Jump to content

Η επιστροφή


Naurgul

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Νικόλας Τ.

Είδος: φαντασία

Αριθμός Λέξεων: 2789

Αυτοτελής: το προσπάθησα

Σχόλια: Η ιστορία τριών νεαρών ηρώων που βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο του του ταξιδιού τους για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Καθώς κάνουν τα τελευταία βήματα, θυμούνται τις περιπέτειές τους κι αναρωτιούνται αν πήραν τις σωστές αποφάσεις. Είναι διασκευή από ιστορία από παιχνίδι ρόλων στο οποίο ήμουν αφηγητής. Είναι για το διαγωνισμό μικρής ιστορίας Φεβρουαρίου 2008.

 

 

 

 

 

 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

 

 

 

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

 

Σκοτάδι. Κοιτάζει δεξιά κι αριστερά αγριεμένος, φοβισμένος. Ακούει τον εαυτό του να ψιθυρίζει, κάτι για τον πόνο που δε νιώθει πια, για την πετρωμένη του καρδιά. Ο φόβος τον κατακλύζει, η άγνοια δε γεννά αμφιβολίες πια. Το μονοπάτι της επιστροφής δεν έχει γυρισμό. Ο προορισμός, όμως, ελπίδα, δαυλός στο χέρι του ανάβει, δίνει φως να δει. Πέτρες τέλεια σμιλευμένες, η μυρωδιά ενός υπογείου όπου κανείς δεν μπαίνει, μια πόρτα με τέσσερις κλειδαριές. Αναγνωρίζει και μονομιάς εύχεται ο δαυλός να μην υπήρχε· αβάσταχτο το βάρος της ελπίδας. Ακούει το σιγανό θρήνο, υπνωτισμένος πλησιάζει, τείνει το χέρι του μπροστά. Ο δαυλός καίει, τρέμουν οι σκιές. Το αγόρι, ούτε άντρας ούτε παιδί, λαβωμένο, γονατισμένο πλάι στον μισοπεθαμένο πατέρα του, γυρίζει. Οι ματιές συναντιούνται, το αγόρι δε μπορεί να συγχωρήσει. Πιο πέρα, τα κουφάρια των δύο φυλάκων, κατακρεουργημένα, δίχως ανθρώπινη μορφή, απόδειξη της καταστροφικής μανίας της δικιάς του και των συντρόφων του. Ο πατέρας του αγοριού και οι άλλοι δύο φύλακες στάθηκαν εμπρός τους, τους έφραξαν το δρόμο. Παλιοί φίλοι, δάσκαλοι, προστάτες, φύλακες του αντιτίμου της επιστροφής, τη μάνητα των συντρόφων δέχθηκαν, χάθηκαν για ό,τι πίστευαν. Κοιτάζει και κλαίει. Η φωτιά τού καίει τα σωθικά αλλά δεν πονάει. Μόνο φοβάται και ελπίζει.

 

Ξυπνάει. Ο Απόστολος σηκώνεται από το έδαφος, μηχανικά τινάζει το χώμα απ' το ρούχο του. Τις πρώτες αχτίδες της ημέρας, όσες δε πέφτουν στη παγίδα των κλαδιών των δέντρων, να τον ξυπνήσουν αφήνει, να ξορκίσουν τον εφιάλτη από τη ματιά του. Σηκώνει τους συντρόφους σιωπηρά, με ένα άγγιγμα, οι λέξεις δε θέλουν να βγουν από το στόμα του. Ο Χρήστος, ο μάγος, σπάει το ιδεατό καταφύγιο της σιωπής. “Σήμερα είναι η μέρα” ανακοινώνει χωρίς συναίσθημα. Ο Παύλος, ο αλχημιστής, χαμηλώνει το βλέμμα του, ένα μικρό, ανεπαίσθητο χαμόγελο, της προσμονής, μαλακώνει το σκεφτικό του πρόσωπο. Ο δρυΐδης, ο Απόστολος, μονομιάς το μονοπάτι παίρνει, αυτό που οδηγεί στη σπηλιά που κάποτε ζούσε ο πράσινος δράκος, αυτό που οδηγεί στο τέλος του ταξιδιού.

