Jump to content

θεμέλια


Rikochet

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Γιάννης Γαλιάτσος

Είδος: τρόμου ασπούμε (εξηγώ παρακάτω)

Βία; υπονοείται

Σεξ; όχι

Αριθμός Λέξεων: 1.848

Αυτοτελής; ναι

Σχόλια: Δεν είμαι σίγουρος αν με ευχαριστεί το τέλος, θέλω το ξαναγράψω κάποια στιγμή. Οι διάλογοι είναι επίτηδες γραμμένοι έτσι. Το ίδιο και τα πολλά και. Προσπάθησα να στοχεύσω σε ένα διαφορετικό είδος τρόμου, πιο διακριτικό και λιγότερο... φρικιαστικό οπτικά - στην φθορά παρέα με άγνοια και στασιμότητα. Μπορεί να μην λειτουργεί καν έτσι, δεν μπορώ να ξέρω. Αυτά.

 

 

Ο Π. άνοιξε την εξώπορτα χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και ανέβηκε τα σκαλιά χωρίς να βιάζεται. Κοιτάχτηκε στον μεγάλο καθρέφτη αδιάφορα. Κοίταξε τον πίνακα ανακοινώσεων και διάβασε τους όρους χρήσης του συμβολαίου για την απολύμανση της πολυκατοικίας. Έπιασε μια χούφτα φακέλους και ξεφύλλισε τα ονόματα. Διάλεξε έναν και άφησε τους υπόλοιπους. Περιεργάστηκε το σκαλιστό MAIL στο κουτί δίχως οροφή όπου περιέχονταν τα γράμματα και έσυρε το δάχτυλο του στη λεία επιφάνεια. Απομακρύνθηκε και στάθηκε μπροστά στο τέλος του διαδρόμου και κοίταξε το ασανσέρ και τις σκάλες. Δοκίμασε τα παπούτσια του τρίβοντας τα στην μαρμάρινη επιφάνεια. Κανένας ήχος. Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες χωρίς να ανάψει στο φως και άνοιξε το φάκελο και άρχισε να τον διαβάζει. Διαφήμιση από μια εταιρία ειδικευμένη στην κατασκευή παιδικών επίπλων. Αφού τέλειωσε την ανάγνωση τοποθέτησε το χαρτί ξανά στο φάκελο, τον δίπλωσε και τον έβαλε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Συνέχισε να ανεβαίνει και να κοιτάζει τα ονόματα δίπλα στις πόρτες από όροφο σε όροφο. Στα μισά της σκάλας που οδηγούσε στον δεύτερο άνοιξε το παράθυρο και εισέπνευσε βαθιά και κοίταξε τον άδειο ουρανό και το φεγγάρι. Στάθηκε έτσι για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι που ένιωσε την ψύχρα στα μάγουλα του. Περίμενε λίγο ακόμα και έκλεισε το παράθυρο και συνέχισε να ανεβαίνει. Στο κεφαλόσκαλο του τέταρτου έβγαλε μια διπλωμένη φωτογραφία από μια άλλη τσέπη και την ξεδίπλωσε και την περιεργάστηκε. Ύστερα κοίταξε τα ονόματα στις τρεις πόρτες του ορόφου. Επέστρεψε στην πρώτη, και ετοιμάστηκε να χτυπήσει το κουδούνι. Κοντοστάθηκε και κοίταξε την ώρα. Η ανάσα του βάρυνε. Γράπωσε το μπράτσο του αριστερού του χεριού με το δεξί και περίμενε με κλειστά μάτια. Τα άνοιξε. Δεν χτύπησε το κουδούνι. Χτύπησε ελαφρά με την γροθιά του το φθαρμένο σημείο δίπλα στο μάτι τρεις φορές. Άλλες τρεις λίγο πιο δυνατά. Από μέσα ακούστηκε μια βλαστημιά και το σούρσιμο γυμνών ποδιών στο παρκέ. Ποιος είναι ρώτησε μια φωνή στάζοντας ακόμα ύπνο. Ο Π. ακούμπησε το δάχτυλο του στο μάτι της πόρτας και περίμενε. Ποιος είναι ρώτησε ξανά. Ο Π. είπε αργά θα σου μιλήσω για λίγο. Μείνε όρθιος ή κάθισε αλλά μη χάσεις λέξη. Ποιος είναι ρώτησε ξανά εκνευρισμένος. Άντε γαμήσου θα φωνάξω την αστυνομία. Με πανικό και τρέμουλο. Ο άνθρωπος μέσα στο σπίτι αναγνώρισε κάτι στη φωνή απέξω. Ο Π. ρώτησε δεν θα φωνάξεις την αστυνομία έτσι δεν είναι. Ησυχία. Έτσι δεν είναι ξαναρώτησε. Ακούω απάντησε ο άλλος από μέσα. Ο Π. έβγαλε ξανά τη διπλωμένη φωτογραφία και μια πινέζα. Την κάρφωσε με ασήμαντη προσπάθεια κάτω απ’το μάτι της πόρτας. Εστίασε το βλέμμα του και πήρε μια ανάσα και άρχισε να μιλάει μονότονα:

