Jump to content

Το Αίνιγμα του Τρία


Recommended Posts

1.

 

Το ανδρείκελο τινάχτηκε όρθιο σφυρίζοντας ανεξέλεγκτα. Η λόγχη είχε διαπεράσει την αρματωσιά τού αυχένα τεμαχίζοντας ζωτικές συνδέσεις. Πεπιεσμένος αέρας δημιούργησε έναν φριχτό πίδακα από μαύρα λάδια που μουτζούρωσε άσχημα το τσαλακωμένο αλλά απαστράπτον προσωπείο του. Μια μικρή έκρηξη από σπίθες στο στήθος και ο τραγικός πολεμιστής άρχισε να αιμορραγεί πυκνό καπνό από κάθε γρίλια και εξάτμιση στο κέλυφος του. Ταλαντεύτηκε αλλά κατάφερε να ισορροπήσει στα δύο του πόδια. Κοίταξε μια τελευταία φορά το σκηνικό γύρω του. Τα σώματα των δικών του λαμποκοπούσαν κάτω από τον ήλιο, πάνω στα τείχη. Ήξερε πως γίνονταν μάρτυρες του χαμού του. Οι άλλοι, γύρω-γύρω, με την κόκκινη σκόνη κολλημένη στα σιδερόφραχτα κορμιά τους, παρέμεναν ακόμα βουβοί. Περίμεναν ανυπόμονα την συντριβή του στο έδαφος πριν αρχίσουν να αλαλάζουν. Ο πρωταθλητής τους, αυτός που του είχα καταφέρει το χτύπημα, ήταν εκεί απέναντι του, με μικρές αμυχές στην πανοπλία του, η εικόνα του εντυπωσιακή και τρομερή. Χρυσές και ασημένιες επικαλύψεις χρωμίου με φύλλα λευκού τιτανίου να ξεχωρίζουν ανάμεσα τους, άστραφτε κάτω από τον πορφυρό ήλιο. Ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την σκουρόχρωμη θωράκιση του χτυπημένου Ένα-Μηδέν-Ένα, που ήταν πια σαν να φορούσε ήδη την πένθιμη του μοίρα. Είχε τώρα πρόβλημα στο να κρατάει το κεφάλι του όρθιο, πόσο μάλλον να μπορεί να το γυρίσει, γι αυτό πήρε κλίση με το στέρνο του και κοίταξε τον Ένα-Ένα-Μηδέν στραβά, με το πρόσωπο του να στάζει καμένο λάδι.

 

Τιτίβισαν οι ποζιτρονικές του συνδέσεις και έστειλαν το μήνυμα τους στις εγκεφαλικές συνάψεις του αντιπάλου του.

«Να χαρείς την ζωή σου, μην ατιμάσεις αυτό το νικημένο κορμί Ένα-Ένα-Μηδέν. Παρέδωσε με στον πατέρα και την μητέρα μου για να με κλάψουν σωστά και είμαι σίγουρος πως θα αμειφθείς πλουσιοπάροχα από τους δικούς μου.»

Το κεφάλι του Ένα-Μηδέν-Ένα ήταν πλέον γεμάτο παράσιτα, μπόρεσε όμως να λάβει την επιστροφή με την οργισμένη απάντηση του Ένα-Ένα-Μηδέν.

«Μην με εξοργίζεις παραπάνω σκύλε, που για όσα μου έχεις κάνει θα σε κατασπάραζα ευχαρίστως και οι δικοί σου δεν θα είχαν για να κλάψουν ούτε το κεφάλι σου. Στα αγρίμια θα καταλήξουν τα κομμάτια σου όταν τελειώσω μαζί σου.»

Άλλη μια έκρηξη στα πλευρά του Ένα-Μηδέν-Ένα και το σιδερόφραχτο κορμί τυλίχτηκε στις φλόγες. Ο κατάμαυρος καπνός τον τύλιξε σαν σάβανο και ανυψώθηκε στον σμαραγδένιο ουρανό. Το αριστερό πόδι έχασε πίεση στις κλειδώσεις και άρχισε να καταρρέει. Μόλις που πρόλαβε να εκπέμψει τα τελευταία του λόγια.

«Το βλέπω από την όψη σου πως δεν θα μαλακώσεις και πως η καρδιά σου είναι από σίδερο. Στοχάσου μόνο τη στιγμή που θα σε βρει το δικό σου τέλος εξαίσιε πολέμαρχε.»

 

Αυτά είπε και το σύστημα του άρχισε να κλείνει με απανωτές ηλεκτρικές εκκενώσεις. Το νεκρωμένο κορμί έπεσε στο ξερό έδαφος σηκώνοντας κόκκινο κουρνιαχτό. Ο πεσμένος πολεμιστής ίσως ήταν αθέατος μέσα στους καπνούς, αυτό όμως δεν εμπόδισε τους πολεμιστές στην κοιλάδα να αρχίσουν να βαρούν τα ξίφη στις ασπίδες τους. Οι αλαλαγμοί τους μεταδόθηκαν στις συχνότητες των άλλων, πάνω στα τείχη. Μέρος του μηνύματος έλαβε και ο Ένα-Μηδέν-Ένα πριν σβήσει κάθε του συνείδηση στην ανυπαρξία.

