DinoHajiyorgi Posted March 14, 2008 Share Posted March 14, 2008 Αρχές δεκαετίας 90. Ο τηλεοπτικός σταθμός Αντέννα να είναι μόλις λίγων χρονών. Διακηρύσσει διαγωνισμό σεναρίων. Ξεζουμίζω το μυαλό μου προσπαθώντας να αντιληφθώ τι θα πουλούσε στα τότε μυαλά των υπευθύνων. Μου βγαίνει το «Μέσα Στον Καθρέπτη». Το έστειλα, απάντηση δεν πήρα ποτέ. Ίσως το άξιζε, ίσως να μην είχε σημασία. Όταν το διαβάζω σήμερα νιώθω βαθιά μετανιωμένος που το έγραψα. Το έγραψα όμως. Έκανα ελάχιστες μετατροπές στην μεταφορά του στο word. Το χαρακτηρίζω trash fiction και ιδού, σας το καταθέτω: 1. Το σκηνικό είναι τέλειο για ταινία τρόμου. Κρύα, χειμωνιάτικη νύχτα με φεγγάρι. Οι ταφόπλακες λάμπουν λευκές κάτω από τις σκιές των δέντρων. Ο άνεμος σπρώχνει ξεραμένα φύλλα στο έδαφος. Το θρόισμα τους ίδια με την μουρμούρα των νεκρών. «Αρχίσαμε σαν κακογραμμένο διήγημα» σκέφτεται ο Μάρκος. Οι δύο άντρες κάθονται στριμωγμένοι στις ρίζες ενός δένδρου. Ο ένας, ο επιστάτης, πενηντάρης, λιτά ντυμένος και σκληρόπετσος, καπνίζει ένα τσιγάρο. Ο Μάρκος, αξύριστος, στα τριάντα, προσπαθεί να χωθεί βαθύτερα στο ξηλωμένο του μπουφάν για να ζεσταθεί. Γυρνώντας το χέρι του στο φως της σελήνης κοιτάζει το ρολόι του. Η ώρα δεν του κάθεται σωστή και φέρνει τον καρπό στο αφτί του. «Νεκρό σαν τα πόδια μου» λέει στον εαυτό του. «Πως;» Δεν μπορεί να δει το πρόσωπο του επιστάτη στο σκοτάδι, μόνο την καύτρα του τσιγάρου του. «Εδώ και ώρα έχω πάψει να νιώθω τα πόδια μου.» «Θα μπορούσαμε να περιμένουμε στο κοιμητήριο εδώ πιο κάτω. Είναι πιο ζεστά.» «Δεν πειράζει…» «Δεν είχες τίποτα πιο ζεστό να φορέσεις; Είναι η τρίτη μας νύχτα εδώ πέρα. Ήθελα να στο πω και χθες αλλά δεν ξέρω… Δεν ήθελα να σε προσβάλλω ή τίποτις…» «Φοράω αυτό το μπουφάν για να διαπλάσω το ήθος μου. Το έχω ανάγκη.» Ο επιστάτης δεν δείχνει να πιάνει τον σαρκασμό του Μάρκου. Αφήνει την απάντηση του να περάσει έτσι. «Άδικα περιμένουμε. Δεν θα έρθουν.» Ανάβει νέο τσιγάρο με την γόπα του προηγούμενου. «Όχι. Πρέπει να έρθουν. Η συζυγία των άστρων τους ευνοεί. Ειδικά αυτό το βράδυ. Είναι η τελευταία τους ευκαιρία.» «Τις πιστεύεις αυτές τις μαλακίες;» «Τις πιστεύουν εκείνοι.» «Διεστραμμένα πράγματα. Τριάντα χρόνια σε αυτή τη δουλειά…» Ένας θόρυβος σπάει την μονοτονία της νύχτας. Ο Μάρκος τινάζει το κεφάλι του. «Σστ…άκου!» Επικρατεί για λίγο μόνο το βουητό του ανέμου. Κοιτάνε πέρα από τους σταυρούς, στις σκιές. Όλα δείχνουν ακίνητα σαν φωτογραφία. Βλέπουν τότε τις σιλουέτες. Γλιστρούν αθόρυβα ενάντια στους λευκούς τάφους. Ο Μάρκος ανασηκώνεται. Νιώθει τους μυς του να μυρμηγκιάζουν επώδυνα. Σηκώνει μια ψηφιακή κάμερα και την οπλίζει. Προχωράει σκυφτός μπροστά. Ο επιστάτης παραμένει μαζεμένος στη θέση του. «Πρόσεχε» ψιθυρίζει προς τον δημοσιογράφο. Ο Μάρκος πλησιάζει προς την πηγή μιας ξεκάθαρης φασαρίας. Μάρμαρα που σπάνε, σκάψιμο, άναρθρες ψαλμωδίες, μουρμουρητά. Τους βλέπει. Εκεί, δίπλα στον τοίχο του νεκροταφείου είναι μια ομάδα από έξι άτομα. Τρεις γυναίκες και τρεις άντρες. Έχουν μαζευτεί πάνω από έναν συγκεκριμένο τάφο. Οι γυναίκες φοράνε μαύρα άμφια. Έχουν ανάψει κεριά και τα έχουν στήσει στους γύρω τάφους. Οι άντρες είναι ντυμένοι συνηθισμένα. Έχουν σπάσει την ταφόπλακα και σκάβουν με αξίνες και φτυάρια. Οι γυναίκες ψέλνουν σε μια άγνωστη γλώσσα. Ο Μάρκος σηκώνει την κάμερα του. Τον ξαφνιάζει ένα γρύλισμα στα δεξιά του. Δεν προλαβαίνει να γυρίσει όταν μια σκιά πέφτει πάνω του με ορμή. Η παράνομη συγκέντρωση των έξι αντιλαμβάνεται την παρουσία του δημοσιογράφου. Ο Μάρκος κυλιέται στο χώμα με ένα μαύρο λυκόσκυλο που του ξεσχίζει με μανία το μανίκι. Ο άντρας προσπαθεί απεγνωσμένα να λυτρωθεί. Ορμάει στη σκηνή και ο επιστάτης που αρπάζει το σκυλί από το κολάρο. «Τζακ! Τζακ! Άσ’τον κάτω! Κάτω!» Καταφέρνει να τραβήξει το ζώο του πίσω. Ο Μάρκος δεν χάνει τον καιρό του. Βλέπει τους ιερόσυλους να σκαρφαλώνουν τον τοίχο του νεκροταφείου για να διαφύγουν. Πετάγεται όρθιος και ορμάει προς το μέρος τους υψώνοντας την κάμερα του. «Σταθείτε!» φωνάζει και αμέσως σκέφτεται πόσο χαζό ακούστηκε αυτό. Ένα φτυάρι εμφανίζεται από το πουθενά και καλύπτει την θέα της παράνομης φυγής. Διαγράφει ένα τόξο από το χέρι που το κρατάει προς το πρόσωπο του Μάρκου και σκάει πάνω στο πρόσωπο του δημοσιογράφου. Μια λευκή έκρηξη μέσα στο κεφάλι του και μετά χάνονται όλα μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Τα φώτα στο ταβάνι τσούζουν τα μάτια του. Γυρνάει στο πλάι και μαζί του γυρνάει το σύμπαν όλο. Μαθημένος στο συναίσθημα. Ανακάθεται στον δερμάτινο πάγκο που τον έχουνε ξαπλώσει. Μια ματωμένη γάζα κάθεται στη μύτη του. Νιπτήρες, ράφια με μπουκαλάκια, χειρουργικά εργαλεία, μια μονάδα αποστείρωσης, η κάμερα του… Στέκεται με κόπο στα δύο του πόδια. Μπαίνει η νοσοκόμα, πλένει τα χέρια της. «Ακόμα εδώ είσαι εσύ;» «Περίμενα εσένα.» «Ποιος ο λόγος; Τέλειωσα μαζί σου.» Την κοιτάζει δήθεν πληγωμένος. Εκείνη χαμογελάει ειρωνικά. «Χρειαζόμαστε το δωμάτιο. Έχουμε επείγον περιστατικό.» «Κι εγώ είμαι επείγον περιστατικό.» Η κοπέλα βάζει κάποια μεταλλικά εργαλεία να βράσουν. «Εσύ στέκεσαι στα πόδια σου.» «Το κεφάλι μου πάει να σπάσει.» «Πάρε δύο ασπιρίνες.» «Και η πληγωμένη μου καρδιά;» Η νοσοκόμα βάζει τα γέλια. «Πληγωμένη υπερηφάνεια εννοείς.» Μια ομάδα νοσοκόμων ορμάει μέσα στο δωμάτιο. Κουβαλούν μέσα σε ένα σεντόνι έναν αιμόφυρτο νεαρό. Ένας γιατρός επιβλέπει και ουρλιάζει οδηγίες. Ο νεαρός είναι σε κατάσταση σοκ, προσπαθεί σπασμωδικά να απελευθερωθεί. Το πουκάμισο του είναι ανοιχτό και το στήθος του κατακόκκινο. Τον ξαπλώνουν στον πάγκο. Το δωμάτιο έχει γίνει ασφυκτικά μικρό. Η νοσοκόμα σπρώχνει τον Μάρκο έξω. Εκείνος μόλις που προλαβαίνει να αρπάξει την κάμερα του. Ο διάδρομος του νοσοκομείου είναι σχετικά πιο ήσυχος. Ένας νοσοκόμος σπρώχνει ένα φορείο προς την πλάτη του Μάρκου. «Λερώνει.» Ο Μάρκος κάνει στην άκρη. Ένα σεντόνι καλύπτει ολοκληρωτικά κάποιο σώμα στο φορείο. Ο νοσοκόμος κοιτάζει καχύποπτα τον επίδεσμο στη μύτη του Μάρκου. Μετά βλέπει