DinoHajiyorgi Posted January 3, 2008 Share Posted January 3, 2008 (edited) 1. Είχαν δει φώτα πάνω στο φεγγάρι. Ο ένας επέμενε πως βρίσκονταν κάπου ανάμεσα στη Γη και τον δορυφόρο της, ο άλλος ήταν σίγουρος πως ήταν ακριβώς πάνω στην νεκρή του επιφάνεια. Κατέβηκαν από την ταράτσα στο διαμέρισμα του δεύτερου, ψαχούλεψαν στο γραφείο του μπαμπά, βρήκαν το ακριβό τηλεσκόπιο στο οποίο δεν έπρεπε ποτέ μα ποτέ να απλώσουν τα χέρια τους, και μαζί με τον ρυθμιζόμενο τρίποδα ανέβηκαν πάλι στην ταράτσα, στο παρατηρητήριο τους με τις τηλεοπτικές κεραίες και τους ηλιακούς θερμοσίφωνες. Είχαν πανσέληνο, ο λόγος που βρίσκονταν εξαρχής εκεί, τα μυαλά τους συνέχεια πάνω από τα σύννεφα, όπως έλεγαν συχνά οι δικοί τους. Θα μπορούσαν να τους καθησυχάσουν όλους επιβεβαιώνοντας τους πόσο πιο επίγεια ήταν τα πάθη τους, επικεντρωμένα κυρίως στην μεταξύ τους συντροφιά κάτω από το φεγγάρι, πιασμένοι επί το πλείστον χέρι-χέρι, με την καρδιά τους να χτυπάει σαν τρελή, κι αυτό πρελούδιο μόνο στα αισθήματα που έτρεφαν ο ένας για τον άλλον. Τώρα όμως, υπήρχε κάτι καινούργιο, ένας προσωρινός πυρετός που τους είχε συνεπάρει στα ξαφνικά. Πολύ πιθανό να ξεφούσκωνε μόλις θα έβαζαν το μάτι τους στην διόπτρα. Δεν βιαζόντουσαν και τόσο να απογοητευτούν. Σπρωχνόντουσαν και κολλούσαν ο ένας πάνω στον άλλον, δύο δεκαπεντάχρονα αγόρια που προσπαθούσαν μέσα στα χάχανα και τα πειράγματα να στήσουν ένα τηλεσκόπιο πάνω στον τρίποδα του. Ο Ηλίας είχε δει τον πατέρα του να το κάνει άπειρες φορές. Έδειχνε εύκολο, εδώ όμως στο φως των αστεριών και την ανταύγεια της νυχτερινής πόλης, με την επιπρόσθετη συμβολή του Σταύρου, που τα ήξερε όλα καλύτερα, το πράγμα καθυστερούσε λίγο, χωρίς να έχει σημασία. Αυτό που μετρούσε ήταν πως βρίσκονταν μαζί. Ας έπαιρνε και όλη νύχτα. Μόνο…Εκείνα τα φώτα, τα φώτα στο φεγγάρι. Κάθε τόσο σήκωναν το κεφάλι τους και κοίταζαν με τα μάτια τους. Ήταν ευτυχώς ακόμα εκεί, σταθερά μέσα στον κύκλο της σελήνης, στο ίδιο σημείο της επιφάνειας, αν και ο δορυφόρος είχε μετακινηθεί αρκετά από την πρώτη τους παρατήρηση. «Σαν να έβγαλε σπυράκια είναι…» «Λες να το βλέπει και κανείς άλλος; Θα το έχουν εντοπίσει σε όλα τα αστεροσκοπεία του πλανήτη…» «Κάτσε να δούμε…» Πρώτα κοίταξε ο Ηλίας. Τίναξε το κεφάλι του σαστισμένος σαν να μην πίστευε αυτό που έβλεπε. Κοίταξε ξανά και εστίασε προσεκτικά τον φακό. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Σταύρος, ξαφνικά καθόλου ανυπόμονος να δει ο ίδιος. Κοιτάζοντας το φεγγάρι με το γυμνό του μάτι και μόνο, του χάριζε μια περίεργη αίσθηση πανικού. «Δεν νομίζω πως είναι φώτα» απάντησε ο Ηλίας. Μπορούσαν να λένε ο ένας στον άλλον οτιδήποτε χωρίς φόβο να χλευαστούν. Έτσι είχαν ξεχωρίσει ο ένας τον άλλον στο σχολείο, κι αυτό τους είχε δέσει τελικά. «Μοιάζουν με φωτιές.» «Για να δω.» Κάπου στο κέντρο της φωτεινής πλευράς της σελήνης έμοιαζε να τρεμοπαίζει μια μεγάλη εστία φωτιάς. Σαν να είχε ανοίξει εκ των έσω της επιφάνειας μια τρύπα που ελευθέρωνε μια έντονη μορφή θερμοκρασίας. Από εκείνο το κεντρικό σημείο διακλαδίζονταν άπειρες πυρακτωμένες φλέβες που κοκκίνιζαν μια μεγάλη έκταση ολόγυρα, σαν να καίγονταν τα έγκατα του δορυφόρου. «Μοιάζει με ηφαίστειο» ψέλλισε ο Σταύρος. «Αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Αλλά…ηφαίστειο στη σελήνη;» «Δεν μπορεί…Θα είναι κάτι που έπεσε μόλις τώρα πάνω στο φεγγάρι. Ένας μετεωρίτης…» «Μα φωτιά;» «…διαστημόπλοιο;» Κοιτάχτηκαν για λίγο και μετά άρχισαν να γελούν. Ήταν σαν ένα παράλογο όνειρο. Ήταν εκεί, ολοφάνερο πλέον και στο γυμνό μάτι. «Κάτι θα πουν στην τηλεόραση. Δεν μπορεί.» «Πρέπει να το βλέπει όλος ο κόσμος.» Αφουγκράστηκαν την νύχτα και δεν ένιωσαν κάτι διαφορετικό. Οι ήχοι και οι θόρυβοι της Αθήνας ήταν φυσιολογικοί. Η βαβούρα των δρόμων, κάποια μουσική εκπομπή στην τηλεόραση από μια ανοιχτή μπαλκονόπορτα, γαυγίσματα σκύλων και μερικά αεροπλάνα που διέσχιζαν τον αττικό ουρανό. Από τον φωταγωγό έφταναν ήχοι πιατικών που πλένονταν σε νεροχύτες. «Κι αν το βλέπουμε μόνο εμείς;» ρώτησε ο ένας τους, ποιος δεν είχε σημασία. Ήταν και αυτό μια πιθανότητα. Στην ζωή που μοιράζονταν, αυτή που τους ξεχώριζε και τους περιόριζε στην δική τους πραγματικότητα, πίσω από αγκαθωτά συρματοπλέγματα, ήταν και αυτό μια παράλογη πιθανότητα. Όσο παράλογη με την φωτιά στο φεγγάρι. Όταν σήκωσαν το κεφάλι τους άλλη μια φορά προς τον ουρανό οι αμφιβολίες τους τριπλασιάστηκαν. Η σελήνη, σε έναν βουβό τοκετό, έσκισε την φλούδα της και γέννησε έναν μικρό ήλιο, τον οποίο εκτόξευσε προς τη Γη. Μετά όλα έσβησαν σαν ψευδαίσθηση και ο ουράνιος θόλος ήταν ξανά ήσυχος και φυσιολογικός. Θα μπορούσε κάποιος να επιμείνει πως έβλεπε μια καινούργια μουτζούρα στο φεγγάρι, σαν απλωμένες στάχτες στην ασημένια άμμο, αλλά δεν θα μπορούσε να πείσει κανέναν. 