DinoHajiyorgi Posted June 20, 2008 Share Posted June 20, 2008 1. «Ο χειμώνας που έρχεται θα είναι βαρύς. Χειρότερος από κάθε άλλη χρονιά. Το πέρασμα στην κοιλάδα έχει κλείσει από τα χιόνια που κατέβασε το βουνό. Ποτέ πριν δεν είχε συμβεί αυτό τόσο νωρίς. Ποτέ όσο το ποτάμι συνέχιζε να ρέει κάτω από τον μύλο του Φάρχαν. Ακούτε ακόμα την βοή του τις νύχτες όπως πέφτει στο βάραθρο, έτσι δεν είναι; Κι όμως…Οι καρποί στα κλαδιά των δένδρων έχουν παγώσει και το φαράγγι είναι απροσπέλαστο.» Τους κοίταζε κατάματα. Σχεδόν όλο το χωριό είχε έρθει στο κάλεσμα του. Ήταν στριμωγμένοι μέσα στον αχυρώνα του Σβεκ, το μεγαλύτερο κτίσμα που χωρούσε τον αριθμό τους. Ένας ξένος δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει τους άντρες από τις γυναίκες έτσι όπως ήταν όλοι τους τυλιγμένοι σε γούνες και γιδοτόμαρα. Τα πρόσωπα τους είχαν το πανομοιότυπο σημάδι ταλαιπωρίας που χαρακτήριζε τους κατοίκους του τόπου. Είχαν γνωρίσει και καλύτερες μέρες. Εύφορες, καλές μέρες. Τα δύσκολα είχαν έρθει τα τελευταία δέκα χρόνια αλλά τα είχαν αντιμετωπίσει με σθένος. Γνώριζαν γι αυτό. Όλοι τους θυμούνταν τις ιστορίες των μεγάλων. Η γη τους τα είχε ξαναπεράσει αυτά. Η Άνοιξη θα επέστρεφε πάλι, δυνατότερη και κυρίαρχη. Ήταν μόνο ένα ζήτημα προσαρμογής και πειθαρχίας. Περίμεναν τώρα τον Κάλεν να τους ανακοινώσει το σκεπτικό του. Το βλέμμα του ήταν τρομερό κάτω από τα πυκνά, λευκά του φρύδια. Γενιές τους ολόκληρες είχαν μεγαλώσει κάτω από τις συμβουλές του και ήταν χάρη σε εκείνον που οι περισσότεροι ήταν σήμερα ζωντανοί. Με προτροπή του και με αποδοχή του συμβουλίου είχε θεσπισθεί το μοίρασμα των αγαθών κατά τις δύσκολες εποχές. Είχε σώσει πολλές οικογένειες από την λιμοκτονία και σήμερα ήταν εκείνα τα μέλη, υγιή και δυνατά, που έδιναν τα διπλάσια πίσω στην κοινότητα. «Οι φωτιές που μας ταλαιπώρησαν το καλοκαίρι ήταν μια επιπρόσθετη ζημιά κατά της επιβίωσης μας» συνέχισε ο Κάλεν. «Δεν χάσαμε μόνο πολύτιμα δέντρα και σπαρτά, αλλά και πολλές αποθήκες με αγαθά.» Τα πρόσωπα τους συσπάστηκαν καθώς θυμήθηκαν τα περιστατικά που έζησαν μόλις μήνες πριν. Ο Κάλεν σήκωσε να τους δείξει τις γροθιές του. «Όσο όμως έχουμε την υγεία μας και αυτά…τίποτα δεν θεωρείτε τελειωμένο. Τις αποθήκες τις ξαναχτίσαμε και τις μισές τις γεμίσαμε πάλι!» Κάποιοι βρήκαν το κουράγιο να χαμογελάσουν, γιατί όντως έτσι ήταν. «Ο χειμώνας όμως που αντιμετωπίζουμε μας είναι γνώριμος. Έχουμε ακούσει τις παλιές ιστορίες. Έχουμε δει τα στοιχεία. Η ομάδα του Βέρικ είδε λύκους στο μαύρο ύψωμα, και ο Βέρικ είναι τόσο νέος που δεν είχε δει λύκο πριν στη ζωή του. Ήρθαν λοιπόν αυτά τα κτήνη στα μέρη μας γιατί δεν βρίσκουν τροφή πουθενά αλλού. Μπορείτε να πάτε στο σπίτι του Λάρσεν και να διαβάσετε το κιτάπι του γεωπόνου παππού του. Ναι, έχουν ξανασυμβεί όλα αυτά. Δεν έχουμε όμως κανέναν λόγο να