Jump to content

Το Μοτέλ


George InTheGround

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: γιώργος κολιόπουλος

Είδος: φαντασίας μυστηρίου

Βία; όχι ιδιαίτερα

Σεξ; όχι

Αριθμός Λέξεων: περίπου 2000

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: συννάπτω την ιστορία και σε pdf. Το_Μοτέλ.pdf

 

 

Το μοτέλ

 

Οδηγούσε ήδη για εφτά περίπου συνεχόμενες ώρες. Oι αστραπές που έβλεπε να πέφτουν στα ψηλά βουνά τα οποία σχημάτιζαν μια οροσειρά και αντίκριζε μπροστά του, προμήνυαν μια μάλλον βροχερή νύχτα. Έτσι και αλλιώς ο καιρός από το πρωί δεν ήταν καλός. Υπολόγιζε ότι χρειαζόταν ακόμη περίπου δύο ώρες διαδρομής, σε αυτό τον χωμάτινο επαρχιακό δρόμο, για να βγει στην εθνική οδό και από εκεί να κατευθυνθεί προς την πόλη Λέυτον. Εδώ και μία ώρα δεν είχε συναντήσει άλλο αυτοκίνητο, το τελευταίο που είδε ήταν ένα αγροτικό, που τον προσπέρασε σαν λυσσασμένο, με αναμμένα τα φλας και χάθηκε στο αμέτρητο σκοτάδι. Η περιοχή όπου ταξίδευε αυτή την στιγμή, αποτελούταν από ένα απέραντο δάσος γεμάτο λεύκες και έλατα, τα οποία έκρυβαν το ολοστρόγγυλο φεγγάρι. Έτσι, το μόνο φως που είχε, ήταν οι πολυκαιρισμένες λάμπες του αυτοκινήτου (ένα παλιό λάντα) , οι οποίες δεν φώτιζαν περισσότερο από πέντε μέτρα μπροστά του. Η διαδρομή ήταν ανηφορική, έπρεπε να περάσει ανάμεσα από δύο βουνά και στη συνέχεια θα άρχιζε να κατεβαίνει, τουλάχιστον έτσι του έλεγε ο χάρτης που είχε πρόχειρο στο κάθισμα του συνοδηγού. Πρώτη φορά περνούσε από εκείνα τα μέρη αλλά ήταν συνηθισμένος στο να ταξιδεύει συνέχεια, το απαιτούσε η δουλειά του, και σκεπτόμενος αυτό, ένα χαμογελάκι διαγράφηκε στα χείλη του.

 

Για μια στιγμή κατέβασε το παράθυρο με το χερούλι, γιατί είχε ντουμανιάσει από το πολύ τσιγάρο που ανελλιπώς έκανε και ήθελε να αερίσει λίγο τον χώρο. Παγωμένος αέρας μπήκε μέσα και αμέσως ένιωσε να ξυπνάει από το ζαβλάκωμα του καπνού και της ζέστης που έβγαζε το ημιχαλασμένο κλιματιστικό. Από έξω, άκουγε μόνο τον αέρα που γλίστραγε πάνω στα δέντρα και τα έκανε να κουνιόνται πέρα δώθε, σαν να χόρευαν αργά και λυπημένα και έβγαζαν αυτόν τον χαρακτηριστικό ήχο σφυρίγματος. Η κούραση τον είχε χτυπήσει κατακούτελα και του ζητούσε λίγη ηρεμία. Του ήρθε η ιδέα να παρκάρει το αμάξι λίγο σε μια άκρη και να ρίξει κανά υπνάκο για μία ωρίτσα, ίσα ίσα να ξαναβρεί τις δυνάμεις του και μετά να συνέχιζε το ταξίδι του. Όμως ένιωθε κάποιο απροσδιόριστο φόβο στο να σταματήσει σε αυτήν την ερημιά. Παρόλα αυτά, όταν λίγο μέτρα πιο κάτω βρήκε ένα κενό χώρο στα δεξιά του δρόμου, πάρκαρε το αυτοκίνητο δίπλα από ένα κάδο απορριμάτων. Άναψε τα αλάρμ.

 

Είδε ότι ένα μικρό δρομάκι ξεκινούσε από εκεί και συνέχιζε μέσα στο δάσος. Ενώ το κοίταζε, για μια στιγμή, σκέφτηκε ότι αυτός ο δρομάκος κατέληγε σε ένα νεκροταφείο που τώρα πια είχε ξεχαστεί. Και ίσως να μην ήταν ένα συνηθισμένο νεκροταφείο αλλά να το χρησιμοποιούσαν για αυτούς που δεν τους θεωρούσαν για κάποιο ιδιαίτερο λόγο σωστό να θαφτούν κοντά με τους άλλους, ίσως να ήταν εγκληματίες που είχαν θαφτεί ζωντανοί για τιμωρία και παραδειγματισμό, ή μπορεί και να είχε μωρά τα οποία είχαν γεννηθεί με παραμορφωμένα πρόσωπα, το κοιμητήριο των παράξενων, σκέφτηκε. Αλλά έδιωξε γρήγορα αυτή την σκέψη, δεν τον σύμφερε. Ήταν ένα δρομάκι για περιπατητές και τίποτα άλλο. Στη συνέχεια, κλείδωσε τις πόρτες, έβαλε την πλάτη της καρέκλας πιο χαμηλά και τα χέρια του σαν προσκέφαλο, και έκλεισε τα μάτια του. Έτσι όπως ήταν ήρεμος, ακροβατώντας μεταξύ ξύπνιου και κοιμητού, του φάνηκε ότι μια πετρούλα χτύπησε το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου. Γύρισε να δει και στο πίσω κάθισμα καθόταν κάποιος με μια κουκούλα που του έκρυβε το πρόσωπο. Είδε μόνο το στόμα του, όπου τα δόντια του ήταν μαύρα και ένα πράσινο υγρό έσταζε και έπεφτε κάτω. Τότε αυτό το κάτι, κατέβασε την κουκούλα του και είδε όλο το πρόσωπο ήταν πράσινο, δεν είχε αυτιά και τα μάτια του ήταν τελείως στρογγυλά. Τα μάτια δεν είχαν κόρες. Το πλάσμα του χαμογέλασε με νόημα. Ξύπνησε τρομαγμένος και ο ιδρώτας που έσταζε από τον λαιμό του, είχε μουσκέψει το μπλουζάκι του. Κωλό όνειρο σκέφτηκε, ενώ τότε είδε ότι η ασφάλεια της πόρτας ήταν σηκωμένη. Ήταν σίγουρος ότι είχε κλειδώσει, αλλά μπορεί πάνω στην κούραση του να το είχε αμελήσει. Για μια στιγμή του ήρθε η ιδέα ότι κάποιος καθόταν ακριβώς από πίσω του. Σαν κάτι να ανάσαινε με αργό αλλά έντονο ρυθμό. Θα μπορούσε να κοιτάξει από τον καθρέφτη, αλλά δεν έβρισκε το θάρρος. Μπορεί αυτό που είδε πριν λίγο να μην ήταν όνειρο και τώρα να τον περίμενε και μόλις τον κοίταζε να τον άρπαζε με τα χέρια του, ή ότι άλλο είχε για χέρια. Έβαλε το αριστερό χέρι του στην πόρτα σιγά σιγά και όταν έπιασε το χερούλι, με μια γρήγορη κίνηση την άνοιξε και πετάχτηκε έξω, ενώ σκόνταψε σε μια πέτρα και έπεσε κάτω. Μπουσούλησε λίγο πιο πέρα και σηκώθηκε να κοιτάξει. Πίσω δεν υπήρχε κανένας. Τι φοβιτσιάρης που είμαι ρε γαμώτο, σκέφτηκε. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε περάσει μόλις μισή ώρα από τότε που σταμάτησε και η κούραση ήταν η ίδια και χειρότερη, μαζί με την αγωνία των τελευταίων λεπτών που είχε βιώσει. Αλλά δεν είχε καμιά όρεξη να μείνει και άλλο σε εκείνο το σημείο. Μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε μπρος και ξεκίνησε σιγά σιγά για την συνέχεια του ταξιδιού του. Ενώ προσπέρασε ένα περίεργα χοντρό δέντρο, δεν παρατήρησε ότι κάτι υπήρχε χωμένο μέσα στην κουφάλα του, κάτι που τον κοίταζε με τέσσερα μάτια απόκοσμα γαμψά και ένα υγρό έτρεχε πάνω στον κορμό του δέντρου. Η διαδρομή συνέχιζε να είναι ανηφορική και το κρύο όλο και πιο τσουχτερό. Έβαλε λίγο ραδιόφωνο μπας και άκουγε καμιά μουσική, αλλά το μόνο που έπιανε ήταν κάποια μελωδικά παράσιτα. Σε μια στιγμή σχεδόν κάτι άκουσε, κάποιον εκφωνητή, αλλά και αυτός χάθηκε αμέσως, ενώ η φωνή το λίγο που ακούστηκε, του φάνηκε να είναι πολύ μπάσα. Πάει έφυγε, σκέφτηκε, ενώ ένα απροσδιόριστο νευρικό γέλιο τον έπιασε. Γέλασε μέχρι δακρύων όταν οι πρώτες ψιχάλες της βροχής άρχισαν να πέφτουν και αναγκάστηκε να κλείσει γρήγορα το παράθυρο. Αν έμπαινε νερό μέσα θα του χάλαγε την καινούργια του δερμάτινη ταπετσαρία, που κόστιζε περισσότερο από το αμάξι. Η βροχή δυνάμωσε ξαφνικά τόσο πολύ, που έβαλε τους υαλοκαθαριστήρες στο τέρμα. Η ορατότητα που είχε τώρα, ήταν μόλις ένα μέτρο μπροστά του και αυτό μετά βίας. Σε μια στιγμή πρόσεξε ότι μπροστά του κάτι πέρασε τρέχοντας τον δρόμο από την μία πλευρά στην άλλη, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τι. Σκέφτηκε ότι θα ήταν κάποιο ζώο ίσως κανένα ελάφι, αν και του φάνηκε ότι ήταν αρκετά ψηλό για ελάφι. Μάλλον θα ήταν καμιά ξεχασμένη αρκούδα, αλλά στην τελική και ο παππούς του να ήταν, δεν είχε καμιά όρεξη να το ψάξει περισσότερο και έτσι συνέχισε. Ενώ οδηγούσε για κάμποση ώρα, με τη βροχή να έχει κοπάσει κάπως τώρα, στα δεξιά του δρόμου είδε μια μικρή ταμπέλα. Είχε ένα μικρό τετράγωνο πλαίσιο όπου μέσα με καλλιγραφικά γράμματα έγραφε "Μοτέλ η ξενοιασιά". Η ταμπέλα έδειχνε με ένα βελάκι ότι αφού έστριβες δεξιά σε έναν παράδρομο, μετά από πεντακόσια μέτρα, έβρισκες το μοτέλ. Δεν είναι και άσχημη ιδέα, συλλογίστηκε, ενώ η αίσθηση της κούρασης διαπέρασε όλο του το σώμα και κατέληξε στο κεφάλι του, όπου του χτύπησε ένα κουδουνάκι. Η βροχή ήταν σιγανή, αλλά βροντές έπεφταν κάπου κοντά, άρα θα ξαναδυνάμωνε σύντομα. Υπολόγισε ότι με την βροχή ο χωματόδρομος θα γίνει χειρότερος και δεν θα του άρεσε αν γλιστρούσε πουθενά σε καμιά χαράδρα. Άρα η καλύτερη επιλογή ήταν να σταματήσει στο μοτέλ για το βράδυ και αύριο νωρίς το πρωί θα συνέχιζε προς το Λέυτον. Έτσι έστριψε στον παράδρομο και στο μυαλό του είχε ήδη την εικόνα του μαλακού κρεβατιού με το μεγάλο μαξιλάρι που μάλλον θα διέθετε το μοτέλ και τον περίμεναν. Καθώς προσπέρασε την ταμπέλα, μια αστραπή φώτισε την περιοχή εκεί και στο πίσω μέρος της εμφανίστηκαν πρόσωπα κοριτσιών, τα οποία όμως ήταν σβησμένα με μαύρες μουτζούρες και φαινόταν μόνο το περίγραμμα. Κάποιες λέξεις ήταν γραμμένες από κάτω.