 

Πρόλαβαν να αποσυνδέσουν το αλλόκοσμο μηχάνημα από τον Νουίν τον Πρεσβύτερο, ήταν όμως ήδη αργά. Ο γέρος είχε χτυπηθεί αναπάντεχα από μεγάλο συγκινησιακό κύμα. Πολλοί υπέθεσαν πως έφταιγε η προχωρημένη ηλικία του σεβαστού επιστήμονα. Άλλοι θεώρησαν πως η σύνδεση ήταν εξαρχής μεγάλο σφάλμα. Προφανώς η ξένη αυτή τεχνολογία ήταν ασύμβατη με την φυσιολογία των Φερμοριανών και άρα θανατηφόρα. Ο πρώτος εγγονός Νουίν ένιωσε θλίψη για τον παππού του, αλλά και για την μικροψυχία των συναδέλφων του. Σαν φυλή ήταν ντροπαλή και δειλή ράτσα, και δυστυχώς, αντί να διδαχτούν από το θάρρος του παππού του, θα υποχωρούσαν για άλλη μια φορά στην ατολμία. Και έτσι, ένα από τα πιο σημαντικά αινίγματα του πλανήτη τους θα παρέμενε μυστήριο, παρά τα αμέτρητα στοιχεία που έβρισκαν σκόρπια στο υπέδαφος του.

 

Ο εγγονός πλησίασε τον παππού που ήταν ακόμα ζωντανός αλλά στα τελευταία του. Φούσκωσε τα μάγουλα του και φύσηξε ένα ροζ συννεφάκι πάνω στα σεβάσμια, λευκά αγκάθια του Πρεσβύτερου. Ο γέρος, με τις τελευταίες δυνάμεις που του είχαν απομείνει εισέπνευσε την λύπη και τις απορίες του απογόνου του.

«Τι είδες παππού; Τι έμαθες;» τον ρωτούσε.

Ο Νουίν ο Πρεσβύτερος εξέπνευσε την μόνη απάντηση που πρόλαβε με έναν κρύο, επιθανάτιο ρόγχο.

«Ακατανόητο. Χρειάζομαι περισσότερο χρόνο…»

 

Ο πρώτος εγγονός ζήτησε να τον συνδέσουν με το μηχάνημα. Οι πρόκριτοι των επιστημών δεν ήθελαν ούτε να το ακούσουν. Εξοργισμένος, γέμισε την αίθουσα των συνεδριάσεων με κατακόκκινες ζεστές εκπνοές γεμάτες προσβολές μέχρι που αναγκάστηκαν να τον πετάξουν έξω. Επέστρεψε στον αρχαιολογικό χώρο και κάθισε πάνω στον κίτρινο βράχο που δέσποζε πάνω από την ανασκαφή. Ήταν το αγαπημένο σημείο του παππού του. Εδώ κάθονταν μαζί στο τέλος της ημέρας, πάνω στα κουλουριασμένα τους πλοκάμια, τα αγκάθια τους χαλαρωμένα, και στο φως της δύσης του ήλιου πάσχιζαν με την φαντασία τους να διαπεράσουν το παραπέτασμα του χρόνου, να δουν πίσω, την στιγμή που είχε ξεκινήσει το όλο αίνιγμα.

 

Από κάτω τους απλωνόταν η κοιλάδα της Χαμένης Ιστορίας. Μόλις δύο μέτρα κάτω από την επιφάνεια της ερήμου είχαν βρει την ξένη κατασκευή. Ο παππούς ήταν σίγουρος πως επρόκειτο για ιπτάμενο σκάφος που είχε συντριβεί στο έδαφος τους πριν από χιλιάδες χρόνια. Ήταν η μία από τις πολλές θεωρίες στις οποίες του αντιστέκονταν όλα τα μεγάλα μυαλά της κοινωνίας τους. Τους έδειχνε την μεταλλική δομή της κατασκευής, τόσο ξένη στην μορφολογία του δικού τους εδάφους, τον κρατήρα που είχε σχηματιστεί από την πτώση, πάλι δεν έλεγαν να πειστούν οι στενόμυαλοι. Και δυστυχώς, μόνο αν ακολουθούσε κανείς τις υποθέσεις του Νουίν του Πρεσβύτερου θα μπορούσε να σχηματίσει μια λογική αλληλουχία που να οδηγεί σε κάποιο συμπέρασμα.

 

Αυτό που είχαν μπροστά τους ήταν το τσακισμένο κουφάρι ενός ιπτάμενου πλοίου. Το τεράστιο του, ξεκοιλιασμένο του αμπάρι είχε διαμορφωθεί σε τρεις ξεχωριστούς, νεκρικούς θαλάμους, γεμάτους όμως με ελάχιστα σκουριασμένα υπολείμματα από κενά, μεταλλικά κελύφη. Αυτό από μόνο του είχε ξεδιαλύνει αρκετές παλαιότερες απορίες, χωρίς όμως να δίνει απαντήσεις για τόσα άλλα.

 

Υπήρξε μια αναλαμπή ελπίδας όταν κατάφεραν να ξεθάψουν το πιο βυθισμένο τμήμα του σκάφους, το σημείο που ο παππούς του έκρινε πως ήταν το πιλοτήριο. Εκεί βρέθηκαν τα μοναδικά οστά οργανικού πλάσματος, ομοίως δίποδου με τα αρματωμένα ανδρείκελα. Υπήρχαν καλωδιακές συνδέσεις που ένωναν το κρανίο του πιλότου με τα όργανα του πιλοτηρίου. Ο πρώτος εγγονός δεν μπορούσε να ξεχάσει τη μέρα που ο παππούς του γέμισε την τέντα των ερευνητών με εκκρίσεις της νέας του θεωρίας. Κανένας τους πριν δεν τον είχε δει τόσο ενθουσιασμένο.

«Ο πιλότος έλεγχε και πετούσε το σκάφος με τον νου του.»