φοβόμαστε ή να ανησυχούμε. Ο σκληρότερος χειμώνας απ’ όλους δεν είναι τίποτα περισσότερο από το τέλος του κύκλου. Μία με δύο εποχές ακόμα και μετά ακολουθούν οι καλύτερες μέρες. Φτάνει μόνο να φανούμε προνοητικοί και συσπειρωμένοι.» Συνέχιζε να τους κοιτάει κατάματα. Είδε νεαρά πρόσωπα που τον αντίκριζαν αισιόδοξα και άφοβα. Είδε τους παλαιότερους που έμοιαζαν να ξέρουν τι θα έλεγε μετά. Τον κοίταζαν κι εκείνοι κατάματα. «Αυτός είναι ο Χειμώνας του Λύκου» είπε ο Κάλεν και μεμιάς οι περισσότεροι συμπέραναν την αιτία της μάζωξης. «Οι προμήθειες δεν φτάνουν για όλους μας.» Σταμάτησε πάλι και τους κοίταξε. Ήξεραν αλλά δεν διαμαρτύρονταν. Τον παρότρυναν έτσι να συνεχίσει. «Έχουμε ανάμεσα μας αρκετά μέλη που λόγω προχωρημένης ηλικίας ή αναπηρίας αδυνατούν να προσφέρουν στην κοινότητα μας. Καταναλώνουν όμως ισάξια τα αποθέματα μας και αποσπούν την προσοχή μας για την φροντίδα τους. Σαν τους γονείς του Φέρμεν που είναι κατάκοιτοι, ή τον γιο της Νένας με το ασθενικό λογικό, ή τον άντρα της Μέρτας που έχασε τα πόδια του στην κατάρρευση της γέφυρας. Και όχι, δεν είμαι εδώ σήμερα για να σας πω πως θα πάμε όλους αυτούς τους δύστυχους συγχωριανούς μας στο Λαγκάδι του Κυνηγού, να τους παρατήσουμε εκεί για τους λύκους, όπως έπρατταν κάποτε οι παππούδες μας με τους δικούς τους. Έχουμε προοδέψει σε ευγενέστερες εναλλακτικές. Ο Μέρικ ο φαρμακοποιός θα μας παρασκευάσει μια σκόνη από το γαλάζιο βότανο της Σπαστής Ράχης. Το αφέψημα είναι γλυκό, και κοιμίζει ανώδυνα και τελειωτικά.» Η Δάρκη τινάχτηκε όρθια. Έδειχνε ενοχλημένη. «Και πόσο σκοπεύει να μας χρεώσει ο Μέρικ για το αφέψημα του;!» Έπεσε μια σύντομη σιγή. Δεν υπήρχε όμως αποδοκιμασία στα βλέμματα τους. Όλοι είχαν κάποια ράμματα για την γούνα του φαρμακοποιού. «Η συλλογή του γαλάζιου βοτάνου δεν είναι εύκολη, όλοι το ξέρουν αυτό» είπε ο Κάλεν. «Πόσοι μπορούν να σκαρφαλώσουν στη Σπαστή Ράχη;» «Και ποιος έχει δει ποτέ τον Μέρικ να αφήνει το μαγαζί του για να πάρει τα βουνά;» φώναξε κάποιος άλλος. «Δεν επιτρέπω να παρεκτραπεί η συζήτηση στις προσωπικές σας εμπάθειες!» βροντοφώναξε ο Κάλεν και σιώπησαν όλοι. «Δεν παίρνουμε την υπηρεσία κανενός μέλους μας χωρίς να επιστρέψουμε κάποια ανταμοιβή σε νόμισμα ή είδος.» Η Δάρκη δεν χρειαζόταν να ακούσει άλλο. Για εκείνη η σύναξη είχε τελειώσει. Γύρισε την πλάτη της και έκανε να φύγει. «Δεν ψηφίσαμε ακόμα» της φώναξε ο Κάλεν. «Την ψήφο μου την έχετε» απάντησε η Δάρκη, «Η σοφία σου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί Κάλεν. Δέχομαι την πρόταση καθώς είναι ζωτική για την επιβίωση όλων μας. Δεν δέχομαι όμως καμία εξυπηρέτηση από τον Μέρικ. Την μητέρα μου θα την αναλάβω η ίδια, με όποιον τρόπο θεωρώ εγώ καλύτερο προς εμένα.» Αυτά είπε και κανείς δεν την σταμάτησε όπως βγήκε από τον στάβλο. 