nikosal Posted January 22, 2008 Share Posted January 22, 2008 Στο τόπικ αυτό μπορείτε να υποβάλλετε τα διηγήματα που έχετε γράψει μετά από αυτό το κάλεσμα. Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted January 22, 2008 Share Posted January 22, 2008 (edited) Τα Κοράκια του Θέην * Κακιά μοίρα είχε βρει τον κόσμο. Μια ανέλπιδα αίσθηση είχε ποτίσει θαρρείς την ίδια τη γη και ο τόπος είχε χάσει την ψυχή του. Ο καβαλάρης τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του και σταμάτησε εκεί στο ύψωμα, να θωρήσει για λίγο την θέα που απλωνόταν μπροστά του. Ήταν η μαγική στιγμή αμέσως μετά την χαραυγή, όταν η κρύα πάχνη κάλυπτε σαν λευκό πέπλο τα πάντα και όλα ξεγελούσαν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Νομίζεις κι εκείνη η χώρα η τόσο ξακουστή, κάποτε για τα βασίλεια της, με τους μάγους, τα ξωτικά και τα φρικιά της, θα ξεπρόβαλλε όπου να‘ναι ξανά στο φως του ήλιου. Η ψευδαίσθηση δυστυχώς δεν θα κρατούσε για πολύ. Το άλογο χλιμίντρισε πρώτο σκιαγμένο, μετά είδε και ο ίδιος το ιπτάμενο ερπετό να πλησιάζει από μακριά. Μόλις είχε ξεπροβάλλει πίσω από την Ραχοκοκαλιά του Ρεμ, μισής μέρας δρόμος σε πλήρη καλπασμό, και το άνοιγμα των φτερών του φάνταζε ήδη τρομερό από αυτή την απόσταση. Υπολόγισε πως θα τους είχε φτάσει μέσα σε λίγα λεπτά. Έβγαλε την μαύρη περικεφαλαία του για να μπορεί να το κοιτάξει ανεμπόδιστα. Μετά από λίγη αναμονή μπόρεσε να διακρίνει πως ήταν ένας πορφυρόκερος δράκος, χωρίς να είναι σίγουρος ποιος απ’όλους. Ο Σκαάγκαρντ ήξερε πως η μακρινή συγγένεια που τον έδενε με αυτά τα κτήνη δεν αποτελούσε εγγύηση ασφάλειας για τον ίδιο. Το μυτερό εκείνο οστό που προεξείχε ανάμεσα από τα μάτια τού καβαλάρη ήταν μια μικρή απόδειξη του αίματος που έρεε στις φλέβες του. Η αγκαθωτή καμπούρα και τα λέπια του όμως ήταν περίτεχνα καλυμμένα από την πιο διάσημη μαύρη πανοπλία τού Γνωστού Κόσμου. Μια μακριά ιστορία σκοτεινών πράξεων και εγκλημάτων τού είχαν κερδίσει ένα κάποιο δέος από τους ανθρώπινους του αντιπάλους. Το είχε κατορθώσει με το μαύρο του κέλυφος μόνο, προδίδοντας την αληθινή του φύση σε ελάχιστους, μια κατάκτηση στο πάνθεον των μαύρων ιπποτών για την οποία είχε κάθε δικαίωμα να είναι υπερήφανος. Ο δράκος όμως δεν κατευθυνόταν ακριβώς προς την θέση τού μαύρου ιππότη. Ανάμεσα τους ξεπρόβαλλε από την λεπτή ομίχλη το Δόρυ των Φυλών, ένας αινιγματικά λεπτός βράχος από γρανίτη με σμιλεμένα σκαλοπάτια στην περιφέρεια του. Αναρριχούνταν πάνω του σαν το φίδι, προς έναν αρχαίο βωμό στην κορυφή. Ο δράκος έγειρε στο ένα πλάι και με μικρούς κύκλους χαμήλωσε προς την γρανιτένια αιχμή. Το φως του πρωινού ήλιου ρόδιζε εμφανέστατα την Πέτρα της Ανκόνας, ακόμα στην θέση της πάνω στον βωμό. Ο Σκαάγκαρντ έβλεπε την ροζ ανταύγεια ως εδώ, και μάντεψε πως ο δράκος είχε έρθει για να διαπιστώσει το ίδιο. Ήταν ο Ζάντραξ των Πορφυρόκερων, και δεν χάρηκε καθόλου να δει την πέτρα στη θέση της. Άφησε έναν βροντερό βρυχηθμό και έλουσε το Δόρυ με την φλογερή του αναπνοή. Ο βράχος ήταν ήδη μαυρισμένος από παρόμοια ξεσπάσματα άλλων δράκων, με κάθε χόρτο ή θάμνο που φύτρωνε άλλοτε εκεί από καιρό καρβουνιασμένα. Η Πέτρα της Ανκόνας όμως έμενε αλώβητη, η επιφάνεια της καθαρή να φέγγει σαν φάρος κάτω από το φως της ημέρας. Ο Ζάντραξ χτύπησε τα φτερά του οργισμένος και ανυψώθηκε ξανά, το βλέμμα του πυρακτωμένο από οργή. Ο Σκαάγκαρντ τον παρακολουθούσε να απομακρύνεται στον ορίζοντα και σκίρτησε το μέσα του. Ένιωθε στο ίδιο του το αίμα την αγανάκτηση του ερπετού. Η φριχτή Μεγάλη Ανακωχή έμπαινε φέτος στο δέκατο πέμπτο έτος της. ** Δύο μεγάλοι στρατοί κίνησαν να κάνουν πόλεμο. Οι δύο μεγαλύτερες Ομοσπονδίες σε μια πορεία σύγκρουσης που θα γέμιζε τα ρεπερτόρια των βάρδων για αιώνες. Ο στόλος των Ρεμλίνων κύκλωσε το Κέρας του Σάργους και η Πανουράνια πόλη βρέθηκε από ξηρά και θάλασσα σε σιδερόφραχτη πολιορκία. Απαιτήθηκε αμέσως η άνευ όρων παράδοση και υποταγή των Σαργίων. Το Συμβούλιο της Πανουρανίας ζήτησε μια προθεσμία για να συζητηθεί το θέμα από την Γερουσία του λαού. Ήταν ένα αίτημα που οι Ρεμλίνοι δεν μπορούσαν να αρνηθούν. Κηρύχθηκε Ιερή Ανακωχή και η Πέτρα της Ανκόνας τοποθετήθηκε στην κορυφή του Δόρατος των Φυλών. Πήρε μήνες την Γερουσία της Πανουρανίας να συντάξουν μια απάντηση με αιτήσεις εξαιρέσεων και ειδικών όρων παράδοσης. Ήταν τώρα η σειρά των Ρεμλίνων να συζητήσουν την δική τους απάντηση στους όρους των Σαργίων. Στο φυσικό αμφιθέατρο του Λευκού Κόλπου έστησαν την Βουλή τους, και μετά από απίστευτες γκρίνιες, πείσματα και αλληλομαχαιρώματα, κατέληξαν, σε τρεις μήνες, σε ένα τροφαντό χειρόγραφο ανταπαντήσεων. Δεν άργησαν να κλείσουν τον πρώτο εκείνο χρόνο καθώς το πράγμα συνέχισε με τις ίδιες μεθοδεύσεις και ρυθμούς. Ήταν όμως να προκύψουν και νέα προβλήματα. Οι Ρεμλίνοι είχαν συνάψει ιερή συμμαχία με τους Ασημόπτερους Δράκους, ενώ οι Σαργίοι βάσιζαν την άμυνα τους στους δικούς τους, τους Πορφυρόκερους. Σύμφωνα με την Ανακωχή, ούτε οι Δράκοι είχαν το δικαίωμα να επιτεθούν στους εχθρούς των ανθρώπινων τους συμμάχων. Κάποιος όμως ξέχασε μια σημαντική παράγραφο στη Χάρτα της Ανακωχής. Δεν απέκλεισε την σύγκρουση μεταξύ των δράκων. Μη μπορώντας λοιπόν να αγγίξουν σχεδόν κανέναν άνθρωπο όσο διαρκούσε η Μεγάλη Ανακωχή, και με τους στρατηγούς ανίκανους να προμηθεύουν τα ερπετά με αρκετό κρέας, σίγουρα αδύνατο χωρίς το αναγκαίο πλιάτσικο, οι Δράκοι απειλούνταν ξαφνικά από ασιτία. Στράφηκαν λοιπόν ο ένας ενάντια στον άλλον. Ήταν μια τρομερή σύγκρουση Πορφυρόκερων εναντίον Ασημόπτερων που ρήμαξε την ύπαιθρο, το κύριο πεδίο των μαχών τους. Γαιοκτήμονες, τσιφλικάδες και απλοί αγρότες άρχισαν να εγκαταλείπουν τη γη τους, ζητώντας άσυλο στις μεγάλες πόλεις, της μίας ή της άλλης παράταξης των εμπολέμων. Άρχισαν να καταγράφονται διαμαρτυρίες και μηνύσεις κατά συγκεκριμένων δράκων αλλά και στρατηγών και γερουσιαστών, κατά όσων υπευθύνων θα μπορούσε ο κάθε πληγμένος να βρει φταίχτη για το δράμα του. Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν άρχισαν να ρίχνουν μηνύσεις και οι δράκοι, όταν ο αναγκαστικός κανιβαλισμός στον οποίον είχαν υποπέσει άρχισε να τους προκαλεί προβλήματα υγείας. Οι εισβολείς έστειλαν καράβια στην Ρεμλινία για να φέρουν ενισχύσεις από συμβολαιογράφους, δικηγόρους, νομοθέτες, ρήτορες και δικαστικούς. Ο αντίστοιχος ντόπιος κλάδος των Σαργίων που μέχρι τότε φυτοζωούσε γνώρισε μια απίστευτη, νέα άνθηση, μια εξέλιξη που θα άλλαζε τελείως την κοινωνική κατάταξη του τόπου. Στα πρώτα δέκα χρόνια της Ανακωχής χτίστηκαν οκτώ δικαστικά μέγαρα και άλλα τέσσερα ήταν υπό κατασκευή. Και οι διαπραγματεύσεις πολιορκητών και πολιορκημένων συνέχιζαν ακόμα μπρος-πίσω σε ρυθμούς χελώνας πλέον. *** Το Απολειφάδι είχε σωριαστεί στις ρίζες της μεγάλης βελανιδιάς και προσπαθούσε μάταια να χωνέψει από την κραιπάλη του. Το στομάχι του είχε τσιτώσει σαν μπαλονάκι έτοιμο να εκραγεί. Μετάνιωνε κυρίως για εκείνο το τεράστιο κασέρι που είχε ανακαλύψει στο εγκαταλειμμένο αγροτόσπιτο, αφάγωτο ακόμα το μισό δίπλα του, και τα πέντε γλυκά κρεμμύδια. Δεν έπρεπε να υποκύψει στην λαιμαργία του. Όχι μετά το εκλεκτό τσιμπούσι που είχε στις καλαμιές πριν. Ο ασημόπτερος δράκος ήταν από τα πιο σπάνια και πανάκριβα εδέσματα. Αντίθετα με τους πορφυρόκερους, οι ασημόπτεροι δεν παρήγαν φωτιά. Μπορούσαν όμως να εκτοξεύουν σαν βέλη τα τρομερά τους λέπια, με την ικανότητα να τα αντικαθιστούν ταχύτατα. Γι αυτό και διέθεταν ένα από τα πιο σκληρά τομάρια στην πλάση, υλικό για πολλές ηρωικές πανοπλίες που είχαν δοξαστεί στο παρελθόν. Έτυχε πάνω στο πτώμα του ασημόπτερου καθώς διέσχιζε τον βάλτο. Ήταν σκορπισμένος πάνω στις καλαμιές, ανοιγμένος και αχνιστός από το χνώτο του πορφυρόκερου που τον διέλυσε. Και το Απολειφάδι διαπίστωσε πως όντως οι φήμες ήταν σωστές, στη γεύση το ψαχνό των ασημόπτερων θύμιζε ψάρι. Η λεπίδα ήταν σκούρα και δεν άστραφτε στο φως της ημέρας. Σε αυτή της την ιδιοτροπία βρισκόταν όλη της η φήμη. Η αιχμή του ξίφους γαργάλησε κοφτερά την φουσκωμένη κοιλίτσα και το Απολειφάδι άνοιξε τα μάτια του έτοιμο για τσαμπουκά. Το ύφος του άλλαξε αμέσως μόλις είδε τον Σκαάγκαρντ να υψώνεται μπροστά του. «Άρχοντα μου!!» «Σκουλήκι!» Το Απολειφάδι γύρισε ανάποδα στα τέσσερα, επώδυνα πάνω στο στομάχι του. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα ποδοβολητό από ανεξέλεγκτες υγρές πορδές. «Δεν το πιστεύω άρχοντα μου! Εσείς εδώ;!» «Μήπως θα με προτιμούσες πίσω στο κάστρο μου απόπατε; Πέρα από τη Θάλασσα του Βίκο, να περιμένω ακόμα νέα σου; Θύμισε μου πόσος καιρός πέρασε…» «Α…α…» «Δεν ζήτησα και τίποτα δύσκολο. ‘Εντόπισε τον Άουρον’ σου είπα, ‘έλα πίσω, πες μου που χάθηκε’ σου είπα. Κάνω λάθος ή πέρασε κιόλας ένας χρόνος;» Το Απολειφάδι άρχισε να κλαψουρίζει. «Δεν φταίω άρχοντα μου. Το μέρος εδώ είναι ένα χάος! Δεν ήταν εύκολο αλλά τον βρήκα, βρήκα τον Άουρον!» «Τον βρήκες;» «Έτσι νομίζω…» «Τον βρήκες ή έτσι νομίζεις; Μίλα γρήγορα γιατί έχω έντονη την επιθυμία να σε κόψω στα δύο!» «Τον βρήκα άρχοντα μου! Τον κρατούν στα μπουντρούμια της Πανουρανίας. Έμπλεξε σε έναν καβγά σε κάποιο καπηλειό και τον έχωσαν μέσα. Αυτό έγινε πέρσι αλλά το δικαστήριο του έχει σειρά τον άλλο μήνα!» «Με κοροϊδεύεις;!» ούρλιαξε ο μαύρος ιππότης και έκοψε άπονα ένα χοντρό κλαδί της βελανιδιάς με μια σπαθιά. «Έχω αυτή την ηλίθια πριγκίπισσα κλεισμένη στον πύργο δύο χρόνια τώρα, περιμένω τον ηλίθιο της ιππότη να επιχειρήσει να τη σώσει, και εσύ μου λες πως τον έχουν μέσα για έναν καβγά σε καπηλειό;!!» «Αλήθεια σου λέω άρχοντα μου!» στρίγκλισε ο υποτακτικός. «Και γιατί δεν ήρθες σκουλήκι να μου το πεις;!» Με τρεμάμενο χεράκι έδωσε μια μικρή περγαμηνή στον αφέντη του. Εκείνος την πήρε και τη κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. «Τι είναι αυτό;» «Έπρεπε να σιγουρευτώ πως ήταν ο δικός μας Άουρον. Να τον δω με τα μάτια μου πριν γυρίσω σε σένα αφέντη. Αυτός είναι ο αριθμός πρωτοκόλλου επισκέψεων στις φυλακές. Η λίστα είναι μεγάλη. Έχω σειρά σε δέκα μέρες.» Ο Σκαάγκαρντ κρέμασε τους ώμους του. «Σου έδωσα αν θυμάμαι ένα γεμάτο πουγκί. Δεν μπορούσες να αγοράσεις τις υπηρεσίες ενός μάγου να τελειώνεις;» «Όλοι οι καλοί έφυγαν άρχοντα μου. Αυτοεξορίστηκαν με τους…» χαμήλωσε την φωνή του και ψιθύρισε την επόμενη λέξη. Η παραμονή σε τούτο τον τόπο σε δίδασκε κατάλληλα. «…βασιλείς. Όλοι εκτός από τον…» Ένα ομαδικό κρώξιμο τους έκοψε την κουβέντα. Δέκα κοράκια φτερούγισαν πάνω από τα κεφάλια τους και προσγειώθηκαν μπροστά τους, στα χαμηλότερα και γυμνότερα κλαδιά του δέντρου. Και τα δέκα πουλιά στύλωσαν τα μάτια τους στον μαύρο ιππότη. Το τελευταίο άνοιξε το ράμφος του και μίλησε με ανθρώπινη φωνή. «Βινσούν Ζερ Σκαάγκαρντ! Τιμή και έκπληξη στον τόπο η παρουσία σου. Εκεί που πίστευα πως θα μας αποτελείωνε η ανία.» «Με ποιον Μάγο ομιλώ;» απαίτησε ο μαύρος ιππότης. «Είναι ο Θέην άρχοντα μου» φώναξε το Απολειφάδι. «Είμαι όντως ο Θέην της Καταχνιάς» συνέχισε το κοράκι. «Έχω ακουστά την μαγεία σου. Δεν έχω σχέση όμως με τον πόλεμο στον τόπο σας. Έχω έρθει για προσωπική υπόθεση. Μήπως θα μπορούσα να δελεάσω τις υπηρεσίες σου;» «Λυπάμαι Σκαάγκαρντ. Πέραν αυτού που βλέπεις δεν επιτελώ άλλο έργο πλέον. Είναι αρκετά επικερδές και μου απορροφά όλες μου τις δυνάμεις.» Ο ιππότης δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο μάγος. Το Απολειφάδι έδειξε τα πουλιά. «Τα κοράκια άρχοντα μου. Κοίτα τα μάτια τους» είπε. «Ναι Σκαάγκαρντ» επεξήγησε το τελευταίο κοράκι, «Κοίταξε μας στα μάτια και χαιρέτησε το κοινό σου. Το βλέμμα των κορακιών μου ταξιδεύει στους τέσσερις ορίζοντες του Γνωστού Κόσμου. Κάθε καθρέπτης, επιφάνεια νερού ή άλλη στιλπνή επιφάνεια έχει αυτή την στιγμή την τρομερή θωριά σου! Μάγοι και προσκείμενοι στην μαγεία πληρώνουν πλούσια για την ενημέρωση τους.» «Δεν έχω καιρό για θεατρινισμούς Μάγε. Με καίνε άλλα ζητήματα.» «Χάρισε μου αποκλειστικότητα Μαύρε Ιππότη και που ξέρεις…ίσως τελικά ωφελήσουμε ο ένας τον άλλον.» Το κοράκι ξέσπασε σε ένα ανυπόφορο βραχνό γέλιο που έβαλε τον Σκαάγκαρντ σε σκέψεις. **** Σε μιας μέρας ταξίδι έφτασαν στο χάος που λεγόταν Πανουρανία. Ο πολιορκητικός στρατός είχε χτίσει μια δεύτερη πόλη γύρω από την πολιορκούμενη, μια πόλη που διέθετε περιφερειακά δικό της τείχος και λιμάνι. Έσφυζε από ζωή, όχι λιγότερο ζηλευτή από εκείνη της άλλης. Όσοι Σαργίοι είχαν πιαστεί έξω από την πόλη τους ζούσαν πια μια φυσιολογική ζωή έστω και σαν κατακτημένοι. Έμποροι, λόγιοι και νομικοί, με ειδικές άδειες, κυκλοφορούσαν ελεύθερα και στις δύο πόλεις. Οι φύλακες στις επάλξεις λιάζονταν και βάραγαν μύγες. Οι αληθινοί μαχητές ήταν κάτω στα πολύβουα σοκάκια, στις πλατείες και τις στοές, δικηγόροι και ρήτορες με εντυπωσιακούς, μαύρους τηβέννους που σουλάτσαραν πέρα δώθε με περγαμηνές και κιτάπια παραμάσχαλα. Κονταροχτυπιούνταν με πύρινα λόγια στα αμφιθέατρα των δικαστηρίων χτίζοντας την φήμη τους, που όμως άφηναν βάρδους και ποιητές παγερά αδιάφορους. Πιο έξω, στα χωράφια, μαράζωνε ο στρατός των Ρεμλίνων μέσα σε κουρελιασμένες πια σκηνές με τρύπια λάβαρα. Αντίστοιχα, οι Σαργίοι στρατιώτες της Πανουρανίας το είχαν ρίξει στην αλιεία, για να καλύπτουν οι ίδιοι τις προσωπικές τους ανάγκες. Ο Σκαάγκαρντ είδε σε χαντάκια ξακουστούς στρατηγούς που είχαν πέσει πάνω στα ξίφη τους για να δώσουν τέλος στο μαρτύριο τους. Άλλοι παραδόθηκαν στην τρέλα, πέταξαν τις πανοπλίες τους και τριγυρνούσαν ολόγυμνοι στους αγρούς, σαν κοπάδια άγριων ζώων. Τους αποκαλούσαν Παιδιά των Λουλουδιών γιατί μάζευαν λουλούδια όλη μέρα και συνουσιάζονταν στο γρασίδι σαν να πλησίαζε το τέλος των αιώνων. Ήρθαν και νέα πως στο Βούφαλο είχαν γκρεμίσει το άγαλμα του Νικάλμπανου, του Πατέρα της Δημοκρατίας. *** ** Η κλειδαριά κροτάλισε ηχηρά μέσα στο μουχλιασμένο σκοτάδι. Ο Άουρον πετάχτηκε ζαλισμένος μέσα από τα άχυρα και στάθηκε έκπληκτος μπροστά στον φύλακα και τον δικαστικό κλητήρα που μπήκαν στο μπουντρούμι του. Δύο-τρεις αρουραίοι εγκατέλειψαν ενοχλημένοι τον ζεστό κόρφο του ταλαίπωρου φυλακισμένου. Ο κλητήρας ένιωσε αηδία και έφερε το αρωματισμένο του μαντιλάκι κοντά στα λεπτεπίλεπτα