 

Όσο όμως και να προσπάθησαν δεν μπόρεσαν να ενεργοποιήσουν το αρχαίο πιλοτήριο. Ο παππούς του όμως ήταν άτομο μοναδικό και με αστείρευτη έμπνευση. Πήρε από τους νεκρικούς θαλάμους ένα κεφάλι από τους σιδερόφρακτους πολεμιστές, ένα που έδειχνε να έχει υποστεί την λιγότερη ζημιά. Το ότι είχαν να κάνουν με μηχανικά δίποδα και όχι με πανοπλίες που περιείχαν αρχαίους Φερμοριανούς είχε αποφασιστεί εδώ και καιρό. Ήταν ένα κεφάλι από σκουρόχρωμο μέταλλο. Με έναν ατμοσφαιρικό συσσωρευτή κατάφερε να ζωντανέψει τις μισές τουλάχιστον συνάψεις του μηχανικού μυαλού. Και αυτό ήταν το πρώτο βήμα. Χρειάστηκε να αντιγραφεί η συσκευή του πιλοτηρίου για να συνδέσει ο Πρεσβύτερος το μυαλό του με το κεφάλι του αρχαίου πολεμιστή. Είχαν χαθεί όμως πολύτιμα χρόνια μέχρι να καταφέρουν όλα αυτά. Ο παππούς ήταν πλέον αδύναμος και ασθενικός. Ο πρώτος εγγονός σκέφτηκε μετανοιωμένος πως έπρεπε να το είχε δοκιμάσει ο ίδιος. Πως όμως να συγκρατούσε εκείνον τον άκρατο ενθουσιασμό του γηραιού επιστήμονα; Το πάθος του για το αίνιγμα του πλανήτη τον κρατούσε θαρρείς όρθιο.

 

Πριν γίνει πρεσβύτερος, όταν ο Νουίν ήταν ένα τόσο δα παιδάκι που χωρούσε ελαφρύ στην αγκαλιά του μπαμπά του, είχε πάει με τους δικούς του στις ξακουστές σπηλιές των Ψυχών, κι εκεί είχε αιχμαλωτιστεί η φαντασία του για το υπόλοιπο της ζωής του. Προϊστορικοί Φερμοριανοί είχαν αφήσει πίσω τους αινιγματικές τοιχογραφίες απαράμιλλης ομορφιάς. Απεικόνιζαν την βίαιη σύγκρουση δύο τρομερών στρατών γύρω από μια πόλη με πανύψηλα τείχη. Οι αντίπαλοι ήταν καθαρά χωρισμένοι σε πολιορκητές και πολιορκούμενους, εισβολείς και αμυνόμενους. Χρησιμοποιώντας τον κρόκο του αβγού τιθ, οι περίεργοι, δίποδοι, αυτοί πολεμιστές, απεικονίζονταν με απαστράπτουσες, μεταλλικές πανοπλίες. Ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, στο κέντρο, ξεχώριζαν οι δύο ψηλότερες φιγούρες των αρχηγών τους την ώρα που συγκρούονταν.

 

Η μέχρι τεσσάρων χιλιάδων γνωστή και γραπτή ιστορία των Φερμοριανών δεν περιείχε καμία νύξη αυτής της περίεργης καταγραφής, που σίγουρα οι πρόγονοι των σπηλαίων δεν μπορούσαν να είχαν βγάλει από την φαντασία τους. Και η πόλη με τα ψηλά τείχη είχε μια αρχιτεκτονική που ήταν απόκοσμα ξένη με την δική τους ιστορία. Μόλις ο Νουίν ενηλικιώθηκε, ακολούθησε το παιδικό του πάθος και άρχισε να σκάβει την έρημο της Ιστορίας, έναν τόπο παρακείμενο στις σπηλιές. Ο παππούς ήταν σίγουρος πως οι καλλιτέχνες των σπηλαίων είχαν δει εκείνον τον πόλεμο με τα ίδια τους τα μάτια.

 

Χρειάστηκαν δέκα χρόνια πείσμα κι επιμονή αλλά στο τέλος τα κατάφερε. Βρήκε την πόλη, άθικτη, κάτω από την μαλακιά άμμο ανατολικά των σπηλαίων, και σπαρμένες γύρω της πάνω από χίλιες πανοπλίες, όπως τις νόμισαν τότε. Η ανακάλυψη όμως μεγάλωσε το μυστήριο αντί να το λύσει. Οι πανοπλίες δεν ήταν πανοπλίες. Μέσα στις αρματωσιές δεν είχε χώρο ούτε για έναν ανήλικο Φερμοριανό. Άρα είχαν να κάνουν με έμψυχα μηχανικά δίποδα, σαν αυτά που συναντούσε κανείς στα παλιά τρομακτικά παραμύθια της φυλής τους. Και το πιο πολύπλοκο μυστήριο ήταν η πόλη, της οποίας το όνομα ήταν άγνωστο. Σε πολλές πέτρες είχαν βρει λαξευμένες τρεις γραμμές, σε άλλες τρεις οπές, και πολλές άλλες εκδοχές που παράπεμπαν στον αριθμό «τρία». Το μέγεθος όμως της πόλης, η οποία είχε κτιστεί από πέτρες κομμένες από το μακρινό οροπέδιο της Στενοχώριας, ήταν απίστευτα μικρό. Πέραν λίγων δωματίων, με μεγαλύτερο εκείνο του θρόνου, δεν είχε καμία πρακτική λειτουργικότητα. Σίγουρα δεν μπορούσε να χωρέσει πάνω από δέκα με είκοσι άτομα. Δεν είχε ούτε σπίτια, ούτε αποθήκες ή άλλους στεγασμένους χώρους. Έμοιαζε απλά με ένα τεράστιο, παιδικό κουκλόσπιτο.

 

Ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι κάποτε ενεργοί και ανδρείοι πολεμιστές; Από πού είχαν έρθει; Πως; Γιατί; Ποιος ήταν ο λόγος για τον οποίον πολεμούσαν; Γιατί δεν άφησαν τίποτα άλλο πίσω τους παρά τη μία αυτή σύγκρουση;

 

2.