 

Μέσα στο δάσος βαδίζουν αργά, τελετουργικά, οι σύντροφοι, μήπως η όποια βιάση δώσει τέλος σε ό,τι έχτισαν με ιδρώτα και θυσίες. Ο Απόστολος μπροστά, τους οδηγεί, σκυμμένο κεφάλι, σκισμένος νους, τετελεσμένα γεγονότα αναλογίζεται. Βλέπει το βήμα του δισταχτικό, όπως την πρώτη φορά που το δάσους τούτο διέσχιζε. Αφελής τότε κι άπειρος, για άλλα αμφέβαλλε, για άλλα φοβούνταν. Τώρα στοχάζεται αν άξιζαν τόσες θυσίες για μια ευκαιρία στην τύχη ή τη μοίρα βασισμένη, καθώς το φως της αυγής δεν αρκεί για να ξεπλύνει τον εφιάλτη, γιατί ο εφιάλτης ήταν η αλήθεια. Ο νους του όμως στο παρελθόν γυρίζει, τρεις εποχές πιο πριν, όταν στον ίδιο δρόμο βρίσκονταν, ανυποψίαστοι, μόλις κινούσαν να βρουν το δρόμο της επιστροφής. Τον Προπομπό 'θελαν να συναντήσουν τότε, κάποιον απ' τον κόσμο το δικό τους. Οι χωρικοί τους είχαν πει ότι απ' το πηγάδι είχε βγει κι αυτός, λίγες στιγμές πριν από τους ίδιους κι έφυγε δίχως κουβέντα ν' ανταλλάξει με κανέναν. Βδομάδες τον κυνηγούσαν, αλλά αυτό το δάσος ήταν το πρώτο μέρος όπου διέσχισαν στο ταξίδι της επιστροφής. Οι αναμνήσεις ευχάριστες του μοιάζουν τώρα παρόλο που αλλιώς ήταν όταν τις ζούσε. Ίσως μια μακρινή χαρούμενη ανάμνηση γίνει και το σήμερα, αναστεναγμός και χαμόγελο από την άνεση του σπιτιού του. Αλλά οι θύμισες, όπως όλα τα πράγματα, έχουν κι αυτές το τίμημά τους. Θυμάται όταν κι ο αδερφός του ταξίδευε μαζί τους, θυμάται γιατί έφυγε και πώς χάθηκε.

 

Βουρκώνει, σταματά για μια στιγμή. Οι άλλοι δύο σταματούν κι αυτοί μαζί του. Ο Παύλος βρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει την απορία που έχουν όλοι τους, το λόγο που οι θυσίες ήταν τόσο βαριές. “Λέτε να μας βοηθήσει πραγματικά;” Όλα τους τα σχέδια και οι ελπίδες βρίσκονταν στο έλεός της, είχαν αναγκαστεί να το παραδεχθούν αυτό ξανά και ξανά. “Δεν έχει σημασία”, είναι ο Χρήστος, στεγνός ο λόγος του, όσο μπορεί. “Αποφασίσαμε να πάρουμε το ρίσκο και κάναμε ό,τι μας ζήτησε. Κάθε φορά που χρειάζονταν να κάνουμε κάτι που δε θέλαμε ξανασυζητούσαμε τα ίδια από την αρχή. Τώρα έχουμε μόνο την ανταμοιβή να προσμένουμε.” Συνοφρυώνεται ο Παύλος, ο Απόστολος δεν έχει γυρίσει καν προς τα πίσω να τους αντικρίσει. “Δεν είχαμε ποτέ καμιά επιλογή.” το παράπονό του εκφράζει επιτέλους ο αλχημιστής. “Ο φόβος ήταν που μας οδηγούσε, όχι η επιστροφή. Ο Γιώργος τα έβαλε μαζί της και είδατε τι έπαθε...” σταματά, νιώθει ότι είπε περισσότερα απ' όσα έπρεπε. Ο δρυΐδης θυμάται πώς την πρόσκληση του αδερφού του αρνήθηκε, αβέβαιος στην κορυφή ενός παγερού βουνού. Μόνος του ο Γιώργος, χωρίς την επιρροή της ταξίδεψε, σε μονοπάτια άλλα, αχαρτογράφητα, αόρατα για αυτούς, τη δικιά του πορεία χάραξε της επιστροφής. Θυμάται ακόμη πώς πριν φύγουν τους βρήκε, τους μήνυσε να παρατήσουν την αναζήτηση, αδιέξοδη την είπε, αλλά οι τρεις δεν ήθελαν να τον πιστέψουν. Την αλήθεια θα τους έλεγε ο αδερφός του, το τελευταίο ρίσκο, να τους αλλάξει γνώμη, αλλά η κατάρα της τον χτύπησε· αναπόφευκτο ήταν.

