DinoHajiyorgi Posted February 13, 2008 Share Posted February 13, 2008 (edited) Αριθμός Λέξεων: 11.465 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Αυτό είναι το πρώτο διήγημα επιστημονικής φαντασίας που έγραψα. Κάπου γύρω στα 2003 με 2004. Το έστειλα στον Νίκο Θεοδώρου στα Γιάννενα και μια μέρα έλαβα ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα από τον Νίκο, ενθουσιασμένο, ο οποίος μου ανακοίνωσε πως το ήθελε για τους Δραματουργούς του Γιανν. Η «πρεμιέρα» προγραμματίστηκε για το τεύχος 20, ένα τεύχος που λόγω κάποιων δυσκολιών θα αργούσε να βγει. Δύο φεστιβάλ της Σύρου, ζεστές γνωριμίες σε ΑΛΕΦ και sff, και αρκετά άλλα διηγήματα μετά, το #20 των ΓΙΑΝΝ βγήκε επιτέλους μόλις πριν λίγους μήνες. Τώρα πια είναι δικό σας. Το εξώφυλλο, του Λευτέρη Παπαθανάση, σχεδιάστηκε βάση του διηγήματος μου. Mars.doc 1. «Ποιος είσαι;» Η ερώτηση, ξαφνική, ψυχρή, αντήχησε σαν σφυριά στο κεφάλι του, τον έβγαλε βίαια από την λήθη. Είχε συμβεί κάτι συγκλονιστικό. Ήταν μεγαλύτερο και σημαντικότερο από την μηδαμινή του ύπαρξη, για αυτό μόνο ήταν σίγουρος, χωρίς να μπορεί όμως να το προσδιορίσει, να το τεκμηριώσει. Άνοιξε τα μάτια του και λευκό, εκτυφλωτικό φως του έκαψε αμέσως το σύμπαν. Έσφιξε τα βλέφαρα του και άρχισε να ουρλιάζει. Είχε υποστεί κάποιο σοκ και αυτόματη εκκένωση κατέβαλε το κορμί του. Δάκρυα, μύξες, σάλια, ούρα ελευθερώθηκαν ταυτόχρονα. Έκλαιγε ασυγκράτητα. Ένιωσε τον λαιμό του σαν γδαρμένο, δεν μπορούσε να αρθρώσει μια λέξη. Οι ίδιες οι άναρθρες κραυγές που ξεστόμιζε τον πονούσαν. Δεν ήξερε ποιος ήταν. Ήταν όμως τρομοκρατημένος. Ένιωσε την ψυχή του παγωμένη και ρίγησε, τουρτούρισε. Μοναξιά και θάνατος. Αισθάνθηκε περισσότερο αυτές τις δύο λέξεις παρά τις σκέφτηκε. Τίναξε τα άκρα του σπασμωδικά και το άγχος του χειροτέρεψε. Ήταν παγιδευμένος, μπλεγμένος σε περίεργους ιστούς, σαν μύγα σε δίχτυα αράχνης. Θυμήθηκε τις αράχνες, του ήρθε η εικόνα των οκτάποδων πλασμάτων στα γυάλινα κλουβιά τους, αλλά η συγκεκριμένη μνήμη κράτησε μόνο μια στιγμή, μια τόσο δα αναλαμπή που χάθηκε αμέσως. Βρισκόταν πάλι στο σκοτάδι. Ποιος ήταν; Το τρομακτικότερο ήταν πως ήταν ανίκανος να κάνει μία ορθή σκέψη. Το μνημονικό του ήταν μαύρο, κενό από εικόνες, άδειο από λόγο. Η κουρτίνα που έκρυβε τις απαντήσεις ήταν σχεδόν διάφανη, σκιές ήταν ορατές από πίσω της, αλλά δεν μπορούσε να βγάλει ούτε ένα μικρό, υποθετικό, ηλίθιο έστω συμπέρασμα, κι αυτό τον τρέλαινε. Δεν ήταν μόνος του στο σκοτάδι. Υπήρχε και κάποιος άλλος εκεί μέσα. Διαισθανόταν το σούρσιμο του. Τριγυρνούσε σαν παρείσακτος εισβολέας μέσα στο κεφάλι του, σκάλιζε τα τοιχώματα στο κρανίο του, έψαχνε, έψαχνε να βρει απαντήσεις, ήταν αυτός που είχε θέσει το ερώτημα. «Ποιος είσαι;» Η πίεση ήταν απίστευτη, ασφυκτιούσε. Ήθελε να φωνάξει «δεν ξέρω» αλλά δεν μπορούσε. Μια τέτοια απάντηση τρόμαζε και τον ίδιο. Τότε, ήρθε μια σπίθα. Χτύπησε δύο, τρεις φορές το μέτωπο του με την παλάμη του. «Σκέψου, σκέψου!» βροντοφώναξε μέσα στο μυαλό του. Νέες εικόνες άστραψαν στην μνήμη του. Στεκόταν πεισμωμένος μπροστά σε έναν μαύρο πίνακα γεμάτο μαθηματικές εξισώσεις και κάπου ο σημαντικός υπολογισμός είχε μπλοκάρει. Χτύπαγε με την παλάμη του το μέτωπο και μουρμούραγε, «Σκέψου! Σκέψου!» Χάθηκε κι εκείνη η μνήμη σαν όνειρο. Ήταν όμως μια αλήθεια, μια πραγματικότητα δική του που ανήκε σε έναν άλλο τόπο, έναν άλλο χρόνο. Ακούμπησε ξανά, απαλά αυτή την φορά, την παλάμη στο μέτωπο του. Χέρι. Το χέρι αγγίζει το μέτωπο. Χέρι, άνω άκρο. Μέτωπο, πρόσωπο, κεφάλι. Σώμα. Σάρκα και κόκαλα. Άνθρωπος. Είμαι άνθρωπος. Ήταν περίεργη σαν διατύπωση αλλά μήπως έτσι έπρεπε να αρχίσει; Ο ανακριτής μέσα στο κεφάλι του ενδιαφερόταν και γι αυτή την διαπίστωση. Άνθρωπος, νοήμον ον, ικανό για σκέψη και λόγο. Έπιασε το πρόσωπο του να νιώσει τα χαρακτηριστικά του. Κάτι δεν στεκόταν καλά. Το χέρι του είχε κάποιο πρόβλημα, δεν ήταν σωστό. Επιστρατεύοντας όσο θάρρος μπορούσε να μαζέψει, τόλμησε για δεύτερη φορά και άνοιξε αργά τα βλέφαρα του. Πόνεσαν πάλι τα μάτια του αλλά επέμεινε. Τουλάχιστον δεν είχε τυφλωθεί όπως είχε φοβηθεί. Συνήθισε στο φως σταδιακά, άρχισε να διακρίνει, θολά στην αρχή, κάποια σχήματα από το περιβάλλον του. Όσο περισσότερα αντιλαμβανόταν, τόσο υποχωρούσε και ο φόβος του. Οι χτύποι της καρδιάς του έπεσαν, οι αισθήσεις του ηρέμησαν, έμεινε να κοιτάει απορημένος γύρω του, σαν νεογέννητο μωρό, αφήνοντας σφυριχτές εκπνοές που ηχούσαν περίεργα στο οβάλ σπήλαιο που βρισκόταν. Δεν υπήρχαν ορατές εστίες φωτός, παρ’όλα αυτά ο χώρος ήταν φωτεινός. Ένας λόγος που τα μάτια του δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν σ’αυτό που έβλεπαν ήταν η απουσία σε λεπτομέρειες, πτυχές ή γωνίες. Τα τοιχώματα που τον περιέβαλαν ήταν λεία και λευκά. Ήταν γυμνός, βυθισμένος σε κάποιο γαλακτερό υγρό μέσα σε μια εσοχή που θύμιζε μπανιέρα, μέσα σε έναν χώρο σαν εσωτερικό αβγού. Η μόνη εξαίρεση στο ντεκόρ βρισκόταν απέναντι του. Ένα άνοιγμα, σαν παράθυρο, πίσω από το οποίο βασίλευε το σκοτάδι. Κάρφωσε το βλέμμα του πεισματικά στο άνοιγμα γιατί ήταν σίγουρος πως υπήρχαν άλλοι εκεί πέρα, άλλοι που καθόντουσαν και τον κοίταζαν, τον παρατηρούσαν, τον μελετούσαν. Ήξεραν πως τους αντιλαμβανόταν. Τώρα τους άκουσε ξεκάθαρα. «Ποιος είσαι;» τον ξαναρώτησαν. Ήθελε τόσο να τους δώσει αυτή την απάντηση. Μόνο για να μπορέσει να τους ζητήσει ένα αντάλλαγμα. Είχε αρχίζει να πνίγεται ο ίδιος από ένα σωρό ερωτήσεις και χρειαζόταν την βοήθεια τους. Κοίταξε τον εαυτό του. Υπήρχαν πολλά μαύρα καλώδια, και ένα κεντρικό μεγάλο, βιδωμένο στο στομάχι του, που έβγαιναν από το σώμα του και κατέληγαν σε ένα ταμπλό στο ταβάνι. Το υγρό στο οποίο ήταν βυθισμένος ήταν ζεστό και γλυκό, τον καθησύχαζε. Ο αέρας που ανέπνεε, ο αέρας που ένιωθε στο δέρμα του ήταν περίεργος, ανησυχητικός. Ήταν κατασκευασμένος, τεχνητός. Κοίταξε τα χέρια του. Του έλειπαν δάχτυλα. Του ήρθαν εικόνες από την καταστροφή. Μεγάλη έκρηξη, φωτιά, πτώματα. Κραυγές και θάνατος. Τόση μοναξιά. Είχε γίνει κάποιο ατύχημα; Είχε επιβιώσει κάποιας συγκλονιστικής εμπειρίας; Οι επιπτώσεις ήταν τεράστιες, γι αυτό ήταν σίγουρος. Έπρεπε να λογοδοτήσει στο σύμπαν. Τα κάτω του άκρα επίσης ήταν λάθος. Τα ένιωθε άμορφα, ατροφικά. Κοίταξε ξανά τα χέρια του. Το δέρμα του ήταν απαλό, λευκό, νεανικό. Τα δάχτυλα του δεν ήταν κομμένα. Ήταν...ασχημάτιστα. Του ήρθαν πάλι δάκρυα. Ξανά το συναίσθημα της ανείπωτης μοναξιάς τον έκοψε σαν μαχαίρι. Κοίταξε στο μαύρο παράθυρο με παράπονο. Ποιοι ήταν εκεί και γιατί τον ταλαιπωρούσαν, γιατί τον άφηναν έτσι; Ήθελε να υποβάλλει ο ίδιος κάποιες ερωτήσεις. Τι είχε συμβεί; Που ήταν οι αγαπημένοι του; Μόλις σχηματίστηκε η ερώτηση στο μυαλό του άνοιξε το φράγμα των εικόνων και πλημμύρισε το βλέμμα του με αγαπητές οπτασίες. Είδε την Νάντια, την αγαπημένη του Νάντια. Την όμορφη γυναίκα του. Το χαμόγελο της, το γέλιο της στα γενέθλια του, η έκσταση της στην αγκαλιά του, η μελαγχολία της στον αποχωρισμό. Είδε τον Πέτρο, τον γιο του, το αγοράκι του, να κοιμάται με τα παιχνίδια του, τον άκουσε να τον αποκαλεί «μπαμπά». Είχε χτυπήσει το γόνατο του στον κήπο και ήρθε μέσα κλαίγοντας. Του είχε βάλει ιώδιο και του είχε πει κάτι χαζό, όπως «οι άντρες δεν κλαίνε». Τον άκουσε η Νάντια και έγινε έξαλλη. Έδινε μεγάλη σημασία σε κάτι τέτοια. Είδε τον Φοξ, τον σκύλο τους, την Μίσα, την γάτα τους. Οι μνήμες ήρθαν σαν χείμαρρος και γέμισαν τα κενά. Όλο του το μυαλό άνοιξε ξαφνικά και θυμήθηκε ποιος ήταν. Ταυτόχρονα ένιωσε να ξεσπάει μια μεγάλη αναταραχή πίσω από το μαύρο παράθυρο. Πανικός άδραξε την καρδιά του και την έσφιξε άπονα. Τι είχε συμβεί τελικά; Είχε επιβιώσει πέρα από κάθε προσδοκία και πέρα από κάθε ελπίδα; Κανείς τους δεν ανέμενε πλέον τίποτα από την Γη, πόσο μάλλον μια αποστολή σωτηρίας. Ο άνθρωπος ήταν ανίκανος να ξεφύγει από την φύση του. Κατέστρεψε, σιγά-σιγά στην αρχή, τον κόσμο στον οποίο ζούσε και μετά, βλέποντας πως η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη, σταμάτησε και να προσποιείται πως τον νοιάζει. Μαύρισαν οι ουρανοί και τα ύδατα, εξαφανίστηκε το μισό ζωικό βασίλειο, ξέσπασαν πόλεμοι, εξαπλώθηκαν νέες αρρώστιες, η πείνα έφτασε και μέχρι τον πολιτισμένο δυτικό κόσμο. Ο πλανήτης είχε δηλητηριαστεί. Σεισμοί, τυφώνες, ακραίες θερμοκρασίες έπλητταν τον πλανήτη σε κάθε του γωνία. Ενεργοποιούνταν παλιά ηφαίστεια, φύτρωναν καινούργια ανά την υφήλιο. Ένα νησί είχε αναδυθεί στη μέση του Ατλαντικού. Το πρόγραμμα των διαστημικών αποικιών, μια ελπίδα διαφυγής στο ξεκίνημα του, έπεσε τελικά θύμα της γήινης μικροπρέπειας και των επίγειων συγκρούσεων. Υπήρχαν ήδη μια βασική αποικία στην Σελήνη και δύο επανδρωμένες αποστολές στον Άρη όταν ο Αλέξης μπήκε στο πρόγραμμα. Τον έλεγαν Αλέξη Πάρι, είχε γεννηθεί από Έλληνες γονείς στο Λονδίνο, εν έτι 2010, και ήταν, όπως διαπιστώθηκε πολύ νωρίς, μια σπάνια περίπτωση παιδιού θαύματος, μια εκ γενετής ιδιοφυία. Στα δεκαπέντε του μιλούσε πέντε γλώσσες, έπαιζε πιάνο, πιλόταρε μονοκινητήριο αεροσκάφος, σπούδαζε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο. Στα είκοσι δίδασκε μαθηματικά και σπούδαζε νομικά. Στους αριθμούς είχε ανακαλύψει το κλειδί του σύμπαντος, την αλχημεία που μπορούσε να ανοίξει όλες τις επιθυμητές πόρτες για τις ανάγκες της ανθρωπότητας. Οι αριθμοί όμως απαιτούσαν μια πειθαρχία, μια τάξη την οποία ο άνθρωπος δεν μπορούσε να επιβάλλει εύκολα στον εαυτό του. Το σύμπαν επεκτεινόταν, νέες ανακαλύψεις στα εργαστήρια, νέες ανακαλύψεις στο διάστημα, υπήρχε