Jump to content

Η Θεά Γάτα


Guest Anime_Overlord

Recommended Posts

Guest roriconfan

Αν και ο κακός ο Ντίνος μου απαγόρεψε να βάλω δεύτερη συμμετοχή, εγώ πάραυτα έγραψα και δεύτερο διήγημα. Σας το παραθέτω για να θυμηθείτε ότι Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ και ότι περισσότερο όρεξη χρειάζεται παρά ταλέντο. Αν και το διήγημα είναι σαφέστατα ατημέλητο και χαώδες και παίζει να είναι και off topic (μη πάθω τίποτα ακολουθώντας τους όρους), πάραυτα το κόβω διασκεδαστικό. Δείτε το σαν έμπνευση παρά σαν συμμετοχή.

Κατηγορίες: Κοινωνικό δράμα, Ειρωνική κωμωδία, Φαντασία, Υποτονικός Ερωτισμός

Λέξεις: 2091

Η Θεά Γάτα

 

 

Ήταν μια ήσυχη μέρα του καλοκαιριού. Ούτε ένα σύννεφο δεν υπήρχε στον ουρανό για να εμποδίζει στο παραμικρό το άπλετο φως του Θεού Ρα από το να πέφτει πάνω στην ερημική περιοχή του ναού της Μπαστ.

 

 

Οι πέτρες καίγανε σε σημείο που αστειευόμενα θα μπορούσε κάποιος να πει ότι και αυγό να τηγανίσεις πάνω τους ήταν δυνατό. Φυσικά, για τους κατοίκους της γύρω περιοχής αυτό δεν θα ακουγότανε καθόλου αστείο. Γιατί ούτε την ζέστη αντέχανε άλλο, ούτε αυγό τους είχε απομείνει για να τηγανίσουνε. Ο κόσμος πεινούσε και διψούσε, ζαλιζότανε από την ηλίαση και αρρώσταινε από την ασιτία. Οι σοδειές χαλούσανε, τα πηγάδια στερεύανε, τα ζώα ψοφούσανε και ακόμα και ο πυλός με τον οποίο χτίζανε τα απλοϊκά σπίτια τους άρχιζε να γίνεται χώμα, από το οποίο προήλθε.

 

 

Υποφέρανε.

 

Πεθαίνανε.

 

Αγανακτούσανε.

 

Τι μπορούσανε να κάνουνε για να κατευνάσουνε τον Θεό Ήλιο για λίγη βροχή ή συννεφιά; Δεν είχανε τίποτα να του προσφέρουνε.

 

Πώς να απευθυνθούνε στην ενανθρώπιση του επί της Γης, τον τρανό Φαραώ; Ήταν πολύ μακριά για να πάνε και η περιοχή τους ήταν γεωγραφικά πολύ ασήμαντη για να της δώσει σημασία.

 

Που να πηγαίνανε; Παντού τους περιτριγύριζε η απέραντη και θανατερή έρημος της Σαχάρας. Αν δεν τους αποτελείωνε η ζέστη, θα το έκαναν οι φοβεροί Τουαρέγκ που γυρνούσανε εκεί.

 

Ακόμα και στον θεϊκό Νείλο να πηγαίνανε, κανείς δεν θα δεχότανε να στεγάσει και να ταΐζει εκατοντάδες ασήμαντους υπηκόους. Υπήρχανε ήδη χιλιάδες ευνοούμενοι των Θεών που ακόμα περιμένανε για μια θέση εκεί. Αυτούς που τους ξεχάσανε οι Θεοί, ποιος θα τους έδινε σημασία;

 

 

Μια ελπίδα τους είχε απομείνει για να τους κρατάει ζωντανούς. Η Θεά του ναού της Μπαστ. Ευλογημένος να είναι ο ιερέας που ήρθε στο όνομα της για να τους σώσει από τον χαμό. Χωρίς κάτι καλύτερο να έχουνε να κάνουνε, όλοι τους μαζεύονταν κάθε μέρα γύρω από τον ναό της, ικετεύοντας για νερό και τροφή.

