Jump to content

To φερετρο


Godfrey

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Godfrey

Είδος: τρομος

Βία; (Ναι)

Σεξ; (Όχι)

Αριθμός Λέξεων:

Αυτοτελής; (Ναι)

Σχόλια:

 

 

ΤΟ ΦΕΡΕΤΡΟ

 

 

 

Το φέρετρο ήταν συνηθισμένο, και ο νεκρός επίσης,

το έθιμο όμως απαιτούσε αλλά πράγματα: ξενύχτι ,θρήνο,

σπαραγμό για τον χαμό του νεκρού, συμπόνια για τους συγγενής,

που απουσίαζαν. Όλα αυτά θα έκαναν την παρουσία του νεκρού στο

σπίτι δικαιολογημένη, τίποτε όμως από αυτά δεν συνέβαινε.

 

 

Ο Συνταγματάρχης Κόκκινος αναπαύονταν εν ειρήνη στο

παλιό επαρχιακού στυλ σπίτι της μακρινής εξαδέλφης του Φαιής

Κόκκινου. Η ίδια τώρα χασμουριόταν ίσως από κεκτημένη ταχύτητα

καθώς αναπαύονταν νωχελικά στην πιο φουσκωτή πολυθρόνα.

Περίμενε να περάσει η ώρα για να υποδεχθεί τα δυο παιδία της,

ίδιας περίπου ηλικίας τον Γιάννη και την Βασιλική και οι δυο φοιτητές

γεωπονίας.

Καθώς η σατυρική σειρά που έβλεπε τελείωσε, η Φαιή Κόκκινου

πάτησε το πλήκτρο ΟFF του χειριστηρίου της τηλεόρασης. Κοίταξε το

ρόλοι στον τοίχο “όπου να ‘ναι “ σκέφτηκε, και κατευθύνθηκε στο μέρος της

κουζίνας και το ψυγείο. Ανοίγοντας το αντίκρισε πολυάριθμα

κεσεδάκια που περιείχαν πολύχρωμα υγρά πολλά από αυτά είχαν

σχηματίσει κρουστά αλλά ήταν σε μορφή ζελέ και αλλά είχαν

στερεοποιηθεί πλήρως.

-Έχουμε και τους βακίλους και τα πειράματα, δεν φτάνει που έχουν γεμίσει

την αυλή με περίεργα φυτά... μουρμούρισε το παράπονο της πιάνοντας το

μπουκάλι με το γάλα. Πριν προλάβει όμως να κάνει οτιδήποτε ακούστηκε

ο ήχος από την πόρτα της αυλής.

Η Φαιή Κόκκινου έβαλε το μπουκάλι στο ψυγείο καθώς ο

Γιάννης Κόκκινος και η Βασιλική Κόκκινου έμπαιναν όλο χαμογελά στο σπίτι.

Μετά τα διαδικαστικά όσων αφορά τα καλωσορίσματα κατ' αρχήν και

κατά δεύτερων τις αποσκευές, έπρεπε να μάθουν για τον επισκέπτη με την

ασυνήθιστη για τα νιάτα τους ιδιότητα του νεκρού.

-Ώστε λοιπόν είναι εδώ ένας Θειος ;

-Μάλιστα μικρή μου.

-Μα δεν θυμάμαι τέτοιο συγγενή, διέκοψε ο Γιάννης.

-Γιατί Εγώ τον θυμόμουνα ; Τώρα μακαρίτη τον γνώρισα

-Μήπως δεν είναι συγγενής ; η Βασιλική προσπάθησε να κάνει την έξυπνη.

-Όχι είναι συγγενής και μάλιστα είμαστε η μοναδική του οικογένεια.

Θα μείνει εδώ μέχρι να γίνει η κηδεία αύριο το μεσημέρι.

-Πάω να τον δω είπε θαρραλέα με έναν παιχνιδιάρικο τόνο στην φωνή της

-Πάω να φτιάξω καφέ είπε ο Γιάννης.

