Παρατηρητής Posted February 18, 2008 Share Posted February 18, 2008 Ανεβάζω αυτή την ιστορία για το διαγωνισμό που οργανώνει ο Dain. Εάν είναι εκτός θέματος πείτε μου για να ανεβάσω κάποια άλλη. Καλή επιτυχία στους υπόλοιπους και καλή ανάγνωση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted February 18, 2008 Author Share Posted February 18, 2008 Η Γκάιντα Στο Μικρό Λιμάνι ποτέ δεν είχε χιονίσει. Κάθε που ερχόταν ο χειμώνας και κάλυπτε τα ορεινά με χιόνι, οι κάτοικοι του Μικρού Λιμανιού γελούσαν και καυχιόντουσαν για τον ήπιο καιρό που χαρακτήριζε την πόλη τους. Κάποιοι έλεγαν πως τα στοιχειά του λιμανιού ήταν που φυλούσανε την πόλη από το χειμώνα. Όμως φοβόντουσαν πως αυτά κάποια στιγμή θα έφευγαν, καθώς οι Λιμανιώτες βρώμιζαν τα νερά τους με τα απόβλητα των εργοστασίων που είχαν χτίσει. Πια δεν λάτρευαν τα στοιχειά ούτε και τα τιμούσαν. Δήλωσαν υποταγή στο Χρήμα, τον Γεννημένο, ένα πανίσχυρο θεό τον οποίο οι πάντες πίστευαν, πλούσιοι και φτωχοί. Ώσπου μια μέρα, ο χειμώνας άγγιξε το Μικρό Λιμάνι. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ανθρώπων το χιόνι έπεφτε για ημερόνυχτα παγώνοντας τα σπίτια, τους δρόμους, τις βάρκες και τα πλοία. Η πόλη που δεν είχε δει πάγο ποτέ, στα ξαφνικά συστήθηκε με το χιόνι και την παγωνιά. Κάποιοι σοφοί, γέροι πολύ και ετοιμοθάνατοι, είπαν πως τα στοιχειά τους εγκατέλειψαν. Είπαν πως η φυγή τους στάθηκε αφορμή για να παγώσει η πόλη. Κατηγόρησαν τους νέους που είχαν λατρέψει το Χρήμα και τους προειδοποίησαν πως θα ερχόταν μεγαλύτερο κακό και πως το χιόνι ήταν μόνο η αρχή. Όμως κανείς δεν τους πίστεψε. Ζητούσαν από το Χρήμα να τους σώσει. Να σταματήσει την πολυήμερη χιονόπτωση, να ανοίξει τους δρόμους και να προσφέρει τρόφιμα πριν να πέθαιναν όλοι από το κρύο. Ο Χρήμα δεν απάντησε. Το κρύο και το χιόνι μαίνονταν για μέρες. Ώσπου μια μέρα, μέσα από την ομίχλη του λιμανιού, οι κάτοικοι αντίκρισαν έναν μυστήριο επισκέπτη, που όμοιο του δεν είχαν δει ποτέ. Ήρθε από το θάλασσα, μέσα σε μια πλατιά βάρκα. Πλησίασε την ακτή όμως δεν πάτησε στη στεριά. Έμοιαζε με μουσικό ή κάτι τέτοιο. Η ομίχλη τον κάλυπτε και το μόνο που διακρίνονταν επάνω του ήταν μια μακριά κάπα που ανέμιζε και μια γκάιντα που βάσταγε στην αγκαλιά του. Πίσω του, στη βάρκα μέσα, κοντά πλάσματα στέκονταν, ακίνητα σαν άριστα πειθαρχημένα στρατιωτάκια, περιμένοντας την προσταγή του. Τι ήταν τα πλάσματα αυτά, οι Λιμανιώτες δεν μπορούσαν να διακρίνουν. Σύγχυση προκάλεσε ο ερχομός του μυστήριου ξένου που στέκονταν στη βάρκα με την γκάιντα και τα κοντά