2. Σηκώθηκε μέσα στο σκοτάδι, λεπτά μόλις πριν τις πρώτες ανταύγειες της ημέρας. Έκοψε ξύλα και άναψε τη φωτιά μέσα στη μικρή σόμπα της καλύβας της. Η γριά μητέρα της κοιμόταν ακόμα βαθιά. Φρόντισε να κάνει τις δουλειές της όσο αθόρυβα μπορούσε για να μην τη ξυπνήσει. Βρήκε δύο αυγουλάκια στο κοτέτσι της και πέρασε απέναντι από το χωράφι στο σπίτι του Όριν. Ο ξυλουργός ήταν και αυτός ξύπνιος και άρμεγε την κατσίκα του. Αντάλλαξε τα αυγά με ένα βαζάκι γάλα και γύρισε στο σπίτι της. Έβαλε το μισό σε ένα μπρίκι πάνω στη σόμπα για να το ζεστάνει. Το βαζάκι με το υπόλοιπο γάλα το έχωσε στο χιόνι, έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Είχε εξασφαλίσει και το αυριανό της πρωινό. Άδειασε το μπρίκι σε μια κούπα, προσθέτοντας στο ρόφημα και ένα κουταλάκι μέλι. Κάθισε να το απολαύσει με σύντομες, κοφτές γουλιές. Εκτός από τα ξύλα που έσκαγαν μέσα στη μικρή σόμπα δεν επικρατούσε άλλος ήχος στο καλύβι. Όχι, η μητέρα της δεν είχε ανάγκη το γάλα της σήμερα. Κοίταξε προς το κρεβάτι. Πρόσεξε την κουβέρτα που ανεβοκατέβαινε ανεπαίσθητα από την αναπνοή της γριάς. Μέχρι και πριν από πέντε χρόνια η μάνα της μπορούσε να κάνει κάποιες δουλειές στο σπίτι. Ήταν καλή και στο ράψιμο. Αναλάμβανε τον ρουχισμό αρκετών συγχωριανών, γιλέκα και εσώρουχα κυρίως. Τα χέρια της δεν ήταν αρκετά δυνατά για τα γιδοτόμαρα. Οι σκληροί όμως χειμώνες είχαν φανεί ανελέητοι στην πλάτη της ηλικιωμένης γυναίκας. Έπεσε βαριά άρρωστη αλλά ενώ τελικά ο πυρετός υποχώρησε, το μυαλό της είχε χαθεί αμετάκλητα. Ήταν πλέον κατάκοιτη, με την κόρη της να την ταΐζει και να την πλένει σαν να ήταν μωρό παιδί. Η Δάρκη ήξερε πως μια μέρα το δικό της τέλος θα ήταν χειρότερο από αυτό της μητέρας της. Δεν είχε δικά της παιδιά να την φροντίσουν. Είχε παντρευτεί μια φορά, τον Μιρ τον κυνηγό. Έμεινε έγκυος δύο φορές, τα μωρά γεννήθηκαν νεκρά και τις δύο φορές. Μετά, δεν μπορούσε καν να συλλάβει. Δικαιούνταν βέβαια να αναλάβουν κάποιο ορφανό από το χωριό, και είχαν υπάρξει αρκετά μετά την καταστροφική κατολίσθηση του εκατοστού έκτου φθινοπώρου. Είχαν χαθεί πολλοί καλοί άνθρωποι κάτω από τις πέτρες και τη λάσπη εκείνη τη τρομερή μέρα. Δυστυχώς, ήταν και ο Μιρ ανάμεσα στα θύματα. Έτσι είχε μείνει μόνη, εκείνη με τη μητέρα της. Ο Κάλεν την είχε προξενέψει σε αρκετούς συγχωριανούς της, άντρες παραγωγικούς, ικανούς με τα χέρια τους, πάντα όμως κάτι πήγαινε στραβά στις διαπραγματεύσεις. Γυναίκα με πείσμα, ενισχυμένο και από την προσωπική δύναμη που κατείχε, στο τέλος βροντοφώναξε πως δεν είχε ανάγκη από κανέναν. Και έτσι είχε παραμείνει η κατάσταση. Το χωριό είχε αρχίσει να ξυπνάει. Άκουγε τώρα παραθυρόφυλλα και πόρτες στάβλων να σκούζουν στην σιγαλιά του πρωινού. Ήθελε όσο το δυνατόν λιγότερα βλέμματα πάνω της. Πήγε στο κρεβάτι και σκούντηξε την γριά μέχρι να την ξυπνήσει. Εκείνη ανασηκώθηκε από τα σκεπάσματα και κοίταξε γύρω της