Jump to content

Αθάνατοι (fantasy)


King_Volsung

Recommended Posts

Ορίστε το πρώτο μέρος από μια ιστορία που γράφω...

 

 

 

 

 

 

 

ΑΘΑΝΑΤΟΙ

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Η ιστορία του κόσμου άρχισε με πολέμους και βία, πολύ διαφορετικά από αυτό που είχε προβλέψει ο Ένας. Το Μέγα Χάσμα είχε ανοίξει, ενώ έπρεπε να παραμείνει κλειστό. Οι στρατιές των δαιμόνων το διέσχισαν και άρχισαν να διαβρώνουν τον κόσμο με την κακία τους. Ατέλειωτες, σκληρές μάχες διαδέχονταν η μία την άλλη καθώς οι άγγελοι προσπαθούσαν να απωθήσουν τους δαίμονες πίσω στον κόσμο τους.

 

Οι άγγελοι θα νικούσαν αλλά τότε οι δαίμονες έκαναν κάτι το τρομερό. Μόλυναν τους ανθρώπους με τις βρόμικες σκέψεις τους και τους πήραν με το μέρος τους. Τότε ο Ένας αποφάσισε να παρέμβει, παραβιάζοντας το Νόμο που έφτιαξε ο ίδιος, γιατί δεν μπορούσε να βλέπει τα δημιουργήματά του να διαφθείρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο.

 

Ο Ήλιος έκαψε τον κόσμο με τις εξαγνιστικές του φλόγες και αυτός αναγεννήθηκε. Οι λίγοι άνθρωποι που επέζησαν την καταστροφή έφτιαξαν τον καινούριο κόσμο όπως τους άρεσε, μακριά από τις επιρροές των αγγέλων και των δαιμόνων. Το στίγμα όμως από την μόλυνση παρέμεινε και αυτό οδήγησε στην Εποχή της Αμφισβήτησης. Νέες θρησκείες γεννήθηκαν και όσοι κατάφεραν να βρουν την αληθινή άρχισαν να την διδάσκουν. Οι διαφωνίες μεταξύ των ανθρώπων οδήγησαν σε λογομαχίες, οι λογομαχίες σε μίσος, το μίσος σε διωγμούς και συγκρούσεις. Οι αντιπαλότητες εξαπλώθηκαν σε όλον τον κόσμο και έτσι άρχισαν οι Ιεροί Πόλεμοι.

 

Ο Ένας αποφάσισε να το σταματήσει αυτό και φανερώθηκε ο ίδιος μπροστά στους ανθρώπους, με κανένα όμως αποτέλεσμα. Έτσι ανέπλασε τον κόσμο ακόμα μία φορά και τώρα ζούμε στην Τρίτη Εποχή ή Εποχή της Δεύτερης Αναγέννησης.

 

-Φρέλθακ ο Ρεζοναίος

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

 

 

Έβρεχε και έκανε πολύ κρύο, όμως αυτός ο άνθρωπος στεκόταν έξω, στο σκοτάδι της νύχτας, σιωπηλός και ακίνητος, με ένα μανδύα μόνo να τον προφυλάσσει από τις παγωμένες ριπές του ανέμου. Ακουμπούσε στον φράχτη του κήπου του σπιτιού του Λέβεν με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος του. Η κουκούλα του μανδύα του τού έκρυβε το πρόσωπο και έτσι ο Λέβεν δεν μπορούσε να διακρίνει την έκφραση του προσώπου του, αλλά εύκολα μπορούσε να καταλάβει ότι κάποιον ή κάτι περίμενε.

 

Ο Λέβεν ήταν μέσα στο σπίτι του, στη θαλπωρή του τζακιού του. Έπινε σιγά-σιγά το καυτό τσάι του καθώς αναπαυόταν στην άνετη πολυθρόνα του και παρακολουθούσε εκείνον τον άνθρωπο. Του είχε κεντρίσει την περιέργεια πριν από αρκετή ώρα. Σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά απ’ το παράθυρό του.

 

Σκέφτηκε να τον καλέσει μέσα, να του προσφέρει ένα ζεστό πιάτο φαΐ και μια καυτή κούπα τσάι. Άλλωστε, ακόμη και να ήταν κάποιος κλέφτης, ο Λέβεν δεν φοβόταν. Ήταν αρκετά ικανός στο σπαθί για να φοβηθεί έναν αλήτη. Τότε, ξαφνικά, η σκοτεινή εκείνη φιγούρα γύρισε και τον κοίταξε απειλητικά, σαν να ήξερε πως κάποιος τον παρακολουθεί. Και τότε, μέσα σε ένα σκοτεινό πρόσωπο φάνηκαν δύο μεγάλα κόκκινα μάτια.

 

Ο Λέβεν τρόμαξε. Αφύσικος τρόμος. Ένιωσε το πάτωμα να εξαφανίζεται κάτω από τα πόδια του, ένιωσε το παγωμένο βλέμμα να τον διαπερνά και να τον καθηλώνει. Πισωπάτησε ταραγμένος. Κατάφερε να ξεπεράσει την τρομάρα του και έτρεξε προς το τζάκι όπου είχε ακουμπισμένο το σπαθί του. Τράβηξε γρήγορα το ξίφος από το θηκάρι κλείδωσε την πόρτα. Πήγε πάλι δίπλα στο παράθυρο και έριξε μια κλεφτή ματιά εκεί έξω.

 

Ήταν ακόμα εκεί. Δεν είχε κουνηθεί καθόλου. Στεκόταν στο ίδιο ακριβώς σημείο και συνέχιζε να κοιτάει τον Λέβεν. Χαμήλωσε το κεφάλι και, ενώ ο Λέβεν ανακουφίστηκε γιατί νόμισε πως έπαψε να ασχολείται μαζί του, έκανε ξαφνικά ένα βήμα μπροστά. Σήκωσε το βλέμμα του στον Λέβεν και φάνηκαν πάλι εκείνα τα κόκκινα μάτια, αλλά αυτή τη φορά πιο απειλητικά και πιο άγρια. Άρχισε να περπατάει προς το σπίτι με αργό αλλά σταθερό βήμα, πάντα κοιτώντας τον επίμονα.

 

Ένα αίσθημα πανικού και φόβου κατέκλυσε πάλι τον Λέβεν. Έτρεξε προς την πόρτα για να την κρατήσει ώστε να μην μπορεί να μπει μέσα, αλλά μέσα στον πανικό του σκόνταψε σε ένα χαμηλό τραπεζάκι και έπεσε. Το τραπεζάκι έπεσε και το βάζο έσπασε σε χίλια κομμάτια. Το σπαθί του έφυγε από το χέρι του και προσγειώθηκε λίγο πιο πέρα. Έκανε να σηκωθεί αλλά ένας οξύς πόνος από το πόδι του τον εμπόδισε. Κοίταξε το γόνατό του. Ένα κομμάτι από το σπασμένο βάζο είχε καρφωθεί στο γόνατό του και αιμορραγούσε.

 

Σύρθηκε ως το όπλο του όπως μπορούσε και άπλωσε το χέρι του για να το πιάσει. Τότε η πόρτα άνοιξε διάπλατα με έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Την ίδια στιγμή ένας κεραυνός έπεσε και η λάμψη φώτισε το πρόσωπο της μυστηριώδους φιγούρας. Ο Λέβεν είδε καθαρά το πρόσωπό του. Πιο μαύρο και από την αφέγγαρη νύχτα, με δύο κόκκινα μάτια που θαρρείς και έβγαζαν φωτιές από μέσα τους και μέσα σ’ ένα πονηρό χαμόγελο φαίνονταν μυτερά δόντια, σαν του λύκου. Ήταν σαν του έλεγε πως θα πεθάνει. Και ο Λέβεν στ’ αλήθεια πίστεψε πως θα πέθαινε.

 

Μπήκε μέσα και στάθηκε πάνω από τον Λέβεν. Η μαύρη του πανοπλία έκανε έναν απαίσιο, ανατριχιαστικό ήχο σαν να έτριζε, κάθε φορά που έκανε ένα βήμα και του πάγωνε το αίμα. Έσκυψε και πήρε το σπαθί του Λέβεν από κάτω. Χωρίς να δυσκολευτεί καθόλου το έσπασε στα δύο και πέταξε τα κομμάτια κάτω, κουδουνίζοντας πάνω στο πέτρινο πάτωμα.

