Jump to content

Θούλης ο Γελαστός Κολοκυθούλης


Παρατηρητής

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Παρατηρητής

Είδος: Παραμύθι

Βία: Όχι

Σεξ: Όχι

Αριθμός Λέξεων: 3012

Αυτοτελής: Μία ιστοριούλα για τον έναν από τους συντρόφους του Φλογομάτη

Σχόλια: Ακόμα και τα πιο απίθανα πλάσματα μπορούν να γίνουν ήρωες. Ίσως χωρίς τη θέληση τους όμως αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα!

 

Θούλης ο Γελαστός Κολοκυθούλης

 

 

Η ιστορία του Φλογομάτη είναι γνωστή στις Αδελφότητες των νεαρών Παραμυθάδων του Αρχαίου Μυστικού. Όμως η ιστορία του Θούλη του Κολοκυθούλη, όχι και τόσο.

 

Με αφορμή λοιπόν έναν μικρό διαγωνισμό στον Κόσμο του Ενδιάμεσου με θέμα τους συντρόφους των μεγάλων ηρώων, θα σας αφηγηθώ τη μικρή ιστορία του.

 

Ο Θούλης ο Κολοκυθούλης, όπως προδίδει το όνομα του, δεν ήταν παρά μια παχουλή κολοκύθα. Έτσι γεννήθηκε δηλαδή, ανάμεσα στις τόσες άλλες κολοκύθες που καλλιεργούσε ο Φλογομάτης στο αγρόκτημα του μακρινού σπιτιού του. Όταν μια μέρα, (μάλλον νύχτα γιατί σπάνια ο Φλογομάτης έβλεπε τον ήλιο), που ένιωσε μοναξιά, πήρε την πιο καλοσχηματισμένη κολοκύθα, της άδειασε το χυμό και της χάραξε ένα χαριτωμένο πρόσωπο με ένα μακρύ ξεδοντιάρικο χαμόγελο όλο χαρά. Τότε πήρε λίγο φωτιά από τα μάτια του (τη φωτιά της μυθοπλαστική δημιουργίας) και την τοποθέτησε στο εσωτερικό της κολοκύθας.

 

Μόλις η φωτιά άναψε μέσα του, όπως συνέβη με όλα τα ονειρικά τοπία που είχε πλάσει παλαιότερα ο Φλογομάτης, ο Θούλης ζωντάνεψε. Αντίκρισε τον δημιουργό του ενθουσιασμένος και έπειτα άρχισε να γελά ζωηρά σαν μικρό παιδί.

 

Από τότε ήταν πάντα χαρούμενος και γελούσε ασταμάτητα. Ότι καινούργιο έβλεπε τον ενθουσίαζε και τον έκανε να γελά. Πότε το γέλιο του ήταν αγνό και καλόβουλο και πότε ξεκαρδιστικό και καθαριστικό. Επίτηδες τον είχε φτιάξει έτσι ο Φλογομάτης για να έχει κάποιον να γελά με τα αστεία του, να χαίρεται με τις ιστορίες που του αφηγούνταν αλλά και για να του φτιάχνει τη διάθεση κάθε που έπεφτε σε στεναχώριες. Τον έκανε μάλιστα και φύλακα του σπιτιού του, τοποθετώντας τον έξω ακριβώς από την πόρτα, από τη μία να φωτίζει σαν φανάρι κι από την άλλη να διώχνει τους κλέφτες και τα κακά στοιχειά με το ασταμάτητο γέλιο του.

 

Έτσι ο Θούλης ζούσε ευτυχισμένος μαζί με τον Φλογομάτη στο απόμακρο σπίτι τους πλάι στα Τραγουδιστά Βουνά, μακριά από τις πολιτείες.

 

Όμως μια μέρα (μάλλον νύχτα διότι ο ήλιος χουζούρευε πολύ τον τελευταίο καιρό), έγινε κάτι που τα άλλαξε όλα. Στην Αραθάνια, την πόλη των Καταπλακωμένων Μάγων, έλαβε τόπο ένας διαγωνισμός στον οποίο μπορούσε να συμμετάσχει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος που είχε το μαγικό χάρισμα της δημιουργίας. Ο διαγωνισμός αυτός απαιτούσε από τους υποψήφιους να δημιουργήσουν ένα πλάσμα έμψυχο μέσα από φωτιά. Ο νικητής θα έπαιρνε για έπαθλο κάτι πολύ σπουδαίο. Θα κέρδιζε το Στέμμα της Φαντασίας, ένα αντικείμενο για το οποίο χιλιάδες μάγοι και παραμυθάδες είχαν τσακωθεί στο παρελθόν για να το αποκτήσουν.

 

Σαν έμαθε ο Φλογομάτης για το διαγωνισμό πήρε το Θούλη στα χέρια του και σηκώνονταν τον ψηλά, του είπε:

 

«Φίλε μου, ώρα να σε κάνω διάσημο!»

 

Και ο Θούλης χάρηκε, έπειτα γέλασε και ξεκαρδίστηκε. Και έκανε το Φλογομάτη να γελάσει τόσο πολύ που μέχρι τη μέρα (μάλλον τη νύχτα, διότι ο Φλογομάτης δεν ταξίδευε με τον ήλιο), όπου οι δυο τους ξεκίνησαν για την Αραθάνια, γελούσε ασταμάτητα.

 

Το ταξίδι τους ήταν χαρούμενο και ευχάριστο. Πώς να μην ήταν άλλωστε καθώς το Φλογομάτη συντρόφευαν τα χαρωπά γέλια του Θούλη που έκαναν ακόμα και τα πιο κατσούφικα πλάσματα να γελούν. Με τραγούδια, ιστορίες, ανέκδοτα και χαχανητά οι δύο φίλοι έφτασαν στην Αραθάνια. Η πόλη ήταν γεμάτη από κόσμο λόγο της μεγάλης ανταπόκρισης του διαγωνισμού. Και όποιος έβλεπε το γελαστό Θούλη στο καροτσάκι όπου τον έσπρωχνε ο Φλογομάτης, δεν μπορούσε να αντισταθεί στο απολαυστικό θέαμα που χάριζε η χαρούμενη κολοκύθα.

