Jump to content

Μπροστά, Ψηλά


Naroualis

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Ευθυμία Δεσποτάκη

Είδος: φαντασία

Βία; Μάλλον όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων:1420

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Για το διαγωνισμό σύντομης σφφ-τικής ιστορίας Απριλίου και μετά από τουλάχιστον τέσσερις αποτυχημένες προσπάθειες.

 

 

Εγώ πετώ μπροστά.

 

Μπροστά, ψηλά, πιο ψηλά κι από γεράκι. Τόσο μπροστά και τόσο ψηλά, που το κράνος του αφέντη μου δε φαίνεται παρά μόνο σαν μια κουκίδα μεταλλική ανάμεσα στις τόσες άλλες. Κάτω από τα φτερά μου υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εμένα, πολύχρωμοι φτερωτοί άγγελοι θανάτου, μεγάλοι ή μικροί, με ράμφη γαμψά για να ξεσκίζουν σάρκα, μυτερά για να ρουφούν νέκταρ ή κοντόχοντρα για να ραμφίζουν ζούδια στους κορμούς των δέντρων. Κι όλοι μας πετάμε μπροστά και ψηλά και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι ν’ αναπνέουμε βαθιά.

 

Πόλεμο το λένε οι ανθρώποι. Σαν εκείνο που κάνουν οι μέρμηγκες, κόκκινοι από τη μια, μαύροι από την άλλη, οι κόκκινοι είναι πιο μεγάλοι, οι μαύροι πιο θανατεροί. Μόνο που των μερμήγκων ο πόλεμος γίνεται για μια φωλιά, μια στρατιά από αυγά που θα γίνουν τροφή για τις προνύμφες των νικημένων κι ίσως καμμιά φορά για κάποια τερατώδη βασίλισσα, με κοιλιά εκατό φορές μεγαλύτερη από τους υπόλοιπους της φυλής της.

 

Οι ανθρώποι το κάνουν αλλιώς. Ντύνονται και στολίζονται με χρώματα. Το στρατό τους τον ξεχωρίζουν από κομμάτια ύφασμα κρεμασμένα σε κοντάρια, κόκκινο για μας, μαύρο για τους άλλους. Πάνω στο κόκκινο είναι ζωγραφισμένο ένα χρυσό γεράκι. Πάνω στο μαύρο ένα βουνό που φτύνει καπνούς. Οι κόκκινοι πολεμάνε βάζοντας σμήνη από γεράκια και όρνια να κάνουν βουτιές από ψηλά και να τσιμπούν τα μάτια των εχθρών. Οι μαύροι μαζεύουν την ανάσα από θειάφι του ηφαιστείου τους, τη δένουν με ξόρκια θανάτου και την πετούν κλεισμένη σε εύθραυστα φιαλίδια πάνω μας.

 

Από τη μια στήνονται οι κόκκινοι, σε μακριές σειρές πολύχρωμος συρφετός, στο φρύδι του λόφου, να μη μπορεί ο εχθρός να δει το βάθος της στρατιάς. Από την άλλη στήνονται κι οι μαύροι, τα λάβαρά τους ξεδιπλωμένα ανεμίζουν κι από κάτω εκείνοι, πεζοί και έφιπποι, παρατεταγμένοι ώμο με ώμο, όπως κάνουν οι άντρες κι οι σύντροφοι. Οι κόκκινοι έχουν τους φτερωτούς τους επιδρομείς έτοιμους, νηστικούς, τους αφήνουν να μυρίσουν λίγο αίμα, από κομμάτια κρέας που κρατούν, αλλά δεν τους αφήνουν να το φάνε. Οι μαύροι τεντώνουν προσεκτικά τις μικρές του βαλλίστρες, ειδικά φτιαγμένες από τους σοφούς τους και τους τεχνίτες για να πετούν με τη δύναμη ενός βέλους τα φιαλίδια με την ανάσα του ηφαιστείου, πάνω σε κάθε φιαλίδιο γράφουν προσβλητικές λέξεις, «άρπα την», «μπάσταρδοι», «από τον κώλο της μαϊμούς στο στόμα σου, βρωμιάρη».