 

Το γαντοφορεμένο χέρι του πήγε στο κούμπωμα του μανδύα του σε σχήμα νεκροκεφαλής και με μια αστραπιαία κίνηση τον πέταξε πίσω του. Φορούσε μια μαύρη, γυαλιστερή πανοπλία, στολισμένη με νεκροκεφαλές καρφιά και μυτερές προεξοχές. Το δέρμα του ήταν μαύρο και είχε δύο μικρά κέρατα στο μέτωπό του. Ένα σπαθί κρεμόταν στο πλευρό του. Το τράβηξε. Ήταν διαβολικό και αποκρουστικό και μία αχνή ανίερη αύρα τύλιγε τη μαύρη λεπίδα. Ο δαίμονας σήκωσε το σπαθί πάνω από το κεφάλι του. Ήταν έτοιμος να το κατεβάσει, αλλά ο Λέβεν, όπως ένα στριμωγμένο ζώο που βρίσκεται σε κίνδυνο, βρήκε τη δύναμη να ψελλίσει δύο λέξεις.

 

«Τι θέλεις;»

 

Μια απόκοσμη φωνή, αχνή σαν τον ψίθυρο του ανέμου, ακούστηκε. Είπε κάτι σε μια

άγνωστη γλώσσα και η λεπίδα κατέβηκε σκίζοντας τον αέρα. Ύστερα όλα σκοτείνιασαν.

 

* * *

 

Ο Λέβεν άνοιξε τρομαγμένος τα μάτια του. Κοίταξε τριγύρω του. Αναστέναξε γεμάτος ανακούφιση. Βρισκόταν στο δωμάτιό του, ξαπλωμένος στο μαλακό κρεβάτι του. Ο ήλιος στην ανατολή του έλαμπε έξω απ’ το παράθυρό του και τα σύννεφα από την χθεσινοβραδινή βροχή είχαν διαλυθεί. Ωραία! Ήταν όλα ένα όνειρο! σκέφτηκε. Τι εφιάλτης και αυτός! Δεν συνάντησα τον δαίμονα, δεν πέθανα…Ένα άσχημο όνειρο ήταν όλα, τίποτα άλλο.

 

Ώσπου τελικά έκανε να σηκωθεί. Το γόνατο άρχισε να τον πονάει τρομερά. Μόλις που κατάφερε να συγκρατήσει τα ουρλιαχτά του. Μόλις πέρασε ο πόνος τράβηξε τις κουβέρτες και είδε το τραύμα στο πόδι του περιποιημένο και δεμένο με καθαρούς επιδέσμους. Αμέσως μια φριχτή σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Το όνειρο δεν ήταν καθόλου όνειρο… ήταν πραγματικότητα! Δεν μπορεί να είναι δυνατόν!

 

Σηκώθηκε απ΄ το κρεβάτι του και σιγά-σιγά με την βοήθεια ενός μπαστουνιού βγήκε στον διάδρομο και κατέβηκε τις σκάλες. Το θέαμα επαλήθευσε τους φόβους του. Η πόρτα διάπλατα ανοιχτή, το σπασμένο του σπαθί και η κάπα του δαίμονα πεταμένα στο πάτωμα. Είδε όμως και κάτι άλλο. Ίχνη μάχηςΧ σπασμένο παράθυρο, αναποδογυρισμένα τραπέζια και καρέκλες, κηλίδες αίματος λέρωναν το χαλί.

 

Ακολούθησε με το βλέμμα του το αίμα. Κατέληγε σε μια αγγελική μορφή πεσμένη κάτω, με την πλάτη να στηρίζεται στον τοίχο δίπλα στο γραφείο του Λέβεν. Θα μπορούσε να ήταν και άνθρωπος, αλλά είχε ένα ζευγάρι μεγάλα άσπρα φτερά και ήταν τόσο όμορφος που αποκλείεται τελικά να ήταν. Οι αμέτρητες πληγές του και τα αίματα ούτε στο ελάχιστο δεν μπορούσαν να κρύψουν την μεγαλοπρέπειά του.

 

Ο Λέβεν έτρεξε κοντά του όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε το χτυπημένο πόδι του. Τα μάτια του ήταν κλειστά, όμως ανέπνεε, αν και πολύ βαριά και αργά. Εντελώς αυθόρμητα, χωρίς καν να το σκεφτεί, έκατσε κάτω δίπλα του και τον πήρε στην αγκαλιά του. Άνοιξε τα μεγάλα και γαλάζια μάτια του και κοίταξε τον Λέβεν. Με ψιθυριστή φωνή και πασχίζοντας να πάρει ανάσα, του είπε «Δεν είσαι… ασφαλής εδώ. Πρέπει να… φύγεις… Σε παρακαλώ φύγε να σω-»

 

Ο Λέβεν τον διέκοψε απαλά «Ποιος είσαι και τι έγινε εδώ;»

 

«Πάρε το ξίφος μου… και το φυλαχτό… και πήγαινε στο-» όσο περισσότερο μιλούσε τόσο έχανε την δύναμή του.

 

Δεν μπορούσε να τον βλέπει να υποφέρει «Μη μιλάς. Θα πάω να φέρω βοήθεια.»

 

«Σπαθί… φυλαχτό» ήταν οι τελευταίες λέξεις του πλάσματος αυτού. Έδειξε στο σπαθί και στο φυλαχτό του και μετά έπιασε τον Λέβεν από τον ώμο και τον τράβηξε κοντά του. Τον φίλησε στο μέτωπο και τότε άφησε την τελευταία του πνοή.

 

Ο Λέβεν πρώτη φορά τον έβλεπε, κι όμως, αυτός ξεψύχησε στην αγκαλιά του. Ένα τεράστιο κύμα λύπης έπνιξε τον Λέβεν και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του, αν και δεν ήξερε γιατί. Τον κρατούσε ακόμα στην αγκαλιά του όταν ξαφνικά το σώμα του διαλύθηκε, έγινε σκόνη και αέρας και εξαφανίστηκε στον απέραντο γαλάζιο ουρανό.

 

Θυμήθηκε αυτά που του είπε: σπαθί και φυλαχτό. Το σώμα του εξαφανίστηκε αλλά το μενταγιόν έμεινε πίσω, έτσι πέρασε στα χέρια του Λέβεν που το φόρεσε στο λαιμό του. Ήταν χρυσό με ασημένια αλυσίδα και με ένα μπλε πετράδι στερεωμένο πάνω του. Κοίταξε γύρω του και είδε το σπαθί λίγο πιο μακριά. Με αργές κινήσεις σηκώθηκε και περπάτησε ως εκεί. Έσκυψε από πάνω του και το παρατηρούσε για αρκετή ώρα. Ήταν ένα περίτεχνο σπαθί με σκαλιστούς ρούνους στην αστραφτερή λεπίδα του που έλαμπαν με ένα γαλαζωπό φως. Η χρυσή λαβή είχε σχήμα αγγέλου –έμοιαζε πολύ με το πλάσμα που είδε πριν από λίγο-, με τα φτερά του διάπλατα ανοιχτά, που πατούσε πάνω σε μία σφαίρα από κάποιον άσπρο πολύτιμο λίθο. Ο άγγελος φορούσε πανοπλία και είχε τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος κρατώντας ένα μεγάλο σπαθί με τη μύτη προς τα κάτω.

 

Άπλωσε το χέρι του γεμάτος περιέργεια για να πιάσει τη λαβή και αμέσως μια γαλάζια φωτιά τύλιξε το σπαθί. Ο Λέβεν ένιωσε σαν να τον χτυπάει κεραυνός. Τινάχτηκε προς τα πίσω και έσκασε με δύναμη πάνω στον τοίχο και έπεσε αναίσθητος στο πάτωμα. Εκείνη τη στιγμή, το μενταγιόν και η σφαίρα απ’ το σπαθί άρχισαν να λάμπουν ταυτόχρονα. Το άσπρο φως όλο και δυνάμωνε ώσπου έγινε πιο λαμπερό και από του ήλιου. Συνέχισε να δυναμώνει μέχρι που τελικά κάλυψε τα πάντα. Ξαφνικά, μέσα σε μια στιγμή, το φως εξαφανίστηκε και ο Λέβεν επανέκτησε τις αισθήσεις του και σηκώθηκε, κουνώντας το κεφάλι του για να διώξει τη ζάλη.

 

Περπάτησε ως το σπαθί και χωρίς να φοβηθεί, σαν να γνώριζε πως τώρα δεν θα γινόταν το ίδιο και σαν να ήξερε πως το σπαθί δεν τον θα πειράξει αυτή τη φορά, κράτησε γερά τη λαβή και το σήκωσε στον αέρα.

 

 

To be continued...

Συνέχεια σε μερικές μέρες...

Edited by King_Volsung
Link to comment
Share on other sites

Για την υπόθεση δε μπροώ να πω τίποτα, γιατί ακόμα είσαι στην αρχή. Αν και είναι τυπική για φανταστική ιστορία (πράγμα που με χάλασε λίγο) είναι στο χέρι σου να πλάσεις κάτι καλό.

Η γραφή είναι σχετικά έως αρκετά καλή αν και φαίνεται πως σου λείπει εμπειρία ακόμα. Πολλές επαναλήψεις λέξεων και κακοί συνδυασμοί προτάσεων δημιουργούν πρόβλημα.