 

Πολλοί ρωτούσαν τον Φλογομάτη να τους εξηγήσει τι έκανε εκείνη η κολοκύθα εκτός από το να γελά. Εκείνος απαντούσε ότι είχε φτιαχτεί για αυτό και μόνο το σκοπό. Για να γελάει και να κάνει τους πάντες χαρούμενους.

 

Οι περισσότεροι πίστευαν ότι ο Θούλης, επειδή είχε γίνει αξιαγάπητος από την πρώτη στιγμή που έφτασε στην πόλη, θα έβγαινε πρώτος στο διαγωνισμό και πως ο δημιουργός του θα κέρδιζε το στέμμα. Διότι πολλοί ήταν οι υποψήφιοι και άλλα τόσα τα δημιουργήματα τους. Και ήταν όλα τους τόσο απίθανα και εντυπωσιακά, όμως κανένα δεν άφηνε τόσο εύθυμες εντυπώσεις όσο ο Θούλης.

 

Συγκεντρώθηκαν λοιπόν οι υποψήφιοι δημιουργοί, μάγοι, βάρδοι και παραμυθάδες και έκαναν επίδειξη στον κόσμο τα θαυμαστά τους πλάσματα. Το κάθε ένα από αυτά ήταν μοναδικό και ίσως όλα τους άξιζαν το πρώτο βραβείο.

 

Ίσως να νομίζατε ότι ο Θούλης θα έβγαινε πρώτος και πως ο Φλογομάτης θα αποκτούσε το στέμμα. Όμως δεν έγινε έτσι. Ίσως ο Θούλης να απέκτησε πολλούς οπαδούς όμως αλλά δεν κατάφερε να κερδίσει την πρώτη θέση.

 

Την κέρδισε ένα πλάσμα τρομερό και φοβερό που με τη μεγαλοπρέπεια του συγκέντρωσε το θαυμασμό των περισσοτέρων. Το πλάσμα αυτό ήταν ο Ράουμπαν, ένας αθάνατος δράκος που φτιάχτηκε μέσα από αίμα νεαρού δράκοντα και φωτιά γερασμένου φοίνικα. Στην ουσία ήταν μια μεγάλη φωτιά σε σχήμα δράκου, η οποία δεν μπορούσε να σβήσει με τίποτα και ήταν τόσο ισχυρή που με ένα του μόνο πέταγμα είχε την φοβερή ικανότητα να ισοπεδώνει ολόκληρες πόλεις.

 

Τι να έκανε ο Θούλης μπροστά στον τρομερό Ράουμπαν; Την ίδια ερώτηση έκανε στο Φλογομάτη και ο δημιουργός του ο Σάργκο ο Ρακοσυλλέκτης Έμπορος.

 

«Το δημιούργημα σου δεν είναι παρά ένα χαζοχαρούμενο φανάρι που γελάει δίχως λόγο! Τι να κάνει μπροστά στο δράκο μου, τον Ράουμπαν;»

 

Ο κόσμος λοιπόν έκρινε νικητή του διαγωνισμού τον Σάργκο και το δράκο του. Ο Φλογομάτης πτοήθηκε, όχι όμως και ο Θούλης που δεν έπαυε να γελάει.

 

Το γέλιο του έγινε πραγματικός μπελάς, τόσο για τον ίδιο όσο και για το Φλογομάτη. Γιατί την ώρα που ο νικητής Σάργκο εκφωνούσε λόγο στο κοινό, ο Θούλης δεν μπορούσε να σταματήσει. Γελούσε και μαζί με αυτόν γελούσαν όλοι, καθώς το γέλιο του ήταν μεταδοτικό, με αποτέλεσμα ο Σάργκο και ο δράκος του να γελοιοποιηθούν.

 

Τη γελοιοποίηση αυτή ο Σάργκο δεν μπορούσε να την αντέξει. Πήρε το στέμμα της Φαντασίας και καθώς το φόρεσε, κοίταξε τον κόσμο και φώναξε με μίσος:

 

«Θα σας εκδικηθώ μια μέρα όλους σας για αυτό που μου κάνατε σήμερα! Και πιο πολύ από όλους σας θα εκδικηθώ τον Φλογομάτη και την ηλίθια κολοκύθα του!»

 

Ο Σάργκο ποτέ δεν ξέχασε την προσβολή που του έκανε άθελα του ο Θούλης. Από εκείνη τη μέρα (μάλλον νύχτα γιατί στην Αραθάνια ξημερώνει σπάνια), σχεδίαζε την καταστροφή του.

 

Αρχικά σκέφτηκε να στείλει τον Ράουμπαν και να διαλύσει το σπίτι του Φλογομάτη όμως αυτό ήταν δύσκολο να συμβεί διότι το σπίτι βρίσκονταν σε μια απόμακρη πλαγιά ανάμεσα στα Τραγουδιστά Βουνά. Ο Ράουμπαν δεν θα κατάφερνε ποτέ να φτάσει μέχρι εκεί γιατί τα Τραγουδιστά Βουνά παρατηρούσαν τον ουρανό και μάγευαν οποιοδήποτε πλάσμα θεωρούσαν ότι ήταν επικίνδυνο για το γείτονα τους.

 

Όμως μια μέρα (μάλλον νύχτα διότι μόνο στο σκοτάδι έκανε αυτή τη δουλειά) καθώς έψαχνε στα σκουπίδια ενός μεγάλου μάγου, βρήκε ένα πεταμένο ραβδί. Το ραβδί αυτό είχε την ικανότητα να μεταλλάζει τα συναισθήματα. Δηλαδή αν κάποιος ήταν χαρούμενος, το ραβδί τον έκανε αυτομάτως λυπημένο. Και το χειρότερο. Αυτό διαρκούσε παντοτινά.

 

Αυτό λοιπόν έκανε ο Σάργκο. Ένα βράδυ κατάφερε να πλησιάσει κρυφά το σπίτι του Φλογομάτη και βλέποντας τον γελαστό Θούλη έξω από την πόρτα, του έριξε την κατάρα του ραβδιού. Τα μάτια και το στόμα της κολοκύθας έγειραν προς τα κάτω και το γέλιο μετατράπηκε σε κλάμα. Ο Σάργκο έφυγε αφήνοντας πίσω του το Θούλη αντί να γελά να κλαίει.

