Jump to content

Κεφάλαιο 30, Το Παραμύθι του Μιχαήλ


Arachnida

Recommended Posts

Σημείωση: Ανεβάζω το τριακοστό κεφάλαιο από το Βασίλειο της Αράχνης. Είναι ένα (σχεδόν) αυτοτελές παραμύθι, που βρίσκεται προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου (Περπατώντας στα Σκαλοπάτια των Νεκρών). Δεν περιέχει παρά ελάχιστα spoilers. Είναι λίγο μεγάλο, αλλά θα χαρώ να διαβάσω σχόλια, κριτική και παρατηρήσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30

Το παραμύθι του Μιχαήλ

 

 

Η ΑΠΟΦΑΣΗ για την αποστολή είχε ληφθεί πριν από μερικές μέρες απ’ τον Καστριαίο Σάντι Δίκαιο τον Ε΄. Δίχως άλλο, ο Μπαρταντίν είχε βάλει το χεράκι του στη λήψη αυτής της απόφασης, όμως ο ρόλος του δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρος, όπως και όσα σχετίζονταν εκείνες τις μέρες μαζί του. Σε κάθε περίπτωση, ο Άρχοντας του Ανατολικού Πύργου αποφάσισε να εναποθέσει τις ελπίδες του σε έναν τοπικό, λαϊκό μύθο που ανακάτευε μυστηριώδη πρόσωπα, άγνωστα μέρη και μια περγαμηνή σπουδαίας, απόκρυφης δύναμης.

 

Κάπου στις χώρες που έχουν από χρόνια σκεπάσει με τη σκιά τους οι Πεδιάνθρωποι, ζούσε ένας άνθρωπος με ικανότητες πάνω απ’ το κανονικό. Λίγοι τον είχαν συναντήσει τις μέρες πριν την εισβολή και ακόμα λιγότεροι είχαν μιλήσει μαζί του, αλλά κανείς απ’ τους ντόπιους δεν αμφισβητούσε την ύπαρξή του, όπως κανείς δεν αμφισβητεί την ύπαρξη των νεράιδων, των λαμιών και των αγίων. Θεωρούνταν σοφός και γνωστικός, ακόμα κι αν δεν ήταν τόσο μεγάλος στην ηλικία, ώστε αυτά τα δύο προτερήματα να θεωρούνται φυσικά. Αλλά και πάλι κανείς δεν ήξερε με ακρίβεια την ηλικία του.

 

Για κάποιο λόγο, έπειτα από τις πειστικές διαβεβαιώσεις του Μπαρταντίν, ο Άρχοντας της Αδιγχάρα πίστεψε πως αυτός ο σοφός είχε στην κατοχή του, ανάμεσα σε άλλους θησαυρούς και κειμήλια, το τρίτο κομμάτι της περγαμηνής. Και σε όποιον ήξερε να διαβάσει τα σημάδια πάνω στο τρίτο κομμάτι, θα του φανερωνόταν το μέρος στο οποίο παρέμενε αθέατο για χρόνια το τέταρτο και τελευταίο.

 

Οι παλιές ιστορίες μιλούσαν για έναν κυβικό πύργο από βασάλτη, που ήταν κρυμμένος σε ένα απρόσιτο ξέφωτο του δάσους ανάμεσα στο Δρακοδόντι και την Αδιγχάρα. Κανείς δεν ήξερε πότε είχε δημιουργηθεί ο πύργος και από ποιους, αλλά κάθε ξυλοκόπος και κυνηγός είχε τη δική του θεωρία, κι ας μην τον είχαν δει ούτε από μακριά. Πολλοί, βέβαια, είχαν ισχυριστεί ότι μέσα στην ομίχλη είχαν δει κάτι που έμοιαζε με τον πύργο, αλλά ο μόνος που είχε πάει στο πύργο όπου κρυβόταν ο σοφός ήταν μια γενναία κοπέλα, η Βελόντια από το Χθόνιο. Και αυτό είχε συμβεί μόνο σε ένα λαϊκό παραμύθι…

 

***

Το Χθόνιο, τον παλιό καιρό, πριν από την εισβολή των Πεδιανθρώπων, ήταν ένα μικρό χωριό στους πρόποδες της Αδιγχάρα. Οι κάτοικοί του καλλιεργούσαν κι εμπορεύονταν στάρι, απ’ το μεγάλο οροπέδιο που ξεκινούσε μπροστά στις πόρτες των σπιτιών τους, ανατολικά της πόλης. Συγκέντρωναν το στάρι στις αποθήκες τους και το χειμώνα τροφοδοτούσαν τη μεγάλη πόλη, που ήταν χτισμένη χίλια πόδια πιο ψηλά. Στα χρόνια που ακολούθησαν τις επιδρομές των Πεδιανθρώπων, το χωριό σταδιακά εγκαταλείφθηκε απ’ τους κατοίκους του, αλλά ποτέ δεν τράβηξε το ενδιαφέρον των εισβολέων, μιας και οι πλαγιές που το χώριζαν απ’ την πόλη ήταν απελπιστικά απόκρημνες.

 

Τον καιρό του παραμυθιού, το Χθόνιο ήταν ένα εύρωστο χωριό, που δεν είχε σκεπαστεί ακόμα απ’ τη σκιά του πολέμου και ο Μιχαήλ ήταν ένας απλός χωρικός σαν τόσους και τόσους άλλους. Όπως όλοι, είχε ακούσει σε διηγήσεις από τους γηραιότερους πως ένας μυστηριώδης σοφός έκανε την εμφάνισή του στα χωριά της περιοχής, άλλοτε βοηθώντας όσους είχαν ανάγκη και άλλοτε καταστρέφοντας τους αλαζόνες, αλλά ποτέ του δεν τα είχε πιστέψει αυτά. Ο Μιχαήλ πίστευε ότι κάθε άνθρωπος ορίζει τη μοίρα του και καμία δύναμη στον κόσμο δεν μπορούσε να την κάνει καλύτερη ή χειρότερη.

 

Η θεοσεβούμενη οικογένειά του είχε ένα μύλο που δούλευε με αέρα το φθινόπωρο και με νερό την άνοιξη και, μιας και ήταν ένας γερός μύλος, είχαν τον τρόπο τους να περνούν χωρίς πολλές στερήσεις, ακόμα κι όταν η βαριά ανάσα του χειμώνα τούς έκλεινε για μήνες στο σπίτι. Ο Μιχαήλ είχε τέσσερις διαλεχτές αδερφές, την Άννα, τη Δήμητρα, τη Ράνια και τη Βελόντια. Η Άννα, η μεγαλύτερη, ήταν εργατική σαν την αράχνη, η Δήμητρα, η επόμενη, ήταν υπομονετική σαν την αράχνη, η Ράνια ήταν λεπτεπίλεπτη σαν τον ιστό της αράχνης και η Βελόντια, η μικρότερη, ήταν πανέμορφη και η πιο έξυπνη απ’ όλες.

 

Κάποτε, όταν πολύ νερό είχε κυλήσει στο αυλάκι του μύλου και πολύς αέρας είχε φυσήξει στη φτερωτή του, οι γονείς του Μιχαήλ έφυγαν απ’ τη ζωή. Πριν, όμως, ο πατέρας του πεθάνει, φώναξε πάνω απ’ το κρεβάτι του το δακρυσμένο Μιχαήλ και του είπε με την τελευταία πνοή του: «Την ευχή μου να έχεις κι εσύ, Μιχαήλ, πολυαγαπημένε και μονάκριβέ μου, και οι τέσσερις αδερφές σου. Τώρα που κλείνω τα μάτια, αφήνω εσένα να τις προσέχεις στη ζωή, γιε μου, δε θα ’χουν άλλον κανένα στον κόσμο. Ξέρω ότι τις αγαπάς πολύ, αλλά μην τις κρατήσεις κοντά σου περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Αν έρθει γαμπρός να τις γυρέψει, και αυτές συμφωνούν, μη διστάσεις να τις παντρέψεις, γιατί αυτό θα είναι το τυχερό τους».

 

Από εκείνη την πένθιμη μέρα πέρασαν κάμποσοι μήνες και ένα βροχερό βράδυ που ο Μιχαήλ δειπνούσε, όπως συνήθιζε, με τις τέσσερις αδερφές του, ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Ο Μιχαήλ σηκώθηκε παραξενεμένος, γιατί η ώρα ήταν περασμένη και ο καιρός κακορίζικος. Πήγε μέχρι την πόρτα και ρώτησε: «Ποιος είναι τέτοια ώρα στο κατώφλι μας;»

 

Αμέσως, απ’ την άλλη πλευρά, μια βραχνή φωνή απάντησε: «Είμαστε τέσσερις ξένοι έμποροι από μακριά. Μας έπιασε η νεροποντή στο δρόμο μας για την Αδιγχάρα. Αν έχετε την καλοσύνη, άρχοντες, ανοίξτε μας λίγο να ξαποστάσουμε, ώσπου να κοπάσει η μπόρα, και μετά θα κινήσουμε ξανά. Ευλογία η βροχή που πέφτει για τον αγρότη, αλλά κατάρα για τον ταξιδιώτη».

