Naroualis Posted May 13, 2008 Share Posted May 13, 2008 Λοιπόν μια και έγινε κουβέντα στο Shout Topic, να φέρω εδώ το πρόβλημα μου. Ο Ορφέας είναι ένας Μύστης, οποίος βρέθηκε στο κέντρο κάποια πολύ δύσκολη και παράξενης περιπέτειεας. Δεν είναι ο κεντρικός ήρωας, αλλά ένας της ομάδας. Η ομάδα προς το παρόν έχει χωρίστει κι ο καθένας τους πάει να βρει πληροφορίες σε διάφορα ιερά, μπας και καταλάβουν τι συμβαίνει. Ο Ορφέας είναι ο μικρότερος από καμμιά δεκαριά αδελφούς. Έχει μόνο αγόρια αδέλφια. Όταν ήταν μικρός, τον έστειλαν σε κάποια σχολή, τύπου στρατιωτική ακαδημία, πριν ανακαλύψουν κάποιες ικανότητές του, που τον κάνουν ιδανικό για Μύστη (όχι μάγος). Η στρατιωτική σχολή του άφησε το κουσουράκι να μην είναι και πολύ καλός αφηγητής. Το απόσπασμα είναι από τοδεύτερο κεφάλαιο. Είναι στο δρόμο για την πόλη Μελιδόνα, αλλά το μυαλό τους είναι ελαφρώς αλλού 'ντ' αλλού. Εξ ού και όταν του την πέφτουν κάτι κακομοίρηδες τον πιάνουν στον ύπνο. ------------------ Δε συνάντησα τίποτε στο δρόμο. Δηλαδή τίποτε κακό. Που να με σταματήσει. Βρήκα μόνο κάτι έμπορους που πήγαιναν για τη Μεγάλη Συμβολή. Είχαν ένα μάγο μαζί τους. Εμείς δεν είχαμε μάγο μαζί μας. Πολλές φορές το σκέφτηκα αυτό, ακόμη από τότε που ξεκινήσαμε. Θυμάμαι, το σκέφτηκα πρώτη φορά όταν ανέβαινα στο άλογο, στη Χθονίη. «Δεν έχουμε μάγο μαζί μας». Πώς θα περνούσαμε τις Πυγές; Πριν τις Πυγές κι ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Συμβολή υπήρχε ένα χάνι όπου έμεναν συνέχεια μάγοι. Εκεί θα βρίσκαμε κάποιον. Αλλά οι Κένταυροι μας έκοψαν το δρόμο. Μας οδήγησαν πιο βόρεια. Ναι, το σκεφτόμουν και αυτό. Μας οδήγησαν. Δηλαδή είχαν σχέδιο να το κάνουν. Να κλέψουν τις κοπέλες, τις Μύστες. Και να μας βάλουν μέσα στις Πυγές. Μάλλον για να μας πιάσουν οι Σάτυροι κι οι Σιληνοί. Για να μη μείνουν ίχνη μας. Αλλά η Θίμνα; Ποιος της το έκανε αυτό που έπαθε; Αν είχαμε μαζί μας μάγο, θα ήξερε τι της συνέβη. Ούτε και στη Ζαντέ το χάνι είχαν μάγο. Έπρεπε να είχαμε μαζί μας έναν. Τόσοι Μύστες μαζί κι ούτε ένας μάγος. Κι η Επίτροπος της Πρωτογόνης μαζί. Να πηγαίνουν από πόλη σε πόλη χωρίς μάγο. Το σκεφτόμουν συνέχεια εκείνες τις μέρες. Προσπαθούσα να βρω μια εξήγηση. Ποιος το σκέφτηκε. Ποιος είπε «άσε, ας μην πάρουν μάγο μαζί τους». Γιατί έπρεπε να είχαμε μάγο μαζί μας. Αλλά δεν είχαμε. Άμα δεν το σκεφτόμουν τόσο, θα τους έβλεπα τους ληστές. Αλλά σκεφτόμουν. Και κάλπαζα κιόλας και σκεφτόμουν για το μάγο που δεν είχαμε. Και πέρασα από τους δύο λόφους ανάμεσα, κάτω από κάτι συκιές. Λίγο πριν το χάνι για τους αγγέλους έχει κάτι λόφους. Είναι κάπως απότομοι και βραχώδεις και έχουν συκιές φυτρωμένες παντού. Ο δρόμος είναι ακόμη αμαξιτός προς τα κει, αλλά περνάει μέσα από τους λόφους κι είναι επικίνδυνος, γιατί οι ληστές κρύβονται στις συκιές. Κι αυτοί που μου ρίχτηκαν, μέσα στις συκιές ήταν κρυμμένοι. Είχαν ένα δίχτυ χοντρό, απ’ αυτά για τα ζώα. Τέσσερις ήταν. Πρώτα έπεσε πάνω μου το δίχτυ. Το άλογο σηκώθηκε στα πίσω πόδια και κόντεψε να με πετάξει κάτω. Κρατήθηκα και βλαστήμησα. Ύστερα οι ληστές έπεσαν πάνω μου. Ο ένας στην πλάτη μου. Δηλαδή το προσπάθησε. Το άλογο είχε τρομάξει, άλλαξε θέση κι ο ληστής έπεσε κάτω, αντί να πέσει πάνω μου. Οι άλλοι δύο πήδηξαν στο δρόμο. Προσπάθησαν να κρατήσουν το δίχτυ. Να κάνουν το άλογο να πέσει κάτω. Ο τέταρτος ληστής καθόταν ακόμη πάνω στη συκιά. Κρατούσε ένα ρόπαλο. Νομίζω ότι περίμενε να πάω κοντά του, για να με χτυπήσει. Αν το άλογο με πήγαινε κάτω από τη συκιά, θα με έφτανε να με χτυπήσει. Εγώ δεν είχα όπλα, αλλά είχα ξαφνιαστεί. Δηλαδή δεν είχα σπαθί ή κάποιο εγχειρίδιο μαζί μου. Είχα όμως τα όπλα των Μυστών. Αλλά είχα ξαφνιαστεί και δε σκέφτηκα να τα χρησιμοποιήσω αμέσως. Τα χρησιμοποίησα μετά που σηκώθηκε ο πρώτος ληστής από