Guest roriconfan Posted June 11, 2008 Share Posted June 11, 2008 (edited) Edit: Η λέξη "Απορριπτέο" στον τίτλο αναφέρεται στο ότι μου βγήκε πολύ μεγάλη αρχικά και έπρεπε να την πετσοκόψω σε βαθμό που χάλασε πολύ το αρχικό της ίματζ, ώστε να είναι εντός λέξεων για τον διαγωνισμό. Ολοκληρωμένη εκδοχή της ιστορίας υπάρχει ξανά ποσταρισμένη στο ποστ 16. Οπότε, ΜΗΝ διαβάσετε την πετσοκομένη εκδοχή εδώ αλλά πάτε στο ποστ 16 για το πλήρες μενού. Άβατος Δρόμος (κομμένη έκδοση) Είδος: Κωμικό / δραματικό Φαντασίας Αυτοτελής; : Ναι Βία / Σεξ: Όχι. Λέξεις: Γύρω στις 3.000 Ο γερο-Ντέπο σηκώθηκε χαλαρά από το κρεβατάκι του, με το που άκουσε το σύνθημα. Που δεν ήταν άλλο από τα Τσίουμ να τιτιβίζουνε χαρωπά με το πρώτο φως στον ορίζοντα. Τεντώθηκε, πλύθηκε, ντύθηκε, έβαλε όπως πάντα μια μεγάλη φέτα μέτυρο και μια φρατζόλα ψωμί στο μπογαλάκι του, βγήκε από την καλυβίτσα του και κίνησε προς το μαντρί, πάνω στους λόφους. Η καθημερινή αυτή ρουτίνα του είχε γίνει βίωμα, τόσους αιώνες που πλέον την ασκούσε. Και με κλειστά μάτια μπορούσε να την κάνει αν ήθελε. Που φυσικά δεν ήθελε, μιας που κατά το χάραμα δεν έβλεπε που πηγαίνει πλέον. Λόγω της προχωρημένης του ηλικίας, αναγκαζότανε να χρησιμοποιεί έναν φωσφορόλιθο για να ενισχύει με μια ακτίνα το μισοσκόταδο του χαράματος. Αντιπαθούσε να την χρησιμοποιεί αλλά και πάλι η όραση του σιγά, σιγά τον εγκατέλειπε και δε μπορούσε να βλέπει πλέον τις σκουντουφλόπετρες στην τραχιά κοιλάδα. Είχε κάνει εκατομμύρια φορές την διαδρομή και θυμότανε κάθε μεγάλο σμπρωχνόβραχο, γλιστροπλαγιά, κουτουλολαγούμι και τρικλοποδόλακκο. Αλλά τις αναθεματισμένες σκουντουφλόπετρες δεν μπορούσε να τις θυμάται όλες, έτσι μικρές και άπειρες που ήτανε σε αριθμό. Μετά την τρίτη τούμπα που είχε φάει εξαιτίας των πετρών, το πήρε απόφαση να αγοράσει έναν φωσφορόλιθο και να βασιστεί σε αυτόν για να του φωτίζει την ασφαλή διαδρομή. «Από εδώ, από εδώ!» Φωνάζανε οι σκουντουφλόπετρες και οι λοιποί ανιμιστικοί φαρσαδόροι της κοιλάδας. «Μη τους ακούς, από εκεί πήγαινε.» Απαντούσε σοβαρός ο προσεκτικός φωσφορόλιθος και έριχνε την ακτίνα του. Έτσι απλά έλιξε το γέλιο που ρίχνανε τα ζωντανεμένα πετρώματα με το μοναδικό δίποδο της κοιλάδας μια στις τόσες. Πάραυτα, ακόμα περιμένανε να γελάσουνε για άλλη μια φορά. Είχανε περάσει 20 χρόνια από τότε, αλλά η υπομονή τους δεν είχε στερέψει. Και γιατί άλλωστε να στερέψει; Πέτρες είναι, τι καλύτερο έχουνε να κάνουνε στο μεταξύ; Αφού πότισε και άρμεξε τα μούταν του, μάζεψε το ροζέ γάλα τους στο μεγάλο γκρι κιούπι, το οποίο και πήρε λίγες ώρες αργότερα με το κάρο του ο γερο-Τιμ με αντάλλαγμα ψωμί, αλλαντικά και ένα άδειο γκρι κιούπι για να βάλει το γάλα της επόμενης μέρας.. Μετά από άλλο ένα επιτυχημένο ημερομίσθιο, ο Ντέπο γύρισε κατά το ηλιοβασίλεμα στο καλυβάκι του, ετοίμασε κάτι πρόχειρο με τα αλλαντικά, έβγαλε την σκελέα του και έπεσε για ύπνο, μόλις χάνονταν και οι τελευταίες ηλιαχτίδες. Και φυσικά αφήνοντας τις πέτρες απ’ έξω να παραπονιούνται γι’ αυτό. Πάνω, κάτω το ίδιο έκανε και την επόμενη, και την μεθεπόμενη. Και βασικά το ίδιο έκανε επί 200 χρόνια παρά κάτι. Τίποτα ουσιαστικό δεν άλλαζε. Πέρα από τις συχνές παραξενιές του γέροντα καιρού, όλα τα υπόλοιπα τα έβρισκε ανεπιθύμητες εκπλήξεις. Ο κόσμος γύρω από την κοιλάδα άλλαζε, παράλλαζε, άκμαζε και παράκμαζε. Αλλά η μοναχική ζωή στην κοιλάδα παρέμενε πάντα η ίδια. Ο Ντέπο δεν άλλαζε τίποτα. Και ούτε ενδιαφερότανε για το τι συνέβαινε στον έξω κόσμο. Οπότε, μπορείτε να φανταστείτε την λαχτάρα του όταν ένα απόγευμα που γύρισε στο καλύβι του, έφαγε, έβαλε την σκελέα του, έπεσε για ύπνο? ?και μετά κατάλαβε ότι ένα άγνωστο σ’αυτόν κονταυτιάρικο παιδί χασκογελούσε στην γωνία! Τόσο μηχανικά που έκανε τα πάντα, δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του κι ας το είχε προσπεράσει τουλάχιστον 10 φορές. «Μα τι? Τι κάνεις μέσα στο σπίτι μου, μπασταρδάκι;!» Είπε φανερά ενοχλημένος. «Εννοείς αυτό το αχούρι;» Απάντησε με ειρωνικό ύφος ένα αγοράκι κάπου στα 12 και ξεράθηκε να γελάει, βγάζοντας από μέσα του ότι συγκρατούσε τόση ώρα που τον έβλεπε να είναι στον κόσμο του. Ένα παιδί? Πόσα χρόνια είχε να δει παιδί; Δεν θυμόταν. Την τελευταία φορά που αντίκρισε ένα, ήταν όταν και ο ίδιος βρισκόταν κάπου στα ίδια χρόνια με αυτό. Τότε, που υπήρχανε ακόμα μερικά μαντριά πέρα από αυτό του πατέρα του στην κοιλάδα. Τα χρόνια όμως περάσανε, οι άνθρωποι παρατήσανε τα μαντριά και φύγανε στις πόλεις. Μόνο αυτός απέμεινε εκεί και κληρονόμησε το μαντρί αμέσως μόλις συγχωρέθηκε ο πατέρας του. Ο Ντέπο είχε ξεχάσει πως ήταν να ακούει παιδικές φωνές και να βλέπει παιδικά παιχνίδια. Σίγουρα όμως δεν είχε ξεχάσει ένα πράγμα. Πόσο πολύ τα μισούσε! «Φύγε από εδώ παλιόπαιδο! Ουστ!» Σηκώθηκε τσατισμένος, πήρε την γκλίτσα του και άρχισε να το κυνηγάει. Αν μπορούσε κάποιος να αποκαλέσει κυνήγι ένα γέρο που σερνόταν πίσω από ένα παιδί που έτρεχε σαν σπόινκ. Το γέλιο κόπηκε από το παιδί, που βγήκε τρομαγμένο από το αχούρι? συγνώμη, το σπίτι? και άρχισε να τρέχει προς την ερημιά, ενώ το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά. «Και μη σε ξαναδώ εδώ!» Είπε κουνώντας δυνατά την «μαγκούρα» πέρα, δώθε στον αέρα. Έπεσε να κοιμηθεί βρίζοντας από μέσα του όλα τα παιδιά του κόσμου. Κανονικά τον έπαιρνε ο ύπνος αμέσως. Αλλά μερικά λεπτά αργότερα ήταν ακόμα ξύπνιος, από τα παράπονα του αγοριού έξω από την καλύβα. Τσατισμένος όσο δεν γίνεται, βγήκε από την πόρτα (μιας και δεν υπήρχαν παράθυρα που να ανοίγουνε) και άρχισε να λέει: «Ρε τσογλανάκι του κερατά! Τράβα σπίτι σου! Άφησε με να κοιμηθώ!» «Δεν έχω σπίτι.» «Δε με νοιάζει!» «Λίγη παρέα δεν θέλεις;?» «Όχι! Χάσου από δω διαόλι!» «Καλά. Αφήνω τον άκαρδο μπάρμπα να κοιμηθεί ήσυχα ενώ πεθαίνει από το κρύο ένα παιδί έξω από την πόρτα του.» Και έκανε πως απομακρύνεται τυφλά μέσα στο σκοτάδι. «Από εδώ, από εδώ!» Φωνάζανε οι σκουντουφλόπετρες, μη χάνοντας ευκαιρία να γελάσουνε νυχτιάτικα. Τα λόγια του, βαρέσανε κάποια φλέβα στο μυαλό του Ντέπο. Άκαρδος; Αυτός; Ε, όχι και άκαρδος! Ποτέ του δεν έβλαψε κανέναν. Ποτέ του δεν σκότωσε, λήστεψε, συκοφάντησε κάποιον? Φυσικά, ποτέ του δεν έκανε και το αντίθετο. Αφού ήταν μόνος του στην κοιλάδα. Αλλά κάτι τέτοια δεν τα σκεφτόταν. Όπως και να έχει, για μια φορά στην ζωή του θα βοηθούσε κάποιον χωρίς αντάλλαγμα και θα έλεγε ότι είναι και φιλάνθρωπος. «Ε! Δε θα μου προκαλέσεις και τύψεις που δεν σε βοήθησα?