ρουθούνια του. Τα ρούχα και η φουντωτή γενειάδα του Άουρον έζεχναν κάτουρο και κακάκια τρωκτικών. Είχε όμως ακόμα βαθιά μέσα του την φλόγα της αξιοπρέπειας. Δεν θα στεκόταν καμπούρης και κακομοίρης μπροστά στους δεσμώτες του. Ίσιωσε την πλάτη και τα γόνατα του με επώδυνες εκρήξεις στις πιασμένες του κλειδώσεις. Ήταν όμως για άλλη μια φορά ηρωικά όρθιος. Ο φύλακας κατέβασε τον πυρσό χαμηλά για να διαβάσει ο κλητήρας το έγγραφο που κρατούσε. «Άουρον του Βέρεεν, έχω εδώ διαταγή του Λογιστηρίου του Σωφρονιστικού Ιδρύματος Πανουρανίας. Οι μηνυτές σου απέσυραν κάθε διεκδίκηση προς το άτομο σου καθώς καλύφθηκαν οικονομικώς οι ζημιές που προκάλεσες εις την περιουσία των, οι ιατρικές περιθάλψεις αυτών, αλλά και κάθε έξοδο που εχρεώθεις στο παρόν ίδρυμα για την στέγαση σου. Είσαι ελεύθερος να φύγεις.» *** *** Πέρασε σκουντουφλώντας την πύλη του κάστρου κουβαλώντας το σιδηρόπλεκτο πανωφόρι και το ξίφος του. Κάλυψε αμέσως τα μάτια του και περίμενε λίγο να συνηθίσει το φως του ήλιου. Η πλατεία των εκτελέσεων ήταν γεμάτη κόσμο, κυρίως εξαιτίας της λαϊκής αγοράς που είχε στηθεί σήμερα. Κανείς δεν του έδωσε σημασία πλην κάποιων που τους έφτασε η μπόχα του. Ο ίδιος μπορούσε να μυρίσει μόνο τα σουβλάκια, τα λαχανικά και τα φρούτα από τους γύρω πάγκους. Σχεδόν του λύθηκαν τα γόνατα από την λιγούρα. Ήθελε να φορέσει το πανωφόρι του αλλά δεν είχε την δύναμη να το περάσει πάνω από το κεφάλι του. Ακούμπησε σε έναν τοίχο να συνέλθει και αναλογίστηκε ποιος να είχε πληρώσει τα χρέη του. Ξέχασε αμέσως την απορία του όταν είδε τον κόσμο στην πλατεία να σκορπάει δεξιά και αριστερά φοβισμένος. Η πασίγνωστη Μαύρη Πανοπλία με την καμπούρα βάδιζε περήφανα πάνω στο πλακόστρωτο κι έσπερνε τρόμο σαν αφηνιασμένος ταύρος με την εικόνα της και μόνο. Πλησίαζε προς το μέρος του. Σε ασφαλή απόσταση ακολουθούσε το Απολειφάδι σέρνοντας απ’τα γκέμια το μαύρο άτι του αφέντη του. Ο Άουρον ξέχασε αμέσως την εξάντληση του. Η οργή του φούσκωσε τους πονεμένους του μυς. Πέταξε το πανωφόρι του αλόγιστα και τραβώντας το ξίφος από το θηκάρι προχώρησε να συναντήσει τον Σκαάγκαρντ στο κέντρο της πλατείας. «Σκύλε!» γρύλισε. Στάθηκαν ο ένας απέναντι από τον άλλον, σε απόσταση που τους επέτρεπε ίσα να αγγίζουν οι αιχμές των σπαθιών τους. «Έχεις τα χάλια σου Άουρον του Βέρεεν. Μήπως θα προτιμούσες μια επίσκεψη στα λουτρά πριν σε διαπεράσει η λεπίδα μου; Να πέσεις τουλάχιστον ψόφιος με κάποια αξιοπρέπεια» ξεστόμισε ο Σκαάγκαρντ πίσω από το κράνος του. «Η αξιοπρέπεια μου είναι αλώβητη Κτήνος του Σπαρ! Που είναι η Δέσποινα Ελάγια; Ποια η μοίρα της;! Μίλα!» «Έγκλειστη στον Πύργο μου, ανόητε. Ελπίζει ακόμα στην σωτηρία της από σένα!» Η Δέσποινα Ελάγια στα δύο χρόνια του εγκλεισμού της είχε μείνει έγκυος από τον Μαμελούκο φύλακα της και αποκαλούσε τον Τιφ, το αγόρι που είχε γεννήσει «το παιδί της βαρεμάρας της.» Εντωμεταξύ είχε παντρευτεί, «για το καπρίτσιο μου» όπως δήλωνε, τον γελωτοποιό της σκοτεινής αυλής και ήταν πάλι έγκυος. Επιδιδόμενη σε μια συνεχή κραιπάλη από παστάκια ήταν τριπλάσια από αυτό που θυμόταν ο ιππότης Άουρον. Όσο για τον επίδοξο σωτήρα της, η Δέσποινα δεν ήθελε να ακούει κουβέντα. Όποτε της τον ανέφεραν τον στόλιζε με επίθετα που θα κοκκίνιζαν και γλιτσόφρικιο της Μάπης. Δεν μπορούσε όμως να τα πει όλα αυτά στον Άουρον ο Σκαάγκαρντ. Ποιος ο λόγος να κακοκαρδίσει έναν μισητό μεν, μελλοθάνατο δε, εχθρό του; «Εδώ είμαι λοιπόν Άουρον. Αυτή είναι η ευκαιρία σου!» «Για στάσου…Εσύ με ελευθέρωσες…» «Ναι. Γιατί σε προτιμώ νεκρό από την λεπίδα μου.» «Είσαι πολύ σίγουρος για τον εαυτό σου τέρας. Αν σε νικήσω όμως…τι εγγύηση έχω για την ελευθερία της Ελάγιας;» Αντί για απάντηση πήρε μια ομοβροντία από φτερουγίσματα πάνω από το κεφάλι του. Σε κάθε κεραμίδι, κίονα, περβάζι, ικρίωμα και δένδρο γύρω τους υπήρχαν κοράκια, το βλέμμα τους πάνω στους μονομάχους. «Δίνω όρκο στο κοινό μας, τον όλο Γνωστό Κόσμο, πως έτσι και σωριαστό νεκρός στο χτύπημα σου, η Δέσποινα Ελάγια θα ελευθερωθεί στην αγκαλιά σου. Εύχομαι αυτό να σου αρκεί» είπε ο Σκαάγκαρντ με μια θεατρική υπόκλιση. «Μου αρκεί» γρύλισε ο Άουρον και ετοιμάστηκε να ορμήσει. «Σταματήστε!» Η φωνή έσκασε σαν βροντή μέσα στη κενή πλατεία διακόπτοντας την δραματική στιγμή. Το πλήθος της αγοράς είχε συρρικνωθεί περιφερειακά στις τέσσερις προσόψεις αυτής της νέας αρένας. Ένας Φρούραρχος με πάνοπλη συνοδεία βγήκε από την πύλη του κάστρου και κύκλωσε τους μονομάχους. Στάθηκε ανάμεσα τους και τους κοίταξε με περισσό στόμφο και περιφρόνηση. «Είστε θεατρίνοι; Αν ναι, δείξτε μου τώρα την άδεια διεξαγωγής παραστάσεως σε δημόσιο χώρο και έγκριση σεναρίου! Λοιπόν;!» Το μυαλό του Άουρον, ακόμα αραχνιασμένο από το μπουντρούμι που είχε αφήσει πίσω του, πάσχιζε να βρει μια κατάλληλη απάντηση που θα έβαζε αυτόν τον Φρούραρχο στη θέση του. Το προνόμιο άρπαξε ο Μαύρος Ιππότης. «Σε διαβεβαιώνω πως δεν είμαστε θεατρίνοι. Είμαι ο Βινσούν Ζερ Σκαάγκαρντ, το Κτήνος του Σπαρ. Κι εσύ διακόπτεις μια υπόθεση άκρως προσωπικής τιμής!» Τον είχε ακουστά ο Φρούραρχος. Εδώ μέσα όμως, στον ιδιωτικό του μικρό κόσμο της εξουσίας, το «Κτήνος του Σπαρ» ήταν ένας τίτλος που του προξενούσε λίγη εντύπωση. «Δεν ξέρω πως κανονίζετε τις υποθέσεις σας στα μέρη σου Ζερ Σκαάγκαρντ, εδώ όμως έχουμε Δημοκρατία και δεν ανεχόμαστε πλέον κατάλοιπες πρακτικές του βασιλικού παρελθόντος! Αν δεν θέλετε λοιπόν να σας μπαγλαρώσω και τους δύο…» Με ένα ηχηρό κρώξιμο, ένα από τα κοράκια άφησε την θέση του στην αγχόνη της πλατείας και προσγειώθηκε στον ώμο του Μαύρου Ιππότη κόβοντας την έπαρση του Φρούραρχου. Του απευθύνθηκε με ανθρώπινη μιλιά. «Ένα λεπτό Φρούραρχε. Παρεμποδίζεις την διεξαγωγή μιας ‘φυσικής και αυθόρμητης συναισθηματικής εκτόνωσης’ νόμιμης κατά το τριακοστό δεύτερο άρθρο του Συντάγματος, παραγράφου δέκα έξι, υποσημειώσεως τρία άλφα! Εξασκείς επίσης ‘παρεμπόδιση και λογοκρισία μεταδόσεως συμβάντων’, πράξη κολάσιμη δια νόμου του Ντένφερ, άρθρο έξι, παράγραφος εικοσιπέντε, υποσημείωση έξι. Είμαι ο Φέην της Καταχνιάς και δεν με έχει νικήσει ποτέ κανείς σε κανένα δικαστήριο. Και ρωτώ. Νιώθεις τυχερός σήμερα φρούραρχε; Εγώ είμαι πάντα ορεξάτος για μια δικονομική αντιπαράθεση!» Ο Φρούραρχος ξεροκατάπιε και αναλογίστηκε τις επιλογές του. Όχι, με τον μισθό και την μίζερη στρατιωτική του ζωή, μόνο αυτό δεν του έλειπε. Τελικά ίσως είχε διαλέξει λάθος στιγμή να ξεγελάσει την ανία του. «Καλώς» ψέλλισε, «Μάλλον παρεξήγησα την κατάσταση. Άντρες, μεταβολή!» Γύρισαν επιτόπου και έφυγαν πίσω στις επάλξεις τους σαν κυνηγημένοι. Ο Άουρον παρακολουθούσε την όλη εξέλιξη χωρίς να καταλαβαίνει πολλά. Ένα όμως είχε σίγουρο. Είχε τον Σκαάγκαρντ επιτέλους δικό του. «Σειρά σου» έκρωξε το κοράκι στον Μαύρο Ιππότη και πέταξε σε παρακείμενο πάγκο με κολοκύθες για μια πιο κοντινότερη εικόνα της σύγκρουσης. Σήκωσαν τις λεπίδες τους και διασταύρωσαν τις αιχμές τους, ασημί με μαύρο ατσάλι. «Αυτή είναι η στιγμή μας Άουρον» είπε ο Σκαάγκαρντ. «Είτε πέσω εγώ, είτε εσύ, δεν έχει σημασία. Θα δώσουμε ποίηση σε κάποιον φουκαρά βάρδο, τραγούδια σε σύναξη πολεμιστών και ευφροσύνη σε τσιμπούσι φίλων. Αυτή είναι η στόφα που φτιάχνει τα όνειρα αυριανών ιπποτών. Το αίμα μας κρασί!» «Το αίμα μας κρασί!» συμφώνησε ο Άουρον. Τα ξίφη τους έσκισαν τον αέρα και βρήκαν το ένα το άλλο σε μια κλαγγή που σάρωσε τα κοράκια του Θέην και απλώθηκε σημαδιακά σε όλον τον Γνωστό Κόσμο. Ήταν ίσως μια ελπίδα. Ήταν ίσως μια αρχή. Τέλος Edited January 24, 2008 by DinoHajiyorgi Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted January 24, 2008 Share Posted January 24, 2008 Προειδοποίηση: Η ιστορία μου μοιάζει να είναι επιστημονικής φαντασίας. Αλλά εσείς οι ίδιοι αναιρέσατε τον όρο της «μαγείας» σε προηγούμενο post. Επίσης, αφού δεν εξηγώ ακριβώς πως γίνονται ή πως μοιάζουν τα πάντα στην ιστορία, μπορείτε κάλλιστα να φαντασθείτε ότι ο κόσμος είναι «μαγικός» και όχι «επιστημονικός». Αν θεωρείτε ότι πάλι είμαι εκτός θέματος, απλά σχολιάστε το σαν ιστορία και μη με υπολογίζετε στους συμετέχοντες (μη πάει και χαμένη η ώρα που του έριξα). Η Ψήφος της Δημοκρατίας Έχοντας συνέλθει από την ευφορία του και μη έχοντας τι άλλο να κάνει, ο μπαρμπα-Τσέλιος άνοιξε την τηλεγκεφαλική του πλύστρα. Η εικονική πραγματικότητα των γεγονότων της ήταν το αμέσως καλύτερο πράγμα μετά την ονειρική πραγματικότητα των εγκεκριμένων ναρκωτικών. Ένας κλασικά κουστουμαρισμένος χαφιές κάποιας ιδιωτικής συχνότητας που έπιασε τυχαία ξεκίνησε να μιλάει. Πλάι του μια γυναίκα έκανε στριπτίζ για να αποτρέπει τους θεατές από το να αλλάζουνε σκέψη (αρά και συχνότητα). -Η μεγάλη μέρα της ψηφοφορίας επιτέλους ήλθε αγαπητοί μου κουτσομπόληδες. Έχω βέβαιες πληροφορίες ότι και οι 1.024 αντιπρόσωποι όλων των χωρών, βασιλείων και κρατιδίων του πολιτισμένου κόσμου του Ααρών είναι παρόν σήμερα στο κοινοβούλιο. Θα ήταν παρόν ακόμα και αν έπρεπε να τους φέρουνε σηκωτούς. Γιατί αυτή δεν ήταν μια όποια και όποια ψηφοφορία, εδώ κρίνεται η σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας, της αποτροπής ενός παγκοσμίου πολέμου, της εικόνας του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε! (Η γυναίκα στο άκουσμα των λέξεων του έκανε ότι ηδονίζεται ενώ αφαιρούσε την φούστα της.) -Όλα θα κριθούνε από την απόφαση της Παγκόσμιας Επικράτειας. Όλα θα κριθούνε από την νέα αντίληψη του τι είναι μια… πατάτα! (Ο μπαρμπα-Τσέλιος έχασε την τελευταία πρόταση από μιας μεγάλης διάρκειας χασμουρητό.) -Και να εξηγηθώ για τους θεατές μας που μόλις μπήκανε στις πλύστρες τους. Όπως γνωρίζετε όλοι όσοι έχετε τελειώσει δημοτικό και δεν είσαστε Μαστουρόβιοι… (Ο μπαρμπα-Τσέλιος ήταν ένα βήμα πριν γίνει. Δεν θυμόταν ότι είχε έρθει η μέρα της ψηφοφορίας, πόσο μάλλον θυμόταν τι μέρα ήταν γενικώς.) -…η Κιτρονιακή πατάτα είναι το κύριο είδος διατροφής των λαών του Τέταρτου Κόσμου. Ως φτηνό και βρώσιμο είδος, είναι μια αρκετά οικονομική λύση για να αμείβονται οι Κιτρόνιοι εργάτες. Κατά μέσο όρο, ένας Κιτρόνιος εργάτης παίρνει δύο κιλά πατάτες για κάθε δέκα ώρες εργασίας. Αυτό αποτελεί κατά μέσο όρο μόλις το 0,1% του κόστους των προϊόντων που παράγει. Πρόσφατες μελέτες αποκαλύψανε όμως ότι… (Ο χαφιές σταμάτησε να μιλάει, πλησίασε προς την κάμερα και κοίταξε προσεκτικά γύρω του. Η γυναίκα είχε απομείνει μόνο με το στρινγκ της. Μιλώντας σχεδόν ψιθυριστά και με ειρωνικό ύφος κοίταξε προς την κάμερα και είπε -… η Κιτρονιακή πατάτα περιέχει σχετικά μεγάλη ποσότητα Μαστουρίνης, την κύρια ουσία ευφοριακών προϊόντων του Πρώτου Κόσμου! Όπως αναφέρουνε οι Πραγματοξερόλες, είναι όχι μόνο δυνατή η παραγωγή ευφοριακών προϊόντων από την πατάτα αλλά και πιο οικονομική. Η σημερινή ψηφοφορία θα αποφασίσει αν η πατάτα θα θεωρείται πλέον ευφοριακό είδος εκτός από βρώσιμο και θα πρέπει έτσι να ανεβεί η αξία της μέχρι και 10 φορές! Αυτό θα σημάνει κοσμικοϊστορικές αλλαγές! (Ο μπαρμπα-Τσέλιος είχε πλέον αποκοιμηθεί στον καναπέ του. Ήταν αρκετά γέρος για να γνωρίζει πλέον ότι «κοσμικοϊστορικές αλλαγές» σήμαινε απλώς λιγότερα κέρδη ετησίως για τους γιγα-επιχειρηματίες και άλλη μια φθηνή δικαιολογία για να ξεσπάσει πόλεμος σε κάποια τεταρτοκοσμική χώρα. Αυτά τα γεγονότα δεν του λέγανε τίποτα. Το προνόμιο του να ζεις στον Δεύτερο Κόσμο, είναι να μη σε νοιάζει τι συμβαίνει στους υπόλοιπους τρεις. Είσαι πολύ φτωχός για να έχεις μετοχές στο Κλεφτριστήριο και λόγο να προσέχεις τι γίνεται στον κόσμο. Είσαι πολύ χορτάτος, οπότε δεν σκέφτεσαι αυτούς που πεινάνε. Και είσαι και πολύ μαστουρωμένος, οπότε δεν νοιάζεσαι γενικότερα. Ο μπαρμπα-Τσέλιος για παράδειγμα, περίμενε απλώς να περάσει η ώρα για να δει καμιά τσόντα (το στριπτίζ στα κανάλια ήταν πολύ ψεύτικο) ή έναν αγώνα βλακοσφαίρισης και δεν έδινε ουδεμία σημασία σε πατάτες.) ………………… Μέσα στο κοινοβούλιο από την άλλη, υπήρχαν άτομα που μόνο για πατάτες νοιάζονταν εκείνη την μέρα. Χάρη στην ελευθερία λόγου που πρόσφερε απλόχερα η δημοκρατία, στην αίθουσα επικρατούσε ένα μπάχαλο. Όλοι μιλούσανε συγχρόνως, όλοι φωνάζανε και όλοι είχανε δίκιο. Οι γιγα-επιχειρηματίες γκρινιάζανε που η αύξηση της τιμής της πατάτας θα μείωνε τα κέρδη τους μέχρι και 10% και θα τους έκανε λιγότερο ανταγωνιστικούς σε σχέση με τους μεγαλο-επιχειρηματίες. Οι συνδικαλιστές απαιτούσανε δεκαπλάσιους μισθούς για να καλυφθεί η δεκαπλάσια αύξηση στην αξία και κλασικά λιγότερες ώρες εργασίας. Οι Κιτρονιανοί αντιπρόσωποι ζητούσανε δικαιώματα για να παράγουνε πλέον και αυτοί ευφοριακά προϊόντα και να εισέλθουνε στον Τρίτο Κόσμο. Οι Ματζέντιοι αντιπρόσωποι μποϊκοτάρανε αυτήν την ιδέα για να μη χάσουνε την πρωτιά στο εμπόριο ευφοριακών από το Κερδίς. Οι Μελανούσιοι αντιπρόσωποι ψάχνανε αφορμές για να εισβάλουνε στους γείτονες τους. Και οι αρχιερείς του Μαστουρωμένου Σωτήρος επικροτούσανε την αύξηση γιατί έτσι θα προσηλυτίζανε περισσότερο κόσμο. Αν και όλοι είχανε ισότιμο ψήφο σε αυτήν την φασαρία, τέσσερις ήταν που κάτω από το τραπέζι αποφασίζανε για την έκβαση όλων των γεγονότων. Οι δικοί τους ψήφοι είναι που «έμμεσα» θα βοηθούσανε τους υπόλοιπους να αποφασίσουνε στο υπέρ ή στο κατά. Γιατί, ποιος θα ήθελε να έχει ενάντια του έναν από τους ισχυρότερους του κόσμου; Υπήρχανε άπειροι τρόποι για να βρεθεί μια δικαιολογία για να καταστρέψουνε την υπόληψη, χρεοκοπήσουνε την περιουσία και «βγάλουνε από την μέση» όποιον τους στεκότανε εμπόδιο. Και όλα αυτά με νόμιμα μέσα. Με ψηφοφορία που οι ίδιοι πάλι ορίζανε τους όρους και απλά καταστρέφανε με έναν από τους παραπάνω τρόπους τους αντιφρονούντες. Είναι κι αυτό ένα από τα προτερήματα της δημοκρατίας... (Λίγες ώρες πριν την τελική απόφαση, ο Αρέτιος Θέλιν, ένας από την Ανίερη Τετράδα (όπως αποκαλούσανε ειρωνικά τους τέσσερις ισχυρότερους), βρισκότανε στις τουαλέτες του κοινοβουλίου. Πρέπει να ήταν η 10η φορά που πήγαινε σήμερα, οι σημαντικές αποφάσεις του φέρνανε συχνοουρία. Εκεί που έπλενε τα χέρια του, άκουσε γνώριμες φωνές από έξω. Ήταν ο Θεόφιλος, άλλο μέλος στην Τετράδα, από την εκκλησία του Μαστουρωμένου Σωτήρος. Μιλούσε δυνατά σε κάποιον δίπλα του ενώ διέσχιζε γρήγορα τον