Ivan Gig Nth Yuk Posted February 6, 2008 Share Posted February 6, 2008 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Απόστολος (Guardian of the RuneRing #2) Είδος: Φαντασία Αριθμός Λέξεων: 1300 παρά έξι Αυτοτελής: Ναι Σχόλια: Ο τίτλος της ιστορίας προέρχεται από άλμπουμ απ' τα "Υπόγεια Ρεύματα". Ήθελα να γράψω μια ιστορία με αυτόν το τίτλο. Τώρα αν ταιριάζει με το διήγημα, I don't know. Είναι για το διαγωνισμό του Φλεβάρη. Ο Μάγος Κοιτάζει την Πόλη Στα σκοτεινά λιθόστρωτα στενά, στις ξεχασμένες συνοικίες, εκεί που η νύχτα κρύβει μυστικά, εκεί βρέθηκε πάλι. Τους κυνηγά. Γιατί η καρδιά του δεν αντέχει τη σιωπή του ύπνου. Γιατί διψά τη δίψα του να σβήσει. "Είμαι κοντά", ψιθυρίζει ο μάγος. "Εδώ, στα σπίτια τα παλιά, είναι κρυμμένοι. Η νύχτα αυτή είναι η τελευταία". Τα πόδια του αργά αφήνουν πίσω του τους δρόμους. Ψάχνει το πανδοχείο. "Δειλινό", το λένε, και τις νύχτες γεμίζει κόσμο, κλέφτες, φτωχούς και δολοφόνους, μεθυσμένοι να ξεχνάνε τους μπελάδες τους. Εκεί του είπαν θα τους βρει. Αυτούς που κυνηγά, τους νοσοφόρους. Φαντάσματα ανθρώπων, με σάρκα και οστά. Διψούν για όσα έχασαν πεθαίνοντας. Γλυκό ποτό γι' αυτούς το αίμα των θνητών, στιγμές απ' τη ζωή τους την παλιά. Ανθρώπινες, απλές. Γέλιο και κλάμα, όνειρα, χαρές και λύπες. Ματιές, θολές εικόνες, μουσικές, ή σκόρπιες σκέψεις. Σαν η ζωή να είναι αυτές φαντάζονται, φαντάσματα ως είναι, χωρίς αυτές άδεια κουφάρια νιώθουν να 'ναι οι ψυχές τους. Σαν οι δικές τους μνήμες να μη φτάνουν να γεμίσουν τη δικιά τους την καρδιά. Και κυνηγούν. Θνητούς και αίμα. Και σέρνουν την αρρώστια τους μαζί τους. Γιατί η στιγμή που αναζητούν, αυτή που κλέβουν, όσο η ζωή ζυγιάζει. Μένουν τα θύματά τους σαν κι αυτούς, τους νοσοφόρους. Φως, απ' τα παράθυρα, θολό, απ' τα κεριά που φέγγουνε στα σπίτια. Μια μουσική μέσα στον άνεμο καθοδηγεί το μάγο. Με το ραβδί του, προχωρά αργά, προσέχοντας, κοιτώντας στις σκιές, αναζητώντας μάτια παγωμένα, των νεκρών. Στον αέρα, στον σκοπό της μουσικής, χορεύει η μικρή ξύλινη πινακίδα που γράφει πάνω "Δειλινό". Το πανδοχείο στέκεται μπροστά του. Η πόρτα ανοίγει και μαι παρέα από ανθρώπους νεαρούς, κόκκινα μάγουλα, μάτια που γυαλίζουνε στο φως του φεγγαριού, που τραγουδάνε αγκαλιασμένοι, παραπατώντας στο ρυθμό της μουσικής, ξεπροβάλει. Κοιτούν το μάγο και σταματούν. "Τί τριγυρνάς μες στα σκοτάδια γέροντα; Και τί γυρεύεις;" φωνάζει αυτός που είναι μπροστά. "Φύγετε", λέει ο μάγος "Από μπροστά μου φύγετε, χαθείτε. Δείτε πως είστε, νέοι άνθρωποι, κοιτάξτε τις ζωές σας..." και σταματά. Κάπου χαθήκανε οι σκέψεις του, μαζί με τη φωνή του. Οι νέοι γελούν. "Γέρο, μόνο έτσι ζεις, με το κρασί και τα τραγούδια." Τον προσπερνούν. Χάνονται στο σκοτάδι. Ο γέρος τους κοιτάζει, μια στιγμή. "Πρέπει να φύγω" λέει στον εαυτό του και μπαίνει μες το "Δειλινό". Ο μάγος