ανάγκη για ανάλογες νομοθεσίες. Έβλεπε γύρω του την ανθρωπότητα να κλοτσάει ευκαιρίες, να χαντακώνει ελπίδες, να βάζει φωτιά στο στρώμα στο οποίο κοιμόταν. Έτσι από τους αριθμούς πέρασε στην νομική. Όταν οι αποικίες στο διάστημα άρχισαν να γίνονται πραγματικότητα, μια ιδιοφυία με την ιδιότητα του μαθηματικού νομικού, και με δίπλωμα πιλότου, ήταν κάτι παραπάνω από κατάλληλη για το πρόγραμμα. Στον Θεό δεν στράφηκε ποτέ. Δεν είχε συνδέσει ποτέ το δώρο της ευφυίας του με Εκείνον. Δεν ήταν άθεος, απλώς ήταν σίγουρος πως ο δημιουργός είχε τελειώσει το έργο του νωρίς και είχε αποχωρίσει, ήταν πλέον απών. Θεωρούσε τις οργανωμένες θρησκείες την αιώνια μάστιγα της ανθρωπότητας από την δημιουργία της μέχρι και σήμερα. Είχαν φτάσει ως τον Άρη και εδώ πίσω στην terra firma σφάζονταν ακόμα μωρά στο όνομα του Παντοδύναμου. Την πρώτη φορά που κοίταξε τον έναστρο θόλο από το διάστημα, χωρίς την παρεμβολή της Γήινης ατμόσφαιρας, επαληθεύτηκε πλήρως στην καρδιά του η απουσία Του. Η πρώτη επανδρωμένη προσεδάφιση στον Άρη είχε συγκινήσει αρκετά την ανθρωπότητα για να νιώσει έστω το φούντωμα μιας νέας ελπίδας. Τα πράγματα στον εδώ πλανήτη δεν πήγαιναν καλά. Είχαν ξεσπάσει πόλεμοι. Πηγές πετρελαίου ανά τον κόσμο φλέγονταν. Κάπου στην Ασία είχε ριχτεί πυρηνική βόμβα. Το μισό από το ήδη καταβεβλημένο οικοσύστημα καταστράφηκε εν ριπή οφθαλμού. Ο χημικός πόλεμος αποδεκάτισε πολιτείες και δηλητηρίασε τα ποτάμια της Ευρώπης. Μία στις τρεις πηγές διατροφής ήταν ακατάλληλες προς βρώση. Ο δυτικός πολιτισμός δέχτηκε επίθεση και στο διάστημα. Χτυπήθηκαν και καταστράφηκαν πολλοί δορυφόροι, υπέφεραν οι επικοινωνίες, πολλές ζωτικής σημασίας. Παραβιάστηκαν απόρρητοι κωδικοί, σβήστηκαν και χάθηκαν πολύτιμα αρχεία. Η κατάχρηση της τεχνολογίας βύθιζε την ανθρωπότητα στην άγρια καταγωγή της. Η επιστημονική κοινότητα του διαστημικού προγράμματος κράτησε την ψυχραιμία της και μάζεψε μια επίλεκτη ομάδα από όλες τις κοινότητες της Γης, ακόμα και από αντίπαλα στρατόπεδα. Η μικτή ομάδα που πάτησε πρώτη στην επιφάνεια του Άρη ανάρτησε περισσότερες από μια σημαίες στο κόκκινο χώμα της νέας γης. Η εικόνα των αντίπαλων λαβάρων να κυματίζουν μαζί αρμονικά στην μακρινή αυτή γωνία του σύμπαντος ήταν αρκετό για να λυγίσει τα επίγεια πάθη. Μόνο για λίγο όμως. Η δεύτερη αποστολή, μεγαλύτερη και πιο φιλόδοξη από την πρώτη, δημιούργησε πολλά άσχημα προμηνύματα στους πρώτους εμπνευστές. Μετά την πρώτη επιτυχία ήθελαν να συμμετάσχουν όλοι. Μπήκαν οι πολιτικές εξουσίες στο παιχνίδι και ορίστηκαν παράμετροι που εξασφάλιζαν τα ανάλογα συμφέροντα του καθενός. Με την δεύτερη προσεδάφιση ξεκίνησαν και οι βάσεις για την πρώτη αποικία. Σε λιγότερο από έναν χρόνο όμως, υπήρξαν συγκρούσεις και στον Άρη. Η αποικία χωρίστηκε στα δύο. Αντίπαλες κυβερνήσεις ξεκίνησαν αμέσως ξέχωρες προετοιμασίες για να προλάβουν να ενισχύσουν τους δικούς τους στον κόκκινο πλανήτη. Και οι δύο ομάδες προσέγγισαν τον Αλέξη Πάρι. Τον ήθελαν στην ομάδα τους. Το μαθηματικό και νομικό του μυαλό έφερνε λύσεις. Ο Αλέξης ήταν πρόθυμος να βοηθήσει. Το ανθρώπινο πρόβλημα τον απασχολούσε από μικρό παιδί. Είχε δοκιμάσει κάποτε να συμμετάσχει στην πολιτική αλλά η μοχθηρία της τον είχε τσούξει άσχημα. Είχε αποτραβηχτεί τότε, τώρα όμως, ίσως αυτή να ήταν η ευκαιρία που περίμενε. Διάλεξε την πιο διαλλακτική πλευρά και μπήκε στο πρόγραμμα. Όσο και να προσπάθησε, δεν μπόρεσε να παρηγορήσει την γυναίκα του. Τα έξι χρόνια που θα έλειπε της ήταν απαράδεκτα. Της είπε πως το έκανε για εκείνη και τον γιο τους. Του είπε πως το μόνο που εκείνη και ο γιος τους ήθελαν, ήταν εκείνον στο πλάι τους. Θα έχανε την ενηλικίωση του Πέτρου. «Η ζωή είναι τόσο σύντομη» είπε η Νάντια και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Την έπνιξαν οι λυγμοί. Δεν ήξερε τι να της πει. Ο άνθρωπος διάνοια ο οποίος έπαιζε στα δάχτυλα νομοθεσίες και εξισώσεις, δεν μπορούσε όμως να ελέγξει τα αναφιλητά μιας γυναίκας που διαλυόταν στα χέρια του. Την αγαπούσε, την αγαπούσε τόσο πολύ, μήπως όμως η δική της αγάπη του ήταν κάτι άγνωστο, κάτι τελείως ξένο στις αντιλήψεις του; Γιατί δεν μπορούσε να τον καταλάβει; Πολλές φορές αναρωτήθηκε αν είχε αποφασίσει λάθος. Δεν μπορούσε όμως να προβλέψει το μέλλον. Μόνο το αποτέλεσμα μπορούσε να του δώσει την απάντηση. Την είχε γνωρίσει στην Νέα Υόρκη, σε μια έκθεση ζωγραφικής. Η γυναίκα του ήταν ζωγράφος. Οι πίνακες της χωρίζονταν σε δύο κατευθύνσεις. Τοπία σε ακρυλικό και συναισθηματικές απεικονίσεις σε λάδι. Βλέποντας τα έργα της δεν θα συμπέραινε ποτέ πως προήλθαν από το ίδιο άτομο. Τα τοπία ήταν ιδανικά, ρομαντικά, πανέμορφα, μια πανδαισία χρωμάτων και φαντασίας. Τα άλλα, φανέρωναν μια σκοτεινή και δυναμική φόρτιση, μια μυστική και μυστηριώδη εσωτερικότητα. Λίγο πολύ απεικόνιζαν αυτό που ήταν η Νάντια. Ήταν η γυναίκα που του υπόδειξε το κενό που είχε στην καρδιά του, τον συναισθηματισμό που είχε ανάγκη στην ζωή του. Δεν είχε καταλάβει πόσο κρύωνε μέχρι που τον ζέστανε εκείνη. Ήταν η πρώτη και μοναδική ερωμένη που γνώρισε ποτέ. Στα εικοσιπέντε και οι δύο όταν γνωρίστηκαν, παντρεύτηκαν σχεδόν αμέσως μετά. Η πρώτη τους κρίση ήρθε στην απόφαση τους να κάνουν ή όχι παιδί. Εκείνη το ήθελε, ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος. Πως θα έφερναν ένα παιδί σε έναν τέτοιον κόσμο; Η θέση της, αυτή που τον κέρδισε, ήταν πως αν είχε μέσα του κάποια ελπίδα για το μέλλον, για τον κόσμο στον οποίο ζούσαν, ίσως δεν έφτανε μια ζωή, η δική του, για να σωθεί ο κόσμος. Έπρεπε να στρωθούν τα θεμέλια στα παιδιά τους, να περάσει το έργο στην επόμενη γενιά. Και ο Αλέξης έλπιζε, ήθελε να ελπίζει για την ανθρωπότητα. Χρόνια αργότερα, με το ίδιο σκεπτικό προσπαθούσε να της δείξει γιατί είχε πάρει την απόφαση να πάει στον Άρη. Ο χωρισμός τους υπήρξε συναισθηματικά μετριασμένος. Κάπου μέσα της είχε σκοτώσει ένα κομμάτι της αγάπης της για να το αντέξει, η μελαγχολία στο βλέμμα της όμως τον είχε πειράξει άσχημα. Και αυτή της την εικόνα πήρε μαζί του στο ταξίδι. Εκείνος πίστευε πως τα χρόνια θα περνούσαν γρήγορα. Για εκείνη ήταν σαν να ήταν νεκρός. Υπήρχαν αράχνες στην άτρακτο. Κλεισμένες σε γυάλινες θήκες, θα ήταν τα πρώτα ζώα που θα δοκιμάζονταν στις συνθήκες του κόκκινου πλανήτη. Βρίσκονταν στην επιτήρηση του Χίρο, του ιάπωνα γιατρού. Ο Αρχιμήδης ήταν τεράστιο διαστημόπλοιο, κατασκευασμένο εξολοκλήρου σε τροχιά, με προσωπικό πενήντα ατόμων, που ήταν όλη η αποστολή. Με τον γιατρό όμως τον έδεσε μια ιδιαίτερη σχέση, μια κάποια ξεχωριστή χημεία. Στο μακρύ και ατελείωτο ταξίδι ο Αλέξης ήρθε σε επαφή με μια νέα, άγνωστη πλευρά του εαυτού του. Στις τακτικές συναντήσεις με τους αρχηγούς της αποστολής και στις οργανωτικές συζητήσεις κρατούσε το μυαλό του απασχολημένο και σε εγρήγορση, βοηθούσε στην λήψη σημαντικών αποφάσεων. Μετά ήταν το πρόβλημα, όταν έμενε μόνος του. Η Νάντια και το παιδί ήταν συνέχεια στο μυαλό του. Άρχισε να φοβάται. Κολλούσε το μέτωπο του σε κάποιο φινιστρίνι και βυθιζόταν στο σύμπαν ψάχνοντας...τι; Τους δικούς του, τον Θεό, μια ελπίδα; Κι αν δεν υπήρχε ελπίδα; Παρά τα πολλά του ταλέντα, φιλόσοφος δεν ήταν. Έτσι κατέληξε στο ιατρείο του Χίρο, στο ιατρείο με τις αράχνες. Ο καλός γιατρός αναγνώρισε τον πόνο του και τον κέρασε κάποια χημική ουσία δικής του επινόησης. Το κόλπο έπιασε και σύντομα έγινε μόνιμος θαμώνας. Όταν τέλειωνε με τους άλλους, άφηνε τα διανοητικά του εύσημα απ’έξω και χανόταν στα χημικά κοκτέιλ του Χίρο. Λύτρωνε το μυαλό του από τις ακαταστασίες, τις έγνοιες, οι πτυχές χάνονταν σε ένα άπειρο, κατάλευκο, μεταξωτό κενό. Μιλούσαν για οτιδήποτε, οτιδήποτε για να μην σκέφτεται τους δικούς του. Ο Χίρο δεν είχε οικογένεια, ήταν άνθρωπος βυθισμένος στο πάθος της επιστήμης του και αυτό ήταν ξέχωρο δώρο στις σχέσεις του μαζί του. Οι αράχνες δεν έφτιαχναν ιστό όσο διαρκούσε το ταξίδι, κάτι που είχε σχέση με την έλλειψη βαρύτητας, και το γεγονός προβλημάτιζε τον γιατρό. Δεν μπορούσαν παρά να ελπίζουν πως αυτό θα άλλαζε όταν θα έφταναν στον προορισμό τους. Εντωμεταξύ, οι ειδήσεις που τους έφταναν από την πατρίδα δεν ήταν τόσο αισιόδοξες. Είχε ξεσπάσει νέος πόλεμος και η αποστολή που θα ακολουθούσε την δική τους είχε αναβληθεί για άγνωστο χρονικό διάστημα. Κανείς τους δεν ήθελε να αναλογιστεί τις επιπτώσεις που αυτό θα είχε στους ίδιους. Παρά τις τόσες εικόνες με τις οποίες είχε μεγαλώσει από παιδί, παρά την προσεδάφιση του στην Σελήνη πριν το μεγάλο ταξίδι, τίποτα δεν είχε προετοιμάσει τον Αλέξη για την άφιξη στον Άρη. Το μεγαλείο του πλανήτη που είχε αδράξει την φαντασία της ανθρωπότητας αιώνες τώρα, ήταν αδύνατο να περιγραφεί δίκαια. Η συγκίνηση του ήταν πρωτόγνωρη. Μόλις κοίταξε από το φινιστρίνι και τον αντίκρισε του έφυγαν όλες οι αμφιβολίες. Είχε πάλι ελπίδα, ζωντανή και χειροπιαστή σαν τον πλανήτη που αντίκριζε. Και δεν έμεινε ξεγελασμένος από τις πρώτες εντυπώσεις. Από την πρώτη προσέγγιση, από την τροχιά, μέχρι την κατάβαση και την προσεδάφιση, ο πλανήτης εξέπεμπε σταθερά την γοητεία του. Όσο και να τόνιζε αριθμητικά και συγκριτικά τα μεγέθη που αντίκριζε, πάλι δεν θα μπορούσε να μεταδώσει επάξια την καθεαυτού εμπειρία του να βρίσκεται εκεί και να διασχίζει αυτές τις αποστάσεις. Τα «τεράστια όρη» και οι «αβυσσαλέες χαράδρες» δεν ήταν παρά φτηνοί, μικροί χαρακτηρισμοί στην ανεπαρκή περιγραφή τους. Ο Αλέξης όμως τώρα ήταν εκεί, μικρός μεν ενάντια στο σύμπαν, αλλά με μια τεράστια φλόγα να καίει στην καρδιά του. Και έκανε το θαύμα του. Ξεσπάθωσε