κάτω. Ξαναπροσπάθησε να πηδήξει στην πλάτη μου, αλλά τότε χρησιμοποίησα τα όπλα των Μυστών. Μόνο σε ανθρώπους κάνει να τα χρησιμοποιούμε. Σε άλλα πλάσματα δεν πιάνουν. Αλλά αυτοί ήταν κοινοί θνητοί. Άνθρωποι δηλαδή. Άρα τα όπλα τους έπιαναν. Δεν κάλεσα τους φασματικούς πέπλους, γιατί θέλει πολλή αυτοσυγκέντρωση. Άμα παλεύεις μ’ ένα τρομαγμένο άλογο, δε μπορείς να έχεις αυτοσυγκέντρωση. Καλύτερα να χρησιμοποιήσεις κάτι που δε θέλει πολλή. Πολλή αυτοσυγκέντρωση, εννοώ. Καλύτερα μια ρευστοποίηση. Ή μάλλον καλύτερα μια μεταμόρφωση. Εγώ τουλάχιστον τη μεταμόρφωση έκανα. Προσευχήθηκα με το Μυστικό Παιάνα και ζήτησα την τρίτη χάρη του θεού. Τώρα δε κάνει που τα λέω αυτά, αλλά λέω ό,τι κάνει. Δηλαδή αυτά που λέω, δεν πειράζει να τα ακούν όσοι δεν είναι μυημένοι ή Μύστες ή Οδηγοί. Η πρώτη χάρη του θεού σε κάνει ταύρο, η δεύτερη άλογο κι η τρίτη φίδι. Κι εγώ ζήτησα την τρίτη χάρη. Έγινα φίδι δηλαδή. Γλίστρησα ανάμεσα από τις τρύπες απ’ το δίχτυ. Ήμουν πάνω στο λαιμό του αλόγου. Το άλογο τινάχτηκε κι έπεσα κάτω, ανάμεσα στους δύο ληστές που ήταν κάτω. Τους τρόμαξα και ουρλιάξανε και παρατήσανε το δίχτυ. Ο πρώτος ληστής που ήθελε να πηδήξει πάνω στην πλάτη μου όταν είχα ανθρώπινη μορφή, σταμάτησε. Οι άλλοι δυο τρέξανε μακριά μου. Ο πρώτος πήγε να πηδήξει πάνω μου. Νομίζω ήθελε να μου πατήσει το κεφάλι, να με σκοτώσει. Αλλά δεν τον άφησα να το κάνει. Χώθηκα κάτω από κάτι βράχια εκεί δίπλα. Αυτοί οι λόφοι λίγο πριν το χάνι για τους αγγέλους είναι κάπως βραχώδεις. Κι έχουν πολλές συκιές. Πάνω από το βράχο που κρύφτηκα, δηλαδή εγώ είχα κρυφτεί κάτω από το βράχο κι από πάνω ήταν φυτρωμένη η συκιά, καθόταν στη συκιά ο τέταρτος ληστής. Τότε προσευχήθηκα πάλι με το Μυστικό Παιάνα και ζήτησα την πρώτη χάρη του θεού. Έγινα ταύρος και σηκώθηκα όρθιος. Ο βράχος αναποδογύρισε. Οι συκιές ξεριζώθηκαν. Οι τρεις ληστές που ήταν κάτω άρχισαν να τρέχουν προς την κατεύθυνση που ήταν τη Ζαντέ το χάνι. Όπως σηκώθηκα κάτω από το βράχο, ξερίζωσα τη συκιά. Ο ληστής που ήταν επάνω με το ρόπαλο έπεσε. Μάλλον ήθελε να με χτυπήσει. Αλλά όταν είδε τα κέρατα του ταύρου (εγώ ήμουν που είχα μεταμορφωθεί με την πρώτη χάρη του θεού) κατατρόμαξε κι έφυγε. Το ρόπαλό του το πήρε μαζί του. Το άλογό μου τρόμαξε κι αυτό. Αλλά όπως έτρεχε πιάστηκε το δίχτυ σε μια συκιά κι έπεσε κάτω. Το άλογο έπεσε, όχι η συκιά. Όταν οι ληστές έφυγαν αρκετά μακρυά, πήρα πάλι τη δική μου μορφή κι ελευθέρωσα το άλογο από το δίχτυ και το καβάλησα και συνέχισα για το Πέρασμα της Χελώνης. Το άλογο δεν είχε πάθει τίποτε. Κυνίσκου Περιήγησις, Βιβλίο Έβδομο, 17 17. Στους δρόμους που βγάζουν στις ορεινές πόλεις δεν υπάρχουν χάνια, για πολλούς και διάφορους λόγους. Ο πιο σοβαρός είναι ότι ανάμεσα στις πόλεις κατοικούν διάφορα εχθρικά πλάσματα, όπως αερικά και Αμαδρυάδες και κάποιες φορές και ληστές. Οι πιο επικίνδυνοι απ’ όλους είναι οι Κένταυροι, γιατί παρόλο που δεν είναι ιδιαίτερα επιθετικοί έχουν τη συνήθεια να κλέβουν γυναίκες και να τις κρατάνε στους καταυλισμούς τους, στις σπηλιές ανάμεσα στη Μελιδόνα και τον Οφθαλμό. 18. Αντίθετα, στους δρόμους στα πεδινά της Ταυρίδας υπάρχουν πολλά χάνια. Τρία από αυτά είναι τα τελευταία που θα βρει ο ταξιδιώτης πηγαίνοντας από τα πεδινά προς την οροσειρά του Άργου. Το ένα είναι τη Ζαντέ το χάνι λίγο μετά το Πρώτο Γεφύρι. Το δεύτερο, αλλά πολύ πιο μεγάλο και πιο οργανωμένο και με περισσότερα άλογα είναι το χάνι του Κρατίδα, πάνω στο δρόμο για το πέρασμα της Χελώνης και στο σημείο ακριβώς που παύει να είναι αμαξιτός. Εκεί συχνάζουν άγγελοι που πηγαίνουν για την Ηλιακή Πεδιάδα και την Ηλιούπολη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 13, 2008 Share Posted May 13, 2008 Κατ’αρχήν, το να μιλάς κοφτά, το να περιγράφεις με σύντομες προτάσεις, είναι