 

Μερικά σημεία που πρέπει να διορθώσεις:

 

>Χωρίς να δυσκολευτεί καθόλου το έσπασε στα δύο και πέταξε τα κομμάτια κάτω, κουδουνίζοντας πάνω στο πέτρινο πάτωμα.<

τι κουδούνιζε στο πάτωμα; Ο δαίμονας; Αν και καταλαβαίνει κάποιος ότι ήταν τα κομμάτια, υποκείμενο είναι ο δαίμονας. Κάνε το "τα οποία κουδούνισαν"

 

>Είδε όμως και κάτι άλλο. Ίχνη μάχηςΧ σπασμένο παράθυρο, αναποδογυρισμένα τραπέζια και καρέκλες, κηλίδες αίματος λέρωναν το χαλί.<

Εδώ πάλι υπάρχει πρόβλημα με τα ασύνδετα. Σε όλες τις προτάσεις δεν υπάρχει ρήμα, εκτός από την τελευταία

 

>Θα μπορούσε να ήταν και άνθρωπος, αλλά είχε ένα ζευγάρι μεγάλα άσπρα φτερά και ήταν τόσο όμορφος που αποκλείεται τελικά να ήταν.<

Τα δύο πρώτα "ήταν" τρώγονται. Το τρίτο όμως...

 

Κατά τα άλλα συνέχισε και φρόντισε να αποφύγεις παρόμοια λάθη στο μελλον (πράγμα όχι δύσκολο μιας και όσο γράφεις μαθαίνεις). Περιμένω τη συνέχεια

Link to comment
Share on other sites

Η ιστορία σου μου άρεσε, όμως έχει πολλά κλισέ.

 

Αλλά κατ'αρχήν, θα σου πω την άποψή μου για τη γραφή σου. Η γραφή σου είναι καλή, νομίζω' θέλεις μόνο λίγη δουλειά για ν'αποφεύγεις τις επαναλήψεις (λέξεις που επαναλαμβάνονται οι ίδιες μέσα σε 2-3 σειρές ήχουν άσχημα, και πρέπει να τις ξεφορτώνεται κανείς από την αφηγηματική του ράχη).

 

Τώρα, για την αφήγηση. Μου άρεσε εκεί με το "όνειρο". Στην αρχή, με ξεγέλασες και πίστεψα ότι, όντως, ήταν όνειρο, για να με επαναφέρεις απότομα στην πραγματικότητα. Αυτό ήταν καλό τρικ.

 

Τα κλισέ που ανέφερα, όμως, υπάρχουν. Άγγελοι και δαίμονες. Δαίμονες που είναι οι κλασικοί δαίμονες: κόκκινα μάτια, μαύρες πανοπλίες με καρφιά και γωνίες, και τέτοια γκροτέσκα πράγματα. Άγγελοι που είναι κλασικοί άγγελοι: γαλανά μάτια, όμορφοι, με φτερά. Ένα σπαθί και ένα φυλαχτό που ένας "τυχαίος" τύπος πρέπει να πάει κάπου χωρίς να ξέρει γιατί, κι όμως το πάει. (Γιατί να το πάει, άραγε, και να μην τρέξει στις Αρχές; ) Επιπλέον, η δράση φαίνεται να αρχίζει τσακ-μπαμ. Δεν ξέρουμε ποιος είναι αυτός ο Λέβεν' δεν ξέρουμε απολύτως τίποτα γι'αυτόν, πέραν του ότι είναι ένας τύπος που ζει μόνος σε ένα σπίτι και ξέρει να χειρίζεται σπαθιά, κι όμως, πρέπει να ενδιαφερθούμε γι'αυτόν: πρέπει να αισθανθούμε υπέρ του στην μάχη με το δαίμονα: πρέπει να μας ενδιαφέρει αν θα πεθάνει ή αν θα ζήσει. Αλλά γιατί; Δεν τον ξέρουμε. Εκείνο που εννοώ είναι ότι πιστεύω πως χρειαζόταν να είχες δουλέψει λίγο το χαρακτήρα προτού τον ρίξεις στα βαθιά.

 

 

Αλλά είναι, γενικώς, ένα καλογραμμένο κομμάτι. Οπότε, συνέχισε, γιατί αναμένουμε το δεύτερο. :thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Εμένα μου άρεσε η ιστοριούλα σου. Βέβαια πρέπει να την ξανακοιτάξεις γιατί επαναλαμβάνεις αρκετές φορές κάποιες λέξες. Επίσης πρέπει να φτιάξεις λίγο τον τρόπο γραφής σου.

 

Κάποιες εκφράσεις πρέπει να διατυπωθούν λίγο διαφορετικά, για να βγαίνει καλύτερα το νόημα.

 

Όσο για το πόσο είναι κλισέ ο όμορφος γαλανομάτης άγγελος και οι δαίμονες με τα κόκκινα μάτια, πιστεύω ότι αυτό είναι θέμα γούστου. Εμένα πάντως με γοητεύουν απίστευτα οι ιστορίες με αγγέλους και δαίμονες.

 

Μάλιστα ετοιμάζω εδώ και καιρό μία τέτοια ιστοριούλα. Περιμένω να δω οπωσδήποτε τη συνέχεια.

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ πολύ για τις κριτικές σας :)

 

Ορίστε το δεύτερο μέρος:

 

 

Πάνω στο ξύλινο τραπέζι ο Λέβεν είχε αραδιάσει διάφορα πράγματα: το σπαθί και το μενταγιόν του αγγέλου, η κάπα του δαίμονα και το σπασμένο του σπαθί. Αναλογιζόταν τι συνέβη το προηγούμενο βράδυ και το πρωί. Ένα σωρό ερωτήματα στριφογύριζαν στο κεφάλι του και τον τρέλαινε που δεν μπορούσε να βρει λύση.

 

Πρώτα απ’ όλα, ποιος ήταν αυτός ο δαίμονας; Ήθελε να με σκοτώσει αλλά γιατί; Τι έχω κάνει; Ο άγγελος θα πρέπει να τον εμπόδισε απ’ το να με σκοτώσει. Προφανώς πολέμησαν και γι’ αυτό ο άγγελος πέθανε. Αλλά ποιος ήταν ο άγγελος; Τι ήξερε για μένα και για τον δαίμονα; Μου είπε να φύγω γιατί εδώ δεν είμαι ασφαλής, αλλά που να πάω; Κοίταξε το γόνατό του. Και ποιος περιποιήθηκε το πόδι μου; Δεν μπορεί να ήταν ο άγγελος γιατί τότε ποιος εμπόδισε τον δαίμονα. Άρα ήταν και άλλοι εκεί. Τότε πάλι γιατί δεν πήραν τον πληγωμένο σύντροφό τους μαζί τους όταν έφυγαν; Έκρυψε το πρόσωπό του στη χούφτα χεριών του απελπισμένος και αγανακτισμένος. Τα ερωτήματα συνέχισαν να τον βασανίζουν αλλά τελικά δεν άντεξε και ξέσπασε χτυπώντας το τραπέζι με τις γροθιές του.

 

«Τι συμβαίνει;» φώναξε.

 

Πήγε στη βιβλιοθήκη του ελπίζοντας να βρει κάποιο σχετικό βιβλίο. Στη βιβλιοθήκη είχε αμέτρητους τόμους και βιβλία, ταξινομημένα κατά είδος και αλφαβητική σειρά το βλέμμα του έπεσε πάνω σε ένα μεγάλο βιβλίο, μεγαλύτερο από τα άλλα. Το τράβηξε έξω και ξεσκόνισε απαλά με το χέρι του το βαρύ, ενισχυμένο με μέταλλο εξώφυλλο. Πάνω του έγραφε: «Κοσμολογία, Θρησκεία και Γεωγραφία – Φρέλθακ ο Ρεζοναίος» Αυτό θα φανεί χρήσιμο, σκέφτηκε.

 

Το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι και το άνοιξε. Το ξεφύλλισε για λίγο και τελικά βρήκε ένα σκίτσο ενός αγγέλου. Άραγε έχει δει ποτέ του άγγελο ο Φρέλθακ; Πάντως μοιάζει πολύ με αυτόν που είδα εγώ. Έγραφε από δίπλα πως οι άγγελοι είναι όντα που δημιουργήθηκαν από τον Θεό και ζουν στους ουρανούς. Έγραφε επίσης πως στην αρχή του χρόνου πολεμούσαν ακατάπαυστα με τους δαίμονες μέχρι την Πρώτη Αναγέννηση. Έψαξε να βρει για τους δαίμονες αλλά δεν βρήκε τίποτα. Παράξενο. Το έκλεισε και το έβαλε πάλι στη θέση του, στη βιβλιοθήκη.

 

«Μου φαίνεται πως πρέπει να κάνω μια επίσκεψη στο ναό στο κέντρο της πόλης» είπε στον εαυτό του.