 

Το μοτέλ ήταν ένα μικρό διώροφο ξύλινο κτίριο, με στέγη από κεραμίδια και φαινόταν ότι είχε κάμποσα χρόνια να περάσει από γενική συντήρηση. Πάρκαρε το αυτοκίνητο κάτω από ένα υπόστεγο, ενώ πρόσεξε ότι δεν υπήρχε κάποιο άλλο αμάξι εκεί. Πήρε μια μικρή μπλε βαλιτσούλα που είχε στο πίσω κάθισμα. Ανέβηκε τα μεταλλικά σκαλοπάτια που έτριζαν αρκετά και πέρασε από την κύρια είσοδο στην αίθουσα υποδοχής. Ένα κουδουνάκι που ήταν κρεμασμένο στην πόρτα χτύπησε ξεψυχισμένα και άρχισε να παρατηρεί τον εσωτερικό χώρο. Ο τοίχος είχε μια κακόγουστη μωβ ταπετσαρία με λουλούδια και ακόμα τρεις πινάκες που συμπλήρωναν το υπόλοιπο αυτής της εμπνευσμένης διακόσμησης. Στο ταβάνι υπήρχε ένας πολυέλαιος ο οποίος είχε πραγματικά κεριά για φως, κάτι που του έκανε εντύπωση. Έβαλε μια φωνή μπας και τον άκουγε ο τύπος που λογικά θα έπρεπε να ήταν στην ρεσεπτιόν, αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση. Δίπλα από τον πάγκο υποδοχής υπήρχε μία πόρτα, όπου πάνω μια ταμπέλα έγραφε 'Κουζίνα'. Σκέφτηκε να πάει προς τα εκεί μήπως ήταν κανείς εκεί και επ' ευκαιρίας να τσίμπαγε τίποτα. Προχώρησε προς την πόρτα και προσπάθησε να την ανοίξει αλλά ήταν φρακαρισμένη. Έσπρωξε με πιο δύναμη και αυτή άρχισε να κινείται. Μια μυρωδιά σάπιου φαγητού ήρθε από μέσα, αλλά πριν προλάβει να την ανοίξει πιο πολύ, κάτι του έπιασε τον ώμο από πίσω και τον τράβηξε. Γύρισε και ήρθε σε απόσταση αναπνοής με δύο μάτια. Τρόμαξε και έκανε παραπίσω, αλλά τελικά τα μάτια άνηκαν σε έναν γεράκο που τον κοίταζε κάπως απορημένα. ''Η κουζίνα δεν λειτουργεί κύριε'', μίλησε με μια σιγανή φωνή. Του είπε ότι χρειαζόταν ένα δωμάτιο για την νύχτα. Ο γέρος του απάντησε ότι ήταν τυχερός. Του είχε μείνει ένα δωμάτιο ακόμη ελεύθερο. Ο οδηγός απόρησε και του είπε ότι δεν είχε δει άλλο αυτοκίνητο στο πάρκινγκ. ''Μα δεν έρχονται όλοι με αυτοκίνητο'', του χαμογέλασε ο γέρος και είδε ότι τα δόντια του ήταν κάτασπρα. Χωρίς άλλα πολλά, ο γέροντας με την αστραφτερή φαλάκρα και τα κάτασπρα μαλλιά, πήγε σε ένα τραπεζάκι λίγο πιο πέρα και άνοιξε ένα συρτάρι. Αφού το σκέφτηκε λίγο, έβγαλε ένα κλειδί. Το κλειδί είχε το νούμερο 114 και ήταν αρκετά σκουριασμένο, ίσως να ήταν και αυτό στα τελευταία του όπως και ο γέρος. ''Αυτό είναι δικό σου'', του είπε. Πήρε το κλειδί από τα χέρια του γέρου, ο οποίος πρέπει να είχε πολύ καιρό να κόψει τα νύχια του, δεν τα πρόσεχε όσο τα δόντια του, και χωρίς να του κάνει παιρετέρω ερωτήσεις κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του, που ήταν στο ισόγειο. Καθώς προσπέρασε μια άλλη πόρτα, είδε ότι υπήρχε φως στο εσωτερικό. Έφερε το αυτί του κοντά στην πόρτα και άκουσε κάποιον που μάλλον κοιμόταν βαριά και ανάσαινε σαν να ήταν ετοιμοθάνατος και πολύ χάλια γενικώς. Μπορεί να ήταν ο αδελφός του γέρου. Χωρίς να δώσει άλλη σημασία πήγε στο δικό του. Το δωμάτιο ήταν σχετικά μικρό και όχι ιδιαίτερα καθαρό. Σε μία γωνία είχε ένα μικρό κρεβάτι, μία ντουλάπα υπήρχε στην άλλη και για φως ήταν μια σκέτη λάμπα. Δεν τον ένοιαξε και πολύ και χωρίς να αλλάξει ρούχα έπεσε να κοιμηθεί όπως ήταν.

