Nienor Posted June 16, 2008 Share Posted June 16, 2008 Όνομα Συγγραφέα:Κιάρα Είδος: Παραμύθι (σκέτο, χωρίς "για μεγάλους" νομίζω πως δεν έχει πρόβλημα και για παιδιά) Βία; όχι Σεξ; όχι ("μα καλά ούτε σεξ ούτε βία και περιμένεις να το διαβάσουμε????" ο οργισμένος αναγνώστης ) Αριθμός Λέξεων: 2.900 σχεδόν Αυτοτελής; Γιαπ Σχόλια: Αυτή την ιστοριούλα την έχω γράψει εδώ και κάνα τρίχρονο περίπου και πρόκειται για το πρώτο σημαντικό γεγονός που έζησε η Λύδα, της οποίας η λύρα αργότερα θα γίνει πασίγνωστη στα νησιά που μετά το πέρασμά της δε θα έχουν καν την ίδια μορφή. Αυτό που ελπίζω από το διηγηματάκι είναι ότι μπορεί να σταθεί μόνο του, χωρίς να γνωρίζετε τη Λύδα. Να είστε μαζί του ανελέητοι. Ευχαριστώ Άσπρες και Μαύρες Πετρούλες. «Και να ξέρεις πως δε θα ξαναγυρίσω ποτέ! Θα πάρω το πρώτο καράβι και θα φύγω!» φώναζε η Λύδα στον άνεμο που φυσούσε πίσω της καθώς έτρεχε προς την παραλία. Μετά από λίγο σταμάτησε, εξαντλημένη από την κούρσα και αφού βεβαιώθηκε πως κανείς δεν βρισκόταν πίσω της, συνέχισε περπατώντας. Η μαμά της για άλλη μια φορά είχε αρνηθεί να την πάρει μαζί της στο ολονύχτιο πανηγύρι που θα γινόταν την επομένη και θα κρατούσε ως το πρωί. Έλεγε πως ήταν πολύ μικρή για να ξενυχτήσει τόσο. Πολύ μικρή. Εντάξει, μπορούσε να δεχτεί πως ήταν πολύ μικρή. Ήταν μόλις δέκα εποχών. Όμως και η Άρσα, η κόρη των Ορ’ Άκρε, είχε ακριβώς την ίδια ηλικία και οι δικοί της γονείς θα την έπαιρναν στο πανηγύρι. Εκείνη δεν ήταν πολύ μικρή; Με τις σκέψεις αυτές και, ζηλεύοντας θανάσιμα τη φιλενάδα της, κατηφόρισε προς την ακτή. Στο δρόμο μάζευε πετρούλες και ανυπομονούσε εξοργισμένη για την ώρα που θα άκουγε τον παφλασμό των νερών καθώς κάθε μία από αυτές θα βυθίζονταν στην απεραντοσύνη της Αλμυρής. Ασυναίσθητα έψαχνε για μια πέτρα που να είναι μαύρη σαν τον έβενο κι αψεγάδιαστη κι άλλη μια τόσο άσπρη, που να κοκκινίζει η αυγή από τη ντροπή της μπροστά της. Τις ήθελε τόσο καιρό τις δύο αυτές πέτρες, που πλέον τα μάτια της έψαχναν να τις βρουν με δική τους βούληση. Η γιαγιά Λύδα της είχε πει κάποτε -όταν ήταν πράγματι πολύ μικρή, σκέφτηκε φουρκισμένη- πως όποιος είχε και τις δύο αυτές πέτρες είχε κάτι σημαντικό. Της είχε πει ακόμα πως η αναζήτησή τους ήταν που έκανε αυτό το κάτι σημαντικό όμως η πολύ μικρή Λύδα, τούτο το κομμάτι το θυμόταν μόνο όταν δεν είχε κάτι καλύτερο να σκεφτεί. Τα βήματα της την είχαν φέρει στην άκρη του μονοπατιού της παραλίας όπου κλωτσώντας μια πέτρα την άκουσε να χτυπάει πάνω σε ξύλο και για μια στιγμή σταμάτησε απορριμμένη. Ξύλο; Αυτό ήταν παράλογο γιατί στο σημείο όπου βρισκόταν, το δάσος έδινε τη θέση του στην άμμο της ακτής. Ο κούφιος ήχος που είχε ακούσει λίγες