πλάσματα πίσωθε του. Κάποιοι από τους γέροντες σοφούς που έζησαν από το κρύο, είπαν πως ήταν ένα από τα στοιχειά και πως ο ερχομός του ήτανε καλό σημάδι. Ένας όμως από αυτούς, κάποιος που τον αποκαλούσαν «Τρελαμένο», προειδοποίησε τους κατοίκους πως ο ξένος ήταν κάτι πλάσμα ενός άλλου κόσμου, κόσμου που δεν πίστευε στο Χρήμα ούτε σε κανέναν από τους ψεύτικους θεούς των ανθρώπων. «Είδατε την γκάιντα που βαστά, την είδατε! Αυτός ο μαύρος ξένος έρχεται κάθε που μια πόλη κινδυνεύει να αφανιστεί. Πάει εκεί που η χολέρες μαίνονται, οι σεισμοί, οι καταποντισμοί, οι πυρκαγιές κι οι παγετώνες! Έχει τη δύναμη να σώζει μα αντάλλαγμα ζητάει! Φερθείτε του ευγενικά και δώστε ότι ζητήσει!» Κανείς όμως δεν πίστεψε τον γέροντα σοφό, τον Τρελαμένο. Είπαν πως ήταν αδύνατο να υπήρχε τέτοιο πλάσμα εκτός από τα παραμύθια. Ο Χρήμα τους είχε κάνει δύσπιστους, προστάζοντας τους να σκέπτονται μόνο με τη λογική. «Καταραμένοι, είσαστε, δεν βλέπετε;;;», άρχισε ο Τρελαμένος να φωνάζει. «Πρώτα διώξατε τους φύλακες σας, τα στοιχειά, και τώρα θα διώξετε τη λύτρωση σας! Εκείνα τα πλάσματα που σέρνει πίσω του σε κάθε του ταξίδι είναι τα παιδιά εκείνων που κάποτε τον έδιωξαν, αρνούμενοι να τον πληρώσουν!» Οι Λιμανιώτες τον άφησαν να οδύρεται και προσπάθησαν να συναντηθούν με τον ξένο που έστεκε στη βάρκα του μέσα από την ομίχλη. Εκείνος μίλησε από μακριά, με φωνή αυστηρή που τάραζε τους πάγους. «Θα πάρω μαζί τον παγετό λυτρώνοντας τον τόπο αυτό σε μια κιόλας εσπέρα. Αψηφήστε το Χρήμα αλλιώς δικό σας κρίμα Θα παγώσει τον αέρα.» Το μήνυμα του ξένου ήταν ξεκάθαρο απέναντι στους κατοίκους του Μικρού Λιμανιού. Θα τους γλύτωνε από την παγωνιά αρκεί εκείνοι μετά να σταματούσαν να πιστεύουν στο Χρήμα και τους ναούς του που δηλητηρίαζαν το περιβάλλον. Εκείνοι δέχτηκαν. Τότε ο ξένος τους είπε να γυρίσουν στα σπίτια τους και να κλειστούν εκεί. Για μία νύχτα θα έπαιζε τη γκάιντα και η παγωμένη πόλη θα άκουγε τη μελωδία του. Οι Λιμανιώτες έκαναν όπως πρόσταξε και κλείστηκαν στα σπίτια. Όλο το βράδυ άκουγαν μια γκάιντα να παίζει. Ο ήχος της, μια μελωδία νοσταλγική που θύμιζε παλιές εποχές, ηρωικούς καιρούς και εποχές ειρηνικές, τότε όπου αληθινές μουσικές πλημμύριζαν τις αγνές καρδιές των ανθρώπων, ξεχύνονταν μέσα στους δρόμους και τα στενά, τους λόφους και τα ρυάκια και το λιμάνι όπου κάποτε ζούσαν τα στοιχειά. Όσο ο ξένος έπαιζε την γκάιντα του οι πάγοι έλιωναν και το χιόνι σηκώνονταν από τη γη και έτρεχε προς τη βάρκα. Η γκάιντα απορροφούσε το χιόνι και την παγωνιά, φουσκώνοντας το σάκο. Μέχρι ο ήλιος να