 

 

Ο Θεός Ήλιος είχε σχεδόν δύσει. Οι τελευταίες του ορατές ακτίνες ήταν το σύνθημα για να ξεκινήσει η λαοθάλασσα να κατευθύνεται προς τον ναό. Ο λόγος που γινότανε πάντα αργά το απόγευμα η δέηση, ήταν για να είναι υποφερτή η θερμοκρασία. Για όνομα των Θεών, δεν είχαν τίποτα ενάντια στον Ρα! Χάρη σε αυτόν ζούσανε. Πως γίνεται να του κρατάνε κακία αφού ακόμα και τα λίγα που είχανε ήτανε τα «σα εκ των σων»;

 

 

Η πομπή είχε φτάσει στον ναό μέσα σε μερικά λεπτά.

 

Η άμμος ακόμα έκαιγε τα πόδια τους.

 

Το δέρμα τους ακόμα ίδρωνε από την ζέστη.

 

Τα μάτια τους ακόμα θολώνανε από την οπτασία που προκαλούσε η ζέστη στο βάθος. Τι οάσεις και καραβάνια και ελέφαντες βλέπανε κατά καιρούς. Και πολλές φορές μάλιστα δεν ήταν η ζέστη που τα δημιουργούσε αλλά οι παραισθήσεις τους από την ηλίαση…

 

Ακόμα και ο ναός της Μπαστ, σαν ψευδαίσθηση ήτανε. Αν και τον αποκαλούσανε ναό, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τέσσερις χοντροί πήλινοι τοίχοι με μερικά υφαντά για διακόσμηση. Το εσωτερικό του ναού μετά βίας να χωρούσε 10 όρθια άτομα… Άντε, 15, έτσι που είχανε αδυνατίσει όλοι τους. Αλλά στα μάτια τους, αυτό το μικρό κτίσμα στην μέση της ερημιάς φάνταζε σαν πολυτελής ναός στη μέση μιας γόνιμης όασης. Ήταν η ελπίδα τους. Η σωτηρία τους. Κάθε πήλινο τούβλο φάνταζε χρυσαφένιο, κάθε σκονισμένο ψάθινο υφαντό φάνταζε βελούδο και κάθε πυρσός που έφεγγε γύρω από τον ναό ήταν σαν θεϊκό φως να πέφτει από την Θεά ουρανό και να ευλογεί τούτο το μέρος.

 

 

Όπως πάντοτε, οι κακόμοιροι και θεο-λησμονημένοι αγρότες του ανώνυμου χωριού προσκυνήσανε και αρχίσανε με ήσυχες δεήσεις να παρακαλάνε τον αντιπρόσωπο του ναού να βγει να τους ευλογήσει. Χωρίς καθόλου ρυθμό και αρμονία ή καν ζωντάνια για να το κάνουνε σωστά, ακουγόταν από απόσταση μόνο ένας ακατανόητος θρήνος. Για κάποιον περαστικό που δεν γνώριζε την διαδικασία του Μυστηρίου, θα του φαινότανε σαν να ζούσε έναν εφιάλτη. Θα ήταν σαν να έβλεπε έναν στρατό από φαντάσματα να εμφανίζονται με το σβήσιμο του ζωοφόρου φωτός και να παρακαλάνε για λύτρωση. Αν πλησίαζε, θα συνειδητοποιούσε ότι δεν είναι άϋλα. Αλλά η γνώμη του δεν θα βελτιωνότανε. Αντί για πνεύματα, θα έβλεπε κοκαλιασμένα κορμιά, με σκασμένα χείλια και κενά βλέμματα να βογκάνε και να κλαίνε χαμηλόφωνα. Ποιος δεν θα το έβαζε στα πόδια αν έβλεπε εκατοντάδες ζωντανεμένες μούμιες ενώ νυχτώνει μέσα στην ανοικτή ερημιά;

 

 

Μέσα στον ναό, ο αρχιερέας κοιμότανε του καλού καιρού.

 

Ο χώρος είχε γίνει με τόση φροντίδα από τους χωρικούς που η δροσιά διατηρούταν ακόμα και το μεσημέρι, αν έκλεινες τα παράθυρα.