 

Ο Προπομπός κι αυτός τα ίδια τους είχε μηνύσει, όταν τον 'φτασαν: “Η Αλεπού σαν εργαλεία, παιχνίδια στα χέρια της σας βλέπει. Δε νοιάζεται για 'σας πέρα από το να της είστε χρήσιμοι. Όσο τη θέλησή της υπακούτε, ηρεμία δε θα βρείτε.”. Ο Απόστολος γυρίζει και αντικρίζει τους συντρόφους: “Υπήρχε επιλογή. Ο Προπομπός να πάμε μαζί του μας κάλεσε, να ξεχάσουμε την αναζήτηση για την παλιά μας την πατρίδα, την έρευνα για το τι στοιχειώνει τούτο το νησί. Θυσιάζοντας την ταυτότητα που μας επιβάλλονταν από το παρελθόν μας, μπορούσαμε νέα να βρούμε, μόνοι μας τους εαυτούς μας να ορίσουμε”. “Αλλά δεν είχαμε τα κότσια για αυτό” στο σαρκασμό ο μάγος την ατολμία πνίγει. Το δρόμο παίρνουν πάλι, σιωπηροί ξανά, τις τελευταίες σταγόνες θάρρους φυλάγουν για το τέλος.

 

Στο γερασμένο δέντρο σταματούν, μια ανάσα να πάρουν, δύναμη να μαζέψουν. Ο νους τους στις θύμισες γυρίζει πάλι, πώς τα πνεύματα λαβύρινθο το δάσος είχαν κάνει, ζητώντας απ΄ τους συντρόφους, δαιμόνια παράσιτα να ξορκίσουν, του γέρικου του δέντρου τις ρίζες ν' απαλύνουν. Δαιμόνια ανθρωπόμορφα, με δέρμα πίσσα μαύρο πολέμησαν, που από πηγάδια μαύρης γλίτσας είχαν βγει. Αφού τα τέρατα ξόρκισαν, βρέθηκαν στη μυστική κρυψώνα του πράσινου δράκοντα. Ο δράκος που μάταια στην πρότερη μορφή του ήθελε να επιστρέψει, πεταλούδα να γίνει, όπως πριν σκληρόκαρδα μάγια τον αλλάξουν, έστεκε αιώνιος φύλακας του τάφου του αφέντη, του τύραννου, του γεννήτορα του μαρτυρίου του. Μόνο ανθρώπου στόμα τα μάγια να λύσει γίνονταν, κάποιος τη μιλιά του να δωρίσει, το τίμημα για του δράκου τη απελευθέρωση. Πώς μοιάζουν, ο Απόστολος στοχάζονταν, οι σύντροφοι κι ο δράκος, στο ταξίδι της επιστροφής, ο καθένας το δικό του τύραννο να καταριέται και να εκλιπαρεί για βοήθεια.

 

