας ήχος σα λυγμός. -Ούτε αυτό θα το βρεις εδώ, γιατί πια δεν είμαστε άνθρωποι. Είμαστε τέρατα, χειρότεροι κι από ζώα. -Όμως μιλάω μαζί σου τόση ώρα τόσο όμορφα. Κι έχω πολύν καιρό να μιλήσω σε κάποιον χωρίς να φοβάμαι και χωρίς να τον μισώ. Τι σημασία έχει η μορφή σου; Μου φτάνει που δε με περιφρονείς και δε σε περιφρονώ και που είσαι ζωντανή, γιατί πάει καιρός που με τριγυρίζουν μόνο μισητοί ή πεθαμένοι. Η γυναίκα δίστασε. Φάνηκε να πείθεται από τα λόγια μου. Γύρισε το κουκουλωμένο της κεφάλι στους συντρόφους της κι είπε: «Έχει δίκιο.» Οι υπόλοιποι ήταν ακόμα διστακτικοί. Άκουσα κάπου ανάμεσά τους ένα βραχνό κρώξιμο, σαν παγωνιού. Έπειτα οι γυναίκα μίλησε και πάλι. -Οι σύντροφοί μου διστάζουν να σου αποκαλυφθούν έστω κι έτσι. Δως τους λίγο χρόνο. Ως τότε θα σου κρατάω εγώ συντροφιά. Με λένε Γαλή. Και μόνο τότε πρόσεξα με τρόμο το νιαουριστό ήχο της φωνής της κι ένα εξόγκωμα στο μανδύα της, σα να ‘χε ουρά. Edited May 12, 2008 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dreamwhisperer Posted May 12, 2008 Share Posted May 12, 2008 Φοβερό... Naroualis, δεν ξέρω αν είναι θέμα προσωπικού γούστου, αλλά ο λογοτεχνικός σου λόγος, έχει κάτι που με ανεβάζει, με φορτίζει συναισθηματικά συνεχώς, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Μήπως είναι η ώρα να επικεντρωθείς εδώ και να το δούμε ολοκληρωμένο σιγά σιγά (επιτακτική εντολή!). Το μόνο που θα ήθελα, είναι κάποια διαστήματα αποφόρτισεις και απλής στοιχειοθέτησης, αλλά είναι μάλλον χαζή συμβουλή. (Είναι σαν να λέω στο Σούπερμαν, εντάξει πετάς πετάς, αλλά πήγαινε και κάπου με τα πόδια). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 12, 2008 Author Share Posted May 12, 2008 Καλέ, δε σας έχω πει να μη τα λέτε αυτά, γιατί τα πιστεύω; Ψαρώνω, πώς το το λένε; Ου μην αλλά και την ψωνίζω, βεβαίως-βεβαίως... Πέρα από την πλάκα, αυτό με την αποφόρτιση, μου το λέει η αδελφή μου (ο πρώτος μου αναγνώστης) από τότε που θυμάμαι να της έδωσα κάτι να διαβάσει. Είναι ελάττωμα, γιατί έχω δοκιμάσει διάφορα για να το διορθώσω και κανένα δε μου βγαίνει όπως θα μ' άρεσε κι όπως θα γινόταν κατανοητό. Θα δεχόμουν ευχαρίστως κάποια πρόταση πάνω στο θέμα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dreamwhisperer Posted May 12, 2008 Share Posted May 12, 2008 (edited) Ίσως πρέπει να παρεμβάλεις κάποια κομάτια που να τα γράφεις σβήνοντας τελείως τη Narualis. (Πολύ δύσκολο, ξέρω). Ίσως πρέπει να