Jump to content

Στο Πτερύγιο του Καρχαρία


DinoHajiyorgi

Recommended Posts

Τίτλος πρωτότυπου: Shadow of the Shark Fin

Από την σειρά σεναρίων "Μπαχάρ, ο ναύτης"

Ιδέα-χαρακτήρες: Νίκος Πετροπουλαίας

Σενάριο, διασκευή σε πεζό: Ντίνος Χατζηγιώργης

 

Ο γέρος στον ναό είπε «ακολούθα τον δράκο». Δεν κατάλαβα τι εννοούσε τότε, είχα ανάγκη από μια οποιαδήποτε φιλική συμβουλή και την δέχτηκα χωρίς κουβέντα. Ο δράκος με είδε πριν τον δω εγώ, με κάρφωσε με το βλέμμα του, γλίστρησε στο μπράτσο μου όπου κουλουριάστηκε και φώλιασε…

 

1.

 

Καλύτερα να αρχίσω αυτή την εξιστόρηση από την Αυστραλία. Τα γεγονότα είχαν ξεκινήσει από πολύ παλαιότερα, επεφύλασσαν όμως και έναν αναπάντεχο επίλογο, αλλά αυτό είναι το σημείο που μπαίνω εγώ και έτσι νομίζω πως κάνει για μια καλή εισαγωγή. Είχα αφήσει πίσω μου την Ακτή των Ενενήντα Μιλίων, πάνω σε μια σανίδα του σερφ, κυνηγώντας ένα κύμα που με ξεγέλασε σαν πρωτάρη –που ήμουν. Βρέθηκα έτσι παγιδευμένος σε μια δίνη που με παίδεψε για ώρες κάτω από έναν ανελέητο ήλιο. Κάποια στιγμή με λυπήθηκαν οι θεοί και έστειλαν έναν φιλικό τους απεσταλμένο να με σώσει. Μόνο που δεν ήταν αυτός που θα φανταζόμουν…

 

Το μυαλό μου θα έπρεπε να είχε αρχίσει να βράζει. Ήμουν πολύ εξαντλημένος για να νοιαστώ. Το αλάτι στις σκασμένες φουσκάλες στην πλάτη με άφηνε αδιάφορο. Βρισκόμουν πέρα από κάθε σημείο πόνου, είχα αφεθεί στα χέρια της μοίρας με πιθανότερο προορισμό έναν άλλο, καλύτερο κόσμο. Είχα βρεθεί σε αυτό το κατώφλι άπειρες φορές, το είχα παλέψει πάντα με περισσή μανία και γενναιότητα, ο δράκος στο μπράτσο μου όμως τώρα στεκόταν βουβός και ακίνητος, έμοιαζε να με είχε εγκαταλείψει στην βλακεία μου. Η θάλασσα είχε δείξει την δελεαστική της πλευρά, και η σανίδα στα χέρια μου με είχε γεμίσει με κουτό θάρρος. Δεν ήμουν σέρφερ. Εκείνος ο τύπος στη Μελβούρνη το είχε κάνει να φαίνεται τόσο εύκολο, δύο-τρία μαθήματα και είχα νομίσει πως είχα το σπορ του χεριού μου. Δεν είχα δώσει σημασία στις προειδοποιήσεις. Ήταν μια μύηση. Μια άλλη σχέση με τη θάλασσα. Κι εγώ είχα φερθεί τελείως αλαζονικά. Τώρα ο δράκος καθόταν βουβός, χωρίς καμία διάθεση να με βοηθήσει.

 

Η ήπειρος ήταν πλέον μια λωρίδα γης στον μακρινό ορίζοντα και όλο μίκραινε. Ταξίδευα για την Ταζμανία αν ήμουν τυχερός, για την Ανταρκτική αν ήμουν άτυχος. Δεν θα έφτανα σε κανέναν προορισμό ζωντανός. Το είχα πολεμήσει για ώρες κάνοντας κουπί με τα χέρια μου χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Από την στιγμή που με άρπαξε εκείνη η πεισματάρα δύνη ήταν ένα χαμένο παιχνίδι.