 

Κάποια στιγμή ένιωσε την ανάγκη να πάει τουαλέτα. Σηκώθηκε μπήκε στο wc και κάθισε αναπαυτικά, ενώ βρήκε μια κιτρινισμένη εφημερίδα να διαβάσει για να περάσει την ώρα του. Η εφημερίδα ήταν αρκετά παλιά, η ημερομηνία που έγραφε ήταν τριάντα πέντε χρόνια πριν. Και καθώς την παρατηρούσε διαπίστωσε ότι ήταν η ημερομηνία που γεννήθηκε. Στην πρώτη σελίδα έγραφε για τα προβλήματα που είχαν οι νέοι χωρικοί της περιοχής και έφευγαν για την πόλη, ενώ κάτω δεξιά μια επιστηλίδα έγραφε με κεφαλαία γράμματα "ήρθε για να μείνει". Οι λεπτομέρειες ήταν στην σελίδα είκοσιπέντε αλλά όταν γύρισε να την ψάξει δεν υπήρχε τίποτα, γιατί ήταν σκισμένη. Στο ντους, που ήταν λίγο πιο πέρα, υπήρχε μια λουλουδιαστή κουρτίνα μπροστά. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και είδε μια μορφή να σηκώνεται σιγά σιγά από κάτω και όταν έγινε όρθια εντελώς, κατάλαβε ότι κοιτούσε προς την μεριά του. Ξαφνικά το φως έσβησε και είδε ότι εκεί που πρέπει να ήταν τα μάτια, κάτι κόκκινο λαμπύριζε. Η μορφή σήκωσε τα χέρια για να ρίξει την κουρτίνα κάτω, ενώ έβγαλε μια δυνατή κραυγή. Ξύπνησε ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και ήταν με το πρόσωπο γυρισμένος στον τοίχο. Η βροχή λυσσομανούσε έξω, με δυνατά μπουμπουνητά. Τα κωλο-όνειρα που βλέπω σήμερα δεν μ’ αφήνουν να ξεκουραστώ, σκέφτηκε. Τότε άκουσε κάτι σαν σύρσιμο στην απέναντι γωνία όπου ήταν η ντουλάπα. Ακουγόταν σαν κάτι μικρό, σαν κάποιος να μπουσούλαγε. Τίποτα σκώροι θα είναι που τρώνε το βραδινό τους, σκέφτηκε. Όμως όσο και αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του, δεν τα κατάφερνε, γιατί αυτό το κάτι έκανε σαν κάποιος να έχει βάλει στις πατούσες του και στα χέρια του ένα κομμάτι χαρτί και να τα σέρνει σιγά σιγά. Τότε είδε ότι το κουμπί για το φως ήταν ακριβώς δίπλα του και θα το άνοιγε και θα έβλεπε ότι χαζομάρες σκέφτεται τόση ώρα. Και όμως, αυτό το κάτι που είναι εκεί δεν θέλω πραγματικά να το δω και καλύτερα είναι να κάνω πως το αγνοώ και να κλείσω τα μάτια μου. Αλλά τι, σιγά μην είναι και ο πούστης ο μπαμπούλας και με περιμένει. Και πάτησε το κουμπί ενώ συγχρόνως έκανε να γυρίσει πλευρό. Αλλά η λάμπα έκανε ένα τσαφ και προτού προλάβει να δει τίποτα, ήταν σκοτάδι πάλι. Έτσι όπως ήταν στην μέση της αλλαγής πλευρού, ξανακόλλησε στον τοίχο. Γαμώτο, τώρα θα μείνω έτσι μέχρι το πρωί, δεν υπάρχει περίπτωση να κουνηθώ για τίποτα σκέφτηκε. Μια δυνατή λάμψη από αστραπή έπεσε και με την άκρη του ματιού του του φάνηκε ότι πράγματι, κάτι κουλουριασμένο υπήρχε στην απέναντι γωνία. Θα μπορούσε να ήταν ένα παιδί ή ένα ζώο ή ακόμη μια βαλίτσα που ξέχασε ο προηγούμενος ένοικος. Αλλά ήταν σίγουρος ότι ήταν κάτι ζωντανό, γιατί το άκουγε. Ενώ συνέχιζε να είναι γυρισμένος στον τοίχο και έχοντας κλειστά τα μάτια του, προσπαθούσε να ακούσει τον οποιοδήποτε παραμικρό ήχο. Άκουγε τους δείκτες ενός ρολογιού να κάνουν τον κύκλο τους και το τικ τακ πήγαινε όλο και πιο γρήγορα μέχρι που συντονίστηκε με τους κτύπους της καρδιάς του και μετά έγινε ένα υπόκωφο βουητό. Μετά ησυχία πάλι. Ας είναι η φαντασία μου σκέφτηκε και περίμενε αρκετή ώρα.

 

Όμως το χρατς χρατς ξανάρχισε και τώρα πιο δυνατά μάλιστα, καθώς πλησίαζε προς το κρεβάτι του. Κάποια στιγμή, όταν ήταν πολύ κοντά, σταμάτησε. Τότε αισθάνθηκε κάποιο βάρος, σαν ένα χέρι, να πιάνεται από την άκρη του κρεβατιού και να ανεβαίνει σιγά σιγά. Είχε κλειστά τα μάτια του και έτρεμε ολόκληρος. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται την ιδέα, ότι μπορεί να άνοιγε τα μάτια του και εκείνη την στιγμή να έπεφτε κάποια λάμψη και και να έβλεπε στον τοίχο κάποια αλλόκοτη σκιά, να είναι ακριβώς από πάνω του έτοιμη να τον κατασπαράξει. Πρέπει να πέρασαν λίγα λεπτά, του φάνηκαν ώρες, δεν ήξερε. Ένα αεράκι μέσα στο δωμάτιο φύσηξε και πέρασε από την κάτω χαραμάδα της πόρτας. Ανατρίχιασε γιατί του φάνηκε σαν κάποιος να ψιθύρισε ''Γιατιιι;". Τότε το φως στο δωμάτιο ξανά άναψε, αλλά αυτός συνέχισε να έχει τα μάτια του σφιχτά κλειστά. Τώρα δεν άκουγε κανέναν θόρυβο για αρκετή ώρα και τελικά βρήκε το θάρρος να ανοίξει τα μάτια του. Ένιωσε μια ασφάλεια, τώρα που όλα ήταν φωτεινά και τίποτα εκτός από τον ίδιο δεν ήταν μέσα στο δωμάτιο. Η μπόρα είχε κοπάσει και κάποιες ψιχάλες έπεφταν τώρα αδύναμες. Κάθισε στο κρεβάτι. Όλα ήταν όπως πριν. Όλα εκτός από το παντζούρι της πόρτας το οποίο ήταν λιγάκι ανοιχτό. Σηκώθηκε να το κλείσει γιατί κρύος αέρας έμπαινε και αυτό δεν του άρεσε καθόλου, ρε γαμώτο. Είδε ότι υπήρχε μια μικρή αυλή πίσω, η οποία απ' ότι φαινόταν στο σκοτάδι δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο, εκτός από χόρτα τα οποία είχαν ψηλώσει αρκετά μιας και δεν τα φρόντιζε κανείς. Παρατήρησε ότι λίγο πιο πέρα, κάτι που ήταν στο χώμα λαμπύριζε στο σκοτάδι. Βγήκε από το δωμάτιο του, προχώρησε προς εκείνο το σημείο και όταν έφτασε αρκετά κοντά, είδε ότι ήταν ένας σταυρός καρφωμένος στο χώμα. Πάνω του ήταν χαραγμένα τα γράμματα "Εδώ αναπαύεσαι". Ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Από το σημείο που ήταν, μπορούσε να δει το σημείο που ήταν παρκαρισμένο το αμάξι του. Είδε ότι το πορτ-μπαγκάζ ήταν ανοιχτό. Όχι δεν μπορεί, ποιος το άνοιξε! Αρχικά θύμωσε, αλλά μετά ένιωσε τον κρύο ιδρώτα να τον λούζει. Κάποιος τον είχε ανακαλύψει! Τότε συνειδητοποίησε ότι τα πόδια του είχαν αρχίσει να βυθίζονται μέσα στον τάφο ή ότι άλλο ήταν. Ένιωσε πολύ χειρότερα όταν κατάλαβε ότι κάτι μέσα στο χώμα τον τραβούσε. Αισθάνθηκε πολλά χέρια μαζί να τον έχουν πιάσει δυνατά και να τον παίρνουν προς τα κάτω. Με μανία άρχισε να χτυπιέται πέρα δώθε και αφού κατάφερε να πιαστεί από κάτι αγκαθωτά αγριόχορτα ξέφυγε. Έτρεξε προς το δωμάτιο του και αφού μπήκε μέσα, έκλεισε δυνατά την μπαλκονόπορτα.