ένα πολύ καλό και πιασάρικο στυλ. Είναι στρατιωτικός; Ακόμα καλύτερα. Θα μας δίνει τη δράση και δεν θα μας γκαστρώνει με φρουφρουδένιες περιγραφές. Του επιτέθηκαν ληστές. Είναι ανάγκη να ξέρουμε και τι φορούσαν; Ή αν είχαν μούσια; (εκτός αν άρπαξε έναν από αυτούς από κει.) Θα είχες την ευκαιρία μέσω του ήρωα σου να γράψεις ένα hard boiled cyber-punk fantasy novel. Σκέψου Βουλκάνιος-Σποκ ή Ντρόιντ-Ντέιτα. Το πρόβλημα δεν είναι που έχει στρατιωτικό μυαλό, που μιλάει κοφτά, που δεν είναι ποιητής. Το πρόβλημα είναι που είναι βλάκας. Γιατί; Είχε πέσει μικρός από την κούνια του; «Σηκώθηκε πάνω από κάτω.» «Κάθισα πάνω στη σέλα. Που ήταν πάνω στο άλογο.» Again…why? Εσύ αποφάσισες πως τον μισείς από νωρίς και τον χαντάκωσες όσο καλύτερα μπορούσες. Και θα μπορούσε να είναι…ο Ράσελ Κρόου. Και όσο για την γεωγραφική τσόντα…as I was afraid. Όχι, δεν είναι αδιάφορα τα εμβόλιμα κομμάτια. Αν όμως ενδιαφερθώ για την κύρια δράση…όπως και θάπρεπε, θα μου σπας τα αμελέτητα όποτε θα διακόπτεις για διάλεξη! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sileon Posted May 13, 2008 Share Posted May 13, 2008 To σχόλιο περί νοημοσύνης μου το πήρε απο το στόμα Ντίνος. Σε μερικά σημεία είναι πετυχημένη η απόδοση ενός σκληροτράχυλου και ολιγομίλητου άντρα. Υπάρχουν όμως πολλά σημεία, τα οποία κραυγάζουν έναν άνθρωπο μεγαλωμένο όχι σε στρατό άλλά σε στάνη. Σαν αγροίκος που, μόλις βγήκε στον κόσμο μπλέχτηκε σε φασαρία και μιλάει σε ανακριτή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tetartos Posted May 13, 2008 Share Posted May 13, 2008 Παρότι θα συμφωνήσω με τους... αποπάνω, πρέπει να συμφωνήσω και με σένα Ευθυμία. Δεν άντεξα να το διαβάσω όλο, μου την έσπασε και το παράτησα... Όσο κατάφερα να διαβάσω μου άρεσε μεν, ως προς τη λιτότητα της περιγραφής και το "στακάτο" ύφος αλλά δε μου άρεσε η παραβίαση του στοιχειώδους συντακτικού, δηλαδή ότι υπύρχαν τελείες (τέλος περιόδου) εκεί που δε θα έπρεπε να έχει τέλος περιόδου. π.χ. "Προσπάθησαν να κρατήσουν το δίχτυ. Να κάνουν το άλογο να πέσει κάτω." θα μπορούσε να έχει κόμμα, χωρίς να χαλάσει η στικτή αφήγηση. Παρόμοιο παράδειγμα είναι "Μόνο σε ανθρώπους κάνει να τα χρησιμοποιούμε. Σε άλλα πλάσματα δεν πιάνουν." Βέβαια, αυτό δε γίνεται πάντα, όπως στο "Νομίζω ότι περίμενε να πάω κοντά του, για να με χτυπήσει." όπου θα μπορούσε να το ξανακάνει (να βάλει τελεία ενδιάμεσα) κάτι που κάνει το κείμενο πιο ευανάγνωστο... Τέλος, η μυθολογία που είχα στο σπίτι μου έγραφε τους Σειληνούς με "ει" και τις γυναίκες Μύστριες. Αλλά τώρα με τη δημοτικιά, δεν ξέρω τι μου γίνεται... Ίσως θα έπρεπε να γράψουμε Σάτιρους (κατά το σάτιρα) και... Πιγές; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 13, 2008 Author Share Posted May 13, 2008 Εμ, θα απαντήσω μόνο στον Τέταρτο, λόγω του ότι οι αποδέλλοιποι έχετε το απόλυτο δίκιο σας και πρέπει να φτύσω τον εαυτό μου κατάμουτρα... Η Ελληνική Μυθολογία του Κακριδή ακολουθεί για τους Σάτυρους, τη γραφή με υ σε όλες της τις σελίδες αλλά για τους Σιληνούς έχει μπερδεμένη ορθογραφία. Κάποια κομμάτια της είναι γραμμένα με ει κι άλλα με ι. Αποφάσισα να κρατήσω το ι, διότι αυτό με προτρέπει να κάνω κι ο διορθωτής του word (και βολεύει κιόλας). Όσο για τις γυναίκες που μυούνται δεν βρήκα την αντίστοιχη λέξη ούτε καν στο Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής του Σταματάκου. Εφόσον όμως το έχεις δει σε βιβλίο σοβαρό, θα το κρατήσω κι ευχαριστώ. Ήταν όντως ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπισα εξαρχής. Όσο για τις Πυγές, είναι όντως Πυγές, όπως η πυγολαμπίδα κι η καλλίπυγος κόρη. Τώρα που το είδα: Ντίνο, τις γεωγραφικές τσόντες θέλω να τις κρατήσω για τις στιγμές που δε θα υπάρχει δράση, σαν reliefs, πέρα από τη χρήση για να