σαστισμένη. Τα κατάλευκα, ανακατωμένα μαλλιά της ήταν πυκνά και μακριά. Τελείως ανάρμοστα, μέσα από εκείνη την ασημένια χαίτη ξεπρόβαλλε ένα γκρίζο, ρυτιδιασμένο πρόσωπο, με ένα ζευγάρι θαμπά μάτια. Όσο λιγότερα κατανοούσε ο νους της, ακόμα λιγότερα μπορούσε να διακρίνει το βλέμμα της. Η γυναίκα είχε υπάρξει κάποτε όμορφη, αιώνες όμως πριν. «Γάλα;» είπε με σπαστή φωνή. Παρά την ηλικία της διατηρούσε ακόμα όλα της τα δόντια. «Το γάλα μετά. Πιες τώρα αυτό» απάντησε η κόρη της και της έδωσε λίγο λιωμένο χιόνι που είχε ζεστάνει στη φωτιά. Η Δάρκη ανεβοκατέβαινε συχνά το βουνό κουβαλώντας τα ξύλα που έκαιγε στο σπίτι της και αυτά που μοίραζε στα γύρω σπίτια. Είχε πάρει μέρος και στο χτίσιμο του πέτρινου μύλου και του γιοφυριού σηκώνοντας πέτρες που μπορούσαν να καταφέρουν λίγοι συγχωριανοί της. Δεν πίστευε πως θα είχε πρόβλημα με την μάνα της, μια γυναίκα μια σταλιά, πετσί και κόκαλο στην κυριολεξία. Αφού την έντυσε και ετοιμάστηκε, πήρε την γριά στην πλάτη της και βγήκαν μαζί έξω. Τα χέρια και πόδια του φορτίου της ήταν δεμένα με σχοινί από εμπρός, γύρω από την ίδια, για να μην γλιστρήσει και της πέσει κατά την ανάβαση. «Που πάμε;» ρώτησε η μάνα της μόλις ένιωσε το κρύο αεράκι να της τσούζει τα μάγουλα. «Σου είπα» απάντησε η Δάρκη, «πάμε στο πέρασμα, να συναντήσουμε τον Βρεν, τον γυρολόγο. Θα περάσει από εκεί σήμερα. Θα αγοράσουμε βότανα…» «Και γλυκόριζες;» «Και γλυκόριζες.» «Μ’αρέσουν οι γλυκόριζες. Έχω καιρό να δοκιμάσω.» Πήρε την πλαγιά και σκαρφάλωσε τα βράχια προς το δάσος. Το βήμα της ήταν σίγουρο. Μπορεί το χιόνι να κάλυπτε τη γη, εκείνη όμως θυμόταν κάθε χαρακτηριστικό του εδάφους. Από εδώ θα απέφευγε τον κεντρικό δρόμο του χωριού. Αυτή ήταν η προσωπική της στιγμή και δεν χρειαζόταν την συμπάθεια, ούτε καν την επιδοκιμασία, κανενός. 3. Σε ένα σημείο, στα αριστερά της, το δάσος αραίωνε προς στιγμή, φανέρωνε έναν απότομο γκρεμό με θέα το χωριό, το φαράγγι και τις δίδυμες κορυφές στον ορίζοντα που σηματοδοτούσαν το πέρασμα στην πέρα κοιλάδα. Τα χωριό έδειχνε περικυκλωμένο από μια θάλασσα παγωμένης άχλης που κυμάτιζε μπρος-πίσω έτοιμη να το καταπιεί. Μετά χάθηκε εκείνη η εικόνα όπως μπήκε βαθύτερα στα πυκνά δέντρα. Βάδισε στο σκοτάδι για αρκετό διάστημα. Οι κορυφές των μαύρων δέντρων ήταν χιονισμένες, δημιουργώντας έναν παγωμένο τρούλο πάνω από τα κεφάλια τους. Άκουγε το χιόνι όπως έτριζε κάτω από το βήμα της, την ανάσα της μάνας της και πότε-πότε την περιοδική κραυγή ενός φιρ, του γκρίζου κόρακα της περιοχής. Στην τσέπη στον κόρφο της είχε φυλαγμένη μια σφεντόνα με αρκετό απόθεμα από ολοστρόγγυλα βότσαλα. Ήταν πολύ καλή με το συγκεκριμένο όπλο. Μπορούσε ν’ανοίξει στα δύο το κρανίο λύκου στα δέκα μέτρα. Δεν ανησυχούσε λοιπόν για την ασφάλεια της. Ούτε πίστευε πως θα έπεφταν πάνω σ’αυτά τα κτήνη σήμερα. Τρεις ομάδες κυνηγών