 

Ξαφνικά είδα να σηκώνεται κύμα στα δεξιά μου και με έναν περίεργο κρότο η σανίδα γύρισε και με χτύπησε στο κεφάλι. Αλμυρός αφρός μου έτσουξε τα μάτια και βρέθηκα ολόκληρος μέσα στο νερό. Άπλωσα τα χέρια σπασμωδικά ψάχνοντας το κράτημα μου που μυστηριωδώς, είχε εξαφανιστεί. Άγγιξα μια σκληρή κόψη και την άρπαξα νιώθοντας ταυτόχρονα ένα πανίσχυρο τράβηγμα. Το κεφάλι μου βεέθηκε έξω από το νερό και είδα πως είχα πιαστεί από μεγάλο ψάρι. Το κήτος με τραβούσε προς την στεριά. Χρόνια ναύτης, οι ιστορίες που άκουγα για δελφίνια που έσωζαν ναυαγούς ήταν ακριβώς αυτό, ιστορίες. Ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπα, και μάλιστα συνέβαινε σε μένα τον ίδιο. Κατάπια μια καλή ποσότητα νερό και κόντεψα να ξεράσω όταν αντιλήφθηκα πως δεν κρατιόμουν από δελφίνι αλλά από έναν τεράστιο, γκρίζο καρχαρία. Κόντεψα να αφήσω το κράτημα μου αλλά δεν το τόλμησα. Είχε μουδιάσει η οποιαδήποτε ικανότητα να πάρω μια απόφαση. Έσκαγαν τόσες πολλές σκέψεις στο κεφάλι μου που δεν μπορούσα να ακούσω καμία τους. Αυτό που συνέβαινε ήταν πρωτάκουστο. Αν έβγαινα ζωντανός δεν θα με πίστευε κανείς. Η ζωή μου ήταν στη διάθεση ενός αναθεματισμένου ψαριού, μιας άλογης φονικής μηχανής της φύσης.

 

Το κήτος πήρε απότομη στροφή και δίνοντας μία με την ουρά του με έστειλε να στροβιλίζομαι σαν πάνινη κούκλα. Τώρα, όπου να’ναι, περίμενα να νιώσω και τα σαγόνια του να κλείνουν πάνω μου. Αντ’αυτού οι φτέρνες μου βρήκαν τον αμμώδη βυθό και με ένα τίναγμα πετάχτηκα στην υγρή αγκαλιά της κατακόκκινης ακτής που είχα αφήσει πίσω ώρες πριν. Αισθανόμενος τα αψυχολόγητα ένστικτα του σωτήρα μου να παραμονεύουν πίσω, σηκώθηκα όρθιος με την τελευταία ρανίδα αποφασιστικότητας που μου είχε απομείνει και σύρθηκα ασθμαίνοντας στην στεγνή άμμο πριν καταρρεύσω εξαντλημένος τελειωτικά.

 

Βρέθηκα έτσι σαν δαρμένος σε περίλυπη θέση να αντικρίζω έναν ψηλό αυτόχθονα, που στεκόταν εκεί στην παραλία ήρεμος, να καπνίζει την πίπα του και να με παρατηρεί λαχανιασμένο. Ήταν ίσως ο μεγαλύτερος, πιο μυώδης αυστραλός που συνάντησα ποτέ. Ο άντρας είχε ένα σώμα καλυμμένο με ουλές και ένα περιδέραιο με δόντια καρχαρία κοσμούσε τον λαιμό του.

«Δεν θα πιστέψεις τι μου συνέβη μόλις τώρα» κατάφερα να πω ασθμαίνοντας.

Ο αυτόχθονας χαμογέλασε αποκαλύπτοντας μια σειρά από κατάλευκα, τέλεια δόντια.

«Υπάρχουν στον κόσμο χειρότερα τέρατα από τον καρχαρία.»

Άκουσα ένα σούρσιμο στην υγρή άμμο και γύρισα να δω σκιαγμένος. Ήταν η σανίδα μου που επέστρεφε κι εκείνη στην ακτή. Τα κύματα την έσπρωξαν και την σταμάτησαν δίπλα σε μια άλλη, καρφωμένη όρθια στην άμμο.

