Ivan Gig Nth Yuk Posted June 16, 2008 Share Posted June 16, 2008 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Απόστολος (Guardian of the RuneRing #2) Είδος: Παραμύθι (;) Αριθμός Λέξεων: 1000 Αυτοτελής: Ναι Σχόλια: Το ερωτηματικό στο "είδος" υπάρχει γιατί δεν είμαι σίγουρος τί ακριβώς είναι ένα παραμύθι, σε ποιον απευθύνεται και αν αυτό που έγραψα είναι παραμύθι ή όχι. Είναι για το διαγωνισμό του Ιουνίου και είναι λίγο μικρότερο απ' το επιτρεπτό όριο. EDIT: Χίλιες ακριβώς. Ούτε με το κιλό να ήτανε. Ο Βασιλιάς και το Τραγούδι του Δάσους Μια φορά κι έναν καιρό, μακριά, πολύ μακριά απο 'δω, σ' ένα βασίλειο, τότε που η γη ήταν νέα και οι ταξιδιώτες δεν είχαν ακόμα ξεχάσει τη φωνή του αέρα που ψιθυρίζει ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων, ζούσε ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς αυτός ήταν σοφός, ίσως ο πιο σοφός στον κόσμο τότε και όπως κάθε σοφός, ήταν γέρος. Γέρος πολύ, με άσπρα μαλλιά και κουρασμένα μάτια, έβλεπε πως το τέλος του πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Και όλο και πιο πολύ φοβόταν, γιατί την χώρα του την αγαπούσε. Τους δρόμους της και τις αγορές της, τις πόλεις και τα δάση και τους ανθρώπους της. Και φοβόταν γιατί δεν είχε διάδοχο. Ούτε γυναίκα ούτε παιδιά, ή ανίψια να πάρουν το θρόνο του, μεγαλωμένα απ' αυτόν, απ' την σοφία του, να αγαπούν τη γη τους. Και φοβόταν καθώς κοιτούσε στα μάτια τους συμβούλους του, να περιμένουν καρτερικά το τέλος. Κι έτσι ένα βράδυ όταν στον ύπνο ήταν βυθισμένο το παλάτι ζήτησε από τον πιο πιστό του υπηρέτη να του ετοιμάσει το άλογο του και κάτω απ' του φεγγαριού το φως ξεκίνησε να φύγει. Να ταξιδέψει για στερνή φορά, να ψάξει στο βασίλειο για έναν άνθρωπο άξιο να γίνει βασιλιάς. Τα άφησε όλα πίσω του, το στέμμα το χρυσό, τα μεταξένια ρούχα, την ασημένια πανοπλία. Πήρε μονάχα ένα δαχτυλίδι, σφραγίδα βασιλική, να το δώσει σ' αυτόν που θα διαλέξει. Και έφυγε. Στη σκιά της νύχτας, μέσα απ' τα δάση που περικύκλωναν το παλάτι, άκουσε μια φωνή. Στην αρχή πίστεψε πως τραγουδούσε ο άνεμος, κι ίσως έτσι να ήταν, μοιρολόι για τον βασιλιά τον κακότυχο που αφήνει πίσω του το θρόνο. Μα καθώς συνέχιζε στο μονοπάτι, κάτω απ' το φεγγαρόφως, όλο και πιο πολύ νόμιζε πως άκουγε φωνή ανθρώπου, σ' ένα εύθυμο τραγούδι. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε να κοιτάξει μέσα στο πυκνό σκοτάδι, να ψάξει, να βρει από που έρχεται ετούτη η φωνή. Όμως μόλις σταμάτησε η φωνή έπαψε. Σιωπή απλώθηκε στο δάσος και ο βασιλιάς μουρμούρισε να σπάσει τη σιωπή ?