-Πόσο μοιάζουν τα παιδία μου αναφώνησε η Φαιή Κόκκινου

 

 

 

 

 

 

 

 

Λοιπόν, τι σκέφτεσαι ; είπε ο Γιάννης στην Βασιλική, τα δυο

αδέρφια είχαν πάει τώρα κάτω στον κήπο.

-Για τον νεκρό ;

-Αχά...ο νεαρός κούνησε προς τα κάτω το κεφάλι του.

-Σκέφτομαι... να...να τον ξαναζωντανέψουμε.

-Είσαι στα καλά σου ; ο Γιάννης μετά βίας μπόρεσε να κρατηθεί για να

μην παραπατήσει. Παρ' όλα αυτά συνέχισε να την κοιτάει καθιστός

μέσα από τα γυαλιά του.

Η Βασιλική στέκονταν από πάνω του.

-Leptomiscus Agribulsmur ψιθύρισε.

-Τι ;

-Φυτρώνει στην Ινδία , θυμάσαι την ιστορία που είχε κάνει ο Ινδός

φοιτητής ;

Ο Γιάννης αναλογίστηκε λίγο .Μετά θυμήθηκε έναν κοντό και μελαψό

τύπο να ωρύεται στο αμφιθέατρο πως κάτι είναι ιερό ή ενάντια στη

θρησκεία του και μετά τον είχε πιάσει το μάτι του να προσπαθεί να

φοβίσει κάτι κορίτσια. Ήταν και η αδερφή του ανάμεσα σε αυτά τα

κορίτσια ;ο Γιάννης ενοχλήθηκε από αυτή την σκέψη.

-Είναι εδώ. Διέκοψε τις δυσάρεστες σκέψεις του Γιάννη.

-Ο Ινδός ;

-Όχι. Είπε ανυπόμονα η Βασιλική .Το φυτό , έλα θα στο δείξω και τον

έπιασε από το χέρι.

Η Βασιλική τον πήγε σε ένα απόμερο μέρος του κήπου όπου

το χώμα ήταν ξηρό, και είχε ένα ανοιχτό καφέ χρώμα, τριγύρω

δεν φύτρωνε τίποτα. Το ίδιο το φυτό ήταν ένα κλωνάρι ένας μακρύς

μίσχος όπου στην κορυφή του φύτρωνε ένα μοναδικό μεγάλο

λουλούδι. Τον Γιάννη τον αποπήρε άμεσος η μυρωδιά, ύστερα

παρατήρησε τους μικρούς θύλακες στην βάση του φυτού από όπου

έβγαιναν οι αναθυμιάσεις.

-Λεπτομισχος ο αναθυμιάζων, leptomiscus agribulsmur,

οικογένεια leptomoidea πολυετές ευδοκιμεί σχεδόν παντού ,

παρ'ολλα αυτά απαντάται κατά αποκλειστικότητα και πολλή σπάνια

σε μερικά δάση της Ινδίας, εγχειρίδιο συστηματικής βοτανολογίας

κεφαλαίο 15 σελίδα 301.Ευτιχως που κρατάω σπόρους απο'οτι με

ενδιαφέρει.

-Ναι τα ξέρω όλα αυτά ,τι ακριβώς έχεις στο μυαλό σου ;

-Να κάτι που άκουσα...

-Και τώρα δηλαδή είσαι περίεργη ;

-Αφού το ξέρεις δεν μπορώ να αντισταθώ...

Η Βασιλική είχε πιάσει ένα κλωνάρι και το έτριβε στα χέρια της.

Του Γιάννη του φάνηκε περίεργο αφού δεν υπήρχε άλλο φυτό από

τον αναθυμιάζω τριγύρω. Και τότε έμεινε εμβρόντητος να κοιτάζει

τα καινούρια κλαριά που τώρα είχαν φυτρώσει στον αναθυμιαζωντα.

Ο Γιάννης δεν είπε τίποτε παρόλο που έκανε την σκέψη πως αυτό το

δέντρο ήταν το δεύτερο πιο τρομακτικό μετά την προπατορική

μηλιά

-Να θέλω να γελοιοποιήσω αυτόν τον Μαχμέτ.