την κάμερα στο χέρι του άντρα. «Δημοσιογράφος;» «Ρεπόρτερ.» Ο νοσοκόμος γνέφει προς το φορτίο του. «Γι αυτό ήρθες; Έλα να σου δείξω. Δεν το επιτρέπουν ακόμα αλλά έχω ανάγκη να το δείξω σε κάποιον. Είναι σπέσιαλ.» Ο νοσοκόμος χαμογελάει και αποκαλύπτει μια σειρά από στραβά, κίτρινα δόντια. Ο Μάρκος τον ακολουθεί στο ασανσέρ υπηρεσίας. Τους καταπίνουν οι συρόμενες πόρτες. Το ασανσέρ είναι ευρύχωρο. Το φως στο ταβάνι τρεμοπαίζει ελαφρά. Ο νοσοκόμος πατάει ένα λερωμένο κουμπί. Η μουτζούρα θα μπορούσε να είναι ξεραμένο αίμα. Το ασανσέρ αρχίζει να κατεβαίνει στριγκλίζοντας. Με την φινέτσα ενός ταχυδακτυλουργού, ο νοσοκόμος τραβάει το σεντόνι από το φορείο. Ο Μάρκος κοιτάζει το θέαμα άφωνος. Ξεροκαταπίνει. «Τι λες; Δεν είναι απίθανη; Εγώ πάντως είμαι ερωτευμένος.» Ο νοσοκόμος γλύφει τα κιτρινισμένα του δόντια με μια πράσινη γλώσσα. «Ποια είναι;» ρωτάει ο Μάρκος με στεγνό στόμα. Ο νοσοκόμος ανασηκώνει τους ώμους του. Πάνω στο φορείο είναι το γυμνό και τέλειο κορμί μιας γυναίκας. Χωρίς κεφάλι. Ελαφρές φακίδες στο πλούσιο της στήθος. Κοκκινότριχο εφηβαίο. «Την βρήκαν στον Βοτανικό να κάνει παρέα στις πάπιες. Ο ιατροδικαστής και η αστυνομία περιμένουν κάτω να κάνουν νεκροψία. Κατά τη γνώμη μου είναι ιεροσυλία να αγγίξεις τέτοια τελειότητα. Κοίτα την. Είναι σαν έργο τέχνης. Όταν τελειώσουν μαζί της θα είναι γεμάτη κοψίματα και ράμματα. Οι χασάπηδες.» Ο Μάρκος αρχίζει να βιντεοσκοπεί το πτώμα. «Πρέπει να είναι ξένη» συνεχίζει ο νοσοκόμος. «Μοντέλο. Κοίτα πόσο ψηλή είναι. Τα πόδια, οι γοφοί…το στήθος. Από τον Βορρά μάλλον. Ίσως ιρλανδέζα.» Το ασανσέρ φρενάρει. Ανοίγουν οι πόρτες. Ένα φορτηγό ψυγείο έχει παρκάρει με την όπισθεν στην εξέδρα των ασθενοφόρων. Άνδρες με λευκές ποδιές το φορτώνουν με μεγάλους μαύρους σάκους. Έχει αρχίσει να ξημερώνει. Ένας χοντρός άντρας με φαλακρό κεφάλι γεμάτο ουλές πλησιάζει τον Μάρκο που αγναντεύει την αυγή. «Έι, εσύ! Δεν έχεις δουλειά εδώ!» Ο Μάρκος ξαφνιάζεται από το βλοσυρό βλέμμα του άλλου. «Συγνώμη, έψαχνα την έξοδο…» «Δίνε του!» «Καλά φεύγω. Χριστέ μου!» Απομακρύνεται με τα καχύποπτα μάτια του άλλου να του τρυπούν την πλάτη. 2. Το εστιατόριο ήταν έξι αστέρων. Ψηλοτάβανο. Ευρύχωρο. Με κόκκινη ταπετσαρία. Με πίνακες αντί για παράθυρα στους τοίχους. Εκλεκτοί πελάτες και σερβιτόροι με μαύρες ποδιές. Ο Μάρκος δεν μπορεί ακόμα να συνηθίσει τον διάκοσμο που πεισματικά συντροφεύει τις συναντήσεις του με την Χρυσάνθη ή τον Φίλιπ, τον μέλλοντα πεθερό του. Τον κατά κόσμον Φιλοποίμην Λεονταρίδη. Είναι πάντα ένας αγώνας να ανταποκριθεί και ο ίδιος στις περιστάσεις. Όπως και το «καλό» κοστούμι που φοράει τώρα και που μέσα στο οποίο πασχίζει να δείξει άνετος. Έχει βγάλει τον επίδεσμο του, η μύτη του όμως εξακολουθεί να είναι πρησμένη. Η Χρυσάνθη λάμπει από γλυκύτητα. Κοντά ξανθά μαλλιά. Ένα μαργαριταρένιο κολιέ να τονίζει τον κύκνειο λαιμό της. Ένα μαύρο, ξώπλατο φόρεμα συμπληρώνει την εμφάνιση της. Ο πατέρας της, στα πενήντα πέντε, φαλακρός, με άσπρο τραγίσιο γένι και διαμαντένιο σκουλαρίκι. Η προσοχή του είναι στραμμένη στην μπριζόλα που τεμαχίζει με πάθος και καταπίνει με την ίδια απόλαυση. Ο Μάρκος παρατηρεί το πιάτο του Λεονταρίδη και αγνοεί το δικό του. «Μάρκο. Δεν άκουσες κουβέντα απ’όσα σου είπα» λέει με παράπονο η Χρυσάνθη. Ο άντρας βγαίνει από τον στοχασμό του. «Μμ; Συγνώμη γλυκιά μου. Είχα μιαν απίστευτη νύχτα.» «Μια από τα ίδια. Ξανά και ξανά.» «Πέτυχα όμως πρωτοσέλιδο.» «Δεν μ’ενδιαφέρει. Εγώ το βρίσκω φρικτό και χυδαίο.» «Θα μπορούσες να κάνεις καλύτερα. Πολύ καλύτερα» παρεμβαίνει ο Φίλιπ χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το ψαχνό που κόβει. «Ο μπαμπάς έχει να σου προτείνει κάτι σημαντικό. Άκουσε τον αγάπη μου σε παρακαλώ.» «Αν είναι νέα πρόταση για δουλειά, την θέση μου την ξέρετε ήδη. Δεν αξίζει να επανερχόμαστε στο ίδιο ζήτημα κάθε φορά που συναντιόμαστε. Θα μπορούσαμε για αλλαγή να έχουμε ένα συνηθισμένο οικογενειακό γεύμα.» Ο Φίλιπ σηκώνει επιτέλους το βλέμμα του στον Μάρκο. Τον σημαδεύει με το γεμάτο πιρούνι του. «Εγώ είμαι εδώ μόνο γιατί με παρακάλεσε η Χρυσάνθη. Προσωπικά δεν μ’ενδιαφέρει πως συντάσσεις τη ζωή σου.» «Ενδιαφέρει όμως εμένα» συμπληρώνει εκείνη, το πεισμωμένο της μουτράκι τρισχαριτωμένο. «Μα…μ’αρέσει αυτό που κάνω» ψελλίζει ο Μάρκος που την έχει ξαναζήσει αυτή τη κουβέντα. «Βραδινά καρτέρια στα νεκροταφεία, ακέφαλα πτώματα… Κοίτα το χάλι σου.» «Αυτός ήμουν κι όταν με γνώρισες.» «Καιρός όμως να μου δείξεις πως μετράω στη ζωή σου. Πως με υπολογίζεις. Πως έχεις τέλος πάντων βλέψεις για κάτι καλύτερο.» Η σειρά του Μάρκου να ξινίσει τα μούτρα του. «Σε περιοδικό lifestyle; Αυτό πια είναι σχεδόν χειρότερο κι από την πολιτική δημοσιογραφία!» Ο Φίλιπ βάζει τα γέλια. «Μάρκο παιδί μου, είσαι στ’αλήθεια ένα πολύ νοσηρό παιδί.» «Θα ακούσεις τι έχει να πει ο μπαμπάς;» Ο Μάρκος σηκώνει τα χέρια του σε ένδειξη παράδοσης. Ο Φίλιπ σταυρώνει τα δάχτυλα κάτω από το γένι του. «Η Χρυσάνθη κι εγώ νοιαζόμαστε για σένα πάρα πολύ. Ξέρουμε πως έχεις οικονομικές δυσκολίες…» «Αν είναι να με δελεάσετε γι αυτή τη δουλειά, καλύτερα να μην στηρίζεστε αποκλειστικά στο χρηματικό.» «Λαμπρά. Δεν είχα κανέναν σκοπό να σε προσβάλλω. Ετοιμάζουμε ένα ένθετο για το περιοδικό μας, σε δοκιμαστική βάση, με ρεπορτάζ στους v.i.p. της κοσμικής Αθήνας.» «Τους ποιους;» Τον κοιτούν σαστισμένοι. «Συγγνώμη. Χιούμορ. Συνεχίστε.» «Μάλιστα. Ένα είδος who’s who του διεθνούς τζετ-σετ που ζει ή επισκέπτεται την πρωτεύουσα. Αν το ένθετο πετύχει, πολύ πιθανό να το εκδώσουμε και αυτόνομο. Αν αγγίξουμε τη διεθνή αγορά θα είναι καταπληκτική διαφήμιση για τον τόπο.» Την σκυτάλη παραλαμβάνει η Χρυσάνθη. «Ο Άλεξ διοργανώνει μια επίδειξη στην Αθήνα και θα φέρει την Μιράντα Σνάιντερ απ’την Αμερική.» «Την ποια; Συγγνώμη αλλά εδώ με πιάσατε αδιάβαστο.» «Η Μιράντα Σνάιντερ είναι ένα από τα πιο διάσημα και ακριβοπληρωμένα μοντέλα του κόσμου. Σε ποιον πλανήτη ζεις;» «Το κορίτσι θα κάνει την επίδειξη και μετά θα θέλει να ξεφαντώσει» συνεχίζει