ασχοληθείς λίγο με αυτό που ονομάζεται διαζευκτική γέφυρα σκέψης. Δηλαδή όταν γράφεις να μην γίνεται αυτό το mind storming, αλλά σε κάποια μικρά κομάτια να γράφεις απλώς για να συνδέσεις (εικόνες, άσχετα περιστατικά, παρουσίαση προσώπων). Καλά κάνεις και την ψωνίζεις. Εγώ δηλώνω "κομπλεξαρισμένος" από το γραφικό σου ταλέντο. Τώρα είναι ώρα να επικεντρωθείς στην ολοκλήρωση του έργου και την "τιθάσευση" του εαυτού σου. Μου θυμίζεις τον Φεντερίκο Αρόσα από τον "Έρωτα στα χρόνια της χολέρας". Όσο και να προσπάθησε, ποτέ δεν έγραψε μία σωστή εμπορική επιστολή, όλες του έβγαιναν ερωτικές στο τέλος. Edited May 12, 2008 by dreamwhisperer Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 24, 2008 Author Share Posted May 24, 2008 Πέρασε έτσι ένας μήνας. Το πρωί η Φαυνίτις και η Νίσυβις έφευγαν για τις Θήβες. Εγώ καλημέριζα τους άθαφτους νεκρούς μου και κατέβαινα στο υπόγειο. Εκεί η Γαλή μου κρατούσε συντροφιά και υφαίναμε ή πλέκαμε. Το μεσημέρι οι μάγισσες γυρνούσαν και τρώγαμε μαζί κι η Γαλή γυρνούσε στους συντρόφους της στο βάθος του σπηλαίου. Το απογεματάκι μιλούσαμε λίγο για τα νέα του έξω κόσμου κι έπειτα τους καληνύχτιζα νωρίς κι ανέβαινα με το λυχνάρι μου στο υπέργειο. Κοιμόμουν ως πριν το λυκαυγές κι έπειτα ξυπνούσα κι ο αφέντης μου ήταν πάντα δίπλα μου και πάντα μου μιλούσε για χίλια δυο όμορφα πράγματα, πριν φύγει λέγοντας «Μην ξεχνάς τη Δελφία, Νεκρή Ελπίδα…» Δεν είχα άλλη κρίση μαντική, όμως είπα στις μάγισσες να διαδώσουν ότι ήμουν μάντισσα. Όποιος τολμούσε να διασχίσει τον Κήπο των Σκύλων, με ένα μόνο σιδερένιο νόμισμα για πληρωμή κι ένα κλαδί δάφνης, θα έπαιρνε το χρησμό που ζητούσε. Τα νέα του έξω κόσμου ήταν τα ίδια: οι Μανίτες μετά από τέσσερα χρόνια σφαγών και λεηλασιών είχαν μείνει δεκαοχτώ μήνες άπραγοι. Σαν όλη τους η μανία η κατακτητική να ‘χε ξεθυμάνει όταν διάβηκαν τα τείχη της Δελφίας, άλλη καμμιά Ελλανική πόλη-κράτος δεν αντιμετώπιζε την απειλή τους. Η Δωδεκάδα είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης, αλλά αυτό δεν τρόμαζε τους βαρβάρους, ήταν σαν να είχαν τις διαταγές τους και να διένυαν ένα προσυμφωνημένο διάστημα ανάπαυλας. Φοβόμουν. Κι όσο φοβόμουν, τόσο πιο σκληρή γινόμουν. Κι η σκληρότητά μου αυτή ήταν τόσο εμφανής που μια μέρα η Γαλή πήρε την απόφαση να τραβήξει διστακτικά την κουκούλα της και να μου αποκαλύψει το πρόσωπό της. Ήξερα, μήπως δεν ήξερα; Ακόμη κι έτσι όμως ήταν βαρύ κι έκλαψα για χάρη