περιπολούσαν τις κορυφές γύρω από το χωριό για να κρατούν λύκους και άλλα αρπακτικά μακριά τους. Μόλις άφησε το δάσος πίσω της βρέθηκε στη ράχη της Μαύρης Κορυφής και κάθισε εκεί για λίγο να ξαποστάσει. Δεν μπήκε στον κόπο να λύσει την μάνα από την πλάτη της. Η γριά είχε αποκοιμηθεί, τώρα όμως, κάτω από το έντονο γκρίζο φως της ημέρας, άρχισε κάπως να συνέρχεται πάλι. Μπροστά στα πόδια τους οι μαύρες πέτρες στέκονταν γυμνές, σαν να αδυνατούσε να στεριώσει το χιόνι πάνω τους. Η πλαγιά κατρακυλούσε απότομα κάτω, άλλαζε τα βράχια με μαύρα χαλίκια πριν χαθεί τελείως μέσα στη λευκή ομίχλη. Εκεί, αθέατο, απλωνόταν το πλάτωμα των βάλτων, χαμένο τώρα κάτω από τα χαμηλά σύννεφα. Η Δάρκη έβγαλε ένα μισό μήλο από τη τσέπη της, έκοψε με τον σουγιά της μια ψιλή φέτα και την έβαλε στο στόμα της. Το μάσησε αργά νιώθοντας να ανακτά τις δυνάμεις της. Το δυσκολότερο κομμάτι της διαδρομής είχε τελειώσει. Από δω ήταν μόνο κατηφόρα μέχρι το πέρασμα του γυρολόγου. Βέβαια, είχαν να δουν τον γυρολόγο εδώ και κάτι χρόνια. Από τότε που είχε αρχίσει να παγώνει το πέρασμα. Μέχρι και το όνομα του είχε ξεχάσει. Ένιωσε το κεφάλι της μάνας της να κινείται πάνω στα μαλλιά της. Η ανάσα της γριάς χτύπησε το αυτί της. «Η πλαγιά έχει καλυφθεί από λουλούδια Δάρκη» είπε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Κοίτα όλα αυτά τα χρώματα. Ευωδιάζουν όλο το βουνό. Να πεις τον Λας να μαζέψει όσα μπουκέτα μπορεί να κουβαλήσει…με τις ρίζες πες του…» Ο Λας ήταν ο πατέρας της Δάρκης. Είχε σκοτωθεί από αγριόχοιρο σε ένα κυνήγι, είκοσι χρόνια πριν. «Θα στολίσουμε το σπίτι Δάρκη» συνέχισε η μάνα της, «Θα φυτέψω και τον κήπο…Και θα σου φτιάξω ένα στεφάνι…να στολίσω τα ξανθά σου μαλλάκια…Θα σου άρεσε αυτό Δάρκη;» «Ναι μαμά, φυσικά» απάντησε πριν σηκωθεί πάλι όρθια. Ένας παγωμένος άνεμος χτύπησε τις δύο γυναίκες και μετά άρχισε πάλι να χιονίζει. Η Δάρκη συμπέρανε πως το σχέδιο της έβαινε καλώς, έπρεπε όμως να βιαστεί. Συνέχισε στο μονοπάτι που ακολουθούσαν τα κοπάδια την άνοιξη και με βήμα γρήγορο κατέβηκε την δυτική πλαγιά προς το μικρότερο δάσος του Μαύρου Βουνού. Όσο μπορούσε να το θυμηθεί από την τελευταία φορά που είχε έρθει, το πέρασμα του γυρολόγου ήταν ένα καταπράσινο ξέφωτο, γεμάτο από συμμετρικά τοποθετημένους τύμβους. Στοιβαγμένοι από πέτρες που είχαν τοποθετηθεί η μία πάνω στην άλλη μέσα στα χρόνια, άλλες χύμα και ακανόνιστα, άλλες πελεκημένες ώστε οι τύμβοι να σχηματίζουν τέσσερις γωνίες, χρησίμευαν ως πάγκοι για τις πραμάτειες του εκάστοτε γυρολόγου. Ο πιο ξακουστός, αυτός του οποίου το όνομα είχε ξεχάσει η Δάρκη, έσερνε όχι ένα ή δύο άμαξες αλλά πομπή ολόκληρη από κάρα. Οι συναντήσεις είχαν πάντα την χροιά ενός πανηγυριού. Κάλυπταν τους τύμβους με πολύχρωμα πέπλα και άπλωναν πάνω τους τα αγαθά προς πώληση. Οι πελάτες από τα γύρω χωριά στρώνονταν με