 

Τον έλεγαν Γκόρντη και έψαχνε κι αυτός ένα κύμα. Το ίδιο που έψαχνα κι εγώ αλλά με άλλη ονομασία. Το αποκαλούσε το Τελευταίο Κύμα. Εγώ θα το έλεγα λύτρωση. Το σώμα του ήταν ένα βιβλίο γεμάτο πονεμένη ιστορία. Μου είπε κάποιες λέξεις μαγικές που δεν κατάλαβα και με πήρε μαζί του μέσα στο Όνειρο. Μου ξεδίπλωσε την ιστορία του.

 

Καθίσαμε εκεί στην ακτή, δίπλα στην φωτιά που ανάψαμε. Ήμασταν δύο φιγούρες λουσμένες από κεχριμπάρι κάτω από έναν διαφορετικό, έναστρο ωκεανό. Ο χορός που έστησαν οι φλόγες έδωσαν ζωή στα ιερογλυφικά που κάλυπταν το σώμα του αυτόχθονα. Είχαν να πουν για πολλά και πονεμένα, που βγήκαν από το στόμα του μεταμφιεσμένα σε καπνό από την πίπα του. Η αχλή με την υπνωτιστική μυρωδιά ήρθε και με κύκλωσε, έτοιμη να με παγιδέψει στην πλοκή της. Νόμισα πως είδα τον Γκόρντη να διαλύεται, το σώμα του να χύνεται στη φωτιά, να την φουντώνει και στη συνέχεια να αναδύεται με τις σπίθες προς τα άστρα

 

2.

 

Ο Γκόρντη δεν άντεξε ποτέ την κληρονομιά της φυλής του. Το βάρος του παρελθόντος ήταν ασήκωτο. Ήθελε από πάντα να απαλλαγεί από την περιφρόνηση των πολιτισμένων. Και όταν οι γηραιότεροι τον κάλεσαν γύρω από μιαν άλλη φωτιά, το νεαρό αγόρι με λείο ακόμα δέρμα θα αντιστεκόταν ή θα ενέδιδε στην προδοσία που φώλιαζε στην καρδιά του; Και με ποιο τίμημα; Είχε χάσει τόσους και τόσους φίλους στο μαχαίρι και το πιοτό. Άκουσε τα ιερά λόγια του πρεσβύτερου μέχρι που είδε τα άστρα να χορεύουν. Πήραν μορφές σαν αυτές που του έδειχναν πάνω στα βράχια στις σπηλιές. Φιγούρες ζώων που άρχισαν να τον κυκλώνουν και να τον διεκδικούν.

 

Το μεγάλο γαλάζιο κήτος με τα τεράστια σαγόνια που τον τρόμαζε από πάντα άφησε τα βαθιά δώματα της κίτρινης σπηλιάς και ήρθε για τον Γκόρντη. Το πλάσμα ανήκε σε μια ανύπαρκτη πλέον, αρχαία θάλασσα. Σφίχτηκαν τα σωθικά του αγοριού και το βλέμμα του κρύφτηκε χαμηλά μέσα στη φωτιά. Στις φλόγες είδε σημάδια από την ζωή του. Φάτσες λευκών που τον κοιτούσαν με αηδία. Ένας φίλος του που έπεφτε μαχαιρωμένος από λευκό σε μπαρ. Ένας άλλος αδελφικός του φίλος που ήταν πεσμένος σε ένα σοκάκι μεθυσμένος. Η μικρή του αδελφή που την έπαιρναν μακριά του οι λευκοί ενώ εκείνη τσίριζε το όνομα του. Λιποψύχησε και αρνήθηκε την μύηση. Γύρισε την πλάτη στην ιστορία του και το έβαλε στα πόδια.

 

Σε λιγότερο από έναν χρόνο αντίκριζε τα σαγόνια ενός εξαγριωμένου λοχία που τον εξευτέλιζε στην πρωινή στοίχιση. Αποφασισμένος να γίνει ένας άλλος μπήκε στο μοναδικό πανεπιστήμιο που θα τον δεχόταν λευκός. Κατατάχτηκε. Σπούδασε τον πόλεμο, την βία του λευκού. Πάλη σώμα με σώμα. Τοποθέτηση εκρηκτικών. Καμουφλάζ και ειδικές αποστολές. Έπρεπε να προσπαθήσει διπλά για να αποδείξει τι μπορούσε να κάνει. Δεν θα ήταν ποτέ τίποτα άλλο παρά ένας φαντάρος, έγινε όμως ο καλύτερος. Δεν θα άφηνε ποτέ ξανά να τον στριμώξει κανείς και αυτό του στοίχισε την «καριέρα» του. Στο κυλικείο ένα μεσημέρι έκανε αεροπλανάκι έναν σωματώδη αυστραλό δεκανέα, έναν λευκό, και αμέσως ήρθε αντιμέτωπος με το στρατοδικείο. Αλλά υπήρχαν πια αυτοί που τον εκτιμούσαν γι’αυτό που είχε γίνει. Σαν τον λοχία του. Είχε έτοιμες όλες τις συστάσεις…

