Jump to content
Η περίοδος σχολιασμού και ψηφοφορίας για τον 63ο γενικό διαγωνισμό σύντομης ιστορίας λήγει την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου. Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ εδώ. ×

Εφηρμοσμένη Αρχαιολογία, 2ος κύκλος


tec-goblin

Recommended Posts

Ιδού ο δεύτερος κύκλος της αγαπητής μου Εφηρμοσμένης Αρχαιολογίας.

 

Είναι συλλογική προσπάθεια, περισσότερο από το προηγούμενο, όπως θα δείτε... ;) . Όπως συνήθως, καλύτερα να διαβάσετε το doc - έχει ομορφότερη στοίχιση κλπ.

Για να το ανοίξετε με παλαιότερο word, θα χρειαστείτε ίσως αυτό.

Α, και χαιρετίσματα σε όλο τον κόσμο στην Ελλάδα :beerchug:

 

Tec-Goblin, βασισμένο σε πραγματικό campaign

Συσσυγραφείς (σε αλφαβητική σειρά): Κέλλυ (Φέριλ ντ’Μεντάνι), Μάχη (Σηαζάλα), Σωτήρης (Χουνγκ Χάιξι), Φοίβος (Μαντάρι)

Είδος: Fantasy noir

Βία: Ναι

Σεξ: Άραγε μου επιφυλάσσουν τέτοιες εκπλήξεις οι παίκτες;

 

 

 

Εφηρμοσμένη Αρχαιολογία

2ος Κύκλος

Η αναβίωση της νύχτας

 

Πρελούδιο: ΚΑΜΕΝΟ ΜΩΡΟ

27 Νυμμ 998 ΥΚ

 

 

 

Σκοτάδι. Απόλυτο;

Σίγουρα όχι, διακρίνω ήδη κάτι σαν να αχνοφέγγει μπροστά μου, σαν μονοπάτι. Ίσως είναι γέφυρα. Δεν ξέρω τι θα συμβεί αν περπατήσω αριστερά ή δεξιά του.

Και οι ήχοι. Υπήρχαν από πριν; Κάποιοι ναι. Οι ανάσες των συντρόφων μου – ξεχωρίζει η νευρική ανάσα της Φέριλ ενώ μόλις που ακούγεται αυτή της Μαντάρι. Όμως, αυτός ο νέος ήχος, αν και δεν είναι δυνατός, καλύπτει ανατριχιαστικά όλους τους άλλους:

Κόκκαλα. Κόκκαλα που βγαίνουν μέσα από το χώμα.

«Το ζουλάατ μου λέει… ότι κάτι είναι πίσω μας!» ακούγεται η νεοφερμένη Σηαζάλα. Σπάνια μιλάει η μυστηριώδης Ριεντριανή. Φαίνεται ότι το όπλο της – το ζουλάατ – της μιλάει περισσότερο απ’ ότι αυτή σε εμάς.

Η προσοχή μου όμως είναι προς το παρόν μπροστά: αχνοφαίνονται οι σκελετοί που σηκώθηκαν από το χώμα – ο Χουνγκ τούς ορμάει με το ραβδί του πριν καν προλάβω να σκεφτώ τι να κάνω. Ωραία, θα τους αναλάβει – κάτι άλλο με ανησυχεί όμως: η παρουσία που νιώθω τώρα κι εγώ να έρχεται από πίσω μας, και που κάνει το σώμα μου να τρέμει, το μυαλό μου να θολώνει.

Η Σηαζάλα έχει ήδη γυρίσει προς το μέρος του – με μισόκλειστα μάτια! Γυρίζω κι εγώ να δω, ενώ στα δεξιά μου, με μερικές μαγικές λέξεις, η Μήδεια ντ’Χητ εμφανίζεται. Νιώθω τη ζέστη της φλόγινης μπάλας που έριξε στους σκελετούς και, αν και δεν κοιτάζω πια προς το μέρος της αγαπημένης μας τυχοδιώκτριας, τη φαντάζομαι να κρατάει έναν από τους παπύρους της.

Όλη όμως η προσοχή μου είναι τώρα στο πρ… πλάσμα που αντικρίζω να μας κοιτάζει. Πρώτα βλέπω την κακεντρέχεια στο μοναδικό, κόκκινο μάτι – τελικά ήταν το μίσος του που ένιωθα να μου θολώνει το μυαλό. Μετά το υπόλοιπο: ένα, τεράστιο σώμα, να ίπταται 5 μέτρα πάνω από το έδαφος. Σώμα; Χωρίς πόδια, με κάτι μικροσκοπικά κακοσχηματισμένα χεράκια και έναν… ομφάλιο λώρο να τυλίγει το ζαρωμένο του δέρμα, δεν είναι ακριβώς αυτό που θα σκεφτόμουν σαν σώμα. Είναι η εμβρυακή μορφή του τρόμου.

Η καρδιά μου έχει σταματήσει. Νιώθω το σώμα μου παράλυτο. Σφίγγω τα δόντια, μαζεύω τη θέλησή μου. Δεν μπορώ να μετρήσω τις στιγμές που περνάνε, αλλά μοιάζουν με αιώνες.

 

Και ξάφνου, ο χτύπος της καρδιάς μου ακούγεται σαν τύμπανο στη σιωπή. Νιώθω το αίμα να ξαναπλημμυρίζει το κορμί μου. Άντεξα.

"Δεν ξέρω τι σκατά είναι αυτό! Προσέξτε!" λέω, και ψελλίζω τις λέξεις μιας χιλιοειπωμένης επίκλησης προστασίας από το Κακό.

Νιώθω ήδη πολύ καλύτερα. Αναγνωρίζω παρόμοιες λέξεις, εμπλουτισμένες με μερικές λέξεις στη μυστική λαλιά των δρυΐδιδων, να βγαίνουν από το στόμα του Χουνγκ. Κατάλαβε κι αυτός τον κίνδυνο. Το ίδιο και η Σηαζάλα που τρέχει προς την πύλη πίσω μας.

Την πύλη. Ο μοβ κύκλος με μαύρο εσωτερικό φαίνεται να τρεμοπαίζει – δεν θα μείνει ανοιχτή για πολύ. Είναι η πύλη που περάσαμε για να βρεθούμε σε αυτό το σκοτεινό κόσμο. Η πύλη προς την οποία κατευθύνεται τώρα και η Φέριλ. Άκουσα την μικροσκοπική ντ’Μεντάνι πριν να ρίχνει μια απόκρυφη ακτίνα σε έναν από τους σκελετούς. Τώρα όμως ακούω κάτι άλλο… ένα σώμα να πέφτει στο έδαφος δίπλα μου!

Κοιτάω: είναι η Μήδεια. Το πρόσωπό της αλλοιωμένο σε μια έκφραση τρόμου. Τα μαλλιά της γκρίζα στο ημίφως. Κοίταξε το πλάσμα, που χαιρέκακα ίπταται ακόμα από πάνω μας.

«Οράτιε φύγε! Το κρατάω ή πεθαίνω.» φωνάζει η Μαντάρι – η αφύσικα καλοκάγαθη Κάλασταρ που εμφανίστηκε τόσο ξαφνικά στη ζωή μας.

Χωρίς να γυρίσω να αντικρίσω το πλάσμα, με σκυμμένο το κεφάλι, ορμάω προς τη Μήδεια, το αλλαξίδι με το οποίο περάσαμε τόσα, το αλλαξίδι με την εμφάνιση μισοξώτικης. Τη σηκώνω με κόπο – το μικρό μου ύψος δεν βοηθάει – και κατευθύνομαι προς την πύλη κι εγώ. Όταν βλέπω ότι κάτι στέκεται στο δρόμο μου…

Μια καμπουριαστή μορφή, με δόντια κοφτερά, νύχια στα μακριά της χέρια, και βλέμμα πεινασμένο. Δεν υπήρχε πριν – είμαι σίγουρος ότι τη δημιούργησε το ανόσιο έμβρυο. Ενώ ο Χουνγκ της ορμάει, μια δεύτερη εμφανίζεται μέσα από το χώμα. Εκτοξεύω μια πύρινη ακτίνα προς το μέρος της, αλλά αστοχώ – πριν δεν ειδοποίησα τη Μήδεια να μην κοιτάξει το τέρας, και τώρα δεν μπορώ να σκοτώσω έναν απέθαντο – θα πεθάνουν όλοι εξαιτίας μου!

Φωτιά ακούγεται από πίσω μας – το πλάσμα απομακρύνεται. Βλέπω τη Μαντάρι να το κοιτάζει κατάματα, άφοβη, και φωτιά να σβήνει πάνω στο κορμί του. Γυρίζω προς την άλλη, και βλέπω τον Χουνγκ να μεταμορφώνεται σε γιγάντια, λευκή αρκούδα, για να αντιμετωπίσει τους απέθαντους που έκοβαν το δρόμο για την πύλη. Όμως η πύλη δεν είναι πια εκεί.

«Παγιδευμένοι, όπως τότε, η Φέριλ» ψελλίζω…

Θα υπάρχει τρόπος να ξανανοίξει. Είτε αν γυρίσουν αυτοί που πρόλαβαν να ξεφύγουν – η Φέριλ και η Σηαζάλα – είτε αν κάνουμε, όπως έκανε και η Φέριλ τότε, μια συμφωνία με τις δυνάμεις του τόπου. Κάτι μαγικό; Αφήνω κάτω τη Μήδεια και αρχίζω να ψάχνω απεγνωσμένα τις σελίδες των βιβλίων μου για κάτι που μπορεί να βοηθήσει – και μόλις συνειδητοποιώ ότι τόση ώρα σκεφτόμουν φωναχτά.

Δίνω κάποιες πληροφορίες στον Χουνγκ για το πώς να αντιμετωπίσει τα γκουλς που πολεμάει, και ψελλίζω μια επίκληση στον Όρεον, το θεό της μαγείας, για θεία έμπνευση. Ναι! Κοιτάω τη σελίδα μπροστά μου. Αυτό είναι! Αν αυτοσχεδιάσω και λίγο, και αν το συνδυάσω και με αυτά που διάβασα πριν ένα μήνα στη βιβλιοθήκη…

Ψέλνω, φωναχτά αυτή τη φορά, στη γλώσσα των Δράκων. Ένα τραγούδι για το πώς εμείς, τα παιδιά του κόσμου των Δράκων, είμαστε σαν μαχαιριά στο κορμί αυτού του κόσμου της Σκιάς – ο ίδιος ο κόσμος θα αντιδράσει για να μας επιστρέψει στη γη μας.

 

Και να, ο μοβ κύκλος εμφανίζεται ξανά – από μέσα ξεπροβάλλει το χρυσό ζουλάατ της Σηαζάλα, και ανοίγει στα δυο το κεφάλι του γκουλ μπροστά στην πύλη.

Έχουμε σωθεί…

tecGoblin_AppliedArchaelogy2.zip

Link to comment
Share on other sites

Σκασίλα σας, εσάς, αλλά πάρτε και τον πρόλογο :lol:

 

 

 

 

Πρόλογος: ΟΡΑΤΙΟΣ2

Ό,τι με θάνατο τελειώνει, με θάνατο θα ξαναρχίσει

 

 

 

Είναι πικρό να ανακαλύπτεις ωραία πράγματα για κάποιον, μετά το θάνατό του. Ποιος θα το έλεγε ότι ο απότομος και υπεροπτικός λάτρης της φύσης, Βινάλις, θα είχε αφήσει πίσω του απομνημονεύματα. Απομνημονεύματα; – για την ακρίβεια ένα μυθιστόρημα με το ιδιότυπο στυλ ενός ιδιόρρυθμου Κιλορέν, που άλλαζε σε κάθε κεφάλαιο όπως άλλαζε η έκφανση της φύσης που ενσάρκωνε κάθε μέρα.

Όμως ο Βινάλις δεν ζει πια. Ο Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ τού πήρε την ψυχή και πέρασε μια πύλη για έναν άγνωστο κόσμο, για να εξυπηρετήσει σχέδια της (νέας;) του αφέντρας, της Βολ, θεάς του Αίματος και της Αιώνιας Ζωής.

Ζητώ συγγνώμη, λοιπόν, από τον αναγνώστη, για την ξαφνική αλλαγή του ύφους. Αν και έχω σαφώς καλύτερη σχέση από τον αποθανόντα φίλο μας με τα βιβλία, δεν είμαι λογοτέχνης. Είμαι…

Καλύτερα, πριν μιλήσουμε για μένα, να σας συστήσω τους συντρόφους μου που με ακολουθούν στο κυνήγι του Ζαν σε αυτό τον αλλόκοτο κόσμο πέρα από την Πύλη.

Οι φίλοι που θα διαβάσουν αυτά τα απομνημονεύματα κάποια στιγμή στο μέλλον, αδιαμφισβήτητα θα γνωρίζουν ήδη τη Μήδεια ντ’Χητ, αλλαξίδι με τη μορφή μισοξώτικης τυχοδιώκτριας, με ειδίκευση στη χρήση μαγικών συσκευών και παπύρων, αλλά και στην πρόκληση καβγάδων και κάθε λογής περιπετειών.

Όμως η Μήδεια δεν είναι πια μαζί μας. Πέθανε στην πρώτη μας απόπειρα να περάσουμε την πύλη, από κάτι που μάθαμε μετά ότι πρόκειται για έμβρυο νεκρού θεού ή κάτι παρόμοιο. Άλλο ένα μυστήριο να λύσουμε, αν και σχεδόν σίγουρα πρόκειται για μια από τις εκφάνσεις της Σαρός, νεκρής θεάς του Σκότους σε έναν μακρινό κόσμο. Νεκρής θεάς που με κάποιο τρόπο – που μοιάζει να έχει άμεση σχέση με αυτή την Πύλη και ίσως την καταστροφή του Κάιρ που προκάλεσε το Θρήνο – αρχίζει να δρα στον κόσμο μας, το Έμπερον.