ο Φίλιπ. «Χρειαζόμαστε έναν αποκλειστικό ρεπόρτερ να την ακολουθήσει στην έξοδο της.» «Κάνε μου αυτή τη χάρη κι αν δεν σου αρέσει υπόσχομαι να μην το ξανακάνω θέμα» γουργουρίζει η Χρυσάνθη πεταρίζοντας τα ματόκλαδα της. «Μα έχω συμβόλαιο με την εφημερίδα μου…» Ο Φίλιπ αρχίζει να γελάει πάλι. Η Χρυσάνθη διατηρεί πετυχημένα το χαμόγελο της. Ο Μάρκος τους κοιτάζει ασφυκτικά στριμωγμένος. Ο κύριος Αρσένης, ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου σταματάει στο τραπέζι τους. Ψηλός, αδύνατος, με πομπώδες ύφος. «Κύριε Λεονταρίδη, χαρά μας που σας βλέπουμε. Όλα του γούστου σας;» «Θεσπέσια ως συνήθως Νίκο μου.» Ο Μάρκος και η Χρυσάνθη ανταλλάσσουν μεταξύ τους ένα αποκλειστικό βλέμμα. Τα φώτα της νυχτερινής πόλης πέφτουν απαλά πάνω στους γυμνούς ώμους της κοιμισμένης Χρυσάνθης. Ο Μάρκος καπνίζει και την παρατηρεί. Τα φώτα είναι σβηστά. Παλιές, ξύλινες αντίκες κοσμούν την γύρω επίπλωση. Στοίβες από περιοδικά και βιβλία καλύπτουν έναν μπουφέ, μια βιβλιοθήκη, έναν καναπέ, ένα γραφείο και το χαλί στο πάτωμα. Οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με κάδρα με σελίδες εφημερίδων και φωτογραφίες. Σηκώνει μια εφημερίδα και διαβάζει το πρωτοσέλιδο. «Γκραν Γκινιλόλ στον Βοτανικό». Από κάτω η φωτογραφία του ακέφαλου πτώματος. Δίπλα του στο γραφείο υπάρχει μια άλλη φωτογραφία. Είναι το λυκόσκυλο του νεκροταφείου, τα σαγόνια του ορθάνοιχτα προς τον φακό. Παραδίπλα είναι ένα τεύχος του Elle. Η πανέμορφη Μιράντα Σνάιντερ είναι στο εξώφυλλο. Ο Μάρκος ξεφυσάει την τελευταία του τζούρα και πατάει την γόπα του σε ένα τασάκι. Κάθονταν με τον Πέτρο, έναν συνάδελφο, σε ένα παγκάκι με θέα την λιμνούλα. Ο Μάρκος μαδάει κομμάτια από το σάντουιτς του και τα πετάει στις πάπιες. Επικρατεί συννεφιά και γύρω τους κινούνται ελάχιστοι περαστικοί. «Ίσως η Χρυσάνθη να έχει δίκιο. Νομίζεις πως δεν με βασανίζει κι εμένα; Συνέχεια οι ίδιες διαστροφές, η ίδια τρέλα…» «Έλα μωρέ, το λατρεύεις. Σε μένα το λες τώρα;» «Όταν ήμουν μικρός, στο πατρικό είχαμε έναν μεγάλο καθρέπτη. Οικογενειακό κειμήλιο. Μια μέρα που είχα μείνει μόνος στο σπίτι είδα έναν άντρα μέσα στον καθρέπτη. Με κοίταζε. Γύρισα να δω στο δωμάτιο και δεν υπήρχε κανείς εκεί. Ήμουν μόνο οχτώ χρονών και δεν είχα τρομάξει ποτέ πριν στη ζωή μου τόσο πολύ. Το θυμάμαι μέχρι σήμερα και είμαι σίγουρος πως δεν το ονειρεύτηκα. Νομίζω πως εκείνη τη στιγμή εξορκίζω συνέχεια. Νιώθω να διαβαίνω το κατώφλι του καθρέπτη κάθε μέρα της ζωής μου. Νόμιζα πως μπορούσα να μπαίνω και να βγαίνω ελεύθερα όποτε το γούσταρα. Δεν είναι όμως έτσι. Κάποια στιγμή η άλλη πλευρά σε διεκδικεί και πριν το καταλάβεις μπορεί να είναι αργά.» «Μάρκο, ακούγεσαι σαν να έχεις φρικάρει. Έχουν όλα αυτά σχέση με την γυναίκα που βρήκαν εδώ πέρα; Γι αυτό είσαι έτσι όλη μέρα;» «Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά Πέτρο. Πως μπορεί ένα τόσο διεστραμμένο έγκλημα να έχει σχέση με αυτό που βλέπεις τώρα τριγύρω σου; Νομίζω πως ξέρω ποιος σκότωσε εκείνη τη γυναίκα.» «Ποιος;» «Ο άντρας μέσα στον καθρέπτη.» «Μα τι έχεις πάθει; Ακούγεσαι… Αν δεν σε ήξερα θα έλεγα πως φοβάσαι.» «Φοβάμαι την ημέρα που θα πάψω να φοβάμαι. Γι αυτό πιστεύω πως ένα διάλειμμα θα μου κάνει καλό.» «Εγώ πάντως σε ζηλεύω. Πας για τη μεγάλη ζωή.» «Εγώ και η μεγάλη ζωή είμαστε παλιοί συγκάτοικοι. Το βλέμμα του Μάρκου σκοτεινιάζει. Βυθίζεται στη λίμνη με τις πάπιες. Το πάτωμα στο ψυχιατρείο είναι γυμνό και κρύο. Τα κρεβάτια μοιάζουν προπολεμικά. Οι ασθενείς, όλες γυναίκες. Άλλες είναι στα κρεβάτια τους, άλλες περιφέρονται χωρίς λόγο. Κενά, σπαρακτικά βλέμματα. Κάποιες μουρμουράνε συνέχεια, μία-δύο ξεφωνίζουν περιοδικά. Ο Μάρκος παρακολουθεί τον χώρο πίσω από ένα τζαμάκι στην κλειστή πόρτα. Η προσοχή του είναι σε ένα γωνιακό κρεβάτι. Μια γυναίκα, στα πενήντα, με χλωμά και ελκυστικά χαρακτηριστικά κάθεται εκεί. Τα μαλλιά της είναι ξέπλεκα, μακριά, πρόωρα λευκά. Ατενίζει το άπειρο. Δίπλα στον Μάρκο σκύβει ο δόκτορας Καλαγγός, ένας κύριος με λευκή ποδιά. «Σας ζήτησε τρεις φορές σήμερα το πρωί. Προσπάθησα να σας βρω όσο το δυνατόν συντομότερα.» «Τι μας λέει αυτό για την κατάσταση της γιατρέ; Ότι έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται τον περίγυρο της;» «Η μητέρα σας κύριε Ντάλα δεν έχει πει μια λέξη από την μέρα που εισήχθη στο ίδρυμα μας. Αυτό μπορεί να είναι μια σοβαρή εξέλιξη αλλά μπορεί να είναι και κάτι τυχαίο. Θα την παρακολουθούμε στενά.» «Θα σας δώσω μερικά καινούργια τηλέφωνα. Αν υπάρξει τίποτα καινούργιο να με ειδοποιήσετε αμέσως. Καταλάβατε γιατρέ μου; Αμέσως.» «Οπωσδήποτε κύριε Ντάλα.» Ο Μάρκος επιστρέφει το βλέμμα στην μητέρα του. Παρακολουθεί κρυφές μνήμες. 3. Φόρεσε το κοστούμι και την γραβάτα που του αγόρασε η Χρυσάνθη. Πριν όμως μπει υποταγμένος στην δική της αρένα έπρεπε να βγάλει το άχτι του. Πάρκαρε δίπλα στην αγαπημένη του καντίνα κάτω από τη γέφυρα και παρήγγειλε δύο γύρους με πίτα, χωρίς όμως το απαραίτητο τζατζίκι. Τα απόλαυσε αργά φροντίζοντας να μην στάξει μουστάρδα ή λίπος στο ακριβό ύφασμα. Η Μιράντα Σνάιντερ και η επίδειξη μόδας παρέλασαν μέσα από τον φακό του Μάρκου. Μόλις τελείωσε, ο άντρας άρπαξε από ένα περαστικό γκαρσόνι ένα ποτήρι σαμπάνια και βρήκε πρόσκαιρο καταφύγιο σε ένα απόμερο τραπέζι. Σύνδεσε την κάμερα με το λάπτοπ και πέρασε κάποια πλάνα προς αξιολόγηση. Η Μιράντα ήταν μια εκπληκτική Βαμπιρέλα. Επιδείκνυε, μαζί με τις δύο κοπέλες που την πλαισίωναν στην πασαρέλα, από ένα ζευγάρι κυνόδοντες. Τα κατακόκκινα κραγιόν τους άφηναν ίχνη αίματος στους κατάλευκους λαιμούς τους. Ακολουθούσαν ο μακρυμάλλης και ηδυπαθής κόμης Δράκουλας με μποξεράκι, σαγηνευτικές μάγισσες σε μαύρα εσώρουχα, μια νύφη του Φράνκενσταϊν, και φινάλε με σπορ ντύσιμο, με μάσκες του χόκεϊ και ηλεκτρικά πριόνια. Η Χρυσάνθη αφήνει το τραπέζι με τις φίλες της και εντοπίζοντας τον έρχεται να κάτσει δίπλα του. «Πως είσαι;» «Δεν περιγράφεται.» «Έλα, μη γίνεσαι κακός. Το κοστούμι σου πάει πολύ.» «Τα παπούτσια με σκοτώνουν.» «Λοιπόν