μείνε για το βράδυ. Αλλά το πρωί θα πάρεις δρόμο αλλιώς θα σε σαπίσω στο ξύλο!» Είπε ενώ από μέσα του ένοιωθε ωραία με την καλή πράξη που έκανε. Το παιδί χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε μέσα και πήρε μια κουβέρτα, πλεγμένη από φύλλα μούταν που υπήρχε πάνω στο κρεβατάκι. «Ε! Αυτό είναι δικό μου!» Έκανε ο Ντέπο σαν παιδάκι που του πήραν το παιχνίδι του. «Μα έχεις κι άλλο εκεί?» «Δε με νοιάζει! Είναι δικό μου και αυτό και εκείνο και το άλλο και τα πάντα εδώ μέσα! Σου δίνω μια σκεπή και πολύ σου είναι.» «Καλά? Πάρ’την την παλιο-κουβέρτα σου. Ούτως ή άλλως, βρωμάει.» Αρπάζοντας την, ο Ντέπο ξάπλωσε και είπε: «Μη κάνεις φασαρία γιατί θα το μετανιώσω και θα σε πετάξω έξω. Το ίδιο κι αν ροχαλίζεις ή κουνιέσαι στον ύπνο σου ή παραμιλάς ή ?» «Καληνύχτα!» τον διέκοψε το αγόρι με απογοητευμένη χροιά να διαφαίνεται στην ομιλία του και κουλουριάστηκε σε μια γωνιά. «Όχι εδώ, από εκεί πήγαινε.» Απάντησε σοβαρός όπως πάντα ο φωσφορόλιθος, φωτίζοντας την διπλανή γωνία που είχε λιγότερη υγρασία. Το παιδί αν και ενοχλημένο, υπάκουσε. Ο γερο-Ντέπο δεν απάντησε και απλά έκλεισε τα μάτια. Κατά καιρούς, έριχνε μια ματιά μια στο παιδί και μια στα πράγματα του, μη τυχών και του έπαιρνε τίποτα. Όχι ότι είχε και τίποτα αξίας εκεί μέσα. Απλά ήταν όλα δικά του. Μόνο δικά του! Τα χαράματα σηκώθηκε όπως πάντα για να πάει στο μαντρί. Το παιδί κοιμόταν ακόμη. Ήθελε να το ξυπνήσει και να το διώξει αλλά σίγουρα το ξιπασμένο θα του έλεγε ότι είναι ακόμα βράδυ. Τέλος πάντων, αν είναι να κάνει μια καλή πράξη, ας μη την αφήσει στην μέση. Ετοιμάστηκε και ξεκίνησε για την καθημερινή του ρουτίνα. Αν γύριζε και το έβρισκε ακόμα εκεί, απλά θα το έδιωχνε. Και αν έλειπε τίποτα, θα είχε δικαιολογία να μη ξαναβοηθήσει κανέναν για το υπόλοιπο της (πολύ μικρής σε διάρκεια εδώ που τα λέμε) ζωής του. Καλού, κακού πάντως, πήρε μαζί του στο μαντρί όσα περισσότερα σκεύη μπορούσε να κουβαλήσει. Όχι ότι τα είχε ανάγκη αλλά στο μυαλό του, το παιδί ήταν ικανό να σηκώσει όλη την καλύβα και να φύγει. Την λιακάδα της προηγούμενης μέρας, την είχε αντικαταστήσει μια μουντή συννεφιά μοβ σύννεφων που μοιάζανε με μπαμπαλόμουρα. Ο γέροντας καιρός θα είχε ξυπνήσει άκεφος σήμερα. Κουρασμένος περισσότερο από ότι συνήθως από το βάρος, αλλά πάντα πεισματάρης, όπως πάντα κατάφερε να αρμέξει το γάλα και ο Τιμ ήρθε να το παραλάβει. Πρόσεξε ότι το ίαν που τραβούσε το κάρο ήταν καινούριο και άρχισε να βρίζει από μέσα του. «Αυτή η μέρα έχει ήδη πολλά απρόοπτα!» Σκέφτηκε. Και σαν δεν ήταν όλα αυτά αρκετά, εκεί που ήταν έτοιμος να φύγει, ο Τιμ (που σπάνια του μιλούσε) τον ρώτησε: «Ρε συγχωριανέ, ήρθανε από το μέρος σου κι εσένα;» «Ποιοι;» Έκανε αδιάφορα και συνέχιζε να βρίζει από μέσα του που το κακό τρίτωσε. «Οι κονταυτιάδες για το χαμένο παιδί.» Ο Ντέπο δεν ήθελε να συνεχίσει την συζήτηση και απλώς τον αποχαιρέτησε. Και πολύ ασχολήθηκε δηλαδή. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να γυρίσει σπίτι του και να λήξει όλη αυτήν την ανακατωσούρα της ήσυχης ζωής του. Σαν γύρισε το ηλιοβασίλεμα, τον περίμενε νέος εκνευρισμός. Το παιδί όχι μόνο δεν είχε φύγει αλλά του έφαγε και κάμποσο μέτυρο που είχε στην αποθήκη για ώρα ανάγκης. Τον γελούσανε ακόμα και οι πέτρες που εμπιστεύθηκε κάποιον. Ως και ο φωσφορόλιθος χασκογέλασε λίγο πριν πει: «Από εκεί.» φωτίζοντας κάπου μακριά από την καλύβα για να γλιτώσει το αγοράκι το βουρδούλιασμα. Και εκεί που ήταν έτοιμος να ρίξει ένα χείμαρρο από βρισιές και να το κυνηγήσει με την γκλίτσα του, το αγόρι του έφερε μια χρυσή λίρα μπροστά στο πρόσωπο. «Να, πάρε τσιγκούνη! Φτάνει για να πάρεις 10 φορές τόσο!» Την άρπαξε στην στιγμή. Του ήταν άχρηστη εδώ που μένει αλλά η απληστία είναι απληστία. «Καλά, φύγε τώρα. Και πολύ έκατσες!» «Μήπως μπορείς να με φιλέψεις άλλες δύο μέρες; Αυτοί που με ψάχνουνε θα ψάξουνε παντού αλλά όχι και σε βρώμικους στάβλους.» Ο Ντέπο χρειάστηκε λίγα δεύτερα πριν καταλάβει ότι μιλούσε για το σπίτι του. «Όλα βρωμάνε εδώ.» Είπε το αγόρι με παιδική ειλικρίνεια. Ο Ντέπο πρόσεξε για πρώτη φορά τα ρούχα του παιδιού και κατάλαβε ότι ήταν από τζάκι. Το ότι κουβαλούσε και λίρες από χρυσάφι ήταν επιβεβαίωση. «Παλιο-κακομαθημένο! Επειδή μεγαλώσατε σε παλάτια νομίζετε ότι έχετε το δικαίωμα να μου κοροϊδεύετε το βιός μου; Φύγε πριν?» Σε εκείνο το σημείο ο Ντέπο σκέφτηκε αυτούς που το γυρεύανε. «Κάτσε, μήπως από ληστές κρύβεσαι;» «Ηρέμησε, από την οικογένεια μου κρύβομαι. Αφού δεν είναι παλιάνθρωποι, μπορώ να?» «Ρε μη χειρότερα! Φάρσα τους κάνεις κωλόπαιδο;» «Θέλουνε με το ζόρι να με κάμουνε στρατιωτικό!» Είπε με έντονο παράπονο. «Θέλω να γυρίσω τον κόσμο και όχι να?» «Μωρέ μπράβο θράσος! Να προτιμάτε να φύγετε από το σπίτι παρά να κάνετε κάτι με το ζόρι! Κακομαθημένα!» Είπε, αδιαφορώντας απολύτως για τα παιδικά όνειρα του νεαρού. «Μα γιατί μιλάς στον πληθυντικό;» «Όλα τα παιδιά, ίδια είστε! Και τα χειρότερα είναι των κοντοαυτιάδων.» Αυτό ήταν καθαρά ρατσιστικό σχόλιο, καθώς οι κοντοαυτιάδες ζούσανε το πολύ 70 χρόνια σε σχέση με τους μυτεροαυτιάδες που ξεπερνούσανε τα 200. Και που στην μικρή τους ζωή δημιουργούσανε και καταστρέφανε πολλά περισσότερα από τις υπόλοιπες φυλές. Φυσικά, ο Ντέπο έδινε σημασία μόνο στο δεύτερο μισό. «Δίνε του πριν σε καρφώσω ο ίδιος.» Σε εκείνο το σημείο ο Ντέπο σκέφτηκε καμία πιθανή αμοιβή για την? προσφορά του? αλλά το πόσο θα άλλαζε αυτό την ζωή του τον απώθησε εντελώς σαν ιδέα. «Θα με βρούνε!» «Σκασίλα μου! Άσε με στην ησυχία μου!» Το αγόρι προς απάντηση του έδειξε ένα πάπυρο. «Τουλάχιστον ξέρεις που βρίσκεται αυτό το μέρος;» Ο Ντέπο έμεινε άφωνος να κοιτάει τα παράξενα σύμβολα. «Δεν ξέρεις να διαβάζεις? Τουλάχιστον πες μου πώς να πάω στην Τιμαλφία από εδώ.» Ίδιο βλέμμα. «Ούτε αυτό δεν ξέρεις;! Τόσα χρόνια εδώ τι έχεις μάθει πέρα από το να αρμέγεις;» Ρώτησε το μορφωμένο πλουσιόπαιδο τον αμόρφωτο σοφό γέρο. Τίποτα ήταν η απάντηση, αλλά ο εγωισμός του Ντέπο δεν του επέτρεπε να το παραδεχτεί. Για να αρμέγεις και να ανταλλάσσεις δεν χρειάζεται ούτε να διαβάζεις, ούτε να μετράς, ούτε να ταξιδεύεις. Αρκέστηκε μόνο να πει: «Παράτα με! Ξέρω όσα χρειάζομαι.» Και του έδειξε την πόρτα. Το παιδί ενοχλημένο, απλά βγήκε και έφυγε κοιτώντας προσεκτικά γύρω του προς το κοντινό άλσος. Θα ήταν άσκοπο να προσπαθήσει να μιλήσει μαζί του άλλο. Θα ήταν σαν να μιλάει σε τοίχο. Αν και οι περισσότεροι ομιλούντες τοίχοι ήταν περισσότερο διαλεκτικοί από τον Ντέπο. «Από εδώ, από εδώ!» Φωνάζανε οι σκουντουφλόπετρες. «Παλιόπαιδα!» Έμεινε να σκέφτεται μόνος του. «Να μη θέλουνε να ακολουθήσουνε το παράδειγμα των γονιών τους, όπως έκανα εγώ. Εγώ ήμουν πάντα υπάκουος και σωστός. Φυτοτρόφο τον κάνανε το προπάππου μου, που έκανε το ίδιο στον παππού μου, που έκανε το ίδιο στον πατέρα μου, που έκανε το ίδιο σε εμένα, που έκανα το ίδιο στ?» Εκεί σταμάτησε γιατί θυμήθηκε ότι δεν είχε παιδιά. Τα αντιπαθούσε τα παλιόπαιδα και την ανακατωσούρα τους. Δεν ήταν καν παντρεμένος. Αντιπαθούσε τις γυναίκες και τις κυκλοθυμίες τους. Έβγαλε από το μυαλό του αυτές τις ανόητες σκέψεις και άρχισε να ετοιμάζεται για να κοιμηθεί. Λόγω των γεγονότων