 

Ο καλόκαρδος Μιχαήλ λυπήθηκε τους ξένους που δέρνονταν απ’ τη βροχή και τους άνοιξε. Αντίκρισε απέναντί του τέσσερα γεροδεμένα, όμορφα παλικάρια, περίπου στην ηλικία του, που φορούσαν μαλακές γούνες γύρω απ’ το λαιμό και είχαν ριγμένα στους ώμους καφετιά, βαριά πανωφόρια. Οι γούνες και τα πανωφόρια τους έσταζαν, αλλά και οι τέσσερις αρνήθηκαν με ευγενικά νεύματα την προσφορά της Άννας να τους απαλλάξει απ’ αυτά.

 

Ο άντρας που είχε μιλήσει κοίταξε καλά καλά το χώρο και τους αγνώστους γύρω του και αφού ξερόβηξε για να καθαρίσει κάπως τη φωνή του, είπε κάνοντας μια ευγενική υπόκλιση: «Είστε πολύ ευγενικοί όλοι σας. Εμένα με λένε Χαβέζ».

 

Μετά έδειξε τους συντρόφους του και συνέχισε: «Αυτός είναι ο Βαϊζάν, αυτός ο Αϊλκούν και ο τελευταίος και μικρότερος είναι ο Καντού. Σας ευχαριστούμε απ’ τα βάθη της καρδιάς μας για τη φιλοξενία σας. Αν δε σας πειράζει, θα καθίσουμε κοντά στο τζάκι ώσπου να τελειώσετε το φαγητό σας. Μόλις η βροχή σταματήσει έστω και λίγο, θα σας αδειάσουμε τη γωνιά».

 

Ο Μιχαήλ απάντησε κι αυτός με μια βαθιά υπόκλιση: «Είμαι ο Μιχαήλ, άρχοντας στο σπίτι μου, και αυτές είναι οι τέσσερις παινεμένες αδερφές μου, η Άννα, η Δήμητρα, η Ράνια και η Βελόντια, η μικρότερη. Όσο εγώ είμαι οικοδεσπότης, θα μείνετε στο σπίτι μου ως φιλοξενούμενοι. Για το βράδυ μη σας νοιάζει, γιατί έχουμε μέρος για να κοιμηθείτε. Τώρα, όμως, ελάτε στο τραπέζι μας γιατί χώρο έχει μπόλικο, η σούπα μας θα περισσέψει και το βαρέλι με την μπίρα έχει αρχίσει να παλιώνει περισσότερο απ’ όσο αξίζει. Όσο η Άννα γεμίζει τις γαβάθες σας, η Δήμητρα φέρνει τα κουτάλια σας και η Ράνια φροντίζει για τις κούπες σας, πιάστε τις θέσεις δίπλα στο τζάκι για να ζεσταθείτε. Αυτός ο παλιόκαιρος δε δείχνει έλεος ούτε σε βασιλιά ούτε σε ζητιάνο».

 

Οι τέσσερις έμποροι κάθισαν ανακουφισμένοι κοντά στη φωτιά, ενώ η γάτα του σπιτιού που γουργούριζε από ώρα στην αγκαλιά της Βελόντια ξαφνικά γούρλωσε τα κίτρινα μάτια της, οι τρίχες στο σβέρκο της ανασηκώθηκαν και έφυγε τρέχοντας τρομαγμένη προς τα μέσα δωμάτια.

 

Ο άντρας που είχε πει πως τον έλεγαν Χαβέζ μίλησε στον Μιχαήλ που καθόταν στα αριστερά του: «Μας άνοιξες την πόρτα σου, μας έβαλες στο σπίτι σου, μας προσκάλεσες στο τραπέζι με τις παινεμένες αδερφές σου και μας έβαλες να καθίσουμε στα δεξιά σου. Η ευγένεια και η καλοσύνη σου θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας και στη θύμησή μας, Μιχαήλ απ’ το Χθόνιο».

 

Ο Μιχαήλ τον έπιασε φιλικά απ’ τους ώμους και του είπε σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι του: «Τα ονόματά σας μαρτυρούν πως κατάγεστε από μακριά και ίσως δεν έχετε ξαναέρθει στην επαρχία μας. Εμείς εδώ το έχουμε κακό απ’ το Θεό να διώχνουμε ή να κακομεταχειριζόμαστε τους μουσαφίρηδες. Στην υγειά μας, φίλοι μου!» Ο Μιχαήλ, ακουμπώντας την πλούσια γούνα που είχε ο Χαβέζ γύρω απ’ το λαιμό του, ένιωσε παράξενα κι αισθάνθηκε τις τρίχες στο δικό του λαιμό να σηκώνονται, αλλά από ευγένεια δεν είπε τίποτα.

 

Ο Χαβέζ, αφού κοίταξε τους τρεις συντρόφους του, που φάνηκαν με ένα νεύμα να δίνουν σιωπηλά τη συγκατάθεσή τους, σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Εμείς έχουμε ένα έθιμο στον τόπο μας, φυλαγμένο μόνο για ειδικές περιστάσεις. Όταν μια φιλία γεννιέται, πρέπει να το επισφραγίσουμε δυναμώνοντας μια φλόγα».

 

Μετά έχωσε το χέρι του μέχρι τον ώμο στο πανωφόρι του και έβγαλε ένα χοντρό κομμάτι δέρματος, που στα μάτια του Μιχαήλ είχε το ίδιο χρώμα και το ίδιο σχήμα με τις περγαμηνές που χρησιμοποιούν οι ευγενείς για να γράφουν. Οι υπόλοιποι έμποροι τον μιμήθηκαν κουνώντας ζωηρά το κεφάλι και ο Χαβέζ, αφού πήρε και τα δικά τους κομμάτια, τα πέταξε όλα στο τζάκι. Η φλόγα φούντωσε για μια στιγμή και μια βροχή από σπίθες πετάχτηκαν απ’ τα κούτσουρα που έτριξαν. Ο Χαβέζ παρακολούθησε για λίγο τη φωτιά κι έπειτα επέστρεψε με ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο τραπέζι.

 

Κάθισε ξανά δίπλα στον Μιχαήλ και ευδιάθετος του είπε: «Μιχαήλ, ο τόπος μας βρίσκεται σε ένα μακρινό βασίλειο. Για να φτάσεις εκεί, πρέπει να διασχίσεις τέσσερις φορές οχτώ βουνά και σαράντα χώρες έξω απ’ το χάρτη. Χρόνια τώρα ταξιδεύουμε περνώντας από πολλούς τόπους, συναντώντας πολλούς ανθρώπους και πλουτίζοντας με πολλούς τρόπους. Κανείς, όμως, δε μας υποδέχτηκε τόσο ανοιχτόκαρδα όσο εσύ και οι όμορφες αδερφές σου και κανείς δε μας πρόσφερε τόσο αλμυρή σούπα και τόσο γλυκιά μπίρα.

 

»Για τη ζωή μας, δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε κάτι καλύτερο. Θέλεις να μας δώσεις τις αδερφές σου για γυναίκες μας; Ίσως κάνεις οχτώ χρόνια να τις ξαναδείς κι αυτές δεκαέξι για να ξαναδούν τον τόπο τους, μα εκεί όπου θα πάμε θα ζουν ευτυχισμένες, απολαμβάνοντας τις τιμές που πρέπουν μόνο στις τυχερότερες πριγκίπισσες. Κάθε σκέψη τους θα πραγματοποιείται πριν ακόμα την επιθυμήσουν και κάθε επιθυμία τους θα πραγματοποιείται πριν ακόμα τη σκεφτούν».

 

Ο Μιχαήλ κοίταξε τις αδερφές του, που όλες, εκτός απ’ τη Βελόντια, χαμογέλασαν, έσκυψαν αμήχανα το κεφάλι και σκούντηξαν η μία την άλλη με κόκκινα μάγουλα. Τα ξένα παλικάρια ήταν όμορφα σαν ζωγραφιές, είχαν αρχοντικά ονόματα κι εκείνες από πάντα ήθελαν να ταξιδέψουν μακριά απ’ το χωριό τους και να δουν τα μέρη του κόσμου. Και ποιος δε θέλει;

 

Ο Μιχαήλ χαμογέλασε κι αυτός πλατιά και είπε υψώνοντας ξανά το ποτήρι του: «Εμείς έχουμε έθιμο να τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας όταν μαζευόμαστε για να γιορτάσουμε ένα χαρμόσυνο γεγονός. Μάλλον ήταν θέλημα Θεού να βρεθείτε εδώ απόψε. Ας γιορτάσουμε, ας πιούμε κι ας γλεντήσουμε, φίλοι μου!»