 

Από τότε ο Θούλης έκλαιγε ασταμάτητα. Και ήταν το κλάμα του ανυπόφορο. Μάταια ο Φλογομάτης προσπαθούσε να τον κάνει χαρούμενο. Η λυπημένη κολοκύθα έκλαιγε μεταδίδοντας τη μελαγχολία της στον οποιονδήποτε και πρώτον από όλους τον δημιουργό της. Μέχρι και τα Τραγουδιστά Βουνά επηρέαζε το κλάμα του Θούλη και τα έκανε να τραγουδούν μοιρολόγια. Ο Σάργκο είχε πάρει την εκδίκηση του.

 

Κλάμα ο Θούλης! Και ο Φλογομάτης μαζί. Σε όποιον μάγο κι αν τον πήγαινε, κανείς δεν μπορούσε να τον κάνει όπως πριν. Ούτε βάρδος, ούτε παραμυθάς, όλοι τους έδιωχναν γιατί τους μετέδιδαν εκείνη τη φριχτή μελαγχολία. Μέχρι και στον Δώδωνα τον πήγε, το Πάνσοφο Δέντρο, για να του βρει μια λύση αλλά ακόμα κι εκείνος άρχισε να κλαίει, κι αυτός και οι δρυάδες του. Ποιος, ο Δώδωνας που δεν είχε κλάψει ποτέ στη ζωή του!

 

«Ο Θούλης θα βρει μόνος του τη θεραπεία του», είπε το Πάνσοφο Δέντρο και με τρόπο έδιωξε το Φλογομάτη και την κολοκύθα του διότι κόντεψε να μαραθεί από τη στεναχώρια.

 

Πώς όμως θα γινόταν αυτό, σκεφτόταν ο Φλογομάτης; Ο Θούλης δεν ήταν τίποτα άλλο από μια κολοκύθα. Ούτε πόδια είχε για να ταξιδέψει, ούτε χέρια για να πολεμήσει, δεν ήξερε καν να μιλάει! Πώς θα έβρισκε τη θεραπεία;

 

Δεν άντεχε άλλο ο Φλογομάτης το ασταμάτητο κλάμα του Θούλη. Όσο κι αν τον αγαπούσε δεν μπορούσε πια να τον έχει κοντά του (ο Φλογομάτης είχε άσχημες εμπειρίες με τη θλίψη) και κάπου έπρεπε να τον αφήσει . Αλλά που; Όπου και να τον πήγαινε, αφού πήρε τελικά εκείνη τη βαριά απόφαση, κανείς δεν τον δεχόταν. Κανένας άνθρωπος, κανένα πλάσμα. Κανένα χωριό, καμία πόλη. Κανένα δάσος, κανένα βουνό. Ακόμα και από τα νεκροταφεία, όπου οι θρήνοι ήταν συνηθισμένοι, τον έδιωχναν γιατί ούτε εκεί μπορούσαν να αντέξουν το κλάμα του.

 

Και που να τον πήγαινε τελικά ο Φλογομάτης; Μέχρι και στη Δημοκρατούπολη σκέφτηκε να τον πάει, όμως εκεί ήταν επικίνδυνα για τον Θούλη γιατί θα τον έπιαναν οι Άναρχες και αφού θα τον έκαναν μπάλα ποδοσφαίρου, θα τον έδιναν στους πατέρες τους, τους Κοιλιόδουλους Άρχοντες όπου θα τον κατασπάραζαν. Δυστυχώς δεν υπήρχε μέρος για να φιλοξενήσει τον Θούλη.

 

Τότε ο πικραμένος Φλογομάτης αποφάσισε να τον αφήσει στην θάλασσα. Έφτιαξε μια βάρκα, έβαλε μέσα το Θούλη και την έσπρωξε στα ήρεμα νερά της Γέρικης Θάλασσας . Με βαριά καρδιά, πολύ πιο δυστυχισμένη από ότι ήταν η αγαπημένη του κολοκύθα, ευχήθηκε καλή τύχη στο φίλο του και έφυγε. Μάλιστα τη στιγμή που η βάρκα χάνονταν στην ομίχλη, ο Φλογομάτης αντίκρισε το Θούλη να γυρνάει και τον κοιτά κατάματα κλαίγοντας σαν μικρό παιδί που ο γονιός του είχε εγκαταλείψει. Μα ήταν αργά πια. Η βάρκα βγήκε στα ανοιχτά και η καημένη κολοκύθα κίνησε για το άγνωστο.

 

Που πήγαινε η βάρκα άραγε; Που θα έφτανε ο Θούλης, που θα κατέληγε; Μερόνυχτα ολόκληρα ο κακόμοιρος Θούλης ταξίδευε στην απέραντη θάλασσα κλαίγοντας και θρηνώντας. Και όσα καράβια τον είδαν τον απέφυγαν γιατί ούτε εκείνα μπορούσαν να τον αντέξουν. Το ίδιο συνέβη και μα τα θαλάσσια πλάσματα που όμοιο πράγμα σαν τον Θούλη δεν είχαν ξαναδεί.

 

Και έτσι ο Θούλης ταξίδευε μόνος και απροστάτευτος, φοβισμένος και λυπημένος. Μια κολοκύθα μοναχή σε μια βάρκα που ήταν ζήτημα αν θα έβρισκε ποτέ στεριά στον προορισμό της.

 

Και να που μια μέρα (μάλλον νύχτα γιατί ο ήλιος είχε προηγούμενα με τη Γέρικη Θάλασσα και δεν ήθελε να τη βλέπει), η βάρκα τον οδήγησε σε μια μεγάλη ρουφήχτρα. Κανένα καράβι δεν είχε γλιτώσει ποτέ από εκείνη τη ρουφήχτρα η οποία δίχως έλεος τα βύθιζε ρίχνοντας τα στην σκοτεινή άβυσσο. Πόσες ελπίδες να είχε άραγε η βαρκούλα του Θούλη;

 

Καμία. Μόλις η βάρκα μπήκε στα ταραγμένα νερά, άρχισε να κινείται με τεράστια ταχύτητα και να πλησιάζει το κέντρο. Το μόνο πράγμα που έκανε ο Θούλης δεν ήταν παρά να κλαίει. Έτσι κι αλλιώς, όλες τις δυνάμεις του κόσμου να είχε, ήταν αναπότρεπτο να σταματήσει μια ρουφήχτρα.