 

Ο Κατράκης Μίτσκεβιτς ήταν η νέα γενιά των πιλότων Δέλτα. Είχε γεννηθεί με ατροφικά τα κάτω του άκρα, αυτό όμως δεν ήταν πλέον εμπόδιο για να κάνει κανείς καριέρα στα μισά της τρίτης χιλιετίας Μετά Χριστόν. Μία τέτοια καριέρα ήταν και η κατάταξη στην αεροπορία. Είχε μεγάλο δείκτη νοημοσύνης, φωτογραφική μνήμη, οργανωτικό μυαλό και ταχύτατα αντανακλαστικά. Ήταν από τα δείγματα εκείνα ανθρώπων για τους οποίους οι νέες τεχνολογίες εξελίσσονταν. Το Αρχέγονη, ένα εμπορικό θωρηκτό με προορισμό τα ορυχεία του Κρόνου Μεγίστου, κουβαλούσε φορτίο τρεις χιλιάδες εργατομονάδες, εξοπλισμένες με προσομοιωτικούς εγκεφάλους, με τριπλή εξάρτυση ανταλλακτικών έκαστη, και πενήντα ταξί συντήρησης Χόβερ-Πακ. Αυτός ο τρομερός γίγαντας δεν είχε ανάγκη πληρώματος, πλην ενός ατόμου. Ενός πιλότου που συνδεόταν με τον κεντρικό υπολογιστή και γινόταν έτσι ο ίδιος το σκάφος. Δεν είχε παρά να το σκεφτεί και το σκάφος απλώς ακολουθούσε την πιο ελάχιστη και προσεγμένη επιθυμία του «μυαλού» του.

 

Ο Κατράκης διέπρεπε στην ικανότητα να εκτελεί ταυτόχρονα πάνω από μία νοητική λειτουργία. Κάτι που δεν το έθετε σε μακροχρόνια εφαρμογή γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να εξαντλήσει το διανοητικό του όριο. Δεν είχε και λόγο να εντυπωσιάσει κανέναν. Στη διάρκεια μιας πτήσης υπήρχαν ανά πάσα στιγμή αμέτρητες ανάγκες που έπρεπε να ελέγχονται, να εκπληρώνονται και να διορθώνονται. Γι αυτόν τον λόγο υπήρχαν τα εφεδρικά συστήματα που ήταν στην δικαιοδοσία του Νιτ-Μπιτ, του κεντρικού υπολογιστή του Αρχέγονη. Το Νιτ-Μπιτ ήταν σε συνεχή αναφορά και συνεννόηση με τον πιλότο. Ο υπολογιστής «μιλούσε» φυσικά στον Κατράκη με αριθμούς, ο μηχανισμός εγκεφαλικής σύνδεσης όμως τους μετέτρεπε όχι μόνο σε λέξεις, τους έδινε και ανθρώπινη χροιά. Ο καπετάνιος είχε διαλέξει φυσικά μια αισθησιακή, γυναικεία φωνή για να του χαϊδεύει την μοναξιά.

 

«Κατράκη, τι θα έλεγες για ένα παιχνίδι σκάκι;»

Ήταν το καθημερινό τους ραντεβού. Στις δύο, μεταμεσημβρινή ώρα σκάφους, μετά την σίτιση, ο Κατράκης έστηνε στην κονσόλα του την σκακιέρα για ένα δυνατό παιχνίδι με τον κεντρικό υπολογιστή. Ένα καθημερινό παιχνίδι όπου το σκάφος μάθαινε σιγά-σιγά τον ανθρώπινο αντίπαλο του. Ήταν κανόνας αυτή η ανατροπή, όταν το οργανικό μυαλό κονταροχτυπιόταν με ένα ηλεκτρονικό. Ο Κατράκης όμως δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος. Διάλεγε επίτηδες τις τακτικές που άφηνε να δει ο υπολογιστής, θυμόταν εξίσου καλά κάθε παιχνίδι που είχε προηγηθεί και χρησιμοποιούσε αυτή τη μνήμη για να νικάει στο παιχνίδι. Το ταξίδι όμως ήταν μακρύ και ο χρόνος δούλευε πάντα υπέρ της μηχανής.

 

Την μέρα που τους χτύπησαν οι μετεωρίτες, ο Κατράκης είχε τρεις μήνες να πετύχει νίκη στο παιχνίδι. Το Νιτ-Μπιτ κέρδιζε την μία παρτίδα μετά την άλλη και κάθε φορά σε καλύτερο χρόνο. Ήταν οκτώ μεταμεσημβρινή ώρα σκάφους, λίγο πριν τη βραδινή σίτιση. Ο πιλότος χαλάρωνε ανάμεσα στους καθιερωμένους διαγνωστικούς ελέγχους με λίγη ανάγνωση. Φρόντιζε πριν από κάθε ταξίδι να έχει την βιβλιοθήκη του πλούσια φορτωμένη, για να μην χρειαστεί ποτέ να διαβάσει ένα βιβλίο πάνω από μία φορά όσο θα διαρκούσε το ταξίδι. Θα πρέπει να συνέβη κάτι πολύ ξαφνικό και αναπάντεχο δίπλα στην πορεία τους γιατί τα όργανα δεν έλαβαν καμία προειδοποίηση. Το Αρχέγονη άρχισε να βάλλεται και να τσακίζεται από πελώρια θραύσματα μετεωριτών. Το μόνο που πρόλαβε να πράξει ο Κατράκης ήταν να γυρίσει την ουρά του στον χείμαρρο των αστρικών ορυκτών για να προστατεύσει το πιλοτήριο και το εμπόρευμα. Μέχρι να πάρει την απαραίτητη κλίση για να ορίσει κατεύθυνση προς τον πλησιέστερο ορατό πλανήτη, το σύστημα προώθησης είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Το Αρχέγονη βρέθηκε να στροβιλίζεται ανεξέλεγκτα στο κενό του διαστήματος και για πρώτη φορά στη ζωή του ο Κατράκης Μίτσκεβιτς έχασε τις αισθήσεις του.