στις μικροπρέπειες που συνάντησε στους πρώτους αποίκους. Δεν χάιδεψε τα αφτιά κανενός. Τους είπε για την κατάσταση στη Γη, ας μην είχαν ελπίδες από εκείνη την κατεύθυνση. Η αποικία είχε όλα τα μέσα να αντεπεξέλθει στις συνθήκες και να γίνει αυτάρκης αν όλοι εργάζονταν σωστά προς έναν κοινό σκοπό. Δεν είχαν έρθει εδώ για να μεταφέρουν τα προβλήματα του πλανήτη τους, αλλά για να ξεκινήσουν την ζωή σε έναν καινούργιο κόσμο. «Εμείς είμαστε οι πρώτοι Αριανοί» τους είπε. Κατάφερε να ενώσει ξανά τις δύο αποικίες και να εξαλείψει τα επιζήμια κατάλοιπα των παλιών τους διαφορών. Με δική του προτροπή τα μηνύματα που έφταναν από την Γη λογοκρίνονταν. Δυσάρεστα πολεμικά νέα, πιέσεις κυβερνήσεων προς τους Αριανούς επιστήμονες τους αποκρύπτονταν σχολαστικά. Σε έξι μήνες το πρόγραμμα της αποικίας λειτουργούσε παραγωγικά και εποικοδομητικά. Τα μηνύματα που έστελναν πίσω διακήρυτταν τις επιτυχίες τους. Ο καιρός περνούσε και από την Γη ακόμα δεν υπήρχε νέο της επακόλουθης αποστολής. Ο πόλεμος είχε αναγκάσει και την αντίπαλη κυβέρνηση να ματαιώσει τα σχέδια της για τον Άρη. Παρ’όλα αυτά η ομάδα προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία και την αισιοδοξία της. Τα θερμοκήπια που είχαν στηθεί στα διάφορα πόστα λειτουργούσαν άψογα και πετυχημένα. Οι σπόροι είχαν πιάσει ρίζες στο γήινο χώμα που είχαν φέρει μαζί τους, κάποιοι ρίζωσαν και στο ντόπιο κόκκινο χώμα αλλά ήταν νωρίς να προβλέψουν την εξέλιξη τους. Τα φυτά που είχαν φέρει μαζί τους είχαν επιβιώσει και παρήγαγαν οξυγόνο, και οι αράχνες, ελεύθερες στις φυλλωσιές, είχαν αρχίσει να υφαίνουν τους ιστούς τους. Οι μονάδες παραγωγής νερού και οξυγόνου είχαν αρχίσει να αναπαράγουν και τα δύο. Του νερού του έλειπαν άλατα και ήταν άγευστο αλλά ήταν μια πολύ καλή αρχή. Ο τεχνικός αέρας ήταν ξερός και τους προκαλούσε αφυδάτωση αλλά εργάζονταν να διορθώσουν αυτό το πρόβλημα. Ομάδες γεωλόγων έσκαβαν και έψαχναν για εύχρηστα πετρώματα. Κάποιοι έλπιζαν σε κάποια πολύτιμη, εκμεταλλεύσιμη ανακάλυψη μήπως και αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον της Γης για νέα βοήθεια. Η θέα του τοπίου ήταν απαράμιλλη, όσο κοινότυπο κι αν ακουγόταν το συμπέρασμα του. Ο πλανήτης ήταν πανέμορφος. Δεν είχε φανταστεί ποτέ του τόσες παραλλαγές στο χρώμα κόκκινο. Την μοιραία μέρα είχε πάρει το Μπι-Βι, το τετράτροχο όχημα τους, και είχε βγει σε μια από τις καθιερωμένες, μοναχικές του βόλτες. Απομακρυνόταν από την βάση όσο του επέτρεπε η κυψέλη ενέργειας που κουβαλούσε, ή όσο θα του επέτρεπε το ίδιο το τοπίο. Στα ανατολικά της αποικίας υπήρχε ένα τεράστιο βάραθρο. Του άρεσε να πηγαίνει εκεί, στο έσχατο άκρο του γκρεμού, μικρός και ασήμαντος ο ίδιος, και κοιτάζοντας το χάσμα κατάφερνε να αδειάσει το κεφάλι του. Ο εξωγήινος ορίζοντας τον ανακούφιζε. Οι Φόβος και Δείμος κρέμονταν μεγαλόπρεπα, ονειρικά, πάνω από το σκηνικό, ένα εξωπραγματικό μωσαϊκό βγαλμένο θαρρείς από τα εσώψυχα της αγαπημένης του. Είχε φωτογραφίσει την θέα πολλές φορές με την ψηφιακή του κάμερα και είχε στείλει τις εικόνες στην Γη, στην Νάντια, έχοντας προσθέσει και τις σκέψεις του, πάντα ενθαρρυντικές, πάντα παρηγορητικές. Ήθελε να την κάνει να καταλάβει τι επιχειρούσε να κάνει εδώ, που ήταν και ο λόγος που είχαν φέρει τον Πέτρο στον κόσμο. Ήθελε και ο γιος του να καταλάβαινε μια μέρα γιατί ο πατέρας του τον εγκατέλειψε στην πιο εύθραυστη του ηλικία. Εδώ, πάνω από το Αριανό φαράγγι το συμπέρασμα του ήταν ένα. «Όλο αυτό είναι μεγαλύτερο από τον καθένα μας αγάπη μου.» Κάποτε ο πλανήτης είχε νερό. Τα σημάδια του υγρού στοιχείου ήταν ζωγραφισμένα παντού. Κάποιο ποτάμι έρεε αιώνες πριν στον πυθμένα αυτού του γκρεμού. Ο Ναμπούκοφ και η ομάδα του, οι γεωλόγοι, άνοιγαν ορυχεία μήπως ανακαλύψουν κάποια διατηρημένη, υπόγεια δεξαμενή. Μια τέτοια ανακάλυψη θα ήταν ανυπολόγιστης σημασίας. Άλλο ίχνος ζωής δεν είχαν δει, κάποιο απολίθωμα, οτιδήποτε. Ούτε κάποια κατασκευή που να προδίδει πρότερο πολιτισμό. Οι Γήινοι άποικοι ήταν όντως οι πρώτοι και μόνοι Αριανοί. Στεκόταν στην άκρη του γκρεμού, καθισμένος στο Μπι-Βι, χαμένος στις σκέψεις του, όταν του φάνηκε πως ο Φόβος ρίγησε, σαν να ταράχτηκε το πέπλο του ουρανού. Τότε άρχισαν τα πρώτα πεφταστέρια. Δεν πρόλαβε να θαυμάσει το εντυπωσιακό θέαμα γιατί αμέσως ο ουρανός σκίστηκε στα δύο και ο μετεωρίτης βούτηξε στο κόκκινο έδαφος βάζοντας φωτιά στο σύμπαν. Του κόπηκε η αναπνοή καθώς το μάτι του φωτογράφισε εκείνη την στιγμή, δευτερόλεπτα πριν την σύγκρουση. Το μέγεθος, εκείνο το απερίγραπτο μέγεθος του ουράνιου γίγαντα, το απερίγραπτο μέγεθος της πτώσης, του συμβάντος, της επερχόμενης καταστροφής, τον μηδένισε. Όλοι τους ήταν ένα τίποτα. Είχαν τολμήσει και είχαν εισβάλλει στα άδυτα του σύμπαντος που ήταν ανυπολόγιστου μεγέθους σε σύγκριση με τις ασήμαντες ζωές τους. Θα γελούσε αν προλάβαινε. Ακολούθησε μια απίστευτη έκρηξη που τίναξε τον φλοιό του Άρη στον αέρα και τα πάντα χάθηκαν σε έναν στρόβιλο καυτής, αιωρούμενης άμμου. Το έδαφος συγκλονίστηκε κάτω από τα πόδια του αλλά δεν χάθηκε. Το ουράνιο σώμα είχε πέσει σε αρκετή απόσταση από το σημείο στο οποίο είχε σταθεί εκείνος. Αμέσως η αγωνία του μετατέθηκε στην ασφάλεια της αποικίας. Οπτικά, το σκηνικό είχε χαθεί από μπροστά του. Μπορούσε να δει ως εκεί που απλωνόταν το χέρι του. Χρησιμοποιώντας την πυξίδα του Μπι-Βι, κατάφερε να γυρίσει στην βάση μετά από τρεις ώρες. Η καταστροφή ήταν ολική. Τα θερμοκήπια, οι μονάδες νερού και οξυγόνου είχαν καταστραφεί. Ζωντανοί είχαν μείνει ελάχιστοι. Η αποικία, και όλα τα απομακρυσμένα πόστα της φλέγονταν. Είχαν προλάβει να εκπέμψουν σήμα κινδύνου στην Γη, δεν ήξεραν όμως τι καλό θα έβγαινε από αυτό. Οι κεραίες είχαν καταστραφεί. Δεν μπορούσαν πλέον ούτε μήνυμα να λάβουν από την πατρίδα. Δεν είχαν παρά να περιμένουν τον θάνατο. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό, στα σύννεφα άμμου που στροβιλίζονταν στον αέρα, και υπολόγισε τις πιθανότητες ενός συμβάντος σαν αυτό που τους είχε τύχει. Είχαν ισοπεδωθεί όλες οι ελπίδες τους. Είχαν κάνει κάποιο λάθος; Είχαν διαπράξει κάποια ύβρη; Έψαχναν απαντήσεις σε λάθος τόπο, εκεί που δεν ανήκαν, ανίκανοι να φροντίσουν τα προβλήματα τους στο ίδιο τους το σπίτι; Υπήρχε Θεός τελικά; Δεν ήθελε να επιτρέψει την ήττα στον εαυτό του αλλά...το σύμπαν ήταν τόσο μεγαλύτερο από τους ίδιους. Οι αριθμοί, οι αριθμοί του είχαν αποδειχτεί ανεπαρκείς. Πήγε και κάθισε στα ερείπια του επιστημονικού θόλου. Ο Χίρο και οι άλλοι είχαν εξαφανιστεί στην φωτιά, απαλλαγμένοι ήδη από την μεγάλη απογοήτευση. Τα φυτά αργοπέθαιναν θαμμένα στην κόκκινη άμμο. Δεν είδε καμία αράχνη πουθενά. Σύντομα θα τελείωνε και το οξυγόνο του. Την τελευταία του νύχτα με την Νάντια την πέρασαν αγκαλιασμένοι στην σκεπή του εξοχικού τους. Ήταν μια ασυνήθιστα ζεστή μέρα, τα νέα του κόσμου ήταν επιεικώς δυσάρεστα, και είχαν στήσει πρόχειρα ένα ράντζο κάτω από την ανακουφιστική εικόνα του ειρηνικού, έναστρου ουρανού. Θρησκευτικοί φανατισμοί, πυροδοτούμενοι από νέους ιερούς ηγέτες που ζητούσαν τον εξαγνισμό του πλανήτη με αίμα, είχαν σπείρει φωτιά και τρόμο ανά τον κόσμο. Η γνωστή και επαναλαμβανόμενη ιστορία της ανθρωπότητας στην αθεράπευτη ασχήμια της. Αυτό το βράδυ ήθελαν να αφήσουν όλα αυτά απ’έξω, μακριά τους. Έκαναν έρωτα και μετά την κράτησε σφιχτά μέσα στην αγκαλιά του. Κοίταξαν βουβοί τα άστρα, φοβούμενοι να μιλήσουν, μην ξεχάσουν να πουν κάτι σημαντικό. Μετά τον ξάφνιασε εκείνη. Το παιδί, με πρωτοβουλία του, διάβαζε ελληνική ιστορία. «Διαισθάνεται πως σε χάνει. Θέλει να σε γνωρίσει, να σε καταλάβει κάπως.» Το καλοκαίρι, η Νάντια είχε σκοπό να πάρει τον Πέτρο και να πάνε στην Ελλάδα, να γνωρίσουν τον τόπο της καταγωγής του. Ο ίδιος ο Αλέξης δεν είχε αναλογιστεί ποτέ σε βάθος την κληρονομιά του. Η νομοθετική του πλευρά είχε πηγάσει από τους αριθμούς, η κάθε του ενέργεια και απόφαση υπαγορευόταν από έναν στυγνό υπολογισμό, οτιδήποτε θα οδηγούσε πετυχημένα στο εκάστοτε ποθούμενο αποτέλεσμα. Οι επιστήμες των αρχαίων, ενοχλητικά πασπαλισμένες με περιττή φιλοσοφία, τον άφηναν συνήθως αδιάφορο. Η αλήθεια τους είχε εξυπηρετήσει μιαν άλλη, πεπερασμένη εποχή, που είχε πλέον χαθεί τελειωτικά και δεν μπορούσε να δώσει λύσεις στα σημερινά προβλήματα. Δεν εξέφρασε όμως καμία αντίρρηση στα σχέδια τους. Μακάρι να είχε κάνει εκείνο το ταξίδι μαζί τους, να ανακάλυπτε και ο ίδιος αυτή την πτυχή της ταυτότητας του. Το πρωί, όταν αγκάλιασε τον γιο του, προς ανακούφιση του, το παιδί δεν έκλαψε. Τριακόσια πενήντα εκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά του στην παρούσα θέση του Άρη, ήξερε πως τους έχανε ανέλπιστα. Δεν επρόκειτο να τους ξαναδεί. Αναπόλησε την αίσθηση του κορμιού της γυναίκας του, την ζεστασιά της, την στοργή που πρόσφερε. Αναπόλησε τον ήχο της φωνής τους, την φασαρία που ξεσήκωναν κάθε πρωί μέχρι να ετοιμαστούν για το σχολείο, και ρίγησε αναλογιζόμενος την οδύνη τους. Είχε αποτύχει. Τους είχε πονέσει και δεν μπορούσε να επανορθώσει. Κάθισε και περίμενε. Κρίμα που είχε μαυρίσει ο ουρανός. Δεν έβλεπε τίποτα. Θα πέθαινε στο σκοτάδι. Δεν θυμόταν τίποτα άλλο. Κοίταξε πάλι τα χέρια του, τα ασχημάτιστα δάχτυλα του. Έβαλε το μυαλό του να δουλέψει. Σίγουρα μπορούσε να καταλήξει σε κάποια ασφαλή συμπεράσματα. Ήταν ζωντανός. Είχε διασωθεί. Αλλά πως; Πότε πρόλαβε να έρθει βοήθεια από την Γη; Και που ήταν οι σωτήρες του; Ήξερε πως ήταν εκεί, πίσω από το μαύρο παράθυρο, αλλά γιατί κρύβονταν; Μετά, μια άλλη διαπίστωση έσκασε μέσα στο κεφάλι του. Δεν ήταν δύσκολη να την συμπεράνει, ούτε ανήκε στην σφαίρα του φανταστικού. Είχε όντως πεθάνει, αλλά η οντότητα μέσα στην οποία ανέπνεε τώρα ήταν ένα κλωνοποιημένο αντίγραφο του πρώτου εαυτού του. Η γενετική είχε εξελιχθεί σε απίστευτο βαθμό στις μέρες του, αλλά ποτέ σε σημείο του να αναγεννήσει κλώνο σε ενήλικη μορφή και σίγουρα ποτέ σε σημείο του να αντιγράψει όλη την μνημονική ιστορία του πρωτότυπου. Εκτός κι αν...