 

Άλλα όσο κι αν φτιάχνουν δόλια όπλα, κανείς από τους δυο δε θα νικήσει. Οι μαύροι φορούν προσωπίδες από μέταλλο, ποιανού γερακιού τα νύχια μπορούν να διαπεράσουν το σίδερο; Κι οι κόκκινοι έχουν μικρά πουλιά, εκπαιδευμένα, πετούν μπροστά απ’ τη στρατιά κι όταν τα πρώτα φιαλίδια σπάσουν, τότε τα μικρά πουλιά πεθαίνουν κι ο θάνατός τους ειδοποιεί τους στρατιώτες να φορέσουν τα μαντίλια τους, βουτηγμένα σε φίλτρα μυστικά που σπάνε τα ξόρκια του θανάτου.

 

Γι’ αυτό πετάω πάντα μπροστά και ψηλά και τα βλέπω όλα αυτά, ή μάλλον τα έβλεπα μέχρι πριν λίγο, μέχρι πριν αρχίσουν οι δυο στρατοί να βαδίζουν ο ένας ενάντια στον άλλο. Δεν τρέχουν, βαδίζουν, σιωπηλοί, σκοτεινοί, η τελευταία μάχη του πολέμου είναι ετούτη, η τελευταία, το ορκίστηκαν οι στρατηγοί στους θεούς και στα ουράνια. Κι ύστερα ο κάθε κόκκινος θα γυρίσει στο σπίτι του στον κάμπο, να σπείρει και να θερίσει και να φιλήσει τη γυναίκα του κι ο κάθε μαύρος θα τρέχει στη στάνη του στο βουνό, να παίξει με το τσοπανόσκυλο και να κατεβάσει τα γίδια στο γιαλό γι’ αλάτι και να γλυκάνει με τη φλογέρα του τον ύπνο της καλής του.

 

Εκτός από έναν. Εκτός από εκείνον που γυρίζω κάθε τόσο και κοιτώ, δεν ξεχωρίζει, το κράνος του μια κουκίδα μεταλλική ανάμεσα στις τόσες άλλες. Εκείνος δεν έχει σπίτι στον κάμπο, παρά μόνο μια καλύβα στην άκρη ενός δάσους. Δε θα σπείρει και δε θα θερίσει, γιατί το βιός του το ‘χουν τώρα για τον εαυτό τους ζιζάνια κι αγριόχορτα κι η θεά του στέρφου. Κι ούτε τη γυναίκα του θα φιλήσει. Αλλά ίσως… ίσως… ποιος να ξέρει τι να γίνεται μετά το θάνατο, ποιος να ξέρει αν ξανασυναντιούνται οι ψυχές.

 

Πετώ λιγάκι πιο μπροστά, λιγάκι πιο ψηλά. Ανάσα δυσκολεύομαι να πάρω, δεν είναι τούτο το πέταγμα για μένα. Κάτω από τα φτερά μου, οι άλλοι σαν κι εμένα με κοιτούν και παραξενεύονται και κάποιοι κάνουν μεταξύ τους νοήματα πως έχω τρελαθεί. Αλλά εγώ κοιτάω την κουκίδα και δίνω μια ακόμη με τα φτερά, λίγο πιο μπροστά, λίγο πιο ψηλά.

 

Κάποτε δεν ήξερα ότι μπορούσα να πετάξω έτσι. Κάποτε, πριν από έναν χρόνο. Τότε με ‘λέγαν πέρδικα, πετούσα χαμηλά, ούτε ένα μέτρο από τη γη, ανάμεσα στο παχύ και ψηλό χορτάρι. Μάνα χαμηλοπετούσα μ’ έλεγαν τότε, μάνα στη γη κοντά, σαν τη γη να πονά. Την πρώτη μου χρονιά γέννησα δώδεκα πουλιά, τα κλώσησα, τ’ ανάστησα, τα ‘στειλα στον κάμπο να ζήσουν, ως ζουν τα πετεινά τ’ ουρανού. Τη δεύτερη χρονιά δεκαπέντε, αχ, ευτυχία, δεκαπέντε μπαλίτσες από χνούδι να στριμώχνονται γύρω μου και κάτω απ’ τα φτερά μου, να κρύβονται ανάμεσα στο χόρτο στον πρώτο κίνδυνο, να σκαρφαλώνουν πάνω μου και να πίνουν νερό μονάχα όπου τους έλεγα εγώ. Και την τρίτη χρονιά, είκοσι, είκοσι αυγά για κλώσημα και σκεφτόμουν, πόσες περισσότερες στιγμές ευτυχίας θα ζούσα φέτος, στ’ όνομα των θεών…