 

Όταν συνήλθε πάλι, το μισό πιλοτήριο βρισκόταν κομματιασμένο γύρω του, στο κόκκινο έδαφος ενός ξένου πλανήτη. Ο ίδιος ήταν τραυματισμένος θανάσιμα σε πολλά σημεία σαν τσακισμένη μαριονέτα. Είχε γίνει σχεδόν ένα με το κάθισμα του, με τα πλευρά του να έχουν διαπεράσει τους πνεύμονες του. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος και ευτυχώς δεν θα κρατούσε πολύ. Το αίμα ήταν η τελευταία αίσθηση στο στόμα του πριν παραδώσει τελειωτικά το πνεύμα του. Το κουφάρι του Αρχέγονη παρέμεινε ένα εντυπωσιακό θέαμα στην ερημική ακινησία του ξερού τοπίου για εκατοντάδες χρόνια. Όταν έσβησαν οι φωτιές και το απαλό αεράκι σκόρπισε και το τελευταίο δείγμα καπνού, ο μεταλλικός όγκος, που δέσποζε σαν ξεκοιλιασμένο κήτος, άστραφτε κάτω από έναν δυνατό πορφυρό ήλιο. Ήταν ένας φάρος, ορατός και στα πιο έσχατα σημεία του ορίζοντα στη διάρκεια της εξηντάωρης μέρας του πλανήτη.

 

«Κατράκη, τι θα έλεγες για ένα παιχνίδι σκάκι;»

Μετά το ασφαλιστικό κλείδωμα ακολούθησε η προγραμματισμένη επανεκκίνηση και η κονσόλα του πιλοτηρίου ζωντάνεψε στην ησυχία μιας νέας αυγής. Ήταν η δύο μεταμεσημβρινή ώρα σκάφους. Ο κεντρικός υπολογιστής Νιτ-Μπιτ συνδέθηκε με την κονσόλα του Κατράκη αλλά δεν βρήκε εκεί την καθιερωμένη σκακιέρα. Αντ’αυτού απορρόφησε το τελευταίο ανάγνωσμα του καπετάνιου που είχε μείνει ανοικτό, την «Ομήρου Ιλιάδα.»

 

3.

 

Τοποθέτησαν το ακίνητο καύκαλο του Ένα-Μηδέν-Ένα πάνω στον πέτρινο βωμό και μαζεύτηκαν γύρω βουβά και ευλαβικά. Ο βασιλιάς στάθηκε μπροστά στον νεκρό πολεμιστή και εξέπεμψε έναν αναστεναγμό. Το ίδιο αποκρίθηκε και το πλήθος.

«Πηγαίνετε στην πόλη Κάτοικοι του Τρία και φέρτε τα ξύλα» μετέδωσε στη συνέχεια ο βασιλιάς με σπαστά, συγκινησιακά παράσιτα. «Μη φοβείστε καρτέρι από τους εχθρούς. Μου το έταξε ο Ένα-Ένα-Μηδέν όταν με ξεπροβοδούσε στα καράβια του. Πριν φέξει η δωδέκατη αυγή δεν θα μας πολεμήσει.»

Αποσπάστηκε μια μικρή πομπή και χάθηκε πίσω από τα τείχη για να επανεμφανιστεί κουβαλώντας μικρούς θάμνους και άλλα δενδρύλλια της ντόπιας χλωρίδας. Τα στοίβαξαν γύρω από τον βωμό και στην συνέχεια τους έβαλαν φωτιά.

 

Ο βασιλιάς και οι Κάτοικοι του Τρία έμειναν ακίνητοι, οι διόπτρες τους εστιασμένες στον καπνό και τις φλόγες. Δεν είχαν να πουν άλλα λόγια. Και ξαφνικά, και ταυτόχρονα, τα ποζιτρονικά τους μυαλά έσβησαν έτσι απλά, σαν να είχε κατεβάσει κάποιος έναν διακόπτη. Σε ένα δεκάλεπτο περίπου φάνηκαν να πεταρίζουν ενάντια στον σμαραγδένιο ουρανό είκοσι ταξί Χόβερ-Πακ. Έφτασαν πάνω από το πεδίο στο οποίο είχε εξελιχθεί το φινάλε του δράματος και απλώνοντας τις έρπουσες δαγκάνες τους άρχισαν να μαζεύουν τους παίκτες έναν-έναν. Είχαν πολύ δουλειά μπροστά τους.

 

Το Νιτ-Μπιτ καθόταν σκεφτικό μπροστά στο υπόστεγο που είχε φτιάξει από το ανοιγμένο σαν σαρδελοκούτι αμπάρι του Αρχέγονη. Το ίδιο ήταν ένα θαύμα μηχανικής επινοητικότητας, κατασκευασμένο από ανταλλακτικά εργατομονάδων και άλλα εξαρτήματα του σκάφους. Ήταν το μόνο ανδρείκελο με ρόδες, καθώς τις έβρισκε πιο άνετες στην μετακίνηση του πάνω στην γεωφυσική τοπογραφία που τους περιέβαλε. Το σώμα του δεν είχε θωράκιση, δεν την είχε ανάγκη. Ήταν ένα μακρουλό, λεπτεπίλεπτο εργαλείο με δύο βραχίονες. Μόνο ο κεντρικός του εγκέφαλος, αμέσως κάτω από το κεφάλι, ήταν προστατευμένος μέσα σε αδιαπέραστο τσόφλι πολύφυλλου τιτανίου. Τα χόβερ-πακ πηγαινοέρχονταν αφήνοντας τους πολεμιστές στην είσοδο του υπόστεγου προς εκτίμηση του. Το μάτι του ταξινομούσε αυτόματα αυτούς που ήθελαν ολική, μέτρια ή μηδαμινή ανακατασκευή και ανάλογα μετέδιδε εντολές στις εργατομονάδες συντήρησης. Είχε χωρίσει το αμπάρι σε τρία τμήματα αποθήκευσης. Ένα για τους Αχαιούς, ένα για τους Τρώες και ένα για τα ίδια τα χόβερ-πακ, όσα από αυτά λειτουργούσαν ακόμα, στα οποία είχε αναθέσει τους ρόλους των θεών.