 

Καθώς τη σάλα του σπιτιού γέμισαν γέλια και φωνές, η μόνη που παρέμενε σκεφτική ήταν η Βελόντια, η ομορφότερη και η εξυπνότερη απ’ όλες τις αδερφές. Παρατηρώντας καλύτερα τους τέσσερις εμπόρους, είδε πως δεν είχαν αγγίξει ακόμα τα κουτάλια τους και δεν είχαν πιάσει τα ποτήρια τους για να ανταποδώσουν την πρόποση του αδερφού τους. Επίσης, δεν είχε ακούσει ποτέ για τόπο στον οποίο έριχναν αντικείμενα στο τζάκι για να φουντώσουν τη φλόγα κι ούτε καταλάβαινε γιατί, παρά τη ζέστη, οι τέσσερις έμποροι δεν ξεφορτώνονταν τα πανωφόρια τους. Ξαφνικά αισθάνθηκε πως κάτι άσχημο επρόκειτο να συμβεί και η καρδιά της σφίχτηκε: οι τέσσερις ξένοι δεν κουβαλούσαν πράγματα μαζί τους. Δεν μπορεί έμποροι να ταξίδευαν για καιρό χωρίς να κουβαλούν πραμάτεια ή εφόδια μαζί τους.

 

Το χτύπημα που ακούστηκε τέσσερις φορές στην πόρτα του σπιτιού του Μιχαήλ έκανε τις κοπέλες να αναπηδήσουν στη θέση τους. Οι μουσαφίρηδες κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι μεταξύ τους και πετάχτηκαν αλαφιασμένοι. Απέξω ακούστηκε μια κορακίστικη φωνή να λέει: «Πού κρύβεστε, παιδάκια μου; Δεν ξέρετε ότι, όπου και να φωλιάσετε, εγώ θα σας ξετρυπώσω; Για τόσο αφελή με έχετε; Φύγατε βιαστικά πριν δυναμώσει η βροχή, αλλά φαίνεται πως κατά λάθος πήρατε κάτι που μου ανήκει».

 

Ο Μιχαήλ πετάχτηκε κι αυτός όρθιος, κοίταξε την πόρτα και μετά προσπάθησε να διακρίνει τις αντιδράσεις στα βλέμματα των φιλοξενούμενών του. Δε μίλησε κι έκανε νόημα στις τέσσερις τρομαγμένες αδερφές του να σωπάσουν κι αυτές και να μην ανακατευτούν. Με αθόρυβες κινήσεις, ο Χαβέζ, ο Βαϊζάν, ο Αϊλκούν και ο Καντού ξεγλίστρησαν απ’ το τραπέζι και παρατάχτηκαν πίσω απ’ την ξύλινη πόρτα, σαν να περίμεναν ότι όποιος κι αν ήταν ο άγνωστος έξω, σύντομα θα εισέβαλλε στο σπίτι. Ο Μιχαήλ κινήθηκε με αβέβαια βήματα προς το τζάκι για να ξεκρεμάσει απ’ τον τοίχο το πλατύ τσεκούρι, που μια ζωή το χρησιμοποιούσε για να κόβει καυσόξυλα.

 

Μια βαριά ανάσα ακούστηκε από την άλλη πλευρά της πόρτας κι έπειτα ακολούθησαν ακόμα τέσσερα χτυπήματα, κοφτά και ανυπόμονα αυτή τη φορά. Η κορακίστικη φωνή ξαναμίλησε, πιο αυστηρά και πιο απειλητικά: «Τώρα γιατί το κάνετε αυτό; Αφού ανακάλυψα τη φωλιά σας, θα έπρεπε να παραδώσετε αυτό που κλέψατε. Αυτό είναι το σωστό. Όχι;»

 

Η φωνή δεν περίμενε, φυσικά, απάντηση. Στο επόμενο ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων ακούστηκε μια τσιρίδα τόσο διαπεραστική και έντονη, που ο Μιχαήλ κι οι αδερφές του έπεσαν στα γόνατα και έβαλαν τις παλάμες στ’ αφτιά τους για να προστατευτούν. Η ανυπόφορη τσιρίδα συνεχίστηκε και δυνάμωσε, κάνοντας τελικά με μαγικό τρόπο όλα τα γυάλινα αντικείμενα μέσα στο σπίτι να σπάσουν σε χίλια κομμάτια και τινάζοντας την πόρτα απ’ τους μεντεσέδες της με τόση ορμή, σαν να την είχε χτυπήσει η δύναμη εκατό ανέμων!

 

Στο κάδρο που σχημάτιζε η γυμνή κάσα της πόρτας εμφανίστηκε μια σκιά κι ένα δυνατό ρεύμα αέρα έσβησε κεριά και λυχνάρια στο σπίτι. Τα μακριά, μεταξένια μαλλιά της Βελόντια ανέμισαν και άθελά της άγγιξαν τον Χαβέζ στο μάγουλο. Καθώς ένας φοβερός κεραυνός αυλάκωνε τον ουρανό, ο Χαβέζ λύγισε τα γόνατά του και πήδηξε ψηλά, πιο ψηλά απ’ όσο είχε δει ποτέ ο Μιχαήλ να πηδάει άνθρωπος ή ζωντανό. Πήδηξε τόσο ψηλά που άγγιξε τη στέγη και μέσα σε ένα σύννεφο καπνού το πρόσωπό του παραμορφώθηκε, η μύτη του μάκρυνε, τα νύχια του έγιναν γαμψά και η γούνα γύρω απ’ το λαιμό του μετατράπηκε σε αστραφτερά πούπουλα που κάλυψαν ολόκληρο το σώμα του.

 

Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Μιχαήλ και των αδερφών του, και οι τέσσερις δήθεν έμποροι μεταμορφώθηκαν σε τρομερούς αετούς στο ύψος του ανθρώπου, με ασημένια φτερά και χρυσαφένια ράμφη. Ετοιμάστηκαν να χιμήξουν στο διώκτη τους, άνοιξαν διάπλατα τις φτερούγες τους γεμίζοντας σχεδόν όλο το δωμάτιο και άρχισαν να βγάζουν απειλητικά κρωξίματα, που θα πάγωναν το αίμα ακόμα και του πιο γενναίου ανθρώπου. Όμως ο άγνωστος στην είσοδο του σπιτιού δεν είχε φτάσει μέχρι εκεί για να φοβηθεί από μια παράσταση. Μέσα στο μισοσκόταδο, η μορφή του ήταν συγκεχυμένη και θολή, σαν να περιβαλλόταν από μια ακαθόριστη ομίχλη. Στα χέρια του άστραψε μια κρυστάλλινη σφαίρα, που ξαφνικά άρχισε να ρουφάει τον αέρα μέσα απ’ το σπίτι.

 

Όλες οι αναπνοές χάθηκαν στιγμιαία μες στη σφαίρα, ώσπου όποιος δεν ήταν αετός έπεσε στο πάτωμα βήχοντας απεγνωσμένα για λίγο αέρα και νιώθοντας το σώμα του βαρύ, σαν να ζύγιζε χίλιες λίβρες. Μετά, η κρυστάλλινη σφαίρα βρέθηκε να αιωρείται και, αποκτώντας απότομα ταχύτητα, έσπασε στο κέντρο της σάλας σε χίλια κομμάτια, απελευθερώνοντας έναν οργισμένο ανεμοστρόβιλο.

 

Όσο κι αν πάλεψαν με τις τεράστιες φτερούγες τους, οι τέσσερις αετοί δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη δύναμη του τρομερού ανεμοστρόβιλου, που ξήλωσε τη στέγη του σπιτιού του Μιχαήλ και τους παρέσυρε σε ύψη ανυπολόγιστα. Οι πέντε άνθρωποι, ακόμα πεσμένοι στο πάτωμα, δεν είχαν παρασυρθεί απ’ τον ανεμοστρόβιλο, αλλά ήταν ζαλισμένοι και δεν μπορούσαν να κουνήσουν τα μέλη τους. Με όσο φως έβγαινε απ’ τα κάρβουνα που μισόκαιγαν στο τζάκι, είδαν τρομαγμένοι την οροφή να επιστρέφει απ’ τον ουρανό με ορμή και από ένστικτο κάλυψαν το κεφάλι τους για να μην τους πλακώσει.

 

Η στέγη, όμως, κάθισε και πάλι στους τοίχους του σπιτιού απαλά, χωρίς καν να ακουστεί το παραμικρό τρίξιμο. Η πόρτα που κειτόταν στο πάτωμα διαλυμένη άρχισε να ξαναφτιάχνεται μόνη της, σαν εκατό αόρατοι νάνοι να την επισκεύαζαν, σηκώθηκε και ταίριαξε πάλι στην κάσα, κλείνοντας απαλά. Ο άγνωστος είχε εξαφανιστεί και παντού απλώθηκε μια ανατριχιαστική ησυχία.

 

Όλα τα έπιπλα μέσα στο σπίτι είχαν ανοίξει στα δύο, όλα τα σκεύη είχαν σπαρθεί θρυμματισμένα στο πάτωμα και όλα τα ρούχα είχαν ξηλωθεί κλωστή προς κλωστή. Όμως ο Μιχαήλ και οι τέσσερις αδερφές του από θαύμα είχαν μείνει ανέγγιχτοι, σαν ο ανεμοστρόβιλος να είχε διαταχτεί να μην αγγίξει ούτε μία τρίχα απ’ τα μαλλιά τους. Σηκώθηκαν επιφυλακτικά και αντάλλαξαν μεταξύ τους αμήχανα βλέμματα, χωρίς να είναι ικανοί να προφέρουν ούτε λέξη. Οι κοπέλες αναστέναξαν για τα παλικάρια που μεταμορφώθηκαν και χάθηκαν και άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματα από το πάτωμα. Ο Μιχαήλ, όμως, κοίταξε με περιέργεια το μοναδικό αντικείμενο που είχε παραμείνει ανέπαφο στη θέση του σε όλο το σπίτι: το τσεκούρι του πάνω απ’ το τζάκι.