άκου. Να είσαι στις έντεκα στο ξενοδοχείο της. Εμείς θα σας περιμένουμε στο Da-Diva. Μετά…ό,τι προκύψει.» «Ό,τι προκύψει; Κανένα πρόβλημα.» Τον κοιτάζει βαθιά στα μάτια. «Σ’αγαπώ. Θέλω να το θυμάσαι αυτό.» Τον φιλάει τρυφερά και αποτραβιέται στο πλήθος. Όσες φορές και να φέρει το ρολόι στο αφτί του αυτό εξακολουθεί να μην δουλεύει. Πηγαινοέρχεται στο πεζοδρόμιο και πετάει μια καραμέλα certs στο στόμα του. Βλέπει την Μιράντα να βγαίνει από το Χίλτον και να τον πλησιάζει. Μαύρη δαντέλα, εσάρπα και μίνι. Ατέλειωτες γάμπες σε μαύρο καλσόν. Χαμόγελο που φλερτάρει. Απλώνει το χέρι της. Μακρύ, απίστευτα θηλυκό. Κοφτερά νύχια. Σφίγγουν τα χέρια τους. “Hello.” “Hi!” Της ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου του για να περάσει στη θέση του συνοδηγού. Εξακολουθεί να νιώθει άβολα μέσα στο κοστούμι του. Προσπαθεί να συγκεντρωθεί στον δρόμο. Εκείνη τον μελετάει. Συζητούν στα αγγλικά. «Ξεκουράστηκες;» την ρωτάει για να σπάσει την περίεργη βουβαμάρα. «Ναι. Ένα καλό, ζεστό μπάνιο βοηθάει πάντα. Δουλεύεις για τον Άλεξ;» «Όχι. Είμαι ρεπόρτερ για το Zazz. Έτσι το λένε νομίζω. Είναι ένα καινούργιο περιοδικό.» «Ωραία. Και πώς να σε αποκαλώ;» «Μαρκ. Το Μαρκ είναι μια χαρά.» «Σου αρέσει να χορεύεις Μαρκ;» «Έτσι νομίζω…Δεν βγαίνω πολύ έξω. Ο χορός δεν μου προσφέρει τίποτα μπορώ να πω. Έχω άλλους τρόπους για να χαλαρώνω…» «Τι κρίμα. Η ζωή μου έχει τόση πειθαρχία που σπάνια έχω την ευκαιρία να ξεδώσω. Κι όταν έρθει η στιγμή…αφηνιάζω! Θέλω να τρελαθώ απόψε. Εύχομαι να είσαι έτοιμος για μένα Μαρκ.» «Το μόνο που έχω να κάνω εγώ είναι να τραβήξω τις φωτογραφίες.» «Σου αρέσει να παρακολουθείς λοιπόν. Είσαι ματάκιας. Θα σου δώσω λοιπόν κάτι κατάλληλο για να την βρεις κι εσύ.» Γελούν καλοδιάθετα. Η ματιά του πάει άθελα στις υπέροχες γάμπες της. Στη ντίσκο Da-Diva επικρατεί το αδιαχώρητο. Η Μιράντα χορεύει στην πίστα χωρίς παρτενέρ. Άλλα ζευγάρια λικνίζονται γύρω της αλλά εκείνη είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος. Ο χορός της είναι ένα είδος έξαλλου, δημόσιου αυνανισμού. Ο Μάρκος κάθεται με την Χρυσάνθη και την παρέα της, δίπλα στην πίστα, και βιντεοσκοπεί την Μιράντα. «Θέλω να χορέψω κι εγώ» φωνάζει η Χρυσάνθη πάνω από την βαβούρα. «Έλα, πάμε επάνω.» «Ξέρεις καλά πως δεν χορεύω.» «Εγώ θα χορέψω.» Η Χρυσάνθη σηκώνεται. Αρπάζει έναν Γιάννη από την παρέα και ανεβαίνουν στην πίστα. Ο Μάρκος κλείνει την κάμερα και πάει στο μπαρ. «Comfort με cola.» Η Μιράντα κατεβαίνει από την πίστα και πάει στην άλλη άκρη του μπαρ από τη θέση του Μάρκου. Παραγγέλνει ένα αναψυκτικό. Ο Μάρκος την παρακολουθεί. Το δικό της βλέμμα είναι προσηλωμένο στην άλλη άκρη της γεμάτης αίθουσας. Ο Μάρκος ακολουθεί την ματιά της. Καταλήγει σε έναν καλοντυμένο, αρρενωπό, γοητευτικό άντρα. Της επιστρέφει την προσοχή με την ίδια ένταση. Σηκώνεται και διασχίζει την αίθουσα προς το μέρος της. Ακουμπάει το μπαρ δίπλα της. Συζητούν. Ο Μάρκος είναι μακριά για να ακούσει τι λένε. Η Χρυσάνθη εμφανίζεται δίπλα του. Παρακολουθούν και οι δύο το μοντέλο. «Ποιος είναι αυτός;» τον ρωτάει. «Δεν τον ξέρω.» «Είναι κούκλος. Πήγαινε να μάθεις.» Ο Μάρκος πλησιάζει την Μιράντα και τον ξένο. Η Μιράντα του χαμογελάει. «Μαρκ! Περνάς καλά; Σου άρεσε ο χορός μου;» «Άξιζε το κάθε πλάνο.» Ο Μάρκος και ο άλλος διασταυρώνουν ματιές. Το χαμόγελο του ξένου κρύβει μια σκληράδα. «Να σε συστήσω σε έναν πολύ γοητευτικό έλληνα» συνεχίζει η Μιράντα. Ο γοητευτικός έλληνας απλώνει το χέρι του. «Ανδρέας Παλαιολόγος.» «Μάρκος Ντάλας.» Σφίγγουν τα χέρια. «Ο Ανδρέας είναι χειρούργος» συνεχίζει η Μιράντα, «Έχει δική του κλινική στο Λος Άντζελες!» «Εργάζομαι κυρίως στην Ελλάδα» τη διορθώνει ο Ανδρέας. Ο Μάρκος τον μελετάει καχύποπτα. Δεν του αρέσει αυτός ο τύπος. «Πως βολεύεται το ωράριο σας με τη νυχτερινή Αθήνα;» τον ρωτάει στα ελληνικά. «Σε παρακαλώ. Όχι ελληνικά μπροστά στην κυρία» απαντάει στα αγγλικά εκείνος. «Εκτός κι αν η γλώσσα σου είναι δύσκολη.» «Τη μιλώ μια χαρά, ευχαριστώ.» «Ο Ανδρέας θέλει να μου δείξει μια γραφική, παραθαλάσσια ταβέρνα. Θα πρέπει μάλλον να χωρίσουμε εδώ» λέει η Μιράντα. «Δεν έχω πρόβλημα. Είμαι όμως υποχρεωμένος από το συμβόλαιο μου να σας ακολουθήσω.» «Έλα μαζί μας. Δεν μ’ενοχλεί» συμπληρώνει ο άντρας με το παγωμένο του χαμόγελο. «Πολύ καλά τότε» φωνάζει η Μιράντα χωρίς να χάσει το κέφι της. Αφήνουν τα ποτά τους στο μπαρ και ξεκινούν για την έξοδο. Ο Μάρκος γυρνάει για να κοιτάξει την Χρυσάνθη. Εκείνη τον κοιτάζει απορημένη. Ανασηκώνει τους ώμους του πριν ακολουθήσει το ζευγάρι έξω. Το αμάξι του γιατρού είναι μια διθέσια Alfa-Romeo. Ο Ανδρέας κοιτάζει τον Μάρκο με ειρωνική διάθεση. «Εύχομαι να έχεις αυτοκίνητο.» «Έχω» λέει εκνευρισμένος με την διάθεση του άλλου. Η Μιράντα λικνίζεται πάνω από το σπορ αμάξι. Τα νύχια της χαϊδεύουν το κόκκινο του αμάξωμα. «Θα προσπαθήσουμε να μην τρέχουμε πολύ» λέει γουργουρίζοντας σαν γατούλα. Ο Ανδρέας γελάει και ξεκλειδώνει το αυτοκίνητο του. Ο Μάρκος προσέχει το πεντάλφα στο μπρελόκ των κλειδιών. Τρέχει προς το πάρκιν για να βρει το δικό του αυτοκίνητο. Η άσφαλτος γυαλίζει μαύρη από την νυχτερινή υγρασία. Το αυτοκίνητο του Μάρκου αγωνίζεται να παραμείνει στην ουρά του Alfa-Romeo. Ο Μάρκος μουρμουράει εκνευρισμένος μέσα από τα δόντια του. «Η κυρία Σνάιντερ, χτυπημένη από κεραυνοβόλο έρωτα για έλληνα χειρούργο… Η Μιράντα Σνάιντερ, η αμερικανίδα θεά της πασαρέλας πέφτει στη γοητεία έλληνα γιατρού εξ Αμερικής, πρώτου καμακιού της νύχτας, μεσογειακού επιβήτορα, γαμάουα ουάουα, με κόκκινη Alfa-Romeo και άγνωστων λοιπών στοιχείων…» Το κόκκινο φανάρι της τροχαίας αντανακλάται πάνω στο παμπρίτζ του. Ο Μάρκος πατάει φρένο. Η Alfa-Romeo παραβιάζει το κόκκινο και εξαφανίζεται πέρα από την διασταύρωση. «Έι!!» Ο Μάρκος ελέγχει τον δρόμο δεξιά κι αριστερά πριν συνεχίσει παράνομα την καταδίωξη. Βρίσκει τον έναν άδειο δρόμο μετά τον άλλον, μέσα στα σκοτεινά προάστια. Δεν έχει ιδέα που βρίσκεται. Φρενάρει στην άκρη του δρόμου απελπισμένος. Βαράει το τιμόνι του. «Υπέροχα. Και τώρα;» Μένει για λίγο να κοιτάζει το κενό. Βγάζει το κινητό του και ανάβει την μικρή οθόνη. Σκέφτεται πόσο ηλίθιο είναι, αλλά είναι απελπισμένος. Βρίσκει στο Μενού τον Χρυσό Οδηγό και γράφει το όνομα. Ανδρέας Παλαιολόγος. Κι όμως είναι εκεί, κατοχυρωμένος. Ο μοναδικός γιατρός στη λίστα. 