2. Δεν προσποιούνταν τον κουρασμένο, αν και ήλπιζε να προλάβει να δει το φως της αυγής πριν το τέλος. Η κάθε του φτυαριά ήταν επώδυνη και βαριά, ασήκωτη στη σκέψη πως έσκαβε τον ίδιο του τον λάκκο. Οι δύο ρώσοι, ακουμπισμένοι στο αμάξι τους με το ραδιόφωνο στη διαπασόν, δεν έδειχναν να βιάζονται. Θα μπορούσαν να είχαν εκνευριστεί που αργούσε, γιατί ήθελαν να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα, αλλά μάλλον διασκέδαζαν την όλη διαδικασία. Σίγουρα δεν ήταν η πρώτη τους φορά. Θα πρέπει να είχαν φέρει κι άλλους φουκαράδες σε αυτό το μέρος, θα τους είχαν βάλει να σκάψουν μια τρύπα πριν τους φυτέψουν με σφαίρες στο χώμα. Εκεί είχε καταλήξει λοιπόν; Ένας φουκαράς που δεν είχε καταφέρει ποτέ τίποτα στη ζωή του, κατειλημμένος από ένα διαβολικό ζουζούνι που τον είχε και τον έσερνε από την μία πτώση στην άλλη; Του άξιζε να τελειώσουν όλα εδώ κι έτσι; Θυμήθηκε το βλέμμα του πατέρα του όταν του ανακοίνωσε πως παρατούσε την νομική, την όλη σπουδαστική ζωή γενικά. Πως θα γινόταν μια μέρα κάποιος, επιτυχημένος και με πολλά λεφτά…κάνοντας τι; Δεν θυμόταν τώρα. Πάντα υπήρχε κάτι. Κάτι που τον περίμενε στην επόμενη κορυφή, πίσω από την επόμενη γωνία. Και όλο του ξέφευγε όταν έφτανε εκεί για να τον περιμένει πάλι λίγο παραπέρα. Και δεν έβαζε ποτέ μυαλό γιατί το ζουζούνι του δεν έλεγε να τον αφήσει. Τον είχε και τον έσερνε. Δεν το είχε όμως το άστρο του. Του το είχαν πει αυτό μια φορά. «Δεν το έχει το άστρο σου.» Ο καημένος ο πατέρας του. Είχε φύγει από την ζωή πικραμένος και απογοητευμένος για το παιδί του, κι αν έβλεπε τώρα από κάπου, θα έβλεπε και αυτήν εδώ του την κατάντια, εδώ που θα τέλειωναν όλα. Σκυλίσια ζωή και σκυλίσιος θάνατος. Στέκονταν εκεί, τα όπλα τους πάνω στο καπό του αυτοκινήτου, ανάμεσα τους δύο μπουκάλια βότκα, και η τελευταία επιτυχία της Άννας Βίσση να δονεί την νύχτα μέσα από τα τερατώδη ηχεία. Ήταν μια επιβεβαίωση πως βρίσκονταν στη μέση του πουθενά, εδώ δεν θα τους άκουγε κανείς. Δεν μπορούσε ούτε να τρέξει, ούτε να φωνάξει. Αναρωτιόταν με πιο σουξέ θα αποχαιρετούσε αυτόν τον κόσμο. Συνέχισε να φτυαρίζει χώμα και χαλίκι, το βλέμμα του να παγώνει πότε-πότε πάνω στις μαύρες σακούλες δίπλα στον λάκκο. Τα σιχαμένα αποβράσματα. Ήξερε πως ήταν η Σβιέτα. Την είχαν φέρει για να τον συντροφέψει στον τάφο. Ήταν ανάγκη να την μοιράσουν σε τόσες σακούλες; Του το είχαν πει όμως πολλές φορές. Ο Σάσα ήταν σαδιστής και εκδικητικός. Ο Μαρίνος την είχε καταδικάσει σε αυτή τη μοίρα από την στιγμή που την ερωτεύτηκε. «Μπορείς να έχεις όποια θέλεις» του είχε πει ο Γιούρι, «φτάνει να το πεις πρώτα στον Σάσα. Μακριά όμως από τις δικές του.» Οι δικές του, τού Σάσα, ήταν τέσσερις. Και η Σβιέτα δεν ήταν καν μια από τις ψηλοκάπουλες στριπτιζέζ του. Μια συγχωριανή του ήταν, ένα γλυκό κορίτσι με παχουλά πόδια αλλά αγγελικό πρόσωπο. Ήταν η μόνη με την οποία ο Σάσα εξαφάνιζε το σκληρό του πρόσωπο και έβγαζε μια κάποια ανθρωπιά. Ο Μαρίνος δεν περίμενε ποτέ να της κάνει ο μαφιόζος τέτοιο κακό. «Συγχώρεσε με» ψιθύρισε και έπνιξε έναν λυγμό. «Είπες τίποτα Μαρίνο;» ρώτησε ένας από τους πιστολέρο, ο Ρόστικ. «Είπα πως στο τέλος, για να μας σκεπάσετε, όλη τη δουλειά θα την κάνετε μόνοι σας» φώναξε εκνευρισμένος. Είχε αρχίσει να μπαίνει στο στάδιο της αποδοχής της μοίρας του. «Τέλειωνε και άσε τις εξυπνάδες» είπε καγχάζοντας ο Γεωργιανός πριν πάρει άλλη μια γουλιά από το μπουκάλι του. «Σαν να έχει δίκιο» είπε ο άλλος, ο Γιούρι, «Δεν χρειάζεται να σκάψει άλλο. Είναι αρκετά βαθύς ο λάκκος, δεν είναι;» «Λίγο ακόμα. Αν τον ανακαλύψουν ξέρεις τι θα μας κάνει ο Σάσα.» «Ποιος θα τον ανακαλύψει εδώ;» «Αναλαμβάνεις λοιπόν την ευθύνη;» Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα παραπάνω ο Ρόστικ. Ο Γιούρι το βούλωσε αμέσως. Ο Μαρίνος είδε να ροδίζει ελαφρά ο ορίζοντας και αναθάρρησε. Ας έβλεπε τον ήλιο πριν πεθάνει. Τουλάχιστο ο θάνατος του θα ήταν γρηγορότερος από εκείνον της αγαπημένης του. Μόλις άρχισαν να χρυσίζουν οι μακρινές κορυφογραμμές, οι δύο ρώσοι πήραν τα όπλα τους από το καπό και πλησίασαν τον λάκκο. Στο ραδιόφωνο ο Δάντης στρίγκλιζε μια ροκιά και ο Μαρίνος βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του. «Πολύ καλός λάκκος» είπε ο Ρόστικ. «Πράγματι. Ο καλύτερος που έχουμε δει μέχρι τώρα» συμπλήρωσε ο Γιούρι, «Και χωρίς την συνοδεία από κλάψες και παρακάλια. Μπράβο.» «Άντε τελειώνετε» φώναξε ο Μαρίνος, το βλέμμα του καρφωμένο στον ορίζοντα. «Θέλεις να πεις μια προσευχή;» «Όχι.» Σήκωσαν τα περίστροφα τους και τον σημάδεψαν. Είχε ένα δευτερόλεπτο να αναλογιστεί την ζωή του. Δεν είχε βλάψει άνθρωπο στην ζωή του πλην του εαυτού του. Έτσι ήθελε τουλάχιστο να ελπίζει. Δεν είχε σκοτώσει ποτέ, ούτε ανήκε στον κύκλο διανομής ναρκωτικών του Σάσα. Ένας σοφέρ ήταν που οδηγούσε τα κορίτσια του ρώσου στις βίζιτες τους. Αν αυτό ήταν κολάσιμο, γι αυτό και μόνο ήταν έτοιμος να απαντήσει σε οτιδήποτε τον περίμενε στην άλλη πλευρά. Ανέμενε το μπαμ αλλά αυτό δεν ερχόταν. Κοίταξε τους δύο μπράβους και τους είδε να κοιτάζουν απορημένοι πάνω από το κεφάλι του. Ακολουθώντας το βλέμμα τους γύρισε να κοιτάξει πίσω και είδε κι εκείνος την τεράστια, φλεγόμενη μπάλα που έπεφτε από τον ουρανό προς την τοποθεσία τους. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Γιούρι και αντί για απάντηση ο Ρόστικ έστριψε και άρχισε να τρέχει σαν τρελός. «Μετεωρίτης» σκέφτηκε ο Μαρίνος πριν βουτήξει μέσα στον λάκκο. Τώρα χαιρόταν που τον είχε σκάψει βαθύ. Δεν υπήρχε χρόνος να κάνει κανείς οτιδήποτε για να αποφύγει το μοιραίο. Το φλεγόμενο βλήμα άφηνε πίσω του μια εντυπωσιακή, πύρινη ουρά ενάντια στο σκοτεινό μισό του ουρανού. Το σφύριγμα του ήταν εκκωφαντικό. Έσκασε πάνω στο εγκαταλειμμένο χωράφι σκορπώντας φωτιά και πέτρες, έκανε γκελ, και καίγοντας το έδαφος στον διάβα του, πέρασε σύρριζα πάνω από τον λάκκο του Μαρίνου, πήρε τον Γιούρι που δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ και έσκασε πάνω στο σταθμευμένο αμάξι των ρώσων. Το καπό του αυτοκινήτου βρήκε τον Ρόστικ πάνω στη φυγή του και τον έκοψε στα δύο, και πριν καν σταματήσουν τα πόδια του να τρέχουν, πρόλαβε ο Γεωργιανός να γυρίσει το κεφάλι του να δει την φλεγόμενη οκτακύλινδρη μηχανή να ακολουθεί το καπό για να διαλύσει ό,τι απέμεινε από εκείνον. Ο Μαρίνος έχωσε το πρόσωπο του βαθύτερα στο χώμα και άρχισε μια προσευχή γνωρίζοντας πως είχε σωθεί από την εκτέλεση, όχι όμως κι από τον μετεωρίτη. Φωτιά, πέτρες και κομμάτια από αυτοκίνητο έβρεχαν γύρω του ανοίγοντας μικρούς κρατήρες γύρω από τον ένα, τον μεγάλο. Η Κιάρα πετάχτηκε τσιρίζοντας μέσα από τις στάχτες, όλο τσατίλα, κλοτσώντας δεξιά κι αριστερά ό,τι έβρισκε το πόδι της. Η εικόνα της, μέσα σε εκείνο το χάος καπνού και φωτιάς, αν και αναπάντεχη σαν παρουσία, ήταν σχεδόν ταιριαστή, αν μπορούσε κάποιος παρατηρητής να εστιάσει ψύχραιμα την φαντασία του. Μικρούλα, με μαύρα κορακίσια μαλλιά, τεράστια μάτια και δέρμα λευκό σαν πορσελάνη. Το φόρεμα της ήταν κατάμαυρο, σαν πολλά στρώματα υφαντού αράχνης, καψαλισμένο και ασύμμετρο στις άκρες, που κυμάτιζε ζωντανά και στο πιο απαλό αεράκι γύρω από την μινιόν φυσιογνωμία της. Άφηνε τους κατάλευκους της ώμους και τα αδύνατα κανιά που είχε για πόδια ακάλυπτα. Το αληθινά περίεργο στην εμφάνιση της ήταν το πλατύ, στρογγυλό καπέλο με την μυτερή κορυφή που φορούσε. Νομίζεις και όλος εκείνος ο χαλασμός δεν ήταν αρκετός για να της το πετάξει από το κεφάλι. Ναι, αυτή ήταν η Κιάρα, έδειχνε σαν στο σπίτι της μέσα στη φωτιά και την μπούρμπερη. Κοίταζε γύρω της εκνευρισμένη. «Φτάσαμε; Αυτό είναι; Δε λέει και πολλά.» Σήκωσε από το χώμα ένα κομμάτι από το τσουκάλι της που κάπνιζε ακόμα. «Δε μας βλέπω πάντως να φεύγουμε σύντομα, Κοκαλάκι» είπε και σαν απάντηση πήρε ένα χαμηλό κροτάλισμα. Δίπλα στο παπουτσωμένο πόδι της υπήρχε ένας μικρός σκελετός από κάποιο αδιευκρίνιστο ζωάκι που με μικρά πηδηματάκια ανοιγόκλεινε τα σαγόνια του σχολιάζοντας. Το πήρε και το εναπόθεσε στον ώμο της. Εκείνο ξεδίπλωσε μακριά, γαμψά δάκτυλα και γαντζώθηκε καλά πάνω της. Το τοπίο αποτελούνταν μόνο από ξερούς θάμνους και στεγνό χώμα. Οι φωτιές έσβησαν γρήγορα και έμεινε μόνο μαύρη, σκαμμένη γη που ανέδυε αποπνικτική κάπνα. Ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει στον ορίζοντα όταν ο Μαρίνος τόλμησε να βγάλει τον κεφάλι του από τον λάκκο. Είχαν καψαλιστεί τα ρούχα του αλλά ήταν ζωντανός. Είχε γλιτώσει και αντίκριζε την αυγή μιας νέας μέρας. Πετάχτηκε όρθιος και έβγαλε μια κραυγή. Ήταν απίστευτο αλλά είχε διασωθεί από κάτι που μόνο θεϊκή παρέμβαση θύμιζε. Ήταν ένα θαύμα. Είδε τον τεράστιο κρατήρα με κομμάτια του αμαξιού των ρώσων μπηγμένα βαθιά στο χώμα. Οι κακοί ήταν νεκροί, σκέφτηκε. Το έργο όμως δεν έμοιαζε να τελειώνει, αλλά να ξεκινάει. Ταυτόχρονα αντιλήφθηκε το μικρό κορίτσι που στεκόταν εκεί και τον κοίταζε. Τι φορούσε; Κάποιο κοστούμι από τις απόκριες; Που βρέθηκε τώρα εδώ; Ήταν ξαφνικά όλα τόσο παράλογα. «Ποια είσαι εσύ; Είδες τι έγινε;» τη ρώτησε. Τουλάχιστο είχε μπροστά της έναν ντόπιο ιθαγενή. Θα μάθαινε κάτι, αν δεν ήταν τελείως ηλίθιος δηλαδή. Τον πλησίασε ανυπόμονη. «Είναι το Μπαφ εδώ;» «Ορίστε;» «Το Άκτσαμπαφ! Το Μπαφ ντε!» «Δεν καταλαβαίνω τι μου λες κοριτσάκι. Πως βρέθηκες εδώ;» «Διάβασα τα ξόρκια της Κλο. Έσφαξα τρεις κτένες, δεν άφησα να μου χυθεί σταγόνα από το αίμα τους, πρόσθεσα τις στάχτες του Οίκου Φθόνιξ, επιβεβαιωμένες οι στάχτες παρακαλώ, όλα τα κατάλληλα και δευτερεύοντα υλικά των