 

«Για να φτάσω εδώ ανέβηκα τέσσερις ορόφους και τις σκάλες στην είσοδο. Ο αέρας είναι δροσερός γιατί το κτίσμα αερίζεται καλά. Η ανάβαση δεν ήταν πιο κουραστική απ’όσο θα έπρεπε. Το παράθυρο πριν τον τέταρτο μου έδωσε μια θέα διαφορετική απ’το μπεζ και με βοήθησε να συνεχίσω με ανανεωμένο ενδιαφέρον. Αν είχα χρησιμοποιήσει τον ανελκυστήρα είμαι σίγουρος ότι θα με είχε φέρει σύντομα και ξεκούραστα μέχρι εδώ. Μα οι σκάλες επιτέλεσαν το σκοπό τους όσο καλύτερα μπορούσαν. Θα μπορούσες να πεις ότι το ίδιο το κτίσμα με βοήθησε να φτάσω ως εδώ και να χτυπήσω την πόρτα σου. Ή ότι τουλάχιστον δεν μου παρουσίασε κάποιο σημαντικό εμπόδιο. Καταλαβαίνεις;»

 

Καμιά απάντηση. Ο Π. ρώτησε ξανά καταλαβαίνεις. Ναι απάντησε ο άλλος τρέμοντας.

 

«Όλα αυτά συνέβησαν απ’τη στιγμή που άνοιξα την πόρτα της εισόδου. Το γυαλί της δεν σπάει εύκολα. Η κλειδαριά της δεν παραβιάζεται εύκολα. Όμως κάποιος την είχε ξεχάσει ανοιχτή. Ακουμπούσε στο πλαίσιο της χωρίς να έχει κλείσει τελείως. Ακόμα και αν ήταν κλειστή θα είχα μπει. Όχι όμως με την ίδια ευκολία. Ίσως ο κόπος να με είχε οδηγήσει στον ανελκυστήρα. Και σ’εκείνη την περίπτωση θα στεκόμουν πάλι εδώ. Ίσως ξανασκεφτόμουν πριν μιλήσω για τα εμπόδια που παρουσιάζει ή όχι το κτίσμα. Όμως αυτό δεν συνέβη. Καταλαβαίνεις;»

 

Τι σκατά θέλεις ρώτησε.

 

«Ξέρεις τι υπάρχει έξω απ’την είσοδο;»

 

Ησυχία. Πες μου τι υπάρχει έξω απ’την είσοδο είπε. Ο άλλος απάντησε ο δρόμος. Ο Π. επανέλαβε πες μου τι υπάρχει έξω απ’την είσοδο. Ο άλλος απάντησε σπασμένα η Καλλιδρομίου. Και τι άλλο ρώτησε. Το ψιλικατζίδικο. Το βενζινάδικο. Και τι άλλο ρώτησε. Τα αδέσποτα.

 

«Δεν έχεις ιδέα για το που ζεις. Δεν ξέρω αν νομίζεις ότι με κοροϊδεύεις. Δεν ξέρω αν κοίταξες ποτέ έξω απ’το παράθυρο ή αν βγήκες ποτέ απ’το κτίσμα. Δεν πειράζει. Κοίταξε τώρα.»

 

Τι εννοείς ρώτησε ο άλλος.

 

«Θέλω να βγεις στο μπαλκόνι σιγά-σιγά, χωρίς να ξυπνήσεις κανέναν, να κοιτάξεις καλά και να έρθεις πάλι εδώ και να μου πεις τι βλέπεις.»