της κρατώντας το χέρι της. Γιατί είχε τα μυτερά αυτιά και τα κιτρινοπράσινα μάτια της γάτας. Κι ύστερα κιτρίνισα καθώς κάτι τρελό μου πέρασε από το μυαλό. -Η Φαυνίτις… η Νίσυβις…; -Όχι, όχι, ποτέ, είπε η Γαλή σκεπάζοντας ξανά το κεφάλι της με την κουκούλα. Εκείνες είναι που μας κρατούν στη ζωή. Μας δίνουν ελπίδα. Μας βοηθάνε να αντέξουμε το μαρτύριο. -Τότε ποιος; Ποιος; -Η Δωδεκάδα που Μιλάει. Ποιος άλλος; Έσκυψα το κεφάλι. Στο μέρος της καρδιάς μου που ήταν οι Δώδεκα χωρούσε μόνο μια μικρή σταγόνα μίσους ακόμα, όμως εκείνη στη στιγμή ήταν πλέον ξέχειλο. Έπειτα σήκωσα το χέρι μου και πλησιάζοντας τη Γαλή που είχε τραβηχτεί στη σκιά, έριξα πίσω την κουκούλα της και χαμογελώντας με κόπο, χάιδεψα απαλά το τριχωτό της μάγουλο. -Έλα στην αγκαλιά μου αδελφή μου, της είπα. Θέλω να κλάψω κι άλλο και θέλω να το κάνω στην αγκαλιά σου. Η κοπέλα δίστασε, ύστερα χώθηκε στα χέρια μου κλαίγοντας νιαουριστά. Κι όσο κλαίγαμε οι δυο μας, οι σύντροφοί της βγήκαν σιγά-σιγά από τις σκιές και ήρθαν ως εμάς. Και σπλαχνικά αγκάλιαζα τον καθένα από αυτούς που μου φανέρωνε τη μορφή του, τα χαρακτηριστικά ενός ζώου φρικτά ανακατεμένα με ανθρώπινα: ένας λύκος, ένα φιδοκέφαλο πλάσμα με ουρές ερπετού αντί για πόδια, ένας λευκός τράγος με μαύρο τρίχωμα στο λαιμό, μια γυναίκα-αλεπού, ένας κάπρος, ένας άντρας-παγώνι. Μόνο ένας έμενε μακρυά μου στο σκοτάδι κι ήξερα ότι ήταν ο αφέντης μου ο Γέρακας. Κι έκλαιγα για εκείνους και χάιδευα τα πρόσωπά τους που κλαίγαν κι εκείνα σιωπηλά. Κι έπειτα κάθησαν όλοι ένα γύρω και μ’ έβαλαν ανάμεσά τους και μου μίλησαν. Πρώτα με ρώτησαν γιατί ο Γέρακας με έλεγε Νεκρή Ελπίδα. Κι όταν τους είπα την ιστορία της γέννησής μου κούνησαν τα κεφάλια τους συμπονετικά. -Είσαι κι εσύ σαν κι εμάς, είπε ο Κάπρος με τη βαριά σα βρυχηθμό φωνή του. Σου δώθηκε ένα δώρο, που κάνει τους άλλους να σε φοβούνται. Κι έτσι μένεις μόνη. Όπως κι εμείς… -Εσείς; Πώς φτάσατε εσείς ως εδώ; Ποιο ήταν το κρίμα σας για να σας τιμωρήσουν έτσι οι Δώδεκα; -Ποιο άλλο; Ήμασταν γιοι και κόρες της Ελλανίας, είπε ο Φιδοκέφαλος. Από την Κρήτη, την Αππία, την Ακτική. Εγώ είμαι από τα Ηλιανδρόμια[1] κι ο Γέρακας από τις Αλαλκομενές. Ο Φιδοκέφαλος μιλούσε συριστικά, το άνω χείλος του ήταν κομμένο στη μέση κι απ’ το κενό σύριζε προς τα έξω μια διχαλωτή γλώσσα. Κοιτούσε με δυο μάτια κίτρινα, με σχιστές κάθετες κόρες. -Όλοι μας έχουμε αγαπημένους κι οικογένειες που σφάχτηκαν από τους Δυτικούς. Όλοι