διάδρομο.) -Αυτό που ακούς! Σήμερα είναι η μεγάλη ευκαιρία. Πρέπει οπωσδήποτε να εγκριθεί η αύξηση… Με ακούς; Δεν έχω σήμα. Είπα ΝΑ ΕΓΚΡΙΘΕΙ! Και να μην αφήσεις κανέναν να σταθεί εμπόδιο. Ξέρεις πως… Με ακούς;… Ναι;… Κωλο-τοίχοι! (Ο Αρέτιος γέμισε υποψίες. Κοίταξε ύπουλα από την μισάνοιχτη πόρτα στις τουαλέτες για να βεβαιωθεί ότι ήταν ο Θεόφιλος. Τον έχασε όμως γιατί στον διάδρομο είδε μόνο έναν κλητήρα να σκουπίζει. Ήταν στ’αλήθεια αυτός; Πάντως, δεν μπορούσε απλά να πλησιάσει και να ρωτήσει τον κλητήρα. Θα έδειχνε ότι φοβάται και χρειάζεται έναν τιποτένιο να τον βοηθήσει… Άρχισε να σκέφτεται σενάρια συνομωσιών, κλασικά όπως κάνουν όλοι όσοι νοιώθουν ότι απειλούνται.) -Σε ποιόν μιλούσε; Τι θα κάνει σε όσους είναι εναντίον; Γιατί και ο ίδιος ως γιγα-επιχειρηματίας είμαι ενάντια στην αύξηση. Και να τολμάει να τα βάζει ενάντια σε έναν από την Τετραρχία; Πως θα το κάνει; Η ασφάλεια μου ήταν άψογη. Ούτε τηλεκινητικοί, ούτε τηλεπαθητικοί, ούτε καν αντι-ύλη μπορεί να με πλησιάσει χωρίς να τους αντιληφθούνε οι πενταδιάστατοι σωματοφύλακες μου. Γιατί όμως ακουγόταν τόσο σίγουρος;… Λες να βρήκε καμία καινούρια μαγεία;!!! (Αν και ο κόσμος του Ααρών δεν πίστευε πλέον πολύ σε δεισιδαιμονίες, κάθε φορά που μια νέα τεχνολογική καινοτομία έβγαινε στην φόρα, μόνο σαν μαγεία μπορούσε να την περιγράψει η αδαής μάζα. Ο Αρέτιος θυμήθηκε τον προ-παππού του που επίσης πίστευε ότι είχε την καλύτερη ασφάλεια στον κόσμο, μέχρι που μια μέρα αυτοκτόνησε χωρίς λόγο. Αποδείχτηκε δεκαετίες μετά ότι ένας τηλεπαθητικός του είχε βάλει την ιδέα ότι η ζωή είναι μάταια, από χιλιόμετρα μακριά. Ούτε οι νανομηχανές του, ούτε οι ταχύτητα φωτός μηχανές ασφαλείας του μπορούσανε να το εμποδίσουνε αυτό. Μετά θυμήθηκε ότι ακόμα και ο επιστήμονας που ανακάλυψε το γονίδιο της τηλεπάθειας είχε αρματωθεί για ασφάλεια με μια ντουζίνα τηλεπαθητικούς που διαβάζανε το μυαλό όποιου πλησίαζε με φονικές προθέσεις. Αλλά ακόμα και αυτό δεν τον έσωσε από τον πενταδιάστατο δολοφόνο που στείλανε οι ανταγωνιστές του. Οπότε, τι θα μπορούσε να διαφέρει σε αυτήν την περίπτωση;) ………………… Ο Ύψιστος Αρχιερέας του Μαστουρωμένου Σωτήρος, ο Θεόφιλος ο 2ος, βρισκόταν αμπαρωμένος μέσα στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του και περίμενε ανυπόμονα να έρθει η ώρα της ψηφοφορίας. Το τάγμα του θα είχε την ευκαιρία να γίνει η ισχυρότερη θρησκεία αυτού του κόσμου. Θα κατάφερνε επιτέλους να ξεπεράσει και τους Φανατικούς της Τρίτης Παρουσίας, που αυτοκτονούσανε απλά για να δείξουνε την πίστη τους. (Ξαφνικά, το τηλέβοο του άρχισε να κουδουνίζει. Ενοχλημένος, συγχρονίστηκε και απάντησε.) -Είπα ότι δεν θέλω να με ενοχλήσει κανείς! (Από το τηλέβοο ακούστηκε η γνώριμη άχρωμη χροιά της φωνής του βοηθού του.) -Λυπούμεθα για την ενόχληση αλλά έχουμε έγκυρες πηγές που αναφέρουνε ότι ο Τίμων σκοπεύει να σας καταστρέψει αν πάτε ενάντια του σήμερα. -Σίγουρα; Μα είχε πει ότι… Σίγουρα;!… -Σίγουρα κύριε. Σας είπα ποτέ ψέματα; (Πράγματι, τόσους αιώνες που αυτό το ψευδάτομο υπηρετούσε το τάγμα, ποτέ δεν ανάφερε κάτι χωρίς να είναι σίγουρος. Ο Θεόφιλος άρχισε να σκέφτεται σενάρια συνομωσίας…) ………………. Ο Τίμων ο Μελανούσιος μετρούσε τα χρήματα του και κοιτούσε τα σκαμπανεβάσματα των μετοχών. Παραμένει ένας από τους τέσσερις χάρη στο ότι δεν ασχολείται με τίποτα άλλο πέρα από τις επιχειρήσεις του. Δεν αφήνει καθόλου χρόνο να πάει χαμένος, ακόμα και αν πρέπει να ψηφίσει κάτι σημαντικό σε λίγες ώρες. (Ξαφνικά, αισθάνθηκε την παρουσία κάποιου που προσπαθούσε να τηλε-εισέλθει σε κάποιον από τους μύριους λογαριασμούς του. Έβαζε συνέχεια λάθος κυματισμούς και πείραζε τις διαρυθμίσεις της τηλε-εισόδου για κάποιο άνοιγμα. Ο Τίμων γέλασε, καθώς χρειάζονται αιώνες για να καταφέρει κάποιος για να βρει τον σωστό υπόηχο έτσι. Συγχρονίστηκε στην συχνότητα όπου ο επίδοξος κλέφτης προσπαθούσε να μπει και του μίλησε απ’ ευθείας με το τηλεβόο του.) -Φιλαράκο, δε ξέρω τι προσπαθείς να κάνεις αλλά με αυτόν τον ρυθμό δεν θα μπεις ούτε σε 100 χρόνια. -Έννοια σου και όταν μπω, θα σε συγυρίσω κατάλληλα. Παλιάνθρωπε! (Ο Τίμων πάγωσε στο άκουσμα της 5ης γυναίκας του. Μα τι κάνει εκεί; Λες να ανακάλυψε την νέα του ερωμένη; Και τα υπέρογκα ποσά με τα οποία την συντηρεί; Άρχισε να σκέφτεται σενάρια συνομωσίας…) …………………… Όλες οι συχνότητες διακόψανε τα προκαθορισμένα εμπαθιτικά τους κύματα και γεμίσανε από μηνύματα χαφιέδων. Στην τηλεγκεφαλική του πλύστρα που άφησε ενεργή ο μπαρμπα-Τσέλιος φεύγοντας μαστουρωμένος, ο ίδιος χαφιές ανέφερε κατενθουσιασμένος τα άσχημα νέα που θα ανεβάζανε την κίνηση στην συχνότητα του εργοδότη του. -Αγαπητή μου κουτσομπόληδες, έχουμε συνταρακτικά νέα. Τρεις της Τετράδας ψηφίσανε το αντίθετο από ότι αναμενότανε και κινητοποιούνε τις δυνάμεις ασφαλείας τους. Αυτό έφερε τα πάνω-κάτω στην ψηφοφορία, καθώς «για κάποιο λόγο» και τα υπόλοιπα μέλη του κοινοβουλίου αλλάξανε την ψήφο τους. Ο μόνος που δεν φέρεται να πτοείται από όλα αυτά είναι ο Σάικο Κάιν της Τετράδας που δηλώνει άγνοια για την αιτία των γεγονότων. (Η στριπτιτζού δίπλα του λαγοκοιμότανε στο πάτωμα. Ήξερε ότι και το στρινγκ την να έβγαζε, ο κόσμος δεν θα τις έδινε σημασία μπροστά σε τέτοια νέα ) -Και υπάρχει συνέχεια. Ανεπίσημες πηγές αναφέρουνε ότι η 5η σύζυγος του Τίμων του Μελανούσιου έπαθε ένα φοβερό ατύχημα την ίδια στιγμή που ξεκίνησε όλη αυτή η φασαρία. (Η φωνή του χαφιέ γινότανε όλο και δυσκολότερο να ακουστεί καθώς πίσω του υπήρχε οχλοβοή από επιχειρηματίες που φωνάζανε «Αγόρασε! Αγόρασε!» και ιερείς που επικαλούνταν την βοήθεια του Θεού τους. Αυτό το αναπάντεχο γεγονός απαιτούσε γρήγορη προσαρμογή καθώς οι αργοί θα καταπίνονταν ανελέητα από το κύμα των αλλαγών. Άλλωστε, ένα από τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας είναι ότι είσαι υπόλογος της ίδιας σου της κατάντιας. Ο χαφιές μίλησε δυνατότερα.) -Δεν γνωρίζουμε αν τα δυο αυτά γεγονότα συνδέονται αλλά θα σας ενημερώσουμε το συντομότερο. (Ο χαφιές άρχισε να κινείται ύπουλα μέσα από τις σκιές προσπαθώντας να κρυφακούσει και να μαζέψει πληροφορίες. Ήξερε πώς να μασκαρεύει την κατασκοπία σαν ελευθερία του τύπου. Προσπέρασε αδιάφορα έναν κλητήρα, κρίνοντας τον ασήμαντο για να ασχοληθεί. Πόσο λάθος έκανε…) ……………….. Ο μπαρμπα-Τσέλιος γύρισε στο μονόκλινο του που είχε για σπίτι. Επέστρεψε νωρίτερα από την δουλειά του, μιας που δεν μπορούσε να κάνει σωστά την δουλειά του με όλη αυτήν την αναταραχή. Έβγαλε την βρώμικη φόρμα του κλητήρα, κατάπιε ένα ευφοριακό και ξάπλωσε αναπαυτικά στην δύσοσμη πολυθρόνα του. Ένοιωθε υπέροχα γι’ αυτό που μόλις είχε κάνει. Για πρώτη φορά στην ζωή του ένοιωθε ότι έκανε κάτι σπουδαίο. Δεν τον ένοιαζε που δεν θα το μάθαινε ποτέ κανείς. Μόνο το ότι ξέφυγε από την βαρετή ζωή του σαν κλητήρας, σαν ένα απρόσωπο άτομο στην λαοθάλασσα του Ααρών, σαν ένα αναλώσιμο γρανάζι στην τεράστια μηχανή, ήταν αρκετό. Ποιος θα φανταζότανε ότι κάποιος που κανείς δεν νοιαζόταν ότι υπήρχε, θα ήξερε τόσα πολλά για την ζωή τους, κρυφακούγοντας τους τυχαία ενώ καθάριζε; Και ποιος θα φανταζότανε ότι θα τους ξεγελούσε τόσο εύκολα απλά με το να μιμείται τις φωνές γνωστών τους; Ο μπαρμπα-Τσέλιος ήταν πολύ καλός σε αυτό και από μικρός έκανε πλάκες έτσι σε καθηγητές και συγγενείς. Προσπάθησε να το αξιοποιήσει και επαγγελματικά αλλά όλοι θεωρούσανε αυτό το ταλέντο πολύ ασήμαντο και έτσι κατέληξε εδώ που είναι. Ασήμαντο; Τι γνώμη θα είχανε τώρα που αυτός ο ποταπός τυπάκος ξεγέλασε τα καλύτερα συστήματα ασφαλείας με αυτό το ασήμαντο κολπάκι; Ούτε οι πενταδιάστατοι σωματοφύλακες είχανε λόγο να τον υποψιαστούνε, ούτε οι τηλεπαθητικοί ενδιαφέρονταν να διαβάσουνε το επικίνδυνα μαστουρωμένο του μυαλό για να ανακαλύψουνε την αλήθεια. Άκου ασήμαντο! Ως και καινοτομία στην μαγεία το αποκαλέσανε ξαφνικά. Ο μπαρμπα-Τσέλιος γελούσε σιγανά και άλλαζε ασταμάτητα συχνότητες για να απολαύσει τα αποτελέσματα των πράξεων του. …………………. Το ίδιο έκανε συγχρόνως και μια κυρία του Πρώτου Κόσμου, καθώς απολάμβανε το αρωματικό της μπάνιο. Η καμαριέρα της, που την θεωρούσε στενή φίλη και της είχε εκμνηστηρευτεί την σκευωρία της, είπε καθώς της έφερνε την πετσέτα: -Κυρία Πούλια, είχατε δίκιο. Ήταν τελικά πολύ εύκολο. Δεν μπορώ να το πιστέψω. (Η Πούλια επί χρόνια ανησυχούσε μη χάσει την αίγλη της από την Πέμπτη. Αν και Δεύτερη και σοφότερη, ο Τίμων προτιμούσε όλο και περισσότερο την κατά 100 χρόνια νεότερη και πιο τσαχπίνα σύζυγο του. Έπρεπε να δράσει προτού αυτή η χαζοβιόλα τον έπειθε να την ξεσπιτώσει. Το να πείσει έναν μαστούρη μέσω της τηλεγκεφαλικής του πλύστρας να κάνει φάρσα στην Τετράδα ήταν πανεύκολο. Οι αποχαυνωμένοι στα ευφοριακά είναι εντελώς επιρρεπείς σε υποσυνείδητα μηνύματα. Ο δύστυχος είχε τόσο ελεύθερα επιλέξει να κάνει την φάρσα, όσο ελεύθερα ψηφίζουνε οι αντιπρόσωποι του κοινοβουλίου, ακούγοντας την θέληση της Τετράδας. Αν πάλι τα πράγματα βγαίνανε στην φόρα, μπορούσε πάντα να κατηγορήσει τον Σάικο Κάιν, τον μόνο που δεν ήταν μέρος της φάρσας, αρά και αυτονόητα από τους αφελείς, υπεύθυνος γι’ αυτήν. Ή τον μαστούρη που παρερμήνευσε τα λόγια της πάνω στην έκστασή του. Ή ακόμα και την «φίλη» της, που στεκόταν χαρούμενη μπροστά της. Βγήκε αργά από την αιωρούμενη σφαίρα της και με ένα ειρωνικό χαμόγελο απλά είπε -Πράγματι! ………….. Ο μπαρμπα-Τσέλιος έβλεπε ότι όλες οι συχνότητες είχανε αλλάξει το πρόγραμμα τους σε κουτσομπολίστικες εκπομπές όπου ο κάθε ξερόλας πετούσε την δικιά του θεωρία για το τι συνέβη. Και φυσικά, όλοι τους δεν είχανε ιδέα από το τι πραγματικά είχε γίνει. Δυσαρεστημένος, σκέφτηκε: -Δεν έχει τσόντα απόψε. (… δίχως να γνωρίζει ότι ο ίδιος ήταν πρωταγωνιστής μιας καλοστημένης τσόντας.) Τέλος… της ανεξάρτητης Δημοκρατίας Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted January 24, 2008 Share Posted January 24, 2008 Φοινικόδεντρα και Μέρες Βροχερές Νότια και δυτικά του Ομφαλού του Κόσμου, υπάρχει ένα νησί που άλλο τέτοιο δεν έχει δει ο κόσμος. Είναι μακρόστενο σαν οροσειρά βουλιαγμένη στη μέση του πελάγους κι ακόμη και τα κύματα γύρω του είναι ψηλά σα βουνά. Οι άνθρωποι που ζουν στο νησί αυτό είναι λίγο εριστικοί κι έχουν χωριστεί σε πόλεις που μάχονται η μια την άλλη, η Χώρα των Φαραγγιών μισεί την Πόλη της Τάφρου κι ο Αγιασμένος Βράχος φθονεί το Λημέρι του Θεού των Ναυτικών. Κι ενώ τσακώνονται σαν ανόητοι για λίγα μέτρα γης, είναι κι ένα μέρος που δεν πηγαίνουν κι αδιαφορούν γι’ αυτό. Είναι μια μικρή παραλία στο πιο ανατολικό άκρο του νησιού. Μικρή, ξανθή, μ’ ένα κελαρυστό ποταμάκι να τη διασχίζει, κλεισμένη μεταξύ δυο λόφων. Γιατί κανείς δεν πάει εκεί; Ποιος ξέρει. Λένε ότι δεν είναι δα και το ωραιότερο μέρος του κόσμου. Αλλά οι άνθρωποι έχουν πόλεις σε πολύ πιο άσχημα μέρη. Λένε ότι δεν είναι και το πιο ασφαλές μέρος του κόσμου. Αλλά και πάλι οι άνθρωποι έχουν χτίσει τις πόλεις τους σε μέρη τόσο επικίνδυνα, όσο το χείλος ενός ηφαιστείου. Κι ύστερα λένε ότι δεν είναι και το πιο υγιεινό μέρος του κόσμου, αλλά ούτε κι αυτό είναι δικαιολογία, γιατί οι άνθρωποι όπου και να πάνε, κάνουν κάθε μέρος και κάθε τοπίο ανθυγιεινό. Τότε λοιπόν τι τους κρατάει μακρυά; Κάποια βάσκανη κατάρα; Κάποιο μακρύ και δύσβατο λαγκάδι; Ή μήπως κάποιο δίχτυ μαγικό, ένας πέπλος από ξόρκια και γητειές, πλεγμένος σφιχτά, όπως από φύλλα καλαμιών πλέκουν οι γυναίκες καλάθια; Α, ναι, κάτι υπάρχει προστατευτικό γύρω από αυτήν τη μικρή, ξανθή παραλία. Είναι η πιο σημαντική παραλία του κόσμου, αλλά κανείς δεν το γνωρίζει και δεν πρέπει να το γνωρίζει κι αυτή τη χρησιμότητα έχει ο παράξενος πέπλος. Κι είναι σημαντική γιατί σ’ αυτήν ζουν τα Φοινικόδεντρα. Ζουν μακρυά από κάθε άλλο δέντρο σχεδόν στην άκρη του κύματος. Το μόνο άλλο πλάσμα που τολμάει να τα συντροφεύει είναι το κρίταμο, το παχύφυτο που τρέφεται με αλμύρα. Τα Φοινικόδεντρα στέκουν ριζωμένα σε στρώσεις από άσπρη άμμο, αφήνουν την αφράλα να μασουλάει ό,τι από τον κορμό τους μπορεί να μασουλήσει κι επιτρέπουν στον άνεμο να χώνεται ανάμεσα στα φύλλα τους, σκανταλιάρης κι ερωτύλος. Αυτά τουλάχιστον είναι που βλέπουν οι άνθρωποι. Οι ναυτικοί που περνούν από μακρυά με τα στιβαρά τους ιστιοφόρα. Οι βοσκοί που φέρνουν τα κατσίκια τους να βοσκήσουν αλάτι στην ακτή και βιάζονται να φύγουν. Κι ένα-δυο παράνομα ζευγάρια που βρίσκουν το αρχαίο φοινικόδασος καλή κρυψώνα για τον έρωτά τους. Αλλά πολλές φορές αυτό που βλέπουν οι άνθρωποι είναι μόνο αυτό που τα μάτια τους μπορούν ν’ αντιλαμβάνονται. Κι αυτό που δεν φαίνεται, αυτό που τα μάτια των ανθρώπων δε βλέπουν είναι το μουρμούρισμα, το σιγανό ψιθύρισμα των σπαθάτων φύλλων, και δεν το ακούν γιατί συνήθως στην ακτή φυσάει και νομίζουν ότι είναι μόνο ο άνεμος που παίζει τα παιχνίδια του. Αλλά δεν είναι αυτό. Δεν είναι αυτό και κανείς άνθρωπος δε θα μάθει ποτέ τι είναι. Τουλάχιστον όχι σ’ αυτόν τον κόσμο, σ’ αυτήν την πραγματικότητα σ‘ αυτήν τη διάσταση. Από την Χώρα των Φαραγγιών ως την Πόλη της Τάφρου κι από τον Αγιασμένο Βράχο ως το Λημέρι του Θεού των Ναυτικών, κανείς δε θα μάθει ποτέ ότι τα Φοινικόδεντρα είναι ζωντανά και μιλούν μεταξύ τους και ότι ο ψίθυρος που ακούγεται στο φοινικόδασος δεν έχει να κάνει με τον άνεμο, γιατί ακούγεται ακόμη κι όταν δε φυσάει. Πρέπει να ‘ναι μέρα βροχερή. Γλυκό νερό να κυλάει στις ρίζες τους, σαν ευλογία ουράνια και να φουσκώνει το κελαρυστό ποταμάκι. Αυτοί είναι κι οι θεοί των Φοινικόδεντρων, οι Βροχερές Μέρες. Τότε μέσα στη βροχή και τον αέρα, τα Φοινικόδεντρα μιλούν το ένα στο άλλο κι είναι η συζήτησή τους μια συζήτηση που διαρκεί εδώ και αιώνες. «Τώρα, ας μιλήσει ο Μεγάλος-Των-Νοτίων,» λέει ο Μεγάλος-Μισόγυμνος-Γέρος, που έχει τις ρίζες του πολύ κοντά στην εκβολή του ποταμού και τα φύλλα του είναι πια λιγοστά. Στο κάλεσμά του απαντάει το μεγαλύτερο από τα δέντρα της νότιας πλευράς, εκείνο που είναι πιο μακρυά από τα άλλα, σχεδόν σκαρφαλωμένο πάνω στο λόφο. «Η μεριά μας είναι κοντά, πολύ κοντά στα κτήνη αυτά,» λέει. «Συχνά ακούμε τις οιμωγές τους και τους θρήνους. Κι αλίμονο μόνο από πόνο πραγματικό δεν είναι. Αλίμονο, είναι γεμάτα από λύσσα και μίσος κι αίμα