 

Θα μπορούσα να πάρω τηλέφωνο τους μπάτσους είπε ο άλλος. Να περιμένω μέχρι να έρθουν. Το τμήμα είναι κοντά. Ο Π. αναστέναξε δεν θα το κάνεις. Ο άλλος έκανε να απαντήσει μην είσαι τόσο σίγουρος αλλά σταμάτησε στο μην και κατάπιε έναν λυγμό. Πέρασαν μερικά λεπτά. Ο Π. συνέχισε να περιεργάζεται την καρφωμένη φωτογραφία. Ύστερα από λίγο ακούστηκε η φωνή από μέσα ήρθα. Τι είδες ρώτησε ο Π. Το δρόμο είπε ο άλλος. Τα φώτα. Το δρόμο. Ο Π. αναστέναξε ξανά.

 

«Συνεχίζεις να νομίζεις ότι έτσι με κοροϊδεύεις. Δεν έχω αντίρρηση, αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Επειδή όμως έξω απ’την είσοδο δεν υπάρχει κανένας δρόμος, πρέπει να διευκρινιστεί τι υπάρχει. Είναι ανεπίτρεπτη αυτή η πλάνη. Θες να μάθεις τι υπάρχει;»

 

Ο άλλος δεν απάντησε. Ο Π. συνέχισε.

 

«Έξω απ’την είσοδο ο αέρας είναι άσχημος. Χειρότερος απ’ότι μέσα. Δέκα φορές χειρότερος. Ξερός. Έχει γεύση σκόνης και σαπίλας. Δεν υπάρχει δρόμος. Δεν υπάρχει άσφαλτος. Η άσφαλτος που ξέρεις έχει διαλυθεί χρόνια τώρα. Είναι σκόνη. Οι άνθρωποι που την έφτιαξαν κάποτε τώρα τη διέλυσαν με τα ίδια τους τα χέρια. Αν σε βοηθάει αυτή η εικόνα να το φανταστείς. Πέρα απ’τη σκόνη υπάρχει μόνο περισσότερη σκόνη. Η υπόλοιπη έρημος. Δεν υπάρχουν κτίσματα πέρα απ’το δικό σου. Οι ένοικοι τους τα άδειασαν. Οι ιδιοκτήτες τους τα εγκατέλειψαν. Οι χτίστες τους τα κατεδάφισαν. Τα συντρίμια έμειναν ανώνυμα και ασήμαντα και σύντομα προστέθηκαν στη σκόνη. Δεν υπάρχουν αδέσποτα γύρω απ’το κτίσμα σου. Το νερό τους τέλειωσε. Η τροφή τους τέλειωσε. Έσκαψαν τους τάφους τους γύρω απ’τα χαλάσματα και ξάπλωσαν και ξεψύχισαν με ανακούφιση.»

 

Για λίγο ακουγόταν μόνο η αναπνοή πίσω απ’την πόρτα. Ο Π. συνέχισε.

 

«Οι εργάτες ξήλωσαν το δρόμο γιατί περνούσε μπροστά απ’το κτίσμα σου. Οι κάτοικοι διάλεξαν την εξορία γιατί έμεναν απέναντι σου. Τα αδέσποτα επέλεξαν τον θάνατο γιατί έπιναν απ’τις βρύσες σου και έτρωγαν απ’τις τροφές σου. Καταλαβαίνεις;»

 

Ησυχία. Ο Π. ρώτησε βρίσκεις τα λόγια μου πομπώδη. Ησυχία.

 

«Τα λόγια μου είναι ανεπαρκή. Φτωχά. Αποτελούν όμως ? και να είσαι σίγουρος για αυτό ? το μόνο σου σύνδεσμο με την πραγματικότητα. Τα μάτια σου είναι άχρηστα. Αν τα έβγαζες τώρα δεν θα έκανε καμιά διαφορά. Δεν μπορούν να σου παρέχουν καμιά βοήθεια πια, με κανένα τρόπο. Καταλαβαίνεις;»

 

Ο άλλος είπε ναι και ακούστηκε ο ήχος των νυχιών του που έξυναν την πόρτα.

 

«Αν βγεις ξανά έξω και κοιτάξεις θα δεις πάλι ένα δρόμο. Το μυαλό σου θα τον ονομάσει με το όνομα που ανέφερες πριν. Τα μάτια σου θα τον ντύσουν με τα χαρακτηριστικά που θες να δεις. Θα συνεχίσει να μην είναι ένας όμορφος δρόμος. Όμως θα είναι μια ανακούφιση. Δεν έχει κανένα νόημα να ξαναβγείς έξω. Καταλαβαίνεις;»

 

Ο άλλος είπε ναι και η πόρτα τραντάχτηκε ελαφρά κάτω απ’το βάρος του και τους λυγμούς του.