ξεκουραστεί ο αναγνώστης. Και μάλλον δεν πρόκειται να λένε και πολλά. Ασφαλώς θα λένε λιγότερα απ' όσα λέει η τσόντα του παραδείγματος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted May 13, 2008 Share Posted May 13, 2008 Ευθυμία, κακώς τα βάζεις με το παλικάρι. Γιατί αυτός μια χαρά τα λέει, αλλά εσύ τα ακούς λάθος. Έτσι το κείμενο καταλήγει σαν fanfic Conan από άτομο που έχει δει μόνο για πέντε λεπτά τον Σβαρτσενέγκερ να ερμηνεύει το ρόλο. Κοινώς δεν έχεις πιάσει καλά τον τόνο της ομιλίας του, Το να μιλάει κοφτά σημαίνει ότι δίνει μόνο τις πιο χρήσιμες πληροφορίες και επιγραμματικά. Δεν μιλάει σαν τον οποιοδήποτε άλλο χαρακτήρα με λίγες περισσότερες τελείες. Για παράδειγμα, η πρώτη παράγραφος θα μπορούσε να γραφτεί κάπως έτσι: Δε συνάντησα ούτε εχθρό ούτε εμπόδιο στο δρόμο. Μόνο κάτι εμπόρους. Πήγαιναν για τη Μεγάλη Συμβολή. Είχαν μαζί τους και έναν μάγο, σε αντίθεση με εμάς.Η απουσία μάγου ήταν σοβαρή έλλειψη, το είχα σκεφτεί πολλές φορές αυτό από τότε που ξεκινήσαμε από τη στιγμή που ανέβαινα το άλογο στη Χθονίη. Δίχως μάγο δε θα καταφέρναμε να περάσουμε τις Πυγές. Ευτυχώς, πριν τις Πυγές κι ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Συμβολή, υπήρχε ένα χάνι όπου έμεναν συνέχεια μάγοι και εκεί θα βρίσκαμε κάποιον. Οι Κένταυροι όμως μας έκοψαν το δρόμο και μας οδήγησαν πιο βόρεια. Γενικά, περισσότερες αυτοτελείς προτάσεις, μικρές παραγράφους, περιεκτικά λόγια. Λίγο δύσκολο, αλλά μπορείς να το καταφέρεις. Στην ανάγκη ρε παιδί μου, άλλαξέ του το χαρακτήρα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 13, 2008 Author Share Posted May 13, 2008 Ευχαριστώ για τη βοήθεια, παιδιά. Κλασσικά κόλλησα στο ότι φταίει ο χαρακτήρας που διάλλεξα κι όχι η απροσεξία μου. Ωχ, και πρέπει και να το διορθώσω. Ωχ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted May 13, 2008 Share Posted May 13, 2008 Το να μιλάει κοφτά σημαίνει ότι δίνει μόνο τις πιο χρήσιμες πληροφορίες και επιγραμματικά. Πάνω-κάτω όλοι αυτό είπαν. Αλλά δεν είναι απαραίτητο να λέει λίγα ένας τέτοιος άνθρωπος. Πρέπει να λέει μόνο ουσιώδη πράγματα, και να τα λέει με απλό συνοπτικό τρόπο. Αυτό δε σημαίνει ότι προσέχει μόνο λίγες λεπτομέρειες. Μπορεί να λέει όσα και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι. Αλλά δε θα δώσει ποτέ σημασία στο χρώμα των ματιών κάποιου. Θα δώσει στο πόσο γεροδεμένος είναι. Δε θα τον νοιάξει, ομοιώς, το χρώμα ενός αλόγου, αλλά η ηλικία του ζώου και η κατάστασή της υγείας του έχει σημασία. Αν μιλάει εκ των υστέρω για γεγονότα, είναι ίσως ο αφηγητής που θα δώσει με εκπληκτική ακρίβεια τα γεγονότα, αλλά από τη δική του εμμονοληπτική και περιορισμένη οπτική. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted May 13, 2008 Share Posted May 13, 2008 Δε θα τον νοιάξει, ομοιώς, το χρώμα ενός αλόγου, αλλά η ηλικία του ζώου και η κατάστασή της υγείας του έχει σημασία. Εκτός πχ αν είναι μαύρο, οπότε δε θα φαίνεται καθαρά στο σκοτάδι και θα περάσει απαρατήρητος στη μυστική αποστολή του, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Αντίστοιχα, στις μάχες, θα πρέπει να σκέφτεται τακτικά. Πχ Ένας αριστερά μου. Με τόξο στα χέρια και σπαθί θηκαρωμένο στη ζώνη. Έτοιμος να ρίξει. Φοράει δερμάτινο θώρακα. Άλλοι δύο αριστερά. Πίσω από θάμνους. Πλησιάζουν προσεκτικά, ελπίζοντας να με αιφνιδιάσουν. Κι αυτοί με ελαφρές αρματωσιές. Δε θα κοιτάξει χαρακτηριστικά, αντίθετα θα ζυγιάσει την κατάσταση. Μπορεί πχ να πει:μελαμψός, με σχιστά μάτια και ατημέλητα μούσια. Τα σφιγμένα χείλη του και τα μισόκλειστα μάτια φανερώνουν εχθρικές διαθέσεις. Πιθανότατα ληστής των βουνών.