Εκτός κι αν είχε περάσει πολύς καιρός, καιρός αρκετός για να φτάσει η επιστήμη σε αυτό το στάδιο. Πόσος καιρός όμως; Θα μάθαινε ποτέ τι είχαν απογίνει οι δικοί του; Μήπως όμως...Μια νέα σκέψη του πάγωσε την καρδιά. Δεν χρειάστηκε να αναρωτιέται για πολύ. Το μαύρο παράθυρο απέναντι του ξαφνικά διαπλατύνθηκε, τα τοιχώματα έλιωσαν σαν κερί και άλλαξε σχήμα. Το παράθυρο έγινε πόρτα και η οντότητα που μπήκε και στάθηκε από πάνω του δεν ήταν ανθρώπινη. Του ήταν δύσκολο να περιγράψει κάτι όταν δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτό που έβλεπε. Ποιο ήταν πάνω και ποιο κάτω, μπρος ή πίσω. Ενώ ο ίδιος ένιωθε την βαρύτητα, το πλάσμα κινούνταν περίεργα, με έναν τρόπο που πάλι δεν μπορούσε να περιγράψει. Αν ήταν να κινηθεί δεξιά, ήταν ήδη εκεί πριν κάνει και την κίνηση. Σε ένα μόνο είχε αποφασίσει με σιγουριά, ο φλοιός του εξωγήινου δεν ήταν ο δικός του. Η γκρίζα επικάλυψη ήταν ένα είδος προστατευτικής στολής. Και το κεφάλι, αν αυτό που κοίταζε ήταν όντως το κεφάλι, ήταν καλυμμένο τελείως με μια άμορφη μάσκα. Πιθανώς για να μετριάσουν το δικό του άγχος ή και για να μην αναπνέουν τον τεχνητό αέρα που είχαν φτιάξει για τον ίδιο. Πως συνομιλούσαν όμως; Τον είχαν ρωτήσει ποιος ήταν. Μα βέβαια, την ερώτηση δεν την είχε ακούσει με τα αφτιά του, είχε πεταχτεί σαν σκέψη στο μυαλό του. Τηλεπάθεια. Περίμεναν να ξυπνήσει η μνήμη του για να μάθουν. Και τώρα ήξεραν τα πάντα. Όλη η προσωπική του ζωή, ο πλούτος των ανθρώπινων συναισθημάτων, του τρόπου σκέψεις και συμπεριφοράς, όλες του οι γνώσεις, επιστημονικές και ιστορικές, ήταν κτήμα τους σε μία και μοναδική αναλαμπή. Καθώς τον μελετούσαν είχε πάρει κάποια ψήγματα από τις δικές τους σκέψεις. Το άγχος και ο πανικός που ένιωσε μόλις τα θυμήθηκε όλα ήταν δικές τους αντιδράσεις. Ποιοι ήταν; Από που είχαν έρθει; Πως τον είχαν βρει; Κοίταξε τον εξωγήινο γεμάτος ερωτήσεις. Διαισθάνθηκε πως ήταν να λάβει μια απάντηση σύντομα. Για ποιον άλλο λόγο του είχαν αποκαλυφθεί; Πρώτα ένιωσε μια εκπομπή φιλίας από το τηλεπαθητικό ον προς το άτομο του. Μετά, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ο εξωγήινός κάθισε εκεί να τον κοιτάζει. Ο Αλέξης δεν ήξερε τι έκαμνε, ίσως συνομιλούσε με τους δικούς του απ’έξω. Δεν είχε νόημα να μιλήσει για να εκφράσει τις απορίες του. Ήξερε πως διάβαζαν την κάθε του νέα σκέψη. Ξαφνικά, το πλάσμα τσίτωσε το κεφάλι προς το μέρος του και ο Αλέξης ξεφώνισε έκπληκτος. Όλη η σκέψη του ξένου άδειασε μέσα στο ανθρώπινο μυαλό, σε μια δίκαιη ανταλλαγή πολιτισμών και μνήμης. 2. Το νοβάρ απογειώθηκε αργά προς την πλατιά σχισμή του φλοιού αφήνοντας πίσω του τις μακρόστενες σκεπές της Άνοξ. Η λαμπρή πολιτεία απλωνόταν σε μεγάλη απόσταση, προς βορρά και νότο, στην τεράστια εσοχή του Οσενά. Η παλιά πόλη, που τα θεμέλια της λέγεται πως ξεκινούσαν από την πρώτη απόσχιση, καταλάμβανε το μήκος του πυθμένα του φαραγγιού. Μετά, κάθε σκαλοπάτι της νεότερης ιστορίας αντιστοιχούσε στους σταδιακούς οικισμούς προς βορρά, νότο ή και προς τα πάνω. Οι ανώτερες κάστες έχτιζαν στα τοιχώματα του Οσενά, όλο και προς την κορυφή, οι κατώτερες κάστες επεκτείνονταν στον πυθμένα, πιστότερες στους τρόπους των προγόνων. Το νοβάρ, κατασκευασμένο από σκληρό ξύλο σιν, έτριξε ελαφρά μόλις εκτέθηκε στα ανοιχτά. Ο πλοηγός άλλαξε τους πόλους και αδράχνοντας ένα νέο μαγνητικό κύμα ύφανε την νέα τους κατεύθυνση. Ταυτόχρονα έστειλε στους επίτιμους επιβάτες την γνωστή προειδοποίηση να ασφαλιστούν στις θέσεις τους για το ενδεχόμενο θύελλας. Ο Ακένας δεν έδωσε σημασία στην ανησυχία του πλοηγού. Βολεύτηκε καλύτερα στον θρόνο του και απόλαυσε την θέα δεξιά και αριστερά της κουπαστής. Ένας πλούτος χρωμάτων κάλυπτε το απέραντο έδαφος προς όλους τους ορίζοντες. Θάμνοι, αγριόχορτα, και δένδρα σε εναλλασσόμενες αποχρώσεις του βιολετί και στο βάθος να δεσπόζει το χιονοσκέπαστο όρος Νε. Ο Ακένας λάτρευε την επιφάνεια. Δεν περίμενε πάντα κάποια επίσημη αποστολή για να απολαύσει το τοπίο της πατρίδας του. Είχε το προσωπικό του νοβάρ που πλοηγούσε ο ίδιος. Δεν τον πτοούσαν οι καταιγίδες, είχε υφάνει μονοπάτια ακόμα και μέσα στις πιο αντίξοες καιρικές συνθήκες. Εκεί τουλάχιστον που του επιτρεπόταν να ορίζει την μοίρα του εξαντλούσε το δικαίωμα του στο έπακρο. Αυτή η τωρινή δεν ήταν μία από αυτές τις φορές. Μαζί του επέβαιναν άλλοι τρεις υπουργοί και δύο στελέχη της Ανώτατης Ιεραρχίας, όλοι σε επίσημη αποστολή στο Μάτι του Μες. Το Μάτι ήταν μια τεράστια εσοχή στο κέντρο της παλιάς γης, μέσα από την οποία πήγαζαν τα τρία βασικά ποτάμια της πρώτης επαρχίας. Ο τόπος θεωρούνταν ιερός και δεν επιτρεπόταν είσοδος στον οποιονδήποτε. Υπήρχαν εκεί ίχνη από τους πρώτους οικισμούς στον πλανήτη και κατά καιρούς είχαν ανακαλυφθεί κάποια κειμήλια. Η Ανώτατη Ιεραρχία έπαιρνε πολύ στα σοβαρά αυτά τα ζητήματα. Ειδικές άδειες με χίλιες δύο δεσμεύσεις παραχωρούνταν σε επίδοξους αρχαιολόγους που ήθελαν να σκάψουν τα ιερά εδάφη, κάτω όμως από στενή παρακολούθηση. Σε μία από αυτές τις πρόσφατες ανασκαφές είχε έρθει στην επιφάνεια κάτι καινούργιο και η τωρινή ομάδα πήγαινε να εξετάσει την ανακάλυψη. Πέρασαν πάνω από την Άνηβη, την μεγαλύτερη και πολυπληθέστερη πολιτεία του Μες. Ήταν και η πολιτεία με την μικρότερη ιστορία. Κάπου διακόσια χρόνια νεαρή, μάζευε κατοίκους από όλα τα σημεία του πλανήτη. Ήταν η λύση για κάθε νέο ξεκίνημα ή διαφυγή από την στενομυαλιά της παραδοσιακής σκέψης που «μάστιζε» τις υπόλοιπες πολιτείες. Η Άνηβη θεωρούνταν το λίκνο των νέων ιδεών, του νέου τρόπου ζωής. Εκεί είχαν γεννηθεί πολλές από τις νέες επιστήμες και τις θεωρίες που είχαν πονοκεφαλιάσει συχνά το Ιεραρχικό Συμβούλιο. Εκεί όμως είχε γεννηθεί, και εφαρμοστεί, η ιδέα της εξερεύνησης του διαστήματος. Ο Ακένας κοίταξε μπροστά, στον ορίζοντα. Διέκρινε την σκιά του βαράθρου Μαρούανε. Το κατελάμβαναν τρεις μεγάλες πόλεις. Μετά από αυτές ξεκινούσε η βραχώδης κοιλάδα, στα όρια της παλιάς γης. Εκεί κάτω ανέμενε ο προορισμός τους. Οι πρωτόπλαστοι του Μες δεν επικοινωνούσαν νοητικά. Αυτό είχαν συμπεράνει αιώνες τώρα αρχαιολόγοι και επιστήμονες. Ήταν βεβαίως και απόλυτα λογικό. Τα παιδιά, στον δεύτερο μήνα της ηλικίας τους, όταν αποκτούσαν την αναλαμπή, αμέσως αποκτούσαν όλη την μνήμη των γονιών τους, που με την σειρά τους είχαν όλη την μνήμη των δικών τους γονιών και φυσικά όλη την ιστορία του Μες μέσα από τις μνήμες των προγόνων τους. Μέχρι ένα σημείο του πολιτισμού τους, ήταν σίγουροι πως γνώριζαν τα πάντα. Μετά, ξαφνικά, ανακαλύφθηκαν παλιοί, αρχέγονοι οικισμοί για τους οποίους δεν ήξερε κανείς τίποτα. Κάποια λαξευμένα σύμβολα οδήγησαν στην διαπίστωση πως εκείνοι οι άγνωστοι, πρώτοι Μεσιανοί έκαναν χρήση κάποιου είδους γραφής και άρα πρέπει να συνεννοούνταν φωνητικά. Η γραφή στον Μες, και η φωνητική ομιλία, σήμερα ήταν άχρηστα. Έτσι ξεκίνησαν και τα πρώτα ερωτηματικά. Αν λοιπόν ένας πλοηγός μαθαίνει την τέχνη του διαβάζοντας το μυαλό του προηγούμενου πλοηγού, ποιος ήταν ο αρχικός πλοηγός, εκείνος που είχε πασχίσει να δαμάσει πρώτος τα μαγνητικά κύματα του πλανήτη και τα κατάφερε μετά από πολύ προσπάθεια, κόπο και λάθη; Ποιος είχε εμπνευστεί καν πρώτος την ιδέα; Τα έπη μιλούσαν για θεϊκή συμβολή, άρχισαν όμως να αμφισβητούνται σε ενόχληση του ιερατείου. Ο Μες λοιπόν έκρυβε μια ολόκληρη άγνωστη ιστορία. Σαν αποτέλεσμα ξεπήδησε αναγκαστικά ο θεσμός της αρχαιολογίας. Η Ανώτατη Ιεραρχία δεν μπόρεσε να μπλοκάρει την μετάδοση των αμφιβολιών. Έγινε προσεκτικότερη στις επόμενες κινήσεις της. Η μνήμη των Μεσιανών ξεκινούσε κλασσικά με το χτίσιμο της Μένιμας. Μόλις φτάσαμε στο φαράγγι της Λάκεναξ και αντικρίσαμε το γαλάζιο χορτάρι κάτω από το κρυστάλλινο ποτάμι, ξέραμε πως ήταν η ιδανική τοποθεσία για να τιμήσουμε το Δίδυμο. Οι ιερείς όρισαν τα όρια και ξεκίνησε αμέσως το σκάψιμο. Με αυτή την παράγραφο ξεκινούσε η γνωστή ιστορία του πλανήτη. Πριν την Λάκεναξ όμως; Από που είχαν έρθει εκείνοι οι σκαπανείς; Στην συνέχεια, όπως λένε τα έπη, από την Μένιμας ξεκίνησαν οι διάφορες ομάδες που γέμισαν τον πλανήτη με άλλες πολιτείες. Κάποια φυσική καταστροφή που ήρθε από τον ουρανό αφάνισε μια μέρα την Πρώτη Πόλη μαζί με όλους τους κατοίκους της. Σήμερα υπάρχουν μόνο υποθέσεις για το που ήταν χτισμένη. Οι μνήμες διαφορετικών Μεσιανών ανά τον πλανήτη υποδεικνύουν αντικρουόμενες τοποθεσίες. Κανείς δεν είχε τολμήσει να αμφισβητήσει τις μνήμες μέχρι που ανακαλύφθηκαν οι άγνωστοι οικισμοί που χρονολογούνταν αρχαιότεροι της Μένιμας. Τα Μεσιανά έπη λένε ότι ο Μεγάλος Νους, ο Μες, ένιωσε το βάρος του σύμπαντος και αποκαμωμένος, αποφάσισε να πέσει σε αιώνιο ύπνο. Πριν κλείσει τα βλέφαρα του έκανε δύο σκέψεις, από τις οποίες γέννησε δύο γιους. Οι Δίδυμοι, μόλις αντιλήφθηκαν την ύπαρξη τους, αντίκρισαν τον κοιμισμένο πατέρα τους και θαύμασαν το μεγαλείο του. Λουσμένοι στο φως της ευτυχίας, θέλοντας να ανταποδώσουν το δώρο της δημιουργίας, φαντάστηκαν έναν ευτυχισμένο λαό και πράγματι, η ενόραση τους πήρε σάρκα και οστά με τους πρώτους Μεσιανούς, οι οποίοι έχτισαν την Μένιμας. Αν και επρόκειτο για άκρως