Ο Γιάννης που ήταν πάντα μέσα σε όλα συμφώνησε.

 

 

 

Το σκηνικό στο καθιστικό της οικογένειας Κόκκινου ήταν

αποχαυνωτικό: η Φαιή Κόκκινου παρακολουθούσε το

καθιερωμένο της πρόγραμμα στην τηλεόραση ενώ σε μια απόμερη

γωνία ο Γιάννης και η Βασιλική συζητούσαν τα σχέδια για το βράδυ,

όλα αυτά όμως θα άλλαζαν από τον ερχομό του Νίκου

Μαρκόπουλου.

Και όντως τότε ακούστηκε ο συνηθισμένος ήχος της

πόρτας καθώς η Ευγενία Μαρκόπουλου έφερνε από το χεράκι τον

οχταχρωνο Νίκο Μαρκόπουλο.

-Πρέπει να στον αφήσω Φαιή μου θα πάω Αθηνά...

Ουδέν πρόβλημα Τζένη μου θα στον προσέχω Εγώ, νομίζεις

ξέχασα πόσες φορές ‘μού ‘χες κρατήσει τον Γιάννη μου παλιά.

 

 

 

 

9 :00

 

 

 

 

-Σε δυο ώρες θα βάλει το “THE THING” είπε ο

Νίκος Μαρκόπουλος

-Θα κάτσεις να το δούμε ;

Ο Γιάννης πρόσεχε τον μικρό Νίκο ρίχνοντας παράλληλα σκόρπιες

ματιές στο εγχειρίδιο της βοτανολογίας. Γιατί να μην το

εμπιστεύεται και να πιστεύει τις φαντασίες της αδερφής του;

Κοίταξε την ώρα, είχαν περάσει τρία τέταρτα από τότε που η

αδερφή του είχε κατεβεί στον κήπο, μέσα σ'αυτη την ώρα είχε

σκοτεινιάσει.

Δεν κατάφερε να σκεφτεί κάτι να τον καθησύχαση όταν

συνειδητοποίησε ότι ο μικρός Νίκος τον κοίταζε ακόμα ξέροντας

πως η μόνη του ελπίδα να δει την ταινία ήταν μαζί του.

-Περίεργα γούστα δεν έχεις για την ηλικία σου ; Είπε στον

οχταχρωνο Νίκο

-Είσαι σίγουρος ότι θα το αντέξεις ;

Ο Γιάννης υπολόγιζε στο ότι θα τρόμαζε στο πρώτο δεκάλεπτο και

θα πήγαινε για ύπνο με εφιάλτες.

Εκείνη την στιγμή μπήκε κοπανώντας την πόρτα η Βασιλική

κρατώντας στα χέρια της ένα μάτσο φύλλα και φορώντας ένα

σατανικό χαμόγελο.

Ο Γιάννης της έκανε νόημα να κάνει ησυχία δείχνοντας της με το

χέρι του δυο πολυθρόνες πιο πέρα την μητέρα τους που

κοιμόνταν με το στόμα της να χάσκει μεγαλόπρεπα.

-Που τα βρήκες πάλι αυτά ;ψιθύρισε ο Γιάννης.

-Είδες ;Φρέσκο πράμα.

-Μην μου πεις ;Από τον αναθημιαζοντα ;

-Δεν ξέρουμε το βιολογικό του ρόλοι μπορεί να δραστηριοποιείται

τη νύχτα.

-Δεν είδα ποτέ πεσμένα φύλλα τριγύρω του...Για να δω Είπε και

έπιασε το εγχειρίδιο

-Ω, παρατατο φώναξε η Βασιλική πετώντας το βιβλιαράκι στον

αέρα, δεν πιστεύεις αυτό που βλέπεις ;

 

-Όχι αλλά απορώ τι έκανες τόσες ώρες εκεί κάτω...

-Θες ή δεν θες να κάνουμε την πλάκα μας ;η Βασιλική τον κοίταξε

προκλητικά.