Αλλά και πάλι, αυτός είναι ο τρόπος σκέψης του σε κάποιες καταστάσεις. Δεν είναι απαραίτητο να γίνει μανιέρα. Όταν πχ δει για πρώτη φορά τον έρωτα της ζωής του θα βγάλει το κάτι το ποιητικό, του κύναιδου δηλαδή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 15, 2008 Author Share Posted May 15, 2008 Βρήκα λίγο χρόνο, σήμερα το πρωί, (λείπει κι ο προϊστάμενος) και διόρθωσα μια στάλα το κείμενο. Μιας και τώρα που φαίνεται πολύ πιο βατό και στρωτό, θα κόψω (προς αγαλλίαση του Ντίνου) τα γεωγραφικά κομμάτια και θα συνεχίσω με τη δράση. Το παραθέτω εδώ, ως σημείο της αλληλοβοήθειας στο sff. Στην αρχή δε συνάντησα εμπόδια στο δρόμο. Βρήκα μόνο κάτι έμπορους που πήγαιναν για τη Μεγάλη Συμβολή. Είχαν ένα μάγο μαζί τους. Εμείς δεν είχαμε μάγο μαζί μας. Πολλές φορές το σκέφτηκα αυτό, ακόμη από τότε που ξεκινήσαμε. Θυμάμαι, το σκέφτηκα πρώτη φορά όταν ανέβαινα στο άλογο, στη Χθονίη. «Δεν έχουμε μάγο μαζί μας». Πώς θα περνούσαμε τις Πυγές; Πριν τις Πυγές κι ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Συμβολή, υπήρχε ένα χάνι όπου έμεναν συνέχεια μάγοι. Εκεί θα βρίσκαμε κάποιον. Αλλά οι Κένταυροι μας έκοψαν το δρόμο και μας οδήγησαν να περάσουμε πιο βόρεια. Ναι, το σκεφτόμουν και αυτό. Μας οδήγησαν. Δηλαδή είχαν σχέδιο να το κάνουν, να κλέψουν τις Μύστριες. Και να μας βάλουν μέσα στις Πυγές. Μάλλον για να μας πιάσουν οι Σάτυροι κι οι Σιληνοί και για να μη μείνουν ίχνη μας. Αλλά η Θίμνα; Ποιος της το έκανε αυτό που έπαθε; Αν είχαμε μαζί μας μάγο, θα ήξερε τι της συνέβη. Ούτε και στη Ζαντέ το χάνι είχαν μάγο. Έπρεπε να είχαμε μαζί μας έναν. Τόσοι Μύστες μαζί κι ούτε ένας μάγος. Κι η Επίτροπος της Πρωτογόνης μαζί. Να πηγαίνουν από πόλη σε πόλη χωρίς μάγο. Το σκεφτόμουν συνέχεια εκείνες τις μέρες. Προσπαθούσα να βρω μια εξήγηση. Ποιος το σκέφτηκε. Ποιος είπε «άσε, ας μην πάρουν μάγο μαζί τους». Γιατί έπρεπε να είχαμε μάγο μαζί μας. Αλλά δεν είχαμε. Άμα δεν το σκεφτόμουν τόσο, θα τους έβλεπα τους ληστές. Αλλά σκεφτόμουν. Και κάλπαζα κιόλας και σκεφτόμουν για το μάγο που δεν είχαμε. Λίγο πριν το χάνι για τους αγγέλους έχει κάτι λόφους. Είναι κάπως απότομοι και βραχώδεις και έχουν συκιές φυτρωμένες παντού. Ο δρόμος είναι ακόμη αμαξιτός προς τα κει, αλλά περνάει μέσα από τους λόφους κι είναι επικίνδυνος. Ληστές συνηθίζουν να κρύβονται στις συκιές και να επιτίθενται στους διαβάτες. Πρώτα έπεσε πάνω μου ένα δίχτυ, από τα χοντρά με τα σκοινιά, που έχουν οι κυνηγοί για να πιάνουν άγρια ζώα. Το άλογο σηκώθηκε στα πίσω πόδια και κόντεψε να με πετάξει κάτω. Κρατήθηκα, χώνοντας τις φτέρνες μου στα πλευρά του και βλαστήμησα. Τότε είδα με την άκρη του ματιού μου να πέφτουν από ανάμεσα στις συκιές τρία σώματα πάνω μου . Το άλογο είχε τρομάξει, άλλαξε θέση κι ο ένας ληστής έπεσε κάτω, αντί να πέσει πάνω μου. Οι άλλοι δύο πήδηξαν εξαρχής στο δρόμο, κρατώντας τις άκρες από το δίχτυ. Προσπαθούσαν να κάνουν το άλογο να πέσει κάτω. Ένας τέταρτος καθόταν ακόμη πάνω στη συκιά. Κρατούσε ένα ρόπαλο. Νομίζω ότι περίμενε να πάω κοντά του, για να με χτυπήσει. Αν το άλογο με πήγαινε κάτω από τη συκιά, θα με έφτανε. Δεν είχα όπλα, σπαθί ή κάποιο εγχειρίδιο μαζί μου. Απαγορευόταν από την αποστολή μας. Είχα όμως τα όπλα των Μυστών. Αλλά είχα ξαφνιαστεί και δε σκέφτηκα να τα χρησιμοποιήσω αμέσως. Μόνο αφού σηκώθηκε ο πρώτος ληστής από κάτω συνήλθα κάπως και ζύγισα την κατάσταση. Όσο δεν πλησίαζα τον ροπαλοφόρο, είχα πολλές ευκαιρίες να τα καταφέρω χωρίς να χρησιμοποιήσω τα όπλα των Μυστών. Όσο και να ζόρισα το άλογο, τελικά οι δύο ληστές κατάφεραν να μας τραβήξουν προς τη συκιά. Ο τρίτος ληστής που είχε πέσει κάτω δεν ξαναπροσπάθησε ν’ ανέβει πάνω μου, αλλά βοήθησε τους άλλους δύο. Δεν κάλεσα τους φασματικούς πέπλους, γιατί θέλει πολλή αυτοσυγκέντρωση. Άμα παλεύεις μ’ ένα τρομαγμένο άλογο, και τρεις ληστές, δε μπορείς να έχεις αυτοσυγκέντρωση. Μια ρευστοποίηση ήταν προτιμότερη. Ή μάλλον