 

«Θέλω να ξέρεις πόση αξία έχουν οι πιθανές κινήσεις σου για να μην ξοδέψεις παραπάνω ενέργεια. Θέλω να ξέρεις ότι το καλύτερο πράγμα που έχεις να κάνεις είναι να σηκωθείς και να μου ανοίξεις. Αν με αφήσεις να μπω ίσως καταφέρεις να σώσεις κάτι.»

 

Σιγά μη σαφήσω να μπεις αρχίδι.

 

«Ξέρω ότι έχεις να σώσεις κάτι. Κοίτα απ’το ματάκι.»

 

Ο άλλος ανασηκώθηκε και σκούπισε τα μάτια του και κοίταξε. Παραπάτησε και ξανάρχισε να κλαίει και να ψελλίζει άντε γαμήσου άντε γαμήσου. Κοντοστάθηκε και συγκεντρώθηκε. Άνοιξε την πόρτα.

 

Ο Π. στάθηκε μπροστά του χαμογελώντας αδιάφορα. Ήξερες τι έπρεπε να κάνεις και το εκτιμώ είπε. Κρατούσε τη φωτογραφία στο δεξί χέρι. Του την έδειξε ξανά. Ο άλλος ψέλλισε τι σκατά θες με τα παιδιά μου. Ο Π. προσποιήθηκε αγανάκτηση. Δεν είμαστε σε ταινία είπε. Δεν χρειάζεται να κάνουμε τέτοιο τον διάλογο. Είμαι εδώ μπροστά σου και σε βάζω να κάνεις μια επιλογή. Εσύ ή τα παιδιά σου. Έξω είναι έρημος. Δεν έχει τίποτα για πολλά μίλια. Μπορώ να βοηθήσω είτε εσένα είτε αυτά. Η γυναίκα σου δεν πρόκειται να γυρίσει. Το ξέρεις καλύτερα από εμένα. Τα πάντα είναι έρημος εδώ γύρω. Το ξέρεις πια. Διάλεξε.

 

Ο άλλος άρπαξε τη φωτογραφία και κοίταξε τα δυο αγόρια. Δεν ήταν όμορφα. Ποτέ δεν ήταν. Ούτε καν χαριτωμένα. Τα φορτώθηκε άδικα. Το πατρικό ένστικο όμως αναρωτήθηκε. Που είναι. Τα ξανακοίταξε. Για λίγο έχασε την αίσθηση ότι είναι πραγματικός. Άγγιξε με την παλάμη το μέτωπο του και την έφερε στο στόμα του και γεύτηκε τον ιδρώτα του. Αυτό τον βοήθησε να συγκεντρωθεί. Τα παιδιά. Τα ξανακοίταξε. Μην το σκεφτείς πολύ σκέφτηκε. Μην τον αφήσεις να τα πάρει μακριά - μην τον αφήσεις να σε πάρει μακριά. Δυο αντικρουόμενες σκέψεις τον έκαναν να του ορμήξει.

 

Το σπίτι δεν ήταν μεγάλο. Δίπλα στο ξέστρωτο κρεβάτι υπήρχαν δυο κούνιες με δυο γαλήνια μωρά. Ο Π. τα περιεργάστηκε. Ήταν ίδια με τις φωτογραφίες. Ήρεμα και άσχημα. Περιεργάστηκε το υπόλοιπο δωμάτιο. Αταίριαστα νεανικό. Πήρε ένα μαξιλάρι απ’το κρεβάτι. Χωρίς ήχο ή ενόχληση. Το ανοιχτό παράθυρο στα δεξιά υπαινίχθηκε την ψύχρα της ερήμου και έφερε λίγη άμμο μέσα. Άφησε το μαξιλάρι ξανά στο κρεβάτι και έκλεισε το παράθυρο κοιτάζοντας έξω. Η κενή νύχτα πάνω στην άδεια έρημο.

