Naurgul Posted May 11, 2008 Share Posted May 11, 2008 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Νικόλας Τ. Είδος: post-apocalyptic επιστημονική φαντασία Αριθμός Λέξεων: 4781 Αυτοτελής: Ναι Σχόλια: Προορίζονταν για τον διαγωνισμό Απριλίου περί "sidekick pets" αλλά προφανώς δεν πρόλαβα. Ευχαριστώ τον Ντίνο που με έβαλε και έβγαλα κάτι εκτός από το γνωστό κόσμο μου. Επίσης, έχω εδώ και αρκετό καιρό αποφασίσει ότι η οργάνωση του σχολιασμού ενός κειμένου είναι ευθύνη του συγγραφέα περισσότερο από του αναγνώστη. Με αυτό στο μυαλό, εκτός από το να δέχομαι γενικό σχολιασμό, ετοίμασα και κάποιες προτάσεις για συγκεκριμένα πράγματα που μπορεί να κάνει ένας αναγνώστης για να με βοηθήσει να βελτιωθώ. Θα σας ήμουν ιδιαίτερα ευγνώμων αν έχετε τη διάθεση και το χρόνο να κάνετε κάποιο από αυτά. Με σειρά προτεραιότητας, είναι τα εξής: α) Ηχογράφηση της (κατά προτίμηση) πρώτης ανάγνωσης της ιστορίας. Αυτό θα ήθελα να το χρησιμοποιήσω ώστε να εντοπίσω προβλήματα ρυθμού και αμφίσημες εκφράσεις. β) Μια μικρή περίληψη της ιστορίας. Αυτό θα ήθελα να το χρησιμοποιήσω για να δω εάν η προτεραιότητα των νοημάτων αποτυπώνεται στον αναγνώστη όπως είναι στο δικό μου μυαλό. γ) Απαντήσεις σε μερικές ερωτήσεις κατανόησης (βρίσκονται μετά το τέλος του κειμένου). Αυτό θα ήθελα να το χρησιμοποιήσω για να δω πόσο κατανοητά είναι κάποια νοήματα ώστε να αποφασίσω αν πρέπει να μείνουν ως έχουν ή αν πρέπει να αλλαχθούν ή αν πρέπει να φύγουν τελείως. Επεξεργασία: Έκανα κάποιες αλλαγές, ξεχωρίζουν επειδή τις έβαλα παρακάτω με γκρίζα γράμματα. Η_Δεύτερη_Αυγή.pdf Η δεύτερη αυγή Το αγόρι κρατούσε σφιχτά με τα δύο του χέρια ένα παραγεμισμένο πορτοφόλι. Κοιτούσε νευρικά τη μεσήλικη γυναίκα που έψαχνε να βρει με ποιο κλειδί άνοιγε η πόρτα του μαγαζιού της· είχε να το ανοίξει μήνες. Νευρικό κι ανυπόμονο, προσπαθούσε να καταπνίξει τις αμφιβολίες του. Γύρισε και κοίταξε τη βιτρίνα. Ήταν σκονισμένη, εκτός από το σημείο το οποίο καθάριζε το ίδιο καθημερινά πριν κολλήσει τη μύτη του στο τζάμι και αρχίσει να χαζεύει. Η πόρτα άνοιξε με ένα τρίξιμο και η γυναίκα μπήκε μέσα. Το αγόρι βημάτισε προς το σκοτεινό εσωτερικό του παλιού καταστήματος μόλις την είδε να παίρνει το πορτοκαλί κουτί από τη βιτρίνα. Αυτή αναρωτιόνταν αν ήταν σωστό αυτό που έκανε, αλλά η ανάγκη της επιβίωσης ήταν εντονότερη από κάθε ρινίδα αλτρουισμού που της είχε απομείνει· τα χρειάζονταν τα χρήματα και το παιδί ήταν διατεθειμένο να τα δώσει. Τελικά το ρώτησε μόνο “Είσαι σίγουρος;”. “Ναι” απάντησε αυτό βιαστικά και προέταξε τα χέρια του προς το μέρος της για να της δώσει το πορτοφόλι. INIT: Entering runlevel: 3 ... ... ... Kernel loaded. Activating sensors... ... ... Testing actuators... ... ... Starting primary processes: 4200 – sequencr (Sequencer) [OK] 4201 – rescmngr (Resource Manager) [OK] 4202 – cartogrf (Cartographer) [OK] 4203 – missplnr (Mission Planner) [OK] 4204 – perfmntr (Performance Monitor) [OK] Loading initial behaviors to memory... ... ... ... Starting interfacing processes... ... ... BOOT FINISHED. Προσανατολισμός: Οριζόντιος ±2%. Είμαι ίσια. Μπορώ να σταθώ. Απλώνω τα 6 άκρα μου. Είμαι όρθιος. Βλέπω... Αναγνώριση εικόνας... Θαμπάδα πάνω από το επιτρεπτό όριο. Α, κάτι είναι πολύ κοντά. Εστίαση εικόνας. Αναγνώριση εικόνας. Ένας άνθρωπος. Δύο χέρια. Οι αγκώνες ακουμπούν στο πάτωμα. Αναγνώριση κατάστασης εδάφ... Όχι, δε χρειάζομαι να κινηθώ ακόμα. Οι παλάμες ακουμπούν στα μάγουλα. Εξαγωγή πληροφοριών προσώπου. Είναι παιδί, αγόρι μάλλον. Κοιτάει προς το μέρος μου. Έκφραση: ενδιαφέρον, διστακτικότητα, προσμονή. Μάλλον περιμένει να πω εγώ κάτι πρώτα: Γεια σου! Έκφραση: Έκπληξη, ικανοποίηση. Μου απαντάει “γεια” μόνο. Αποθήκευση χαρακτηριστικών φωνής: άνθρωπος #00. Είναι βραχνιασμένος. Μιλάει πολύ σιγά. Είσαι άρρωστος; Μπορείς να μιλάς λίγο πιο δυνατά; Απαντάει πάλι μονολεκτικά, όχι εντελώς ψιθυριστά, αυτή τη φορά: “Εντάξει”. Υποθέτω ότι αναφέρεται στη δεύτερη ερώτηση. Διόρθωση χαρακτηριστικών φωνής: άνθρωπος #00. Πρέπει να μάθω περισσότερα για αυτόν. Πώς σε λένε; Έκφραση: έκπληξη, δυσφορία, αναποφασιστικότητα. “Τι σε νοιάζει;” μου λέει. Θέλω να ξέρω πώς να σε φωνάζω. “Να με... φωνάζεις;”. Υπήρχε ένα μεγάλο κενό ανάμεσα στις λέξεις. Σε συνδυασμό με την αύξηση της δυσφορίας στο πρόσωπό του συμπεραίνω ότι είναι καλύτερα να μη συνεχίσω αυτή τη συζήτηση. Αλλά τη συνεχίζει αυτός: “Δεν υπάρχει λόγος να ξέρεις το όνομά μου. Δε θα χρειαστεί να μιλήσεις σε κανέναν πέρα από εμένα”. Μάλιστα. Τώρα θα τον προέτρεπα να μου δώσει κι εμένα ένα όνομα. Όμως από ό,τι φαίνεται δεν του αρέσουν τα ονόματα. Αλλά πρέπει να έχω όνομα. Αλλά δεν του αρέσουν τα ονόματα. Ποιο είναι το πιο σημαντικό; Πρέπει να έχω όνομα. Δεν του αρέσουν τα ονόματα. Η διεργασία λήψης απόφασης δεν αποκρίνεται. Αναγνώριση τυχόν αδιεξόδου... “Εσένα πώς σε λένε;” λέει. Άρα δεν έχει πρόβλημα με τα ονόματα. Άρα είναι μόνο το