τρέχει άφθονο, όπως άφθονη είναι κι η θάλασσα.» «Άρα λοιπόν, αρνητικά έχετε αποφασίσει;» «Αρνητικά, αρνητικά. Μακρυά κι ακόμη πιο μακρυά μας ας μείνουν τα κτήνη, κι από τα κτήνη ακόμη πιο μακρυά ας μείνει η γνώση της μαγείας.» Ύστερα ο Μεγάλος-Μισόγυμνος-Γέρος γυρίζει πολύ αργά ένα μισομαδημένο κλαρί κι δείχνει τη βόρεια μεριά. «Τώρα είναι η ώρα, ας μιλήσει ο Μεγάλος-Των-Βορείων,» λέει. Ανεπαίσθητες κινήσεις κάνουν τα Βόρεια Φοινικόδεντρα, σαν να τα κινεί ο άνεμος κι όχι η βούλησή τους, αλλά τελικά, ανάμεσά τους ξεπροβάλει ένα κοντό, καχεκτικό δεντράκι, δίπλα σ’ ένα πεσμένο στο χώμα, σαπισμένο, νεκρό από χρόνια δέντρο. «Είμαι ο Μεγάλος-Των-Βορείων,» λέει. «Είμαι ό,τι έχει απομείνει από αυτόν, ό,τι κρατάει τις μνήμες του από αυτήν τη συζήτηση που κρατάει εδώ κι αιώνες. Η μερίδα των Βορείων είναι κοντά πολύ στη Σπηλιά του Αρχαίου Πνεύματος. Μικροί σπόροι από τον ίδιο μας τον εαυτό έχουν πετάξει ως εκεί στα φτερά του ανέμου, στο στομάχι ενός πουλιού. Εκεί συνάντησαν το Αρχαίο Πνεύμα και το ρώτησαν: Αρχαίο Πνεύμα, τι είναι τα κτήνη αυτά; Και το Αρχαίο Πνεύμα είπε: Είναι απόγονοι των Αρχαίων Πνευμάτων. Είναι εκείνοι που κρατούν μέσα τους τη δύναμη να κάνουν μάγια, να ελέγχουν τον κόσμο γύρω τους. Ναι, αλλά αν διδαχο΄τυν πώς να το κάνουν, θα τον κάνουν ωραιότερο τον κόσμο, Αρχαίο Πνεύμα; Ρώτησαν οι σπόροι. Και το Αρχαίο Πνεύμα σήκωσε τους ώμους του κι είπε: ναι, τελικά ίσως τον κάνουν ωραιότερο, αλλά αυτό ούτε τα Αρχαία Πνεύματα δεν το ξέρουν.» Ο Μεγάλος-Των-Βορείων κάνει μια παύση να μαζέψει τις δυνάμεις του. Είναι κουρασμένος πολύ, είναι ό,τι απέμεινε από ένα δέντρο πιο αρχαίο κι από το Αρχαίο Πνεύμα που ζει στη Σπηλιά. Αλλά πρέπει να μιλήσει, πρέπει να πει στα υπόλοιπα Φοινικόδεντρα τις αποφάσεις της βόρειας μεριάς. «Υπάρχουν εκείνοι που κρίνουν το καλό και το κακό. Και κανείς τους δεν είναι Φοινικόδεντρο. Οι άνθρωποι είναι και καλοί και κακοί κι έχουν μέσα τους κομμάτια από τα Αρχαία Πνεύματα. Και κανένα Φοινικόδεντρο δε μπορεί να ξέρει αν με τη μαγεία οι άνθρωποι θα κάνουν μόνο καλό ή μόνο καλό. Λέμε πως πρέπει να τους τη δώσουμε, να τους αφήσουμε να έρθουν ως εμάς και να τους μάθουμε πώς να κάνουν μάγια, πώς να στρίβουν τον κόσμο και να τον κάνουν ομορφότερο.» Ο Μεγάλος-Μισόγυμνος-Γέρος σάλεψε ανεπαίσθητα. «Άρα λοιπόν, θετικά έχετε αποφασίσει;» «Θετικά, θετικά. Κοντά κι ακόμη πιο κοντά μας ας καλέσουμε τα κτήνη, κι από τα χείλη μας ας μάθουν τη μαγεία.» Ύστερα ο Μεγάλος-Μισόγυμνος-Γέρος μιλάει κι είναι σα να ‘χει ελαφρά χαμηλώσει τα φύλλα του. Η φωνή του είναι ακόμη πιο ψιθυριστή αλλά τα Φοινικόδεντρα τον ακούν καθαρά, σα να μιλάει μέσα στο μυαλό τους. «Τώρα θα ήταν η ώρα να μιλήσει ο Μεγάλος-Των-Δυτικών,» μουρμουρίζει, «αλλά οι θεοί αποφάσισαν να του στερήσουν τη μιλιά. Ποιος θα μιλήσει για εκείνον;» «Κανείς,» θροΐζουν με σεβασμό τα δέντρα της δυτικής μεριάς. «Κανείς, γιατί κι αν ο Μεγάλος-Των-Δυτικών δεν έχει πια φωνή να μιλήσει, έχει χίλιους άλλους τρόπους να πει αυτά που η δυτική μεριά έχει αποφασίσει.» Και τότε τα δυτικά Φοινικόδεντρα γέρνουν απαλά, αριστερά και δεξιά και κάποια γέρνουν μπροστά, έτσι ώστε να φανεί ανάμεσά τους ο Μεγάλος-Των-Δυτικών, ο αντιπρόσωπός τους. Είναι πανύψηλος και μοναχικός, πάντα ήταν, γύρω του υπάρχει ένα μικρό ξέφωτο στο φοινικόδασος κι ακόμη και τα κρίταμα δεν τον πλησίαζαν ποτέ πολύ. Κι αυτό ήταν ολονών η σωτηρία, γιατί οι Βροχερές Μέρες έστειλαν πάνω του έναν κίτρινο κεραυνό και τον έκαψαν όλον, εκτός από ένα μικρό κομμάτι από τις ρίζες του που έχουν ακόμη μέσα τους ζωή. Κι αυτό το μικρό κομμάτι από ρίζες, ένα κουβαράκι από ιστούς που πίνουν νερό και τρώνε χώμα ξέρει να χρησιμοποιήσει τη μαγεία για να πει αυτά που πρέπει να πει. Στην αρχή τα Φοινικόδεντρα βλέπουν τη νύχτα. Είναι το βαθύτερο σκοτάδι, πιο βαθύ και από εκείνο της δημιουργίας, πιο βαθύ κι από εκείνο όπου κοιμάται ο σπόρος πριν βλαστήσει. Ύστερα το σκοτάδι αρχίζει να σπάει, μικρές λάμψεις μακρυνές τόσο που μοιάζουν με κεφάλια καρφίτσας. Μια από τις λάμψεις μεγαλώνει και μεγαλώνει και γίνεται μια μπάλα από φωτιά κι έχει γύρω τις άλλες μπάλες από χώμα ή από αέρια ή από πάγο και μία μόνο από τις μπάλες αυτές έχει ένα όμορφο γαλαζόλευκο χρώμα Η γαλαζόλευκη μπάλα πλησιάζει και πλησιάζει και ξαφνικά αρχίζουν να ξεχωρίζουν πάνω της η θάλασσα κι η ξηρά και να εκεί στο τέλος τη μεγάλης ξηράς είναι ο Ομφαλός του Κόσμου και νότια από τον Ομφαλό είναι το νησί, μακρόστενο σαν οροσειρά βουλιαγμένη στη μέση του πελάγους κι ακόμη και τα κύματα γύρω του είναι ψηλά σα βουνά. Και το νησί μεγαλώνει και μεγαλώνει, μέχρι που φαίνεται μόνο η ανατολική του άκρη, μέχρι που φαίνεται μόνο μια μικρή παραλία εκεί, μια μικρή ξανθή παραλία, μ’ ένα κελαρυστό ποταμάκι κι ένα δάσος από Φοινικόδεντρα, ανέγγιχτο από τον άνθρωπο ακόμη. «Γιατί μας δείχνεις πράγματα που ξέρουμε ήδη;» ρωτάει ο Μεγάλος-Μισόγυμνος-Γέρος. «Κάθε ένα Φοινικόδεντρο ξέρει τι θέση του στον κόσμο, ξέρουμε όλοι ακριβώς πόσο μεγάλο είναι το Σύμπαν, πόσο μικροί είμαστε εμείς. Τι έχει αυτό να κάνει με το αν θα δώσουμε στους ανθρώπους τη μαγεία;» Το κουβαράκι από ρίζες δεν κινείται καθόλου, δεν είναι στα συνήθειά του να κινείται, αλλά τώρα οι εικόνες που στέλνει αλλάζουν, γίνονται πιο φοβερές, πιο άγριες. Δείχνουν ένα όμορφο αγόρι των ανθρώπων, στρουμπουλό και κατσαρομάλλικο και με το καστανό του βλέμμα γεμάτο άστρα. Το αγόρι αρχίζει να μεγαλώνει και να μεγαλώνει και να μεγαλώνει και ξαφνικά είναι πιο μεγάλο από το νησί, πιο μεγάλο από την ξηρά που φιλοξενεί τον Ομφαλό του Κόσμου, πιο μεγάλο από τη γαλαζόλευκη σφαίρα κι από την σφαίρα από φως κι από την ίδια τη νύχτα και το σκοτάδι της δημιουργίας κι όσο μεγαλώνει, τόσο τα άστρα φεύγουν από τα μάτια του και σβήνουν και χάνονται. Κι όταν το όραμα του Μεγάλου-Των-Δυτικών σβήνει, τότε τα Φοινικόδεντρα φουρφουρίζουν τρομαγμένα, «θεοί! Κτήνη, είναι κτήνη, δεν αξίζουν τη μαγεία, μακρυά κι ακόμη πιο μακρυά!» Ο Μεγάλος-Μισόγυμνος-Γέρος γνέφει σιωπή. Ω, ναι, είναι ξεκάθαρο αυτό που λένε στη δυτική πλευρά. Αλλά υπάρχει ακόμη μια φωνή που πρέπει ν’ ακουστεί κι έχουν τόσο λίγη ώρα μέχρι να περάσει η βροχή και πρέπει να τελειώνουν πια, να τελειώνουν, να πάρουν μια απόφαση. Τινάζει ελαφρά ένα από τα φύλλα του και μια μικρή βροχή από σταγόνες συνοδεύει τη μεγάλη στο ταξίδι της προς το έδαφος. Η φωνή του είναι απαλή τώρα, σοβαρή πολύ, ξέρει ότι αυτά που θα πει έχουν μεγάλη σημασία και θέλει να τα πει όσο πιο όμορφα μπορεί. «Νότιοι, Βόρειοι, Δυτικοί, ακούσαμε όλοι όλους. Το δάσος μας δεν έχει ανατολική πλευρά, γιατί εκεί που είναι η ανατολή είναι κι η γαλάζια θάλασσα. Αλλά δίκαια πρέπει να είναι τα Φοινικόδεντρα, γιατί αλλιώς οι τρυφερές Βροχερές Μέρες δε θα ξαναρθούν. Ένας μόνο στην ανατολή ζει κι αυτός ας πει τη γνώμη του, δικαιωματικά, όλοι και ένας στον ίδιο κορμό, μίλησε, Δύστροπε-Ανατολικέ, γιατί είναι η ώρα να μιλήσεις.» Ο Δύστροπος-Ανατολικός είναι μέτριος στο μπόι. Έχει ένα παράξενο στρεβλό κορμό και τα φύλλα του είναι ακανόνιστα φυτρωμένα. Φταίει η θάλασσα και το αλάτι της, ο Δύστροπος-Ανατολικός πίνει από τη μια μεριά θαλασσινό νερό κι από την άλλη το γλυκό του ποταμού κι αυτό στρεβλώνει τη μορφή του. Αλλά εκείνος διάλεξε να πάει και να φυτρώσει εκεί, γιατί την αγαπά τη θάλασσα μ’ έναν έρωτα ασυμβίβαστο και παράξενο για τη φύση και υπομένει με καρτερία τα μαρτύριά του, αρκεί που είναι κοντά της. Τραντάζεται λιγάκι, γιατί οι ρίζες του είναι καχεκτικές προς τη μεριά της θάλασσας κι ύστερα μιλάει δυνατά τόσο δυνατά που αν περνούσε κάποιος άνθρωπος από εκεί, σίγουρα θα άκουγε τη φωνή του. «Χρόνια πολλά πάνε από τότε που ήρθαμε εδώ, μικρά σποράκια και κουκούτσια σε τσέπες στρατιωτών. Χρόνια αμέτρητα κουβαλάμε μέσα μας τη μαγεία. Κι ως είπε ο Μεγάλος-Των-Δυτικών, ναι, ετούτη είναι η μαγεία, να κατανοείς τη θέση σου στον κόσμο και να τον κάνεις με τα ξόρκια και τις γητειές καλύτερο κι ομορφότερο. Αλλά τι από την ομορφιά έχουν μέσα τους οι άνθρωποι; Τίποτα. Τίποτα και κτήνη πρέπει να μείνουν. Κτήνη χωρίς να μάθουν ποτέ πώς να χρησημοποιούν τη μαγεία. Αρνητικά έχω αποφασίσει, αρνητικά. Μακρυά κι ακόμη πιο μακρυά μας ας μείνουν τα κτήνη, κι από τα κτήνη ακόμη πιο μακρυά ας μείνει η γνώση της μαγείας.» «Πρέπει πια να πάρουμε μια απόφαση,» ψιθυρίζει κουρασμένα ο Μεγάλος-Μισόγυμνος-Γέρος. «Ίσως είναι τώρα ο καιρός να πάρουμε την απόφασή μας, να δούμε τι να κάνουμε. Ίσως πρέπει να μάθουμε και τη γνώμη των θεών, αλλά οι Βροχερές Μέρες δεν έχουν δική τους φωνή.» «Ας πάρουμε μια απόφαση, ας πάρουμε μια απόφαση,» ψιθυρίζουν και τα υπόλοιπα Φοινικόδεντρα. Ακόμη κι ο Δύστροπος-Ανατολικός αυτό ψιθυρίζει, «ας πάρουμε επιτέλους μια απόφαση.» Η βροχή δυναμώνει και κάνει έναν ήχο σαν ένα απαλό πλατσούρισμα σαν ευτυχισμένου παιδιού που παίζει στην επιφάνεια της θάλασσας και ακόμη έναν, σαν απαλό ταμ-ταμ πάνω στα φυλλώματα. Το ταμ-ταμ της βροχής δυναμώνει και σε λίγο σαν να ξεχωρίζει μια λέξη στον παράξενο ήχο, «ναι, ναι, ναι», λίγο-λίγο ξεχωρίζουν κι οι φωνές των Φοινικόδεντρων, «ναι, ναι, ναι» κι ύστερα ακούγονται κι οι φωνές των Μεγάλων τους, «ναι, ναι» κι η φωνή του Μεγάλου-Μισόγυμνου-Γέρου τις συνοδεύει, «ναι», «ναι», «ναι», «κρατήστε μυστική τη μαγεία, κρατήστε μυστική τη γνώση, κρατήστε τους ανθρώπους μακρυά από αυτά που θα μπορούσαν να κάνουν…» Κι οι Βροχερές Μέρες γιορτάζουν τη σωφροσύνη των πιστών τους με μερικές ακόμη ριπές νερού. Αν σας μοιάζει με κάτι πραγματικό... δε φταίω εγώ. Πρέπει να υπάρχει κάποια αρχαία μαγεία στο Βάι. Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted January 26, 2008 Share Posted January 26, 2008 Ένα κομμάτι χρόνος. Κάτω από την γη, βογγητά και συρσίματα καταπίνονταν δίχως ηχώ από τα ντουβάρια. Η κλεισούρα είχε κάνει τον αέρα βαρύ, σχεδόν υγρό, όμως κανείς δεν έδειχνε να ενοχλείται. Κάθε αίσθηση της όσφρησης είχε χαθεί από την έντονη δυσωδία. Μονάχα τα αηδιασμένα σχόλια των φρουρών που έφερναν το φαγητό κάθε τόσο, υπενθύμιζαν στους κρατούμενους την κατάσταση τους. -Πάντως δεν έχει καθόλου ποντίκια. Παρατήρησε μια βραχνή φωνή. Μες στο χαμηλοτάβανο, πλατύ μπουντρούμι της πρωτεύουσας οι ψίθυροι σπάνια έβρισκαν απάντηση. Κανείς τους δεν γνώριζε πόσοι βρίσκονταν εκεί μέσα. Η κοινωνικότητα τους περιορίζονταν στους ανθρώπους που σάπιζαν τριγύρω τους. Κάθε τόσο κάποιος πέθαινε και η θέση του έμενε κενή μέχρι ο επόμενος που θα πετούσαν εκεί μέσα να την έπαιρνε. -Είναι γιατί είμαστε βαθιά, πολύ βαθιά, πιο κάτω και από τους υπονόμους γι' αυτό είναι. Ακούστηκε μια δεύτερη τσιριχτή. Εκείνη η ώρα που κανείς δεν ήξερε αν έξω ήταν μέρα ή νύχτα, ήταν μια απο εκείνες που ο ένας ψίθυρος διαδέχονταν τον άλλο σαν μικρές, μικρές νιφάδες που άλλοτε λιώνουν στο χώμα δίχως να αφήσουν τίποτε, και άλλοτε, πιο σπάνια, καταλήγουν να κυλούν σαν χιονοστοιβάδα σε πλαγιά, θυμίζοντας σε όλους τους φυλακισμένους πως είναι μια αληθινή συζήτηση. -Εμείς είμαστε χειρότεροι από ποντίκια! Συνέχισε ένα τρίτο σφύριγμα. -Χειρότερος είσαι εσύ τρελόγερε! -Μπα; Και γιατί, εσύ τι το ανώτερο έχεις από μας; Τον ίδιο χυλό δεν τρως; Τα ίδια κόπρανα δεν... -Εγώ ανόητε, ξέρω ιστορία! Τον διέκοψε η βραχνή φωνή. -Ιστορία; Τι ιστορία μπορεί να ξέρεις εσύ; -Ιστορία πολύ σπουδαιότερη από ο,τιδήποτε χωρά ο νους σου. Την ιστορία ενός μάγου! -Μάγου; -Ναι Μάγου. Και πολύ σημαντικού μάλιστα. Φίλου ενός από τους πιο σπουδαίους Πρωτόβουλους που πέρασαν από την χώρα. Του Σάρτοκ του Σιδερένιου. Οι εχθροί του κάποτε αποφάσισαν να τον δολοφονήσουν. Ένα βράδυ λοιπόν έστησαν καρτέρι στην λαχαναγορά, καθώς σύχναζε εκεί με αυτόν τον φίλο για..χμμ.. -Αγοράκια! Πετάχτηκε μια φωνή και βραχνά χαχανητά ύψωσαν έναν θόρυβο αλλόκοτο, σαν χορωδία πεινασμένων κορακιών. Μια χορωδία που διακόπηκε από τον άντρα με την βραχνή φωνή, που συνέχισε ακάθεκτος την ιστορία του. -Το μυστικό του πάθος ας πούμε! Όπως και να έχει ήταν μαζί με τον φίλο του όπως είπα. Και τότε τους επιτέθηκαν τρεις δολοφόνοι, οι καλύτεροι όλου του κόσμου. Θα τον σκότωναν, θα τους σκότωναν και τους δυό εκείνο το βράδυ, και θα το έκαναν μέσα σε δευτερόλεπτα. Κανείς δεν θα μάθαινε τίποτα και κανείς δεν θα μπορούσε να πει τι συνέβη. Και όλα θα ήταν πολύ εύκολα αν ο Σάρτοκ ο Σιδερένιος ήταν μόνος του, μιας και εκείνο το βράδυ είχε γίνει τύφλα στο μεθύσι. Όμως ο φίλος του, ο μάγος, έκανε κάτι που πολλοί έχουν πει στα παραμύθια μα κανείς τους δεν έχει δει και αν τους ρωτήσεις, κανείς τους δεν θα μπορεί να σου πει πως το έμαθε. Ο μάγος αυτός έκανε μια Ανάπαυλα, μια εξαίρεση χρόνου και πάγωσε τον χρόνο για τον εαυτό του ακινητοποιώντας τους υποψήφιους δολοφόνους. Ώσπου να καταπιεί τον λόξυγγα του ο Σάρτοκ, οι τρείς δολοφόνοι έστεκαν αποσβολωμένοι μπροστά του με ανοιγμένες κοιλιές, ενώ ο φίλος του ξανάκρυβε το λεπίδι του... Ένας θόρυβος σαν χλιμίντρισμα ακούστηκε σαν απάντηση. -Και λοιπόν; Σκότωσε τρεις τύπους σ'ένα στενό. Θα μπορούσε να το είχε φανταστεί ο Σάρτοκ μιας και όπως λες ήταν τύφλα. Αλλά ακόμα και να τους σκότωσε, ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος είναι που θα σκότωνε περισσότερους αντιπάλους. Τι το τόσο σπουδαίο έκανε λοιπόν ο μάγος σου; -Ηλίθιε! Στον μάγο αυτόν, τον φίλο του, ο Σάρτοκ είχε εμπιστευτεί όλα τα νομοσχέδια που σκόπευε να επιβάλει ως Πρωτόβουλος. Ήταν τα νομοσχέδια αυτά που κατήργησαν την θανατική ποινή και χάρις σ'αυτόν είμαστε εδώ και μιλάμε αντί να κρεμόμαστε από κλαδιά. -Μεγάλη διαφορά έχουμε από νεκροί! Και τι απέγινε αυτός ο μάγος; -Ο μάγος αυτός, ήταν φίλος του πατέρα μου και περιττό να σας πω πως πέθανε νέος, διότι για να πετύχει τόσο ισχυρή εκείνη την Ανάπαυλα, σπατάλησε για τον Θεό Κχόρνο τουλάχιστον δυό δεκαετίες από την ζωή του εκείνο το βράδυ. Μουρμουρητά εδώ και εκεί ήταν τα μόνα σχόλια που ακούστηκαν στα μπουντρούμια, θετικά ή αρνητικά, όλα λαβωμένα από την εξαθλίωση των φυλακισμένων. Και εκεί που η διατάραξη της σιωπής έμοιαζε να τελειώνει ακούστηκαν λέξεις, πιο δυνατά από τις άλλες, όλες από ένα στόμα. -Καλή η ιστορία σου φίλε. Όμως εγώ έχω μια καλύτερη να πώ. Εγώ βλέπεις δεν άκουσα, αλλά έζησα την ιστορία μου... Ναι! Εγώ, πριν φτάσω εδώ να μιλάω με σκουπίδια σα και του λόγου σας ήμουν ένας από τους πιο πιστούς φίλους του μεγαλύτερου μάγου του κόσμου! Η βαρύγδουπη δήλωση έκανε τους ήχους στο κελί σιγά σιγά να σταματήσουν. -Μπα; Και ποιός ήταν αυτός; -Μα ο Δέκτορ ο Κυνηγός φυσικά! Ο στρατηγός που επέλεξε η βουλή για να υπερασπιστεί την χώρα μας απέναντι στους Γουβάρους! Ήμουν πλάι του, όταν αυτός έμεινε μόνος του... Πήγε να ξεκινήσει μα η βραχνή φωνή του πρώτου ομιλητή τον διέκοψε. -Και πως ήσουν πλάι του αν αυτός έμεινε μόνος του; Τα γέλια αυτή την φορά ήταν δυνατότερα, μα σαν σταμάτησαν η σιωπή που κυριάρχησε δεν ήταν αυτή της μιζέριας μα εκείνη της ακρόασης. -Σιωπή! Τα παραμύθια λένε πως είχε μείνει μόνος του. Η αλήθεια είναι πως είχαμε μείνει οι δυό μας. Όλοι οι υπασπιστές του είχαν μείνει να κρατήσουν τα νώτα μας, όταν μας έπιασε μια μονάδα από Γουβάρους ιππείς. Ο Δέκτορ, γενναίος και άφοβος καθώς ήτανε, ήθελε να μείνει και να πολεμήσει. Όμως δεν το έκανε, και αυτό γιατί εγώ του είπα πως πρέπει να σωθεί για το καλό της χώρας. Δεν το δέχονταν και δυσκολεύτηκα να τον πείσω, αλλά τελικά τα κατάφερα και έτσι με ακολούθησε για να βρούμε την κύρια μονάδα μας. Όμως την ώρα που οδεύαμε προς εκείνη, πίσω από κάτι λόφους είδαμε από μακριά δέκα ιππείς Γουβάρους να μας έχουν εντοπίσει και να επιτήθενται! Κοίταξα τριγύρω μου. Δεν ήταν κανείς άλλος τριγύρω, φίλος ή εχθρός. Είμασταν μόνοι μας, εγώ, ο Δέκτορ ο Κυνηγός και δέκα αιμοδιψείς, ιππείς Γουβάροι με τα γιαταγάνια τους να ανεμίζουν στον αέρα και τα στόματα τους σφαλιστά. Έτρεχαν κατά πάνω μας σαν κατάρες της φύσης. Εγώ ξεροκατάπια, μάζεψα τα λογικά μου και πήγα να πω στον Δέκτορ να επιχειρήσω να τον υπερασπιστώ ώστε να ξεφύγει. Και τότε ο Δέκτορ, μου μίλησε. Και θυμάμαι τα λόγια του. “Φίλε μου πιστέ”, μου είπε, “Μην μιλήσεις ποτέ για αυτό που θα δεις.”