φτάνει στον πανδοχέα. "Χαίρε" του λέει, κρύβοντας τα μάτια του απ' το φως. Ο πανδοχέας, ένας άντρας, γερασμένος, κουρασμένος και κακόκεφος του γνέφει. "Τί θέλεις γέροντα; Κρασί να πιεις και να μεθύσεις; Ν' αφήσεις έγνοιες πίσω σου; Σαν όλους τούτους 'δω;" Ο μάγος, χαμογελά. "Ψάχνω. Μια νέα γυναίκα, λευκά μαλλιά, μακρυά, και μάτια παγωμένα, γεμάτα φόβο. Την κυνηγάω. Τους κυνηγώ. Και μου 'παν ξέρεις". Ο πανδοχέας, σαστίζει. "Τους νοσοφόρους κυνηγάς; Γιατί; Μόνο αρρώστια, συμφορά τους τριγυρίζει. Γύρνα στο σπίτι σου, αν θέλεις το καλό σου." Ο μάγος απαντάει "Θα μου πεις;" "Αυτοί τη νύχτα μονάχα κυνηγάνε. Χωρίς ψυχή σαν δεις τον εαυτό σου το πρωί, τόσο λυπάσαι, τόσο μισείς που αφήνεις τη μορφή σου να χαθεί. Και κυνηγάνε, τους ανθρώπους που μεθάνε απ' τη ζωή, τους κυνηγάνε, τους ζηλεύουν, θα θελαν να 'ταν σαν κι αυτούς. Σαν κάποιος φεύγει απ' εδώ, από τις στέγες των σπιτιών αυτόν κοιτάνε. Λατρεύουν να κοιτάνε τους ανθρώπους. Να βλέπουν πώς κουνά τα χέρια του, πώς μεθυσμένος περπατά, πώς τραγουδάει φάλτσα. Και αν μοιάζει όλος ζωή, γεμάτος έρωτα και φόβο, ελπίδες και κρυφές ευχές να καρτερά, τον πλησιάζουν. Τον ακουμπούν στον ώμο μαλακά σα να 'τανε παιδί τους, αν είναι γυναίκα της χαϊδεύουν τα μαλλιά κι αν είναι νέος τραγουδούν με τη φωνή του. Μια μοναχά ουλή, στον λαιμό, όποιος προλάβει. Και μετά τον κρύβουνε σε κάποιο έρημο στενό, και σαν 'ρθει το άλλο δειλινό, ξυπνά κι αυτός, τη νόσο φέρει. Πήγαινε, γέρο άμα θες, μα ξέρε, τίποτα δε θα βρεις." Κι ο μάγος φεύγει. Κουτσαίνοντας, όπως μπορεί στη νύχτα τρέχει, τους νέους που είχε αφήσει πίσω αναζητά, ξέροντας την δίψα που ξυπνούν στους νοσοφόρους. Λίγα στενά πιο κάτω, ξέπνοος πια τους βρίσκει. Στέκονται ακίνητοι, σα παγωμένοι. Γύρω τους, σκιές με σάρκα τους κοιτούν, οι νοσοφόροι. Τα χέρια τους αγγίζουν τα πρόσωπα των νέων και οι φωνές των νεκρών σαν των παιδιών αυτών, κλεμμένες μοιάζουν. Και το τραγούδι απ' τους βάρδους, μουσική κάνει τα μάτια των νεκρών σαν μαγεμένα να φωτίζουν, σαν μια στιγμή να ένιωσαν και πάλι της καρδιάς τους τον παλμό. Και πέφτουν πάνω τους με δίψα, πάθος για το αίμα, το γλυκό και τους δαγκώνουν το λαιμό, μια μοναχά στιγμή. Οι νέοι πέφτουν κάτω. Είναι νεκροί. Οι νοσοφόροι βλέπουν τον μάγο. Γέρος αυτός, χωρίς ζωή τους αντικρίζει δίχως φόβο. "Είναι ο μάγος" λέει ένας απ' αυτούς, "αυτός που χρόνια τώρα κυνηγάει να μας βρει. Αυτός που ξέρει για μας τόσα πολλά, αυτός που αναζητά το αίμα μας να πάρει, να γευτεί. Μάγε τι θες; Πες μας τί θες, μας βρήκες. Τί άλλο θες; Αίμα στις φλέβες μας δε ρέει. Αν έρεε δε θα 'μασταν εδώ." Ο μάγος, ανασαίνει αργά, κουρασμένος πια και λέει: "Χρόνια τη γιατρειά για σας ζητώ. Τόμους παλιούς και ξεχασμένους έψαξα, νύχτες και μέρες μυστικά αναζητούσα. Και σαν το βρήκα, ήρθε αυτή. Που είναι τώρα;" "Είναι νεκρή. Και φταις εσύ.". Ο