καλύτερα μια μεταμόρφωση. Προσευχήθηκα με το Μυστικό Παιάνα. Δίστασα να ζητήσω την πρώτη ή τη δεύτερη χάρη του θεού, γιατί ένας ταύρος ή ένα άλογο κάτω από ένα δίχτυ για ζώα δεν έχουν και πολλές ευκαιρίες να παλέψουν και να ξεφύγουν. Βιαστικά, γιατί είχα χάσει χρόνο, ζήτησα την τρίτη χάρη του Υδρόκερω και μεταμορφώθηκα σε φίδι πριν καν το καταλάβω. Γλίστρησα ανάμεσα από τις τρύπες απ’ το δίχτυ και σύρθηκα πάνω στο λαιμό του αλόγου. Το ζώο τινάχτηκε κι έπεσα κάτω, ανάμεσα στους τρεις ληστές. Ούρλιαξαν από την τρομάρα τους και παράτησαν το δίχτυ. Ο τέταρτος ληστής προσπάθησε να πηδήξει κάτω, προφανώς ήθελε να μου πατήσει το κεφάλι. Πρόφτασα όμως και χώθηκα κάτω από τα βράχια. Προσευχήθηκα πάλι με το Μυστικό Παιάνα και ζήτησα την πρώτη χάρη του θεού. Έγινα ταύρος και σηκώθηκα όρθιος. Ο βράχος αναποδογύρισε από τη διαφορά όγκου και η συκιά ξεριζώθηκε με κρότο. Ο ληστής είχε προλάβει να πέσει στο δρόμο, αλλά όταν είδε τα κέρατα του ταύρου το ‘σκασε τρομαγμένος, πίσω από τους συντρόφους του, παρατώντας το ρόπαλό του. Το άλογό μου τρόμαξε κι αυτό. Άρχισε να τρέχει, αλλά το δίχτυ που έσερνε πίσω του πιάστηκε σε μια συκιά και το ζώο έπεσε κάτω. Περίμενα να απομακρυνθούν αρκετά οι ληστές, πήρα πάλι τη δική μου μορφή κι ελευθέρωσα το άλογο. Ευτυχώς δεν είχε πάθει τίποτε. Μου πήρε κάμποση ώρα να το ηρεμήσω, αλλά τελικά τα κατάφερα. Βοήθησαν και κάτι μήλα που μου είχε δώσει η Γαλάτεια πριν φύγω από το χάνι. Βιαστικά για να μη γυρίσουν οι ληστές, ανέβηκα στη σέλα και συνέχισα για το Πέρασμα της Χελώνης. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 15, 2008 Share Posted May 15, 2008 Στην πρώτη παράγραφο η επανάληψη κάποιων λέξεων με ενόχλησε. Ήταν περιττές και ο ήρωας μας είναι λιτός στην αφήγηση. Στην δεύτερη παράγραφο οι επαναλήψεις δεν με ενόχλησαν γιατί εδώ ο αφηγητής μου φαναιρώνει την διαδικασία σκέψης που τον οδήγησε σε κάποιο συμπέρασμα. Το υπόλοιπο κείμενο πάει καλύτερα καθώς είναι καλύτερος στο να περιγράφει δράση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted September 12, 2008 Author Share Posted September 12, 2008 Για να γιορτάσω το τέλος των εχθροπραξιών με τον Ορφέα (τελείωσα τη διόρθωση του κειμένου όλου και τώρα το διαβάζω μια τελευταία φορά για λίγες πινελίες-παύλα-λεπτομέριες, που θα κάνουν πιο πικάντικο), είπα να σας δώσω μια γεύση, έτσι για το καλό, ένα μεζεδάκι. Είναι οι πρώτες σελίδες του κειμένου. Στην ουσία είναι μια σχεδόν λέξη προς λέξη περιγραφή ενός πολύ έντονου ονείρου που είδα ξημερώματα 20ης Απριλίου τρέχοντος έτους. Ήταν τόσο ζωντανό, που ξύπνησα και ήμουν σε υπερένταση. Enjoy. Θύμνα Δεν ξέρει αν είναι τρεις ή τέσσερις. Δεν ξέρει αν είναι σε άλογα ή απλώς πετούν -μήπως είναι μάγοι; μήπως είναι αερικά; Δεν ξέρει αν ανήκει στη συντροφιά τους ή αν πετάει δίπλα τους αόρατος. Δεν ξέρει καν αν είναι αρσενικός ή θηλυκιά. Ξέρει μονάχα ότι ταξιδεύει μέσα στο νυχτωμένο δάσος, έχει την αίσθηση κάποιων ανθρώπων γύρω του (γύρω της), ξέρει ότι το σώμα που ορίζει ανήκει κι αυτό στη φυλή που λέγεται ανθρώπινη. Και ξέρει και το όνομα στο οποίο ακούει. Θύμνα. Πόσον καιρό συμβαίνει αυτό; Από πάντα; Σαν τους καταραμένους του παραμυθιού, που καλπάζουν κάθε νύχτα από την αυγή του χρόνου μέσα στα έγκατα της γης; Ή μήπως μόλις πριν λίγο ξεκίνησε; Να ‘ναι το αποτέλεσμα κάποιας καλής ή κακής πράξης; Κι αν ναι ποιος την έκανε την πράξη αυτή; Ο ίδιος (η ίδια) ή μήπως κάποιος από τους ανθρώπους που τρέχουν δίπλα του (δίπλα της) αλαφιασμένοι, κατάχλωμοι, η χλωμάδα τους ξεχωρίζει ακόμη και σ’ ετούτη τη σκοτεινιά; Να προσπαθούσε να θυμηθεί το παρελθόν; Ανατριχιάζει. Το δέρμα του (το δέρμα της) γεμίζει μικροσκοπικά εξογκώματα. Νιώθει την ανατριχίλα σαν ένα κύμα που ξεκινάει από τα νεφρά, διατρέχει το πίσω μέρος