Naroualis Posted February 25, 2008 Share Posted February 25, 2008 (edited) Όνομα Συγγραφέα:Ευθυμία Δεσποτάκη (a.k.a. Naroualis) Είδος:φαντασία Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:~1220 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Για το διαγωνισμό των Βαθιών Μεταμορώσεων Η Πάλα κρατούσε με τα δύο της χέρια τα φουστάνια της ψηλά κι έτρεχε ανάμεσα στα στάχυα. Μια φωνή ερχόταν από το φρύδι του λόφου, από το δρόμο που ερχόταν από τη θάλασσα, μια αντρική φωνή που έλεγε ένα όνομα, αλλά η Πάλα έκανε πως δεν άκουγε. Έτρεχε μονάχα, έτρεχε με βήμα σταθερό, με ρυθμό αναλοίωτο, φρςς, φρςς, φρςς, φρςς, κάθε της δρασκελιά έκανε τα σπαρτά να τραγουδούν. Κάποτε ένας υποτακτικός του πατέρα της τής είχε πει ότι έτσι κάνει κι η θάλασσα όταν τρέχεις στα ρηχά, φρςς, φρςς, φρςς, φρςς, κάθε δρασκελιά κάνει το νερό να πλατσουρίζει. Το κάστρο φαινόταν καθαρά πια, ο καπνός ανέβαινε ειρηνικά από τις καμινάδες, τα φλάμπουρα κρέμονταν άψυχα – δεν έλεγε να φυσήξει... Η αντρική μορφή ξεχώριζε στην πύλη, κοιτούσε προς το μέρος της. Η φωνή πίσω της είχε σταματήσει να την ακολουθεί, όμως η κοπέλα δεν μείωνε το ρυθμό της. -Πάλι στους λόφους ήσουν; Τη ρώτησε ο άντρας της πύλης όταν εκείνη έφτασε κοντά του. Η φωνή του δεν ήταν αυστηρή. Ήταν μάλλον η φωνή ενός πατέρα που το έχει πάρει απόφαση ότι η κόρη του είναι πνεύμα σκανδάλου. Η Πάλα δε απάντησε, για πρώτη φορά στη ζωή της ευχόταν να μην είχε παρακούσει τον πατέρα της. Γύρισε το βλέμμα της προς το δρόμο που ένωνε το κάστρο με την πόλη και τη θάλασσα κι έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού τον καβαλάρη που φάνηκε στην καμπή. -Τι είν’ αυτός; Ρώτησε πάλι ο άντρας. -Από τη θάλασσα, έκανε η κοπέλα ψιθυριστά, λες κι η λέξη ήταν βρισιά. Ο άντρας δεν άλλαξε έκφραση, ούτε πήρε τα μάτια του από την άμαξα. -Πήγαινε να το πεις στην μάνα σου, είπε μόνο με την άκρη του στόματος. Η Πάλα υπάκουσε. Την φώναξαν στην μεγάλη αίθουσα μετά από κάμποση ώρα. Είχε κρυφτεί στα μαγειρία και ξεσπύριαζε ένα καλαμπόκι σαν να ‘ταν το πιο σημαντικό πράγμα του κόσμου. Συγυρίστηκε βιαστικά, όπως ταιριάζει στην κόρη του αφέντη, και μπηκέ από μια πλαινή πόρτα, στητή, σχεδόν άφοβη, αγέρωχη. Ο άντρας στην πύλη ήταν καθιστός στην πολυθρόνα του οικοδεσπότη. Ούτε πενήντα καλοκαίρια δεν είχαν περάσει από πάνω του, όμως τα μαλλιά του ήταν κατάλευκα. Δίπλα του ήταν η γυναίκα του, λίγο μικρότερή του, άσπρη και αφράτη σα γλύκισμα βανίλιας. Η Πάλα τους αγκάλιασε και τους δυο με το βλέμμα. Ήταν οι μόνοι γονείς που είχε γνωρίσει κι ας μην ήταν οι πραγματικοί της, κι ας της είχαν πει από μωρό ότι την αγόρασαν από περαστικούς δουλέμπορους όταν κατάλαβαν ότι δε κάνουν παιδιά. Ο επισκέπτης καθόταν σ’ ένα χαμηλό σοφαδάκι, απέναντι από τον πατέρα της. Ήταν ένα νεαρό παλικάρι και έμοιαζε να ‘ναι λίγο μεγαλύτερός της. Όμορφος άντρας, μελαχροινός όπως κι η ίδια, τα μάτια του γκρίζα σαν τα δικά της, τα μαλλιά του κυματιστά όπως τα δικά της μαλλιά, μακρυά ως τους ώμους, δεμένα