 

 

 

 

11:00

 

 

 

Ο Συνταγματάρχης Κόκκινος συνέχιζε να

αναπαύονταν εν ειρήνη στο σκοτεινό δωμάτιο του, παρ'ολα

αυτά τα έθιμα απαιτούσαν αλλά πράγματα που θα έκαναν

την παρουσία του νεκρού στο σπίτι δικαιολογημενη, έθιμα

ξεχασμένα και μακρινά.

-Να ανάψω το φως ;Είπε ο Γιάννης.

-Όχι θέλω ατμόσφαιρα,

-Είναι και αυτό μέρος του σχεδίου ;

-Ναι το λέει το ενχειριδιο βοτανολογίας

Τα δυο αδέρφια βρίσκονταν πάνω από το φέρετρο. Ο Γιάννης

έπιασε το καπάκι και το σήκωσε .

-Συνηθισμένοι φυσιογνωμία ,θα του το λέγανε συνεχεία

φαντάζομαι.

-Ναι αλλά τώρα είναι δικός μας, Είπε η Βασιλική.

-Τι λέει το σχέδιο ;

-Αναποδογύρισε τον

-Τι ;

-Φέρ’ τον μπρούμυτα.

-Είσαι τρελή...Είπε ο Γιάννης καθώς τον γύριζε απρόθυμα.

-Και τώρα ;

-Να πάρε...του έδωσε τα μακριά φύλλα και τα κόκκινα και

άσπρα λουλούδια και άρχισε να τα στολίζει δίπλα και πάνω

από το κεφάλι του νεκρού.

-Και τώρα θα...θα ζωντανέψει ;

-Φυσικά

-Να μου θυμίσεις να πω στον πρύτανη να δώσουν το

πτυχίο του Μαχμέτ με δέκα.

 

 

 

 

12:00

 

 

 

 

Το πλάσμα ζωντάνεψε και άρχισε να κουνιέται

-Καιρός ήταν είπε ο Νίκος Μαρκόπουλος

-Και εμείς να πάμε για ύπνο είπε ο Γιάννης.

-Μα έχει μια ώρα ακόμη παραπονέθηκε ο Νίκος.

-Καλά κάτσε να το δεις ,Εγώ πάω να πέσω ,δεν πιστεύω να

φοβάσαι ;

-Όχι περισσότερο από όσο εσύ.

 

 

 

 

1:00

 

 

 

 

Ο Νίκος Μαρκόπουλος πάτησε το πλήκτρο OFF

του χειριστηρίου της τηλεόρασης και κατέβηκε από την

πολυθρόνα, πήγε μέχρι το τραπέζι ήπιε το βραδινό του

γάλα και έπειτα βγήκε από την κουζίνα. O διάδρομος ήταν

σκοτεινός, άνοιξε την πόρτα στο άγνωστο σπίτι και μπήκε

στο υπνοδωμάτιο. Ξαφνικά διέκρινε μπροστά του ένα

μαύρο όγκο στο κέντρο του δωματίου, είχε κάνει λάθος στο

δωμάτιο. Έκατσε εκεί λίγο στο σκοτάδι ακίνητος να

περιεργάζεται τον ξένο χώρο. Φως έρχονταν από τις

χαραμάδες των κλειστών πατζουριών στο παράθυρο δίπλα

από τις βαριές βελούδινες κουρτίνες και φώτιζε ελαφρά τα

παλιά έπιπλα. Όταν πρόσεξε την καμπύλη μέσα στην κασέλα,

δεν ήταν σίγουρος για το σχήμα του αντικειμένου που έβλεπε

ακόμα ,αν αυτό ήταν αντικείμενο , πλησίασε, ναι ήταν

φέρετρο και μέσα ένας λείος παραφουσκωμένος όγκος σαν

σάρκινη μπάλα, πρέπει να ήταν κεφάλι, ένα κεφάλι χωρίς

μάτια ή στόμα και μύτη μόνο λίγες τρίχες που και που.