 

Το καλύτερο που είχε να κάνει εκείνη την στιγμή, ήταν να ξεκουμπιστεί όσο το συντομότερο μπορούσε από κει μέσα. βγήκε από το δωμάτιο του χωρίς να πάρει την βαλιτσούλα του και κατευθύνθηκε προς την κύρια είσοδο. Όπως περπατούσε με γρήγορο βήμα, μάλλον ενώ έτρεχε, είδε ότι οι περισσότερες πόρτες των άλλων δωματίων ήταν τώρα ανοιχτές αλλά τα δωμάτια ήταν όλα άδεια. Η πόρτα εξόδου ήταν κλειδωμένη και τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα με ξύλα. Κωλόγερε! σκέφτηκε φωναχτά, θα σε πάρει και θα σε σηκώσει. Πήγε πάλι προς την κουζίνα μήπως και ήταν εκεί ο σάπιος γέρος με τα σάπια φαγητά του, και να του ζητήσει τα κλειδιά και ας κοιμόταν και ας έκανε ότι άλλο ήθελε. Άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και μια απαίσια μυρωδιά του βάρεσε την μύτη χωρίς έλεος. Καλά τι κάνουν εδώ μέσα αναρωτήθηκε, ενώ έψαχνε για κάποιο διακόπτη. Τελικά δεν βρήκε τον διακόπτη και έβγαλε από την τσέπη του ένα ματσάκι σπίρτα που είχε για να ανάβει με τρόπο τα τσιγάρα του. Άναψε ένα σπίρτο και ακριβώς μπροστά του ήταν είδε μια μεγάλη τραπεζαρία. Στην τραπεζαρία ήταν καθισμένοι κάποιοι άλλοι, αλλά βασικά ήταν πτώματα που βρισκόντουσαν σε τόση μεγάλη αποσύνθεση, που μετά βίας ξεχώριζες ότι ήταν ανθρώπινα όντα. Σκουλήκια έβγαιναν από το σημείο που κάποτε υπήρχαν μάτια και από το στόμα κάτι μαύρα ζωύφια μπαινοέβγαιναν. Μια φωνή από μια γωνία που πρέπει να ήταν του γερού αλλά πολύ πιο μπάσα του είπε. ''Καλώς ήλθες σε περιμέναμε, γιατί δεν κάθεσαι με τους συνδαιτυμόνες σου, σε περίμεναν τόσον καιρό, έχετε πολλά να πείτε, έτσι και αλλιώς είστε ίδιοι έτσι δεν είναι;''. Βγήκε γρήγορα από αυτό το σιχαμερό μέρος και προσπάθησε να πάρει μερικές ανάσες. Τώρα το δωμάτιο φαινόταν κάπως διαφορετικό. Η ταπετσαρία ήταν μαύρη με αλλόκοτα σχέδια, που έμοιαζαν να έχουν γίνει με αίμα και τα πορτρέτα στους πίνακες ήταν ακέφαλα. (λουλούδια και χαρά για σένα λύπη και αίμα για μας). Στην μέση του δωματίου υπήρχε μια καρέκλα και από το ταβάνι κρεμόταν ένα σχοινί με μια θηλιά. Προχώρησε προς την καρέκλα ενώ από κάπου, που όλο και πλησίαζε προς το μέρος του, άκουγε κοριτσίστικες φωνές να λένε κάτι σαν τραγουδιστούς θρήνους. Ανέβηκε στην καρέκλα και πέρασε την θηλιά από τον λαιμό του. Κλότσησε την καρέκλα που κρατούσε αυτή την λεπτή γραμμή της ζωής του και ενώ ένιωθε να ξεψυχάει είδε κορίτσια ντυμένα στα λευκά να είναι γύρω του. Και στα πρόσωπά τους αναγνώρισε εκείνα, που εδώ και χρόνια κατάφερνε επιμελώς να απομονώνει, να βιάζει και στο τέλος να σκοτώνει στραγγαλίζοντας τα. Και τώρα ήταν εκεί και έβλεπαν τον δικό του θάνατο, αλλά εκείνος δεν εκλιπαρούσε για την ζωή του, παρά μόνο τα μάτια του έμειναν να κοιτάζουν ψηλά.

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε η ιστορία σου. Ελπίζω να μην σε πιάσει κατάθλιψη αν πώ οτι το γράψιμο χρειάζεται λίγη δουλειά. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι εννοώ όσο καλύτερα γίνεται.

Μερικά έυκολα: Παραγράφους. Και όταν κάποιος λέει κάτι, βάλτο σε εισαγωγικά και δείξε καθαρά οτι κάποιος μιλάει, μην το κάνεις μέρος του κειμένου. Italics για σκέψεις είναι επίσης καλή ιδέα.

 

Όπως περπατούσε με γρήγορο βήμα, μάλλον ενώ έτρεχε, είδε ότι οι περισσότερες πόρτες των άλλων δωματίων ήταν τώρα ανοιχτές αλλά τα δωμάτια ήταν όλα άδεια. Η πόρτα εξόδου ήταν κλειδωμένη και τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα με ξύλα.

''Κωλόγερε!'' σκέφτηκε φωναχτά,

''θα σε πάρει και θα σε σηκώσει!''.

Πήγε πάλι προς την κουζίνα μήπως και ήταν εκεί ο σάπιος γέρος με τα σάπια φαγητά του, και να του ζητήσει τα κλειδιά και ας κοιμόταν και ας έκανε ότι άλλο ήθελε. Άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και μια απαίσια μυρωδιά του βάρεσε την μύτη χωρίς έλεος. Καλά τι κάνουν εδώ μέσα αναρωτήθηκε, ενώ έψαχνε για κάποιο διακόπτη.

 

Έπειτα το κείμενο μου βγάζει μια βιασύνη, όχι στο οτι βιάστικες να το γράψεις, αλλά καθώς το διαβάζω, όλα έρχονται γρήγορα. Αποφασίζει να κοιμηθεί στην άκρη του δρόμου, μετά είδε εναν εφιάλτη, μετά ξύπνησε, ξεκίνησε, έφτασε στο ξενοδοχείο, κτλ. Κάθε σκηνή θέλει τον κατάληλο χρόνο. Ειδικά εδώ, οπου ο χαρακτήρας ουσιαστικά βασανίζεται απο όνειρα και οράματα, χρειάζονται παύσεις πραγματικότητας ενδιάμεσα για να κάνουν τα φρικιαστικά οράματα πιο δυνατά. Οι παραγράφοι θα βοηθούσαν κάπως σε αυτό το θέμα.

Για να τελειώνω με τα αρνητικά, θα ήθελα να δώ κάποιες εξηγήσεις ως προς την συμπεριφορά και τις σκέψεις του χαρακτήρα. Γιατί βλέπει ενα δρομάκο και νιώθει οτι οδηγεί σε νεκροταφείο? Γιατί δεν τρομάζει περισσότερο απο τα συνεχόμενα οράματα, ή μάλλον γιατί δεν σκέφτεται κάτι γύρω απο αυτά? Και στο τέλος γιατί κρεμιέται μόνος του?

 

Στα θετικά τώρα, η ιστορία ήταν καλή, κυρίως γιατί κατάφερε να μου δώσει καθαρές εικόνες και είναι πολύ ατμοσφαιρική. Μπορώ σχεδόν να δώ τον χαρακτήρα να οδηγά στους μικρούς δρόμους μεσα στην βροχή. Η ιστορία αυτή καθαυτη είναι ενδιαφέρουσα και μπορεί να γίνει πραγματικά καλή με λίγη δουλειά.