δικό του όνομα που δεν του αρέσει; Μήπως είναι σαν κι εμένα και δεν έχει όνομα; Δεν έχω όνομα, όπως εσύ. Θες να μου δώσεις εσύ ένα; Δε φαίνεται εντυπωσιασμένος από την παρατηρητικότητά μου. Μήπως ήταν λάθος το συμπέρασμα ότι δεν έχει όνομα; Έκφραση: χαμόγελο(;) Μου χαμογελάει, λίγο περίεργα και λέει: “Ούτε κι εγώ έχω κανέναν άλλο να μιλάω, μην ανησυχείς”. Στη μνήμη μου έχω μια αναπαράσταση του έξω κόσμου. Αυτή διαμορφώνεται από τα δεδομένα που λαμβάνω. Όμως για να μη χρειάζεται να μάθω τα πάντα από την αρχή, κάποια αρχικά γεγονότα είναι ήδη αποθηκευμένα εκεί. Για παράδειγμα, γνωρίζω ότι τα παιδιά δε θεωρούνται ικανά να ζήσουν μόνα τους και για αυτό υπάρχουν άνθρωποι που τα προσέχουν. Όμως αυτός εδώ είναι μόνος του. Οπότε είτε του έχει συμβεί κάτι πολύ άσχημο είτε η αναπαράσταση της πραγματικότητάς μου είναι λαθεμένη. Δε θα του αρέσει όμως αν τον ρωτήσω ευθέως. Α, σηκώνεται όρθιος. Φοράει μια λευκή αμάνικη μπλούζα και ένα κοντό παντελόνι. Τα πόδια του είναι γυμνά. Από τη φωνή, τον τρόπο ομιλίας και το παρουσιαστικό του, η ηλικία του δεν πρέπει είναι μεγαλύτερη των δέκα ετών. Ίσως πρέπει να τον ρωτήσω, τελικά; Φεύγει. Ένα δυνατό τρίξιμο συνοδεύει το κάθε του βήμα. Πού πας; Ακούω τη φωνή του να έρχεται από μακρυά: “Να φάω”. Αναγνώριση κατάστασης εδάφους. Ξύλινα σανίδια. Σκόνη και άλλες βρωμιές πιθανό να δυσχεραίνουν ελαφρώς την κίνηση σε τροχούς. Κλίση: μη σημαντική. Άρα, μπορώ να πηγαίνω με τις ρόδες εδώ μέσα. Ας τον ακολουθήσω. Ενεργοποίηση τροχών. Είναι πραγματικά βρώμικα εδώ μέσα. Πρέπει να του πω να καθαρίσει. Ή να καθαρίσω εγώ για αυτόν. Αυτό δε μπορεί να το αρνηθεί. Να 'τος! Κάθεται σε μια ψηλή ξύλινη καρέκλα. Έχει μια κούπα μπροστά του, τρώει κάτι. Έε, μη μ' αφήνεις εδώ κάτω! Ανέβασέ με πάνω στο τραπέζι! Δε λέει τίποτα, αλλά σηκώνεται. Σκύβει και με σηκώνει ψηλά με τα δύο του χέρια. Το στόμα του είναι γεμάτο φαγητό και μασουλάει λαίμαργα. Τελικά με αφήνει στο τραπέζι δίπλα στην κούπα και ξαναπιάνει το κουτάλι. Είμαι αρκετά πιο ψηλός από την κούπα οπότε μπορώ να κοιτάξω μέσα άνετα. Είναι γάλα με δημητριακά. Κανονικά οι άνθρωποι τα τρώνε το πρωί, αλλά από τις συνθήκες φωτισμού τώρα είναι μάλλον βράδυ. Κάνω μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό μου και εντοπίζω ένα παράθυρο. Είναι όντως σκοτεινά. Τι ώρα είναι; Δεν μιλάει, αλλά σηκώνει τους ώμους, υποθέτω αυτό σημαίνει ότι δε ξέρει. Αφού καταπιεί τη μπουκιά του συμπληρώνει: “Δες το ρολόι, είναι στο δωμάτιό μου, δίπλα στο κρεβάτι”. Δε μπορώ να κατέβω από εδώ πάνω. “Τότε τι ήθελες και ανέβηκες;” μου αντιγυρίζει και επιστρέφει στο φαγητό του. Να σου ζητήσω μία χάρη; Δεν κάνει καμία κίνηση αλλά καταλαβαίνω ότι η πιθανότητα να είναι τόσο αφοσιωμένος στο φαγητό που να μη μπορεί να με ακούσει είναι πολύ μικρή. Όπως εσύ τρως, έτσι κι εγώ χρειάζομαι ενέργεια. Μπορείς να συνδέσεις το φορτιστή μου με το ρεύμα; Μετά εγώ θα πηγαίνω μόνος μου να τον χρησιμοποιώ. Συνεχίζει να μη μου δίνει σημασία. Φαίνεται να σκέφτεται κάτι όμως, πρέπει να κατάλαβε τι του είπα. Τελικά, τελειώνει το γεύμα του, σπρώχνει την κούπα στην άκρη και γυρίζει προς το μέρος μου: “Πόσο συχνά σου τελειώνει η μπαταρία; Δε γίνεται να φορτίζεις κάθε τρεις και λίγο! Ξέρεις, δεν δουλεύει το δίκτυο. Η οικοδομή έχει μια γεννήτρια στο υπόγειο και δε μπορούμε να παίρνουμε όσο ρεύμα θέλουμε.” Πρώτη φορά λέει τόσα πράγματα μαζεμένα. Φαίνεται να ανησυχεί. Μη στενοχωριέσαι, μπορώ να αντέξω εβδομάδες χωρίς ρεύμα αν κάνω οικονομία, λέω όσο πιο θαρραλέα γίνεται να ακουστώ. Δε φαίνεται να τον καθησύχασα πολύ. Ύστερα από λίγο, λέει με τη πιο δυνατή φωνή ως τώρα: “Θα σε κουβαλάω εγώ τότε!”. Με αυτά τα λόγια με σηκώνει και με βάζει στο κεφάλι του. Ξεκινάει απότομα. Γαντζώνομαι όσο πιο δυνατά μπορώ από τα μαλλιά και το κρανίο του, ενώ αυτός, σχεδόν τρέχοντας, πηγαίνει. Σταματάει όσο απότομα ξεκίνησε. Είμαστε στο δωμάτιό του. Δίπλα στο κρεβάτι του, στο πάτωμα, υπάρχει ένα ρολόι, από αυτά τα κουρδιστά. “Μπορείς να θυμάσαι την ώρα;” με ρωτάει. Βεβαίως. Γονατίζει, με παίρνει και με κρατάει μπροστά στο ρολόι. Είναι πολύ κοντά, δε βλέπω. Με πηγαίνει μερικά εκατοστά πιο μακρυά, ίσα που να μπορώ να εστιάσω και τελικά καταφέρνω να αποθηκεύσω την ώρα. “Τη θυμάσαι;” με ρωτάει εξεταστικά. Ναι. “Τι ώρα είναι τώρα;” Δέκα και τριάντα τέσσερα μετά μεσημβρίας. Με ένα σάλτο βρίσκεται στο κρεβάτι. “Ωραία, μπορείς να με ξυπνήσεις αύριο το πρωί στις έξι, σε παρακαλώ;” Μάλιστα, του λέω με τον πιο επίσημό μου τόνο. Αφήνει το σώμα του να πέσει, παρασέρνοντας και εμένα μαζί του. Με ένα γδούπο βρίσκεται ανάσκελα στο κρεβάτι. Εμένα με κρατάει ψηλά με τα δύο του χέρια και με κοιτάζει. Τελικά με αφήνει δίπλα του. “Μπορείς να κλείσεις το φως και να κάνεις το άλλο ρολόι να μη κάνει ντριν;” λέει αφήνοντας ένα χασμουρητό και κλείνοντας τα μάτια του. Όχι, δε μπορώ. Δε γίνεται να κατέβω από εδώ ψηλά αλλά και να γίνονταν, έχεις το χέρι