στιγμές πριν όμως δε θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο εκτός από ξύλο. Έβγαλε το κεφάλι της πίσω από τα τελευταία αρμυρίκια και κοίταξε διστακτικά. Την επόμενη στιγμή έμεινε να κοιτάζει με τα μάτια γουρλωμένα σα βάτραχος, αυτό που είχε χτυπήσει η πέτρα της. Ξαπλωμένο στην αμμουδιά, έτσι που φάνταζε σαν γέρικο θαλασσινό τέρας, ήταν ένα, άλλοτε, δικάταρτο ναυάγιο, με φαρδιά μπούμα, στα χρώματα της Έσκ του βορρά: πράσινο, πορτοκαλί και μαύρο. Κάποτε η μπογιά στο κήτος του θα ήταν όμορφη και γυαλιστερή, τα πανιά του θ’ ανέμιζαν προκαλώντας τον άνεμο και η όψη του θα τρόμαζε τους γλάρους στ’ ανοιχτά. Τώρα κείτονταν ξεχαρβαλωμένο κι έμοιαζε σα θεόρατα σαγόνια να το είχαν μασήσει και να το έφτυσαν έπειτα, σε αυτή την αμμουδιά της Ελάτης, για να το χλευάσουν οι νησιώτες. Τα κατάρτια του ήταν σπασμένα, κρέμονταν προς τα αριστερά του σκάφους κι έφταναν μέσα στο νερό. Είχαν πληγώσει την κουπαστή στην πτώση τους, με αποτέλεσμα όλο το σκαρί να έχει γείρει στα αριστερά. Επάνω τους, κομμάτια από τα άλλοτε υπερήφανα πλώρια πανιά του, κρέμονταν σαν κουρέλια επαίτη κι όλο το παρουσιαστικό του έδειχνε να ζητιανεύει, να εκλιπαρεί ίσως, έναν λυτρωτικό θάνατο. Η Λύδα χτύπησε χαρούμενη τα χέρια της και έτρεξε προς το ναυάγιο. Ήταν ενδιαφέρον, ανεξερεύνητο, τρομαχτικό και, κυρίως, όλο δικό της για να παίξει. Πέταξε τις πέτρες που κρατούσε στην άμμο και το έφερε μια βόλτα ολόκληρο για να δει αν υπήρχε και κάποιος άλλος εκεί κοντά. Όχι. Ήταν ολομόναχη. Τέλεια, σκέφτηκε. Μπήκε στο νερό μέχρι το γόνατο ακούγοντας τη φωνή της μαμάς στης στο μυαλό της να της λέει: «Λύδα, τι έχουμε πει; Είναι επικίνδυνο αυτό, κοριτσάκι μου.» Με ένα πονηρό χαμόγελο να τρεμοφέγγει στα μικρά της χείλη σκαρφάλωσε επάνω στο μεγάλο κατάρτι. Μισή ντουζίνα γλάροι, που κάθονταν αναπουπουλιασμένοι επάνω στα χαλάσματα, σηκώθηκαν στον αέρα σφυρίζοντας θιγμένοι. Το κοριτσάκι κούνησε τα χέρια του στον αέρα, γελώντας, να τους χαιρετήσει. Έφτασε στο σημείο όπου είχε σπάσει το κατάρτι και της έφραζε το δρόμο. Από κει πήδησε στην τιμονιέρα κι έπειτα με ένα καλοζυγισμένο ακόμα σάλτο βρέθηκε δίπλα στην καμπίνα του καπετάνιου. Αν η κυρά Ρελένια, η μητέρα της, ήταν εκεί θα της έλεγε: « Λύδα, αρκετά, κατέβα αμέσως από κει.» Δεν ήταν όμως, σκέφτηκε και το χαμόγελο της εξερεύνησης μετατράπηκε, ακόμα μια φορά, σε ένα άλλο, πιο πονηρό. Έψαξε να βρει την πόρτα που οδηγούσε στο αμπάρι και, λίγη ώρα μετά, βρήκε μια καταπακτή, η οποία όμως ήταν κλειστή και στρεβλωμένη από την κλίση που είχε πάρει το καράβι τόσο, που υπέθεσε πως θα ήταν αδύνατο να την ανοίξει. Δεν ασχολήθηκε και πολύ με την απώλεια. Τώρα είχε δικό της καράβι. Θα το έπαιρνε