 

Κι όμως! Έγινε θαύμα! Λίγο πριν η βάρκα φτάσει στο κέντρο, τα νερά ηρέμησαν και η δίνη χάθηκε! Μέσα από τη θάλασσα εμφανίστηκε ένα πνεύμα. Κοίταξε παραξενεμένο το Θούλη που δεν είχε σταματήσει να κλαίει και έπειτα αγνάντεψε τον ωκεανό γύρω του.

 

«Δεν το πιστεύω!», είπε το πνεύμα ενθουσιασμένο. «Άκουσα θρήνο! Ναι άκουσα θρήνο! Πόσα χρόνια πάνε από τότε; Δεν το πιστεύω, επιτέλους κάποιος με έκλαψε!!!»

 

Το πνεύμα αυτό ήταν ο Μαρίνος, ο Αρχαίος Ναυτικός, που είχε χαθεί σε εκείνο το μέρος αιώνες πριν, όταν μια νύχτα μέθυσε και πάνω στο μεθύσι βύθισε το ίδιο του το καράβι. Στην αρχή τον θρηνούσε η γυναίκα του, έπειτα οι φίλοι του και τα παιδιά του. Όμως τα εγγόνια του τον ξέχασαν και από τότε κανείς δεν τον έκλαιγε. Το φάντασμα του Μαρίνου θύμωσε και έριξε κατάρα στο μέρος όπου πνίγηκε, δημιουργώντας εκείνη την ανελέητη ρουφήχτρα που βύθιζε τα πλοία και τα δύστυχα πληρώματα τους.

 

Όταν όμως άκουσε το κλάμα του Θούλη, η κατάρα λύθηκε και το φάντασμα βρήκε την ηρεμία του και την παλιά του καλή διάθεση (ο Μαρίνος ήταν ο μεγαλύτερος διασκεδαστής της Εποχής του, και σε όποιο λιμάνι πήγαινε ξεσήκωνε τα πλήθη με τα καλαμπούρια του). Άρχισε να χορεύει πάνω στα κύματα, να τραγουδά και να καλεί το πλήρωμα του να εμφανιστεί από τον υγρό τους τάφο.

 

Όμως ο Θούλης δεν σταμάτησε να κλαίει. Το φάντασμα του Μαρίνου απόρησε.

 

«Μα τι έχεις πάθει εσύ; Τι σου έχουνε κάνει και κλαις; Αχα, κατάλαβα! Είσαι μια φοβισμένη κολοκύθα στα ανοιχτά του ωκεανού! Στεριανοί? δεν έχετε ιδέα από θάλασσα!

 

Μην ανησυχείς άλλο! Για το δώρο που μου έκανες θα σε πάω στο σπίτι σου. Ελάτε παίδες! Σαλπάρουμε για την πατρίδα!!!»

 

Και τότε η επιφάνεια της θάλασσας γέμισε από φαντάσματα ναυτικών και καραβιών που είχαν χαθεί σε εκείνο το μέρος. Ένας ολόκληρος στόλος σχηματίστηκε από αρχαία πλοία και πληρώματα που το έριξαν αμέσως στο χορό και στο τραγούδι. Και όλοι μαζί, με το Θούλη, ξεκίνησαν για τη στεριά που τόσα χρόνια είχαν να δουν.

 

Εν τω μεταξύ στην Αραθάνια γινόταν πανικός. Μόλις ο Σάργκο απέκτησε το Στέμμα της Φαντασίας φέρθηκε απολυταρχικά. Δυσαρεστημένοι οι κάτοικοι της πόλης και των γύρω περιοχών αποφάσισαν να κινήσουν εναντίων του. Το μόνο πράγμα που κατάφεραν ήταν να βιώσουν την αληθινή μεγαλοπρέπεια του Ράουμπαν ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος και άρχισε να καίει την Αραθάνια.

 

Όλοι στάθηκαν ανίκανοι να σώσουν την πόλη από τον δράκο. Ακόμα και ο ίδιος ο Σάργκο, όταν αποφάσισε να καλέσει πίσω τον Ραουμπαν, δεν είχε τη δύναμη να το κάνει. Το δημιούργημα του ήταν ανεξέλεγκτο.

 

Και το χειρότερο; Κανείς δεν μπορούσε να εξοντώσει τον Ράουμπαν. Ήταν φτιαγμένος μέσα από φωτιά και μέσα από αυτήν αναγεννιόταν κάθε που κάποιος τον σκότωνε.

 

Τότε έφτασαν τα φαντάσματα των ναυτικών. Και μόλις είδαν την αρχαία τους πατρίδα που τόσα χρόνια είχαν να δουν, εξοργίστηκαν και θύμωσαν πολύ. Σταμάτησαν τα τραγούδια κι έπιασαν τα σπαθιά και τα κανόνια να εξολοθρεύσουν τον φλεγόμενο δράκο.

 

Ο Ράουμπαν επιτέθηκε αμέσως στο στόλο. Όμως η φωτιά του ήταν αδύναμη εναντίων των φαντασμάτων. Εκείνα, έχοντας τόσα χρόνια παραμείνει μέσα στη θάλασσα, είχαν αποκτήσει τη δύναμη να αντιστέκονται σε κάθε είδους μαγεία. Και επειδή είχαν αναγεννηθεί από το νερό, είχαν επίσης την ικανότητα να πολεμούν οτιδήποτε αντίστοιχο είχε αναγεννηθεί από φωτιά, όπως Ράουμπαν.

 

Έτσι, ο φλεγόμενος δράκος, έχοντας γευτεί αρκετή θαλασσινή αύρα από τα κανόνια των καραβιών, έχασε τη δύναμη του κι έπεσε. Οι ναυτικοί βγήκαν στη στεριά και τον περιέλαβαν με τα σπαθιά τους μέχρι που τον έκαναν μια μικρή φλογίτσα που έσβησε από μόνη της, αφήνοντας στο μέρος όπου έσβησε την κουτσουλιά ενός φοίνικα. Και για να μην αναγεννηθεί ποτέ ξανά, ο Μαρίνος κάλεσε από τη Γέρικη Θάλασσα ένα μεγάλο παλιρροϊκό κύμα που έσβησε την πόλη από όλες τις φωτιές και γέμισε τον τόπο με κοχύλια, μαργαριτάρια και άλλους ανεκτίμητους θαλάσσιους θησαυρούς.