 

Του έφεραν το σώμα του Ένα-Μηδέν-Ένα. Έσκυψε, και αποκολλώντας το σκουρόχρωμο κεφάλι του πεσμένου ήρωα, το σήκωσε για να το εξετάσει. Τα κυκλώματα του Νιτ-Μπιτ ανοιγόκλεισαν ακανόνιστα, δημιουργώντας στατικές παρεμβολές στην νοητική λειτουργία του. Αν είχε την δυνατότητα να το ερμηνεύσει θα καταλάβαινε πως είχε κατακτήσει εδώ και χρόνια το πλέγμα των κυριότερων ανθρώπινων συναισθημάτων. Αυτό που τον ταλαιπωρούσε τώρα όπως κρατούσε το κεφάλι του αγαπημένου του, δύστυχου ήρωα, ήταν μια μελαγχολία. Αυτή η μονάδα Έκτωρα είχε υποστεί μεγάλες ζημιές. Είχε παίξει τον ρόλο πεντακόσιες είκοσι δύο φορές και μάλλον αυτή ήταν η τελευταία του. Ήταν καιρός να αναθέσει την ταυτότητα σε μια άλλη, λιγότερο ταλαιπωρημένη μονάδα. Θα προλάβαινε όμως; Σαν απάντηση θαρρείς έλαβε στην κεραία του έναν συναγερμό. Μόλις είχε καταρρεύσει το εσωτερικό σύστημα ενός εκ των ταξί και το χόβερ-πακ είχε συντριβεί στο έδαφος μαζί με το φορτίο του. Εκατοντάδες χρόνια μετά την πτώση τους, εκατοντάδες χρόνια και χιλιάδες αναπαραστάσεις του Δράματος του Τρία, οι κυψέλες ενέργειας ήταν πλέον στα τελευταία τους. Ίσως κατάφερναν το πολύ άλλες δύο αναπαραστάσεις.

 

Σήκωσε το λεπτό σφυρόμορφο κεφάλι του και κοίταξε προς τους αμμόλοφους. Διέκρινε τα αγκαθωτά κεφαλάκια των ιθαγενών του πλανήτη που τους παρατηρούσαν από μακριά. Πάντα από απόσταση, τόσα χρόνια να τους κοιτούν αλλά να μην τους πλησιάζουν ποτέ. Πότε-πότε την αυγή βρίσκανε ίχνη τους δίπλα στο υπόστεγο. Τολμούσαν να πλησιάσουν λίγο παραπάνω με την κάλυψη της νύχτας. Άφηναν όμορφα σχήματα σαν κοχλίες με τα κουλουριασμένα πλοκάμια τους πάνω στην νοτισμένη άμμο.

 

Εκείνοι όμως δεν είχαν σημασία. Και το Νιτ-Μπιτ δεν είχε αυταπάτες. Δεν θα κατάφερνε με δύο πρόσθετες παρτίδες να πετύχει αυτό που είχε αποτύχει στο σύνολο όλων των υπολοίπων, αιώνες τώρα. Είχε υποστεί μια συντριπτική ήττα. Με τους αριθμούς μπορούσε να νικήσει στο σκάκι, δεν μπορούσε όμως να ανατρέψει με τίποτα το τέλος του έπους. Προγραμματισμένος να ξεκινάει ένα νέο παιχνίδι δίνοντας προβάδισμα στον αντίπαλο του, είχε διαλέξει για πρωταθλητή του τον Έκτωρα. Και με το μάκρος του χρόνου στη διάθεση του, αυτή τη φορά δεν έλεγε με τίποτα να βγει νικητής της σύγκρουσης. Ίσως έφταιγε πως το Νιτ-Μπιτ αδυνατούσε, και μετά την πάροδο τόσου χρόνου, να κατανοήσει την διάθεση του ήρωα να πεθάνει. Ο Έκτωρας βάδιζε πάντα προς την μονομαχία αναμένοντας ευσυνείδητα το τέλος του. Και ομοίως, το Νιτ-Μπιτ θα έστηνε άλλη μια φορά την σκακιέρα με τους Αχαιούς και τους Τρώες, για να βαδίσει ξανά προς την ήττα μέχρι την στιγμή που θα ξόδευε και την τελευταία ρανίδα ενέργειας που του είχε απομείνει. Είχε φτάσει να γίνει τόσο μόνο ανθρώπινος, πολύ λιγότερο όμως από όσο ήταν ικανός να αναγνωρίσει.

 

Και όταν τέλειωναν επιτέλους όλα, οι ρομποτικοί ναυαγοί θα έπεφταν βουβοί και ακίνητοι για να σκεπάσει η άμμος του χρόνου τις ταλαίπωρες, ποιητικές τους ψυχές. Ξεχασμένοι, μέχρι την μέρα εκείνη που οι ντροπαλοί τους οικοδεσπότες θα αποκτούσαν την τεχνογνωσία και το απαραίτητο θάρρος να διαβάσουν τα ανενεργά τους αρχεία.

 

Τέλος

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Αυτή σου η ιστορία, Ντίνο, δε μου άρεσε όσο άλλες. Ίσως δεν την κατάλαβα σωστά. Το δεύτερο μισό του πρώτου κομματιού μου έκανε νόημα και είχε ενδιαφέρον. Επίσης πολύ πρωτότυπη και πιστευτή ήταν η "ξενοβιολογία" που ανέπτυξες.