Απόκληρων, και διάβασα τα Σκόρπια Ξόρκια της Κλο στην Ισημερινή τους σειρά. Και μπουμ να’μαι! Εδώ λοιπόν πρέπει να είναι το Μπαφ! Το Άκτσαμπαφ! Ο κάτω κόσμος, ο καταραμένος τόπος όλων των εξόριστων της Σασλαμαλάνδης και των καθημερινών ξόφαλτσων βρισιών! Απάντησε μου!» Ο Μαρίνος ένιωθε περίεργα. Τι έλεγε αυτή η τρελή; Κι εκείνο το πράγμα στον ώμο της που έμοιαζε με βαλσαμωμένο πουλί, ή κάτι ψόφιο τέλος πάντων, κινούνταν ή του φαινόταν; Από την άλλη όμως, αναλογίστηκε τον φλεγόμενο μετεωρίτη. Κοίταξε το σκηνικό γύρω τους όπως άρχισε να ζωντανεύει στο φως της ημέρας. Ήθελε περίπου δύο ώρες ποδαρόδρομο μέχρι να φτάσουν στην Εθνική Οδό. Από πού είχε έρθει αυτό το κορίτσι; Ήταν κάπου κρυμμένη και τους παρακολουθούσε όλη αυτή την ώρα; Μήπως την βρήκε κάποιο θραύσμα στο κεφάλι; Η Κιάρα σταύρωσε τα χέρια της φουρκισμένη. «Κι αν σε ρωτούσα αν έχεις ακουστά τον βασιλιά Μπρουχάλβα τι θα απαντούσες;» «Πως μάλλον δεν είναι η ώρα για παραμύθια και παιχνίδια. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να επιστρέψω στην Αθήνα. Μήπως ζεις εδώ κοντά κάπου; Έχετε εξοχικό; Τηλέφωνο; Μην έχεις κινητό απάνω σου;» Η Κιάρα ευχήθηκε από μέσα της αυτός ο άντρας να ήταν ηλίθιος. Γιατί αν είχε κάνει λάθος στο ξόρκι η θέση της ήταν τραγική. Κοίταξε γύρω της στην καμένη γη, μυρίζοντας, ψάχνοντας κάτι. Προς χαρά της το βρήκε αμέσως. Έτρεξε λίγο παραπέρα και άρχισε να σκάβει το χώμα με τα χέρια της. Έβγαλε και σήκωσε στα χέρια της το μαυρισμένο ανθρώπινο κρανίο. Είχε ακόμα πάνω του μερικές καρβουνιασμένες σάρκες. Ο Μαρίνος αντέδρασε με αηδία. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν ο Γιούρι ή ο Ρόστικ. «Έι, κοριτσάκι, τι κάνεις εκεί; Άστο κάτω αυτό!» «Με λένε Κιάρα» είπε και τον κοίταξε με μισό μάτι. «Εντάξει Κιάρα…μην το αγγίζεις αυτό…» Εκείνη έπαψε να του δίνει σημασία. Έτριψε την κορυφή του κρανίου και ψιθύρισε μερικά ακαταλαβίστικα λόγια. Αμέσως μια πορφυρή ανταύγεια ξεχύθηκε από τις κόγχες του κρανίου και τύλιξε ολόκληρη την κάρα. «Τι στο διάολο…» ξεστόμισε ο Μαρίνος έκπληκτος και έκανε ένα βήμα πίσω. «Τέλεια» φώναξε χαρούμενη η Κιάρα. Μετά γύρισε το βλέμμα της και κοίταξε εκείνον. Ο Μαρίνος πρόσεξε για πρώτη φορά τα μυτερά της δόντια. Δεν υπήρχε τίποτα φυσιολογικό με αυτό το κορίτσι. Αν είχε έρθει ουρανοκατέβατο καβάλα σε ένα φλεγόμενο σκουπόξυλο ήταν έτοιμος να το πιστέψει. «Κοίτα, κάνε ό,τι νομίζεις» της είπε και η Κιάρα έκανε αυτό ακριβώς. Όρμησε πάνω του και ο Μαρίνος, πισωπατώντας, έχασε την ισορροπία του και έπεσε κάτω. Η Κιάρα κάθισε αμέσως στο στομάχι του, τον άρπαξε από το χέρι και ρούφηξε μέσα στο στόμα της το μικρό του δαχτυλάκι. Αμέσως ένιωσε έναν σουβλερό πόνο, πριν τον κρότο, πριν τραβήξει το κεφάλι της με το δάχτυλο του πίσω από τα κλειστά της σαγόνια. Ούρλιαξε και την τίναξε μακριά του, στριφογυρνώντας στο έδαφος, το ένα χέρι μέσα στο άλλο, ζεστό αίμα να πλημμυρίζει τις χούφτες του. Μέσα από τα δάκρυα του την είδε να ξεκοκαλίζει το δάχτυλο του με τα δόντια της, να φτύνει όμως το κρέας για να κρατήσει τον εσωτερικό σκελετό του. Ήθελε να την αρπάξει από το λαιμουδάκι της, να της ξεπληρώσει το κακό κατάλληλα, προείχε όμως να δέσει πρώτα το τραύμα πριν αιμορραγήσει μέχρι θανάτου. Συνήθεια που του είχε απομείνει από τα χρόνια που τον έντυνε η μητέρα του, τα λινά μαντίλια, είχε πάντα ένα στη τσέπη του. Έψαξε με αγωνία και το βρήκε, έδεσε την πληγή όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Η Κιάρα έβαλε το δαχτυλάκι πάνω στο κρανίο, το σήκωσε ξανά στα χέρια της και φώναξε δυνατά. «Που είναι ο βασιλιάς Μπροκ;! Βρες τον βασιλιά Μπρουχάλβα!» Αμέσως το κοκάλινο δαχτυλάκι άρχισε να περιστρέφεται πάνω στο κρανίο σαν μαγνητικά μεθυσμένη βελόνα πυξίδας. Μετά από συνεχόμενες περιστροφές φρέναρε προς μια κατεύθυνση, ταλαντεύτηκε λίγο και παίρνοντας το απόφαση τσιτώθηκε δείχνοντας ένα σημείο του ορίζοντα. Το κρανίο άνοιξε τα δόντια του και του ξέφυγε ένας μακρόσυρτος αναστεναγμός. «Το βλέπεις Κοκαλάκι;!» φώναξε ενθουσιασμένη, «Εδώ είμαστε! Μα το Μπαφ, είμαστε στο Μπαφ!» Ξέσπασε στα γέλια και άρχισε να χοροπηδάει με το Κοκαλάκι πάνω στο καπέλο της να αναπηδάει και να χειροκροτεί με τα μακρουλά του δαχτυλάκια. Σταμάτησε απότομα και έδειχνε να το σκέπτεται. «Καλύτερα να βρούμε πρώτα τον Μουίρ. Θα κάνει την αποστολή μας πιο εύκολη. Που είναι ο Μάγος Μουίρ;! Δείξε μου τον Μάγο Μουίρ!» Το δάχτυλο έκανε μερικές στροφές ακόμα πάνω στο κρανίο πριν δείξει μια νέα κατεύθυνση. Το βλέμμα της Κιάρας έμοιαζε να σκοτεινιάζει. «Δεν είναι μαζί. Κρίμα. Αλλά πέρασε και τόσος καιρός. Ποιος ξέρει τι δοκιμασίες είχαν να υποστούν σε τούτη την κόλαση.» Γύρισε την προσοχή της πάλι στον Μαρίνο. Εκείνος έκρυψε όσο μπορούσε τα χέρια του. «Χρειάζομαι έναν