μας πήραμε όρκο πάνω σε νεκρά σώματα να πολεμάμε ως να εκδικηθούμε. Κι όλοι μας βρήκαμε το θάνατο από τα μακρυά σπαθιά τους. -Όλοι μας ξαναγεννηθήκαμε από τους Δώδεκα Που Γίναν Ένας. Μας δώθηκε η ψυχή ενός ζώου και μέρη της μορφής του. Άλλα τρομακτικά όπως ο Λυκάων. Άλλα εξωτικά όπως ο Ταώς. Η γυναίκα που μιλούσε είχε κόκκινα μαλλιά που έφταναν ως τα μάγουλά της, μυτερά αυτιά και μύτη σουβλερή σαν της αλεπούς. Χαμογέλασε κουρασμένα κι άφησε να φανούν δόντια αρπακτικού. -Ύστερα, συνέχισε, η Δωδεκάδα είδε ότι επικρατούσε το ανθρώπινο κομμάτι του εαυτού μας. Ότι παρόλο που υπακούαμε πιστά σε ο,τιδήποτε άλλο, αρνιόμασταν πεισματικά να πολεμήσουμε ενάντια σε Ελλάνιο στρατιώτη. Ότι παρόλο που όταν βλέπω μια κότα μου τρέχουν τα σάλια, η ιδέα της απρέπειας είναι σφηνωμένη στο μυαλό μου και δεν την κυνηγάω να την πνίξω. Κι επιπλέον θυμόμαστε. -Αυτό είναι το μίσος μας κι ο πόνος, είπε σιγανά ο Αιγόκερως. Θυμόμαστε τα πάντα: Πρόσωπα, γεγονότα, αισθήσεις. Το όνομά μας την καταγωγή μας. Θυμόμαστε τα σώματά μας όταν εκείνα ήταν μόνο ανθρώπινα. Θυμόμαστε και τους όρκους μας. -Η Δωδεκάδα θεώρησε ότι της ήμασταν άχρηστοι, είπε ο Κάπρος. Κι επειδή απ’ όλες τις μάγισσες του κόσμου οι Ελλάνιες είναι οι λιγότερο δυνατές και δεν μπορούν να αντιστρέψουν τα μάγια των Δώδεκα, εκείνοι μας έδωσαν στη Φαυνίτιδα και τη Νίσυβη. Είναι αυτές που μας κρατάνε στη ζωή. Μας στηρίζουν μας περιθάλπουν, μας γιατρεύουν λίγοι-λίγο τις πληγές, ακόμα κι αυτές της ψυχής μας. Αλλιώς τι θα μας εμπόδιζε να χώσουμε ένα σπαθί στο στέρνο και να χωρίσουμε τις δυο βασανισμένες ψυχές μας; -Ο όρκος, ακούστηκε γουργουριστή κι επικίνδυνη η φωνή της Γαλής. Ο όρκος της εκδίκησης. Ορκίστηκα στα μάτια του άντρα μου, που πριν σβήσουν είδαν το βιασμό μου. Και της Αλωπεκής, που την ανάγκασαν να φάει βραστό το συκώτι των παιδιών της. Και του Αιγόκερου, που τον οδήγησαν ξυπόλυτο να περπατήσει πάνω στα χυμένα μυαλά των αδελφών του… Έκλαιγα πια με μάτια στεγνά. -Κι ο αφέντης μου; Ο Ταώς, το παγώνι, έριξε μια ματιά στη σκιά του αφέντη μου στο βάθος της σπηλιάς κι αναστέναξε. -Ο Γέρακας έχει μεγάλο πόνο, είπε λες κι ο δικός του ήταν μικρός. Ο Γέρακας έχει πάρει όρκο σε σώμα ζωντανό. Κι ήταν ένας όμορφος νέος άντρας πριν πεθάνει, που όταν συλλογίζεται ότι μπορεί να τον δουν όπως είναι τώρα, τρέμει και σπαράζει. Άσ’ τον να ησυχάσει και να το δεχτεί. Και τότε θα δεις, όπως κι εμείς σε εμπιστευτήκαμε, έτσι