Της κουφάλας το άνοιγμα περνούν, τη σπείρα από ξύλινα σκαλιά παίρνουν, κατεβαίνουν στη σπηλιά. Τέρατα γεμάτα οι στοές, σαματά, κακό. Τις σπάθες τους τσουγκρίζουν, περιπαιχτικά την είσοδο των συντρόφων επευφημούν. Ο Παύλος τρομαγμένος το κεφάλι σκύβει, μπροστά κινεί, να μην ακούει θέλει. Ο Χρήστος την πρόκληση ατιμώρητη δεν αφήνει· κλωτσά, χτυπά δαιμόνια, να επιβληθεί στον όχλο μάταια προσπαθεί. Ο Απόστολος τα μάτια κλείνει, στο νου του απορίες βάζει, να ξεφύγει απ' το παρόν. “Γιατί τα πηγάδια των δαιμόνων δεν έχουν νερό, όπως το δικό μας; Γιατί όταν βγαίνουν από μέσα το πηγάδι δε στερεύει; Γιατί αφού δε στερεύει δεν επιστρέφουν πίσω;”. Η φωτιά που καίει μέσα του δυναμώνει, τον διακόπτει. Παλιά το κάλεσμά της πόνο τον έφερνε αβάσταχτο. Θυμάται τους τέσσερις ιππότες, φαντάσματα που ζούσαν για να τους αποτρέψουν από το να κάνουν το κακό, ο φόβος το όπλο τους, η άγνοια η ασπίδα τους. Τους πολέμησαν και τους νίκησαν· από τότε τη δύναμη της φωτιάς μέσα τους επικαλούνταν δίχως πόνο, όχι δίχως φόβο, όμως. Η απουσία του πόνου τους έφερνε ένα βήμα πιο κοντά την ανθρωπιά τους να χάσουν, τέρατα να γίνουν ολότελα. Με μάτια κλειστά, το ένστικτο της φλόγας ακολουθώντας, κινάει να βρει την Αλεπού, οι σύντροφοι ξοπίσω.

 

Στην αίθουσα που κάποτε ζούσε ο δράκος τους οδηγεί κι εκεί τα μάτια του ανοίγει. Ο δράκοντας δεν είναι πια εκεί. Το έδαφος γεμίζουν μαύρες καμπύλες, περίτεχνα μοτίβα, που ακολουθούν πολύπλοκα μονοπάτια. Το μάτι δυσκολεύεται να τ' ακολουθήσει, η φλόγα μέσα του, όμως, μπορεί. Υπνωτίζεται απ' αυτά, τη φωτιά από μέσα του τραβούν, με δυσκολία κρατά τον εαυτό του μη πλησιάσει άλλο. Τον Χρήστο τα μοτίβα δε γητεύουν, η θέλησή του ισχυρή, βγαίνει μπροστά, έτοιμος για του τέλους την αρχή. Το κλειδί παρουσιάζει, μια σφαίρα, τη παλάμη του γεμίζει, ένα σμαράγδι που λαμποκοπά. Πάλλεται στο χέρι του και τρέμει η σπηλιά. Ο Απόστολος από το λήθαργο ξεφεύγει, ίσια μπροστά του την αντικρίζει τελικά. Λευκοντυμένη, όπως πάντα, το ρούχο το σώμα της καλύπτει μέχρι το έδαφος, τα μαύρα της μαλλιά αφημένα μέχρι τη μέση, τους παρατηρεί μέσα από τη λευκή της μάσκα που της δίνει τ' όνομά της.

 

Αλεπού!” την καλεί ο Χρήστος κι αυτή στρέφει όλη της την προσοχή προς αυτόν. “Ορίστε το κλειδί του τάφου του Αρχαίου Δρυΐδη, τώρα δείξε μας το δρόμο της επιστροφής!” της μηνάει. “Καλώς ήλθατε, παιδιά μου”, ξεκινά αυτή. “Τα μαθήματα ολοκληρώθηκαν. Χάρη σε εμένα, κάτω από την επίβλεψή μου, διδαχθήκατε όσα έπρεπε να μάθετε.” Ο Απόστολος αδυνατεί να καταλάβει τι θέλει να πει. Ο νους του στο παρελθόν γυρίζει, στις άλλες δύο απόπειρες που έκαναν πίσω για να γυρίσουν. Δύο μάγοι, σε ψευδαισθήσεις πήγαν να τους παγιδεύσουν. Κόσμοι ψεύτικοι φτιαγμένοι από τις αναμνήσεις τους, χρυσά κλουβιά όπου θα μπορούσαν να αισθάνονταν ότι επέστρεψαν. Ο ένας τη φωτιά που έκαιγε μέσα τους δεν υπολόγισε, σε εκείνον τον κόσμο κυβερνούσαν οι τέσσερις ιππότες και το Θηρίο, που τους ανθρώπους κατέτρωγε. Ο άλλος διαχώρισε τις αναμνήσεις από τη φλόγα, τον τέλειο κόσμο τους προσέφερε, αλλά δεν ήταν παρά μια δοκιμασία στο τέλος. Νιώθει την Αλεπού να χαμογελά πίσω από τη μάσκα, ευχαριστημένη με ανησυχία που χαρακώνει το πρόσωπο του νεαρού δρυΐδη. “Δεν καταλαβαίνετε;” τους ειρωνεύεται. “Επιτρέψτε μου να κάνω μια επανάληψη”.