οδηγό. Νομίζω πως μου κάνεις για τώρα» του είπε. «Κοίτα…δεν ξέρω τι είσαι…αν όμως με ξαναπλησιάσεις θα σου ξεριζώσω το κεφάλι, ακόμα κι αν είναι η τελευταία μου πράξη!» «Δεν καταλαβαίνω τον θυμό σου. Εσύ μου προσφέρθηκες για τον σκοπό μου και μου ανήκεις πλέον.» «Τι έκανα λέει;!» «‘Κάνε ό,τι νομίζεις’ ήταν τα λόγια σου. Δεν μπορεί να εννοείτε τα ανάποδα από αυτά που λέτε! Ήξερα πως ο Μπαφ είναι ο αντί-κόσμος όχι όμως σε τέτοιο βαθμό.» Η Κιάρα έστρεψε το κρανίο που κρατούσε προς τον Μαρίνο. Μια πορφυρή λάμψη πετάχτηκε από τις κενές κόγχες και του έκαψε τα μάτια. Έπεσε κάτω σφαδάζοντας καθώς ένιωθε αμέτρητες μικρές λεπίδες να του κάνουν το μυαλό φέτες. Σκοτείνιασε το σύμπαν γύρω του και ο οξύς πόνος υποχώρησε σε έναν ανεκτό πονοκέφαλο. Κόπιασε να σταθεί στα πόδια του, αντιλαμβανόμενος με τρόμο πως είχε τυφλωθεί. «Τι μού’κανες;! Δε βλέπω! Είμαι τυφλός!» «Μόνο επειδή μου αντιστέκεσαι. Τα μάτια σου δεν έχουν πάθει τίποτα. Αποδέξου πως θα με υπηρετήσεις και θα βλέπεις μια χαρά.» Ήθελε να πιαστεί από οπουδήποτε. Δέχτηκε τα λόγια της και πάσχισε να σκεφτεί αυτά που του πρόσταζε. «Ακόμα δεν βλέπω.» «Γιατί δεν είσαι ακόμα ειλικρινής.» Είχε δίκιο. Αυτό που βασικά ήθελε ήταν να την καρυδώσει. Πήρε βαθιές εισπνοές, άφησε βαθιές εκπνοές, για να χαλαρώσει. Ήταν ζωντανός. Μπορούσε να κάνει μια κάποια υποχώρηση στην σατανική του σωτήρα. Ξαφνικά έβλεπε. Ολοκάθαρα. Η Κιάρα ήταν εκεί και τον κοίταζε χαμογελώντας. Αμέσως σκέφτηκε να την αρχίσει στις κλωτσιές και τα χαστούκια. Μαύρισε πάλι το σύμπαν. «Θέλει εξάσκηση» τον κανάκεψε, «Πρέπει να είσαι πολύ πεισματάρης.» Στο τέλος κατάφερε να πείσει τον εαυτό του πως θα ήταν υπάκουος. Δεν ήταν δύσκολο. Ξεγελούσε με αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του όλη του τη ζωή. Και η όραση του επέστρεψε ξανά. «Τέλεια» είπε η Κιάρα. «Ακολουθούμε τώρα το δάχτυλο.» Συνεχίζεται Edited May 31, 2008 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted January 4, 2008 Share Posted January 4, 2008 Δεν ξέρω αν αυτή η έκδοση έχει διορθώσεις ή όχι, πάντως εγώ διάβασα ολόκληρη την ιστορία όπως είχε σηκωθεί στο εργαστήρι συγγραφέων. Για αρχή η ιστορία μου θύμισε πολύ Clive Barker της δεύτερης περιόδου του στο λιγότερο φλύαρο και χωρίς τους κύκλους/αλλαγές πλοκής από το πουθενά που τον χαρακτηρίζουν, αλλά γενικά με όλα τα καλά και τα κακά που συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Η κεντρική ιδέα έχει γενικά ενδιαφέρον και η πλοκή προχωράει με γοργό ρυθμό και το φινάλε να είναι εκρηκτικό, σε σημεία όμως ένιωθα ένα πολύ campy κλίμα που κάπου χαλούσε την ατμόσφαιρα. Λίγο οι αρπιτζάδες, λίγο οι μαφιόζοι, λίγο οι παπάδες, λίγο η γραφή σου έβγαζε παραπάνω γέλιο από όσο έπρεπε και χαλούσε τη σούπα. Όμως, πέρα από τις όποιες γραφικότητες, το αποτέλεσμα δουλεύει αρκετά καλά Αλλά αυτό που σίγουρα χρειάζετια στρώσιμο κατά τη γλώσσα μου είναι η γραφή (πράγμα λογικό για το πρώτο draft του nanowrimo) η οποία σε σημεία αλλάζει εντελώς ύφος, παίρνοντας πολλές φορές ένα αταίριαστο με τις σκηνές "καθημερινό" τόνο που αφαιρόυσαν από το αποτέλεσμα. Η πρώτη εντύπωση (εδώ δεν ξέρω κατά πόσο θα αλλάξει) είναι ούτε κρύο ούτε ζέστη - ωραίες ιδέες και πλοκή, γραφή που τις προδίδει και δεν τους επιτρέπει να φτάσουν εκεί που μπορούν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted January 4, 2008 Author Share Posted January 4, 2008 (edited) σε σημεία όμως ένιωθα ένα πολύ campy κλίμα που κάπου χαλούσε την ατμόσφαιρα. Λίγο οι αρπιτζάδες, λίγο οι μαφιόζοι, λίγο οι παπάδες, λίγο η γραφή σου έβγαζε παραπάνω γέλιο από όσο έπρεπε και χαλούσε τη σούπα. Το ότι η γραφή θα θέλει βελτίωση δεν το αρνούμαι. Το αν μπορώ να δω τα σημεία που βλέπουν οι άλλοι και να κάνω κάτι, γι αυτό προσπαθώ αλλά μάλλον μπορώ να κάνω λίγα για να διορθώσω την κατάσταση. Για όσα λες στο άνωθεν quote...αυτή ήταν η πρόθεση μου, και είχα το αποτέλεσμα που επιθυμούσα. Αν δεν πέφτω σωστά στα "κουτιά" κάποιας συγκεκριμένης κατηγορίας, αυτό είναι μια άποψη που - αν την έχω καταλάβει σωστά - με σοκάρει όταν την συναντώ. Δεν είμαστε κάπως νέοι, και θα πρέπει να παραμένουμε έτσι, για να σκληραίνουμε τα όρια μας; Δηλαδή, για να σου πω τι κατάλαβα πως λες, οι σκηνοθέτες John Ford και Howard Hawks που έκαναν κάποια από τα παλιά, κλασσικά western με τον John Wayne θα πρέπει να είχαν οργιστεί με τον Sergio Leone και τον τρόπο που "έπαιζε" με τους θεσμούς του είδους στα δικά του σπαγκέτι. Και η καθημερινή γραφή, ήταν και αυτό μέσα στις προθέσεις μου. Έχω βαρεθεί να βλέπω στην τηλεόραση ελληνικά θρίλερ ή τρόμου όπου όλοι - μα όλοι - φέρνονται μυστήρια και περίεργα, γιατί αυτό είναι έργο θρίλερ ή τρόμου. Εγώ γουστάρω να ξεκινάω μια ιστορία σε στυλ Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο και στα μισά ο Φωτόπουλος και ο Αυλωνίτης να συναντούν λυκάνθρωπο. Εκεί σε θέλω. Αν δηλάδή κάθεσαι και βλέπεις στην τηλεόραση κάθε Τρίτη Λαζόπουλο αποκλείεται να είσαι και αυτός που θα τον απαγάγουν εξωγήινοι το ίδιο βράδυ;! Edited January 4, 2008 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted January 4, 2008 Share Posted January 4, 2008 Δεν εννοούσα ακριβώς αυτό που λες από πάνω, μιλάω για κάποιες "γραφικότητες", "κλισέ" και τα λοιπά που μπαίνουν μέσα και δίνουν έναν αθέλητα κωμικό τόνο. Μάλλον το "campy" ήταν ένας λάθος όρος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mman Posted January 4, 2008 Share Posted January 4, 2008 Ντίνο, μη μας λυπάσαι! Ανέβασε όλο το "Οστεοδρόμιο"! Προσωπικά δεν ξεκινάω καν να διαβάσω το πρώτο μέρος αν δεν ξέρω ότι μπορώ να φτάσω μέχρι το τέλος. Δεν νομίζω ότι έχει νόημα το σταδιακό ανέβασμα. Βάλε όλο το έργο ναξέρουμε γιατι μιλάμε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted January 5, 2008 Author Share Posted January 5, 2008 Ντίνο, μη μας λυπάσαι! Ανέβασε όλο το "Οστεοδρόμιο"! Προσωπικά δεν ξεκινάω καν να διαβάσω το πρώτο μέρος αν δεν ξέρω ότι μπορώ να φτάσω μέχρι το τέλος. Δεν νομίζω ότι έχει νόημα το σταδιακό ανέβασμα. Βάλε όλο το έργο ναξέρουμε γιατι μιλάμε. Ε, μιλάμε για 20 κεφάλαια, 50.000 λέξεις. Το διαβάζω ξανά αυτή τη στιγμή. Θα το ανεβάσω λίγο γρηγορότερα, όσο θα τελειώνω τη φορά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted December 11, 2008 Share Posted December 11, 2008 Δε θυμάμαι που το έβαλε ολοκληρωμένο το Οστεοδρόμιο ο Ντίνος, αλλά το έχω διαβάσει εδώ και καιρό και είναι αρκετά αξιόλολο για ελληνικό χέρι. Αποτελεί το προηγούμενο Νανορίμο του (τώρα ετοιμάζει το νεότερο) και όποιος έχει τα κότσια να το διαβάσει σίγουρα δε θα χάσει. Συμφωνώ ότι κάποια στοιχεία του δε φαίνεται να κολλάνε διόλου, ιδίως για ελληνικό κοινό θα νοιώθουνε πολλοί σαν εξωγήινοι. Πιο πολύ φέρνει σε χολιγουντιανό Αμερικάνικο σέτινγκ μιας που οι Έλληνες δεν είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοια σενάρια εντός Ελλάδας. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 11, 2008 Author Share Posted December 11, 2008 Συμφωνώ ότι κάποια στοιχεία του δε φαίνεται να κολλάνε διόλου, ιδίως για ελληνικό κοινό θα νοιώθουνε πολλοί σαν εξωγήινοι. Πιο πολύ φέρνει σε χολιγουντιανό Αμερικάνικο σέτινγκ μιας που οι Έλληνες δεν είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοια σενάρια εντός Ελλάδας. Θα ήθελα να σας κάνω να το συνηθίσεται, από το δικό μου χέρι. Από μικρός που έβλεπα αμερικάνικες ταινίες και ονειροπολούσα δικές μου ιστορίες-αντίγραφα σε ελληνικό πλαίσιο, αυτό ήταν μάλλον ο σκοπός μου. Το "Οστεοδρόμιο" το αφαίρεσα εγώ από το φόρουμ. Είναι too much για να αφιερωθεί κάποιος από σας να το διαβάσει, εκτός κι αν πληρώσει γι αυτό. :tongue: Είναι το επόμενο "βιβλίο" που έχω σκοπό να δείξω στο Οξύ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted December 11, 2008 Share Posted December 11, 2008 Το "Οστεοδρόμιο" το αφαίρεσα εγώ από το φόρουμ. Είναι too much για να αφιερωθεί κάποιος από σας να το διαβάσει, εκτός κι αν πληρώσει γι αυτό. :tongue: Είναι το επόμενο "βιβλίο" που έχω σκοπό να δείξω στο Οξύ. Αυτή τη φορά, αν αλλάξεις μία λέξη, να μας πεις ποια ήταν. Μην είναι ατελές το πειρατικό αντίτυπο που θα σηκώσω στα torrents Πάντως κι εγώ το είχα διαβάσει τότε και είχα πει ότι ο "κακός" της υπόθεσης είναι μέσα στο τοπ-10 (ή τοπ-5; δε θυμάμαι καλά) των κακών που έχω δει σε βιβλίο, αρκεί να συνέχιζε έτσι ως το τέλος. Μετά ήταν που είχε πέσει το sff και χάθηκαν διάφορα και ουδέποτε έβαλα την κριτική μου για το φινάλε. Ήθελα να πω ότι ο συγκεκριμένος τύπος έπαψε να είναι στους αγαπημένους μου κακούς, γιατί ήταν τόσο καταπληκτικός ο τρόπος που παρουσίαζες τις σκέψεις του και οι ενέργειες που σκέφτηκες γι' αυτόν, ώστε μπήκε στους αγαπημένους μου χαρακτήρες. Τέλος πάντων, περισσότερα θα γράψω στην κριτική μου ότανμε το καλό εκδοθεί. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted November 14, 2010 Author Share Posted November 14, 2010 Απόσπασμα (DnD): (Δεν έχω προσωπική πείρα, και το κείμενο τσεκαρίστηκε ως "επιτρεπτό" από γνώστες. Συγνώμη στους φίλους. :tongue: ) Κάθισε σε ένα παγκάκι για να εξετάσει τις επιλογές της από την λεία όταν είδε δύο κορίτσια, πολύ μεγαλύτερα από την ίδια, να διασχίζουν τον δρόμο προς το μέρος της. Αυτό που έκανε τα συγκεκριμένα κορίτσια άξια της προσοχής της ήταν ο τρόπος που ήταν ντυμένα. Ξεχώριζαν σε ενδυμασίες που είχαν μια έστω θεατρική απεικόνιση του εθιμοτυπικού ρουχισμού στη Μασέρα. Φτηνά τούλια που ραμμένα μεταξύ τους με φαντασία έδιναν ένα κάποιο ονειρικό αποτέλεσμα. Τα μάτια τους είχαν βαφεί