ανεπτυγμένα νοητικά όντα, ήταν παρ’όλα αυτά θνητά, εύθραυστα στις συνθήκες που προϋπήρχαν της δημιουργίας. Γι αυτό και οι Δίδυμοι φρόντισαν να τους μεταδώσουν τις απαραίτητες εκείνες γνώσεις διαβίωσης, τις βασικές επιστήμες και τις αρχικές τέχνες. Η πρόοδος και η ευημερία στην Μένιμας κράτησε χίλια χρόνια. Στο διάστημα που μεσολάβησε έγινε φανερό πως όλοι οι Μεσιανοί δεν ήταν γεννημένοι ισάξιοι σε νοητική δύναμη. Ενώ η αρχική κοινωνία λειτουργούσε σαν ένα μυαλό κι ένα σώμα, και είχαν ίση κατοχή γνώσεων και απόψεων, εμφανίστηκε μια νέα κάστα κατοίκων που είχαν την ικανότητα να κρύβουν κατά βούληση τις σκέψεις τους, να απομονώνουν κάποιες γνώσεις για τον εαυτό τους, να έχουν μυστικά. Καχυποψία, διχόνοια και συγκρούσεις έκαναν την εμφάνιση τους. Δημιουργήθηκαν οι πρώτες αποσχίσεις, ξεκίνησε μια μαζική μετανάστευση που εδραίωσε νέες πολιτείες, και αναπόφευκτα ξέσπασαν πόλεμοι. Η νέα αυτή περίοδος, που κράτησε δύο χιλιάδες χρόνια, είναι πολύ δύσκολη στο να αφηγηθεί σωστά. Ο λόγος είναι πως δεν υπήρξαν μόνο δύο ξεκάθαρα στρατόπεδα. Η κάστα των κρυπτοκέφαλων, όπως αποκαλούταν, δεν μπορούσε να μονιάσει ούτε μέσα στον κύκλο της. Ήταν χωρισμένη σε πολλές αντίπαλες ομάδες που κάθε τόσο έκαναν συμμαχίες με τμήματα της αρχικής φυλής και ανάλογα με τις περιστάσεις άλλαζαν συχνά πλευρές. Το σίγουρο είναι πως κυριαρχούσε ένας φανατικός ανταγωνισμός για επικράτηση, ανυποχώρητη μανία, ο θάνατος και το χάος. Τότε, τρεις χιλιάδες χρόνια από το χτίσιμο της Μένιμας, γεννήθηκε ο Νεν-Εομ, από την κάστα των κρυπτοκέφαλων, της γενιάς των θεραπευτών. Ο νους του ήταν πανίσχυρος. Κατείχε κωδικούς που με μια σκέψη ξεκλείδωναν το μυαλό οποιουδήποτε, μπορούσε να διαβάσει αβίαστα τα μυστικά άλλων κρυπτοκέφαλων και δεν υπήρχε κανένας Μεσιανός που μπορούσε να διαβάσει τον νου εκείνου, αν δεν το επιθυμούσε ο ίδιος. Με τη σκέψη μπορούσε να θεραπεύσει αλλά και να καταργήσει την ζωή. Τέτοια δύναμη ήταν πρωτόγνωρη στα χρονικά του πλανήτη. Τα έπη δηλώνουν πως αγανακτισμένοι με τον σπαραγμό που έβλεπαν στον λαό τους, οι Δίδυμοι είχαν ονειρευτεί μαζί και είχαν δημιουργήσει έναν σωτήρα. Αυτός μάζεψε λίγους επίλεκτους γύρω του και ίδρυσε την Ανώτατη Ιεραρχία. Τους μετέδωσε τμήμα της δύναμης του και με μια σκληρή και ανελέητη επίθεση νίκησε και υπέταξε όλες τις αντίπαλες παρατάξεις. Για να κοπούν όλοι οι δεσμοί με τις μνήμες του μίσους, ο Νεν-Εομ και οι επίλεκτοι του αναγνώρισαν και εξόντωσαν έναν-έναν όσους κουβαλούσαν έστω και ένα παράπονο για τις διαφορές που τους χώριζαν στο παρελθόν. Δύο χιλιετίες πριν το σήμερα, ο Νεν-Εομ ξάπλωσε στο μαυσωλείο που έχτισε για τον εαυτό του στην Άνοξ και βυθίστηκε σε αιώνιο ύπνο. Εκεί κοιμάται ακόμα, αλλά με το μυαλό του ενεργό να βλέπει και να ακούει όλα όσα γίνονται, έτοιμος να επέμβει όποτε τον χρειαστεί ξανά ο πλανήτης. Οι ιερείς της Ανώτατης Ιεραρχίας, διοικούν τον Μες από τον Θόλο της Άνοξ, όπου μαζεύονται πάνω από τον τάφο του αρχηγού τους σε βαθιά περισυλλογή, για να του μεταδώσουν τις ανησυχίες τους και να αντλήσουν από την ενεργή σοφία του. Από την εποχή της νίκης του Νεν-Εομ μέχρι και σήμερα ο πλανήτης δεν έχει γνωρίσει άλλη διαμάχη ή σύγκρουση. Με την διασφάλιση της ειρήνης, και παρά την σιδηρά πυγμή που την επέβαλε, ο πολιτισμός και η ελευθερία της σκέψης πήρε νέες απώτερες κατευθύνσεις. Γεννήθηκε η μελέτη και η παρατήρηση της ζωής που τους περιέβαλε. Οι νέες επιστήμες ήταν η βοτανική, η γεωλογία, η βιολογία, η αστρονομία και η αρχαιολογία. Ήταν η εποχή που ακούστηκαν οι πρώτες απορίες. «Και πριν την Μένιμας, τι;» Το ιερατείο είχε ανάγκη από έναν θεσμό που θα παρακολουθούσε σχολαστικά την κάθε νέα έρευνα, κατεύθυνση σκέψης, θεωρία ή ανακάλυψη. Έτσι δημιουργήθηκε ένα είδος υπουργείου αναφοράς, ένα πόστο για την διοίκηση του οποίου χρειαζόταν ένας μη κρυπτοκέφαλος, κάποιος που θα ήταν αβίαστα ελεγχόμενος από το ιερατείο. Άρα έπρεπε να επιλεγεί από την κατώτερη κάστα, που στερούνταν παντός τύπου αξιώματα ή προνόμια. Ο Ακένας ανέλαβε το πόστο στην ηλικία των δύο χρόνων. Λέγεται πως οι ιερείς συμβουλεύονταν τον Νεν-Εομ για να τους υποδεικνύει τον εκάστοτε εκλεγμένο. Όταν κλήθηκε να παρουσιαστεί, με ένα τους βλέμμα διάβασαν την ιστορία και τον χαρακτήρα του και ήξεραν αμέσως πως ήταν όντως άξιος διάδοχος για την επίτιμη θέση. Ο Ακένας ήταν έντιμος, δίκαιος, αποφασιστικός, πίστευε στην ειρήνη και θα έκανε τα πάντα για την διατήρηση της. Στον πρώτο κιόλας χρόνο της θητείας του, η ικανότητα του δοκιμάστηκε από μια συγκλονιστική ανακάλυψη που η εμπειρία της τον σημάδεψε σημαντικά. Ο μέσος όρος ζωής ενός Μεσιανού είναι δέκα χρόνια, στην διάρκεια των οποίων, αν επιβιώσει του επικίνδυνου ζευγαρώματος, μπορεί να φέρει στον κόσμο πενήντα απογόνους και σε αληθινά ευλογημένες συνθήκες μέχρι εκατό. Η τεκνοποίηση και η καλλιέργεια της διατροφής του είναι τα δύο βασικά, ιερά καθήκοντα αυτής της σύντομης ζωής. Οι θεοί δεν προβάλλουν άλλες απαιτήσεις από τον λαό τους. Μόλις ο Μεσιανός διαισθανθεί να πλησιάζει το τέλος, εγκαταλείπει το φαράγγι στο οποίο κατοικεί, και ανεβαίνει μόνος του στην επιφάνια να εναποθέσει το σώμα του στο βλέμμα των Διδύμων. Όταν το νεκρό κουφάρι στεγνώσει, είναι ζήτημα ημερών να σκορπιστεί στον άνεμο, να μετατραπεί σε σκόνη. Στον Μες, μόνο ο Νεν-Εομ κοιμάται καλυμμένος στο μαυσωλείο του. Υπήρξε λοιπόν έκπληξη όταν το απολιθωμένο σώμα ενός Μεσιανού ήρθε στο φως, στις πρώτες ανασκαφές της ιερής γης. Το ενδιαφέρον φούντωσε όταν υπολογίστηκε η ηλικία του πετρώματος που περιείχε το εύρημα και συμπέραναν πως ήταν αρχαιότερο της Μένιμας. Το αξιοπερίεργο εύρημα θα παρέμενε ακριβώς αυτό, αλλά οι ιερείς είχαν προσευχηθεί στον Θόλο σχετικά με το θέμα και ο Νεν-Εομ είχε δώσει μια απάντηση. Ο Ακένας, και μια ομάδα ανώτερων επιτηρητών, είχε σταλεί σε μια απομακρυσμένη εγκατάσταση έξω από το Μάτι, σε μια σπηλιά, μαζί με το εύρημα, για ένα πολύ σημαντικό πείραμα. Η απομόνωση τους είχε σκοπό να εμποδίσει την ακούσια νοητική μετάδοση των νέων πιθανών αποκαλύψεων του πειράματος τους. Ανάμεσα τους ήταν δύο της Ανώτατης Ιεραρχίας, της τάξης των παντοδύναμων θεραπευτών. Ήταν ικανοί να ιαίνουν ασθένειες και τραύματα πυροδοτώντας τα εγκεφαλικά κύτταρα ασθενών. Θα επιχειρούσαν παρομοίως μια ανεπανάληπτη ενέργεια αναζωογονώντας τον απολιθωμένο Μεσιανό. Και ένα κύτταρο μόνο να έβρισκαν πάνω του ανέπαφο ήταν αρκετό για να ξεκινήσουν την διαδικασία. Και τα κατάφεραν. Η περισυλλογή τους κράτησε εφτά μόνο μέρες. Ο Ακένας παρακολούθησε με τρόμο το όλο θαύμα, είδε αυτό το οποίο είχε παρέλθει και φύγει τώρα να επιστρέφει, το νεκρό να αποκτάει πάλι ζωή. Πόσο ζωντανός όμως μπορούσε να χαρακτηριστεί εκείνος ο ταλαίπωρος Μεσιανός που μόλις αντιλήφθηκε πως ζούσε άρχισε να ουρλιάζει και να σφαδάζει στους πόνους, το σώμα του ατελές σε σχέση με την σωστή φυσιολογία του; Η ομάδα δέχτηκε σε μιαν αναλαμπή όλη του την μνήμη, πριν πέσει πάλι νεκρός δεύτερη φορά, ανίκανος να επιβιώσει στο σοκ. Η ιστορία του δεν είχε να τους πει πολλά. Η ζωή του ήταν απλή, γεωργική. Μέσα από τα μάτια του είδαν ένα φαράγγι, δεν ήταν σίγουροι πιο ήταν, διάσπαρτο με σπήλαια και πέτρινα χαμόσπιτα. Υπήρχε ένας πληθυσμός δύο χιλιάδων κατοίκων και δίπλα στο ποτάμι που διέσχιζε τον οικισμό τους είχαν σπαρμένα χωράφια. Μίρα και σολάχι ήταν η βασική τους διατροφή. Η ζωή κυλούσε με κόπο, άχρωμα, με εξαίρεση μια μικρή θρησκευτική τελετή που τελούνταν μια φορά τον χρόνο στην επιφάνεια, προς τιμή των Νίε και Βίε, των ζωοδόχων θεοτήτων. Η τελετή, και η ονομασία των θεοτήτων, ήταν άγνωστα στην Ανώτατη Ιεραρχία. Δεν ήταν σίγουροι αν οι πρόγονοι εννοούσαν το τωρινό, ανώνυμο Δίδυμο, αν και ήταν πολύ πιθανό. Για το παρελθόν δεν υπήρχαν πληροφορίες αλλά ούτε και ενδιαφέρον από την πρωτόγονη κοινότητα. Οι μεγαλύτεροι, από όσο θυμούνταν, πίστευαν πως η φυλή ζούσε από πάντα μέσα σε εκείνο το φαράγγι. Ξέρανε πως υπήρχαν κι άλλες φυλές σε άλλα μακρινά σημεία του πλανήτη αλλά δεν υπήρχε ενδιαφέρον για επαφή. Στο τελευταίο έτος της ζωής του αρχαίου Μεσιανού, το φαράγγι δέχτηκε μια εισβολή μεταναστών που έφτασαν πάνω σε νοβάρ, κυνηγημένοι από κάποια μακρινή σύρραξη. Ο λαός του φαραγγιού δεν είχε ξαναδεί ιπτάμενα σκάφη. Υπήρξε αρχικά μια αντίσταση αλλά τελικά οι δύο κοινότητες συγχωνεύτηκαν. Οι νεοφερμένοι ήταν φορείς νέων γνώσεων, έφεραν ανάκαμψη στην ζωή του φαραγγιού, αλλά φαίνεται πως κουβαλούσαν και κάποιο μυστικό, την αιτία του ολέθρου που είχαν αφήσει πίσω τους. Επρόκειτο για μια περίεργη ασθένεια που τώρα είχε αρχίσει να εξαπλώνεται κι εδώ. Σφοδρός πυρετός ήταν το πρώτο της σύμπτωμα. Ακολουθούσε η τρέλα και ο θάνατος. Αυτή η αιτία είχε σκοτώσει και τον απολιθωμένο πρόγονο τους. Χτυπημένος από πυρετό και τα πρώτα ξυπνήματα της τρέλας, είχε απομακρυνθεί από το χωριό ζητώντας ανακούφιση στον πόνο του. Έπεσε στο ποτάμι και παρασυρόμενος είχε πνιγεί λυτρωμένος. Η φύση της ασθένειας δεν ήταν άγνωστη στην ειδική ομάδα του ιερατείου. Η τρέλα που έπληξε τον πρόγονο τους ήταν μια ξαφνική νοητική επαφή με το περιβάλλον του, ένα καλειδοσκόπιο από ξένες μνήμες και σκέψεις, ανοργάνωτες, επαναληπτικές, μπερδεμένες. Συμπέραναν πως κάποια στιγμή, την εποχή που είχε ζήσει εκείνος, άρχισαν να γεννιούνται οι πρώτοι νοητικοί και να μεταδίδουν άθελα τους αυτή την ικανότητα στον υπόλοιπο πληθυσμό. Ανίκανοι να ερμηνεύσουν την φύση της νέας αίσθησης ή να κατανοήσουν την σημασία της, μέχρι να εδραιωθεί μόνιμα στην φυσιολογία τους, ο πλανήτης πέρασε μια οδυνηρή