και θα ταξίδευε μακριά και η μαμά της θα την έψαχνε και θα μετάνιωνε που δεν είχε θελήσει να την πάρει μαζί της στο πανηγύρι. Ναι, θα μετάνιωνε, μα την Αρμυρή, κι εκείνη τότε θα γυρνούσε πίσω για να την παρηγορήσει, θα έπαιρναν τον μπαμπά και θα πήγαιναν στη γιορτή. Κουνούσε το σπασμένο τιμόνι του καραβιού πέρα δώθε και ήταν απόλυτα ικανοποιημένη με το σχέδιό της. Έπειτα σκέφτηκε πως ένας καπετάνιος θα πρέπει να γνωρίζει πολύ καλά το σκάφος του -όλο το σκάφος του, συμπλήρωσε η φωνούλα στο μυαλό της- και βάλθηκε να φτάσει στην κατακρημνισμένη πρύμνη για να δει τι υπάρχει εκεί. Δεξιά κι αριστερά από την καμπίνα του καπετάνιου η κουπαστή είχε διπλώσει επάνω στα ξύλα του καταστρώματος και ήταν εξαιρετικό δύσκολο να περάσει. Για λίγο κοίταξε απορημένα το χώρο και προσπάθησε να καταλάβει τι είδους καταστροφή είχε βρει το σκαρί. Δε θα έπρεπε να ήταν σπασμένο μονόπαντα; Ύστερα αποφάσισε πως δεν είχε σημασία, επέλεξε τη λιγότερο χαλασμένη πλευρά -τη δεξιά- σκαρφάλωσε στην κουπαστή κι άρχισε να ισορροπεί επάνω της για να περάσει. Όταν έφτασε από την άλλη αισθανόταν σίγουρη και δυνατή. Πήδησε από την κουπαστή στα ξύλα της κουβέρτας της πρύμνης και για μια στιγμή κοίταξε γύρω της. Την αμέσως επόμενη ακούστηκε ένα δυνατό κρακ, το ξύλο υποχώρησε και η Λύδα βρέθηκε στο κενό. Ένα μπαούλο που βρισκόταν στο αμπάρι σταμάτησε την πτώση της πολύ άγαρμπα. Το δεξί της πόδι χτύπησε πρώτα πάνω του, στο ύψος της γάμπας, κι έπειτα στο σκληρό ξύλο του αμπαριού. Όταν βρέθηκε φαρδιά πλατιά στο αμπάρι, μη μπορώντας για μια στιγμή να ξεχωρίσει που είναι το κάτω και που το πάνω, πονούσε και τσίριζε σα να τη σφάζανε. Το πόδι της βρισκόταν λυγισμένο με έναν τρόπο με τον οποίο δε θα μπορούσε να το είχε λυγίσει εκείνη και σουβλιές ανείπωτου πόνου τη διαπερνούσαν. Στρίγκλιζε και φώναζε τη μαμά της για αρκετή ώρα, μέχρι που ασυναίσθητα άρχισε να σέρνεται προς ένα άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί στο ξύλο, τραβώντας το σπασμένο πόδι της πίσω της, που της έστελνε αναγούλες σε κάθε προσπάθεια. Κατάφερε να φτάσει μέχρι το άνοιγμα και να κοιτάξει έξω κλαψουρίζοντας, για να διαπιστώσει πως ήταν πολύ ψηλά για να πηδήξει, πολύ μικρό για να χωρέσει να βγει καν κι εκείνη πολύ μικρή για να σκεφτεί κάτι άλλο. Ο πόνος διασπούσε κάθε σκέψη που πήγαινε να σχηματιστεί στο κεφάλι της και την έκανε να ουρλιάζει και να κλαίει. Λίγη ώρα αργότερα, όταν το χρυσό κεφάλι της Ράουρα άρχισε να γέρνει στη δύση και η πλάση να σκοτεινιάζει, στον πανικό που της δημιουργούσε ο κολικός του ποδιού της ήρθε να προστεθεί και η απόγνωση. Θα έμενε μόνη της μέσα σε αυτόν τον κατεστραμμένο εφιάλτη -που της φάνηκε παιχνίδι στην