κι εκείνος μόνος του θα τραβήξει την κουκούλα του για χάρη σου. [1] Η σημερινή Αλόννησος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted July 17, 2008 Author Share Posted July 17, 2008 Έκλαψα εκείνη τη μέρα πολύ. Έκλαψα κι άλλο τις επόμενες μέρες, πολλές από τις επόμενες μέρες. Ο Γέρακας εξακολουθούσε να ‘ρχεται δίπλα μου την ώρα πριν το λυκαυγές κι οι λέξεις του κι η μυρωδιά του αίματος που τον ακολουθούσε μ’ έκαναν κάθε φορά να κλαίω περισσότερο. Έκλαιγα για την πατρίδα μου και για τους νεκρούς της. Έκλαιγα για την Ελλανία και για τους δικούς της νεκρούς. Για το Σπίτι των Τεράτων και την καινούργια μου οικογένεια και για τον Κήπο των Σκύλων. Για τους γονείς μου και για τον Έσπερο. Για τον αφέντη μου και για τα βάσανά του. Κι ώρες και φορές, έκλαιγα για μένα, την σκλάβα των Φαιών Δεσμών, τη Νεκρή Ελπίδα. Η Φαυνήτις κι η Νίσυβις προσπαθούσαν να με παρηγορήσουν αλλά δεν ήταν εύκολο. Έκλαιγα κρυφά και φανερά, για όλα όσα είχα ή δεν είχα ζήσει. -Πώς το αντέχεις; Τόλμησα να ρωτήσω μια μέρα τον αφέντη μου. Πώς αντέχεις αυτόν τον πόνο χωρίς να διαμαρτύρεσαι; Χωρίς να βγαίνει η πίκρα σου στα λόγια σου, όταν μου μιλάς; Εκείνος γέλασε. -Δεν αντέχω, κυρά μου. Δε βαστώ. Θυμάμαι όμως… μια καλή κυρά, μελαχροινή σαν κι εσένα και μαυρομάτα, και με δέρμα απαλό, σαν πλυμένο με γάλα και μέλι. Θυμάμαι τον όρκο που έδωσα, όταν ξύπνησα, βουτηγμένος στο αίμα, μέσα στα μπουντρούμια των Δώδεκα. Κι ως να μπορέσω της πω τον όρκο αυτό που πήρα για χάρη της, δε μπορώ να κλάψω. Τον άκουσα ν’ αναστενάζει μέσα στο πηχτό σκοτάδι. -Κρατάω τα δάκρυά μου, για τη στιγμή που θα κοιτάξει το πρόσωπό μου και θα γυρίσει το κεφάλι της μ’ αποστροφή. Θα μου χρειαστούν όλα, όλα. Γιατί ήταν δυνατή η αγάπη μου για εκείνη, πιο δυνατή από τα μάγια των Δώδεκα, κι έμεινε μέσα μου σαν πυρωμένο σίδερο να με καίει, ώσπου να την ξαναβρώ και να της δείξω το απαίσιο πρόσωπό μου. Έσφιξα το χέρι του δυνατά. -Αφέντη μου, άσε με να χαϊδέψω αυτό το πρόσωπο. Είναι, λένε, το χάδι βάλσαμο για πολλές πληγές, ίσως για όλες. Άσε τη σκλάβα σου να απαλύνει τον πόνο σου… Και στα ψηλαφιστά, έσυρα το χέρι μου στο βραχίονά του, έπειτα στο στέρνο του και το λαιμό του και τέλος τον άγγιξα το πρόσωπο. Είχε απαλά πούπουλα παντού, μέχρι πολύ κοντά στα μάτια, αλλά δεν ξεχώρισα καμμιά άλλη παραμόρφωση. Ο Γέρακας κρατούσε την ανάσα του κι η καρδιά του σχεδόν ακουγόταν, τόσο δυνατά και γρήγορα χτυπούσε. Πήρα το χέρι