στη βάση του κρανίου του με μια μαύρη κορδέλα. Μόλις την είδε σκίρτησε, λες και έβλεπε κάτι πολυαγαπημένο. -Αυτή είναι η κόρη μας, η Πάλα, έκανε ο πατέρας της άχρωμα. Δυστυχώς δεν είναι κόρη της σάρκας μας. Δε μπορέσαμε να κάνουμε παιδιά με τη σύζυγό μου. Αλλά τώρα δε θα άλλαζα την Πάλα με τίποτε. Μπορεί να είναι πνεύμα αντιλογίας, να μην υπακούει πάντα τις προσταγές του πατέρα της, να το σκάει κάθε τόσο και να τρέχει στους λόφους ν’ αγναντεύει τη θάλασσα, αλλά δεν είναι τίποτε λιγότερο από κόρη μου. Κι αν επιτρέπεις σε ένα πατέρα να σχολιάσει το παιδί του, είναι πολύ ρομαντική. Της αρέσει να κάθεται στο φρύδι του λόφου και να κοιτάζει τη θάλασσα. Από μωρό το έκανε αυτό. Και κάθε που το κάνει, τρέμει η καρδιά μας, ότι θα ξαναπεράσουν οι δουλέμποροι και θα την πάρουν μαζί τους. Δεν είναι δα και τίποτε ασυνήθιστο, να κλέβουν κορίτσια και να τα πουλάνε στις πόλεις. Αλλά η Πάλα κάνει ότι δεν ακούει όταν τη μαλώνουμε. Ρομαντική κι ατίθαση. Αταίριαστη με τα στάρια και τα καλαμπόκια. Πιο πολύ δεν της ταιριάζουν τ’ αμπέλια κι οι ελιές; Και τ’ αρμυρίκια; Σταμάτησε να μιλάει απότομα. Η Πάλα του έριξε ένα βλέμμα παγιδευμένου αγριμιού. Ποτέ ο πατέρας της δεν είχε μιλήσει έτσι γι’ αυτήν μπροστά σε έναν ξένο. Η μάνα της είχε χλωμιάσει σαν κερί κι είχε τα μάτια της καρφωμένα στον ξένο. Τότε ο πατέρας της άλλαξε απότομα ύφος και συζήτηση. -Πάλα, αυτός είναι ο Βεζ κι έχει κάτι να σου πει. Η Πάλα ξεροκατάπιε αλλά η φωνή της ήταν αγέρωχη, σχεδόν αλαζονική. -Ακούω. Ο νεαρός ξεροκατάπιε. Ήταν συγκινημένος για κάποιον λόγο που το κορίτσι έκανε πως αγνοεί. -Όμορφο κορίτσι, είμαι από μια μακρυνή πόλη, που τη λένε Νόταμορ, δίπλα στη θάλασσα. Έχω μια αδελφή. Πριν από δεκαπέντε χρόνια, ενώ ήταν μωρό ακόμα, την έκλεψαν δουλέμποροι και την πούλησαν κάπου σ’ αυτά τα μέρη. Το όνομά της ήταν Γιόνεκ και μου έμοιαζε. Είχε μαλλιά μαύρα, σαν τα δικά σου και μάτια γκρίζα σαν τα δικά σου και είχε και ένα σημαδάκι σαν μισοφέγγαρο στην αριστερή της γάμπα, σαν αυτό που μου είπε η μάνα σου πως έχεις.... Η Πάλα δε μιλούσε, σχεδόν δεν ανέπνεε. Τα χαρακτηριστικά της είχαν τραβηχτεί, περίμενε ότι θα άκουγε κάτι τέτοιο αλλά δεν περίμενε πως θα ένοιωθε έτσι. Με μια κίνηση αργή, χωρίς να πάρει τα μάτια της από το πρόσωπο του Βεζ, σήκωσε τη φούστα της, ώσπου φάνηκε η αριστερή της γάμπα και μαζί της φάνηκε και το σημαδάκι σα μισοφέγγαρο. -Ήρθα να σε πάρω σπίτι μας, Γιόνεκ, είπε τελικά ο νεαρός με φωνή σπασμένη. Στη μάνα και τον πατέρα μας, στο σπίτι μας δίπλα στη θάλασσα. Η Πάλα έμεινε σιωπηλή, ακίνητη. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στα δικά του, γκρίζα σαν τα δικά του. Το αίμα είχε φύγει απ’ το πρόσωπό της και είχε όλο μαζευτεί στην καρδιά, ένας ήχος από τύμπανο, θαμπός, κάπου στο αριστερό της στήθος. Κανείς δε μιλούσε, όλοι περίμεναν εκείνη, την επιλογή της, την κρίση της, Πάλα ή Γιόνεκ, όλοι ήταν κρεμασμένοι απ’ τα χείλη της. -Η Πάλα πάντα ήθελε να δει τη θάλασσα, έκανε ξαφνικά η μητέρα της. Γύρισε και την κοίταξε, χαμογελούσε με κόπο. «Σε διευκολύνω», έλεγε εκείνο το χαμόγελο, «πήγαινε». Ο πατέρας της είχε κατεβάσει το κεφάλι, άσπρος σαν το πανί και κοιτούσε τους ρόζους του ξύλου στο χερούλι της πολυθρόνας του. Ο Βεζ ξεροκατάπινε, το κατωχείλι του έτρεμε. -Της άρεσε από μωρό. Την πρώτη φορά που το ‘σκασε και πήγε στους λόφους να δει τη θάλασσα ήταν οχτώ χρονών. Πεθάναμε από την γωνία μας, μέχρι να τη βρούμε. Καθόταν σε ένα βραχάκι με τα χεράκια πλεγμένα γύρω από τα γόνατα και κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Φορούσε κι ένα φουστανάκι γαλάζιο και καφέ, έμοιαζε με νεραϊδόπουλο. Το πόσο τη μαλώσαμε εκείνη τη μέρα δε λέγεται. Αλλά το άλλο μεσημέρι, μόλις με πήρε μια στάλα ο ύπνος, το ‘σκασε πάλι και πήγε στους λόφους. Η θάλασσά της, έτσι έλεγε. Η θάλασσα της. Η Πάλα κοίταζε κάπου στον τοίχο απέναντί της. Από το μυαλό της πέρασαν όλα μέσα σε μια και μόνο στιγμή, η θάλασσα, οι λόφοι, η άλλη οικογένεια, η πόλη Νόταμορ, η θάλασσα, ο Βεζ, το κάστρο, τα χωράφια, τα στάχια, η θάλασσα, η μητέρα, ο πατέρας, η θάλασσα… Άνοιξε το στόμα της, πήρε μερικές κοφτές ανάσες: -Η θάλασσά μου, μητέρα, είναι μια θάλασσα στάχια. Δεν έχω άλλη θάλασσα. Είχε κάνει την επιλογή της. Ο Βεζ έφυγε αμέσως. Πριν φύγει, άφησε ένα διστακτικό χάδι στα μαλλιά της. Ένα θλιμμένο χαμόγελο στα χείλη της τον έκανε να σκύψει το κεφάλι. Ανέβηκε στο άλογό του κι έφυγε καλπάζοντας. Edited February 25, 2008 by Naroualis Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted March 18, 2008 Share Posted March 18, 2008 Θα ήθελα να προσθέσω μια υποσημείωση εδώ σχετικά με την αρχική μου εκτίμηση γι αυτό το διήγημα. Ενώ δηλαδή, για το πνεύμα του διαγωνισμού, θα ήταν αναγκαίο να δούμε το σκεπτικό της ηρωίδας που την κάνει να αλλάξει το πάθος της για την θάλασσα με τα αισθήματα προς τους γονείς της, το διήγημα καθεαυτό, εκτός συναγωνισμού, δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο. Είναι τέλειο έτσι όπως είναι. Η επιλογή της στο τέλος, αναπάντεχη μεν, σωστή δε, είναι πιο συγκινητική προς τον αναγνώστη, που αυτό θα επιθυμούσε για την ηρωίδα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted June 25, 2010 Share Posted June 25, 2010 Πολύ ωραίο. Μόνο μια μικρή παρατήρηση έχω: ο μονόλογος του πατέρα. Κάτι έχει, ή κάτι δεν έχει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Asgaroth Posted July 26, 2011 Share Posted July 26, 2011 Πολύ ρεαλιστικοί οι γονείς, με τις μικροστιγμές που θυμούνται αλλά και με την επιθυμία τους να ευτυχίσει η κόρη τους ακόμη και με το τεράστιο για αυτούς κόστος. Παραστατικές σκηνές, με το φόρεμα να σέρνεται στα στάχυα, καθώς και ο συμβολισμός/προϊκονομία με την παρομοίωση με τη θάλασσα. Ομολογώ πως ήθελα και το θεωρούσα σωστό να μείνει με τους γονείς της, επομένως χαίρομαι για την επιλογή της. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted July 29, 2011 Author Share Posted July 29, 2011 Ωπ! Καλέ πού το ξέθαψες αυτό; Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.