-τώρα βέβαια δεν έχει σημασία μιας και έχει πεθάνει, γι' αυτό και γω μιλώ- “Μην μιλήσεις γιατί κάτι τέτοιο δεν πρέπει να μαθευτεί από ανθρώπο, φίλο ή εχθρό.” Και έμεινα με το στόμα ανοιχτό πάνω στο ανήσυχο άτι μου να τον κοιτάζω, δίχως να μπορώ να φανταστώ τι εννοούσε. Και οι εχθροί μας, πλησίαζαν και σύντομα θα ήταν πάνω μας και όλα θα τέλειωναν. Και τότε το έκανε. Το ισχυρότερο ξόρκι του κόσμου, το ισχυρότερο ξόρκι των αιώνων, αυτό για το οποίο μίλησες φίλε πριν από λίγο, την Ανάπαυλα του Θεού Κχόρνου. Και το κατάφερε. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου, ο χρόνος σταμάτησε όχι μόνο για εκείνον αλλά και για μένα! Και εκεί, πίσω από κάτι λόφους λίγο πιο μακριά από ένα αιματηρό μακελειό, ο Δέκτορ έστειλε ένα βέλος στην καρδιά του καθενός από τους εχθρούς του και αυτοί δεν το κατάλαβαν παρά μόνο όταν είδαν από ένα βέλος να καρφώνεται στα στήθη τους. Και ήμουν μπροστά, ήμουν μπροστά και τον είδα. Είδα τι έκανε η Ανάπαυλα του Κχόρνου, στον Δέκτορ. Είδα στον στρατηγό μου να ασπρίζουν τα μαλλιά του, να θολώνει η ματιά του και να ζαρώνουν τα μάγουλα του. Και είμουν μόνο εγώ που ήξερα πως ήταν αυτό και όχι η φρίκη της μάχης που έκανε τον στρατηγό μας, από είκοσι χρονών παιδαρέλι να μοιάζει με τον γέρο πατέρα του μετά από εκείνη την μέρα. Σαν ο γέρος τελείωσε την εξιστόρηση του, ο πρώτος ομιλητής με την βραχνή φωνή ξαναπήρε τον λόγο. -Καλή η ιστορία σου μπάρμπα. Όμως και ο δικός σου μάγος το μόνο που έκανε είναι να φυτέψει δέκα βέλη σε ισάριθμους εχθρούς. Τι το τόσο σημαντικό έκανε ο μάγος σου πέρα από κάτι που θα το κατάφερνε και ένας καλός τοξότης; -Τι έκανε; Εγώ και ο Δέκτορ φτάσαμε έγκαιρα στην κύρια μονάδα του στρατού. Με τις διαταγές μας...Δηλαδή περισσότερο τις δικές του, καταφέραμε να συνθλίψουμε τους Γουβάρους! Δίχως αυτή την νίκη η Χώρα θα είχε χαθεί και η θανατική ποινή θα εφαρμοζόταν όχι στους εγκληματίες αλλά σε όλους μας, εμάς και στα παιδιά μας και στους φίλους μας... -Χα! Που είναι τώρα τα παιδιά σου γέρο; Πού είναι οι φίλοι σου; Και που είναι τώρα ο μάγος σου να σε σώσει; Χλεύασε ο πρώτος ομιλητής και η σιγή αυτή την φορά είχε μια αναμονή στον αέρα, από όλους τους φυλακισμένους. -Είναι αργά για να με σώσει... Πέθανε λίγα χρόνια μετά την μάχη και μαζί του πέθανε η ανεκτικότητα κάθε αξιωματικού στις καταχρήσεις μου... Τα μουγγρητά που ακούστηκαν κουβαλούσαν μια απογοήτευση, σαν να περίμεναν όλοι οι κατάδικοι κάτι απροσδιόριστο από το τέλος της ιστορίας, κάτι που ίσως και να έμοιαζε με ελπίδα, κάτι που τελικά δεν ήρθε. Για λίγο κανείς δεν είπε τίποτα και όλα έδειχναν πως η ώρα εκείνη, που έμοιαζε μαγική σε ένα ξεχασμένο μπουντρούμι, θα τελείωνε και όλοι θα επανέρχονταν στην γνωστή σιωπηρή μιζέρια τους. Όμως μια φωνή επανέφερε την μαγεία στον χώρο. Αδύναμη, σπασμένη και ασθματική δεν θα μπορούσε να ανήκει παρά σε κάποιον πολύ γέρο. -Έχω και εγώ να σας πω μια ιστορία. Είπε και η σιγή όλων αποκρίθηκε άμεσα στα λόγια του. Ήταν σαν το κάτι, αυτό που περίμεναν όλοι, να ξαναφύτρωσε στην καρδιά τους και να καρτερούσε τα λόγια που θα ακολουθούσαν. -Είναι η ιστορία ενός παιδιού πιο χαρισματικού από όλους τους σπουδαίους μάγους που αναφέρατε. Ο μικρός αυτός έτυχε να είναι γιος του Ζόχταν του Φτερωτού, του γνωστού βουλευτή των Θαλασσολαίμηδων. Κάποιοι θα τον έχετε στα σίγουρα ακουστά, ειδικά όσοι δεν είσαστε πολύ καιρό εδώ μέσα μιας και έκανε πολλά για την Χώρα. Ο πατέρας του μικρού λοιπόν, εκτός από δίκαιος και συνετός ήταν ο καλύτερος πατέρας του κόσμου, τουλάχιστον για τον γιο του. Ο μικρός τον λάτρευε και δεν επιθυμούσε τίποτε άλλο από το να του μοιάσει. Παρατηρούσε με θαυμασμό πως οι συνομιλητές του πατέρα του τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν. Ποθούσε και αυτός να αντιμετωπίζει τα πάντα με ψυχραιμία και να παίρνει πάντα τις σοφές αποφάσεις. Όση σοφία όμως και να διέκρινε τον πατέρας του, τόσο επιπόλαια φέρονταν το παιδί αυτό. Δεν αντιστέκονταν στις παρορμήσεις του και πήγαινε κυριολεκτικά από το ένα λάθος στο άλλο, αμέτρητες φορές. Βέβαι, όπως σας είπα, το παιδί αυτό είχε το ισχυρότερο χάρισμα και δεν άργησε να το συνειδητοποιήσει. Μόλις κατάλαβε τις ικανότητες του άρχισε τα πάρε-δώσε με τον Θεό Κχόρνο. Τον βόλεψε μιας και έτσι απέφευγε τις γκάφες και τον πανικό στον οποίο τον ωθούσε η φύση του. Και τον ευχαριστούσε, γιατί τον έφερνε πιο κοντά στο πρότυπο του πατέρα του. Κάθε φορά που ο μικρός αντιμετώπιζε ένα σοβαρό πρόβλημα, έκανε Ανάπαυλες για να ανακτήσει την ψυχραιμία του. Κάθε φορά που είχε μια δύσκολη απόφαση, κατέφευγε σε Ανάπαυλες για να μπορέσει να σκεφτεί σωστά. Δεν άργησε να φέρεται πιο ώριμα όμως όχι δίχως αντίτιμο. Από μικρά-μικρά περιστατικά, σπατάλησε μέρες και μήνες που τελικά έγιναν χρόνια και στα δεκαπέντε του έμοιαζε ήδη με είκοσι. Φίλοι και συγγενείς, ακόμα και ο πατέρας του, τον καμάρωναν, όμως εκείνος αισθανόταν κατά βάθος ένοχος, γιατί γνώριζε τον πραγματικό λόγο που μεγάλωνε τόσο γρήγορα. Και όσο πιο περήφανος ένοιωθε ο πατέρας του, τόσο πιο άσχημα αισθανόταν ο μικρός, γιατί δεν ήταν αληθινή ούτε η ανάπτυξη του, ούτε η σοφία του. Και άν έμαθε κάτι τελικά από την ντροπή του, αυτό ήταν πως έπρεπε να πάψει να χρησιμοποιεί τις Ανάπαυλες γιατί αλλιώς θα γερνούσε δίχως να προλάβει να ζήσει. Πήρε την απόφαση να μην ξαναεπικαλεστεί τον Θεό Κχόρνο, όσο και να έχανε την ψυχραιμία του, όσο λάθος αποφάσεις και να έκανε. Οπλίστηκε με θάρρος περιμένοντας να πληγώσει τον πατέρα του με την αλλαγή συμπεριφοράς του, αλλά ήρθε προ εκπλήξεως. Ότι και να έκανε, εκείνος δεν απογοητεύονταν, αντίθετα τον στήριζε και μάλιστα περισσότερο από όσο φαντάζονταν ο ίδιος, ειδικά όταν του έλεγε. “Έχεις τόσο χρόνο μπροστά σου και τον έχεις όλο για να κάνεις λάθη και να μάθεις από αυτά.” Θα μπορούσα να σας πω πολλά για την σχέση γιού και πατέρα, όμως θα σας ζαλίζω άδικα. Έτσι λοιπόν θα φτάσω σε ένα βράδυ, στο οποίο ο Ζόχταν ο Φτερωτός είχε κανονίσει μια συνάντηση που κράτησε μυστική από τον μικρό. Όταν έφυγε από το σπίτι ο πατέρας του, ο μικρός δεν είχε χρόνο να σκεφτεί και καθώς είχε αποφασίσει να μην ξαναχρησιμοποιήσει μαγεία, αφέθηκε στην παρόρμηση του και πήρε το κατόπι τον πατέρα του. Τον ακολούθησε δίχως να γίνει αντιληπτός και όταν ο πατέρας του μαζί με τους σωματοφύλακες του μπήκε σε ένα σπίτι, ο μικρός έκανε τον κύκλο, τρύπωσε μέσα και βρήκε τον πατέρα του να συνομιλεί με τον ίδιο τον Καρίβαλ τον Ίσιο, τον Πρωτόβουλο της βουλής, πρώτο των Θαλασσολαίμηδων και κυβερνήτη της Χώρας. Ο Ζόχταν ήταν σκυθρωπός γιατί ο Καρίβαλ του έλεγε πράγματα απίστευτα. Μιλούσε για επαναφορά της θανατικής ποινής στην Χώρα και για υποδούλωση των γειτονικών κρατιδίων και εμπορία των κατοίκων τους. Έλεγε πως αν η Χώρα αποκτούσε ξανά σκλάβους, θα μπορούσε να επανέλθει η θανατική ποινή για αυτούς σε πρώτη φάση. Στην συνέχεια έλεγε πως θα μπορούσαν να υποβιβάζουν πολίτες της χώρας σε σκλάβους και τελικά να επαναφέρουν για τα καλά την θανατική ποινή. Ήλπιζε έτσι να συμμορφωθούν όλοι με τους νόμους, να μειωθούν οι εγκληματίες και να επανέλθει η τάξη και η ασφάλεια. Ακόμα έταζε χρυσάφι και προνόμια στον πατέρα του αν τον υποστήριζε. Ο μικρός δεν άκουσε και πολλά μιας και ο πατέρας του διέκοψε τον Καρίβαλ λέγοντας πως δεν είχε καμμιά θέση εκεί. Ο Καρίβαλ τον απείλησε πως αν αρνούνταν την στήριξη στα νομοσχέδια αυτά θα αποκάλυπτε μυστικά που μόνο ψέμματα θα μπορούσαν να είναι μιας και ο πατέρας του μικρού ήταν δίκαιος και τίμιος και δεν θα μπορούσε να είχε κάνει ποτέ τέτοια πράγματα. Ο Ζόχταν τότε έγινε έξω φρενών και του είπε πως όχι μόνο δεν θα τον υποστήριζε αλλά θα αποκάλυπτε και τα σχέδια του μπροστά σε όλους στην βουλή. “Κανείς δεν θα σε πιστέψει” Φώναξε ο Καρίβαλ και οι σωματοφύλακες των δύο για μια στιγμή ετοιμάστηκαν να τραβήξουν τα γιαταγάνια τους. Όμως δεν το έκαναν καθώς δεν ήταν αρκετοί και από τις δυο μεριές και θα γινόταν μεγάλο μακελειό. Έτσι τελικά ο Ζόχταν εγκατέλειψε την συνάντηση και επέστρεψε σπίτι με τον γιό του να τον ακολουθεί ξοπίσω του. Το βράδυ εκείνο, πατέρας και γιος δε κοιμήθηκαν καθόλου. Ο γιος την επόμενη μέρα ξύπνησε νωρίς και κρυφοκοίταξε τον πατέρα του να φεύγει σκυθρωπός από το σπίτι και να αποχαιρετά την μητέρα του που δεν συγκρατούσε τα δάκρυα της. Η καρδιά του μικρού δεν άντεξε και τον ακολούθησε και πάλι και ας ήξερε που πήγαινε. Τόσο πολύ φοβόταν για τον πατέρα του το παιδί που τόλμησε μάλιστα να μπει μυστικά στην ίδια την Βουλή. Βέβαια δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε, είχε ξαναεπιχειρήσει να φωλιάσσει στο θεωρείο για να παρακολουθήσει ομιλίες του πατέρα του, όμως όταν τον ανακάλυψαν, είχε φάει το χειρότερο ξυλοφόρτωμα της ζωής του ενώ κόντεψαν να τον συλλάβουν κιόλας. Ο μικρός, φοβισμένος, κούρνιαξε σε μια γωνιά στο θεωρείο, στο μπαλκόνι πάνω από την έδρα των ομιλητών. Από εκεί, βάλθηκε να παρατηρεί τις ομιλίες των διάφορων πολιτικών, τόσο του κόμματος των Θαλασσολαίμηδων όσο και της αντιπολίτευσης. Ο πατέρας του δεν μιλούσε και δυσκολευόταν να παρακολουθήσει τις ατέλειωτες συζητήσεις. Για ώρα πολύ μιλούσαν και ο μικρός τελικά δεν άντεξε και αποκοιμήθηκε. Ο ύπνος του κόπηκε απότομα όταν άκουσε την φωνή του πατέρα του, βροντερή να αντηχεί στην αίθουσα της Βουλής. Ο Ζόχταν ο Φτερωτός δίχως φόβο, αποκάλυπτε μπροστά στους εκατό βουλευτές της Χώρας, τα σχέδια του Πρωτόβουλου, τις δολοπλοκίες του και τι σκόπευε να κάνει στις γειτονικές χώρες και εν τέλει στην δική μας. Οι βουλευτές άκουγαν άφωνοι δίχως να μπορούν να πιστέψουν στ'αυτιά τους. Ο μικρός έβλεπε γουρλωμένα μάτια και ορθάνοιχτα στόματα, αποσβολωμένες ματιές και κατάπληκτα βλέμματα. Χαμογέλασε γιατί ο λόγος του πατέρα του ήταν πύρινος και νόμισε πως θα τους έπειθε, μιας και ως βουλευτές ήταν και αυτοί σοφοί και συνετοί σαν τον πατέρα του και δεν θα μπορούσαν παρά να καταλάβουν την αλήθεια. Όμως τίποτα δεν έγινε έτσι. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει ο πατέρας του κρυμμένου μικρού, ο Καρίβαλ πετάχτηκε μπροστά του έξαλλος ουρλιάζοντας δυνατά πως “Είναι ψέμματα! Είναι όλα ψέμματα! Αυτός ο άντρας εδώ...” Και δείχνοντας τον Ζόχταν, συνέχισε να αριθμεί ένα-ένα τα ψέμματα που απειλούσε πως θα αποκαλύψει το προηγούμενο βράδυ. Και οι εκατό βουλευτές της Χώρας έκλεισαν τα στόματα τους και σούφρωσαν τα μάτια τους, παραμένοντας σκεπτικοί για μια ατέλειωτη, φρικτή στιγμή. Και ο Καρίβαλ λες και τράφηκε από αυτήν, δεν έπαψε τα ψέμματα του, αλλά πήγε ακόμα πιο μακριά. “Φρουροί!” Φώναξε και οι φρουροί τινάχτηκαν. “Συλλάβετε αυτόν τον άντρα αμέσως! Θα είναι ο πρώτος που θα βιώσει την θανατική ποινή!” Είπε και το παιδί ένοιωσε το αίμα να παγώνει στις φλέβες του. Με κομμένη την ανάσα είδε τους φρουρούς να στέκουν ακίνητοι και αναποφάσιστοι μέχρι που ο Καρίβαλ τους πρόσταξε “τώρα!” και εκείνοι έσπευσαν να συλλάβουν τον Ζόχταν που με χαμένη την λαλιά έβλεπε την αδικία που διαπράττονταν εις βάρος του. Και τότε συνέβη. Το μεγαλύτερο μαγικό στον κόσμο η μεγαλύτερη Ανάπαυλα που έχει κάνει ποτέ μάγος. Ο Θεός Κχόρνος δέχθηκε την επίκληση. Όχι ένας, ούτε δύο αλλά εκατό βουλευτές είδαν τα πάντα να ρέουν πιο αργά, πιο αργά μέχρι που το ποτάμι του χρόνου πάγωσε. Οι φρουροί, ο ίδιος ο Καρίβαλ έμειναν ακινητοποιημένοι. Για αρκετό χρόνο. Κανείς δεν κατάλαβε τι συνέβη. Όταν ο χρόνος επανήλθε ένας βουλευτής πήρε τον λογο. -Για μισό λεπτό, ο πρωτόβουλος μόλις απέδειξε την αλήθεια στα λόγια του Ζόχταν! Προτείνει όντως την θανατική ποινή εδώ και τώρα μπροστά στα μάτια μας! Για μονάχα μια στιγμή κανείς δεν μπορούσε να πει τι θα συνέβαινε. Οι βουλευτές, οι φρουροί, ο Ζόχταν και ο Καρίβαλ κοιτιόντουσαν ξαφνιασμένοι. Τα λόγια δεν έβγαιναν από κανενός το στόμα, μέχρι που μια κραυγή οργής έσπασε την σιωπή. Και ακολούθησε μια δεύτερη. Και η βουλή έβαλε στην άκρη για λίγο τον πολιτισμό και την κουλτούρα που για αιώνες εκπροσωπούσε και έγινε μάζα, λαική, βίαιη και εξαγριωμένη. Μια μάζα που ξέσπασε την οργή της χιμώντας για να λιντσάρει τον Καρίβαλ. Ο γέρος έκανε μια παύση. Πήρε μια ανάσα μα στην μέση της έβηξε ασθματικά. Συνέχισε να βήχει για λίγη ώρα και η ένταση των ακροατών του εκτονώθηκε σε συρσίματα και ψιθύρους. Σαν ο βήχας του γέρου κόπασε η σιωπή έγινε και πάλι απόλυτη στο μπουντρούμι. -Κάπως έτσι τελειώνει η ιστορία του παιδιού που σας έλεγα. Από ότι έμαθα ο Καρίβαλ την γλίτωσε εκείνη την μέρα μα παραιτήθηκε για να αποφύγει έγκαιρα την δίκη για υπονόμευση της δημοκρατίας και εσχάτη προδοσία. Το αν πρόλαβε να εγκαταλείψει την Χώρα δεν το γνωρίζω. Οι Θαλασσολαίμηδες πάλι δέχθηκαν μεγάλο πλήγμα στην δημόσια εικόνα τους και με τον Πρωτόβουλο τους να παραιτείται αναγκάστηκαν να κατέβουν σε έκτακτες εκλογές. Βρήκαν όμως έναν νέο ηγέτη που ίσως να ανατρέψει τις κακές εντυπώσεις και αυτός είναι ο πατέρας του μικρού μάγου. Ο Ζόχταν, ο οποίος θα διεκδικήσει την εξουσία της χώρας στις επερχόμενες εκλογές. Ένα σούρσιμο του γέρου έδωσε την εντύπωση πως άλλαζε θέση και κέντρισε με ανησυχία τους φυλακισμένους στην σκέψη πως η ιστορία τελείωσε έτσι απλά. Ένας ρώτησε. -Και το παιδί; Τι απέγινε ο μάγος σου; Ο γέρος έβηξε μια ακόμη φορά. -Το παιδί; Είναι αργά για να με σώσει...