της ημέρας, στα όνειρα του μπλεκόταν οι θολές παιδικές του αναμνήσεις. Μόνος του, χωρίς παρέα, να περνάει όλα τα χρόνια της ακμής του στο άρμεγμα. Και τα παιδιά γύρω του να παίζουνε και να γελάνε και να χαίρονται ανέμελα την νιότη τους. Και αυτός να είναι μόνος του, καλυμμένος με λίπασμα και κοπριά. Και αυτά να γελάνε εις βάρος του. Και αυτός να κλαίει. Και να τα βρίζει. Και να τα μισεί. Φυσικά, ουδέποτε υπήρχαν στην πραγματικότητα παιδιά να τον κοροϊδεύουν. Αλλά όνειρα είναι αυτά. Αποκύημα της νοσηρής φαντασίας ενός μοναχικού ανθρώπου? Τα χαράματα της επόμενης μέρας, ξύπνησε για να (τι άλλο) πάει στο μαντρί. Η μέρα φαινότανε ότι πάει για βροχή από νωρίς. Ο γέροντας καιρός θα ήταν στις μαύρες του. Φαντάστηκε το παιδί να κλαψουρίζει βρεγμένο κάτω από κάποιο δέντρο. Και χάρηκε με την ιδέα. Εκεί που πήγαινε για την δουλειά του, είδε έναν καβαλάρη να έρχεται πολύ γρήγορα προς το μέρος του από τον Άβατο Δρόμο. Φυσικά, ο δρόμος δεν ήταν πραγματικά άβατος καθώς δεκάδες άτομα περνούσανε καθημερινά από εκεί για να πάνε στα γειτονικά χωριά. Έτσι τον αποκαλούσε ο ίδιος απλά γιατί ποτέ του δεν τον βάδισε. Γιατί ποτέ του δεν χρειάστηκε να φύγει από την κοιλάδα και να πάει στα χωριά. Ή οπουδήποτε αλλού. Ο καβαλάρης έτρεξε προς το μέρος του και εξαιτίας της κακιάς του όρασης, ο Ντέπο αντιλήφθηκε πολύ αργά ότι ήταν πάνοπλος και κατάφρακτος. Με τρομερά σύμβολα πάνω στην πανοπλία του και με ένα ίαν με φονικό βλέμμα. «Μανούλα μου, ήρθε το τέλος!» Πρόλαβε να σκεφτεί πριν πέσει από φόβο στο έδαφος. Οι πέτρες δεν γελάσανε. Ο πάνοπλος, σταμάτησε δίπλα του και σήκωσε την τερατόμορφη προσωπίδα του κράνους του. Ένα ζευγάρι σατανικά μάτια τον κοιτάξανε απειλητικά. «Χωριάτη! Είδες κάποιο καλοντυμένο αγόρι αυτές τις μέρες να περνάει από εδώ;» Ρώτησε με επιβλητικό ύφος. «Εκεί, εκεί!» Είπε με τρεμάμενη φωνή και έδειξε προς το άλσος. Ο καβαλάρης έστρεψε το ίαν του προς τα εκεί και έφυγε χωρίς να πει καν ευχαριστώ. «Ωραία, ησύχασα τώρα!» Είπε ο Ντέπο σκουπίζοντας τον ιδρώτα του και κίνησε για το μαντρί χαμογελώντας. Πίσω του, πράσινα σύννεφα και φουξ αστραπές μαζεύονταν στον ουρανό? Η ζωή κύλησε χωρίς απρόοπτα για μερικά χρόνια ακόμα. Ο Ντέπο επαναλάμβανε την ίδια ρουτίνα ξανά και ξανά, όπως πάντα. Ουδέποτε έμαθε ότι το αγόρι το βρήκανε οι γονείς του και το γυρίσανε με το ζόρι στην στρατιωτική ακαδημία. Και ότι το κακομεταχειρίζονταν μέχρι να χάσει την αθωότητα του και να ξεχάσει τα όνειρά του, να καταρρακωθούνε οι ελπίδες του και να καταπατηθούνε οι αντιστάσεις του. Και ότι το μάθανε να είναι μια άσπλαχνη, φονική μηχανή. Και ότι μια μέρα μάζεψε τον στρατό του και ξεκίνησε να κατακτά τις γύρω περιοχές. Και ότι έγινε πανίσχυρος πολέμαρχος, με όνομα που πάγωνε το αίμα όσων το ακούγανε. Φυσικά ο Ντέπο ποτέ δεν τα έμαθε όλα αυτά. Γι’ αυτόν, το παιδί στην φαντασία του ήτανε πάντοτε ένα κακομαθημένο που έτρεχε μακριά από τις ευθύνες του. ?Αλλά μετά, αρχίσανε πάλι τα απρόοπτα? Ο Τιμ μια μέρα απλά σταμάτησε να έρχεται και ο Ντέπο άρχισε να ξεμένει από τρόφιμα. Από τα μακρινά χωριά γύρω στην κοιλάδα, έβλεπε μαύρους καπνούς να υψώνονται. Πάρα πολλούς και μεγάλους για να είναι από καμινάδες. Άνθρωποι με τα υπάρχοντα τους φεύγανε κατά ντουζίνες από τον Άβατο Δρόμο. Και κανείς δεν φαινόταν να έρχεται. Ο Ντέπο αρκέστηκε να πίνει το γάλα που άρμεγε και να μαζεύει βότανα για σαλάτα από την γύρω περιοχή. Σκέφτηκε να φύγει κι αυτός προς αναζήτηση τροφίμων αλλά το άγνωστο και η ξεροκεφαλιά τόσων αιώνων τον απέτρεπε από το να το κάνει. Αγνόησε πολλές φορές το φως που έριχνε ο φωσφορόλιθος προς τον Άβατο Δρόμο. Και τότε, από την κακιά διατροφή τον έπιασε μια αρρώστια που τον έριξε στο κρεβάτι. Αυτός να αρρωστήσει; Ανήκουστο! Πάντως, πιο πολύ τον ενοχλούσε που έβγαινε από το καθημερινό του δρομολόγιο παρά το ότι είχε πονοκέφαλο και πονόκοιλο. Σε αυτήν την κακή κατάσταση τον βρήκε μια μέρα με καταιγίδα ένας επισκέπτης στο καλύβι του. Ο επισκέπτης επέμενε να χτυπάει και ο Ντέπο άρον, άρον, πήγε να τον διώξει κρατώντας την μαγκούρα του. Δεν θα την ξαναπατούσε βοηθώντας κάποιον. Ούτε αγόρι, ούτε κορίτσι, ούτε γυναίκα με μωρό, ένα πόδι και ετοιμοθάνατη δεν θα άφηνε να μπει. Η ζωή του ήταν ήδη αρκετά σκατά. Δε θα την έκανε χειρότερα με επισκέψεις. Άνοιξε απότομα την πόρτα και πάγωσε εκεί που ήταν. Μπροστά του ήταν ο ίδιος σατανικός καβαλάρης που είχε συναντήσει πριν χρόνια. Αλλά όχι. Κοιτώντας δειλά το πρόσωπο του, κατάλαβε ότι δεν ήταν ο ίδιος σατανάς. Μόνο την ίδια πανοπλία φορούσε. Κοίταξε το πρόσωπο και αναγνώρισε? το διαολόπαιδο που είχε κάνει το λάθος να φιλέψει πριν χρόνια! Βασικά δεν ήταν το ίδιο. Το πρόσωπο του είχε πλέον αντρέψει (πολύ γρήγορα για τα δεδομένα των μυτεροαυτιάδων) ενώ το βλέμμα του δεν είχε πλέον την παιδική του αθωότητα. Ήταν πλέον ψυχρό. Και γεμάτο μίσος. «Ε? Μη κρατάς κακία σε γέρο, άρρωστο άνθρωπο?» «Δε θα κρατήσω.» Είπε απλά. Γύρισε και έφυγε μέσα στην δυνατή βροχή προς τον Άβατο Δρόμο. Ότι ήταν να πει, φάνηκε μόνο από το βλέμμα του. Ένα βλέμμα γεμάτο μίσος και περιφρόνηση προς κάποιον που όχι μόνο δεν έκανε τίποτα με την ζωή του αλλά και κατάστρεψε τα όνειρα κάποιου άλλου. Ο Ντέπο πισωπάτησε και αναλογίστηκε τις συνέπειες των πράξεων του. «Ποιος θα κλαδέψει τώρα τα μούταν μου;» Απλά αναρωτήθηκε. Ο φωσφορόλιθος φώτισε το πάτωμα μπροστά του. Οι πέτρες απ’ έξω ακούσανε έναν γδούπο. Και δεν το βρήκανε καθόλου αστείο. Edited May 6, 2009 by roriconfan Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted June 11, 2008 Share Posted June 11, 2008 (edited) Μια ερώτηση: Γιατί κάτω από την επικεφαλίδα υπάρχει η λέξη Απορριπτέο; Φαντάζομαι μία ανόητη φάρσα του Ρορίκο διότι η ιστορία, πέρα του είναι φουλ εντός θέματος, είναι καταπληκτική! Τα σχόλια πολύ αργότερα... Edited June 11, 2008 by Παρατηρητής Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dopamine Posted June 11, 2008 Share Posted June 11, 2008 Νόμιζε οτι είχε περάσει το όριο, και μάλλον το έχει, το μέτρησα και βγήκε 3,755 ..και δεν φαινόταν τεράστιο. Κάνω οτι δεν βλέπω την τελευταία παράγραφο και είναι έγκυρο! Φτιάξτο γρήγορα ρορίκο, κάνε edit και ο sileon έτσι την έπαθε (αλλά εκείνος το είχε ήδη τσεκουριάσει) αλλά μπορούσες να δείς το πετσόκωμα, παρ'ολα αυτα πήρε καλή θέση. την δεύτερη νομίζω. ή ρώτα την Nienor.. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted June 12, 2008 Share Posted June 12, 2008 Εγώ δεν έχω και τόσο πρόβλημα, αλλά ξέρεις τώρα πως είναι αυτά... στάνταρ θα σχολιαστεί το ότι είναι μια 700 παραπάνω και το ότι θα έπρεπε να σε χωράει σε μικρότερο όπως και τους άλλους. Φτιάξτο ;) υπάρχει χρόνος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted June 12, 2008 Share Posted June 12, 2008 Damn! Και έλεγα ότι την γλήτωσα! Θα την πετσοκόψω την άτιμη! Αλλά επειδή μια χαρά είναι κι έτσι, θα κρατήσω την αρχική έκδοση και θα την ξανακάνω edit μετά τον διαγωνισμό. (αλητεία, έτσι;) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted June 12, 2008 Share Posted June 12, 2008 Ένσταση! Τελικά τι θα γίνει εδώ; Αλλιώς θα βάλω πίσω τις 290 λέξεις που έκοψα από το δικό μου! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted June 12, 2008 Share Posted June 12, 2008 Διαγωνισμός με ενστάσεις τώρα μάλιστα πολύ γουστάρω. Έτσι μπράβο να ανάψουν λίγο τα αίματα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted June 13, 2008 Share Posted June 13, 2008 Ψαλίδι έχεις? Κοπίδι? (να προσέχεις με τα κοπίδια μόνο, είναι λίγο ανεξέλεγκτα καμιά φορά ) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted June 13, 2008 Share Posted June 13, 2008 (edited) Ηρεμία κόσμε! Την πετσόκοψα στο πρώτο ποστ. Edited June 18, 2008 by roriconfan Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted June 17, 2008 Share Posted June 17, 2008 (edited) Αγαπητέ roriconfan, σε προηγούμενο διαγωνισμό που έλαβα μέρος, με τον "Άγιο του Βραλ", μπόρεσα να βάλω μόνο το μισό διήγημα για να είμαι εντός ορίων λέξεων, σύμφωνα με τους κανονισμούς του διαγωνισμού. Του έδωσα και ένα ψευδο-φινάλε για να το κάνω κάπως ολοκληρωμένο. Το αν θα έστεκε επιτυχημένα από μόνη της η μισή ιστορία, αυτό ήταν στην κρίση των αναγνωστών. Ολοκληρωμένο το διήγημα δεν το πόσταρα στο φόρουμ παρά μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας και την ανακοίνωση του νικητή. Νομίζω πως δεν είναι δίκαιο προς τους άλλους συμμετέχοντες να έχεις και τις δύο εκδοχές διαθέσημες ταυτόχρονα. Είναι σαν να λες: "Εδώ είναι η συμμετοχή μου για τον διαγωνισμό, με τον σωστό αριθμό των λέξεων, αλλά αν δεν καταλάβετε κάτι, για να έχετε μια πιο πλήρη εικόνα, έχω απ'έξω σαν καβάντζα και το φουλ διήγημα." Αυτό δεν είναι σωστό. Ο αναγνώστης του διαγωνισμού, για τώρα, πρέπει να έχει μπροστά του μόνο την επίσημη συμμετοχή. Είναι υποχρέωση σου να κάνεις το edited version να στέκετε μόνο του. Αφού δεν είμαι διοργανωτής του διαγωνισμού, εδώ εκφράζω παρά μόνο την γνώμη μου. Και σε παρακαλώ μη το πάρεις στραβά μια και είμαι και συμμετέχον. Ευχαριστώ. Edited June 17, 2008 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted June 17, 2008 Share Posted June 17, 2008 Αν το ίδιο πιστεύει και η Nienor, θα το σβήσω. Nienoooor!!!! Μίλα μας! Δώσε μας τα φώτα σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted June 18, 2008 Share Posted June 18, 2008 Ε, ήμαρτον ρε συ, προφανώς το ίδιο πιστεύει κι η Νίενορ.... Δεν το είχα δει καν. Ή είσαι εντάξει ο ίδιος και λες και στους άλλους να είναι κι εκείνοι επίσης ή δεν είσαι και δε μιλάς έτσι έχει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted June 18, 2008 Share Posted June 18, 2008 done Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted June 18, 2008 Share Posted June 18, 2008 Θενκ γιου μίστερ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted June 29, 2008 Share Posted June 29, 2008 Πολύ καλή κεντρική ιδέα/ιστορία, που όμως χάνει αρκετά από διάφορα μικροπράγματα, κυρίως από τον τρόπο που τη χωρίζεις σε παραγράφους (ψάξε το το θέμα με τις παραγράφους, χαλάνε την εικόνα του κειμένου όπως τις βάζεις). Όμως η όλη ιστορία είναι, όπως είπα, πάρα πολύ καλή, με δυνατό θέμα και κάμποσες έξυπνες πινελιές (πχ τις ανιμιστικές πέτρες) και ένα πετυχημένα ελαφρύ υφος αφήγησης. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted July 8, 2008 Share Posted July 8, 2008 (edited) Ακολουθεί ολόκληρο το διήγημα, χωρίς περικοπές, έτσι για να λέμε. Άβατος Δρόμος (uncut) Είδος: Κωμικό / δραματικό Φαντασίας Αυτοτελής; : Ναι Βία / Σεξ: Όχι. Ο γερο-Ντέπο σηκώθηκε χαλαρά από το κρεβατάκι του, με το που άκουσε το σύνθημα. Που δεν ήταν άλλο από τα Τσίουμ να τιτιβίζουνε χαρωπά με το πρώτο φως στον ορίζοντα. Ήταν ο πατροπαράδοτος τρόπος που χρησιμοποιούσανε οι γονείς του και όλοι οι πρόγονοι του από τις αρχαίες εποχές, πριν έρθουν τα μηχανικά ξυπνητήρια. Και ήταν κάτι που ουδέποτε σκέφτηκε να αλλάξει. Τεντώθηκε, πλύθηκε, ντύθηκε, έβαλε όπως πάντα μια μεγάλη φέτα μέτυρο και μια φρατζόλα ψωμί στο μπογαλάκι του, έβαλε το πανωφόρι του, βγήκε από την καλυβίτσα του και κίνησε προς το μαντρί, πάνω στους λόφους. Η καθημερινή αυτή ρουτίνα του είχε γίνει βίωμα, τόσους αιώνες που πλέον την ασκούσε. Κάποιοι μπορεί να κοκορεύονταν ότι είχανε γίνει μάστορες σε κάποια πολεμική τεχνική με σπαθί, μετά από πολύχρονη εξάσκηση και απάνθρωπη εκπαίδευση. Η καθημερινή ζωή του γερο-Ντέπο ήταν κάτι παρόμοιο. Και με κλειστά μάτια μπορούσε να την κάνει αν ήθελε. Που φυσικά δεν ήθελε, μιας που κατά το χάραμα δεν έβλεπε που πήγαινε πλέον. Λόγω της προχωρημένης του ηλικίας, αναγκαζότανε να χρησιμοποιεί έναν φωσφορόλιθο για να ενισχύει με μια ακτίνα το μισοσκόταδο του χαράματος. Αντιπαθούσε να την χρησιμοποιεί αλλά και πάλι η όραση του σιγά, σιγά τον εγκατέλειπε και δε μπορούσε να βλέπει πλέον τις σκουντουφλόπετρες στην τραχιά κοιλάδα. Και η ισορροπία του δεν ήταν πλέον αυτήν που ήταν πριν έναν αιώνα. Είχε κάνει εκατομμύρια φορές την διαδρομή και θυμότανε κάθε μεγάλο σμπρωχνόβραχο, γλιστροπλαγιά, κουτουλολαγούμι και τρικλοποδόλακκο. Αλλά τις αναθεματισμένες σκουντουφλόπετρες δεν μπορούσε να τις θυμάται όλες, έτσι μικρές και άπειρες που ήτανε σε αριθμό. Μετά την τρίτη τούμπα που είχε φάει εξαιτίας των πετρών, το πήρε απόφαση να αγοράσει έναν φωσφορόλιθο και να βασιστεί σε αυτόν για να του φωτίζει την ασφαλή διαδρομή. «Από εδώ, από εδώ!» Φωνάζανε οι σκουντουφλόπετρες, σιγογελώντας. «Καλά πας!» Συνεχίζανε οι σμπρωχνόβραχοι και οι λοιποί ανιμιστικοί φαρσαδόροι της κοιλάδας. «Μη τους ακούς, από εκεί πήγαινε.» Απαντούσε σοβαρός ο προσεκτικός φωσφορόλιθος και έριχνε την ακτίνα του. Έτσι απλά έληξε το γέλιο που ρίχνανε τα ζωντανεμένα πετρώματα με το μοναδικό δίποδο της κοιλάδας μια στις τόσες. Και μάλιστα με αυτό που αποκαλούσανε «μπαμπεσιά από τα έσω». Πάραυτα, ακόμα περιμένανε την στιγμή που ο παλιο-σπιούνος δεν θα ήτανε παρόν για να καταφέρουνε να γελάσουνε για άλλη μια φορά. Είχανε περάσει 20 χρόνια από τότε, αλλά η υπομονή τους δεν είχε στερέψει. Και γιατί άλλωστε να στερέψει; Πέτρες είναι, τι καλύτερο έχουνε να κάνουνε στο μεταξύ; Αφού πότισε και άρμεξε τα μούταν του, σκούπισε τον χώρο, μιας που είχανε αρχίσει να φυλλοβολούνε από την αλλαγή της εποχής. Μάζεψε το ροζέ γάλα τους στο μεγάλο γκρι κιούπι, το οποίο και πήρε λίγες ώρες αργότερα με το κάρο του ο γερο-Τιμ με αντάλλαγμα ψωμί, αλλαντικά και ένα άδειο γκρι κιούπι για να βάλει το γάλα της επόμενης μέρας.. Μετά από άλλο ένα επιτυχημένο ημερομίσθιο, ο Ντέπο γύρισε κατά το ηλιοβασίλεμα στο καλυβάκι του, ετοίμασε κάτι πρόχειρο με τα αλλαντικά, έβγαλε