 

Στους τοίχους στηρίζονταν ή ήταν κρεμασμένα αμέτρητα οικιακά σκεύη και εργαλεία.

 

Στα πόδια του, βρίσκονταν πεταμένα αποφάγια και κόκαλα κατσίκας.

 

Στα αριστερά του, κοιμόταν η «ιερόδουλη της ημέρας», μια πανέμορφη κοπελιά από το χωριό που ήταν τιμημένη να είναι η ερωτική σύντροφος του αντιπροσώπου της Θεάς για μια νύκτα.

 

Και στα δεξιά του, βρισκόταν πάνω σε ένα μαξιλάρι η ίδια η Θεά. Έγλυφε νωχελικά το μπροστινό της πόδι και το περνούσε πάνω από το κεφάλι της.

 

 

Οι ικεσίες ξυπνήσανε τον αρχιερέα. Έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου, συνειδητοποίησε ότι πάλι τον πιάσανε στον ύπνο, απροετοίμαστο. Σηκώθηκε γρήγορα, φόρεσε τα ιερατικά του και τσίγκλησε την ιερόδουλη να φύγει από το ιερό τούτο μέρος το συντομότερο. Σήκωσε το μαξιλάρι, που είχε ξαπλώσει αδιάφορα πάνω η γάτα και με σοβαρό ύφος περπάτησε, σχεδόν σαν να ήταν σε παρέλαση, αργά προς την είσοδο του ναού.

 

 

Η εμφάνιση του στους χωρικούς, μετέτρεψε τις θλιμμένες φωνές τους σε εύθυμα αναφωνητά. Να, ξεπροβάλει ο σωτήρας τους! Και η Θεά τους! Αν και ο αρχιερέας ήταν αρκετά άσχημος σαν άνθρωπος, η ιδιότητα του τον έκανε να φαντάζει πεντάμορφος. Η φαλάκρα του φάνταζε σαν φωτοστέφανο, τα αλλήθωρα μάτια του σαν βλέμμα που τηρεί τα πάντα συγχρόνως και η τεράστια κοιλιά του σαν απόδειξη της καλοφαγίας που θέλουνε κι αυτοί να έχουνε. Και η γάτα δεν ήταν απλά μια γάτα, ήταν το πιο όμορφο πλάσμα στον κόσμο. Η στιλπνή της τρίχα και το ανέμελο βλέμμα της ήταν η απόδειξη της θεϊκής της καταγωγής.

 

 

- «Η Θεά ζητάει τις προσφορές της!» …αναφώνησε με σοβαρό και σχεδόν επιβλητικό ύφος ο αρχιερέας. Αμέσως, τρέξανε μπροστά του με σκυμμένο βλέμμα τρεις χωρικοί. Ο πρώτος πρόσφερε ένα εργόχειρο που είχανε φτιάξει οι γυναίκες του χωριού με μόχθους μηνών. Ο δεύτερος πρόσφερε μια πιατέλα γεμάτη με φρεσκοψημένο κρέας κατσίκας, το μόνο διαθέσιμο εδώ και χρόνια. Και η τρίτη, πρόσφερε το σώμα της ως η αποψινή ιερόδουλη. Ο αρχιερέας αδιαφόρησε παντελώς για την πρώτη προσφορά αλλά ξερογλειφόταν για τις άλλες δύο.

 

 

- «Η Θεά είναι ευχαριστημένη!» …απάντησε ξερά και πήγε να ξαναμπεί στον ναό για να… προσευχηθεί με τις προσφορές.

 

 

- «Κύριε!» …ακούστηκε μια φωνή από το πλήθος.

 

 

Ο ιερέας σταμάτησε και γύρισε το κεφάλι του. Είδε ένα παιδί κάπου δώδεκα χρονών να έχει τρέξει και να έχει σταματήσει δίπλα του. Κοιταχτήκανε στα μάτια. Το παρουσιαστικό τους ήταν η προσωποποίηση της αντίθεσης. Από την μια στεκόταν ένα κοντό, λιπόσαρκο και ντυμένο με κουρέλια αγοράκι. Από την άλλη, ένας ψηλός, ευτραφής και ντυμένος με κομψή λευκή κελεμπία μεσήλικας.