Μες στον πανικό, η συνεδρίαση διακόπηκε και οι φρουροί άδειασαν την αίθουσα. Κάποια στιγμή βρήκαν έναν γέρο κρυμμένο στο θεωρείο. Ο γιος του βουλευτή είχε συγχωρεθεί, όμως για έναν γέρο ζητιάνο με μια παρανοική ιστορία, δεν υπήρχε καμμία επιείκια. Έτσι λοιπόν τον συνέλαβαν... -Για μισό λεπτό. Πήρε τον λόγο κάποιος. -Δεν μας είπες τον λόγο που άλλαξαν γνώμη οι εκατό βουλευτές της Χώρας. Πως κατάλαβαν τι συνέβαινε; Τι το σπουδαίο, τι το μαγικό έκανε ο μάγος σου μετά την παύση; -Ο μάγος μου...Τίποτα...Μονάχα... Τους έδωσε λίγο χρόνο να σκεφτούν. Τέλος Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted January 27, 2008 Share Posted January 27, 2008 Η επιστροφή. Το σούρουπο έβαφε σε αποχρώσεις του κόκκινου τον ουρανό. Η σκιά του βουνού ράγιζε κάθε τόσο από διαπεραστικές ακτίνες του Ήλιου έδυε στραβώνοντας ζώο και αναβάτη. Εδώ και λίγη ώρα το κακοτράχαλο δρομάκι είχε πλατύνει και η ανηφοριά είχε μετατραπεί σε ευθεία. Το μουλάρι προχωρούσε σταθερά δίχως σημάδι κούρασης. Ο νεαρός αναβάτης, αντίθετα, άλλαζε συνεχώς, θέση στην σέλα. Μετά από τέτοια πορεία μεε τέτοιο κρύο, ακόμα και σε πολυθρόνα να είχε τον πισινό του, θα είχε κουραστεί. Όμως τώρα πια έφταναν. Σχεδόν δεκαεννιά χρόνια είχαν περάσει από τότε που είχε γεννηθεί. Όμως δεν τον χώριζαν παρά μόλις δύο μήνες από τότε που είχε αποκτήσει πλήρη συνείδηση του παρελθόντος του, πριν από το παρελθόν. Για πολύ καιρό τον βασάνιζαν διαλλείψεις γεμάτες μνήμες που ξεκινούσαν και τελείωναν το ίδιο ξαφνικά. Μνήμες άλλοτε εφηβείας και άλλοτε νιότης, ωριμότητας αλλά και γηρατειών. Μνήμες θυληκές. Πρόσωπα γνώριμα στριφοτριγύριζαν στο μυαλό του, μέχρι που δύο μήνες πριν όλα μπήκαν στην θέση τους. Ακόμα και τώρα τα γεγονότα παραπάνω από είκοσι χρόνια πριν, έμοιαζαν χτεσινά. Και τώρα επέστρεφε στο μέρος εκείνο για το οποίο είχε μάθει, είκοσι περίπου χρόνια πριν. Η τελευταία στροφή αποκάλυψε την θέα του χωριού. Χτισμένο ψηλά στην πλαγιά του βουνού, δεν ήταν παρά μια χούφτα πέτρινα σπιτάκια γύρω από ένα μικρό τείχος από μαύρη πέτρα. Ακόμα πιο ψηλά στις κορφές βρίσκονταν η ιερή σπηλιά. Εκεί όπου θα τον περίμεναν. Όταν πια διέσχισε την είσοδο του χωριού είχε νυχτώσει. Εκτός από τον κουκουλωμένο σε τομάρια γέρο νυχτοφύλακα δεν είδε κανέναν να κυκλοφορεί στο γλιστερό σοκκάκι. Έριξε μια ματιά γύρω του. Το κρύο δεν έμοιαζε να εμποδίζει τους άφαντους κατοίκους να κρατούν το μέρος καθαρό. Όλα τα οικήματα ήταν απλά αλλά περιποιημένα, ενώ ξύλα και εργαλεία που έμεναν έξω από τα νοικοκυριά ήταν τακτοποιημένα. Τα φώτα από τα σπίτια ήταν λιγοστά. Ο καπνός υψώνονταν από τις καμινάδες στον σκοτεινό ουρανό και η γαλήνη του τοπίου καθυσήχαζε τον νεαρό επισκέπτη. Η δεύτερη ψυχή που αντίκρυσε ήταν ένας κουλουριασμένος, μαλλιαρός σκύλος που του ανταπέδωσε ένα νωχελικό βλέμμα. Έτριψε τα χέρια του και ανάσανε στην χούφτα του. Χαμογέλασε. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά καθώς πλησίαζε στο χάνι του χωριού. Η προσμονή που τον έφερε εδώ, τώρα πια τον βασάνιζε. Η προσμονή του γονιού. Όχι η υποχρέωση του. Όχι ο λόγος για τον οποίο τον περίμεναν. Μπορεί για το κόμμα η επίσκεψη του να ήταν σημαντικότερη από ποτέ. Μπορεί να είχε μεγαλώσει σε χωριό αλλά είχε πληροφορηθεί πως το κόμμα του Κινήματος της Ελευθερίας περνούσε την χειρότερη κρίση στην ιστορία του. Μια ιστορία μισού αιώνα συνεχούς εξουσίας που κινδύνευε να διακοπεί από τους κακούς χειρισμούς του τωρινού κυβερνήτη. Μια ιστορία στην οποία δύο μήνες πριν, έμαθε πόσο σημαντικό ρόλο είχε παίξει ο ίδιος. Για αυτόν όμως όλα αυτά είχαν μικρή σημασία. Αν ήταν για αυτά, δεν θα επισκέπτονταν ποτέ το χωριό αυτό. Όχι. Δεν ήταν το κόμμα ο λόγος που είχε έρθει εδώ. Σε αυτό το χωριό βρίσκονταν η μεγάλη του ευκαιρία. Για έναν κοινό θνητό δεν θα ήταν εύκολο να έρθει σε επαφή με τον κυβερνήτη της αυτοκρατορίας. Μπορεί να του έπαιρνε μια ζωή και να μην το κατάφερνε. Όμως εδώ ο κυβερνήτης της αυτοκρατορίας τον περίμενε. Για μια και μοναδική νύχτα, την μεθεπόμενη. Αυτός και κάμποσοι φίλοι του και συνεργάτες, μια χούφτα άνθρωποι, οι σημαντικότεροι άντρες και γυναίκες της αυτοκρατορίας. Πήδηξε από την σέλα και τράβηξε για το χάνι. Έδεσε το μουλάρι από τα γκέμια στον ξύλινο φράχτη. Το μεγάλο οίκημα που τα πρωινά χρησιμοποιούνταν ως παζάρι, σχολείο ακόμα και δικαστήριο, τον υποδέχθηκε με κάπνα, ζέστη και περίεργα βλέμματα. Άτακτα τραπέζια, σαν πεταμένα ζάρια στο ξύλινο πάτωμα, φιλοξενούσαν τσομπάνηδες, κυνηγούς και βυρσοδέπτες. Τα πρόσωπα τους, τον περιεργάζονταν αδιάκριτα. Στην άκρη ένα μεγάλο τζάκι, έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική μα συνάμα ευχάριστη για τον κρυωμένο ταξιδιώτη. Ένας μικροκαμωμένος άντρας με μια λερωμένη προβιά, στέκονταν πίσω από έναν ξύλινο πάγκο. Ο νέος πλησίασε τον άντρα πίσω από τον πάγκο. -Τι μούτρα είναι αυτά, δεν ήρθε κανένας ταξιδευτής να δει τον ναό σας τελευταία; Πέταξε ο νέος. -Ίσα ίσα, μικρέ. Σαν να ήρθαν πολλοί τελευταία. Ο νέος με τα κόκκινα μαλλιά δεν φάνηκε να πτοείται. -Στείλε κάποιον για το μουλάρι μου, πριν ψοφήσει από το κρύο. Και πες μου τι έχει για απόψε. -Σούπα. Κάθισε. Οι κάτοικοι του χωριού έδειχναν να είχαν ξεχάσει την ιστορία του ναού που βρίσκονταν σε μια σπηλιά λίγο πιο μακριά και ψηλά από το χωριό τους, Εκεί που βρίσκονταν ένα από τα ελάχιστα μέρη στα οποία κάποτε η μαγεία πάλλονταν δυνατά, προσφέροντας τρομερή ενέργεια σε όσους γνώριζαν. Το ιερό ήταν ένα από τα πιο αρχαία μνημεία και κάποτε συγκέντρωνε επισκέπτες. Γιατί όσο βαρετοί και να έδειχναν οι εναπομείναντες κάτοικοι αυτού του χωριού δεν ήταν πάντα έτσι. Αιώνες πριν πανίσχυροι μάγοι κυβερνούσαν τις πόλεις του κόσμου. Αίμα χύνονταν και ψυχές σπαταλούνταν για αιώνες. Ο ισχυρότερος από όλους τους, ένας άντρας με χρυσά εντυπωσιακά μαλλιά, τις ένωσε με την πειθώ και την βία σε μια αυτοκρατορία. Στις μέρες του απίστευτα πράγματα αποτελούσαν καθημερινότητα. Η ζωή ήταν πολύ διαφορετική. Όμως ήταν η ζωή λίγων. Τότε ήταν που έγινε η επανάσταση. Κάποιοι τρελλοί μίλησαν για ένα σύστημα κυβέρνησης του λαού. Κάποιοι πίστεψαν σε αυτό και κάποιοι το ακολούθησαν. Τελικά ο μάγος σκοτώθηκε και η εξουσία πέρασε στα χέρια του λαού. Η αυτοκρατορία κλονίστηκε αλλά η τρέλλα των σφετεριστών διαδόθηκε. Την τρέλλα την βάφτισαν δημοκρατία. Κόμματα σχηματίστηκαν και κανόνες εφευρέθηκαν. Ο πρώτος από όλους απογόρευσε την βασιλεία. Ο δεύτερος... Απογόρευσε την μαγεία. Από τότε η δημοκρατία έγινε συνώνυμη της αυτοκρατορίας και αντίθετη της μαγείας. Κάθε έκφανση της μαγείας τιμωρούνταν με θάνατο, μέχρι που έμεινε μονάχα στις ιστορίες. Ιστορίες σαν και του ναού σε αυτό το χωριό. Η αμηχανία που επέβαλαν οι θαμώνες συγκρούστηκε σε έναν αλλόκοτο “τοίχο” άνεσης του νέου. Τανίστηκε αδιάφορα, χασμουρήθηκε και περπάτησε καμαρωτός ως ένα άδειο τραπέζι. Όσοι τον κοιτούσαν εχθρικά δέχθηκαν την ματιά του όλο αυθάδεια. Ένας αγροίκος είχε απλώσει τα πόδια του μπροστά του. Είκοσι χρόνια πριν, κάτι τέτοιοι σέρνονταν στα δικά του. Τα κλώτσησε δίχως να τον κοιτάξει και άκουσε μασημένες βλαστήμιες ξωπίσω του. Λίγο αργότερα ο πανδοχέας του έφερε ένα μεγάλο ποτήρι με ρακόλ και ένα ζεστό πιάτο με θολή σούπα. Ήπιε μια γενναία γουλιά ρακόλ και κοίταξε γύρω του. Δεν ήταν ο μόνος νεοφερμένος. Σε μια γωνιά, ξεχώριζε ένα κορίτσι. Ήταν περίπου στην ηλικία του και ήταν τυλιγμένη σε μια βαριά κάπα. Είχε κατακόκκινα μαλλιά, σαν τα δικά του, μόνο πολύ πιο μακριά, που έπεφταν στους ώμους της σαν πορφυροί χείμαροι. Κάθονταν μόνη της και κρύβονταν πίσω από μια γαβάθα που φάνταζε τεράστια, μπροστά στο χαριτωμένα ζαρωμένο της κορμί. Δεν μοιράζονταν την άνεση του και είχε το βλέμμα της καρφωμένο στο πιάτο της, ενώ οι ματιές των θαμώνων τριγύρω της την περικύκλωναν σαν προτεταμένες λόγχες. Μισό αιώνα πριν, μνημόνευε και αυτός τέτοιες ματιές... Δεν ήξερε για ποιόν λόγο αυτό το πλάσμα είχε έρθει εδώ. Μπορεί να είχε να ξεπληρώσει κάποιο τάμα στον ναό, στην κορυφή του βουνού. Μπορεί να ήθελε να προσκυνήσει το ιερό. Μπορεί να ήταν οτιδήποτε άλλο. Δεν είχε σημασία. Μέσα σε ένα πανδοχείο, σε ένα χωριό βοσκών, στο βουνό, στην ίδια πλαγιά με τον ναό, ξέχασε αναμνήσεις κοντά ενός αιώνα. Ήταν όμορφη. Η κάπνια, το ρακόλ και η εικόνα της τον μέθυσαν. Έμεινε υπνωτισμένος, να την κοιτάζει να τρώει ντροπαλά. Να ξεροκαταπίνει αμήχανα και να σηκώνεται. Να προχωρά προς τον ιδιοκτήτη και να στέκετε στις μύτες των ποδιών της για να του μιλήσει. Να γυρίζει και να κινά προς την έξοδο. Και την ώρα που ανοίγει την πόρτα να ρίχνει μια και μοναδική ματιά πίσω της. Σ'αυτόν. Για μια στιγμή, ξεχωριστή μέσα στην ανία του πανδοχείου, μοναδική απέναντι στις αμέτρητες των θαμώνων, κρυστάλλινη μέσα στην ομιχλώδη ατμόσφαιρα στάθηκε και τον κοίταξε. Όταν η πόρτα έκλεισε, συνηδειτοποίησε πως κρατούσε την ανάσα του. Πέταξε στα γρήγορα την βαριά κάπα πάνω του. Σηκώθηκε και έτρεξε ως τον πανδοχέα αγνοώντας πονηρά χαμόγελα και πρόστυχα σχόλια. -Το δωμάτιο δίπλα στο δικό της. Είπε και εκείνος γούρλωσε τα μάτια του με την ευθύτητα του. -Τρία χάλκινα λόρδια... -Ποιό είναι; -Τρίτη πόρτα αριστερά, στο κτίριο πίσω από εδώ... Ο νέος άφησε δύο χάλκινα λόρδια και έτρεξε προς τα έξω ενώ ο άντρας του φώναζε. -Τρία σου είπα. -Και πολλά σου είναι! Είπε και βρόντηξε την πόρτα πίσω του. Το τσουχτερό κρύο μαστίγωσε το πρόσωπο του. Πήρε μια βαθιά ανάσα καθαρού αέρα και έκανε τον κύκλο του πανδοχείου. Πίσω, στην αυλή δύο ακόμα κτίρια κλείνονταν απο τον φράχτη. Ο στάβλος ξεχώριζε, έτσι πήγε κατευθείαν στο άλλο. Μες στην μοναχική νύχτα το μισό, νυσταγμένο ηλιόματο ασημοφώτιζε τα πέτρινα σπίτια. Ένα κομμάτι από την αθωότητα που έχασε εντελώς δύο μήνες πριν είχε κυριεύσει το είναι του. Η ησυχία δεν ηρεμούσε την καρδιά του που είχε βρει νέο ρυθμό να χτυπά. Το μυαλό του την ακολουθούσε σε οπτασίες, πρόσφατες στιγμές και ελπίδες που χόρευαν γύρω από μια εικόνα: το πρόσωπο της. Η ένταση τον είχε κάνει νευρικό και τα πόδια του έτρεχαν από μόνα τους. Δεν πρόλαβε να διασχίσει το πέτρινο δρομάκι που χώριζε στα δύο την τραχειά, παγωμένη λάσπη της αυλής όταν η καρδιά του φρέναρε, ξυπνώντας απότομα τις αισθήσεις του. Έμεινε ακίνητος και αφουγκράστηκε την σιωπή. Και άκουσε. Ένας θόρυβος. Ένα σύρσιμο. Ψίθυροι. Η ησυχία του μέρους επανήλθε αυτή την φορά βασανιστική, καθώς για μια στιγμή δεν ακούστηκε τίποτε άλλο. Κάτι μέσα του τον έβγαλε από την αδράνεια. Έτρεξε προς την είσοδο αποφασιστικά και τότε τον είδε. Δεν ήταν παρά μια μαύρη σιλουέτα. Με κάτι που άστραφτε στο χέρι του. Πολεμιστής δεν ήταν ποτέ, μα ούτε και δειλός. Τα ένστικτα πήραν τον έλεγχο και δίχως να το καταλάβει έβγαλε αμέσως το μακρύ του μαχαίρι. Δίχως να κόψει το τρέξιμο του, όρμησε πάνω σε όποιον στεκόταν μπροστά στην πόρτα. Είδε μια λεπίδα να πετάγεται ψηλά και να κλέβει το φως του ηλιόματου. Έπεσε με όλη του την δύναμη πάνω στον αντίπαλο του. Η λεπίδα δεν κατέβηκε ποτέ. Ο κοκκινομάλης νεαρός βύθισε το μαχαίρι του στην κοιλιά του άλλου κοπανόντας τον πάνω στην πόρτα, που με την σειρά της βρόντηξε ορθάνοιχτη. Έπεσαν σε ξύλινο πάτωμα, ενώ ο νέος στριφογύριζε βίαια το μαχαίρι στα σωθικά του άλλου. Η ορμή και το πάθος του νέου υπερνίκησαν την, κλονισμένη από την πληγή, δύναμη του άντρα που δεν σταματούσε να σκούζει. Κάθισε πάνω του, έβγαλε το μαχαίρι από την κοιλιά και το κάρφωσε στο στήθος του. Το ξανασήκωσε, μα πριν το κατεβάσει μια κραυγή ακούστηκε, διακόπτωντας την φονική του μανία. Μια γυναικεία κραυγή. Το αίμα του πάγωσε. Δίχως να έχει αποτελειώσει τον αντίπαλο του σηκώθηκε βιαστικά. Τα χέρια του ετοιμοθάνατου τον τύλιξαν και παραλίγο να τον ρίξουν κάτω. Όμως κατάφερε να ξεφύγει. Άφησε τον άντρα να κυλιέται μόνος στο αίμα του. Έτρεξε σε έναν μοναχικό διάδρομο. Αν ήταν άδειο το μέρος ή αν όσοι τους άκουγαν φοβόταν πολύ για να αφήσουν την ασφάλεια των δωματίων τους δεν το γνώριζε. Τρίτη πόρτα αριστερά. Δυό βήματα και μόλις βρέθηκε μπροστά της, η πόρτα άνοιξε από μόνη της. Το μόνο που πρόσεξε ήταν το στιλέτο στο χέρι του επόμενου άντρα. Πριν εκείνος προλάβει καν να γυρίσει είχε καρφώσει βίαια το μαχαίρι του στον λαιμό του εχθρού του και τον κλωτσούσε προς τα πίσω παραμερίζοντας τον. Μπήκε στο δωμάτιο. -Πίσω, θα την σκοτώσω! Η φωνή τον υποδέχθηκε, πριν προλάβει να κοιτάξει, αλλόκοτα γνώριμη. Κάτι μακρινό που ξύπνησε στην μνήμη του θάφτηκε την ίδια στιγμή μέσα του, από την εικόνα που αντίκρυσε. Μέσα στο σκοτάδι, σε μια γωνιά, βρίσκονταν το κορίτσι στα χέρια ενός τρίτου άντρα. Την κρατούσε σφιχτά και είχε μια λεπίδα στον λαιμό της. Ο νέος ξεροκατάπιε. Δίχως να το σκεφτεί πολύ άφησε το μαχαίρι του να πέσει στο ξύλινο πάτωμα. -Άσ'την ελεύθερη. -Φέρ'το εδώ! Αποκρίθηκε ο άντρας και ο νέος έσπρωξε προς το μέρος του το μαχαίρι. Καθώς ο τύπος έκανε να το πάρει, ο νέος βρήκε τον χρόνο να τον παρατηρήσει. Ο άντρας ήταν μεγαλόσωμος. Φορούσε κατεργασμένα δερμάτινα ρούχα που καμία σχέση δεν είχαν με τα τομάρια των βοσκών του χωριού. Το ηλιόματο που διείσδυε από το παράθυρο φώτισε το πρόσωπο του. Τουλάχιστον πενήντα χρόνια εμπειρίας ήταν αποτυπωμένα. Και κάποια από αυτά τα χρόνια ήταν τόσο... Γνώριμα. Η θύμηση έγινε λεπίδα, ο νέος έχασε κάθε ίχνος ψυχραιμίας και το σχοινί στο οποίο ακροβατούσε η λογική του κόπηκε. Η σκέψη του βρέθηκε σε αδιέξοδο και ψέλισε αποσβολωμένος. -Ζαλαμίρ; Ο άντρας απέναντι του έμεινε ακίνητος. Το όνομα του έγινε το χέρι που τον ξερίζωνε από το καβούκι του αφήνοντας τον ανησυχητικά εκτεθιμένο. Το μαχαίρι που μόλις είχε σηκώσει έπεσε από τα χέρια του. Η λαβή του χαλάρωσε ασυναίσθητα και τα μάτια του πετάχτηκαν από την έκπληξη μπροστά σε ένα εντελώς άγνωστο πρόσωπο. -Ποιός...