Jump to content
Η περίοδος σχολιασμού και ψηφοφορίας για τον 63ο γενικό διαγωνισμό σύντομης ιστορίας λήγει την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου. Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ εδώ. ×

Ο Βάρδος


Ginawa

Recommended Posts

Ο Βάρδος

 

Τα δάχτυλα του βάρδου κινήθηκαν πάνω στα τάστα του λαούτου μοιάζοντας με αράχνη που υφαίνει τον ιστό της, έναν ιστό από νότες. Δάκρυα κύλησαν από τα μάγουλά του, αναστέναξε…

 

Η μουσική ξεκίνησε, απαλή, γλυκιά, με έναν τόνο μελαγχολίας. Μια ιστορία θα ακουγόταν; Μια ανάμνηση; Ίσως ένα ποίημα για ήρωες και δράκους, μάγους και ιππότες; Ποιος ήξερε; Οι θαμώνες του πανδοχείου παρακολουθούσαν με προσοχή.

 

Η φωνή του βάρδου ακούστηκε, καθαρή, κρυστάλλινη σαν το διαμάντι, γεμάτη λύπη και πόνο.

 

«Ακούστε ταξιδιώτες! Άντρες, γυναίκες, μάγοι, τυχοδιώκτες, και απλοί χωρικοί! Η ιστορία μου είναι για όλους σας. Μια ιστορία που θα πάρει το θάρρος από τις καρδιές των πιο γενναίων πολεμιστών, θα κάνει τους μάγους να ξεχάσουν τα ξόρκια τους και τους τρανούς βάρδους, σαν και του λόγου μου, να χάσουν τη λαλιά τους.» Μερικά γέλια ακούστηκαν. «μια ιστορία αληθινή γεμάτη αγάπη και πόνο. Ω! Ταξιδιώτες ακούστε με καλά…»

 

 

 

«Κυρά του κάμπου ξακουστή

 

με όνομα Quelmara

 

γενιάς μεγάλων ξωτικών

 

τις χώρας της Sonala.

 

Κόρη ξωτικοβασιλιά

 

τρανού και ξακουσμένου

 

σύμβολο της φατρίας του

 

δράκοντα ρουμπινένιου.

 

<H1 style="MARGIN: 0cm 0cm 0pt">Πολλοί ξωτικοπρίγκιπες </H1>ζητάνε την καρδιά της

 

μ’ αυτή αγαπά έναν άνθρωπο

 

κρυφά στα όνειρά της.

 

Rigelis τον ελέγανε

 

κι ήταν λαμπρός ιππότης

 

κέρδισε την πριγκίπισσα

 

και το χαμόγελό της.

 

Μα άνθρωποι και ξωτικά

 

δεν κάνει ν’ αγαπιούνται

 

και έτσ’ οι ξωτικοπρίγκιπες

 

ευθύς τον καταριούνται.

 

Ενέδρα του εστήνουνε

 

στων δάσων τους τα μέρη

 

μα ο Rigelis τους νίκησε

 

με το σπαθί στο χέρι.

 

Οργίστηκε ο βασιλιάς

 

και πήρε την Quelmara

 

σε μαύρο πύργο κλείνει την

 

στα βάθη της Sonala.

 

Ο Rigelis δεν κάθεται

 

μαζεύει τη στρατιά του

 

με θυρεό μονόκερο

 

χρυσό σαν την καρδιά του.

 

Μάχη μεγάλη έγινε

 

στους χρόνους ξακουσμένη

 

και απ’ τις δυο τρανές φατρίες

 

καμία τους δε μένει.

 

Στον πύργο μέσα έφτασε

 

με λίγα παλικάρια

 

μάταια όμως έψαχνε

 

δεν βρίσκει την Quelmara

 

Εκεί στο θρόνο κάθεται

 

με αίματα βαμμένη

 

έχει λεπίδα μυτερή

 

στα στήθια της μπηγμένη

 

Τη σκότωσε ο πατέρας της

 

γεμάτος απ’ οργή

 

δεν άντεχε την κόρη του

 

με άνθρωπο να ζει

 

Η ξωτικίνα μίλησε

 

την τελευταία λαλιά της

 

και ζήτησε του Rigelis

 

να πάει εκεί κοντά της

 

Αγάπη μου οι καρδούλες μας

 

δεν ήταν γραφτό να σμίξουν

 

μίσος ανθρώπων-ξωτικών

 

τα όνειρά μας σκίζουν

 

Ιππότη σε παρακαλώ

 

πάρε απ’ το λαιμό μου

 

τον ρουμπινένιο δράκοντα

 

που’ χω για φυλαχτό μου

 

Κοντά σου πάντα κράτα τον

 

για να σε προστατεύει

 

να σου θυμίζει πάντοτε

 

ποια είχες ερωμένη

 

Και από τότε ο Rigelis

 

έχασε την καρδιά του

 

καλπάζει στα βασίλεια

 

χωρίς τα λογικά του.»

 

 

 

Οι θαμώνες του πανδοχείου με βουρκωμένα μάτια κοιτάζανε τον βάρδο. Εκείνος είχε παραμείνει με κλειστά τα μάτια σαν να ζούσε την σκηνή που μόλις είχε περιγράψει ξανά και ξανά στο μυαλό του. Η σιωπή βασίλευε.

 

Ξαφνικά ένας από τους πελάτες σηκώθηκε και βημάτισε αργά προς το βάρδο. Ήταν ένας κουκουλοφόρος άνδρας. Ο βάρδος άνοιξε τα μάτια του και παρακολουθούσε σιωπηλά. Ο άνδρας πλησίασε και άφησε κάτι μέσα στη χούφτα του βάρδου, έπειτα βγήκε βιαστικά απ’ το πανδοχείο.