 

 

- «Πότε θα βρέξει κύριε; Διψάω!» …πρόλαβε να πει πριν χιμήξουν και τον φιμώσουν με τα χέρια τους οι συγχωριανοί του.

 

 

- «Πάψε χαζό! Ιεροσυλία! Ντροπή! Δεν κάνει να μιλάς χωρίς να σου απευθύνει το λόγο ο άγιος!» …είπανε.

 

 

Αν και κατά βάθος, όλοι θέλανε το ίδιο πράγμα να ρωτήσουνε. Τρεις μήνες δεν είχε ρίξει σταγόνα. Δεν φτάνανε οι προσφορές; Μήπως τιμωρούνται για τις αμαρτίες τους; Μήπως κάποιος τους καταράστηκε; Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, δεν θέλανε να προκαλέσουνε ύβρις με το να ρωτήσουνε. Ποιοι ήταν αυτοί για να αμφισβητούνε τους Θεούς; Μάλλον οι Θεοί δοκιμάζανε την πίστη τους. Ναι, μάλλον αυτό θα είναι. Γιατί μόνο αυτό έβγαζε λογική σε όλη την συμφορά που ζούσανε. Χωρίς να είναι σίγουροι, αυτό πιστεύανε ότι ήταν η αλήθεια. Η ελπίδα τους ήταν η αλήθεια τους.

 

 

Εκείνη την στιγμή, η Θεά έκανε την τιμή να τους ηρεμήσει, λέγοντας τα εξής σοφά λόγια: … ΝΙΑΡ! …

 

 

Μη χάνοντας την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, ο άγιος απάντησε: «Ορίστε! Η Θεά μίλησε! Είπε ότι σύντομα θα βρέξει, σύντομα θα πέσει Μάννα εξ ουρανού, σύντομα τα ψωμιά σας θα πολλαπλασιαστούν! Έχετε πίστη!» Οι χωρικοί αρχίσανε να ζητωκραυγάζουνε και να δοξάζουνε και να φιλάνε τα πόδια του και να ακουμπάνε το μαξιλάρι της Θεάς. Το αγοράκι απορημένο είπε: «Μα απλά νιαούρισε…» αλλά το σταμάτησε το δυνατό τράβηγμα της μάνας του που το πήρε μακριά από εκεί για να του δώσει ένα γερό χέρι ξύλο που την έφερε σε δύσκολη θέση. «Παλιόπαιδο! Με τα λόγια σου θα βρέξει σε όλη την Αίγυπτο, εκτός από το χωράφι μας! Βούλωσε το! Δε ξέρεις! Είσαι χαζό! Μη μιλάς!»

 

 

Με το ένα χέρι να κρατάει το μαξιλάρι και την Θεά και το άλλο την ιερόδουλη που βαστούσε την πιατέλα, ο άγιος μπήκε γοργά μέσα με μεγάλο χαμόγελο, καθώς άφηνε πίσω του τους χωρικούς να επιστρέφουνε σπίτια τους γελώντας και τραγουδώντας. Άλλη μια παράσταση έλαβε τέλος με επιτυχία.

 

 

Ήταν ωραίο πράγμα να είσαι άγιος. Πριν φορέσει τα ράσα που έκλεψε, δεν ήταν παρά ένας ασήμαντος γελωτοποιός που έβγαζε μετά βίας τα αναγκαία σε μια μακρινή πόλη. Τώρα όμως, περνούσε ζωή χαρισάμενη. Είχε ότι ήθελε, κάνοντας ακριβώς τα ίδια πράγματα, ένα απλό θεατρικό σκετσάκι με το κατοικίδιο του, την Φουφού. Αλλά της άλλαξε όνομα όταν ήρθε εδώ. Τώρα πλέον δεν είναι η Φουφού, είναι η παντοδύναμη Θεά Μπαστ!