του κι ακούμπησα τα δάχτυλά του στο στόμα μου, να καταλάβει ότι χαμογελούσα μ’ αγάπη. -Καμμιά γυναίκα δε θα τολμήσει να γυρίσει το πρόσωπό της στην αρχοντιά σου, Αφέντη μου, είπα σιγανά. Όχι αν της μιλήσεις πρώτα όπως μιλάς σε μένα. Κι εκείνος χωρίς να πει τίποτε, σα φοβισμένος από τα λόγια μου, είχε χαθεί, πετώντας απ’ το παράθυρό μου, όπως κάθε φορά. Τις ώρες που ένιωθα μοναξιά, μιλούσα με τους σκλάβους του Σπιτιού. Έμαθα πολλά από αυτούς. Από τον Φιδοκέφαλο έμαθα να μιλώ με διφορούμενες λέξεις. Από τη Γαλή έμαθα για την ανεξαρτησία και την ελεύθερη βούληση. Από τον Κάπρο για τον έλεγχο της ωμής δύναμης, από το Λυκάωνα πώς αντέχεται η μοναξιά. Έμαθα από τον Ταώ τι θα πει φιλαρέσκεια. Κι από το Γέρακα τι θα πει αφοσίωση και πίστη. Και μια μέρα που όλοι είχαν μελαγχολήσει και κάθονταν άπραγοι δίπλα στη φωτιά, έμαθα από την Αλωπεκή πώς μπορεί μια γυναίκα να φτιάξει τη διάθεση όλων μ’ ό,τι κρατάει στο χέρι της. Και από τους Θηβαίους που έρχονταν να πάρουν χρησμό –κι ήταν πολλοί- μάθαινα τα νέα του έξω κόσμου. Μια κοπελίτσα, που είχε έρθει να ρωτήσει το Λοξία ποιον από τους δυο υποψήφιους γαμπρούς να διαλέξει, μου είπε μια μέρα πολλά. Μετά από έναν αποκαλυπτικό κατά τα λεγόμενά της χρησμό, μου έπιασε την κουβέντα κι οι πληροφορίες που της εκμαίευσα δεν ήταν λίγες. -Αυτοί φοβούνται, έκανε σιγανά. Λέγεται ότι τις νύχτες ένα τεράστιο, ανθρωπόμορφο πουλί έρχεται στον ύπνο τους και τους σκοτώνει. Οι Δώδεκα λένε ότι έχουν κάνει ένα σωρό μαντείες, αλλά δε γίνεται τίποτα. Μια γρια στη γειτονιά, που ήξερε την Αϊμύθ, τη μάγισσα, λέει ότι οι Δώδεκα δε μπορούν να κάνουν τίποτε ενάντια στα ξόρκια της αγάπης. Λέει ότι το πουλί ήταν κάποτε άντρας που έχασε την αγάπη του από κάποιον από Αυτούς και τώρα γύρισε πίσω από τους νεκρούς σαν πουλί για να πάρει εκδίκηση. Γι’ αυτό κι Αυτοί δεν κάνουν καμμιά κίνηση προς τις Ακάρνες ή την Ευξεινία. Φοβούνται ότι το πουλί που τους σκοτώνει είναι σημάδι από τους θεούς τους και δεν τολμούν να κάνουν τίποτα πριν πάρουν την έγκρισή τους. «Ο Γέρακας», σκέφτηκα αμέσως. «Πόσο δίκιο έχει η γρια… Για χάρη της αγαπημένης του, για τον όρκο που έχει δώσει σ’ αυτήν, σκοτώνει τους εχθρούς…» Γιατί ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι, παρά ο αφέντης μου, ο γερακόμορφος άντρας του Σπιτιού των Τεράτων; Γι’ αυτό ερχόταν σε μένα το λυκαυγές. Γι’ αυτό η παρουσία του γέμιζε το υπέργειο του Αμφείου με τη μυρωδιά του αίματος. Γιατί