Ο μικρός Νίκος ένιωσε πως έπρεπε να αποκαταστήσει

αυτή την έλλειψη .Ψαχούλεψε τις τσέπες του και ανέσυρε

ένα μολυβάκι και άρχισε να χαράζει μια γραμμή για στόμα

και δυο Χ για μάτια, ένα πηχτό υγρό άρχισε να βγαίνει καθώς

το έκανε αυτό αλλά ο Νίκος δεν ανησύχησε. Εκείνη την

στιγμή ένοιωθε σαν να του έδινε ζωή. Έβαλε το μολυβάκι

στην τσέπη του και νυσταγμένος κατευθύνθηκε στο

κανονικό του δωμάτιο.

 

 

 

 

2:00

 

 

 

 

Ο Γιάννης έκλεισε την πόρτα πίσω του και

κατευθύνθηκε προς την αυλή ,άναψε τον φακό του

ανοίγοντας δρόμο στην οργιαστική βλάστηση. Η

αυτοψία στον αναθυμιάζοντα δεν σήκωνε αναβολή.

Όταν μετά από τους φίκους και τις φτέρες έφτασε

στο ξέφωτο της προσωπικής του ζούγκλας δεν πίστευε

αυτό που έβλεπε ,το φυτό, είχε ξεπετάξει τριγύρω του

καινούρια κλαριά από τα οποία κρέμονταν μακριά

φύλλα ενώ στο κέντρο του είχε ανθήσει ένα μεγάλο

λουλούδι σαν χωνί. Πλησίασε. Οι αναθυμιάσεις

πλημμύρισαν τα πνευμονία του. Σε λίγο βρίσκονταν

πεσμένος στο έδαφος

 

 

 

 

3:00

 

 

 

 

Η Βασιλική ξύπνησε ιδρωμένη. Έμεινε για λίγο

καθιστή να ησυχάσει στο κρεβάτι της κοιτώντας τον κήπο

μέσα από το παράθυρο μπροστά της χωρίς να δίνει

σημασία στο τι έβλεπε. Τι είχε ονειρευτεί και την είχε

κάνει να πεταχτεί ιδρωμένη; Για δυο λεπτά έμεινε να

κοιτάζει επίμονα τον κήπο και ξαφνικά συνειδητοποίησε

το γιατί, μια σκιά ανάμεσα στις άλλες είχε αποκτήσει

περίεργο σχήμα. Εκεί που τελείωναν οι τριανταφυλλιές

άρχιζε να πέφτει το φεγγαρόφωτο, η σκιά δεν ήταν παρά

μόνο τρία μέτρα από εκεί ακίνητη. Στέκονταν εδώ και

πέντε λεπτά στην ίδια στάση, ένας άνθρωπος καθιστός

στο έδαφος σε στάση οκλαδόν ,παρολαυτα είχε κάτι το

μη ανθρώπινο. Προσπάθησε να σκεφτεί προς τα που ήταν

φυτεμένος ο αναθημιαζων αλλά μάταια ,λες και είχε

εξαφανιστεί. Κοίταξε το ρόλοι της, τρεις και

δέκα. Αποφάσισε να πάει η ίδια στον κήπο. Έβαλε τα

CONVERSE παπούτσια της φόρεσε μια ζακέτα και

κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.

Άναψε μηχανικά το φως και σχεδόν αυτόματα θυμήθηκε

την μητέρα της που κοιμόταν εκεί στην στάση του

ανοιχτού στόματος. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα και

μόλις άγγιξε το χερούλι θυμήθηκε τον νεκρό.

Αναρωτήθηκε.....

“Θα πάω να δω τι βλακείες σκέφτομαι” σκέφτηκε για

πρώτη φορά η Βασιλική. Βγήκε στον διάδρομο και

μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο ,αυτή την φορά άναψε το

φως. Έμεινε έκπληκτη να κοιτάζει το άδειο φέρετρο.

Κάτω στο πάτωμα μια μικρή λίμνη από λουλούδια και

φύλλα. Ο ήχος της πόρτας της κουζίνας που άνοιγε

ελαφρά ήρθε από μέσα.

-Ώστε κάνουμε και αστειάκια και μετά το παίζουμε και

δύσπιστοι...θα σε φτιάξω Γιάννη, Είπε η Βασιλική

βγαίνοντας. Μπήκε ξανά στην κουζίνα...κανείς, αν

εξαιρέσεις την μητέρα της που έχασκε σταθερά.