Όπως και η Σαρ, έτσι και η Μήδεια, θα ξαναγεννηθεί. Η καθηγήτριά μας, Κόννα Εράν, ήδη έχει αναλάβει την μετενσάρκωση της κοπέλας. Ελπίζω ότι όλα θα πάνε καλά, και η νεαρή θα μας περιμένει όταν γυρίσουμε από το ταξίδι μας.

 

Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τη Σαρ και τη Μήδεια, χωρίς να μιλήσουμε για τη συμφοιτήτριά μας, την Φέριλ ντ’Μεντάνι, που, επιστρέφοντας την Πύλη την πρώτη φορά, πριν αποπειραθούμε οι υπόλοιποι, έφερε μαζί της τη Σαρ στον κόσμο μας. Η Φέριλ ξεπερνάει τη Μήδεια στο ταλέντο της για μπελάδες, γεγονός που δεν με εκπλήσσει. Αν κρίνει κανείς από το πόσο άκοπα χρησιμοποιεί τη μαγεία της, θα συμπεράνει ότι στις φλέβες της σχεδόν σίγουρα κυλάει αίμα διαβόλου ή δαίμονα. Οι αναγνώστες πιθανότατα γνωρίζουν αρκετά για τους Οίκους του Έμπερον ώστε να έχουν υποθέσει ότι η Φέριλ είναι μισοξώτικη. Και όμως όχι: μετά από έναν σκληρό θάνατο κατά τη διάρκεια της πτυχιακής της, κάποιοι Μικρούληδες Δρυΐδες την επανέφεραν με τη μικροσκοπική μορφή τους – και ναι, είναι η μόνη στην ομάδα μας που είναι πιο κοντή από μένα.

Η Φέριλ δεν ήρθε μόνη της σε αυτή την αποστολή. Έφερε μαζί της τρεις ανέλπιστους συμμάχους. Συγχωρέστε με αν δεν μπορώ να σας δώσω πολλές πληροφορίες για αυτούς: είναι νεοφερμένοι στη δικιά μου ζωή. Περισσότερα γνωρίζω για τον Χουνγκ Χάιξι, αφού μαζί με αυτόν τον δρυΐδη των Φυλάκων του Δρυμού είχαμε ερευνήσει μια αίρεση ενός Αρχιδιαβόλου. Αν και είναι γενικά ευγενής και με μεγάλο σεβασμό για την φύση, είναι αδύνατο να μην δεις κάπου στην άκρη των ματιών του την αποφασιστικότητα ενός τιμωρού. Λέγεται ότι όταν η Φέριλ δικάστηκε για συνεργασία με σκοτεινές δυνάμεις και έναν ακόμα μακρύ κατάλογο αδικημάτων, ο Χουνγκ, αν και μάρτυρας υπεράσπισης, έδωσε στοιχεία που την ενοχοποιούσαν για κάποιες παραβάσεις. Χωρίς δισταγμό.

Κοντά στο Χουνγκ είναι δυο μυστηριώδεις υπάρξεις: η καλοκάγαθη Κάλασταρ Μαντάρι, και ο πρώην παλαδίνος της Ιερής Φλόγας, Άντρος Μπρασμήρ. Και οι δυο τους έχουν απαρνηθεί τα υλικά αγαθά: ντύνονται φτωχικά, δεν χρησιμοποιούν όπλα και δεν είναι φορτωμένοι με μαγικά αντικείμενα. Μου μοιάζει απίστευτο ότι έρχονται έτσι σε τόσο επικίνδυνα μέρη, αλλά, τουλάχιστον η όμορφη Μαντάρι προκαλεί δέος στο πεδίο της μάχης, προστατεύοντας τον εαυτό της με μια μοναδική μαγεία που καλύτερα να εξηγήσουμε στην πορεία, ενώ βομβαρδίζει τον εγκέφαλο των αντιπάλων με κύματα ψυχικής ενέργειας. Για τον Άντρο… ας με συγχωρέσει ο αναγνώστης που θα το πω, αλλά δυσκολεύομαι ακόμα να τον εμπιστευθώ μέχρι να σιγουρευτούμε ότι δεν έχει πια δεσμούς με την παλιά του θρησκεία.

 

Το πρόσωπο που ίσως κάνει την συντροφιά μας πιο αλλόκοτη από κάθε άλλο, όμως, είναι η Σηαζάλα. Λιγοστά μπορώ να πω για αυτήν, εκτός από το ότι τη βρήκαμε μπροστά στο εργαστήρι των Καννίθ που οδηγούσε σε αυτή την πύλη, σαν να μας περιμένει. Η έκπληξη στο πρόσωπό της όταν αντίκρισε την Φέριλ και της είπε ότι την είχε δει στα όνειρά της έμοιαζε αληθοφανής, όμως συμπτώσεις δεν υπάρχουν. Σίγουρα κάτι κρύβεται πίσω τους, και σε αυτή την περίπτωση μάλλον σχετίζεται με τη σκισμένη σελίδα από την Ουσιώδη Συμφωνία, μια σελίδα που κατέχει η Σηαζάλα και θέλει να δώσει στη Φέριλ. Όμως η Φέριλ αδυνατεί να αντιληφθεί την αξία αυτού του βιβλίου, το οποίο λένε ότι περιλαμβάνει την πρωτότυπη συμφωνία μεταξύ διαβόλων και θεών, το έγγραφο που υπέγραψαν πολλοί διάβολοι με τα Αληθινά Ονόματά τους για να σφραγίσουν τη δημιουργία της Κόλασης.

 

Συγχωρέστε με, όμως! Παρέθεσα τόσες λεπτομέρειες χωρίς να συστηθώ. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό – με κυριότερη την οικειότητα που θα έχει αναπτύξει ο αναγνώστης με το πρόσωπό μου από τα γραπτά του Βινάλι. Δεν χρειάζεται να μπω σε λεπτομέρειες: σχεδόν σίγουρα θα γνωρίζετε ήδη την πραγματική μου φύση, αλλά θα συνεχίσω να γράφω ως ένας απλός γνόμος μελετητής, μιας και έχω ζήσει τόσο καιρό με αυτή την προσωπικότητα που έχω δεθεί μαζί της.

Υπάρχει, όμως, κι ένας άλλος λόγος που δεν συστήνομαι – και αυτός είναι ότι τελευταία… έχω βάσιμες αμφιβολίες για το ποιος είμαι. Είναι ένα συγκεκριμένο συναίσθημα να ντύνεις τον εαυτό σου με το σώμα ενός άλλου, αλλά όταν μία άλλη ντύνεται με το σώμα σου, τα βλέπεις όλα με διαφορετική οπτική γωνία. Και δεν είναι λογοτεχνικό τέχνασμα, καλοί μου αναγνώστες: έχω ήδη πει ότι δεν είμαι λογοτέχνης. Αυτή η άλλη – μια δεσποινίδα ονόματι Μέργκεριτ – έχει ντυθεί με το ίδιο μου το σώμα και τώρα συγκατοικούμε: δυο άτομα, δυο χαρακτήρες, συμπεριφερόμενοι σαν ένας γνόμος σπουδαστής.

Και σύντομα θα δείτε ότι το ίδιο συμβαίνει σε όλη την εξαιρετική συντροφιά που μόλις συστήσαμε…

tecGoblin_AppliedArchaelogy2.zip

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Να και το πρώτο πλήρες κεφάλαιο. Γρήγοροι ρυθμοί :aclosedeyes:

 

1ο Κεφάλαιο: 2026

Τι κοινό έχει ο Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ με ένα λουκανικάκι σε καλαμάκι;

 

 

 

 

"Κοιτάξτε από το παράθυροοο!"

Οι σύντροφοι πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο στα καθίσματά τους, ακολουθώντας την προτροπή μου με υπερβάλλοντα ζήλο. Έχω την περίεργη τύχη να πέφτει πάνω μου ο Άντρος - ευπρόσδεκτο το γεροδεμένο του σώμα, αλλά μάλλον κάπως υπερβολικά ογκώδες για το γνομίσιο δικό μου...

Η θέα αρκεί για να ξεχάσουμε για μια στιγμή το περιστατικό με την πιτσιρίκα που μας παρακολουθεί, εκ μέρους του Ινστιτούτου Χόφμαν: είμαστε πάνω από τα σύννεφα. Είναι υπέροχα όμορφα όταν τα περιλούζει το φως του ήλιου - τόσο διαφορετικά από τη σκοτεινή πλευρά τους, αυτή που βλέπουμε συνήθως οι θνητοί. Μια σκοτεινή πλευρά που στη Σαρν, την πόλη μας, τη βλέπουμε πολύ πιο συχνά από ότι θα ήθελα. Η μικρή σκιά του αεροπλάνου μας περιτριγυρίζεται από ένα μοναδικό θέαμα: ένα κυκλικό ουράνιο τόξο. Είναι από εκείνες τις στιγμές όπου θυμάμαι τα λόγια της Ζιβ, της καθηγήτριας Μεταμαγικής Φυσικής: ότι το μαγικό και το φυσικό δεν είναι δυο διαφορετικά πράγματα.

Μόλις απομακρύνεται ο Άντρος από πάνω μου, χαλαρώνω στη θέα αυτής της φωτισμένης λευκής θάλασσας. Το μυαλό μου ταξιδεύει στις προηγούμενες μέρες, προσπαθώντας να χωνέψει το τι συνέβη.

Πριν τρεις μέρες μια ξανθιά στρατιωτικός με τα δυο πιστόλια αποφάσισε ότι ήταν πιο σοφή ιδέα να συζητήσουμε από ότι να την εξοντώσουμε, και μας εξήγησε ότι οι εχθροί μας - τουλάχιστον 3 τον αριθμό - εξόντωσαν συντρόφους της και έφυγαν ψάχνοντας πιθανότατα τον Στραντ Φον Ζάροβιτς. Ο Στραντ λέγεται ότι είναι βρικόλακας που ήρθε από άλλο κόσμο και αυτός, και διαθέτει προχωρημένες γνώσεις επί του μυστηρίου των πυλών μεταξύ αυτών των κόσμων - γνώσεις όμως που δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να μοιραστεί.

Πριν δυο μέρες κατάλαβα εντελώς τι έχει συμβεί με τις δυο υπάρξεις μέσα στο σώμα μας: η οργάνωση της γυναίκας, ένα Ινστιτούτο Χόφμαν, φρόντισε να προστατεύσει τον πληθυσμό από τη γνώση για εμάς, εγκλωβίζοντάς μας ουσιαστικά στο σώμα κάποιου ντόπιου. Οι άνθρωποι από αυτό τον κόσμο, αν δεν είναι προικισμένοι με κατάλληλο εξοπλισμό, δεν βλέπουν την πραγματική μας μορφή. Όμως, η διαδικασία έχει σοβαρές παρενέργειες - όχι μόνο έχουμε πρόσβαση σε όλες τις γνώσεις του ντόπιου, αλλά και μοιραζόμαστε τις επιθυμίες του. Η Μαντάρι - ή πιο σωστά, η 14χρονη Ρόζα - χρειάστηκε να επισκεφτεί τους γονείς της, και να τους ξεφουρνίσει τη δικαιολογία που είχαμε ετοιμάσει, ώστε να μπορέσει να φύγει.

Εγώ; Η πρασινομάτα Μέργκεριτ μπορεί να βρίσκομαι σωματικά οπουδήποτε, αρκεί να επικοινωνώ καθημερινά με τους φίλους της μέσω του VR Net. Όπως εγώ έχω μαζί τα βιβλία μου, αυτή έχει μαζί μια συσκευή που της δίνει πρόσβαση σε όλες πρακτικά τις βιβλιοθήκες του κόσμου - και ξεφυλλίζουμε τα βιβλία σαν να είμαστε εκεί!

Νομίζω ότι πρέπει να καταλήξω στο ποιο πρόσωπο θα χρησιμοποιώ για εμένα και τη Μέργκεριτ...

 

***

 

Ούτε που κατάλαβα πότε αφήσαμε πίσω μας τα σύννεφα - η Μαδρίτη διαγράφεται μπροστά μας. Τα κτήρια δεν με εντυπωσιάζουν: σχετικά βαρετά ορθογώνια παραλληλεπίπεδα, τα ψηλότερα ίσα που φτάνουν το ύψος των πύργων της Σαρνός. Είναι το πλάτος της πόλης που με αφήνει με ανοιχτό το στόμα: δεν έχω ξαναδεί κάτι τόσο μεγάλο. Πρέπει να κατοικείται από εκατομμύρια ψυχές! Υπάρχουν δεκάδες πόλεις σαν κι αυτή σε αυτό τον κόσμο / μόνο ο ανθρώπινος πληθυσμός πρέπει να ξεπερνάει τον αριθμό όλων των ευφυών όντων του Έμπερον. Αν η τοποθεσία της πύλης γίνει ευρέως γνωστή, οι μετακινήσεις θα αλλάξουν τους δυο κόσμους πέραν κάθε αναγνώρισης...

Εδώ θα αλλάξουμε πτήση για να συνεχίσουμε προς το Μεξικό, και από εκεί θα ξανααλλάξουμε για την Τιχουάνα, όπου η γυναίκα με τα πιστόλια είπε ότι πήγαν οι εχθροί μας. Όλα μοιάζουν να δουλεύουν σαν ένα καλολαδωμένο ρολόι / ανταποκρίσεις με περιθώριο λίγων ωρών, για τόσο μεγάλες αποστάσεις; Μόνο η γραμμή του αστραπότρενου στην κατά κόσμον πατρίδα μου, το Ζιλάργκο, λειτουργεί με τέτοια ακρίβεια!