 

Επίσης, όλα αυτά είναι προσωπικές απόψεις, ίσως να λέω μαλακίες.

 

 

Το μοτέλ

 

Οδηγούσε ήδη για εφτά περίπου συνεχόμενες ώρες. Oι αστραπές που έβλεπε να πέφτουν στα ψηλά βουνά τα οποία σχημάτιζαν μια οροσειρά και αντίκριζε μπροστά του, προμήνυαν μια μάλλον βροχερή νύχτα. Έτσι και αλλιώς ο καιρός από το πρωί δεν ήταν καλός. Υπολόγιζε ότι χρειαζόταν ακόμη περίπου δύο ώρες διαδρομής, σε αυτό τον χωμάτινο επαρχιακό δρόμο, για να βγει στην εθνική οδό και από εκεί να κατευθυνθεί προς την πόλη Λέυτον. Εδώ και μία ώρα δεν είχε συναντήσει άλλο αυτοκίνητο, το τελευταίο που είδε ήταν ένα αγροτικό, που τον προσπέρασε σαν λυσσασμένο, με αναμμένα τα φλας και χάθηκε στο αμέτρητο σκοτάδι. Η περιοχή όπου ταξίδευε αυτή την στιγμή, αποτελούταν από ένα απέραντο δάσος γεμάτο λεύκες και έλατα, τα οποία έκρυβαν το ολοστρόγγυλο φεγγάρι. Έτσι, το μόνο φως που είχε, ήταν οι πολυκαιρισμένες λάμπες του αυτοκινήτου (ένα παλιό λάντα) , οι οποίες δεν φώτιζαν περισσότερο από πέντε μέτρα μπροστά του. Η διαδρομή ήταν ανηφορική, έπρεπε να περάσει ανάμεσα από δύο βουνά και στη συνέχεια θα άρχιζε να κατεβαίνει, τουλάχιστον έτσι του έλεγε ο χάρτης που είχε πρόχειρο στο κάθισμα του συνοδηγού. Πρώτη φορά περνούσε από εκείνα τα μέρη αλλά ήταν συνηθισμένος στο να ταξιδεύει συνέχεια, το απαιτούσε η δουλειά του, και σκεπτόμενος αυτό, ένα χαμογελάκι διαγράφηκε στα χείλη του.

 

Για μια στιγμή κατέβασε το παράθυρο με το χερούλι, γιατί είχε ντουμανιάσει από το πολύ τσιγάρο που ανελλιπώς έκανε και ήθελε να αερίσει λίγο τον χώρο. Παγωμένος αέρας μπήκε μέσα και αμέσως ένιωσε να ξυπνάει από το ζαβλάκωμα του καπνού και της ζέστης που έβγαζε το ημιχαλασμένο κλιματιστικό. Από έξω, άκουγε μόνο τον αέρα που γλίστραγε πάνω στα δέντρα και τα έκανε να κουνιόνται πέρα δώθε, σαν να χόρευαν αργά και λυπημένα και έβγαζαν αυτόν τον χαρακτηριστικό ήχο σφυρίγματος. Η κούραση τον είχε χτυπήσει κατακούτελα και του ζητούσε λίγη ηρεμία. Του ήρθε η ιδέα να παρκάρει το αμάξι λίγο σε μια άκρη και να ρίξει κανά υπνάκο για μία ωρίτσα, ίσα ίσα να ξαναβρεί τις δυνάμεις του και μετά να συνέχιζε το ταξίδι του. Όμως ένιωθε κάποιο απροσδιόριστο φόβο στο να σταματήσει σε αυτήν την ερημιά. Παρόλα αυτά, όταν λίγο μέτρα πιο κάτω βρήκε ένα κενό χώρο στα δεξιά του δρόμου, πάρκαρε το αυτοκίνητο δίπλα από ένα κάδο απορριμάτων. Άναψε τα αλάρμ.

 

Είδε ότι ένα μικρό δρομάκι ξεκινούσε από εκεί και συνέχιζε μέσα στο δάσος. Ενώ το κοίταζε, για μια στιγμή, σκέφτηκε ότι αυτός ο δρομάκος κατέληγε σε ένα νεκροταφείο που τώρα πια είχε ξεχαστεί. Και ίσως να μην ήταν ένα συνηθισμένο νεκροταφείο αλλά να το χρησιμοποιούσαν για αυτούς που δεν τους θεωρούσαν για κάποιο ιδιαίτερο λόγο σωστό να θαφτούν κοντά με τους άλλους, ίσως να ήταν εγκληματίες που είχαν θαφτεί ζωντανοί για τιμωρία και παραδειγματισμό, ή μπορεί και να είχε μωρά τα οποία είχαν γεννηθεί με παραμορφωμένα πρόσωπα, το κοιμητήριο των παράξενων, σκέφτηκε. Αλλά έδιωξε γρήγορα αυτή την σκέψη, δεν τον σύμφερε. Ήταν ένα δρομάκι για περιπατητές και τίποτα άλλο. Στη συνέχεια, κλείδωσε τις πόρτες, έβαλε την πλάτη της καρέκλας πιο χαμηλά και τα χέρια του σαν προσκέφαλο, και έκλεισε τα μάτια του. Έτσι όπως ήταν ήρεμος, ακροβατώντας μεταξύ ξύπνιου και κοιμητού, του φάνηκε ότι μια πετρούλα χτύπησε το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου. Γύρισε να δει και στο πίσω κάθισμα καθόταν κάποιος με μια κουκούλα που του έκρυβε το πρόσωπο. Είδε μόνο το στόμα του, όπου τα δόντια του ήταν μαύρα και ένα πράσινο υγρό έσταζε και έπεφτε κάτω. Τότε αυτό το κάτι, κατέβασε την κουκούλα του και είδε όλο το πρόσωπο ήταν πράσινο, δεν είχε αυτιά και τα μάτια του ήταν τελείως στρογγυλά. Τα μάτια δεν είχαν κόρες. Το πλάσμα του χαμογέλασε με νόημα. Ξύπνησε τρομαγμένος και ο ιδρώτας που έσταζε από τον λαιμό του, είχε μουσκέψει το μπλουζάκι του. Κωλό όνειρο σκέφτηκε, ενώ τότε είδε ότι η ασφάλεια της πόρτας ήταν σηκωμένη. Ήταν σίγουρος ότι είχε κλειδώσει, αλλά μπορεί πάνω στην κούραση του να το είχε αμελήσει. Για μια στιγμή του ήρθε η ιδέα ότι κάποιος καθόταν ακριβώς από πίσω του. Σαν κάτι να ανάσαινε με αργό αλλά έντονο ρυθμό. Θα μπορούσε να κοιτάξει από τον καθρέφτη, αλλά δεν έβρισκε το θάρρος. Μπορεί αυτό που είδε πριν λίγο να μην ήταν όνειρο και τώρα να τον περίμενε και μόλις τον κοίταζε να τον άρπαζε με τα χέρια του, ή ότι άλλο είχε για χέρια. Έβαλε το αριστερό χέρι του στην πόρτα σιγά σιγά και όταν έπιασε το χερούλι, με μια γρήγορη κίνηση την άνοιξε και πετάχτηκε έξω, ενώ σκόνταψε σε μια πέτρα και έπεσε κάτω. Μπουσούλησε λίγο πιο πέρα και σηκώθηκε να κοιτάξει. Πίσω δεν υπήρχε κανένας. Τι φοβιτσιάρης που είμαι ρε γαμώτο, σκέφτηκε. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε περάσει μόλις μισή ώρα από τότε που σταμάτησε και η κούραση ήταν η ίδια και χειρότερη, μαζί με την αγωνία των τελευταίων λεπτών που είχε βιώσει. Αλλά δεν είχε καμιά όρεξη να μείνει και άλλο σε εκείνο το σημείο. Μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε μπρος και ξεκίνησε σιγά σιγά για την συνέχεια του ταξιδιού του. Ενώ προσπέρασε ένα περίεργα χοντρό δέντρο, δεν παρατήρησε ότι κάτι υπήρχε χωμένο μέσα στην κουφάλα του, κάτι που τον κοίταζε με τέσσερα μάτια απόκοσμα γαμψά και ένα υγρό έτρεχε πάνω στον κορμό του δέντρου. Η διαδρομή συνέχιζε να είναι ανηφορική και το κρύο όλο και πιο τσουχτερό. Έβαλε λίγο ραδιόφωνο μπας και άκουγε καμιά μουσική, αλλά το μόνο που έπιανε ήταν κάποια μελωδικά παράσιτα. Σε μια στιγμή σχεδόν κάτι άκουσε, κάποιον εκφωνητή, αλλά και αυτός χάθηκε αμέσως, ενώ η φωνή το λίγο που ακούστηκε, του φάνηκε να είναι πολύ μπάσα. Πάει έφυγε, σκέφτηκε, ενώ ένα απροσδιόριστο νευρικό γέλιο τον έπιασε. Γέλασε μέχρι δακρύων όταν οι πρώτες ψιχάλες της βροχής άρχισαν να πέφτουν και αναγκάστηκε να κλείσει γρήγορα το παράθυρο. Αν έμπαινε νερό μέσα θα του χάλαγε την καινούργια του δερμάτινη ταπετσαρία, που κόστιζε περισσότερο από το αμάξι. Η βροχή δυνάμωσε ξαφνικά τόσο πολύ, που έβαλε τους υαλοκαθαριστήρες στο τέρμα. Η ορατότητα που είχε τώρα, ήταν μόλις ένα μέτρο μπροστά του και αυτό μετά βίας. Σε μια στιγμή πρόσεξε ότι μπροστά του κάτι πέρασε τρέχοντας τον δρόμο από την μία πλευρά στην άλλη, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τι. Σκέφτηκε ότι θα ήταν κάποιο ζώο ίσως κανένα ελάφι, αν και του φάνηκε ότι ήταν αρκετά ψηλό για ελάφι. Μάλλον θα ήταν καμιά ξεχασμένη αρκούδα, αλλά στην τελική και ο παππούς του να ήταν, δεν είχε καμιά όρεξη να το ψάξει περισσότερο και έτσι συνέχισε. Ενώ οδηγούσε για κάμποση ώρα, με τη βροχή να έχει κοπάσει κάπως τώρα, στα δεξιά του δρόμου είδε μια μικρή ταμπέλα. Είχε ένα μικρό τετράγωνο πλαίσιο όπου μέσα με καλλιγραφικά γράμματα έγραφε "Μοτέλ η ξενοιασιά". Η ταμπέλα έδειχνε με ένα βελάκι ότι αφού έστριβες δεξιά σε έναν παράδρομο, μετά από πεντακόσια μέτρα, έβρισκες το μοτέλ. Δεν είναι και άσχημη ιδέα, συλλογίστηκε, ενώ η αίσθηση της κούρασης διαπέρασε όλο του το σώμα και κατέληξε στο κεφάλι του, όπου του χτύπησε ένα κουδουνάκι. Η βροχή ήταν σιγανή, αλλά βροντές έπεφταν κάπου κοντά, άρα θα ξαναδυνάμωνε σύντομα. Υπολόγισε ότι με την βροχή ο χωματόδρομος θα γίνει χειρότερος και δεν θα του άρεσε αν γλιστρούσε πουθενά σε καμιά χαράδρα. Άρα η καλύτερη επιλογή ήταν να σταματήσει στο μοτέλ για το βράδυ και αύριο νωρίς το πρωί θα συνέχιζε προς το Λέυτον. Έτσι έστριψε στον παράδρομο και στο μυαλό του είχε ήδη την εικόνα του μαλακού κρεβατιού με το μεγάλο μαξιλάρι που μάλλον θα διέθετε το μοτέλ και τον περίμεναν. Καθώς προσπέρασε την ταμπέλα, μια αστραπή φώτισε την περιοχή εκεί και στο πίσω μέρος της εμφανίστηκαν πρόσωπα κοριτσιών, τα οποία όμως ήταν σβησμένα με μαύρες μουτζούρες και φαινόταν μόνο το περίγραμμα. Κάποιες λέξεις ήταν γραμμένες από κάτω.