 

Καθώς πλησίασε και έχοντας λίγο φως απ’ τη φωτιά που η Άννα πάλευε να ξανανάψει, είδε απορημένος πάνω στη λαβή του χαραγμένες μερικές λέξεις, που δεν υπήρχαν πριν. Πήρε το τσεκούρι στα χέρια του, το ύψωσε για να βλέπει καλύτερα και ανυποψίαστος διάβασε δυνατά: «Ας είμαι εγώ η λόγχη της δικαιοσύνης που θα τρυπήσει τους εχθρούς μου και τους ασεβείς και όσους τους προσφέρουν καταφύγιο απ’ την οργή μου».

 

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του κι ένας πάταγος ακούστηκε και απλώθηκε για δεκάδες μίλια γύρω στην περιοχή. Μια λάμψη τρύπησε τη στέγη σε χίλιες μεριές, πλημμύρισε το χώρο κι ένας κεραυνός που τον τράβηξε το τσεκούρι σκότωσε τον Μιχαήλ ακαριαία…

 

Μέχρι το επόμενο πρωί, οι αδερφές του θρήνησαν πάνω απ’ το άψυχο κορμί του, ενώ οι στάλες της βροχής τις έλουζαν και οι γείτονες βουβοί παρακολουθούσαν το τραγικό μοιρολόι. Και όταν τα δάκρυα στέγνωσαν κι ο πόνος μαλάκωσε κάπως, η Δήμητρα τις σήκωσε και είπε να μαζέψουν όσα απ’ τα υπάρχοντά τους είχαν παραμείνει ανέπαφα.

 

Καθώς έψαχνε ανάμεσα σε συντρίμμια και χαλάσματα, η Ράνια έκανε μια απρόσμενη ανακάλυψη. Απ’ τις ζεστές ακόμα στάχτες στο τζάκι ξεχώριζε η άκρη ενός κομματιού δέρματος. Ανακατεύοντάς τες με ένα σίδερο, διαπίστωσε ότι και τα τέσσερα κομμάτια δέρμα που είχε πετάξει μέσα στις φλόγες ο Χαβέζ παρέμεναν ανέπαφα, σαν η φωτιά να μην τα είχε αγκαλιάσει.

 

Η Βελόντια πήρε στα χέρια της τις περγαμηνές και διάβασε για ώρα όσα είχαν γραμμένα πάνω τους. Μετά εξήγησε στις αδερφές της ότι, αν κάποιος διάβαζε τα σημάδια πάνω στις γραφές με ένα συγκεκριμένο τρόπο, θα μπορούσε να φτάσει σε ένα μέρος μακρινό και μυστικό, εκεί όπου ζούσε αυτός στον οποίο ανήκε κάθε κομμάτι.

 

Η Δήμητρα πρότεινε να μοιράσουν τα κομμάτια με κλήρο και κάθε αδερφή να ψάξει να βρει τον αετό της· αυτοί δεν τις είχαν ζητήσει για γυναίκες τους; Δεν μπορεί παρά να είχαν επιζήσει απ’ τον ανεμοστρόβιλο, τόσο δυνατοί και σπουδαίοι πρίγκιπες. Και δεν μπορεί παρά να τηρούσαν τις υποσχέσεις τους, τόσο ευγενικά και όμορφα παλικάρια.

 

Τίποτα δεν είχε απομείνει στο Χθόνιο για τις τέσσερις αδερφές, παρά τα συντρίμμια του σπιτιού και του μύλου τους. Μοίρασαν τα κομμάτια της περγαμηνής, τους λιγοστούς θησαυρούς τους και υποσχέθηκαν έπειτα από χρόνια να ξανασυναντηθούν στο ίδιο σημείο, για να αφηγηθούν η μία στην άλλη τις περιπέτειές τους.

 

Το τι απέγιναν οι τέσσερις αδερφές, εκτός απ’ τη Βελόντια, δεν είναι ξεκάθαρο. Μπορεί να το περιγράφουν άλλα παραμύθια, που η θέση τους δεν είναι εδώ. Το σίγουρο είναι ότι δεν είχαν το κοφτερό μυαλό της για να ακολουθήσουν σωστά τα σημάδια κι έτσι μάλλον δε θα μπόρεσαν να φτάσουν στους αετούς τους, αν πράγματι αυτοί ζούσαν ακόμα και αν πράγματι οι μοίρες τους συνδέονταν με τις περγαμηνές. Ίσως και να έζησαν φυσιολογική ζωή σε κάποιο διπλανό χωριό ή να χάθηκαν στα ατέλειωτα δάση των βουνών.

 

Η Βελόντια, όμως, που της είχε τύχει η τρίτη περγαμηνή, τη μελέτησε προσεκτικά. Για τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες βάδιζε χωρίς να κοιτάζει το δρόμο που πατούσε. Τα μάτια της δεν ξεκολλούσαν απ’ την παράξενη γραφή και η σκέψη της είχε χαθεί ανάμεσα σε υποθέσεις, λαβυρίνθους, γρίφους και συμβολισμούς.

 

Όταν, τελικά, ύψωσε το βλέμμα και κοίταξε γύρω της, είδε ότι είχε φτάσει σε ένα ξέφωτο και μπροστά της, μέσα από πυκνή ομίχλη, ξεπρόβαλλε ένας πέτρινος, κυβικός, σκουρόχρωμος πύργος. Η Βελόντια στην αρχή τρόμαξε και θέλησε να τρέξει μακριά, αλλά τα πόδια της δεν την υπάκουαν πια.

 

Τότε τα πέπλα της ομίχλης παραμέρισαν για μια στιγμή και εμφανίστηκε ένας λευκοντυμένος άνθρωπος. Την κοίταξε με συμπάθεια και έτεινε το χέρι του προς το μέρος της. «Τα λόγια σε έφεραν μέχρι εδώ. Ας παραδώσεις τώρα αυτό που μου ανήκει, για να απολαύσεις τις τιμές που πρέπουν μόνο στις τυχερότερες πριγκίπισσες. Κάθε σκέψη σου θα πραγματοποιείται πριν ακόμα την επιθυμήσεις και κάθε επιθυμία σου θα πραγματοποιείται πριν ακόμα τη σκεφτείς…»

 

***

Άνθρωπος ή όχι, αυτός ήταν ο σοφός που μπορούσε να λύσει κάθε αίνιγμα και να εξηγήσει κάθε γρίφο σύμφωνα με τους θρύλους. Κάποτε είχε στην κατοχή του τέσσερα κομμάτια από μια περγαμηνή, αλλά του είχε απομείνει μόνο το ένα. Τα υπόλοιπα τρία τα είχε ανταλλάξει για μια όμορφη κι έξυπνη γυναίκα.

 

Αυτός ο σοφός, που η Αράχνη θα προσπαθούσε να φτάσει με μια τόσο απελπισμένη έξοδο, απλώνοντας ένα απ’ τα πόδια της, ήταν περισσότερο γνωστός στα παραμύθια και τις αφηγήσεις ως Παλαβός Αλχημιστής…

Edited by Arachnida
Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Λοιπόν... Προδημοσίευση από το τρίτο βιβλίο του Βασιλείου της Αράχνης :)

Είναι το Κεφάλαιο 36, βρίσκεται σχεδόν στην αρχή και περιέχει από ελάχιστα ως καθόλου spoiler για την πλοκή.

Στο τρίτο βιβλίο έχω αλλάξει ξανά πλεύση κατά κάποιον τρόπο, κάτι που είναι εμφανές εδώ. Ενώ η "Περγαμηνή με τους Τέσσερις Απόκρυφους Αποδέκτες" είχε χαρακτήρα παραμυθιού και το "Περπατώντας στα Σκαλοπάτια των Νεκρών" ήταν ψευδοιστορικό μυθιστόρημα, τώρα στο "Τέχνασμα Δεμένο με άλλο Τέχνασμα" ξεδιπλώνω τη μυθολογία του κόσμου και των αόρατων δυνάμεων που τον κυβερνούν, μοιάζει με saga. Ουσιαστικά ένα βήμα πριν την αλλαγή εποχής.

Ελπίζω να σας αρέσει- δεν είναι διορθωμένο 100%.

Όσοι έχουν διαβάσει την ανθολογία Θρύλοι του Σύμπαντος θα διαπιστώσουν ότι έχω χρησιμοποιήσει σαν βάση το διήγημα μου εκεί.

Παρατηρήσεις, προτάσεις, κριτική είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτες!

(Τα πνευματικά δικαιώματα για το κείμενο που ακολουθεί, ανήκουν στον Εκδοτικό Οργανισμό Λιβάνη)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36: Πέρα από τον κόσμο των ορατών

Εκατόν είκοσι εφτά χρόνια πριν από σήμερα, το έτος 1000 από κτήσεως του βασιλείου

 

 

 

Mερικές μέρες ξημερώνουν πιο σκοτεινές από κάποιες άλλες. Εκείνος το αισθάνεται από την πρώτη στιγμή που ανοίγει τα μάτια, από την πρώτη ανάσα που επιστρέφει μέσα του, από την πρώτη σκιά που ρίχνει το σώμα του. Σαν αυτές ήταν κι εκείνη η ημέρα.