βγει από την ανατολή, η πόλη είχε απαλλαγεί από το κρύο. Τα χιόνια και οι πάγοι βρίσκονταν πια φυλαγμένοι στον παχύ ασκό της γκάιντας. Μόλις ξημέρωσε οι κάτοικοι με έκπληξη αντίκρισαν την πόλη τους να είναι όπως πριν. Οι πάγοι είχαν φύγει, σαν μην είχαν έρθει ποτέ. Στους δρόμους είχαν βλαστήσει δέντρα και στις αυλές λουλούδια που οι άνθρωποι είχαν να δουν από τους παλιούς καιρούς, τότε που αγαπούσαν τη φύση. Μια υπέροχη ευωδία απλώθηκε στο Μικρό Λιμάνι έπειτα από την τελευταία νότα της γκάιντας. Οι άνθρωποι όμως δεν εκτίμησαν το δώρο του ξένου. Οι άρχοντες της πόλης διέταξαν τους κατοίκους να συνεχίσουν να δουλεύουν για λογαριασμό του θεού Χρήμα, παραμένοντας πιστοί σε εκείνον και τις αρχές του. Γύρισαν στα εργοστάσια, στις τράπεζες, στο χρηματιστήριο και στα εμπορικά κέντρα σαν να μια απλή καθημερινή μέρα. Εκτός αυτού, οι άρχοντες έδωσαν εντολή να κοπούν τα δέντρα και οι ανθοί, να πουληθούν και να αγοραστούν, να γίνουν προϊόντα όπως οτιδήποτε που υπήρχε εντός των ανθρώπινων κοινωνιών. Διότι η χρόνια υποταγή στο Χρήμα τους είχε μεταμορφώσει. Τους είχε κάνει αχάριστους και αδιάφορους, τόσο απέναντι στο περιβάλλον και τα δώρα του όσο και μεταξύ τους. Αγαπούσαν μόνο το Χρήμα, τις προσφορές, τις ευλογίες του και τίποτα άλλο. Έτσι δεν τήρησαν την συμφωνία που έκαναν με τον ξένο. Εκείνος τους απάλλαξε από την παγωνιά μα οι Λιμανιώτες παρέμειναν πιστοί στο Χρήμα. Όχι μόνο δεν ευχαρίστησαν τον ξένο αλλά και τον πρόσταξαν να φύγει ισχυριζόμενοι πως δεν ήταν εκείνος που τους έσωσε αλλά ο δικός τους θεός. Ο ξένος στάθηκε στη βάρκα του, κρυμμένος μέσα στην ομίχλη, βαστώντας την παχιά του γκάιντα. Ψιθύρισε ονόματα πόλεων και τόπων όπου είχε επισκεφτεί από την εποχή που είχε γεννηθεί ο Χρήμα. Ονόματα πόλεων και τόπων που σε μια νύχτα λυτρώθηκαν και καταστράφηκαν σε λιγότερο από ένα πρωινό. Πριν η γκάιντα ξεκινήσει να παίζει για ακόμη μια φορά, η φωνή του ακούστηκε αυστηρή, ταράζοντας τα νερά του λιμανιού. «Άνθρωποι αχάριστοι νομίζοντας πως είστε άριστοι προδότες της ζωής άξιοι ανελέητης καταστροφής. Στάθηκα η μόνη σωτηρία προσφέροντας σε σας την ευκαιρία να βρείτε τους αρχαίους εαυτούς σας να σώσετε τις κόρες και τους γιους σας…» Και τότε έφερε την γκάιντα στα χείλη του και η μελωδία ξεχύθηκε στην πόλη. Ο ουρανός σκοτείνιασε και ο ήλιος χάθηκε πίσω από ένα μαύρο σύννεφο. Ο αέρας πάγωσε απότομα και μια πανίσχυρη χιονοθύελλα ξεχύθηκε μέσα από τον ασκό της γκάιντας όσο η τρομερή της μελωδία έπαιζε αργά και βασανιστικά για εκείνους που την άκουγαν. Πλέον δεν θύμιζε παλιούς