 

 

Και μάλιστα, ήταν πεπεισμένος ότι δεν ήταν απατεώνας αλλά πραγματικός σωτήρας. Δεν πίστευε ότι κορόιδευε τους χωρικούς. Ίσα, ίσα, τους έδινε ελπίδα για να συνεχίσουνε να ζούνε. Χωρίς αυτόν, θα είχανε διασκορπιστεί στα πέρατα της ερήμου, όπου θα τους κατατρώγανε τα τσακάλια και θα τους σκοτώνανε οι ληστές. Που το κακό σε αυτό που έκανε; Ήτανε τα πρόβατα και αυτός ο βοσκός που τα κρατά με ασφάλεια στο μαντρί.

 

 

Δε τους ζητάει σάμπως και κάτι το παράλογο. Απλά να συνεχίσουνε να ελπίζουνε, με κόστος ένα πιάτο φαΐ παραπάνω την ημέρα και μια κοπέλα να του κάνει συντροφιά τα βράδια. Και μάλιστα δεν τις σπίλωνε καν τις κοπέλες με το να συνουσιάζεται μαζί τους. Ίσα, ίσα που με το να της ξεπαρθενιάζει, ήταν σαν να τις ευλογούσε και τις έκανε μάλιστα και περιζήτητες νύφες! Οπότε, όλα καλά!

 

 

Ξεκίνησε να τρώει και να χαϊδεύει την κοπελιά που είχε κατακοκκινίσει. Της απαγορευότανε να αντισταθεί για να μη θυμώσει την Θεά. Πάραυτα, η πρώτη φορά είναι πάντα και η δυσκολότερη…

 

 

Εν τω μεταξύ η Θεά, κοιμότανε του καλού καιρού πάνω στο μαξιλάρι της. Πάνε πολλά χρόνια από τότε που διάλεξε σαν κατοικίδιο της αυτόν τον αφελή άντρα. Της αρέσανε τα κόλπα που έκανε. «Μου γλιτώνει και τον χρόνο από το να του τα μάθω η ίδια.» Σκεφτόταν. Κάθε μέρα ήταν και μια διασκεδαστική εμπειρία μαζί του. Από το να τον βλέπει να κάνει μαϊμουδίσματα στην πόλη, μέχρι το να τον βλέπει να υποδύεται τον αρχιερέα της, ήταν το καλύτερο μέσο για να περνάει ευχάριστα την αιωνιότητα της. Είχε γίνει πασίγνωστη και αγαπητή, χωρίς ουσιαστικά να κάνει τίποτα. Απλά ψιθύρισε ενώ κοιμόταν στο «κατοικίδιο» της ποια πραγματικά ήταν και τον άφησε να σκαρφιστεί ο ίδιος τα υπόλοιπα.

 

 

Το ωραίο είναι ότι είναι τόσο αγαπητή και το κατοικίδιο της τόσο ευτυχισμένο, με το να μη προσφέρει στους πιστούς της αυτό που θέλουν. Όσο περισσότερο καθυστερεί την βροχή, τόσο πιο πολύ την αγαπάνε. Κατά κάποιο τρόπο, όσο πιο πολύ αδιαφορούσε, τόσο πιο πολύ την είχανε ανάγκη. Και μάλλον θα ισχύει και το αντίστροφο. Θα καθυστερούσε την επίσκεψη της στη Θεά Ουρανό για όσο γινόταν πριν αναιρέσει την διαταγή της να μη βρέξει. Θα τους άφηνε να φτάσουνε ένα βήμα πριν το τέλος πριν τους σώσει την ζωή. Και θα τους την έσωζε! Όχι γιατί νοιαζόταν γι’ αυτά τα «κατοικίδια του κατοικίδιου» της. Απλά, χωρίς αυτά να ζούνε, θα είχε ξεμείνει από πιστούς και έπρεπε να γυρέψει αλλού νέους, προκαλώντας κάποια παρόμοια καταστροφή.