 

Όταν ο ήλιος ανέτειλε, ο Ιππότης γονάτισε στο χώμα για την αρχετυπική προσευχή του και μόλις έφτασε στο τέλος, σχημάτισε ένα σύμβολο στον αέρα και σηκώθηκε όρθιος, τινάζοντας τις σκόνες από τα γόνατα και τις παλάμες του. Για όση ώρα απήγγειλε μέσα του τις τέσσερις στροφές των οχτώ στίχων και των εξήντα τεσσάρων συλλαβών, είχε απομονωθεί από το περιβάλλον, αισθανόμενος ακόμα εντονότερα τη διττή μορφή της υπόστασής του. Υπήρχε και δεν υπήρχε.

 

Πήρε βαθιά ανάσα. Τίποτε δεν φούσκωνε τα πνευμόνια του με μεγαλύτερη ικανοποίηση απ’ το να βοηθάει τους αδύναμους γύρω του να μην υποφέρουν, τους πληγωμένους να μην πονάνε και τους αδικημένους να μην μένουν απροστάτευτοι. Αλλά και τίποτα δεν ήταν πιο δύσκολο απ’ αυτό, γιατί πάντα το ιερό καθήκον του ήταν συνυφασμένο με οδύνη ανείπωτη και εμπεριείχε την τιμωρία των παραβατών, των αλαζόνων και των υβριστών. Τιμωρία δίκαιη, αλλά και σκληρή και βίαια στη μορφή που είχε οριστεί να την εκτελεί.

 

Ο Ιππότης πολλές φορές αναρωτιόταν αν πράγματι έχει νόημα η αποστολή του ή αν ό,τι κι αν κάνει δεν θα μεταβάλει σε τίποτε τη βαθύτερη δομή του κόσμου. Το έγκλημα θα συνεχίσει να υπάρχει, το ίδιο κι η αδικία, η υστεροβουλία, η μνησικακία κι ο φθόνος. Και τότε τι απομένει για να τραφούν τα συναισθήματά του; Η ευχαρίστηση ότι σύνδραμε αυτούς που δεν θα το αναγνωρίσουν; Η ικανοποίηση ότι παρέμεινε πιστός στους νόμους που του επέβαλαν; Ή μήπως ότι συντέλεσε στο να περιοριστεί η ελεύθερη βούληση των εχθρών του;

 

Έκλεισε τα μάτια κι έσφιξε τα βλέφαρά του. Προσπάθησε απεγνωσμένα ν’ αποδιώξει τις βλάσφημες σκέψεις που στοίχειωναν και βασάνιζαν κάθε σκοτεινό ξημέρωμα το μυαλό του. Όσο κι αν ταλανιζόταν το αποτέλεσμα δεν θα άλλαζε κι ούτε θα έβρισκε περισσότερη δικαιολόγηση για τις πράξεις του. Έτσι θα γινόταν γιατί έτσι ήταν γραφτό. Ποιος ήταν αυτός για να αμφισβητήσει τις επιταγές της ανώτερης δύναμης;

 

Φόρεσε τις άφθαρτες μπότες του, έδεσε τη ζώνη που είχε ξετυλίξει απ’ το λαιμό ενός τίμιου ανθρώπου και έσφιξε μέχρι να πονέσει τα λουριά του ασημένιου θώρακα στο στήθος του. Με αργές, τελετουργικές κινήσεις, έζωσε ένα διακοσμημένο με πετράδια εγχειρίδιο στη μέση και κρέμασε στην πλάτη του τη φαρέτρα με τα μαγικά βέλη, το τόξο και το κυρτό σπαθί. Συγκεντρώθηκε και άρχισε να μαζεύει ενέργεια από τον αέρα γύρω του, ενώ στ’ αυτιά του έφτανε η ηχώ λησμονημένων γεγονότων, θαμμένων από χρόνια στο τραχύ χώμα.

 

Όταν αισθάνθηκε έτοιμος και ολοκληρωμένος, άδειασε το βλέμμα του απ’ τις παράξενες εικόνες και κοίταξε αποφασιστικά ένα στριμωγμένο στα βουνά οροπέδιο που ανοιγόταν κάτω απ’ τα πόδια του. Θυμήθηκε ότι αυτοί που κατοικούσαν εκεί ονόμαζαν τη γη τους «Νότια» και το σημείο όπου στεκόταν αυτός «Βόρεια».

 

Ανάμεσα σε τακτοποιημένες καλλιέργειες, σπαρτά, μποστάνια και δέντρα, φύτρωναν μερικά σπίτια και ανάμεσά τους ξεχώριζε ένα μεγαλύτερο, που είχε πιο μυτερή σκεπή και έμοιαζε με γονατισμένο άνθρωπο που προσεύχεται. Σ’ έναν πλαϊνό του τοίχο στηριζόταν ένας πέτρινος, ψιλόλιγνος πύργος χωρίς παράθυρα μήτε πολλές διακοσμήσεις, σαν κουμπωμένος στον εαυτό του ξερακιανός κύρης. Μικροσκοπικές φιγούρες ανθρώπων στόλιζαν με πολύχρωμες κορδέλες το μεγάλο κτίριο, ενώ πρώτα φάνηκε κι έπειτα από λίγο ακούστηκε μία μεγάλη σιδερένια καμπάνα να μετακινείται αργά στο ψηλότερο σημείο του πύργου.

 

Είχε πια σημάνει η ώρα. Με κάθε χτύπο της καμπάνας, ο Ιππότης έκανε αποφασιστικά βήματα και κατηφόριζε προς το χωριό, που στο μέλλον θα ονομαζόταν Φονοθόνοφ. Για μία ακόμα φορά είχε καταφέρει να ξεγελάσει τον εαυτό του και να συνάψει μια επίπλαστη ειρήνη μαζί του. Γνώριζε ότι έπρεπε να πεθάνουν όλοι εκεί που πήγαινε και έπρεπε να πεθάνουν από τα χέρια του.

 

***

Ο Ιππότης έφτασε στα πρώτα σπίτια κι έμεινε κρυμμένος ώσπου ο ήλιος να χαμηλώσει και ν’ αγκαλιάσει τις βουνοκορφές στα δυτικά. Τουλάχιστον έτσι θα ήταν, γιατί τον έκρυβαν τα θυμωμένα, μουντόχρωμα σύννεφα που είχαν ακολουθήσει τον Ιππότη κατηφορίζοντας την πλαγιά μαζί του. Στηριζόταν στη διαίσθησή του για να καταλάβει την ώρα της ημέρας, γιατί μερικές φορές τα μάτια του μπερδεύονταν και έβλεπαν μέρα εκεί όπου υπήρχε νύχτα και νύχτα εκεί όπου υπήρχε μέρα. Έδεσε αποφασιστικά τις γροθιές μου και κλείνοντας ξανά σφιχτά τα μάτια, ζήτησε συγχώρεση με λόγια που ταίριαζαν σε εκλιπάρηση. Δεν υπήρχε επιστροφή.

 

Ο κόσμος που είχε μαζευτεί στην εκκλησία θα έμενε μέσα όλη τη νύχτα. Σ’ όλη την επαρχία, γιορταζόταν η νίκη ενός τοπικού ήρωα ενάντια στο φοβερό και τρομερό Δράκο, που σκότωνε θεοσεβούμενους, απήγαγε παρθένες και διαγούμιζε μονές. Ο Δράκος ήταν άτρωτος γιατί δεν κοιμόταν ποτέ και όταν νύχτωνε έβαζε στα μάτια του ένα ζευγάρι φεγγοβόλα σμαράγδια, για να βλέπει στο απόλυτο σκοτάδι. Η χώρα ολάκερη δεν ησύχαζε όσο ο Δράκος την απειλούσε με την ανάσα του.

 

Για να τον νικήσει ο ήρωας, ανέβηκε στο φαλακρό βουνό ψηλά και υποσχέθηκε στη Σελήνη ότι οι άνθρωποι θα τη λατρεύουν σαν θεά της νύχτας, με αντάλλαγμα να αψηφήσει μια φορά τον ήλιο και να τον σκεπάσει για λίγο. Αφού την έπεισε, πήγε μακριά στο τέλος του κόσμου, στα βουνά της Ανατολής και ζήτησε απ’ τον Ήλιο το πρωί που έβγαινε, να του γεμίσει ένα μπουκάλι με φως. Σε αντάλλαγμα θα φρόντιζε όλοι οι Άρχοντες από εκείνη τη μέρα και μετά να φορούν στα πορτρέτα τους ένα φωτεινό στεφάνι από χρυσόχρωμα στο κεφάλι τους.