 

***

 

Οι δρόμοι της Τιχουάνα μού έφεραν απίστευτο πονοκέφαλο. Η σύνδεση ευρείας περιοχής είναι μέτρια, η κίνηση θλιβερή ? ειδικά αν έχεις συνηθίσει στην Σαρν και τα ιπτάμενα ταξί της - και ο κόσμος βρίζεται σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω. Νομίζω πάντως ότι το «Τε Μάδρε!» δεν είναι ευγενικός τρόπος χαιρετισμού.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, το ξενοδοχείο είναι... στοιχειωμένο. Ένας λεκές αίματος αρνείται να εγκαταλείψει το χαλί της τραπεζαρίας. Εδώ και δεκαετίες! Και τα πράγματα που βλέπουμε εμείς εκεί, ο ξενοδόχος δεν μπορεί να τα δει: την αύρα κακού, τη νεκρομαντεία, και, ακόμα χειρότερα, την κακόβουλη ψυχή που παίρνει μορφή πάνω από το λεκέ! Όχι πως εμείς τα βλέπουμε με γυμνό μάτι. Δηλαδή? υπάρχει η εξαίρεση της Φέριλ, που ναι, τα βλέπει με γυμνό μάτι, χάρη στα κληρονομικά της χαρίσματα και το διαβολικό της αίμα. Το συμπέρασμα είναι ότι? ωραία ξεκινάμε: ούτε το καταφύγιό μας είναι ασφαλές.

Οι δρόμοι; Τόσος κόσμος που σταυροκοπιέται, όλοι πιστοί μιας θρησκείας με απλοϊκό σήμα και διδάγματα ανάλογα με της Ιερής Φλόγας, και όμως, όλοι να ετοιμάζονται για τη Νύχτα των Νεκρών, σε μια εβδομάδα, έχοντας γεμίσει τους δρόμους με χάρτινα και πλαστικά κρανία. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά.

Αλλά μάλλον απλά ανησυχώ για την έκβαση των ερευνών των φίλων μου. Ο Χουνγκ εντόπισε ένα σπίτι στο οποίο πιθανότατα ο Ζαν Κλοντ έγινε βρικόλακας, και όρμησε η ομάδα να τον πιάσει στον ύπνο. Με εξαίρεση εμένα και τη Σηαζάλα, βέβαια, που καλύπτουμε τυχόν οπισθοχώρηση.

Το μέρος πρέπει να είναι το σωστό - είναι μέσα εδώ και δυο λεπτά, και η είσοδός τους καλωσορίστηκε από μια σύντομη ριπή κάποιου όπλου. Και να που ανοίγει η πόρτα! Βγαίνει από μέσα μια... μουσούδα αρκούδας. Αχ ρε Χουνγκ, πάντα διακριτικός. Κρατάει στο στόμα της ένα πτώμα. Μμ, μάλλον είναι πτώμα εδώ και αρκετό καιρό, γιατί καίγεται στον ήλιο! Η αρκούδα τρομάζει και το αφήνει να γίνει στάχτη στην άσφαλτο. Ένας βρικόλακας. Αλλά δεν μοιάζει με το Ζαν. Για την ακρίβεια αυτή τη στιγμή μοιάζει με το εσωτερικό του τζακιού μου.

Αλλά, ας μην κουράζω τον αναγνώστη, που ίσως ήδη έχει κουραστεί από την αλλαγή γραφής. Η Μέργκεριτ μέσα μου έχει τη δικιά της αίσθηση του χιούμορ και της χρονικής συνέχειας. Θα προσπαθήσω να τα πάρω με τη σειρά και να περιγράψω τη σκηνή όπως μου την περιέγραψαν αργότερα:

***

 

Δεν ήταν δύσκολο να μπουν οι φίλοι μου στο ισόγειο εκείνο. Όμως τους είχαν ήδη εντοπίσει, και η επιτροπή υποδοχής τούς γάζωσε με ένα μεγάλο όπλο. Τζάμια σπάσανε, αίμα χύθηκε, αλλά η Μαντάρι ήταν ανέπαφη. Πλησίασε άφοβη τον υπηρέτη του βαμπίρ, τον πιστό φύλακά του κατά τη διάρκεια της μέρας, και αυτός γονάτισε, έσφιξε τα χέρια μπροστά του, και την προσκύνησε:

«Lo sentimos, Maria!»

Ο ντόπιος είχε μαύρους κύκλους στα μάτια, αλλά δεν είχε μεγάλους κυνόδοντες. Και εμφανώς, μπορούσε να δει την πραγματική μορφή της Μαντάρι: με το φωτοστέφανο και τον φωτεινό γαλανό εξοπλισμό που δημιουργεί με τη θέλησή της. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην αύρα γαλήνης της.

Η εξόρμηση συνέχισε προς τα κάτω, στο υπόγειο: αν δεν εξεπλάγησαν με αυτό που αντίκρισαν οφείλεται στο χέρι του Χουνγκ που είχε γίνει αράχνη και είχε ανιχνεύσει μπροστά: η Τίνα, η Καρναθιανή σύντροφος του Ζαν, να κρατάει από το λαιμό, με λαβή, ένα σκουρόχρωμο βαμπίρ με κυνόδοντες που προεξέχουν. Ο Ζαν; Στη γωνία, να μην μπορεί να παρέμβει - αναμφίβολα ήθελε το κακό του γεννήτορά του, για να ελευθερωθεί η θέλησή του, αλλά ταυτόχρονα, δεν μπορούσε να συμμετέχει για να του κάνει κακό!

«Φτάσατε ως εδώ! Συγχωρέστε με... αλλά εμείς λέμε να φύγουμε!»

Οποία παρατήρησις, Ζαν... Όμως η (μη) ζωή σού επιφύλασσε κι άλλες εκπλήξεις! Με μια ματιά της Μαντάρι, εκτόπλασμα ξεχύθηκε από ανάμεσα στις διαστάσεις και τον έκλεισε σε ένα αδιαφανές κέλυφος! Και τα πράγματα έγιναν πολύ γρήγορα ακόμα χειρότερα για τον προδότη συμφοιτητή μας: το υπόγειο γέμισε ασφυκτικά καθώς μια αρκούδα βγήκε να παραμονεύει τον Ζαν έξω από το κέλυφός του, ενώ μια άλλη όρμησε στο βαμπίρ που κρατούσε η Τίνα.

«Φέρτε τα παλούκια!» χαμογέλασε ο Χουνγκ ο δρυΐδης.

«ΣΚΑΤΑ! Ήταν ανάγκη να βγάλετε τον τοίχο στο Ζαν; Τώρα χρειάζεται να σας πολεμήσουμε!» αναφώνησε η Καρναθιανή.

Τη φαντάζομαι, λεπτή, μαυροφορεμένη, με τα αδύναμα μακριά μαλλιά της να σου τραβάνε την προσοχή από τις πάμπολλες τσέπες με παπύρους και κρυμμένα όπλα, να απειλεί το βαμπίρ καθώς ελευθερώνει τη λαβή της:

«Do you get it asshole? They'll get both of us - and I’ll make sure you don't leave alive. Now we're in this together."

Αυτός, αξιοθρήνητος, προσπάθησε να κάνει ότι του λέει η κοπέλα, γραπώνοντας ένα τσεκούρι από δίπλα. Άφοβη η Μαντάρι, βγήκε μπροστά του. Ο απέθαντος σήκωσε το τσεκούρι, το κατέβασε πάνω της...

Και αυτό έσπασε σε χίλια κομμάτια. Ταυτόχρονα, η αρκούδα, υπό την καθοδήγηση του Χουνγκ σε? γρυλίσματα, του έριξε μια νυχιά. Αυτό ήταν, ο βρικόλακας πανικοβλήθηκε: τα μάτια του κοκκίνησαν, οι κυνόδοντές του μεγάλωσαν, το βλέμμα του έγινε σαν τρελού.

Η Κάλασταρ, αγνοώντας τον, κοίταξε την Τίνα και ημιδιαφανή πλοκάμια ξεχύθηκαν από το μυαλό της, για να γραπώσουν το μυαλό της Καρναθιανής. Η γυναίκα προσπάθησε να αντιδράσει, συνεσπάθη για λίγο, αλλά χαμήλωσε τελικά το κεφάλι, υποταγμένη στη θέληση της Μαντάρι.

Η μάχη, όμως, δεν είχε ακόμα τελειώσει: η σκιά του Άντρος πήρε ζωή και τον χτύπησε - δεν ήταν η πρώτη φορά που η Τίνα είχε δώσει εντολές στην αγαπημένη της φίλη - μια Σκιά - να επιτεθεί από πίσω στον πολεμιστή.

"Με γροθιές δεν σε έχω, αλλά θα σε κρατήσω μέχρι να έρθει βοήθεια, αδυνατούλη μου!" απείλησε ο γκριζομάλλης φίλος μας γυρίζοντας προς τη σκιά, που τώρα πια φαινόταν ότι δεν ήταν πραγματικά η δικιά του.

Η Φέριλ έγινε ορατή δίπλα του. Όχι για να τον βοηθήσει, αλλά για να ρίξει την μοβ ανίερη ακτίνα της στον βρικόλακα. Με γουρλωμένα μάτια αυτός έπεσε στο έδαφος και? δεν έγινε καπνός! Ή η Φέριλ έχει κάποιες καινούριες δυνάμεις, ή οι βρικόλακες αυτού του τόπου δεν έχουν τις ίδιες δυνάμεις με αυτούς του Έμπερον. Ο Χουνγκ όρμησε πάνω του με ένα παλούκι.

Και τότε, με έναν κρότο που κάνει το πάτωμα να σειστεί, ο εκτοπλασματικός τοίχος έσπασε, και ο Ζαν βγήκε από μέσα. Με το που αντίκρισε την κατάσταση και την αρκούδα να τον κοιτάει γλείφοντας τα χείλη της, έκανε αυτό που όλοι ξέρουμε ότι ξέρει να κάνει:

«Χεχ, ώρα να αλλάξω στρατόπεδα, νομίζω.»

Ναι, τα ξέραμε τα κόλπα σου Ζαν... Η αρκούδα τον γράπωσε και τον έριξε κάτω, και ο νους της Μαντάρι σχημάτισε ένα τηλεπαθητικό χέρι που τον ακινητοποίησε πια εντελώς. Η άλλη αρκούδα άρπαξε τον παλουκωμένο γεννήτορα του Ζαν και τον τράβηξε προς τα έξω, προς το φως.

«Ζαν, πες μας τι έκανες στο Βινάλι.» είπε ο δρυΐδης.

«Δεν θα σου κάνουμε τίποτα.» συμπλήρωσε η μικρόσωμη Φέριλ.

«Έδωσα την ψυχή του στη Βολ.» απάντησε αυτός, δυσκολευόμενος να αναπνεύσει. Δεν έπεισε όμως τους περισσότερους.

«Την ψυχή την κράτησε για τον εαυτό του.» ψέλλισε η Τίνα. Δεν ήταν σοφό να αλλάξεις στρατόπεδα Ζαν. Τώρα και η φίλη σου σε καρφώνει?

«Να τη δώσεις πίσω, δεν σου ανήκει!» είπε η Φέριλ ενώ γινόταν αόρατη πάλι, για καλό και για κακό.

Η Μαντάρι τον πλησίασε και τον χάιδεψε ? έμοιασε να τον ενοχλεί.

«Μην ψεύδεσαι σε μας!» τον απείλησε.

«Μπορώ να έρθω μαζί σας... να προσπαθήσω να τη δώσω - αλλά κανονικά δεν είναι εφικτό! Βλέπω ότι οι εχθροί μας το πήραν ζεστά. Τελικά η Βολ είναι πολύ άχρηστη για να αφήσει τέτοια συνοδεία να φτάσει σε εμάς.»

«Τιποτένιε! Σκουλήκι! Θέλεις μόνο δύναμη χωρίς πίστη. Δεν θα πας πουθενά έτσι!» Στα μάτια της πρώην συντρόφου του είχε ανάψει μια ψυχρή, μαύρη φωτιά.

«Τι εννοείς πήρες την ψυχή για τον εαυτό σου;» αναρωτήθηκε ο Χουνγκ. «Τίνα, αν τον σκοτώσω, θα ελευθερωθεί η ψυχή;»

«Είναι μια τεχνική που μου έμαθε η Βολ. Ρούφηξα τις δυνάμεις και τις γνώσεις του!» Μπράβο Ζαν. Με τακτ και ευαισθησία.

«Δεν σου αξίζει. Χρησιμοποιείς ακόμα και μια θεά.» αποφάνθηκε η αόρατη Φέριλ.

Η Τίνα προσπαθούσε να σιωπήσει εντωμεταξύ, και να αποφύγει την ερώτηση του Χουνγκ, αλλά ήταν ανώφελο, η Μαντάρι είχε ήδη λυγίσει τη θέλησή της.

«Ναι, θα ελευθερωθεί.» είπε με μισή καρδιά.

«Δεν πειράζει, Ζαν. Ας τελειώνουμε μαζί σου, θα είναι αυτό που θα ήθελε ο Βινάλις.» γρύλισε ο Χουνγκ, και έκανε νόημα στην αρκούδα να τον πάει και αυτόν στο φως. Καθώς η αρκούδα περνούσε από μπροστά του, τον παλούκωσε για να είναι σίγουρος.