Ωστόσο απέτυχα να καταλάβω το νόημα του παιχνιδιού που έπαιζε ο υπολογιστής. Αντίπαλο, δεν είχε, ποιον προσπαθούσε να κερδίσει;

Πίσω από την απορία μου για το διήγημα, κρύβεται η απορία μου για την πρόθεσή σου. Ήθελες πχ να δείξεις ότι το σκάκι είναι εύκολο να κωδικοποιηθεί σε αριθμούς αλλά ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς όχι;

Θα είχε νόημα για μένα πχ να προγραμματίζει κάθε φορά τα ανδρείκελα προσπαθώντας να πετύχει το κατάλληλο "πρόγραμμα" που θα τα έκανε να συμπεριφερθούν όπως το έπος, σα να προσπαθεί να καταλάβει το "παιχνίδι" και τους κανόνες του.

 

Από τυπικής πλευράς, εξάρτιση -> μάλλον εννοείς εξάρτυση και δενδρίλια ->δενδρύλλια. Μερικές ακόμα τεχνικές παρατηρήσεις, θα σου τις στείλω με PM.

 

Τέλος, η τελευταία παράγραφος μου φαίνεται να "περισσεύει".

 

Και, βέβαια, να μην το ξεχνάμε, όπως πάντα όμορφες και γλαφυρές οι περιγραφές σου!

Link to comment
Share on other sites

Ωστόσο απέτυχα να καταλάβω το νόημα του παιχνιδιού που έπαιζε ο υπολογιστής. Αντίπαλο, δεν είχε, ποιον προσπαθούσε να κερδίσει;

 

Το κομπιούτερ είδε την Ιλιάδα σαν ένα παιχνίδι. Στο σκάκι έχουμε τα μαύρα και τα λευκά πιόνια. Στην Ιλιάδα είναι οι Αχαιοί και οι Τρώες. Το κομπιούτερ διάλεξε τους Τρώες με ήρωα τον Έκτωρα. Είναι αναγκασμένο να ακολουθεί την ποίηση, που δεν καταλαβαίνει. Δεν ξέρει πως να το γράψει αλλιώς. Ο Έκτωρας πάντα θα σκοτώνεται από τον Αχιλλέα.

 

Αυτά σκέφτηκα όταν το έγραψα. Δεν κάθισα να το φιλοσογήσω παραπάνω.

Link to comment
Share on other sites

Ντίνο, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω κάτι: το ότι η ιστορία σου αυτή μου άρεσε λιγότερο από τις άλλες, δε σημαίνει ότι δε μου άρεσε πολύ! Και η αρχική ιδέα σου, και οι περιγραφές, και ιδίως η ξενοβιολογία και ξενοανθρωπολογία που ανέπτυξες μου άρεσαν πάρα πολύ!

 

Μου ζήτησες να τη διαβάσω και να τη σχολιάσω. Τη διάβασα λοιπόν τρεις φορές: μια για να την ευχαριστηθώ, μια για να δω τις ιδέες από επιστημονική άποψη και μια λέξη προς λέξη. Κατέληξα, ίσως, να τη φιλοσοφήσω πάρα πολύ.

 

Όπως πολύ σωστά το περιγράφεις, ο κομπιούτερ στην αρχή δεν ήξερε καλό σκάκι. Δοκίμαζε πχ μια τακτική και έχανε. Έβγαζε το συμπέρασμα ότι αυτή η τακτική δεν ήταν και τόσο καλή. Δοκίμαζε μια άλλη και κέρδιζε, άρα η άλλη ήταν καλύτερη τακτική. Κάθε φορά έπαιζε διαφορετική παρτίδα με τον αντίπαλό του. Και παίρνοντας ανατροφοδότηση από το αποτέλεσμα της κάθε παρτίδας, ο κομπιούτερ μάθαινε όλο και καλύτερο σκάκι.

 

Αν ο κομπιούτερ έπαιζε κάθε φορά την ίδια, προδιαγεγραμμένη παρτίδα σκάκι, που βέβαια θα είχε πάντα το ίδιο αποτέλεσμα, δε θα μάθαινε τίποτα, ανεξάρτητα αν "υποστήριζε" τα μαύρα ή τα άσπρα. Για να έχει περιθώρια βελτίωσης θα έπρεπε α) να μπορεί να πειραματίζεται και β) να υπάρχει ένα αποτέλεσμα που να του δείχνει αν ο πειραματισμός του άξιζε ή όχι.

 

Με αυτήν την λογική, ο κομπιούτερ δεν μπορεί να μάθει τίποτα για την ανθρώπινη φύση, αναπαριστώντας κάθε φορά την ίδια σκηνή, με το ίδιο αποτέλεσμα, όσες φορές κι αν το κάνει. Αυτό, πιστεύω, είναι ένα επιστημονικό γεγονός.

 

Στο προηγούμενο ποστ μου, ίσως δεν εξήγησα αρκετά καθαρά, μια ιδέα που σου προτείνω, για να κάνεις την διήγησή σου πιο επιστημονικοφανή. Ο υπολογιστής διαβάζει την "Ιλιάδα" ως μια παρτίδα παιχνιδιού σαν το σκάκι. Όμως δεν ξέρει ούτε καταλαβαίνει τους κανόνες. Δεν καταλαβαίνει γιατί οι άνθρωποι/πιόνια να συμπεριφέρονται/κινούνται έτσι. Για να καταλάβει, λοιπόν, προγραμματίζει τα ανδρείκελα με μια σειρά π.χ. βασικών εντολών και τα βάζει στη σκηνή, για να δει πώς θα συμπεριφερθούν. Αυτά κάνουν άλλα αντ' άλλων και η σκηνή δεν εκτυλίσσεται όπως στην "Ιλιάδα". Ο κομπιούτερ διαπιστώνει ότι δεν κατάλαβε καλά τους κανόνες της συμπεριφοράς των ανθρώπων, τους κανόνες αυτού του παιχνιδιού. Ξαναπρογραμματίζει τα ανδρείκελα με διαφορετικούς κανόνες και ξαναδοκιμάζει. Όσο περνάει ο καιρός, ο κομπιούτερ φτιάχνει όλο και πιο πολύπλοκα προγράμματα, αρχίζει να ενσωματώνει έννοιες όπως η αυτοθυσία, η φιλία, ο ηρωϊσμός, η πίστη στη μοίρα, αρχίζει να "καταλαβαίνει" όλο και πιο πολύ πώς λειτουργούν οι άνθρωποι. Όσο πιο πολύ "καταλαβαίνει", όσο πιο πολύπλοκο γίνεται το πρόγραμμα συμπεριφοράς των ανδρείκελων, τόσο πιο κοντά στην αυθεντική περιγραφή της "Ιλιάδας" πλησιάζει και η σκηνή που παίζουν τα ανδρείκελα.