 

 

Αν κάποτε βαριόταν αυτό το χωριό και το παρόν κατοικίδιο της, απλά θα τα άφηνε στη μοίρα τους και θα έψαχνε αλλού για ψυχαγωγία. Αλλά μέχρι τότε, απολάμβανε να παρακολουθεί τον αντιπρόσωπό της να προσπαθεί να πείσει την κοπέλα ότι το να του γλύψει τον κάβαλό του, θα επισπεύσει την βροχή…

 

 

Η νύχτα έπεσε έξω από τον ναό και αμέτρητα φωτάκια γεμίσανε τον ξάστερο ουρανό. Δεν υπήρχε καθόλου δροσιά παρά τσουχτερό κρύο. Πουθενά ένδειξη ζωής, πέρα από μερικά αρμυράνγγαθα εδώ και εκεί. Κανένας λόγος για να υπάρχει ευτυχία εδώ. Κι όμως, παραδόξως όλοι όσοι ζούσανε εδώ ήτανε τρισευτυχισμένοι. Δεν είχανε σχεδόν τίποτα και πάραυτα, ήταν χάρη στην πίστη τους και την ελπίδα τους πιο ικανοποιημένοι από τους ευνοημένους κατοίκους που ζούσανε πλάι στον γόνιμο Νείλο.

 

 

Με το νερό τους και τα ζώα τους και τα χωράφια τους και τα πλούσια ενδύματα τους, οι ευνοημένοι κάτοικοι του Νείλου περνούσανε τον καιρό τους μέσα στην χαιρεκακία και καταστρώνοντας σκευωρίες για να ξεκάνουνε τους γειτόνους τους και να τους πάρουνε το βίος τους. Όσα πιο πολλά είχανε, τόσα περισσότερα θέλανε.

 

 

Μάλλον ο θεϊκός Φαραώ δεν ήξερε ότι η πραγματική ευτυχία βρίσκεται στα λίγα και όχι στα πολλά. Κατάληξε να φοβάται τον κάθε συγγενή του και φιλόδοξο πλούσιο έμπορο μήπως του δηλητηριάσει το ποτό για να εγκαινιάσει μια νέα δυναστεία. Είχε πάψει να κοιμάται πια ήσυχα τα βράδια. Εν τω μεταξύ, ένας αφελής θεατρίνος στην μέση του πουθενά, είχε φιλοσοφήσει καλύτερα την ζωή. Με το να κρατάει μια γάτα στο ένα χέρι και την ελπίδα στο άλλο… Πέρα από το κρέας και τις κοπέλες, εννοείται…

Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Καλό ήταν, αλλά σε μερικά σημεία με μπέρδεψε το ύφος.

Αλλού ήταν πιο κωμικό και αλλού πιο σοβαρό. Νομίζω δεν είχε καλή ισορροπία.

Επίσης είχε μερικές βιαστικές (και κάπως αταιριαστες) εκφράσεις, όπως: "Στα αριστερά του, κοιμόταν η «ιερόδουλη της ημέρας», μια πανέμορφη κοπελιά από το χωριό που ήταν τιμημένη να είναι η ερωτική σύντροφος του αντιπροσώπου της Θεάς για μια νύκτα."

 

Το παρακάτω, όμως σημείο ήταν εμπνευσμένο:

"Εκείνη την στιγμή, η Θεά έκανε την τιμή να τους ηρεμήσει, λέγοντας τα εξής σοφά λόγια: … ΝΙΑΡ! …

Μη χάνοντας την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, ο άγιος απάντησε: «Ορίστε! Η Θεά μίλησε! Είπε ότι σύντομα θα βρέξει, σύντομα θα πέσει Μάννα εξ ουρανού, σύντομα τα ψωμιά σας θα πολλαπλασιαστούν! Έχετε πίστη!» Οι χωρικοί αρχίσανε να ζητωκραυγάζουνε και να δοξάζουνε και να φιλάνε τα πόδια του και να ακουμπάνε το μαξιλάρι της Θεάς."

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Βασικά, επίτηδες το άλλαζα το ύφος έτσι απότομα. Ήθελα να αισθάνεται αστείο κάτι το οποίο άλλοι θεωρούνε σοβαρό.

Link to comment
Share on other sites

  • 6 months later...