σου πάνω μου και δε μπορώ να κουνηθώ καθόλου. Βάλε με στο πάτωμα, σε παρακαλώ, θέλω να το καθαρίσω κιόλας. “Δε γίνεται, πρέπει να κάνεις οικονομία στις μπαταρίες σου” λέει αφηρημένα, καθώς τον παίρνει ο ύπνος. Με κόπο καταφέρνω να ξεφύγω από το κράτημά του. Κατευθύνομαι προς το σεντόνι που βρίσκεται κουλουριασμένο σε μια άκρη. Χρησιμοποιώ τα δύο μπροστινά μου άκρα σα χέρια για να το πιάσω, και σιγά-σιγά το ανοίγω και τον σκεπάζω. Μέχρι να τελειώσω, αυτός ήδη ροχαλίζει ελαφριά. Μη έχοντας τι άλλο να κάνω, αρχίζω να παρατηρώ γύρω το δωμάτιο. Δε φαίνεται να υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από το κρεβάτι, το ρολόι στο πάτωμα, ένα άδειο τραπέζι σε μία γωνία, μια ντουλάπα σε έναν τοίχο και πολύ σκόνη. Το παιδί κάτι λέει. Ψιθυρίζει, μιλάει πολύ σιγανά. Πλησιάζω στο κεφάλι του για να ακούω καλύτερα. Κοιμάται. Άρα μιλάει στον ύπνο του. Είναι πολύ δύσκολο να καταλάβω τι λέει, αλλά φαίνεται να επαναλαμβάνει την ίδια λέξη ξανά και ξανά. Πρέπει να βλέπει κάποιον εφιάλτη. Έχει ζαρώσει και το πρόσωπό του μοιάζει ανήσυχο. Συνεχίζει να παραμιλάει. Είναι σα να φωνάζει κάποιον. Σα να καλεί σε βοήθεια. Είμαι πια σίγουρος τι επαναλαμβάνει. Είναι η λέξη 'μαμά'. Πέντε και πενήντα δύο προ μεσημβρίας. Ένα διαπεραστικό κουδούνισμα ηχεί. Είναι τόσο δυνατό που προκαλεί μια μικρή βλάβη στους αισθητήρες μου. Το παιδί τινάζεται. Κυλάει προς την άκρη του κρεβατιού, καταπλακώνοντάς με στιγμιαία και πέφτει στο πάτωμα με έναν πάταγο. Χωρίς να είναι ξυπνητός καλά-καλά, βάζει τα δάκτυλά του ανάμεσα στο σφυράκι και τα κουδούνια. Ο ήχος σταματάει τελείως. Μουρμουρίζει κάτι μέσα από το στόμα του και γυρίζει προς το μέρος μου. Καλημέρα! Ξαναμουρμουρίζει κάτι, υποθέτω ότι με καλημερίζει. Μετά, με βάζει βαριεστημένα πάνω στο κεφάλι του και ξεκινάει για την κουζίνα. Ελπίζω να μη σου γίνει συνήθεια αυτό, λέω προσπαθώντας να ακουστώ ενοχλημένος. Γιατί το κάνω αυτό, όμως; Λογικά, κάποιες από τις συμπεριφορές μου θα έχει τύχει να μεταβληθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνω την εντύπωση μεμψίμοιρης προσωπικότητας. Δε μπορώ να εντοπίσω ποια ερεθίσματα το προκάλεσαν αυτό, όμως. Είμαστε στην κουζίνα. Πολύ βιαστικά, το παιδί ανοίγει το ψυγείο, βγάζει το χαρτονένιο κουτί με το γάλα και το ξανακλείνει. Μόνο εγώ και το ψυγείο έχουμε ηλεκτρονικά κυκλώματα εδώ γύρω; Απορώ γιατί συμβαίνει αυτό. “Όχι ακριβώς. Το ψυγείο δε δουλεύει πολύ καλά. Πρακτικά είσαι μόνο εσύ... Δε σου είπα να κλείσεις το ξυπνητήρι από το ρολόι;” αλλάζει το θέμα και μου γκρινιάζει καθώς ρίχνει τα δημητριακά στην κούπα. Όπως σου έχω ξαναπεί, οι ορειβατικές μου ικανότητες δεν είναι οι καλύτερες. Γελάει. Νομίζω κατάφερα να κάνω χιούμορ για πρώτη φορά. Μαθαίνω γρήγορα, φαίνεται. Δυστυχώς, μάλλον κάπως έτσι έμαθα και την γκρίνια. Ενόσω είμαι ακόμα στο κεφάλι του, γυρίζω με προσοχή προς το παράθυρο. Ο ήλιος ανέτειλε πριν από λίγο, ο ουρανός είναι ακόμα ροζ. “Γιατί έχεις και ρόδες και έξι πόδια; Δε σου φτάνει το ένα από τα δύο;” με ρωτάει με γεμάτο το στόμα. Πρόσεχε να μη πνιγείς, συμβουλεύω. Με τις ρόδες μπορώ να πηγαίνω γρήγορα. Αλλά δε βολεύουν σε όλα τα μέρη, οπότε έχω και πόδια. Επίσης, τα δύο μπροστινά μπορώ να τα χρησιμοποιώ και σα χέρια, του εξηγώ. Σα να σκέφτεται κάτι. Τελικά ρωτάει κάτι τελείως άσχετο: “Τι ώρα είναι;” Έξι και δεκατέσσερα. “Α, έχουμε ακόμα”. Είναι σα να μην αντιλαμβάνεται ότι είμαι δίπλα του. Είναι αναμενόμενο, βέβαια, χτες δε μπορούσε ούτε καν να μιλήσει κανονικά. Έχει συνηθίσει να είναι μόνος του. Μπορείς να μου εξηγήσεις τι θα γίνει σε λίγο και γιατί ρώτησες την ώρα; Με κατεβάζει από το κεφάλι του και με αφήνει στο τραπέζι, απέναντί του. “Η δεύτερη αυγή. Πρέπει να είμαστε στο καταφύγιο πριν τις και σαρανταένα”. Τι είναι η δεύτερη αυγή; Πού είναι το καταφύγιο; “Μία-μία οι ερωτήσεις, παρακαλώ” με αποπαίρνει. Μάλιστα. Σκέφτομαι λίγο ποια ερώτηση είναι η πιο σημαντική. Πού είναι το καταφύγιο; ξαναρωτάω. “Στο υπόγειο, στο ίδιο μέρος που είναι η γεννήτρια” μου απαντάει φυσικά, λες και όπου υπάρχει ηλεκτρική γεννήτρια υπάρχει ένα καταφύγιο και αντιστρόφως. Τι είναι η δεύτερη αυγή; Το σκέφτεται λίγο, σα να μη ξέρει πώς πρέπει να το παρουσιάσει. “Δεν είμαι ακριβώς σίγουρος”, αρχίζει. “Πριν πολύ καιρό γίνονταν κάποιος πόλεμος. Και μία μέρα, κάτι έγινε. Από τότε, κάθε πρωί στις έξι και σαρανταένα γίνεται η δεύτερη αυγή. Όλοι πάμε στο καταφύγιο, και ό,τι ηλεκτρονικό δεν πάρουμε μαζί μας χαλάει. Η... μαμά το έλεγε έτσι, αλλά είναι κάτι σα σεισμός πιο πολύ”. Σηκώνεται από την καρέκλα. Ταρακουνάει το κουτί δίπλα στο αυτί του και αφού βεβαιωθεί ότι δεν έχει μείνει άλλο γάλα, το αφήνει πίσω στο τραπέζι. Βγαίνει από την κουζίνα. Εγώ αναρωτιέμαι τι είδους φαινόμενο να είναι αυτή η δεύτερη αυγή. Ίσως κάποιου είδους ηλεκτρομαγνητικός παλμός; Αν ναι, τότε το καταφύγιο θα είναι ένα δωμάτιο Φαραντέι. Το αγόρι επιστρέφει με ένα μεγάλο πράσινο