 

Το πώς θα τελειώσει αυτό, αν θα τα καταφέρει λίγο πριν σβήσει ο κομπιούτερ ή αν δεν φτάνουν ούτε άπειρες προσπάθειες για να καταλάβει ο κομπιούτερ τον άνρθρωπο, αυτό είναι δική σου επιλογή ως συγγραφέα, για το πώς θα το τελειώσεις.

 

Αυτά είχα να σου προτείνω, Ντίνο. Ελπίζω να τα βρεις βοηθητικά.

Link to comment
Share on other sites

Στο προηγούμενο ποστ μου, ίσως δεν εξήγησα αρκετά καθαρά, μια ιδέα που σου προτείνω, για να κάνεις την διήγησή σου πιο επιστημονικοφανή. Ο υπολογιστής διαβάζει την "Ιλιάδα" ως μια παρτίδα παιχνιδιού σαν το σκάκι. Όμως δεν ξέρει ούτε καταλαβαίνει τους κανόνες. Δεν καταλαβαίνει γιατί οι άνθρωποι/πιόνια να συμπεριφέρονται/κινούνται έτσι. Για να καταλάβει, λοιπόν, προγραμματίζει τα ανδρείκελα με μια σειρά π.χ. βασικών εντολών και τα βάζει στη σκηνή, για να δει πώς θα συμπεριφερθούν. Αυτά κάνουν άλλα αντ' άλλων και η σκηνή δεν εκτυλίσσεται όπως στην "Ιλιάδα". Ο κομπιούτερ διαπιστώνει ότι δεν κατάλαβε καλά τους κανόνες της συμπεριφοράς των ανθρώπων, τους κανόνες αυτού του παιχνιδιού. Ξαναπρογραμματίζει τα ανδρείκελα με διαφορετικούς κανόνες και ξαναδοκιμάζει. Όσο περνάει ο καιρός, ο κομπιούτερ φτιάχνει όλο και πιο πολύπλοκα προγράμματα, αρχίζει να ενσωματώνει έννοιες όπως η αυτοθυσία, η φιλία, ο ηρωϊσμός, η πίστη στη μοίρα, αρχίζει να "καταλαβαίνει" όλο και πιο πολύ πώς λειτουργούν οι άνθρωποι. Όσο πιο πολύ "καταλαβαίνει", όσο πιο πολύπλοκο γίνεται το πρόγραμμα συμπεριφοράς των ανδρείκελων, τόσο πιο κοντά στην αυθεντική περιγραφή της "Ιλιάδας" πλησιάζει και η σκηνή που παίζουν τα ανδρείκελα.

 

Κάτι έπιασες, αλλά νομίζω πως το βλέπεις λάθος. Ανάποδα. Από την στιγμή που το κομπιούτερ δεν καταλαβαίνει την ποίηση και δεν ξέρει πως να την γράψει, θα του ήταν αδύνατο να ξεκινήσει με άλλον προγραμματισμό γιατί θα έπρεπε να δημιουργήσει εναλλακτικούς στοίχους. Το μόνο που μπορεί να κάνει στην αρχή είναι να παίζει με αυτό που ήδη υπάρχει, τους έτοιμους στοίχους της Ιλιάδας, ξανά και ξανά.

 

Τώρα...αν επιλέξω να ακολουθήσω την συμβουλή σου...και για το ενδιαφέρον του πράγματος...μετά από μερικές δεκαετίες και άπειρες αναπαραστάσεις μετά...κάποια από τα ρομπότ θα άρχιζαν να αλλάζουν τους στοίχους και να αυτοσχεδιάζουν. Στο τέλος θα κατέληγε σε μια παρωδία όπου τα πάντα θα ήταν πιθανά. Αυτή την εκδοχή την φοβάμαι γιατί θα έπρεπε να είμαι ένα τέρας λογοτεχνίας, ένας δεύτερος Όμηρος για να βγάλω κάτι τέτοιο, που να λέει. Να αυτοσχεδιάσω τον Όμηρο δηλαδή.

 

Ήδη και αυτό που έχω φανερώνει πόσο μισός πέφτω σε αυτό το ζήτημα. Δεν έβαλα πολλά αποσπάσματα της Ιλιάδας, ούτε κάθισα να αναλύσω σε βάθος αυτή την εκδοχή, του γιατί δηλαδή ο Έκτωρας δεν μπορεί να νικήσει τον Αχιλλέα. Δεν είχα ή έχω την υπομονή να "σπουδάσω" τα κεφάλαια της Ιλιάδας μόνο για να βγάλω ένα διήγημα, που θα ήταν το σωστό. Έμεινα στην ιδέα και τη στόλισα με εφέ.

 

Είναι η ιστορία μιας στρατιάς ρομπότ που αναπαριστούσαν εσαεί την Ιλιάδα στην αυγή της προϊστορίας σε έναν ξένο πλανήτη. Και τώρα οι αρχαιολόγοι αυτού του πλανήτη πονοκεφαλιάζουν με το αίνιγμα. That's all

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..