 

Το πρώτο μάθημα ήταν ο Σκοπός. Ποιος είναι ο προορισμός κάποιου; Ποιος είναι ο προορισμός όλων των πραγμάτων, ανθρώπων και μη; Μπορεί να αλλάξει;” Προτάσσει το χέρι της, ανοίγει την παλάμη της. Ο Απόστολος διακρίνει κάτι σα μικρό χρωματιστό χαρτάκι, είναι μια νεκρή πεταλούδα. “Ο Σκοπός δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο λόγος για τον οποίο κάτι κατασκευάζεται από το Δημιουργό του, η λειτουργία για την οποία δημιουργήθηκε. Η πεταλούδα, με το πρόσταγμα του Αρχαίου Δρυΐδη έγινε δράκος, δημιούργημα και περιουσία του. Ενώ είχε σκοπό, τον επιτελούσε για όλη του τη ζωή, δε μπόρεσε ποτέ να τον αποδεχθεί. Για αυτό απέτυχε. Του έδωσα αυτό που αναζητούσε και αμέσως χάθηκε από τη ζωή”. Με μια κίνησή της η πεταλούδα κάνει την τελευταία της πτήση, πεταμένη στο σκληρό έδαφος καταλήγει, ένα τίποτα. “Το δεύτερο μάθημα ήταν η Συνεργασία. Πώς γίνεται τα πλάσματα να σχηματίζουν ομάδες, να χρησιμοποιούν από κοινού τις δυνάμεις τους για να πετύχουν κάτι ανώτερο; Η συντροφιά σας, για παράδειγμα· χρησιμοποιήσατε τις δυνάμεις σας για να ξεπεράσατε τα εμπόδια που έβαλα μπροστά σας. Η ανάγκη για την εκπλήρωση ενός κοινού σκοπού είναι που δίνει κίνητρο στη συνεργασία, που με τη σειρά της επιτρέπει την εκπλήρωση του σκοπού αυτού.

 

Το τρίτο μάθημα ήταν η Συνείδηση. Τι είναι η συνείδηση; Τι είναι το υποσυνείδητο; Για ποια πράγματα οι άνθρωποι μπορούν να θεωρηθούν πραγματικά υπεύθυνοι; Πώς η συνείδηση παρακολουθεί τις πράξεις τους και είτε τους δίνει τη δύναμη να συνεργαστούν καλύτερα για να πετύχουν ένα σκοπό ή τους γεννά αμφιβολίες που θα τους κάνουν αδύναμους από το να επιτύχουν οτιδήποτε; Οι τέσσερις ιππότες ήταν μικρά κομμάτια της συνείδησής σας, Με το δικό τους τρόπο σας έδιναν επίγνωση ενός πράγματος που έπρεπε να γνωρίζετε, έμμεσα όμως. Οι άνθρωποι αυτού του κόσμου αποφάσισαν ότι η συνείδηση για το ό,τι προκαλούσαν στον κόσμο γύρω τους, και η ευθύνη που συνεπάγονταν ήταν πολύ βαριά. Το τέταρτο μάθημα ήταν η Αλλαγή. Η συνείδηση μιας κατάστασης μπορεί να κάνει τους ανθρώπους και τα πνεύματα να προσπαθήσουν να την αλλάξουν, ανάλογα με το τι τους ψιθυρίζει η συνείδησή τους. Τότε αποκτούν ένα σκοπό, ή εκτελούν τη λειτουργία για την οποία ήταν προορισμένοι. Για αυτό οι άνθρωποι προτίμησαν μια απλή ζωή παρά το διαρκές δίλημμα της προόδου. Για αυτό εγώ προσπαθώ να τους επαναφέρω στην πρότερή τους κατάσταση. Το τελευταίο μάθημα ήταν η Γέννηση. Η Αρχή. Ενώ ο σκοπός είναι το Τέλος. Βλέπετε, τα δύο αυτά πράγματα είναι ένα και το αυτό. Η πράξη της δημιουργίας για κάτι υποδηλώνει το σκοπό του. Δημιουργείς κάτι επειδή θέλεις να το χρησιμοποιήσεις. Τόσο απλά.