«Είσαι μια μηχανή θανάτου Γκόρντη. Είσαι ο καλύτερος μου στρατιώτης. Μην δείχνεις οίκτο για κανέναν. Γεννήθηκες για να υπακούς. Αυτό είσαι. Μια άψογη μηχανή θανάτου.»

 

Βρέθηκε μισθοφόρος σε άλλη ήπειρο, σε κάποια εμφύλια σύρραξη. Δεν τον ενδιέφερε. Δεν ήταν δικός του πόλεμος. Δεν είχε να διαλέξει πλευρές. Πληρωνόταν να πυροβολεί ότι δεν είναι δικό τους και κινείται. Δεν μπορούσε να γίνει πιο απλό. Ήταν η Αφρική και η ζούγκλα της φλεγόταν. Προγραμματισμένα ανδρείκελα βουτούσαν από ελικόπτερα στην πυκνή βλάστηση, ποδοπατούσαν και μαύριζαν το χορτάρι, άδειαζαν φωτιά, σφαίρες και ρουκέτες στο διάβα τους, καρβούνιαζαν την πλάση. Λίγοι που τον ήξεραν από παλιά θα αναγνώριζαν τον Γκόρντη στην κατοπινή κτηνωδία του. Το πρόσωπο του άστραφτε στις ριπές του πολυβόλου του, το κάθε του βήμα να πατάει βαθιά στο χώμα άδειους μεταλλικούς κάλυκες, για να μην φυτρώσει ξανά ποτέ τίποτα. Εχθρικοί αντάρτες έπεφταν από τα δένδρα σαν ώριμα φρούτα, νεκροί ανάμεσα σε άλλα ψόφια θηρία. Καλύβες καίγονταν, γυναίκες και παιδιά έτρεχαν να σωθούν, πυκνός, μαύρος καπνός τα μαύριζε όλα.

 

Στεκόταν ο αγνώριστος εκείνος αυτόχθονας στην όχθη ενός κόκκινου ποταμού γεμάτου πτώματα να καπνίσει ένα τσιγάρο, με τον διοικητή του να τον παρατηρεί με περισσή ικανοποίηση. Ένας Νοτιοαφρικανός ρατσιστής, που αγαπούσε όμως τον πρώτο του στρατιώτη. Φαίνεται πως το χρώμα του χυμένου αίματος καταργούσε όλες τις άλλες διαφορές στο δέρμα.

 

Συνάντησαν και ήσυχα χωριά. Κάπου στα παράλια με τον Ατλαντικό. Εκεί άφηναν τον θαλασσινό αέρα να σβήνει το βουητό της μάχης από τα αφτιά τους, την οσμή του αίματος από τα ρουθούνια τους. Οι ψαράδες τους έφερναν πανέρια γεμάτα ψάρια την ώρα που άλλοι μισθοφόροι τραβοκοπούσαν τις ντόπιες κοπέλες. Ο Γκόρντη κάθισε αδιάφορος με τα πόδια απλωμένα κάτω από ένα δένδρο, καπνίζοντας και επιβλέποντας τον ανεφοδιασμό του λόχου. Ακούστηκε μια γυναικεία κραυγή. Μια κοπέλα ξέφυγε από το βίαιο κράτημα ενός φαντάρου και ήρθε να γονατίσει στα πόδια του Γκόρντη. Τον κοίταξε στα μάτια αλλά δεν ήταν τρομαγμένη. Του χαμογέλασε. Ο αυτόχθονας τα έχασε και πετάχτηκε όρθιος. Και ενώ όλα ήταν κανονισμένα και απλά, ήρθε ένα βλέμμα έτσι, να τα αλλάξει όλα. Την έλεγαν Άσα και σε μια στιγμή ξεφλούδισε σαν φωτιά όλο το χοντρό πετσί που ο Γκόρντη είχε αναπτύξει.