 

Το μοτέλ ήταν ένα μικρό διώροφο ξύλινο κτίριο, με στέγη από κεραμίδια και φαινόταν ότι είχε κάμποσα χρόνια να περάσει από γενική συντήρηση. Πάρκαρε το αυτοκίνητο κάτω από ένα υπόστεγο, ενώ πρόσεξε ότι δεν υπήρχε κάποιο άλλο αμάξι εκεί. Πήρε μια μικρή μπλε βαλιτσούλα που είχε στο πίσω κάθισμα. Ανέβηκε τα μεταλλικά σκαλοπάτια που έτριζαν αρκετά και πέρασε από την κύρια είσοδο στην αίθουσα υποδοχής. Ένα κουδουνάκι που ήταν κρεμασμένο στην πόρτα χτύπησε ξεψυχισμένα και άρχισε να παρατηρεί τον εσωτερικό χώρο. Ο τοίχος είχε μια κακόγουστη μωβ ταπετσαρία με λουλούδια και ακόμα τρεις πινάκες που συμπλήρωναν το υπόλοιπο αυτής της εμπνευσμένης διακόσμησης. Στο ταβάνι υπήρχε ένας πολυέλαιος ο οποίος είχε πραγματικά κεριά για φως, κάτι που του έκανε εντύπωση. Έβαλε μια φωνή μπας και τον άκουγε ο τύπος που λογικά θα έπρεπε να ήταν στην ρεσεπτιόν, αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση. Δίπλα από τον πάγκο υποδοχής υπήρχε μία πόρτα, όπου πάνω μια ταμπέλα έγραφε 'Κουζίνα'. Σκέφτηκε να πάει προς τα εκεί μήπως ήταν κανείς εκεί και επ' ευκαιρίας να τσίμπαγε τίποτα. Προχώρησε προς την πόρτα και προσπάθησε να την ανοίξει αλλά ήταν φρακαρισμένη. Έσπρωξε με πιο δύναμη και αυτή άρχισε να κινείται. Μια μυρωδιά σάπιου φαγητού ήρθε από μέσα, αλλά πριν προλάβει να την ανοίξει πιο πολύ, κάτι του έπιασε τον ώμο από πίσω και τον τράβηξε. Γύρισε και ήρθε σε απόσταση αναπνοής με δύο μάτια. Τρόμαξε και έκανε παραπίσω, αλλά τελικά τα μάτια άνηκαν σε έναν γεράκο που τον κοίταζε κάπως απορημένα. ''Η κουζίνα δεν λειτουργεί κύριε'', μίλησε με μια σιγανή φωνή. Του είπε ότι χρειαζόταν ένα δωμάτιο για την νύχτα. Ο γέρος του απάντησε ότι ήταν τυχερός. Του είχε μείνει ένα δωμάτιο ακόμη ελεύθερο. Ο οδηγός απόρησε και του είπε ότι δεν είχε δει άλλο αυτοκίνητο στο πάρκινγκ. ''Μα δεν έρχονται όλοι με αυτοκίνητο'', του χαμογέλασε ο γέρος και είδε ότι τα δόντια του ήταν κάτασπρα. Χωρίς άλλα πολλά, ο γέροντας με την αστραφτερή φαλάκρα και τα κάτασπρα μαλλιά, πήγε σε ένα τραπεζάκι λίγο πιο πέρα και άνοιξε ένα συρτάρι. Αφού το σκέφτηκε λίγο, έβγαλε ένα κλειδί. Το κλειδί είχε το νούμερο 114 και ήταν αρκετά σκουριασμένο, ίσως να ήταν και αυτό στα τελευταία του όπως και ο γέρος. ''Αυτό είναι δικό σου'', του είπε. Πήρε το κλειδί από τα χέρια του γέρου, ο οποίος πρέπει να είχε πολύ καιρό να κόψει τα νύχια του, δεν τα πρόσεχε όσο τα δόντια του, και χωρίς να του κάνει παιρετέρω ερωτήσεις κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του, που ήταν στο ισόγειο. Καθώς προσπέρασε μια άλλη πόρτα, είδε ότι υπήρχε φως στο εσωτερικό. Έφερε το αυτί του κοντά στην πόρτα και άκουσε κάποιον που μάλλον κοιμόταν βαριά και ανάσαινε σαν να ήταν ετοιμοθάνατος και πολύ χάλια γενικώς. Μπορεί να ήταν ο αδελφός του γέρου. Χωρίς να δώσει άλλη σημασία πήγε στο δικό του. Το δωμάτιο ήταν σχετικά μικρό και όχι ιδιαίτερα καθαρό. Σε μία γωνία είχε ένα μικρό κρεβάτι, μία ντουλάπα υπήρχε στην άλλη και για φως ήταν μια σκέτη λάμπα. Δεν τον ένοιαξε και πολύ και χωρίς να αλλάξει ρούχα έπεσε να κοιμηθεί όπως ήταν.