4. Η καγκελόπορτα του κήπου είναι περιστοιχισμένη με κουρεμένους θάμνους. Κάτω από το φεγγαρόφωτο η σκεπή με τα κεραμίδια μόλις που διακρίνονται πίσω από τα πυκνά δέντρα. Ο Μάρκος πατάει το κουδούνι χωρίς ανταπόκριση. Η βίλα μοιάζει να είναι βυθισμένη στο σκοτάδι. Η κόκκινη όμως Alfa-Romeo είναι παρκαρισμένη μέσα στο πλακόστρωτο του κήπου. Αποφασίζει να σκαρφαλώσει την καγκελόπορτα. Πέρα από το αυτοκίνητο, περιποιημένοι θάμνοι κοσμούν το κουρεμένο γρασίδι. Οι σκιές φαντάζουν επιβλητικές και ύποπτες. Ένας παφλασμός τον ξαφνιάζει. Ακολουθεί τον ήχο και περνάει μια δεύτερη καγκελόπορτα. Κατηφορίζει σε μαρμάρινα σκαλοπάτια προς μια μεγάλη πισίνα στο πίσω μέρος της βίλας. Ατμοί από το ζεστό νερό χορεύουν κάτω από τα φωτάκια του κήπου. Βλέπει την Μιράντα μέσα στο νερό. Κολυμπάει γυμνή. Ο Ανδρέας δεν είναι ορατός πουθενά. Ο Μάρκος φτάνει στην πίστα της πισίνας, δίπλα στην τζαμόπορτα της βίλας. Κοιτάζει το υπέροχο σώμα της Σνάιντερ όπως διασχίζει το νερό και συνειδητοποιεί πως άφησε την κάμερα στο αυτοκίνητο. Βρίζει μέσα από τα δόντια του. Προσέχει πως η τζαμόπορτα είναι μισάνοιχτη. Το σαλόνι από πίσω είναι βυθισμένο στο σκοτάδι. Τον καταλαμβάνει μια ακατανίκητη περιέργεια. Μπαίνει μέσα. Είναι μια αίθουσα ψυχαγωγίας. Η μοναδική πηγή φωτός είναι μια λάμπα φθορίου πάνω από τον πάγκο του μπαρ. Ένα μπιλιάρδο και ένα τζουκ-μποξ είναι τα πιο επιβλητικά κομμάτια του ντεκόρ. Και τα τρόπαια. Κεφάλια ζαρκαδιών, μιας αρκούδας και ενός λιονταριού εξέχουν από τους τοίχους. Γυάλινα, νεκρά μάτια που παρακολουθούν τον Μάρκο. Νιώθει νευρικός και ξεροκαταπίνει. Η θέα του μπαρ του ξυπνάει μια δίψα. Χώνεται πίσω από τον πάγκο και διαλέγει ένα ποτήρι. Λίγο ουίσκι, λίγη σόδα. Κοιτάζει για παγάκια. Βλέπει το ψυγείο και ανοίγει τον καταψύκτη. Το κεφάλι μιας όμορφης, κοκκινομάλλας γυναίκας τον κοιτάζει με μια έκπληκτη, παγωμένη έκφραση. Ο Μάρκος ανοίγει το στόμα του. Ίσως είναι έτοιμος να ξεφωνίσει. Μια σκιά καταφθάνει από πίσω του και ένας ανατριχιαστικός γδούπος αφαιρεί το φως από τα μάτια του. Σωριάζεται κάτω αναίσθητος. Ο Ανδρέας, με μια μεταξωτή ρόμπα, στέκεται από πάνω του. Ο Μάρκος ανοίγει τα μάτια του. Αίμα έχει στεγνώσει κάτω από την μύτη του πάνω στο μαντήλι που τον φιμώνει. Είναι δεμένος χειροπόδαρα πάνω σε μια καρέκλα, κλεισμένος μέσα σε μια ντουλάπα. Η πόρτα της ντουλάπας έχει ξύλινες γρίλιες. Μπορεί να δει έξω, προς την γνώριμη αίθουσα ψυχαγωγίας. Στο ίδιο μισοσκόταδο, η Μιράντα κάθεται στον καναπέ και πίνει ένα ποτό. Φοράει ένα μπουρνούζι. Ο Ανδρέας είναι όρθιος δίπλα στο μπαρ, μιλάει ελληνικά στο κινητό του. «Να έχουμε τελειώσει πριν ξημερώσει. Ναι… Θα τα έχω έτοιμα. Εσείς να είστε στην ώρα σας.» Το κλείνει, παίρνει το ποτό του και πάει δίπλα στη Μιράντα. «Δουλειές;» τον ρωτάει. «Τίποτα που χρειάζεται την προσοχή μου.» «Θα ένιωθα άσχημα αν σε κρατούσα από κάτι σημαντικό.» «Μόνο μια συμφωνία για να δώσω κάποιες διαλέξεις. Βαρετά πράγματα. Προσωπικά προτιμώ πάντα τη δράση του χειρουργικού τραπεζιού.» «Θα μου άρεσε να σε βλέπω να δουλεύεις.» «Σοβαρά μιλάς;» «Μα φυσικά.» Ο Μάρκος στη ντουλάπα προσπαθεί να απελευθερωθεί από τα δεσμά του. Τα σχοινιά που τον κρατούν είναι δεμένα από έμπειρα χέρια. Φοβάται να κάνει κάποιον θόρυβο. Υπάρχει φόβος να διακινδυνέψει την ασφάλεια της Μιράντας. Σίγουρα τα σχέδια του γιατρού για εκείνη δεν είναι ευοίωνα, ο Μάρκος δεν θέλει όμως να επισπεύσει την κατάσταση. «Είσαι περίεργη γυναίκα» ακούει τον Ανδρέα να λέει. «Συνήθως ο κόσμος που συναντώ είναι πολύ ευαίσθητος να με ακούει να μιλώ για τη δουλειά μου, πόσο μάλλον να με βλέπει.» Η Μιράντα μετακινείται κοντύτερα στον γιατρό. «Βρίσκω την ανατομία πολύ συναρπαστική. Τρομακτικά ερωτική. Τόσο μαλακιά και υγρή. Είναι μια τελειότητα απίστευτου αισθησιασμού. Γλιστερή στην αφή. Ορεκτική.» Ο Ανδρέας την κοιτάζει αποσβολωμένος. «Είσαι απίθανη.» Σαν αναπνοή, το πρόσωπο της προσγειώνεται στο δικό του. Τα χείλη της καταπίνουν τα δικά του. «Λοιπόν γιατρέ. Υπάρχει χειρουργικό τραπέζι στο σπίτι;» «Συμβιβάζεσαι για χειρουργικό κρεβάτι;» «Ναι…ναι» απαντάει λαχανιασμένη. Ο Ανδρέας τη σηκώνει στα χέρια του. Τη μεταφέρει προς τις σκάλες. Εξαφανίζονται πάνω. Ο Μάρκος εντείνει την προσπάθεια του. Τα χέρια του στριφογυρίζουν στις θηλιές τους. Έχει καταϊδρώσει. Οι καρποί του ματώνουν γδαρμένοι. Το φως του φεγγαριού λούζει τους εραστές στο κρεβάτι. Το σεξ τους είναι ένα μπαλέτο αισθησιασμού. Λαίμαργου αισθησιασμού. Χωρίς αναστολές. Αγγίζουν, γεύονται ο ένας τον άλλον. Ψιθυρίζουν βρομόλογα. Τα σώματα τους γυαλίζουν ιδρωμένα. Τα νύχια της γαργαλάνε τα ευαίσθητα του σημεία. Τα χέρια του αναζητούν τις ρωγμές της. Η Μιράντα κυρτώνει προς τα πίσω το κεφάλι της. Βογκάει ηδονικά. Η γεύση του δέρματος τούς οδηγεί στον παροξυσμό. Τα χείλη τους ορθάνοιχτα, ξεγυμνώνουν τα δόντια τους. Ανταλλάσσουν μικρές, γλυκές δαγκωματιές. Το χέρι του Ανδρέα εξαφανίζεται κάτω από το μαξιλάρι. Βγάζει έξω ένα νυστέρι. Ο καλπασμός του πάθους τους πλησιάζει στην αποκορύφωση του. Η Μιράντα ανοίγει τα μάτια της και τον κοιτάει κατάματα. «Είναι η μαγική στιγμή γιατρέ;» Μια κλωτσιά τινάζει την πόρτα της ντουλάπας ανοιχτή. Ο Μάρκος πετάγεται έξω ζαλισμένος. Τραβάει το μαντήλι από το στόμα του. Ανασαίνει βαριά. Ακούει έναν γδούπο στο ταβάνι. Τρικλίζει προς τις σκάλες. Αίμα ρέει πάνω στη γυμνή σάρκα. Ο Μάρκος ανεβαίνει τις σκάλες με κόπο. Η βίλα κολυμπάει ρευστή γύρω του. Χείμαρρος από αίμα ποτίζει τα σεντόνια. Στην κορυφή της σκάλας ο Μάρκος νιώθει καλύτερα. Δοκιμάζει μια-δυο λάθος πόρτες. Πηχτό, κατάμαυρο αίμα απλώνεται στο πάτωμα. Ο Μάρκος ορμάει μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Μένει εμβρόντητος