όλη τη νύχτα σκότωνε, σαν τον φτερωτό θάνατο, τους εχθρούς της Δελφίας, τους εχθρούς της Ελλανίας. Έπαιρνε εκδίκηση για το χυμένο αίμα των συμπατριωτών μας, την εκδίκηση που εγώ τόσον καιρό δεν τολμούσα να πάρω. Το ίδιο κιόλας μεσημέρι, λες και τα λόγια του κοριτσιού να μου έδωσαν το κουράγιο, περπάτησα στον Κήπο των Σκύλων σκληρή, αλύγιστη, αδάκρυτη, βρήκα το κεφάλι του βασιλιά μου και του αδελφού μου και φίλησα τα ορθάνοιχτα πεθαμένα μάτια τους πάνω από το ρετσίνι που τα κάλυπτε. «Τώρα θα πάρω κι εγώ εκδίκηση,» τους υποσχέθηκα ψιθυριστά, «τώρα θα σκοτώσω κι εγώ τους εχθρούς μας.» Κι ύστερα, διστακτικά, έψαξα και βρήκα και το κεφάλι του Νέωρου, του βασιλικού σύμβουλου, του πατέρα του ωραίου Έσπερου, κι είπα και σ’ αυτόν τα ίδια και του υποσχέθηκα ότι ο γιος του δε θα ‘μενε αγδίκιωτος για πολύ ακόμη. Όταν η Φαυνίτις κι η Νίσυβις γύρισαν από την αγορά, τους ζήτησα να με κάνουν μάγισσα. Ταράχτηκαν και προσπάθησαν να το αποφύγουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Είπαν ότι δεν ήταν το θέλημα της μητέρας μου. Κι εγώ τους αντιγύρισα: -Μήπως η μητέρα μου θα ήθελε να μείνει ατιμώρητος ο θάνατος του γιου της ή του άντρα που αγάπησε; Μήπως θα ‘θελε να με δει να μαραζώνω ανάμεσα σε άταφα κεφάλια, με τη συντροφιά ανθρώπων με μορφή ζώων, ανίκανη να τους βοηθήσω; -Μήπως ο ίδιος ο Λοξίας δεν το πρόβλεψε; Μουρμούρισε η Νύσιβις. Αλίμονο σ’ όποιον υπακούσει τη μάνα του. Έτσι δε μάντεψες η ίδια την πρώτη μέρα που ξημερώθηκες στο Αμφείο; Η Φαυνίτις την κοίταξε σαστισμένη. -Έχεις δίκιο, έκανε σιγανά. Ίσως πρέπει να αψηφήσουμε την νεκρή, για χάρη του Απόλλωνα. Όμως πρέπει πρώτα να κάνουμε χοές, να την εξευμενίσουμε. Αύριο. Αύριο πρωί-πρωί, θα πάμε στην αγορά ν’ αγοράσουμε υλικά για τις χοές. Και θα γυρίσουμε αμέσως πίσω, να ξεκινήσουμε τη διδαχή. Πρέπει να έχουμε τελειώσει πριν τις γιορτές του Απόλλωνα. -Και πού θα κάνουμε τις χοές; Ο τάφος της Αελακτίδος είναι στη Δελφία. Η Φαυβίτις γύρισε και με κοίταξε, με το ύφος του ανθρώπου που ήξερε τα μυστικά μου. -Η Φάουσσα θα μας δείξει πού κείτεται το κεφάλι του Λέωντα, είπε αργά. Κι εκείνος θα πάει τα μαντάτα για τις χοές στην αγαπημένη του γυναίκα. Πριν τις γιορτές του Απόλλωνα, ήμουν μάγισσα. Ήξερα να διαβάζω τις βόλτες της Σελήνης στον ουρανό. Ήξερα να δένω και να λύνω τα χέρια, τα πόδια και τα λαγόνια των ανθρώπων. Ήξερα να ματιάζω και να ξεματιάζω τα ζώα και τα πηγάδια. Και τελευταίο απ’ όλα οι