Η Τίνα τού άφησε ένα μήνυμα πριν πεθάνει, κοιτώντας τον με τα μαύρα μάτια της:

«Καλά σου κάνουνε, προδότη, αν και θα απογοητευθεί η Βολ. Έκανες αυτό που πρέπει να κάνεις μόνο όταν είσαι πολύ σίγουρος ότι δεν μπορείς να πεθάνεις. Έδωσες έναν καλό λόγο σε άλλους να σε σκοτώσουν.»

Ακούστηκε η ψηλή φωνή της Φέριλ:

«Θα βρει καλύτερους ακολούθους από αυτόν. Χάρη της κάνουμε. Θα ‘χε ένα αγκάθι στον κόρφο της.»

 

***

 

Από εδώ και εμπρός τη σκηνή μπορώ να τη βλέπω και ο ίδιος: παλουκωμένος ο Ζαν, να ξεροψήνεται στον ήλιο. Η Μαντάρι να ρωτάει την Τίνα - αργότερα θα μάθω ότι τη ρωτούσε γιατί ο κόσμος εδώ βλέπει τον Ζαν γέρο - της εξήγησε ότι μπήκε στο σώμα ενός ντόπιου συνονόματου παλιού ηθοποιού, με το ίδιο παρουσιαστικό.

Ακούγονται οι σειρήνες και ένας γενικότερος σαματάς από τους αστυνομικούς που προσπαθούν να καταλάβουν τι έσκασε τα λάστιχα του περιπολικού - ας είναι καλά τα μαγικά βλήματά μου που δίνουν έτσι χρόνο στους συντρόφους να σκορπίσουν, ο καθένας με τον τρόπο του: αόρατη η Φέριλ, σαν αετός ο Χουνγκ, με διαστασιακά άλματα η Μαντάρι και πάει λέγοντας. Άλλη μια μέρα δουλειάς έχει τελειώσει...

***

 

«Για πες μας.» ρωτάει ο Χουνγκ.

Όλοι κοιτάμε την Τίνα. Έχει ήδη αναγκαστεί να πει ποιοι υπηρέτες της Βολ (Βολιότες, όπως τους αποκαλεί ο Χουνγκ) ήρθαν σε αυτό τον κόσμο μαζί της. Έχει μείνει ένας νεκρομάντης, που μάλλον έχει καταλάβει ότι η Τίνα έχει εξουδετερωθεί, καθώς και η Νταέλαερ, που δρα ανεξάρτητα. Και τώρα είναι έτοιμη να μας δώσει την τοποθεσία της έπαυλης του Στραντ, τον οποίο παρακολουθούν πιθανότατα οι σύντροφοί της. Δεν μπορεί να κάνει και αλλιώς - η θέλησή της έχει ολοκληρωτικά υποκύψει στις πνευματικές δυνάμεις της Μαντάρι.

«Φέρτε μου ένα χάρτη.» απαντάει ήρεμα. «Και ετοιμαστείτε να με σκοτώσετε αφού τελειώσετε την ανάκριση.»

 

«Γιατί;» αναρωτιέται η ξανθιά φίλη μας με το αίμα διαβόλου.

«Γιατί; Γιατί προδίδω τη Θρησκεία μου. Την Πατρίδα μου. Και τη μνήμη του Πατέρα μου. Και η καλύτερη μοίρα είναι να πεθάνω σε αυτόν τον καταραμένο τόπο, μήπως αναστηθώ σαν φάντασμα, ώστε να βασανίζομαι αιωνίως.»

Κοιτιόμαστε μεταξύ μας. Η Φέριλ προσπαθεί να τη λογικεύσει. Αλλά είναι φανερό ότι αν συνεχίσουμε να στραγγίζουμε το νεότερο «μέλος» της ομάδας μας για τις γνώσεις της, είναι σαν να διαπράττουμε φόνο.

Θα πρέπει να σταματήσουμε, αν και θα ήθελα πραγματικά να ξέρω τι κρύβουν τα βλέμματα μεταξύ Φέριλ και Τίνας και κάποιες αναφορές της δεύτερης στη «βοήθεια» που έδωσε στην ντ’Μεντάνι στο παρελθόν...

tecGoblin_AppliedArchaelogy2.zip

Edited by tec-goblin
Link to comment
Share on other sites

Έκτακτο παράρτημααα, έκτακτο παράρτημαααα :lol: :

(Όπως πάντα, είναι πολύ καλύτερο να το κατεβάσετε να το διαβάσετε με σωστή μορφοποίηση)

 

 

 

 

 

Ιντερλούδιο: ΝΤΑΕΛΕΑΕΡ ΓΙΑΕΛΝΤΥΡΕΘ ΝΤ’ΦΙΑΡΛΑΝ

Μέχρι και τρεις είναι σχέση

 

 

 

Ο Στραντ φον Ζάροβιτς κοιτάει τα μάτια της νεοφερμένης. Ψυχρότητα και πάθος και κάτι άλλο που δεν μπορεί να διαχωρίσει. Έχει σίγουρα περισσότερη ζωή και περισσότερες πλευρές από έναν κοινό θνητό. Το βλέμμα του μπορεί να κυριαρχεί στη θέληση των περισσότερων πλασμάτων – με κύρια εξαίρεση τους απέθαντους. Όμως αυτή τον κοιτάζει στα μάτια άφοβη. Αν και η σάρκα της είναι γκρίζα, τα μάτια της είναι ζωντανά – όσο ζωντανά ήταν και τα μάτια μιας άλλης, στο παρελθόν, που τον είχε κοιτάξει το ίδιο άφοβα. Μιας Λουίζας Γιέγκερμάιστερ.

Ύστερα κοιτάζει το σύμβολο που του έχει αποκαλύψει στο μέτωπό της. Ο μοβ κύκλος, η αχνή λάμψη του, το μαύρο εσωτερικό που φαίνεται να απορροφά κάθε ακτίνα φωτός. Αναμνήσεις… ένα σημάδι που είδε πρώτη φορά πολύ λίγα χρόνια πριν το τέλος. Ένα σημάδι που του υποσχέθηκε πολλά για να καταλήξει άλλη μια φρούδα ελπίδα στον καταραμένο τόπο των Ομιχλών.

Ο Βρικόλακας σηκώνεται από το θρόνο του. Ήρεμα, ξεκουμπώνει την πόρπη του μαύρου μανδύα του. Μιλάει στη γυναίκα:

«Δεν ξέρω τι είσαι. Αλλά δεν είσαι η Σαρ. Η Σαρ δεν ήταν ξωτικό.»

«Το σώμα μου είναι ένα ρούχο, που φοράω προσωρινά για να μη βγω γυμνή στον κόσμο πριν είμαι έτοιμη για αυτό.» απαντάει αυτή, ήρεμα, σαν ψίθυρος, που όμως μοιάζει να αντηχεί στην αίθουσα.

«Τι ήταν αυτό τώρα; Εκδήλωση αδυναμίας; Αν ήσουν η Σαρ, θα με είχες γονατίσει με τη δύναμή σου.»

«Πολύ καλά τότε, θα γίνει έτσι.» λέει αυτή και ορμάει…

 

Δεν ήταν έκπληξη για το Στραντ αυτό. Έχει ζήσει πολύ περισσότερα χρόνια από όσα χρειάζεται κάποιος για να μάθει να ξεκινά μια μάχη τη στιγμή που το θέλει. Ενώ η γυναίκα διανύει τα λίγα μέτρα του χαλιού της αίθουσας, ο βρικόλακας αφήνει το μανδύα του να πέσει πίσω στο θρόνο, και, απαλλαγμένος από τα περιττά βάρη, πλέκει με το χέρι ένα ξόρκι. Μαύροι πάγοι πέφτουν από την οροφή σε όλη την αίθουσα μπροστά του, ανίεροι πάγοι που σε δαγκώνουν με το κρύο, αλλά και σου ρουφούν τη ζωή με το άγγιγμα.

Η γυναίκα – Νταέλαερ, όπως συστήθηκε στην αρχή – ξεπηδά μέσα από το κρύο, χαμογελώντας. Η σάρκα της έχει σκιστεί από τους πάγους, αλλά δεν δείχνει να έχει ενοχληθεί από το ανίερο άγγιγμά τους. Ο Στραντ ακίνητος, σκέφτεται την επόμενη κίνηση. Τώρα που ο εχθρός του αποδείχθηκε απέθαντος, οι επιλογές του είναι λιγότερες.

Οι πάγοι στην ξωτικίνα λιώνουν ξαφνικά, καθώς τα χέρια της κινούνται με μεγάλη ταχύτητα προς τον βρικόλακα – τόση που παίρνουν φωτιά στον αέρα! Ο Στραντ αφήνει το πρώτο χτύπημα να τον βρει στο χέρι – και απολαμβάνει το ξάφνιασμα της αντιπάλου του καθώς το χέρι του δεν παθαίνει τίποτα: λίγα είναι τα μέρη στο ενισχυμένο από απόκρυφη νεκρομαντική ενέργεια σώμα του τα οποία να μπορούν να βλαφτούν από τις επιθέσεις. Εκμεταλλευόμενος το ξάφνιασμα της αντιπάλου του, ο βρικόλακας αποφεύγει εύκολα το δεύτερο χέρι.

Με ένα πήδο φεύγει λίγο πίσω – σε τέτοια θέση που να τον μισοκαλύπτει ο θρόνος. Φέρνει τα χέρια του μπροστά για να πραγματοποιήσει άλλο ένα ξόρκι. Ενώ παρατηρεί με οργή ότι το πουκάμισό του έχει καεί από το άγγιγμα της αντιπάλου του, μαγική ενέργεια φεύγει από τα ακροδάχτυλά του: μικρές κόκκινες μπάλες ενέργειας σκάνε στην αντίπαλό του. Δεν είναι δυνατό χτύπημα, αλλά είναι σίγουρο – είναι αρκετά γρήγορη ώστε να αποφύγει άλλα, λιγότερο αξόπιστα, ξόρκια.

Πριν καν τη χτυπήσουν και τα πέντε ενεργειακά βλήματα, η Νταέλαερ είναι ήδη στον αέρα, και με ένα αφύσικο άλμα έχει βρεθεί στην πλάτη του Στραντ – ενώ αυτός γυρίζει, χαμογελάει ακόμα. Ζωτικά σημεία δεν έχει ο βρικόλακας και κανείς δεν μπορεί να περάσει τις απόκρυφες προστασίες του με γυμνά χέρια. Η θλιβερή κλωτσιά στη μύτη του καθώς η γυναίκα προσγειώνεται, απλά το επιβεβαιώνει.

Ο Στραντ κάνει δυο βήματα πίσω, με την πλάτη πια προς την είσοδο, ώστε να έχει τον απαραίτητο χώρο για τη μαγεία του. Πέντε ακόμα μπάλες ενέργειας, μαύρες αυτή τη φορά, ξεχύνονται και χτυπάνε την απρόσκλητη επισκέπτρια σε όλα τα σημεία του σώματός της. Τα χέρια της έχουν σκιστεί και το ένα ζυγωματικό της έχει μπει μέσα. «Κρίμα» σκέφτεται ο Στραντ. Σχεδόν ήλπιζε ότι είχε μπροστά του πράγματι την Σαρ.

Όμως η Νταέλαερ παραμένει ήρεμη. Δεν το βάζει κάτω – με άλλο ένα σάλτο βρίσκεται πίσω του. Ο Στραντ ετοιμάζεται για την ίδια επίθεση και φέρνει το χέρι να προστατεύσει το κεφάλι του. Όμως η κλοτσιά έρχεται ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πιο μετά – και δεν είναι μόνη της! Το πόδι κινείται προς τον ώμο, και η πρώτη απόκρουση είναι εύκολη. Μετά καθώς προσγειώνεται έρχεται η σειρά του στομαχιού – όμως ο Στραντ είναι το ίδιο γρήγορος με την αντίπαλό του, και μπλοκάρει το πόδι και αυτή τη φορά, με το χέρι του.

Για να δει ότι έκανε ένα τρομερό λάθος.

Ενώ τα χέρια του είναι κατεβασμένα, τα χέρια της ξωτικίνας έχουν φτάσει στο ύψος του κεφαλιού του. Το ένα χτυπάει το σαγόνι από τα αριστερά, ενώ το άλλο το πίσω μέρος του κεφαλιού από τα δεξιά. Και ανάμεσα στα δάχτυλα, ο Στραντ νιώθει το δάγκωμα του ασημιού. Είχε κρύψει ασημένια σούρικεν στις γροθιές της!

Το κεφάλι του Στραντ συστρέφεται αφύσικα. Ακούει το λαιμό του να σπάει. Έτσι όπως έχει στρίψει ο λαιμός του, δεν μπορεί να δει την αντίπαλό του. Όμως μπορεί να πιάσει με την άκρη του ματιού το σύμμαχό του, το Νεκρομάντη, να μπαίνει στην αίθουσα.

Η φωνή του νεοφερμένου κάνει και τη Νταέλαερ να γυρίσει να κοιτάει με την άκρη του ματιού:

«Κοίτα πώς τα φέρνουν οι περιστάσεις… Ο Στραντ, ο σύμμαχός μου. Και η «Σαρ», η «αφέντρα» του; Να χτυπιούνται μεταξύ τους ανούσια, αφήνοντας τους εαυτούς τους εκτεθειμένους…» λέει με βαριά ρώσικη προφορά, και σηκώνει το χέρι του στο οποίο είναι ενσωματωμένο ένα περίεργο μαύρο όπλο – ο Στραντ πάντα αναρωτιόταν πώς μια τόσο λεπτή μορφή μπορεί να φέρει τόσες συσκευές. Όμως τώρα ο αντίπαλός του θα πρέπει να αναρωτιέται επίσης τι είναι αυτά τα τσιρίγματα που ακούει πίσω του.