 

Ο άλλος ξύπνησε με πονοκέφαλο και καθισμένος στον καναπέ. Ο Π. ήταν καθισμένος δίπλα του και κοιτούσε τον τοίχο. Τι έγινε είπε. Τι έγινε. Τι έγινε. Σα να μπορούσε να πει μόνο αυτό. Σαν πανικός. Ο Π. είπε διάλεξες χωρίς να τον κοιτάξει. Ο άλλος αναζήτησε με τα μάτια του τη φωτογραφία. Δεν ήταν πουθενά. Σηκώθηκε και τρέκλισε μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Επέστρεψε και σωριάστηκε στον καναπέ. Θα πρεπε να κλαίω είπε. Ναι είπε ο Π. Θα πρεπε να θρηνώ είπε. Ναι είπε ο Π.

 

Κοιτώντας τα φθαρμένα εντόσθια του ανελκυστήρα να χύνονται σε κάθε όροφο και αναζητώντας τα απομεινάρια τις σκάλας και διακινδυνεύοντας ένα άλμα όπου ήταν απαραίτητο κατέβηκαν. Κοιτάχτηκαν στον μεγάλο ραγισμένο καθρέφτη. Παραμέρισαν τα σπασμένα γυαλιά της εισόδου.

 

Η έρημος απλωνόταν άτεγκτη μπροστά τους. Ελάχιστες αλλαγές γίνονταν αντιληπτές με κάθε φύσημα του ανέμου. Τυχαίοι κόκκοι άμμου παρασέρνονταν από μια επιφάνεια σε άλλη. Δεν αλλάζει ποτέ σχολίασε ο Π. Είναι κοντά η αυγή ρώτησε ο άλλος. Ο Π. τον κοίταξε ερωτηματικά και έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό και άρχισε να προχωράει. ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ Η ΑΥΓΗ ρώτησε φωνάζοντας ο άλλος. Ο Π. συνέχισε και ο άλλος τον ακολούθησε. Η έρημος κάλυψε και το τελευταίο κτίσμα και οι φιγούρες σύντομα εξαφανίστηκαν στην άδεια έκταση.

Edited by Rikochet
Link to comment
Share on other sites

Το διάβασα και χθές, το διάβασα και το πρωί, το διάβασα και τώρα (καλά πάω) όμως δυσκολευόμουν να το σχολιάσω, εξαιτίας της τελευταίας παραγράφου.

Δεν ξέρω αν αυτό που έχω στο μυαλό μου ήταν αυτό που ήθελες να περάσεις όμως το διάβαζα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και 'ενοχλητική' αγωνία.

Προσπέρασα κάποια κομμάτια του διαλόγου που βρήκα χωμένα στο κείμενο, (το συνήθισα εύκολα,εξάλλου εικάζω πως ήταν και αυτό μέσα στο σχέδιό σου) απόλαυσα τον 'τρόπο' του κ.Π. (αλήθεια θα μπορούσε να είναι κάτι παραπάνω απο ένα όνομα;) και κατάφερα να το 'δω' να διαδραματίζεται μέσα στο μυαλό μου, με μεγάλη ευκολία.

Όμως (επειδή τα εγκεφαλικά μου κύτταρα τα κρατώ ανενεργά και τα χρησιμοποιώ στις φορολογικές δηλώσεις):

1.Γιατί αναρωτιέται που είναι τα παιδιά του; Είναι επειδή έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας μέσα στον πανικό του ή απλά η ιστορία είναι απο την αρχή ένα όνειρο(δεν ξέρω τί λέξη ταιριάζει) και όχι απο το τέλος και μετά;

2.Αφού τα killaρε τα μπεμπέ, γιατί 'πήρε' ο κ.Π και αυτόν μαζί του;...Τα killαρε έτσι; :unsure:

3.Και έτσι ξαναγυρίζω στην ταυτότητα του Π. Μοιάζει να μιλάει περισσότερο για πράγματα που έχουν ήδη γίνει και εικάζω όχι απο τον ίδιο; Μπάς και ο Άλλος είναι ο φταίχτης και ο Π. τον φέρνει στα ίσια του σαν υποσυνείδητο;

Ορίστε! Ξανάχασα την μπάλα!

 

Πάντως μου άρεσε που με ταλαιπώρησε, και λατρεύω τον 'διακριτικό τρόμο' <--οικειοποιούμαι τον όρο!