 

Περπάτησαν μαζί πάνω σε άμμο λευκή σαν την κιμωλία, ήρθαν στην παραλία, δίπλα στις καλύβες της φυλής της. Εκεί του έδειξε το τοτέμ που είχε πάνω σκαλισμένο τον καρχαρία. Μετά του έδειξε την θάλασσα και τους ψαράδες του χωριού της. Έριχναν τα δίχτυα τους από τις βάρκες. Καρχαρίες μέσα στο νερό έσπρωχναν κοπάδια ψαριών μέσα στα δίχτυα που εκείνοι τα μαζεύουν αμέσως. Πολλοί άντρες βουτούσαν και κολυμπούσαν γυμνοί μέσα στο νερό μαζί με τα κτήνη. Ο αδίστακτος στρατιώτης εκπλάγηκε αλλά και προβληματίστηκε. Ήταν φιλήσυχοι ψαράδες που τιμούσαν τον καρχαρία σαν θεότητα. Ο Γκόρντη ξανασυναντούσε το προγονικό ζώο της φυλής του που τόσο τον φόβιζε στο παρελθόν. Αυτοί οι άνθρωποι κολυμπούσαν απροστάτευτοι και ασφαλείς με το ιερό τους κήτος. Η βία στην ζούγκλα ήταν μια μακρινή φασαρία γι’αυτούς. Σύντομα, ο Γκόρντη θα ήταν αναγκασμένος να πάρει μια απόφαση, να κάνει μια επιλογή.

 

Έχασε την όρεξη του. Έφυγε η αγριάδα από το πρόσωπο του. Καθόταν πλέον μακριά από τους άλλους στο συσσίτιο. Η κόλαση της μάχης είχε αρχίσει να τρώει τα σωθικά του πρώτου στρατιώτη. Ο Γκόρντη έβλεπε πλέον το αιματοβαμμένο τέρας που ήταν ο διοικητής τους, όπως τους ούρλιαζε να σκοτώνουν. Και η άλλη άκρη ήταν τόσο πιο ορατή. Γυναίκες που έκλαιγαν, πληγωμένοι άντρες που παρακαλούσαν για έλεος. Πρόσωπα πόνου που αιωρούνταν πάνω στις φλόγες. Χαμήλωσε το όπλο του και αρνήθηκε να πυροβολήσει. Αμέσως ένιωσε την γροθιά στο μπράτσο του. Ο Διοικητής του στεκόταν από πάνω του και τον έβριζε. Σκοτείνιασε η σχέση των δύο αντρών ανεπανόρθωτα. Το ίδιο βράδυ ο Γκόρντη βρέθηκε να ατενίζει μια πανσέληνο και έβλεπε μόνο το πρόσωπο της Άσα πάνω της.

 

Ξεχύθηκε σαν τρελός μέσα στη ζούγκλα, έτρεξε σαν κυνηγημένος, πέταξε πίσω του όπλα και στολή, έφτασε γυμνός στην λευκή άμμο της λατρεμένης του παραλίας. Είχε διαλέξει. Το αμύητο αγόρι μιας αυτόχθονης φυλής βγήκε στην επιφάνεια, άπλωσε το χέρι του με εμπιστοσύνη και βρήκε την αγάπη και τον παράδεισο. Ήταν ελεύθερος. Η Άσα τον περίμενε εκεί. Τα πάντα άστραφταν λουσμένα στο φως του φεγγαριού. Του πέρασε ένα περιδέραιο από δόντια καρχαρία στον λαιμό, τον πήρε από το χέρι και μπήκαν μαζί στο νερό. Κολύμπησαν, έκαναν μακροβούτια και όταν έφτασαν στα βαθιά τους πλησίασε ένας καρχαρίας. Δειλιάζοντας, ο Γκόρντη βγήκε στην επιφάνεια αναστατωμένος. Δίπλα του όμως ήταν πάντα η Άσα για να τον καθησυχάσει. Το πτερύγιο ήρθε κοντά και η κοπέλα το άρπαξε τραβώντας μαζί της και τον Γκόρντη. Το κήτος έσυρε το ζευγάρι μαζί του και έκανε κύκλους. Ο Γκόρντη ένιωσε μια απόκοσμη έκσταση. Οι σκιές των τριών τους έμοιαζαν να χορεύουν ενάντια στο έντονο γαλάζιο του βυθού. Ήταν σχεδόν σαν τις ζωγραφιές στην σπηλιά της ερήμου. Ο καρχαρίας τους άφησε στην ακτή. Εκεί, στο άσπρο της άμμου ξάπλωσαν και αγκαλιάστηκαν.