μετάβαση όπου μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού χάθηκε αυτοκαταστροφικά. Τώρα έμενε να αποφασιστεί τι θα επακολουθούσε αυτών των αποκαλύψεων. Οι δύο της Ανώτατης Ιεραρχίας επέστρεψαν στον Θόλο να ζητήσουν καθοδήγηση. Ο Ακένας και οι υπόλοιποι έμειναν στην σπηλιά να περιμένουν την απόφαση του ιερατείου. Δεν μπορούσαν να δουν τις προθέσεις των κρυπτοκέφαλων ιερέων, ήταν όμως εύκολο να συμπεράνουν πως βρισκόντουσαν σε μιαν αναμονή ζωής ή θανάτου. Τι επιλογή υπήρχε για τους μη κρυπτοκέφαλους της ομάδας αν αποφασιζόταν η κάλυψη των ευρημάτων; Κανείς τους δεν μπορούσε να εμποδίσει την εξάπλωση όσων γνώριζαν και άρα θα έπρεπε να εξοντωθούν. Ποιον λόγο θα είχε όμως το ιερατείο να ενοχληθεί από όσα αποκάλυψε η ιστορία του προγόνου τους; Δεν μπορούσε να φανταστεί αλλά και δεν μπορούσε ποτέ να είναι σίγουρος. Στις ώρες αγωνίες που πέρασε, ο Ακένας μίσησε της ανήσυχες επιστήμες που μάστιζαν τον πλανήτη. Όλη εκείνη η αδικαιολόγητη και αρρωστημένη περιέργεια που μόνο αναταραχές μπορούσε να προκαλέσει. Όταν τελικά η ομάδα αφέθηκε ελεύθερη, εφόσον η ανακάλυψη κρίθηκε με επιείκεια, ο Ακένας έκανε εισήγηση στο Ιερατικό Συμβούλιο να σταματήσουν οι ανασκαφές. Ως που είχαν πρόθεση να φτάσουν; Πόσο βαθιά θα έσκαβαν και τι θα ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν αν ξέθαβαν το ακατονόμαστο; Δεν εισακούστηκε. Καθ’οδόν τώρα ξανά προς το Μάτι, η μυστικότητα και η φύση της αποστολής του έφεραν άσχημους συνειρμούς στο μυαλό του. Η υπόλοιπη ομάδα ένιωσε τον προβληματισμό του και συμφώνησε μαζί του. Οι κρυπτοκέφαλοι ιερείς που ήταν μαζί τους δεν έδειξαν να αντιδρούν στις ανησυχίες της ομάδας. Έμειναν ανέκφραστοι, βυθισμένοι στις δικές τους κρυφές σκέψεις. Απέφυγαν την τελευταία στιγμή έναν κόκκινο στρόβιλο πριν κατέβουν στο Μάτι. Ήταν συχνό καιρικό φαινόμενο στην περιοχή και είχε διεκδικήσει πολλά ναυάγια. Η πρώτη έκπληξη που τους περίμενε κάτω ήταν ο στόλος των νοβάρ που είχε μαζευτεί στο εσωτερικό πλάτωμα. Το κλίμα που συνάντησαν ήταν ζοφερό. Είχε καταφτάσει ένας στρατός κρυπτοκέφαλων με επικεφαλείς αξιωματικούς του ιερατείου και φρουρούσαν ασφυκτικά την κατάσταση. Η ομάδα των αρχαιολόγων είχε απομακρυνθεί ήδη σε άλλη τοποθεσία και ανέμενε εκεί το αποτέλεσμα της έρευνας. Ανακριτές και ανακρινόμενοι ήταν υπό καθεστώς κράτησης έως ότου λυθεί το ζήτημα. Ο Ακένας κατάλαβε πως είχαν επαληθευτεί οι χειρότεροι του φόβοι. Ήταν αναπόφευκτο μια μέρα να φτάσουν τα πράγματα σ’αυτό το σημείο. Χωρίς να ξέρει ακόμα τι τους περίμενε μέσα στην τρύπα, ήξερε πως αυτή ήταν η ανακάλυψη που θα κλόνιζε συθέμελα την συνοχή της κοινωνίας τους. Η κατάβαση τους συγκλόνισε περαιτέρω. Είχαν όντως σκάψει βαθύτερα από ποτέ. Τα γεωλογικά στρώματα που τους κύκλωναν πληροφορούσαν για μια πρώιμη, αρχαία εποχή, με εμφανής καιρικές και εδαφικές αναταράξεις, μια εποχή που η επιφάνεια του πλανήτη πέρασε σημαντικές ζυμώσεις. Το εύρημα τους περίμενε κάτω από ένα στρώμα πετρωμένης τέφρας. Ήταν μια κυκλική εσοχή που περιείχε κάποτε το αντικείμενο που της έδωσε το παρόν σχήμα. Υπήρχαν διασταυρωμένες γραμμώσεις στα τοιχώματα, αποτύπωμα δοκών ίσως, σίγουρα κατασκευή νοήμονος πολιτισμού. Το υπόλειμμα της ουσίας που είχε στρωθεί στον πάτο της εσοχής ανήκε σε μετάλλευμα, ή διασταύρωση μετάλλων, που τους ήταν άγνωστο. Μετά, εκεί στο κέντρο, απολιθωμένο μέσα στην σκληρή στάχτη, το περίεργο σχήμα ενός σκελετού, ίχνος ενός οργανισμού τελείως ξένου στον πλανήτη. Ο Ακένας έσκυψε κοντύτερα σαν να ήθελε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Όλοι συμπέραναν πως το κομμάτι ψηλά ήταν το κεφάλι, με μόνο δύο κόγχες για οπτική δυνατότητα. Τι σήμαινε αυτό λοιπόν; Εδώ ανοίγονταν νέα μονοπάτια σκέψεις. Είχε προϋπάρξει άλλη μορφή ζωής στον Μες; Εκείνη την στιγμή, όλοι άκουσαν ξεκάθαρα τον Μονόδα, τον κρυπτοκέφαλο ιερέα, να απαγγέλλει Νουαβό. Σεβάσμιε, ουράνιε πατέρα, άσε με να σου τραγουδήσω για πράξεις θαυμαστές, για νίκες ηρωικές, άσε με να σου εξιστορήσω τα κατορθώματα του ατρόμητου Νιβά, του πολύτεχνου Ορόκ, του επίβουλου Νόρε, πως ξεσήκωσαν στρατιές ολόκληρες και στόλους αρματωμένους και έβαλαν φωτιά με την τόλμη τους στο τρίτο πετράδι του φλογερού Νουμ. Ο Νουαβό ήταν ο αρχαίος επικός ποιητής του Μες και μέχρι πρόσφατα πιστευόταν πως είχε γεννηθεί, είχε ζήσει και είχε αποβιώσει στην Μένιμας. Νέες θεωρίες είκαζαν πως είχε γεννηθεί νωρίτερα, πρέπει να είχε ξεπεράσει σε ηλικία τα δέκα χρόνια, και πολλά από αυτά που έψαλε βασίζονταν σε γραπτές μαρτυρίες της προϊστορικής εποχής. Το έπος Νιβορόκ μιλούσε για αρχαίους πολεμιστές που έζησαν και έδρασαν στον Έρο, τον τρίτο πλανήτη από τον ήλιο, το τρίτο πετράδι του Νουμ. Αν η σκέψη των θεών είχε δημιουργήσει τους Μεσιανούς, τα όνειρα τους είχαν σπείρει τους Εριανούς. Αυτά τουλάχιστον έλεγε το έπος, πηγή έμπνευσης και υπερηφάνειας για κάθε Μεσιανό. Την εποχή των νέων επιστημών, την εποχή της αμφισβήτησης, υπήρξε μια μερίδα που άρχισε να αναλύει τους αρχαίους στοίχους και να στρέφει την προσοχή της στα άστρα. Η αστρονομία και το ταξίδι στο διάστημα είχαν γεννηθεί σαν ιδέα. Ξεκίνησε και μια πεισματική εμμονή με τον Έρο, μια ακράδαντη, αδικαιολόγητη πίστη πως υπήρχε ζωή εκεί. Το έπος έπρεπε να ήταν μια νύξη των θεών για τα ξεχασμένα αδέλφια τους που ζούσαν και σήμερα στον γειτονικό πλανήτη. Και προς έκπληξη των πιο δύσπιστων, τα πρώτα κάτοπτρα έδωσαν εντυπωσιακές εικόνες. Παρατήρησαν κίνηση και έντονη δραστηριότητα στην επιφάνεια του, που ήταν διάσπαρτη με σχήματα που δήλωναν νοήμονες κατασκευές. Ξαφνικά επικράτησε ένας ανεξέλεγκτος ενθουσιασμός. Πόσο όμοιοι ή διαφορετικοί ήταν οι Εριανοί; Γνώριζαν για τα Μεσιανά αδέλφια τους; Η Ανώτατη Ιεραρχία δεν μπόρεσε να επιβάλει την ψυχραιμία. Το Νιβορόκ είχε το πάνω χέρι. Έτσι δόθηκε η συγκατάθεση για το πρώτο ταξίδι. Χρειάστηκαν μόνο μερικές δοκιμές και κάποιες αποτυχίες μέχρι να βρουν τον τρόπο να διαπεράσουν το φράγμα του κενού που περιέβαλλε το σύμπαν. Η βαρύτητα του Μες σαν πρόβλημα τους ήταν άγνωστο. Τα νοβάρ είχαν νικήσει αυτό το θέμα στην επιφάνεια του πλανήτη χιλιετίες τώρα. Ανακάλυψαν πως ο πολικός μαγνητισμός που εκμεταλλεύονταν για τις πτήσεις εδάφους λειτουργούσε και στο διάστημα, με μεγαλύτερη αποδοτικότητα μάλιστα. Τα πρώτα τους ατυχήματα είχαν να κάνουν με την διάλυση των σκεπαστών νοβάρ στον ξαφνικό εκσφενδονισμό τους στο κενό. Όταν έλυσαν αυτό, και άλλα προβλήματα, το ταξίδι στον Έρο ήταν μια πραγματικότητα. Διαλέχτηκαν δέκα αστροναύτες. Υπολόγισαν πως χρειάζονταν δύο μόνο μήνες μέχρι τον προορισμό τους. Όταν με το καλό επέστρεφαν θα μετέδιδαν την εμπειρία τους σε όλον τον Μες. Η Ανώτατη Ιεραρχία επέβαλε την προσγείωση επιστροφής σε κάποιο απόμερο μέρος που θα προσδιόριζε η ίδια. Και όταν ξεκίνησαν, όλος ο πλανήτης κράτησε την αναπνοή του αναμένοντας την πολυπόθητη επιστροφή τους. Είχαν γίνει πολλά πειράματα στο παρελθόν αλλά δεν είχαν κατορθώσει νοητική προβολή πέραν μιας απόστασης των δέκα μέτρων. Η μετάδοση μιας ιδέας ή πλήρους σκέψης γινόταν μόνο από άτομο σε παρακείμενο άτομο, και από πόλη σε πόλη μόνο με το απαραίτητο ταξίδι ενός Μεσιανού από την μια τοποθεσία στην άλλη. Όσο λοιπόν διαρκούσε η περιπέτεια τους στο διάστημα ήταν αποκομμένοι από την πατρίδα, και τον έλεγχο των ιερέων. Επέστρεψαν στους πέντε μήνες. Η μικρή καθυστέρηση ήταν παραπάνω από αρκετή για να ανησυχήσει τον πλανήτη σε βαθμό πανικού. Όλοι νόμισαν πως η αποστολή είχε αποτύχει. Το ιερατείο κράτησε την επιστροφή μυστική μέχρι να εξετάσει πρώτο τα ευρήματα. Όταν ο Ακένας ανέλαβε το νέο υπουργείο, κάποια στιγμή του επιτράπηκε να μάθει για τις κρυφές διαβουλεύσεις που είχαν αναταράξει τον Θόλο εκείνη την εποχή σχετικά με τα ευρήματα του Έρο. Η απόφαση του ιερατείου θα καθόριζε και τις τύχες των ηρωικών αστροναυτών. Με όσα είχαν επακολουθήσει στα γνωστά χρονικά, ο Ακένας δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τον τότε προβληματισμό. Γι αυτό και ποτέ δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για τις προθέσεις της Ανώτατης Ιεραρχίας. Το ζήτημα «θρησκεία» του ήταν τόσο απρόβλεπτο. Δεν υπήρχαν επιβαλλόμενα δόγματα στους Μεσιανούς, παρά μόνο μια διαρκής ανησυχία κλονισμού της ισορροπίας στην κοινωνία τους. Ένας ακατάπαυστος φόβος πως τα πάντα μπορούν να κατακρημνιστούν στο χάος από την μια στιγμή στην άλλη. Ο Ακένας υποψιαζόταν πως ο πήχης με τον οποίον μετρούνταν όλες οι καταστάσεις ήταν η αίσθηση ταυτότητας που έδενε όλους τους Μεσιανούς με έναν κοινό, αλλά εύθραυστο νοητικό ιστό. Αν κλονιζόταν έστω και ένα «εγώ», θα ξεκινούσε μια αλυσιδωτή αντίδραση που θα επέφερε την οριακή συντέλεια. Τελικά, και με την προτροπή του Νεν-Εομ, επιτράπηκε στους αστροναύτες να παρουσιαστούν σαν ήρωες στον πληθυσμό και να διαδώσουν τα ευρήματα τους. Έτσι, η πρώτη εξερεύνηση του διαστήματος έγινε κοινή κτίση. Ο Έρος ήταν ένας νεκρός πλανήτης. Στην πρώτη εντύπωση ήταν αδύνατον να φανταστεί κανείς πως θα μπορούσε να συντηρήσει ζωή και τι είδους ζωή θα ήταν αυτή. Τυλιγμένη από όξινη ατμόσφαιρα, η επιφάνεια ταρασσόταν από συνεχόμενες βίαιες ζυμώσεις. Ηφαιστιογενής εκρήξεις, σεισμοί, αναδύσεις και καταποντισμοί ξηράς γης σε κατάμαυρους, δηλητηριασμένους ωκεανούς, αφύσικα καιρικά φαινόμενα και ακανόνιστη τροχιά γύρω από έναν εξίσου ασταθή άξονα. Δεν υπήρχαν καν ίχνη κάποιου πολιτισμού που ίσως είχε προϋπάρξει σε άλλες, καλύτερες εποχές. Τα σημάδια που από τα κάτοπτρα είχαν παρεξηγηθεί για κατασκευές αποδείχτηκαν περίεργοι γεωλογικοί