την σκελέα του και έπεσε για ύπνο, μόλις χάνονταν και οι τελευταίες ηλιαχτίδες. Και φυσικά αφήνοντας τις πέτρες απ’ έξω να παραπονιούνται γι’ αυτό. Πάνω, κάτω το ίδιο έκανε και την επόμενη, και την μεθεπόμενη. Και βασικά το ίδιο έκανε επί 200 χρόνια παρά κάτι. Τίποτα ουσιαστικό δεν άλλαζε. Πέρα από τις συχνές παραξενιές του γέροντα καιρού, το ανοιξιάτικο κλάδεμα των μούταν και τις φθινοπωρινές επισκευές στο καλύβι του, όλα τα υπόλοιπα τα έβρισκε ανεπιθύμητες εκπλήξεις. Τυχόν απρόοπτα, όπως τίποτα Τσίουμ που ρουφούσανε τα μούταν του ή ο γερο-Τιμ που αρρώσταινε, τα έβρισκε ανυπόφορα και έκανε ότι μπορούσε για να επαναφέρει την διαδικασία στην αρχική της ροή. Δε του αρέσανε οι αλλαγές. ΚΥΡΙΩΣ τώρα που γέρασε. Ο κόσμος γύρω από την κοιλάδα άλλαζε, παράλλαζε, άκμαζε και παράκμαζε. Αλλά η μοναχική ζωή στην κοιλάδα παρέμενε πάντα η ίδια. Ο Ντέπο δεν άλλαζε τίποτα. Και ούτε ενδιαφερότανε για το τι συνέβαινε στον έξω κόσμο. Οπότε, μπορείτε να φανταστείτε την λαχτάρα του όταν ένα απόγευμα που γύρισε στο καλύβι του, έφαγε, έβαλε την σκελέα του, έπεσε για ύπνο… …και μετά κατάλαβε ότι ένα άγνωστο σ’αυτόν κονταυτιάρικο παιδί χασκογελούσε στην γωνία! Τόσο μηχανικά που έκανε τα πάντα, δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του κι ας το είχε προσπεράσει τουλάχιστον 10 φορές. «Μα τι… Τι κάνεις μέσα στο σπίτι μου, ατιμούλικο;!» Είπε φανερά ενοχλημένος. «Εννοείς αυτό το αχούρι;» Απάντησε με ειρωνικό ύφος ένα αγοράκι κάπου στα 12 και ξεράθηκε να γελάει, βγάζοντας από μέσα του ότι συγκρατούσε τόση ώρα που τον έβλεπε να είναι στον κόσμο του. Ένα παιδί… Πόσα χρόνια είχε να δει παιδί; Δεν θυμόταν. Την τελευταία φορά που αντίκρισε ένα, ήταν όταν και ο ίδιος βρισκόταν κάπου στα ίδια χρόνια με αυτό. Τότε, που υπήρχανε ακόμα μερικά μαντριά πέρα από αυτό του πατέρα του στην κοιλάδα. Τα χρόνια όμως περάσανε, οι άνθρωποι παρατήσανε τα μαντριά και φύγανε στις πόλεις. Μόνο αυτός απέμεινε εκεί και κληρονόμησε το μαντρί αμέσως μόλις συγχωρέθηκε ο πατέρας του. Παιδιά σταμάτησαν να υπάρχουνε εκεί γύρω από τότε. Ο Ντέπο είχε ξεχάσει πως ήταν να ακούει παιδικές φωνές και να βλέπει παιδικά παιχνίδια. Σίγουρα όμως δεν είχε ξεχάσει ένα πράγμα. Πόσο πολύ τα μισούσε! «Φύγε από εδώ παλιόπαιδο! Ουστ!» Σηκώθηκε τσατισμένος, πήρε την γκλίτσα του και άρχισε να το κυνηγάει. Αν μπορούσε κάποιος να αποκαλέσει κυνήγι ένα γέρο που σερνόταν πίσω από ένα παιδί που έτρεχε σαν σπόινκ. Το γέλιο κόπηκε από το παιδί, που βγήκε τρομαγμένο από το αχούρι… συγνώμη, το σπίτι… και άρχισε να τρέχει προς την ερημιά, ενώ το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά. «Και μη σε ξαναδώ εδώ!» Είπε κουνώντας δυνατά την μαγκούρα πέρα, δώθε στον αέρα. Έπεσε να κοιμηθεί αναθεματίζοντας από μέσα του όλα τα παιδιά του κόσμου. Κανονικά τον έπαιρνε ο ύπνος αμέσως. Αλλά μερικά λεπτά αργότερα ήταν ακόμα ξύπνιος, από τα παράπονα του αγοριού έξω από την καλύβα. Τσατισμένος όσο δεν γίνεται, βγήκε από την πόρτα (μιας και δεν υπήρχαν παράθυρα που να ανοίγουνε) και άρχισε να λέει: «Μα τράβα σπίτι σου επιτέλους! Άφησε με να κοιμηθώ!» «Δεν έχω σπίτι.» «Δε με νοιάζει!» «Λίγη παρέα δεν θέλεις;…» «Όχι! Χάσου από δω διαόλι!» «Καλά. Αφήνω τον άκαρδο μπάρμπα να κοιμηθεί ήσυχα ενώ πεθαίνει από το κρύο ένα παιδί έξω από την πόρτα του.» Και έκανε πως απομακρύνεται τυφλά μέσα στο σκοτάδι. «Από εδώ, από εδώ!» Φωνάζανε οι σκουντουφλόπετρες, μη χάνοντας ευκαιρία να γελάσουνε νυχτιάτικα. Τα λόγια του, χτυπήσανε κάποια φλέβα στο μυαλό του Ντέπο. Άκαρδος; Αυτός; Ε, όχι και άκαρδος! Ποτέ του δεν έβλαψε κανέναν. Ποτέ του δεν σκότωσε, λήστεψε, συκοφάντησε κάποιον… Φυσικά, ποτέ του δεν έκανε και το αντίθετο. Αφού ήταν μόνος του στην κοιλάδα. Αλλά κάτι τέτοια δεν τα σκεφτόταν. Όπως και να έχει, για να κοροϊδέψει τον εαυτό του ότι αυτό δεν είναι αλήθεια, είπε για μια φορά να κάνει μια εξαίρεση. Για μια φορά στην ζωή του θα βοηθούσε κάποιον χωρίς αντάλλαγμα και θα έλεγε ότι είναι και φιλάνθρωπος. «Ε! Δε θα μου προκαλέσεις και τύψεις που δεν σε βοήθησα…» Άρχισε αμέσως να αμφιβάλλει. «Αλήθεια λες ότι δεν έχεις σπίτι ρε μούλικο ή με δουλεύεις;» «Αλήηηθεια είναι! Δίνω όρκο.» Είπε το παιδί με ψευτο-παραπονιάρικο τρόπο και σήκωσε τα χέρια του σε στάση ικεσίας προς τον ουρανό, σαν κίνηση θρησκευτικής ευλάβειας και ένδειξης ειλικρινείας.» «Τότε… μείνε για το βράδυ. Αλλά το πρωί θα πάρεις δρόμο αλλιώς θα σε μαυρίσω στο ξύλο!» Είπε ενώ από μέσα του ένοιωθε ωραία με την καλή πράξη που έκανε. Το παιδί χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε μέσα και πήρε μια κουβέρτα, πλεγμένη από φύλλα μούταν που υπήρχε πάνω στο κρεβατάκι. «Ε! Αυτό είναι δικό μου!» Έκανε ο Ντέπο σαν παιδάκι που του πήραν το παιχνίδι του. «Μα έχεις κι άλλο εκεί…» «Δε με νοιάζει! Είναι δικό μου και αυτό και εκείνο και το άλλο και τα πάντα εδώ μέσα! Σου δίνω μια σκεπή και πολύ σου είναι.» «Μα…» «Φύγε τότε! Αχάριστο παιδί! Δε φτάνει που σε βοηθάω ενώ δεν έχεις στον ήλιο μοίρα, μου ζητάς και τα πράματα μου!» Έλεγε με αγανακτισμένο ύφος, ενώ από μέσα του χαιρόταν. «Καλά… Πάρ’την την παλιο-κουβέρτα σου. Ούτως ή άλλως, βρωμάει.» Αρπάζοντας την, ο Ντέπο ξάπλωσε και είπε: «Μη κάνεις φασαρία γιατί θα το μετανιώσω και θα σε πετάξω έξω. Το ίδιο κι αν ροχαλίζεις ή κουνιέσαι στον ύπνο σου ή παραμιλάς ή …» «Καληνύχτα!» τον διέκοψε το αγόρι με απογοητευμένη χροιά να διαφαίνεται στην ομιλία του και κουλουριάστηκε σε μια γωνιά. «Όχι εδώ, από εκεί πήγαινε.» Απάντησε σοβαρός όπως πάντα ο φωσφορόλιθος, φωτίζοντας την διπλανή γωνία που είχε λιγότερη υγρασία. Το παιδί αν και ενοχλημένο, υπάκουσε. Ο γερο-Ντέπο δεν απάντησε και απλά έκλεισε τα μάτια. Κατά καιρούς, έριχνε μια ματιά μια στο παιδί και μια στα πράγματα του, μη τυχών και του έπαιρνε τίποτα. Όχι ότι είχε και τίποτα αξίας εκεί μέσα. Απλά ήταν όλα δικά του. Μόνο δικά του! Τα χαράματα σηκώθηκε όπως πάντα για να πάει στο μαντρί. Το παιδί κοιμόταν ακόμη. Ήθελε να το ξυπνήσει και να το διώξει αλλά σίγουρα το ξιπασμένο θα του έλεγε ότι είναι ακόμα βράδυ. Τέλος πάντων, αν είναι να κάνει μια καλή πράξη, ας μη την αφήσει στην μέση. Ετοιμάστηκε και ξεκίνησε για την καθημερινή του ρουτίνα. Αν γύριζε και το έβρισκε ακόμα εκεί, απλά θα το έδιωχνε. Και αν έλειπε τίποτα, θα είχε δικαιολογία να μη ξαναβοηθήσει κανέναν για το υπόλοιπο της (πολύ μικρής σε διάρκεια εδώ που τα λέμε) ζωής του. Καλού, κακού πάντως, πήρε μαζί του στο μαντρί όσα περισσότερα σκεύη μπορούσε να κουβαλήσει. Όχι ότι τα είχε ανάγκη αλλά στο μυαλό του, το παιδί ήταν ικανό να σηκώσει όλη την καλύβα και να φύγει. Την λιακάδα της προηγούμενης μέρας, την είχε αντικαταστήσει μια μουντή συννεφιά μοβ σύννεφων που μοιάζανε με μπαμπαλόμουρα. Ο γέροντας καιρός θα είχε ξυπνήσει άκεφος σήμερα. Κουρασμένος περισσότερο από ότι συνήθως από το βάρος, αλλά πάντα πεισματάρης, όπως πάντα κατάφερε να αρμέξει το γάλα και ο Τιμ ήρθε να το παραλάβει. Πρόσεξε ότι το ίαν που τραβούσε το κάρο ήταν καινούριο και άρχισε να βρίζει από μέσα του. «Αυτή η μέρα έχει ήδη πολλά απρόοπτα!» Σκέφτηκε. Και σαν δεν ήταν όλα αυτά αρκετά, εκεί που ήταν έτοιμος να φύγει, ο Τιμ (που σπάνια του μιλούσε) τον ρώτησε: «Ρε συγχωριανέ, …» Τον έλεγε έτσι μόνο από ευγένεια, καθώς ο ίδιος κατοικούσε πολύ μακριά. «…ήρθανε από το μέρος σου κι εσένα;» «Ποιοι;» Έκανε αδιάφορα και συνέχιζε να βρίζει από μέσα του που το κακό τρίτωσε. «Οι κονταυτιάδες για το χαμένο παιδί.» Ο Ντέπο δεν ήθελε να συνεχίσει την συζήτηση και απλώς τον αποχαιρέτησε. Και πολύ ασχολήθηκε δηλαδή. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να γυρίσει σπίτι του και να λήξει όλη αυτήν την ανακατωσούρα της ήσυχης ζωής του. Σαν γύρισε το ηλιοβασίλεμα, τον περίμενε νέος εκνευρισμός. Το παιδί όχι μόνο δεν είχε φύγει αλλά του έφαγε και κάμποσο μέτυρο που είχε στην αποθήκη για ώρα ανάγκης. Τον γελούσανε ακόμα και οι πέτρες που εμπιστεύθηκε κάποιον. Ως και ο φωσφορόλιθος χασκογέλασε λίγο πριν πει: «Από εκεί.» φωτίζοντας κάπου μακριά από την καλύβα για να γλιτώσει το αγοράκι το βουρδούλιασμα. Και εκεί που ήταν έτοιμος να ρίξει ένα χείμαρρο από βρισιές και να το κυνηγήσει με την γκλίτσα του, το αγόρι του έφερε μια χρυσή λίρα μπροστά στο πρόσωπο. «Να, πάρε τσιγκούνη! Φτάνει για να πάρεις 10 φορές τόσο!» Την άρπαξε στην στιγμή. Του ήταν άχρηστη εδώ που μένει αλλά η απληστία είναι απληστία. «Καλά, φύγε τώρα. Και πολύ έκατσες!» «Μήπως μπορείς να με φιλέψεις άλλες δύο μέρες; Αυτοί που με ψάχνουνε θα ψάξουνε παντού αλλά όχι και σε βρώμικους στάβλους.» Ο Ντέπο χρειάστηκε λίγα δεύτερα πριν καταλάβει ότι μιλούσε για το σπίτι του. «Όλα βρωμάνε εδώ.» Είπε το αγόρι με παιδική ειλικρίνεια. Ο Ντέπο πρόσεξε για πρώτη φορά τα ρούχα του παιδιού και κατάλαβε ότι ήταν από τζάκι. Το ότι κουβαλούσε και λίρες από χρυσάφι ήταν επιβεβαίωση. «Παλιο-κακομαθημένο! Επειδή μεγαλώσατε σε παλάτια νομίζετε ότι έχετε το δικαίωμα να μου κοροϊδεύετε το βιός μου; Φύγε πριν…» Σε εκείνο το σημείο ο Ντέπο σκέφτηκε αυτούς που το γυρεύανε. «Κάτσε, μήπως από ληστές κρύβεσαι;» «Γιατί, αν είναι ληστές θα με αφήσεις να μείνω;» «Θα σε διώξω με τις κλωτσιές! Όχι και να μου φέρεις παλιανθρώπους στο σπίτι μου.» «Ηρέμησε, από την οικογένεια μου κρύβομαι. Αφού δεν είναι παλιάνθρωποι, μπορώ να…» «Ρε μη χειρότερα! Φάρσα τους κάνεις παλιόπαιδο;» «Θέλουνε με το ζόρι να με κάνουνε στρατιωτικό!» Είπε με έντονο παράπονο. «Α, παιδικά καπρίτσια δηλαδή είναι όλα.» «Θέλω να γυρίσω τον κόσμο και όχι να…» «Μωρέ μπράβο θράσος! Να προτιμάτε να φύγετε από το σπίτι παρά να κάνετε κάτι με το ζόρι! Κακομαθημένα!» Είπε, αδιαφορώντας απολύτως για τα παιδικά όνειρα του νεαρού. «Μα γιατί μιλάς στον πληθυντικό;» «Όλα τα παιδιά, ίδια είστε! Και τα χειρότερα είναι των κοντοαυτιάδων.» Αυτό ήταν καθαρά ρατσιστικό σχόλιο, καθώς οι κοντοαυτιάδες ζούσανε το πολύ 70 χρόνια σε σχέση με τους μυτεροαυτιάδες που ξεπερνούσανε τα 200. Και που στην μικρή τους ζωή δημιουργούσανε και καταστρέφανε πολλά περισσότερα από τις υπόλοιπες φυλές. Φυσικά, ο Ντέπο έδινε σημασία μόνο στο δεύτερο μισό. «Δίνε του πριν σε καρφώσω ο ίδιος.» Σε εκείνο το σημείο ο Ντέπο σκέφτηκε καμία πιθανή αμοιβή για την… προσφορά του… αλλά το πόσο θα άλλαζε αυτό την ζωή του τον απώθησε εντελώς σαν ιδέα. «Θα με βρούνε!» «Σκασίλα μου! Άσε με στην ησυχία μου!» «Δε ξέρεις τίποτα για το πώς είναι η ζωή εκεί.» Τον Ντέπο τον έπιασε ξαφνικά ο εγωισμός του. «Και ξέρεις εσύ; Μια σταλιά είσαι! Τι ξέρεις για τον κόσμο; Τίποτα! Όλα από καπρίτσιο τα κάνεις. Ένα κακομαθημένο είσαι! Άκου εμένα που τόσα χρόνια έχω στην πλάτη μου και τσακίσου πίσω στο σπίτι σου. Έτοιμα όλα να τα έχετε και να τα παρατάτε! Χαζομάρα όσο δεν πάει! Μακάρι να είχα τα μισά από όσα έχετε εσείς σήμερα.» Είπε, ξεχνώντας να αναφέρει ότι ουδέποτε προσπάθησε και να αποκτήσει όλα αυτά που ανάφερε, έστω και με καθυστέρηση. Το αγόρι προς απάντηση του έδειξε ένα πάπυρο. «Τουλάχιστον ξέρεις που βρίσκεται αυτό το μέρος;» Ο Ντέπο έμεινε άφωνος να κοιτάει τα παράξενα σύμβολα. «Δεν ξέρεις να διαβάζεις… Τουλάχιστον πες μου πώς να πάω στην Τιμαλφία από εδώ.» Ίδιο βλέμμα. «Ούτε αυτό δεν ξέρεις;! Τόσα χρόνια εδώ τι έχεις μάθει πέρα από το να αρμέγεις;» Ρώτησε το μορφωμένο πλουσιόπαιδο τον αμόρφωτο σοφό γέρο. Τίποτα ήταν η απάντηση, αλλά ο εγωισμός του Ντέπο δεν του επέτρεπε να το παραδεχτεί. Για να αρμέγεις και να ανταλλάσσεις δεν χρειάζεται ούτε να διαβάζεις, ούτε να μετράς, ούτε να ταξιδεύεις. Αρκέστηκε μόνο να πει: «Παράτα με! Ξέρω όσα χρειάζομαι.» Και του έδειξε την πόρτα. Το παιδί ενοχλημένο, απλά βγήκε και έφυγε κοιτώντας προσεκτικά γύρω του προς το κοντινό άλσος. Θα ήταν άσκοπο να προσπαθήσει να μιλήσει μαζί του άλλο. Θα ήταν σαν να μιλάει σε τοίχο. Αν και οι περισσότεροι ομιλούντες τοίχοι ήταν περισσότερο διαλεκτικοί από τον Ντέπο. «Από εδώ, από εδώ!» Φωνάζανε οι σκουντουφλόπετρες. «Παλιόπαιδα!» Έμεινε να σκέφτεται μόνος του. «Να μη θέλουνε να ακολουθήσουνε το παράδειγμα των γονιών τους, όπως έκανα εγώ. Εγώ ήμουν πάντα υπάκουος και σωστός. Φυτοτρόφο τον κάνανε το προπάππου μου, που έκανε το ίδιο στον παππού μου, που έκανε το ίδιο στον πατέρα μου, που έκανε το ίδιο σε εμένα, που έκανα το ίδιο στ…» Εκεί σταμάτησε γιατί θυμήθηκε ότι δεν είχε παιδιά. Τα αντιπαθούσε τα παλιόπαιδα και την ανακατωσούρα τους. Δεν ήταν καν παντρεμένος. Αντιπαθούσε τις γυναίκες και τις κυκλοθυμίες τους. Έβγαλε από το μυαλό του αυτές τις ανόητες σκέψεις και άρχισε να ετοιμάζεται για να κοιμηθεί. Λόγω των γεγονότων της ημέρας, στα όνειρα του μπλεκόταν οι θολές παιδικές του αναμνήσεις. Μόνος του, χωρίς παρέα, να περνάει όλα τα χρόνια της ακμής του στο άρμεγμα. Και τα παιδιά γύρω του να παίζουνε και να γελάνε και να χαίρονται ανέμελα την νιότη τους. Και αυτός να είναι μόνος του, καλυμμένος με λίπασμα και κοπριά. Και αυτά να γελάνε εις βάρος του. Και αυτός να κλαίει. Και να τα βρίζει. Και να τα μισεί. Φυσικά, ουδέποτε υπήρχαν στην πραγματικότητα παιδιά να τον κοροϊδεύουν. Αλλά όνειρα είναι αυτά. Αποκύημα της νοσηρής φαντασίας ενός μοναχικού ανθρώπου… Τα χαράματα της επόμενης μέρας, ξύπνησε για να (τι άλλο) πάει στο μαντρί. Η μέρα φαινότανε ότι πάει για βροχή από νωρίς. Ο γέροντας καιρός θα ήταν στις μαύρες του. Φαντάστηκε το παιδί να κλαψουρίζει βρεγμένο κάτω από κάποιο δέντρο. Και χάρηκε με την ιδέα. Εκεί που πήγαινε για την δουλειά του, είδε έναν καβαλάρη να έρχεται πολύ γρήγορα προς το μέρος του από τον Άβατο Δρόμο. Φυσικά, ο δρόμος δεν ήταν πραγματικά άβατος καθώς δεκάδες άτομα περνούσανε καθημερινά από εκεί για να πάνε στα γειτονικά χωριά. Έτσι τον αποκαλούσε ο ίδιος