 

Οι κάτοικοι της Αραθάνια γύρισαν στην πόλη τους και αντίκρισαν εκείνο το υπέροχο θέαμα, μαζί και τους προγόνους τους που είχαν χαθεί στη θάλασσα. Τα φαντάσματα των ναυτικών βρήκαν νέα κατοικία στα κοχύλια που σκορπίστηκαν στα σπίτια των απογόνων και έγιναν οι φύλακες τους. Και η πόλη απέκτησε απαράμιλλη ομορφιά αλλά και σοφία επίσης και έμπνευση, διότι οι ναυτικοί ως γνωστόν είναι οι καλύτεροι παραμυθάδες!

 

Ο Σάργκο το έσκασε από την πόλη ενώ τον Ράουμπαν δεν τον έκλαψε κανείς. Μόνο ένας. Ο Θούλης! Ήταν ο μόνος που ήταν θλιμμένος εκείνη τη μέρα (ναι ήταν μέρα γιατί ο ήλιος δεν θα έχανε ποτέ ένα τέτοιο υπερθέαμα). Και επειδή τον είδαν όλοι να κλαίει ασταμάτητα, θεώρησαν πως θρηνούσε για το χαμένο δράκο ενώ κάποιοι πίστεψαν ότι απλώς είχε συγκινηθεί από το συμβάν.

 

Βλέποντας τη δύστυχη κολοκύθα ο χαρούμενος πια Μαρίνος, της έδωσε ένα μαγικό βότανο που είχε βρει κάποτε στο τελευταίο του ταξίδι. Είχε ταξιδέψει σε ένα νησί πολύ μακρινό για να το βρει και να το πάει στην κόρη του η οποία έκλαιγε συνέχεια από τη φύση της. Ο Δώδωνας το Σοφό Δέντρο είχε πει στον Μαρίνο ότι μόνο εκείνο το βότανο θα την έκανε χαρούμενη.

 

«Αχ καλή μου κολοκύθα?», είπε ο Μαρίνος στον κλαμένο Θούλη. «Μου θυμίζεις τόσο πολύ την κόρη μου. Έτσι στρουμπουλή ήταν σαν εσένα και κλαψιάρα! Πάρε λοιπόν αυτό το βότανο και φρόντισε να γελάς. Να γελάς γιατί δεν ξέρεις σε τι μπελάδες μπορείς να βάλεις τους γονείς σου!»

 

Μόλις ο Θούλης μάσησε το βότανο (αν και το έκανε με το ζόρι γιατί δεν είχε όρεξη για φαγητό), έγινε όπως και πριν. Το στόμα και τα μάτια του πήραν και πάλι την παλιά καλή χαρούμενη έκφραση και το γέλιο του, που είχε να ακουστεί τόσον καιρό αντήχησε και πάλι.

 

Χαρά που έκανε ο Θούλης όταν έγινε και πάλι όπως πριν! Χαρά που έκαναν οι κάτοικοι της Αραθάνια που τον είδαν να γελάει! Μα την πιο μεγάλη χαρά την πήρε ο Φλογομάτης όταν αντίκρισε και πάλι το φίλο του! Δεν πίστευε στα φλογισμένα μάτια του όταν τον είδε να έρχεται χοροπηδώντας στο απόμακρο σπίτι όπου είχε αποσυρθεί μελαγχολώντας για την τύχη του φίλου του. Χάρηκε ο Φλογομάτης και γέλασε δυνατά και σαν άκουσαν τα Τραγουδιστά Βουνά το γέλιο του τραγούδησαν τα πιο ευχάριστα τραγούδια.

 

«Γέλα φίλε μου!!!», του είπε ο Φλογομάτης κρατώντας τον ψηλά στα δυο του χέρια. «Γέλα και μην κλάψεις ποτέ ξανά! Σου υπόσχομαι πως δεν σε αφήσω ποτέ ξανά και ούτε θα σε τρέχω σε ανόητους διαγωνισμούς! Μείνε εδώ και γέλα!»

 

Αυτό και έκανε ο Θούλης. Αυτό για το οποίο είχε γεννηθεί. Για να γελά. Και οι δύο φίλοι δεν αποχωρίστηκαν ποτέ ξανά ο ένας από τον άλλο. Γιατί ο Θούλης είχε γίνει ήρωας της Αραθάνια και έτσι μπορούσε να ταξιδεύει μαζί με το Φλογομάτη σε ηρωικές περιπέτειες. Και αποδείχτηκε επίσης (πέρα από την ιστορία μας αυτή) ότι ο Θούλης δεν ήταν απλώς ένα "χαζοχαρούμενο φανάρι".

 

Βέβαια, μπορεί το μαγικό βότανο του Αρχαίου Ναυτικού να έκανε τον Θούλη και πάλι γελαστό, όμως του κόλλησε και ένα άσχημο κουσούρι. Του προκαλούσε συχνά ρεψίματα!

 

Όσο για τον Σάργκο , τον Ρακοσυλλέκτη Έμπορο, κατέφυγε στην Δημοκρατούπολη. Εκεί μια μέρα (μάλλον μια νύχτα γιατί ο ήλιος ούτε που ήθελε να τη βλέπει αυτή την πόλη), κάποιοι του έκλεψαν το Στέμμα της Φαντασίας και λένε πως το έδωσαν στους Κοιλιόδουλους Άρχοντες οι οποίοι το κατασπάραξαν. Αυτό βέβαια μπορεί να είναι θρύλος, όμως ποιος νοιάζεται; Έτσι κι αλλιώς οι κάτοικοι της Αραθάνια κατάλαβαν ότι η Φαντασία δεν χρειάζεται στέμματα και βασιλείς, αλλά κάποια άλλα πράγματα, πιο λιτά και πιο απλά. Όπως, ας πούμε, το γέλιο του Θούλη!

 

 

ΓΧ

Edited by Παρατηρητής
Link to comment
Share on other sites

Όμορφο παραμύθι :) και με δίδαγμα. Ιδανικό για παιδιά (και όχι μόνο). Μπράβο σου.

Link to comment
Share on other sites

Μια κολοκύθα μοναχή σε μια βάρκα που ήταν ζήτημα αν θα έβρισκε ποτέ στεριά στον προορισμό της.

Και επειδή είχαν αναγεννηθεί από το νερό, είχαν επίσης την ικανότητα να πολεμούν οτιδήποτε αντίστοιχο είχε αναγεννηθεί από φωτιά, όπως Ράουμπαν.