 

Σας οδήγησα μέσα από αυτές τις εμπειρίες. Ήθελα να σας τα διδάξω. Ήθελα να σας γίνουν κτήμα, συνείδηση. Η επιστροφή στην αρχή, η ολοκλήρωση του κύκλου, είναι απλώς ένα πολύ καλό δόλωμα. Ο σκοπός, η γέννηση, η αρχή, το τέλος. Το ταξίδι σας ήταν ένας κύκλος και αυτό ακόμα είναι ένα μάθημα. Οι εμπειρίες σας εδώ, σας σμίλεψαν. Δεν είστε τίποτα άλλο παρά οι εμπειρίες σας, ό,τι ζήσατε. Η παλιά σας ζωή μοιάζει με υποσημείωση στο νου και την ψυχή σας σε σύγκριση με τους λίγους μήνες που περάσατε εδώ. Αφού εγώ καθόρισα τις εμπειρίες, τα μαθήματα αυτά, εγώ καθόρισα και το ποιοι είστε, για αυτό μου ανήκετε. Τώρα θα σας αποκαλύψω την αλήθεια, την αρχή, γιατί μέσα σε αυτή ενυπάρχει και το τέλος. Στην αρχή ήταν αυτό το νησί. Ατλαντίδα το ονόμαζαν τότε, Ιθάκη το λένε τώρα. Πάνω στο νησί κατοικούσαν πολλά πλάσματα, μεταξύ τους και οι πρόγονοι των ανθρώπων. Η Ιθάκη είναι μαγεμένη, μια σκέψη αρκεί για την πράξη της δημιουργίας. Οι πρόγονοι των ανθρώπων, λοιπόν, μερικές φορές φαντάζονταν, δημιουργούσαν. Κάθε σκέψη τους αποκτούσε συνείδηση. Γίνονταν κάτι ζωντανό που με τη σειρά του τους βοηθούσε να φαντάζονται περισσότερα πράγματα, να επινοούν πιο έξυπνα πράγματα, να δημιουργούν. Όσο αυτοί φαντάζονταν, οι σκέψεις τους δυνάμωναν. Όσο αυτές δυνάμωναν, τόσο περισσότερο μπορούσαν να τους ανταποδίδουν τη χάρη”.

 