αρχή- και θα ήταν νύχτα, θα ήταν σκοτάδι και τρομερά τέρατα θα άφηναν την Αλμυρή για να την πιάσουν έτσι που δε μπορούσε να τρέξει και ήταν παγιδευμένη μέσα στο καράβι. Ούρλιαξε με όλη της την εναπομένουσα δύναμη και λιποθύμησε. *** Έβλεπε μορφές να στροβιλίζονται, ντυμένες σε όλα τα χρώματα της ίριδας. Μορφές γυναικείες. Μια μυρουδιά έφτανε στα ρουθούνια της απόλυτα γνώριμη αλλά πιο έντονη από κάθε άλλη φορά. Άκουγε μουσική, οι μορφές τραγουδούσαν. Τραγουδούσαν κάτω από το φως της Πρίμιας σελήνης, λουσμένες στο κόκκινο, ζεστό της φως. Το τραγούδι είχε στίχους που δεν καταλάβαινε. Της φαινόταν πως έλεγαν συνεχώς το ίδιο πράγμα κι ότι άλλαζε μόνο ο χρωματισμός της φωνής τους. Ξάφνου μια γυναίκα, ντυμένη στα μπλε και με μαλλιά ασημένια που γυάλιζαν περίεργα στο κόκκινο φως, βγήκε μπροστά, σήκωσε τα χέρια στον αέρα και σαν να έδωσε κάποιο σύνθημα στις άλλες άρχισαν όλες μαζί να λικνίζονται απαλά στους τόνους της μουσικής τους. Την ίδια στιγμή η Λύδα συνειδητοποίησε πως ήταν ξύπνια∙ δε συνέβαιναν στον ύπνο της όλα αυτά. Δεν ένιωθε καθόλου το πόδι της πλέον, δεν την είχε ξυπνήσει αυτό. Ήταν σαν να μην ήταν εκεί, κάτω από το γοφό της όπου θα έπρεπε να βρίσκεται κι όπως δεν το έβλεπε κι όλας, το ξέχασε τελείως. Κοίταξε ξανά τις γυναίκες κι αισθανόταν μια ανακούφιση στον ήχο από το τραγούδι τους, στη θωριά του χορού τους. Ήθελε να βρίσκεται ανάμεσά τους, να χορεύει μαζί τους και να τραγουδά σε εκείνη την περίεργη γλώσσα που δεν καταλάβαινε, να στροβιλιστεί μαζί με την άμμο και το κύμα της παραλίας όπως έκαναν οι κοπέλες λίγα μέτρα πιο πέρα. Τις παρακολουθούσε να κουνιούνται νωχελικά σχεδόν στην αρχή κι ύστερα να κινούνται πιο γρήγορα. Τα μάτια της θάμπωναν από τα φουστάνια που σα να έπλεαν στον αέρα και τα μαντήλια που ανέμιζαν σε όλα τα χρώματα των Λουάνων της θύμιζαν κύματα κι αφρούς μια συννεφιασμένη δύση. Αν μπορούσε να βρει την κατάλληλη λέξη στο μυαλό της θα το έλεγε κάλεσμα αυτό που αισθανόταν. Ο κάθε στροβιλισμός των γυναικών τη μαγνήτιζε, το σήκωμα των χεριών τους ψηλά προς τις Λουάνες του ουρανού ανασήκωνε μαζί και το κορμί της, το κάθε μικρό ανασήκωμα των ώμων τους τη γαλήνευε. Κι ύστερα, ενώ ήταν χαμένη σε έναν κόσμο μακριά από εκείνον που νόμιζε στέρεο και πραγματικό, μακριά από τη μαμά της που δεν ήθελε να την πάρει μαζί στη γιορτή –ήταν η ίδια η γιορτή, για εκείνη χόρευαν- ύστερα μια κοπέλα με σκούρα μαλλιά και γαλανό φουστάνι την πλησίασε, άγγιξε το ξύλο του κήτους εκεί όπου είχε σπάσει και ψιθύρισε μερικές λέξεις. Το ξύλο, σαν να της αποκρίθηκε, παραμέρισε τρίζοντας και δημιουργήθηκε ένα μεγαλούτσικο άνοιγμα. Η κοπέλα –δεν ήταν πια κοπέλα, η Λύδα τώρα νόμισε πως ήταν