 

Την επόμενη μέρα η Άσα παρουσίασε τον Γκόρντη στους δικούς της. Η φυλή όμως φοβήθηκε και προειδοποίησε την Άσα. Ο Γκόρντη ήταν ένας άνθρωπος της βίας. Θα έφερνε μόνο συμφορά για όλους. Και είχαν δίκιο. Η λιποταξία του ήταν πλέον γνωστή. Ο Διοικητής έχασε τον πρώτο του στρατιώτη και σκύλιασε. Πρώτα ανυπακοή στη σφαγή και μετά η λιποταξία. Έμαθε για την κοπέλα και την φιλήσυχη φυλή της. Η κτηνωδία του ξεχείλισε…

 

Το ζευγάρι ψάρευε με μια βάρκα στα ανοιχτά του κόλπου όταν είδαν τον μαύρο καπνό να υψώνεται πίσω από το ακρωτήρι. Τα πρόσωπα τους πήραν μια έκφραση φρίκης μόλις μάντεψαν σωστά την σημασία του. Βρήκαν τις καλύβες παραδομένες στις φλόγες. Διαμελισμένα κορμιά κείτονταν πάνω στην λευκή άμμο. Το τοτέμ ήταν σπασμένο. Οι μισθοφόροι είχαν φύγει αλλά ο Γκόρντη μπορούσε να τους δει ξεκάθαρα στην φαντασία του να πραγματοποιούν την σφαγή. Το φάντασμα του Διοικητή ήταν ακόμα στο χωριό και κοίταζε τον Γκόρντη κατάματα. Η οργή θέριεψε μέσα στον αυτόχθονα. Η έκφραση του άλλαξε. Μεταμορφώθηκε ξανά σε τέρας της βίας. Η Άσα ήταν συντετριμμένη από την καταστροφή της φυλής της αλλά και με μάτια γεμάτα δάκρυα πρόσεξε την αλλαγή στον αγαπημένο της. Όρμησε πάνω του και τον αγκάλιασε. Ήθελε να τον συγκρατήσει. Εκείνος όμως την έσπρωξε, την παραμέρισε. Ήταν πλέον εκτός εαυτού. Χάθηκε στην ζούγκλα και την άφησε εκεί μόνη της να κλαίει. Από φυλλωσιές και εσοχές στα βράχια βγήκαν κάποιοι επιζήσαντες της φυλής της, έτρεξαν δίπλα της να την αγκαλιάσουν. Χαρούμενη που τους είδε, έκλαψε γοερά μαζί τους γι αυτούς που χάθηκαν.

 

Διέσχισε την ζούγκλα. Σύρθηκε στα τέσσερα σαν πάνθηρας. Τα μάτια και τα σαγόνια του άστραφταν μέσα στις σκιές της πυκνής βλάστησης. Το βλέμμα του ήταν βαμμένο κόκκινο. Γλίστρησε έξω από την ζούγκλα στο ξέφωτο που ήταν το στρατόπεδο. Στην σκηνή του, ο Διοικητής ήταν ξαπλωμένος στο ράντσο του και κάπνιζε, αναλογιζόμενος την απολαυστική βία με την οποία τους είχε χορτάσει η μέρα. Από την μια στιγμή στην άλλη χάθηκε η ανταύγεια του φεγγαριού και σκοτείνιασαν όλα. Πριν νιώσει να τον κυριεύει ο τρόμος, άκουσε το γρύλισμα ενός θηρίου και ένιωσε το χνώτο του Γκόρντη πάνω στην καρωτίδα του. Οι κραυγές που ξεχύθηκαν από το στρατόπεδο ήταν εξωγήινες και της πιο άγριας ζούγκλας στον πλανήτη.