Πνεύμα, που τόσο ωραία τραγουδάς, γιατί σταμάτησες;? Ο άνεμος σταμάτησε κι αυτός ν' ακούσει τη απάντηση, όμως αυτή δεν ήρθε ποτέ. Κι έτσι ο βασιλιάς ξεκίνησε και πάλι, πιστεύοντας πως η φωνή ήτανε πλάνη του μυαλού, ξεχνώντας πόσες νύχτες αυτή η μουσική τον είχε αποκοιμήσει, ξεχνώντας όσα πρέπει να θυμάται ένας σοφός. Ένα χρόνο περιπλανήθηκε ο βασιλιάς. Πέρασε από πόλεις, ζητώντας για άντρες σοφούς, για νέους μορφωμένους. Τριγύριζε αγορές ρωτώντας για αυτά που χάθηκαν στο χρόνο, για εποχές παλιές, για χώρες και σημάδια. Ρωτούσε περιμένοντας κάποιον να του μιλήσει και έπειτα μιλούσε μαζί του, ώρες ατέλειωτες συζητούσε, έψαχνε να βρει απαντήσεις. Και μέσα απ' τα μάτια του τα σοφά τον κοιτούσε και τον έκρινε. Και πάντα έβρισκε ατέλειες, λάθη, ψεγάδια. Κανείς δεν έμοιαζε άξιος για τη χώρα. Και άφηνε πάντα πίσω του τις πόλεις και τα χωριά περίλυπος, γεμάτος φόβο. Μα κάθε νύχτα τον επισκέπτονταν το τραγούδι στον ύπνο του, να του θυμίζει την μέρα που ξεκίνησε και τον σκοπό του, να του δώσει θάρρος, ελπίδα στη λίγη ζωή που του απέμεινε. Και κάθε νύχτα ήξερε πως πρέπει να συνεχίσει να αναζητά να βρει διάδοχο για το θρόνο. Πέρασε από θύελλες και βροχές. Από χιονισμένα βουνά και ξεχασμένα δάση. Και το είχε σημάδι, κάθε φορά που άκουγε το τραγούδι στον ύπνο του, πως πρέπει να συνεχίσει. Μα μια νύχτα, κάτω απ' τον έναστρο ουρανό, μακριά απ' τους ανθρώπους, μια νύχτα μοιραία, τα όνειρά του σώπασαν. Πόσο λυπήθηκε τη νύχτα εκείνη ο βασιλιάς, πόσο πικράθηκε η ψυχή του. Γιατί είχε δει σιγά-σιγά τη χώρα του να μαραζώνει. Γιατί κατάλαβε πως το τέλος ήταν κοντά. Η καρδιά του δεν άντεχε άλλο το ταξίδι, τα πόδια του δεν άντεχαν στις αγορές να τον βαστάνε και στο μυαλό του οι σκέψεις μοιάζαν πια σαν γερασμένες μνήμες. Ήξερε πως δε θα έβρισκε διάδοχο κι έτσι αποφάσισε να επιστρέψει πίσω στο παλάτι του, να πεθάνει εκεί, πάνω στο θρόνο του, μονάχος, ξέροντας πως μαζί του θα χαθεί και το βασίλειο. Το άλογό του κουρασμένο πια, περπατούσε αργά. Και καθώς το τελευταίο φως του ήλιου χάθηκε ενώ αυτός συνέχιζε το μονοπάτι μέσα στο δάσος για το σπίτι του άκουσε πάλι την φωνή. Σταμάτησε το άλογο, μα αυτή συνέχισε. Ανέλπιδη χαρά, σα φλόγα ξεπήδησε απ' την ψυχή του βασιλιά. Ξεπέζεψε και άρχισε να προχωράει όσο πιο γρήγορα μπορούσε βαθιά μέσα στο δάσος ακολουθώντας την. Ο ήχος της ένα παράξενο τραγούδι, μαγεμένο, σαν ξεχασμένος ύμνος, σα νανούρισμα. Και με κάθε ήχο της, με κάθε βήμα, απ' τα γέρικά του πόδια, ένιωθε η ζωή του να σβήνει, να χάνεται από μέσα του. Μα αυτός συνέχιζε. Γιατί ήξερε. Ήξερε πως το μυστικό που έκρυβε η καρδιά του, που τόσο καιρό ψιθύριζε στα όνειρά του, που τον στοίχειωνε, ήταν εκεί. Η τελευταία ελπίδα για το