γέρος αναστέναξε βαριά. "Πως είναι να πεθαίνεις άραγε; Δε μάθατε ποτέ. Και εγώ όχι ακόμα. Μα έχω τη γιατρειά. Την είχα τότε." Ο νοσοφόρος τον κοιτάζει αδιάφορα "Την είχες τότε. Μα όχι τώρα πια. Τί έχει μείνει άλλο σε σένα; Ούτε στα μάτια τα δικά μας δεν αξίζεις κι αυτό το ξέρεις." Ο μάγος απαντά. "Είναι νεκρή κι αυτή; Είναι νεκρή. Μου λες αλήθεια. Δεν έχω άλλο τίποτα εδώ. Θα φύγω. Αντίο." Οι νοσοφόροι χάνονται, μες στις πυκνές σκιές της νύχτας. Ο μάγος φτάνει σπίτι του. Η άμαξα του τον περιμένει. Η άμαξα που ταξίδευε τόσα χρόνια, ψάχνοντας γνώση. Απλή, ξύλινη, μόνο για αυτόν. Ούτε οδηγός ούτε επιβάτης άλλος δε χωράει. Χαϊδεύει το άλογό του απαλά και ανεβαίνει πάνω. Οι ρόδες, χτυπούν αργά πάνω στα λίθινα στενά, πάνω σε πέτρες χτυπημένες απ' τη βροχή κι από τον χρόνο. Το άλογό του τόσα χρόνια, βοηθός, ξέρει το δρόμο για να φύγει απ' την πόλη. Και ο μάγος θυμάται τη νύχτα που την γνώρισε. Μεσάνυχτα και αυτός σκυμμένος πάνω απ' τα βιβλία, τη γιατρειά για να γιατρέψει τους νεκρούς αναζητούσε. Κρύος αέρας. Σκέφτηκε πως κάποιος κλέφτης είχε μπει απ' το παράθυρο. Μα δε τον ένοιαζε. Ξόρκια και φίλτρα, αλχημείες και μαγείες, τελετές αρχαίων χρόνων παίζουν στο μυαλό του, τον μαγεύουν. Τότε την είδε. Είδε τη λύση, τη γιατρειά. Και η καρδιά του γέρικη κι αυτή, σχεδόν νεκρή, τρελάθηκε. Έκσταση, χαρά, ελπίδες. Πάθος. Για μια στιγμή. Πίσω του έστεκε αυτή. Τα μάτια της χορέψανε, καθρέπτες της σελήνης, τα χέρια της μουδιάσανε. "Τί κρύβεις γέρο; τί ζωή; Τι τρέχει στο μυαλό σου και με καίει τα σωθικά; Διψώ.". Κι έπειτα άνοιξε τα μάτια του. Λευκά μαλλιά, μάτια νεκρά, να τον κοιτά. "Γιατί εγώ;! Γιατί σε μένα, πλάσμα ύπουλο, τρισάθλιε νοσοφόρε!" είχε φωνάξει. Αυτή τον κοίταξε και είπε "Δεν άντεξε η γέρική σου η καρδιά, της νίκης το κρασί. Εγώ έκλεψα τη μνήμη σου, τη γιατρειά κι εσύ την πιο γλυκιά εκείνη στιγμή, τότε, εσύ πέθανες. Γέρο, το θάνατό σου γεύτηκα. Σύντομα θα είσαι σαν κι εμάς. Αντίο." και χάθηκε. Έχει ήδη φτάσει έξω απ' την πόλη. Η νύχτα φεύγει. Ο φόβος του πως είναι σαν κι αυτούς, τον συνεπαίρνει πάλι. Διψάει. Σταματάει την άμαξα και κοιτάζει. Τα γέρικα μάτια του βλέπουν την πόλη. Τους δρόμους της να πλέκονται, τα σπίτια, τις σκεπές, τα κεραμίδια, άντρες να βγαίνουν απ' τα σπίτια τους σιγά σιγά, να πάνε στις δουλειές τους, νοικοκυρές ν' ανοίγουν τα παράθυρα, φωνές ανθρώπων, κάρα, άμαξες, διαβάτες, τις καμινάδες που αφήνουν τον καπνό τους να πετάει στον ουρανό, τον ουρανό, πάνω απ' την πόλη, ντυμένο σύννεφα που γυαλίζουν χρυσοκίτρινα. Τί όμορφος, γαλάζιος ουρανός στο βάθος να μπερδεύονται τα χρώματα, παλέτα χρυσαφένια, όλο ζωή, καθώς ο ήλιος ανατέλλει. Ο μάγος κοιτάζει την πόλη· την χαζεύει. Κι έπειτα χάνεται. Edited February 7, 2008 by Guardian of the RuneRing #2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.