μεγαλύτερη από τη μαμά της, τα μάτια της... στο βλέμμα είχε... είχε εκείνο που μάλλον το λένε σοφία- άπλωσε τα χέρια της και την πήρε στην αγκαλιά της. Ήταν ζεστά εκεί∙ ένιωθε το πόδι της μα δεν πονούσε. Έφτασαν έτσι στις άλλες γυναίκες που τώρα, ανακατεμένες, έπαψαν να χορεύουν. Εκεί ήταν και μια γυναίκα με κίτρινο φουστάνι και χρυσά μαλλιά, σαν μεταξένια. Η Γαλανή την ακούμπησε απαλά μπροστά στην Κίτρινη. Μόλις την άφησε στην κρύα άμμο, ο πόνος επέστρεψε στη γάμπα της και σπασμοί σαν πυρετού συγκλόνισαν τη μικρή μορφή της. Η Κίτρινη έσκυψε πάνω της κι ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπό της. Η Λύδα αισθάνθηκε το σώμα της να μουδιάζει και το πρόσωπό της να χαλαρώνει. Τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της στέγνωναν στο άγγιγμα της ξένης γυναίκας με τα κίτρινα φουστάνια και έμοιαζε με το χέρι της μάνας της, όταν είχε πυρετό. Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια, της η Σέπτια βρισκόταν ψηλά στο στερέωμα. Έβδομη νυχτερινή, που κρατά στο φως της τα μυστικά και τα φυλάγματα, σε λίγο θα ξημέρωνε. Ζαλιζόταν λίγο, μα ήταν καλά. Δεν πονούσε καθόλου τώρα κι όταν δοκίμασε να κουνήσει το πόδι της τα κατάφερε χωρίς κόπο. Γύρω της, καθισμένες χωρίς κανέναν ιδιαίτερο σχηματισμό, βρίσκονταν οι γυναίκες. Τώρα που είχαν πάψει να χορεύουν έμοιαζαν καθημερινές γυναίκες. Η μικρούλα ντράπηκε που την κοιτούσαν όλες τους κι αν και ήθελε να τις ευχαριστήσει που πήραν τον πόνο από το πόδι της, δεν ήξερε πως. Τότε είδε δίπλα της μια γυναίκα με μπλε σκούρο φόρεμα, που στο μωβ φως της ιώδης σελήνης έμοιαζε μαύρο σχεδόν, όσο μαύρο και το πέλαγος, μα τα μαλλιά της ήταν ασημένια από το χρόνο που είχε περάσει επάνω τους και τα μάτια της φωτεινά. Ήταν εκείνη η ίδια γυναίκα που νωρίτερα εκείνη τη νύχτα είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά κι όλες τους είχαν αρχίσει να κάνουν... τι άραγε; Δεν ήταν χορός αυτό που είχε δει. Είχε δει κόσμο στα πανηγύρια να χορεύει. Αυτό ήταν κάτι άλλο κάτι που έμοιαζε με χορό, μα έκρυβε τη γη και τον ουρανό μέσα του, έμοιαζε να μην του ταιριάζει τ’ όνομα χορός. Σαν η Έβδομη σελήνη στον ουρανό να τη φώτιζε και να ξεδιάλυναν μέσα της έννοιες περίεργες, έννοιες που δεν είχε σκεφτεί και δεν ήταν απολύτως σίγουρη πως υπήρχαν αληθινά. Έμοιαζε με ένα όνειρο όλη της η περιπέτεια, μα ήταν τόσο αληθινό που εκείνη η φωνούλα μέσα της που νωρίτερα της έλεγε να εξερευνήσει το καράβι, δε μπορούσε να το αμφισβητήσει. Προσπαθούσε να ξυπνήσει, αλλά δε μπορούσε. «Καλωσόρισες, Λύδα. Έχεις ακούσει ξανά για εμάς, μας έχεις συναντήσει τις πιο πολλές, μόνο που ήσουν μικρούλα κι ίσως δε μας θυμάσαι. Είμαστε Ταξιδεύτρες, έτσι μας λέει ο κόσμος, κι είσαι μια από εμάς. Κάποτε θα ξέρεις τι σημαίνει αυτό, όχι ακόμη. Σήμερα γνώρισες το Χορό∙ δεν ήταν ακόμα ώρα. Δε θα τον ξεχάσεις όμως και θα έρθει μια μέρα που θα χορέψεις μαζί μας κάτω από το φως των Λουάνων, στις ανατολές και τη δύση τους.» Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο της μικρούλας κι εκείνη νόμισε πως εκείνο που την ακούμπησε ήταν αρμυρό νερό, κρύο από το νυχτερινό αγιάζι. Το δροσερό άγγιγμα δεν ήταν δυσάρεστο, κάθε άλλο. Η Ταξιδεύτρα απομάκρυνε μια μπούκλα από το παιδικό προσωπάκι και συνέχισε: «Μας φωτίζει η Σέπτια και το φως της έχει μέσα του μυστικά. Σου αρέσουν τα μυστικά;» Η Λύδα ψέλλισε ένα «ναι» κι ύστερα καθάρισε το λαιμό της: «Ναι, μου αρέσουν,» της αποκρίθηκε. «Τότε θα σου πω ένα κι αν το ακούσεις και με πιστέψεις θα είσαι το πιο τυχερό παιδί της Ελάτης. Θα με ακούσεις;» Η Λύδα πήρε το πιο σοβαρό ύφος που είχε για τέτοιες περιστάσεις και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Εκείνο το σκαρί εκεί που μοιάζει σα δύστυχο θαλασσινό τέρας, είχε μέσα του ανθρώπους πολλούς. Η Αλμυρή πολλές φορές νιώθει μοναξιά κι είναι και τόσο μεγάλη που η μοναξιά της είναι απέραντη. Καμιά φορά θέλει να κρατήσει τους ανθρώπους κοντά της. Το κούνησε πολύ και το έσπασε το καράβι τους και εκείνοι έπεσαν στα κύματα κι έμειναν μαζί της. Αυτή είναι η ιστορία του. Τώρα, εκεί που το καράβι ένιωθε μοναξιά ήρθες εσύ να παίξεις μαζί του. Κι εκείνο θέλησε να σε κρατήσει κοντά του για να μη νιώθει μοναξιά. Βλέπεις, η Αλμυρή πήρε κοντά της όλους τους ανθρώπους του κι εκείνο μαθημένο με κόσμο θέλησε να ακούσει ξανά το γέλιο. Ξέρεις τι είναι αυτό που σου είπα;» «Ένα παραμύθι.» «Όχι, παιδί μου, αυτό που σου είπα είναι μια ιστορία. Μια ιστορία από τον κόσμο των μεγάλων φτιαγμένη έτσι για να σου αρέσει καλύτερα. Οι άνθρωποι που ήταν επάνω στο καράβι πέθαναν στ’ αλήθεια κι εσύ αν έμενες μόνη εκεί με το πόδι σου σπασμένο να αιμορραγεί, θα πέθαινες επίσης. Αυτή είναι η αλήθεια.» Το μουτράκι της Λύδας είχε αλλάξει. Δε μπορούσε πια να κρατήσει την σοβαρή έκφραση που είχε προηγουμένως. Τα φρύδια της είχαν σχηματίσει ρυτίδες στο μέτωπό της έτσι όπως είχαν ανασηκωθεί και τα χειλάκια της είχαν σουφρώσει. «Το ξέρω πως προτιμούσες το παραμύθι. Τον φόβο του θανάτου μπορείς ήδη να τον καταλάβεις. Η αλήθεια και η πραγματικότητα δεν μοιάζουν πάντα μεταξύ τους, όμως είναι κοντά. Εμείς όλοι οι μεγαλόσωμοι, δε μπορούμε πάντα να θυμηθούμε τι κρύβεται μέσα σας εσείς τα παιδιά. Όμως άκουσε με, Λύδα και βάλτα καλά στο μυαλό σου αυτά που θα σου πω. Ίσως κάποτε καταλάβεις πως έχουν σημασία: Μη βιαστείς να μεγαλώσεις, κοριτσάκι. Ο κόσμος των μεγάλων θα είναι εδώ για όλη σου την