βασίλειο του, το σπίτι του. Και τότε σ' ένα μικρό ξέφωτο, που το φως του φεγγαριού γλυκά γυάλιζε στο υγρό χορτάρι, δίπλα σ' ένα ρυάκι, σε μια πηγή απ' έναν βράχο γερασμένο, κοίταξε και είδε. Αν ήταν πνεύμα του δάσους, ίσκιος που έπαιζε στα μάτια του ή άνθρωπος δεν ήξερε. Μα μόλις το αντίκρισε ο βασιλιάς, απλώθηκε παντού σιωπή και η μορφή χάθηκε απ' τα μάτια του. Και τότε ο βασιλιάς χαμογέλασε, πλησίασε αργά το ρυάκι, άνοιξε την παλάμη του, που τόσο σφιχτά κρατούσε μέσα της το δαχτυλίδι, δώρο για το νέο βασιλιά, και το αφήσε να πέσει στο νερό. Ξάπλωσε εκεί. Έκλεισε τα μάτια του. Πόσο κουρασμένος ήταν και πόσο βασανισμένος συνάμα μόνο η δική του η ψυχή το ήξερε. Στης νύχτας τη σιωπή, στο δάσος μέσα, ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων και στις λιγνές σκιές που άφηνε το φεγγάρι στη γη ξεκίνησε και πάλι το τραγούδι, αυτό το όμορφο νανούρισμα. Κι έτσι κοιμήθηκε για πάντα ο βασιλιάς. Κάποιοι λένε πως το βασίλειο σύντομα χάθηκε. Κάποιοι πως διοικήθηκε σοφά για πολλές γενιές ακόμα. Όπως και να 'χει, στο δάσος που έστεκε το παλάτι, αν αφήσεις τον αέρα να σε οδηγήσει, θα βρεθείς στο ξέφωτο αυτό, θ' ακούσεις τη φωνή να μουρμουρίζει το σκοπό της και θα δεις πάνω στο χορτάρι τη σκιά του βασιλιά. Και τότε θα ξέρεις κι εσύ, ταξιδιώτη, τί πραγματικά συνέβη. Edited July 10, 2008 by Nienor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted June 17, 2008 Share Posted June 17, 2008 Μονο 900; Δε πρέπει να το μεγαλώσεις για να είναι εντός συμμετοχής; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted June 17, 2008 Share Posted June 17, 2008 Κάνε μια απόπειρα να τη μεγαλώσεις λιγάκι μέχρι την Κυριακή. Μια παράγραφος είναι όλη κι όλη που θέλει. Κι άμα δεν έχεις λεξούλες να βάλεις πες στο rorico να σου δώσει από τις δικές του Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest roriconfan Posted June 17, 2008 Share Posted June 17, 2008 ΚΑΚΑΚΑ! Το τι έκοψα είναι σχεδόν όσο τούτη η ιστορία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted July 7, 2008 Share Posted July 7, 2008 (edited) Μου άρεσε το τέλος,όσον αφορά το δαχτυλίδι. Το διάβασα 2 φορές.Την πρώτη,στα πεταχτά,δεν μπόρεσα να συγκεντρωθώ στην ιστορία.Κάτι δεν μου κάθεται καλά στον τρόπο γραφής;Δεν μου έκανε το κλίκ στην αρχή;Όπως και να έχει μου φάνηκε καλυτερο όταν το διάβασα πιο προσεχτικά αλλά αν ήταν μεγαλύτερο θα το είχα παρατήσει.Οπότε καλά είναι στο ένα κιλόλεξο... Α,και μια μικρούλα παρατήρηση: στα Ελληνικά θα πρέπει να βάζεις Ελληνικό ερωτηματικό(το πλήκτρο Q). Edited July 7, 2008 by heiron Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.