Η ένωση αυτών των συνειδήσεων των σκέψεων, το πνεύμα τους, είμαι εγώ. Είμαι ο Λόγος, είμαι η Αθηνά, η Φαντασία, η Σκέψη, η Νόηση, η Συνείδηση, η Φλόγα. Το μόνο πάθος μου είναι να βοηθάω στην πρόοδο της Ανθρωπότητας. Αλλά οι άνθρωποι με πρόδωσαν. Η συνείδηση που τους έδινα τους γέννησε αμφιβολίες, και αποφάσισαν να με απαρνηθούν. Από τότε αναζητώ τον τρόπο να τους επαναφέρω στην πρότερή τους λαμπρότητα. Σας είπα, το τελευταίο μάθημα είναι η Αρχή, η δική σας αρχή. Εγώ δημιούργησα τον κόσμο σας, καθ' εικόνα και καθ' ομοίωση αυτού. Ένα ολόκληρο σύμπαν, που δημιουργούσε μια δική του ανθρωπότητα, κάτω από την καθοδήγησή μου. Είπα ψέματα ότι η παλιά σας ζωή δεν είχε σημασία. Μην έχετε αυταπάτες, εγώ τη ρύθμισα, κάθε τι που θεωρείτε μέρος του εαυτού σας μου ανήκει. Όταν ο κόσμος σας ήταν έτοιμος να προσφέρει αυτό που ήταν προορισμένος να κάνει, άλλαξε μορφή και έδωσε ζωή σε εσάς. Θυσιάστηκε για να υπάρξετε εσείς, με σάρκα και οστά σε αυτόν τον κόσμο, εκεί όπου σας χρειαζόμουν. Το σύμπαν που δημιούργησα είχε ανθρώπους με δική τους σκέψη, αναπτύσσονταν και μεγάλωνε, ήταν μια πηγή αστείρευτης δύναμης. Αυτή η δύναμη, η φωτιά, η φλόγα, ο κόσμος σας, βρίσκεται πλέον μέσα σας. Κάθε φορά που τελούσατε μαγεία ή χρησιμοποιούσατε τις δυνάμεις σας καταναλώνατε ένα κομμάτι της ίδιας σας της μητέρας, που σας γέννησε θυσιάζοντας τον εαυτό της. Ο πόνος που νιώθατε ήταν ένα μικρό κομμάτι της συνείδησής σας που σας ψιθύριζε αυτό ακριβώς το γεγονός. Δημιουργηθήκατε σε ένα συγκεκριμένο καλούπι, για να εκπληρώσετε ένα συγκεκριμένο σκοπό. Περάσατε μέσα από όλες αυτές τις εμπειρίες, γιατί ως όπλα που είστε χρειάζεστε ακόνισμα για να κάνετε καλά τη δουλειά σας. Φτάσατε στο τέλος, στην αρχή και μόλις τελείωσε το τελευταίο από όλα τα μαθήματα. Όλες οι επιλογές σάς είχαν στερηθεί και ούτε τώρα έχετε μία. Υποταχθείτε στη μοίρα σας, ακολουθήστε με καθώς θα εκπληρώνετε το λόγο της ύπαρξής σας, καθώς θα ολοκληρώνεστε.

 

Η καρδιά του χτυπά δυνατά. Ο Απόστολος συγκεντρώνει τη σκέψη του στο ρυθμικό χτύπο της, η μόνη του παρηγοριά. Βλέπει το Χρήστο το άχρηστο κλειδί ν' αφήνει στο έδαφος, αργά αλλά σταθερά να βαδίζει προς την Αθηνά. Ο Παύλος, διστακτικά, ακολουθεί. Τους βλέπει πίσω της να στέκονται, στο κέντρο του περίτεχνου μοτίβου, τους βλέπει να τον κοιτούν, τους βλέπει να τον περιμένουν, να περιμένουν το αναπόφευκτο. Νιώθει τα πόδια του μόνα τους να κινούνται, δε θέλει να σκέφτεται άλλο, δε μπορεί πια. Κάνει μερικά βήματα, νιώθει τη φωτιά μέσα του να χορεύει. Αλλά σταματάει. Δε ξέρει το γιατί, δε ξέρει το πώς. Σταματάει. “Όχι” μονάχα λέει και ακίνητος μένει, χωρίς φόβο, χωρίς θάρρος. Η φωτιά μέσα του λυσσομανά, τον τραβά προς τα μπροστά. Η Αθηνά είναι εκεί, περήφανη κι αλύγιστη, όπως πάντα. “Είσαι απλώς ένα κέλυφος” του λέει. “Το πραγματικό όπλο, αυτό που χρειάζομαι, βρίσκεται μέσα σου, εσύ δεν είσαι παρά μόνο η θήκη. Δέχεσαι να εγκαταλείψεις αυτό που είσαι, όπως σε έπλασα, τις εμπειρίες σου, τις αναμνήσεις σου, την ταυτότητά σου; Δεν θα καταφέρεις τίποτα”. “Δέχομαι” ακούει τον εαυτό του να ψιθυρίζει πριν νιώσει τα γόνατά του να χτυπούν στο έδαφος, τη φωτιά από μέσα του επώδυνα, βίαια να τον εγκαταλείπει, τις μαύρες καμπύλες στο πάτωμα να τον τυλίγουν. Σκοτάδι.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..