 

Κάποια στιγμή ένιωσε την ανάγκη να πάει τουαλέτα. Σηκώθηκε μπήκε στο wc και κάθισε αναπαυτικά, ενώ βρήκε μια κιτρινισμένη εφημερίδα να διαβάσει για να περάσει την ώρα του. Η εφημερίδα ήταν αρκετά παλιά, η ημερομηνία που έγραφε ήταν τριάντα πέντε χρόνια πριν. Και καθώς την παρατηρούσε διαπίστωσε ότι ήταν η ημερομηνία που γεννήθηκε. Στην πρώτη σελίδα έγραφε για τα προβλήματα που είχαν οι νέοι χωρικοί της περιοχής και έφευγαν για την πόλη, ενώ κάτω δεξιά μια επιστηλίδα έγραφε με κεφαλαία γράμματα "ήρθε για να μείνει". Οι λεπτομέρειες ήταν στην σελίδα είκοσιπέντε αλλά όταν γύρισε να την ψάξει δεν υπήρχε τίποτα, γιατί ήταν σκισμένη. Στο ντους, που ήταν λίγο πιο πέρα, υπήρχε μια λουλουδιαστή κουρτίνα μπροστά. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και είδε μια μορφή να σηκώνεται σιγά σιγά από κάτω και όταν έγινε όρθια εντελώς, κατάλαβε ότι κοιτούσε προς την μεριά του. Ξαφνικά το φως έσβησε και είδε ότι εκεί που πρέπει να ήταν τα μάτια, κάτι κόκκινο λαμπύριζε. Η μορφή σήκωσε τα χέρια για να ρίξει την κουρτίνα κάτω, ενώ έβγαλε μια δυνατή κραυγή. Ξύπνησε ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και ήταν με το πρόσωπο γυρισμένος στον τοίχο. Η βροχή λυσσομανούσε έξω, με δυνατά μπουμπουνητά. Τα κωλο-όνειρα που βλέπω σήμερα δεν μ’ αφήνουν να ξεκουραστώ, σκέφτηκε. Τότε άκουσε κάτι σαν σύρσιμο στην απέναντι γωνία όπου ήταν η ντουλάπα. Ακουγόταν σαν κάτι μικρό, σαν κάποιος να μπουσούλαγε. Τίποτα σκώροι θα είναι που τρώνε το βραδινό τους, σκέφτηκε. Όμως όσο και αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του, δεν τα κατάφερνε, γιατί αυτό το κάτι έκανε σαν κάποιος να έχει βάλει στις πατούσες του και στα χέρια του ένα κομμάτι χαρτί και να τα σέρνει σιγά σιγά. Τότε είδε ότι το κουμπί για το φως ήταν ακριβώς δίπλα του και θα το άνοιγε και θα έβλεπε ότι χαζομάρες σκέφτεται τόση ώρα. Και όμως, αυτό το κάτι που είναι εκεί δεν θέλω πραγματικά να το δω και καλύτερα είναι να κάνω πως το αγνοώ και να κλείσω τα μάτια μου. Αλλά τι, σιγά μην είναι και ο πούστης ο μπαμπούλας και με περιμένει. Και πάτησε το κουμπί ενώ συγχρόνως έκανε να γυρίσει πλευρό. Αλλά η λάμπα έκανε ένα τσαφ και προτού προλάβει να δει τίποτα, ήταν σκοτάδι πάλι. Έτσι όπως ήταν στην μέση της αλλαγής πλευρού, ξανακόλλησε στον τοίχο. Γαμώτο, τώρα θα μείνω έτσι μέχρι το πρωί, δεν υπάρχει περίπτωση να κουνηθώ για τίποτα σκέφτηκε. Μια δυνατή λάμψη από αστραπή έπεσε και με την άκρη του ματιού του του φάνηκε ότι πράγματι, κάτι κουλουριασμένο υπήρχε στην απέναντι γωνία. Θα μπορούσε να ήταν ένα παιδί ή ένα ζώο ή ακόμη μια βαλίτσα που ξέχασε ο προηγούμενος ένοικος. Αλλά ήταν σίγουρος ότι ήταν κάτι ζωντανό, γιατί το άκουγε. Ενώ συνέχιζε να είναι γυρισμένος στον τοίχο και έχοντας κλειστά τα μάτια του, προσπαθούσε να ακούσει τον οποιοδήποτε παραμικρό ήχο. Άκουγε τους δείκτες ενός ρολογιού να κάνουν τον κύκλο τους και το τικ τακ πήγαινε όλο και πιο γρήγορα μέχρι που συντονίστηκε με τους κτύπους της καρδιάς του και μετά έγινε ένα υπόκωφο βουητό. Μετά ησυχία πάλι. Ας είναι η φαντασία μου σκέφτηκε και περίμενε αρκετή ώρα.

 

Όμως το χρατς χρατς ξανάρχισε και τώρα πιο δυνατά μάλιστα, καθώς πλησίαζε προς το κρεβάτι του. Κάποια στιγμή, όταν ήταν πολύ κοντά, σταμάτησε. Τότε αισθάνθηκε κάποιο βάρος, σαν ένα χέρι, να πιάνεται από την άκρη του κρεβατιού και να ανεβαίνει σιγά σιγά. Είχε κλειστά τα μάτια του και έτρεμε ολόκληρος. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται την ιδέα, ότι μπορεί να άνοιγε τα μάτια του και εκείνη την στιγμή να έπεφτε κάποια λάμψη και και να έβλεπε στον τοίχο κάποια αλλόκοτη σκιά, να είναι ακριβώς από πάνω του έτοιμη να τον κατασπαράξει. Πρέπει να πέρασαν λίγα λεπτά, του φάνηκαν ώρες, δεν ήξερε. Ένα αεράκι μέσα στο δωμάτιο φύσηξε και πέρασε από την κάτω χαραμάδα της πόρτας. Ανατρίχιασε γιατί του φάνηκε σαν κάποιος να ψιθύρισε ''Γιατιιι;". Τότε το φως στο δωμάτιο ξανά άναψε, αλλά αυτός συνέχισε να έχει τα μάτια του σφιχτά κλειστά. Τώρα δεν άκουγε κανέναν θόρυβο για αρκετή ώρα και τελικά βρήκε το θάρρος να ανοίξει τα μάτια του. Ένιωσε μια ασφάλεια, τώρα που όλα ήταν φωτεινά και τίποτα εκτός από τον ίδιο δεν ήταν μέσα στο δωμάτιο. Η μπόρα είχε κοπάσει και κάποιες ψιχάλες έπεφταν τώρα αδύναμες. Κάθισε στο κρεβάτι. Όλα ήταν όπως πριν. Όλα εκτός από το παντζούρι της πόρτας το οποίο ήταν λιγάκι ανοιχτό. Σηκώθηκε να το κλείσει γιατί κρύος αέρας έμπαινε και αυτό δεν του άρεσε καθόλου, ρε γαμώτο. Είδε ότι υπήρχε μια μικρή αυλή πίσω, η οποία απ' ότι φαινόταν στο σκοτάδι δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο, εκτός από χόρτα τα οποία είχαν ψηλώσει αρκετά μιας και δεν τα φρόντιζε κανείς. Παρατήρησε ότι λίγο πιο πέρα, κάτι που ήταν στο χώμα λαμπύριζε στο σκοτάδι. Βγήκε από το δωμάτιο του, προχώρησε προς εκείνο το σημείο και όταν έφτασε αρκετά κοντά, είδε ότι ήταν ένας σταυρός καρφωμένος στο χώμα. Πάνω του ήταν χαραγμένα τα γράμματα "Εδώ αναπαύεσαι". Ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Από το σημείο που ήταν, μπορούσε να δει το σημείο που ήταν παρκαρισμένο το αμάξι του. Είδε ότι το πορτ-μπαγκάζ ήταν ανοιχτό. Όχι δεν μπορεί, ποιος το άνοιξε! Αρχικά θύμωσε, αλλά μετά ένιωσε τον κρύο ιδρώτα να τον λούζει. Κάποιος τον είχε ανακαλύψει! Τότε συνειδητοποίησε ότι τα πόδια του είχαν αρχίσει να βυθίζονται μέσα στον τάφο ή ότι άλλο ήταν. Ένιωσε πολύ χειρότερα όταν κατάλαβε ότι κάτι μέσα στο χώμα τον τραβούσε. Αισθάνθηκε πολλά χέρια μαζί να τον έχουν πιάσει δυνατά και να τον παίρνουν προς τα κάτω. Με μανία άρχισε να χτυπιέται πέρα δώθε και αφού κατάφερε να πιαστεί από κάτι αγκαθωτά αγριόχορτα ξέφυγε. Έτρεξε προς το δωμάτιο του και αφού μπήκε μέσα, έκλεισε δυνατά την μπαλκονόπορτα.