Ποιός είσαι; Τραύλισε, όταν δέχθηκε ένα χτύπημα στην κοιλιά. Το κορίτσι αστραπιαία ξετυλίχθηκε από τα χέρια του και βούτηξε προς το μαχαίρι με όλη την σβελτάδα που της χάριζε η απελπισία της. Ο άντρας την ακολούθησε στο πάτωμα μα αυτή πρόλαβε να το αρπάξει. Τα χέρια του εχθρού της την ξαναγράπωσαν μα εκείνη πρόλαβε και του κάρφωσε το μαχαίρι στον ώμο με μανία, μια, δυό, τρείς φορές. Κάθε μια μαχαιριά έφτανε πιο κοντά στον λαιμό του και την περιέλουζε με αίμα. Καμιά από αυτές δεν μπόρεσε να πλήξει την ατσαλένια του λαβή. Με διαλυμένο ώμο και το αίμα του να ρέει στο πάτωμα, την ακινητοποίησε και ακούμπησε το στιλέτο του στον λαιμό της. Όμως δεν πρόλαβε να την αποτελειώσει. Ο νέος έπεσε πάνω του πιάνοντας τον από τον λαιμό με δύναμη και τινάζοντας τον από το κορίτσι. Μια νέα πάλη ξεκίνησε στο πάτωμα. Το κουβάρι που έγιναν οι δύο άντρες λύθηκε και η μάχη τελείωσε απότομα, όταν το κορίτσι κάρφωσε το μαχαίρι της στην πλάτη του Ζαλαμίρ. Βγάζοντας μια κραυγή από τα σωθικά της, το έβγαλε μόνο για να το ξανακαρφώσει. Τελικά ο νέος εμπόδισε το ξέσπασμα της. -Άσ'τον, αρκετά. Της είπε και εκείνη τον κοίταξε απορημένη. Τρομαγμένη και αναμαλλιασμένη, με το φόρεμα της ξεσκισμένο από την προσπάθεια και κάθε νεύρο του κορμιού της τσιτωμένο ήταν πανέμορφη. Η βαριά της ανάσα έφθανε στο στόμα του αλλά οι εκπλήξεις της νύχτας είχαν φέρει ερωτήσεις που δεν μπορούσαν να περιμένουν. -Κλείσε την πόρτα. Είπε μαλακά και εκείνη τον υπάκουσε. Ο νέος σηκώθηκε, πήρε το μαχαίρι από το χέρι του Ζαλαμίρ και τον γύρισε ανάσκελα. Το κορμί του άντρα ήταν γεμάτο πληγές και τα ρούχα του μουσκεμένα με αίμα. Όταν τον έσυρε με δυσκολία σε μια γωνιά εκείνος άρχισε να φτύνει πηχτό αίμα. Ο νέος ξεροκατάπιε. -Τι δουλειά έχεις εδώ Ζαλαμίρ; -Ποιός είσαι; Έσκουξε εκείνος. -Άσε ποιος είμαι εγώ. Εσύ, ο προσωπικός σωματοφύλακας του τωρινού κυβερνήτη. Ένας από τους καλύτερους πολεμιστές της χώρας Ζαλαμίρ.Τι σου φταίει το κορίτσι; Ο ιδρώτας του άντρα γυάλιζε στο φως του ηλιόματου. Για μια στιγμή πήγε να πει κάτι, ύστερα ξεροκατάπιε. Τελικά αποφασισμένος αποκρίθηκε. -Πως ξέρεις το όνομα μου; -Πάντα ξεροκέφαλος Ζαλαμίρ. Το ξέρω, παλιόφιλε γιατί εγώ είμαι αυτός που σε προσέλαβε. Ο άντρας κάγχασε ειρωνικά αλλά ο νέος συνέχισε. -Ναι Ζαλαμίρ. Εγώ σε προσέλαβα πολλά χρόνια πριν, για τον γιό μου, για να τον φυλάς. Τότε και όταν θα έφευγα... Όπως και να έχει, σε τι ιστορία έμπλεξες; Σε έδιωξε ο κυβερνήτης και έγινες ένας κοινός ληστής; - Ξέρεις κάτι. Όχι. Μάλλον ξέρεις πολλά. Μπορεί να με σκότωσες αλλά δεν θα με τρελάνεις. Λες τρελλά λόγια όμως εγώ έχω αλήθεια στην τρέλλα μου. Αυτός... Ο άντρας έκανε μια παύση. Μετά διόρθωσε. -Αυτή που με προσέλαβε...Είχε πεθάνει δεκαεννιά χρόνια. Και τώρα κάθεται πίσω σου και μυξοκλαίει... Ο νέος ξεροκατάπιε. Ο άλλος πνιγμένος στο αίμα, βρήκε το κουράγιο και συνέχισε. -Αυτήν έπρεπε να σκοτώσω. Αυτήν που με προσέλαβε τότε για να προστατεύω τον γιό της. Η έκπληξη μούδιασε το μυαλό του νέου. Η ιστορία του κόμματος ξαναπέρασε από το νου του, μια ιστορία που επαναλαμβάνονταν εδώ και τώρα. Ο τελευταίος μάγος της αυτοκρατορίας δεν είχε σκοτωθεί ποτέ. Κράτησε ένα τελευταίο ξόρκι, το ισχυρότερο όλων. Την ανάφθορα. Την μαγεία που συνέχιζε την ζωή μετά τον θάνατο, σε μια νέα γέννηση, σε ένα νέο σώμα. Το μόνο που κρατούσε ήταν το φύλλο και ένα χαρακτηριστικό. Την απόχρωση των μαλλιών. Δεκαεννιά χρόνια μετά τον φαινομενικό θάνατο του πρώτου μάγου ένα κόμμα από νέους σχηματίστηκε, το Κίνημα της Ελευθερίας. Ηγέτης τους ήταν ένας ξανθός δεκαεννιάχρονος νέος. Σύντομα κέρδισε τον λαό και ανέβηκε στην εξουσία. Και το κόμμα αυτό έμεινε στην εξουσία μέχρι που ο τότε δεκαεννιάχρονος γέρασε και πέθανε. Το κόμμα έπεσε αλλά μόνο για λίγες δεκαετίες. Την εξουσία την ξαναπήρε όταν ένας νέος ηγέτης εμφανίστηκε, νέος μα συνάμα ώριμος. Η αυτοκρατορία είχε σκαμπανεβάσματα όπως και το κόμμα όμως για αιώνες το Κίνημα της Ελευθερίας ήταν το πιο ανταγωνιστικό από όλα τα υπόλοιπα κόμματα. Κανείς δεν έμαθε που χάθηκαν τα ίχνη του μάγου. Κάποια στιγμή όταν τον περίμεναν, δεν ήρθε. Η γνώση της ανάφθορας πέρασε σε άλλους ηγέτες του κόμματος. Ορισμένοι, οι πιο άξιοι όλων έζησαν πάνω από τρεις γενιές κυβερνώντας. Άλλοι ήταν πιο άτυχοι. Ελάχιστοι δεν εμφανίστηκαν καν, όπως ακριβώς σκόπευε να κάνει ο νέος. -Γιατί Ζαλαμίρ; Ούρλιαξε. -Γιατί; Για το κόμμα! Για την αυτοκρατορία! -Έκανες λάθος. Δεν ήταν το κορίτσι αυτή που σε προσέλαβε. Αυτή που πέθανε δεκαεννιά χρόνια πριν, αναφθάρθηκε και ξαναγεννήθηκε. Μόνο που συνέβη στο δικό μου σώμα. Δεν ξέρω γιατί, δεν έχω ξανακούσει για κάτι παρόμοιο, πρέπει να συμβαίνει πολύ σπάνια ή ίσως...Δεν έχει σημασία. Συνέβη σε μένα. Έμενα έπρεπε να σκοτώσεις Ζαλαμίρ. Ξαφνικά τα πάντα έμπαιναν στην θέση τους. Η λογική διένυε αλληλουχίες σκέψεων με ταχύτητα. Κόκκινα μαλλιά και γυναίκα στην ηλικία του. Όπως είχε ανακαλύψει πριν από δύο μήνες, η ζωή του ήταν η συνέχεια της ζωής της κυβερνήτριας της αυτοκρατορίας. Η ανάφθορα δεν συνέχισε την ζωή της σε σώμα γυναικείο μα ανδρικό. Το κορίτσι είχε βρεθεί στην λάθος ώρα, την λάθος στιγμή. Όσοι τον περίμεναν, την πέρασαν για αυτόν. Έτσι εξηγούνταν όλα. Όλα εκτός από κάτι. -Ποιός σε έβαλε Ζαλαμίρ; -Θες να μάθεις ποιός με έβαλε; Αυτός που με έβαλες εσύ να προστατεύω. Αυτός με έβαλε. Ο γιός σου. Ο άντρας έβγαλε έναν ρόγχο και η αναπνοή του έγινε αδύναμη. Όνειρα και προσδοκίες, ελπίδες και σχέδια, αγωνία και προσμονή όλα κατέρευσαν. Δεκαοκτώμιση χρόνια ζωής βρήκαν νόημα δύο μήνες πριν μόνο και μόνο για να γίνουν τα πάντα στάχτη από μια λέξη. Η ψυχή του άδειασε και τα πάντα διαλύθηκαν μέσα του. Ο νέος έπιασε τον ετοιμοθάνατο άντρα από τους ώμους και ούρλιαξε σπαραχτικά. -Δεν ήθελα την εξουσία! Δεν την ήθελα, καταλαβαίνεις; Δεν είχα έρθει για αυτό... Λίγο πριν πεθάνει ο Ζαλαμίρ ψιθύρισε. -Τότε γιατί ήρθες; -Ήρθα...Για να δω τον γιό μου... Ο άντρας ξεψύχησε. Οι λυγμοί του νέου δεν διέκοπταν την γενική ηρεμία του χωριού. Ωστόσο η σιωπή δεν κράτησε για πολύ. Πόρτες άνοιξαν και άνθρωποι ήρθαν. Φωνές ακούστηκαν και το δωμάτιο φωτίστηκε από κεριά. Όμως τίποτα δεν άλλαξε για τον νέο. Κάθε επαφή με την πραγματικότητα είχε χαθεί για αυτόν μέχρι που ένα απαλό άγγιγμα στον ώμο τον επανέφερε ηλεκτρίζοντας τον. Ήταν το κορίτσι. Ξεροκατάπιε. Τα μάτια του έκλεισαν και ένα νέο ξέσπασμα λυγμών τον έστειλε στην αγκαλιά της. Δεν θυμόταν πόση ώρα έμεινε εκεί. Δεν θυμόταν πόση ώρα έκλαιγε. Όταν τα δάκρυα του στέγνωσαν εκείνη μίλησε. -Τι συνέβη; Γιατί ήθελαν να με σκοτώσουν; Εκείνος την κοίταξε με ένα κενό βλέμμα και αποκρίθηκε.. -Εσύ δεν έφταιγες σε τίποτα. Ήσουν στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή... -Και εσύ; -Εγώ.Έχασα ότι είχα... Ο άντρας έσκυψε το κεφάλι και έσφιξε κλειστά τα μάτια του. -Χόρτασα εξουσία... Ήμουν η αυτοκρατορία προσωποποιημένη...Το μόνο που ήθελα πια, ήταν να είμαι απλά ένας άνθρωπος... Το κορίτσι άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τα μαλλιά του. Μια σκέψη ήρθε στο κουρασμένο μυαλό του νέου. Εξαντλημένος ψέλισε. -Πρέπει να φύγεις από εδώ... Θα ψάξουν να σε βρουν...Πρέπει να κρυφτείς, έστω για λίγο καιρό, πρέπει να κρυφτείς πριν... Εκείνη δεν κουνήθηκε. -Έλα μαζί μου. Του είπε. Το άδειο βλέμμα του νέου διένυσε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και ξανάμεινε στα μάτια της. Παρέμεινε σιωπηλός όμως. Το κορίτσι χαμογέλασε. -Ίσως να μην ήμουν στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή... Είπε και μες το κενό των ματιών του, μονάχα για μια στιγμή, μια σπίθα έλαμψε. Τέλος Link to comment Share on other sites More sharing options...
odesseo Posted January 27, 2008 Share Posted January 27, 2008 lykeia.doc Link to comment Share on other sites More sharing options...
Arachnida Posted January 27, 2008 Share Posted January 27, 2008 Κλεισμένοι σε τετράγωνα Γιάννης Πλιώτας ΠΡΟΛΟΓΟΣ «Βασιλιά! Βασιλιά!! Πρέπει να το δείτε αυτό!» ακούστηκε η στριγκιά φωνή. Ο Βασιλιάς χαμένος στους συλλογισμούς του, ακολούθησε με το βλέμμα του το τεντωμένο χέρι του φρουρού. Είδε τον αντίπαλο στρατό να πλησιάζει από τα βάθη της μουντόχρωμης πεδιάδας. Επίλεκτες μονάδες άλλαζαν θέση βιαστικά, μετατοπίζοντας το βάρος της παράταξής τους. Δεν θα αργούσε η ώρα που θα κινδύνευε να πέσει αιχμάλωτος των ορδών τους. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεφύσησε προβληματισμένος. Πλέον όλες του οι ελπίδες είχαν εναποτεθεί στο Μάγο. ΚΙΝΗΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ «Πόσοι έχουν απομείνει στο συμβούλιο;» ρώτησε με στεντόρεια φωνή ένας από τους πολεμιστές με τις πέτρινες πανοπλίες. Ο Μάγος απάντησε δύσθυμα: «Ούτε οι μισοί. Μονάχα έξι. Θα έχουμε πρόβλημα σε περίπτωση ισοψηφίας.» «Να μετρήσει και η ψήφος του Βασιλιά!» πρότεινε δειλά μια φωνή από τις πίσω σειρές. Ο Μάγος έψαξε στο χώρο με πυρωμένο βλέμμα και είπε φτύνοντας τις λέξεις μέσα από τα δόντια του: «Ο Βασιλιάς δεν μπορεί να αποφασίσει τι είναι καλό γι’ αυτόν και τι όχι. Εμείς αποφασίζουμε και θα αποφασίσουμε να στείλουμε έναν απ’ τους φρουρούς σε αποστολή αυτοκτονίας. Όποιος έχει αντίρρηση ας βγει μπροστά για να αντιμετωπίσει την οργή της Μαγείας μου!» Όλοι ζάρωσαν στις θέσεις τους απ’ τα λόγια του Μάγου, που πλημμύρισαν το χώρο σαν βαριά αναθέματα. Ένα από τα άλογα που συνόδευαν τους ιππότες, φρύμαξε αναστατωμένο. Ένας κακός οιωνός. ΚΙΝΗΣΗ ΤΡΙΤΗ Ενώ ο Βασιλιάς άφηνε γαϊδουράγκαθα στον τάφο της στριμμένης γυναίκας του, μόνο ζοφερές σκέψεις τύλιγαν το μυαλό του. Τόσοι νέοι στρατιώτες κείτονταν στα πεδία των ηρώων, τόσες θυσίες έπρεπε να γίνουν για τον υπέρτατο σκοπό. Κι αν ακόμα οι μελανοί θυρεοί της παράταξής του ανέμιζαν περήφανα, δεν θα αργούσε η ώρα που κι άλλοι νεκροί θα έρχονταν να συναντήσουν τα αδέρφια και τους πατεράδες τους. Τι τραγωδία. ΚΙΝΗΣΗ ΠΡΩΤΗ Ο νεοφερμένος φορούσε μία μίτρα στο κεφάλι και το πρόσωπό του αυλακωνόταν απ’ άκρη σ’ άκρη από μία απαίσια ουλή. «Και τι είδους μαγεία μπορείς να κάνεις, που θα μπορέσει να σπάσει τις γραμμές των εχθρών και να ξεγελάσει τις κόψεις των σπαθιών τους;» απαίτησε να μάθει ο Βασιλιάς. Ο μυστηριώδης ξένος, αφού έκανε το σημείο του σταυρού, άφησε τις λέξεις να πλανηθούν στον αέρα: «Μπορώ να περπατήσω διαγώνια.» Ο Βασιλιάς ταράχτηκε και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από τρόμο ανάμεικτο με θαυμασμό. «Τι είδους σατανική μαγεία είναι αυτή;» αναφώνησε. ΚΙΝΗΣΗ ΜΑΤ «Η νίκη είναι κοντά Βασιλιά! Ο γενναίος φρουρός έφτασε μέχρι τις τελευταίες γραμμές του εχθρού!» ανακοίνωσε ένα από τα άλογα. Ο Βασιλιάς συνοφρυώθηκε μπροστά στο κακόγουστο αστείο. Η γυναίκα του είχε επιστρέψει απ’ τον τάφο. Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mercurion Posted January 27, 2008 Share Posted January 27, 2008 (edited) Σορικομόρφια Κύριος Καρπούζης. -Απόψε θα είναι μια δύσκολη νύχτα. -Έχεις πίστη σε αυτό που κάνεις;» -Δεν ξέρω πια. Νιώθω πως οι δυνάμεις μου με έχουν εγκαταλείψει. -Και η πίστη σου; Και αυτή σε εγκατέλειψε; -Αυτή ακροβατεί κάπου στα βάθη του μυαλού μου. -Πιστεύεις πως θα μπορέσεις να τους πείσεις; Έχουν απομείνει λίγες ώρες ακόμη. -Αν με ρωτούσες πριν δύο φεγγάρια, θα σου χάριζα την απάντηση που ψάχνεις. Απόψε, μετά την απόλυτη ισοψηφία της Σελήνης, δεν ξέρω. Νιώθω πως δεν εξαρτάται πλέον από μένα. -Έλομ, δεν πρέπει να βρούμε μπροστά μας το πύρινο άστρο. Αντιλαμβάνεσαι πλήρως τη σημασία αυτού; -Και βέβαια την αντιλαμβάνομαι διάολε! Ξεχνάς πως εγώ ήμουν ο «οδηγητής της Ταλπίδας»; Για χρόνια οδηγούσα τους εργάτες, χρόνια που εσύ δεν γνώρισες ποτέ. Πως τολμάς να μου κάνεις εσύ κήρυγμα, θρέμμα της 27ης γενιάς; -Συγχώρεσέ με. Φοβάμαι Έλομ, φοβάμαι. Οι πατούσες μου τρέμουν. Ποτέ ξανά δεν έχω νιώσει φόβο στο σκοτάδι μας. Εσύ ήσουν αυτός που τόσα χρόνια μας οδηγούσε. Σκάβαμε τυφλά στο πρόσταγμά σου. Από τότε που η Σελήνη? -Είμαι περήφανος για σένα μικρέ μου. Μην φοβάσαι. Δεν θα αφήσω να χαθούμε. -Κοίτα, θείε! Κάτω, μακριά, απ’ την άλλη μεριά της αίθουσας. Ήρθαν οι Χρυσοχλώριδοι. Και εκεί, βλέπεις; Άρχισαν να καταφτάνουν και οι διαβόητοι εργάτες των Κτεμόρφιων. Και αριστερά. Μα αυτοί είναι? -Οι Ταχυορύκτες. Το χρυσό μαντήλι. Αυτό ακριβώς που φοβόμουν. Έλα μικρέ, η σύναξη είναι σχεδόν έτοιμη να ξεκινήσει. Φώναξε τους δικούς μας. Το βούκινο αντήχησε θριαμβευτικά στα υγρά, σκοτεινά τοιχώματα και η εργατιά των Ταλπιδών γέμισε το κενό, στην μεγάλη αίθουσα. Μπροστά απ’ τις εργατιές, πάτησαν οι οδηγητές, στους βράχους της αγόρευσης. Μίλησε πρώτος ο Έλομ. -Αδέρφια, καλωσορίσατε! Απόψε, μετά την χτεσινή ισοψηφία της Σελήνης, θα πρέπει για πρώτη φορά, στα χρονικά του είδους μας, να ενωθούμε. Το ταξίδι μας, είναι μεγάλο και επικίνδυνο. Μας μένουν μόλις λίγες μέρες, πριν το φως του πύρινου άστρου διαπεράσει το φράγμα που μας προστατεύει απ’ τη πάνω γη. Πρέπει να σκάψουμε αδέρφια. Βαθιά. Πιο βαθιά απ’ ότι έχει πάει ποτέ κανένας μας. Σας καλωσορίζω στα μονοπάτια που έχουμε χαράξει, σας νιώθω όλους σας αίμα μου. Μα σας εκλιπαρώ, αφήστε με να σας οδηγήσω. Η εργατιά μας, είναι αυτή που έχει νιώσει πιότερο, το υγρό χώμα της κάτω γης. Η όσφρησή μας, είναι αξεπέραστη, το ένστικτό μας, μας έχει σώσει χρόνια απ’ τη καταστροφή. Είμαστε γέννημα θρέμμα αυτής της σκοτεινής σπηλιάς. Το σκοτάδι είναι ο πατέρας μας και η καταχνιά μητέρα μας. Μπορούμε να σας οδηγήσουμε, στην επιβίωση. Ο Γόλντ, ο αρχιερέας των χρυσοχλώριδων, έκανε ένα βήμα μπροστά. -Αδερφέ, το σπιτικό σου, που μας φιλοξενεί αυτή την δύσκολη ώρα, είναι τόσο θερμό, όσο και η καρδιά σου. Γι’ αυτό σε ευχαριστώ. Όμως η εργατιά μας, δεν έχει ανάγκη την καθοδήγησή σας, όσο ικανοί και επιδέξιοι κι αν είστε σε αυτό. Έχουμε τον μεγαλύτερο οδηγητή απ’ όλους μας. Τη πίστη. Η μητέρα Σελήνη αποφάσισε να μας δοκιμάσει με την χτεσινή της ισοψηφία. Η μαγεία που μας παρέχει, θα μας προστατεύσει απ’ τον πατέρα ?