 

Οι ναυτικοί βγήκαν στη στεριά και τον περιέλαβαν με τα σπαθιά τους μέχρι που τον έκαναν μια μικρή φλογίτσα που έσβησε από μόνη της, αφήνοντας στο μέρος όπου έσβησε την κουτσουλιά ενός φοίνικα.

 

 

 

Λοιπόν, Παρατηρητή... Περίμενες καιρό την κριτική μου αναλυτικά και ήρθε η ώρα της. Το παραμύθι θα μπορούσα να πω ότι ήταν πάρα πολύ καλό, τολμώ να πω το πιο καλό από αυτά που έχεις γράψει και έχω διαβάσει αλλά... εδώ ακολουθεί το μεγάλο αλλά. Τα πράγματα που θα σου πω για μένα το ρίχνουν στο μέτριο/αδιάφορο.

 

1. μερικές εκφράσεις σου που νομίζω είναι αταίριαστες και λάθος τόσο στο στυλ του παραμυθιου όσο και εκφραστικά ή συντακτικά. Αυτό πιστεύω ότι διορθώνεται. (δηλαδή κουτσουλιά???? :blackcat: )

2.Εχεις το καλό ότι είσαι πρόθυμος και ελπίζω να το κρατήσεις για πάντα αυτό γιατί από ότι βλέπω βελτιώνεσαι συνεχώς αλλά....... πρέπει να αφήσεις την πίκρα σου πίσω. ότι και αν γράψεις deep down έχει το ίδιο θέμα.... Πως αναγνωρίζεται κάποιος σαν συγγραφέας... Μην το πιέζεις τόσο, χάνεις το χρώμα σου και πάνω από όλα την διάθεση σου. Το παραμύθι αυτό που έγραψες ήταν πολύ τρυφερό και γλυκόπικρο, δεν χρειάζεται να γίνεται μόνο πικρό.

 

δεν ξέρω αν τα βλέπουν αυτά οι άλλοι, γενικότερα βλέπω πολύ καλές κριτικές στα κείμενα σου. Μπορεί να είμαι εγώ αυτή που κάνει λάθος και στην τελική δεν είσαι υποχρεωμένος να ακους την γνώμη μου (με την έννοια ότι δεν είμαι ειδικός αλλά ένας ενδυνάμι συγγραφέας, σχολαστικός DM/GM και ST και πάνω από όλα φανατική roleplayer). Απλά πιστεύω ότι χαλάς την ατμόσφαιρα...

 

Ελπίζω να μην σε στεναχωρω και να καταλαβαίνειος ότι τα λέω όλα αυτά επειδή είσαι φίλος μου και καταλαβαίνω την ανάγκη σου να εκφραστείς.

 

Σε μία υπερβολή θα έλεγα ότι βάζεις τα χεράκια σου και βγάζεις τα ματάκια σου οπότε ξέχνα τα άσχημα, μπες λίγο στην δικιά σου φυσαλίδα-κόσμο και γράψε από εκεί.

 

Περιμένω να δω σύντομα και άλλα τέτοια φοβερά παραμύθια... Πάω τώρα να διαβάσω τα άλλα σου και έχω για παρέα μου το χρυσό φτυάρι :tease: :tease: :tease:

Link to comment
Share on other sites

Δεν κατάλαβα...τα μαγικά βασίλια δεν σηκώνουν κουτσουλιές;

 

Και όλα αυτά τα ηρωικά άτια τι χέζουν; Καραμέλες;

 

Μη πειράζετε τις κουτσουλιές του καλλιτέχνη. Παρακαλώ δηλαδή!

Link to comment
Share on other sites

Πιο κατάλληλη μέρα δεν μπορούσες να βρεις για κριτική! Με έκαψες τελείως! Πριν να γίνει η ψηφοφορία και να ανακοινωθεί ο νικητής ΔΕΝ ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΣΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ!!!!

 

Και ναι, κουτσουλιά ήταν αυτό που έμεινε από το Ράουμπαν.

Link to comment
Share on other sites

Να αναλάβω ρόλο Άζαξ και να τα κάνω αόρατα;

Link to comment
Share on other sites

Πριν να γίνει η ψηφοφορία και να ανακοινωθεί ο νικητής ΔΕΝ ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΣΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ!!!!

 

Ε, γκουχ... Στον δικό μου διαγωνισμό πάει κάπως αλλιώς. Θέλουμε τα αίματα αναμένα αλλά κόσμια.

Link to comment
Share on other sites

Συγνώμη τότε Λιζ :whistling: . Δεχτά λοιπόν τα σχόλια. Σε ευχαριστώ πολύ Ελίζα, θα τα διορθώσω σύντομα τα λάθη μου, αλλά η κουστουλιά θα μείνει εκεί, να στολίζει την Αραθάνια.

Πίκρα; Με θυμάσαι ποτέ πικραμένο;

Link to comment
Share on other sites

Οκ Γιώργο δεν ήξερα ότι δεν έπρεπε να αφήσω κριτική. Συγγνώμη απλά θεώρησα ότι σαν διαγωνισμός Απριλίου είχε τελειώσει. Όσο για το πικραμένος σβήστο, θα έκανα λάθος

Link to comment
Share on other sites

Φίλε Παρατηρητή,

διάβασα την ιστοριούλα σου λίγο μετά από τη στιγμή που μού εξέφρασες την κρίση που σ' έπιασε για το αν γράφεις καλά. Σού είπα κατ' ιδίαν - και το επαναλαμβάνω κι εδώ γραπτώς - ότι το να αμφιβάλλει ένας καλλιτέχνης για τη δεξιοτεχνία και το ταλέντο του είναι καλό, διότι αναθεωρεί διαρκώς τις απόψεις του και δεν τελματώνει. Και σ' αυτό το διήγημα αποδεικνύεις ότι και καλός αφηγητής είσαι και τολμηρή φαντασία διαθέτεις και - το κυριότερο - ότι βελτιώνεσαι σταθερά από κείμενο σε κείμενο. Αυτό δε σημαίνει ότι ήσουν κακός στα προηγούμενα· αντίθετα, δείχνει ότι ωριμάζεις. Και για να σού διαλύσω κάθε αμφιβολία, σε παροτρύνω ολόψυχα να συνεχίσεις. Μην το βάλεις κάτω!!! :D

Link to comment
Share on other sites

Ουπς! Συγνώμη, ήταν και λίγο περασμένη η ώρα χτες, ξέχασα ότι πρέπει να σχολιάσουμε όλες μαζί τις ιστορίες, και στο τόπικ του διαγωνισμού... Το διόρθωσα ολίγον τι, έκανα αόρατο το ποστ μου, και θα το επαναλάβω στο θρεντ του διαγωνισμού, μαζί με τα υπόλοιπα.