 

Την αυγή ο Γκόρντη ήταν πάλι πίσω στα καμένα χαλάσματα. Το στήθος του ήταν καλυμμένο με πηγμένο αίμα που έμοιαζε να ξεκινάει από τα δόντια στο περιδέραιο. Δεν ήταν όμως κανείς στο χωριό. Φώναζε μάταια το όνομα της όλη μέρα. Έμεινε εκεί για μέρες μήπως επιστρέψει, ενώ βαθιά μέσα του ήξερε πως την είχε χάσει. Η Αφρική δεν τον χωρούσε πλέον. Του είχε δοθεί μια ευκαιρία στην ευτυχία και την είχε απολέσει. Και σύντομα θα τον κυνηγούσε ένας στρατός να τον σκοτώσει. Έπρεπε να βρει τον δρόμο της επιστροφής, προς τα εκεί που ανήκε.

 

Όταν οι μισθοφόροι έφτασαν στο κατεστραμμένο χωριό ο Γκόρντη τους είδε και έτρεξε προς το νερό. Βούτηξε και άρχισε να κολυμπάει προς τα ανοιχτά. Ένας από τους φαντάρους έβγαλε το μαχαίρι του και βούτηξε από πίσω. Οι άλλοι στάθηκαν στην κόψη του κύματος να παρακολουθήσουν. Ο αυτόχθονας κολύμπησε ανάμεσα από τους καρχαρίες. Άρπαξε έναν από το πτερύγιο και το κήτος τον πήρε μακριά. Ο διώκτης του βρέθηκε ανάμεσα στο υπόλοιπο κοπάδι και είχε το αναμενόμενο τέλος. Οι φαντάροι στην ακτή είδαν τον κόκκινο αφρό να απλώνεται σε έναν φρικτό κύκλο και υπέθεσαν πως το τέλος είχε βρει και τους δύο άντρες.

 

3.

 

Η αυγή ρόδισε βασιλικά πάνω από τον θαλάσσιο ορίζοντα και σηκώθηκε κύμα, τέλειο για σέρφινγκ. Σταθήκαμε στην υγρή άμμο να αγναντέψουμε το θεσπέσιο θέαμα. Το κύμα που περιμέναμε είχε φτάσει. Διαλογιζόμαστε για την άφιξη του όλη νύχτα.

 

Τρέξαμε προς τις σανίδες μας και ριχτήκαμε στο νερό. Κωπηλατήσαμε με τα χέρια μας ενθουσιασμένοι προς τα ανοιχτά. Ξαφνικά πρόσεξα πάνω στην σανίδα μου το καρτούν στο οποίο πριν δεν είχα δώσει σημασία. Ήταν ένας όρθιος καρχαρίας με γυαλιά ηλίου, σορτσάκι βερμούδα και με μια σανίδα του σερφ παραμάσχαλα. Το πρόσεξε και ο Γκόρντη, και βλέποντας την έκφραση μου χαμογέλασε. Έδειξε τον δράκο στο μπράτσο μου.

«Αυτό σε προστατεύει» είπε.

Μετά, καθώς πλέαμε ο ένας δίπλα στον άλλον, ο αυτόχθονας έβγαλε το περιδέραιο του και το πέρασε στον λαιμό μου. Είπε πως δεν το χρειαζόταν πια. Αυτό το κύμα θα τον πήγαινε στην άλλη όχθη, εκεί που όφειλε το μεγαλύτερο χρέος. Είχε έρθει ο καιρός να τελειώσει το Όνειρο. Για τους δικούς του.

 

Στην συνέχεια κωπηλάτησε μακριά μου. Γύρισα και είδα τον θαλάσσιο ορίζοντα να φουσκώνει και να έρχεται καταπάνω μας. Ο Γκόρντη πήδηξε όρθιος πάνω στην σανίδα του. Εγώ σηκώθηκα πάνω στην δική μου την ώρα που το νερό άρχισε να την ανυψώνει. Πετούσαμε με το κύμα γλιστρώντας πάνω σε πράσινο, σμαραγδένιο νερό. Νόμισα πως ονειρευόμουν. Η στιγμή ήταν τόσο μοναδική που σχεδόν έλπιζα να κρατήσει για πάντα. Το κύμα άρχισε να με κουκουλώνει και γέρνοντας προς τα εμπρός αύξησα ταχύτητα μέσα στο υγρό τούνελ. Μόλις που πρόλαβα να δω με την άκρη του ματιού μου τον γκρίζο όγκο που γλιστρούσε μαζί μου πίσω από το διάφανο παραπέτασμα. Μια στιγμή ανασφάλειας και μου στοίχισε το προβάδισμα. Το κύμα έκλεισε πάνω μου και όλα χάθηκαν μέσα στον αφρό.