Ο βρικόλακας δείχνει τους κυνόδοντές του, καθώς εκατοντάδες νυχτερίδες γεμίζουν την περισσότερη αίθουσα και πέφτουν πάνω στο νεκρομάντη – τα παιδιά της νύχτας πάντα καταφτάνουν στη σωστή στιγμή.

Δεν έχει πει όμως την τελευταία λέξη ο «σύμμαχος» του Στραντ φον Ζάροβιτς. Οι τουρμπίνες στην πλάτη του ξερνούν φλόγες και αέρα, και αστραπιαία βρίσκεται δίπλα στους δυο μαχόμενους. Πίσω του μια έκρηξη φωτίζει το δωμάτιο – οι τοίχοι, το χαλί και ο θρόνος γεμίζουν με πτώματα νυχτερίδων – πρέπει να εξόντωσε το ένα τρίτο. Γυρίζει να κοιτάξει την έκφραση του αλαζόνα βρικόλακα.

Και βλέπει ότι οι δυο μαχόμενοι έχουν εξαφανιστεί…

 

***

 

Ο Στραντ φωνάζει από το διάδρομο στις νυχτερίδες να απασχολήσουν το νεκρομάντη, ενώ ο ίδιος φέρνει το κεφάλι του στη σωστή του θέση. Ανόητε Ρώσε, με τις ακατανόητες συσκευές σου… Κάτι άλλο όμως του τραβάει την προσοχή: η Νταέλεαερ να βγαίνει μέσα από τη σκιά του σεντουκιού – στην αρχή μοιάζει και η ίδια με σκιά, και μετά παίρνει μορφή – πάντα γκρίζα όμως, με εξαίρεση τον κύκλο στο μέτωπό της. Ο Στραντ νιώθει το βλέμμα του να τραβιέται πάλι στα μάτια της, και λέει:

«Σε έχει αγγίξει η Σαρ – όχι όπως αυτό το μέρος – σε έχει αγγίξει άμεσα, και έχει αφήσει την υπογραφή της πάνω σου. Ελάχιστοι θνητοί θα άντεχαν τα χτυπήματά σου – όμως εγώ είμαι απέθαντος, χωρίς ζωτικά όργανα να χτυπήσεις.»

«Το ίδιο ισχύει και για τα δικά σου. Υποθέτω ότι σου τελειώσανε τα ξόρκια που πιάνουν σε απέθαντους, και το νεκρωτικό άγγιγμά σου δεν έχει καμία επίδραση πάνω μου.»

«Είναι φανερό ότι ξέρεις για το είδος μας – το πραγματικό, όχι αυτές τις θλιβερές απομιμήσεις βρικολάκων αυτού του κόσμου. Αν δεν είσαι Αυτή, είσαι απεσταλμένη της. Ίσως δεχτώ τελικά μια συνεργασία, για χάρη του παλιού καλού καιρού…»

Η Νταέλαερ χαμογελάει – με λιγότερη από τη χαιρεκακία που είχε το χαμόγελό της νωρίτερα:

«Νιώθω τον εαυτό μου να δρα σε αυτό το μέρος. Πρέπει να ενωθώ με τα άλλα μου κομμάτια – και να δημιουργήσουμε ένα νέο κόσμο από τα ερείπια αυτού…»

«Ξέρω τι εννοείς, και ξέρω πού μπορεί να βρεις τα τελευταία κομμάτια του παζλ. Θα ήθελα κι εγώ να καταλάβω τι συμβαίνει σε αυτό τον κόσμο, στον οποίο ξαναγεννήθηκα τόσο αναπάντεχα. Όμως, μέχρι τώρα, δεν είχα τις δυνάμεις για να αποπειραθώ κάτι τέτοιο. Οι εχθροί μου ξέρανε την ύπαρξή μου, και το ταξίδι την ημέρα είναι επικίνδυνο. Αυτοί με έδιωξαν από τον αρχαίο πύργο. Εξαιτίας τους είδα τον πύργο του Κόρακα να ισοπεδώνεται για δεύτερη φορά.» λέει ο Στραντ, και ο πόνος στη φωνή του αφήνει μια ηχώ οργής.

Ενώ από την αίθουσα βγαίνει, με σκισμένα ρούχα και αίμα να κυλάει από τα χέρια του ο «Νεκρομάντης», η Νταέλαερ προτείνει:

«Θες να πάω εγώ στη θέση σου να ερευνήσω; Τι θα κάνουμε όμως με αυτό τον ανόητο;»

«Αυτός ο «ανόητος» ξέρει πολλά περισσότερα για την τεχνολογία και τους εχθρούς αυτούς από όσα ξέρεις εσύ, Αρχόντισσα» ακούγεται η γεροντική φωνή του ματωμένου Ρώσου. «Και αφού ο Στραντ θέλει ακόμα να μείνει στο καβούκι του για να γλείψει τις πληγές του, είμαι λογικά ο μόνος που μπορεί να σε βοηθήσει σε αυτό το ταξίδι.»

«Όχι και τόσο ανόητος, τελικά.» Ο τρόπος με τον οποίο επιβάλλεται στο διάδρομο ο ψίθυρος της Νταέλαερ ξυπνάει αναμνήσεις για τη Σαρ μέσα της. «Πρόσεξε όμως: ήξερα έναν τύπο με τέτοιες προδοτικές τάσεις, πίσω στο Φάερουν. Ας πούμε ότι δεν χωρίσαμε καλά. Αν ξανακάνεις το παραμικρό που θα μου τον θυμίσει, θα φροντίσω να σε σκοτώσω πριν πλησιάσεις στη δύναμή του.»

«Προς το παρόν ξέρεις ότι σου είμαι χρήσιμος για να ανορθωθείς.»

«Και όντως, χρειάζεται να ανορθωθώ για να συντρίψω τους απογόνους των δολοφόνων μου. Τον Σάιρικ, τον Μάσκα, τη Μιλένα…

και τους Γιέγκερμάιστερ»

tecGoblin_AppliedArchaelogy2.zip

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Δεν πάει να το διαβάζουν μόνο οι παίκτες μου και άλλα δυο άτομα. Ακάθεκτος! :rolleyes:

 

Και μάλιστα με πιο πολύ νέο υλικό από ποτέ. ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ να το κατεβάσετε αντί να το διαβάσετε εδώ, γιατί υπάρχουν χαρακτήρες που δεν εμφανίζονται πάντα σωστά.

2o Κεφάλαιο: ΣΤΡΑΝΤ ΦΟΝ ΖΑΡΟΒΙΤΣ & ΜΟΝΙΚΑ ΠΑΕΘ

Έπος ειρήνης δεν μπορεί να γραφτεί, κεφάλαιο όμως ναι.

 

 

 

Όλα συμβαίνουν τόσο γρήγορα… Μεταξύ μελέτης, ύπνου, διαπραγματεύσεων και σκοπιάς, μετά βίας βρίσκω χρόνο να γράψω τι συμβαίνει. Ας με συγχωρέσει ο αναγνώστης αν περιγράφω σημαντικά γεγονότα σε αδρές γραμμές – θέλω να μένω σε αυτά που με άγγιξαν βαθύτερα.

Αναφέρθηκα όμως σε μελέτη, ύπνο και άλλες ασχολίες. Μελέτη τίνος; Θα μεταφέρω εδώ μια συζήτηση κατατοπιστική.

Συνέβη σε έναν στενό διάδρομο πολυκατοικίας. Η Φέριλ και η Σηαζάλα βγήκαν πρώτες σε αυτόν, και αμέσως ακολούθησα:

«Θέλω κι εγώ να σας μιλήσω. Για αυτή τη σελίδα που έχει στην κατοχή της η Σηαζάλα. Μπορώ ίσως να βοηθήσω στην ανάλυση.»

Η Φέριλ χαμογέλασε:

«Κι εγώ γι’ αυτό ήθελα να σας μιλήσω. Το σκέφτηκα… Και αποφάσισα να κοιτάξω τελικά τη σελίδα. Αν μπορείς να βοηθήσεις, είσαι ευπρόσδεκτος

Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, και συνέχισε:

«Θα ‘θελα να με βοηθήσετε να μην κάνω κάτι που δεν θα έπρεπε.»

Η Σηαζάλα έμοιαζε ανέκφραστη ακόμα, αλλά μπορούσαμε να δούμε την ικανοποίηση ένα χιλιοστό κάτω από την επιφάνεια. Μίλησα:

«Για αυτό ακριβώς πρέπει να μπει το νερό στο αυλάκι. Γιατί μπορεί να μην είμαι για πάντα μαζί σας, και τώρα είναι ευκαιρία. Θα ήταν κρίμα και για την Μήδεια που ριψοκινδύνευσε για την πτυχιακή, να μην ερευνήσουμε πιο πολύ το θέμα της Αληθινής Λαλιάς.»

«Τι εννοείς; Σκοπεύεις να φύγεις, Οράτιε;» αυτή η Φέριλ είναι πιο έξυπνη από όσο φαίνεται!

«Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου.»

Μάταια προσπαθούσα να υπεκφύγω. Η Ριεντρανή με κάρφωσε με το βλέμμα της:

«Οι βουλές σου είναι δικές σου, μπορείς να τις κρατάς για σένα, χωρίς να τις καλύπτεις με ψέματα.»

«Εντάξει… Δεν είμαι έτοιμος να μιλήσω για αυτό ακόμα, αλλά όλα θα γίνουν σωστά – εκτός αν με προλάβει κάποιος και με αφήσει νεκρό!»

«Αρκεί να μην είναι επικίνδυνες για εμάς» χαμογέλασε η Φέριλ χωρίς να καταλαβαίνει ότι με προσβάλλει. «Αν είναι, τότε κάποιος θα σε προλάβει.»

Τις καθησύχασα και προχώρησα κατευθείαν στο ψητό:

«Λοιπόν… έχουμε εδώ ο καθένας κάτι που δεν έχουν οι άλλοι. Η Σηαζάλα το φύλλο, η Φέριλ μια βασική γνώση της Αληθινής Λαλιάς, εγώ την αναλυτική ικανότητα και τις προσευχές που μπορούν να βοηθήσουν τις αναλύσεις σας – σημαντικά!

Και έχουμε μπροστά μας κάτι που είναι ταυτόχρονα ευλογία και κατάρα – και μια μισή δουλειά θα είναι ίσως καταστροφική.»

«Και μια ολόκληρη δουλειά μπορεί να είναι καταστροφική» παρατήρησε σωστά η Φέριλ. «Θα δουλέψουμε μαζί, ας μην χάνουμε χρόνο. Σηαζάλα, θα μπορούσες να μου δώσεις το φύλλο;»

«Φυσικά! Για εσένα το έφερα.»

«Μπορούμε να κάνουμε πολλά με αυτό!» είπα και ο ενθουσιασμός μου πρέπει να είχε αρχίσει ήδη να είναι ορατός. «Να κάνουμε γλωσσολογική ανάλυση, ή να το χρησιμοποιήσουμε για να εντοπίσουμε τον αρχικό τόμο ότααν γυρίσουμε.»

Δεν ξέρω αν παρατήρησαν τον τονισμό μου στο «-αν». Η Φέριλ έμοιαζε να παίρνει φωτιά και αυτή:

«Ή και τα δυο. Ας το δούμε γλωσσολογικά πρώτα, και μετά το χρησιμοποιούμε και αλλιώς.»

«Ναι, θα χρειαστεί να περνάμε μαζί κάποιες ώρες τη μέρα» παρατήρησα.

«Το κανονίζουμε. Θα κάνουμε ότι πάμε για όργια.»

«Τι;!»

Την πιάνουν τα γέλια.

«Χμ, φαντάζομαι ότι θα δούλευε» ομολογώ. Δεν είναι άσχημη η Φέριλ στο κάτω κάτω, κολακευτικό θα είναι σαν φήμη. Αλλά η Σηαζάλα μάς αφήνει άφωνους:

«Τι είναι όργια;» λέει και τα μάτια της δείχνουν ότι αρχίζει να ταξιδεύει. Ανασύρει τις αναμνήσεις της Κοτό, της προσωπικότητάς της από αυτό τον κόσμο.

«Οράτιε, εξήγησε εσύ ως διανοούμενος.»

Ευτυχώς δεν χρειάζεται να το κάνω, η Σηαζάλα επιστρέφει στο παρόν:

«Μοιάζει να είναι κάτι που συνηθίζεται σε αυτόν τον κόσμο – δεν ήξερα τη λέξη καν!»

«Δεν νομίζω ότι συνηθίζεται οπουδήποτε» εξηγώ και προσπαθώ να καταλάβω τι είδους άνθρωπος είναι αυτή η Κοτό. «Αλλά ούτε και είναι ανήκουστο οπουδήποτε – εκτός ίσως από το μέρος από το οποίο ήρθες.»

«Στο χωριό μου… αυτά τα πράγματα… δεν ξέρω, μοιάζουν παράλογα και ανούσια.» λέει η Σηαζάλα.