 

Και πάλι συγνώμη :)

Link to comment
Share on other sites

Μπράβο Παρατηρητή! Με ενθουσίασε. Δεν λέω τίποτα άλλο. Τα υπόλοιπα στο κοινό τόπικ του διαγωνισμού.

Link to comment
Share on other sites

Θέλω να υπερασπιστώ ... την κουτσουλιά

Μου άρεσε απίστευτα. Το είδα κάπως μεταφορικά και το βρήκα πολύ πετυχημένο.

Θα δημιουργήσω σύλλογο για την διατήρηση της κουτσουλιάς στο παραμύθι του Θούλη.

 

Θα σχολιάσω εκτενέστερα στο σχετικό τοπικ

Keep writing Παρατηρητή!!!

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ Μαριπόζα. Μέσα από το δικό σου διήγημα γνωρίζουμε καλά και οι δυο μας πόσο άσχημα επιδρά η θλίψη σε κάποιον, είτε αυτή την προκάλεσε ύπουλα ένα μαγικό ραβδί είτε η απουσία και η νοσταλγία ενός αγαπημένου προσώπου. Αλλά ακόμα και τη στιγμή που νιώθεις να βουλιάζεις μόνος σε μια δίνη στη μέση του ωκεανού, πάντα υπάρχει ένας σωτήρας που θα σε σώσει εκεί που οι άλλοι σε άφησαν, μην αντέχοντας τη δική σου θλίψη.

Link to comment
Share on other sites

χμ.. θα μου επιτρεψεις να διφωνησω με το τελευταιο :) συνηθως θα σε αφησουν ολοι να πας απατος ;)

 

Βεβαια ο θουλης ηταν τυχερος και βρεθηκε καποιος :)

 

οπως σου ειπα μου αρεσε πολυ η ιστορια, αλλα με το δευτερο περασμα εχω μια αισθηση οτι ισως το τραβηξες λιιγακι ( οχι πολυ ωστε να τη χαλας ομως )

 

Και εγω ειμαι υπερ τις κουτσουλιας παντως, και για αιθητικους και νοηματικους λογους

Link to comment
Share on other sites

χμ.. θα μου επιτρεψεις να διφωνησω με το τελευταιο :) συνηθως θα σε αφησουν ολοι να πας απατος ;)

 

Οι περισσότεροι ναι. Αλλά θέλω να πιστεύω ότι πάντα υπάρχει κάποιος που σε νοιάζεται

 

Και εγω ειμαι υπερ τις κουτσουλιας παντως, και για αιθητικους και νοηματικους λογους

 

Θες να γίνεις αντιπρόεδρος του συλλόγου; :D

 

@Παρατηρητής

 

Μου άρεσε ο τρόπος που είδες το κείμενό μου...

Link to comment
Share on other sites

Υπέροχο. Ναι, δεν περίμενα κάτι άλλο από σένα. Αυτό το χιούμορ, σε ίση απόσταση ανάμεσα στο λεπτό και στο κραυγαλέο, Η κοσμοπλασία (λατρεύω τις ιστορίες όπου ονόματα πετούν φευγαλέα, σαν υπόβαθρο, χωρίς όμως να λέγεται τίποτε άλλο γι' αυτά.) Η ονοματολογία, (μα κολοκυθούλης; Ήμαρτον δηλαδή!) Ακόμη κι αυτό που είπαν κάποιοι, ότι έχεις μια μικρή μονομανία με την αναγνώριση του συγγραφέα, ακόμη κι αυτό είναι ένα είδος αναγνωριστικού για τις ιστορίες σου. Σαν τον ευγενή βάρβαρο στις ιστορίες του Χαόυαρντ, ένα πράμμα. Ερώτηση: τι είναι ένα καθαριστικό γέλιο; Δεύτερη ερώτηση: το Στέμμα της Φαντασίας είναι απλά ένα relick ή συνοδεύεται κι από την αντίστοιχη εξουσία; Από τη συνέχεια της ιστορίας, βλέπω ότι ισχύει το δεύτερο, αλλά θα ήθελα να γίνεται σαφές από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται το Στέμμα. Τρίτη ερώτηση: Γιατί τα Τραγουδιστά Βουνά είδαν το Ράουμπαν, αλλά όχι τον Σάργκο, που πήγε να κάνει κακό στο Θούλη; Και περιττό να σου πω ότι ο Φλογομάτης είναι ένας παλιάνθρωπος και μισός. Τι του έφταιξε το κακόμοιρο το κολοκυθάκι; Που το αμόλησε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα;

Link to comment
Share on other sites

Υπέροχο. Ναι, δεν περίμενα κάτι άλλο από σένα. Αυτό το χιούμορ, σε ίση απόσταση ανάμεσα στο λεπτό και στο κραυγαλέο, Η κοσμοπλασία (λατρεύω τις ιστορίες όπου ονόματα πετούν φευγαλέα, σαν υπόβαθρο, χωρίς όμως να λέγεται τίποτε άλλο γι' αυτά.) Η ονοματολογία, (μα κολοκυθούλης; Ήμαρτον δηλαδή!) Ακόμη κι αυτό που είπαν κάποιοι, ότι έχεις μια μικρή μονομανία με την αναγνώριση του συγγραφέα, ακόμη κι αυτό είναι ένα είδος αναγνωριστικού για τις ιστορίες σου. Σαν τον ευγενή βάρβαρο στις ιστορίες του Χαόυαρντ, ένα πράμμα. Ερώτηση: τι είναι ένα καθαριστικό γέλιο; Δεύτερη ερώτηση: το Στέμμα της Φαντασίας είναι απλά ένα relick ή συνοδεύεται κι από την αντίστοιχη εξουσία; Από τη συνέχεια της ιστορίας, βλέπω ότι ισχύει το δεύτερο, αλλά θα ήθελα να γίνεται σαφές από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται το Στέμμα. Τρίτη ερώτηση: Γιατί τα Τραγουδιστά Βουνά είδαν το Ράουμπαν, αλλά όχι τον Σάργκο, που πήγε να κάνει κακό στο Θούλη; Και περιττό να σου πω ότι ο Φλογομάτης είναι ένας παλιάνθρωπος και μισός. Τι του έφταιξε το κακόμοιρο το κολοκυθάκι; Που το αμόλησε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα;