 

Έτσι και έγινε. Ενώ ο Ήλιος ήταν στο απόγειό του, η Σελήνη εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του και τον έκρυψε. Ο Δράκος που πλιατσικολογούσε ένα χωριό, μπερδεύτηκε, νόμιζε ότι είχε έρθει η νύχτα και φόρεσε βιαστικά τα σμαράγδια στα μάτια του. Τότε εμφανίστηκε ο ήρωας και άνοιξε το μπουκάλι με το φως της αυγής, τυφλώνοντας το Δράκο. Την επόμενη κιόλας στιγμή το σπαθί του διαπέρασε πέρα ως πέρα τις φολίδες του τέρατος, απελευθερώνοντας τους ανθρώπους απ’ την τυραννία. Για εκείνη τη γιορτή οι χωρικοί είχαν συγκεντρωθεί στο ναό, χωρίς όμως να υποψιάζονται το τέλος τους που πλησίαζε…

 

Όταν ο Ιππότης είδε και τον τελευταίο κάτοικο του χωριού να διαβαίνει ευλαβικά το ιερό κατώφλι, σκαρφάλωσε σ’ έναν αχυρώνα και από εκεί πήδηξε στη στέγη του ναού. Καθώς οι πρώτες σταγόνες της βροχής άρχισαν να θολώνουν το φθινοπωρινό τοπίο, οι φωνές των πιστών ενώθηκαν σε ύμνους και ψαλμωδίες. Οι αισθήσεις του Ιππότη οξύνθηκαν και πλημμύρισαν με τη μυρωδιά του χώματος. Πήρε βαθιά ανάσα και άφησε να χυθεί μέσα του μια αμυδρή γεύση του πραγματικού κόσμου, που είχε εγκαταλείψει πριν χρόνο αμέτρητο. Συλλογίστηκε όσα βάραιναν τις σκέψεις του και αναρωτήθηκε αν το ρυάκι στα μάγουλά του προερχόταν απ’ τον ουρανό ή απ’ τα δάκρυά του. Το βλέμμα του πλανήθηκε στο χώρο και στα μάτια του ζωγραφίστηκαν ξανά εικόνες του παρελθόντος…

 

***

Πίσω από την εκκλησία του χωριού, από παλιά υπήρχε μία τρύπα. Η τρύπα δεν ήταν πολύ βαθιά, ούτε πολύ απότομη και οι κάτοικοι δεν θυμόνταν ποιος την είχε σκάψει και γιατί. Ήταν απλά μια τρύπα. Ένα βράδυ πριν λίγο καιρό, οι οικογένειες που έμεναν κοντά στην εκκλησία ξύπνησαν από στριγκλιές και βογκητά που ξεπηδούσαν απ’ την τρύπα. Σύντομα διαπίστωσαν ότι έβγαιναν απ’ το στόμα ενός ανθρώπου, που είχε πέσει μέσα στην τρύπα- φως φανάρι ενός ξενομερίτη, αφού όλοι στο χωριό γνώριζαν για την επικίνδυνη τρύπα και φρόντιζαν να την αποφεύγουν.

 

Πράγματι μια νεαρή κοπέλα που περιδιάβαζε την περιοχή, είχε πέσει στην τρύπα, είχε τσακίσει το πόδι της και δεν μπορούσε να βγει χωρίς βοήθεια. Ονομαζόταν Δήμητρα από το Χθόνιο και πρόσφατα είχε χάσει τον αδερφό της Μιχαήλ απ’ το χτύπημα ενός κεραυνού. Αυτή και οι άλλες τρεις αδερφές της, μοιράστηκαν τα υπάρχοντά τους και χωρίστηκαν για ν’ αναζητήσουν την τύχη τους.

 

Κόσμος μαζεύτηκε σε έναν κύκλο γύρω απ’ το χείλος της τρύπας, με τις κάπες πρόχειρα ριγμένες στους ώμους τους. Στην αρχή πρότειναν να ρίξουν ένα σκοινί στην ξένη για να πιαστεί, αλλά κάποιος πετάχτηκε και είπε ότι δεν είχαν πολύ σκοινί στο χωριό και ότι θα μπορούσε να σπάσει ενώ την τραβούσαν. Τότε και η ξένη θα έμενε μέσα και το σκοινί θα αχρηστευόταν. Μία γυναίκα είπε να ρίξουν μία σκάλα στην τρύπα, όμως και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε αφού ο ξυλουργός του χωριού είπε ότι οι σκάλες είναι πιο βαριές απ’ όσο φαίνονται και δύσκολα κουμαντάρονται. Μπορεί καθώς τη ρίχνανε να χτύπαγε την κοπέλα κάνοντάς της ακόμα μεγαλύτερη ζημιά. Δεν ήταν αστεία ζητήματα αυτά.

 

Τότε βγήκε μπροστά ένας γενναίος νέος και προσφέρθηκε να κατεβεί με αυτοθυσία στην τρύπα και να σύρει την τραυματισμένη κοπέλα πάνω. Έθεσε, όμως σαν προϋπόθεση να λάβει κάποιου είδους αμοιβή ώστε να καθησυχαστεί η ζήλια της αρραβωνιαστικιάς του, που θα τον έβλεπε στα χέρια μιας ξένης. Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια η Δήμητρα, πέταξε στην επιφάνεια το δισάκι της, στο οποίο ανάμεσα σε λίγα φιορίνια, κουρέλια, κλωστές και ξέφτια έκρυβε ένα παράξενο κομμάτι περγαμηνής.

 

Τότε, όμως που η λύση είχε βρεθεί, βγήκε μπροστά και διαφώνησε ο νεκροθάφτης του χωριού, λέγοντας σαν ειδικός ότι αν δύο άτομα προσπαθούσαν ν’ ανέβουν, τα τοιχώματα της τρύπας θα κατέρρεαν και θα τους καταπλάκωναν σαν τάφος. Κράτησε τα φιορίνια και την περγαμηνή σαν πληρωμή για τη σωτήρια συμβουλή του και τράβηξε για τις δουλειές του, αφού ευχήθηκε σε όλους καλή νύχτα.

 

Ενώ η συζήτηση προχωρούσε σε μάκρος, ο δήμαρχος πήρε το λόγο και ζήτησε να λάβουν άμεσα μέτρα, γιατί η τρύπα είχε μείνει πολύ καιρό ακάλυπτη και θα μπορούσε ακόμα κι ένας ντόπιος να ξεστρατίσει και ν’ ακολουθήσει την κακορίζικη τύχη της κοπέλας. Όλοι οι κάτοικοι κατένευσαν, είδαν το δίκιο στα λόγια του δημάρχου, που ήξερε πολλά και ήταν και γραμματιζούμενος και έτρεξαν στα σπίτια τους να φέρουν φτυάρια, αξίνες και τσάπες.

 

Αυτή η ιστορία θα τελείωνε σιωπηλά αν η Δήμητρα μες στην τρομάρα της δεν θυμόταν μία κατάρα, που είχε ακούσει απ’ τους ζητιάνους. Οι διακονιάρηδες έχουν την παράξενη δύναμη να καταριούνται όσους δεν τους δίνουν ελεημοσύνη κοντά σε ναούς. Η κατάρα μετά από λίγο ξεθυμαίνει, αν όμως κάποιος μαζεύει συνέχεια τέτοιες κατάρες, τότε στο τέλος τον βρίσκει μεγάλο κακό. Πολλοί έχουν χαθεί έτσι χωρίς να το ξέρουν.

 

Η Δήμητρα δεν ήξερε αν τα λόγια πιάνουν, αλλά έτσι όπως ήταν απελπισμένη κι ενώ οι πρώτες φτυαριές έπεφταν στο κεφάλι της, με τις τελευταίες της ανάσες έπλεξε με ξόρκια βαριά, κατάρα για τους κατοίκους του χωριού, κατάρα που κανείς πρέπει να προσέχει πριν ξεστομίσει, γιατί θα προσελκύσει την προσοχή αόρατων πνευμάτων.

 

Ίσως οι κάτοικοι του χωριού ποτέ δεν έδιναν ελεημοσύνη και ίσως ποτέ δεν βοηθούσαν τους συνανθρώπους τους. Ίσως ο καιρός που είχε το κομμάτι της περγαμηνής στα χέρια της, να είχε προικίσει τη Δήμητρα με δυνάμεις, που δεν μπορώ να κατανοήσω σύμφωνα με όσα γνωρίζω. Το σίγουρο, όμως είναι ότι η κατάρα της έπιασε τόπο και δεν θ’ αργούσε να εκπληρωθεί. Και ο Ιππότης ήταν το μέσο αυτής.

 

***

Έσφιξε τα δόντια και προσέχοντας να μην παρασυρθεί απ’ την κλίση της σκεπής, έφτασε στο σημείο όπου ο πύργος του καμπαναριού έγερνε κι ακουμπούσε σαν για να ξεκουραστεί στον τοίχο του ναού. Χωρίς να δίνει σημασία στη βροχή που αντάριαζε και δυνάμωνε, άνοιξε προσεκτικά τη δερμάτινη θήκη όπου φύλαγε το τεχνούργημα με το οποίο τον είχε εξοπλίσει η Ανώτερη Δύναμη.