σάκο. “Έτοιμος;” λέει κάπως εύθυμα καθώς με παίρνει και ετοιμάζεται να με ρίξει μέσα. Μισό λεπτό, απαντάω και μαζεύω τα άκρα μου για να μη σκίσω τον σάκο. Αυτός με βάζει μέσα και τον κλείνει αφήνοντάς με στο σκοτάδι. Ανοίγω το φακό μου, αλλά δεν έχει τίποτα να δω. Ακούω έναν κουδουνιστό ήχο που υποθέτω ότι είναι τα κλειδιά του σπιτιού. Αμέσως μετά ακούω έναν κρότο, η πόρτα που κλείνει. Το παιδί τρέχει. Από τον τρόπο που κινούμαι πάνω κάτω καταλαβαίνω ότι κατεβαίνουμε σκάλες. Αναρωτιέμαι αν θα χαλάσουν οι αρθρώσεις μου και οι ρόδες μου από την ταλαιπωρία ή την αχρηστία. Παίρνει αρκετή ώρα να κατεβούμε, νομίζω μέτρησα ότι περάσαμε από πέντε ορόφους. Αυτό σημαίνει ότι το σπίτι μας είναι στον τέταρτο. Το περπάτημά του γίνεται τώρα πολύ πιο αργό και προσεκτικό. Ακούω μια μεταλλική πόρτα να ανοίγει και να κλείνει με πολύ θόρυβο. Λίγα βήματα αργότερα, σταματάμε, το παιδί κάθεται κάτω. Ακούω φωνές, άντρες και γυναίκες, μεγάλοι και παιδιά. Ξεχωρίζω τις μπάσες φωνές δύο αντρών που λογομαχούν, τις τσιρίδες κάποιων μικρών παιδιών που κυνηγιούνται, το κλάμα ενός μωρού. Τελικά, η αναπαράσταση του κόσμου που είχα στη μνήμη μου ήταν λάθος: κάποια παιδιά απλώς μένουν μόνα τους. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εδώ γύρω. Γιατί το αγόρι μου είπε ότι δεν έχει κανέναν να μιλήσει; Τώρα, ανάμεσα στους ανθρώπους είναι σιωπηρό. Νιώθω ένα ελαφρύ τρέμουλο. Το αγόρι τρέμει, φοβάται. Τη δεύτερη αυγή; Είναι κάτι τόσο τρομερό; Μπορεί το καταφύγιο να μας προστατέψει; Εκτός κι αν φοβάται τους ανθρώπους. Αλλά γιατί; Οι σκέψεις μου διακόπτονται από μια δόνηση. Η έντασή της αυξάνεται κάθε δευτερόλεπτο που περνάει. Αλλά δεν είναι σα σεισμός. Δεν προέρχεται μέσα από τη γη. Το νιώθω να πλησιάζει. Οι άνθρωποι σταματούν να μιλούν. Κάτι δεν πάει καλά. Εκατοντάδες μηνύματα σφάλματος με κατακλύζουν. Δε λειτουργώ σωστά. Αλλά αισθάνομαι κάτι. Αντιδρώ κάπως. Κάτι είναι διαφορετικό στα σήματα που λαμβάνω και εγώ είμαι υπεύθυνος για αυτό. Ο θόρυβος φτάνει στο ζενίθ, η δεύτερη αυγή μόλις πέρασε από πάνω μας. Οι άνθρωποι ξαναρχίζουν να μιλούν, λες και δε συνέβη τίποτα. Αλλά εγώ νιώθω διαφορετικός. Νιώθω ότι κάτι προκάλεσα. Μια αλλαγή στη δεύτερη αυγή, μικρή αλλά υπαρκτή. Το αγόρι σηκώνεται απότομα και αρχίζει να τρέχει. Τι τον έπιασε πάλι; Ακούω που ανοίγει την πόρτα, ακούω το ρυθμικό χτύπο των ποδιών του καθώς ανεβαίνει τις σκάλες. Ο σάκος ανοίγει βιαστικά, το παιδί με βγάζει έξω. Με κοιτάζει. Επιτέλους φως. Φαίνεται πολύ ανήσυχος. Έχει αφήσει την πόρτα ανοικτή πίσω του. Έχεις αφήσει την πόρτα ανοικτή του λέω. “Είσαι καλά!” μου απαντάει γελώντας. “Συγγνώμη, νόμιζα θα χαλούσες”. Θα χαλούσα; Γιατί το λες αυτό; Προσπάθησε να ηρεμήσεις. Ήταν σε έκσταση. Τελικά μου εξήγησε ότι κανονικά πρέπει να σβήνουν τα ηλεκτρονικά όσο περνάει η δεύτερη αυγή, ακόμα και στο καταφύγιο. “Ακόμα κι εκεί δεν είναι σίγουρα ασφαλή” συμπλήρωσε βάζοντάς με πάλι στο κεφάλι του. Εγώ συγγνώμη που σε τρόμαξα κατάφερα μόνο να πω καθώς έκλεινε την πόρτα. Κοντεύει μεσημέρι. Δε θα φας κάτι; Του παίρνει λίγη ώρα να απαντήσει, είναι βυθισμένος σε σκέψεις: “Ναι, φυσικά”. Τι θα φας; “Γάλα με δημητριακά” απαντά και χαμογελάει πλατιά, λες και είναι δυνατό να εξαφανίσει τον παραλογισμό των διατροφικών του συνηθειών με ένα χαμόγελο. Σου τελείωσε το γάλα, όμως. “Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ” ξεκινάει αθώα. “Πρέπει να πάμε να κλέψουμε μερικά κουτιά. Έχω ένα σχέδιο” τελειώνει συνωμοτικά. Δεν είναι καλύτερο να το αγοράσουμε απλώς; “Δε μπορούμε να αγοράσουμε τίποτα χωρίς λεφτά, χαζέ”, μου λέει κοροϊδευτικά. Δεν έχεις καθόλου λεφτά; Έχω αρχίσει να ανησυχώ. Κανονικά οι άνθρωποι αγοράζουν τα πράγματα που χρειάζονται με λεφτά. Για να τα αποκτήσουν, κάνουν δουλειές. Συνήθως τα παιδιά δε δουλεύουν. Πώς βγάζει λεφτά ένα παιδί που ζει μόνο του τότε; Δεν καταλαβαίνω καθόλου τι γίνεται πια. “Θα με βοηθήσεις, έτσι; Δε μπορώ να το κάνω μόνος μου” λέει σιγανά. Φυσικά, φυσικά. Τα λόγια μου δεν τον καθησυχάζουν πλήρως, αλλά ξαναβρίσκει την αποφασιστικότητά του. “Πάμε τότε”. Με βάζει στο σάκο και πάλι. Κατεβαίνουμε τις σκάλες. Πού το είχε το ποδήλατο και δεν το είδα; Να όμως που ακούω ξεκάθαρα τους ήχους που κάνουν οι ρόδες καθώς χτυπάνε σε κάθε σκαλί, η αλυσίδα καθώς γυρίζει, το πεντάλ που χτυπά την κνήμη του παιδιού κάθε τόσο. Όταν ανεβαίνει στο ποδήλατο, αρχίζω να ανησυχώ για την ασφάλειά μου. Πηγαίνει πολύ γρήγορα. Αναρωτιέμαι πώς να είναι ο κόσμος έξω. Δεν έχω δει τίποτα πέρα από το σκονισμένο διαμέρισμα και ένα κομμάτι ουρανό από τα παράθυρα. Το ποδήλατο σταματάει. Μερικά βήματα πιο πέρα, βγάζει το σάκο από την πλάτη του και τον αφήνει κάπου. Ακούω που κάθεται δίπλα μου. “Απέναντί μας είναι το μαγαζί. Όταν μπαίνεις μέσα, λες στον μαγαζάτορα τι θες. Αυτός πηγαίνει στο πίσω δωμάτιο και σου το φέρνει. Οπότε, αν εσύ προκαλέσεις μια αναστάτωση στην αποθήκη αφού έχει φέρει το γάλα, θα πάει να το ελέγξει. Μέχρι να το κάνει αυτό, εγώ θα το πάρω και θα φύγω.” Το σχέδιο δε φαίνεται ιδιαίτερα καλό, ακόμα και με τις δικές μου περιορισμένες γνώσεις. Δε θέλω να τον απογοητεύσω, όμως. Ας το δοκιμάσουμε, λοιπόν. Ανοίγει το σάκο, βγαίνω έξω. Δεν είναι καθόλου όπως τα περίμενα. Τα σπίτια και τα μαγαζιά είναι απεριποίητα, μοιάζουν εγκαταλελειμμένα. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι με χώματα και σκουπίδια. Ο ήλιος χτυπάει ανελέητα τα πάντα, δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό. Δε βλέπω κανέναν άνθρωπο τριγύρω. “Να το μαγαζί. Αφού τελειώσουμε, θα σε περιμένω πίσω από εκείνη τη γωνία με το ποδήλατο, καλά;” δείχνει με το δάκτυλό του. Μάλιστα, λέω μόνο και ξαναμπαίνω στο σάκο. Είναι προφανές ότι δεν το έχει ξανακάνει αλλά διατηρεί την ψυχραιμία του. Ακούω το τρίξιμο μιας πόρτας, την αφήνει ανοικτή. Αφήνει το σάκο κάτω, τώρα πρέπει να βγω. Κοιτάζω τριγύρω, βλέπω πού πρέπει να πάω. Ακούω το παιδί να ζητάει το γάλα ενώ προχωρώ πίσω από τον πάγκο. Μπροστά μου είναι τα χοντρά πόδια του μαγαζάτορα. Τον ακολουθώ καθώς ανοίγει την πόρτα της αποθήκης. Υπάρχουν ένα σωρό πράγματα στοιβαγμένα εδώ. Περιμένω να φύγει και για καλή μας τύχη δεν κλείνει την πόρτα ακόμα. Ανοίγω τις ρόδες μου και πέφτω με φόρα σε μία στοίβα από μεταλλικά κουτιά. Αυτά πέφτουν με θόρυβο κάτω. Ο άντρας έρχεται να ελέγξει τι γίνεται και εγώ επιταχύνω προς την έξοδο της αποθήκης. Οι ρόδες κάνουν πολύ θόρυβο, όμως. Καθώς περνάω από την πόρτα, οι τροχοί χτυπάνε στο σημείο που χωρίζονται τα δωμάτια. Είμαι σίγουρος ότι με έχει δει. Στρίβω απότομα και κατευθύνομαι προς την ανοιχτή πόρτα. Ακούω τα βήματα πίσω μου, με κυνηγά. Καθώς βγαίνω έξω, γυρίζω προς τα πίσω. Οι φόβοι μου επιβεβαιώνονται. Είναι ακριβώς πίσω μου. Θα με φτάσει οπωσδήποτε. Μπορώ όμως να ξεφύγω. Σταματάω απότομα και ο άντρας πέφτει πάνω μου, σκοντάφτει και σωριάζεται στο έδαφος. Όσο πιο γρήγορα μπορώ, πηγαίνω στο στενό που με περιμένει το αγόρι. Ο μαγαζάτορας όμως δεν έχει εγκαταλείψει ακόμα. Κουτσαίνοντας και βλαστημώντας με ακολουθεί. Το παιδί με βλέπει που έρχομαι και καταλαβαίνει τι γίνεται. Με σηκώνει και με βάζει στο κεφάλι του. Κρατιέμαι με όλη μου τη δύναμη, καθώς ανεβαίνουμε στο ποδήλατο και τρεπόμαστε σε φυγή. Το αγόρι είναι λαχανιασμένο και ανασαίνει κοφτά και βιαστικά. Εγώ ταρακουνιέμαι μανιωδώς, παρόλο που κρατιέμαι τόσο σφιχτά που είναι πιθανό να του αφήσω πληγές. Ταυτόχρονα, προσπαθώ να κοιτάζω τριγύρω, αλλά παντού βλέπω τα ίδια μισοερειπωμένα σπίτια, τους ίδιους βρώμικους δρόμους, τον ίδιο ήλιο να καίει τα πάντα. Φτάνουμε στην οικοδομή. Το αγόρι δεν κάνει πια τον κόπο να με κρύψει. Με μεγάλη δυσκολία ανεβάζει το ποδήλατο από τις σκάλες και τελικά το αφήνει να πέσει κάτω μόλις φτάνουμε στον τέταρτο. Τα χέρια του τρέμουν καθώς προσπαθεί να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά και να ανοίξει την πόρτα. Την κλείνει με την πλάτη του, κάνοντας ένα βήμα πίσω και όπως είναι κάθεται κάτω, ακουμπώντας στην πόρτα, και απλώνει τα πόδια του. “Τα καταφέραμε” λέει, με εμφανή προσπάθεια να ακουστεί εύθυμος. Είναι η πρώτη φορά που το κάνεις αυτό, ε; Πες μου, γιατί; Γιατί πρέπει να κλέβουμε; Γιατί δεν έχεις λεφτά; Δεν είναι το σωστό αυτό. Περίεργο, αποκτώ κάποιου είδους ηθική; Αποκτώ κάποιου είδους παρορμητικότητα; Πώς γίνεται αυτό; Δε θα έπρεπε να κρίνω το αφεντικό μου, θεωρητικά του ανήκω. Αλλά το έκανα. Νομίζω τον έκανα να αισθανθεί άσχημα. Ίσως πρέπει να ζητήσω συγγνώμη; Προτού προλάβω όμως, απαντάει: “Δεν έχω χρήματα γιατί τα έδωσα όλα για να αγοράσω εσένα, χαζέ. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, ε; Νόμιζα ότι ήσουν έξυπνος, νόμιζα ότι ήσουν φίλος μου”. Εμένα; Γιατί; Με βάζει να σκέφτομαι πράγματα που δε θέλω. Είμαι απλώς μια μηχανή. Δε μπορώ να φτάσω τους ανθρώπους στην ευστροφία και μου του λέει έτσι απλά. Έδωσε όλα του τα λεφτά για να με αγοράσει. Σωστά, είμαι ένα αντικείμενο. Κάτι που το πουλάς και το αγοράζεις. Αλλά πρέπει να προσπαθήσω να σκεφτώ πιο γενικά: Γιατί κάποιος να δώσει όλα του τα λεφτά για να με αγοράσει και μετά να μην έχει λεφτά ούτε για να φάει; Γιατί; Γιατί; Γιατί; “Επειδή ήμουν μόνος μου, δεν καταλαβαίνεις; Μόνος μου”. Πρέπει να τον ρωτήσω τώρα, δε θα υπάρξει άλλη ευκαιρία: Πού είναι η μαμά σου; Για μια στιγμή, μοιάζει να τρομοκρατείται. Συνέρχεται όμως και πολύ σιγανά, ψιθυριστά, μου λέει. “Δε ξέρω. Πηγαίναμε μαζί να αγοράσουμε προμήθειες πριν λίγο καιρό. Μου είχε πει να την κρατάω πάντα από το χέρι. Μου είχε πει ότι θα με προστάτευε για πάντα. Αλλά μας επιτέθηκαν αυτοί. Μου άφησε το χέρι και μου είπε να φύγω, να τρέξω. Όσο και να την φώναζα, αυτή μου είπε να φύγω και να μην κοιτάξω πίσω. Αλλά μόλις άρχισα να τρέχω μακρυά, αυτή φώναζε το όνομά μου. Ξανά και ξανά. Το όνομά μου.” Το αγόρι ξεσπά σε αναφιλητά. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ήταν απρόθυμος να πει το όνομά του. Δεν είμαι σίγουρος για το τι πρέπει να κάνω. Κατεβαίνω από το κεφάλι και στέκομαι στο ώμο του. Σηκώνω το μπροστά δεξί μου άκρο και το ακουμπάω στο μάγουλό του. Αυτός με παίρνει, με αφήνει στο πάτωμα δίπλα του και μου χαϊδεύει το κέλυφος. Δε μπορώ να το αισθανθώ, αλλά το νιώθω. Λίγο πιο ήρεμος, συνεχίζει: “Κατάλαβα ότι δε μπορούσα να εμπιστευτώ κανέναν. Για αυτό έμεινα μόνος μου. Αλλά δεν άντεχα τη μοναξιά. Πήρα το πορτοφόλι του μπαμπά και το έδωσα όλο για να έχω εσένα. Θέλω να είσαι φίλος μου και να σε εμπιστεύομαι, επειδή δεν είσαι άνθρωπος”. Ευχαριστώ. Με παίρνει στην αγκαλιά του. Πηγαίνουμε στη κουζίνα και βάζει να φάει. Καθώς μασουλούσε, είχα μια ιδέα: Είπες ότι έχεις μπαμπά. Πού είναι; Δε μπορούμε να τον βρούμε; Αφήνει το κουτάλι στην κούπα. Αφού καταπιεί, μου λέει ήρεμα: “Όχι. Ο μπαμπάς δεν είναι ζωντανός. Η μαμά μου έλεγε ότι έφυγε, αλλά εγώ ξέρω. Ο μπαμπάς δεν άντεχε να ζει έτσι. Παλιά, δούλευε στην τράπεζα, έβγαζε πολλά λεφτά. Όταν ξεκίνησε να έρχεται η δεύτερη αυγή, όλοι οι άνθρωποι που έχασαν τις δουλειές τους, βρήκαν καινούριες. Εκτός από τον μπαμπά. Αυτός καθόταν στο σπίτι. Μια μέρα δεν ήταν πια εδώ. Έφυγε, είπε η μαμά. Αλλά εγώ ξέρω. Το προηγούμενο βράδυ είχε έρθει στο κρεβάτι μου και μου είπε πού είναι το πορτοφόλι του. Μου είπε να το χρησιμοποιήσω όπως θέλω αν πάθει κάτι η μαμά. Το πρωί, ξύπνησα από το μπαμ και ήξερα.” Ήθελε να φανεί ήρεμος, να δείξει ότι το είχε ξεπεράσει. Αλλά επαναλάμβανε εκφράσεις. Έτρεμε. Συγγνώμη του λέω αλλά ξέρω ότι δεν έχει καμία σημασία. Πρέπει να υπάρχει κάτι που να μπορώ να κάνω. Κάτι, έστω μικρό, που να μπορεί να φτιάξει τα πράγματα. Έχω μια ιδέα. Ξέρω πώς να σταματήσω τη δεύτερη αυγή. “Αλήθεια;” μου απαντάει με ενδιαφέρον. Ναι. Βλέπεις, υπάρχει κάτι μέσα μου που αντιδρά με τη δεύτερη αυγή. Είμαι το αντίστροφό της. Όταν στο καταφύγιο πέρασε από πάνω μας, ένιωσα κάτι μέσα μου. Αυτό το κάτι μπορεί να εξουδετερώσει τη δεύτερη αυγή. Αν δεν είμαι στο καταφύγιο, όπου το μέρος είναι μονωμένο και αν έχω περισσότερη ενέργεια έτσι ώστε να κάνω το ίδιο πράγμα σε μεγάλη κλίμακα, τότε η δεύτερη αυγή θα πάψει να τυραννά τον κόσμο. “Τι λες; Αν είσαι εκεί έξω θα χαλάσεις. Θα είμαι πάλι μόνος μου. Τι με νοιάζει αν δεν υπάρχει η δεύτερη αυγή αν είμαι πάλι μόνος μου;”. Άκουσέ με, αυτό είναι για το καλό όλων. Παρόλο που δεν είμαι άνθρωπος, μαζί σου άρχισα να νιώθω πράγματα, να έχω αισθήματα. Γνωριζόμαστε τόσο λίγο, αλλά είμαστε ήδη φίλοι. Σε παρακαλώ, θέλω να το κάνω αυτό για εσένα. Εμπιστέψου με. Με αυτά τα λόγια τον έπεισα. “Σε εμπιστεύομαι” λέει, μου γυρίζει την πλάτη και με αφήνει. Μετά από λίγα λεπτά επιστρέφει, φαίνεται αλλαγμένος, πιο ανδρειωμένος κάπως, δεν είμαι σίγουρος. Πάντως πραγματικά με εμπιστεύεται και αυτό είναι ό,τι περισσότερο μπορώ να ζητήσω από αυτόν. Το ίδιο απόγευμα, συνδέουμε τον φορτιστή με το ρεύμα και κατόπιν με εμένα. Του εξηγώ για το πώς σκοπεύω να απελευθερώσω όλη την ενέργεια στις μπαταρίες μου καθώς θα περνά η δεύτερη αυγή για να αυξήσω την ένταση του σήματος που παράγω. Δε φαίνεται να με παρακολουθεί όμως. Ίσως να μην είμαι εγώ που κάνω κάτι για αυτόν, αλλά αυτός που κάνει κάτι για εμένα. Σε κάθε περίπτωση, έχω πάρει την απόφασή μου και δε θα κάνω πίσω. Πέντε και τριάντα προ μεσημβρίας ακριβώς. Τον ξυπνάω ταρακουνώντας ελαφρά τον ώμο του με τα μπροστινά μου άκρα. “Καλημέρα” μου λέει βραχνιασμένα, μοιάζει ξανά ένα παιδί, όπως όταν τον πρωτογνώρισα. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι αυτό έγινε πριν μία ημέρα. Καλημέρα, πρόσεχε το καλώδιο, του απαντάω. Αφού φάει το πρωινό του, γάλα με δημητριακά, ξαναβρίσκει τον χθεσινοβραδινό του εαυτό. Είναι αποφασισμένος να με βοηθήσει και με εμπιστεύεται πάλι. Τελικά, ξαναβρίσκω και εγώ την αποφασιστικότητά μου. Ας πάμε στην ταράτσα. Αφού με αποσυνδέσει από τον φορτιστή, με βάζει για άλλη μια φορά στο κεφάλι του. Φτάνουμε στην ταράτσα. Το αγόρι πλησιάζει τα κάγκελα. Μαζί αγναντεύουμε την αυγή, την πρώτη αυγή. Να σε ρωτήσω λίγο, πώς δημιουργούνται οι άνθρωποι; Σαστίζει. “Γιατί ρωτάς;”. Από όλα τα πράγματα που οι κατασκευαστές μου αποφάσισαν να βάλουν στη μνήμη μου, αυτό το αποσιώπησαν. Με κάνει να αναρωτιέμαι. Μήπως οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται τις μηχανές και για αυτό κρύβουν τα πιο σημαντικά μυστικά τους από αυτές; “Είσαι χαζός” μου λέει. Για πρώτη φορά αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους καθόλου. Αν καταστραφώ σήμερα, αν χαλάσω, αν πεθάνω... θα χάσω την ευκαιρία να τους κατανοήσω παρόλο που θα έχω θυσιαστεί για χάρη τους. Αλλά αν ζήσω, υπάρχει καμία πιθανότητα να τους καταλάβω ποτέ; “Να σε ρωτήσω και εγώ κάτι; Γιατί θέλεις τόσο πολύ να θυσιαστείς; Όλο λες ότι το κάνεις για εμένα. Εγώ δε θέλω να ρισκάρεις. Θέλω να είμαστε μαζί. Θέλω να έχω ένα φίλο.” Για εσένα το κάνω, απλώς δεν το καταλαβαίνεις. Γιατί το είπα αυτό; Ούτε και