 

Στροβιλίστηκα μέσα στο νερό, χτύπησα στον αμμώδη βυθό και θόλωσαν τα νερά που με κύκλωναν. Δύο καρχαρίες πέρασαν από πάνω μου και χάθηκαν στην θολούρα. Σύντομα είδα στο βάθος αίμα να ανθεί σαν τριαντάφυλλο.

 

Κολύμπησα προς την επιφάνεια και στην συνέχεια έφτασα σώος στην ακτή. Στάθηκα ξανά στην άμμο και έψαξα με το βλέμμα ανέλπιδα για τον Γκόρντη. Νόμισα πως όλα είχαν τελειώσει εκεί για εκείνον. Ο επίλογος όμως όπως σας είπα ήδη ήταν μια έκπληξη.

 

Ο αυτόχθονας ξεπρόβαλε σαν το δελφίνι μέσα από το κύμα όπως εκείνο έσκαγε στα ρηχά. Βγήκε αγέρωχος μπροστά μου, χαμογελαστός και ευτυχής. Ένα δάγκωμα αιμορραγούσε στα πλευρά του.

 

Δεν μπορούσα να ερμηνεύσω την χαρά του. Ήταν το δάγκωμα ενός μικρού καρχαρία. Ενός μωρού. Όταν τον κατάπιε η θάλασσα, ο Γκόρντη είδε την Άσα. Του έδειχνε την καταγωγή της φυλής της, βαθιά μέσα στην ζούγκλα. Στεκόταν στην κορυφή ενός λόφου και του έδειχνε προς ένα βουνό στο βάθος όπου έρεε ένας καταρράχτης. Η οπτασία χάθηκε μόλις εμφανίστηκε ο καρχαρίας με το μικρό του. Τον είχαν πλησιάσει απειλητικά αλλά μόνο το μικρό τού χίμηξε.

 

Υπήρχε λόγος που ήταν ακόμα ζωντανός. Είχε ακόμα ένα χρέος σ’αυτήν την πλευρά του σύμπαντος. Ένα παιδί. Ένα παιδί δικό του που η Άσα του έκρυψε για να το προφυλάξει από την βία του πατέρα του. Θα γυρνούσε πίσω για να τους βρει. Δεν τον αμφισβήτησα. Είχε πολύ δρόμο να φτάσει μέχρι τον προορισμό του. Αυτή την φορά θα διδασκόταν από τον καρχαρία για να εξαφανίσει την οργή του. Τον κοίταξα βαθιά στα μάτια. Ο Γκόρντη είχε επιστρέψει στον κύκλο της φωτιάς στη φυλή του. Είχε τραγουδήσει μαζί τους. Τα ιερά ζώα δεν τον τρόμαζαν πια. Ανυψώθηκε μαζί με τις σπίθες στα άστρα και κολύμπησε δίπλα στο μεγάλο γαλάζιο κήτος βρίσκοντας την εσωτερική του γαλήνη.

 

Έβγαλα το περιδέραιο και το έδωσα πίσω στον Γκόρντη. Του ευχήθηκα να φτάσει στον προορισμό του, να σηκώσει στα χέρια του το παιδί του, σαν πατέρας, ένας νέος άνθρωπος. Χωριστήκαμε εκεί και δεν τον ξανάδα. Όποτε τον σκέφτομαι τον βλέπω με την φαντασία μου να στέκεται με την Άσα και το μωρό δίπλα στον καταρράκτη τους. Εκεί θα έχουν και το τοτέμ του καρχαρία, για τη μέρα που τα παιδιά τους θα επιστρέψουν μια μέρα πίσω, στην ακτή με την λευκή άμμο.

 

Κι εγώ, όποτε κοιτάζω τον δικό μου δράκο, σκέφτομαι τα τελευταία λόγια του αυτόχθονα. Είναι όντως μεγάλο το ταξίδι για έναν οποιονδήποτε άντρα.

 

Τέλος

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..