Κατευθύνθηκε προς την πόρτα και ξανάπιασε το

χερούλι καθώς το έστριβε άκουσε μια ψιθυριστη φωνή

πίσω της.

-Δεν μου δώσατε όνομα, Μαμά.

Η Βασιλική γύρισε να κοιτάξει, μπροστά της ένα

πρησμένο κεφάλι στηριγμένο σ'ενα ψηλό σώμα

που οι λέξεις του έβγαιναν από μια χαραμάδα πληγή

που έσταζε πύων, ενώ τα ξεσκισμένα του μάτια

άστραφταν κόκκινα

-Χριστέ μου.

-Ωραίο ονοματάκι, είπε καθώς της πέρναγε την θηλιά

γύρω από τον λαιμό ενώ ο ρόγχος της έκανε χορωδία

με το ροχαλητό της Φαιής Κόκκινου.

 

 

 

 

4:00

 

 

 

 

Το ανοιχτό στόμα της Φαιής Κόκκινου

βάραγε υπερωρίες μέχρι τις 4:05 όπου και έκλεισε. Η

Φαιή άνοιξε τα μάτια και αντίκρισε την γνώριμη της

κουζίνα. ”Περίεργο” σκέφτηκε “το φως είναι ακόμη

ανοιχτό, και η πόρτα του διαδρόμου είναι κλειστή”.

Σηκώθηκε βαριεστημένα και πήγε να ανοίξει. Καθώς

πλησίαζε, είδε πίσω από το χοντρό θόλο τζαμί να

έρχεται μια φιγούρα και σκέφτηκε πως θα ήταν ο γιος

της. Το πόμολο γύρισε και η πόρτα άνοιξε, πίσω της

εμφανίστηκε ο Συνταγματάρχης Κόκκινος με μετέωρο

βήμα κοιτώντας την Φαιή με το απλανές του βλέμμα,

ενώ από την άκρη του στόματος του έτρεχε λίγο αίμα.

-Βλαδίμηρε...έκανε η Φαιή.

Ο Συνταγματάρχης Κόκκινος γύρισε και αποκαλύφθηκε

όλη η τρομακτική αλήθεια

-Παρακαλώ, Χριστέ Μου.

Το μαχαίρι άρχισε να πριονίζει παρά τις φωνές.

 

 

 

 

5:00

 

 

 

 

Η Ευγενία Μαρκόπουλου στέκονταν

έξω από την πόρτα, ήταν η τρίτη φορά που είχε

χτυπήσει το κουδούνι και δεν είχε πάρει απάντηση.

Ακούμπησε το καλάθι με τα κουλουράκια στο

παράθυρο και ξαναδοκίμασε, τίποτα. Και ξαφνικά η

πόρτα άνοιξε, μια μικρή χαραμάδα που σιγά

μεγάλωσε ώσπου πρόβαλε το κεφάλι της Φαιής

Κόκκινου.

-Καλημέρα Φαιή μου, σου έφτιαξα κουλουράκια...

μπορώ να περάσω να πάρω τον Νίκο μου ,έχει Ωδείο

στις 7:30.

Ένα χέρι εμφανίστηκε από την χαραμάδα πήρε ένα

κουλουράκι και εξαφανίσθηκε πάλι γρήγορα μέσα.

-Τα έφτιαξα με τα χεράκια μου Είπε με ικανοποίηση

η Ευγενία.

Και τότε η πόρτα έκλεισε

-Γιατί εσύ νομίζεις ότι φτιάχνεις καλύτερα; ,φώναξε

στην κλειστή πόρτα.

Η Ευγενία έμεινε να απορεί, χτύπησε και

ξαναχτύπησε αλλά δεν πήρε απάντηση.

 

 

 

 

5:30

 

 

 

 

-Ναι αστυνομία; Θέλω να καταγγείλω κάτι ύποπτο.