τις οικογένειες τους πάνω στο γρασίδι και έπαιρναν σειρά για να διαπραγματευτούν με τους βοηθούς του έμπορα. Έρχονταν και μουσικοί και στήνονταν χοροί. Σε αυτό το τοπίο ήταν μαζεμένες οι καλύτερες αναμνήσεις της Δάρκης. Εδώ θυμόταν τους γονείς της νέους και σφριγηλούς απ’όταν την έφερναν μικρό κοριτσάκι. Θυμόταν και τις δύο χρονιές που είχε έρθει με τον Μιρ, έγκυος και τις δυο φορές. Τώρα τα δέντρα περικύκλωναν το ξέφωτο γυμνά και μαύρα, οι τύμβοι ήταν χαμένοι κάτω από πυκνό χιόνι. Πλησίασε με κόπο έναν από αυτούς καθώς το χιόνι έφτανε μέχρι τα γόνατα της. Καθάρισε την μια γωνία αποκαλύπτοντας την πελεκημένη πέτρα από κάτω. Έλυσε την μάνα της και την κάθισε εκεί. Έκανε ένα βήμα πίσω και κοίταξε ξανά το σκηνικό. Οι μνήμες της φάνταζαν σαν μια ψευδαίσθηση. Υπήρξε ποτέ της πράγματι τόσο ευτυχισμένη; «Κρυώνω» ψέλλισε η μάνα της. «Θα περιμένουμε λίγο. Όπου να’ναι θα φανεί ο γυρολόγος.» Συνέχισε να χιονίζει και ένιωθε το ψύχος να εντείνεται γύρω της. Αυτό ήταν καλό. Ήταν σίγουρη πως το ξέφωτο δεν κινδύνευε από τους λύκους. Όχι σήμερα. Το κρύο θα ήταν αρκετό. Έσκυψε προς το αυτί της μητέρας της. «Πάω με το μπαμπά να μαζέψουμε λουλούδια» είπε δυνατά, «θα γυρίσουμε αμέσως.» «Με τις ρίζες πες του…θα πλέξω στεφάνια…» Η γριά τουρτούρισε και χώθηκε όπως μπορούσε μέσα στο πανωφόρι της. Η Δάρκη έκανε άλλα τρία βήματα προς τα πίσω. «Αντίο μάνα» είπε, «Σε ευχαριστώ για όλα.» Της ξέφυγε ένα δάκρυ το οποίο σκούπισε αμέσως. Γύρισε την πλάτη της και ακολουθώντας τα ίδια της τα ίχνη στο χιόνι βγήκε από το ξέφωτο χωρίς να κοιτάξει πίσω. 4. Στα μισά, πριν σκαρφαλώσει πίσω στην Μαύρη Κορυφή, σκέφτηκε πως μπορούσε να κόψει δρόμο αν πήγαινε κυκλικά προς το νοτιοανατολικό λαγκάδι καταλήγοντας στα νότα του χωριού. Θα γλίτωνε την ανάβαση ακολουθώντας ένα λιγότερο περπατημένο μονοπάτι αλλά αυτό δεν την τρόμαζε. Θα συναντούσε τρεις στάνες στον δρόμο της, του Βέικ, του Γιορν και του Χαλς, όλοι γνωστοί της. Αν πήγαινε κάτι στραβά θα είχε να διαλέξει από τρία καταφύγια. Η διαδρομή θα ήταν συντομότερη αλλά έπρεπε να προσέχει το βήμα της. Η πίσω όψη του μαύρου βουνού δεν είχε καμία σχέση με την πλαγιά που αντίκριζαν τα σπίτια τους. Πριν από χιλιάδες χρόνια κάποιος τρομερός σεισμός θα πρέπει να είχε καταβυθίσει εκεί το μισό βουνό που μέχρι τότε θα στέκονταν διπλάσιο σε μέγεθος. Εδώ η βλάστηση ήταν σπάνια και η πλαγιά απότομη και γεμάτη κοφτερά βράχια. Ήταν η πλευρά που ήταν βυθισμένη στις παντοτινές σκιές όπως έλεγαν. Πέραν όμως κάποιον εσοχών που είχαν σκάσει κάτω από την πίεση συσσωρευμένων πάγων, το χιόνι δεν είχε πιάσει και την πορεία βοηθούσε το λαξευμένο μονοπάτι των αρχαίων κατοίκων της περιοχής. Ο δρόμος της μάλιστα θα περνούσε μέσα από τα χαλάσματα μιας παλιάς πόλης, για την οποία ελάχιστα γνώριζαν σήμερα. Μια φορά την είχαν φέρει εδώ, όταν ήταν