Πρέπει να είναι όντως περίεργη αυτή η Ριέντρα…

 

Επί μέρες λοιπόν, μελετούμε αυτό το κείμενο. Αν και ξέρω ότι ο Θεός της Μαγείας, ο Όρεον, μάλλον δεν με ακούει σε αυτό τον κόσμο, κάτι ακούει τις επικλήσεις μου και ξεκλειδώνει τα μυστικά του μυαλού μας. Κάθε γνώση που είχα συνδυάζεται με ένα εντυπωσιακό, αδιαμφισβήτητο φυσικό ταλέντο της Φέριλ σε αυτή τη γλώσσα, σαν το αίμα της να θυμάται τις μέρες που αυτή η συμφωνία γραφόταν και σφράγιζε έτσι τη δημιουργία της Κόλασης. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα και τη μετάφραση του φύλλου. Αρκετό για να καταλάβετε πώς νιώθαμε καθώς το βλέπαμε μπροστά μας, αλλά όχι αρκετό για να μπορέσετε να χρησιμοποιήσετε την τέχνη της Αληθινής Λαλιάς με τρόπο επικίνδυνο.

 

fegh̦aëloñȶre'côméđ̦mόòus̄̄

ορίζεται από τους Θεούς οριστικά και ανεξάρτητα από την κυριαρχία του χρόνου

eä kĥofsδoά́meèlnti

ότι το Μέρος Καταδίκης των Ψυχών

lemα̦nfgraionémī đ̦éēpat

9επίπεδο με παράλληλα επίπεδα διαδοχικά μικρότερου πλάτους θα είναι απαρέγκλιτα

üäakmome̦s̄ιcôféè

και κατασκευάζεται από τους έκπτωτους αγγέλους ώστε να είναι ακίνητο

***

 

Δεν θα μιλήσω για τον ύπνο, όχι από φόβο μήπως κουράσω τον αναγνώστη, αλλά γιατί οι οντότητες που καλώ κάθε μέρα να κατοικήσουν στο σώμα μου δεν θα εκτιμήσουν την αποτύπωση στο χαρτί των τραγικών συναισθημάτων τους μέσω των ονείρων μου.

Οντότητες; Σας έχει ήδη αναφέρει ο Βινάλις κάποιες – ομολογουμένως επιφανειακές – εντυπώσεις, αλλά θα σας εξηγήσω περισσότερα όταν έρθει η ώρα.

Έγραψα όμως και για διαπραγματεύσεις στην αρχή αυτού του κεφαλαίου. Διαπραγματεύσεις με τον Πάολο, έναν βρικόλακα με πειραγμένη ψυχοσύνθεση, που είδε στα πρόσωπά μας τους αρχαίους θεούς της Ξιμπάλμπα. Έχοντας χάσει τους δικούς του σε έναν Μεγάλο Σεισμό στην Πόλη του Μεξικού, ο φτωχός έχει χάσει εντελώς τα λογικά του, περιφερόμενος από εδώ κι από εκεί βλέποντας σημάδια της αναβίωση του κόσμου των νεκρών των Μάγια. Όταν μάς ξύπνησε η μυρωδιά του αίματος από τη σφαγμένη έφηβη που ήρθε να μας προσφέρει σαν θυσία, το ποτήρι ξεχείλισε. Ο Χουνγκ επέμενε να τον στείλουμε στον τάφο, εκεί όπου έπρεπε να είναι εδώ και καιρό. Τελικά η λογική επικράτησε, και η Μαντάρι τον ηρέμησε αρκετά ώστε να μας χρησιμεύει σαν οδηγός, χωρίς να αφήνει πτώματά στο πέρασμά του.

Δεν προλάβαμε να συνομιλήσουμε παρόμοια με την Όμαιμή του που είχε την ατυχή ιδέα να προσπαθήσει να διεισδύσει στα δωμάτιά μας στο ξενοδοχείο αόρατη και οπλισμένη. Η Μαντάρι την ένιωσε με τηλεκινητική αφή, η Σηαζάλα τη μύρισε και η Φέριλ την εκτέλεσε ενώ προσπαθούσε να φύγει. Διαλύθηκε σε στάχτες πολύ γρήγορα…

Και αυτό ήταν που μας ανάγκασε να φυλάμε πιο προσεκτικές σκοπιές. Όπως μάθαμε γρήγορα, η κοπέλα ήταν πράκτορας κάποιων χριστιανών βαμπίρ που μοιάζουν να διοικούν την πόλη. Θυμίζω ότι ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία αυτού του τόπου, με τα διδάγματα που είναι αντίστοιχα της Ιερής Φλόγας. Δεν μπορώ ακόμα να την κατανοήσω: στη γη μας, η Ιερή Φλόγα κυνηγά τους απέθαντους, κανένας απέθαντος δεν θα πίστευε σε αυτήν! Φοβούμενοι τυχόν αντίποινα, αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε το ξενοδοχείο μας.

Ευτυχώς, η συχνή εξάσκηση της μαγικής μου τέχνης, και η αυξημένη κατανόηση της φύσης των κόσμων με έκαναν να βγάλω έναν άσο από το μανίκι: το κόλπο με το σκοινί! Τι πιο ασφαλές ως καταφύγιο για τη μέρα από ένα άνοιγμα ανάμεσα στις διαστάσεις, στο οποίο σκαρφαλώνουμε από ένα σκοινί και το κλείνουμε; Και ναι, είπα «μέρα». Γιατί όταν θες να συνομιλήσεις με βρικόλακες, αναγκάζεσαι να συμβαδίζεις με το ωράριό τους!

Και αυτό ακριβώς έχουμε μαζευτεί να κάνουμε εδώ, στην έπαυλη του Στραντ Φον Ζάροβιτς…

***

 

Πρώτη μπαίνει η Μαντάρι. Μόνη της. Όλοι οι υπόλοιποι κρυμμένοι πάνω σε δέντρα και σκεπές, ή πίσω από θάμνους. Η Μαντάρι μάς αναμεταδίδει κατευθείαν στο μυαλό μας ό,τι συμβαίνει. Αν όλα πάνε καλά, δεν θα χρειαστεί να δει καν ο Στραντ τους υπόλοιπους – καλύτερα έτσι.

Ότι αυτός ο αξιοθρήνητος μουσάτος τύπος με τη μπύρα στο χέρι θα ήταν ο οικονόμος ενός Βρικόλακα με τόσο τρομακτική φήμη, δεν το περίμενα. Είναι ο μόνος που μπόρεσα να δω μια στιγμή καθώς άνοιξε την πόρτα.

«Αν μπείτε μέσα, μην τον κοιτάξετε!» η πρώτη προειδοποίηση της Μαντάρι. Πρέπει να αντίκρισε το βλέμμα του Ζάροβιτς και να άντεξε τη δοκιμασία.

«Καλώς ήρθες.» Δεν είμαι σίγουρος αν ακούγεται ως εδώ η φωνή του βρικόλακα, ή αν είναι μόνο η φωνή της Μαντάρι στο μυαλό μου. «Τι σε φέρνει στα μέρη μας;»

«Γνωρίζετε νομίζω τι συμβαίνει. Κατά γράμμα.» απαντά η Μαντάρι.

«Δεν γνωρίζω όμως τι θες από μένα. Οι περιστάσεις μπορούν να γίνουν γνωστές – η βούληση των ισχυρών όμως όχι.»

«Να μάθω τη σχέση σας με τους άλλους. Και αν μπορούμε, να συμφωνήσουμε.»

Οι άλλοι… Η Νταέλεαερ και ο τρίτος υπηρέτης της Βολ.

«Μάλιστα… τους άλλους. Τι θες από αυτούς; Τι χρειάζεσαι;»

«Τον εκδιωγμό τους, τη σφράγιση των κόσμων, την ασφάλειά μας, την έξοδό μας και την ασφάλεια του τόπου μας.»

«Οι άλλοι θέλουν να εκδιωχθούν, ή πιο σωστά να γυρίσουν στους κόσμους τους.

Την ασφάλειά σας – δεν μπορώ να την εγγυηθώ. Δεν ελέγχω κάθε σκιώδες πλάσμα αυτού του κόσμου και αυτών που μεσολαβούν. Το ίδιο ισχύει και για την ασφάλεια του τόπου σας. Για την σφράγιση των κόσμων – μπορείς να διευκρινίσεις ποιους έχεις στο μυαλό σου;»

Η νύχτα θα είναι μακριά… Για μια στιγμή η Μαντάρι σιώπησε – μάλλον ξέχασε να αναμεταδίδει. Άρχισα πάλι να ακούω όταν η Κάλασταρ θεώρησε ότι ειπώθηκε κάτι σημαντικό:

«Θέλετε να κλείσει η πύλη που σας έφερε εδώ γιατί είναι επικίνδυνη. Ομολογώ ότι δεν ξέρω τα πάντα για αυτήν. Αλλά ξέρω ότι μία από εσάς την έχει διαβεί σε σημαντική στιγμή. Αν επιβεβαιώσει τις υποψίες μου, θα γνωρίζω ό,τι χρειάζεται. Και θα σας προτείνω το τίμημα για την ασφάλειά της.»

Μια κραυγή πάει να βγει από το στόμα της Φέριλ, αλλά την πνίγει για να μην προδοθεί η θέση της. Ο Στραντ συνεχίζει:

«Προς το παρόν, μπορώ να ζητήσω τίμημα για την έξοδό σας. Για το ότι θα σας πάω στον κόσμο της Σκιάς ώστε να βρείτε το δρόμο για τον κόσμο σας. Αυτό το τίμημα είναι απλό – είναι κάτι που εσείς, οι ταξιδιώτες της ημέρας, μπορείτε να κάνετε εύκολα.

Θέλω να μου φέρετε κάτι, που χρειάζομαι για την τελετουργία, από την αρχαία γη των Μάγια.»

«Μάλιστα, σε ότι αφορά τους αντιπάλους μας, μπορείτε να μας προσφέρετε πληροφορίες ή κάτι άλλο; Θα ήθελα να ξέρω τις σχέσεις σας, όχι απαραίτητα χωρίς αντάλλαγμα.»

Η Μαντάρι είναι επικεντρωμένη στο κυνήγι της Νταέλαερ…

«Τη σχέση μου θα σας την αποκαλύψω μόλις μου επιβεβαιώσετε την πληροφορία για την πύλη. Θα αποκαλυφθεί σαν φυσικό επακόλουθο. Άλλωστε, από αυτή την πληροφορία εξαρτάται.

Εν ολίγοις, μπορείτε να φύγετε από εδώ, με ένα δύσκολο ταξίδι μπροστά σας, αλλά όχι πιο δύσκολο από αυτό που περάσατε για να έρθετε, ξέροντας κάποιες Αλήθειες και φροντίζοντας για την ασφάλεια εκείνης της πύλης.»

«Καλή συμφωνία φαίνεται. Τι θέλετε όμως από εμάς στη γη των Μάγια;»

«Α, δεν είναι μυστικό. Είναι σε κάποια συμπλέγματα σπηλιών, πιθανότατα. Αρχαίες τοιχογραφίες που λέγεται ότι είναι μαρτυρίες ύπαρξης αρχαίων βαμπίρ.

Μπορεί να πάρει χρόνο, αλλά ΞΕΡΩ ότι κάποιοι από εσάς είναι ακαδημαϊκοί.»

Πάλι εγώ θα κάνω τη δουλειά….

«Τώρα… θα μου φέρετε τη μάρτυρα της Πύλης;»

 

Πήρε κάποια λεπτά για να αποφασίσει η Φέριλ να εμφανιστεί, και κάποια περισσότερα για να αρχίσει να μιλάει πραγματικά για τις τραυματικές εμπειρίες της όταν πρωτοπέρασε την πύλη, με την Νταέλαερ και τον αδερφό της. Πρώτη φορά άκουγα τις λεπτομέρειες. Ήξερα μόνο για τα θλιμμένα καμένα απέθαντα πλάσματα που θέλανε να μιλήσουν αλλά όταν μιλούσαν έβλαπταν τους γύρω τους. Είχα δει με τα μάτια μου τον προθάλαμο που σου έσβηνε τη ζωή σιγά σιγά – άλλωστε από αυτό τον προθάλαμο περάσαμε για να μπούμε στη μαύρη πύλη. Όμως δεν ήξερα ότι η Φέριλ είχε πολεμήσει ήδη με οπλισμένους χριστιανούς παπάδες που παραμόνευαν όταν πέρασε, ούτε το τι χρειάστηκε να κάνει ακριβώς για να ανοίξει την πύλη προς την επιστροφή και να αναστήσει ως απέθαντο τον αδερφό της. Τη συμφωνία της με την Θεά του Σκότους, την υπόσχεση ότι θα έδινε την ψυχή της μετά το θάνατό της σε αυτήν αντί για το Μάμμονα που μέχρι τότε είχε τον έλεγχο πάνω στη Φέριλ. Και τέλος την επιστροφή, στην οποία είδε αυτή και ο αδερφός της ένα μέρος με φως, και άκουσαν τη φωνή να τους λέει πόσο μεγάλο λάθος έκαναν. Ουσιαστικά ότι η Σαρ έτσι παραβιάζει την απόφαση των Θεών.

Δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος όπως τα έκανε η Φέριλ. Ο Στραντ όμως δεν φαίνεται προβληματισμένος:

«Χαίρομαι. Συμφωνούν με όλες μου τις πληροφορίες. Ξέρω τι συμβαίνει, δεν ξέρω ακόμα τι συνέβη. Θα σας πω ό,τι χρειάζεται να ξέρετε:

Μια δύναμη, ξαναγεννιέται. Η Πύλη ανήκει στη Δύναμη αυτή. Όχι σε μένα.

Η Δύναμη όμως δεν είναι ανεξάντλητη και έτσι η Πύλη δεν μπορεί να λειτουργεί συνεχώς.

Αν δεν θέλετε να τη χρησιμοποιεί, θα πρέπει να φροντίσετε να μη θέλει να τη χρησιμοποιήσει.

Δεν μπορείτε να τα βάλετε άμεσα μαζί της.»