έντονα γαλάζια και πράσινα, με δάκρυα από γκλίτερ να στιγματίζουν τα μάγουλα τους. Η μία φορούσε ένα στέμμα ενώ και οι δύο κρατούσαν από ένα σκήπτρο. «Χμ. Περίεργο» είπε στον εαυτό της. Κατέβηκε από το παγκάκι και άρχισε να βαδίζει απροκάλυπτα μαζί τους. Την είδαν και της χαμογέλασαν. «Στου Παναγιώτη πας κι εσύ;» την ρώτησε η μία. «Ναι» απάντησε. «Ωραίο κοστούμι φοράς.» «Ευχαριστώ…Κι εσύ.» Έφτασαν σε είσοδο πολυκατοικίας και συνάντησαν εκεί δύο ιππότες, έναν νάνο και έναν μάγο. Ο μάγος και ο νάνος ήταν ντυμένοι τελείως λάθος, φορούσαν άλλ’αντ’άλλων, αλλά η Κιάρα δεν είχε διάθεση να το κάνει θέμα. Ήταν περίεργη για την συνέχεια. Η ομάδα χτύπησε το κουδούνι και είχε μια σύντομη συνομιλία με την πόρτα. «Ποιος είναι;» «Η συνοδεία!» Η πόρτα ζουζούνισε και άνοιξε για να περάσουν. Ανέβηκαν μια σκάλα μέχρι την ανοιχτή πόρτα ενός διαμερίσματος. Εκεί στεκόταν ένας στρουμπουλός νεαρός με βαμμένο πρόσωπο, ένας κεραυνός χώριζε το πρόσωπο του στα δύο, με μια σκούρα μπέρτα να τον καλύπτει ολόκληρο. «Ποια χτυπάει την πύλη μου;» ρώτησε την πρώτη. «Η Αλθία του Αλπακάν, Γητεύτρια της Ομίχλης» απάντησε εκείνη. «Είσελθε.» «Ποια χτυπάει την πύλη μου;» ρώτησε ξανά την δεύτερη. «Η Ζώστρα των Φυλάκων. Αχθοφόρος της Αστραπής.» «Είσελθε.» Θα έκανε την ερώτηση και τρίτη φορά, του βγήκε όμως μια απορημένη γκριμάτσα στη θέα του μικρού, μαυροφορεμένου κοριτσιού. «Κιάρα, των Θεσμοθετών της Μασέρας. Απόστολος της Περιέργειας» είπε μόνη της και πέρασε μέσα. Υπήρχαν κάπου άλλα έξι άτομα στο σαλόνι, χωρίς κοστούμι, πλην δύο που φορούσαν καπέλα που η Κιάρα δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. Στο κεντρικό τραπέζι υπήρχαν μερικά φανταχτερά εγχειρίδια στολισμένα με πετράδια, πουγκιά, κρύσταλλοι, φυλλάδια, σημειωματάρια, τράπουλες, νερό, αναψυκτικά και ξηροί καρποί. Η Κιάρα έβγαλε μια χούφτα καραμέλες και άφησε την δική της προσφορά πάνω στο τραπέζι. Ο καθένας άρχισε να παίρνει την θέση του όταν ήρθε και ο μάγος της πύλης για να συμπληρωθεί η σύναξη τους. Έδειχνε προβληματισμένος από την παρουσία της Κιάρας. «Ποια είσαι εσύ είπαμε;» την ρώτησε εκνευρισμένος. «Η Κιάρα, των Θε…» Γύρισε τον εκνευρισμό του στους άλλους. «Ποια είναι αυτή;» «Η Κιάρα!» φώναξαν όλοι μαζί γελώντας. «Ποιος την έφερε εδώ;» Η Κιάρα άστραψε το δεξί της μάτι προς την Αλθία του Αλπακάν. Μια πράσινη ανταύγεια αναβόσβησε στα μάτια της κοπέλας. «Ήρθε μαζί μου. Ποιο είναι το πρόβλημα σου Πάνο;» «Το πρόβλημα μου…Εδώ μέσα, αυτή τη στιγμή, θα μου απευθύνεσαι με το όνομα που με ορίζει.» «Ποιο είναι το πρόβλημα σου ω Ματζίστορ, του Λευκού Δισκοπότηρου;» του πέταξε ειρωνικά η Αλθία. «Έχω θέσει κανόνες, αυτό είναι το πρόβλημα μου. Βρισκόμαστε σε κρίσιμο σημείο και οι ισορροπίες είναι ευάλωτες! Δεν είμαστε για εκπλήξεις της τελευταίας στιγμής. Όχι νέοι παίκτες ή χαρακτήρες από την τρίτη συνεδρία και μετά!» «Η Κιάρα ήρθε μόνο για να παρακολουθήσει. Θα καθίσει φρόνιμα εδώ δίπλα μου και δεν θα ενοχλεί κανέναν. Έτσι δεν είναι Κιάρα;» Η μικρή μάγισσα κοίταξε τον Ματζίστορ και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, με το πιο γλυκό και αθώο μουτράκι που διέθετε. «Έλα ω Ματζίστορ. Μην είσαι τόσο δυσκοίλιος» είπε κάποιος άλλος και ακολούθησαν και άλλα γέλια. «Καλώς» βρόντηξε ο Ματζίστορ και σήκωσε ένα τετράδιο από το τραπέζι. «Πάρτε τις θέσεις σας και ησυχία. Θα διαβάσω μια επανάληψη της αποστολής μέχρι σήμερα γιατί αν θυμάμαι καλά, είχαμε διακόψει πάνω σε μια σημαντική διαφωνία την τελευταία φορά.» Η Κιάρα βολεύτηκε δίπλα στην Αλθία που της γέμισε ένα ποτήρι με κόκα κόλα. Συνήθως θα απέφευγε οποιοδήποτε μαύρο ρόφημα που σφύριζε σαν πιθάρι γεμάτο φονικές άσπες αλλά δεν ήθελε να προσβάλλει την φίλη της. Μια πρώτη δοκιμή της φανέρωσε την έκπληξη, ζάχαρη, υπέροχη καραμελένια ζάχαρη σε υγρή μορφή. Αποφάσισε αμέσως πως από την στιγμή εκείνη αυτό και μόνο αυτό θα ήταν το ποτό της στο υπόλοιπο της παραμονής της στο Μπαφ. Ο Ματζίστορ στεκόταν τώρα απέναντι από την Αλθία προτάσσοντας της το σοβαρό του βλέμμα. Τα λόγια του έβγαιναν επάξια δραματικά. «Οι σύντροφοι σου έχουν πέσει δέσμιοι στην σκοτεινή δύναμη του Βόλτον, Αλθία. Δεν μπορείς να βασίζεσαι στη βοήθεια τους. Είσαι μόνη ενάντια στην εκδικητική μανία του Σκοτεινού Ιππότη!» Η Κιάρα δεν πίστευε στα αφτιά της. Απίστευτες καταστάσεις, το ένα γελοίο όνομα μετά το άλλο, μαγικές δυνάμεις στα χέρια ηλιθίων, ποιος ανεύθυνος τα είχε επινοήσει όλα αυτά; Δεν είχε απομείνει πλέον καμία απορία στο γιατί αυτός ο κόσμος δικαίωνε την φήμη του. Η Αλθία κοίταζε τις κάρτες της και ζύγιαζε τις επιλογές της. «Τι μου έχει απομείνει;» μουρμούραγε στον εαυτό της. «Να του πετάξουμε πράσινα αβγά να τον γεμίσουμε μπιμπίκια; Θα ξύνεται μέχρι την Έλευση του Καμπόρο