 

Σε ευχαριστώ Ευθυμία. Πιστεύω πως όλοι μας έχουμε κάτι αναγνωριστικό στις ιστορίες μας, σωστά; :whistling: . Ο κάθε συγγραφέας όπως και ο κάθε ήρωας, έχει μια προσωπική αναζήτηση, το περίφημο quest, ένα δικό του holy grail που ψάχνει να βρει. Θες να πω για τα παραμύθια Μέσα Από το Γυαλί; :rolleyes:

 

Και να οι απαντήσεις στις ερωτήσεις σου

 

Τι είναι τα καθαριστικά γέλια;

Βλακεία-απροσεξία του συγγραφέα. Είναι κακαριστικά γέλια :rofl2:

 

Τι είναι το Στέμμα της Φαντασίας

Θα σας μιλήσω για αυτό σε κάποια άλλη ιστορία, αν και δεν διστάζω να αποκαλύψω πέντε πράγματα νωρίτερα. Το στέμμα αυτό είχε δωθεί ως τιμητικό βραβείο σε κάποιον παραμυθά, δίχως να έχει καμία απολύτως ιδιότητα. Πολλά χρόνια αργότερα όμως, τότε που οι Φάντασοι θεώρησαν σωστό να ανακηρύξουν βασιλιά, είδαν το στέμμα ώς κάτι πολύτιμο και επινόησαν ένα θρύλο ότι εκείνος που θα το αποκτήσει θα βασιλέψει. Βέβαια το στέμμα αυτό τους έβαλε όλους σε πολλούς μπελάδες (και πάντα θα τους βάζει) καθώς κάθε φορά επινοούν ένα νέο τρόπο για να το αποκτήσουν (πχ ο διαγωνισμός με τα πλάσματα της φωτιάς)

 

Γιατί τα Τραγουδιστά Βουνά δεν είδαν τον Σάργκο;

Τα βουνά είναι ψηλά και κάποια πράγματα που βρίσκονται από κάτω τους και φαίνονται μικροσκοπικά είναι λογικό να μην τα βλέπουν. Τον Ράουμπαν θα τον εντόπιζαν επειδή είναι ιπτάμενος αλλά και λαμπερός. Επίσης ο Σάργκο χρησιμοποίησε κι άλλα μέσα για να φτάσει στο σπίτι του Φλογομάτη αλλά δεν τα ανέφερα για να μην κουράσω, θεωρώντας τα περιττά.

 

Όσο για το Φλογομάτη: Έχει κάνει πολύ χειρότερα από το να αφήσει το Θούλη στο άγνωστο (όπως να μην πάει στο γάμο του με τη Λιβεράλια...!). Δεν σου κίνησε την περιέργεια που ζει μονος, μακριά από τις πολιτείες; Γενικά σαν ήρωας δεν είναι πρότυπο. Είναι εκείνος που κάνει πάντα λάθη και χαζομάρες. Είναι η εικόνα του αναποφάσιστου ανθρώπου-νέου, του εγωιστή, του γκρινιάρη, του απαισιόδοξου και του χαιρέκακου. Είναι ο ήρωας που θέλει να γίνει...ήρωας!

 

Ω και πίστεψε με. Το να έχεις μια κολοκύθα δίπλα σου να κλαίει ασταμάτητα, δεν είναι και ότι εύκολο!

Edited by Παρατηρητής
Link to comment
Share on other sites

Πάσο για την κολοκύθα που κλαίει. Αλλά το θεματάκι με το Σαργκο έπρπε να το γράψεις. Δείχνει ότι το έχεις σκεφτεί και κάνει τα βουνά πιο μαγικά.

Link to comment
Share on other sites

Καλά, το μεσημέρι φεύγοντας από τη δουλειά βρήκα στο τζάμι του αυτοκινήτου μια κουτσουλιά ΝΑ, με το συμπάθιο, και σε θυμήθηκα. :asmile:

Link to comment
Share on other sites

Καλά, το μεσημέρι φεύγοντας από τη δουλειά βρήκα στο τζάμι του αυτοκινήτου μια κουτσουλιά ΝΑ, με το συμπάθιο, και σε θυμήθηκα. :asmile:

 

Είναι ωραίο να σε θυμούνται... :abiggrin: ακόμα και με αυτόν τον τρόπο!

Link to comment
Share on other sites

  • 5 months later...

Παρατηρητή...αυτό ήταν...ήταν! Αυτό το παραμύθι παραλίγο να με κάνει να δακρύσω Παρατηρητή!

Ήταν ΕΞΑΙΣΙΟ, αυτό προσπαθούσα να πώ

Μέχρι που δεν έχασα την πολυλογία μου δηλαδή... αυτό είναι αντίστοιχο του να χάσει την μιλιά του ένας κοινός άνθρωπος.

ΤΕΛΟΣ!

Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Θούλης ο μικρός κολοκυθούλης. Βρήκα αυτή την ιστορία περισσότερο τρυφερή παρά αστεία. Και είναι γεγονός πως μερικοί «δεύτεροι» χαρακτήρες είναι τόσο έντονοι που μπορείς να φτιάχνεις ολόκληρες ιστορίες γι’ αυτούς. Νομίζω ότι ο Θούλης κάλλιστα θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από την περίεργη φαντασία του Τιμ Μπάρτον. Ειδικά αν τον είχες περιβάλλει με περισσότερες αλλόκοτες λεπτομέρειες. Ένα είδος μυστικής ζωής που δεν είναι γνωστή ούτε καν στον δημιουργό του τον Φλογομάτη. Έχει πολύ ζουμί αυτό το πλάσμα. :thmbup: :thmbup: :thmbup:

Link to comment
Share on other sites

Το χαρούμενο κολοκυθάκι και ο μίζερος μπαμπάς του σε ευχαριστούν για τα καλά σου λόγια.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..