σχηματισμοί. Μια αποκαρδιωτική εφιαλτική εικόνα που γκρέμισε με μιας τα όνειρα και τις ελπίδες πολλών Μεσιανών. Ο θρύλος του τρίτου πλανήτη δεν πέθανε εκεί όμως. Οι αστροναύτες είχαν βρει και κάτι άλλο. Υπήρχε κάτι περίεργο στην επιφάνεια του μοναδικού δορυφόρου του Έρου. Σε ένα τοπίο βομβαρδισμένο από μετεωρίτες, το έδαφος έμοιαζε σκαμμένο και στρωμένο σε τακτικά διαστήματα που είχαν μια λογική σχέση στις μεταξύ τους αποστάσεις. Κατά τα άλλα, ο δορυφόρος ήταν κενός από ζωή, τίποτα περισσότερο από μια πέτρα στο διάστημα. Δεν θα μπορούσε κανείς να βγάλει εύκολα συμπεράσματα, τα ίχνη ίσως ήταν τυχαία, ήταν όμως η αφορμή που γύρευαν οι ελάχιστοι ονειροπόλοι. Συμπέραναν πως ο δορυφόρος του Έρου είχε ίχνη από θεμέλια πόλεων. Το Νιβορόκ δεν έλεγε ψέματα. Είχε υπάρξει ζωή κάποτε στον Έρο, υπήρξαν πόλεις και είχαν ζήσει σε αυτές ο Νιβά, ο Ορόκ, ο Νόρε. Χάθηκαν όλα σε μια μεγάλη καταστροφή σαν αυτή που αφάνισε την Μένιμας. Η μία θεωρία γέννησε την άλλη. Όπως οι Μεσιανοί είχαν ταξιδέψει στον Έρο σήμερα, πολύ πιθανό και οι Εριανοί να είχαν ταξιδέψει με δικά τους νοβάρ στον Μες κάποτε. Πολλοί υποστήριξαν πως πιθανόν η Μένιμας να μην είχε υπάρξει ποτέ, γι αυτό και κανείς δεν ήταν σίγουρος της τοποθεσίας της, ταύτισαν λοιπόν την καταστροφή της Πρώτης Πόλης με την καταστροφή που χτύπησε τον Έρο. Η Πρώτη Πόλη ήταν ο Πρώτος Πλανήτης. Είχε λοιπόν προέλθει η ζωή στον Μες από εκεί; Η Ανώτατη Ιεραρχία κράτησε την ψυχραιμία της, παρακολουθούσε στενά όλες τις νέες ιδέες και θεωρίες, και περίμενε. Εκδηλώθηκε ενδιαφέρον για μια δεύτερη, πιο διεξοδική αποστολή στο διάστημα αλλά το ιερατείο αργούσε ακόμα την έγκριση του. Αυτό όμως που αντίκριζαν σήμερα, εκεί μέσα στην τρύπα, δεν το είχε αναλογιστεί κανείς τους. Ήταν δυνατόν να κοίταζαν τα υπολείμματα ενός Εριανού; Με μια τόσο ξένη και ανορθόδοξη φυσιολογία; Μήπως αυτό που τους πονοκεφάλιαζε τώρα, είχε ήδη προϋπάρξει σαν υποψία στην Ανώτατη Ιεραρχία; Που θα οδηγούσε ένα τέτοιο συμπέρασμα; Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει. Ο Ακένας πίστευε πως ούτε το ιερατείο γνώριζε, κι ας φοβόταν. Κατάλαβε όμως τις προθέσεις τους και αυτό τον τρόμαξε αληθινά. Θέλανε πάση θυσία να αναζωογονήσουν τον ξένο οργανισμό και να μάθουν το μυστικό του. Ήταν και ο Ακένας περίεργος, μόνο που αυτή την φορά ήταν παραπάνω από σίγουρο πως θα τους στοίχιζε την ζωή. Εν ριπή μιας σκέψης του αρνήθηκαν όλα του τα επιχειρήματα. Όφειλε να ακολουθήσει την διαδικασία και τις εντολές του Θόλου. Πρώτα, κράτησαν τους πιο βασικούς μάρτυρες της ομάδας, με την συμμετοχή των δύο ανώτατων ιερέων. Όσοι περίσσευαν, ακόμα και η αναγκαία φρουρά, στάλθηκαν στην βάση που κρατούνταν οι αρχαιολόγοι. Δεύτερον, στρώθηκε μέσα στον ίδιο τον αρχαιολογικό χώρο η ειδική εγκατάσταση που θα διεξαγόταν το πείραμα. Σκάφτηκε ένας προστατευτικός θύλακας που θα περιέκλειε το άγνωστο πλάσμα που υπήρχε η πιθανότητα να είναι εχθρικό κι επικίνδυνο. Την μέρα που αντίκρισαν τον Αλέξη Πάρι είχε περάσει ένας μήνας από την στιγμή που ξεκίνησε η διαδικασία αναζωογόνησης. Έγιναν λάθη. Το ον που ξεπήδησε από τον σκελετό, τους εξέπληξε με την πολυπλοκότητα του. Δεν πρόλαβε όμως να κάνει μία ολοκληρωμένη σκέψη και πέθανε αμέσως, αδυνατώντας να αντέξει τις Μεσιανές συνθήκες. Εξέτασαν διεξοδικά το πτώμα, ανέλυσαν την σάρκα του προσπαθώντας να συμπεράνουν τα συστατικά της ύλης του και την ατμόσφαιρα στην οποία έζησε κάποτε. Στην σύσταση του ο «Εριανός» θύμιζε το φυτό σολάχι, καθώς το νερό ήταν το κυριότερο του στοιχείο. Είχαν ήδη πληροφορίες για την σύσταση του αέρα στον Έρο και με κάποιες παραλλαγές που δημιούργησαν μέσα σε νέες προστατευμένες συνθήκες προσπάθησαν ξανά. Το ένα αντίγραφο απεβίωνε μετά το άλλο με την φυσιολογία του να βγαίνει κάθε φορά διαφορετικά αλλοιωμένη. Επέμειναν. Στην τελευταία προσπάθεια η ομάδα είχε αναγκαστεί να φορέσει ειδικές στολές, σαν αυτές των αστροναυτών, για να αντέξει τις ξένες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί μέσα στον θύλακα. Τα άκρα του πλάσματος ήταν μικρότερα και ατελή συγκριτικά με τις άλλες φορές. Οι θεραπευτές βγήκαν από την περισυλλογή τους και όλοι μαζί κοίταξαν μέσα στον θύλακα. Ο ξένος στεκόταν ακίνητος μέσα στον φυτικό χυμό που ανακάλυψαν πως συντηρούσε το δέρμα του αναγκαία λιπαρό. Δεν υπήρχε ίχνος σκέψης μέσα στο ξένο μυαλό. Ούτε καν όνειρα. Όμως ανέπνεε. Κοιμόταν κι ανέπνεε. Ήταν η πιο αισιόδοξη τους στιγμή. Δεν ήξεραν τι να υποθέσουν. Ο Ακένας χαλάρωσε κι έδιωξε το στρες που τον διακατείχε. Βυθίστηκε στο ξένο κεφάλι και αφουγκράστηκε καλά. Υπήρχαν σκέψεις εκεί, μνήμες και όνειρα, ήταν και αυτά καλυμμένα από την τέφρα του χρόνου. «Ποιος είσαι;» ρώτησε. Δεν υπήρξε απάντηση. Ένιωσε όμως μια αλλαγή στην αίσθηση του σκοταδιού. «Ποιος είσαι;» επανέλαβε. Το ξένο πλάσμα ξαφνικά τινάχτηκε και άρχισε να πλατσουρίζει πανικόβλητο. Άφηνε άναρθρες, δυνατές κραυγές, που έβγαιναν από τις ηχητικές του κοιλότητες. Άρπαξε τους λώρους του και έμοιαζε να επιχειρεί να τους αποκόψει. Υπήρχαν ακανόνιστες λέξεις στο κεφάλι του που δεν τους έδιναν καμία εικόνα ή συναίσθημα πλην του τρόμου και του πανικού. Δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν παρά να περιμένουν. Ο Ακένας ήταν σίγουρος πως κάπου εκεί μέσα υπήρχε λογική. Ήταν μόνο ζήτημα να την έβαζε μπρος, να την έκανε να δουλέψει. Γι αυτό κι επέμεινε άλλη μια φορά, στην μοναδική λογική ερώτηση που θα έκανε κάποιος στην θέση του. «Ποιος είσαι;» 3. Κανείς Μεσιανός δεν θα ήταν ποτέ έτοιμος για την λέξη «άνθρωπος» και την ιστορία αυτού, που ήταν η ιστορία της Γης και της ανθρωπότητας. Όταν επανήλθε η μνήμη του Αλέξη μπήκαν όλα μαζί με μια εισπνοή στα ανυποψίαστα κεφάλια τους. Σε κλάσματα δευτερολέπτου η ομάδα έπαψαν να είναι Μεσιανοί. Μέσα σε μια στιγμή είχαν περπατήσει όρθιοι, ανέπνευσαν οξυγόνο, είδαν χρώματα που δεν είχαν φανταστεί, γεύτηκαν κρασί και ψημένο κρέας, δοκίμασαν γλυκά και παγωτό σοκολάτα, κολύμπησαν στην θάλασσα, γέλασαν, συγκινήθηκαν, έκλαψαν, ερωτεύτηκαν και αγάπησαν. Όλα πρωτόγνωρα, όλα άγνωστα. Ο Ακένας κοίταξε τα πόδια του, γυμνά και βυθισμένα σε μαλακιά, υγρή άμμο. Αλμυρός, θαλασσινός αφρός δρόσισε το ανθρώπινο του δέρμα. Άκουσε το γέλιο της και σήκωσε το βλέμμα του. Την είδε να έρχεται κοντά του. Ο έρωτας πλημμύρισε την καρδιά του. Θυμήθηκε το χθεσινό τους ζευγάρωμα και πως είχε νιώσει στην αγκαλιά της. Ηδονικά, εύφορα, χωρίς ίχνος κινδύνου. Η αγάπη που ένιωθε για εκείνη ήταν ένα ασύγκριτο συναίσθημα. «Κοίτα τι όμορφα» την άκουσε να λέει. Ο ήλιος έδυε στο βάθος του ωκεανού, χρωμάτιζε πορφυρό έναν ουρανό γεμάτο θαλασσοπούλια. Η ομάδα κοιτάχτηκε σαστισμένη. Αυτό ήταν υπεράνω όλων τους. Η αντίληψη των νέων συναισθημάτων, η γνώση της Γήινης ιστορίας, η άγνωστη εικόνα του Άρη, από μόνα τους ήταν ικανά να αλλάξουν τα πάντα. Και η ευφυία του Γήινου παρείχε γνώσεις που θα εκτόξευαν την πορεία του Μες σε απίστευτες κατευθύνσεις. Ο Ακένας κοίταξε τον Μονόδα. «Το σκαλίσατε το σκαλίσατε και μάλλον βρήκατε αυτό που ζητούσατε. Και τώρα;» Ο ιερέας έκρυψε τις σκέψεις του και παρέμεινε βλοσυρός. Τώρα όλα εξαρτιόνταν από τον Θόλο, και οι δύο ιερείς έφυγαν αμέσως για εκεί. Ο Ακένας ήταν σίγουρος πως το ιερατείο θα ωφελούνταν από τις γνώσεις του Γήινου, αυτό όμως που ήταν ικανές να προκαλέσουν στον πλανήτη δεν θα καθόταν καλά με τον Θόλο. Η υπόλοιποι διάβασαν τις σκέψεις του και απελπίστηκαν. Τους είπε πως ο χαμός τους ίσως να μην ήταν τόσο τραγικός. Πολύ πιθανό η Ανώτατη Ιεραρχία να είχε δίκιο. Η ανθρώπινη ιστορία ήταν διάσπαρτη από την αμφισβήτηση προς την εξουσία, την καταπίεση, τον ίδιο τον Θεό ακόμα. Ο Μεσιανός τρόπος σκέψης δεν είχε ούτε καν μια σπίθα από αυτές τις ιδεολογίες. Ήταν επίσης σίγουρος πως το ιερατείο θα φίλτραρε και θα χρησιμοποιούσε στο μέλλον όλα εκείνα τα συστατικά της Γήινης φιλοσοφίας και θρησκείας που τους ήταν χρήσιμα. Κοίταξε στην συνέχεια το πλάσμα που λεγόταν Αλέξης Πάρις, που δεν είχε καμία πιθανότητα να επιζήσει ότι και να αποφασιζόταν για την τύχη τους. Προς αυτό το πλάσμα που ήταν ικανό να αισθάνεται οίκτο ο Ακένας αισθανόταν τώρα ακριβός αυτό. «Οίκτος.» Τον αισθάνθηκαν όλοι. Είχε αρχίσει ήδη, ήταν κιόλας κατά το ήμισυ άνθρωποι. Ο Αλέξης αναρωτιόταν πάλι για τους αγαπημένους του. Ήταν η κυρίαρχη σκέψη στην θλίψη του. Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, ο Ακένας άνοιξε την δίοδο και μπήκε στον θύλακα. Ο Αλέξης κι ο Ακένας κοιτάχτηκαν. Ο Γήινος ήταν ψύχραιμος τώρα, έκανε διάφορες ενδιαφέρουσες υποθέσεις σχετικά με την κατάσταση του. Τα συναισθήματα του ήταν ένας απύθμενος πλούτος εμπειριών, θα μπορούσε να τον διαβάζει αχόρταγα. Ο οίκτος του μετατράπηκε σε σεβασμό. Δεν μπορούσε να τον αφήσει στο σκοτάδι. Του το όφειλε αυτό πριν το τέλος. Ο Ακένας άδειασε όλο του το είναι στο μυαλό του Αλέξη και ο Γήινος, με την σειρά του, έγινε Μεσιανός. Σαν επιστήμονας και άνθρωπος εκστασιάστηκε με τις εξωγήινες εικόνες που γέμισε το κεφάλι του. Ήταν λοιπόν ακόμα στον Άρη, η Γη είχε διανύσει την ζωή που της αναλογούσε και έχοντας παρέλθει είχε περάσει την σκυτάλη αλλού. Οι εικόνες της νεκρής Γης τον συγκλόνισαν. Δεν είχαν λοιπόν ποτέ τους μια ελπίδα ή ήταν πέρα από τους ίδιους να τα βάλουν με τα σχέδια του σύμπαντος; Ο Άρης είχε αλλάξει ριζικά, δεν θύμιζε τον πλανήτη που ήξερε, ήταν όμως εξίσου μεγαλειώδης και όμορφος. Και οι Αριανοί, τόσο συγκλονιστικά διαφορετικοί αλλά και τόσο όμοιοι σε άλλα πολλά. Ο Αλέξης ένιωσε τους προβληματισμούς του Ακένα και συμφώνησε μαζί του πως οι ζωές τους είχαν διακυβευτεί. Φαίνεται πως μερικά πράγματα δεν αλλάζουν όποια μορφή κι αν πάρουν στο σύμπαν, είναι μάλλον το αναγκαίο κακό ή μάλλον το αναγκαίο συστατικό της ζωής. Θα υπήρχε πάντα μια Ανώτατη Ιεραρχία που θα καθόριζε αυτά τα ζητήματα, σ’αυτή ή όποια άλλη μορφή. Ο θάνατος έτσι ή αλλιώς ήταν η μόνη λογική έξοδος για τον ίδιο. Δεν υπήρχε τίποτα γι αυτόν εδώ πέρα, δεν ανήκε σ’αυτόν τον χρόνο και τόπο. Είχε ήδη πεθάνει μια φορά, είχε περάσει αυτό το κατώφλι. Τώρα δεν είχε νόημα να θρηνεί τις επιλογές του παρελθόντος. Πόσος καιρός είχε περάσει άραγε; Πόσα εκατομμύρια χρόνια; Αυτό κανείς δεν μπορούσε να το συμπεράνει. Οι αγαπημένοι του ήταν πλέον εξαφανισμένοι, σκόνη του σύμπαντος, δεν θα μάθαινε ποτέ ποια ήταν η μοίρα τους, αν πρόλαβαν να γεράσουν, αν υπήρξαν μάρτυρες του τέλους ή αν πρόλαβαν να ακολουθήσουν κι άλλοι απόγονοι του. Του ήρθαν πάλι ανεξέλεγκτα δάκρυα. Δεν μπορούσε να το συγκρατήσει, ήταν τόσο ανθρώπινο. Μοναξιά και θάνατος. Ανείπωτη μοναξιά. Ήταν ο μοναδικός, ο τελευταίος Γήινος στο σύμπαν. Μαζί του πόνεσε και ο Ακένας, ανίκανος να βρει μια παρηγοριά, ακόμα και στην ανθρώπινη υπόσταση του. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει. Ο Αλέξης ήθελε να ακούσει την φωνή του μια τελευταία έστω φορά. Ήξερε πως θα τον καταλάβαιναν. Διάλεξε τα αγγλικά και η φωνή του βγήκε βραχνή. «Τι είναι αυτό που φοβάστε; Τι φοβάται η Ανώτατη Ιεραρχία;» «Ο θάνατος δεν μας φοβίζει όσο εσάς τους Γήινους. Αλλά η επικράτηση, η επιβίωση μας στο σύμπαν είναι επιβεβλημένη από το ένστικτο μας» του απάντησε, «δεν φοβόμαστε την ατομική μας κατάργηση, αλλά την συλλογική. Είμαστε το μοναδικό είδος στον πλανήτη μας και μας δένει ένας κοινός νους. Όταν γεννηθεί μια νέα ιδέα πρέπει να διαδοθεί σε όλους ή να αποκρυφτεί από τους πάντες. Η διχογνωμία είναι δηλητήριο. Το ανθρώπινο είδος είναι μια παραφωνία απόψεων και συγκρούσεων. Γι αυτό και το μυαλό σου είναι μια βόμβα που μπορεί να μας αφανίσει.» «Τα έχετε καταφέρει πολύ καλά ως τώρα...πολύ καλύτερα από εμάς. Ελπίζω να μην κάνετε ποτέ τα δικά μας λάθη. Το ξέρω πως είχαμε πολλά κακά, τα καλά μας όμως ήταν ιδεώδη. Από αυτά ο Άρης θα μπορούσε να ωφεληθεί πολύ.» Ξαφνικά χαμήλωσε ο φωτισμός στον θύλακα. Ακούστηκε ένας υπόκωφος στεναγμός από μακριά. Ο Ακένας έμεινε βουβός, βυθισμένος σε σκέψεις. Ο Αλέξης δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί. Εκεί, στο μισοσκόταδο, με τον Μεσιανό από πάνω του, μια σκέψη έσκασε μέσα στο κεφάλι του. Την διάβασε και ο Ακένας και το σώμα του συσπάστηκε βίαια. Ένα παγωμένο λευκό φως τύφλωσε τον Αλέξη, ένιωσε να μουδιάζει και έχασε κάθε επαφή με το περιβάλλον. Μια μέγγενη άδραξε την καρδιά του και προς στιγμή νόμισε πως θα εκραγούν τα σωθικά του. Μετά έφυγαν όλα σαν κακό όνειρο και επανήλθε στον θύλακα τουρτουρίζοντας. Αισθανόταν σαν κούκλα που κρεμόταν από σχοινί που το είχαν τινάξει στα ξαφνικά. Μόλις είχε βιώσει ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο που τον ισοπέδωσε. Ήταν ο Ακένας που τον χτύπησε και πάλι εκείνος που τον είχε επαναφέρει. Η εμπειρία παρ’όλα αυτά έδωσε στον Αλέξη τέτοιο σοκ που παρέλυσε το μυαλό του. Ο Μεσιανός δεν μπορούσε να κατανοήσει την εύθραυστη ανθρώπινη ισορροπία. Η επίθεση είχε εκδηλωθεί ενστικτωδώς, ήταν γεμάτη από μια οργή που ο Ακένας είχε μετανιώσει αμέσως. Μέσα στην ανεξέλεγκτη βία του απελευθέρωσε μύχιες εικόνες που ο Αλέξης έλαβε και κατανόησε την αιτία του θυμού του. Ήταν οι αράχνες στα γυάλινα κλουβιά του Αρχιμήδη. Τώρα κατάλαβε τι ήταν αυτό που έβλεπε όλη αυτή την ώρα. Δεν ήξερε πως και μέσα από ποια αλχημεία είχε συντελεστεί αυτή η εξέλιξη, ο λόγος όμως που δεν το είχε προσέξει εξαρχής ήταν η στολή, και τα τρία μέτρα μήκος – χωρίς να υπολογίσει τα πόδια, της αράχνης που στεκόταν απέναντι του. Ο Ακένας ένιωσε μεγάλη προσβολή στην νοητική σύνδεση που έκανε ο Αλέξης ανάμεσα στις αράχνες που έφεραν στον Άρη και την φυσιολογία των Μεσιανών. Ο Αλέξης προσπάθησε να μιλήσει αλλά του ήταν αδύνατο. Δεν μπορούσε να νιώσει καν το πρόσωπο του. Με κόπο έβαλε στη σειρά κάποιες σκέψεις. «Και οι ιερείς; Εκείνοι γνωρίζουν.» Αντί να λάβει μια απάντηση άνοιξε μια νέα καταπακτή μέσα στο κεφάλι του. Άρχισαν να του έρχονται εικόνες, από τον Ακένα, εικόνες που τον ξάφνιασαν. Είδε την υπόλοιπη ομάδα που μέχρι πριν λίγο τους παρατηρούσε πίσω από το μαύρο παράθυρο. Όλα τα μέλη της ήταν ακόμα εκεί, νεκρά. Οι φρουροί που επιτηρούσαν το Μάτι του Μες ήταν επίσης νεκροί. Οι αρχαιολόγοι, και οι δικοί τους φρουροί, κείτονταν εκεί στο απομακρυσμένο στρατόπεδο το ίδιο άψυχοι, ακίνητοι εκεί που στέκονταν σαν να χτυπήθηκαν απότομα, μαρμαρωμένοι από ύπνο μαγικό. Τέλος, είδε τους δύο κρυπτοκέφαλους ιερείς οι οποίοι δεν έφτασαν ποτέ στον Θόλο. Αυτοί και ο πλοηγός του νοβάρ έχασαν απότομα τη ζωή τους, εν πτήση, και το σκάφος εισήλθε ακυβέρνητο σε έναν κόκκινο στρόβιλο που το έκανε κομμάτια. «Δεν θα μάθει ποτέ κανείς για σένα» είπε ο Ακένας, «Τους έδωσα την ευκαιρία να διαλέξουν συνετά αλλά έκαναν λάθη, τους έδωσα επιχειρήματα αλλά με αγνόησαν» συνέχισε. Ο Αλέξης τον κοίταξε αποσβολωμένος. Του είχε σηκωθεί η τρίχα με αυτό που αντίκριζε. «Γιατί δεν τους είπες ποιος είσαι; Δεν υπήρχε περίπτωση να μην υπακούσουν αν ήξεραν.» «Δύο χιλιάδες χρόνια πριν ανακάλυψα πως ο νους μου ασυνείδητα αναζωογονούσε τα κύτταρα μου. Κόντευα την ηλικία των είκοσι ετών. Είχαν αρχίσει να με κοιτούν σαν θεό. Άλλοι εποφθαλμιούσαν την δύναμη μου. Αλλά, το κυριότερο και πιο ανησυχητικό, είχε αρχίσει να γεννιέται μια αντίδραση προς την θνητή τους φύση, ένας φόβος προς την προσωπική τους θνησιμότητα. Δεν μπορούσα να το επιτρέψω. Γι αυτό και ενταφίασα τότε τον εαυτό μου. Τώρα όμως, επιτέλους πεθαίνω. Η δύναμη του νου μου σβήνει, ακόμα κι εγώ λοιπόν δεν είμαι αιώνιος. Δεν μου έχει μείνει πολύς καιρός. Κάποια στιγμή η Ανώτατη Ιεραρχία θα μείνει μόνη της, η φωνή μου στον Θόλο θα βουβαθεί. Θα έπρεπε να λαμβάνουν τις σωστές αποφάσεις από μόνοι τους. Αλλά τελικά, αυτό δεν μπορώ ούτε να το προλάβω ούτε να το διορθώσω. Το σύμπαν θα καθορίσει την πορεία του Μες.» Υπήρξε Ακένας τρία χρόνια τώρα. Πριν ήταν ο Μενό, πιο πριν ο Ναή, δύο χιλιάδες χρόνια Μεσιανών γενεών με δανεικά ονόματα, πάντα άγρυπνος για την επιβίωση του πλανήτη, η κρυπτοκέφαλη κάστα υποχείριο της δικής του δύναμης και της δικής της αλαζονείας. Ο Νεν-Εομ όμως έσβηνε, ένιωθε την ενέργεια του να εξασθενεί σημαντικά. Ήταν και ο ίδιος θνητός, ξεχωριστός ίσως, μοναδικός, αλλά θνητός. Πολύ σύντομα θα χανόταν και ο ίδιος στην ανυπαρξία. «Αν αισθανθώ πως έχω δηλητηριαστεί από την Γήινη σκέψη θα θέσω ένα τέλος και στον εαυτό μου εδώ και τώρα. Δεν θα διακινδύνευα ποτέ την επιβίωση του λαού μου, αυτό νομίζω πως το καταλαβαίνεις Γήινε.» Ο Αλέξης δεν μπορούσε να ξέρει κατά πόσο λειτουργούσαν οι μυς του προσώπου του γιατί στο μυαλό του χαμογελούσε και δεν γνώριζε αν έδειχνε. «Το καταλαβαίνω απόλυτα» σκέφτηκε, «είναι τόσο ανθρώπινο.» Ο Ακένας τον πλησίασε και βύθισε την μνήμη του Αλέξη σε μία και μοναδική στιγμή στο παρελθόν του. Ο Αλέξης ήταν στην Σικελία με την Νάντια, σε εκείνη την παραλία με την ηφαιστιογενή κατάμαυρη άμμο, καλοκαίρι του 2037, εκείνη δύο μηνών έγκυος. Στέκονταν στην κόψη του κύματος και ρέμβαζαν μαζί την δύση του ήλιου, και οι δύο τους ευτυχισμένοι, ερωτευμένοι. Εκεί, μέσα σε αυτή την ανάμνηση τον έκλεισε, και αποφασίζοντας ξαφνικά να μην τον καταργήσει, ύφανε την δύναμη του πάνω στον Γήινο και τον έθαψε ξανά για να ασχοληθούν μαζί του, αν τον έβρισκαν ποτέ, άλλες σοφότερες γενεές. Μετά, ανατάραξε το άνοιγμα της ανασκαφής και έφερε όλο το έδαφος με το χώμα και τις πέτρες κάτω, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος της τρύπας. Πήρε το τιμόνι ενός νοβάρ και ανέβηκε ψηλά, εγκατέλειψε το Μάτι και πέταξε πάνω από την επιφάνεια. Πλησίαζε η νύχτα και η βιολετί επιφάνεια του πλανήτη έλαμπε και μοσχοβολούσε. Για μια στιγμή νόμισε πως αντίκριζε την θέα με νέο βλέμμα. Κοίταξε προς το όρος του Νε, το χιόνι στην κορυφή του άστραφτε χρυσαφί. Θυμήθηκε έναν στοίχο από τα έπη. Το Δίδυμο είδε τον λαό του να ευτυχεί και θεία αγαλλίαση πλημμύρισε το σύμπαν. Δάκρυσαν τα θεϊκά μάτια και ένα μοναδικό δάκρυ έσταξε πάνω στον κοιμισμένο πατέρα, και εκεί που έπεσε αναδύθηκε το ευλογημένο Νε να θυμίζει την επιταγή του παρελθόντος. Κανένα άλλο ιερό κείμενο δεν αναφέρει τις λέξεις δάκρυσαν ή δάκρυ. Οι Μεσιανοί δεν κλαίνε, είναι μια ιδιότητα που αναγνωρίζουν μόνο στους θεούς τους. Δάκρυα όμως ήταν αυτά που προσπαθούσε να συγκρατήσει τώρα ο Νεν-Εομ. Τον είχε καταβάλλει μια ασυγκράτητη φόρτιση. Μοναξιά και θάνατος. Ήταν μόνος του όλη του την ζωή, δύο χιλιετίες, και την είχε νιώσει πρώτη φορά μόλις τώρα, σαν άνθρωπος. Περίμενε το σκοτάδι και την ανακούφιση του τέλους. - - - - . Edited February 13, 2008 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Arachnida Posted March 19, 2008 Share Posted March 19, 2008 Αυτή είναι πολύ ωραία ιστορία. Είδα ότι δεν έχει σχόλια και υποθέτω πολλοί θα βρίσκουν δύσκολο να τη ξεκινήσουν λόγω του μεγέθους, αλλά αξίζει. Φιλοσοφική επιστημονική φαντασία, με δυνατή εισαγωγή μυστηρίου και έντονα συναισθήματα σε όλο το κείμενο. Όταν πέρασα στο δεύτερο μέρος νόμιζα ότι θα ξέφευγε σε δαιδάλους με αναφορές σε άγνωστα ονόματα, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι. Με τράβηξε κι εμένα μαζί της σε ένα ταξίδι στο αχανές σύμπαν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.