μπροστά στο θέαμα. «Χριστέ μου!» Η Μιράντα κάθεται πάνω στον νεκρό Ανδρέα. Κρατάει το νυστέρι του στο χέρι της. Ο λαιμός της, το στήθος της, είναι πασπαλισμένα με το αίμα του. Μια τομή από την καρωτίδα ως την κύστη του χωρίζει τον γιατρό στα δύο. Το κρεβάτι έχει μουσκέψει, δείχνει κατάμαυρο. Κοιτάζει τον Μάρκο χωρίς έκπληξη. Μοιάζει υπνωτισμένη. «Μαρκ. Ο γιατρουδάκος από δω ήταν τελικά διεστραμμένη περίπτωση. Δεν μας τά’πε όλα. Έπρεπε να σκάψω βαθιά για να βρω άκρη. Πρέπει να σκάβεις βαθιά για να ανακαλύψεις την αληθινή καρδιά ενός άντρα.» «Μιράντα…άσε κάτω το μαχαίρι…» «Τι;» «Το νυστέρι. Άσ’το κάτω.» Το πετάει στα σεντόνια. Εκείνη την στιγμή, ο βρυχηθμός μιας μηχανής τραντάζει το παράθυρο. Τα φώτα κάποιου φορτηγού λούζουν το δωμάτιο. Φρενάρει απ’έξω. Ο Μάρκος τρέχει στο παράθυρο και κοιτάζει έξω. Στο πλακόστρωτο του κήπου έχει σταματήσει ένα φορτηγό ψυγείο. Είναι το ίδιο φορτηγό που είχε δει στην εξέδρα των ασθενοφόρων. Δεν βλέπει όμως ίχνος ανθρώπων. Αρπάζει την Μιράντα από το χέρι και την τραβάει όρθια. «Πρέπει να φύγουμε! Τώρα!» Της ρίχνει μια κουβέρτα από πάνω και την τραβάει μαζί του. Εκείνη τον υπακούει άβουλα. Κατεβαίνουν βιαστικά τις σκάλες. Κάποιος χτυπάει απ’έξω την εξώπορτα. Ο Μάρκος τραβάει την Μιράντα προς την αίθουσα ψυχαγωγίας. «Από πίσω!» Ανεβαίνουν τις σκάλες από την πισίνα προς τον μπροστινό κήπο. Μόλις φτάνουν στη κορυφή ένας λοστός βρίσκει τον Μάρκο στη μούρη. «Γαμώτο!» Πέφτει στο γρασίδι. Η Μιράντα βάζει τις φωνές. Ο Μάρκος φτύνει αίμα και ανασηκώνεται ζαλισμένος. «Όχι ξανά, να πάρει ο διάολος…» Βλέπει δύο άντρες με άσπρες ποδιές να τραβολογούν την Μιράντα προς το φορτηγό. Δίπλα στην ράμπα του φορτηγού περιμένει ο φαλακρός με τις ουλές, με την δική του ποδιά αιματοβαμμένη. Χαμογελάει στον Μάρκο. Στο ένα χέρι κρατάει έναν λοστό. Στο άλλο έναν γάντζο. Πλησιάζει τον Μάρκο ακάθεκτος. «Κάτω τα χέρια σου από μένα…» Ο γάντζος τον αρπάζει από τον ώμο. Ο Μάρκος ξεφωνίζει. Ο φαλακρός τον σέρνει προς το φορτηγό. Ο Μάρκος χάνει τις αισθήσεις του. Όταν συνέρχεται εύχεται να παρέμενε αναίσθητος. Το ταρακούνημα της καρότσας τον στέλνει πάνω στο πτώμα του Ανδρέα. Δίπλα του είναι η Μιράντα, τυλιγμένη ακόμα στην κουβέρτα της και αναίσθητη. Μια μικρή λάμπα εκπέμπει έναν αχνό, γαλάζιο φωτισμό. Το ταβάνι του φορτηγού το διατρέχουν ράγιες με τσιγκέλια. Μακριοί μαύροι σάκοι κρέμονται και χορεύουν γαντζωμένοι. Ο Μάρκος απλώνει το χέρι του και ταρακουνάει την γυναίκα. «Μιράντα!» Εκείνη δεν ανταποκρίνεται. Ψηλαφίζει το παγωμένο δέρμα της. Αφουγκράζεται την αναπνοή της. Την χαστουκίζει. «Ξύπνα! Πρέπει να σηκωθείς!» Δεν φέρνει αποτέλεσμα. Ο ίδιος τουρτουρίζει. Σηκώνεται όρθιος με δυσκολία καθώς το φορτηγό ταρακουνιέται ολόκληρο. Κατευθύνεται προς τις πόρτες ισορροπώντας ενώ οι μαύροι σάκοι ταλαντεύονται και τον χτυπάνε με το γεμάτο περιεχόμενο τους. Ο μοχλός της πόρτας της καρότσας δεν γυρνάει. Σε μια απότομη στροφή ο άντρας πάει να πέσει. Απλώνει τα χέρια του να κρατηθεί από κάπου και πιάνεται από έναν σάκο. Την ανοίγει πέφτοντας κάτω. Αποκαλύπτει το γυμνό πτώμα ενός άντρα που κρέμεται από το τσιγκέλι του. Ο Μάρκος το κοιτάζει σκιαγμένος. «Χριστέ μου!» Γλιστράει στο πάτωμα καθώς το φορτηγό φρενάρει σε πλήρη στάση. Αρχίζει να κάνει όπισθεν. «Χριστέ μου-Χριστέ μου!!» Σκέφτεται πανικόβλητος. Ακούει φωνές απ’έξω. Ξεκλειδώνουν τις πόρτες. Επιστρέφει δίπλα στον Ανδρέα και υποκρίνεται τον αναίσθητο. Κάτι θυμάται και πετάγεται όρθιος. Προσπαθεί όσο μπορεί να κλείσει τον ανοιγμένο σάκο. Οι πόρτες ανοίγουν. Βουτάει «αναίσθητος». Άνδρες με λευκές ποδιές και μαύρες γαλότσες μπαίνουν στο φορτηγό. Σηκώνουν την Μιράντα και τον Ανδρέα. Τους μεταφέρουν έξω. Η όλη διαδικασία κυλάει σιωπηλά. Χωρίς προσταγές ή σχόλια. Δύο ζευγάρια χέρια με γάντια σηκώνουν και τον Μάρκο. Μισανοίγει τα μάτια του, πιάνει μόνο λεπτομέρειες. Γαλότσες, λερωμένες ποδιές, ανεβαίνουν σκάλες, σπρώχνουν μια πόρτα, βρώμικος διάδρομος, αρρωστημένος κίτρινος φωτισμός. Σπρώχνουν μια δεύτερη πόρτα. Φωτεινός, λευκός φωτισμός. Άσπρα, βρεγμένα πλακάκια. Ακούγεται τρεχούμενο νερό. Κορδέλες από αίμα που καταλήγουν σε ένα λούκι στο πάτωμα. Πόδια ξύλινων πάγκων. Πεταμένα λίπη. Από κάπου ακούγεται πνιχτός θόρυβος από ηλεκτρικό πριόνι. Αφήνουν τον Μάρκο πάνω σε έναν ξύλινο πάγκο. Οι άντρες φεύγουν. Στους υπόλοιπους δύο πάγκους είναι τοποθετημένοι ο Ανδρέας και η Μιράντα. Τα τσιγκέλια στους τοίχους είναι κενά. Ένας άντρας παραμένει και σφουγγαρίζει το πάτωμα. Με ένα λάστιχο βρέχει το πάτωμα και σπρώχνει τα ίχνη αίματος προς το λούκι. Ο Μάρκος ανοίγει προσεκτικά τα μάτια του. Μελετάει τον χώρο. Περιμένει τον άντρα που σκουπίζει να πλησιάσει στον πάγκο. Πετάγεται όρθιος και ο άντρας με την σφουγγαρίστρα γουρλώνει τα μάτια του και ουρλιάζει. Ο Μάρκος του κατεβάζει μια γερή γροθιά και τον σωριάζει στο βρεγμένο πάτωμα σαν πάνινη κούκλα. Ο Μάρκος ανασαίνει βαριά. Βλέπει πως υπάρχει μόνο μία πόρτα. «Είναι εφιάλτης. Όπου να’ναι θα ξυπνήσω…» Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο φαλακρός με τις ουλές. Στο χέρι του κρατάει χασάπικο μπαλτά. Το βλέμμα του πάει στον άντρα καταγής και μετά στον Μάρκο. Τα μάτια του χασάπη γυαλίζουν. Αφήνει ένα γρύλισμα και κατευθύνεται προς το σφαχτό του. «Μακριά μου καθίκι!» φωνάζει ο Μάρκος. «Έλα εδώ να τελειώνουμε.» Ο Μάρκος αρπάζει την σφουγγαρίστρα από κάτω και την σηκώνει απειλητικά προς τον αντίπαλο του. «Αν κάνεις ένα βήμα θα σε σκοτώσω! Παράτα τα!» φωνάζει προς τον χοντρό. «Τελείωσε. Με καταλαβαίνεις; Τελείωσε! Είσαι ήδη μπλεγμένος σε μεγάλους μπελάδες!» Ο φαλακρός σηκώνει τον μπαλτά και με μια ανατριχιαστική κραυγή ορμάει στον Μάρκο. Υψώνει και το άλλο χέρι για να αρπάξει τη σκούπα. Ο Μάρκος πέφτει στο ένα γόνατο και καρφώνει το κοντάρι ανάμεσα από τα πόδια του χοντρού. Εκείνος ξεφωνίζει και διπλώνεται στα δύο. Ο Μάρκος σηκώνει την σκούπα και την κατεβάζει με δύναμη πάνω στο φαλακρό κεφάλι. Το ξύλο σπάει στα δύο. Χωρίς να χάσει καιρό, ο Μάρκος ορμάει προς την πόρτα και πετάγεται έξω. Ακολουθεί έναν διάδρομο προς μια τυχαία κατεύθυνση. Πίσω του, η πόρτα του σφαγείου ξανανοίγει. Ο φαλακρός με τον μπαλτά ακολουθεί. Σπρώχνει άλλη μια πόρτα και ο Μάρκος μπαίνει σε μια κουζίνα. Μεγάλη και πεντακάθαρη. Υπάρχουν φούρνοι που καίνε και καζάνια που αχνίζουν, καθώς και κατσαρολικά και άλλα κουζινικά σε πλήρη τάξη. Τρεις με τέσσερις μάγειροι εποπτεύουν άλλους βοηθούς του σεφ. Ο Μάρκος μένει έκπληκτος και κοιτάζει γύρω του σαν να μην πιστεύει στα μάτια του. Τον πλησιάζει ένας από τους μάγειρες. «Έχεις δουλειά εδώ;» Δεν προλαβαίνει να σκεφτεί την επόμενη του κίνηση. Εκείνη την στιγμή ξεπροβάλλει στην κουζίνα ο διώκτης του. Μόλις που προλαβαίνει να αποφύγει το χτύπημα του μπαλτά. Αρπάζει ένα τηγάνι και το κατεβάζει με κρότο στο φαλακρό κεφάλι. Άλλο ένα χτύπημα στο χέρι και ο μπαλτάς αναπηδάει στο πάτωμα. Ο χοντρός βουτάει με τα μπράτσα του ανοιχτά και αρπάζει τον Μάρκο από την μέση. Τον σηκώνει και τον σφίγγει σαν μέγγενη. Το τηγάνι φεύγει από τα χέρια του. Οι μάγειροι μαζεύονται σε μια γωνία πανικόβλητοι. Ένας τους βάζει τις φωνές στους μαχόμενους. «Όχι εδώ μέσα! Όχι εδώ!» Ο Μάρκος γρονθοκοπεί τον φαλακρό ανελέητα. Εκείνος δε λέει να τον αφήσει. Οι δύο άντρες σαν μια μάζα διασχίζουν την κουζίνα προκαλώντας ζημιές. Πιατικά, κατσαρόλες, κουτάλες σκορπίζονται καταγής. Σούπες ρέουν στα πλακάκια. Ο Μάρκος αρπάζει μια κουτάλα, τη γεμίζει από μια κατσαρόλα και περιχύνει με καυτό ζουμί το κεφάλι του χοντρού. Εκείνος ουρλιάζει και λύνει τα μπράτσα του. Ο Μάρκος είναι έτοιμος να καταρρεύσει. Χωρίς να πάρει ανάσα σπρώχνει με όση δύναμη του έχει απομείνει τον τεραστίων διαστάσεων αντίπαλο του. Εκείνος, το ίδιο εξουθενωμένος, σωριάζεται κάτω. Χωρίς να χάσει λεπτό, ο Μάρκος αρπάζει ένα καζάνι από τον φούρνο και το αναποδογυρίζει πάνω στον χασάπη. Ένας χείμαρρος από ζουμί που κοχλάζει με κρέατα, ζαρζαβατικά και πατάτες λούζει τον πεσμένο άντρα. Βγάζει ένα φοβερό μουγκρητό και εξαφανίζεται μέσα στον πυκνό ατμό. Ο Μάρκος τρικλίζει προς την έξοδο, σπρώχνει στην άκρη δύο μαγείρους και εγκαταλείπει την κουζίνα. Κοιτάζει γύρω του. Ψηλοτάβανο. Ευρύχωρο. Πίνακες αντί παράθυρα. Κόκκινη ταπετσαρία. Ο πανικός και η έκπληξη τον έχουν εγκαταλείψει. Νιώθει κουρασμένος. Αρχίζει να γελάει. Το εστιατόριο είναι άδειο από πελάτες. Κάποια γκαρσόνια με μαύρες ποδιές απλώνουν τραπεζομάντιλα. Κοιτάζουν τον Μάρκο απορημένοι. Ξαφνικά εμφανίζεται ο κύριος Αρσένης. Πλησιάζει με το γνωστό, πομπώδες του ύφος. «Τι κάνετε εδώ; Είπα χίλιες φορές οι παραδόσεις από την πίσω πόρτα!» Σταματάει, κοιτάζει τον Μάρκο καλύτερα. «Σας ξέρω εσάς. Έτσι δεν είναι;» Τον ξαπλώνει με μια γροθιά που την καταευχαριστιέται. 5. Με το μαυρισμένο μάτι, άυπνος και αξύριστος, ο κύριος Αρσένης έχει χάσει τον στόμφο του. Καπνίζει όσο κομψά μπορεί ένα τσιγάρο. Δεν έχει πρόβλημα στο να κοιτάξει κατάματα τον αστυνομικό πίσω από το γραφείο. «Έχετε δει τι τρώει ο κόσμος εκεί έξω; Ξίγκια, λίπη, συντηρητικά. Μού’ρχετε να ξεράσω. Κατεβάζουν ό,τι τους δώσουν. Εγώ σέβομαι το στομάχι του πελάτη μου. Κρέας άλφα-άλφα και πάντοτε οι πιο εκλεκτές μερίδες. Ο κύριος Παλαιολόγος ήταν διάνοια στο μαχαίρι. Από την πιο ακατέργαστη πρώτη ύλη έβγαζε το πιο εκλεκτό μενού. Κάτι φιλετάκια, άλλο να σας τα λέω κι άλλο… τέλος πάντων. Όσο για τα ιδιωτικά του βίτσια δεν ξέρω τίποτα.» «Ποιος ήταν ο προμηθευτής σας;» Παίρνει δύο βαθιές τζούρες και φυσάει ένα ολόκληρο σύννεφο πάνω από το κεφάλι του. «Θα προτιμούσα να περιμένω τον δικηγόρο μου.» «Δεν είναι σαν να λέμε πως δηλητηριάστηκε κανείς. Οι αρμόδιοι πιστεύουν πως αυτή η είδηση δεν χρειάζεται να φτάσει παραπέρα. Όσο για τον…ευτραφή κύριο με τις ουλές…δεν βρέθηκε κανείς στις κουζίνες πλην των δύο στην αποθήκη. Για το θέμα της…» κοιτάζει τις σημειώσεις του, «Μιράντας Σνάιντερ, έχουμε ειδοποιήσει τις αμερικανικές αρχές. Λοιπόν…Συνεννοούμαστε;» Ο Μάρκος κουνάει το κεφάλι του εξαντλημένος. «Είμαι ελεύθερος να φύγω;» «Θα είμαστε σε επικοινωνία. Θα χρειαστούμε πρόσθετες καταθέσεις.» Με το χέρι του να κρέμεται σε επίδεσμο, ο Μάρκος κατεβαίνει τα σκαλοπάτια της αστυνομίας. Εκεί τον περιμένει η Χρυσάνθη. Φοράει ένα από τα πολλά της γούνινα παλτά. Συναντιούνται στη βάση. «Πως είσαι;» τον ρωτάει. «Καλά. Λυπάμαι μόνο που ήρθαν έτσι τα πράγματα.» «Τι στο διάολο έγινε Μάρκο;» «Δεν μπορώ να σου πω. Δεν θα’θελες να ξέρεις.» «Σωστά. Δεν θέλω να ξέρω. Θέλω να τελειώνει. Δεν μπορώ άλλο.» Εκείνος απλά την κοιτάζει. Τα χείλη της τρέμουν. «Είσαι καλός άνθρωπος. Απλώς δεν είσαι έτοιμος για μένα. Ας μην ξεγελιόμαστε.» Σκουπίζει ένα δάκρυ και τον φιλάει στο μάγουλο. Επιστρέφει στο αυτοκίνητο με τον σοφέρ που την περιμένει και φεύγει. Κάθεται με την μητέρα του σε ένα παγκάκι. Της κρατάει το χέρι. Είναι μόνοι τους στο άλσος. Παρακολουθούν το σούρουπο στην άλλη άκρη του πάρκου. «Λέω να φύγω για ένα διάστημα. Μακριά από την πόλη. Κάπου ήσυχα, μόνος. Να ακούω τον εαυτό μου να σκέπτεται. Ίσως πάω στη Κρεμαστή, να ανοίξω το πατρικό μας. Έχω να το δω από μικρό παιδί.» Το χέρι της μητέρας του σφίγγει το δικό του. «Είναι πικρό» λέει η γυναίκα. Η φράση, απαλά ειπωμένη, πέφτει σαν κεραυνός. Γυρνάει να την κοιτάξει. Το βλέμμα της παραμένει κενό. «Μητέρα; Μητέρα;! Τι είναι πικρό; Τι ήθελες να πεις;» Δεν έρχεται άλλη ανταπόκριση. Του σφίγγεται η καρδιά. Κρατάει το χέρι της και απομένουν καθιστοί εκεί. Τέλος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted March 15, 2008 Share Posted March 15, 2008 (edited) Ντίνο, Το μόνο άσχημο που βρήκα είναι η προσωπική σου εισαγωγή. Είμαι κι εγώ άνθωρπος που απογοητεύομαι εύκολα αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι με χάλασε όταν διάβασα το σχόλιο περί trash fiction. Αν αυτό το σενάριο είναι σκουπίδι τότε τα τόσα που μας προβάλλουν από τις αρχές του 90 μέχρι σήμερα τα ελληνικά κανάλια τι είναι;;; Κατανοώ ότι κάποιοι σε έκαναν να νιώσεις έτσι για την προσπάθεια σου όμως επέτρεψε μου να πω ότι το παρών σενάριο δεν