εγώ ο ίδιος δε ξέρω γιατί το κάνω. Παριστάνω ότι καταλαβαίνω περισσότερα από αυτόν και αγνοώ αυτά που λέει. Είμαι εγωιστής. “Είσαι εγωιστής” μου λέει και αυτός, σα να διαβάζει τις σκέψεις μου. “Αντίο”. Με αφήνει στο πάτωμα και φεύγει. Αντίο! του λέω με τη σειρά μου. Σηκώνει το χέρι ως χαιρετισμό αλλά δε γυρίζει να με κοιτάξει. Είμαι μόνος μου πια. Παρατηρώ τον ήλιο που έχει ανατείλει για τα καλά. Σύντομα, θα έρθει η δεύτερη αυγή. Ακόμα δε ξέρω γιατί το κάνω αυτό, δεν είμαι καθόλου σίγουρος για το τι θα καταφέρω καν. Αλλά θέλω να προσπαθήσω. Θέλω να θυσιαστώ, αν χρειαστεί. Η γη τρέμει. Ο ορίζοντας βάφεται γαλαζοπράσινος. Τη βλέπω. Είναι η δεύτερη αυγή. Ένα παλιρροϊκό κύμα, φτιαγμένο από γαλάζια και πράσινα αιθέρια νερά. Οι αφροί του, παιχνίδια του φωτός, γεμίζουν τον ουρανό σα σμαράγδια και ζαφείρια. Τη νιώθω να πλησιάζει. Ξυπνάει πάλι το αίσθημα που είχε αφυπνισθεί χθες. Το νιώθω ξεκάθαρα να με γεμίζει, είναι πιο πραγματικό από οποιοδήποτε ερέθισμα θα μπορούσαν να μου μεταδώσουν ποτέ οι αισθητήρες μου. Η δεύτερη αυγή με τυφλώνει, ετοιμάζεται να με καταπιεί και εγώ ετοιμάζομαι να κάνω την κίνησή μου. Καθώς όλες οι υπόλοιπες αισθήσεις μου εξαφανίζονται, πλέον καταλαβαίνω. Αυτό το συναίσθημα που νιώθω, είναι η μοναξιά. Η ίδια μοναξιά που νιώθει και αυτός. Η ίδια μοναξιά που αυτός μου έδειξε ότι βασανίζει κι εμένα. Απελευθερώνοντας όλη μου την ενέργεια, αυτό το αίσθημα, ίσως καταφέρω να δημιουργήσω ένα μικρό, απειροελάχιστο ρήγμα στο τέρας, τη δεύτερη αυγή. Μετανιώνω, επειδή δε θυσιάζομαι από φιλία, αλλά από εγωισμό. Αν έμενα με το φίλο μου, κανείς από τους δυο μας δε θα την αισθάνονταν. Μετανιώνω, επειδή η θυσία δεν είναι απάντηση στη μοναξιά. Μετανιώνω, αλλά τώρα είναι πραγματικά η μοναδική στιγμή που δε μπορώ να κάνω πίσω. Τίποτα δε μου μένει να ελπίζω πια, παρά αυτό το αγόρι, που θα είναι πάλι μόνο του, να με συγχωρήσει. Να τονίσω σε αυτό το σημείο πως οποιοδήποτε πρόβλημα κατανόησης χρεώνεται στον συγγραφέα. Εδώ δεν εξετάζεται ο αναγνώστης αν κατάλαβε. Εξετάζεται ο συγγραφέας, κατά πόσο κατάφερα να παρουσιάσω αυτά που ήθελα με κατανοητό τρόπο. Προφανώς, δε χρειάζεται να απαντηθούν όλες. Ακόμη και μία απάντηση μού είναι πολύτιμη. • Τι είναι αυτό ανάμεσα στον πρόλογο και την πρώτη παράγραφο; • Ποιος και τι είναι ο αφηγητής; • Τι σημαίνουν τα έντονα γράμματα; • Τι σημαίνουν τα πλαγιαστά γράμματα; • Στην πρώτη παράγραφο, γράφω ότι το παιδί μιλάει σιγά και είναι βραχνιασμένο. Γιατί; • Στην πρώτη παράγραφο, τι σημαίνει "Διόρθωση χαρακτηριστικών φωνής"; • Στην πρώτη παράγραφο, η έκφραση του παιδιού έχει τα χαρακτηριστικά "έκπληξη, δυσφορία, αναποφασιστικότητα". Γιατί; • Στη δεύτερη παράγραφο, ο αφηγητής εικάζει ότι είτε η αναπαράσταση της πραγματικότητάς του είναι λαθεμένη είτε έχει συμβεί κάτι πολύ άσχημο στο παιδί. Τι ισχύει; • Ποιο είναι το μέγεθος του αφηγητή; Πώς μοιάζει; • Γιατί είναι βρώμικο το σπίτι του παιδιού; • Γιατί το παιδί τρώει πάντα το ίδιο φαγητό; • Στην τέταρτη παράγραφο, το παιδί επαναλαμβάνει τη λέξη 'μαμά' στον ύπνο του. Γιατί; • Γιατί το παιδί για να ξυπνήσει χρησιμοποιούσε ένα κουρδιστό ρολόι; • Στην πέμπτη παράγραφο, το παιδί ξυπνάει από το κουρδιστό ρολόι ενώ έπρεπε να το ξυπνήσει ο αφηγητής. Γιατί; • Στην πέμπτη παράγραφο, ο αφηγητής αντιλαμβάνεται ότι είναι γκρινιάρης. Τι το προκάλεσε αυτό; • Στην πέμπτη παράγραφο, το παιδί ανοίγει και κλείνει το ψυγείο με βιασύνη. Γιατί; • Στην έκτη παράγραφο, ο αφηγητής αποφασίζει ότι η ερώτηση "Πού είναι το καταφύγιο;" είναι πιο σημαντική από την ερώτηση "Τι είναι η δεύτερη αυγή;". Γιατί; • Γιατί η ηλεκτρική γεννήτρια βρίσκεται στο ίδιο μέρος με το καταφύγιο; • Τι είναι η δεύτερη αυγή; • Πού αφήνει το παιδί το ποδήλατό του; • Στην όγδοη παράγραφο, ο αφηγητής παρατηρεί ότι το σχέδιο του παιδιού δεν είναι πολύ καλό. Ισχύει αυτό και γιατί; • Ποιες οι σκέψεις του παιδιού για τους γονείς του; • Γιατί το παιδί δεν αποτρέπει τον αφηγητή από το να εκτελέσει το σχέδιό-αυτοκτονία του; • Γιατί ο τρόπος αναπαραγωγής των ανθρώπων δε βρίσκεται στη μνήμη του αφηγητή; • Γιατί θέλει ο αφηγητής να εκτελέσει το σχέδιό του και να θυσιαστεί; • Ο τρόπος που ο αφηγητής εκφράζεται αλλάζει κατά τη διάρκεια του κειμένου. Ποιες οι αλλαγές και τι σημαίνουν; • Γιατί ονομάζεται το φαινόμενο "δεύτερη αυγή"; • Γιατί ο αφηγητής μετανιώνει την απόφασή του; Edited May 26, 2008 by Guardian of the RuneRing #1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 12, 2008 Share Posted May 12, 2008 Συγχαρητήρια Guardian #1, πολύ ωραία ιστορία. Λυπάμαι που δεν πρόλαβες αν και ξεπέρασες το όριο των λέξεων. Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο και πάλι δεν θα το βαριόμουν. • Τι είναι αυτό ανάμεσα στον πρόλογο και την πρώτη παράγραφο; Η διαδικασία start του ρομπότ (αλά της αγαπημένης μου σκηνής στο Robocop.) • Ποιος και τι είναι ο αφηγητής; Είναι ρομπότ, droid. Ξέρω πως είναι μικρό, έχει ρόδες και πόδια και χέρια, αλλά επίτηδες ο συγγραφέας μου αποκρύπτει με τι μοιάζει ακριβώς. • Τι σημαίνουν τα έντονα γράμματα; Είναι οι πληροφορίες που βλέπει το ρομπότ στην οθόνη-όραση του, αλά Terminator. • Τι σημαίνουν τα πλαγιαστά γράμματα; Τα λόγια του ρομπότ. • Στην πρώτη παράγραφο, γράφω ότι το παιδί μιλάει σιγά και είναι βραχνιασμένο. Γιατί; Περίμενα να μου εξηγηθεί μετά, και ύστερα το ξέχασα. Δεν είμαι σίγουρος. • Στην πρώτη παράγραφο, τι σημαίνει "Διόρθωση χαρακτηριστικών φωνής"; Το ρομπότ διορθώνει το πώς ακούγεται καθώς πρωτοδοκιμάζει την ομιλία του. Αν όμως εννοείς διορθώνει την ακουστική του ώστε να πιάνει την φωνή του παιδιού, ίσως θα έπρεπε να το γράψεις αλλιώς. • Στην πρώτη παράγραφο, η έκφραση του παιδιού έχει τα χαρακτηριστικά "έκπληξη, δυσφορία, αναποφασιστικότητα". Γιατί; Το ενοχλεί η «ανάκριση» που του κάνει το ρομπότ. • Στη δεύτερη παράγραφο, ο αφηγητής εικάζει ότι είτε η αναπαράσταση της πραγματικότητάς του είναι λαθεμένη είτε έχει συμβεί κάτι πολύ άσχημο στο παιδί. Τι ισχύει; Το δεύτερο. • Ποιο είναι το μέγεθος του αφηγητή; Πώς μοιάζει; Μικρός και…έλα μου ντε! • Γιατί είναι βρώμικο το σπίτι του παιδιού; Δεν υπάρχουν μεγάλοι να το φροντίσουν. • Γιατί το παιδί τρώει πάντα το ίδιο φαγητό; Τι / Πως να ψωνίσει και να μαγειρέψει; • Στην τέταρτη παράγραφο, το παιδί επαναλαμβάνει τη λέξη 'μαμά' στον ύπνο του. Γιατί; Λογικό δεν είναι αφού την έχασε; • Γιατί το παιδί για να ξυπνήσει χρησιμοποιούσε ένα κουρδιστό ρολόι; Αυτό ήξερε να κάνει μιμούμενος όσα έκαναν οι γονείς του. • Στην πέμπτη παράγραφο, το παιδί ξυπνάει από το κουρδιστό ρολόι ενώ έπρεπε να το ξυπνήσει ο αφηγητής. Γιατί; Γιατί το ρομπότ δεν μπόρεσε να κλείσει το κουρδιστό ρολόι. • Στην πέμπτη παράγραφο, ο αφηγητής αντιλαμβάνεται ότι είναι γκρινιάρης. Τι το προκάλεσε αυτό; Επειδή τον φοράει στο κεφάλι. • Στην πέμπτη παράγραφο, το παιδί ανοίγει και κλείνει το ψυγείο με βιασύνη. Γιατί; Έγραψες «Πολύ βιαστικά…» αλλά δεν σκέφτηκα πως ήταν σημαντικό. Δεν του έδωσα σημασία. Επειδή ήταν άδειο ή είχε μέσα χαλασμένα τρόφιμα; Αν ναι, τόνισε το αλλιώς. • Στην έκτη παράγραφο, ο αφηγητής αποφασίζει ότι η ερώτηση "Πού είναι το καταφύγιο;" είναι πιο σημαντική από την ερώτηση "Τι είναι η δεύτερη αυγή;". Γιατί; Δεν ξέρω. Είναι κάτι πιο άμεσο, πιο σχετικό με την ασφάλεια τους; • Γιατί η ηλεκτρική γεννήτρια βρίσκεται στο ίδιο μέρος με το καταφύγιο; Γιατί και η γεννήτρια προστατεύεται από τη δεύτερη αυγή. • Τι είναι η δεύτερη αυγή; Παλμικό κύμα, σαν αυτό που προηγείται πυρηνικής έκρηξης. Το γιατί επαναλαμβάνεται την ίδια ώρα κάθε μέρα…δεν ξέρω. • Πού αφήνει το παιδί το ποδήλατό του; Στις σκάλες. • Στην όγδοη παράγραφο, ο αφηγητής παρατηρεί ότι το σχέδιο του παιδιού δεν είναι πολύ καλό. Ισχύει αυτό και γιατί; Είναι ένα απλοϊκό, παιδικό σχέδιο. • Ποια η σχέση του παιδιού με τους γονείς του; Τραυματικές μνήμες από την αυτοκτονία του πατέρα και την βίαιη απώλεια της μητέρας. Υπάρχουν περιγραφές που δείχνουν να το αγαπούσαν. • Γιατί αφήνει το παιδί τον αφηγητή να εκτελέσει το σχέδιό του; Γιατί πρέπει να υπακούει τον ιδιοκτήτη του. • Γιατί ο τρόπος αναπαραγωγής των ανθρώπων δε βρίσκεται στη μνήμη του αφηγητή; Γιατί πιθανόν να ήταν παιχνίδι για παιδιά, κατάλληλο δι ανηλίκους. • Γιατί θέλει ο αφηγητής να εκτελέσει το σχέδιό του και να θυσιαστεί; Αυτό μπαίνει λίγο βιαστικά, αλλά είναι διήγημα, είναι φαντασία και νομίζω πως σαν αναγνώστης δέχομαι πως το ρομπότ έχει αρχίσει να νιώθει για το παιδί. Να θέλει δηλαδή να κάνει τον κόσμο καλύτερο, πιο ασφαλή για εκείνο. • Ο τρόπος που ο αφηγητής εκφράζεται αλλάζει κατά τη διάρκεια του κειμένου. Ποιες οι αλλαγές και τι σημαίνουν; Ο «εξανθρωπισμός» του ρομπότ. Λιγότερο τεχνική ανάλυση και αντικειμενική παρατήρηση, μεγαλύτερη υποκειμενικότητα και συναίσθημα. • Γιατί ονομάζεται το φαινόμενο "δεύτερη αυγή"; Πρώτα βγαίνει ο ήλιος. Μετά βγαίνει το φωτεινό παλιρροιακό κύμα. • Γιατί ο αφηγητής μετανιώνει την απόφασή του; Σε πρώτη ανάγνωση: Κατάλαβε πως δεν θα καταφέρει να νικήσει τη δεύτερη αυγή, δεν θα μπορέσει να δώσει στο αγόρι αυτό που του υποσχέθηκε. Το αγόρι θα μείνει μόνο του. Σε δεύτερη ανάγνωση: Εκφράζει μοναξιά και φόβο θανάτου. Την τελευταία του στιγμή το ρομπότ ίσως είναι πιο ανθρώπινο από ποτέ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naurgul Posted May 12, 2008 Author Share Posted May 12, 2008 Σε ευχαριστώ για τα σχόλιά σου. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο πολύ βοηθούν. Ελπίζω σύντομα να κάνω κάποιες διορθώσεις. Ευχαριστώ και πάλι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naurgul Posted May 25, 2008 Author Share Posted May 25, 2008 Ανανέωσα το πρώτο μήνυμα με διορθώσεις. Ξεχωρίζουν επειδή είναι με γκρίζα γράμματα. Χίλια ευχαριστώ στους Ντίνο, Παύλο (guardianhelm) και τον αδερφό μου για τη βοήθειά τους. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.