 

Ο βάρδος άνοιξε την παλάμη του. Η αίθουσα γέμισε με επιφωνήματα θαυμασμού και έκπληξης από τους θαμώνες και ακόμα και ο ίδιος ο βάρδος δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που κρατούσε στα χέρια του. Η λάμψη από τον ρουμπινένιο δράκο φώτιζε το πρόσωπό του.

 

Πετάχτηκε όρθιος και έτρεξε αμέσως έξω. Κανείς δεν υπήρχε εκεί.

 

«Rigelis! Γύρνα πίσω! Θα την ξαναβρούμε! Θα εκδικηθούμε μαζί για την Quelmara! RIGELIS!!!»

 

Οι ήχοι της νύχτας ήρθαν να του απαντήσουν. Τα νυχτοπούλια, κάποια γαβγίσματα, το θρόισμα των φύλλων στον άνεμο.

 

Κοίταξε ψηλά στ’ αστέρια και μονολόγησε ψιθυριστά, σφίγγοντας το φυλαχτό στην χούφτα του.

 

«Θα ξανανταμώσουμε φίλε μου…»

 

Edited by Ginawa
Link to comment
Share on other sites

Ατμόσφαιρα από την αρχή ως το τέλος! Δίχως να περιγράφεις τους χώρους και το περιβάλλον, ένιωσα πως ήμουν κάπου εκεί και άκουγα τον βάρδο. Το τέλος με έκανε να ανατριχιάσω και με ώθησε να ζητήσω τη συνέχεια της ιστορίας. Καιρό είχα να πιαστώ από ένα διήγημα με αυτόν τον τρόπο. Αλλά είναι παράδοση σου να μας αφήνεις ξεκρέμαστους περιμένοντας πάντα τη συνέχεια (έλα που δεν θυμάσαι...)

Βέβαια το πιο δυνατό κομμάτι ήταν το τραγούδι/ποιήμα. Πραγματικά αυτός είναι βάρδος. Κατέχει την τέχνη όχι μόνο να πλάθει στίχους αλλά και να μεταφέρει τους ακροατές του στην ψυχή της ιστορίας που τραγουδά. Το τραγούδι βγήκε με άνεση, το ίδιο και το νόημα του, η ιστορία δηλαδή των ερωτευμένων και τα γεγονότα που συνέβησαν γύρω τους. Έχει πνοή μεσσαιωνική και δεν ξεφεύγει από αυτό που είναι. Επίσης, η προετοιμασία του βάρδου, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο περιγράφεις τη μουσική και τις κινήσεις του, έδεσε επιτυχημένα με το λυρικό κομμάτι που ακολούθησε.

Ωραία και τα ονόματα επί την ευκαιρία. Διόρθωσε όμως αν μπορείς τη λέξη ξωτικίνα. Καλύτερα πιστεύω ταιριάζει η λέξη ξωτικιά ή ξωτική. Φτιάξε και τη γραμματοσειρά για να το διαβάζουμε με περισσότερη άνεση.

Link to comment
Share on other sites

Καλωσόρισες Ginawa.

Το κείμενό σου το βρήκα αρκετά προσεγμένο. Μου άρεσαν πολύ οι ζωντανές περιγραφές. Το τραγούδι του βάρδου το βρήκα όμως άτεχνο. Έχει "παραδοσιακή" αίσθηση, μαρτυρά τις λαϊκές του ρίζες, αλλά το ίδιο είναι πολύ φτωχό και άτεχνο στη φόρμα του. Οπωσδήποτε αυξάνεται πολύ ο βαθμός δυσκολίας (και συνάμα η πρόκληση) όταν επιχειρείς να γράψεις με σφιχτή ομοιοκαταληξία. Αν απέφευγες την ομοιοκαταληξία πιστεύω ότι θα ελευθερωνόσουν και θα το απέδιδες πολύ πιο λυρικά. Με δυο λόγια, ο βάρδος σου μοιάζει να μην κατέχει καλά την τέχνη του, αλλά εσύ μπορείς να τον βοηθήσεις να τη μάθει, αν δουλέψεις ξανά (και επίμονα) το στίχο.

 

Αναλυτικότερα:

1. Οι πρώτες δύο περίοδοι δεν έχουν ρήμα (δεν είναι προτάσεις).

2. Παλινδρομείς χρονικά αλλάζοντας από ενεστώτα σε παρατατικό ή αόριστο (ζητάνε/αγαπά, ελέγανε/ήταν, εστήνουνε/νίκησε).

3. Λανθασμένη μετρική (και απ’ τις δυο τρανές φατρίες / καμία τους δε μένει) και (Αγάπη μου οι καρδούλες μας / δεν ήταν γραφτό να σμίξουν)

 

Επίσης, δεν κατάλαβα τι είναι ο "μονόκαιρος θυρεός".

 

Ελπίζω να μη θυμώσεις με αυτές τις παρατηρήσεις.

Και πάλι καλωσόρισες.

Edited by odesseo
Link to comment
Share on other sites

Odesseo ευχαριστώ για τα σχόλια σου το "μονόκαιρος" ήταν "μονόκερος" αλλα δεν το είχα προσέξει το λάθος.Σε ότι έχει να κάνει με τραγούδι του βάρδου δεν έχω και πολύ εμπειρία αλλά θα δεχόμουν προτάσεις.

Ευχαριστώ ξανά.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..