 

Πήρε ό,τι είχε πάνω στο τραπέζι, τα έβαλε όλα σε έναν σάκο και τον έκρυψε στην μυστική κρυψώνα του, ένα μυστικό δωματιάκι στο δωμάτιό του, πίσω από την ντουλάπα. Πήρε το μπαστούνι του και βγήκε έξω. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και έκανε να την κλειδώσει αλλά παρατήρησε πως η κλειδαριά ήταν σπασμένη. Προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να την ασφαλίσει μέχρι που είδε το σπασμένο παράθυρο. Γύρισε και έφυγε αγανακτισμένος.

 

Διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής από το σπίτι του μέχρι τον ναό μέσα από την περιοχή των πλουσίων. Ήταν η πιο ασφαλής περιοχή, μετά την περιοχή γύρω από το ανάκτορο του βαρόνου, την Ακρόπολη, γιατί την φρουρούσαν καλά οι πολιτοφύλακες και προστατευόταν από τα εσωτερικά τείχη της πόλης. Η περιοχή των πλουσίων είναι επίσης και η πιο όμορφη περιοχή. Πλακόστρωτοι, λείοι δρόμοι περνούσαν μπροστά από μεγάλα σπίτια με υπέροχους κατάφυτους κήπους. Ψηλά δέντρα στις άκρες των δρόμων δρόσιζαν με την σκιά τους τους περαστικούς.

 

Τελικά έφτασε στο ναό χωρίς να συναντήσει πολλούς ανθρώπους στο δρόμο. Ο μεγαλοπρεπής ναός, στολισμένος με έναν χρυσό τρούλο και τοιχογραφίες και διάφορα άλλα διακοσμητικά ήταν χτισμένος σε έναν μικρό λόφο, δεσπόζοντας πάνω από τα άλλα κτίρια. Οι ξυλόγλυπτες πόρτες του ναού ήταν ανοιχτές. Ο Λέβεν μπήκε μέσα και αμέσως ένας ιερέας τον υποδέχτηκε.

 

«Καλώς ήρθατε στο ναό μας, στον Οίκο του Θεού.» του είπε χαμογελαστός.

 

«Μήπως θα μπορούσα να δω κάποιον ανώτερο; Είναι πολύ σημαντικό.»

 

«Θα μπορούσα να μάθω τι θα θέλατε; Ίσως μπορώ να σας βοηθήσω εγώ.» είπε ευγενικά στον Λέβεν.

 

«Σας ευχαριστώ αλλά δεν νομίζω πως μπορείτε. Όπως σας είπα, είναι πολύ σημαντικό.»

 

«Όπως θέλετε. Ο ηγούμενος Λέγκαρτ είναι λίγο απασχολημένος αυτή τη στιγμή. Αν θέλετε μπορείτε να τον περιμένετε, δεν θα αργήσει πολύ.»

 

«Ναι, θα τον περιμένω» είπε ο Λέβεν.

 

«Ωραία, αν θέλετε καθίστε εδώ» του έδειξε ένα παγκάκι στην αυλή «ή αλλιώς μπορείτε να δείτε τον ναό από μέσα.»

 

Ο Λέβεν δεν ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενο άτομο και έτσι το να δει έναν τέτοιο ναό από μέσα του φάνηκε ενδιαφέρον. Πέρασε το κατώφλι του ναού και το πρώτο που αντίκρισε ήταν ένα μεγάλο άγαλμα ενός γέρου άντρα με γενειάδα και μπαστούνι, στον απέναντι τοίχο. Στο άλλο χέρι του κρατούσε ένα βιβλίο. Ο Λέβεν ντράπηκε να ρωτήσει ποιος ήταν, μην τυχόν και τον πετάξει ο ιερέας έξω με τις κλωτσιές, και έτσι πλησίασε το άγαλμα για να δει την επιγραφή.

 

Μαέρντιν

Ιδρυτής του Πρώτου Ναού και Προφήτης του Αληθινού Θεού

 

Έκανε ένα γύρο στη μεγάλη αίθουσα παρατηρώντας τις τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά στους τοίχους. Τα θέματα ποίκιλαν. Απεικονίσεις αγίων και άλλων προσώπων, σημαντικών στην ιστορία της θρησκείας, αναπαραστάσεις θαυμάτων και διάφορα άλλα. Τον ολόχρυσο τρούλο κρατούσαν τέσσερις μαρμάρινες σκαλιστές κολώνες. Όλο το πάτωμα ήταν ένα τεράστιο ψηφιδωτό. Απεικόνιζε ένα γαλάζιο μάτι. Αυτό θα πρέπει να είναι το ιερό τους σύμβολο.

 

«Το μάτι συμβολίζει την άγρυπνη και ακούραστη επιφυλακή του Θεού» ακούστηκε μια φωνή πίσω του. «Μας παρακολουθεί όλους για να τιμωρήσει όσους δεν υπακούν στον Λόγο Του.»

 

Ο Λέβεν γύρισε και κοίταξε πίσω του. Ένας μεσήλικας με κοντά μαλλιά και μούσι, ντυμένος με ακριβά μεταξωτά ρούχα, προφανώς από την εξωτική Θερν, στεκόταν από πίσω του και τον κοίταζε.

 

«Ο ηγούμενος Λέγκαρτ;» ρώτησε ο Λέβεν.

 

«Ο ίδιος. Με ενημέρωσαν πως με ζητήσατε. Λοιπόν, για πείτε μου τι σας απασχολεί.»

 

Ο Λέβεν κοίταξε καχύποπτα γύρω του. «Είναι ασφαλές το μέρος;»

 

«Ελάτε στο γραφείο μου, αν αυτό σας κάνει νιώθετε καλύτερα.»

 

Μπήκαν στο γραφείο του ηγούμενου από την πόρτα δίπλα από το άγαλμα. Ο Λέβεν αντίκρισε ένα λιτό δωμάτιο, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο ναό. Ένα ξύλινο γραφείο βρισκόταν μπροστά από το παράθυρο. Μια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία και μια ακόμη καρέκλα ήταν η επίπλωση του δωματίου. Κάθισαν και ο Λέβεν, αφού συστήθηκε, διηγήθηκε την ιστορία του.

 

Ο ηγούμενος τον κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα. «Μου λες δηλαδή πως ένας δαίμονας ήρθε για να σε σκοτώσει και ένας άγγελος σε έσωσε και σου έδωσε τα πράγματά του;»

 

«Αυτό ακριβώς λέω, ναι.» απάντησε ο Λέβεν «Παράξενο δεν είναι;»

 

«Είσαι σίγουρος πως ό,τι λες είναι αλήθεια;» ρώτησε έκπληκτος ο ηγούμενος «Μήπως ήσουν μεθυσμένος ή μήπως το είδες στον ύπνο σου;»

 

«Σας διαβεβαιώνω πως είναι αλήθεια. Κοιτάξτε και το γόνατό μου.»

 

Ο Λέγκαρτ δεν απάντησε. Καθόταν ακίνητος και τον κοίταζε έκπληκτος.

 

«Κοιτάξτε, ξέρω πως είναι δύσκολο να το πιστέψετε, αλλά –» προσπάθησε να τον πείσει αλλά ο ηγούμενος, που τινάχτηκε όρθιος από την καρέκλα του, τον διέκοψε φωνάζοντας.

 

«Και βέβαια "είναι δύσκολο να το πιστέψω" γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν άγγελοι και δαίμονες και τέτοιες αηδίες! Κι εσύ, έπρεπε να το είχα καταλάβει από την αρχή, είσαι ένας αιρετικός, από αυτούς που προσπαθούν να διαστρεβλώσουν τη θρησκεία μας!»

 

«Μα και ο Φρέλθακ, ο σπουδαίος σοφός και εξερευνητής, μιλάει για δαίμονες και αγγέλους» απάντησε ο Λέβεν με κατευναστικό τόνο.

 

«Ο Φρέλθακ! Αυτός ήταν ο πρώτος αιρετικός που κάηκε στην πυρά!»

 

Τον κατηγορούσαν για αίρεση! Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ο Λέβεν σηκώθηκε από την καρέκλα του.

 

«Εσείς ας λέτε ό,τι θέλετε. Εγώ ξέρω πολύ καλά τι είδα.»

 

Ο Ηγούμενος έτρεμε από οργή. «Σιωπή! Φρουροί! Ρίξτε τον στην φυλακή με τα άλλα σκουλήκια, τους φίλους του τους αιρετικούς. Αν είσαι τυχερός θα πεθάνεις γρήγορα και ανώδυνα.»

 

Ακούστηκε μία πόρτα να ανοίγει και μετά βήματα. Δύο οπλισμένοι φρουροί μπήκαν μέσα στο δωμάτιο, γράπωσαν τον Λέβεν και τον οδήγησαν στις υπόγειες φυλακές ακριβώς δίπλα από τον ναό. Ένας γέρος δεσμοφύλακας άνοιξε την βαριά μεταλλική πόρτα της φυλακής και ο Λέβεν με τους ‘συνοδούς’ του τον ακολούθησαν. Κατέβηκαν πολλά σκαλοπάτια μέχρι να φτάσουν κάτω. Άνοιξαν ένα κελί και τον πέταξαν μέσα. Έπειτα κλείδωσαν την πόρτα και έφυγαν. Η φυλακή βυθίστηκε και πάλι στην σιωπή και στο σκοτάδι, το οποίο δεν μπορούσαν να πολεμήσουν οι σκόρπιοι πυρσοί.

 

 

 

 

 

To be continued...

Edited by King_Volsung
Link to comment
Share on other sites

>σειρά το βλέμμα του έπεσε πάνω σε ένα μεγάλο βιβλίο, μεγαλύτερο από τα άλλα.<

Βάλε τελεία μετά τη σειρά

 

>Διήνυσε το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής από το σπίτι του μέχρι τον ναό μέσα από την περιοχή των πλουσίων. Ήταν η πιο ασφαλής περιοχή, μετά την περιοχή γύρω από το ανάκτορο του βαρόνου, την Ακρόπολη, γιατί την φρουρούσαν καλά οι πολιτοφύλακες και προστατευόταν από τα εσωτερικά τείχη της πόλης. Η περιοχή των πλουσίων είναι επίσης και η πιο όμορφη περιοχή.<

Πολλές επαναλήψεις της λέξης περιοχή Στις επόμενες παραγράφους χρησιμοποιείς συνέχεια τη λέξη ναός.

 

Από άποψη ιστορίας τώρα προχωράς καλά, αρχίζοντας να δίνεις κάποια hooks και κάποιες ανατροπές. Συνέχισε, απλά πρόσεξε τις επαναλήψεις λέξεων.

Link to comment
Share on other sites

Εξίσου καλό με το προηγούμενο. :thmbup: Και προσθέτει και πληροφορίες για τον κόσμο, χωρίς να σταματάει τη ροή της ιστορίας.

 

Έχεις κάμποσα τυπογραφικά λαθάκια, αλλά, γενικά, η γραφή σου είναι, και πάλι, καλή. Κυλάει όμορφα και κατανοητά.

 

Ένα μόνο θα τονίσω: το διήνυσε είναι πολύ αρχαϊκός τύπος. Πιο καλά "διένυσε". Στην τελική, δημοτική γράφεις.

 

Αν έχω κάτι να παρατηρήσω είναι οι διάλογοι προς το τέλος. Κάπου μου φάνηκαν λίγο απότομοι και βιαστικοί.

 

Κατά τα άλλα, ακόμα απορώ ποιος είναι ο Λέβεν. Μέχρι στιγμής, έχω συγκεντρώσει τα στοιχεία ότι είναι κάποιος που μένει μόνος, ξέρει να πολεμά, και έχει και μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Χμμμ... Θα μπορούσε να είναι ευγενής που η υπόλοιπή του οικογένεια έχει πεθάνει; Θα μπορούσε να είναι το "μαύρο πρόβατο" μιας ευγενικής οικογένειας, και γιαυτό μένει μόνος; Μήπως είναι παλιός στρατιώτης; Αλλά, τότε, τι κάνει η βιβλιοθήκη στο σπίτι του; Οι στρατιώτες, γενικά, δεν είναι πολύ "διαβαστεροί". Ίσως αυτός να είναι εξαίρεση. Γιατί, όμως;

 

Περιμένω τις συνέχειες για να μάθω περισσότερα γι'αυτόν! :)

Link to comment
Share on other sites

Αυτό το παιδί είναι πάντα γεμμάτος απορείες. Ναι Βάρδε, για εσένα λέω.

Τέλοσπάντων.

 

Αρχίζουμε με το θάψιμο. Στις δύο πρώτες παραγράφους αναφέρεις πολλές φορές τις λέξεις Άγγελος και δαίμονας.

 

Επίσης έχεις και ένα χοντρό τυπογραφικό λάθος :

στη χούφτα χεριών του...;;;

 

Λίγο παρακάτω λες : ένα μυστικό δωματιάκι στο δωμάτιό του. Χμμμμμμ. Πες καλύτερα μία κρύπτη. Μην αναφέρεις την ίδια λέξει δύο φορές μέσα σε τρεις λέξεις.

 

Επίσης σε ένα σημείο αναφέρεις πολλές φορές τη λέξη ναός. Αν ξανακοιτάξεις το κείμενο θα βρεις αυτές τις επαναλήψεις μόνος σου.

 

Κατά τα άλλα το κείμενό σου ήταν καλό, το ίδιο και η όλη ιδέα. Περιμένω ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ τη συνέχεια.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Ορίστε το τρίτο μέρος:

 

 

 

 

Κάτι ακούμπησε τον ώμο του Λέβεν. Τινάχτηκε από την τρομάρα του και γύρισε να δει τι ήταν. Δεν μπορούσε να διακρίνει καλά το πρόσωπο μέσα στο φτωχό φωτισμό. Πάντως ήταν σίγουρα μεγαλύτερος από τον Λέβεν.

 

«Υποθέτω πως κι εσύ βρίσκεσαι εδώ με την ίδια κατηγορία με μένα. Είσαι, λέει, αιρετικός, σωστά;» προσπάθησε να αρχίσει μια συνομιλία για να καταλάβει με τι άνθρωπο είχε να κάνει.

 

«Σωστά» απάντησε εκείνος ήρεμος.

 

«Πόσο καιρό είσαι εδώ μέσα;» τον ρώτησε ο Λέβεν.

 

«Α, πρέπει να έχει δύο βδομάδες. Μπορεί και τρεις, μπορεί και τέσσερις. Δεν ξέρω έχω χάσει το μέτρημα»

 

«Και δεν προσπάθησες να το σκάσεις;»

 

«Φυσικά και προσπάθησα. Αλλά σταμάτησα να προσπαθώ πια»

 

«Γιατί;»

 

«Προσπάθησα τρεις φορές να δραπετεύσω. Την πρώτη φορά που με πιάσανε απλά με δείρανε οι φρουροί. Τη δεύτερη φορά, αν και ήμουν πολύ σίγουρος για το σχέδιο, με πιάσανε πάλι και μου έκαναν αυτό» είπε και έδειξε με το χέρι του μια χαρακιά στο πρόσωπό του που εκτεινόταν από τα μαλλιά ως το σαγόνι και περνούσε πάνω από το δεξί μάτι του.

 

Ο Λέβεν δεν την είχε προσέξει μέχρι τότε. Έκανε μια γκριμάτσα αηδίας. «Και μετά τα παράτησες;» τον ρώτησε.

 

«Όχι. Αλλά την τρίτη φορά η τιμωρία ήταν πολύ χειρότερη…» είπε και σήκωσε το δεξί του χέρι.

 

Ήταν κομμένο από τον καρπό και τυλιγμένο σε ματωμένες γάζες. Ο Λέβεν έμεινε να κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Του σηκώθηκαν οι τρίχες.

 

«Βέβαια τα χειρότερα θα έρθουν αύριο» είπε και κατέβασε το χέρι του.

 

«Χειρότερα! Δεν γίνεται χειρότερα! Αυτοί είναι κτήνη…»

 

«Κι όμως γίνεται. Αύριο θα γίνει η δίκη»

 

«Δίκη; Ποια δίκη;» απόρησε ο Λέβεν.

 

«Δεν το ήξερες; Καίνε τους αιρετικούς ‘στις εξαγνιστικές φλόγες του Θεού’. Δηλαδή εμάς… Υποτίθεται πως γίνεται μια δίκη για να μας δικάσουν. Ποτέ δεν ελευθερώθηκε κανένας»

 

«Δηλαδή εννοείς πως θα μας κάψουν ζωντανούς;»

 

«Ναι, αν είμαστε τυχεροί και δεν μας κάνουν βασανιστήρια»

 

«Και μπορείς και το λες έτσι, ήρεμα;»

 

«Ναι. Αφού θα πεθάνω έτσι κι αλλιώς»

 

Ο Λέβεν καθόταν σιωπηλός και τρομοκρατημένος στη σκέψη πως θα τον βασάνιζαν μέχρι θανάτου.

 

«Κάτι πρέπει να κάνουμε! Να το σκάσουμε!»

 

«Πως; Μην ξεχνάς πως το έχω ήδη επιχειρήσει»

 

Το μυαλό του Λέβεν δούλευε πυρετωδώς για να βρει μια λύση, έναν τρόπο να φύγουν. Άρχισε να παρατηρεί το μέρος. Ήταν σκοτεινά, μόνο λίγοι πυρσοί φώτιζαν το μέρος. Παρόλα αυτά μπορούσε να διακρίνει μία σκάλα στον απέναντι τοίχο που οδηγούσε στην πόρτα της φυλακής και ένα τραπέζι με μια καρέκλα ακριβώς δίπλα της, καθώς και τα κάγκελα μερικών κελιών. Επίσης το πάτωμα ήταν γεμάτο άχυρα και βρωμιές. Πέρασε αρκετή ώρα πριν του έρθει μια ιδέα.

 

«Το βρήκα. Την ώρα που οι φρουροί θα είναι εδώ θα ρίξουμε με τρόπο έναν πυρσό στο πάτωμα. Τα άχυρα θα ανάψουν αμέσως, εμείς όμως θα έχουμε αδειάσει το κελί μας από αυτά, να μην πάρουμε κι εμείς οι ίδιοι φωτιά. Οι φρουροί θα αναγκαστούν να εκκενώσουν την φυλακή και τότε θα βρούμε την ευκαιρία να το σκάσουμε. Πως σου φαίνεται η ιδέα;»

 

«Μην σκοτίζεσαι άδικα» τον αποθάρρυνε ο άλλος.

 

«Τι, μην μου πεις πως το έχεις δοκιμάσει»

 

«Όχι, όχι. Αλλά σε μια άλλη φυλακή με ‘αιρετικούς’ έγινε κάτι παρόμοιο»

 

«Τελικά κατάφεραν να αποδράσουν;» ρώτησε με αγωνία ο Λέβεν.

 

«Για την ακρίβεια δεν έβαλαν οι κρατούμενοι την φωτιά αλλά οι φύλακες»

 

«Οι φύλακες; Για ποιο λόγο;»

 

«Μα για να τους ξεφορτωθούν φυσικά. Γιατί άλλο. Και το εμφάνισαν σαν ατύχημα, οπότε δεν φέρουν καμία ευθύνη»

 

«Δηλαδή έκαψαν ζωντανούς τους φυλακισμένους!»

 

«Ακριβώς. Και δεν αποκλείεται να μας αφήσουν και εμάς να καούμε»

 

«Πως μπορείς να είσαι τόσο ψύχραιμος!;»

 

«Κοίτα αγόρι μου, μερικές φορές πρέπει να αποδεχόμαστε τη μοίρα μας. Η ώρα μου έφτασε. Έκανα αυτό ήθελα, εκπλήρωσα το όνειρό μου και τώρα είναι φανερό πως πρέπει να φύγω» είπε ψιθυριστά στον Λέβεν

 

Ο Λέβεν έχασε τα λόγια του. Έψαχνε να βρει κάτι να πει αλλά καμιά λέξη δεν μπορούσε να εκφράσει αυτό που ένιωθε. Ήταν και ο παράξενος αυτός άντρας με τα παράξενα λόγια του που τον μπέρδευε. Μετά από μια μικρή παύση συνέχισε.

 

«Και όλα αυτά γιατί είμαστε αντίθετοι στην θρησκεία τους» είπε ο συγκρατούμενός του. «Σιγά τη θρησκεία. Βλέπεις τι σκαρφίστηκαν οι απατεώνες;»

 

«Απατεώνες. Γιατί τους αποκαλείς έτσι;» παραξενεύτηκε ο Λέβεν.

 

«Αυτή η θρησκεία είναι καινούρια. ‘Ιδρύθηκε’ πριν από περίπου πενήντα χρόνια. Στην αρχή αυτοί ήταν οι αιρετικοί και οι Αρχές μέχρι πριν από λίγα χρόνια τους κυνηγούσαν, γιατί ήταν και άναρχοι και κατέστρεφαν την δημόσια περιουσία. Αλλά τώρα πως τα κατάφεραν και έγιναν οι κυρίαρχοι πνευματικοί αρχηγοί της Ρεζόν δεν ξέρω. Υποψιάζομαι πως ο καινούριος Βαρόνος ασπάστηκε την πίστη αυτή και έφερε τα πάνω κάτω. Έτσι τώρα εμείς είμαστε οι παράνομοι»

 

Ο Λέβεν δεν συνέχισε την συζήτηση. Κάθονταν και ο καθένας σκεφτόταν τα δικά του προβλήματα. Ήταν μόνοι τους στη φυλακή και έτσι είχε απόλυτη ησυχία. Τελικά άρχισαν μια νέα κουβέντα για τους εαυτούς τους. Ο συγκρατούμενος του Λέβεν λεγόταν Ρέλσιας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κάλταρον, μία σπουδαία πόλη Βόρεια της Ρεζόν. Ο παιδαγωγός του ήταν ένας Ιερέας του Ήλιου. Έτσι ακολούθησε τα βήματα του δασκάλου του και έγινε και ο ίδιος Ιερέας του Ήλιου. Ήρθε στην Ρεζόν πριν από πολλά χρόνια για να ενισχύσει την λατρεία του θεού Ήλιου. Οι Μονοθεϊστές, όπως τους αποκαλούσε ο Ρέλσιας, τον κυνηγούσαν τον τελευταίο καιρό ώσπου τελικά τον έπιασαν και τον έριξαν σε αυτήν τη φυλακή.

 

Μετά ήρθε η σειρά του Λέβεν. Όταν ο Ρέλσιας άκουσε την ιστορία του χάρηκε πάρα πολύ.

 

«Ώστε λοιπόν σε επισκέφτηκε ένας άγγελος. Είναι πολύ σπάνιο. Μόνο σε λίγους ανθρώπους συμβαίνει αυτό. Ξέρεις, μπορεί να είναι σημάδι» είπε και μετά μουρμούρισε κάτι που δεν άκουσε ο Λέβεν.

 

«Τι είδους σημάδι δηλαδή;»

 

«Ω τίποτα! Λόγια ενός τρελού γέρου. Μην σε απασχολεί αυτό. Αυτό που έχει σημασία τώρα είναι να φύγεις από εδώ»

 

«Ναι αλλά πως; Αυτό δεν συζητούσαμε πριν;» ο Λέβεν απογοητεύτηκε.

 

«Θα βρεθεί κάποιος τρόπος, μην ανησυχείς. Λοιπόν όταν βγεις από εδώ –»

 

«Αν βγω από εδώ, θέλεις να πεις»

 

«Όταν βγεις από εδώ» συνέχισε ο Ρέλσιας «να πας στην Κάλταρον, στην πατρίδα μου. Να βρεις εκεί τον Οίκο της Αυγής και πες πως σε έστειλα εγώ. Θα καταλάβουν»

 

Στην ψηλή οροφή της φυλακής είχε ένα μικρό παραθυράκι, μια καταπακτή, απ’ όπου έμπαινε λίγο φως. Τώρα δεν περνούσε τίποτα. Νύχτωσε… Ο Λέβεν ακούμπησε την πλάτη του στην κρύα πέτρα του τοίχου και αποκοιμήθηκε.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Καλή η συνέχεια, δίνει πληροφορίες για το κόσμο στον οποίο εκτυλίσεται η ιστορία και προχωρά την υπόθεση. Υπάρχουν 2-3 σημεία που θέλουν προσοχή

 

πχ

Ο παιδαγωγός του ήταν ένας Ιερέας του Ήλιου. Έτσι ακολούθησε τα βήματα του δασκάλου του και έγινε και ο ίδιος Ιερέας του Ήλιου. Ήρθε στην Ρεζόν πριν από πολλά χρόνια για να ενισχύσει την λατρεία του θεού Ήλιου.

εδώ η λέξη Ήλιος επαναλαμβάνεται πάρα πολλές φορές.

 

Κατά τα άλλα τα πας καλά, συνέχισε έτσι.

Link to comment
Share on other sites

Από άποψη δομής, παρατήρησα το εξής πρόβλημα: Ξεκινάς απότομα. Κάποιος που, ξαφνικά, ξυπνάει σε ένα κελί δε θα ήταν λίγο πιο "ψαρωμένος"; Και μετά, συνεχίζει κάπως απότομα, αν και ο διάλογος δεν είναι άσχημος' κυλάει φυσικά, κι αυτό μου άρεσε.

 

Το βασικό, όμως, πρόβλημα της όλης ιστορίας προέρχεται από αυτό που σου είχα πει και στα προηγούμενα: Ο Λέβεν --ο κεντρικός σου χαρακτήρας-- δεν είναι σωστά δομημένος. Δεν ξέρουμε τίποτα γι'αυτόν, και δίνει την εντύπωση ότι, ξαφνικά, εμφανίστηκε σε ένα σπίτι. Για ποιο λόγο μένει εκεί μόνος του, πώς συντηρείται, πώς έμαθε να μάχεται, και άλλα δεν εξηγούνται, και σε αφήνουν με ένα κενό. Δίνεις τόσες πληροφορίες, στην αρχή, για τον κόσμο σου, και δε λες τίποτα για τον κεντρικό σου χαρακτήρα. Αυτός είναι, όμως, που έχει την περισσότερη σημασία' για αυτόν γράφεις συνέχεια. Δεν πρέπει να είναι σαν ένας χαρακτήρας από CRPG, που εμφανίστηκε από το πουθενά και "πάει για περιπέτειες". Πρέπει να είναι μια ζωντανή οντότητα μέσα στον κόσμο σου. Επομένως, αν ήμουνα στη θέση σου, θα επεξεργαζόμουν, πάλι, το πρώτο κομμάτι, προσπαθώντας να εμφυσήσω λίγη πνοή ζωής στον Λέβεν. Δεν είναι ανάγκη να μας αναφέρεις όλο του το ιστορικό (για την ακρίβεια, αυτό θα ήταν ανεπιτυχές, αφού θα βαριόμασταν, κατά πάσα πιθανότητα)' οφείλεις, όμως, να μας δώσεις κάποια στοιχεία για το ποιος είναι. Είναι ευγενής; Γιατί μένει μόνος; Πώς ξέρει τόσα πολλά και έχει τέτοια βιβλιοθήκη; Πώς ξέρει να μάχεται;

 

Κάνε στον εαυτό σου τις εξής ερωτήσεις:

 

Ποια είναι η οικογένεια του χαρακτήρα;

 

Πώς επιβιώνει μέσα στον κόσμο;

 

Τι του έχει συμβεί προτού αρχίσει η διήγησή σου;

 

Πώς έμαθε ό,τι έμαθε;

 

 

Δεν είναι ανάγκη να μπουκώσεις τον αναγνώστη, κατευθείαν, με όλες αυτές τις πληροφορίες, αλλά κάποια βασικά πράγματα πρέπει να τα μεταφέρεις. Και εσύ πρέπει να ξέρεις τα πάντα για τον χαρακτήρα (είτα τα γράψεις μέσα στην ιστορία σου είτε όχι). Ή πρέπει να ξέρεις αρκετά, ώστε να μπορείς να δημιουργήσεις και άλλα επάνω σε κάποια βάση --γιατί κανένας χαρακτήρας δεν είναι στατικός στη λογοτεχνία' το παρελθόν του, συνήθως, πλάθεται συχγρόνως με το παρόν και το μέλλον.

 

Για να νοιαστεί ο αναγνώστης αν θα κάψουν ή όχι τον χαρακτήρα, για παράδειγμα, ο χαρακτήρας πρέπει να είναι ζωντανός πρώτα! :)

 

 

Επίσης, δες ότι πέφτεις σε αντιφάσεις:

 

 

«Απατεώνες. Γιατί τους αποκαλείς έτσι;» παραξενεύτηκε ο Λέβεν.

 

«Αυτή η θρησκεία είναι καινούρια. ‘Ιδρύθηκε’ πριν από περίπου πενήντα χρόνια. Στην αρχή αυτοί ήταν οι αιρετικοί και οι Αρχές μέχρι πριν από λίγα χρόνια τους κυνηγούσαν, γιατί ήταν και άναρχοι και κατέστρεφαν την δημόσια περιουσία. Αλλά τώρα πως τα κατάφεραν και έγιναν οι κυρίαρχοι πνευματικοί αρχηγοί της Ρεζόν δεν ξέρω. Υποψιάζομαι πως ο καινούριος Βαρόνος ασπάστηκε την πίστη αυτή και έφερε τα πάνω κάτω. Έτσι τώρα εμείς είμαστε οι παράνομοι»

 

Από τη στιγμή που ο Λέβεν είναι "διαβαστερός", είναι δυνατόν να μην ξέρει τι είχε συμβεί πριν από μόλις 50 χρόνια;; Αν ήταν ένας απλός χωρικός ή μισθοφόρος, τότε, να το θεωρήσει κανείς λογικά, αλλά εδώ μιλάς για έναν άνθρωπο που είναι μορφωμένος.

 

 

Επεξεργάσου, λοιπόπν, λίγο τον Λέβεν. Αυτή είναι η πρότασή μου.

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόοοον.

 

Καταρχάς ο Νιχίλιο έχει δίκιο στό ότι σε μία παράγραφο επαναλαμβάνεις πολλές φορές τη λέξη Ήλιος.

 

Γενικότερα το κείμενο είναι σωστό. Δεν εντόπισα λάθη, τουλάχιστον "χτυπητά".

 

Όμως...

 

Ο χαρακτήρας σου μου είναι τελείως άγνωστος. Πρέπει, όπως γκρινιάζει και ο Βάρδος, να μάθουμε κάτι περισσότερο για αυτόν, ώστε να ταυτιστούμε.

 

Μην πετάξεις όλες τις πληροφορίες με την πρώτη φορά. Ρίχνε μας ατάκες που να περιγράφουν τον χαρακτήρα του και την ιστορία του κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Έτσι θα βγει καλύτερο.

 

Γενικότερα πάντως δεν έχω να θάψω πολύ. Να φανταστείς ότι αυτή τη φορά δεν έβγαλα το κανονικό φτυάρι. Δανείστικα αυτό από τα κουβαδάκια μου που έχω για την παραλία.

 

Περιμένουμε συνέχεια, με περισσότερες λεπτομέρειες για τον ήρωα.

 

:thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Όντως έχετε δίκιο για τον Λέβεν. Εγώ αλλιώς το φανταζόμουν. Μετά από αυτόν τον διάλογο ακολουθεί ακόμη ένα μέρος και μετά στο μεθεπόμενο μέρος σχεδίαζα να φανερώσω αρκετά πράγματα για τον Λέβεν. Αλλά όπως κατάλαβα πάει πολύ μακρυά. Τον αναγνώστη δεν θα τον νοιάζει τελικά αν θα τον κάψουν ή όχι, όπως είπατε. Γι' αυτό θα αναθεωρήσω και θα αλλάξω λίγο το κείμενο που έχετε διαβάσει μέχρι τώρα.

 

Οπότε θα σας πω μερικά πράγματα για τον χαρακτήρα (όσα σκοπεύω να πω στα τρια αυτά (τροποποιημένα πλέον) μέρη):

 

Ο Λέβεν είναι απόγονος πλούσιας οικογένιας. Είναι μοναχογιός, ο πατέρας του εξαφανίστηκε ξαφνικά όταν ο Λέβεν ήταν παιδί ακόμα. Μετά από πολύ καιρό η μητέρα του -ώντας αρκετά μεγάλη σε ηλικία- έφυγε και πήγε στην πατρίδα της, στην Κάλταρον (πριν ένα-δύο χρόνια) γιατί ο Λέβεν δεν μπορούσε να την φροντίζει. Έτσι γύρισε στους συγγενείς της. Το σπίτι έμεινε στον Λέβεν, ο οποίος μένει μόνος του.

Όσο για το ότι ο Λέβεν δεν ήξερε τι συνέβει πριν 50 χρόνια, δεν είναι τόσο μεγάλος (γύρω στα 20 με 25 είναι) για να θυμάται και ποτέ δεν είχε ασχοληθεί με θρησκείες και δεν τον ένοιαζαν καθόλου.

 

Αυτά... για περισσότερες πληροφορίες περιμένετε το μεθεπόμενο μέρος. :)

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ζητώ τη βοήθειά σας ω κριτικοί!

 

 

Λοιπόν.... Προσπάθησα να βάλω αυτές τις πληροφορίες που σας είπα αλλά το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να βάζω από δω κι από κει σκόρπια πράματα-φράσεις, που θα τις δίνουν. Δεν μπορώ όμως να τα πω όλα αυτά που θέλω με σκόρπιες προτάσεις...

Τώρα αν αλλάξω την αρχή... την ιστορία αυτή την άρχισα πριν από έναν χρόνο' από τότε είχα πει πως θα αρχίζει με αυτόν τον τρόπο και όλα είναι βασιμσένα πάνω στην αρχή... αν την αλλάξω θα πρέπει να αλλάξει και η υπόλοιπη ιστορία. Και γι' αυτό σας ρωτάω πως θα μπορέσω να την αλλάξω χωρίς να γίνει αυτό; (Αν βρείτε άλλη λύση πάλι πείτε την)

 

Κοντεύω να σκάσω!

Link to comment
Share on other sites

Χώσε κάπου όλες τις πληροφορίες ως flashback ή να τις αναφέρεις στην αρχή αρχή περιληπτικά και να εμβαθύνεις στη συνέχεια.

 

 

Έβρεχε και έκανε πολύ κρύο, όμως αυτός ο άνθρωπος στεκόταν έξω, στο σκοτάδι της νύχτας, σιωπηλός και ακίνητος, με ένα μανδύα μόνo να τον προφυλάσσει από τις παγωμένες ριπές του ανέμου. Ακουμπούσε στον φράχτη του κήπου του σπιτιού του Λέβεν με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος του. Η κουκούλα του μανδύα του τού έκρυβε το πρόσωπο και έτσι ο Λέβεν δεν μπορούσε να διακρίνει την έκφραση του προσώπου του, αλλά εύκολα μπορούσε να καταλάβει ότι κάποιον ή κάτι περίμενε.

 

Ο Λέβεν ήταν μέσα στο σπίτι του, στη θαλπωρή του τζακιού του. Έπινε σιγά-σιγά το καυτό τσάι του καθώς αναπαυόταν στην άνετη πολυθρόνα του και παρακολουθούσε εκείνον τον άνθρωπο. Του είχε κεντρίσει την περιέργεια πριν από αρκετή ώρα. Σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά απ’ το παράθυρό του.

 

Ο Λέβεν ήταν ένας.... <περιγραφή και ιστορία> και μετά συνεχίζεις από εκεί που έμεινες

Link to comment
Share on other sites

Ζητώ τη βοήθειά σας ω κριτικοί!

 

Πρόσεξε τι δαίμονες επικαλείσαι. Οι Κρ'ιτ-Ικοί είναι επικίνδυνο είδος. Συνήθως, σε μπερδεύουν με ποικίλλες συμβουλές, από τις οποίες εσύ πρέπει να αποφασίσεις ποιες είναι οι περισσότερο οφέλιμες.

 

 

Ως Κρ'ιτ-Ικός, θα πρότεινα, όπως είχα πει και στο προηγούμενο ποστ, να κάνεις οτιδήποτε άλλο από το να συμπεριλάβεις όλες τις πληροφορίες σε ένα μεγάλο κομμάτι. Δηλαδή, διαφωνώ με το Nihilio σ'αυτό το θέμα. Άστες να κυλήσουν φυσιολογικά μέσα από την οπτική γωνία του χαρακτήρα σου.

 

Θα πρότεινα να κάνεις το εξής: Να γράψεις ένα κεφάλαιο πριν από το πρώτου σου κεφάλαιο (δηλαδή, ουσιαστικά, να κάνεις το 1ο κεφάλαιο δεύτερο), όπου εκεί θα συμπεριλάβεις κάποιο περιστατικό από τη ζωή του Λέβεν. Έτσι, θα δούμε πώς ζούσε πριν και θα έχουμε λόγο να νοιαστούμε για το τι θα του συμβεί μετά. Επίσης, μέσα σε αυτό το κεφάλαιο ίσως μπορέσεις να περάσεις κάποιες πληροφορίες μέσα από τις σκέψεις και τα λόγια του χαρακτήρα. Ή ίσως μέσα από τις σκέψεις και τα λόγια άλλων χαρακτήρων γνωστών του Λέβεν. Πάντως, φρόντισε να λες μια ιστορία συγχρόνως καθώς πασάρεις πληροφορίες. Σκέτες πληροφορίες είναι κάπως... *yawn*

Link to comment
Share on other sites

Το βρήκα! Μου ήρθε τώρα, καθώς διάβαζα τι είπατε, μια ιδέα!

Περιμέντε λίγο καιρό να την υλοποιήσω και θα το ποστάρω

:)

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, το κειμενάκι που είναι πρόλογος γίνεται κάτι σαν ένα εισαγωγικό βιντεάκι σε ένα παιχνίδι και αυτό που ποστάρω τώρα θα γίνει ο πρόλογος.

 

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Ένας χάρτης ήταν απλωμένος στο τραπέζι του Λέβεν. Απεικόνιζε την περιοχή γύρω από την Κάλταρον, την πλουσιότερη και ισχυρότερη πόλη της ηπείρου. Νότια της Κάλταρον και στην απέναντι ακτή του Κόλπου των Νησίδων, περίπου μια εβδομάδα ταξίδι με άλογο, βρισκόταν η Ρεζόν.

 

«Λοιπόν, ξανά από την αρχή. Εδώ είμαστε εμείς» είπε ο Κούρθας, ο ξάδερφος του Λέβεν, δείχνοντας με το δάχτυλό του την Ρεζόν. «Και εδώ θέλουμε να πάμε» είπε δείχνοντας αυτή τη φορά το Νησί του Βελ, που βρισκόταν κοντά στον Κόλπο των Νησίδων.

 

«Ναι» είπε ο Λέβεν «Μόνο που μας χαλάει τα σχέδια αυτό το γράμμα» συνέχισε απογοητευμένος κρατώντας στο χέρι του ένα φύλλο χαρτί.

 

«Πάλι θα τα λέμε; Σου είπα πως θα τα κανονίσουμε κατάλληλα…»

 

Ο Λέβεν είχε ενδοιασμούς. «Ναι, αλλά αν κάτι πάει στραβά;»

 

«Κοίτα, εγώ πρέπει να φύγω από τώρα και να πάω στην Κάλταρον να επισκεφτώ τους γονείς μου. Ούτως ή άλλως μπορεί και να περνούσαμε από εκεί. Θα καθίσεις εσύ εδώ να κάνεις τις υπόλοιπες προετοιμασίες και μετά θα έρθεις να με βρεις. Ευκαιρία να δεις και την μητέρα σου. Τι μπορεί να πάει στραβά;» του είπε ο Κούρθας.

 

«Δεν είναι τόσο απλά… πως θα επικοινωνούμε; Τι θα γίνει αν κάτι σου τύχει στον δρόμο;»

 

«Αμάν πια, Λέβεν! Αυτή η απαισιοδοξία σου –»

 

«Λέγεται ρεαλισμός και όχι απαισιοδοξία…» τον μάλωσε ο Λέβεν.

 

«Πάλι αυτή τη συζήτηση θα κάνουμε; Και για πες μου τώρα εσύ μια λύση. Εμπρός. Περιμένω»

 

Ο Λέβεν τελικά υποχώρησε. «Καλά, έχεις δίκιο. Πάντως θα πρέπει να κάνουμε γρήγορα για να μην μας πιάσουν και οι φθινοπωρινές βροχές πάνω στο πλοίο»

 

«Αυτό εξαρτάται από σένα, ξάδερφε! Εσύ θα μείνεις πίσω όχι εγώ» είπε ο Κούρθας χαμογελαστός.

 

Από τότε που γεννήθηκαν, ο Κούρθας ήταν έτσι. Πάντα αισιόδοξος και με ένα χαμόγελο στα χείλη, σε αντίθεση με τον Λέβεν που ήταν συνήθως σοβαρός. Στον χα-ρακτήρα, ο Κούρθας έμοιασε στον παππού του και στην θεία του –στην μητέρα του Λέβεν δηλαδή- ενώ ο Λέβεν στον πατέρα του. Αν και μεγάλωσε χωρίς αυτόν, γιατί εξαφανίστηκε μια μέρα όταν ήταν μικρός, το ίδιο αίμα κυλούσε μέσα του.

 

«Πάντως, Κούρθας, ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω ότι τελικά θα πάμε στο Νησί. Μετά από τόσο καιρό αναμονής…»

 

«Ναι… ούτε κι εγώ μπορώ… Επιτέλους, εσύ θα μελετήσεις όσο έχεις όρεξη κι εγώ θα είμαι από τους πιο χαρούμενους ανθρώπους του κόσμου! Θα πάμε στον παράδεισο! Και τελικά θα δούμε αν οι φήμες για παράξενα πλάσματα και θαύματα ισχύουν»

 

«Αυτό το λες σοβαρά; Πως είναι δυνατόν να υπάρχουν ‘δέντρα που περπατά-νε’; Ιστορίες για παιδιά είναι όλα» σοβάρεψε πάλι ο Λέβεν.

 

«Ιστορίες για παιδιά; Πρόσεχε μόνο μην το πεις αυτό παραέξω, γιατί υπάρ-χουν πολλοί που τα πιστεύουν αυτά και μάλιστα είναι και θρησκεία»

 

«Σιγά… οι θρησκείες φτιάχνονται για να παραπλανούν και να ελέγχουν τον κόσμο»

 

«Όπως νομίζεις, Λέβεν» είπε ο Κούρθας.

 

Και έτσι τελείωσαν την κουβέντα τους. Ύστερα χαιρετήθηκαν και ο Κούρθας αποχώρησε. Τώρα τα υπόλοιπα έμειναν στον Λέβεν.

 

 

 

Αυτό ήταν... μετά συνεχίζει όπως ήταν με μερικές αλλαγές:

Εκεί που λέει:

Πήγε στη βιβλιοθήκη του ελπίζοντας να βρει κάποιο σχετικό βιβλίο. Στη βιβλιοθήκη είχε αμέτρητους τόμους και βιβλία, ταξινομημένα κατά είδος και αλφαβητική σειρά.

προσθέστε:

Και όλα αυτά τα βιβλία ήταν του πατέρα του. Ο πατέρας μου…πόσο καιρό έχω να τον δω άραγε; Τον θυμάμαι μόνο αμυδρά. Μόνο τα βιβλία του έμειναν πίσω. Μόνο τα βιβλία του…

 

Μέχρι στιγμής αυτές είναι οι αλλαγές που έχω κάνει... θα το ξανακοιτάξω στο μέλλον για να δω τι αλλο μπορεί να γίνει.

Edited by King_Volsung
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..