 

Ήταν ένα γεωμετρικό όργανο, με μια μεταλλική καμπύλη, η οποία μετακινούνταν παράλληλα σ’ έναν πολύπλοκο σκελετό σφαίρας. Όλος αυτός ο μηχανισμός ήταν φτιαγμένος με ασύλληπτη δεξιοτεχνία, χωρούσε στην παλάμη ενός χεριού και έκρυβε πολλές μαγικές ιδιότητες. Σε μία πέτρινη γλώσσα, εξήντα τέσσερα χρόνια αργότερα, την πρώτη μέρα του πολέμου, θα το χρησιμοποιούσαν για να μετρήσουν τα βήματά τους ως το χαμό. Ο Ιππότης το χρησιμοποιούσε για να σκορπίζει όλεθρο μέσα απ’ τις θύελλες.

 

Ένωσε τη ματιά του με τα σύννεφα που έκρυβαν τον ουρανό και ζήτησε ειλικρινή συγχώρεση για μία ακόμη φορά. Πρώτα και κύρια για την απεριόριστη εξουσία που του είχε δοθεί και στη συνέχεια για τους δίκαιους, που αναγκαζόταν να εξοντώνει μαζί με τους άδικους. Είχε επίγνωση ότι όσο δύσκολο είναι κάποιος να κατανοήσει τις πράξεις του, άλλο τόσο δύσκολο είναι να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του την ώρα της τελικής κρίσης. Μα έπρεπε να συνεχίσει.

 

Ακριβώς τη στιγμή που συγκεντρωμένος ενεργοποιούσε το τεχνούργημα, άκουσε απ’ την αντίθετη πλευρά της σκεπής το θόρυβο ενός κεραμιδιού που γλίστραγε κι έπεφτε στο πλακόστρωτο. Σχεδόν ταυτόχρονα ένας κοντινός κεραυνός έσκισε την ατμόσφαιρα και κάλυψε τον κρότο του σπασίματος. Ο Ιππότης θυμήθηκε τις πρώτες φράσεις που είχε ενστερνιστεί ασπαζόμενος την ύπαρξη του Δημιουργού: «Τίποτα δεν δημιουργείται τυχαία κι ούτε μένει κρυφό απ’ τη μοίρα. Τα πάντα έχουν σκοπό που εκπληρώνεται.»

 

Τόσο γρήγορα όσο η λάμψη της αστραπής που τρέχει πριν το μακρινό μπουμπουνητό, ο Ιππότης τράβηξε το σκαλισμένο με ιερά σύμβολα εγχειρίδιό του. Όσες χιλιάδες φορές κι αν διάβαζε τα ρουνικά, οι λέξεις δεν άλλαζαν θέση, ούτε νόημα. Δεν είχε καταλήξει αν όντως κρύβονταν προστατευτικές ευχές ανάμεσα στα περίτεχνα σχέδιά ή ήταν η πίστη που καθοδηγούσε με πρόνοια τις πράξεις του. Όπως και να ‘χε τον είχε βοηθήσει απέναντι στο κακό και έλπιζε ότι θα τον βοηθούσε και τώρα. Ο εχθρός είχε φτάσει.

 

Γρήγορο κι ευκίνητο σαν αίλουρος, μέσα από τις στάλες της βροχής και ανάμεσα σ’ ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, εμφανίστηκε μπροστά του εκείνο το απαίσιο πλάσμα, ο αγγελιοφόρος του Κάτω Βασιλείου, το βδελυρό τέρας Σάμκα. Αφού δεν μπόρεσε να τον αιφνιδιάσει με το τίναγμα των γαμψών του νυχιών, προσπάθησε να τον καρφώσει με τις αγκαθωτές ουρές του, που έσκισαν τον αέρα σαν μαστίγια. Ο Ιππότης έσκυψε για να τις αποφύγει και ένιωσε το άγγιγμα του φόβου να διασχίζει τη ραχοκοκαλιά του.

 

Είχε μόνο μία στιγμή για να μελετήσει τα χαρακτηριστικά του παραμορφωμένου απ’ την κακία προσώπου του υποχθόνιου πλάσματος, αλλά δεν χρειαζόταν περισσότερο. Αυτή δεν ήταν η πρώτη τους συνάντηση.

 

Ο Σάμκα έβγαλε τη γλώσσα του κοροϊδευτικά στη θέα του εγχειριδίου, αλλά ο Ιππότης ήταν σίγουρος ότι το φοβόταν περισσότερο κι από δέκα τσεκούρια τίμιων δημίων. Το τέρας έκανε μερικά πλαϊνά βήματα για να κερδίσει χώρο και συσπείρωσε τα πόδια του για να ξαναεπιτεθεί. Ο Ιππότης υπολόγισε ότι αν παραμέριζε για να το αποφύγει, υπήρχε ο κίνδυνος να χάσει την ισορροπία του και να κουτρουβαλήσει στη στέγη. Το ίδιο κι αν ο Σάμκα πηδούσε πάνω του με ορμή.

 

Ο Ιππότης τύλιξε το χοντρό του μανδύα γύρω απ’ το χέρι για να προστατεύεται απ’ τα τσιμπήματα των ουρών, καμπούριασε και στύλωσε τα πόδια του στη στέγη. Το πλάσμα ήταν ελαφρύτερό του και θα χρειαζόταν μεγάλη δύναμη για να τον αναποδογυρίσει όπως σχεδίαζε. Ο Σάμκα ξαφνικά εκτινάχθηκε, ενώ ταυτόχρονα έφερνε τη μεγαλύτερη ουρά του απ’ τη δεξιά πλευρά του Ιππότη, που νόμιζε ακάλυπτη. Έπεσε πάνω του με όλο του το βάρος και παρότι το χτύπημα της ουράς πνίγηκε στο μανδύα, ο Ιππότης ένιωσε τα ρυπαρά νύχια του πλάσματος να του γδέρνουν λαιμό και πρόσωπο.

 

Προσπάθησε να κρατηθεί όρθιος, αλλά με το πλάσμα γαντζωμένο πάνω του ήταν μάταιο. Έγιναν ένα κουβάρι και άρχισαν να κατρακυλάνε με θόρυβο στην σκεπή, παρασέρνοντας μαζί τους κι ένα σωρό κεραμίδια. Γύρω τους ο αέρας άρχισε να στροβιλίζεται σε σατανικό ρυθμό απολύοντας και διαλύοντας και καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά του.

 

Καθώς πάλευαν, το εγχειρίδιο του Ιππότη έφυγε απ’ τα χέρια του, το ίδιο το ασημένιο σπαθί και όλα τα μαγικά βέλη. Μέσα στην αγωνία του συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να νικήσει, γιατί ο Σάμκα δεν γνώριζε τι θα πει ήττα. Ο Ιππότης συγκέντρωσε όσες δυνάμεις του απέμεναν και τον κλώτσησε δυνατά στην κοιλιά, στέλνοντάς τον να τιναχτεί μερικά πόδια ψηλά στον αέρα και να σκάσει με κρότο δίπλα στο τεχνούργημα. Μέσα απ’ την καταιγίδα που μαινόταν σαν τρελή, ο Ιππότης ξεχώρισε κραυγές πανικού από την εκκλησία κάτω και κατάλαβε ότι η ώρα πλησίαζε.

 

Ο Ιππότης ξέπνοος παρατηρούσε τις κινήσεις του Σάμκα. Ενώ αναρωτιόταν τι συμφέρον είχε να του επιτεθεί, το πλάσμα στάθηκε και πάλι όρθιο, πήρε στα χέρια του άφοβα το τεχνούργημα και μίλησε στη χυδαία γλώσσα του, που ήξερε πολύ καλά ότι αν κι ο Ιππότης δεν τη μιλούσε, την καταλάβαινε: «Με έστειλε ο ίδιος ο Διάβολος να μαζέψω την ψυχή του νεκροθάφτη, αλλά τον έχασα μέσα απ’ τα χέρια μου, η μυρωδιά του απομακρύνεται. Μετά σκέφτηκα να εμποδίσω την εκπλήρωση της κατάρας για να βασανίζεται στις κολάσεις η ψυχή της Δήμητρας στους αιώνες των αιώνων, αλλά μοιάζεις τόσο αποφασισμένος, που θα σε βοηθήσω», κάγχασε και στα χέρια του εμφάνισε ένα πουγκί. Το άνοιξε και σκόρπισε στον αέρα μία χούφτα ιριδίζουσας σκόνης, που στροβιλίστηκε βίαια γύρω απ’ το τεχνούργημα.

 

Ο Σάμκα δεν έχασε περισσότερο χρόνο σε λόγια και απλά εξαφανίστηκε, ενώ η εκκλησία άρχισε να σείεται κάτω από τα πόδια του Ιππότη. Χίλιες βελόνες τρύπησαν τα ακροδάχτυλα του και μυρωδιά από θειάφι έσπασε τα ρουθούνια του. Ακριβώς μισή ανάσα αφού πήδηξε στο χώμα, το καμπαναριό κεραυνοβολήθηκε κι ο οργισμένος ανεμοστρόβιλος έσκισε στα δύο τη στέγη του ναού.

 

Πλίνθοι, πέτρες, δοκάρια και φωτιά χύθηκαν στα κεφάλια των πιστών σκοτώνοντας τους περισσότερους, ενώ όσοι γλύτωσαν και προσπάθησαν να τρέξουν, γυναίκες και μικρά παιδιά, βρήκαν το θάνατο από τους βράχους που ο Ιππότης πέταξε στα κεφάλιά τους. Μόλις και η τελευταία ψυχή πέταξε μακριά από κείνο τον τόπο, η λύσσα του ανέμου καταλάγιασε και η γη έπαψε να τρέμει.