«Δεν καταστρέφεται αυτή η δύναμη; Όχι απαραίτητα από εμάς, αλλά με κάποιο άλλο τρόπο;» ρωτάει η Μαντάρι

«Δεν θα με βρείτε σύμμαχο σε αυτό. Το καλύτερο που έχετε να κάνετε, αν δεν θέλετε να δώσετε τις ζωές σας πολεμώντας αέρα, είναι να κανονίσετε ώστε αυτή η δύναμη να έχει πολύ μεγάλο κόστος και πολύ λίγους λόγους να έρθει στον κόσμο σας.

Υπάρχουν κάποιοι που ήρθαν από τη γη σας θέλοντας δύναμη, αλλά ψάχνοντας άσχετα πράγματα. Δεν θα κερδίσουν τίποτα. Γρήγορα θα τους στείλω πίσω και αυτούς.

Ίσως, ίσως λέγω, αν νιώθετε σίγουροι για τον εαυτό σας, να θέσετε σε λέξεις, ξεκάθαρες, σε όρους απαράβατους, κατά το δυνατόν, το διαχωρισμό των κόσμων, κάνοντας μια συμφωνία με αυτή τη δύναμη. Αλλά αυτό είναι δική σας απόφαση.

Το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να κλείσετε από τη δικιά σας πλευρά την πύλη, καίγοντάς την με φως, και να ξεχάσετε αυτή την ιστορία.»

Και να αφήσουμε τη Θεά του Σκότους, που οι ίδιοι ξυπνήσαμε, να κυριαρχήσει ανεμπόδιστη σε αυτό τον όμορφο κόσμο, που κυριαρχείται από τη λογική και την τεχνολογία. Δεν κατηγορώ τους συντρόφους μου που μέτρησαν τις δυνάμεις τους σωστά και ζύγιασαν τη δυσκολία του στόχου. Αλλά εγώ δεν σκοπεύω να καταθέσω έτσι εύκολα τα όπλα…

***

Προς το παρόν πάντως, θέλω να βοηθήσω τους φίλους μου να κάνουν αυτό που θέλουν – και να εξερευνήσω αυτά τα αρχαία ερείπια των Μάγια. Ήδη έχω κλείσει εισιτήρια για Γιουκατάν για αύριο μέσω του VRnet, όταν ο Χουνγκ αντιλαμβάνεται ότι κάποιος μας παρακολουθεί έξω από το διαμέρισμα. Εγώ κρύβομαι προς την τουαλέτα, ενώ οι υπόλοιποι κάνουν ένα ημικύκλιο στο μικρό δωμάτιο του Πάολο του βαμπίρ. Η Μαντάρι κοιτάει προς την πόρτα και λέει στο μυαλό μας:

«Είναι μια γυναίκα. Νομίζω ότι μας βλέπει όπως είμαστε.»

Η Τίνα σκύβει να δει από την κλειδαρότρυπα:

«Ω ναι, είναι… περίεργη. Ντόπια.»

Αλλά μετά γυρίζει προς τα εμάς:

«Νομίζω ότι με είδε να την κοιτάζω.»

Ετοιμάζονται να ανοίξουν όταν ακούγονται χτύποι στην πόρτα. Κάνω μια προστασία από το κακό στον εαυτό μου και καλύπτομαι λίγο περισσότερο – βλέπω αμυδρά το κύριο δωμάτιο από το άνοιγμα της πόρτας του μπάνιου.

Και αυτό που βλέπω όταν ανοίγει η πόρτα είναι αρκετό για να κάνει την καρδιά μου να σταματήσει να χτυπά για δυο δευτερόλεπτα. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινε ανοιχτό το στόμα μου, αλλά είναι αδύνατο να αποτυπώσω στο χαρτί την ομορφιά αυτού του νέου κοριτσιού που στέκεται στο κατώφλι.

Είναι και η Μαντάρι εντυπωσιακή, αλλά αυτή η μιγάς, με τα μαύρα μαλλιά σε δυο πλεξούδες να πέφτουν στο στήθος της, έχει κάτι το αρχέγονο, το είδος του ερωτικού που μπορεί να μιλήσει σε όλα τα δίποδα ανεξαρτήτως φύλου – αν και φαντάζομαι ότι θα μιλάει πολύ περισσότερο στον Χουνγκ και τον Άντρος…

Τους κοιτάει στα μάτια, έναν έναν. Ρωτάει:

«English?»

O Χουνγκ δεν μπορεί να απαντήσει καλά καλά. Τον ακούω να επικαλείται προστασία από το Κακό μπας και καθαρίσει λίγο το μυαλό του.

Όλη η συζήτηση εκτυλίχθηκε στην αγγλική, αλλά θα την αποδώσω φυσικά σε κορβεριανά.

«Τι είσαι;» ρωτάει η Φέριλ

«Είμαι… μια απλή ντόπια γυναίκα.»

«Όχι δεν είσαι.» επιμένει η ντ’Μεντάνι.

«Είμαι ντόπια. Και είμαι γυναίκα. Επίσης είμαι αθάνατη, σαν αυτόν τον καημένο εκεί πέρα.» λέει και δείχνει τον Πάολο.

«Είσαι μια ανόητη σκύλα. ΥΠΟΚΛΙΣΟΥ μπροστά στους Θεούς σου!» φωνάζει αυτός. Υπερβάλλων ζήλος…

Τον αγνοεί όμως η γυναίκα, και συνεχίζει:

«Όμως, ξέρετε.. δεν κυνηγάω άσχετους στα παρκάκια, ούτε βέβαια κοιμάμαι σε φέρετρο!»

«Είμαι από τη Ρουμανία» λέει η Φέριλ.

«Όχι δεν είσαι» την ξεπληρώνει η γυναίκα. «Βλέπω την αληθινή σας μορφή, και δεν νομίζω ότι οι Ρουμάνοι είναι έτσι.»

Κοιτιούνται μεταξύ τους. Το «υπερφυσικό» βλέπει το υπερφυσικό. Γιατί άραγε; Πάντως είναι βολικό. Η ζεστή φωνή της ακούγεται πάλι:

«Ξέρετε, αυτή είναι η στιγμή που μου λέτε τα ονόματά σας, και εγώ απαντάω «γοητευμένη».»

«Είμαι η Φέριλ» απαντάει η ντ’Μεντάνι και, αντί χειραψίας, κινεί το χέρι της και από μακριά ένα ημιδιάφανο χέρι, από τον καρπό ως τα δάχτυλα, εμφανίζεται για μια στιγμή και σφίγγει το χέρι της γυναίκας.

«Μόνικα ντε Ρόα, γοητευμένη. Είναι… μια απρόσμενη αίσθηση αυτή που μοιράζεσαι μαζί μου, Φέριλ.»

Περνάει μέσα. Η Φέριλ ανεβαίνει στο τραπέζι για να κάνει χώρο. Συστήνονται, και μας εξηγεί το λόγο της άφιξής της.

«Σκοτώσατε ένα μέλος της οικογένειάς μου. Της εκτεταμένης οικογένειάς μου. Ένα μέλος που δεν συμπαθώ ιδιαίτερα, αλλά το αίμα μπορεί μόνο να οδηγήσει σε περισσότερο αίμα αν δεν προσπαθήσουμε να το σταματήσουμε.»

Προσπαθούμε να καταλάβουμε…

«Μοιάζετε μπερδεμένοι. Ναι, σκοτώσατε πολλούς. Κάποιοι ήταν οικογένεια, κάποιοι ήταν Όμαιμοι. Και προσπαθούμε να προστατεύσουμε το είδος μας, να ζούμε σε αρμονία με τον κόσμο. Το αίμα φέρνει το φόβο και την εκδίκηση. Κάποιος που θέλει να γίνει πρίγκιπας της πόλης μαζεύει τις δυνάμεις του για να ανταποδώσει.

Αυτό με έφερε εδώ, μαζί με την… περιέργεια. Και αυτό που βλέπω με… εμπνέει περισσότερο από οτιδήποτε είχα φανταστεί.

Σειρά σας.»

«Να μην σκοτώσουμε άλλους;» καταλαβαίνει η Μαντάρι.

«Το λιγότερο. Και να πείσετε επίσης ότι δεν πρόκειται να το κάνετε.»

«Αν μπορούμε ναι, τουλάχιστον εγώ. Αν όχι, τότε όχι.» απαντάει η Κάλασταρ.

«Μοιάζετε να έχετε τη δύναμη να κάνετε ό,τι θέλετε. Πίστη στην ειρήνη σημαίνει πίστη στον εαυτό σας.»

«Ήρθαμε για να σώσουμε την ψυχή ενός φίλου. Ο Ζαν την είχε.» εξηγείται η Φέριλ

«Ο Ζαν;»

«Βαν Νταμ.»

«Η παιδική θνησιμότητα είναι ακόμα υψηλή. Δεν είναι ο Ζαν που μας σόκαρε.»

Παιδική θνησιμότητα; Έτσι βλέπουν ένα νέο βρικόλακα;

«Όμως είναι διάσημος. Και οι διασημότητες μπορούν να τραβήξουν την προσοχή» συνεχίζει.

«Ήταν.»

«Είναι. Η φήμη ζει περισσότερο από τον φορέα της.»

Η Μαντάρι παρεμβαίνει κρυπτικά:

«Η ειρήνη είναι το σπίτι μου, αλλά όταν είναι αναγκαίο για την επιβίωσή μου, πρέπει να βγαίνω από το σπίτι μου. Ειρήνη είναι η ζωή, και έτσι μόνο όταν ο θάνατος τη διαταράσσει βγαίνω.»

Οι σύντροφοί μου προσπαθούν να εξηγηθούν. Να την κάνουν να καταλάβει ότι αν δεν πέθαινε ο Ζαν, δεν θα σώζαμε το Βινάλι. Και ότι δεν είχαμε τύψεις να σκοτώσουμε τον πράκτορας της Βολ.

«Δεν καταλαβαίνω. Χρησιμοποιούσε μαγεία;» απορεί αυτή.

«Ναι. Στον κόσμο μας το είδος σας είναι κακό, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Και όταν λέω κακό, δεν εννοώ μπερδεμένο.» εξηγεί η Μαντάρι.

«Στον κόσμο μας… δεν υπάρχει κακό.

Ούτε καλό.

Πάντως νομίζω καταλάβατε ότι πρέπει να σπάσουμε το φαύλο κύκλο. Αν θέλετε συμβουλές, μπορείτε να έρθετε να με βρείτε στον κήπο μου.»

 

«Πάντως, βαμπίρ που μυρίζει κυκλάμινα… πρώτη φορά συναντώ» είπε η Τίνα, φανερά εντυπωσιασμένη, μόλις η γυναίκα αποχωρεί. Όμως η Μαντάρι ενδαφέρεται για κάτι άλλο. Φαίνεται κάτι να είπε τηλεπαθητικά με την ντε Ρόα. Η δεύτερη φάνηκε να εκτιμά της εμπειρίες της πρώτης, κάνοντας την Κάλασταρ να τις εκτιμά με τη σειρά της:

«Οράτιε. Αν βρεις ένα σημαντικό μέρος, θα σου μεταφέρω την ιστορία με τις δυνάμεις μου, να την καταγράψεις.»

«Εννοείς… αν βρούμε μαζί κάτι σε αυτή την εξόρμηση;» το πρόσωπό μου φωτίζεται.

«Ναι. Όμως είναι σχετικά επώδυνο να ζω τις αναμνήσεις. Αλλά ίσως με βοηθήσει στο να ονειρεύομαι εδώ πέρα, γιατί αισθάνομαι λίγο χαμένη.» Ποτέ εντελώς κατανοητή.

«Βεβαίως, ξέρεις… Έχω αρχίσει να γράφω δυο πράγματα για εσάς και σίγουρα θα φώτιζες με όμορφο τρόπο αυτή την ιστορία που έχει βυθιστεί στη σκιά.

Ίσως πάλι... να μπορείς να τα γράψεις και μόνη σου...»

Και τότε ο Άντρος πετάγεται:

«Άντε ρε σπόγγο! Γράφεις και απομνημονεύματα;»

Σπόγγος είναι το μυαλό σου, σιχαμένε πρώην παλαδίνε. Αν νομίζεις ότι θα τραβήξεις έτσι την προσοχή της Μαντάρι, είσαι γελασμένος!

 

***

Ο κήπος της Μόνικας έχει λίγα χειμερινά λουλούδια ανάμεσα σε πρασινάδες, αειθαλή και παρτέρια με χώμα που θα λουλουδιάσουν την άνοιξη. Μας περιμένει εκεί, φορώντας ένα λεπτό λευκό φόρεμα που αφήνει το κορμί της να διαγράφεται καθώς το φυσάει το αεράκι.

«Καλησπέρα… Δεν σας περίμενα τόσο γρήγορα.»

Εξηγούμε και συζητάμε τις επόμενες κινήσεις μας εν συντομία.

«Αλλά δεν ήρθαμε για αυτό» παρεμβαίνω. Θέλουμε να μάθουμε για την ιστορία σας. Και ίσως λίγα λόγια για την κοινωνία σας εδώ.»

«Είμαστε αρχαίοι και νέοι ταυτόχρονα.

Πολλά νέα παιδιά, κάποιοι αρχαίοι που ξύπνησαν. Ο καθένας έχει τη δικιά ου ιστορία, αλλά η ιστορία της χώρας μας αναβιώνει σε εμάς.

Έχω δει αυτή την πόλη να γιγαντώνει, αλλά δεν θυμάμαι πολλά. Έχω κοιμηθεί μια φορά. Μετά τον ύπνο – που κρατά πολύ – δεν θυμάσαι καθαρά. Θυμάσαι όνειρα, αναμνήσεις θολές.