υπόλοιπη ζωή. Όταν θα είσαι γυναίκα σύντομα θα ευχηθείς να ήσουν ξανά παιδί. Θα ευχηθείς το μεγαλύτερό σου πρόβλημα, να είναι το πείσμα της μαμάς σου να μη σε πάρει στη γιορτή. Σε περιμένουν μεγάλες μέρες και μεγαλύτερες ακόμη νύχτες και το φως της Σέξτιας, που κάνει την πλάση να μοιάζει με πέλαγος, θα σε συντροφεύει σε κάθε μονοπάτι που θα διαλέξεις. Μη βιαστείς να πάρεις αυτό το μονοπάτι γιατί δεν έχει γυρισμό.» *** Η Λύδα είχε ακούσει την κατσάδα της μαμάς της μουτρωμένη. Είχε προσπαθήσει να της πει τα όσα της συνέβησαν την προηγούμενη νύχτα, όσο εκείνη την έσφιγγε αλαφιασμένη στην αγκαλιά της κλαίγοντας από χαρά που είχε γυρίσει κι ήταν σώα. Όταν άρχισε να της λέει την ιστορία της, η μαμά της άρχισε την κατσάδα∙ φυσικά δεν την πίστεψε. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως η Ταξιδεύτρα ίσως να είχε δίκιο, ίσως όντως οι μεγάλοι να μην ήταν σοφοί και να μην θυμούνταν πως ήταν όταν οι ίδιοι παιδιά. Έπειτα τα λόγια της γυναίκας με το μπλε φουστάνι και τα ασημένια μαλλιά πέταξαν και χάθηκαν από το συνειδητό της μνήμης της. Λίγο παραδίπλα, κατάχαμα ήταν ένα βοτσαλάκι που ήταν μαύρο μαύρο από κει που το έβλεπε κι ήθελε να πάει να το σηκώσει να δει αν ήταν μαύρο κι από την άλλη του πλευρά. Η μαμά της συνέχιζε να την κατσαδιάζει και να τη ρωτάει που ήτανε και δεν την άφηνε να πάει να το πιάσει. Δε θα την έπαιρνε και στη γιορτή, μα ούτε κι εκείνη θα πήγαινε. Ο κόσμος ήταν πάλι στέρεος και το παράπονό της επέστρεψε. Καμιά φορά, ακούγοντας από μακριά τις φωνές των ανθρώπων ανακατεμένες με τους υπόλοιπους ήχους του χωριού της, θυμόταν το Χορό. Έπειτα ξύπναγε ξανά κι έψαχνε για άσπρες και μαύρες πετρούλες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted June 22, 2008 Share Posted June 22, 2008 Ρε συ αυτή η ιστοριούλα είναι όμορφη. Θεωρώ ότι ο χαρακτήρας της μικρής Λύδας είναι πολύ καλή έμπνευση και έχει βάθος. Με λίγα λόγια εδώ υπάρχει πολύ ζουμί στο κοριτσάκι για πάρα πολλές σελίδες και άφθονο μελάνι. Πω πω πω αυτό το ναυάγιο θα με στοιχειώσει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted June 22, 2008 Author Share Posted June 22, 2008 Ευχαριστώ πολύ Kitsos που διάβασες και σχολίασες Όσο για τη Λύδα, αααα.... την ξέρω καλά εγώ αυτή τη μικρή σουρλουλού Την έχω... γεννήσει εγώ αυτήν και την έχω μεγαλώσει κιόλας (μέχρι τα 29 της δηλαδή διότι τότε πέθανε, αλλά αυτή είναι μία άλλη ιστορία ) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted June 22, 2008 Share Posted June 22, 2008 αλλά αυτή είναι μία άλλη ιστορία Είμαι και καλός αναγνώστης και τα αυτιά μου είναι πάντα διαθέσιμα σε έναν καλό storyteller. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.