 

Το καλύτερο που είχε να κάνει εκείνη την στιγμή, ήταν να ξεκουμπιστεί όσο το συντομότερο μπορούσε από κει μέσα. βγήκε από το δωμάτιο του χωρίς να πάρει την βαλιτσούλα του και κατευθύνθηκε προς την κύρια είσοδο. Όπως περπατούσε με γρήγορο βήμα, μάλλον ενώ έτρεχε, είδε ότι οι περισσότερες πόρτες των άλλων δωματίων ήταν τώρα ανοιχτές αλλά τα δωμάτια ήταν όλα άδεια. Η πόρτα εξόδου ήταν κλειδωμένη και τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα με ξύλα. Κωλόγερε! σκέφτηκε φωναχτά, θα σε πάρει και θα σε σηκώσει. Πήγε πάλι προς την κουζίνα μήπως και ήταν εκεί ο σάπιος γέρος με τα σάπια φαγητά του, και να του ζητήσει τα κλειδιά και ας κοιμόταν και ας έκανε ότι άλλο ήθελε. Άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και μια απαίσια μυρωδιά του βάρεσε την μύτη χωρίς έλεος. Καλά τι κάνουν εδώ μέσα αναρωτήθηκε, ενώ έψαχνε για κάποιο διακόπτη. Τελικά δεν βρήκε τον διακόπτη και έβγαλε από την τσέπη του ένα ματσάκι σπίρτα που είχε για να ανάβει με τρόπο τα τσιγάρα του. Άναψε ένα σπίρτο και ακριβώς μπροστά του ήταν είδε μια μεγάλη τραπεζαρία. Στην τραπεζαρία ήταν καθισμένοι κάποιοι άλλοι, αλλά βασικά ήταν πτώματα που βρισκόντουσαν σε τόση μεγάλη αποσύνθεση, που μετά βίας ξεχώριζες ότι ήταν ανθρώπινα όντα. Σκουλήκια έβγαιναν από το σημείο που κάποτε υπήρχαν μάτια και από το στόμα κάτι μαύρα ζωύφια μπαινοέβγαιναν. Μια φωνή από μια γωνία που πρέπει να ήταν του γερού αλλά πολύ πιο μπάσα του είπε. ''Καλώς ήλθες σε περιμέναμε, γιατί δεν κάθεσαι με τους συνδαιτυμόνες σου, σε περίμεναν τόσον καιρό, έχετε πολλά να πείτε, έτσι και αλλιώς είστε ίδιοι έτσι δεν είναι;''. Βγήκε γρήγορα από αυτό το σιχαμερό μέρος και προσπάθησε να πάρει μερικές ανάσες. Τώρα το δωμάτιο φαινόταν κάπως διαφορετικό. Η ταπετσαρία ήταν μαύρη με αλλόκοτα σχέδια, που έμοιαζαν να έχουν γίνει με αίμα και τα πορτρέτα στους πίνακες ήταν ακέφαλα. (λουλούδια και χαρά για σένα λύπη και αίμα για μας). Στην μέση του δωματίου υπήρχε μια καρέκλα και από το ταβάνι κρεμόταν ένα σχοινί με μια θηλιά. Προχώρησε προς την καρέκλα ενώ από κάπου, που όλο και πλησίαζε προς το μέρος του, άκουγε κοριτσίστικες φωνές να λένε κάτι σαν τραγουδιστούς θρήνους. Ανέβηκε στην καρέκλα και πέρασε την θηλιά από τον λαιμό του. Κλότσησε την καρέκλα που κρατούσε αυτή την λεπτή γραμμή της ζωής του και ενώ ένιωθε να ξεψυχάει είδε κορίτσια ντυμένα στα λευκά να είναι γύρω του. Και στα πρόσωπά τους αναγνώρισε εκείνα, που εδώ και χρόνια κατάφερνε επιμελώς να απομονώνει, να βιάζει και στο τέλος να σκοτώνει στραγγαλίζοντας τα. Και τώρα ήταν εκεί και έβλεπαν τον δικό του θάνατο, αλλά εκείνος δεν εκλιπαρούσε για την ζωή του, παρά μόνο τα μάτια του έμειναν να κοιτάζουν ψηλά.

Link to comment
Share on other sites

northerain, σε ευχαριστώ που διάβασες την ιστορία και για τις παρατηρήσεις σου. με τις παραγραφούς και τους διαλόγους είναι αλήθεια ότι έχω κάποια προβλήματα ακόμη. Αλλά σιγά σιγά θα τα φτιάξω.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Διάβασα την ιστορία σου και μου άρεσε αν και η αλήθεια είναι ότι θα προτιμούσα στο τέλος να είχε φύγει κουρασμένος και ξενυχτισμένος. Αλλά η ιστορία είναι δικιά σου και την τελειώνεις όπως επιθυμείς. Συνέχισε να γράφεις.

Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιστορία - αν μη τι άλλο δε σ' αφήνει να ησυχάσεις καθόλου! Έχει πολλές ιδέες και σε βομβαρδίζει μ' αυτές

Μου άρεσαν τα δύο όνειρα! Έτσι γρήγορα που με παράσερνε να τη διαβάσω, ούτε μου πέρασε από το μυαλό ότι ήταν όνειρα.

Όπως πολύ σωστά παρατήρησε ο norther, υπάρχουν μερικές ασυνέπειες, με πιο σημαντική την εξήγηση της αυτοκτονίας του. Να συμπληρώσω ότι δεν έμαθα ποτέ τι υπήρχε στην κουφάλα του δέντρου (και πώς δένει αυτό με την ιστορία) ή τι έγραφε πίσω από την ταμπέλα. Μια ακόμα παρατήρηση: η ιστορία σου δεν είναι 2000 λέξεις, όπως γράφεις αλλά περισσότερες από 3000...

Δεν είμαι ειδικός αλλά πιστεύω ότι αν κάνεις βασικές διορθώσεις, θα γίνει μια πολύ ωραία (και τρομακτική) ιστορία!

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Εγώ έχω να πω ότι η ιστορία σου μου άρεσε πάρα πολύ. Υπήρχε η κάθαρση στο τέλος και η απόδοση δικαιοσύνης ήταν σίγουρα πολύ απολαυστική. Αλλά... Μερικές φορές κάποια σημεία δεν είναι πολύ κατανοητά (εγώ χάθηκα εκεί που πήγε τουαλέτα και μετά κατέληξε να βρίσκεται στο κρεβάτι του, όπως το τερατάκι που πέρασε το δρόμο και ήταν και μέσα στην κουφάλα -φαντάζομαι ήταν το ίδιο). πάντως πιστεύω ότι αν προσέξεις λίγο τον τρόπο που γράφεις θα κάνεις μία πολύ αξιόλογη δουλειά

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία σου μου άρεσε και με τρόμαξε, ειδικά στην αρχή. Από κάποιο σημείο και μετα ένιωθα μια βιασύνη. Όπως ανέφεραν και οι παραπάνω, δεν προλάβαινα να απορροφήσω τις πληροφορίες. Όμως βρίσκω ότι αν έδινες λίγο παραπάνω χρόνο και χώρο στην κάθε σκηνή και λίτγη παραπάνω προσοχή στην λεπτομέρεια της πλοκής και της γραφής, θα πετύχαινες ένα φανταστικό αποτέλεσμα! Νομίζω ότι αυτό που της χρειάζεται για να απογειωθεί είναι αυτό που θα λέγαμε λίγο "στοκάρισμα"! Ελπίζω να διαβάσουμε σύντομα και κάτι άλλο!! :thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..