 

Αλλά δεν ήρθαν οι στιγμές ευτυχίας κι αν ήρθαν φύγαν γρήγορα, τόσο που δεν πρόλαβα να τις ζήσω. Οχτώ αυγά δεν έσκασαν κι άλλα εφτά τα ‘φάγαν οι μέρμηγκες, με το σώμα ακόμη μες τα τσόφλια. Και πέντε που προλάβανε και ξεμυτήσαν από τη φωλιά, τα πήρα και τα πήγα σε άλλη, μακρυά από τους μέρμηγκες κι από το κακό το μέρος, εκεί που τριγυρνούσαν των αδελφών τους τα φαντάσματα. Κι άλλα όμως γίνανε, ακόμη και στη νέα φωλιά και τελικά μ’ ένα μοναχό απόμεινα, να το φυλάω, ως φυλάει το χιόνι τις ρίζες του κυκλάμινου για να το αναστήσει την άνοιξη.

 

Τότε τον είδα τον αφέντη μου για πρώτη φορά. Φορούσε ρούχα κυνηγού κι είχε στο χέρι ένα δίχτυ, αλλά να κυνηγήσει σωστά δε μπορούσε, γιατί τα μάτια του τρέχανε νερό. Ζώο μπροστά του εξαφανιζόταν και πίσω του κορόιδευε, «κυνηγός να σου πετύχει, ανασαίνει βαριά και περπατάει με θόρυβο και τα χέρια του τρέμουν και τα μάτια του είναι θολά». Ερχόταν προς το μέρος μου κι εγώ έβγαλα μια φωνή να κρυφτεί το παιδί και πέταξα προς την άλλη μεριά να τον μπερδέψω. Αλλά εκείνος δεν ξεγελάστηκε γιατί ετούτο κυνηγούσε, ένα μωρό περδικόπουλο, να το πάει στη γριά κι εκείνη να το ψήσει σ’ ένα τσουκάλι ως να γίνει κάρβουνο και να το δέσει σε φυλαχτό, να σωθεί η ετοιμόγεννη και το μωρό της.

 

Αλλά μέχρι ν’ απλώσει το χέρι του να το πιάσει, γύρισα πίσω, έπεσα πάνω του, κραυγές στριγκές έβγαζα, τα μάτια προσπαθούσα να του βγάλω. Κι εκείνος σάστισε, πρώτη φορά έβλεπε πέρδικα μ’ ένα πουλί μονάχα και πισωπάτησε κι άκουσα μες απ’ τα δόντια του «μάνα κι εσύ καημένη, τι μου φταίει το ορφανό σου;» Και με πιότερο νερό στα μάτια από ποτέ, έστριψε κι έφυγε χωρίς να μας πειράξει.

 

Αλλά η θυσία του πήγε χαμένη, ένα γεράκι μου πήρε και το τελευταίο μου πουλί. Κι είπα, να, τώρα θα πάω στον κυνηγό, θα πάω να του παραδοθώ, να με σκοτώσει και να με ταΐσει στη γυναίκα του. Και πέταξα για λίγο ψηλά και τον είδα έξω από την καλύβα και πάλι τα μάτια του τρέχανε νερό.

 

Στάθηκα μπροστά του χωρίς να τον φοβάμαι, μια έτσι να ‘κανε θα μ’ έπιανε, κι εκείνος έκανε μια έτσι. Μ’ έπιασε, με κράτησε στα χέρια του, «πάει το δικό μου περδικόπουλο, χαμηλοπετούσα μου,» μουρμούρισε, «πάει κι η πέρδικά μου η γελαστή, πάει το σπιτικό μου. Πάει κι η ειρήνη στον κόσμο, έρχονται οι μαύροι σαν τους μέρμηγκες να μας φάνε…»

 