Θα έλεγα ότι αφαιρετικά η ιστορία έχει ως εξής: Είναι ένας τσαρλατάνος που εκμεταλλεύεται την αφέλια και την ανυμποριά μιας κοινότητας. Μία ανατροπή είναι ότι ο ίδιος θεωρεί ότι αυτό που κάνει είναι ηθικά σωστό. Δεύτερη ανατροπή είναι ότι με τη σειρά του και αυτός είναι υποχείριο κάποιου άλλου εκμεταλλευτή.

 

Όπως την περιγράφω παραπάνω, μπορώ να διακρίνω τα εξής προβλήματα: Ένα είναι ότι η μία ανατροπή δεν είναι ουσιαστικά ανατροπή γιατί φαίνεται από την πρώτη σειρά, η δεύτερη ανατροπή δεν έχει μεγάλη αξία γιατί έρχεται από το πουθενά. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι ως ιστορία δεν είναι καθόλου μα καθόλου πρωτότυπη. Μοιάζει τελείως πεζή, πράγματα που όλοι οι άνθρωποι σκέφτονται τη μία ή την άλλη στιγμή, φευγαλέα, χωρίς βάθος. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι πρέπει να αναζητήσεις περισσότερο την έμπνευση και την πρωτοτυπία και να εμβαθύνεις περισσότερο στις καταστάσεις που δημιουργείς. Τώρα, λίγο πιο συγκεκριμένα, ας περάσουμε στη δομή. Η ιστορία αναπτύσσεται τελείως γραμμικά. Ξεκινάς με το να παρουσιάσεις το πρόβλημα της κοινότητας. Μετά, λες για το πώς ο ιερέας κολλάει στην κατάσταση. Το πρόβλημα είναι ότι αναλώνεσσαι στο να περιγράφεις τις ακολασίες του ιερέα με κυνισμό. Η σκηνή με το παιδί που αμφισβητεί νομίζω είναι με διαφορά ό,τι καλύτερο υπάρχει εδώ. Από εκεί και ύστερα, το μόνο που κάνεις είναι επιβεβαιώνεις τις υποψίες. Από αυτό το σημείο και μετά, επικρατεί ένα χάος συνειρμών, σα να άρχισες να γράφεις χωρίς να έχεις ιδέα πού θες να καταλήξεις. Μας κάνεις την ανατροπή με τη θεά, παρόλο που δεν την προικονόμησες καθόλου. Μετά κάθεσαι και αναπτύσσεις τη φιλοσοφία της, ενώ ουσιαστικά η ιστορία έχει ήδη τελειώσει. Συνεχίζεις να λες για το πώς οι άλλοι που έχουν τα πολλά δεν έχουν την ευτυχία των κατοίκων αυτής της κοινότητας και φτάνεις να λες για τον φαραώ. Η ιστορία δεν καταλήγει πουθενά. Κατά τα άλλα, νομίζω καλό θα ήταν να έβαζες περισσότερες περιγραφές και καταστάσεις, να παρουσίαζες τα πράγματα λιγότερο αφαιρετικά. Επισυνάπτω ένα αρχείο με πιο αναλυτικά σχολιάκια σε κάποια συγκεκριμένα κομμάτια του κειμένου. Η_Θεά_Γάτα.pdf

Link to comment
Share on other sites

Guest roriconfan

Σχόλια αντί σχολίων του Guardian.

 

 

Εκεί που ρωτάς τι γνώμη έχει ο αφηγητής, αφού πρώτα τον παρουσιάζει σαν σωτήρα και μετά σαν τσαρλατάνο. Απάντηση: Την ειρωνία.

 

Εκεί που βρίσκεις το κομμάτι περιττό, δεν είναι καθόλου. Ο Ρα είναι ο Θεός Ήλιος και με αυτήν την πρόταση ξεκαθαρίζεται ότι δε του κρατάνε κακία που πάνε με την δύση.

 

Ο λόγος που το κάνω χωριστό είναι μνημονικό τρικ. Μονορούφι δε το θυμάται εύκολα ένας άπειρος αναγνώσεις. Και γιατί μου αρέσει μια πρόταση, μια εικόνα.

 

Το κρέας κατσίκας σπανίζει γιατί το τρώει όλο ο ιερέας. Αλλά δεν έχει τελειώσει.

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..