καιρούς. Πλέον δεν θύμιζε ευχάριστη άνοιξη και θερμό καλοκαιράκι. Θύμιζε θάνατο, θύμιζε πένθος, ότι ακριβώς σκορπίστηκε μόλις ο ξένος άρχισε να παίζει εκείνο το δυσάρεστο πρωινό. Οι άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι στους δρόμους, γλιστρώντας στο παγωμένο έδαφος, χτυπώντας ο ένας πάνω στον άλλον. Τα σπίτια βάραιναν από το χιόνι και γκρεμίζονταν επάνω στα κεφάλια τους. Το ίδιο και οι ψηλές καμινάδες, τα θαυμαστά εμπορικά κέντρα και τα μεγαλόπρεπα κτίρια των τραπεζών, όσο η θανατερή γκάιντα ηχούσε σκορπώντας τη χιονοθύελλα και την παγωνιά. Άνθρωποι πέθαιναν σε κάθε γωνιά του δρόμου, πλούσιοι και φτωχοί, ασεβείς και συνετοί, γέροι και νέοι, όλοι σαν το περιβάλλον που σκότωσαν με τόση αδιαφορία έπειτα από την υποταγή τους στο Χρήμα. Και όσοι δεν πέθαναν από το κρύο και τις κατεδαφίσεις, συνάντησαν το θάνατο από πλάσματα κοντά που ξεχύθηκαν στην πόλη, πεινασμένα για διεφθαρμένα κορμιά γεμάτα αμαρτίες. Όσοι πέθαναν από αυτά, διέκριναν μικρά παιδιά, γεμάτα τσιμπήματα, δαγκώματα και ανοιχτές πληγές, με σκουλήκια να πέφτουν από τα άντερα και ποντίκια να βγαίνουν από τα στόματα τους. Οι περισσότεροι προσεύχονταν να πεθάνουν από την παγωνιά παρά από την πείνα εκείνων των φριχτών πλασμάτων. Ο ξένος δεν λυπήθηκε κανέναν. Ούτε καν τον Τρελαμένο που ήταν ο μόνος που φέρθηκε συνετά προσπαθώντας να μεταπείσει τους συνανθρώπους του. Γιατί ο ξένος έβλεπε τους ανθρώπους σαν σύνολο, σαν κοινωνία, και δεν λογάριαζε καλούς ή κακούς, όπως ο θάνατος και οι νόσοι, όπως η μουσική του που ηχούσε σε κάθε αυτί, σε κάθε καρδιά, σε κάθε ψυχή. Όταν η μελωδία έπαψε και η πόλη σίγαζε, μυριάδες νεκροί βρίσκονταν θαμμένοι κάτω από το χιόνι και τα συντρίμμια. Ακόμα και η θάλασσα πάγωσε, και τα ρυάκια και το ποτάμι της πόλης, οτιδήποτε που κάποτε έδινε ζωή στους ανθρώπους πριν εκείνοι μεταμορφωθούν σε αδιάφορα όντα, μηχανικούς πιστούς ενός θεού που οι ίδιοι δημιούργησαν. Και αφού ο ήλιος φώτισε τη νεκρή τους πόλη, ο ξένος έπαιξε ξανά την γκάιντα, ένα ρέκβιεμ που συγκέντρωσε τις ψυχές των πεθυμημένων, φυλακίζοντας τες μέσα στον ασκό. Και τότε τα άψυχα κορμιά των ανθρώπων σηκώθηκαν και τον ακολούθησαν στη θάλασσα από όπου ήρθε με σκοπό να τους σώσει από την ίδια τους την καταστροφή. Και η βάρκα κίνησε για μια άλλη όχθη. Για ένα άλλο λιμάνι, μια άλλη πόλη, για μια άλλη κοινωνία. Κάπου όπου η φύση εκδικούνταν μα οι πιστοί του Χρήμα σημασία δεν έδιναν καμία, πιστεύοντας ότι θα ζούσαν παντοτινά ευτυχισμένοι. Γιώργος Χατζηκυριάκος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.