Τι τα θυμάμαι τώρα αυτά; Τι θυμάμαι τις μέρες που περάσαμε μετά, στο στρατόπεδο, όταν κι εγώ κι αυτός εκπαιδευτήκαμε για τούτη τη μέρα; Ο αφέντης μου προχωράει κάτω, κουκίδα μεταλλική ανάμεσα στις τόσες άλλες, ορφανός από γυναίκα και παιδί κι εγώ πετώ μπροστά και ψηλά, πέρδικα ορφανή από πουλί, μπροστά και ψηλά, πιο ψηλά κι από γεράκι, κι όταν το πρώτο φιαλίδιο με θειάφι σπάσει, τότε θ’ ανασάνω βαθιά, θα πεθάνω, θα δείξω του αφέντη μου τον κίνδυνο, άγγελος θανάτου, θα του πω πότε να βάλει το μαντήλι του στη μύτη κι ο θάνατος να τον προσπεράσει.

 

Αλλά ακόμη, ακόμη βαδίζουν οι δυο στρατοί. Δεν τρέχουν, βαδίζουν, σιωπηλοί, σκοτεινοί, η τελευταία μάχη του πολέμου είναι ετούτη, η τελευταία κι η τελευταία μου φορά που πετώ κι ετούτη την τελευταία φορά αξίζει να πετάξω όσο πιο μπροστά κι όσο πιο ψηλά μπορώ, πιο ψηλά και από γεράκι.

 

Μπροστά, ψηλά. Ως οι ψυχές των πεθαμένων.

Link to comment
Share on other sites

Καλά το είπα εγώ πως αυτή η ιστορία θα βγει πρώτη. Να με θυμηθείτε!

Έγραψες και πάλι Ευθυμία.

Link to comment
Share on other sites

μου αρεσε πολυ ευθυμία, αν και μου "χτυπησε" λιγο η μη ρεαλιστικοτητα ( μπορει βεβαια και να οφειλεται στην αντιληψη του πητνου ) των λεπτομεριων του πολεμου - μαχης

 

κατα τα αλλα ηταν παρα πολυ καλο :)

Link to comment
Share on other sites

Εμ, δεν καταλαβαίνω πού είναι το μη ρεαλιστικό στη μάχη... Δε λες δυο κουβέντες, γιατί σκάλωσα;

Link to comment
Share on other sites

βασικα "δεν την ενοιωσα" δεν ειμαι σιγουρος οτι μπορω να το προσδιορισω ακριβως... αλλα θα κανω μια αποπειρα :)

 

λοιπον, κατ αρχην ειναι λιγο διφορουμενη η χρηση των πουλιων απο τους κοκκινους, προφανως εχουν δυο λειτουργιες να επιτηθονται, και να ανιχνευουν το αεριο ( σαν τα καναρινια στα ορυχεια ενα πραγμα ), αν η περδικα πεταει ψηλα ομως μαλον δε θα ειναι εκτός εμβέλειας του αερίου, επίσεις γιατι να μη φοραν οι κοκκινοι τα μαντηλια απο πριν η οι μαυροι να τα ριχνουν κατευθείαν πάνω τους?

Επισεις οι στρατοι σπανια τρέχαν εκτως απο τα τελευταία 30 - 40 μετρα για να μην ειναι πτωμα τα φανταρα οταν παιζουν ξυλο με τα απέναντι φανταρα, το ιππικο απο την αλλη σπανια ηταν με τη κυρίως μαζα του στρατου, ως ποιο ευελικτο εκανε αποπειρες πλαγιοκοπησης και εμενε μακρυα απο το κυριως σωμα κινουμενο ποιο γρηγορα για να μη κανουν παρτυ οι τοξότες.

 

θα μου πεις λεπτομεριες μεν απλα μου δινουν μια πλαστικότητα στην ολη σκηνη, και ειναι κριμα γιατι ο χρονος πριν απο μια μαχη εχει απιστευτη ενταση που θα ηταν το κερασακι στη τουρτα της κατα τα αλλα απολαυστικοτατης ιστοριας σου.

Edited by Celestial
Link to comment
Share on other sites

Ναι, αυτό με το ύψος του πετάγματος το είχα συνειδητοποιήσει εξαρχής, αλλά μείωνε την ένταση του δραματικού :Ρ . οπότε αυτό έγινε όντως επίτηδες. Τα υπόλοιπα δε μου είχαν περάσει από το μυαλό. Οπότε τα κρατώ για το έντιτινγκ. Ευχαριστώ!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..