Ευτυχώς έχω κοιμηθεί λίγο. Άλλοι… άλλοι κοιμήθηκαν τέρατα και ξύπνησαν τέρατα.»

«Άρα είσαι αρχαία;» ρωτάει η Φέριλ.

«Όχι. Υπάρχουν πράγματα στο σκοτάδι που μοιάζουν να επιβιώνουν από την εποχή των Αζτέκων. Να θυμούνται την κατάκτηση. Το βιασμό της χώρας μας.»

«Ακούσαμε και για κάποιον Στραντ. Καινούριος απ’ ότι μάθαμε.»

«Ναι… αλλά δηλώνει παλιός.

Είναι διαφορετικός. Δεν ξέρω πού νομίζει ότι ζει. Έχει πραγματική ισχύ αλλά είναι ξένο σώμα. Κουβαλάει τις δικές του αναμνήσεις, αλλά στα μάτια του φαίνεται ότι θέλει κάτι συγκεκριμένο, και θυμάται ακριβώς γιατί.»

«Ξένο σώμα… σαν εμάς εννοείς;» αναρωτιέται η Μαντάρι.

«Σαν εσάς. Μοιάζει να κουβαλάει τις αμαρτίες της ιστορίας του, όλες, στο παρόν. Ξέρετε… χωρίς ύπνο και όνειρα οι θνητοί θα τρελαίνονταν. Λύνουν πολλά προβλήματα έτσι. Το ίδιο ισχύει και για εμάς.»

«Ξέρεις τι θέλει;»

«Όχι, αλλά… έχω κάνει κάποιες τολμηρές υποθέσεις. Θα σας μιλήσω μόνο αν μου πείτε και τι ξέρετε για αυτές.»

Το σκέφτομαι. Ανυπομονώ να ακούσω. Ξέρω ότι η περιέργεια θα με σκοτώσει κάποια μέρα:

«Ε… χμ… καλώς;» κοιτάω και τους άλλους.

«Μοιάζει να ξέρει μυστικά. Μοιάζει να επικοινωνεί όχι με τα μισοσβησμένα αρχαία πνεύματα του τόπου, αλλά με μια δύναμη που υπάρχει στο Τώρα. Μοιάζει να έρχεται, όχι από το παρελθόν, αλλά από έξω, από κάτι διαφορετικό.

Τη νιώθουμε, όσοι δεν έχουμε παρασυρθεί σε ανούσιες ψεύτικες "έντονες" εμπειρίες. Και θέλω να μου πείτε τι υποθέτετε για αυτήν.»

Δεν αργήσαμε να της μιλήσουμε για τη Σαρ και τη Νταέλαερ…

«Έτσι είναι λοιπόν η γεύση των θεών σας...»

«Είναι από έναν τρίτο κόσμο» εξηγείται ο Χουνγκ.

«Δεν έχει μυρωδιά αίματος και σάρκας και αμαρτίας» η όμορφη βρικόλακας φαίνεται να ονειροπολεί. «Έχει μυρωδιά κενού και... τη γεύση του σκότους. Κάτι που δεν υπάρχει εδώ πέρα, κάτι που μοιάζει παράλογο.»

«Δεν είναι άνθρωπος. Είναι ένα πλάσμα πιο κοντά στη φύση, αν και η δική της φυλή ασχολείται με τους νεκρούς» συμπληρώνει ο δρυΐδης.

«Φύση… και νεκροί… Καλό είναι να σταματήσετε, γιατί μου εξάπτετε τη φαντασία και δεν νομίζω ότι θα είναι για καλό.»

«Ξέρετε, τώρα το παρατήρησα» βγαίνει μπροστά η Μαντάρι, πλαισιωμένη πιο έντονα από ποτέ με φως. «Στον κόσμο μας είναι πιο έντονος ο διαχωρισμός καλού και κακού. Από τις θρησκείες ως τα κράτη. Ίσως έτσι εξηγείται η διαφορά στα όνειρά μας.»

«Στον κόσμο μας… θα έλεγα ότι καλό είναι η γλύκα της αμαρτίας.» απαντάει η βρικόλακας και κοιτάει τον ουρανό, σαν να αναπολεί κάτι. «Ίσως, κάποτε – έχω άλλωστε χρόνο – να είμαι έτοιμη να δω και τον δικό σας.»

«Αν όλα πάνε καλά θα σφραγίσουμε τα περάσματα, οπότε λυπάμαι που δεν μπορώ να ευχηθώ κάτι τέτοιο» παρατηρεί η Μαντάρι με ένα μελαγχολικό μειδίαμα.

«Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Και σιγουρεύομαι για την επιλογή να μην σας ακολουθήσω. Δεν θα ήθελα να παγιδευτώ σε έναν μαυρόασπρο κόσμο. Θα ήταν υπερβολικές οι συγκρούσεις για μένα.

Σας ευχαριστώ που ήρθατε, τώρα θα με συγχωρέσετε. Είναι ένα δυο πράγματα που θέλω να κάνω πριν έρθει η αυγή.»

 

 

 

 

Ιντερλούδιο: ΚΟΝΝΑ ΕΡΡΑΝ

Οι τελευταίες στιγμές δυο διαμαντιών

 

 

 

Γδούπος. Η τελευταία ώρα ήταν ανυπόφορη. Ναι, είμαι ανθεκτικό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορείτε να με πετάτε σαν δεμάτιο από σανό!

ΩΩΩ! Επιτέλους… φως!

Ένα χέρι… έρχεται προς το μέρος μου. Όλα τόσο ξαφνικά. Η στιγμή της εκπλήρωσης του πεπρωμένου μου έρχεται. Έχω ίσα μερικά δευτερόλεπτα να αντικρίσω το θύμα μου: καστανομάλλα, με ένα πράσινο μανδύα. Λυγερό σώμα, άγνωστη ηλικία – ποτέ δεν θα καταλάβω τα ξωτικά. Τα μάτια της δηλώνουν ταυτόχρονα μια απορία και έναν ενθουσιασμό. Πιάνει το ραβδί. Ναι, τα απαλά της δάχτυλα είναι λίγο πιο χαμηλά από το σώμα μου. Ανέβασέ τα καλή μου.

Κοντοστέκεται. Ξανακοιτάζει το σημείωμα που ήταν μαζί μου στο πακέτο. Έχει αμφιβολίες; Αχ, θα κάνει ανίχνευση μαγείας! Τόσο άδικη μοίρα. Θα καταλήξω… στην καλύτερη απλά σε κάποιο μαγικό αντικείμενο. Δεν είναι και τόσο κακά, αλλά…

Ω, τα δάχτυλά της ξαναπλησιάζουν. Χαϊδεύει την επιγραφή πάνω στο μέταλλο και… άθελά της με αγγίζει.

Έλα στην αγκαλιά μου, καλή μου.

***

 

Ξέρω το όνομά σου τώρα. Ακούω τις σκέψεις σου. Ακούω την απόγνωση, την ανησυχία. Τόση ώρα να σκέφτεσαι για τους άλλους; Τόση ώρα να κοιτάς έξω και να βλέπεις το ίδιο σκοτάδι που βλέπω κι εγώ. Ξέρεις τι είμαι τώρα. Ξέρεις τι σου συμβαίνει. Αλλά σε παρακαλώ, σταμάτα να αναρωτιέσαι ποιος με έστειλε. Δεν μπορώ να σου απαντήσω, και απλά με κουράζει να ακούω τις κραυγές σου να ηχούν μέσα μου.

Όχι ότι δεν ξέρω. Ξέρω αρκετά καλά τον άρχοντα Άτροπις. Με είχε στο γραφείο του για έντεκα μήνες, περιμένοντας να βρει ευκαιρία να με χρησιμοποιήσει. Με χάιδευε, με κοιτούσε με ανυπομονησία. Γιατί δεν είμαι απλά ένα διαμάντι. Είμαι ένα μεγάλο, καθαρό κομμάτι από το σώμα του Σιμπερίου. Θα μπορούσε να με εξαργυρώσει για χρήματα, αλλά θα ήταν τόσο ανούσιο. Όχι, με εμένα μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο. Με εμένα μπορούσε να παγιδεύσει την ψυχή σχεδόν οποιουδήποτε εχθρού του.

Εδώ που τα λέμε, η κάτοικός μου μού χαλάει την εικόνα. Θα μπορούσα να παγιδεύσω έναν βασιλιά. Έναν αρχιερέα. Έναν φονιά δαιμόνων.

Αλλά μια καθηγήτρια φυσιολογίας και δρυϊδικής; Εντάξει, πρώην εξερευνήτρια και μέλος τριών φανερών οργανώσεων και μιας μυστικής. Αλλά και πάλι. Είναι ένας στόχος που μοιάζει τόσο ευάλωτος στην αγνή δύναμη. Όμως έχει φίλους. Όλοι οι βάρδοι έτσι είναι. Εκατό άνθρωποι τούς έχουν ανάγκη, και άλλοι τόσοι είναι έτοιμοι να τους υπερασπιστούν. Αλλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα μόνοι τους.

Όμως, ο άρχοντάς μου μου έχει εξηγήσει τα πάντα. Πριν κάνει την τελετουργία, μου μίλησε γλυκά, και μου εξήγησε το ρόλο που θα παίξω στο να πλήξει τους εχθρούς της θεάς του.

Την έχω δει τη θεά του. Αν ο Άτροπις ο Αιματάρχων είναι ένας νεκρός με σαπισμένο δέρμα που παγώνει το αίμα των υποτακτικών του, η θεά του είναι το ίδιο, και επιπλέον κόρη δράκου. Παρά την προχωρημένη σήψη της, τα φτερά τής δίνουν μια αύρα αρχοντιάς και δύναμης. Η φωνή της, άλλοτε σαν ψίθυρος, άλλοτε σαν βρυχηθμός, υποτάσσει τους υψηλόβαθμους πιστούς της, και ας είναι όλοι τους απέθαντοι πεινασμένοι για προσωπική δύναμη. Αυτή είναι η Βολ, και οι πιστοί το Αίμα της, και κυλάνε στο σώμα του κόσμου.

 

***

 

Αχ, τι όμορφα. Φως. Λίγο και… περίεργο. Διαθλάται… Τα πάντα γύρω μοιάζουν ρευστά.

Δεν έχω δει ποτέ μου τόσο νερό γύρω. Αλλά ξέρω τι είναι: μού είπε ο Άρχοντας. Είμαι στη μέση του ωκεανού, σε ένα μέρος πολύ μακρινό για να το βρουν οι σύντροφοι της αιχμαλώτου μου.

Το φως μειώνεται, καθώς πηγαίνουμε όλο και πιο βαθιά. Προλαβαίνω να αντικρύσω τριγύρω μου: με κρατάει ένα δίποδο με πτερύγια στην πλάτη και πλατύ κεφάλι, με ένα στόμα γεμάτο κοφτερά δόντια. Γύρω του, μια συνοδεία από παρόμοια δίποδα που κρατούν τρίαινες.

Σταμάτα να ανησυχείς για τους μαθητές σου και τα ανούσια ταξίδια τους στους κόσμους, Κόννα. Σύντομα θα έχουν όλα τελειώσει.

 

***

 

Το φως φεύγει, και μετά ξαναέρχεται. Είναι απαλό. Όχι αρκετό για να αναδείξει τη λάμψη μου, αλλά φωτίζει όμορφα αυτή τη βυθισμένη πολιτεία. Δεν ξέρω πόσο βαθιά είμαστε. Όστρακα κάθε είδους καλύπτουν τους πύργους των Κούο Τόα, φωσφορίζοντας απαλά. Σύντομα είμαστε μπροστά στον ψηλότερο πύργο. Τα αμφίβια πλάσματα σχηματίζουν δυο γραμμές αριστερά δεξιά, και αυτό που με κρατά προχωράει προς την είσοδο. Τον υποδέχεται ένα Κούο Τόα πιο ψηλό, που κρατά ένα ραβδί με μια ανεμώνη στην κορυφή. Με πιάνει στο χέρι του με ένα ελαφρό τρεμούλιασμα από τη συγκίνηση.

Περνάμε μέσα, στην ιδιωτική του κατοικία. Νομίζω ότι νιώθω φόβο. Σύντομα θα έρθει το τέλος. Ανάμεσα σε αυτές τις πέτρινες πλάκες με μαγικές επιγραφές η συνείδησή μου θα διαλυθεί στη συνείδηση της αιχμαλώτου, και οι δυο μαζί στη λήθη, για να τροφοδοτήσουμε κάποιο πανίσχυρο ξόρκι.

Κοιτάω το μάγο για άλλη μια στιγμή. Ίσως τελευταία. Και αντικρίζω…

Ένα γκρίζο πρόσωπο χωρίς μαλλιά. Τα δόντια έχουν εξαφανιστεί σε μια επιφάνεια χωρίς μύτη και με σβησμένα χαρακτηριστικά. Τα γκρίζα μάτια του δεν έχουν κόρες. Ένας ντόπελγκάνγκερ. Με πιάνει στο χέρι του και με κοιτάει με ένα πρόσωπο ανίκανο να εκφράσει συναισθήματα.

«Επιτέλους, ήρθε η ώρα να εκπληρωθεί η προφητεία. Να δω τώρα πώς θα το σταματήσετε, δράκοι!» μουρμουρίζει σε άψογα Κορβεριανά.

 

Αυτή η λεπτομέρεια νομίζω ότι δεν ήταν στο σχέδιο…

tecGoblin_AppliedArchaelogy2.zip

Edited by tec-goblin
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..