του σώματος προς κάθε κατεύθυνση και εισβάλει μπροστά από παντού, τους ώμους, τα πλευρά και τα πόδια. Κι όταν βγει μπροστά, αλλού επιταχύνει κι αλλού κόβει την ορμή του, ώστε απ’ όλο το κορμί να φτάσει στο ίδιο σημείο, χαμηλά στο υπογάστριο, την ίδια στιγμή. Ανατριχίλα. Άνθρωπος. Θύμνα. Θύμνα; Το όνομα αυτό μοιάζει γυναικείο. Υπάρχει μια κάποια παράδοξη ποιότητα στον ήχο του, που δε μοιάζει με καμμιά άλλη λέξη που έχει ποτέ ακούσει. Θα μπορούσε όμως να είναι κι αντρικό και να θυμάται μόνο τον ήχο του ονόματος όπως τον προφέρουν τα άλλα χείλη όταν τον καλούν. «Θύμνα, βάλε μου νερό.» «Θύμνα, σέλωσε τ’ άλογα.» «Ας στείλουμε το Θύμνα στη σκοπιά.» Αρσενικό ή θηλυκό όνομα; Και ποιος το έδωσε σ’ ετούτο το πλάσμα; Είναι σκοτεινά. Νύχτα. Κάτι σαν φεγγάρι παίζει με τα φυλλώματα, αλλά πώς να ‘σαι σίγουρος (σίγουρη) με τέτοια τρεχάλα; Κλαδιά και φύλλα χτυπούν το πρόσωπο. Μπροστά και πίσω τους οι πυγολαμπίδες ανάβουν τα φώτα τους, εκεί που στέκονται οι καβαλάρηδες σβήνουν και κρύβονται τρομαγμένες. «Ο άνθρωπος φέρνει το σκοτάδι», μια σκέψη που αστράφτει στο μυαλό σαν οδυνηρή αλήθεια. Όμως εκείνος (εκείνη) ξέρει ότι δεν είναι αυτή η αλήθεια, δεν είναι αυτός ο λόγος που σβήνουν τα αιθέρια φώτα των πυγολαμπίδων. Υπάρχει μια παρουσία, μια αόρατη ύπαρξη, κάποιο ον ασύλληπτο από τον ανθρώπινο νου, που τους ακολουθεί. Άραγε να προκαλεί αυτό το ον τούτο το φρενιασμένο τρέξιμο; Θύμνα. Ανατριχίλα. Άνθρωπος; Ξαφνικά τα δέντρα αραιώνουν. Το φεγγάρι φωτίζει λίγο καλύτερα, μια φλοίδα μαργαριταρένιου φωτός, μ’ αστέρια ένα γύρω. Φαίνεται ανάμεσα στα φύλλα μια απλωσιά, σαν κάμπος. Όταν και το τελευταίο κλαδί έχει μείνει πίσω τους κι οι πυγολαμπίδες ξανανάβουν τις φωτιές τους, βλέπει μια απέραντη πεδιάδα ν’ απλώνεται ως εκεί που μπορεί να φτάσει το μάτι, απαλοί λόφοι, ελιές κι αμπέλια και στάρι και σύλφιο κι ο ποταμός να χορεύει ασημένιος ανάμεσά τους. Είναι ψηλά, ψηλότερα από κάθε λόφο, αλλά όχι ψηλότερα από τις πηγές του ποταμού, τέσσερις, είναι τέσσερις κι ενώνονται ανά δύο οι ροές και στο τέλος γίνονται ένα μεγάλο ποτάμι που πέφτει από τα βράχια με πάταγο, πριν αρχίσει το τεμπέλικο σύρσιμο στον κάμπο. Και τότε, τότε, ανοίγει το στόμα του (το στόμα της) κι ακούει μια βραχνή φωνή να βγαίνει από το στομάχι κι από την κοιλιά. -Ω κραταιέ Ταύρε, ποταμέ των Τεσσάρων Πηγών, ποταμέ των Αρχαίων Πυγών… Ο κοντινότερος καβαλάρης γυρίζει ξαφνιασμένος. Τον ξάφνιασε η φωνή ή η παρουσία; Βγάζει μια μικρή κραυγή «Θύμνα!» λέει και τίποτ’ άλλο. Μόνο που η κραυγή του κάνει τους υπόλοιπους να κεντρίσουν τ’ άλογά τους, να τρέξουν περισσότερο κι ο Θύμνας (η Θύμνα) ακολουθεί. Μουρμουρητά. «Ποιος τόλμησε;» «Αν δεν είναι ξένος…» «Από το Αίσιο, τη Φιλύρα ή τον Οφθαλμό;» «Θ’ αστειεύεσαι βέβαια… Μόνο ξένος θα τολμούσε…» «Τι αστεία τέτοιες ώρες να κάνεις;» «Προστασία! Στη Ζαντέ το χάνι…» Τα μουρμουρητά δεν τον αφορούν (δεν την αφορούν). Ξέρει τα μέρη για τα οποία μιλάνε, ξέρει για τις πόλεις των κορυφών, το Αίσιο με τις λιμνούλες του, τη Φιλύρα τη μελισσομάνα, τον Οφθαλμό, πνιγμένο στις καστανιές, ξέρει και για την όμορφη Μελιδόνα που δεν αναφέρθηκε. Ξέρει και τη Ζαντέ το χάνι, έτσι το λένε, τη Ζαντέ κι όχι του Ζαντέ, από κάποια ιδιοτροπία του χτίστη του. Λίγο ακόμη αν προχωρήσουν μ’ ετούτο το ρυθμό, λίγα λεπτά και θα το δουν, στα αριστερά του δρόμου, μετά τον καταρράκτη, στο πρώτο γεφύρι του ποταμού, στο Πρώτο Γεφύρι. Και ξέρει ότι αυτό που λένε, η προστασία, είναι κάτι που τη Ζαντέ το χάνι παρέχει σε όλους, δίκαιους και άδικους κι ανθρώπους κι αερικά. Αλλά δεν ξέρει ποιες είναι οι «τέτοιες ώρες». Δεν ξέρει και σαν να τρέμει λιγάκι, σαν να φταίει ο ίδιος (η ίδια) για ό,τι συμβαίνει ετούτη τη στιγμή. Τρέχουν και τρέχουν κι η κίνηση είναι κυματιστή και απαλή κι ακόμη δεν