 

Μόνος έμεινε ο Ιππότης στα χαλάσματα, συντετριμμένος να προσεύχεται για όσους είχαν χαθεί. Έκλαψε με σπαρακτικούς λυγμούς και παρακάλεσε τη βροχή να τον ξεπλύνει από εκείνη τη σκοτεινή μέρα.

 

Και όταν τα δάκρυά του στέγνωσαν, έψαξε στα πτώματα τον νεκροθάφτη, να πάρει αυτά που είχε κλέψει απ’ τη Δήμητρα και να ολοκληρώσει την αποστολή του. Το πτώμα, όμως δεν υπήρχε. Η καρδιά του βυθίστηκε. Κάλεσε το άλογό του και άρχισε να καλπάζει προς τον επόμενο προορισμό του.

 

***

Πέρασαν εκατόν είκοσι εφτά χρόνια και ο Ιππότης ακόμα κάλπαζε στη Ντραγκούτ…

 

Νωρίτερα εκείνη τη μέρα, σκαρφαλωμένος στην κορυφή του Μερκατάλ είχε δει το μυρμήγκιασμα των Πεδιανθρώπων που προέλαυνε. Τώρα τράβηξε με δύναμη, ανάμεικτη με φροντίδα τα γκέμια του αλόγου του για να σταματήσει ακριβώς στο σταυροδρόμι. Ο αέρας που για ώρες με ορμή στροβιλιζόταν στο πέρασμά του, τώρα παράσερνε ένα σύννεφο σκόνης μακριά, στέλνοντάς το να χαθεί στη γραμμή του ορίζοντα. Στα αριστερά και στα δεξιά του υπήρχαν δύο μεγάλα βουνά, που οι άνθρωποι ονόμαζαν Μερκατάλ και Άλμπιν. Μπροστά ανοιγόταν ένα οροπέδιο με καμένα σπαρτά.

 

Αναρωτήθηκε για την κατεύθυνση που έπρεπε ν’ ακολουθήσει. Ο ήλιος ήδη χαμήλωνε και απ’ τις δύο ξύλινες επιγραφές ο Ιππότης δεν μπορούσε να βγάλει συμπέρασμα. Δεν ήξερε την παραμικρή λέξη στη λαλιά αυτής της χώρας και οι ουρές των γραμμάτων μπερδεύονταν σαν αλληλοσπαρασσόμενα φίδια, χωρίς να δημιουργούν γνώριμα σημάδια.

 

Πολύ βολικά, όμως ένας ζητιάνος ντυμένος με ελεεινά κουρέλια είχε ξαπλώσει σ’ ένα μεγάλο θάμνο δίπλα από τις επιγραφές, με μία πέτρα για προσκέφαλο. Ή ήταν μεθυσμένος ή από φόβο παρίστανε τον κοιμισμένο- αποκλείεται να μην είχε ακούσει το βαρυφορτωμένο άτι να σταματάει δίπλα του.

 

Ο Ιππότης ξεπέζεψε με αναγκαστικά αργές κινήσεις, ενώ τα μεταλλικά ελάσματα στην πανοπλία του βαρυγκώμησαν θλιμμένα. Πλησίασε τον ξαπλωμένο και τον σκούντησε με τη μύτη της σιδερένιας μπότας του. Εκείνος ανασκουμπώθηκε τρομαγμένος και άνοιξε διάπλατα τα τσιμπλιασμένα μάτια του. Μπροστά του ορθωνόταν ένας άγνωστος και ολότελα τρομακτικός στην όψη πολεμιστής.

 

Το ύψος του ξεπερνούσε τους ώμους του θηριόσωμου αλόγου του, το οποίο φορούσε μία βαριά πανοπλία, όπως ο αφέντης του. Τα χέρια του ήταν καλυμμένα με ασήμι ως τους αγκώνες και τα διάφορα εμβλήματα και οι προστατευτικοί ρούνοι που αγκάλιαζαν κάθε ελεύθερη επιφάνεια του μετάλλου θα είχαν φτιαχτεί σε εξωτικό μέρος. Στο θώρακά του είχε σκαλισμένη μια ζοφερή εσχατολογική αναπαράσταση, που έκανε το ζητιάνο ν’ ανατριχιάσει.

 

Ακόμα θολωμένος απ’ τον ύπνο και το φόβο, έτριψε τα μάτια του, στήριξε αβέβαια το βάρος του στις παλάμες και σηκώθηκε άτσαλα μπροστά στον άγνωστο, περιμένοντας στην ευτυχέστερη των περιπτώσεων κάποιου είδους τιμωρία ή επίπληξη. Δεν κουβαλούσε πάνω του χαρτιά για να διασχίζει τη χώρα κι ούτε κανένας του είχε επιτρέψει να ξεκουραστεί σ’ εκείνο το σταυροδρόμι. Είχε αποφασίσει να παρατήσει τα πάντα και να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του ως ερημίτης, αλλά όσο βάδιζε σε δρόμους του βασιλείου, οι νόμοι είχαν ακόμα ισχύ πάνω του.

 

Αν το πρόσωπο του Ιππότη πήρε οποιαδήποτε έκφραση ήταν αδύνατο να φανεί εξαιτίας του προσωπείου της περικεφαλαίας του, που ήταν κατεβασμένο ακόμα κι όταν ταξίδευε. Έδειξε με το σιδερένιο γάντι του τις δύο κατευθύνσεις στις οποίες χωριζόταν ο δρόμος και απαίτησε να μάθει, τονίζοντας προσεκτικά τις λέξεις: «Προς τα πού είναι το κεφαλοχώρι αυτού του Φέουδου; Πρέπει να είμαι εκεί ως το σούρουπο. Είναι μακριά από εδώ;»

 

Ο ερημίτης άρχισε να τρέμει σύγκορμος. Με την άκρη του ματιού του ξεχώρισε τρία σπαθιά, δύο τόξα, μία κοντή λόγχη, ένα ακόντιο, ένα δίκοπο τσεκούρι και τέσσερις φαρέτρες με βέλη φορτωμένα στο άλογο- χώρια το κυρτό σπαθί και το εγχειρίδιο που είχε ζωσμένα πάνω του ο Ιππότης. Αποφεύγοντας να τον κοιτάξει κατά πρόσωπο, έδειξε όσο πιο ταπεινά μπορούσε τη μια απ’ τις δύο ταμπέλες. Έβαλε το δάχτυλό του στα γράμματα και είπε σχεδόν συλλαβιστά: «Το Φέουδο είναι από τούτο το δρόμο, Άρχοντα. Σε παρακαλώ μη με πειράξεις. Κοιμόμουν εδώ γιατί είμαι κουρασμένος κι η νύχτα αυτή την εποχή μοιάζει με τη μέρα.»

 

Ο Ιππότης ξαναρώτησε: «Και πόσο μακριά βρίσκομαι;» Ο ερημίτης πισωπάτησε, υποκλίθηκε βαθιά, βαθύτερα κι ακόμα πιο βαθιά και ψέλλισε: «Όχι πάνω από πολύ κι ούτε κάτω από λίγο. Ο δρόμος σε πηγαίνει κατευθείαν στο Φέουδο. Καρτάους το λένε οι ντόπιοι. Αν δεν φοβάσαι να τριποδήσεις για ώρες, εύχομαι Άρχοντα να φτάσεις πριν να ‘ναι αργά.»

 

Ο Ιππότης φάνηκε να ικανοποιείται και από ένα πουγκί άφησε να κυλήσει στο γάντι του ένα βαρύ νόμισμα. Το κοίταξε για μια καλή ματιά κι έπειτα το πέταξε στα πόδια του ζητιάνου που ήταν ακόμα διπλωμένος στα δύο. Το νόμισμα στριφογύρισε στον αέρα, αντανακλώντας λίγο από το πύρινο χρώμα του ήλιου. «Αυτό για τον κόπο σου», είπε ο Ιππότης και ξανακαβάλησε.

 

Ο ερημίτης περίμενε μέχρι να απομακρυνθεί ο καβαλάρης και πήρε στη χούφτα του το αστραφτερό, ολοστρόγγυλο νόμισμα. Ήταν βαρύ σαν πέτρα κι από τη μια πλευρά είχε χαραγμένες φράσεις σε παράξενη γλώσσα. Το γύρισε απ’ την άλλη και βλέποντας την αναπαράσταση πάγωσε. Απεικονιζόταν ένας πάνοπλος ιππότης που τα χέρια του ήταν καλυμμένα με ασήμι ως τους αγκώνες και το φορτωμένο με όπλα άλογό του, ήταν σηκωμένο στα δύο πόδια.

 

Έντρομος σήκωσε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση που είχε φύγει ο Ιππότης. Το μόνο που διακρινόταν στο βάθος του δρόμου ήταν ένα κουρνιαχτό σκόνης που πάλευε να ενωθεί με τον ουρανό…

Edited by Arachnida
Link to comment
Share on other sites

Alice? Who the... is alice?

 

Σε κάρφωσα ε; :)

Ελπίζω να πήρες και το αναλυτικό email.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..