μικρή, και είχε βρει την εμπειρία μάλλον βαρετή. Το μόνο που θυμόταν ήταν μαύρες πέτρες πάνω σε άλλες μαύρες πέτρες και αυτό ήταν όλο. Και τώρα, με το αλατισμένο της βλέμμα, μπορούσε να δικαιολογήσει την ανία εκείνου του φτωχού κοριτσιού. Ένα ή δύο τοίχοι ήταν που έστεκαν όρθιοι σε συμμετρικές γωνίες και πρόδιδαν έναν κάποιο ανθρώπινο οικισμό. Υπήρχαν λίγες πληροφορίες γι αυτούς τους ξεχασμένους κατοίκους, κυρίως αφηγήσεις που είχαν φτάσει στα αυτιά τους από στόμα σε στόμα. Ήταν λένε άνθρωποι άγριοι και άλογοι, παραδομένοι στη μισαλλοδοξία και τη βία. Οι όποιες γνώσεις αφορούσαν εκείνη την αρχαία ιστορία είχαν διαγραφεί μάλλον ηθελημένα, για το καλό των επόμενων γενεών. Η Δάρκη πρόσεξε πως τα μισά ερείπια είχαν χαθεί κάτω από μια πρόσφατη κατολίσθηση που είχε σκεπάσει και το λαξευμένο της μονοπάτι. Αναγκάστηκε να σκαρφαλώσει σε ένα χαμηλότερο διάζωμα και πηδώντας από πέτρα σε πέτρα να φτάσει στην άλλη πλευρά της κατολίσθησης. Βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε ένα κτίσμα που δεν είχε προσέξει ψηλά από το μονοπάτι. Επισκιασμένο από έναν μυτερό βράχο, το κτίριο ήταν ψηλότερο από τα άλλα και ήταν χτισμένο με χοντρότερες πέτρες. Θύμιζε κάπως τον μύλο του Φάρχαν. Δεξιά και αριστερά μιας κεντρικής πύλης υψώνονταν δύο πυργίσκοι, ο αριστερός ολοκληρωτικά γκρεμισμένος. Από πίσω όμως ήταν ένα κουφάρι χωρίς σκεπή και η βόρεια του πλευρά έλειπε τελείως. Χώμα και χόρτα κάλυπταν το πάτωμα του. Όπως της ήταν βολικό, αποφάσισε να περάσει μέσα από το ερείπιο. Μόλις όμως διάβηκε την πύλη πρόσεξε πως το έδαφος ήταν γεμάτο με ζουμερά ραδίκια. Θα εξασφάλιζε ένα-δύο γεύματα για την ίδια και θα τις έμεναν αρκετά για να τα πουλήσει στο χωριό. Έβγαλε τον σουγιά της και γονατίζοντας ξεκίνησε την συγκομιδή. Η τσέπη στον κόρφο της ήταν επίτηδες μεγάλη για τέτοιες ευκαιρίες. Πότε-πότε την ξάφνιαζε ο άνεμος όπως σφύριζε από τα κενά σημεία, ψηλά στον νότιο τοίχο. Σηκώνοντας το κεφάλι της να μελετήσει τα χαλάσματα γύρω, πρόσεξε αρκετές λείες επιφάνειες με περίεργες σκιάσεις πάνω τους. Πλησιάζοντας κοντύτερα αντιλήφθηκε πως οι σκιάσεις ήταν ξεθωριασμένα χρώματα. Αντίκριζε μια ζωγραφιά. Με μεγαλύτερη προσοχή κατάφερε να ξεδιαλύνει αυτό που απεικόνιζε. Στα αριστερά της εικόνας ήταν μαζεμένος ένας όχλος, με άγρια, οργισμένα πρόσωπα. Στα χέρια τους σήκωναν πέτρες. Στα δεξιά, σε μεγαλύτερο μέγεθος ήταν ζωγραφισμένο το θύμα τους. Ο άντρας, αιμόφυρτος, με τις παλάμες του ενωμένες, κοίταζε ψηλά, προς τον ουρανό. Η έκφραση του έδειχνε λύπη παρά πόνο. Ένας λευκός κύκλος, μάλλον όχι τυχαία, ήταν διαγραμμένος γύρω από το ματωμένο κεφάλι του. Για ποιο λόγο θα καθόταν κανείς να ζωγραφίσει κάτι τέτοιο; Τι μπορούσε να προσφέρει η θέαση μιας τέτοιας βίαιης πράξης; Προσπάθησε να φανταστεί εκείνους τους ανθρώπους, μαζεμένους μέσα σε αυτό το κτίσμα όταν ήταν