έχει καταλάβει αν καλπάζουν πάνω σε άλογα ή πετούν. Οι υπόλοιποι έχουν σχηματίσει γύρω του (γύρω της) ένα τείχος από κορμιά, μια σάρκινη πανοπλία, αλλά και πάλι δε μπορεί να μετρήσει αν είναι τρεις ή τέσσερις. Φάνηκε τη Ζαντέ το χάνι. Ούτε είκοσι μέτρα από τη δημοσιά, πεντακόσια από το Πρώτο Γεφύρι. Φως βγαίνει από τα παράθυρα και την πόρτα με το παραπέτασμα από ξύλινες χάντρες. Πίσω τους ακόμη φωτίζουν τη νύχτα οι πυγολαμπίδες και παρ’ όλο που κανείς τους δεν το βλέπει, υπάρχει και μια απειλή, ζωντανή, ολοζώντανη και σιωπηλή, βαριά σαν βλέμμα τρελού, ανάμεσα στα φώτα των εντόμων και τα δέντρα. -Πιο γρήγορα! μουγκρίζει κάποιος πίσω του (πίσω της), μια φωνή που την έχει ξανακούσει. Πότε; Ο δρόμος του δάσους βγάζει στη δημοσιά. Η δημοσιά βγάζει στο Γεφύρι, ο ποταμός γουργουρίζει κάτω από τα πόδια τους καθώς τον διαβαίνουν, απειλητικό γουργουρητό, δεν έχει πολλή ώρα που έπεσε με ορμή από το βουνό στην πεδιάδα κι ακόμη γκρινιάζει για την κακομεταχείριση. Το χάνι δεν έχει περίβολο, ούτε κάποιου άλλου είδους μάντρα, η προστασία που παρέχει είναι μόνο μέσα στους τοίχους του. Έξω από την πόρτα -ζεστό κίτρινο φως, φιλτραρισμένο από το παραπέτασμα με τις ξύλινες χάντρες-, σταματούν και ξεπεζεύουν. Τελικά ήταν πάνω σε άλογα, καστανές δυνατές φοράδες, με στόματα γεμάτα αφρούς. Κάποια έχει ένα λευκό πίσω πόδι, αλλά ο Θύμνας (η Θύμνα) στρέφει το βλέμμα στην πόρτα με το κίτρινο φως. Δυο άνθρωποι στέκονται μέσα στο χάνι και τους κοιτούν. Δυο γυναίκες. Μάνα και κόρη; Μπορεί και όχι, αλλά μάλλον δεν έχει σημασία. Οι υπόλοιποι βγάζουν τα καλπάκια τους και τα χτυπούν στην παραστάδα της πόρτας πριν μπουν. Ξορκίζουν το κακό. Το κάνει κι αυτός (κι αυτή), τι έχει να χάσει; Η πιο νέα από τις γυναίκες τον κοιτάζει (την κοιτάζει) κάτω από πυκνές μαύρες βλεφαρίδες. Τα μάτια της είναι πιο μαύρα κι από κάρβουνα και κάπου στο βάθος τους κρύβεται μια παράξενη φλόγα. Χωρίς να ξέρει γιατί, χωρίς κανείς απ’ όσους είναι παρόντες να μιλήσει, απλώνει το χέρι. Εκείνη του δίνει το δικό της χαρούμενη. Κι ύστερα την τραβάει πάνω του (πάνω της), σφίγγει τη λεπτή της μέση με τα δυο χέρια και κλέβει ένα φιλί από τα κόκκινα χείλη της. Σιωπή, ξαφνική. Όχι ότι μιλούσε κανείς ως τότε, αλλά να, μπορεί να μην ξέρει τίποτε, αλλά ξέρει να ξεχωρίζει μια ξαφνική σιωπή από μια φυσική σιγαλιά. Οι σύντροφοί του (οι σύντροφοί της), αν είναι αυτός ο ρόλος τους, τον κοιτάζουν παράξενα, κάπως θλιμμένα και το ίδιο κάνει και το κορίτσι. Που το λένε Μαρουλιώ. Το Μαρουλιώ. Έτσι το λένε. Η άλλη γυναίκα δεν κοιτάει. Έχει το κεφάλι της χαμηλά, πού και πού το ψευτοσηκώνει, αλλά γενικά το κρατάει χαμηλωμένο, μουρμουρίζει μισοθυμωμένη, μισοτρομαγμένη. Τότε ένας από τους συντρόφους του Θύμνα (της Θύμνας) την πλησιάζει και λέει: «Το δυτικό παράθυρο… Ίσως ξαναγυρίσει πιο γρήγορα έτσι.» Ο Θύμνας (η Θύμνα) δεν τραβάει τα χέρια του (της) από τη μέση της Μαρουλιώς. Το κορίτσι τον οδηγεί (την οδηγεί) αργά, προσέχοντάς τον (προσέχοντάς την) ν’ ανέβει μια ξύλινη σκάλα. Στο τέλος της σκάλας διαβαίνουν μαζί μια πόρτα, χωρίς θυρόφυλλο κι αυτή, μ’ ένα παραπέτασμα από ξύλινες χάντρες στη θέση του. Το δωμάτιο είναι κοριτσίστικο και μυρίζει μαστίχα και νούφαρα κι έχει ένα μοναχικό παράθυρο που βλέπει δυτικά, στο δάσος με τις πυγολαμπίδες. Το φεγγάρι είναι ακόμη ψηλά, όταν το Μαρουλιώ τον βάζει (τη βάζει) να κοιμηθεί, κάνοντας στο μαξιλάρι ένα σημάδι αποτρεπτικό. Υπακούει. Τα σεντόνια είναι δροσερά κι αρωματισμένα και το λειψό φως της σελήνης κανακευτικό. Κούραση, πόση κούραση νιώθει. Ας αφήσει τις απορίες για μετά. Ας κοιμηθεί λιγάκι. Ναι. Πριν τα μάτια του (τα μάτια της) κλείσουν, τρεις λέξεις περνούν απ’ το μυαλό: Ανατριχίλα; Άνθρωπος; Θύμνα; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.