δασκάλισσές μου μού έμαθαν το ξόρκι που μπλέκει τον άνθρωπο με το ζώο σε μια αξεδιάλυτη οντότητα. Είχα κοιτάξει προς το μέρος των σκλάβων του Σπιτιού των Τεράτων, πριν αποστηθίσω το ξόρκι. -Φάουσσα, είπε η Νίσιβις, κάθε τόπος έχει ανθρώπους καλούς σε κάποια πράγματα και κακούς σε κάποια άλλα. Στην Ελλανία είμαστε καλοί στη γνώση, τη μουσική και το χορό. Ακόμα έχουμε τους πιο σπουδαίους μάντεις σ’ όλη τη γη. Όμως κανείς Ελλάνιος δεν έχει τη δύναμη των μάγων της Μανίτης. -Είναι μια χώρα σκοτεινή, συνέχισε η Φαυνίτης. Σκοτεινός είναι ο ουρανός της. Σκοτεινές, μαύρες οι πέτρες στο χώμα της. Σκοτεινοί κι οι τρόποι των ανθρώπων της. Σαν από ειρωνεία των θεών, το δέρμα τους, τα μαλλιά τους, τα μάτια τους είναι ανοιχτόχρωμα, άσπρα, ξανθά, γαλανά. Μα οι καρδιές τους είναι μουντές, σκοτεινές. Κι όσο πιο σκοτεινές γίνονται, τόσο μέσα τους η σκοτεινή πλευρά των θνητών τεντώνεται κι αναδιπλώνεται. Κι αν εδώ, στη Ελλανία, ακόμα κι ο άλλος Κόσμος είναι φωτεινός, στη Μανίτη ακόμα κι οι νήσοι των Μακαρίων[1] είναι θαμποί κι ομιχλιασμένοι. Για να νικήσεις ένα Μανίτη πολεμιστή πρέπει να είσαι πιο σκοτεινός απ’ αυτόν, πιο ομιχλιασμένη η ψυχή σου, να μην ελπίζεις ούτε σε Τάρταρα, ούτε σε Ηλύσια Πεδία[2]. Για να νικήσεις ένα Μανίτη μάγο, πρέπει να έχεις ανάλογα προσόντα κι επιπλέον να μην πιστεύεις στην καλοσύνη των ανθρώπων, ούτε και στην κακία τους όμως. Και για να νικήσεις Δώδεκα Μανίτες μάγους πρέπει να μην είσαι καν άνθρωπος , κανείς εκτός από κάποιον στη Νουμιδία, δεν είναι ικανός να αντιστρέψει τα μάγια των Δώδεκα, κι αυτός ο ένας έχει πάψει από καιρό να είναι θνητός. -Είναι κι άλλα που πρέπει να ξέρω για τους Μανίτες; Έκανα χωρίς κανένα συναίσθημα στη φωνή. Οι δυο μάγισσες κοιτάχτηκαν διστακτικά πριν γυρίσουν προς το μέρος μου και μου μιλήσουν για την αιτία που έφερε τους βάρβαρους στην Ελλανία. [1] Σύμφωνα με μέρος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, οι άνθρωποι που είχαν τις πιο ευγενικές ψυχές, κατοικούσαν μετά το θάνατό τους στα νησιά των Μακαρίων, που ήταν πλωτά και βρίσκονταν κάπου στη Δύση. [2] Ο πιο γνωστός διαχωρισμός «ενάρετων» και «αμαρτωλών» στην μετά θάνατο ζωή των αρχαίων Ελλήνων, ήταν τα Τάρταρα, όπου έμεναν εκείνοι που είχαν διαπράξει ειδεχθή εγκλήματα και βασανίζονταν σύμφωνα με τις βουλές των θεών, και τα Ηλύσια Πεδία, όπου κατοικούσαν οι υπόλοιποι, «ενάρετοι» νεκροί. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.