-Ευγενία Μαρκόπουλου. Δεν ξέρω φοβάμαι πως

έχουν πάθει κάτι οι κάτοικοι της οδού δικελειας 25,

ναι ρίξτε μια μάτια. Η Ευγενία κατέβασε το

ακουστικό, και έφερε στην μνήμη της το περίεργο

μακρύ χέρι, ναι, δεν είχε κάνει λάθος.

 

 

 

 

6:00

 

 

 

 

Ο μικρός Νίκος ξύπνησε έβαλε το

ρόλοι του φόρεσε τις παντόφλες του βγήκε από το

δωμάτιο που του είχε παραχωρήσει η οικογένεια

Κόκκινου και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα

προσέχοντας επιμελώς να μην πατήσει τα αίματα

και άνοιξε το ψυγείο για το πρωινό του γάλα.

Καθώς έφερνε στο στόμα του το ποτήρι

εμφανίσθηκε ο Χριστέ μου ,πλησίασε τον Νίκο και

σαν σε διαφήμιση του χάιδεψε το κεφάλι. Ο Νίκος

παράτησε το γάλα και σκούπισε το στόμα του με

το πίσω του χεριού του.

Σειρήνες ακούστηκαν από τον δρόμο έξω. Λίγες

στιγμές μετά χτύπαγε το κουδούνι. Ο Νίκος πήγε να

ανοίξει ενώ ο Χριστέ μου έφευγε από την πίσω

πόρτα στην ελευθέρια.

Edited by Godfrey
Link to comment
Share on other sites

Γκόντφρεϊ, δεν διαβάζω σχεδόν ποτέ ιστορίες τρόμου και δεν έχω εικόνα για τις ιδέες του διηγήματός σου, ωστόσο μου άφησαν την αίσθηση ότι είναι κοινότοπες και ντεμοντέ. Διέκρινα κάποια στιγμή, γύρω στο 1/3, μερικά στοιχεία που μου φάνηκαν ενδιαφέροντα και υποσχόμενα, ωστόσο στη συνέχεια χάθηκαν χωρίς να αφήσουν κάτι ιδιαίτερο. Νομίζω ότι χρειάζεται να διαβάσεις περισσότερο και να δουλέψεις πιο πολύ τις ιδέες σου. Χρειάζεσαι επίσης πολύ δουλειά στον τρόπο που γράφεις: Στη σύνταξη, ακόμα και στην ορθογραφία (έχεις δεκάδες λάθη που ενοχλούν το μάτι), κυρίως όμως στον εκφραστικό τομέα. Το διήγημά σου αυτό θέλει πολύ δουλειά για να στρώσει.

 

Φυσικά μην το βάζεις κάτω, συνέχισε να γράφεις, να δημοσιεύεις εδώ, να συζητάς τα σχόλια των υπολοίπων και να σχολιάζεις με τη σειρά σου τα διηγήματά τους. Από αυτό ζει η παρέα μας!

Link to comment
Share on other sites

Godfrey καλωσήρθες.

Το κείμενό σου πράγματι χρειάζεται δουλειά, πάνω-κάτω όπως σου είπε και ο nicosal. Σύνταξη, ορθογραφία, εκφράσεις κλπ

Προφανώς μέσα απ' την εξάσκηση θα γίνεις καλύτερος και θα αναπτύξεις καλύτερα τις ιδέες σου. Αρκεί που έχεις το μικρόβιο της συγγραφής μέσα σου.

Πάντως προς στο τέλος μου άρεσε η ιστορία και νομίζω η παράγραφος: "Ο μικρός Νίκος ξύπνησε έβαλε το ρόλοι του φόρεσε τις παντόφλες του βγήκε από το δωμάτιο που του είχε παραχωρήσει η οικογένεια Κόκκινου και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα προσέχοντας επιμελώς να μην πατήσει τα αίματα και άνοιξε το ψυγείο για το πρωινό του γάλα. Καθώς έφερνε στο στόμα του το ποτήρι εμφανίσθηκε ο Χριστέ μου, πλησίασε τον Νίκο και σαν σε διαφήμιση του χάιδεψε το κεφάλι." είχε κάτι να πει.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..