καινούργιο. Όταν τα χρώματα της ζωγραφιάς θα ήταν ζωηρά και καινούργια. Τι θα απαντούσαν άραγε στις απορίες της; Και τότε θυμήθηκε κάτι που της είχε πει κάποτε η μητέρα της. Ήταν μικρή η Δάρκη τότε και αυτό που άκουσε ήταν τόσο παράλογο που το είχε αμφισβητήσει αμέσως. Το βλέμμα της έψαξε τους γυμνούς τοίχους και σταμάτησε στον στενό, ανατολικό τοίχο, αυτόν που αντίκριζε την είσοδο. Πάνω στην γκριζαρισμένη πέτρα πρόσεξε τις τέσσερις αντικριστές οπές. Ήταν ανοιγμένες εκεί…σταυρωτά. «Ο Εσταυρωμένος» ψέλλισε και την διαπέρασε ένα ρίγος. Το ομοίωμα ενός άντρα, με τα άκρα του τρυπημένα, καρφωμένος πάνω σε έναν σταυρό να αργοπεθαίνει. Με τον πόνο εμφανέστατο στο πρόσωπο του. Η ίδια δεν το είχε δει ποτέ το ομοίωμα, υπήρχαν όμως πολλοί ηλικιωμένοι στο χωριό που ισχυρίζονταν πως στην εποχή τους ο εσταυρωμένος, ή ό,τι είχε απομείνει από αυτόν, κρεμόταν ακόμα σε εκείνα τα χαλάσματα. Είχαν συμπεράνει από κατάλοιπα διηγήσεων πως μαζεύονταν τότε οι άνθρωποι, παρακολουθούσαν τον εσταυρωμένο, απομυζούσαν γαλήνη και παρηγοριά από την απεικόνιση εκείνου του μαρτυρίου. Το ίδιο μάλλον πρέπει να συνέβαινε και με τον πετροβολημένο άντρα. Ήταν τελείως παράλογο. Και ξαφνικά η Δάρκη άρχισε να νιώθει δυσάρεστα μέσα σε εκείνα τα χαλάσματα. Μάζεψε τα πράγματα της και έφυγε τρεχάτη από εκεί μέσα. Επιστρέφοντας βιαστικά στο μονοπάτι, στραβοπάτησε σε κάποιον θάμνο και κόντεψε να πέσει σε μια απότομη εσοχή του βράχου. Θα μπορούσε έτσι ξαφνικά να σπάσει το πόδι της και να καταστεί άχρηστη, ένας βάρος προς τους συγχωριανούς της. Το κακό όμως είχε αποφευχθεί και έτσι συνέχισε με βήμα προσεκτικό προς το σπίτι της. Η χιονόπτωση είχε αραιώσει αλλά το ψύχος ερχόταν έντονο να παγώσει τα υψώματα που πλαισίωναν τον μικρό της κόσμο. Τέλος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
dreamwhisperer Posted June 20, 2008 Share Posted June 20, 2008 Dino, δεν σου κρύβω ότι η περίπτωσή σου είναι μοναδική (μέσα από τα δικά μου μάτια). Συνεχώς διαβάζω κείμενά σου και όσο και να προσπαθώ είναι τόσο τέλεια καλυμένο το εγώ σου, που δεν μπορώ με τίποτα να σε περιορίσω σε ένα συγκεκριμένο είδος και ύφος. Ειλικρινά προσκυνώ την ιδιοφυϊα σου και απορώ για τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από το πληκτρολόγιο. Δεν μπορώ να αντιληφθώ αυτή τη συνεχή γένεση που συμβαίνει μέσα στο μυαλό σου και το πόσο γρήγορα προσαρμόζεις το γράψιμό σου, υπηρετώντας την ιδέα που κάθε στιγμή το γόνιμο μυαλό σου κατασκευάζει. Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε ταυτόχρονα τους "αδερφούς Καραμαζώφ" και τον "παίκτη" και κέρδισε μία θέση στο πάνθεον. Νομίζω είναι υπερβολή να σε συγκρίνω μαζί του, ωστόσο δεν έχω συναντήσει άλλο Έλληνα συγγραφέα να υπηρετεί μ' αυτό τον τρόπο της θεά της γραφής. Συγχαρητήρια... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.