Link to comment
Share on other sites

Κλασσικά δυνατή γραφή και μια ιστορία που παίζει καλά με το αόριστο και το παράδοξο. Ο "διακριτικός τρόμος" που αναφέρεις στηρίζεται σε αυτήν ακριβώς την αίσθηση του περίεργου, αν και νομίζω ότι παραείναι διακριτικός για να βγάζει τρόμο.

 

Δεν κατάλαβα όμως το γιατί την έγραψες όπως την έγραψες, με μπλοκ κειμένου, χωρίς κόμματα και με τους διαλόγους ριγμένους χύμα μέσα στο κείμενο; Θεωρητικά αυτό είναι απολύτως θεμιτό σε ένα κείμενο, απλά εδώ δε νομίζω ότι βγάζουν κάποιον επιθυμητό ρυθμό ή συναίσθημα, απλά κάνουν το κείμενο περίεργο, ασυνήθιστο, δυσκολότερο να διαβαστεί και "πετάνε" τον αναγνώστη έξω από την ιστορία.

Link to comment
Share on other sites

Δεν κατάλαβα όμως το γιατί την έγραψες όπως την έγραψες, με μπλοκ κειμένου, χωρίς κόμματα και με τους διαλόγους ριγμένους χύμα μέσα στο κείμενο; Θεωρητικά αυτό είναι απολύτως θεμιτό σε ένα κείμενο, απλά εδώ δε νομίζω ότι βγάζουν κάποιον επιθυμητό ρυθμό ή συναίσθημα, απλά κάνουν το κείμενο περίεργο, ασυνήθιστο, δυσκολότερο να διαβαστεί και "πετάνε" τον αναγνώστη έξω από την ιστορία.

 

Ο Cormack McCarthy φταίει για όλα. :p

Αυτό το ρυθμό που αναφέρεις προσπαθούσα να πετύχω αλλά ναι, μάλλον δε δουλεύει όπως πρέπει, ίσως χρειαζόταν και μεγαλύτερη έκταση για να μπορεί το κείμενο να αναπνέει.

 

(αλήθεια θα μπορούσε να είναι κάτι παραπάνω απο ένα όνομα;)

 

Χμ, όταν το έγραφα μάλλον όχι, απλά μ'αρέσουν τα μονολεκτικά ονόματα. Τώρα θα σου έλεγα ότι μπορεί να σημαίνει και "Πρόοδος" αλλά συνεχίζει να μου ακούγεται κάπως αφελές.

 

1.Γιατί αναρωτιέται που είναι τα παιδιά του; Είναι επειδή έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας μέσα στον πανικό του ή απλά η ιστορία είναι απο την αρχή ένα όνειρο(δεν ξέρω τί λέξη ταιριάζει) και όχι απο το τέλος και μετά;

 

Ε... ξέρω από που προκύπτει αυτή η απορία. Υπήρχαν δυο παράγραφοι, μια μόλις μπαίνει ο Π. στο σπίτι και μια μόλις μπαίνει στο δωμάτιο των παιδιών όπου περιγραφόταν με περισσότερη λεπτομέρεια το πως ο Π. εξουδετερώνει τον τύπο και πως σκοτώνει τα μωρά, αλλά αποφάσισα να τις βγάλω τελικά για να γίνει λίγο πιο ασαφές. Η ιστορία δεν είναι όνειρο, και δεν θα μπορούσε να είναι, μου φαίνεται πολύ φτηνό αυτό το κόλπο. :p

 

2.Αφού τα killaρε τα μπεμπέ, γιατί 'πήρε' ο κ.Π και αυτόν μαζί του;...Τα killαρε έτσι;

 

Αυτό είναι που δεν μ'αρέσει στο τέλος και θέλω να αλλάξω. Υποτίθεται ότι του δίνει την ευκαιρία να σωθούν απ'την καταστροφή/ερημιά ή ο ίδιος ή τα παιδιά του. Διαλέγει τον εαυτό του, σκοτώνονται τα παιδιά.

 

3.Και έτσι ξαναγυρίζω στην ταυτότητα του Π. Μοιάζει να μιλάει περισσότερο για πράγματα που έχουν ήδη γίνει και εικάζω όχι απο τον ίδιο; Μπάς και ο Άλλος είναι ο φταίχτης και ο Π. τον φέρνει στα ίσια του σαν υποσυνείδητο;

 

Ναι και ναι. Όχι ακριβώς υποσυνείδητο αλλά... ναι, σαν υπενθύμιση.

 

Ευχαριστώ για τα σχόλια ε. =)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..