του οποίου το όνομα δεν πρέπει να ξεστομίσει κανείς πια. Κοίταξέ μας! Το χρυσό μας τρίχωμα είναι η απόδειξη πως εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να οδηγήσουμε! Χαίρε, ω τρισμέγιστη μητέρα ημών! Χρυσή ευλογία! «Χρυσή!» μια λέξη χιλιάδες φωνές απ’ την σύσσωμη εργατιά των Χρυσοχλωρίδων που απάντησε με στόμφο στην ευλογία του ιερέα. Έπειτα μίλησε ο Ελιάχ, ο δύσμορφος πατρόνας των κτεμόρφιων. Έκανε πρώτα, ένα ασύμμετρο βήμα σκαρφαλώνοντας στο βράχο. -Το τρίχωμά σας; Το χρυσό σας τρίχωμα; Θαρρείς γεροξεκούτη πως επειδή έχετε την ικανότητα να κάνετε χρυσό ότι ακουμπάτε είστε καλύτεροι από όλους μας; Επειδή είστε προικισμένοι με τη μαγεία απ’ το χρώμα του πατέρα; Το ότι μπορείτε να κάνετε κάτι να μοιάζει Θεϊκό δεν σημαίνει πως είστε εσείς οι ίδιοι Θεοί! Ξέρω τι λες για μας, τα «αδέρφια» σου, πίσω απ’ τις πλάτες μας. Το χώμα δεν είναι παχύ αρκετά για να κρύψει τις βρωμιές που ξεστομίζει το χρυσό στου στόμα. «Είναι καταραμένοι με την ασχήμια της αθέατης πλευράς της μητέρας, οι άμοιροι». Αυτά τα λόγια σου έφτασαν στα αυτιά μου, όπως το δηλητήριο φτάνει στη καρδιά του προδομένου. Η λύπηση σου, μνησίκακη. Νιώθω την χαρά σου να μεγαλώνει καθώς «προσεύχεσαι για τη τύχη της εργατιάς μας.» Την ανωτερότητα που θαρρείς πως σου δίνει. Νισάφι πια! Τα τερατόμορφα χέρια μας δεν θα σκάψουν πλάι στα δικά σας. Έχουμε μάθει να σκάβουμε μόνοι μας και ως τώρα η πίστη μας, η πίστη στην επιβίωση δεν μας έχει λησμονήσει. Αν πρέπει κάποιον να ακολουθήσουμε, αυτός θα είναι ο Έλομ. Κι αν είναι η μοίρα μας, να συναντήσουμε τον Ήλιο τότε ας γίνει! Στο άκουσμα του ονόματος του Πατέρα, η εργατιά των Χρυσοχλώριδων αντέδρασε σύσσωμη με κραυγές και κατάρες. Μόλις ο Έλομ επανέφερε την τάξη, το λόγο πήρε ο Ξεφτέρης, ο Πριμοδότης των Ταχυορύκτων . Ανέβηκε στην πέτρα της αγόρευσης φορώντας ένα χρυσοκέντητο μαντήλι που κανείς δεν είχε ξαναδεί να το φορεί. -Αδέρφια μου, εργάτες της νύχτας! Μην τσακώνεστε. Όμορφοι, δύσμορφοι, πιστοί, άπιστοι, χειρώνακτες, φιλόσοφοι, προλετάριοι όλοι έχουμε μια θέση κοντά στην μητέρα. Δεν υπάρχει λόγος να αψιμαχούμε μεταξύ μας. Ο κοινός μας εχθρός είναι το τέλος του πάνω κόσμου. Δεν πρέπει να μας προλάβει. Δεν πρέπει να μας βρει εδώ. Καθώς ερχόμασταν παρατήρησα πως απέχουμε μόλις μερικά μέτρα από την επιφάνεια. Κινδυνεύουμε αδέρφια. Ο κίνδυνος είναι πρωτόγνωρος. Ούτε εσείς εργάτες της Ταλπίδας δεν έχετε την ικανότητα να σκάψετε τόσο γρήγορα για όλους μας, ούτε κανένας. Ούτε η παραίτηση απ’ τη ζωή που διδάσκεις Ελιάχ στους εργάτες σου, θα κάνει το πόνο του θανάτου, λιγότερο πικρό. Όχι. Μόνο η πίστη στη μητέρα θα μας σώσει αδέρφια. Το κακό είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μας. Είμαστε εργάτες όλοι. Μόνο η πίστη μπορεί να κάνει το θαύμα της. Εκεί πρέπει να ελπίζουμε. Πρέπει να ακολουθήσουμε τη πίστη! Την πίστη που διδάσκει ο μέγας κήρυκας των Χρυσοχλώριδων! -Αυτή η πίστη είναι που σου αγόρασε το χρυσό σου μαντήλι, πουλημένε; Είπε ο Ελιάχ. -Βλάστημε! Αναφώνησε ο Γόλντ -Μπορεί εγώ να είμαι κακόμορφος εξωτερικά ιερέα, μα εσύ είσαι το τέρας στη ψυχή, απάντησε ο Ελιάχ -Μην μιλάς έτσι για τον μέγα προστάτη της μητέρας σελήνης, φρικιό! Ξεφώνισε ο Ξεφτέρης -Θα πεθάνουμε όλοι και τότε θα δείτε, ποιος πραγματικά κρύβει την ασχήμια μέσα του, προδότες! Είπε τρελαμένα ο Ελιάχ -Σταματήστε όλοι αυτό το παραλήρημα, είναι τρέλα! Προσπάθησε να επέμβει ο Έλομ μα η φωνή του χάθηκε μέσα στο λαβύρινθο της οχλαγωγίας. Οι εργάτες είχαν αρχίσει να υπερασπίζονται και αυτοί τους οδηγητές τους, με κραυγές και γιουχαρίσματα. Ο κίνδυνος μιας άσκοπης σύρραξης εμφανίστηκε απειλητικά. -Έλομ ξέρεις πως σε συμπαθώ, μα αν μου αντιταθείς να ξέρεις πως θα καταδικάσεις την εργατιά σου στο αιώνιο πυρ! -Δεν το ήξερα πως η μητέρα σε βάζει να μοιράζεις απειλές τώρα πια, ιερέα! Είπε προτάσοντας τρεμάμενο, το δάκτυλό του ο Ελιάχ. -Σταμάτα σκουλήκι! Είσαι ένα τέρας! Καταραμένο απ’ τα λάθη του πατέρα. Η ψυχή σου είναι τόσο βρώμική όσο και η στραβή μουσούδα σου! -Καταραμένε! Φίδι! Έλα εδώ, κοντά μου, να πετάξεις το δηλητήριο σου, αν τολμάς! Στο πλάι του Έλομ, ο μικρός παρακολουθούσε βουβά. Κοίταξε τον Έλομ. Είχε αρχίσει να κοκκινίζει απ’ την ένταση, ενώ το στόμα του πετούσε λέξεις μαζί με σάλια, προσπαθώντας να ελέγξει τη κατάσταση. Φοβόταν. Ο Θείος του, τον τρόμαζε τώρα. Άρχισε να πισωπατεί. Σκαρφάλωσε σε ένα ψηλό τούνελ και έκατσε εκεί ψηλά να χαζεύει την οχλαγωγημένη αίθουσα να παίρνει φωτιά. Οι φωνές και οι κατάρες αντηχούσαν στα τοιχώματα της κάτω γης, κάνοντας ακόμα και τους βράχους να τρίζουν. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί το έκαναν αυτό. Στεναχωριόταν. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Απελπισμένος ξεφώνισε με όλη του τη δύναμη, «Σταματήστε!» μα η φωνή του πνίγηκε σαν η απόσταση που τους χώριζε να ήταν χιλιάδες μίλια. Μήπως όντως ήταν; Τα μάτια του άρχισαν να τον γελούν. Η απόσταση του απ’ το πλήθος έμοιαζε να μεγαλώνει στιγμή με στιγμή. Ένας υπόκωφος ήχος άρχισε να πνίγει τις φωνές τους. Και όλο και δυνάμωνε. Ήταν τόσο απροσδιόριστος που δεν κατάλαβε από πού ερχόταν. «Απ’ τις ψυχές τους» σκέφτηκε αρχικά. Ένα κομμάτι χώμα έσκασε στο κεφάλι του, βγάζοντας τον απ’ την στιγμιαία αποσύνδεση του με τη πραγματικότητα. Πλέον η απόσταση του, απ’ αυτούς είχε γίνει τεράστια. Παρ’ όλα αυτά στα αυτιά του ηχούσαν ακόμη λέξεις όπως, «προδότη», «φίδι», «τέρας», «άπιστε», «σταματήστε», «Η μητέρα», «πίστη», «γουρούνι», «θα πεθάνουμε», «κατάρα». Το υπόκωφο βουητό που άκουγε προηγουμένως συγκεκριμενοποιήθηκε. Ερχόταν από πίσω του. Γύρισε και αντίκρισε ένα μαύρο τούνελ σαν όλα τα άλλα. Έκανε ένα δύο μικρά βήματα, μα ένιωσε τον αέρα να έρχεται με δύναμη κατά πάνω του. Η γη σείστηκε. Ο αέρας ζεστός. Το βουητό. Φως. Το πρόσωπό του γέμισε με φόβο. Έπειτα ηρέμησε. Ένα χαμόγελο γεννήθηκε στα χείλη του. -Πατέρα! Edited January 27, 2008 by Mercurion Link to comment Share on other sites More sharing options...
nikosal Posted January 27, 2008 Author Share Posted January 27, 2008 1968 -Ποιος περνά; -Κλείστε τα παράθυρα! -Τους είδες; -Πιάσε μια μπύρα! -Ήθελα να πάρω μέρος, αλλά δεν πρόλαβα. -Το παλεύουν χρόνια. -Είναι ανήθικο αυτό που κάνουν... -Καιρός ήταν! -Δεν έχω γνώμη. Δεν συμμετέχω. -Τώρα το θυμήθηκαν; -Ανοίξτε ένα παράθυρο, θέλω να βλέπω. Ο Βαζανουάτ ακούμπησε το δίσκο στον πάγκο, έκανε νόημα στην Κόνι, βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν κοίταγε προς το μέρος του και ανέβηκε βιαστικά την ξύλινη σκάλα. Χώθηκε στο καμαράκι του και ακούμπησε την πλάτη στην πόρτα. Οι φωνές των θαμώνων γίνανε δυσδιάκριτες, ένας θόρυβος στο βάθος που ανακατευόταν με την οχλοβοή του πλήθους. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και προσπάθησε να ηρεμήσει. Μα η έξαψη τον κυρίευε. Έτρεξε στο παράθυρο και έχωσε τα φρύδια του στις γρίλιες. Η διαδήλωση έμοιαζε με φίδι που σφάδαζε στο δρόμο. Ακούγονταν συνθήματα ανάκατα με φωνές και τραγούδια. Η κορυφή ανηφόριζε ήδη προς το υπουργείο Οικονομίας ενώ η ουρά δεν είχε ακόμα βγει στη Ματωμένου Δράκου. Ξάφνου ένα ρεύμα χτύπησε το πλήθος. Όλων το βλέμμα στράφηκε προς τα κάτω, προς την πλατεία της Χρυσής Σπάθας. Από κει που ήταν δεν μπορούσε να δει τι ηλέκτρισε τους διαδηλωτές. Τους παρακολούθησε να φτιάχνουν αλυσίδες και να καλούν πυρετωδώς τους συντρόφους τους που προπορεύονταν να γυρίσουν πίσω. Τα συνθήματα και τα τραγούδια είχαν πάψει, μόνο βρισιές και οργισμένες φωνές ξεχώριζαν. Από την κάθετο που ανέβαινε από την πλατεία ακούστηκαν σιγά σιγά τα ρόπαλα. Ήταν ταξινόμοι, όπως είχε φανταστεί. Πλησίαζαν χτυπώντας τις ασπίδες τους. Μπορούσε να τους φανταστεί, σοβαρούς και απαθείς μέσα στις περικεφαλαίες τους. Πρέπει να πλησίαζαν, γιατί όσοι διαδηλωτές ήταν πίσω από τις αλυσίδες άρχισαν να τους πετούν φλασκιά και πέτρες. Έγινε φασαρία, κάποιοι φώναξαν «σταματήστε», αλλά οι περισσότεροι επιδοκίμαζαν και προσπαθούσαν και αυτοί να ξηλώσουν πέτρες από το δρόμο. Οι αλυσίδες κουνιόντουσαν μπρος πίσω από την πίεση, μα ακόμα κράταγαν. Κάποια στιγμή τα πολεμοφόδια σώθηκαν και το πλήθος περιορίστηκε στις βρισιές και τις κατάρες. Ήταν πια πυκνό από τον κόσμο που είχε μαζευτεί σε εκείνο το σημείο, ακριβώς κάτω από το παράθυρό του. Ένα ρυάκι ιδρώτα κύλισε από το μέτωπό του μες τα μάτια του. Του φάνηκε ότι έκαιγε. Όλο το βράδυ οι αμφιβολίες δεν τον είχαν αφήσει να κοιμηθεί. Είχε σηκωθεί εξουθενωμένος, αλλά ακόμα αναποφάσιστος για τη συμμετοχή του. Και να που τώρα, μπροστά στα μάτια του, ξετυλιγόταν αυτό που είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να αποφύγει. Ξάφνου, φάνηκαν στο προαύλιο του υπουργείου τα κάρα με τα άλογα. Πρέπει, από κει που ήταν, να τα είδε πρώτος. Με ακρίβεια παρέλασης κατηφόρισαν τη λεωφόρο Ωδών και Επών και παρατάχθηκαν απέναντι από τους διαδηλωτές. Δυο στρατιώτες πάνω στο καθένα ξετύλιγαν ήδη τις δερμάτινες μάνικες. Μια ιαχή αποδοκιμασίας σηκώθηκε από το πλήθος, που βρισκόταν πια ανάμεσα σε δύο πυρά. Αν τα κάρα έριχναν νερό, οι διαδηλωτές ήξεραν ότι έπρεπε ή να υποχωρήσουν τρέχοντας αντίστροφα όλη τη Ματωμένου Δράκου, ή να πέσουν πάνω στους ταξινόμους, που ενθαρρυμένοι από την εμφάνιση των κάρων είχαν αρχίσει ξανά να χτυπούν τις ασπίδες. Δεν άντεξε. Μπορεί να έβρισκε υπερβολικό μέτρο το διπλασιασμό του φόρου κληρονομιάς που απαιτούσε η διαδήλωση, αλλά δεν συμφωνούσε ούτε και να μείνει σταθερός. Και αν είχε να διαλέξει το μικρότερο κακό... Είχε κουραστεί να βλέπει πλουσιόπαιδα να κληρονομούν χωρίς κόπο τις περιουσίες των γονιών τους, διαφθείροντας τους εαυτούς τους και ολόκληρη την κοινωνία. Αν το κοινόβιο των αντιπροσώπων δεν έκανε αποδεκτή μια λογική αύξηση στο φόρο, ένα 20%, 30%, τόσο το χειρότερο για τα πλουσιόπαιδα. Θα τρώγανε το διπλασιασμό στο κεφάλι χωρίς να το καταλάβουν. Κοίταξε ξανά το πλήθος που τώρα είχε σηκώσει τα χέρια γροθιά και τραγουδούσε το Εμβατήριο του Φτωχού. Ήξερε πως αρκετοί διαδηλωτές ήταν ακραίοι, αλλά μπροστά στους ταξινόμους του φαίνονταν όλοι ίδιοι, όλοι δικοί του, όλοι στην ίδια με εκείνον πλευρά των οδοφραγμάτων. Τα κάρα της πυροσβεστικής, το εμβατήριο, φαίνεται ότι άγγιξαν μέσα του μια χορδή. Το πήρε απόφαση, θα συμμετείχε! Έκλεισε τα μάτια και με μια κίνηση του χεριού εμφάνισε τους δικούς του να ορμούν μέσα από την αποθήκη με τα σιτηρά, ακριβώς πλάι στα κάρα με τις μάνικες. Ήταν λίγοι (τόση δύναμη είχε μόνο), αλλά αποφασισμένοι. Και το κυριότερο, κανείς δεν τους περίμενε αφού μέχρι χτες ο ίδιος δήλωνε αναποφάσιστος. Ήταν ντυμένοι ομοιόμορφα με κόκκινο πουκάμισο και μαύρο μαντήλι. Με κραυγές και χειρονομίες κινήθηκαν προς τα κάρα, τρομάζοντας τα άλογα που δοκίμαζαν να φύγουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Μάταια οι στρατιώτες παρατούσαν όπως όπως τις μάνικες και προσπαθούσαν να τα καλμάρουν τραβώντας τα γκέμια. Οι διαδηλωτές ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ από την απροσδόκητη εμφάνιση των μαυρομάντηλων, που ούρλιαζαν και χόρευαν, ενώ κάποιοι κατόρθωσαν να σπάσουν τις αλυσίδες και να κινηθούν προς τα εκεί που ήταν οι ταξινόμοι χωρίς όμως και να συγκρουστούν μαζί τους. Αυτοί που ήταν στις αλυσίδες τους φώναζαν να επιστρέψουν πίσω για να συνεχίσουν προς το υπουργείο, τώρα που είχε ανοίξει ο δρόμος. Άλλοι είχαν πέσει πάλι στα τέσσερα προσπαθώντας να ξηλώσουν περισσότερες πέτρες. Μια νεαρή κοπέλα, με κόκκινα μαλλιά έδειξε προς το μέρος του φωνάζοντας. Γύρισαν και άλλοι να κοιτάξουν. Όχι, δεν έδειχνε εκείνον, όπως νόμισε, αλλά από πάνω του. Τώρα όλοι κοίταγαν προς τα εκεί, ακόμα και οι δικοί του, οι μαυρομάντηλοι. Ένας σφυρικτός ήχος ακούστηκε και ένα σακί κόκκινη μπογιά έσκασε με πάταγο δυο μέτρα από την τελευταία αλυσίδα, πιτσιλώντας όσους βρίσκονταν κοντά. Κατάλαβε, Κάποιος είχε ρίξει ταξινόμους σε ιπτάμενα κάρα ενάντια στη διαδήλωση. Μόλις το πρώτο, αυτό που είχε ρίξει το σάκο, πέρασε από πάνω τους, το γνώρισε έκπληκτος. Ήταν από αυτά που δημιουργούσε η Κόνι! Η Κόνι, που μέχρι πριν λίγη ώρα του έλεγε ότι δεν συμφωνούσε με την αύξηση του φόρου κληρονομιάς αλλά δεν θα εκδηλωνόταν ανοιχτά κατά της διαδήλωσης! Η Κόνι που ζητούσε τη γνώμη του κάθε φορά που η συζήτηση στρεφόταν στα οικονομικά, «γιατί η ίδια δεν είχε ιδέα από τέτοια και εκτιμούσε τη γνώμη του»! Τόσο πολύ λοιπόν την εκτιμούσε... Μέσα σε ένα χαλασμό οι διαδηλωτές άρχισαν να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάποιοι προσπάθησαν να τους συγκρατήσουν, να μπει μια τάξη στην υποχώρηση, αλλά την ίδια στιγμή οι ταξινόμοι όρμησαν πάνω τους χτυπώντας με μανία όποιον πετύχαιναν απροστάτευτο. Έκλεισε ξανά τα μάτια του. Δεν ήθελε να δει το τέλος. Λίγο μετά, η Ματωμένου Δράκου είχε αδειάσει από κόσμο. Μόνο μερικοί ταξινόμοι περπατούσαν χωρίς σκοπό πάνω κάτω, ανάμεσα στα κάρα με τις μάνικες που είχαν επιστρέψει να καθαρίσουν το δρόμο. Έμεινε γονατιστός στο παράθυρο για ώρα. Κάποια στιγμή ακούστηκαν τα βήματα στη σκάλα βαριά. Ήξερε πως θα έρχονταν, ήξερε ότι θα υποχρεωνόταν να απαντήσει στις ερωτήσεις τους. Αλλά δεν μετάνιωνε ούτε στιγμή που πήρε μέρος στη διαδήλωση. Το κίνημα είχε χάσει μια μάχη, όχι τον πόλεμο. Ξανά μια μέρα θα έβγαιναν στους δρόμους και αργά ή γρήγορα ο φόρος κληρονομιάς θα έπεφτε βαρύς σαν πέλεκυς πάνω στα πλουσιόπαιδα. Link to comment Share on other sites More sharing options...
nikosal Posted January 27, 2008 Author Share Posted January 27, 2008 (edited) Μπράβο, είχαμε μεγάλη συμμετοχή. Κλείνω αυτό το τόπικ. Αν κάποιος ακόμα έγραψε και ολοκληρώσει αργότερα, θα μπορέσει πάντα να υποβάλει το διήγημά του, αλλά φυσικά εκτός συναγωνισμού. Ας μου στείλει πι-μι. Tις κριτικές/σχόλια και ψήφους σας εδώ Edited January 27, 2008 by Dain Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts