Jump to content

Το Σπίτι Στο Πικέρμι


DinoHajiyorgi

Recommended Posts

Την Άνοιξη του 1995 γνωρίζομαι με δύο παιδιά, τον Μάρκο Παπαϊωάννου και τον Θόδωρο Μαυρογιώργη. Ετοιμάζουν μια πρόταση για σειρά, για την ελληνική τηλεόραση, το «Κυνηγοί του Παράδοξου». Τα σενάρια βασίζονται σε έρευνες του Γιώργου Μπαλάνου. Κάνω μια τρίτη γραφή στο σενάριο τους «Η Σπηλιά του Νταβέλη». Για το δεύτερο επεισόδιο έχουν μόνο ένα προσχέδιο. Βάση εκείνου, και μιας επίσκεψης που κάναμε οι τρεις μας στο καθεαυτό σπίτι, γράφω «Το Σπίτι Στο Πικέρμι». Σε εκείνη την πρώτη γραφή τερματίζεται η συνεργασία μας καθώς όπως φαίνεται η πρόταση τελματώνει. Λίγο καιρό αργότερα οι «Κυνηγοί του Παράδοξου» εμφανίζονται στην ελληνική τηλεόραση, στο Άλφα-Σκάι τότε- και λήγουν άδοξα μετά από λίγα επεισόδια. «Η Σπηλιά του Νταβέλη» έπαιξε, δεν μπορώ όμως να βεβαιώσω τι, και αν, είχε στοιχεία από το δικό μου σενάριο. Σίγουρα το concept ήταν αλλαγμένο. «Το Σπίτι Στο Πικέρμι» όμως έχω την εντύπωση πως δεν έπαιξε καθόλου. Τέλος πάντων, σας παρουσιάζω τι έγραψα εγώ(στην Olivetti γραφομηχανή μου τότε). Όσοι διαβάσατε και το «Μέσα Στον Καθρέπτη» θα ανακαλύψετε κάποιες περιγραφικές και άλλες εμμονές μου, που ούτε εγώ ήξερα πως είχα.[Έχετε υπ’όψη πως οι σκηνές που περιγράφονται μέσα στο στοιχειωμένο σπίτι έχουν γραφτεί έτσι ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί η ελληνική παραγωγή στην υλοποίηση των όποιων ειδικών εφέ. Παρόλα αυτά, νομίζω πως μάλλον ξεπέρασα τα όρια, και πως αν το είχα γράψει αποκλειστικά για διήγημα, θα ήταν σίγουρα πολύ πιο επικό.]

 

Πρωταγωνιστής της σειράς, όπως το είχαμε διαμορφώσει τότε, είναι ο Άρης, που είναι η προσωποποίηση του Γιώργου Μπαλάνου.

 

 

Προϊστορία

 

Ξερά χόρτα και σποραδικά δέντρα γεμίζουν τον κάμπο. Ο ήλιος καίει ζεστός. Ακούγεται το πονεμένο λάλημα κάποιου εξωτικού πουλιού. Εμφανίζονται δύο κυνηγοί. Σκούρα, πρωτόγονα χαρακτηριστικά. Πυκνό τρίχωμα, καχύποπτο βλέμμα. Κρατούν τόξα με τα βέλη έτοιμα. Στους λαιμούς τους κρέμονται φυλακτά από κοκαλάκια ζώων. Τα γυμνά τους πόδια βαδίζουν προσεχτικά ανάμεσα στα αγριόχορτα. Τα μάτια τους τρέχουν από θάμνο σε θάμνο, από δέντρο σε δέντρο.

 

Ο δεύτερος κυνηγός σταματάει και καρφώνει το βλέμμα του σε έναν θάμνο. Σηκώνει το τόξο του και περιμένει με υπομονή. Ο πρώτος κυνηγός συνεχίζει το βάδισμα του και απομακρύνεται από τον σύντροφο του. Κοιτάζει ανήσυχος γύρω του. Σαν να τον ενοχλεί κάτι. Ακούει ένα φτερούγισμα. Η ματιά του πετάγεται πάνω, ψάχνει στον ουρανό αλλά δεν εντοπίζει τίποτα. Ακούει το τρέξιμο ενός λαγού. Ψάχνει στο έδαφος, πάλι τίποτα. Λίγα βήματα μπροστά του υπάρχει μια τρύπα στο έδαφος. Χάσκει σαν το άνοιγμα μιας γιγάντιας μυρμηγκοφωλιάς. Μέσα από το σκοτάδι της αναδύεται το επιβλητικό βουητό μιας υπερφυσικής συνάθροισης εντόμων του κάτω κόσμου. Αυτό όμως, και η ύπαρξη της τρύπας, είναι πέρα από την αντίληψη του πρώτου κυνηγού. Εκείνος κοιτάζει έντρομος το σκηνικό που τον περιβάλλει. Τα χέρια του τρέμουν. Γυμνώνει τα δόντια του και αρχίζει να μουρμουράει ένα ξόρκι. Το λάλημα του εξωτικού πουλιού πλανάται πάνω από το κεφάλι του και του πλακώνει την ψυχή. Αφήνει το τόξο και το βέλος του να πέσουν. Αρπάζει σφιχτά το φυλακτό που κρέμεται από τον λαιμό του και πέφτει στα γόνατα. Συνεχίζει το ξόρκι με μεγαλύτερη αγωνία. Σηκώνει μια κοφτερή πέτρα και αρχίζει να χαράζει το στήθος του.

 

Ο δεύτερος κυνηγός αντιλαμβάνεται πως η υπομονή του πήγε χαμένη. Δεν υπάρχει ζωντανό κρυμμένο στον θάμνο. Γυρνάει και φεύγει. Στην βάση όμως του θάμνου υπάρχει το ψοφίμι ενός κουνελιού. Το καταβροχθίζουν μυρμήγκια και σκουλήκια. Ο δεύτερος κυνηγός ψάχνει τον σύντροφο του. Τον βλέπει πλάτη και γονατισμένο παραπέρα. Του απευθύνεται με ένα μουγκανητό. Δεν υπάρχει αντίδραση από τον άλλο. Ο δεύτερος κυνηγός τον πλησιάζει από πίσω. Ο πρώτος συνεχίζει να πετσοκόβει το αιματοβαμμένο στήθος του. Τα μάτια του έχουν γυρίσει στο άσπρο και αφρός τρέχει από το στόμα του. Ο σύντροφος του τώρα στέκεται από πάνω του. Του απευθύνεται ξανά. Ξαφνικά, ο ουρανός πάνω από τα κεφάλια τους γίνεται κόκκινος. Ο πρώτος κυνηγός πετάγεται όρθιος κρατώντας μια μεγάλη πέτρα. Την κατεβάζει στο κεφάλι του άλλου. Πέφτει από πάνω του στο έδαφος και συνεχίζει να τον χτυπάει απανωτά με μανία. Ουρλιάζει σαν άγριο ζώο και φτύνει σάλια. Μικρός κάτω από το βλέμμα του Θεού, δεν είναι παρά μια ασήμαντη σιλουέτα μέσα στον τεράστιο κάμπο, ενός άντρα που πολτοποιεί το κεφάλι του αδελφού του.

 

Σηκώνεται ξανά, τρελός, βαμμένος στο αίμα. Αφήνει μια σπαρακτική κραυγή. Αρπάζει τον λαιμό του σαν να μην μπορεί να αναπνεύσει. Σωριάζεται νεκρός στο χώμα. Ο αέρας γεμίζει με το βουητό της πεινασμένης μύγας.

 

Σήμερα

 

Μυρμήγκια, σκουλήκια και μύγες συνεχίζουν το ατελείωτο τους τσιμπούσι στο κουφάρι μιας γάτας. Πιο πέρα, πάνω στη γραμμή του ορίζοντα είναι το σπίτι. Ο ήλιος είναι χαμηλά και στεφανώνει το επιβλητικό, πέτρινο κουφάρι. Το κόκκινο φως του χορεύει ανάμεσα από τα κενά του κουφώματα. Στον άνεμο επικρατεί το βουητό της μύγας. Το σπίτι είναι ένα ερείπιο. Βαριές σκιές πλανιούνται στους πεσμένους του σοβάδες, στα ραγισμένα πλακάκια, στο τρύπιο ταβάνι. Ίχνη από ακατονόμαστες ψαλμωδίες αιωρούνται μέσα στα γκρεμισμένα δωμάτια. Υπάρχουν σατανιστικά σύμβολα και γκραφίτι πάνω στους τοίχους. Μια ρωγμή σκάει με κρότο στο ταβάνι.

 

Ο Άρης ξυπνάει ταραγμένος. Είναι ξαπλωμένος με τα ρούχα στον καναπέ. Το βλέμμα του ψάχνει το σκοτάδι. Αναγνωρίζει τον χώρο. Τα παράθυρα του διαμερίσματος είναι ανοιχτά. Ένα ελαφρό αεράκι φλερτάρει με τις κουρτίνες. Ήχοι της πόλης, η σειρήνα ενός ασθενοφόρου, το πέρασμα ενός αεροπλάνου, φτάνουν καθησυχαστικά στα αφτιά του. Γείτονες που τσακώνονται, γάτες που μαλώνουν, μπουκάλια που σπάνε στο πεζοδρόμιο.

 

Σηκώνεται βαρύς. Πάει στην κουζίνα και ανοίγει το ψυγείο. Η λάμπα από μέσα φωτίζει το διαμέρισμα. Δημιουργεί σκιές σε ξεφτισμένες γωνίες. Κορνιζαρισμένα αποκόμματα εφημερίδων στους τοίχους. Πρωτοσέλιδα με θέμα το ανεξήγητο. Ακούγεται ένα νιαούρισμα. Μια γάτα τρίβεται στα πόδια του Άρη. Εκείνος χαμογελάει. Παίρνει ένα γάλα λίτρου από το ψυγείο και γεμίζει ένα πιατάκι στο πάτωμα. Η γάτα το πίνει γουργουρίζοντας ευχαριστημένη. Ο Άρης αφήνει την πόρτα του ψυγείου ανοιχτή να φωτίζει το διαμέρισμα. Με το λίτρο στο χέρι πάει στο παράθυρο. Παρακολουθεί την νύχτα, την πόλη. Πίνει γάλα. Τον ξαφνιάζει το κουδούνισμα του τηλεφώνου.

 

Ο Άρης κάθεται σε ένα παγκάκι και πετάει ψωμάκια στις πάπιες της λιμνούλας. Γύρω του κινείται ο συνηθισμένος κόσμος. Πολλές μάνες με τα παιδιά τους. Παιχνίδι και φασαρία. Κάνει ζέστη και κάθε τόσο σκουπίζει το μέτωπο του με ένα μαντίλι. Λεκέδες ιδρώτα είναι εμφανείς στις μασχάλες του πουκαμίσου του. Με το βλέμμα του μελετάει την ζωή γύρω του. Τον πλησιάζει ένας άντρας. Ψηλός, αδύνατος, μεγαλύτερος σε ηλικία από τον Άρη. Τα ρούχα του είναι απλά, φτωχικά, σκούρα. Κρατάει έναν φάκελο και βαδίζει αρχοντικά. Το αργό του βήμα, οι ριπές του ήλιου μέσα από τα δέντρα, η θολούρα της ζέστης, τον κάνουν να μοιάζει με οπτασία. Γλιστράει σαν αόρατος ανάμεσα από τον κόσμο. Ο Άρης δεν τον έχει προσέξει μέχρι που σταματάει από πάνω του.

«Άρη…»

Ο Άρης τον βλέπει και ξαφνιάζεται. Σηκώνεται όρθιος.

«Ηλία! Μ’έπιασες στον ύπνο. Δεν σε κατάλαβα. Έλα, κάτσε…μήπως προτιμάς να πάμε αλλού;

«Όχι, εδώ είναι υπέροχα.»

Κάθονται μαζί. Ο Ηλίας κάθεται με την πλάτη ίσια σε αντίθεση με τον Άρη που καμπουριάζει λίγο.

«Στο ράδιο είπε πως αναμένεται καύσωνας» ξεκινάει ο Ηλίας, «Χειρότερος από αυτόν πέρσι. Εδώ είναι πολύ ωραία. Αυτό ήταν πάντα το αγαπημένο μου σημείο.»

«Φαίνεσαι καλά…Γερός, δυνατός…Χαίρομαι που σε βλέπω.»

«Έχω γεράσει Άρη. Δεν είμαι φτιαγμένος για μεγάλες συγκινήσεις πλέον. Το πνεύμα έχει πάρει την κατιούσα μαζί με την σάρκα. Δεν μου φέρθηκα καλά τα τελευταία χρόνια. Είναι πια καιρός για μετάνοιες.»

Πέφτει μια σιγή μεταξύ τους. Ο Άρης προσέχει τον φάκελο στο χέρι του άντρα.

«Έφερες τις φωτογραφίες;»

Ο Ηλίας δίνει τον φάκελο στον Άρη. Εκείνος τον ανοίγει και βγάζει τις φωτογραφίες. Κάποιες ασπρόμαυρες του σπιτιού στο Πικέρμι παρμένες από διάφορες γωνίες. Κάποιες υπέρυθρες με απόκοσμους χρωματισμούς και φωτεινά σημεία στα κοντινά των παραθύρων.

«Είναι και οι υπέρυθρες που σου έλεγα…» σχολιάζει ο Ηλίας.

Το δάχτυλο του Άρη χαϊδεύει μια φωτογραφία του κοντινού ενός παραθύρου. Το φωτεινό σημείο εκεί θα μπορούσε να είναι κάποιος ή κάτι που στέκεται στο παράθυρο και κοιτάζει έξω. Ο Άρης δείχνει την φωτογραφία στον άντρα.

«Δεν ήταν ανάγκη να δω την φωτογραφία» λέει εκείνος, «Το ένιωσα όσο ήμουν εκεί. Το μέρος πάλλεται, δεν μπορείς να αγνοήσεις τις δονήσεις.»

«Άρα, είχα δίκιο. Είναι ‘πύλη’!»

«Ό,τι και να είναι δεν θέλει τους ζωντανούς. Ή μάλλον τους θέλει πολύ, με απαράδεκτο αντίτιμο. Όπως και να το δεις…δεν είναι τόπος για ανθρώπους.»

«Αυτό δεν μας σταμάτησε ποτέ, αν θυμάμαι καλά» λέει ο Άρης χαμογελώντας.

Ο Ηλίας κουνάει το κεφάλι του αρνητικά ξαφνιάζοντας τον.

«Τι; Δεν θα έρθεις μαζί μας;»

«Όχι εγώ. Στο είπα, γέρασα για τέτοιες συγκινήσεις. Και…ξέρω πως δεν θα με ακούσεις αλλά εγώ θα στο πω…Αυτό, προσπέρασε το.»

«Δεν μπορώ. Το βλέπω στα όνειρα μου. Πολύ καιρό τώρα. Πρέπει να βρω την εξήγηση.»

Ο Ηλίας χαμογελάει και κουνάει το κεφάλι του με κατανόηση. Σηκώνεται όρθιος. Ο Άρης τον μιμείται.

«Πρέπει να φύγω. Καλή σου τύχη Άρη.»

Σφίγγουν τα χέρια.

«Όταν τελειώσει θα περάσω να στα πω.»

Ο Ηλίας κάνει να φύγει, κοντοστέκεται, γυρνάει προς τον Άρη.

«Πότε θα πάψεις να κατασκοπεύεις την άβυσσο; Μια μέρα θα τη βρεις να σου επιστρέφει το βλέμμα.»

Φεύγει. Ο Άρης μένει εκεί να τον κοιτάζει μέχρι να εξαφανιστεί στο μονοπάτι του πάρκου. Το πονεμένο λάλημα κάποιου εξωτικού πουλιού σκάει πάνω από το κεφάλι του. Ψάχνει ψηλά στα κλαδιά των δέντρων και τυφλώνεται από το φως του ήλιου. Ένα παιδάκι περνάει τρεχάτο από δίπλα του τσιρίζοντας. Το μουγκρητό μιας νταλίκας από τον δρόμο εισβάλλει στο πάρκο.

 

Ζεστός ήλιος με τζιτζίκια στην υπόκρουση. Το αυτοκίνητο του Άρη ακολουθεί την άσφαλτο που καίει. Προσπερνάει την πινακίδα στην άκρη του δρόμου που γράφει Παλλήνη. Συνοδηγός του Άρη κάθεται ο Νίκος. Στο πίσω κάθισμα, κατά σειρά οι Στέφανος, Άννα και Πάνος. Η Άννα παίζει με την φωτογραφική της μηχανή.

Ο Άρης τους κοιτάζει έναν-έναν από τον καθρέπτη του.

«Παιδιά, πήραμε αρκετό νερό;»

«Ναι, το φρόντισε η Άννα» απαντάει ο Πάνος.

«Μην ανησυχείς, έχω πάρει αρκετό για όλους» λέει εκείνη.

«Έχει ασυνήθιστη ζέστη» τονίζει ο Άρης. «Το εσωτερικό του σπιτιού θα είναι φούρνος.»

Ο Πάνος σκύβει στο αφτί της Άννας και της ψιθυρίζει.

«Βράζει-βράζει το καζάνι, και γύρω-γύρω τα διαβολάκια…»

Η Άννα δαγκώνεται για να μην χαμογελάσει.

«Σταμάτα.»

Ο Νίκος γυρνάει και την κοιτάζει.

«Μ’αυτή θα φωτογραφίσεις τα φαντάσματα;»

Το ύφος του είναι ειρωνικό. Η Άννα του απαντάει με μια γκριμάτσα. Ο Στέφανος εκνευρίζεται.

«Άρη, γιατί έφερες τον Νίκο; Δεν νομίζω πως τον έχουμε ανάγκη.»

«Σωστά» συμφωνεί και ο Πάνος.

Ο Άρης κοιτάζει τα βλέμματα στον καθρέπτη, αναρωτιέται αν σοβαρολογούν.

«Ο Νίκος ήθελε να έρθει…»

«Ήθελε να έρθει για να κάνει καζούρα σε βάρος μας» συνεχίζει ο Στέφανος. «Κυριακάτικα δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει.»

«Τέτοιος ξινομούρης που είναι μήπως έχει και άλλη ζωή;» συμπληρώνει ο Πάνος. «Είμαστε οι μόνοι φίλοι που έχει.»

«Είμαστε οι μόνοι που τον ανεχόμαστε» λέει και η Άννα.

«Άρη, με σκοτώνουν εδωπέρα. Δεν θα πεις τίποτα;»

«Εγώ; Εσύ το ξεκίνησες.»

«Μια αθώα ερώτηση έκανα.»

Οι πίσω γελούν ειρωνικά. Ο Νίκος προσπαθεί να χαμογελάσει.

«Συγνώμη αν είμαι κάπως έξω από τα πράγματα. Θέλω πάντως να πιστεύω πως έχω ανοικτό μυαλό. Δηλαδή λάθος κάνω; Φαντάσματα δεν πάμε να βρούμε;»

«Όχι αναγκαία.» Ο Άρης πίνει μια γουλιά από το νερό του. Το στόμα του στεγνώνει γρήγορα. «Όχι σε αυτή τη περίπτωση. Το σπίτι είναι ένα σπίτι. Τούβλο πάνω σε τούβλο. Τυχαίνει όμως να είναι χτισμένο στο κέντρο, σε μια διασταύρωση αυτού που αποκαλούμε κοσμική ενέργεια.»

«Μόνο το υπέδαφος είναι τόσο ζωντανό όσο είναι και αρχαίο» συμπληρώνει ο Στέφανος. «Δεν είναι τυχαία η συγκέντρωση τόσων απολιθωμάτων στην περιοχή.»

«Είναι μια πνευματική μαύρη τρύπα» επεξηγεί ο Άρης, «Δέκτης και πομπός πάνω σε αυτά…πιστεύουμε πως είναι το σπίτι. Αν διαβάσεις τις μαρτυρίες ανθρώπων που το πλησίασαν κατά καιρούς, και με το πραγματιστικό κεφάλι σου βγάλεις το συμπέρασμα ‘μαζική υστερία’… αυτό ακριβώς ψάχνουμε κι εμείς. Ποια είναι η πηγή αυτής της υστερίας; Ποιος, τι, και από πού την εκπέμπει;»

«Δεν υπάρχει όμως ανεξάρτητα και η ‘ψυχή’ του σπιτιού;» ρωτάει ο Πάνος χωρίς όμως να περιμένει απάντηση.

«Α, το μανιτού» σχολιάζει και ο Στέφανος.

«Πρέπει να είναι ποτισμένο από τα ίχνη όλων αυτών που το έζησαν, που πέρασαν από τα δωμάτια του» συνεχίζει ο Πάνος, «Καλές στιγμές, κακές στιγμές που συσσωρεύτηκαν στην ιστορία του και το σημάδεψαν. Του έδωσαν τον χαρακτήρα του. Την ‘φύση’ του.»

«Δεκτό αυτό που λες» απαντάει ο Άρης, «Αν όμως έχουμε δίκιο για το σημείο που στέκεται το σπίτι, τότε νομίζω η πορεία του ήταν λίγο-πολύ προδιαγραμμένη.»

«Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με ένα πολύ μανιακό σπίτι» λέει ο Νίκος για να συμμετάσχει.

 

Το αυτοκίνητο περνάει μια πινακίδα που λέει Πικέρμι. Τα χέρια του Άρη σφίγγουν το τιμόνι. Η Άννα γέρνει προς την πλάτη του.

«Ο κόσμος λέει πως γίνονται μέσα σατανιστικές τελετές τα βράδια.»

«Προσωπικά θα ήθελα να πιστεύω πως η συγκεκριμένη ανθρώπινη αρρώστια είναι άσχετη με την πηγή που ψάχνουμε. Μια παρερμηνεία του ανθρώπινου δέκτη…»

«Τι εννοείς;»

«Δεν θέλω να μπω στα θρησκευτικά τώρα…Παιδιά, φτάσαμε.»

Το βλέμμα του Άρη είναι καρφωμένο στον δεξί ώμο του δρόμου. Όλοι στο αυτοκίνητο ακολουθούν την ματιά του. Το αυτοκίνητο προσπερνάει μια αποθήκη στην άκρη του δρόμου. Μετά το κτίριο αποκαλύπτεται δραματικά το σπίτι πάνω στον λόφο. Σκοτεινό, μια σιλουέτα κάτω από τον ήλιο. Ασυναίσθητα η Άννα σταυροκοπιέται. Το αυτοκίνητο αφήνει την άσφαλτο και παίρνει τον ανηφορικό χωματόδρομο προς το σπίτι.

 

Φρενάρει μπροστά του, σε μια απόσταση σεβασμού θαρρείς, καθώς ο Άρης αποφεύγει την σκιά του κτιρίου. Η παρέα των πέντε βγαίνουν από το αυτοκίνητο. Μαζεύονται και το κοιτούν σιωπηλά. Μοιάζει να κάθεται εκεί και να αδιαφορεί για την παρουσία τους. Ιδρώνουν κάτω από τον ήλιο και το κοιτάζουν.

«Μικρό είναι» λέει ο Νίκος.

 

Ο Στέφανος σηκώνει το χέρι του να κρύψει τον ήλιο από τα μάτια του.

«Κάπου το ξέρω αυτό. Ίσως από κάποια φωτογραφία στο γραφείο σου. Ε, Άρη;»

«Όχι. Δεν υπάρχει τέτοια πιθανότητα.»

«Παιδιά…» Ο Πάνος κομπιάζει, «Εγώ νομίζω πως έχω ξανάρθει εδώ. Είναι ανατριχιαστικό του πως γαργαλάει την μνήμη μου. Είναι τόσο θολό που θα πρέπει να συνέβη, αν συνέβη, όταν ήμουν πολύ μικρός.»

«Μήπως το ονειρεύτηκες;»

«Όχι…όχι απ’όσο μπορώ να θυμηθώ. Αλλά και έτσι να ήταν πως θα το ονειρευόμουν αν δεν το είχα δει πρώτα; Είμαι σίγουρος πως έχω ξανάρθει εδώ…» Κοιτάζει γύρω. «Τα γύρω σπίτια δεν μου λένε τίποτα.»

«Διάβολε!» Ο Στέφανος κάνει κύκλους σαν να κυνηγάει την ουρά του. «Σας λέω κάτι ξέρω γι αυτό το σπίτι. Κάτι από την ιστορία του και τώρα το έχω ξεχάσει τελείως!»

 

Η Άννα τρίβει νευρικά το σταυρουδάκι που κρέμεται από τον λαιμό της.

«Εγώ το έχω φανταστεί. Από παιδί, όποτε ήθελα να φανταστώ ένα μέρος σκοτεινό, γεμάτο κακία, εκεί που ζούσαν οι μάγισσες, οι κακοί λύκοι και ο μπαμπούλας… έβλεπα αυτό.»

Ο Άρης κάνει ένα βήμα προς το σπίτι.

«Εγώ, είναι καιρός τώρα, το βλέπω στα όνειρα μου. Για τον Θεό μου όμως δεν θυμάμαι να έχω ξανάρθει εδώ.»

Όλοι τους γυρνούν και κοιτούν τον Νίκο σαν να περιμένουν να πει κι εκείνος κάτι.

«Τι; Τι με κοιτάται; Νομίζω πως τρελαθήκατε όλοι σας. Πρώτη φορά πατώ το πόδι μου εδώ.»

«Και αλλιώς να ήταν δεν θα το παραδεχόσουν» τον τσιγκλάει ο Στέφανος.

Ο Άρης τους διακόπτει απευθυνόμενος σε όλους.

«Εντάξει παιδιά. Πάμε να δούμε μέσα και μετά να ξεφορτώσουμε τα πράγματα.»

Η Άννα κάνει ένα βήμα πίσω.

«Εγώ θα μείνω εδώ. Στο αυτοκίνητο.»

 

Η παρέα ξεκινάει για το σπίτι. Ο Πάνος περνάει δίπλα από την Άννα και της ψιθυρίζει.

«Βράζει-βράζει το καζάνι…»

Η Άννα του σηκώνει το μεσαίο δάχτυλο της. Εκείνος γελάει. Ο Άρης σταματάει στην είσοδο και κοιτάζει ψηλά. Δείχνει στους υπόλοιπους το σχέδιο του ήλιου στην καμάρα της στέγης.

«Προσέξτε, το σχέδιο του ήλιου.»

Ο Στέφανος σμίγει τα φρύδια του.

«Προστασία; Δύναμη; Ταυτότητα;»

Οι τέσσερις άντρες μπαίνουν στο σπίτι.

 

Ο θόρυβος των τζιτζικιών αντηχεί απόκοσμα μέσα στο κτίριο. Στέκονται στο χολ και κοιτάζουν εξεταστικά το ερείπιο. Εισπνέουν τον χώρο.

«Νιώθετε τίποτα;» ρωτάει ο Άρης.

Κουνούν τα κεφάλια τους αρνητικά. Χωρίς άλλη κουβέντα χωρίζονται και γνωρίζονται με το ισόγειο. Προσέχουν τα σατανιστικά σύμβολα στους τοίχους. Βλέπουν τα γκραφίτι.

«Ποτέ κανείς δεν πίστεψε την ιστορία μου» διαβάζει ο Νίκος.

«Έι, ακούστε εδώ!» φωνάζει ο Πάνος, «‘Οι ψυχές σε αυτό το σπίτι είναι ανήσυχες γιατί βλέπουν την κατάντια του ανθρώπου σε αυτόν τον πλανήτη’.»

«Εσύ τό’γραψες;»

«Δεν κάνω τέτοιες ανορθογραφίες. Ούτε σ’αυτή, ούτε σε καμία άλλη ζωή.»

 

Ο Άρης γονατίζει μπροστά στο τζάκι. Εξετάζει κάποια καμένα κουρέλια. Ανάμεσα τους βρίσκει το κεφάλι μιας πλαστικής, παιδικής κούκλας. Ο Πάνος και ο Στέφανος πλησιάζουν την ξύλινη σκάλα που οδηγεί επάνω.

«Μετά από σας» λέει ο Στέφανος υποκλινόμενος.

Ο Πάνος κάνει να ανέβει. Η σκάλα αρχίζει να τρίζει επικίνδυνα.

«Σιγά-σιγά και με προσοχή.»

Ο Άρης τους φωνάζει από το άλλο δωμάτιο.

«Ένας-ένας στη σκάλα παιδιά.»

 

Ο Πάνος και ο Στέφανος φτάνουν στο πάνω πάτωμα. Από την πίσω ταράτσα αντικρίζουν τη θέα ενός χωραφιού και ενός μεγάλου δέντρου.

 

Στο ισόγειο, ο Άρης εξετάζει τη θέα που προσφέρουν τα παράθυρα του καθιστικού. Βγάζει από την τσέπη του μια πυξίδα και την μελετάει. Στο άλλο δωμάτιο, ο Νίκος κοιτάζει το δέντρο από το πίσω παράθυρο. Το χέρι του ακουμπάει στον τοίχο. Κάνει να φύγει και αντιδράει επίπονα. Κοιτάζει το ματωμένο του δάχτυλο. Ανακαλύπτει μια μικρή πρόκα που εξέχει στον τοίχο. Μια σταγόνα αίμα στάζει στο σκονισμένο πάτωμα.

 

Ο Πάνος και ο Στέφανος βγαίνουν στο μπροστινό μπαλκόνι. Βλέπουν κάτω την Άννα δίπλα στο αυτοκίνητο. Την χαιρετούν. Εκείνη χαμογελάει και ανταποκρίνεται.

«Φέρε τα τρόφιμα» της φωνάζει ο Πάνος.

«Και το νερό!» συμπληρώνει ο Στέφανος.

 

Η Άννα πάει στο πορτ-μπαγκάζ. Βγάζει δύο σακούλες με τρόφιμα και προχωράει προς το σπίτι. Διασχίζει την είσοδο. Αμέσως σταματάει σοκαρισμένη. Της πέφτουν οι σακούλες. Αρπάζει τους κροτάφους της και κλείνει σφιχτά τα μάτια της. Μέσα της δονείται ένας τρομακτικός παλμός.

 

Η πυξίδα του Άρη αναπηδάει στο πάτωμα. Η βελόνα της στριφογυρίζει σαν τρελή. Ο Άρης κρατάει επίσης το κεφάλι του.

 

Στο πάνω πάτωμα, ο Στέφανος και ο Πάνος ζουν παρόμοια εμπειρία. Ο παλμός τους τρυπάει το κεφάλι.

 

Ο Νίκος είναι σε άλλο ταξίδι. Μεθοδικά και με ζήλο ξύνει το πληγωμένο του δάχτυλο πάνω στην πρόκα. Μεγαλώνει την πληγή. Αυξάνει την ροή του αίματος στο πάτωμα. Τα μάτια του έχουν προσηλωθεί με ένταση στο έργο του. Σπρώχνει το δάχτυλο του με πείσμα πάνω στην πρόκα. Σφίγγει τα δόντια του οργισμένα.

 

Ο παλμός σταματάει. Η Άννα χαλαρώνει. Κατεβάζει τα χέρια της. Το ίδιο και ο Άρης. Φωνάζει προς τους άλλους.

«Άννα είσαι καλά;»

«Καλά είμαι…» απαντάει μουδιασμένη.

«Πάνο;! Στέφανε;!»

Ο Πάνος και ο Στέφανος κοιτάζονται ζαλισμένοι. Φωνάζουν προς τις σκάλες.

«Εμείς εντάξει είμαστε!»

«Τι στο καλό ήταν αυτό Άρη;!»

 

Ο Άρης κοιτάζει γύρω του.

«Νίκο! Νίκο;!»

Δεν παίρνει απάντηση και αρχίζουν να τον φωνάζουν και οι άλλοι.

 

Ο Νίκος συνεχίζει με πείσμα. Οι φωνές των άλλων τον εκνευρίζουν. Ο Άρης και η Άννα εμφανίζονται πίσω από την πλάτη του.

«Νίκο;»

Εκείνος σταματάει. Κρατάει την πλάτη του γυρισμένη προς εκείνους.

«Τι είναι; Τι θέλετε; Τι στο διάολο θέλετε;»

Ο Άρης και η Άννα κοιτάζονται ανήσυχοι. Ξαφνικά η έκφραση του Νίκου αλλάζει. Από οργισμένη σε τρομοκρατημένη. Κοιτάζει το δάχτυλο του.

«Χριστέ μου…»

 

Η παρέα ξεφορτώνει από το πορτ-μπαγκάζ τα σλίπιν-μπαγκ και κάποια κιβώτια με εργαλεία. Τα ταξινομεί πάνω στο χορτάρι. Ο Άρης δίνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου στον Νίκο. Το αριστερό του χέρι είναι τυλιγμένο με ένα ματωμένο μαντήλι.

«Νιώθω τόσο ηλίθιος. Τι μαλακία.»

«Πρέπει να βιαστείς να το φροντίσεις. Και επιμένω να σε πάει κάποιος από εμάς…»

«Θα πάω εγώ» λέει ο Στέφανος.

«Με τίποτα!» αντιδράει ο Νίκος. «Δεν θα μαλώσουμε τώρα! Δεν θα πληρώσετε εσείς την δική μου απροσεξία. Σαν να είμαι μωρό παιδί.» Τους κουνάει το πονεμένο του χέρι. «Μπορώ να οδηγήσω μια χαρά.»

Η Άννα δίνει στον Νίκο ένα φιλάκι στο μάγουλο.

«Μην αργήσεις.»

Ο Νίκος χαμογελάει και μπαίνει στο αυτοκίνητο. Κοιτάζει προς τον Άρη.

«Και πάλι συγνώμη.»

«Βρε άντε πήγαινε!»

Ο Νίκος βάζει μπρος, οδηγάει κυκλικά γύρω τους και κατηφορίζει στον λόφο. Εκείνοι τον παρακολουθούν μέχρι να χαθεί το αυτοκίνητο. Μένουν τέσσερις ενάντια στο σπίτι.

 

Η Άννα σκουπίζει το πάτωμα. Σπρώχνει τα χώματα στην άκρη. Ο Πάνος στρώνει τα σλίπιν-μπαγκ. Ο Άρης και ο Στέφανος στήνουν τα μηχανήματα τους. Ένα tape-recorder με εξωτερικό μικρόφωνο. Μια μικρή γεννήτρια, λάμπες υγραερίου, φακοί, μια κάμερα σε τρίποδο. Ο Άρης καρφώνει σύρματα κατά μήκος του τοίχου, γύρω από τα κουφώματα της πόρτας και των παραθύρων. Ο Πάνος βάζει σε τάξη την «κουζίνα» με τα γκαζάκια, το μπρίκι, τον καφέ, τα νερά και τα σάντουιτς.

 

Κάθονται και οι τέσσερις γύρω-γύρω, πάνω στα σλίπιν-μπαγκ και κάνουν κολατσιό. Δείχνουν κουρασμένοι. Η Άννα κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Ο ήλιος είναι χαμηλά, μικρός και κόκκινος στον ορίζοντα.

 

Ο ήλιος βυθίζεται στην αφάνεια. Το σούρουπο στεφανώνει την μαύρη σιλουέτα του σπιτιού.

 

Η Άννα ανάβει μια λάμπα υγραερίου. Την τοποθετεί στο κέντρο του πατώματος. Στο φως της τα πρόσωπα τους αποκτούν απόκοσμα χαρακτηριστικά. Οι σκιές τους τρεμοπαίζουν πάνω στους τοίχους. Ο Άρης ελέγχει την κάμερα. Κοιτάζει μέσα από τον φακό και εστιάζει σε όλους έναν-έναν. Ο Πάνος φοράει ακουστικά και ελέγχει την λήψη του μικροφώνου. Κάνει νόημα στον Άρη πως δουλεύει κανονικά. Ο Στέφανος βιδώνει το φλας στην δική του φωτογραφική μηχανή. Κάνει μια γκριμάτσα προς τον φακό του Άρη. Η Άννα κάθεται άκεφη και τρίβει το μέτωπο της. Είναι όλοι τους ιδρωμένοι. Τα μαλλιά και τα ρούχα τους κολλάνε στο δέρμα. Τα τζιτζίκια και οι γρύλοι απ’έξω δεν έχουν σταματήσει ούτε δευτερόλεπτο.

«Είσαι καλά;» ρωτάει ο Άρης την Άννα.

«Δεν έπρεπε να’ρθούμε» λέει εκείνη.

«Συνέχεια έχω την εντύπωση πως υπάρχουν κι άλλοι μαζί μας» σχολιάζει ο Στέφανος, «Δίπλα…επάνω…εδώ…»

«Δεν πέφτεις και πολύ έξω» συμφωνεί ο Άρης.

«Είναι λάθος…σοβαρό λάθος…» συνεχίζει η Άννα σαν να μιλάει στον εαυτό της.

Ο Πάνος έρχεται δίπλα της.

«Έλα, ηρέμησε.»

Ο Άρης απλώνει το χέρι του και αγγίζει τον τοίχο.

«Νιώστε το.»

Οι άλλοι βάζουν τα χέρια τους στον τοίχο ή το πάτωμα. Υπάρχει ένα τρίξιμο, μια δόνηση.

«Μοιάζει με ‘δημόσια έργα’ στον κάτω κόσμο» λέει χαμογελώντας ο Πάνος.

 

Η Άννα σηκώνεται και τρέχει έξω από το δωμάτιο. Ο Πάνος τρέχει από πίσω της. Η Άννα ανεβαίνει τις σκάλες προς τον πάνω όροφο. Ο Πάνος την ακολουθεί προσέχοντας το βήμα του. Εκείνη φτάνει πάνω και κοιτάζει γύρω της σαν χαμένη. Από πίσω την προλαβαίνει ο Πάνος.

«Άννα, δεν βλέπεις τη μύτη σου εδώ πέρα. Θα σκοτωθούμε. Τι σ’έπιασε; Πάμε πίσω. Γιατί ήρθες εδώ;»

«Νόμισα…Νόμισα πως το υπνοδωμάτιο είναι εδώ…Εκεί, το δεξί δωμάτιο…Ω, Χριστέ μου…»

Βουτάει σε μια γωνιά και αρχίζει να ξερνάει. Ο Πάνος γυρνάει την πλάτη του και βγαίνει στην ταράτσα. Σηκώνει το βλέμμα του στον ουρανό. Ο έναστρος θόλος τους καπελώνει ολοκάθαρος και τεράστιος.

 

Κάτω, ο Άρης και ο Στέφανος έχουν σηκωθεί όρθιοι.

«Που πήγαν μέσα στο σκοτάδι;» αναρωτιέται ο Στέφανος.

Ο Άρης παίρνει έναν φακό στα χέρια του.

«Κάτσε, θα τους φέρω εγώ.»

 

Ξαφνικά, τα τζιτζίκια, οι γρύλοι, σταματούν. Η ξαφνική σιωπή πέφτει σαν βόμβα. Ο Άρης και ο Στέφανος παγώνουν στη θέση τους. Σιγά-σιγά αναδύεται ένα υπόκωφο βουητό. Νιώθουν την δόνηση γύρω τους. Τρυπάει τα αφτιά τους. Ο Άρης βγαίνει στον διάδρομο και περνάει στο δεύτερο δωμάτιο. Τον πλησιάζει ένας ψίθυρος. Αναστατώνεται. Ακούει ένα ξύσιμο. Ανάβει τον φακό του. Φωτίζει τον τοίχο. Ο σοβάς αιμορραγεί. Μαύρο, πηχτό υγρό. Σχηματίζει σύμβολα. Γράμματα. Γραφές γεμίζουν τους τοίχους… ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΘΑΜΜΕΝΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ…ΠΑΡΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ ΣΟΥ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΙΜΟΥΣ ΕΝΟΙΚΟΥΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑ ΚΟΣΜΟΥ…ΑΚΟΥΣΕ ΤΗΝ ΦΩΝΗ ΜΑΣ ΜΑΘΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ…ΠΟΝΑΜΕ ΖΗΛΕΥΟΥΜΕ ΦΘΟΝΟΥΜΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΟΘΟΥΜΕ ΔΙΨΑΜΕ…ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ… Γράμματα πάνω σε γράμματα, η μία φράση γραμμένη πάνω στην άλλη, η μία αρχίζει πριν τελειώσει η προηγούμενη. Ο Άρης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα.

 

Στο πάνω πάτωμα, η Άννα βγαίνει από το σκοτάδι στην ταράτσα. Κάτω από το φως των άστρων. Σκουπίζει το στόμα της. Ο Πάνος έχει ακόμα την προσοχή του στραμμένη στο νυχτερινό παραπέτασμα. Η Άννα πάει δίπλα του. Ο απόκοσμος παλμός φτάνει μέχρι και εκείνους.

«Το νιώθεις αυτό;» τον ρωτάει.

Ο Πάνος γυρνάει να την αντικρίσει. Το βλέμμα του είναι σκοτεινό.

«Μου δίνει πονοκέφαλο.»

«Καλύτερα να πάμε κάτω.»

Ο Πάνος της παίρνει το χέρι και την τραβάει πάνω του. Εκείνη χαμογελάει και τον αγκαλιάζει. Εκείνος σκύβει και αρχίζει να της φιλάει τον λαιμό.

«Πάνο…όχι τώρα…σε άλλη περίπτωση θα ήταν ρομαντικό αλλά…Πάνο όχι…»

 

Προσπαθεί να ελευθερωθεί από το κράτημα του. Όσο αγωνίζεται τόσο εκείνος τη σφίγγει, τόσο πιο τολμηρές γίνονται οι κινήσεις του. Η Άννα πανικοβάλλεται. Τώρα πλέον παλεύουν.

«Πάνο! Πάνο! Τι σ’έπιασε;! Όχι!»

Η έκφραση του Πάνου είναι γεμάτη ένταση. Είναι προσηλωμένος στο να της βγάλει την μπλούζα. Αγνοεί τελείως τις φωνές της. Την σπρώχνει βίαια στο πάτωμα και πέφτει από πάνω της.

 

Ο Στέφανος, με έναν φακό στο χέρι, βγαίνει στον διάδρομο.

«Άρη; Που είσαι;»

Εκείνη τη στιγμή αρχίζει ένα δυνατό σφυροκόπημα από τα έγκατα του σπιτιού. Ο Στέφανος καλύπτει τα αφτιά του. Σοβάδες πέφτουν γύρω του από το ταβάνι. Ο Άρης τρέχει δίπλα του. Οι δύο άντρες κοιτάζονται. Ξαφνικά από πάνω τους ακούν την κραυγή της Άννας. Τρέχουν προς τις σκάλες.

 

Η Άννα ξεφωνίζει κάτω από το βάρος του Πάνου. Ο Στέφανος ορμάει από πίσω και τον αρπάζει.

«Άφησε την!»

Ο Στέφανος και ο Πάνος κυλιούνται στο πάτωμα και χτυπιούνται. Ο Άρης βοηθάει την Άννα να σηκωθεί. Το σφυροκόπημα στο σπίτι συνεχίζεται ανελέητο. Ο Στέφανος έχει πάρει το πάνω χέρι και γρονθοκοπεί τον Πάνο. Και ενώ εκείνος είναι πλέον εκτός μάχης ο Στέφανος συνεχίζει να τον χτυπάει με λύσσα. Ο Άρης και η Άννα πέφτουν πάνω του για να τον σταματήσουν. Φωνάζουν για να ακουστούν.

«Στέφανε! Σταμάτα!»

«Μη! Θα τον σκοτώσεις!»

Ξαφνικά ο ήχος σταματάει. Πέφτει νεκρική σιγή. Ο Στέφανος μένει σαστισμένος. Ο Άρης και η Άννα καταρρέουν δίπλα του. Ανασαίνουν όλοι τους βαριά. Ο Στέφανος κοιτάζει τον Άρη ταραγμένος.

«Άρη…»

Ο Πάνος, με την μύτη του να αιμορραγεί, αρχίζει να βογκάει. Η Άννα κλαίει.

«Άρη…πρέπει να φύγουμε…»

«Ναι, θα φύγουμε…»

Ο Στέφανος σηκώνεται τρικλίζοντας. Ο Άρης και η Άννα βοηθούν τον Πάνο στα πόδια του. Καθώς προχωρούν προς τις σκάλες ένα φως αρχίζει να αναβοσβήνει πάνω στις σκάλες από το κάτω πάτωμα. Η παρέα προς στιγμή κοκαλώνει.

 

Στο ισόγειο η κάμερα ξεκινάει να καταγράφει από μόνη της. Το ίδιο και το tape recorder. Τα φλας των φωτογραφικών μηχανών σκάνε επίσης μόνα τους. Η κάμερα κινείται πάνω στον τρίποδα της. Ο φακός εστιάζει σε ορισμένα σημεία του σπιτιού. Σταματάει σημαδεύοντας μια πόρτα. Τραβάει τον Άρη και τους άλλους όπως μπαίνουν μέσα. Ο Στέφανος και η Άννα στηρίζουν τον Πάνο. Κοιτάζουν το δωμάτιο χλωμοί.

 

Η φλόγα της λάμπας υγραερίου δυναμώνει σε μια γαλάζια ανταύγεια. Το σύρμα κατά μήκος των τοίχων πυρακτώνεται και αρχίζει να πετάει σπίθες. Η γεννήτρια που τροφοδοτεί τα όργανα αρχίζει να βγάζει καπνό. Ο Άρης γυρνάει προς τους άλλους.

«Βγείτε έξω! Τώρα! Γρήγορα!»

 

Η Άννα και τα αγόρια βγαίνουν από την πόρτα. Ο Άρης βουτάει προς τα όργανα για να κλείσει την γεννήτρια. Πάνω από το κεφάλι του στο σύρμα σκάνε μικρές εκρήξεις και στέλνουν βροχή από σπίθες μέσα στο δωμάτιο. Ο καπνός από την γεννήτρια καταπίνει τον Άρη.

 

Ο Στέφανος, ο Πάνος και οι Άννα βγαίνουν τρεχάτοι από το σπίτι. Πίσω τους, παράξενα, απόκοσμα φώτα αναδύονται και πάλλονται από τα κουφώματα. Καθώς οι τρεις τους προσγειώνονται στο χορτάρι, μια λάμψη κι ένα γρύλισμα πέφτει πάνω στον Πάνο. Τον αρπάζει από το κράτημα του Στέφανου και τον πετάει πέρα στο σκοτάδι. Το γρύλισμα συνεχίζεται, σαν ένα αόρατο θηρίο που τους κυκλώνει. Η Άννα βάζει τις φωνές και τρέχει γύρω από το σπίτι, προς το πίσω μέρος. Ο Στέφανος την ακολουθεί.

«Άννα! Όχι από κει!!»

Το θηρίο τον προλαβαίνει και τον χτυπάει. Ο Στέφανος ουρλιάζει καθώς το σώμα του ανυψώνεται δύο μέτρα από το έδαφος. Πέφτει και χάνεται στο σκοτάδι.

 

Η Άννα τρέχει γύρω από το σπίτι. Φτάνει στην πίσω πλευρά. Το γρύλισμα την πλησιάζει. Νιώθει ένα χνώτο στην πλάτη της και ξεφωνίζει. Πλησιάζει στο μεγάλο δέντρο όταν την χτυπάει η λάμψη. Γυρνάει έντρομη να αντικρίσει τον διώκτη της. Ένας βρυχηθμός την τινάζει πίσω.

 

Το σπίτι δείχνει φωταγωγημένο από μέσα σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κάθε του κούφωμα, τρύπα και ρωγμή καίει. Στέλνει ριπές φωτός στη νύχτα.

 

Ένας καπνός σαν ομίχλη έχει γεμίσει το σπίτι. Οι τοίχοι καίνε λευκοί. Ο Άρης είναι γονατισμένος δίπλα στα όργανα. Αποσυνδέει καλώδια. Κοιτάζει γύρω του λαχανιασμένος. Ο ιδρώτας τρέχει στα μάτια του και τα τσούζει. Τα μαλλιά της κεφαλής του ξαφνικά σηκώνονται όρθια. Ένα ρίγος διαπερνάει την πλάτη του. Παραλύει και σωριάζεται ανήμπορος ενάντια στον τοίχο.

 

Τα μάτια του τα βλέπουν όλα σαν σε αρνητικό έγχρωμου φιλμ. Σιγά-σιγά, μία-μία, παλιές ψυχές αρχίζουν να μπαίνουν στο δωμάτιο. Άνδρες, γυναίκες, γέροι, νέοι, παιδιά. Ντυμένοι σε ρούχα διαφόρων εποχών. Μαζεύονται μπροστά στον Άρη και τον κοιτάζουν. Δέκα, δεκαπέντε, είκοσι… Μέχρι που το δωμάτιο ασφυκτιά από την παρουσία τους. Ο Άρης τους κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια. Του μιλούν με ακατανόητους ψίθυρους, η μία φωνή πάνω στην άλλη. Εκείνος παίρνει μια επίπονη έκφραση καθώς οι φωνές του τρυπούν το κεφάλι.

 

Τρεις σιλουέτες παίρνουν θέση μπροστά στο φωταγωγημένο σπίτι. Είναι η Άννα, ο Στέφανος και ο Πάνος. Βαδίζουν προς την είσοδο τρικλίζοντας, σαν μόλις να μαθαίνουν να περπατούν.

 

Ο Άρης με κόπο σηκώνεται όρθιος. Στηρίζεται στον τοίχο. Το δωμάτιο κολυμπάει γύρω του. Η καπνιά καλύπτει όλο το πάτωμα. Με μια έκρηξη η λάμπα υγραερίου σβήνει. Το δωμάτιο φωτίζεται από την λάμψη που αναδύεται από τον καπνό. Στο ταβάνι υπάρχουν αντανακλάσεις σαν αυτές που δίνουν οι εσωτερικές πισίνες. Ο Άρης κρατάει το στομάχι του σαν να ανακατώνεται. Εκείνη τη στιγμή η Άννα, ο Στέφανος και ο Πάνος μπαίνουν στο δωμάτιο. Σταματούν μπροστά στον Άρη και τον κοιτάζουν. Τα μάτια τους είναι μαύρα. Ο Άρης ξαφνιάζεται που τους βλέπει.

«Άννα…παιδιά…πρέπει να φύγουμε. Ήταν λάθος μου να σας φέρω μαζί μου. Δεν ήμασταν έτοιμοι…»

Σταματάει και τους κοιτάζει καλά. Αντιλαμβάνεται πως κάτι δεν πάει καλά. Τους κοιτάζει έναν-έναν. Δεν υπάρχει ανθρωπιά σε αυτά τα πρόσωπα.

«Αν έκανα κάποιο λάθος…ζητώ συγνώμη.»

Πρώτη ανοίγει το στόμα της η Άννα. Η φωνή της είναι τρομακτικά αλλοιωμένη.

«Οι ψυχές σε αυτό το σπίτι σας θέλουν εδώ. Σας έχουν ανάγκη.»

«Είναι παγιδευμένες» συνεχίζει ο Πάνος, «Δεν μπορούν να διασχίσουν το κατώφλι.»

«Θέλουν να γυρίσουν στη ζωή. Να γνωρίσουν ξανά όλα όσα στερήθηκαν» ολοκληρώνει ο Στέφανος πριν ξαναρχίσει τον χορό η Άννα.

«Είναι σκοτεινά και κρύα εδώ. Έχουν ανάγκη από το φως σας…τη ζέστη της σάρκας σας…»

«Έχουν ανάγκη από αυτό το αγόρι…»

«…κι αυτό το αγόρι…»

«…κι αυτό το κορίτσι για να περπατήσουν πάλι στον ήλιο.»

Ο Άρης αντιδράει.

«Όχι! Αυτό είναι άδικο! Δεν έχετε το δικαίωμα! Αυτά τα παιδιά έχουν τόσο δικαίωμα να ζήσουν όσο είχατε κάποτε κι εσείς!»

 

«Δεν είναι άδικο. Αυτό το κορίτσι…»

«…και αυτά τα αγόρια…»

«…ξεκίνησαν επίσης απ’εδώ.»

«Πολύ πριν…σε άλλες μέρες…»

«Πήραν άλλους θνητούς και βγήκανε στον ήλιο…»

«Άφησαν τ’αδέλφια τους πίσω και μπήκαν στον κύκλο της ζωής. Με τον καιρό ξέχασαν. Τώρα τους καλούμε πίσω…»

«Μας άκουσαν και ανταποκρίθηκαν.»

«Είναι η σειρά άλλων να ζήσουν.»

 

«Όχι! Δεν σας πιστεύω! Λέτε ψέματα! Αυτά που λέτε είναι…δεν μπορεί…»

«Κι εσύ απ’εδώ ξεκίνησες. Είσαι πιο αρχαίος απ’όλους μας.»

«Ξέρω πολύ καλά ποιος είμαι! Δεν θα σε αφήσω να με ξεγελάσεις!»

«Άκουσες το κάλεσμα του και ήρθες. Σε περίμενε…»

«Σε περίμενε…»

«Σε περίμενε…»

«Ποιος με περίμενε; Ποιος;!»

«Ο χωρίς φως.»

«Ο πριν από τον άνθρωπο.»

«Ο φύλακας της εισόδου.»

«Το έτερο ήμισυ, ο αδελφός σου.»

«Ψέματα!»

«Σε περίμενε!» λένε και οι τρεις με μία φωνή. «Θέλει την σειρά του. Σε κάλεσε και τον άκουσες.»

Δεν σας πιστεύω. Δεν έχετε το δικαίωμα. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα.»

 

Το έδαφος αρχίζει να κουνιέται. Τα πέτρινα τοιχώματα τρίζουν. Σοβάδες και κουφώματα ραγίζουν και σκάνε. Κομμάτια ξεκολλούν από το ταβάνι και πέφτουν γύρω τους. Σηκώνουν το χώμα, γεμίζουν τον αέρα με σκόνη. Είναι ένας σεισμός. Ένα κομμάτι σοβά βρίσκει τον Άρη στο κεφάλι. Λούζεται την σκόνη του. Η Άννα, ο Πάνος και ο Στέφανος ταλαντεύονται αλλά παραμένουν στη θέση τους ασυγκίνητοι.

«Πρέπει να βγούμε έξω!» φωνάζει ο Άρης.

«Είναι εδώ…Ήρθε για σένα…» λέει η Άννα.

Καυτό, κόκκινο φως εισβάλλει από τις ρωγμές, στους τοίχους και το ταβάνι. Κόκκινος καπνός εισβάλλει στο σπίτι από τα παράθυρα. Ο Άρης πέφτει στα γόνατα. Ένα μουγκρητό σείει τα θεμέλια του σπιτιού. Σαν να διαλύεται το σύμπαν.

 

Λουσμένο στο κόκκινο, το σπίτι δείχνει πυρακτωμένο. Ακούγεται ένας υπόκωφος βρυχηθμός που εξελίσσεται σε έναν συνεχόμενο βόμβο. Ο Άρης επιχειρεί να σηκωθεί. Απλώνει το χέρι του. Ο τοίχος είναι υγρός και μαλακός. Μεμβρανοειδής. Τραβάει το χέρι του πίσω με αηδία. Γυρνάει προς τους άλλους. Ένα λευκό φως χτυπάει τα μάτια του. Τα κλείνει επίπονα. Σκεπάζει το πρόσωπο του με τα χέρια του. Από την κορυφή ως τα νύχια ο Άρης είναι μούσκεμα. Το σώμα του ριγεί.

 

«Κοίταξε με» λέει η Άννα.

«Αναγνώρισε με» λέει ο Πάνος.

«Εδώ είμαι» λέει ο Στέφανος.

«Όχι…Όχι!»

«Εμένα έψαχνες. Σ’όλες σου τις ζωές.»

«Σε κάλεσα…»

«…και ήρθες.»

«Άνοιξε τα μάτια σου. Δείξε μου την ψυχή σου. Κοίτα με. Θα γίνουμε πάλι ένα.»

«Αν με θέλεις τόσο, έλα πάρ’το!» ουρλιάζει οργισμένος ο Άρης.

«Κι εσύ το θέλεις. Εμένα ζητούσες πάντα. Αυτή τη στιγμή προσδοκούσες. Εδώ είμαι. Κοίταξε με.»

Ο Άρης κρατάει το βλέμμα του χαμηλωμένο. Τρέμει, κλαίει.

«Θα σε κοιτάξω. Πρώτα όμως θα αφήσεις αυτά τα παιδιά ελεύθερα. Με καταλαβαίνεις; Ελεύθερα.»

 

Η Άννα και τα αγόρια αφήνουν ένα βογκητό. Ένας ήχος διαμαρτυρίας ξεφυσάει από τα χείλη τους.

«Οι ψυχές αυτού του σπιτιού δεν συμφωνούν…»

«Αν με θέλεις θα αφήσεις τα παιδιά να φύγουν. Ελεύθερα. Θα φύγουν όπως ήρθαν.»

Ακολουθεί μια απόκοσμη σιγή. Ο Άρης νιώθει πως έχει πετύχει κάτι.

«Δεχόμαστε. Ελεύθερα.»

«Τώρα. Ελεύθερα τώρα!» φωνάζει ο Άρης οργισμένος.

Δεύτερη σιγή. Ένα ρίγος διαπερνάει και τα τρία παιδιά. Τα πρόσωπα τους αποκτούν έκφραση φόβου. Κοιτάζουν γύρω τους τρομαγμένα. Βλέπουν τον Άρη.

«Α…Άρη;» ψελλίζει η Άννα.

Ο Άρης τους αρπάζει και τους σπρώχνει προς την έξοδο.

«Άννα, βγείτε έξω! Τώρα! Γρήγορα! Τρέξτε και μη γυρίσετε πίσω!»

«Έλα μαζί μας» λέει ο Πάνος.

«Έλα να φύγουμε» συμφωνεί και ο Στέφανος.

«Φύγετε σας λέω!»

«Δεν σ’αφήνουμε εδώ.»

«Φύγετε γαμώ τα πεθαμένα σας! Τώρα!!»

Ακούγεται ένα μουγκρητό και μια πνοή ανέμου χτυπάει τα τρία παιδιά. Η Άννα ξεφωνίζει. Ο Πάνος και ο Στέφανος την αρπάζουν και τρέχουν μαζί έξω. Ο Άρης ψιθυρίζει στον εαυτό του.

«Θεέ μου…συγχώρα με…»

 

Οι τρεις βγαίνουν τρέχοντας από το σπίτι. Κατεβαίνουν τον λόφο όσο πιο γρήγορα μπορούν. Πίσω τους το σπίτι καίει κόκκινο. Σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Στην βάση του λόφου τους χτυπάει ένα λευκό φως και ακούγεται ένα στρίγκλισμα. Παγώνουν ξαφνιασμένοι. Στέκονται αντιμέτωποι με το αυτοκίνητο του Άρη. Ο Νίκος είναι στο τιμόνι και τους κοιτάζει το ίδιο ξαφνιασμένος.

 

Καπνός και ένα απέραντο κόκκινο περιβάλλει τον Άρη. Κρατάει τα μάτια του κλειστά. Σφίγγει τις γροθιές του περιμένοντας. Ο τοίχος πίσω του είναι μια μεμβράνη με φλέβες και διακλαδώσεις νεύρων. Μπροστά στα πόδια του, μέσα στον καπνό, αναδύεται περιοδικά κάτι που μοιάζει με πλοκάμι. Ακούγεται ένας παράξενος ήχος, κάτι ανάμεσα σε στομάχι που γουργουρίζει και λάσπης που κοχλάζει. Ο Άρης καλύπτει την μύτη του μην αντέχοντας την δυσοσμία. Βήχει. Ένα φως πέφτει πάνω του. Ακούγεται πάλι ένα μουγκρητό και μια πνοή ανέμου τον χτυπάει. Προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία και την ψυχραιμία του.

 

Ανοίγει τα μάτια του. Βλέπει ένα μεγάλο, στρογγυλό, κίτρινο μάτι μέσα σε μια υγρή, μεμβρανοειδή σάρκα. Το φως αρχίζει να του καίει το πρόσωπο. Κοκκινίζει το δέρμα του και ξεφωνίζει. Πιάνει το κεφάλι του και διπλώνεται από τον πόνο. Ακούγεται μια τρομερή φωνή.

«Όλες οι απαντήσεις είναι εδώ. Όλα όσα σε βασάνισαν, όλα όσα ήθελες να μάθεις. Τα κουβαλούσες μέσα σου. Είχες ανάγκη το κλειδί. Τώρα γύρισες εκεί που άρχισαν όλα. Τώρα ξέρεις. Τώρα θυμάσαι.»

«Θεεεεέ μου!!»

 

Απέναντι από τον καμπουριασμένο Άρη εμφανίζεται ένας άντρας. Είναι ο…Άρης. Σε μια πιστή αντιγραφή η οποία όμως δεν έχει τελειοποιηθεί ακόμα. Το δέρμα του μοιάζει διάφανο, με τις φλέβες και τα νεύρα του ορατά. Η στοιχειωμένη φωνή είναι δική του. Ο γερμένος Άρης σηκώνει το βλέμμα του και τον βλέπει.

«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Πρώτα πρέπει να σε πιστέψω.»

«Κοίταξε…Άκου…»

Το πλάσμα του δείχνει το σκοτάδι. Ακούγονται απόκοσμες κραυγές και βογκητά.

«Ο κόσμος των νεκρών. Το χάος που περιβάλλει την φυσαλίδα που αποκαλείς ζωή. Πεινάει και θέλει να μπει μέσα. Ζητάει κάθε πιθανή ρωγμή για να χυθεί στον ζωντανό κόσμο. Την ξέρεις αυτή την πείνα. Μόνο που εσύ ζητάς να επιστρέψεις. Πίσω στη μήτρα που σε γέννησε. Η πηγή κάθε παράδοξου που σε βασάνισε είναι εδώ.»

Ο Άρης χαλαρώνει. Κοιτάζει το σκοτάδι σαν υπνωτισμένος.

«Ανήκεις. Φωνάζουν το όνομα σου» συνεχίζει το πλάσμα.

«Ανήκω…το όνομα μου…»

 

Ένα λευκό φως ξεχύνεται απαλά πίσω από τον Άρη. Ακούγεται η ευγενική φωνή ενός άντρα.

«Άρη.»

Ο Άρης γυρνάει να δει. Μέσα στο άσπρο φως είναι ο Ηλίας. Πλησιάζει τον Άρη.

«Ηλία…Τι θέλεις εδώ;»

Ο Ηλίας βάζει το χέρι του καθησυχαστικά στον ώμο του φίλου του.

«Πρέπει να φύγεις απ’εδώ φίλε μου. Τα παιδιά είναι έξω και είναι τρομαγμένα. Σε χρειάζονται.»

«Μα, Ηλία…δεν μπορώ να φύγω…»

«Και βέβαια μπορείς να φύγεις. Να, η πόρτα είναι εκεί πέρα.»

«Ηλία, εδώ βρήκα…»

«Εδώ δεν έχει τίποτα. Μόνο ερείπια.»

Ο Άρης κοιτάζει προς το πλάσμα. Εκείνο επιστρέφει το βλέμμα βλοσυρά. Ο Ηλίας ακολουθεί το βλέμμα του Άρη προς το πράγμα. Χαμογελάει.

«Μια παράσταση και πολλά ψέματα είναι. Από αυτές που ξέρει να στήνει ο κάτω κόσμος. Το ζητούμενο είναι πόση διάθεση έχεις να πιστέψεις.»

Ο Άρης κοιτάζει τον Ηλία γεμάτος αμφιβολία. Το γαλήνιο βλέμμα του άντρα είναι αγγελικό.

«Μην ανησυχείς Άρη. Εγώ είμαι εδώ.»

 

Απαλά ο Ηλίας σπρώχνει τον Άρη προς την πόρτα. Εκείνος μένει εκεί. Ο Άρης τρικλίζει σαστισμένος προς την έξοδο. Γυρνάει να δει τον φίλο του. Ο Ηλίας στέκεται εκεί με το πλάσμα και του χαμογελάει. Του κάνει νόημα να συνεχίσει. Ο Άρης γυρνάει πάλι και φεύγει.

 

Βγαίνει από το σπίτι. Πίσω του το σπίτι έχει πνιγεί στον κόκκινο καπνό. Ξεχειλίζει από κάθε άνοιγμα. Πατάει στο χορτάρι, χάνει το βήμα του και πέφτει αναίσθητος στο χώμα. Δύο-τρεις σιλουέτες τρέχουν δίπλα του και τον σηκώνουν.

 

Όταν ανοίγει ξανά τα μάτια του είναι στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του. Γύρω του τον κοιτούν ανήσυχα, φιλικά μάτια. Δίπλα του ο Πάνος και η Άννα. Στο τιμόνι ο Νίκος. Συνοδηγός ο Στέφανος.

«Παιδιά, συνέρχεται» φωνάζει ο Πάνος, «Ο Άρης είναι πάλι μαζί μας. Ε, Άρη…πως είσαι;»

«Είσαι καλά; Μας τρόμαξες» λέει η Άννα.

«Ο Ηλίας. Που είναι ο Ηλίας;» ρωτάει ο Άρης με αγωνία.

Τα παιδιά κοιτάζονται.

«Ποιος Ηλίας;»

«Ποιος Ηλίας Άρη;»

Ο Άρης εκνευρίζεται. Τινάζεται από την θέση του.

«Τον Ηλία ρε παιδιά! Τον αφήσατε στο σπίτι; Πρέπει να πάμε πίσω!»

Ο Πάνος τον αρπάζει και τον καρφώνει πίσω στη θέση του.

«Άρη…Άρη ηρέμισε! Ηρέμισε…Δεν υπάρχει Ηλίας…»

«Ποιος Ηλίας;» επιμένει η Άννα.

«Δεν υπάρχει Ηλίας» φωνάζει ο Πάνος. «Στο σπίτι πήγαμε εμείς οι πέντε. Εσύ, εγώ, η Άννα, ο Στέφανος και ο Νίκος. Πέντε πήγαμε και πέντε γυρνάμε.»

 

Ο Άρης ηρεμεί. Τους χαμογελάει καθησυχαστικά. Ο Πάνος χαλαρώνει το κράτημα του. Ο Άρης ψάχνει τις τσέπες του και βγάζει το κινητό του. Παίρνει έναν αριθμό.

«Μαρία;»

Μια γυναίκα στην άλλη άκρη της γραμμής κλαίει.

«Άρη; Άρη που είσαι;»

«Μαρία, είναι εκεί ο Ηλίας;»

«Άρη…Ο Ηλίας πέθανε. Τον χάσαμε…μόλις μια ώρα πριν…στον ύπνο του. Τον άκουσα που δεν ανάσαινε σωστά αλλά δεν μπορούσα να τον ξυπνήσω. Έλεγε το όνομα σου…Μέχρι να έρθει ο γιατρός ήταν αργά…»

Η γυναίκα δεν μπορεί να συνεχίσει. Κλαίει γοερά. Ο Άρης κατεβάζει το κινητό του. Στρέφεται στη θέα του νυχτερινού δρόμου που διασχίζουν. Τα μάτια του γιαλίζουν υγρά.

 

Ο ουρανός χαράζει πάνω από το σπίτι. Στέκει σκοτεινό και νεκρό σαν ταφόπλακα. Από κάπου αναδύεται ένας βόμβος. Ο βόμβος μετατρέπεται σε βουητό της μύγας. Επίμονο, μοχθηρό, πεινασμένο.

 

Τέλος

 

Όπως είδατε, πήγαν σύννεφο οι φωτισμοί, οι ανεμιστήρες και οι καπνοί. Και κάποιες κατασκευές που μόνο να ευχόμουν μπορούσα πως θα υλοποιούσαν. Έπεσε αρκετή έμπνευση από Poltergeist και Amytiville Horror. Είχα και έμπνευση από την φρεσκοδιαβασμένη τότε εισαγωγή των Books of Blood του Clive Barker (“The dead have highways.”) Τα γκραφίτι που διαβάζουν μέσα στο σπίτι ήταν όντως εκεί. Έκανα και κάποιες διορθώσεις στο ορίτζιναλ κείμενο (π.χ. στον επίλογο ο Άρης χρησιμοποιεί το κινητό του, κάτι τελείως ξένο τότε που είχα γράψει το σενάριο.)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Παρόλους τους καπνούς :D , η ιστορία ήταν πολύ καλογραμμένη. Κρατάει τον αναγνώστη σε αγωνία με περιγραφές που μπορούν να μεταφέρουν την ατμόσφαιρα τόσο του φυσικού όσο και του μεταφυσικού κόσμου.

Link to comment
Share on other sites

Να το βλέπαμε αυτό στην Ελληνική τηλεόραση και τι στον κόσμο :p

 

Πολύ καλή ιστορία, θα είχε ενδιαφέρον (ή τραγικά αποτελέσματα :() αν το είχαμε δει κάποτε στην τηλεόραση.

 

ΥΓ: Τη σπηλιά του Νταβέλη την είχα δει όταν παιζόταν η σειρά. Δε θυμάμαι πολλά για αυτή, πέρα από το ότι βλεπόταν - κάποια άλλα επεισόδια της εν λόγω σειράς όμως δεν παλεύονταν.

Link to comment
Share on other sites

Έχει από όλα. Μυστήριο, αγωνία, τρόμο αναζήτηση προς το ανεξήγητο. Ατμόσφαιρα, εφέ, πειστικές ατάκες, μια καλά μαγειρεμένη συνταγή για ένα καθηλωτικό θριλεράκι. Για το 95-96 θα ήταν πραγματικά μια πολύ καλή ιδέα και αν υλοποιούνταν και προωθούνταν επιτυχώς, ίσως σήμερα η αντίληψη του κόσμου για το φανταστικό και τους Έλληνες δημιουργούς θα ήταν διαφορετική. Θα ήμασταν μερικά χρόνια πιο μπροστά. Δυστυχώς δεν είμαστε.

Το ευχαριστήθηκα αν και μπερδεύτηκα λίγο με τους πολλούς χαρακτήρες. Φυσικά αν το έβλεπα στην τηλεόραση δεν θα είχα αυτό το πρόβλημα. Θα προτιμούσα όμως ένας από όλους να πεθάνει, όχι μόνο ο Ηλίας ο οποίος και πέθανε σε άλλο χώρο. Γενικά ήθελα λίγο θάνατο, τόσοι ήταν εκεί μέσα!

 

Οι αντιδράσεις και οι διάλογοι μου άρεσαν επίσης, όπως και η επιλογή των χαρακτήρων (ο μίζερος αναζητητής Άρης-κλειδί της πύλης, ο ανήσυχος Ηλίας). Τα συγκρίνω πάντα σε σχέση με το σήμερα. Αν το είχε κάνει κάποιος άλλος, θα έβαζε για πρωταγωνιστές τίποτα χαζά αμερικανοελληνάκια που θα πήγαιναν στο σπίτι για να οργιάσουν, ενώ οι διαλόγοι θα ήταν κάπως έτσι:

"μαλάκα, τι είναι αυτό,

μαλάκα δεν ξέρω,

μαλάκες τρέχτε!

μαλακία που σας έφερα εδώ

άντε γαμήσου μαλάκα

εσύ να γαμηθείς μαλάκα!"

 

Προσεγμένο και καλομελετημένο σχετικά με την απόδοση του μυστηρίου. Κάτι υπάρχει, κάτι πραουσιάζεται αλλά δεν αποκαλύπτεται 100%, αφήνοντας τις γνώμες να οργιάζουν και τους θεατές να ψάχνονται. Θα ήθελα να το δω στην τηλεόραση αλλά στο σήμερα και όχι το 95. Έχω την εντύπωση πως δεν θα έβγαινε καλό, δεν ξέρω γιατί. Ίσως θα έχαναν την μπάλα στα εφέ.

 

Η εισαγωγή ήταν άπαιχτη! Το ίδιο και η αναλαγή του σκηνικού χθες/σήμερα με το πτώμα της γάτας.

Για ακόμα μια φορά μπράβο. Αν έχεις κι άλλα τέτοια παλιά πικάντικα σεναριάκια πόσταρε τα. Θέλω κι άλλο!

Link to comment
Share on other sites

  • 5 months later...

Πολύ καλογραμμένο, με καλές περιγραφές, εικόνες, έντονο ρυθμό και προσεγμένους διαλόγους. Θα μπορούσε άνετα να ήταν μυθιστόρημα με προοδευτική εξέλιξη, από το παρελθόν στο παρόν, ή όπως ικανοποιεί τον συγγραφέα. Τώρα όσον αφορά στην ελληνική τηλεόραση, θα ήταν έως και "επαναστατικό" το τόλμημα να γυριστεί κάτι τέτοιο! Γενικά, δεν υπάρχει "σπουδή" στο συγκεκριμένο είδος τηλεόρασης, ή κινηματογράφου, από ελληνικής πλευράς, γι αυτό όσοι φιλότιμα προσπάθησαν να γυρίσουν κάτι που έχει μεταφυσικό χαρακτήρα δημιούργησαν κάτι που όχι μόνο δεν βλέπεται, αλλά σε πολλές περιπτώσεις δεν παλεύεται, όπως σωστά σχολιάστηκε και προηγουμένως.

 

Το concept, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των concepts, είναι γνωστό, είναι κλισέ, αλλά σημασία έχει η πλοκή, η ανατροπή και οι χαρακτήρες που κάνουν μία ιστορία κακή, μέτρια, καλή, υπέροχη. Αυτή η ιστορία είναι καλή και έχει μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης.

Link to comment
Share on other sites

  • 4 months later...

Όμορφο, τρομαχτικό και το διάβασα την καλύτερη ώρα. Μακάρι να είχε μια ευκαιρία στο γυαλί.

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Εχει καποιες καλες ιδεες. Το προβλημα ειναι πως οι διαλογοι, κυριως στην εισαγωγη, δεν με επεισαν για την ''ελληνικοτητα'' των χαρακτηρων. Ηταν σε σημεια σαν υποτιτλοι σε αμερικανικο θριλερ. Μου αρεσε παρα πολυ το ανοιγμα με τους προιστορικους ανθρωπους. Νομιζω πως η ιδεα μιας ''πηγης''/''πνευματικου διαδρομου'' κακου που προυπαρχει ολων οσων ξερουμε, ειναι συναρπαστικη. Θα επρεπε να επενδυσεις πανω εκει καποια στιγμη. Γενικοτερα παντως να πω την αληθεια, αν και εφτιαξα τρελλη υπερπαραγωγη στην φαντασια μου (τυφλα να εχει το χολλυγουντ), δεν καταφερε η ιστορια να με πεισει οτι θα ηταν κατι παραπανω απο ενα ευχαριστο 45λεπτο. Κατι το κλισε με το σπιτι, κατι οι αμερικανιες (μα ρε φιλε μου, μπαλαμουτιασμα μεσα στο αντρο του κακου? Τοση λυσσα πια?) μου εκοψαν τις πολλες προσδοκιες. Δεν ειναι κακο. Απλα δεν ειναι πρωτοτυπο.

 

Με μια πολυ καλλη μεταφορα θα γινοταν ενα αρκετα καλο επεισοδιο σε μια σειρα ''ανεξηγητων φαινομενων'', αλλα μεχρι εκει. Για να πω την μαυρη αληθεια δεν υπηρχε μια στο εκατομμυριο να το πραγματοποιησουν στην ελληνικη τηλεοραση. Δυστυχως δεν υπαρχει καθολου πειρα στον τομεα, αλλα και πεδιο εξασκησης. Μακαρι να υπηρχε γιατι θα τρωγαμε πολλοι ψωμακι... (ακουσα το καλεσμα του Μαμμωνα μεσα μου...)

Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Εμένα μου άρεσε πολύ. Ήταν γρήγορο και είχε πολλά από τα στοιχεία που με κρατάνε σε ένα κείμενο. Πύλες, νεκροί, κακόβουλες επιρροές και υπερφυσικές εκδηλώσεις (μπαμ μπουμ) :thmbup: . Η όλη κατάσταση μέσα στο σπίτι, είναι αρκετά τρομακτική, αν και έχει κάνα δυο κλισέ, όπως η διάσπαση της ομάδας και το "πέσιμο" στην Άννα. Όμως και αυτά, δίνονται με τρόπο που κυλάει και κάποιος, δε χρειάζεται να επιμείνει πολύ. Εννοώ ότι το διάβασα "νερό" και αυτή είναι η ουσία.

Εντόπισα ένα "μου δίνει πονοκέφαλο", που μοιάζει κάπως ξένο (gives me a headache)... αλλά οκ.

Η επέμβαση του Ηλία, στο τέλος, είναι σούπερ, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται. Κάνει νυχτερινές βόλτες ο λιάκος ε; ;)

Εκτός αυτού, ο θάνατός του, μοιάζει να εξυπηρετεί ολόκληρη την ιστορία. Τα παιδιά είναι σώα και το σπίτι δε θα μείνει με άδεια χέρια.

Αυτός που έψαξε πιο πολύ, τελικά, βρήκε περισσότερα απ' όσα ήθελε. Κλασσικό!

 

ΥΓ:Ο Νίκος... τι εξυπηρετεί; Τη φωνή της λογικής; Πάντα υπάρχει και ένας αρνητής, αλλά εδώ βγαίνει λίγο εκτός πλάνου, λόγω της πρόωρη φυγής του από το σπίτι. Αν έμενε, η λογική, την οποία φαίνεται να αντιπροσωπεύει ο συγκεκριμένος χαρακτήρας, θα έτρωγε χοντρά χαστούκια με όλα αυτά που συνέβησαν στη συνέχεια.

Link to comment
Share on other sites

  • 7 years later...

Bump, ως Dino-Reading Μαρτίου. :atongue2:

 

Θα επανέλθω το ψώνιο τον άλλο μήνα.

Link to comment
Share on other sites

Καλογραμμένη ιστορία,παρά τα κλισέ της που μακάρι να την είχαμε δει στην ελληνική τηλεόραση. Σκέφτομαι ήδη τα εφέ να τα είχαν αναλάβει (ποιοί άλλοι;) οι Αφοι Αλαχούζοι!  :) Διαβάζοντας, θημήθηκα πολλές horror ταινίες(καθότι φανατικός του τρόμου) ιδιαίτερα τα Poltergeist όπως ο ίδιος αναφέρεις,αφού τα δύο πρώτα έχω χάσει το μέτρημα πόσες φορές τα έχω δει. Αναμένω το επόμενο bump...

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..