αξίζει τέτοιο χαρακτηρισμό από τον ίδιο του το δημιουργό. Κατά τα άλλα το σενάριο είναι πολύ έξυπνο, προσφέρει αγωνία και έτσι όπως ξεκινά παρασέρνει τον αναγνώστη (θεατή αν θες) σε άλλου είδους υπόθεση με παραφυσικά φαινόμενα (ειδικά το σημείο με την επίδειξη μόδας σου χτυπά συναγερμό ότι έχουμε να κάνουμε βρυκόλακες ή δαίμονες), πράγμα που διαψεύδεται με επιτυχία στο τέλος (και ναι έχουμε σασπένς!). Οι διάλογοι δεν έχουν πρόβλημα, οι χαρακτήρες είναι καλά δομημένοι και προκαλούν ενδιαφέρον (ακόμα και ο Φίλιπ ο πεθερός που εμφανίζεται λίγο), τα σκηνικά άπαιχτα (Νεκροταφείο-νοσοκομείο-ακριβό εστιατόριο-σπίτι-ψυχιατρείο-πασαρέλα-καντίνα-κλαμπ-σπίτι- "κουζίνα") σκηνικά που βοηθούν στο στήσιμο ενός καλού θρίλερ-μυστηρίου όπως επίσης μαστορικος ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνεις τη δράση, την απόγνωση και τον τρόμο του Μάρκου και την εξέλιξη του μυστηρίου. Φυσικά δεν έλειψαν οι ατάκες του στιλ "Πρέπει να σκάβεις βαθιά για να ανακαλύψεις την αληθινή καρδιά ενός άντρα" και "προσφέρουμε κρέας άλφα άλφα". Εγώ έμεινα ικανοποιημένος. Δεν δυσκολεύτηκα να πλάσω εικόνες στο μυαλό μου, εσύ φρόντισες για αυτό. Από την αρχή ως το τέλος η αγωνία μου ήταν ίδια κι αυτό διότι με έβαζε σε σκέψεις και δοκιμασία (στα θρίλερ ξέρεις ότι κάτι γίνεται αλλά σε τρώει ο κώλος σου να το βρεις πριν να σου το απακαλύψει ο σεναριογράφος!). Όσο για το τέλος τα σχόλια είναι περιττά. Η ατάκα της μητέρας με έκανε να αναφωνήσω με ένα ηλίθιο χαμόγελο "όχι ρε μαλάκα!". Κρίμα που το είδα μόνο στο μυαλό μου και όχι στην τηλεόραση αργά κάποιο βράδυ. Ίσως βέβαια στην απόριψη του σεναρίου να μεσολάβησαν αληθινά γεγονότα. Ποιος ξέρει τι μας ταίζουν; Και μία ερώτηση παρακαλώ! Τι είναι ο άντρας μέσα από τον καθρέπτη; Όλα καλά, όλα ωραία, αλλά αυτό που κολλούσε; Είναι παραπλανητικό κόλπο; Έίναι όντως κάτι που τους έκανε να συμπεριφέρονται έτσι ψυχωτικά; Είναι μήπως ένα μαύρο σχόλιο πάνω στο "είμαστε ότι τρώμε;" Κλείνοντας θα πω ένα ταπεινό συγχαρητήρια και θα σου υπενθυμίσω πως ο χαρακτηρισμός trash fiction, άσχετα άμα το θεώρησαν έτσι οι αρμόδιοιο κριτικοί, είναι ατυχές. Στις αρχές του 90 δεν ξέρω πόσοι στην Ελλάδα θα μπορούσαν να σκεφτούν πόσο μάλλον να υλοποιήσουν ένα τέτοιο σενάριο όπως εσύ. Edited March 15, 2008 by Παρατηρητής Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted March 15, 2008 Author Share Posted March 15, 2008 Αγαπητέ Παρατηρητή. Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Μένω άφωνος με τις εντυπώσεις σου. Ο χαρακτηρισμός trash δεν έχει να κάνει τόσο με την απόρριψη του σεναρίου μου. Την εποχή που το έγραψα ήταν η αρχή της ελεύθερης τηλεόρασης, η ακμή των περιοδικών lifestyle, και η εμμονή κάποιων καναλιών με τον σατανισμό. Όλα αυτά τα έβρισκα προσωπικά ανιαρά, και αν δεν έγραφα κάτι που στόχο είχε κάποιο ελληνικό κανάλι δεν θα διάλεγα ποτέ τα σκηνικά που παρελαύνουν στο εν λόγω σενάριο. (Με πιάνει η ίδια πλήξη όποτε προσπαθώ να κάνω το ίδιο και τώρα, να γράψω δηλαδή ένα σενάριο με στόχο την ελληνική τηλεόραση.) Ο άντρας μέσα στον καθρέπτη έχει να κάνει με ένα τρομακτικό συμβάν που συνέβη στην παιδική ηλικία του ήρωα, έτσι όπως το περιγράφει. Είναι ένα γεγονός που καθορίζει τον ίδιο και τις εμμονές του, και όχι την συμπεριφορά των υπόλοιπων χαρακτήρων στο σενάριο. Ο καθρέπτης, και ο άντρας μέσα του, θα έπαιζαν κάποιο ρόλο σε επόμενο επεισόδιο – αν υπήρχε – όταν ο ήρωας θα επισκεπτόταν το χωριό και το πατρικό του. Σε ευχαριστώ ξανά για τα καλά σου λόγια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted March 15, 2008 Share Posted March 15, 2008 Χμ...τώρα γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον! Δεν μπορώ να φανταστώ τι έχει ακόμα να περάσει αυτός ο καημένος δημοσιογράφος! Τον βλέπω πάντως να καταλήγει πλάι στη μανούλα του δυστυχώς (αν βγει ζωντανός από την ιστορία). Η συνέχεια του υπάρχει σε σημειώσεις ή είναι έτοιμη σαν το πρώτο μέρος; Δεν μπορείς να κάνεις άλλη μια προσπάθεια σε κάποιο κανάλι; Δεν ζούμε πια στο 90 όπου η μαμά του μικρού Παρατηρητή θα έλεγε "απαπαπα τι τα δείχνουν αυτά τα πράγματα!" και ο αρμόδιος καναλάρχης "τι άρρωστοι ζούνε σε αυτό το κράτος...". Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted March 15, 2008 Author Share Posted March 15, 2008 Η συνέχεια του υπάρχει σε σημειώσεις ή είναι έτοιμη σαν το πρώτο μέρος; Δεν μπορείς να κάνεις άλλη μια προσπάθεια σε κάποιο κανάλι; Δεν ζούμε πια στο 90 όπου η μαμά του μικρού Παρατηρητή θα έλεγε "απαπαπα τι τα δείχνουν αυτά τα πράγματα!" και ο αρμόδιος καναλάρχης "τι άρρωστοι ζούνε σε αυτό το κράτος...". Δεν υπάρχει σαν τίποτα. Δεν του έδωσα καν δεύτερη σκέψη. Μια φίλη εδώ στο φόρουμ με τσίγκλισε να σκεφτώ κάτι για το "Ιστορίες από την Απέναντι Όχθη" του Αντέννα, και ως που να σκεφτώ κάτι ανιαρό για τα γούστα τους, η μαρμάγκα έφαγε τη σειρά. Έστειλα κάπου πέντε περιλήψεις σεναρίων για το "Σε Είδα" του Άλφα (μόλις ξεκίνησε προχθές). Από τις πέντε διάλεξαν (φυσικά) αυτή που βαριόμουν περισσότερο και που είπα να βάλω για να είμαι στα νερά τους. Το διάλεξαν όμως σαν "δεύτερη φάση". Που σημαίνει πως έχουν επιλεγεί σενάρια "πρώτης φάσης" που έχουν μπει στην παραγωγή. Αν η σειρά πάει καλά, και ξεμείνουν από σενάρια πρώτης φάσης... ίσως φτάσουν και σε μένα. Θα ανοίξω τόπικ πάνω σε αυτό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted March 15, 2008 Share Posted March 15, 2008 Don' t stop searching for the Holy Grail then! Life is a wheel, nothing more. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
white_unicorn Posted July 23, 2008 Share Posted July 23, 2008 Αυτό το σενάριο σε ελληνικό 'μεγάλο' κανάλι? Αν υπήρχε θα ήμουν στο φαν κλαμπ του! αλλά δυστηχώς.... έχουμε μείνει στα άλλα... επαναλήψεις επι επαναλήψεων και σενάρια που δεν έχουν τίποτα να δώσουν, ή μάλλον που έχουν δώσει ξανά και ξανά τόσα χρόνια... Dreaming is what makes me smile, Hoping is what keeps me alive... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.