Κούλθηρ» πρότεινε η Κιάρα. Την Αλθία την πιάσανε τα γέλια. «Τι είναι τόσο αστείο;» ρώτησε βλοσυρά ο Ματζίστορ. «Να πετάξω στον Σκοτεινό Ιππότη πράσινα αβγά, να βγάλει μπιμπίκια;» είπε η Αλθία συνεχίζοντας να γελάει. Ο Ματζίστορ δεν το βρήκε αστείο. «Η στιγμή είναι δύσκολη για σένα και τους συντρόφους σου. Βασίζονται πάνω σου τώρα. Ακολούθα τους κανόνες και μην εφευρίσκεις ό,τι σου κατέβει.» Στην τελευταία του φράση κάρφωσε με το βλέμμα του την Κιάρα. Η Αλθία κοίταξε την κάρτα της. «Έχω μόνο μια σφαίρα λαμπρής εκκένωσης…» μουρμούρισε πάλι σκεφτική. «Έχω κάτι παρόμοιο» την καθησύχασε η Κιάρα. Ενώ ο Ματζίστορ συνέχισε να απευθύνεται στην Αλθία, το βλέμμα του έμεινε πάνω στην μικρή μάγισσα. Ίσως έφταιγε που τον κοίταζε κι εκείνη τόσο αντιδραστικά, κατσουφιασμένη. «Ο Σκοτεινός Ιππότης σε περιμένει στο ξέφωτο. Από ένα φονικό όπλο στο κάθε ένα από τα τέσσερα του χέρια. Το τρομερό σπαθί της πικρής φλόγας, το βροντερό τσεκούρι του μαύρου θρήνου, το άπονο δόρυ της λήθης και το φριχτό δρεπάνι του άσβεστου μίσους. Το σιχαμερό του άτι γλύφει τα κοφτερά του σαγόνια πεινασμένο για τις σάρκες σου, οι ατσάλινες του οπλές ανυπόμονες να σε ποδοπατήσουν. Και ανάμεσα σε σένα και το ξέφωτο, οι ορδές του Σκοτεινού Ιππότη, πέντε λόχοι αφηνιασμένοι σκληροτόμαροι τζουτζέδες.» Ο Ματζίστορ έσκυψε πάνω από το τραπέζι προς την Κιάρα καθώς οι υπόλοιποι έδειχναν να διασκεδάζουν την στιγμή. «Τι κάνεις λοιπόν μικρό κοριτσάκι; Ε; Τι – κάνεις;» Η γαλάζια έκρηξη εξαφάνισε με μία εκπνοή τους τοίχους της βορειοανατολικής γωνίας του δεύτερου ορόφου της πολυκατοικίας. Κάθε πέτρα, τούβλο και βοτσαλάκι μετατράπηκαν σε νέφος από κονίαμα πριν φτάσουν στο οδόστρωμα κάτω. Δεν ράγισαν κεφάλια αλλά τζαμαρίες και παράθυρα, κυρίως από τον εκκωφαντικό θόρυβο. Η γειτονιά πνίγηκε στην τέφρα και την σκόνη, με μόνη αναλαμπή στο όλο χάλι, οι περίεργες και όμορφες γαλάζιες σπίθες που αναπηδούσαν πάνω σε κάθε τι μεταλλικό. … … … «Ανακεφαλαίωση!» φώναξε ο Γρύλλος, «Τι έχουμε; Πάμε πάλι με τη σειρά. Την ακριβή, χρονική σειρά!» Άνοιξαν τις σημειώσεις τους, μια χορωδία από ξεφύλλισμα σελίδων. Σηκώθηκε όρθια η Αγγελική Αυγέρη και άρχισε να διαβάζει. «Ξεκινάμε με την καταστροφή, ολοσχερή διάλυση, του περιπτέρου στην 3η Σεπτεμβρίου.» «3η Σεπτεμβρίου, συνάδελφοι!» «Ο περιπτεράς ήταν εκτός εαυτού, είχε δεχτεί ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι και παραληρούσε πως τον κατέστρεψε μια μάγισσα. Πολλοί μάρτυρες είπαν πως όταν άκουσαν τον κρότο και έτρεξαν να δουν τι είχε συμβεί, πρόσεξαν ένα κοριτσάκι, που ήταν ντυμένο μάγισσα, να απομακρύνεται από εκεί.» «Ένα κοριτσάκι που ήταν ντυμένο μάγισσα! Συνέχισε Αυγέρη.» «Περίπου μιάμιση ώρα αργότερα, βόμβα σκάει στην πολυκατοικία της οδού Παλαμιδίου 31, στον δεύτερο όροφο, κάπου εκατό μέτρα από την τοποθεσία του περιπτέρου. Η βόμβα έσκασε σε διαμέρισμα, την ώρα που εξελισσόταν μια σύναξη RPG…» «Τι είναι αυτό; Πες το ελληνικά.» Η Αυγέρη κόμπιασε. «Δεν ξέρω αν μπορώ. Είναι σαν επιτραπέζιο παιχνίδι…» «Επιτραπέζιο;» «Γνωρίζετε τα παιχνίδια με Μάγους, Ξωτικά και Δράκους; Τον ‘Άρχοντα των Δακτυλιδιών’;» «Μόνο τα ‘Μάγους’ και ‘Δράκους’ αναγνώρισα απ’όλον αυτό τον συρφετό αλλά μάλλον δεν εννοείς αυτά που νομίζω.» «Μαζεύονται διάφορα παιδιά, πάνω κάτω εμπλέκονται όλες οι ηλικίες, δημιουργούν δικές τους ιστορίες με δράκους και ιππότες, και παίζουν οι ίδιοι τους κεντρικούς ρόλους. Πολλοί μεταμφιέζονται ανάλογα και με τον ρόλο τους.» «Σαν τα μασκαράτα.» «Ε, περίπου. Ασχολείται και η ανιψιά μου που είναι δεκαπέντε χρονών. Το παίρνουν αρκετά στα σοβαρά.» «Αυτό το συμβάν έλαβε χώρα χθες. Γιατί δεν ενημερωθήκαμε; Και δεν με νοιάζει που ήταν Κυριακή!» «Πολλοί συμπέραναν πως ήταν περίπτωση RPG που πήγε στραβά. Είχαν τρεις μάγους και δύο ξωτικά με ειδικές δυνάμεις. Η πυροσβεστική και η αστυνομία υπέθεσαν πως τα παιδιά χρησιμοποίησαν εύφλεκτα ή εκρηκτικά κατασκευάσματα…» «Μαθαίνουν εύκολα από το internet να φτιάχνουν οτιδήποτε με τα πιο απλά, οικιακά υλικά» σχολίασε ο Σπαθάρης, ρουφώντας μια γουλιά από τον φραπέ του. «Και τι κατάθεση έδωσαν οι ίδιοι οι αρπιτζίδες;» ρώτησε ο Γρύλλος. «Αρπιτζάδες» διόρθωσε η Αυγέρη. «Ορίστε;» «Αυτοαποκαλούνται αρπιτζάδες.» «Αρπιτζίδες-Αρπιτζάδες, λέγε μωρέ τι κατέθεσαν!» «Είπαν πως ήταν ένα κοριτσάκι ντυμένο μάγισσα, μια καινούργια που δεν γνώριζε κανένας τους» συνέχισε να διαβάζει η Αυγέρη. «Έβγαλε είπαν ένα φιαλίδιο το οποίο πέταξε πάνω στο τραπέζι. Μετά άσπρισαν τα πάντα και βρέθηκαν όλοι στον δρόμο.» «Χειροβομβίδα;» «Πολύ πιθανό.» «Το κοριτσάκι ντυμένο μάγισσα! Σημειώνω…δύο! Και πάμε στο απότομο ξύπνημα που είχαμε όλοι το βράδυ της Κυριακής. Καραμάνος! Νομίζω συνεχίζεις.» ... ... ... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.