απλά γιατί ποτέ του δεν τον βάδισε. Γιατί ποτέ του δεν χρειάστηκε να φύγει από την κοιλάδα και να πάει στα χωριά. Ή οπουδήποτε αλλού. Ο καβαλάρης έτρεξε προς το μέρος του και εξαιτίας της κακιάς του όρασης, ο Ντέπο αντιλήφθηκε πολύ αργά ότι ήταν πάνοπλος και κατάφρακτος. Με τρομερά σύμβολα πάνω στην πανοπλία του και με ένα ίαν με φονικό βλέμμα. «Μανούλα μου, ήρθε το τέλος!» Πρόλαβε να σκεφτεί πριν πέσει από φόβο στο έδαφος. Οι πέτρες δεν γελάσανε. Ο πάνοπλος, σταμάτησε δίπλα του και σήκωσε την τερατόμορφη προσωπίδα του κράνους του. Ένα ζευγάρι σατανικά μάτια τον κοιτάξανε απειλητικά. «Χωριάτη! Είδες κάποιο καλοντυμένο αγόρι αυτές τις μέρες να περνάει από εδώ;» Ρώτησε με επιβλητικό ύφος. Ο Ντέπο έμεινε ακίνητος από φόβο. «Μίλα!» Είπε φωνάζοντας απειλητικά το ανθρωπόμορφο τέρας. Εκεί, σε μια στιγμή που του φάνηκε σαν χρόνος, ο Ντέπο αναλογίστηκε τις επιλογές του. Να έλεγε ότι δεν το είδε; Θα έφευγε και θα τον άφηνε στην ησυχία του. Αν όμως το έβρισκε και το παλιόπαιδο του έλεγε πως είχε κρυφτεί στο καλύβι του; Αχ, ανάθεμα την ώρα που βοήθησε άλλους! Άρχιζε να κάνει κακές σκέψεις για τα παιδιά. Ποτέ του πιο πριν δεν έκανε κακές σκέψεις για κάποιον… Εκτός από τα παιδιά που στο μυαλό του κάνανε φασαρία και τρέχανε γύρω, γύρω και ζαλίζανε τους πάντες με τις ανοησίες τους. Και τους πολυλογάδες που δεν αφήνανε τον κόσμο ήσυχο να δουλέψει. Και τις γυναίκες που όλο καλλωπίζονταν αντί να δουλεύουνε. Και τους άρχοντες που όλο ζητούσανε φόρους ακόμα και όταν υπήρχε ξηρασία. Και τους… Αν τώρα το καλοσκεφτείς, όλους τους έβριζε τελικά. Αλλά ο ίδιος δεν το καταλάβαινε αυτό. «Εκεί, εκεί!» Είπε με τρεμάμενη φωνή και έδειξε προς το άλσος. Ο καβαλάρης έστρεψε το ίαν του προς τα εκεί και έφυγε χωρίς να πει καν ευχαριστώ. «Ωραία, ησύχασα τώρα!» Είπε ο Ντέπο σκουπίζοντας τον ιδρώτα του. «Στην χειρότερη περίπτωση, θα το βρούνε, θα του ρίξουνε ένα χέρι ξύλο και θα του βάλουνε μυαλό. Καλύτερο από το να πεθάνει από το κρύο και την πείνα για ένα καπρίτσιο.» Σηκώθηκε και τίναξε την σκόνη από πάνω του. «Έκανα το σωστό!» Είπε και κίνησε για το μαντρί χαμογελώντας. Πίσω του, πράσινα σύννεφα και φουξ αστραπές μαζεύονταν στον ουρανό… Η ζωή κύλησε χωρίς απρόοπτα για μερικά χρόνια ακόμα. Ο Ντέπο επαναλάμβανε την ίδια ρουτίνα ξανά και ξανά, όπως πάντα. Ουδέποτε έμαθε ότι το αγόρι το βρήκανε οι γονείς του και το γυρίσανε με το ζόρι στην στρατιωτική ακαδημία. Και ότι το κακομεταχειρίζονταν μέχρι να χάσει την αθωότητα του και να ξεχάσει τα όνειρά του, να καταρρακωθούνε οι ελπίδες του και να καταπατηθούνε οι αντιστάσεις του. Και ότι το μάθανε να είναι μια άσπλαχνη, φονική μηχανή. Και ότι του μάθανε το σπαθί. Και το φονικό! Και την λεηλασία!! Και την ηδονή του να τα χαίρεσαι όλα αυτά!!! Και ότι μια μέρα μάζεψε τον στρατό του και ξεκίνησε να κατακτά τις γύρω περιοχές. Και ότι έγινε πανίσχυρος πολέμαρχος, με όνομα που πάγωνε το αίμα όσων το ακούγανε. Φυσικά ο Ντέπο ποτέ δεν τα έμαθε όλα αυτά. Γι’ αυτόν, το παιδί στην φαντασία του ήτανε πάντοτε ένα κακομαθημένο που έτρεχε μακριά από τις ευθύνες του. …Αλλά μετά, αρχίσανε πάλι τα απρόοπτα… Ο Τιμ μια μέρα απλά σταμάτησε να έρχεται και ο Ντέπο άρχισε να ξεμένει από τρόφιμα. Από τα μακρινά χωριά γύρω στην κοιλάδα, έβλεπε μαύρους καπνούς να υψώνονται. Πάρα πολλούς και μεγάλους για να είναι από καμινάδες. Τα Τσίουμ άρχισαν να φεύγουνε σε σμήνη από εκεί. Άνθρωποι με τα υπάρχοντα τους φεύγανε κατά ντουζίνες από τον Άβατο Δρόμο. Και κανείς δεν φαινόταν να έρχεται. Ακόμα και οι πέτρες το παίζανε… ψόφιες. Ο Ντέπο αρκέστηκε να πίνει το γάλα που άρμεγε και να μαζεύει βότανα για σαλάτα από την γύρω περιοχή. Σκέφτηκε να φύγει κι αυτός προς αναζήτηση τροφίμων αλλά το άγνωστο και η ξεροκεφαλιά τόσων αιώνων τον απέτρεπε από το να το κάνει. Αγνόησε πολλές φορές το φως που έριχνε ο φωσφορόλιθος προς τον Άβατο Δρόμο. Και τότε, από την κακιά διατροφή τον έπιασε μια αρρώστια που τον έριξε στο κρεβάτι. Αυτός να αρρωστήσει; Ανήκουστο! Πάντως, πιο πολύ τον ενοχλούσε που έβγαινε από το καθημερινό του δρομολόγιο παρά το ότι είχε πονοκέφαλο και πονόκοιλο. Σε αυτήν την κακή κατάσταση τον βρήκε μια μέρα με καταιγίδα ένας επισκέπτης στο καλύβι του. Χτύπησε την πόρτα αλλά ο Ντέπο από μέσα δεν απάντησε. Δεν είχε όρεξη να υποδεχτεί κανέναν. Ο επισκέπτης ξαναχτύπησε την πόρτα, αυτήν την φορά δυνατότερα. Ο Ντέπο απλά είπε: «Φύγετε, όποιοι κι αν είστε! Αφήστε με στην ησυχία μου!» Ο επισκέπτης επέμενε να χτυπάει και ο Ντέπο άρον, άρον, πήγε να τον διώξει κρατώντας την μαγκούρα του. Τρικλίζοντας, πήγε στην πόρτα έτοιμος να χτυπήσει όποιον πήγαινε να μπει μέσα. Δεν θα την ξαναπατούσε βοηθώντας κάποιον. Ούτε αγόρι, ούτε κορίτσι, ούτε γυναίκα με μωρό, ένα πόδι και ετοιμοθάνατη δεν θα άφηνε να μπει. Η ζωή του ήταν ήδη αρκετά ανακατωμένη. Δε θα την έκανε χειρότερα με επισκέψεις. Άνοιξε απότομα την πόρτα και πάγωσε εκεί που ήταν. Μπροστά του ήταν ο ίδιος σατανικός καβαλάρης που είχε συναντήσει πριν χρόνια. Αλλά όχι. Κοιτώντας δειλά το πρόσωπο του, κατάλαβε ότι δεν ήταν ο ίδιος σατανάς. Μόνο την ίδια πανοπλία φορούσε. Κοίταξε το πρόσωπο και αναγνώρισε… το διαολόπαιδο που είχε κάνει το λάθος να φιλέψει πριν χρόνια! Βασικά δεν ήταν το ίδιο. Το πρόσωπο του είχε πλέον αντρέψει (πολύ γρήγορα για τα δεδομένα των μυτεροαυτιάδων) ενώ το βλέμμα του δεν είχε πλέον την παιδική του αθωότητα. Ήταν πλέον ψυχρό. Και γεμάτο μίσος. Και περιφρόνηση που τον αντίκριζε. «Λοιπόν;» Είπε ξερά ο ψυχρός άντρας. «Δε θα πεις τίποτα;» Ο Ντέπο χρειάστηκε κάποια ώρα για να ξεκολλήσει από το σοκ και να πει με κουμπωμένη φωνή: «Ε… Μη κρατάς κακία σε γέρο, άρρωστο άνθρωπο…» «Δε θα κρατήσω.» Είπε απλά. Γύρισε και έφυγε μέσα στην δυνατή βροχή προς τον Άβατο Δρόμο. Ότι ήταν να πει, φάνηκε μόνο από το βλέμμα του. Ένα βλέμμα γεμάτο μίσος και περιφρόνηση προς κάποιον που όχι μόνο δεν έκανε τίποτα με την ζωή του αλλά και κατάστρεψε τα όνειρα κάποιου άλλου. Ο Ντέπο πισωπάτησε και αναλογίστηκε τις συνέπειες των πράξεων του. Και όχι μόνο προς το παιδί αλλά και προς την ζωή του γενικότερα. Και δεν βρήκε τίποτα για τα 200 χρόνια που ζούσε. «Ποιος θα κλαδέψει τώρα τα μούταν μου;» Απλά αναρωτήθηκε. Ο φωσφορόλιθος φώτισε το πάτωμα μπροστά του. Οι πέτρες απ’ έξω ακούσανε έναν γδούπο. Και δεν το βρήκανε καθόλου αστείο. Edited May 15, 2009 by roriconfan Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blondbrained Posted November 1, 2008 Share Posted November 1, 2008 (edited) Είδα στον τίτλο "απορριπτέο", "διαγωνισμός" και "ρορίκος" και είπα: εδώ είμαστε, εδώ θα έχει ζουμί η υπόθεση, και δεν είχα άδικο! Ρορίκο, με εκπλήσεις συνέχεια! Έχοντας διαβάσει (και λατρέψει, may I add) την Αισωπεία σου, και το πολύ ιδιαίτερο στύλ της, αυτός ο άβατος δρόμος με γέμισε αντιφατικά συναισθήματα, με φόρτισε ψυχολογικά και συναισθηματικά (όσο μπορεί να φορτίσει ένα γραπτό έργο), με ταύτισε με τον βρωμόγερο και το παιδί με έναν τρόπο πρωτόγνωρο, γιατί μπορούσα να κατανοήσω και την θέση του ενός και του άλλου (για κάποιον περίεργο λόγο), δηλαδή ο βρωμόγερος μέσα μου δεν έχει ακυρωθεί τελείως, γιατί ΔΕΝ έχει ζήσει κάποια πράγματα, ή/και έχει ζήσει κάποια άλλα πολύ διαφορετικά απ'όσα ζεί ένας άνθρωπος με κανονικά αυτιά (που είμαστε εμείς να υποθέσω!!!!), ο πιτσιρικάς έιναι όντως κακομαθημένος σε μεγάλο βαθμό, αλλά πώς να το αντιπαθήσεις όταν βλέπεις πώς καταλήγει, κι όταν ξέρεις ποιός τον κυνηγάει (ξέρεις, ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου, ή ο εχθρός κάνει τον εχθρό μου φίλο?) κάτι τέτοιο....αφού τον κυνηγάει τέτοιο 'τέρας' τον δικαιολογείς και τον αποδέχεσαι για το κακομαθημένο βρωμόπαιδο που τελικά είναι (γιατί είναι, δεν ξέρω τί ήθελες να δώσεις εσύ, εγώ έτσι τον έκοψα), αλλά είναι κι ένα παιδί με όνειρα, κι όποιος έχει όνειρα αυτομάτως παίρνει και λίγους πόντους μέσα μας, έτσι δεν είναι; και τελικά όταν γίνεται και το ίδιο το τέρας που μίσησες στην αρχή του αναγνώσματος, δεν μπορείς να το μισήσεις το ίδιο κι αυτό, γιατί ξέρεις...ένιωσα κάπως σαν να έπαιζες μπαλάκι τα αναγνωστικά μου αισθήματα χρησιμοποιώντας τον χρόνο, έπαιξες με πολλές αντιθέσεις, με ηθικά στοιχεία που χτυπάνε κέντρο μέσα στην καρδιά των απλών ανθρώπων, έπαιξες επίσης με το παράδοξο της ζωής αντικειμένων και πραγμάτων που έχουμε μάθει στην ζωή μας να δεχόμαστε ως 'αντικείμενα', δηλαδή, δεν δημιούργησες απλά κάτι καινούργιο, για το οποίο ο εγκέφαλός μας δεν έχει στοιχεία, χρησιμοποίησες πράγματα γνωστά στον εγκέφαλο και τους άλλαξες τα δεδομένα (και τα φώτα), έπαιξες με πολλά...και κέρδισες. Διαβάζοντας δε και αυτό: Και δεν το βρήκανε καθόλου αστείο. ανατρίχιασα, ενώ δεν είναι κάτι τρομακτικό... δεν ξέρω τί με έκανε ν'ανατριχιάσω. δεν έχει σημασία. Χωρίς υπερβολή, και με την άδεια όχι την ποιητική, αλλά την αναγνωστική (και της ξανθεγκεφαλούσας) θα έλεγα πως είναι ένα απο τα καλύτερα πέντε ανέκδοτα διηγήματα που είχα την χαρά να διαβάσω. Έχω διαβάσει και κάποια άλλα πράγματα μέσα στο φόρουμ, που με έκαναν να σκεφτώ πόσο τυχερή είμαι που βρέθηκα εδώ (ευχαριστώ Χριστινάκι). Η έμπνευση όλων σας εμπνέει κι εμένα, και η ανάγνωση τέτοιων έργων είναι εργαστήρι για ανθρώπους σαν εμένα (σκόρπιους θά'λεγα). Απλά τυχαίνει να το γράψω εδώ, αλλά το σκέφτομαι απο το πρωί... Edited November 1, 2008 by Blondbrained Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Martin Ocelotl Posted August 25, 2009 Share Posted August 25, 2009 (edited) Δεν θα πω τίποτα καινούργιο αλλά μου φάνηκε καταπληκτικό.Και τώρα που τέλειωσα κάτι που έπρεπε να παραδώσω... Έχω πει ότι θαυμάζω τους ανθρώπους που μπορούν να διηγηθούν μια μικρή ιστορία με λίγες λέξεις. Τώρα μπορώ να λέω ότι σέβομαι αυτούς που μπορούν να διηγηθούν μια Μεγάλη ιστορία με λίγες λέξεις. Τούτο δω το κείμενο με συνάρπασε και μου έδωσε ιδέες. Με έβαλε να φτιάχνω καινούργιες λέξεις για να περιγράψω αντικείμενα της καθημερινότητας μου και να βλέπω πράγματα άψυχα σαν ενδεχόμενους ήρωες μου. Edited August 25, 2009 by Martin_D. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted August 25, 2009 Share Posted August 25, 2009 Να σου πω την αλήθεια, την ιστορία αυτή δε τη θυμόμουν. Την ξαναδιάβασα όμως τώρα και με άφησε με ανάμεικτες εντυπώσεις. Σε σημεία "κεντάς" στο πλεχτό σου πολύ όμορφες ιδέες και κάποιες διασκεδαστικές εικόνες, αλλά κάπου στο σύνολο χάνεις φάουλ. Εδώ έχεις την πολύ ωραία αρχή με το γέρο που πάει να αρμέξει το κοπάδι του και τη σκηνή που συναντάει το παιδί. Όμως κάπου βαθιά μέσα σου νιώθεις πως πρέπει να φτάσεις στο ηθικοπλαστικό τέλος και απλά χώνεις την (κατώτερη των περιστάσεων) συνάντηση πολλά χρόνια αργότερα. Το τέλος σώζει την ιστορία αλλά νομίζω πως η ανάγκη να δώσεις στα πάντα ένα ηθικό μήνυμα σε κρατάει πίσω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Martin Ocelotl Posted August 26, 2009 Share Posted August 26, 2009 NihilioTo Ηθοπλαστικό του νομίζω ότι ξεκινάει από τις πέτρες, πρακτικά από τις πρώτες λέξεις. Η ίδια η ιστορία είναι ηθοπλαστική, από την αρχή της μέχρι το τέλος της. Μα κατάφερε να μην την κάνει στείρα και στρυφνή, κάτι που θεωρώ πραγματικά δύσκολο. Έχεις δίκιο για τη συνάντηση, μα είδα ότι κατώτερη των περιστάσεων είναι η στενή - τρεχάτη περιγραφή κι όχι η σύλληψη καθεαυτή. Γι αυτό νομίζω ότι φταίει η βιασύνη του κι όχι η πένα ή το μυαλό του (που κατά την άποψη μου δουλεύει καλά και γόνιμα). Διάβασα τα "Ταμπελάκια" του ιδίου και μου φάνηκε να έχει το ίδιο πρόβλημα ιδέας και ρυθμού της ανάπτυξης της.(κάτι, που με λίγη πειθαρχεία φτιάχνει εύκολα)Η σφαγή του γέρου στο τέλος, είναι τόσο σημαντική όσο και η "έξοδός" του με τις πέτρες, που πήραν επάνω τους το βάρος των αναμνήσεων μας για αυτή την ιστορία και αυτό είναι κάτι που με κινητοποίησε συναισθηματικά.Συγγνώμη που απαντώ σε σχόλιο και δεν ξέρω αν το συνηθίζετε εδώ. Νομίζω ότι είναι καλό για τη συζήτηση. Αλλα σε περίπτωση που δεν το θεωρείτε κόσμιο πείτε μου να συμμορφωθώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Anime_Overlord Posted August 26, 2009 Share Posted August 26, 2009 (edited) Όκεη, κόλλησα. Δώστε μου μια ολοκληρωμένη ιστορία (με τέλος που είναι τελειωτικό) που δεν έχει ηθικοπλαστικά από την βιβλιοθήκη, να αρχίσω την μελέτη αποφυγής τους. Edited August 26, 2009 by Anime_Overlord Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted August 31, 2009 Share Posted August 31, 2009 Ξεκίνησα να το διαβάζω, αλλά ξαφνικά το θυμήθηκα. Το έχω ξαναδιαβάσει και θυμόμουν καθαρά ότι είχα κάνει και σχόλια. Πού ήταν τα σχόλιά μου, οέο; Και μετά θυμήθηκα και ότι τα σχόλια τα είχα κάνει στο τόπικ του διαγωνισμού. Οπότε είπα, μιας και το ξεκίνησα, ας το διαβάσω μέρι τέλος κι ας βάλω κι εδώ το σχόλιό μου. Αντιγραφή από την πρώτη ανάγνωση: Ήσουν η πιο ευχάριστη έκπληξη αυτού του διαγωνισμού. Η καταναγκαστική συμπεριφορά του γέρου ήταν ό,τι έπρεπε για αυτό το στυλ γραφής, που καθημερινές κινήσεις περιγράφονται επίσης σχεδόν καταναγκαστικά. Η παραμυθιακή ατμόσφαιρα στην οποία ζει μου αρέσει κι επίσης μου αρέσουν οι «εισβολές» της πραγματικότητας. Τώρα για τη δεύτερη, την extented βερσιόν, θα πρέπει να περιμένεις να τη διαβασω αύριο. Αν και δεν περιμένω ότι θα έχει και πολλές διαφορές στο ύφος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Anime_Overlord Posted August 31, 2009 Share Posted August 31, 2009 Όχι δεν έχουν. Απλά το κάνουνε να κυλάει αισθητικά πιο αργά και ευχάριστα με μερικές σκόρπιες πληροφορίες παραπάνω. Αλλά πρέπει να προσέχεις και τι άλλαξε για να το πάρεις χαμπάρι αυτό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.